«Τα κορίτσια είναι για το σπίτι, δεν είναι για να μάθουν γράμματα». Η ζωή στο Στανό Χαλκιδικής
[00:00:00]
Καλημέρα.
Καλημέρα σας.
Θα μου πείτε το ονοματεπώνυμό σας;
Παπαϊωάννου Σταυρούλα.
Είναι Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024, είμαι με την κυρία Παπαϊωάννου Σταυρούλα, βρισκόμαστε στον Στανό Χαλκιδικής. Εγώ ονομάζομαι Σίλια Φασιανού, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Σταυρούλα, θα θέλατε να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Είμαι γέννημα θρέμμα στον Στανό. Εδώ μεγάλωσα, εδώ πήγα σχολείο, παντρεύτηκα εδώ, έκανα την οικογένειά μου. Τα παιδικά μας χρόνια ήταν δύσκολα, χωρίς φωτιές, είχαμε το τζάκι. Ήμασταν σε ένα δωμάτιο εννιά άτομα, εφτά αδέρφια και οι γονείς. Κοιμόμασταν όλοι κάτω στο πάτωμα, γιατί κρεβάτια δεν υπήρχαν, όλοι στη σειρά, από τον μικρό μέχρι το μεγάλο, μόνο οι γονείς ήταν στο κρεβάτι. Με το τζάκι στη φωτιά, αυτή ήταν η ζέστα μας. Ήταν πάνω κάτω βέβαια το σπίτι μας αλλά κάτω είχαμε τα ζώα, μουλάρια, κότες, το είχαμε αποθήκη σαν αγροτικό σπίτι που ήταν. Μεγαλώσαμε, τελείωσα το σχολείο, είχα αδερφές μπροστά πιο μεγάλες, αδέρφια πιο μεγάλα. Δώδεκα χρόνων που τελείωσα το σχολείο δεν ήθελα να σπουδάσω, δεν υπήρχαν και οι πόροι φυσικά, οπότε καθίσαμε στον αργαλειό και δουλεύαμε τον αργαλειό, να βγάλουμε προς το ζην. Παίρναμε από τους –πώς να τους πω τώρα– επιχειρηματίες που είχανε την υφαντική, δηλαδή τις κλωστές, εμείς είχαμε τους αργαλειούς. Και παίρναμε από τα αφεντικά κλωστές και νήματα, και υφαίναμε και παίρνανε μεροκάματο. Βγάζαμε ένα μεροκάματο για να ζήσουμε. Και από εκεί και έπειτα μπορέσαμε για να μεγαλώσουμε, να ζήσουμε, και να πάρουμε… Να έχουμε τους πόρους να πάρουμε κλωστές, να κάνουμε τη δική μας υφαντική. Υφαίναμε τα χαλιά μας, τα ψιλά σεντόνια πετσέτες και τέτοια ήταν όλα χειροποίητα, όλα στον αργαλειό, δεν υπήρχαν έτοιμα. Οπότε ήταν δύσκολη η ζωή και για τους γονείς, και για τα παιδιά.
Που αναφέρατε ότι σας δίνανε κλωστές, εννοείτε…
Ήταν έμποροι, ήταν έμποροι αυτοί και είχανε μάλλινες κλωστές και νήματα που υφαίναμε τα καλλιγραφικά τα χαλιά. Παίρναμε από τους εμπόρους κλωστές, δεν βάζαμε εμείς δικές μας, εμείς πληρωνόμασταν τον κόπο μόνο. Αλλά όλη η δουλειά γινόταν σε εμάς για να κάνουμε στο αντί, να μαζέψουμε την κλωστή για να το βάλουμε στον αργαλειό, ήταν όλα χειροποίητα δικά μας! Ήταν ο κόπος δικός μας. Μόνο η πληρωμή, πόσο άξιζε το κάθε χαλί –τώρα δεν θυμάμαι και τις τιμές, πόσο παίρναμε μεροκάματο–, αλλά γινόταν δύσκολη δουλειά. Και δεν υπήρχαν και συγκοινωνίες –πιο παλιά στις αδερφές μου βέβαια–, φορτωνόταν τις κλωστές στην πλάτη με την τρόκνια που λέμε εμείς [Δ.Α.] μας λέγανε καγκάρες. Και το πηγαίναμε στην Αρναία εννιά χιλιόμετρα με τα πόδια, και γυρίζαμε με τα πόδια για να πάρουμε τις κλωστές να κάνουμε τη δουλειά αυτή, χειμώνα-καλοκαίρι. Δεν υπήρχε συγκοινωνία. Μετά εντάξει, στη δικιά μου την ηλικία που είμαι η πιο μικρή από τις αδερφές μου, υπήρχε ένα λεωφορείο αραιά και πού, μια στο τόσο. Ήταν δύσκολη η ζωή μας, πολύ δύσκολη! Και στα χωράφια με την πλάτη να δουλέψουνε, να θερίσουνε, ήταν όλα με τα χέρια, δύσκολη ζωή. Με τα ζώα όργωναν τα χωράφια, δεν υπήρχαν μηχανήματα να τα οργώσουνε, να τα σπείρουνε για να βγάλουν το προς το ζην. Τα θέριζαν με το χέρι, είχαν τα αλώνια, τα αλώνιζαν, δεν υπήρχαν μηχανές να βγάλει το σιτάρι. Μετά βγήκαν τα μηχανήματα σιγά σιγά, όταν… Βγήκαν τα μηχανήματα μετά που έγινα εγώ δεκαοκτώ χρονών. Υπήρχαν οι πατόζες, τα μηχανήματα που ερχόταν και αλώνιζαν τα χωράφια, τα σιτάρια. Αυτή είναι δύσκολη η ζωή μας! Αυτό, δεν έχω να σας πω κάτι άλλο, δύσκολα χρόνια ήτανε.
Στα χωράφια είχε τύχει και εσείς να πάτε για… Στα αλώνια ή στον θερισμό;
Εγώ πήγα τελευταία το ‘64 που είχαμε χάσει τον αδερφό μου, σπέρναμε καπνά. Για τρία χρόνια βάλαμε καπνά αλλά τα χωράφια μας είναι ξερικά, δεν υπάρχουν νερά και τέτοια ούτε ίσια είναι, είναι βουνού χωράφια. Δεν γινόταν όμως, χαλούσαν τα καπνά και στον τρίτο χρόνο τα κάψανε, και μετά σταματήσανε και ξεκίνησαν όλοι οι αργαλειοί, δεν υπήρχαν χωράφια. Μόνο οι άντρες στα χωράφια που πήγαιναν. Οι αδερφές μου πήγαιναν θέριζαν. Ύστερα εγώ τελευταία πήγα μια φορά και αλώνισα ένα μακρινό χωράφι που δεν πήγαινε το μηχάνημα να το αλωνίσει και θερίσαμε στα χέρια. Αυτό μόνο θυμάμαι από χωράφια. Και στον καπνό που πηγαίναμε και σπέρναμε, πήγαινα και εγώ, σαν παιδί που ήμουνα 12-13 χρονών πήγαινα κι εγώ στο καπνό, αυτά.
Θυμάστε πώς γινόταν η διαδικασία με τα καπνά;
Βεβαίως. Παίρναμε τον σπόρο και κάναμε στο χωράφι καρίκια τα λέμε εμείς, σειρές για να ρίξουμε τον σπόρο, φυτώριο. Ρίχναμε τον σπόρο αρχές Απριλίου για την άνοιξη, αλλά αυτό ήθελε πότισμα! Τα σκεπάζαμε –τα λέγανε καρίκια–, τα σκεπάζαμε να έχουν ζέστη. Γινόταν το καπνό, γινόταν ως τόσο 10-15 πόντους και μετά τον Μάιο αρχίζαμε και το σπέρναμε στα χωράφια. Πηγαίναμε το πρωί, βγάζαμε τις [Δ.Α] μία μία και πηγαίναμε στο χωράφι και το σπέρναμε. Εδώ δεν υπήρχαν νερά, τα ποτίζαμε με το χέρι. Προσπαθούσαμε να βάλουμε αυτά τα καπνά, τα καρίκια –πώς γινόταν– στα χέρια, να είναι κοντά σε νερό για να έχουμε την ευχέρεια να τα ποτίσουμε για να μεγαλώσουν. Αν δεν τα ποτίσεις δεν θα φυτρώσει. Ήταν πολύ δύσκολα! Τα καπνά όμως ήταν ξερικά γιατί δεν υπήρχανε νερά για να τα ποτίσουμε, γι’ αυτό και δεν γινότανε. Οπότε τρία χρόνια και στοπ. Ενώ στα καμποχώρια κάτω τα παίρνανε γιατί είχαν και νερά, μετά άρδευσαν και τράβηξαν νερά, οπότε μπορούσαν. Αυτό ήτανε.
Και τα πουλούσατε;
Όχι, ερχόταν ο έμπορος, τα κάναμε πακέτα –τώρα δεν θυμάμαι πώς τα λέγανε–, ερχόταν ο έμπορας, καπνέμποροι που ερχότανε από τις Σέρρες, απ’ όπου σπέρνανε καπνά. Εκείνα τα χρόνια είχαν πολλά κάπνα. Ερχότανε και τα χτυπούσαν στις τσιμές και τα παίρνανε. Τα κάναμε παστάλια, τα κάναμε δέματα και ερχόταν και τα παίρνανε, αλλά αυτό ήταν για δυο χρονιές. Την τρίτη χρονιά τα κάψαμε, δεν είχαν τίποτα. Είχαμε τα σπίτια πάνω ξεταβάνωτα. Μαζεύαμε τα καπνά, μετά τον Μάιο που γινότανε, Ιούνιο, τα παίρναμε, πηγαίναμε πρωί πρωί, τα σπάναμε εκείνα τα κίτρινα τα φύλλα που ήταν από κάτω, τα μαζεύαμε στις κόφες που είχαμε, κοφίνια, τα φέρναμε εδώ και είχαμε βελόνες που περνούσαμε τον καπνό στο χέρι. Όχι τις μηχανές που έχουν σήμερα, που βγήκαν μετά μηχανές. Στο χέρι ήταν όλη η δουλειά. Τα κάναμε σαν κρεβάτια ήτανε, λιάστρες τα λέγαμε εμείς. Και περνούσαμε τα σχοινιά. Τον καπνό που περνούσαμε, είχαμε κλωστή από πίσω που το τραβούσαμε και κάναμε μεγάλες βέργες. Τα κρεμούσαμε στη βέργα εκεί σαν κρεβάτι που ήταν, και τα βγάζαμε όπου είχε ήλιο. Προσπαθούσαμε… Οι αυλές, ο δρόμος ήταν γεμάτος τέτοια πράγματα για να λιάζεται το καπνό, να ξεραθεί. Και αφού ξεραινόταν το καπνό, το μαζεύαμε σε δέματα και το σκαλώναμε κάπου να είναι στεγνό. Και το φθινόπωρο τα σταλιάζαμε και το κάναμε δέματα. Υπήρχε ένα κασόνι και τα πατούσαμε μέσα τις βέργες για να γίνουν δέματα μεγάλα σαν αυτό, πιο μεγάλα βέβαια τετράγωνο, με γύρω γύρω πανί, τσουβάλι που ήτανε. Και ερχόταν οι έμποροι και τα παίρνανε. Αυτά όμως για να τα κρεμάσουμε, θέλαμε χώρο και είχαμε τα σπίτια μας ξεταβάνωτα. Ήταν οι σκεπαστές και ήταν μονάχα με τα ξύλα, και είχαμε καρφιά και τα είχαμε σκαλωμένα μέσα στο σπίτι, τα καπνά. Εκεί μετά το φθινόπωρο τα παστώναμε κάτω, τα βάζαμε στα τσουβάλια και ερχόταν οι έμποροι και τα παίρνανε, αυτό ήταν.
Και υπήρχανε τότε, αν θυμάστε, κατηγορίες ποιότητας;
Υπήρχανε, αλλά τώρα δεν τις θυμάμαι πώς λεγότανε. Εμείς ήταν το καπνό το κοντό, είχε μια ονομασία, καμπάκουλα και ακόμη μία –τώρα δεν τη θυμάμαι να σας πω ακριβώς–, ήταν δύο ονομασίες. Ήταν μικρό το φύλλο, δεν γινότανε μεγάλο το φύλλο. Μετά κάτω στα καμποχώρια που είχανε, είχανε τα μεγάλα τα φύλλα που τα βάζανε στους φούρνους και τα φούρνιζαν τα καπνά αυτά. Εμείς δεν είχαμε τέτοια. Αυτό ήταν για δύο-τρία χρόνια, αυτό ήταν, δεν είχαμε παραπάνω.
Κι όταν βάλατε εσείς, βάλανε και άλλοι από το χωριό;
Βέβαια και άλλοι γιατί δώσαν… Αυτές τις παίρνεις την άδεια από το κράτος. Σε δίνουν άδεια, χωρίς άδεια δεν γινότανε. Βέβαια βάλανε πολλά άτομα.
Και που είπατε ότι είχατε πάει για θερισμό και ότι γινόταν ο θερισμός με τα χέρια…
Ναι, με τα χερια, με το δρεπάνι-
Πώς είναι αυτή η διαδικασία;
Σπέρνουν το χωράφι, γίνεται το σιτάρι και μετά αφού θα ξεραθεί Ιούνιο μήνα, πας με το δρεπάνι και το κάνεις… Το θερίζεις, το κόβουμε. Το κάναμε δέματα, τα δένανε αγκαλιές τα δέματα, τα δεμάτια που λέγανε, και τα φέρναμε στο χωριό εδώ σε ένα μέρος. Τώρα το μέρος αυτό ήτανε εκεί στο γήπεδο που λέμε, όταν βγήκαν οι πατόζες. Όταν δεν υπήρχαν πατόζες, υπήρχαν τα αλώνια, είχαν αλώνια εδώ στα χωριά[00:10:00] σε διάφορα μέρη. Τα πηγαίναμε στα αλώνια… Τα αλώνια ήταν αλειμμένα με βουνιά από τα γελάδια, καθαρό μέρος. Και τα βάζαν κάτω τα δέματα σταυρωτά έτσι, γύρω γύρω τα άνοιγαν. Και περνούσαν τα ζώα και πατούσαν επάνω και τα ‘σπαναν. Έβαζαν τα ζώα μέσα και έσπαναν τα σιτάρια… Τα στάχυα για να βγει το σιτάρι. Τα μαζεύαμε, τα λιχνίζαμε, αυτό γινόταν. Μετά που βγήκαν οι πατόζες, τα πηγαίναμε εκεί που είναι το γήπεδο τώρα, όλοι οι χωριανοί. Τα κάνανε θημωνιές λεγόταν αυτά, υπήρχε η πατόζα, περνούσε η πατόζα και τα ανέβαζαν στην πατόζα, και σε έβγαζε το σιτάρι καθαρό και το άχυρο από άλλη μεριά. Το άχυρο το δίνανε στα ζώα, δεν πήγαινε τίποτα χαμένο. Αυτά.
Ενώ τα υπόλοιπα τα σιτηρά τα πουλούσατε ή ήταν μόνο για δική σας χρήση;
Για τον εαυτό μας, για τον εαυτό μας να βγάλουμε το προς το ζην. Αν υπήρχαν παραπανίσια, μπορείς να δώσεις και στον έμπορα, αλλά είχαμε το σιτάρι που το δίναμε και κάναμε αλεύρι, και ζυμώναμε στον φούρνο. Δεν υπήρχε φούρνος να αγοράσουμε ψωμί, έπρεπε να το ζυμώσουμε. Ζυμώναμε μια φορά την εβδομάδα ή στις δεκαπέντε, μια φορά την εβδομάδα. Εμείς ήμασταν εννιά άτομα η οικογένεια, ζυμώναμε δεκατέσσερα ψωμιά κάθε εβδομάδα στον φούρνο. Υπήρχαν οι πινακωτές που βάζαμε το ψωμί και το πηγαίναμε στον φούρνο, άλλη είχε στην αυλή της. Εμείς το πηγαίναμε από το σπίτι που ήμασταν εκεί τώρα, που ήπιαμε τον καφέ, μέχρι εδώ πάνω. Στην πλάτη το ψωμί για να το φουρνίσουμε στον φούρνο. Καίγαμε τον φούρνο, το φουρνίζαμε και είχαμε ψωμί για μια εβδομάδα, δέκα μέρες, ανάλογα.
Πηγαίνατε δηλαδή στον φούρνο του χωριού;
Της γειτονιάς, του χωριού ναι. Είχαν πολλά άτομα στην αυλή τους, εμείς δεν είχαμε και είχαμε σε μακριά, ήταν πιο μακριά από το σπίτι μας. Λέγανε ότι: «Αύριο θα ζυμώσουμε» με τη σειρά, αν δεν υπήρχαν άλλοι μπροστά, με τη σειρά. Μπορούσε να έκαιγαν και τον φούρνο και δυο φορές την ημέρα για ψωμί. Ιδίως το Πάσχα που γινόταν τα τσουρέκια, με τη σειρά. Ήταν μια φορά τον χρόνο καίγαμε τον φούρνο που κάναμε τσουρέκια. Μετά, κάθε τρεις ώρες, τέσσερις, ανάλογα, καιγόταν ο φούρνος της γειτονιάς και κάθε νοικοκυρά φούρνιζε τα τσουρέκια της. Αυτή ήταν η διαδικασία. Όλα ήταν με την πλάτη, με την κούραση.
Άλλα έθιμα του Πάσχα, θυμάστε;
Του Πάσχα… Το Πάσχα ήταν τα τσουρέκια που κάναμε. Κάναμε ψωμί, ως επί το πλείστον κάναμε ψωμί πιο παλιά, μετά όσο πήγαινε η νεολαία… Η μάνα μου θυμάμαι που έκαμνε ψωμί. Μετά ξεκίνησε… Κοιτούσαμε στον κόσμο για τσουρέκια και αυτά, έμαθαν να κάνουν και τσουρέκια. Κάναμε σκέτο ψωμί και κάναν σε μεγάλα ταψιά. Τις λέγαμε γκούγκες το ψωμί που βάζαμε στα ταψιά, συν τα ψωμιά που βάζαμε για να τρώμε κάθε μέρα, εκείνα τα λέγαμε… Τα καρβέλια δηλαδή τα μεγάλα τα λέγανε πλαστά. Το πλαστό ήταν μεγάλο δυο κιλά, δυόμισι, ανάλογα πώς ήταν στην πινακωτή που το βάζαν. Ενώ το Πάσχα κάναμε γκούγκες τις λέγαμε, νιβατές, λεγόμενες νιβατές. Βάζαμε στα ταψιά λάδι από κάτω και το ζυμάρι από πάνω και κάναν και διάφορα σχέδια, είχαν τον αετό, σφραγίδα που κάναμε. Και βάζαμε αυγά… Για να πάμε στη νουνά, στην κουμπάρα δηλαδή, ήταν μεγάλο ταψί, σινί το λέγανε. Βάζαμε έξι-εφτά αυγά σταυρωτά, σταυρό, κόκκινα. Και την ημέρα του Πάσχα της Ανάστασης, παίρναμε την γκούγκα, την νιβατή που λένε και την πηγαίνανε στην κουμπάρα. «Χριστός Ανέστη», τα αυγά κόκκινα. Την Πέμπτη βάφαμε τα αυγά τα κόκκινα, αυτά ήταν. Στην εκκλησία πηγαίναμε αποβραδίς, το πρωί που φεύγαμε 00:00 η ώρα τα μεσάνυχτα γινόταν το «Χριστός Ανέστη». Την άλλη μέρα υπήρχε η νηστεία, νήστευε ο κόσμος πολύ τότε. Και τώρα νηστεύουν αλλά ως επί το πλείστον τότε δεν υπήρχαν να φάνε κιόλας και νήστευε ο κόσμος, ενώ τώρα είναι πλούσια τα ελέη, όπως και να ’χει… Αυτά.
Ήταν πιο δύσκολο να νηστεύσετε τότε;
Πιο δύσκολο… Όχι ήταν πιο δύσκολο, ήμασταν μαθημένοι σε αυτή τη ζωή. Γιατί και τα τώρα ακόμη εμείς οι πιο παλιές, ξέρουμε τη νηστεία γιατί δεν υπήρχαν να φάμε. Το φαγητό μας τι ήτανε της νηστείας; Ψωμί –που λέμε– βρεγμένο, από το πλαστό που κόβαμε τη φέτα όπως ήταν και ξερό, βρεγμένο, ζάχαρη από πάνω. Αυτό ήταν το πρωινό μας. Τραχανά κάναμε, τον τραχανό μας το πρωί. To μεσημέρι ό,τι νοικοκυρά… Ό,τι είχε η νοικοκυρά έτρωγε, αλλά ως επί το πλείστον το κρέας ήταν δύσκολο να το πάρουμε. Εμείς, ο πατέρας μου ήταν κυνηγός και είχαμε προς το ζην, όσο για το κρέας, δεν πηγαίναμε στον χασάπη. Υπήρχαν οι λαγοί, υπήρχαν τα αγριογούρουνα, το σπίτι μας ήταν γεμάτο από κρέας. Δεν δυσκολευτήκαμε δηλαδή όταν ήμουνα μικρή εγώ, γιατί είχαμε τον κυνηγό. Αλλά είχε κόσμο που υπέφεραν πάρα πολύ, όταν…
Το Πάσχα τι άλλο τρώγατε;
Καθένας είχε τις κότες του, κατσίκια. Αν είχες κατσίκες στο σπίτι, οικόσιτα που τα λέμε εμείς, εμείς είχαμε κατσίκια, έτρωγες και το κατσίκι σου, αν είχες. Αν δεν είχες, ό,τι είχες, κότα… Ό,τι υπήρχε στο σπίτι θα ‘τρωγες. Αυτά, ό,τι έθιμα ήταν τότε είναι και τώρα βέβαια, αλλά τώρα είναι πιο πλούσια, τα έχουν όλοι. Τότε δεν υπήρχανε. Από αυγά και τέτοια είχε κάθε νοικοκυρά τις κότες της στην αυλή, είχαν τα αυγά τους, δεν αγόραζαν απέξω. Εδώ πηγαίναμε με το αυγό και ψωνίζαμε από τον παντοπώλη να πάρουμε παγωτό. Είχαν βγει τα παγωτά τότε, με τους πάγους ακόμη. Και μόλις γεννούσε η κότα το αυγό, το παίρναμε και πηγαίναμε στο παντοπωλείο και δίναμε το αυγό για να πάρουμε ένα παγωτό. Αυτή ήταν η ζωή μας, ήταν δύσκολη.
Και υπήρχε κάποιο άλλο παραδοσιακό φαγητό που κάνατε το Πάσχα;
Κατσικάκι με ρυζάκι, με σταφίδες, αυτό ήταν. Και το ψητό, αν έψηνε καμιά νοικοκυρά, αλλά ήταν δύσκολα γιατί η ζωή ήταν δύσκολη και δεν μπορούσες να ψήσεις ολόκληρο αρνί, όπως τα ψήνουμε τώρα, εννοείται. Κοίταζε κάθε νοικοκυρά να κάνει το φαγητό εκείνο που μπορούσε να χορτάσει την οικογένειά της. Κάνανε κατσικάκι με ρυζάκι στον φούρνο με σταφίδες, γίνεται πάρα πολύ ωραίο, με σπανάκι, φρικασέ, αυτά. Γιατί τα είχαν στα μπαξέδια, είχανε σπανάκια, μαρούλια, σπέρναν ο κόσμος. Αν και δεν υπήρχε νερό, κουβαλούσαν από το πηγάδι, αλλά μετά το ‘72 πήραμε νερό στο σπίτι, ήρθε το νερό, αλλά με δυσκολία και το νερό μας, γιατί έρχεται με ρεύμα. Είναι μακριά και έρχεται ανηφορικά και είναι με ρεύμα. Αν κοπεί το ρεύμα δεν υπάρχει νερό. Ήταν από πηγή και έπρεπε να το βγάλει από μόνο το νερό, να δουλεύουνε μηχανήματα. Μετά από το ‘72 που ήρθε το νερό ήταν καλά. Είχε κάθε νοικοκυρά στο σπίτι της τη βρύση της, το νερό της, αλλά πριν το ‘72 ήταν δύσκολα. Κουβαλούσαμε μακριά από το χωριό, κάτω στο πηγάδι που λένε και το χωριό είχε τρεις βρύσες. Μια στον πέρα μαχαλά –που λέγαμε–, μια στο σόμπορο και μία στην πλατεία, τώρα που είναι. Και πηγαίναμε με τη σειρά, όλη νύχτα κουβαλούσαμε νερό για να μπορέσουμε να κάνουμε τη μπουγάδα μας την άλλη μέρα. Ή δύο μέρες κουβαλούσαμε νερό, το μαζεύαμε σε καζάνια και σε τενεκέδες ό,τι υπήρχανε, και βάζαμε το καζάνι και πλέναμε στο χέρι, στη σκάφη. Δύσκολη ζωή!
Ο καθένας έπλενε στην αυλή του;
Στην αυλή του φυσικά, στο σπίτι του, αλλά κυρίως για να πλύνουμε τα χάλια που είχαμε, τις κουρελούδες που είχαμε στα σπίτια μας στρωμένα, το Πάσχα που ερχόταν όταν ήταν για το Πάσχα, δεν υπήρχαν νερά. Πριν να ‘ρθουν τα νερά στην αυλή. Πηγαίναμε σε ποταμάκια έξω από το χωριό που υπήρχαν πηγές που έτρεχε το ποτάμι, το νερό. Γειτονιές γειτονιές ανάβαμε το καζάνι, η μία έπλενε πάνω στο… Πιο ψηλά δηλαδή στο ποταμάκι, η άλλη πιο κάτω. Από τα ίδια τα νερά πλέναμε τα ίδια τα ρούχα μας, τα κουρέλια και αυτά. Και μπουγάδα βάζαμε τα ρούχα που φορούσαμε. Όλα γινόταν εκεί, τα απλώναμε στα πουρνάρια που λέμε, καθόμασταν πίναμε τον καφέ μας εκεί μέχρι το βράδυ, και το βράδυ τα μαζεύαμε και ερχόμασταν για το Πάσχα να καθαρίσουμε τα σπίτια. Ήταν Πάσχα, να καθαρίσουμε, να ασπρίσουμε. Γινόταν όλα αυτά μακριά στα ποτάμια. Ήταν δύσκολη η ζωή, πολύ δύσκολη! Αυτό το έζησα εγώ να πάω στο ποτάμι και να πλύνω με τις αδερφές μου, μετά που έγινα και εγώ δώδεκα χρονών, αλλά πιο μπροστά πήγαιναν οι αδερφές μου με τη μάνα μου.
Αυτό που αναφέρατε να ασπρίσουν τα σπίτια, τι εννοείτε;
Να τα βάψουμε! Ερχόταν το Πάσχα και τώρα εμείς με την καλή έννοια λέμε: «Ήρθε το λολοπάσχα», γιατί ξεσηκωνόμασταν. Το Πάσχα είναι περπατιάρικο, δεν είναι στάνταρ Απρίλιο ή Μάιο, ερχόταν πολλές φορές αρχές Απριλίου που είναι ακόμα χειμώνας. Ο κόσμος ξεσηκωνότανε να ασπρίσουν, γιατί είχαν τα τζάκια καπνιζόταν τα σπίτια, να ασπρίσουμε τα σπίτια μας να είναι καθαρά, να μας βρει το Πάσχα καθαροί. Βάφαμε τα σπίτια μας, αυτό ήταν.
Και πριν που είπατε για το πηγάδι, επιτρεπόταν να πάτε να πλύνετε στο πηγάδι;
Στο πηγάδι υπήρχαν λεκάνες που μπορούσαμε να πλύνουμε. Ήταν… Το πηγάδι, έτρεχε το νερό, τα σωληνάρια, δυο σωληνάρια είχαν νερό και είχε τη σκάφη, λεκάνη μέσα που μαζευόταν το νερό. Και είχε πιο μεγάλη σκάφη απλωτή και πλέναμε εκεί μέσα. Έτρεχε το νερό, ήταν τρεχούμενο, είχε τρύπα και έτρεχε το νερό τρεχούμενο και πλέναμε εκεί. Παίρναμε από τη λεκάνη μέσα, την κοπάνα τη λέγαμε,[00:20:00] με το… Την κρατούνα είχαμε. Είχαμε από λαμαρίνα κρατούνα ή από κολοκύθι που λένε, κολοκύθα. Κρατούνα τη λέγαμε, ήταν σαν κολοκύθι με χερούλι και την κόβανε στη μέση και την είχαν σαν κουτάλα και ρίχναμε νερό και πλέναμε. Και για να πλύνουμε τα χοντρά τα πράγματα είχαμε και τον κόπανο, για να τα χτυπήσουμε να φύγουνε. Τα διπλώναμε τα ρούχα και είχαμε τον κόπανο, σαπουνίζαμε με σαπούνι –μετά βγήκαν το Clean και αυτά δεν υπήρχανε–, τα κοπανίζαμε με την κοπάνα εκείνη που είχαμε για να καθαρίσει, να φύγει η βρώμα. Δεν μπορείς να τρίψεις και στο χέρι πολύ. Και τα πλέναμε. Αυτό ήταν. Επιτρεπόταν στο πηγάδι, φυσικά επιτρεπότανε. Υπήρχαν και οι κοπάνες που γέμιζαν… Πότιζαν και τα ζώα. Και τώρα ακόμα υπάρχει το πηγάδι κάτω, αν πάτε και το δείτε, να σας πάει η Βαγγελιώ να το δείτε. Τώρα το αξιοποιήσαμε βέβαια, πιο παλιά δεν ήταν έτσι. Αλλά υπήρχαν οι λεκάνες αυτές που πλέναμε και κάναμε, υπήρχαν και τότε και υπάρχουν και τώρα ακόμα.
Και στο σπίτι είχατε τουαλέτα ή νιπτήρα;
Νιπτήρα είχαμε, δεν είχαμε βρύση. Τουαλέτες υπήρχαν έξω στις αυλές, τους λεγόμενους απόπατους. Δεν υπήρχαν υπονόμοι. Είχαμε ένα φράγμα περιφραγμένο με πέταυρα, ανάλογα ο καθένας. Και πόρτα δεν υπήρχε, ένα τσουβάλι υπήρχε μπροστά και μια τρύπα κάτω με σανίδια, εκεί τα κάναμε όλα, εκεί. Αυτές ήταν οι τουαλέτες μας, οι καλοκαιρινές.
Και είχε κάθε σπίτι δηλαδή;
Βέβαια κάθε σπίτι είχε στην αυλή του, δεν γινόταν, πού θα πας; Στον τόπο του απλώς ήταν η βρομιά όλα μέσα στο σπίτι, εκεί στην αυλή κάθε νοικοκυράς, πολύ δύσκολα. Μετά ήρθε το νερό, έγιναν οι υπονόμοι, μετά καθάρισαν τα σπίτια εντάξει. Δεν υπήρχαν βέβαια μέσα στα σπίτια, ήταν έξω, δεν ήταν η βρομιά μέσα στο σπίτι, ήταν στην αυλή, σε μια άκρη της αυλής. Αυτά.
Και να σας ρωτήσω πριν που αναφέρατε για τα ψωμιά…
Ναι.
Κάνατε και προζύμι;
Βεβαίως, χωρίς προζύμι δεν γινότανε. Εκείνα τα χρόνια, σε εμένα δηλαδή μετά που έγινα εγώ και ζύμωνα, υπήρχε και η μαγιά. Πιο παλιά δεν υπήρχε η μαγιά, κρατούσαμε το προζύμι. Τώρα το προζύμι το κάναν λέει από το σταυρολούλουδο, του σταυρού. Το βασιλικό που παίρνανε, το ζυμώνανε, το ξαναζυμώνανε και έπαιρνε την ξινάδα εκείνο και το κρατούσαν όλο τον χρόνο. Λέγαμε να ζυμώσουμε, λέμε θα πιάσουμε το προζύμι –θα πιάσουμε τη μαγιά δηλαδή αποβραδίς–, εμείς κάναμε δεκατέσσερα ψωμιά, σχεδόν το μισό ήτανε προζύμι. Το κρατούσαμε, ξεραινόταν βέβαια, δεν υπήρχαν ψυγεία τότε, υπήρχαν τα φανάρια, ήταν έξω. Το δουλεύαμε να μαλακώσει δηλαδή το προζύμι μέσα στη λεκάνη που ζυμώναμε το ψωμί, τη σκάφη δηλαδή και γινόταν. Μέχρι το πρωί φούσκωνε από μόνο του, γιατί είχε την ξινάδα το προζύμι και μετά βάζαμε… Αλλά για να γίνει το ψωμί, δεκατέσσερα ψωμιά έκαναν τρεις ώρες, τρεισήμισι χωρίς τη μαγιά. Δεν υπήρχε μαγιά, ήταν μόνο με το προζύμι, γι’ αυτό κρατούσε το ψωμί τόσες ημέρες. Με τη μαγιά δεν κρατάει! Ύστερα βγήκαν οι μαγιές, λίγο για βοήθεια να το δώσουμε λίγο δύναμη, βάζαμε και λίγο μπυρομαγιά μέσα, οπότε γινόταν πιο εύκολα.
Τώρα που είπατε ότι δεν είχατε ψυγεία, πώς διατηρούσατε τότε τα προϊόντα;
Δεν διατηρούσαμε προϊόντα, είχαμε το φανάρι. Είχαμε ένα ντουλάπι ας πούμε, ήταν μπροστά με σίτα, λαμαρίνα ήταν αυτό, το σκαλώναμε στον τοίχο, είχε πορτάκι μπροστά, είχε δύο ράφια μέσα. Το φαγητό εκεί το βάζαμε να μην το τρώνε οι μύγες, δεν το κρατούσαμε για μέρες πολλές. Γινόταν το φαγητό της ημέρας, αν έμενε για την άλλη μέρα –ιδίως το καλοκαίρι δεν κρατούσε– στο φανάρι. Οπότε αυτή ήταν η ζωή, δεν είχε να κρατήσεις φαγητό, όπως τώρα τα κρατάμε στο ψυγείο, δεν υπήρχαν αυτά. Της ημέρας φαγητό.
Κάνατε ίσως κάποια προϊόντα παστά;
Παστά κάνανε το χειμώνα τα γουρούνια, για τα Χριστούγεννα που σφάζανε τα γουρούνια. Τώρα το κατσίκι δεν θυμάμαι αν το βάζανε στην άλμη το Πάσχα, αλλά τα Χριστούγεννα όμως το χοιρινό δεν κρατιόταν αλλιώς, το παστώνανε. Σφάζανε τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων τα γουρούνια, κάθε σπίτι έτρεφε, είχε το κουμάσι και είχε το γουρούνι του. Έσφαζαν τα γουρούνια. Ήταν… Υπήρχε το σαρανταήμερο που νήστευε ο κόσμος, τη δεύτερη μέρα τα Χριστούγεννα ή την ημέρα των Χριστουγέννων. Γινόταν και την ημέρα των Χριστουγέννων φυσικά, γιατί δεν είχε ο κόσμος για να φάει, έπρεπε να το σφάξει. Οι περισσότερες οικογένειες το κάναν την πρώτη μέρα. Τα τελευταία χρόνια μετά άρχισαν και το κάνανε πιο νωρίς, την Παραμονή και τα είχαν έτοιμα για την ημέρα των Χριστουγέννων. Αλλά πιο παλιά γιατί δεν κρατιόταν κιόλας, το σφάζαν την ημέρα. Και γινόταν σαν οικογενειακό τραπέζι, κάθε οικογένεια είχε τους δικούς του συγγενείς, έσφαζε το γουρούνι, το γδέρνανε. Τηγανίζανε τα συκώτια, τρώγανε οι νοικοκυρές εκεί, η οικογένεια όλοι μαζί, πίνανε. Και όταν ήταν αρσενικό το γουρούνι, τη φούσκα από το γουρούνι το αρσενικό, τη φουσκώνανε και την κάναμε μπαλόνι και την παίζαν τα παιδιά. Δεν είχαμε μπαλόνια τότε, φουσκώνανε τη φούσκα από το γουρούνι, τη δένανε, την βάζαν… Την περνούσανε στη στάχτη και την είχαν μπαλόνι τα παιδιά. Αυτό ήταν το παιχνίδι των παιδιών! Περιμέναν πώς και πώς να σφάξουν το γουρούνι τα αγόρια, και ιδίως πειράζανε τα αγόρια να τους δείξουνε τα γεννητικά τους όργανα, ποιος θα το δείξει, να πάρει τη φούσκα πρώτος, τα παιδάκια. Και γινόταν ένα πανηγύρι ας το πούμε, ένα μπάχαλο εκεί πέρα, αυτό ήταν. Μετά καθαρίζανε το γουρούνι, θα τηγανίζανε. Για να το κρατήσουν όμως, το κόβανε το γουρούνι, κρατούσανε το… Το ξεκρεατίζανε και κάνανε και λουκάνικα. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα λίγο και τα κάνανε στο χέρι. Κόβανε το κρέας και το κάνανε με το μαχαίρι, με ψιλό, ψιλό, ψιλό –υπομονή χρειαζότανε– για να γεμίσουν το έντερο από τα ίδια τα γουρούνια. Πλένανε τα έντερα από τα γουρούνια και γεμίζανε το έντερο, και τα κάνανε λουκάνικα. Και τα στεγνώνανε και το είχαν να τρώνε. Και εμείς εδώ το χωριό μας φημιζόταν για του Αγίου Αθανασίου, στις 18 Ιανουαρίου είχαμε το πανηγύρι μας. Η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου, λέγαμε και Άγιος Αθανάσιος που είχαμε το πανηγύρι, και είχαμε τριήμερο πανηγύρι εδώ. Και τα κρατούσαν τα λουκάνικα να ‘ρθουν να τα φάνε οι πανηγυρτζήδες που θα ερχότανε, οι φίλοι. Δεν υπήρχαν τότε συγκοινωνίες, ερχόταν οι συγγενείς με τα πόδια από Αρναία ερχότανε, συγκοινωνίες δεν υπήρχανε και μένανε εδώ πολλές φορές. Και έπρεπε να έχει κάθε νοικοκυρά, αφού φτωχή οικογένεια ήτανε, κάτι να τους βγάλει να φάνε και κρατούσαν τα λουκάνικα. Και τον λέγανε τον Άγιο Αθανάσιο, ο Άγιος Αθανάσιος ο Λουκανικάς. Δεν μας δίνανε να φάμε εμείς, τα κρεμούσαν στα σπίτια στις αγριδιές που λέμε πάνω, για να ‘ρθουν οι φίλοι, να ξεντροπιαστεί η νοικοκυρά να τους δώσει, να έχει να φάνε οι ξένοι. Μετά όσο μεγαλώναν τα παιδιά και καταλάβαμε τον εαυτό μας, τα δίναμε και καταλαβαίνανε, καταλαβαίνετε πώς… Οπότε αυτό ήταν. Το κόκκαλο που έμενε για να κρατηθεί ολόκληρο γουρούνι εκατό κιλά, ογδόντα ανάλογα, δεν τρωγόταν σε μια μέρα. Το αλάτιζαν στις κάδες με αλάτι χοντρό και το κρατούσανε. Το κάνανε και καβουρμά, εγώ οι γονείς μου δεν θυμάμαι να κάνουν καβουρμά. Το βράζανε το λίπος και βάζανε το κρέας μέσα και το παγώνανε. Παγωμένο το κρατούσανε. Ήταν μέσα στο ίδιο του το λίπος και το βγάζαν από κει. Και αλμυρό βέβαια το ξαλμύριζαν και το μαγείρευε η κάθε νοικοκυρά. Δεν πετούσαν τίποτα από το γουρούνι, όλα τα χρησιμοποιούσανε. Αυτό ήτανε, δύσκολα τα χρόνια. Μετά βγήκαν τα ψυγεία, άρχισε ο κόσμος να βάζει και στα ψυγεία. Ήταν πιο καλή η ζωή εννοείται και πιο εύκολη.
Και τότε στα πανηγύρια είχατε και χορούς;
Βεβαίως, τριήμερο γλέντι γινόταν εδώ στο χωριό με χιόνια! Τότε γινόταν και πολλά χιόνια. Στην ηλικία μου πήγαινα εγώ σχολείο, έβγαινα από το σπίτι μου, εδώ ήταν το σπίτι στη γειτονιά –πόσο ύψος είχα;– με ένα μέτρο χιόνι. Υπήρχε το χιόνι. Μπροστά οι γονείς φτυάριζαν το χιόνι ούτε μια μέρα δεν λείπαμε από το σχολείο. Φτυάριζαν το χιόνι να πάμε στο σχολείο. Το ξύλο από κάτω στην μασχάλη, από ένα ξύλο κάθε παιδί να πάμε στη σόμπα, και να πάμε σχολείο. Ήταν δύσκολα τα χρόνια, πολύ δύσκολα. Τώρα με το πρώτο χιονάκι δεν έχουν σχολείο, να μην γλιστρήσουν τα παιδιά και ας παίζουν μες στο χιόνι, και ας τ’ αλωνίζουν. Ήταν δύσκολα, δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολα. Και τρεις μέρες, δηλαδή την πρώτη μέρα πατούσανε το χιόνι στην πλατεία. Υπήρχαν τρία καραγάτσια, τρία μεγάλα δέντρα. Τώρα αν πέρασατε από την πλατεία, τώρα χάλασαν εκείνα δεν υπάρχουνε, τα χάλασαν. Ήταν πάρα πολύ ωραία η πλατεία μας, είχε τρία μεγάλα καραγάτσια, στρωνόταν τα τραπέζια, πατούσαν το χιόνι. Ούτε μηχανήματα, το πατούσαν με τα πόδια. Περνούσε ο κόσμος το πατούσε, τρεις μέρες το γιόρταζαν. Είχαμε δικά μας όργανα από εδώ ντόπια, μπουζούκι και βιολί, και γλεντούσαν τρομερά. Και στα καφενεία και έξω δεν σταματούσε ο χορός. Πήγαιναν με τη σειρά τρώγαν στα σπίτια τους και γυρνούσαν και χόρευαν. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Τώρα το κόψαμε, δεν κάνουμε πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου.[00:30:00] Έχουμε της Αγίας Χάιδως το καινούργιο τώρα, εδώ και λίγα χρόνια που έχουμε, και των Εισοδίων. Βέβαια δεν πανηγυρίζουμε, πανηγύρι έχουμε της Αγίας Χάιδως, απλώς. Έρχεται ο δεσπότης, λειτουργούμε, αυτό, πανηγυρική ημέρα. Αυτά.
Και το γουρούνι που είπατε που μεγαλώνατε, το είχατε στον κήπο σας;
Ναι, κάναμε κουμάσια, όπως είχαμε τους καμπινέδες μας έξω, απόπατους τους λέγανε τότε τα καμπινέδια, είχαμε και το κουμάσι. Κάθε νοικοκυρά είχε το κουμάσι της ή στη γειτονιά ή αν είχε πιο μακριά λίγο χωραφάκι μπορούσε να το πάει εκεί. Με χόρτα, αποφάγια από τα νερά που πλέναμε τα πιάτα μας, μαζεύαμε τα νερά τα πρώτα με τα λάδια και με αυτά. Από το στάρι, τα πίτουρα που κάναμε από το σιτάρι που αλέθαμε και είχαμε για να κάνουμε το ψωμί μας, έβγαιναν τα πίτουρα. Και τα πίτουρα τα δίναμε στα γουρούνια. Τα κάναμε ψήνα και τα δίναμε στα γουρούνια. Αργότερα τα κάνανε και ψωμιά, τα ζημώνανε και τα δίνανε στα ζώα, στα σκυλιά που φύλαγαν τα κοπάδια οι κτηνοτρόφοι. Τώρα το τρώμε εμείς το πίτουρο, τώρα τρώμε το ολικής το ψωμί εμείς, τότε το τρώγαν τα ζώα. Ήταν το πιο υγιεινό, αλλά το δίναμε στα ζώα, εμείς τρώγαμε το καθαρό το ψωμί. Και είχαμε μύλο εδώ στο χωριό μας, πηγαίναμε… Αλευρόμυλο, πετρόμυλο δηλαδή και αλέθαμε ψωμί εδώ, στο δικό μας τον φούρνο. Μετά βγήκαν οι δρόμοι, ερχόταν το φορτηγό, φόρτωνε το σιτάρι και στο έφερνε αλεύρι. Έγινε πιο εύκολη η ζωή όσο προχωρούσε τα χρόνια, αλλά το πρώτο ήταν δύσκολο. Είχαν και πετρόμυλο πίσω πολύ μακριά, εγώ δεν τον θυμάμαι αυτό τον πετρόμυλο, αλλά θυμάμαι εδώ του Μυλωνά τον μύλο που λένε, εδώ πηγαίναμε και αλέθαμε.
Και η μητέρα σας με τι ασχολούνταν;
Οικιακά, με εφτά παιδιά τι να ασχοληθεί να κάνει; Ξημερωβραδιαζότανε να πλέξει, τα ρούχα που φορούσαμε ήτανε… Μονοφόρια τα λέγανε, ένα ρούχο είχαμε. Δεν είχαμε όπως έχουμε σήμερα, το βγάζουμε τώρα, το μεσημέρι βάζουμε άλλο, το βράδυ άλλο και τα πλένει το πλυντήριο. Τα αλλάζαμε στην εβδομάδα μια φορά. Τα εσώρουχα οι γυναίκες, ήταν πολύ δύσκολα για τις γυναίκες, με την περίοδο που είχαν οι γυναίκες ήταν πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Αλλά υποφερτά, δεν μπορούσαμε να κάνουμε και διαφορετικά. Τα παιδάκια, η μάνα μου είχε εφτά παιδιά, οι κάλτσες που πλέκανε ήταν όλες στο χέρι. Δεν υπήρχαν να πάρουμε έτοιμα, τώρα όπως παίρνουμε τις κάλτσες. Έπρεπε να πλέξουμε, μπλούζες να πλέξουμε, φανελάκια από μέσα, όλα. Και τα εσώρουχα ακόμα που φορούσαμε, δεν υπήρχαν έτοιμα, παίρναμε πανιά τα λέγανε τότε, και κάναμε εσώρουχα. Και γυναικεία και ανδρικά τα ράβανε ή στο χέρι ή αν υπήρχε μηχανή. Υπήρχαν από παλιές οι μηχανές ή αν υπήρχε μηχανή στο χέρι. Αλλά για να πλέξεις κάλτσες, έπρεπε το μαλλί που κάναμε εμείς που γραίναμε και το κάναμε μαλλί και πλέκαμε, κάναμε κάλτσες. Φορούσαμε τις κάλτσες όλη την εβδομάδα, τα ‘πλενε η μάνα μου θυμάμαι μικρή, για να μας πάει την Κυριακή στην εκκλησία, έπρεπε… Τα στέγνωνε στο τζάκι τον χειμώνα και όπου ήταν τρύπιο το ξούμιζε το λέγαμε, έπαιρνε τις βελόνες, το ξεφτούσε και το ξαναέκανε. Τα φορούσαμε το πρωί, πηγαίναμε στην εκκλησία, όλη την εβδομάδα, θα τρυπούσε, πάλι τα ίδια. Η δουλειά της ήταν του σπιτιού, αλλά κουραζόταν πάρα πολύ γιατί ήταν όλα με το χέρι. Να υφάνει, να κεντήσει, να πλέξει. Ύστερα έγιναν και αδερφές μου, βοηθούσε η μεγάλη αδερφή. Η μεγάλη μου αδερφή έχουμε δεκατέσσερα χρόνια διαφορά, με μεγάλωσε σαν μάνα, ήταν δεύτερη μάνα στα υπόλοιπα παιδιά. Οπότε δύσκολη ζωή, πάρα πολύ δύσκολη ζωή. Τρώγαμε ό,τι είχε το σπίτι, δηλαδή τραχανά, φασόλια σπέρνανε και όσπρια τότε, όσοι μπορούσαν βέβαια και μπορούσαν να σπείρουνε, ειδάλλως ό,τι είχαμε. Η μάνα μου δυσκολεύτηκε πάρα πολύ, ήταν αγροφύλακας ο πατέρας μου και ερχόταν ο αρχιφύλακας από πάνω, οι πιο μεγάλοι από τον πατέρα μου, και δεν έλεγε τη μάνα μου: «Ξέρεις ήρθε ο αρχιφύλακας σήμερα, κανόνισε κάνε φαγητό». Τον έφερνε: «Βρε Νικόλα -λέει- τι φαγητό να βάλω τώρα -λέει- που τον έφερες να φάμε; Εγώ θα κάνω -λέει- τραχανό, δεν έχω κάτι άλλο, μ’ έφερες φαγητό;». Δεν είχαν και λεφτά να αγοράσει ο κόσμος, να πάει στο παντοπωλείο για να πάρει. Τραχανά, τραγανό; Τραχανό, ό,τι υπάρχει. Καλή καρδιά λέγαν οι φίλοι, αρκεί να υπάρχει φαγητό. Δεν είχε κάτι άλλο να τους δώσει, κάτι καλύτερο. Τώρα θα ‘ρθει ένας φίλος, λες να κάνεις κάτι καλύτερο, έτσι δεν είναι; Τότε ήταν δύσκολα τα χρόνια, πάρα πολύ δύσκολα.
Και που είπατε πριν ότι γνέθατε το μαλλί, το αγοράζατε; Από πού το αγοράζατε;
Το μαλλί, τώρα να καταλήξουμε στο μαλλί. Το μαλλί, για να πάρουμε το μαλλί να κάνουμε την προίκα μας που λέμε εμείς να κεντήσουμε, κουρεύανε τα πρόβατα. Υπήρχαν και εδώ σε εμάς αλλά και πηγαίναμε κάτω στα καμποχώρια σε άλλα χωριά, όταν ήταν η εποχή του κούρου που κάνανε. Το καλοκαίρι τώρα νομίζω το κάνουνε, τον Αύγουστο, όταν πιάνει ζέστη για να μην ζεσταίνονται τα ζώα, Ιούνιο-Ιούλιο ξέρω γω τι καιρό κάνουνε; Το κουρεύανε τα ζώα και το παίρναμε το μαλλί, τα αγοράζαμε φυσικά, τώρα τα πετάνε. Δεν υπήρχαν εδώ στο χωριό πολλά, γιατί ήταν όλα τα σπίτια με αργαλειούς. Για να κάνει κάθε κορίτσι την προίκα της, έπρεπε να πάρουν το μαλλί. Και πηγαίναν και σε άλλα χωριά και αγοράζανε. Φέρναμε το μαλλί εδώ, αυτό το μαλλί όμως είχε δουλειά πολλή για να γίνει κλωστή. Παίρναμε το μαλλί, το ζεματούσαμε σε βραστό νερό. Κουβαλούσαμε νερό όπως λέμε στο πηγάδι, πηγαίναμε στο πηγάδι, βάζαμε εκεί το καζάνι για να μην κουβαλάμε στο σπίτι, βάζαμε τα νερά, ζεματούσαμε σε βραστό νερό το μαλλί για να φύγει ο σούκος, η βρομιά, η λάσπη δηλαδή που έχει το πρόβατο από το μαντρί. Έφευγε ο σούκος από εκεί, το πλέναμε σε ζεστό νερό, άσπριζε, καθάριζε το μαλλί, τα απλώναμε να στεγνώσει, και αφού στέγνωνε, το μαζεύαμε. Έπρεπε να το ξάνουμε μετά, να το γράνουμε, να το κάνουμε κλωστή. Παλιά δεν υπήρχανε μηχανές για να τα… Λαναρά τη λέγανε τότε, για να τα γράνει. Τα κάναμε όλα στο χέρι. Υπήρχαν τα λανάρια, χειροποίητα λανάρια. Ήταν χειροποίητα λανάρια, ήτανε δυο πλάκες με καρφιά, με χερούλια από πάνω. Και είχε ένα ξύλο μεγάλο και από κάτω ήταν τα καρφιά. Πώς είναι η μία η πλάκα αυτή, βάζαμε το μαλλί εδώ, αφού το γραίναμε πρώτα. Πρώτα το γραίναμε, το στεγνώναμε, το γραίναμε με το χέρι να γίνει αφράτο, βαμβάκι. Το βάζαμε στα λανάρια, ένα λανάρι από κάτω, ένα από πάνω και τραβούσαμε, και γραινόταν το μαλλί και γινόταν διάφανο. Εκείνο το κάνανε κλωστή και το κάνανε οι γυναίκες με το χέρι, με τη ρόκα που λένε. Το κάνανε μπάλες και οι γριές καθόταν και το έγραιναν και το κάνανε κλωστή, αλλά ήταν δύσκολα. Μετά βγήκαν οι λανάρες, το γραίναμε μόνο, το ζεματούσαμε, το γραίναμε το μαλλί και το πηγαίναμε στη λανάρα, και το έκανε η λαναρά κλωστή. Από εκεί και έπειτα επαίρναμε την κλωστή και έπρεπε να τη βάψουμε, να κάνουμε τα δικά μας τα χάλια, την προίκα μας που λέμε, τα καλλιγραφικά. Πέρασαν όλα από τα χέρια μας. Βάψαμε λέει τις κλωστές στο καζάνι με βραστό νερό, να βάψουμε τα χρώματα. Για να βάψουμε καφέ και μπεζ υπήρχαν τα καρυδότσουφλα. Μαζεύαμε από τις καρυδιές τα φλούδια από τα καρύδια, το περίβλημα του καρυδιού το πράσινο, τα λιάζαμε, τα στεγνώναμε και τα φουσκώναμε και έβγαζε καφέ βαφή, μπογιά δηλαδή. Αν θέλαμε να το κάνουμε μπεζ το βουτούσαμε λίγες φορές. Πρώτα κρατούσαμε τον σούκο που ζεματούσαμε το μαλλί, το βουτούσαμε εκεί πέρα, μαλάκωνε και το βουτούσαν μέσα στα καρυδότσουφλα και έπαιρνε τη βαφή από το καρυδότσουφλο. Γινόταν μπεζ και το πιο σκούρο καφέ. Αυτά δεν ξεθωριάζουνε ούτε βγάζουνε με το πλύσιμο που τα κάνουμε. Δεν τα περνάει να ξεθωριάσουν όπως οι κλωστές οι άλλες. Επίσης βάφαμε και μπλε, στο σούκο πάλι. Κρατούσαμε το σούκο και το βουτούσαμε και βάφαμε μπλε, μπλε και σιελ. Ανοιχτόχρωμο και μπλε και κάναμε τα καλλιγραφικά μας, αυτά. Μετά για να κάνεις την κλωστή που ήταν στα χέρια τα χειροποίητα τα λανάρια, τα κάναμε με τη ρόκα που έκαναν οι γριές και το ‘γραιναν και μετά έπρεπε να το βάψουμε. Παίρναμε βαφές, το βάφαμε και το κάναμε. Για να το περάσουμε στον αργαλειό είχε άλλη διαδικασία, όλα γινόταν στο χέρι. Παίρναμε το στημόνι, κλωστή βαμβακερή και έπρεπε να τη μαζέψουμε στα καλάμια, να το καλαμίσουμε το λέγαμε, να καλαμίσουμε την κλωστή. Είχαμε το τσιγκρίκι με την ανέμη, βάζαμε το τυλιγάδι την κλωστή, τη βαμβακερή αυτή που αγοράζαμε του εμπορίου για στημόνι, και έπρεπε να το κάνουμε μασούρια σε καλάμια, να το καλαμίσουμε. Υπήρχε το τσιγκρίκι και η ανέμη, βάζαμε το τυλιγάδι εκεί πέρα, τυλιγάδια τα λέγανε. Και μασουρίζαμε σε [00:40:00]καλάμια, μεγάλα καλάμια την κλωστή τη βαμβακερή, για να πάμε να την κάνουμε… Να τη βάλουμε στον αργαλειό το νήμα, να το ιδιάσουμε που λέμε. Το ιδιάζαμε, πηγαίναμε σε ένα μέρος ανοιχτό και βάζαμε παλούκια τα λέγαμε, ξύλα, για να κάνουμε το νήμα. Εκατό μέτρα νήμα, ογδόντα, ανάλογα. Και βάζαμε τα παλούκια. Τώρα σας τα λέω περιγραφικά δηλαδή. Βάζαμε τα παλούκια, στήναμε τα καλάμια. Σε κάθε καλάμι υπήρχε ένα κουτάκι, την κρατούνα που λέμε, το κολοκύθι που βγάζαμε πιο παλιά, και μετά ήταν από τα Camel τα κουτάκια, τα καπάκια από πάνω, τα κάνανε τρύπα, βάζανε το σίδερο μέσα ή το ξύλο και βάζαν τα καλάμια. Στη σειρά τα καλάμια όρθια και τραβούσαμε τις κλωστές για να κάνουμε το διασίδι που λέμε, για να το βάλουμε στον αργαλειό να υφάνουμε. Ήταν μεγάλος κόπος, εκείνο ήθελε μια μέρα να το κάνεις. Τα βάζαμε εκεί και μετά την κλωστή εκείνη έπρεπε να τη μαζέψουμε να τη βάλουμε στο αντί, για να μπει στον αργαλειό. Για να μπει στον αργαλειό υπήρχε άλλη διαδικασία. Εκείνη την κλωστή, αφού τη μαζεύαμε ογδόντα μέτρα, ανάλογα πόσο ήθελε κάθε νοικοκυρά να τη βάλει στον αργαλειό, τη μαζεύαμε και έπρεπε να πάμε να τη βάλουμε στην τυλίχτρα, που λέμε. Υπήρχαν δύο φούρκες ψηλές, βάζαμε το αντί επάνω εκεί, με μύτη δηλαδή, φούρκα. Και βάζαμε το αντί εκεί, βάζαμε την κλωστή. Αφού το ιδιάζαμε το νήμα, υπήρχε θηλιά, στην πρώτη εδώ υπήρχε η θηλιά, περνούσαμε από εδώ τη θηλιά. Εδώ μέσα σε αυτή τη θηλιά που ιδιάζαμε το νήμα, έπρεπε να μπει το αντί. Αφού το μαζεύαμε, το βάζαμε στο αντί, τη βάζαμε στην τυλίχτρα, πώς υπήρχαν έτσι η τυλίχτρα και τραβούσαμε… Έπρεπε να το βάλουμε σε μία σβάρνα τη λέγαμε, μια διχάλα ήτανε. Δέναμε την κλωστή, μάκρος, σε ένα κατηφορικό μέρος. Εμείς πηγαίναμε εδώ μέσα στην Αγία Χάιδω που ήταν κατηφορικά. Υπήρχε η τυλίχτρα, βάζαμε δεκαπέντε μέτρα, είκοσι μέτρα μακριά, βάζαμε τη διχάλα κάτω, βάζαμε το νήμα εκεί πάνω, και επάνω στο αντί το μαζεύαμε, για να γεμίσουμε το αντί να το βάλουμε στο αργαλειό. Αφού τελείωνε αυτή η διαδικασία, έπρεπε να περαστεί στον αργαλειό. Για να περαστεί στον αργαλειό είχε άλλο κόπο. Όπως ήταν το αντί, ανάμεσα εκεί που… Όταν το ιδιάζαμε δηλαδή, το μαζεύαμε στο αντί, βάζαμε και τα καλάμια λέγαμε, στη θηλιά εδώ που περνούσε. Για να ξετυλίγεται η κλωστή, το στημόνι, έπρεπε να βάλουμε τα καλάμια ανάμεσα, εκεί που ήταν σταυρωτό το νήμα, για να μην μπερδεύεται η κλωστή στον αργαλειό. Βάζαν τα καλάμια και το είχαν μαζί με τα καλάμια αυτά. Πηγαίναμε στο σπίτι στον αργαλειό, το περνούσαμε, το βάζαμε κάτω, το περνούσαμε πρώτα από τα μιτάρια, κλωστή κλωστή. Το δέναμε στο μιτάρια, μετά βάζανε το χτένι στον αργαλειό, το αντί που ήτανε με το χτένι, και περνούσαμε με τη βελόνα, κάθε βελόνα από το στημόνι στο χτένι και το δέναμε στο μπροστινό το αντί. Ο αργαλειός πίσω είχε το πίσω το… Όλο το νήμα, και μπροστά ήταν εδώ που θα υφαίναμε, υπήρχε ο αργαλειός με τις πατήτρες από κάτω. Το βάζαμε, κάναμε αρχή και υπήρχαν τα χαλιά, τα καλλιγραφικά που κάνουμε, τα κάναμε όλα στο χέρι, με το χέρι περνιόταν οι κλωστές. Ενώ υπήρχαν και κιλίμια που κάναμε με σειρές, μάνες τις λέγαμε εμείς τις σειρές εκείνες, τις κάναμε με τη σαΐτα. Μικρά καλαμάκια, μασουρίζαμε την κλωστή τι χρώμα θέλαμε, και με τη σαΐτα τα περνούσαμε δυο πατήτρες τα πατούσαμε, και άνοιγε το νήμα ανάμεσα και περνούσαν οι σαΐτες δεξιά-αριστερά. Και υφαίναμε τα ριγωτά, αυτά τα ίσια τα κιλίμια που λέμε. Αλλά τα καλλιγραφικά περνιόνταν όλα με το χέρι, κλωστή κλωστή με το χέρι, υπομονή με τον αργαλειό, με το χτένι και γινότανε. Φύλλο φύλλο τα ράβαμε και κάνανε τρίφυλλα χαλιά, δίφυλλα, διαδρόμους, φλοκάτες, τα πάντα. Η φλοκάτη ήταν άλλο νήμα πίσω, τα χαλιά γινόταν με βαμβακερό νήμα, οι φλοκάτες γινότανε με μάλλινο. Το κλώθανε οι ίδιες οι νοικοκυρές ή μας το ’κλωθε η λανάρα μετά τα χρόνια. Το πίσω ήταν μάλλινο και το πίσω, μάλλινο και μέσα η φλοκάτη για να γίνει. Είχε και ίσιο είχε και με φλόκο από πάνω που λέμε, τις φλοκάτες. Τα ίσια τα λέγανε βελέντζες χωρίς φλόκο από πάνω. Οι άλλες με το φλόκο λεγόταν φλοκάτες, φλοκωτά που λέμε τώρα. Όλα ήταν δύσκολα! Και μάλλινα και βαμβακερά σεντόνια, πετσέτες, άσπρα, καρό. Τα καρό ήταν δύσκολα για να γίνουν, γιατί στο κάρο –τώρα η αδερφή μου τα έκανε αυτά που ήταν πιο μεγάλη– μετρούσανε και βάζανε μπλε και άσπρο –έχω εγώ τέτοια υφαντά καρό– και περνούσαν και στον αργαλειό. Και στο νήμα και με τη σαΐτα που βάζανε, και γινόταν καρό τα σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντηλα. Όλα ήταν στο χέρι, στον αργαλειό. Αυτά… Μετά κάναν και τα κρητικά, δεν ήταν μονάχα τα άσπρα τα σεντόνια, οι πλανγκέτες που λέμε, τα κρητικά τα χρωματιστά. Αυτά ήταν στα πατήματα, λεγότανε. Υπήρχαν γυναίκες που περνούσαν σχέδια τέτοια, ήταν λίγο δύσκολα για το χτένι να περαστούν. Αν δεν ήξερες, δεν μπορούσες να τα κάνεις. Και εκείνα τα ψιλά δουλευόταν με τέσσερις πατήτρες, όχι με δύο. Τέσσερις πατήτρες για να γίνουν τα σχέδια. Τέτοια δεν έκανα εγώ με τέσσερις πατήτρες, ήταν η μεγαλύτερη αδερφή μου, τα έκαμνε εκείνη. Αυτά, δύσκολη η ζωή.
Τι φτιάξατε για την προίκα σας;
Τα πάντα! Από χαλιά –τα σεντόνια τα έκανε η αδερφή μου που ήταν μεγαλύτερη φυσικά– τα χαλιά, κουρελούδες με παλιά ρούχα. Μετά φέρναν και έτοιμα κουρελάκια, έμαθαν ο κόσμος που ύφαινε ο κόσμος, και φέρναν έτοιμα από βιοτεχνίες. Χρώματα διάφορα και κάνανε αλλιώς βάφανε, γιατί τα πιο παλιά ήταν όλα υφαντά τα ρούχα που φορούσανε. Και εσώρουχα και πουκάμισα. Αφού λιώνανε, τα κάνανε κουρελάκια ψιλά και τα υφαίνανε και τα κάνανε κουρελούδες στον αργαλειό. Και κουρελούδες έκανα και υπάρχουν ακόμη. Υπάρχουν, τις στρώνουμε εδώ και εκεί, όπως να ‘ναι. Και καλλιγραφικά χαλιά έκανα, και πετσέτες για την κουζίνα, τραπεζομάντηλα, αυτά.
Τι σχέδια κάνατε για τα καλλιγραφικά χαλιά;
Είχε πολλά σχέδια. Εγώ σαν Σταυρούλα έχω κάνει το καλλιγραφικό με μπλε, τις τριανταφυλλιές που λέμε, τις «Καλές τριανταφυλλιές», τρίφυλλο μπλε και δίφυλλο. Υπήρχαν το… Που ανοίγει και κλείνει, είχα και εγώ. Το «Βεργιώτικο» καφέ και μπεζ ήταν και αυτό, το είχανε οι αδερφές μου. Τα «Δεντράκια» έχω εγώ χαλί καφέ και μπεζ. Σχέδιο σαν δεντράκια μέσα, γι’ αυτό λέγεται και «Δεντράκια». Είχε «Της Μηνάδαινας» με άσπρο, είχε πολλά σχέδια, τώρα δεν τα θυμάμαι και όλα. «Της Μηνάδαινας», τα «Δεντράκια», πώς λεγόταν το άλλο τώρα… Δεν τα θυμάμαι γιατί δεν τα έκανα εγώ αυτά. Υπάρχουν πολλά σχέδια, αυτά.
«Της Μηνάδαινας» το φτιάξατε το σχέδιο;
«Της Μηνάδαινας» δεν το έκανα. Έκανα τις «Τριανταφυλλιές τις καλές», το μπλε. Έκανα τα «Δεντράκια» καφέ και μπεζ και το… Πού ανοίγει και κλείνει, με καφέ και μπεζ.
Και από πού πήρατε τα σχέδια;
Υπήρχαν στο χωριό, τώρα δεν θυμάμαι… Η μία από την άλλη. Εγώ την πήρα από μια κύρια τα «Δεντράκια» που το είχε, με το ‘δωσε. Τώρα από πού το παίρνανε, δεν ξέρω, αλλά εδώ στο χωριό πολύ πιο παλιά υπήρχαν τα καλλιγραφικά. Εγώ της μάνας μου η αδερφή που είχε καλλιγραφικά, πολύ με το καλλιγραφικό, από παλιά χρόνια τα είχανε. Υπήρχαν από τότε φαίνεται και τα κάνανε, η μία με την άλλη δηλαδή τα σχέδια. Δεν θυμάμαι να τα παίρνουν από πουθενά. Μετά βγήκαν και σε χαρτιά γιατί όταν κεντούσαμε στο χέρι. Την ημέρα είχαμε τον αργαλειό, το βράδυ είχαμε το κέντημα με τις γαζόλαμπες, δεν υπήρχε το φως. Κάθε αργαλειός είχε και από μια λάμπα μπροστά πετρελαίου που λέμε, γαζόλαμπα τη λέγαμε. Και είχαμε την λάμπα και κεντούσαμε. Και σε μαύρη ταμίνα, σε τσουβάλια ή μαξιλάρια, καρέ, σε ταμίνα. Περνούσαν όλα από το χέρι της κάθε κοπέλας, την προίκα να την κάνει. Και τώρα πάνε όλα άχρηστα, δεν τα φοράμε, η νεολαία δεν τα θέλει. Τα έχουμε μαζεμένα, ο κόπος πάει χαμένος. Και πλέκανε κιόλας και δαντελωτά σεμέν πλεγμένα δαντέλες, όλα στο χέρι. Αυτά.
Είχε και η γιαγιά σας καλλιγραφικά;
Η μάνα μου δεν είχε, γιατί ορφάνεψε η μάνα μου και δεν είχε. Η αδερφή της όμως είχε. Ήταν η πρώτη που πρόλαβε και έκανε, μετά ορφάνεψαν και δεν είχε. Της αδερφής της έχω και εγώ ένα μαξιλάρι ενθύμιο, μου το ‘δωσε η μάνα μου ενθύμιο της θειας μου δηλαδή. Υπήρχαν πολλά καλλιγραφικά, έκανε ο κόσμος καλλιγραφικά παλιά.
[00:50:00]Και τα σχέδια δηλαδή δεν τα παίρνατε απαραίτητα από κάποιον συγγενή;
Ναι, ο ένας από τον άλλον τα έπαιρνε, το σχέδιο. Δεν υπήρχαν να τα έχουν όλοι. Το ύφαινες εσύ, το τελείωνες, «Δώσ’ μου εκεί το σχέδιο». Όπως και τα κεντήματα ακόμη, καρέ που κάνουμε η μία με την άλλη, μαξιλάρια, σε ψάθα, σε τσουβάλι, η μία με την άλλη: «Δώσ’ μου και μένα να το κάνω». Και κάθε κοπέλα έδινε στην άλλη το σχέδιο και το ‘βγαζες σαν σχέδιο. Μετά υπήρχαν, και τώρα ακόμα μπόλικα βρίσκονται.
Τα σχέδια που κάνατε τα διαλέξατε εσείς;
Ναι, κάθε κοπέλα ό,τι ήθελε έκανε, αυτό.
Γιατί διαλέξατε αυτά τα συγκεκριμένα που κάνατε;
Γιατί ήταν ωραία, αυτά μ’ άρεσαν εμένα. «Της Μηνάδαινας» έχει πολλά άσπρα μέσα και το θεωρούσα ότι αν το στρώσεις κάτω, θα λερώνει περισσότερο. Και δεν το ήθελα εγώ «Της Μηνάδαινας», κάναμε τις τριανταφυλλιές. Άλλες όμως κοπέλες το κάνανε. Έχει πολύ ανοιχτά χρώματα μέσα, κίτρινο, άσπρο, άλλες τις άρεσαν και το έκαναν. Πολλές νοικοκυρές τα έχουν, τα έχουμε. Αν τα θέλετε να τα πουλήσουμε, αν υπάρχει κόσμος που τα θέλει να σας τα δώσουμε, θα βρείτε καλλιγραφικά.
Και όταν φτιάχνατε το διασίδι, ξέρατε από πριν πόσα μέτρα μαλλί θα χρειαστείτε;
Όχι, κάναμε το μαλλί και αν δεν μας έφταναν οι κλωστές… Κάναμε την κλωστή δηλαδή βάφαμε, λέγαμε περίπου ότι θέλει τόσο. Ξαναβάφαμε ξανά άλλη καζανιά, μπορεί να μην ήταν και το ίδιο σχέδιο αλλά βάφαμε αρκετό μαλλί για να έχουμε για το χάλι. Τώρα πόσα κιλά, πώς το βάφανε, δεν θυμάμαι κιόλας, αλλά αν δεν έφτανε κιόλας ξαναβάφαμε. Γιατί δεν σταματούσαν τα χάλια, δεν το έπαιρνες μια χρονιά μόνο. Έπαιρνες μια χρονιά, το δούλευες, έπαιρνες την άλλη χρονιά άλλο, και συμπλήρωνες μετά.
Και σε ποια ηλικία ξεκινήσατε να υφαίνετε;
Δώδεκα χρονών. Αυτό το θυμάμαι σαν να είναι σήμερα. Δεν ήθελα να πάω σχολείο, φυσικά δεν είχαν πόρους οι γονείς μου να με στείλουνε σχολή. Αλλά ήμουνα καλή μαθήτρια και μπορούσα να πάω. Αφού δεν έστειλαν την πρώτη αδερφή μου που τα ήξερα τα γράμματα, η δεύτερη μάλλον, εκείνη τεμπέλιασε η τελευταία. Είχαμε τον δάσκαλο που ήταν νονός μας, ήξερε η Στέλλα τα γράμματα. Έλεγε τον πατέρα μου: «Κουμπάρε -λέει- να στείλεις τη Στέλλα, θα γίνει μεγάλη και τρανή που λένε, για να μάθει γράμματα». «Ναι τα κορίτσια είναι για το σπίτι, δεν είναι για να μάθουν γράμματα!». Εκείνα τα χρόνια δεν έδιωχναν τα κορίτσια από το σπίτι να πάνε να σπουδάσουνε, μόνο οι άντρες πήγαιναν. Εμείς σπουδάσαμε δυο αγόρια, τον αδερφό μου τον… Ήταν έκτος, όχι πέμπτος ήταν ο Θανάσης που πήγε σχολείο, γυμνάσιο, και ο Γιώργος ήταν ο έκτος. Δουλεύαμε τα χαλιά εμείς και στέλναμε τα παιδιά στην Αρναία στο γυμνάσιο, υπήρχε τότε. Με τα πόδια πήγαιναν, δεν είχαν εισιτήριο. Ερχόταν το λεωφορείο στον αδερφό μου τον μακαρίτη, τον πέμπτο… Τον έκτο δηλαδή, ερχόταν το λεωφορείο για να πάει και πηγαίναν. Νοικιάζουν όλη την εβδομάδα στην Αρναία μένανε, νοικιάζαμε σπίτια, δεν υπήρχαν οι συγκοινωνίες. Ερχόταν και Δευτέρα το λεωφορείο τους έπαιρνε. Δεν υπήρχε το εισιτήριο –πόσο ήταν, μία δραχμή τότε, πόσο ήταν το εισιτήριο– για να πάει, δεν υπήρχε. Και ο αδερφός μου κοφτά το δρόμο με τα πόδια στην Αρναία να πάει στο σχολείο. Νοικιάζαμε σπίτια! Ήταν δύσκολα τα χρόνια, πολύ δύσκολα τα χρόνια. Και δεν ήθελα να πάω και εγώ, αφού δυσκολευόταν και οι γονείς μου φυσικά. Δουλεύαν τα κορίτσια τον αργαλειό, βγάζαν μεροκάματο να στείλουμε και εμείς να σπουδάσουμε ένα παιδί. Και δεν ήθελα και κάθισα στον αργαλειό. Και παίρναμε από τους εμπόρους και κάναμε του εμπορίου χαλιά. Με του εμπορίου παίρναμε και μαλλιά, αγοράζαμε για να κάνουμε τα δικά μας, τη δικιά μας την προίκα, οπότε δουλεύαμε τρία κορίτσια εμπορίου χαλιά. Ύστερα η μία αφού δούλευε την προίκα της, οι άλλες δούλευαν του εμπορίου για να έχουμε να φάμε κιόλας, να ψωνίσουμε να πάρουμε και τα υπόλοιπα που χρειαζόμασταν. Ήταν δύσκολα τα χρόνια. Δεν μπορούσες να κανονίσεις πόσα θέλεις, αλλά στο περίπου κανόνιζες τι κλωστή σε χρειάζεται. Αφού δουλεύαμε τα εμπορικά, τα εμπορικά ήταν πιο εύκολα τα χαλιά, δεν ήταν ψιλή καλλιγραφία που λέμε, αλλά γνωρίζαμε. Αν δεν έφτανε η κλωστή, ξαναβάφαμε βέβαια.
Και για τα χάλια του εμπορίου κάνατε σχέδια;
Βέβαια, ό,τι σχέδιο μας έδωναν οι εμπόροι από πάνω. Τριανταφυλλιές, τις «Καλές τις Τριανταφυλλιές» άλλες κεντούσανε, απλές τριανταφυλλιές, γαρύφαλλα, διάφορα σχέδια, ό,τι σε έδινε ο έμπορας. Αλλά περισσότερο τότε φεύγανε οι τριανταφυλλιές τις λέγαμε, ήταν μια ρίζα και είχε δύο τριαντάφυλλα, εμπορικά που τα λέγαν αλλά ήτανε πιο χοντρή δουλειά. Δεν είναι όπως τα καλλιγραφικά που έχουμε εμείς της προίκας μας, ήταν πιο ψιλή η δουλειά, δουλεύονταν πιο λεπτά. Αυτά.
Και οι κλωστές που σας δίναν οι έμποροι ήταν κατώτερης ποιότητας;
Βέβαια ήταν, φυσικά ήταν. Εμείς ήταν αγνό μαλλί από το πρόβατο, αυτοί βάζανε μέσα και διάφορα άλλα μαλλιά, δεν ήταν καθαρό μαλλί. Αφού το υφαίναμε στον αργαλειό και από κάτω μαζευόταν σαβούρα πολύ. Το χνούδι εκείνο που έπεφτε υπήρχε πολύ, δεν ήταν η καλή καλή κλωστή. Μάλλινα βέβαια είχαν και μαζώματα άλλα μέσα. Δεν ξέρω πώς τα λέγανε, αμερικάνικα μαλλιά, δεν ξέρω πώς τα λέγανε τότε.
Και σε ποια ηλικία παντρευτήκατε;
Είκοσι επτά χρονών. Είκοσι πέντε αρραβωνιάστηκα, είκοσι επτά παντρεύτηκα.
Και την προίκα σας σε ποιες ηλικίες την κάνατε;
Μετά από τα δώδεκα, αφού υφαίναμε τα εμπορικά. Και δεκαεπτά και δεκαοκτώ. Και αρραβωνιασμένη κέντησα, ύφανα ένα χάλι, το τρίφυλλο που λέω την «Αλυσίδα» καφέ και μπεζ. Μέχρι που παντρεύτηκα υφαίναμε, βέβαια, γιατί υπήρχαν οι αργαλειοί ακόμα και βγάζαμε μεροκάματο. Μετά έμαθε η αδερφή μου πλεκτομηχανή, η άλλη ραπτομηχανή η μεγάλη, και εγώ έμαθα την πλεκτομηχανή πίσω από την άλλη την αδερφή μου. Και στο σπίτι αρραβωνιασμένη και δεν είχαμε και τον αργαλειό, σταμάτησε ο αργαλειός μετά, και έπλεκα στη μηχανή πλεκτά μάλλινα, εσώρουχα, φανέλες, πουλόβερ απέξω. Είχα τη μηχανή μέχρι που παντρεύτηκα. Μετά την πήρα στην προίκα μου, στο σπίτι στον άντρα μου, την άφησα, σκούριασε, την παράτησα, την πέταξα, δεν την ξαναδούλεψα.
Θα θέλατε να μου πείτε και για τα έθιμα που κάνατε στον γάμο σας;
Να σας πω, εγώ στο γάμο μου δεν έκανα έθιμα πολλά. Γιατί είχε πεθάνει η μάνα μου στα ξαφνικά, αρραβωνιασμένη που ήμουνα. Λέγαμε να παντρευτούμε Νοέμβριο μήνα, ήταν το ‘80, πρωτοβγήκε το ΠΑΣΟΚ και οι πρώτες εκλογές. Έγιναν οι εκλογές 18 Οκτωβρίου, 19 αρρώστησε η μάνα μου και μας έφυγε από ανακοπή καρδιάς. Εγώ ετοίμαζα προίκα να παντρευτώ, λέγαμε για την καινούργια χρονιά τέλος Νοεμβρίου. Έπλενα προίκα, τα σεντόνια, αυτά, ετοίμασα, σιδέρωσα, έκανα… Και αφού πέθανε η μάνα μου μετά, γάμο δεν έκανα όπως έκαναν άλλοι με όργανα και γλέντια. Παντρεύτηκα 10 Ιανουαρίου χωρίς όργανα, χωρίς τίποτα. Αλλά γινόταν εδώ, οι γάμοι γινότανε καλοί. Ο γάμος ξεκινούσε από την Πέμπτη, να σας πω τα έθιμα του γάμου. Και εγώ έτσι ξεκίνησα φυσικά αλλά χωρίς όργανα, χωρίς τίποτα. Ξεκινούσε, ερχόταν ο πεθερός της κοπελιάς στο σπίτι, έφερνε την ρακή που λέμε, ότι ξεκινάει ο γάμος, τον κερνούσαμε, αυτά. Ξεκινάει ο γάμος, την Κυριακή έχουμε γάμο. Το Σαββάτο βγάζουμε την προίκα, την προίκα την έβγαλα. Ξεσεντουκιάζαμε την προίκα που λέμε, απλώναμε μέσα στο σπίτι έξω τα χαλιά, την προίκα μας, καλούσαμε, κάναμε μπομπονιερες, καλούσαμε τον κόσμο για τον γάμο, ερχόταν, κοιτούσαν την προίκα. Κάναμε τις κουλούρες της νύφης, έκανα και εγώ, αν και δεν είχα μάνα αλλά μου έκαναν κουλούρες. Κάναμε και μια κουλούρα και στολίζαμε το μπρίκι. Την ημέρα του γάμου είχανε ένα σταμνάκι ας πούμε με λουλούδια κεντημένο, και βάζανε μέσα κρασί και ένα μπουκάλι γυάλινο με ούζο. Ξεκινούσε την Κυριακή ο γάμος, γινόταν η προίκα αποβραδύ το Σάββατο. Ερχόταν ο κόσμος, μαζεύαμε την προίκα, την άλλη μέρα ξεκινούσε ο γάμος. Ερχόταν το σόι του γαμπρού. Τα κάναμε τα χαλιά μας δέματα. Σε μένα πήγαμε και κουβέρτες έτοιμες, είχαμε και κουβέρτες υφαντές που λέγαμε, στον αργαλειό. Τα κάναμε δέματα, ερχόταν οι γονείς του γαμπρού, ξεκινούσε ο γάμος, να πάρουν την προίκα πρώτα. Εκείνα τα χρόνια τα φορτώναν στα ζώα. Εγώ την προίκα μου τη φόρτωσα σε αυτοκίνητο, υπήρχαν τα αυτοκίνητα τότε τα Datsun είχαν βγει. Τα φορτώναμε, τα πηγαίναμε στου πεθερού, στον άντρα μας στο σπίτι. Γινόταν ο γάμος, καλούσε ο κόσμος με το μπρίκι, το κρασί και το ούζο. Είχαν δυο ντέβερεις και ντεβερίνα λέγανε, τους ντέβερεις. Είχαν το κρασί και γυρνούσαν την Κυριακή το μεσημέρι όλο το χωριό που ήταν καλεσμένοι με κρασί: «Είστε καλεσμένοι στο γάμο, είστε καλεσμένοι στο γάμο». Δεν υπήρχαν οι μπουμπουνιέρες, με το κρασί και με αυτό, δεν είχαν μπουμπουνιέρες. Γινόταν ο γάμος την Κυριακή, ερχόταν παίρναν την προίκα, πήγαιναν παίρναν τον κουμπάρο, ερχόταν έπαιρναν τη νύφη και πηγαίναμε στην εκκλησία. Γινόταν ο γάμος. Πήγαιναν στο γλέντι όσοι γλεντούσαν το βράδυ, είχαν και τα όργανα, με τα όργανα μπροστά, όλα καλά. Τη Δευτέρα είχαμε το ξεσεντούκιασμα, να δείξουμε την προίκα στους συγγενείς του γαμπρού. [01:00:00]Και καλά… Αφού ερχόταν στο σπίτι, αλλά γινόταν ένα μπάχαλο. Εγώ ξεσεντούκιασα εκείνη την ημέρα, δηλαδή Δευτέρα ήρθαν, ξεσεντούκιασα. Ανοίγουν τα δέματα, τα ρίχνουνε κάτω και μαζεύονται οι συγγενείς του γαμπρού και βλέπουν τι προίκα έχει νύφη. Σ’ τα αφήνουν κάτω και τώρα βόλεψέ τα εσύ και βάλ' τα μέσα στη ντουλάπα σου. Αυτά τα κόψανε, έχουν κοπεί τώρα πλέον, δεν κάνουν τίποτα ούτε πλένουν ούτε σιδερώνουν, ούτε τίποτα. Τώρα τα έχουν κάνει πιο εύκολα, δεν απλώνουν ούτε προίκες ούτε τίποτα.
Τη μέρα που απλώνατε, μπορείτε να μου περιγράψετε πώς ήτανε;
Ερχόταν οι φίλες της νύφης, απλώναμε τα σχοινιά, βάζαμε καρέ, σεμέ, τα πλεκτά που βάζαμε που κάναμε εμείς, τα βάζαμε σε μπλε κόλλες για να φαίνονται κιόλας, ή μπλε ή κόκκινα από κάτω χαρτιά. Είχαμε τις μπλε τις κόλλες τότε που ντύναν τα τετράδια παλιά. Πώς τις λέγανε εκείνες τις κόλλες; Τα καρφιτσώναμε… Τα ‘χω φωτογραφίες εγώ την προίκα μου αυτή έτσι, όλα απλωμένα στον τοίχο. Και τα χαλιά τα χοντρά τα βάζαμε έξω, κουβέρτες ό,τι είχαμε. Ερχόταν ο κόσμος, έβλεπαν την προίκα, κερνούσαμε το κουφέτο που είχαμε, αυτά. Το βράδυ μαζευότανε και μαζεύαμε την προίκα. Είχε κούραση για τη νύφη γιατί ήταν όλα από το πρωί μέχρι το βράδυ, και το πρωί να γίνει η νύφη. Τώρα δεν έχει τέτοια πράγματα φυσικά. Την Πέμπτη κάναν τα προζύμια για να στολίσουν τις κουλούρες της νύφης που λέμε. Κάναν και κουλούρια το Σάββατο, ζυμώνανε αποβραδίς Παρασκευή τα προζύμια και κάναν τα ψωμιά στο φούρνο. Τις κουλούρες, τότε ήταν ψωμί, τώρα τα κάνουν τσουρέκια. Το απόγευμα του Σαββάτου, αφού ερχόταν και κοιτούσαν την προίκα, μαζευόταν, ερχόταν η κουμπάρα, η νονά που θα στεφάνωνε το ζευγάρι και με λουλούδια στολίζαμε τα κλίκια, τα λέγαμε. Τραγουδούσαν της νύφης τα τραγούδια, τα τραγούδια του γάμου. Αυτά είναι τα εθίματα. Ήταν καλές οι… Τα εθίματα που είχαμε ήταν πολύ καλά, αλλά τώρα τα έχουν κόψει πια, δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα.
Είχατε τότε προικοσύμφωνα;
Μπα, σε μένα δεν είχαμε, πιο παλιά μπορεί αλλά εμείς δεν είχαμε τέτοια πράγματα, δεν θυμάμαι τέτοια πράγματα. Παλιά που λέγανε όμως είχαν. Τώρα…
Και εσείς μετά τον γάμο μείνατε με την πεθερά σας;
Μες στο ίδιο σπίτι όχι, δεν ήμασταν στο ίδιο σπίτι. Είχε κάνει η πεθερά μου το σπίτι μου δηλαδή. Εγώ πήγα σε καινούργιο σπίτι, δεν μέναμε… Η πεθερά μου μένανε στο παλιό, εγώ ανέβηκα η νύφη στο καινούριο. Αλλά δυο χρόνια, ώσπου να κάνω τον πρώτο γιο μου, τον δεύτερο, για να κάνουν και το άλλο σπίτι του κουνιάδου μου, έπρεπε να είναι όλοι μαζί. Να δουλεύουν όλοι για να κάνουν και το άλλο σπίτι. Λεφτά στο χέρι δεν υπήρχαν σε μένα. Δούλευε ο άντρας μου και τα έδινε όλα στη μάνα του, στον πατέρα του, για να κάνουν και το άλλο σπίτι για τον αδερφό του. Πέρασα λίγο δύσκολα τα πρώτα χρόνια, όλα καλά, δόξα τω Θεώ.
Να ρωτήσω, είχατε μεταξωτά εδώ;
Εμείς δεν είχαμε κλωστή μεταξωτή, αγοράζαμε το φλος το λέγαμε, κάναμε στα πατήματα που λέμε. Τα σεντόνια, τα κρητικά αυτά που λέμε, κάναμε μάλλινα και κάναμε και τα μεταξωτά, εμείς τα λέγαμε φλος εδώ. Όχι τα μεταξωτά που έχουν πάνω στον Έβρο. Φλος τα λέγαμε, έχω και τάβλα φλος και πλανγκέτα που τη λέμε για το κρεβάτι, για την κρεβατοκάμαρα, το κρεβάτι. Έχουμε και τέτοια αλλά ήταν αγοραστές οι κλωστές αυτές, τις παίρναμε έτοιμες αυτά, δεν είχαμε δικό μας. Αλλά πιο παλιά όμως είχαν, εδώ το βροχό βγάζανε από τα κουκούλια. Είχαν κουκούλια εδώ και θρέφαν τα κουκούλια και βγάζουν το βροχό. Και κάνανε με τον βροχό με εκείνη την κλωστή κάνανε τάβλες, σεμέν για τα τραπέζια. Κάνανε να πηγαίνουν τον άρτο, το ψωμί, την λειτουργιά γιατί πηγαίναν στην εκκλησία, το έλεγαν σκτηλομάντηλο, το σκτέλι. Βάζανε τη λειτουργιά μέσα σε ένα μακρύ πανί και το πηγαίνανε σαν φούντα στην εκκλησία το ψωμί, και αφήναμε το ψωμί εκεί, τη λειτουργιά, και το λέγαν σκτηλομάντηλο. Πηγαίναν το σκτέλι, τη λειτουργιά. Τώρα το τυλίγουμε στην πετσέτα ή έτσι στην τσάντα και την πάμε στον παπά, δεν υπάρχουν τέτοια. Αλλά υπήρχε ο βροχός πιο παλιά, εγώ δεν θυμάμαι. Η πεθερά μου είχε με βροχό καμωμένα. Εμείς δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Αλλά και ο βροχός ήταν δύσκολα τότε, θρέφανε τα κουκούλια από τις μουριές, που μαζεύαν τα φύλλα από τις μουριές και τα τρέφανε για να βγάλουν το μετάξι τους. Πώς τα ‘καναν εκεί δεν ξέρω αυτά να σας τα πω. Ξέρω πώς γινόταν αλλά δεν κάναμε εμείς τέτοια πράματα.
Στα χρόνια της μητέρας σας δηλαδή;
Και πιο παλιά, και πιο παλιά.
Ωραία, πώς σας φάνηκε η διαδικασία;
Καλή ήτανε. Θυμήθηκα τα παλιά!
Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.
Να είστε καλά και εγώ ευχαριστώ.
Φωτογραφίες
Σταυρούλα Παπαϊωάννου
Η αφηγήτρια
Περίληψη
Η Σταυρούλα Παπαϊωάννου είναι γεννημένη στον Στανό Χαλκιδικής και παραμένει μόνιμος κάτοικος του χωριού έως και σήμερα. Η αφηγήτρια θυμάται τα παιδικά της χρόνια και την ενασχόλησή της με τη γεωργία και τα καπνά, καθώς βοηθούσε την οικογένειά της στις αγροτικές εργασίες. Περιγράφει διάφορες οικογενειακές ασχολίες, έθιμα και φαγητά του Πάσχα και των Χριστουγέννων, καθώς και τον τρόπο ζωής εκείνης της εποχής. Η αφηγήτρια αναφέρεται στην επεξεργασία του μαλλιού, στο πλύσιμο, το βάψιμο, το ίδιασμα και το παραμάτισμα, στους εμπόρους της περιοχής για τους οποίους ύφαιναν χαλιά, ενώ μας μιλάει και για τα έθιμα του γάμου.
Αφηγητές/τριες
Σταυρούλα Παπαϊωάννου
Ερευνητές/τριες
Βασιλική-Διαμάντω (Σίλια) Φασιανού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/02/2024
Διάρκεια
65'
Περίληψη
Η Σταυρούλα Παπαϊωάννου είναι γεννημένη στον Στανό Χαλκιδικής και παραμένει μόνιμος κάτοικος του χωριού έως και σήμερα. Η αφηγήτρια θυμάται τα παιδικά της χρόνια και την ενασχόλησή της με τη γεωργία και τα καπνά, καθώς βοηθούσε την οικογένειά της στις αγροτικές εργασίες. Περιγράφει διάφορες οικογενειακές ασχολίες, έθιμα και φαγητά του Πάσχα και των Χριστουγέννων, καθώς και τον τρόπο ζωής εκείνης της εποχής. Η αφηγήτρια αναφέρεται στην επεξεργασία του μαλλιού, στο πλύσιμο, το βάψιμο, το ίδιασμα και το παραμάτισμα, στους εμπόρους της περιοχής για τους οποίους ύφαιναν χαλιά, ενώ μας μιλάει και για τα έθιμα του γάμου.
Αφηγητές/τριες
Σταυρούλα Παπαϊωάννου
Ερευνητές/τριες
Βασιλική-Διαμάντω (Σίλια) Φασιανού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/02/2024
Διάρκεια
65'