«Τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου!» Η ζωή στον Στανό Χαλκιδικής

[00:00:00]

Β.Φ.

Καλημέρα.

Ε.Λ.

Καλημέρα.

Β.Φ.

Θα μου πείτε το ονοματεπώνυμό σας; 

Ε.Λ.

Ευαγγελία Λόγα. 

Β.Φ.

Είναι Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024, είμαι με την κυρία Ευαγγελία Λόγα, βρισκόμαστε στον Στανό Χαλκιδικής. Εγώ ονομάζομαι Σίλια Φασιανού, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. 

Ε.Λ.

Ναι.

Β.Φ.

Κυρία Ευαγγελία, θα θέλατε να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς και για τα παιδικά σας χρόνια; 

Ε.Λ.

Ναι, από ό,τι θυμάμαι μέχρι 18 χρονών που ήμουν στον μπαμπά μου. Λοιπόν, τα παιδικά χρόνια για μένα ήταν τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Μέχρι 18 χρονών έζησα υπέροχα με τους γονείς μου, με εννιά αδέρφια. Δεν υπήρχαν φασαρίες, δεν υπήρχαν το ένα, δεν υπήρχαν το άλλο. Δεν υπήρχαν όμως αυτές οι πολυτέλειες που υπάρχουν τώρα, δεν είχαμε ρεύμα. Ερχόταν ένας… Ερχόταν ένα πολύ μεγάλο αυτοκίνητο, ερχόταν, πουλούσε φρούτα, μήλα, πορτοκάλια, ξέρω γω… Εμείς σαν μικρά κλαίγαμε και λέγαμε τη μάνα μου: «Θέλουμε φρούτα, θέλουμε πορτοκάλια να φάμε» και ξέρω γω. «Δεν έχω λεφτά». Μετά βρίσκαμε τον μπαμπά μου και μας έδινε σιτάρι, πηγαίναμε στον μανάβη, δίναμε παραδείγματος… Ανάλογα πόσα κιλά θα θέλαμε να πάρουμε, δίναμε το σιτάρι και παίρναμε πορτοκάλια, φρούτα διάφορα, ό,τι υπήρχε με αυτά. Ύστερα για να πάμε στο μαγαζί, έπρεπε… Δεν είχαμε λεφτά, ο μπαμπάς μου δεν είχε, αλλά για μένα ήταν πολύ ευχάριστα χρόνια, τα θυμάμαι. Και είχε η μάνα μου κότες και παίρναμε… Ήταν η μάνα μου –τώρα μπορεί να μην χρειάζεται αυτά να τα πω αλλά θα τα πω εγώ–, η μάνα μου είχε το κοτέτσι λεγόμενο, που υπήρχαν οι κότες, και δίπλα ήταν και καθόταν και η νύφη μου, ήταν του αδερφού μου η γυναίκα. Είχαν και οι δυο το ίδιο κοτέτσι ας πούμε. Η μάνα μου κάθε μέρα –να σ’ το πω πώς το λέγαμε εδώ στον Στάνο–, αυγολογούσε τις κότες, δηλαδή έβαζε το δάχτυλο αυτό, για να δει πόσα αυγά, γιατί φαινόταν. Με το έδειξε και μένα και το έχω κάνει και εγώ αυτό. «Πώς γίνεται -λέω- αυτό μάνα;» και μου λέει: «Έτσι και έτσι». «Και πώς ξέρεις πόσα αυγά θα πάρεις τη μέρα;». «Θα πάρω τόσα γιατί τις αυγολογούσα». Εμείς όμως τα παιδιά –ήμασταν τόσα αδέρφια–, θέλαμε να πάμε να πάρουμε κάτι… Υπήρχαν τότε εκείνα τα χρόνια κάτι γλειφιτζούρια, τα λεγόμενα πετειναρούδια, σαν πετεινός ήταν ένα ή κανένα λουκούμι, δεν ξέρω τι να πάρουμε. Πηγαίναμε τα αδέρφια μου, εγώ και ένας αδερφός μου, πηγαίναμε και παίρναμε αυγά της μάνας μου, τα δικά μας, όχι από τη νύφη μου. Δηλαδή στην ουσία τα κλέβαμε! Και πηγαίναμε στο μαγαζί, στον μπακάλη –έναν μπακάλικο υπήρχε στη γειτονιά–, δίναμε ένα αυγό παραδείγματος χάρη, μπορούσε να σε δώσει ένα γλειφιτζούρι, ας πούμε, ναι. Και το παίρναμε. Έπαιρναν τα αυγά η μάνα μου με τη νύφη μου, μαλώνανε η μάνα μου με τη νύφη μου μαζί, γιατί έλεγε η μάνα μου ότι –πώς ρε πώς τα θυμάμαι;– έλεγε η μάνα μου: «Γιατί παίρνεις τα αυγά από το κοτέτσι το δικό μου; Εγώ τα έχω αυγολογήσει τις κότες και έπρεπε να πάρω –παραδείγματος χάρη– δέκα αυγά έπρεπε να πάρω». «Όχι μανούλα μου καλή, εγώ δεν πήρα τίποτα». Εμείς τα αδέρφια γελούσαμε από εκεί στην άκρη, γελούσαμε γιατί άμα τους λέγαμε να μας δώσουν, δεν θα μας έδωναν, γιατί τα χρειαζόταν. Πολλά, πάρα πολλά! Λέγαμε όταν βασίλευε ο ήλιος… Δεν υπήρχε ήλιος, έλεγα τη μάνα μου, θυμάμαι πάρα πολύ: «Μάνα πεινάω, θα με δώσεις να φάω;». «Όχι κοπέλα μου καλή, τώρα θα φας που βασιλεύει ο ήλιος, θέλεις να πεθάνει η μάνα σου;», δεν μας έδωνε. Μας άλειβε μια φέτα ψωμί θυμάμαι και μας έπαιρνε μια ελιά, και το μαύριζε το ψωμί επάνω και: «Φάτε, μετά όμως θα φάτε την άλλη μέρα, σήμερα δεν θα φάτε, γιατί βασίλεψε ο ήλιος δεν κάνει». Τι να πρωτοθυμηθώ; Πάρα πολλά πράγματα αλλά ήταν ευτυχία, για μένα ήταν πολύ ευτυχισμένα χρόνια, πάρα πολύ. Γλυκά χρόνια για μένα, δε μαλώναν, δεν κάναν, δηλαδή τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα πολύ ευτυχισμένα. Δεν έχει σημασία που δεν υπήρχε το φαγητό αυτό. Δεν είχαμε ρεύμα για να κάνουμε δουλειά. Ο μπαμπάς μου… Είχαμε χωράφια έξω από το χωριό, πηγαίναμε με τα ζώα, και μας έπαιρναν και εμάς που ήμασταν πιο μικροί, θερίζαμε. Το ξέρεις τι θα πει το θερίζαμε; Δεν καταλαβαίνεις κιόλας τι σου λέω τώρα. Θερίζαμε, πιάναμε έτσι, είχαμε ένα λεγόταν δρεπάνι, και κόβαμε, κόβαμε, κόβαμε. Όλο το χωράφι τώρα –παραδείγματος χάρη 20 στρέμματα– μέσα στον ήλιο, μέσα σε αυτό και τα μαζεύαμε. Δέματα τα κάναμε και τα πηγαίναν σ’ έναν χώρο αυτά, ένα ύψωμα εκεί πάνω –το θυμάμαι καλά, εκεί πάνω– το βλέπω και τα βάζαμε εκεί πέρα. Και είχαν δυο ζώδια μουλάρια μπροστά και ένα πράγμα έτσι ένα ξύλο, σανίδι βασικά ήταν. Αλλά εκείνο έπρεπε να έχει βάρος για να σπάσει το σιτάρι, αφού το έχουμε εκεί πέρα, για να βγει το σιτάρι, ο καρπός να βγει. Και εμείς όλοι που ήμασταν τα παιδιά, όλα μαζευόμασταν και ανεβαίναμε στο βάρος αυτό πέντε-δέκα παιδιά, για να βγει το σιτάρι, να σπάσουν από τα καλάμια, απ’ τα αυτά, για να βγει το σιτάρι. Ναι. Εμείς χαιρόμασταν γιατί αυτή ήταν η απόλαυσή μας, που ανεβαίναμε εκεί πάνω. Ύστερα… Πρέπει να τα θυμηθώ κιόλας… Ύστερα πώς κάναμε το αυτό, τα… Η δουλειά ήταν αυτή που πηγαίναμε εδώ και κει. Κρέας και τέτοια δεν είχαμε να φάμε. Μετά ο μπαμπάς μου στην πορεία πήραν πρόβατα και είχαν πρόβατα, και τρώγαμε κρέας. Έσφαζε ένα αρνί μόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα το γουρούνι, που έφτιαχνε ο μπαμπάς μου. Και μια φορά ήρθε πριν από το Πάσχα ο μπαμπάς μου, είχε από τα πρόβατα που ήρθε, είχε ένα αρνί στην πλάτη του και λέει η μάνα μου στον μπαμπά μου: «Γιατί Μιχάλη μου, Πάσχα δεν είναι, γιατί έφερες αρνί;». «Ε Λενιώ –Λενιώ τη μάνα μου– Λενιώ, σπαρταρούσε να πεθάνει -λέει- και τι να το κάνω, το ‘σφαξα για να φάμε». Και το γουρούνι που είχαμε εκεί πέρα τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα δεν είχαμε ψυγεία πρώτα-πρώτα, δεν υπήρχε τίποτα. Η μάνα μου τα τηγάνιζε όλα αυτά που λέμε, τις πλευραμές και αυτά όλα τα τηγάνιζε, και τον παστό… Ο παστός είναι το λίπος που υπάρχει στο ζώο, στο γουρούνι. Ήταν ένα πράγμα έτσι παχύ, το έβαζε, το έβραζε η μάνα μου αυτά στο καζάνι, έβγαζε… Όχι βούτυρο, δεν λεγόταν βούτυρο, λίγδα λεγότανε αυτό. Και αφού τηγάνιζε όλα από το ζώο, όλα αυτά τα τηγάνιζε, τα έβαζε μέσα σε ένα έτσι μεγάλο πιθάρι λεγόταν, και τα έβαζε γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία να διατηρηθούν εκεί πέρα, αυτά όλα, μέσα στη λίγδα, μέσα στο λίπος. Ναι και όταν πηγαίναμε να, μας έλεγε να πάμε να βγάλουμε να φάμε, εκείνα δεν τρωγόταν, γιατί έπρεπε να έχει αλάτι για να κρατήσει ας πούμε. Μετά τα έβαζε μέσα στο νερό η μάνα μου για να φύγει η αλμύρα ας πούμε, να μπορούμε να το φάμε. 

Β.Φ.

Και το γουρούνι το μεγαλώνατε στην αυλή σας; 

Ε.Λ.

Ναι, πάντα τότε οι κότες αυτά, όλα ήταν κάτω από τα σπίτια μας, όλα ήταν αυτά. Ύστερα έτρωγα θυμάμαι έπαιρνα μια ελιά να φάω και έλεγε ο μπαμπάς μου: «Όχι κοπέλα μου, δεν θα τρως μια ελιά μια φορά, γλακ να την τρως, μια ελιά θα την κάνεις τρεις φορές να τη φας». Φτώχεια μεγάλη υπήρχε. Τα μεγαλύτερά μου αδέλφια, εγώ δεν… Δηλαδή ψωμί ψωμί είχαμε, ζυμώναμε, κάναμε, είχα ψωμί στη δικιά μου ηλικία, αλλά τα μεγαλύτερα αδέρφια μου δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε. Η μάνα μου πήγαινε ζητιάνευε, ζητιάνα έγινε σε άλλα χωριά να μάσει ξερό κομμάτι ψωμί να δώσει τα παιδιά της να φάνε, από τις ιστορίες που μας τα ‘λεγαν. Εμείς στη δικιά μου ηλικία τα είχαμε όλα αυτά. Ρεύμα, [00:10:00]χωρίς ρεύμα, αλλά τόσο υπέροχα χρόνια ήταν για μένα. Καθόμασταν στο μπαλκόνι, έβαζε ο μπαμπάς μου… Είχαμε ένα χωράφι μεγάλο, έβαζε ο μπαμπάς μου καλαμπόκια, και εκείνα τα καλαμπόκια, αφού πια είχαν ξεραθεί, τα μαζεύαμε τα καλαμπόκια και καθόμασταν στο μπαλκόνι. Είχα ένα μεγάλο μπαλκόνι, θυμάμαι η μάνα μου εκεί πέρα, καθόμασταν και βγάζαμε τα φύλλα από το καλαμπόκι και τα αφήναμε. Τα φύλλα εντωμεταξύ από το καλαμπόκι που βγάζαμε, τα έφτιαχνε η μάνα μου. Έπαιρνε τσουβάλια, τα έραβε και τα έφτιαχνε στρώματα. Στρώμα το είχαν και κοιμόταν. Είχαν ένα κρεβάτι το οποίο λεγόταν καριόλα, το θυμάμαι. Και μια φορά ήρθε… Θέλαμε κάτι να πάρουμε εμείς τα παιδιά, λέγαμε τη μάνα μου θέλαμε ας πούμε λεφτά κάτι να μας δώσει και κάτι θέλαμε να πάρουμε. «Έχω!», γιατί ξέραμε, αφού είχε πρόβατα ο μπαμπά μου, η μάνα μου κρυφά πουλούσε λίγο τυρί θυμάμαι και το τυρί αυτό… Τα λεφτά δεν τα έδωνε στον μπαμπά μου, τα έκρυβε. Και τα έβαζε πού; Μέσα στο στρώμα με τα φύλλα αυτά. Αυτή η ιστορία, δεν θα την ξεχάσω ποτές. Θυμάμαι έκλαιγα και έλεγα: «Θέλω μαμά λεφτά» και ξέρω εγώ, κάτι πουλούσαν θυμάμαι και αυτά. «Έχω -λέει- αλλά πού να τα βρω -λέει-; Θυμάμαι -λέει- πού τα έχω». Ξηλώνει το στρώμα, το ξηλώνει για να πάρει να βρει τα λεφτά που είχε εκεί πέρα να μας δώσει. Έλα που αφού κοιμόταν πάνω, αυτοί κοιμόταν, γυρίζαν από εδώ, έβγαλε όλα τα φύλλα, όλα τα φύλλα τα έβγαλε, τα άδειασε εντελώς, τρόμαξε η καημένη, έκλαιγε, τρόμαξε να βρει τα λεφτά! Τα είχε κρυμμένα εκεί πέρα και μας έδωσε, και μετά ξανά να το ράψει. Εντωμεταξύ να μας κάνει ρούχα παραδείγματος χάρη να μας κάνει, η μάνα μου έπιαναν τα χέρια της πάρα πολύ, και πισωβελονιά μας έφτιαχνε πουκάμισο, ένα πουκάμισο θυμάμαι ένα κίτρινο, ένα χτυπητό χρώμα και ένα ροζ. Εσώρουχα πισωβελονιά και φορέματα, όλα πισωβελονιά. Ούτε μηχανή υπήρχε ούτε τίποτα, όλα πισωβελονιά τα ‘φτιαχνε. Και θυμάμαι πήγαινα στο σχολείο και τώρα εγώ καμάρι το είχα, γιατί μερικά παιδάκια δεν είχαν καινούργια δήθεν, και εγώ καμάρι έδειχνα το εσώρουχο, έδειχνα το αυτό. «Α κοιτάξτε η Βαγγελιώ -λέει- έχει καινούργια πράγματα -λέει- και πού τα βρήκε!», τέλος πάντων ιστορίες. Ύστερα να πούμε και για τα χαλιά, μεγάλη διαδικασία αυτή. Τα χαλιά για να τα κάνεις έχει μεγάλη ιστορία, δεν βγαίνουν έτσι. Ξες τι δύσκολα είναι; Αλλά έτσι τα έχουμε και κανένας δεν τα θέλει. Εγώ στην Γερμανία έζησα, τώρα δεν έχω χρόνια που έφυγα, και την κόρη μου που την έφτιαξα εγώ χαλί με δύο δύο κλωστές δεν το θέλει. Δεν τα θέλει, έτσι τα έχω εδώ πέρα ακόμα. Πολύ δύσκολο να τα φτιάξεις! Έπρεπε να πάρουμε το μαλλί, να το ζεματίσουμε σε βραστό νερό, να το βγάλουμε από εκεί να στραγγίσει και να το πάρουμε να το πάμε. Εδώ πέρα στο χωριό υπήρχαν δύο κοπάνες νερό γεμάτο ήταν, λέγεται πηγάδι. Και πηγαίναμε στο πηγάδι να το πλύνουμε, να το πλύνουμε καλά, να ξεπλυθεί τόσο πολύ καλά. Έπρεπε να στεγνώσει και μετά έπρεπε να το κάνουμε έτσι, να το γνέθουμε, να το ανοίξουμε. Υπήρχαν κολλιτσίδες, υπήρχαν διάφορα, κλωστές, ό,τι να είναι καθαρό. Δεν υπήρχε τότε στην Αρναία που πήγαμε –συγγνώμη– λαναρά που λένε. Είχε η μάνα μου ένα ξύλινο –έτσι ήταν γύρω γύρω–, με δύο χέρια, ένα από κάτω, ένα πάνω. Στο ξύλο αυτό υπήρχαν συρματάκια, συρματάκια ψιλά, αλλά το πώς το έκαναν δεν ξέρω. Ο μπαμπάς μου είχε κάνει; Δεν ξέρω… Και έπρεπε να βάλουμε το μαλλί εκεί –η μάνα μου τα έκανε αυτά τα θυμάμαι–, να βάλουμε το μαλλί και άρχιζε η μάνα μου. Έτσι το έπιανε, έτσι χράτσα-χρούτσα, χράτσα-χρούτσα για να το κάνει έτσι, σαν βαμβάκι το έφτιαχνε. Και μετά από εκεί πέρα είχε η μάνα μου ένα αδράχτι λεγόταν, με τρία τέτοια. Έβαζε το μαλλί, το ‘φτιαχνε ένα ρόλο μπροστά, και έβαζε το μαλλί αυτό το ρολό, εδώ πάνω. Το έχω κάνει και εγώ έτσι, με είχε δείξει η μάνα μου και το έκανα κι εγώ, πολύ υπέροχο. Και το είχε εδώ πέρα ακριβώς έτσι, το έπιανε εδώ. Εδώ πέρα είχε το αδράχτι και έπαιρνε από εδώ τραβούσε, τραβούσε, τραβούσε, και από εδώ στο αδράχτι το ‘φτιαχνε, το έστριβε, το έστριβε, και αυτό γινόταν κλωστή στο χέρι, γινόταν κλωστή. Και με είχε μάθει η μάνα μου πώς να πλέκω. Με αυτή την κλωστή κάναμε φανέλες μάλλινες τότε, εκείνα τα χρόνια αυτά υπήρχαν για τον μπαμπά μου, για τα αδέρφια μου. Κάναμε κάλτσες, σκουφούνια λεγόταν. Κάναμε κάλτσες μάλλινες για να μην κρυώνουν, να μην… Γιατί δεν υπήρχε ούτε παπούτσια, ούτε μπουφάν, ούτε τίποτα, δεν υπήρχαν τότε. Ό,τι κάναμε, αυτά που πλέκαμε κι είχαμε ή η μάνα μας, ή εμείς ας πούμε. Ζακέτες και τέτοια, δεν υπήρχαν αυτά που έχουμε τώρα, αυτά τα χρόνια. Μετά είχε για το χαλί, μετά έπρεπε το χαλί αυτό, το μαλλί αυτό δηλαδή, να το πάμε… Βγήκε η λανάρα πάνω, ένα εργοστάσιο μικρό, και πηγαίναμε το μαλλί εκεί πέρα. Το έφτιαχναν κλωστή το μαλλί, και το κάναν τυλιγάδια, και το παίρναμε στο σπίτι. Εμείς έπρεπε να το βάψουμε για να κάνουμε χαλιά, τι χρώματα θέλουμε; Δεν υπήρχαν τότε εκείνη την εποχή τέτοια χρώματα. Και πηγαίναμε σε άλλα χωριά, όπου υπήρχαν καρυδιές πολλές και μαζεύαμε τη φλούδα από το καρύδι την εξωτερική. Και βάζαμε καζάνια νερό και εκεί πέρα βάζαμε να βράσει η φλούδα αυτή, ανάλογα τι χρώμα θέλαμε να κάνουμε το μαλλί, αυτό το άσπρο ας πούμε. Βάζαμε… Βγάζαμε ό,τι χρώμα θέλαμε, μπεζ, ανάλογα πόσο μπεζ θέλαμε, μπεζ, καφέ, και ένα απαλό, πολύ απαλό κίτρινο. Αυτά τα βγάζαμε για να κάνουμε τι χαλί… Αυτό το χαλί που είχαμε στο νου μας εμείς, που λεγόταν «Βεργιώτικο» λεγόταν. Με τρία χρώματα γινόταν αυτό το χαλί στον αργαλειό. Εντάξει, μετά υπήρχαν εμπόροι… Τώρα ξεχνάω πολλά αλλά ό,τι θυμάμαι. Μετά υπήρχαν έμποροι στην Αρναία, πηγαίναμε… Και τον χειμώνα ξέρεις πώς πηγαίναμε; Πηγαίναμε με τα πόδια, η μάνα μου, η αδερφή μου η μεγάλη και εγώ. Εμένα με βάζαν πιο ελαφρύ πίσω, λέγεται αυτό… Βάζαμε και τα παιδιά τότε εκείνα τα χρόνια, όπως τώρα αγοράζουν κάτι αυτά και βάζουν, τότε υπήρχε αυτό. Το υφαίναμε εμείς αυτό και το κάναμε, τρόκνια λεγόταν, η οποία μπορούσαμε να βάλουμε τα παιδιά μας, να κάνουμε δουλειές. Και βάζαμε όμως τα χαλιά και πηγαίναμε στην Αρναία. Είναι κάμποσα, πόσα χιλιομετρα είναι; Είναι κοντά η Αρναία αλλά με τα πόδια είναι δύσκολα πολύ. Και πηγαίναμε μέσα στα χιόνια με τα πόδια, φορούσαμε αυτά τα… Τις κάλτσες που πλέκαμε, τα σκουφούνια τα λεγόμενα. Και απέξω από τα σκουφούνια, με έδινε η μάνα μου μια σακούλα νάιλον, μια τσαντούλα νάιλον για να μην βρεχόμαστε. Και πηγαίναμε στην Αρναία για να πάρουμε τα… Να δώσουμε το χαλί. Μπροστά πηγαίναμε, παίρναμε τις κλωστές, το παίρναμε στο σπίτι για να δώσουμε το χαλί. Μετά άλλη φορά κάναμε τα χαλιά, ένα εμπόριο. Τότε για τις γυναίκες αυτή ήταν η δουλειά, δεν υπήρχε άλλη δουλειά για να κάνουν. Και τα χωράφια και αυτά. Ούτε καπνά εδώ, δεν είναι παραγωγικό τα χωράφια μας, δεν έχουν παραγωγή. Και πηγαίναμε που λες και τα πουλούσαμε αυτά, τα δίναμε στο… Οι παραγωγοί αυτοί που είχανε, οι έμποροι δηλαδή, και μας πληρώνανε. Πάλι ξανά, πίσω ξανά, μετά πήρε ο μπαμπάς μου ένα γαϊδούρι θυμάμαι, και το βάζαμε στα γαϊδούρια, σε αυτά. Με τα πόδια πηγαίναμε, γυρίζαμε, ήταν ταλαιπωρία, ναι. Αλλά για να γίνει όμως αυτή η διαδικασία και να γίνει το χαλί, υπήρχε και άλλη προεργασία, την οποία θα στην πει η άλλη, αν έρθει. Έπρεπε να πάμε να αγοράσουμε κλωστή, στημόνι λεγόταν, όχι μάλλινο, ήτανε κάπως διαφορετικό ήτανε. Μια κλωστή έτσι τέτοια περίπου να την αγοράσουμε, το στημόνι αυτό. Να βάλουμε σε καλάμια, να βάλουμε ξυλάκια ένα εδώ, ένα εκεί, και βάζαμε αυτά τα καλάμια, αυτά, τα οποία ήτανε… Τα είχαμε μαζέψ[00:20:00]ει στο καλάμι αυτό, στο μασούρι αυτό ας πούμε, τα ‘χαμε βάλει. Και μετά… Η μάνα μου τα ‘φτιαχνε αυτά, έβλεπα και εγώ και τραβούσα, αλλά ήταν τόσο δύσκολα… Πώς τα έφτιαχνε η μάνα μου; Πήρα και εγώ μια φορά να το κάνω, πάρα πολύ… Δηλαδή τι μυαλό είχαν εκείνα τα χρόνια αυτές οι γυναίκες, πώς αυτό για να το κάνεις, να το βάλεις μετά στο αντί λεγόταν, να το μαζέψεις, αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Μετά το μαζεύεις, το κάνεις, να το πας στο σπίτι, να το βάλεις στον αργαλειό, να το περάσεις από το χτένι, να… Μεγάλη φασαρία για αυτά τα χαλιά, τα οποία σήμερα δεν τα θέλουν. Πολύ δύσκολα χρόνια ήταν για αυτά τα χαλιά. 

Β.Φ.

Τώρα αυτό που λέτε για το διασίδι, εννοείτε τα μαλλιά που αγοράζατε… Που φτιάχνατε εσείς; μασούρι αυτό

Ε.Λ.

Ναι.

Β.Φ.

Ναι. Όχι για τους εμπόρους; Αυτή τη διαδικασία την κάνατε για την προίκα σας; 

Ε.Λ.

Αυτή τη διαδικασία την κάναμε για την προίκα μας, αυτό που λέμε τη λανάρα, στου χεριού που λεγόταν. Αυτό το κάναμε… Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τόσο πολλή κλωστή, να βγάλει η μάνα μου. Ίσα ίσα αυτό γινόταν για να κάνουμε να πλέξουμε φανέλες, να πλέξουμε τις κάλτσες, τέτοια… Μια ζακετούλα ξέρω γω, κάτι τέτοια. Τα χαλιά γινότανε… Μετά που άνοιξε το εργοστάσιο, μας έφτιαχνε τις κλωστές. Παίρναμε μπόλικες κλωστές και αυτά. Ρεύμα δεν υπήρχε, να κάθεσαι όλη νύχτα να υφαίνεις. Ήταν τώρα ο αργαλειός εδώ, εδώ πέρα είχε κάτι ξύλα κάτι αυτά, και κρεμούσαμε μια λάμπα με το πετρέλαιο και να κάθεσαι να κάνεις καλλιγραφία. Ξέρεις τι είναι η καλλιγραφία, καταλαβαίνεις, ξέρεις; Ναι, καλλιγραφία να κάνεις με δυο δυο κλωστές να υφαίνεις χωρίς ρεύμα, χωρίς τίποτα. Τι άλλο να πω… 

Β.Φ.

Πείτε μου τι είναι η καλλιγραφία.

Ε.Λ.

Τι είναι η καλλιγραφία; Η καλλιγραφία είναι, άμα δεις αυτά τα χαλιά θα τρελαθείς, τόσο ομορφιά έχουν. Είναι η καλλιγραφία… Είναι όπως είναι τώρα ο αργαλειός και έχουμε περασμένα στο χτένι τις κλωστές, έπρεπε… Δηλαδή είναι τόσο φαρδύ παραδείγματος χάρη στον αργαλειό για να το υφάνουμε; Εκείνο έπρεπε να πάρουμε… Μπορεί να ήταν χίλιες κλωστές, αυτά έπρεπε από δύο δύο κλωστές, από μία μία, δύο δύο να παίρνουμε, να περνάμε το μαλλί, την κλωστή, το μπεζ, το καφέ. Και έπρεπε να το πάρουν από δύο δύο δύο κλωστές, αυτό είναι η καλλιγραφία. Υπήρχαν κι άλλα χαλιά που ήταν μεγάλα, έπαιρνες δέκα δέκα κλωστές, το περνούσες ας πούμε για να κάνεις το χαλί. Εντάξει, αυτά είναι ακαταλαβίστικα για εσάς... 

Β.Φ.

Και τι σχέδια φτιάξατε για τα καλλιγραφικά χαλιά; 

Ε.Λ.

Να πω πώς λεγόταν; Οι καλλιγραφίες λεγόταν, οι «Τριανταφυλλιές» λεγόταν αυτό, «Μηνάδαινας», «Βεργιώτικο»… Και άλλα υπήρχαν μα τα θυμάμαι τόσα… 

Β.Φ.

Τι χρώματα χρησιμοποιούσατε για αυτά; 

Ε.Λ.

Για τις καλλιγραφίες; Ειδικά τις τριανταφυλλιές, βέβαια υπήρχε κόκκινο, υπήρχε κίτρινο, υπήρχε… Κίτρινο… Όπως είναι ένα τριαντάφυλλο γινόταν αυτές, όπως είναι ένα τριαντάφυλλο διάφορα χρώματα. Και είχαμε σκαλωμένα τις κλωστές και λέγαμε: «Τώρα θέλω κίτρινο», τσακ τραβούσα μια κλωστή, αυτό το μάλλινο αυτό που βάψαμε, έτσι; Και κάναμε, περνούσαμε μια. «Μετά θέλω πράσινο» ξέρω γω, και πράσινο βάζαμε, βέβαια πράσινο στις τριανταφυλλιές βέβαια. Μετά το πράσινο ό,τι χρώμα, τα είχαμε όλα σκαλωμένα μπροστά μας. Και τα τραβούσαμε και τα φτιάχναμε όλα αυτά.

Β.Φ.

Εσείς για τη δική σας την προίκα φτιάξατε τέτοια σχέδια; 

Ε.Λ.

Όχι, εγώ κλέφτηκα και δεν έκανα, έκανα ένα μόνο. Εγώ έκανα ένα μόνο, έκανα ένα χαλί και έκανα και έναν διάδρομο, έκανα πολύ ωραίο. Τα έχω, δεν τα φόρεσα ποτές. Αλλά με έβαλε η μάνα μου ένα –αντί λεγόταν– να μην ήταν να σου πω 80 μέτρα; Αυτό έπρεπε να κάνω… Πώς να σας δώσω να καταλάβετε τώρα, είναι δύσκολο να τα πω, τα ξέρω αλλά πώς να τα πω; Αυτά, να κάνω τα φλοσένια, να κάνω μαντήλια, πετσέτες για τα πιάτα να σκουπίζουμε, να κάνω κουβέρτες για το κρεβάτι, να κάνω –αυτό πώς το λένε;– φλος, φλοσένια που λέγαμε, να κάνω τέτοια πράγματα για τα κρεβάτια, όλα αυτά, πετσέτες. Να κάνουμε τα λεγόμενα μισάλια, λεγόταν μισάλια, που είχαμε μια πινακωτή μεγάλη που ζυμώναμε. Και έφτιαχνε η μάνα μου τέτοια μεγάλα θυμάμαι ψωμιά, καμιά δεκαριά, πολλά άτομα. Και βάζαμε μπροστά αυτό που υφαίναμε εμείς, το μισάλι το λεγόμενο. Αυτό είχε θήκες, ένα ψωμί εδώ, στη μέση ξύλο, σανίδι, ξανά έτσι χωρίσματα, ίσα να χωρέσει δέκα ψωμιά, και τα πηγαίναμε στο φούρνο. Υπήρχε ένας φούρνος εκεί στη γειτονιά μας, δεν ήταν και δίπλα αλλά… Ήταν πολύ κουραστικό να το πάρεις το ζυμάρι, είναι βαρύ όταν το βάζεις στον ώμο σου, να το πας εκεί πέρα. Ανάβαμε τον φούρνο με διάφορα ξύλα. Πήγαινε ο μπαμπάς μου, η μάνα μου –και εμείς τα μικρά πηγαίναμε–, μαζεύαμε ξύλα, μαζεύαμε τσάκνα τα λεγόμενα και τα βάζαμε στον φούρνο και έπρεπε να κάψουμε καλά τον φούρνο, μέχρι να ξέρουμε πότε θα γίνει το ψωμί. Πόσο μπορεί να το κάψουμε ας πούμε τον φούρνο. Και βάζαμε τα ψωμιά εκεί πέρα και αυτή που είχε τον φούρνο έπρεπε να τη δώσουμε, την κάναμε ένα ψωμί μικρό και έπρεπε να τη δώσουμε και αυτή. Για θύμισέ μου τίποτε άλλο.

Β.Φ.

Είχατε φούρνο στο σπίτι;

Ε.Λ.

Όχι, εμείς δεν είχαμε φούρνο και σπάνια… Δηλαδή δύο άτομα, τρία αν είχαν. Ένα ήταν σε εκείνο τον μαχαλά, ένα εκεί, ένα εκεί ξέρω γω και πηγαίναμε και εκεί πέρα. Ενώ στους κάμπους κάτω, κάθε σπίτι έχει και φούρνο. Εγώ το καλοκαίρι… Τον χειμώνα ύφαινα χαλιά και 12 χρονών έφυγα, πήγα στα βαμβάκια και δούλεψα στην Απολλωνία, δούλευα στα βαμβάκια μια στάλα παιδί. Μετά αυτό συνεχίστηκε, έφευγα άνοιξη, πήγαινα στα καπνά… Και τι δεν έχω κάνει, όλες τις δουλειές, λάχανα, φασολάκια, αυτά όλα. Τον χειμώνα ύφαινα, μέχρι 18 χρονών έγιναν αυτά, μετά... Αλλά ήταν ωραία, μου άρεσαν τα χρόνια εμένα, μ’ άρεσαν πάρα πολύ. Είχα καλοί γονείς, δεν υπήρχαν φασαρίες.

Β.Φ.

Πώς ζυμώνατε το ψωμί; 

Ε.Λ.

Ναι, υπήρχε μια κοπάνα τέτοια μεγάλη. Κοσκινίζαμε το αλεύρι, αγοράζαμε από έναν μύλο, από ένα χωριό πηγαίναν εκεί πέρα με τα μουλάρια και έφερναν το αλεύρι και είχαμε κάτι βαρέλια και το είχαμε μέσα στα βαρέλια το αλεύρι. Κανονίζαμε… Πώς με έμαθε η μάνα μου εμένα και ζύμωνα. Κανονίζαμε πόσα ψωμιά θα βάλουν, τόσο αλεύρι θα βάλουν. Αφού το κοσκινίζαμε το αλεύρι, είχαμε… Τότε μαγιές δεν είχαμε να κάνουμε. Η μάνα μου έφτιαχνε μαγιά, κάτι κρατούσε από τα πρόβατα –πώς λεγόταν δεν μπορώ να θυμηθώ– και το έφτιαχνε. Ήτανε έτσι ένα τέτοιο πράγμα εκεί μέσα σαν δέρμα… Όχι δέρμα, από τα πρόβατα όμως ήταν το δέρμα και κάτι είχε εκεί μέσα. Αλλά κάθε φορά που ζύμωνε η μάνα μου, κρατούσαμε προζύμι λεγόταν, το προζύμι. Κρατούσαμε σε ένα τάπερ, βάσουμε το προζύμι. Και έβαζε και από εκείνο εκεί το λίγο, μέσα εκεί. Κάναμε μία αυτή εκεί πέρα, μια λακούβα και τα βάζαμε αυτά και το ζυμώναμε, πολλή δουλειά. Όταν με πρωτοέμαθε εμένα η μάνα μου για να ζυμώσουν δέκα ψωμιά, 14 χρονών, με είπε: «Έτσι θα το κάνεις, έτσι». Και από κει έμαθα ας πούμε και έμαθα και την κόρη μου. Ζύμωνα, ζύμωνα, κουράστηκα πάρα πολύ. «Μάνα κουράστηκα, δεν μπορώ άλλο», έλεγε: «Όχι παιδάκι μου, όχι. Ίδρωσες; Πρέπει να ιδρώσεις ολόκληρη και τότε θα γίνει το ψωμί». «Όχι μάνα, δεν ίδρωσα πολύ, λίγο». «Άντε, να ιδρώσεις παιδί μου πολύ θέλει». Και το ψωμί για να γίνει όταν το ζυμώνεις πρέπει να βγάζει κάτι φούσκες, έτσι να βγάζει πάνω φούσκες έτσι, τότε γίνεται το ψωμί. Ναι, τι να θυμηθείς, χθες τα έλεγα στον γιο μου και τα θυμόμουν όλα, τώρα αυτή τη στιγμή δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ. [00:30:00]

Β.Φ.

Και όταν μου είπατε ότι πήγατε στα βαμβάκια, εκεί πώς γινότανε η διαδικασία; 

Ε.Λ.

Εκεί να δεις τι δύσκολα, γι’ αυτό μετά αρρώστησα, η μέση. Είχαμε εδώ στη μέση μου ένα τσουβάλι ανοιχτό με σύρμα, με σκοινιά, δεμένο στη μέση. Και πηγαίναμε και μαζεύαμε το βαμβάκι, αυτό που ήταν ανοιχτά τα ούτσια λεγόταν, αυτά που ήταν ανοιχτό. Μαζεύαμε αυτό το ανοιχτό. Ώσπου να μάσουμε τόσα στρέμματα, τόσα αυτά, γινόταν και τα υπόλοιπα τα… Σαν καρύδια ήταν αυτά. Και μετά το βράδυ τα ζύγιζε το αφεντικό που δουλεύαμε: «Πόσο βαμβάκι, πόσα κιλά, τόσα, τόσο θα πάρεις», κατάλαβες; Τόσα λεφτά θα σε δώσει, δεν θυμάμαι πόσο. Δούλεψα και πάρα πολύ στις ντομάτες roma. Εκεί πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά. Στα καπνά πήγαινα, αυτά… Έχω δουλέψει σε πολλές δουλειές, σε καρπούζια, σε λάχανα, σε φασολάκια, πολλή, πολλή δουλειά. 

Β.Φ.

Στα καπνά πώς γινόταν η διαδικασία; 

Ε.Λ.

Στα καπνά πηγαίναμε εμείς… Υπήρχαν άτομα, ερχόταν εδώ και ζητούσαν εργάτες. Πόσο ήμουν εγώ… Γιατί 18 χρονών εγώ έφυγα από εκεί. Από εκεί μετά έφυγα εγώ, πήρα τον άντρα μου, μέχρι 18 ήμουν εκεί. Στο Ζαγκλιβέρι πηγαίναμε και κοιμόμασταν εκεί πέρα. Πηγαίναμε άνοιξη και φεύγαμε φθινόπωρο, όταν τελείωναν πια τα καπνά. Πηγαίναμε, είχαν έτοιμα κάτι έτσι αυλάκια, ειδικά για να βάλεις τον χασλαμά που λέμε, και αυτός ο χασλαμάς έπρεπε… Τώρα φυτεύονται με τα –είδες πώς φυτεύονται, αν τα είδες– τρακτέρια και με αυτά. Εμείς ένα ένα, μπροστά τα κάναμε από εδώ, μέχρι πέρα μεγάλη αυλακιά να κάνουμε. Οι υπόλοιποι περνούσαν ένα ένα ένα κομμάτι ρίζα ρίζα, ένα εδώ, ένα εκεί, κατάλαβες; Και το κανονίζαμε και πηγαίναμε σε αυτά και τα κάναμε. Μετά τα σκαλίζαμε, όταν μεγαλώνανε. Και αφού τα σκαλίζαμε, μετά τα κάναμε έτσι, λεγόταν τράφος λεγόταν, τα μαζεύαμε στη ρίζα, να έχει… Να είναι καλά σκεπασμένη η ρίζα. Και μετά σιγά σιγά γινόταν το καπνό. Ξέραμε μετά ποιο πρέπει να πάρουμε, ποιο ήταν, γιατί είχε πολλά φύλλα, έτσι; Θα πάρεις αυτό που ξέρεις εσύ το χρώμα του πώς είναι, προς το… Δεν ήταν πράσινο πολύ, προς το κίτρινο. Και από εκεί μαζεύεις τσακ τσακ, τα μαζεύαμε. Δύσκολα χρόνια παιδί μου αλλά ευχάριστα για μένα. 

Β.Φ.

Τα κρεμούσατε να στεγνώσουν;

Ε.Λ.

Μετά ναι, μετά. Αφού πια τα μαζεύαμε και πηγαίναμε στο σπίτι, έπρεπε να τα… Υπήρχαν κάτι βελόνες, τις είχαμε εδώ πέρα. Το καπνό ήταν φύλλα μεγάλα ήταν, εγώ δούλεψα και μικρά, τα κυβερζίνια και τα μικρά. Παίρναμε φύλλο, τσακ στη βελόνα, τσακ, τσακ, τσακ, τραβούσαμε τη βελόνα. Αυτή η βελόνα γέμιζε έτσι; Και μετά είχε σχοινί, είχαμε σχοινί στη βελόνα και το γεμίζαμε εκείνο το σχοινί, γινόταν τόσο… Και τα κρεμούσαν σε ειδικά τελάρα, δηλαδή κάτι ξύλα για να στεγνώσουν όλα αυτά. Εκεί τα κρεμούσαμε, στεγνώνανε μετά και τα πουλούσαν. Τα έφτιαχναν αυτοί μπακέτα έτσι, τα στοίβιαζαν, τα έφτιαχναν. Και μετά τα πουλούσαν στους εμπόρους τα αφεντικά, ναι. 

Β.Φ.

Και πριν που αναφέρατε για τον πατέρα σας που είχατε σιτάρι, εσείς πηγαίνατε στα χωράφια; Εκεί αλωνίζατε κιόλας, τι κάνατε; 

Ε.Λ.

Εκεί δεν είχε τότε… Αυτό που δούλεψα εγώ στα δικά μου τα χρόνια δεν είχε οι κομπίνες να ‘ρθούν να μαζέψουν το σιτάρι, να το κάνουν, να το ζευγαρίσουν, να φυτέψουν το σιτάρι. Τότε ήταν άλλα χρόνια, τότε με τα μουλάρια πήγαιναν και ζευγάριζαν το χωράφι, ζευγάρωμα είναι αυτό, τραβούσε το μουλάρι και είχε πίσω ένα –πώς λεγόταν δεν θυμάμαι– σίδερο μεγάλο και έσκαβε το χωράφι. Και μετά θυμάμαι πήγαινε ο μπαμπάς μου έριχνε… Είχε εδώ πέρα ένα κάτι –δεν θυμάμαι πώς λεγόταν–, ένα πράγμα. Και το είχε γεμάτο σιτάρι και περνούσε και το έριχνε έτσι, έτσι, έτσι… Εντάξει, μετά εμείς το θερίζαμε, εμείς τα παιδιά, εμείς όλα τα αδέρφια που ήμασταν, όλη η οικογένεια μέσα στον ήλιο θυμάμαι. Και τι να φας, τι τρώγαμε να δεις! Πω πω… Ρολόγια δεν είχαμε και αυτά. Έλεγα τον μπαμπά: «Μπαμπά, τι ώρα είναι τώρα;», έβλεπε τον ήλιο, μας έλεγε τι ώρα ήταν. Ποτέ δεν έχει πέσει έξω! Ξέρεις τι τρώγαμε; Λεγόταν ξυδοπαπάρα, δηλαδή έβαζαν ξύδι, έβαζαν νερό, έβαζαν ζάχαρη και ψωμί, και τρώγαμε. Νερό… Πού να το βρεις το νερό το κρύο, ό,τι είχαν οι μπούκλες που λεγόταν, κάτι ξύλινα. Υπάρχουν και τώρα, διακοσμητικά τα έχουν. Εκεί μέσα που είχαμε νερά, μέσα στον ήλιο, πού να τα βάλεις, τι νερό κρύο να πιεις και τι… Δεν υπήρχε, τίποτα δεν υπήρχε. Και εδώ πέρα στο πηγάδι πηγαίναμε με τις στάμνες λεγόταν, τα πήλινα αυτά τα… Και βάζαμε νερό και το κρατούσε λίγο, λίγο εντάξει.

Β.Φ.

Νερό για να πλύνετε, παίρνατε πάλι από το πηγάδι; 

Ε.Λ.

Νερό, τι τυράννια τράβηξα εγώ για το νερό. Ο άντρας μου ήταν στην Γερμανία, εγώ είχα δυο μωρά παιδιά, κατάχρονα ήταν τα παιδιά, ένα είναι το ‘68, το άλλο είναι το ‘69 τα παιδιά μου. Να ‘ναι μωρά και τα δυο, να κλαίνε, να μην μπορώ να τα… Ούτε γάλα υπήρχε εδώ, ούτε φαρμακεία να τα δώσεις, ούτε τίποτα. Νερό να πλύνεις.... Υπήρχε μια βρύση, παραδείγματος χάρη εδώ είμαστε μέχρι πιο κάτω, δηλαδή δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά ήταν μακριά. Πηγαίναμε με τα γκιούμια που λεγόταν, ή τενεκέδες, ή διάφορα αυτά. Και υπήρχε μια βρύση στην αγορά, στον δικό μας μαχαλά όμως έτσι; Υπήρχε μια βρύση εκεί πέρα. Για να πάρουμε νερό, αυτή η βρύση… Να σου πω, ξες πώς πήγαινε; Τόσο λίγο νερό έτρεχε που δεν μπορείς να φανταστείς. Έπρεπε να πάμε αποβραδίς, το βράδυ να αφήνουμε τους τενεκέδες εκεί, να πιάνουν σειρά γιατί πήγαινες και εσύ, και εσύ, και εσύ, και άλλοι, και όλη η γειτονιά, και γινόταν χαμός. Για να πάρεις νερό δύο μέρες έπρεπε να μαζεύω νερό για μένα, να πλύνω. Και να τα πάμε με τα χέρια, βάρος αυτά, να τα πάω σε μια ανηφόρα να… Αφού τελειώναμε δύο μέρες το νερό, μετά στην τρίτη έβαζα καζάνι. Άναβα φωτιά έξω, δεν υπήρχαν… Τα παιδιά μας τότε δεν υπήρχαν εδώ… Σε άλλα μέρη μπορεί να υπήρχαν –Θεσσαλονίκη δεν ξέρω πού–, εδώ δεν υπήρχαν τα pampers, αυτά, δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα, τίποτα! Κάτι παλιά η μάνα μου, πουκάμισα από τα παιδιά, τον πατέρα μου κάτι –τι να σου πω δηλαδή–, με αυτά εδώ στον Στανό μεγάλωσα τα παιδιά μου. Εντάξει, μέχρι πόσο ήταν ο μικρός και τον πήγα στην Γερμανία, δύο χρονών τον πήγα, αλλά πέρασα πολύ μεγάλο τέτοιο. Εκεί πέρα δεν θα το ξεχάσω το πλύσιμο που… Και πού να καθαρίσεις; Βάζαμε μέσα στο καζάνι στάχτη, βάζαμε για να μαλακώσει το νερό για να μπορούν να φύγουν λίγο τα στίγματα. Όχι και πολύ, μην φανταστείς, απλώς να είναι καθαρά, να ξαναμπούν στα παιδιά. Με τέτοια, με πανιά, με τέτοια πράγματα, δεν υπήρχαν… Μετά βγήκαν –πώς τα λέγανε– τα… Εσύ δεν πιστεύω να τα ξέρεις αυτά… Χαρτοβάμβακα λεγόταν αυτά, ήταν κάτι τέτοια έτσι κάτι άσπρα, και αυτά τα έβαζες διπλά και μπορούσες να βάζεις τα παιδιά. Δύσκολα πολύ για να μεγαλώσεις παιδιά εκείνα τα χρόνια. Το τρίτο που έκανα στην Γερμανία δεν κατάλαβα! Τα pampers, τα αυτά, τα πάντα! Εδώ μεγάλη δυσκολία παιδί μου για να κάνεις… Να πλύνεις, να μεγαλώσεις τα παιδιά σου. Να πάρεις γάλα να δώσεις στα παιδιά, τι γάλα να τα δώσεις; Έπρεπε να πας με τα πόδια, δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, δεν υπήρχε τίποτα, να πας με τα πόδια να βρεις ένα φαρμακείο που υπήρχε στην Αρναία τότε ένα φαρμακείο, να πάρεις γάλα να δώσεις το μωρό σου. Με τα πόδια! Ήταν λίγο… 

Β.Φ.

Στο σπίτι είχατε νιπτήρα; 

Ε.Λ.

Όταν λες νιπτήρα, τι εννοείς; Αυτό που είναι που βάζουμε νερό και τρέχει[00:40:00], ο νιπτήρας ο μικρός. Δεν υπήρχε νερό στο σπίτι, ούτε βρύσες, ούτε τίποτα δεν υπήρχε. Απλώς κουβαλούσαμε νερό από μια βρύση, βάζαμε στον νιπτήρα αυτόν, ναι νιπτήρας λεγόταν. Ένας τενεκεδένιος και είχε μια βρυσούλα. Και από εκεί πέρα μπορούσαμε να πλύνουμε τα πιάτα. Εντωμεταξύ ψυγείο, ό,τι θέλαμε κάτι να βάλουμε για μια μέρα, δυο ξέρω γω, υπήρχε ένα φανάρι λεγόταν, έτσι ήταν. Με μια σίτα μπροστά και τα βάζαμε εκεί. Άμα σε πω οδοντόκρεμες δεν υπήρχαν για μένα, στη δικιά μου την ηλικία δεν υπήρχαν. Και θυμάμαι έλεγε η μάνα μου: «Ακούτε, θα σας πω -λέει- θα πλύνετε τα δόντια σας». Πώς θα τα πλύνουμε, βούρτσες και τέτοια δεν υπήρχαν. Έπρεπε… Είχαμε το αλάτι εκεί, κάναμε βρέχαμε τα χέρια και τα κάναμε με τα δάχτυλα, τα δόντια. Τι να σε πω δηλαδή… Πολύ δύσκολα, πάρα πολύ. Σε αυτά τα θέματα, τα θυμάμαι….Μπάνιο; Πού να κάνεις μπάνιο; Είχε μια κοπάνα η μάνα μου, την έβαζε μέσα στο σπίτι να βράσει το νερό στο τζάκι, είχε τζάκι, και κάθε ένας που ήταν μεγάλος να πάει να πλυθεί. Όχι όμως κάθε μέρα, ξέχνα το αυτό, μια φορά τη βδομάδα γινόταν, δεν γινόταν αλλιώς. 

Β.Φ.

Και πριν που αναφέρατε το τζάκι, ζεσταινόσασταν μόνο με το τζάκι; 

Ε.Λ.

Ναι μετά… Ζεσταινόμασταν μόνο με το τζάκι, αλλά ένα δωμάτιο. Τα άλλα τα δωμάτια δεν είχαν. Μετά από χρόνια πήρε ο μπαμπάς μας… Μάλλον είχα φύγει εγώ, δεν ήμουν εδώ… Πήρε ο μπαμπάς μου μία μασίνα, το είχε για να ζεσταίνονται πιο πολύ ας πούμε. Αλλά τα άλλα τα δωμάτια δεν είχαν, δεν είχαν όχι. Είχε πολύ κρύο και τότε σκεπαζόμασταν με αυτά που κάνουμε, τις φλοκάτες που λέμε, έχω υφάνει και τέτοια εγώ. Ξέρεις αυτά ποια είναι… Οι φλοκάτες είναι στον αργαλειό μαλλί από πρόβατα και από τέτοια, το φτιάχναμε πάνω, βάφαμε το μαλλί και αυτά και με αυτές σκεπαζόμασταν για να ζεσταθούμε. Τώρα είναι πάρα πολύ όμορφες και εγώ τις έχω ακόμα, δύο τις έδωσα, τις δύο τις έχω. Και πολλές φορές θέλω να τις πετάξω. Είναι πάρα πολύ όμορφα στο σπίτι να τις έχεις. Αν ήμουν πιο νέα, ίσως μπορούσα να την τινάξω και να κάνω, αλλά τώρα δεν μπορώ να τις βγάζω. Ύστερα με την ηλεκτρική δεν γίνεται, είναι ομορφιά, έχει πολλή ομορφιά και πολύ δύσκολο για να το κάνω εγώ αυτό, η καθεμία για να το κάνει. Και τώρα να έτσι τα έχουμε και μόνο που κουραστήκαμε, κάναμε, και δεν τα θέλει κανένας όλα αυτά. Δεν μπορούμε ούτε να τα πουλήσουμε ούτε τίποτα. Έδωσα σε Αλβανούς, τι να δώσω, όπου βρω δίνω. 

Β.Φ.

Και φτιάχνατε και υφαντά που τα βάζατε στους τοίχους; 

Ε.Λ.

Πάρα πολύ ωραία. Εγώ δεν έχω φτιάξει, έφυγα μικρή, παντρεύτηκα. Πάρα πολύ ωραία, καλλιγραφία και αυτό που λένε, να τα βλέπεις να τρελαίνεσαι έτσι στον τοίχο είναι, πάρα πολύ όμορφα είναι, αυτά είναι πολύ όμορφα. 

Β.Φ.

Αυτά τα είχατε για καθημερινή χρήση ή τα στολίζατε σε κάποια περίπτωση συγκεκριμένη;

Ε.Λ.

Είχαν διπλά. Για καθημερινή χρήση υπήρχαν και κάτι άλλα, αλλά τα καλά που λέμε, καλλιγραφία για το κρεβάτι, για οτιδήποτε να στολίσουν τα υφαντά αυτά, ήταν συγκεκριμένες μέρες. Γιόρταζαν τότε εκείνα τα χρόνια, γιορτές, τα ονόματα. Είχαν παραδείγματος χάρη Χριστούγεννα, Πάσχα, αυτά. Ύστερα εδώ πέρα βγάζαν και προίκα έξω και τα άπλωναν αυτά που ύφαιναν, και τα έβγαζαν έξω να τα δει ο ένας, ο άλλος ξέρω γω. Μετά τα κάναμε… Τώρα τα έχουν αφήσει αυτά, δεν βγάζουν προίκα, μόνο στο σπίτι κάτι κάνουν. Μετά έφυγα και εγώ και δεν… Έκατσα πολλά χρόνια στην Γερμανία. 

Β.Φ.

Εσείς παντρευτήκατε εδώ;

Ε.Λ.

Ναι.

Β.Φ.

Και απλώσατε προίκα;

Ε.Λ.

Δεν είχα προίκα εγώ, αφού που έκανε ένα χαλί και αυτά τα άλλα τα υπόλοιπα στον αργαλειό, αυτά, αφού κλέφτηκα δεν τα πήρα. Τρόμαξε να μου τα δώσει ο πατέρας μου εκείνα τα χρόνια: «Αφού κλέφτηκες -λέει- δεν τα δικαιούσαι», με έλεγε. Ναι.

Β.Φ.

Κλεφτήκατε και πήγατε Γερμανία εννοείτε; 

Ε.Λ.

Όχι, καθίσαμε Θεσσαλονίκη γιατί ο άντρας μου δούλευε Θεσσαλονίκη. Καθίσαμε εκεί και μετά ήρθαμε εδώ στο χωριό. Έφυγε όμως ο άντρας μου. Εγώ 22 χρονών είχα φύγει. Πήγα Γερμανία και γύρισα μετά γιατί είχα αφήσει τα παιδιά μου εδώ στη μάνα μου, μικρά, και μετά έφυγα χρόνια έκατσα πολλά, πάρα πολλά χρόνια έκατσα, τα νιάτα μου όλα εκεί τα έκανα. 

Β.Φ.

Θυμάστε η αδερφή σας να άπλωσε προίκα; 

Ε.Λ.

Ναι.

Β.Φ.

Θα μου περιγράψετε εκείνη τη μέρα, όπως τη θυμάστε; 

Ε.Λ.

Πρώτα απ’ όλα στην αδερφή μου την προίκα την θυμάμαι, αλλά δεν με άφησαν να πάω στο γάμο, την αδερφή μου. Με κλείδωσαν μέσα σε ένα δωμάτιο η μάνα μου.

Β.Φ.

Επειδή ήμασταν μικρή;

Ε.Λ.

Όχι, επειδή ήμασταν ίδιο μήνα γεννημένες. Kαι αν πήγαινα θα πέθαινα ή εγώ ή η αδερφή μου. Και έκλαιγα! Την προίκα ναι τη θυμάμαι που άπλωσε, και έκανε. Και πιο νέες κοπέλες, οι ανιψιές μου, πώς πήγαιναν αποβραδίς. Έκανα… Όταν αρραβωνιάζονταν, έδιναν σταυρό, λουλούδια, διάφορα λουλούδια και έφτιαχναν έναν σταυρό με λουλούδια εκεί. Και το σταύρωναν, το έκαναν. Μπορεί άλλες να τα θυμούνται και καλύτερα, ήταν πολύ ωραία. Προίκα όμως απλωμένα όλα μέσα στο σπίτι, στους τοίχους, παντού, αυτά με το βελονάκι, τα πλεκτά, γεμάτο. Πάρα πολύ προίκα έφτιαχναν εκείνα τα χρόνια, τώρα δεν κάνουν, παίρνουν τα απαραίτητα που χρειάζεσαι. 

Β.Φ.

Και ερχόταν όλο το χωριό στο σπίτι για την προίκα; 

Ε.Λ.

Ναι, βέβαια, ήσουνα δεν ήσουνα καλεσμένη, πρέπει να πας να δεις την προίκα και να δεις να κάνεις και εσύ το παιδί σου, δεν ξέρω τι. Και έλεγαν: «Αυτή έκανε εκείνο, αυτή έκανε και το άλλο, αχ, εμείς δεν το κάναμε, να το κάνουμε και εμείς». Κατάλαβες; Κάπως έτσι και μαζεύτηκε όλο το χωριό, μαζεύονταν και τα έβλεπε όλα αυτά, ήταν υπέροχα. Αυτές οι… Αλλά πολλή κούραση κάναν ο κόσμος που τα άπλωνε και έκαναν. Εγώ εντάξει, τα παιδιά μου παντρεύτηκαν Γερμανία και αυτά, δεν έχει τέτοια εκεί μετά, τελείωσαν. Που λες, να γι’ αυτό και ο μπαμπάς μου δεν με άφησε να πάρω τον άντρα μου, γι’ αυτό τον λόγο. 

Β.Φ.

Και πώς γινόταν η αναγγελία του γάμου ή ότι θα απλώναν την προίκα;

Ε.Λ.

Αφού ξέραμε, παιδάκι μου. Κοίτα να δεις... Ήμασταν πολύ μικρό χωριό, έτσι; Μαθεύονταν, μάθαινες από τον έναν, από τον άλλον. Λένε… Και τώρα ακόμα και τώρα! «Θα παντρευτεί την Κυριακή ο τάδε». «Θα αρραβωνιαστεί ο τάδε». Αρραβωνιάστηκε, δεν ξέρω τι… Μαθεύονταν έτσι και πηγαίναμε, δεν υπήρχε κάλεσμα, τι κάλεσμα. Κάλεσμα μετά γινόντανε, αργότερα, μετά –εγώ τώρα για τη δικιά μου την ηλικία τι πέρασα–, αργότερα μετά που γινόταν το κάλεσμα, γινότανε… Έφτιαχναν τα κουφέτα, το τούλι αυτό, κάτι τέτοιο. Έτσι καλούσαν, πήγαιναν τη μπουμπουνιέρα, που λέμε εμείς εδώ. Ναι; Τι άλλο... 

Β.Φ.

Υπήρχαν προικοσύμφωνα τότε;

Ε.Λ.

Εννοείς ότι; 

Β.Φ.

Να γράφανε τι προίκα έδιναν.

Ε.Λ.

Δεν υπήρχαν τίποτα. Αν είχαν οι γονείς παραδείγματος χάρη κάτι να δώσουν στα παιδιά τους από μόνα τους, όχι να πάει… Εγώ μιλάω για το χωριό μου, τώρα άλλα χωριά ίσως γινότανε ζητούσαν προίκα, άλλα χωριά. Εγώ εδώ πέρα απ’ ότι έχω ακούσει και γνωρίζω, δεν άκουσα κάποιος γαμπρό να πάει να ζητήσει προίκα για να πάρω την κόρη σου, ας πούμε. Όχι, όχι δεν είχε τέτοια, δεν υπήρχαν τέτοια. Άμα έχω εγώ θα δώσω στο παιδί μου, κάπως έτσι γινότανε. 

Β.Φ.

Και πώς παίρναν την προίκα από το σπίτι της νύφης; 

Ε.Λ.

Με τα μουλάρια. Έβαζαν… Τότε είχαν και μπαούλα. Ξέρεις το μπαούλο είναι έτσι ένα ξύλινο και έβαζαν μέσα, τι έβαζαν, από εδώ και από εκεί στο ένα το μουλάρι. Στο άλλο το μουλάρι είχαν κουβέρτες, αυτά, και τα είχαν απλωμένα να φαίνονται και όλα. Και πάνω στο ένα το μουλάρι υπήρχε ένα παιδάκι. Βάζαν ένα παιδάκι εκεί και κρατούσε ένα –πώς λεγόταν να δεις– έτσι με χερούλι, αλλά έτσι μακρουλό σαν... Δεν θυμάμαι… Κρατούσε κάτι στα χέρια[00:50:00] του και όταν έφτανε στης νύφης το σπίτι αυτό το παιδάκι, φώναζε: «Φλουρί, φλουρί!» και το έδωναν λεφτά, το ‘δωναν λεφτά το παιδί, ναι.

Β.Φ.

Και πριν τον γάμο γινόταν γλέντι στον γαμπρό ή στη νύφη; 

Ε.Λ.

Ναι, γινότανε Σάββατο βράδυ, γινόταν. Στα δικά μου τα χρόνια μην λες, κάτι παραμικρά γινόταν. Μετά γινόταν, 18 και πέρα χρονών που ήμουνα, γινόταν μετά γλέντια, στα σπίτια όμως γινόταν. Δεν ήταν όπως τώρα που πάνε στα μαγαζιά, σε αυτά, μόνο στα σπίτια γινόταν αυτά όλα. 

Β.Φ.

Και είχανε χορούς και φαγητά; Κάναν κάποιο συγκεκριμένο φαγητό, θυμάστε; 

Ε.Λ.

Συγκεκριμένο φαγητό όχι, στη δικιά μου την ηλικία. Τι φαγητό να κάνουν, τι να φτιάχναν, αφού δεν είχαν; Κάτι παραμικρά κάναν. Τι να κάνουν ούτε κρέας είχαν ούτε τίποτα. Πού να βρουν δηλαδή εκείνα τα χρόνια που ήμουν εγώ 15 και 16 χρονών. Θυμάμαι οι προίκες τρέχαμε, κάναμε, εμείς οι πιο μικροί, αλλά δεν… Τι φαγητά να κάναμε, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο να κάνουν. Μετά που μεγάλωσα εντάξει, έβλεπα έφτιαχναν, διάφορα φαγητά έφτιαχναν. Ήταν αλλιώς μετά. 

Β.Φ.

Κρέας πότε τρώγατε; 

Ε.Λ.

Πάσχα και Χριστούγεννα. Όταν έσφαζε ο μπαμπάς μου το γουρούνι και όταν έσφαζε το Πάσχα το αρνί που είχε. Για μένα τώρα, για την οικογένειά μου λέω, είχε πρόβατα ο μπαμπάς μου. Τώρα οι άλλοι που δεν είχαν πρόβατα, ξέρω γω; Δεν ξέρω τι έφτιαχναν.

Β.Φ.

Θέλετε να μου πείτε τα Χριστούγεννα τι κάνατε με το γουρούνι που αναφέρατε; 

Ε.Λ.

Στην αυλή κάτω μαζεύονταν πάρα πολύς κόσμος για να σφάξουν το γουρούνι, 80 κιλά, 70 κιλά γουρούνι έφτιαχνε ο μπαμπάς μου, θυμάμαι. Και αφού το… Όλοι μαζί εκεί έκαναν σαν μια γιορτή, εκείνη τη μέρα φτιάχναν. Πίνανε, ψήνανε, τα συκώτια τα τηγάνιζαν εκεί όλα αυτά από τα γουρούνια εκεί, και μαζεύονταν πάρα πολλοί, όλο το σόι ήταν εκεί πέρα. Πολύ ωραίο αυτό που είπες τώρα, το θυμήθηκα! Και μετά δουλεύανε, να κόψουν το γουρούνι, να το βγάλουν το τομάρι την πέτσα από πάνω αυτό, πολλά, πάρα πολλά. 

Β.Φ.

Άλλα έθιμα είχατε τα Χριστούγεννα; 

Ε.Λ.

Έθιμα τα Χριστούγεννα δεν είχαμε άλλα, αλλά είχαμε τις Απόκριες κάτι εθίματα, τις Απόκριες. Τις Απόκριες παίρναμε… Εγώ ήμουν μικρή τότε και μετά που μεγάλωσα πήγαινα και εγώ. Αλλά πιο μικροί πηγαίναμε παραδείγματος χάρη στον θείο, στον νονό μου που μας βάφτισε να μας δώσει κάτι. Ένα πιάτο χαλβά, κομματάκια κομματάκια και ένα μπουκάλι τσίπουρο. Και πηγαίναμε στον νονό, εμείς μικρά ήμασταν θυμάμαι τι χαρά είχαμε, τι θα μας έδωνε. Θα μας έδωνε μια εικοσάρα τρύπια, δεκάρα, ξέρεις τα τρύπια αυτά που έχουν μια τρύπα στη μέση, εικοσάρα, δεκάρα τι μας έδωνε. Πηγαίναμε που λες εκεί... Εμείς τώρα… Οι μεγάλοι να πιουν τα τσίπουρα, να φάνε τον χαλβά και έλεγαν τη λέξη: «Άντε, συγχωρημένα. Να με Συγχωρέσεις Βαγγελιώ, να με συγχωρέσεις», αυτό κάτι τέτοια. Τώρα τι εννοούσαν… Αλλά να πανε να συγχωρεθούν με αυτούς που ήταν μαλωμένοι όμως δεν πήγαιναν. Πήγαιναν με τους…. Ναι. Και μετά έπρεπε για να μας δώσει εμάς λεφτά, έπρεπε να κάνουμε μετάνοια. Έλεγε ο νονός μου και η νονά μου: «Κάντε μια μετάνοια για να σας δώσω» και κάναμε. Μετάνοια είναι αυτή που κάνουμε και στις εκκλησίες και αυτά, μετάνοια έτσι. Για να μας δώσει τι; Μια εικοσάρα, μια δεκάρα. Χαρά εμείς… Και στον ένα τον αδερφό μου έλεγε ο νονός μου, θυμάμαι έλεγε: «Όχι Τάκη έτσι, θα κάνεις μετάνοια με ουρά». Δηλαδή θα κάνεις την μετάνοια και θα σηκώσεις και το πόδι πίσω, για να πάρει μια εικοσάρα, μια δεκάρα. Και σε σπίτια, σε κουμπάρους, σε αδέρφια, σε τέτοια πράγματα πηγαίναμε εμείς. 

Β.Φ.

Τα Χριστούγεννα νηστεύατε;

Ε.Λ.

Ναι, πάρα πολλή νηστεία είχαμε. Στη μάνα μου νήστευα πάρα πολύ και στον άντρα μου ας πούμε, και εκεί νήστευα. Μετά δεν ξέρω γιατί, τα έχω αφήσει όλα. Οι συνθήκες της ζωής ίσως με έκαναν και έχω στο μυαλό μου κάτι άλλα, κάτι πέρασα ας πούμε και τα άφησα, λέω: «Καλή καρδιά, μίσος να μην έχεις, δεν βλάπτει το φαγητό». Νήστευα, στην οικογένειά μου νήστεψα, και στον άντρα μου, και στη μάνα μου, στον πατέρα μου.

Β.Φ.

Και τι τρώγατε στη νηστεία;

Ε.Λ.

Στον άντρα μου εντάξει, είχε φαγητά, ήμασταν καλά. 

Β.Φ.

Μικρή όταν ήσασταν;

Ε.Λ.

Πριν τι τρώγαμε… Φασόλια μία ημέρα άσπρα, την άλλη μέρα φακές, την άλλη μέρα θα κάναμε τα φασόλια τα μπαρμπούνια. Η μάνα μου μάζευε πάρα πολλά χόρτα, σχεδόν δυο φορές τη βδομάδα τρώγαμε χόρτα. Άγρια χόρτα, μας τα είχε μάθει και εμάς εκείνα τα χρόνια, και τα ξέραμε και μαζεύαμε ακόμα. Είναι πολύ υγιεινά ας πούμε τώρα αυτά τα χόρτα. Χόρτα, όσπρια, τίποτα άλλο. Κανένα κολοκύθι αν υπήρχε στο μπαξέ, καμιά ντομάτα. Είχε μπαξέ η μάνα μου θυμάμαι, πολύ μακριά πηγαίναμε, ναι. Καμιά πιπεριά αν υπήρχε, κάτι τέτοια ναι, έτσι αυτή ήταν η νηστεία που κάναμε. Τώρα το άφησα, δεν μπορώ ούτε νηστεύω ούτε… 

Β.Φ.

Και νηστεία είχατε και το Πάσχα; 

Ε.Λ.

Ναι, όποτε υπήρχε νηστεία, Δεκαπενταύγουστο, Πάσχα. Και ακόμα μία νηστεία υπάρχει, αλλά δεν τη θυμάμαι ποια είναι. Ακόμα μία νηστεία υπάρχει που είναι για δέκα μέρες ας πούμε, ναι. Και εδώ πέρα στο χωριό, άμα σε πω νηστεύουν πάρα πολλοί, πάρα πολλοί και κοινωνούν συνέχεια. Εδώ νηστεύουν πολύ αλλά εγώ δεν… 

Β.Φ.

Και το Πάσχα φτιάχνατε τσουρέκια; 

Ε.Λ.

Στη δικιά μου ηλικία όχι. Μικρό που ήμουν εγώ να φάω τσουρέκια, όχι. Δεν το ήξερα ποιο ήταν το τσουρέκι. 

Β.Φ.

Είχατε άλλα έθιμα το Πάσχα; 

Ε.Λ.

Χαιρόμασταν πάρα πολύ σαν παιδάκια, εγώ. Είχαμε μεγάλη χαρά που θα ‘ρθει το Πάσχα και θα με ράψει η μάνα μου ένα φουστανάκι με μια σουρίτσα εδώ, και θα τσουγκρίσουμε και τα αυγά. 

Β.Φ.

Θυμάστε μήπως πώς γινόταν ο τραχανάς; Ξέχασα να σας ρωτήσω πριν. 

Ε.Λ.

Πώς κάναμε τον τραχανά; Και τώρα ακόμα κάνουμε, εγώ κάνω και τώρα ακόμα. Είναι πάρα πολύ ωραίος ο τραχανάς και υγιεινός πολύ. Πώς γίνεται ο τραχανάς…

Β.Φ.

Εννοώ… 

Ε.Λ.

Εκείνα τα χρόνια;

Β.Φ.

Ναι. 

Ε.Λ.

Κάναμε, μετά που μεγάλωσα θυμάμαι κάναμε, ναι. Θυμάμαι άνοιγαν φύλλα και τα βάζαμε στον ήλιο να στεγνώσουν, μέσα η μάνα μου έβαζε εκείνα τα χρόνια… Τώρα βάζουμε γιαούρτι εμείς. Εκείνα τα χρόνια η μάνα μου απ’ τα πρόβατα που είχε, έβαζε το γάλα σε ένα πιθάρι και εκείνο το γάλα ξίνιζε. Και το φτιάχναμε τραχανά και δεν παθαίναμε και τίποτα. Ξινό γάλα, το ζυμώναμε, το ζυμώναμε με το αλεύρι, βάζαμε λίγο αλατάκι, αργότερα όποιος ήθελε αυγά… Δεν είναι, τέλος πάντων… Αλατάκι και το ξινόγαλο τέτοιο, ξινό γάλα. Τώρα κάνουμε γιαούρτια εμείς. 

Β.Φ.

Τα προϊόντα που είχατε τα πουλούσατε κιόλας κάποιες φορές ή ήταν μόνο για την οικογένεια;

Ε.Λ.

Τι να πουλήσουμε; 

Β.Φ.

Σιτάρι ας πούμε. 

Ε.Λ.

Το σιτάρι, να σου πω για το σιτάρι που μου είπες, καλά έκανες και το είπες. Το σιτάρι αυτό που περίσσευε, γιατί έπαιρνε… O μπαμπάς μου έπαιρνε ένα δάνειο από την τράπεζα για να πάρει σπόρους, το σιτάρι για να φυτέψει και το λίπασμα. Και τι κάναμε; Είχαμε για εμάς μόνο και το υπόλοιπο το σιτάρι ο μπαμπάς μου το πήγαινε και το –απ’ ότι θυμάμαι για να ξεχρεώσει την τράπεζα–, το πουλούσε για την τράπεζα. Αφού πήρε δάνειο έπρεπε ας πούμε για τα λιπάσματα το ένα, το άλλο, και το πήγαινε εκεί πέρα, ναι. Αλλά κρατούσε και για εμάς και για αυτά. 

Β.Φ.

Και γάλα είχατε από τα δικά σας ζώα; 

Ε.Λ.

Ναι.

Β.Φ.

Πουλούσατε;

Ε.Λ.

Πουλούσε ο μπαμπάς μου τυρί, το πήγαινε με το γαϊδούρι στην Αρναία. Το πήγαινε, έβαλε ένα τενεκέ, έτσι αυτά που έχουν 15-16 κιλά, έναν τενεκέ από εδώ, από εκεί. Και τα πήγαινε στην Αρναία και τα… Δηλαδή παραγγελία.[01:00:00] Δηλαδή έλεγε κάποιος: «Έχεις τυρί εσύ που έχεις πρόβατα; Θέλω ένα δοχείο, δύο» ξέρω γω ή ερχόταν εκείνος και το ‘παιρνε. Τις πιο πολλές φορές θα πήγαινε ο μπαμπάς μου στην Αρναία και το πουλούσε. Ναι αυτά τα πουλούσε και γάλα. Και γάλα πουλούσε, έδωνε κάποια να ήθελε γάλα και αυτά ναι, αλλά πιο πολύ το έφτιαχνε τυρί, πουλούσε το τυρί.

Β.Φ.

Εσείς μου είπατε δουλέψατε και για τους εμπόρους, φτιάξατε; 

Ε.Λ.

Εγώ ναι, πάρα πολλά. Έφτιαχνα ένα φύλλο τη μέρα, το ξέρεις; Ένα φύλλο τη μέρα έφτιαχνα. Όταν λέμε ένα φύλλο τη μέρα –να στο πω για να καταλάβεις–, έναν διαδρομή τη μέρα έφτιαχνα, είναι πάρα πολύ! Καθόμουν από το πρωί ως το βράδυ, είχα και τρία παιδιά. Δηλαδή έναν διάδρομο να πιάσει από εκεί, πώς μπαίνουμε στην εξώπορτα μέχρι εδώ κάτω. Το ‘φτιαχνα τη μέρα εγώ αυτό, είχα γίνει…

Β.Φ.

Σίγουρα πέντε μέτρα δηλαδή; 

Ε.Λ.

Ναι βέβαια. Και τα πουλούσα αυτά μετά, μετά τα πουλούσα αυτά. Μετά άρχισαν και έρχονταν έμποροι εδώ πέρα στο Στανό, στο χωριό, και ρωτούσαν: «Έχεις χαλιά;», αυτά, και τα πουλούσαμε, κατάλαβες; Δουλέψαμε και στους εμπόρους πάρα πολύ, αλλά κάναμε ύστερα και δικά μας χαλιά και τα πουλούσαμε κιόλα. 

Β.Φ.

Θυμάστε μήπως πόσα λεφτά παίρνατε από τους εμπόρους; 

Ε.Λ.

Δεν μπορώ να θυμηθώ, ήταν και σε δραχμές και αυτά…

Β.Φ.

Ωραία, υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε; 

Ε.Λ.

Αγάπη μου, δεν… Μπορεί να υπάρχουν πάρα πολλά, αλλά δεν τα θυμάμαι. 

Β.Φ.

Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. 

Ε.Λ.

Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, να ‘σαι καλά.

Περίληψη

Η Ευαγγελία Λόγα πέρασε τα παιδικά της χρόνια στον Στανό Χαλκιδικής. Μας περιγράφει διάφορα περιστατικά από την καθημερινότητά της ως παιδί και από τις αγροτικές εργασίες. Στη συνέχεια, μας περιγράφει τις διαδικασίες επεξεργασίας του μαλλιού που προορίζονταν για να φτιάξουν την προίκα τους οι νεαρές κοπέλες και αναφέρεται επίσης στα χαλιά που φτιάχναν για τους εμπόρους της περιοχής, έναντι αμοιβής. Η αφηγήτρια περιγράφει διάφορες καθημερινές ασχολίες, όπως ήταν το ζύμωμα του ψωμιού, το αλώνισμα και το πλύσιμο των ρούχων και, τέλος, μας αναλύει τα έθιμα του γάμου, της προίκας και των μεγάλων εορτών.


Αφηγητές/τριες

Ευαγγελία Λόγα


Ερευνητές/τριες

Βασιλική-Διαμάντω (Σίλια) Φασιανού


Δεκαετίες

Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

01/02/2024


Διάρκεια

61'