© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ο «Κατσόγιαννος» θυμάται μια ζωή γεμάτη Σέριφο
Κωδικός Ιστορίας
26708
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Κοτσίκος (Ι.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/03/2022
Ερευνητής/τρια
Μιχάλης Χρυσολωράς (Μ.Χ.)
Καλησπέρα.
[00:00:00]
Καλησπέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Βεβαίως θα το πω. Κοτσίκος Ιωάννης του Πέτρου.
Είναι Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022, βρισκόμαστε στον Νενίτη Σερίφου με τον Γιάννη Κοτσίκο, εγώ ονομάζομαι Μιχάλης Χρυσολωράς και είμαι ερευνητής στο Istorima.
Μάλιστα.
Κύριε Γιάννη, να ξεκινήσουμε μιλώντας λίγο για τα παιδικά σας χρόνια εδώ στο νησί;
Ε, τα παιδικά μας χρόνια... Να πω τη γέννησή μας πρώτα; Γεννηθήκαμε το 1936, βρεθήκαμε μέσα στην Κατοχή και η Κατοχή ήταν πάρα πολύ δύσκολη για μας. Με τη βοήθεια των γονιών μας, που τρέχανε δεξιά κι αριστερά, τα καταφέραμε και ζήσαμε και δεν πεθάναμε. Μετά την κατοχή, από το '44 κι ύστερα, πήγαμε σχολείο, στο δημοτικό σχολείο Σερίφου. Τα καταφέραμε και βγάλαμε την έκτη δημοτικού και τρέχαμε στις διάφορες αγροτικές εργασίες. Δηλαδή πρώτα πρώτα σαν... Σαν νεαρός που με έστελνε η μάνα μου για τα ζωντανά, γιατί είχαμε τα πρόβατα, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε την κατάσταση αυτή που ήταν δύσκολη. Και ύστερα, όταν μεγαλώσαμε, πηγαίναμε στις διάφορες εργασίες, στ' αμπέλια, στους μπαξέδες, ό,τι άλλο βρισκούντανε μπροστά μας, για να έχουμε το μεροκαματάκι.
Την περίοδο της Κατοχής ήσασταν πολύ μικρός; Πώς το θυμάστε αυτό το γεγονός;
Το θυμάμαι γιατί ήτανε δύσκολο... Και έξι χρόνων σχεδόν πες, κατέβηκα στο Λιβάδι και με τον Γιάννη τον Ματέ, που με πήρανε κοντά τους. Ήταν Ιταλοί τότες εδώ. Και πήγα μαζί τους κι εγώ, έξι χρονών τώρα, με στέλνανε δω, με στέλνανε κει, δεξιά αριστερά, περνούσα καλά. Ζούσα καλά. Έτυχε να περάσει ένα περιστατικό όμως, που τα κατάφερα μέσα σ' ένα το μικρό τρουβαδάκι, πήρα δυο-τρεις μπαγκανούτσες, τις λέγανε, κάτι ψωμάκια, και τα πήγα στον αδερφό μου τον Μιχάλη. Είχα έναν αδερφό, τον Μιχάλη. Και τον κακομοίρη, μόλις την έδωσα και τη δάγκασε, πέθανε. Ιστορία. Ε, ύστερα πέθανε αυτός, ο μπαμπάς μου και η μάνα μου τρέχανε δεξιά κι αριστερά με τα λίγα κατσικάκια, τα λίγα προβατάκια και είχαμε το καθημερινό στο σπίτι μας και επιβιώσαμε. Μέχρι που ήρθε τούμπα η κατάσταση και βγήκαμε στον αγώνα για τις διάφορες δουλειές. Για τις διάφορες αυτές... Τους μπαξέδες, τους βοηθούς, όλο τέτοιες δουλειές κάναμε.
Θυμάστε καθόλου τα σχολικά χρόνια;
Ε, από το '44, '45 περίπου, που άρχιζαν και άνοιξαν τα σχολεία και αναγκαστήκαμε και πήγαμε στην πρώτη. Ήταν ένας δάσκαλος δω, Σερφιώτης, ο οποίος μετακόμισε ύστερα και πήγε στη Σύρο. Ρώτας λεγόμενος. Ο Ρώτας και η Λίτσα. Και τα ονόματα βρε τα θυμάμαι ακόμα. Όμως ύστερα από λίγο διάστημα φύγαν αυτοί, ήρθε η Φερενίκη, η Αλεξάνδρα και πολλές άλλες. Το αποτέλεσμα ήταν εγώ, από την πέμπτη κι έκτη πια, την έβγαλα, το σχολικό διάστημα το έβγαλα με τον δάσκαλο τον Κοσκινά. Ο οποίος είχε ένα σπίτι απέναντι στο παλιό ταχυδρομείο το σημερινό και εκεί στεγάζονταν με τη γυναίκα του τη Βιργινία και είχε δυο παιδιά, τον Θοδωρή και τον Φιλιππή και τη Σοφία. Τώρα γελάς που τα λέω όλα... Και εντωμεταξύ βγάλαμε την έκτη. Καλός δάσκαλος, μας έμαθε όλης της εκκλησίας τα τροπάρια με τους παπάδες. Και εγώ, εντωμεταξύ, είχαμε πει προ ημερών ότι τις ώρες που δεν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε στα πρόβατα και στα κατσίκια. Και μαθαίναμε τη φλογέρα. Την Τυρινή λοιπόν, πάντα, με τον Σκότζα, Αντώνιος Λιβάνιος λεγόταν αυτός, [Δ.Α] του δασκάλου μας του κάναμε μαντινάδα. Και μας έλεγε: «Τη Δευτέρα θα τα πούμε». Κατάλαβες; Ήτανε δηλαδή... Ήμαστε πια δεκαπέντε χρονών. Βγάλαμε την έκτη δημοτικού. Κατάλαβες; Αλλά εμείς που ήμαστε στην εξοχή την φλογέρα την παίζαμε. Την μάθαμε από μικροί, από τον Καραμούσουλη κι απ' τους άλλους και παίζαμε στα διάφορα αυτά.
Μόλις βγάλατε το σχολείο, μετά;
Μετά σκορπίσαμε. Βγάλαμε το σχολείο, φυλάξαμε τη ζωική μονάδα κάνα δυο χρόνια. Ύστερα όμως τρέχαμε για το κάθε μεροκαματάκι που θε να βρούμε. Τη μία να βοηθήσουμε τους ασπριτζήδες που ασπρίζανε. Κουβαλούσαμε τον ασβέστη κοντά για να ασπρίζουνε. Ύστερα παίρναμε τα μουλάρια και κάναμε εισαγωγές. Κουβαλούσαμε άμμο από τα Λιβαδάκια στη Χώρα. Άμα θα κάνουμε τρεις δρόμους την ημέρα, τέσσερις, ήταν ένα δεκαρικάκι. Το δεκαρικάκι αυτό, τέσσερις δρόμους, ήταν σαράντα ευρώ. Οι άλλοι, οι μεταλλωρύχοι, παίρνανε ένα εικοσάρι μεροκάματο.
Σαράντα ευρώ με τα σημερινά λεφτά ας πούμε;
Ας το πούμε έτσι. Δραχμές ήταν τότες μωρέ. Ναι. Ξέρεις όμως τι ήταν το χαρτζιλίκι... Που σου είπα και προχθές ότι ο Γιάννης ο Κουβέλης, εκείνος ήπερνε ενα ταληράκι πέντε δραχμές κάθε Σάββατο. Και εμείς είχαμε δέκα ταληράκια στην τσέπη που κουβαλούσαμε άμμο και χαλίκι με τα μουλάρια στις διάφορες οικοδομές που μας γυρεύανε οι μαστόροι.
Οπότε κύλησε έτσι μέχρι πότε;
Μέχρι τα... Ύστερα πηγαίναμε κανονικά στα μεροκάματα, στα αμπέλια, στις... Ό,τι αγροτική δουλειά υπήρχε. Γιατί ήμαστε [Δ.Α] πια να πιάσουμε την αξίνη, να σκάβουμε. Γιατί μπαίνουμε το πρωί στις επτάμισι η ώρα και σχολούσαμε στις τέσσερις. Στις πέντε η ώρα. Αναλόγως το αφεντικό. Γιατί και σκάβαμε, και πίναμε, και όλες τις αυτές που κάναμε...
Θυμάμαι, κύριε Γιάννη, μου είπες ότι ασχολήθηκες λίγο και σαν ναύτης, πολύ λίγο.
Ναύτης ηπήγα ενάμιση χρόνο, με τον Θεολόγο. Ο καπετάνιος ήταν ο Γιάννης ο Μαύρος, Λιβάνιος το επίθετό του. Πήγα ενάμιση χρόνο εκεί, ήταν μία ιστορία... Γιατί ναι μεν τρέξαμε στις θάλασσες, φορτώναμε δω ζωική μονάδα, αρνιά και τέτοια εποχιακά και βόδια, και πηγαίναμε απέναντι στου Βασιλειάδη και ξεφορτώναμε. Κι ύστερα ερχόμαστε πάλι στον Γερόλιμνο δίπλα, και φορτώναμε τα εμπορεύματα που έχουν τις παραγγελίες τα μαγαζιά κι ερχόμαστε Σέριφο. Αλλά δεν είχε γλύκα η ιστορία αυτή. Γιατί τρώγαμε όλο ρέγγα και σταφύλι και τυρί. Στον ενάμιση χρόνο το παράτησα. Χάλασε και το φυλλάδιο, τα παράτησα. Αλλά δεν με έδιωξε. Δεν με έδιωξε. Ναι μεν με έβγαλε απ' το καΐκι, αλλά μ' έβαλε κι έβγαζα λεμονάδες, πορτοκαλάδες στον Άσσο.
Για μίλησε μας γι' αυτό.
Ναι μεν τα παράτησα απ' το καΐκι, αλλά ο Γιάννης ο Μαύρος δεν με έδιωξε από κοντά του, παρά με 'στειλε σε μία αποθήκη εδώ και έβγαζα λεμονάδες και πορτοκαλάδες. Η λέξη Άσσος. Ήταν η φίρμα. Το κατάλαβες τώρα καλά;
Εννοώ να μας πεις για τη διαδικασία αυτή, πώς την έκανες;
Η διαδικασία αυτή... Ήρθανε και μου δείξανε το υλικό, τρεις λεκάνες πέρα πέρα, και βάζαμε τον χυμό του πορτοκαλιού, τον χυμό για το λεμόνι και βάζαμε ύστερα... Αφού ήθελε να τους βάλουμε από ένα ποτηράκι του κρασιού μέσα στο κάθε μπουκάλι. Τα βάζαμε στη γραμμή τα μπουκαλάκια. Ύστερα βάζαμε το ανθρακικό και το περνούσα στη μηχανή εγώ, το τάπωνα με δύναμη και του κολλούσα και τη σφραγίδα δίπλα κι ήταν έτοιμη η πορτοκαλάδα. Αλλά είχε όμως το ανθρακικό από την πίεση της μπουκάλας, ανθρακικό οξύ. Κατάλαβες; Χυμός, νερό και ανθρακικό. Έτσι γινόταν η πορτοκαλάδα ή η λεμονάδα, το ίδιο πράγμα. Και τη σφραγίδα δίπλα. Ήτανε τέλεια. Γέμιζε λοιπόν, είκοσι πέντε μπουκάλια ήταν το κάθε κιβώτιο. Έπρεπε να βγάλουμε λοιπόν είκοσι πέντε κιβώτια την ημέρα, και να έρθει ο αγωγεύς... Ήταν ο μπάρμπας ο Λουκάς ο Διαμαντάρας, ο Μιχάλης Τσιλιμίρης, τα οποία αυτοί τα διοχέτευαν στα διάφορα μαγαζιά της Σερίφου και κάνανε τη δουλειά αυτή. Φέρνανε τα κενά και παίρνανε γεμάτα. Κατάλαβες; Και τους τα έδινε. Τα έγραφε ο Γιάννης, όμως όταν ήταν να έρθει εδώ με το καΐκι, γύριζε τα καφενεία, τα πίνανε και μάζευε και τα λεφτά όλα. Ύστερα φεύγαμε, τελείωνε αυτό και πηγαίναμε Κουταλά, Μέγα Λιβάδι. Που σου είπα και προχθές. Διότι εκεί τότες ήτανε πολύς ο κόσμος. Ήτανε κοντά δύο χιλιάδες κόσμος στον Κουταλά. Γιατί ήταν πέντε καφενεία στο Μέγα Λιβάδι. Πέντε [00:10:00]καφενεία και πέντε εστιατόρια, και είχε και φούρνο. Ο Ντουρής είχε τον φούρνο. Και με ενα καϊκάκι, τό Μαριγούλα, γεγονός, βάζαμε καμιά τριανταριά, σαράντα κιβώτια και κει έκαναν τη διανομή. Ερχούνταν ο κάθε καφετζής, ήπαιρνε πόσα ήθελε, ήφερνε τα κενά, έπαιρνε τα γεμάτα, τα έγραφα εγώ κι ύστερα πήγαινε ο Μαύρος κι έπαιρνε τα λεφτά. Αυτή ήταν η διαδικασία του Μεγάλου Λιβαδιού που είχε κόσμο πολύ. Κι εδώ γινούνταν πατιρντί και στη Χώρα που ρχούντανε, σκορπούσε ο κόσμος. Γιατί τότες η κοινωνία ήτανε φτωχιά της Σερίφου. Που σου είπα και προχθές ότι τα καραβάκια αυτά που έρχονται και κουβαλούν αμμοχάλικα τώρα του Σάββα, αυτά ήταν τα μεταφορικά της Σερίφου τότες. Ύστερα βγαίνει ο Γλάρος, το Ιόνιο και το αυτό, έγινε τούμπα η κατάσταση κι έκανε πιο σύγχρονα βαπόρια και κουβαλούσαν τον κόσμο από Πειραιά-Σέριφο. Κατάλαβες; Δηλαδή αυτά όλα είναι έγκυρα της γραμμής. Δεν λέμε καλαμπούρια.
Και πόσο καιρό κυρ-Γιάννη έκανες αυτή τη δουλειά με τα αναψυκτικά;
Κάνα δυο, τρία χρόνια, γιατί ύστερα πήρε τούμπα η κατάσταση και φέρνανε... Βγήκανε εκτός τις λεμονάδες και πορτοκαλάδες, βγήκανε οι κόκα κόλες, βγήκαν τα άλλα αναψυκτικά και άρχισαν τα καΐκια και φέρναν. Εντωμεταξύ δεν ήταν μόνο ο Θεολόγος στη γραμμή που ερχόταν εδώ, έφερνε κι ο Μαρίνος τον Αντώνιο. Και φέρναν και τα δυο καΐκια αναψυκτικά διάφορα και πήρε τούμπα η κατάσταση. Δεν παίρνανε όλο λεμονάδες και πορτοκαλάδες. Γιατί ήταν της μόδας η κόκα κόλα και το κάθε αναψυκτικό. Κατάλαβες; Σόδες. Σόδα εγώ δεν ήβγαζα, γιατί δεν την ήξερα. Κι έτσι φέρναν από εκεί και μαζί με αυτά ακολουθούσαν και τα υπόλοιπα αναψυκτικά που φέρνει ο κάθε καφετζής.
Μετά ακολούθησε το στρατιωτικό;
Ε, μετά περάσαμε από περιοδεύων, πήγα στη... Εδώ περάσαμε από περιοδεύων, με ρίξανε στο ναυτικό. Αλλά όταν πήγα στο ναυτικό με βγάλανε στενοθώρακο και με γύρισαν στο πεζικό. Ο οποίος πήγα και υπηρέτησα στην Τρίπολη. Εκεί περάσαμε από καινούργιο περιοδεύων και έγινα ασυρματιστής. Ασυρματιστής την έβγαλα πολύ καθαρά. Γιατί, ξέρεις, σήκωνα ένα ασύρματο στην πλάτη, γύριζα τις μονάδες, και ο διοικητής μπροστά κι εγώ πίσω και μου κάνανε συνδυασμό ο κάθε λόχος πού θα πάει και τι θα κάνει. Και γυρίσαμε ύστερα, αφού πήγα στην Τρίπολη και γυρίσαμε, ύστερα πήγα στη Χαλκίδα, πήγα στη Θήβα, πήγα σε πολλά μέρη. Και μετά καταλήξαμε, τελευταία μου αποστολή ήταν στη Σύρα. Η αποστολή της Σύρου, έκατσα δεκαεπτά μήνες κι από κει πήρα το απολυτήριο. Διότι γύριζα όλα τα γραφεία και τότε στα τηλέφωνα δεν ήτανε με [Δ.Α.], ήταν με μπαταρίες. Και εφόσον ήμουνα ασυρματιστής πήρα τη διαχείριση. Δεν φτάνει ότι είχα τον ασύρματο, την υπευθυνότητα της μονάδας της Σύρου, το 284 Τάγμα Πεζικού, αλλά είχα και την ιστορία ότι έπρεπε να πάω εγώ ο ίδιος να αλλάξω τα τηλέφωνα στον... Στα διάφορα γραφεία τα κρατικά. Και έβαζα τα καινούργια εκεί, τα παλιά και τα 'στελνα μπρος-πίσω και μου τα αντικαταστούσανε για πάλι καινούργια. Κατάλαβες; Τις μπαταρίες. Βάζαμε δυο μπαταρίες, φεύγαμε. Το 111 στρατολογικό γραφείο, ξέρετε, ότι ήταν δικαστήρια στη Σύρο. Αλλά ήταν μέσα σκορπισμένα κι άλλα γραφεία. Κι άμα είναι να πάω να χτυπήσω το γραφείο του διοικητή: «Κύριε διοικητά, καλημέρα σας». «Καλημέρα σας». «Μπορώ να κάνω την αλλαγή τις μπαταρίες από το τηλέφωνο;» «Ευχαρίστως να περάσετε». Έπαιρνα εντολή, περνούσα μέσα, έκανα τη δουλειά, να τους ευχαριστήσω, και γύρισα πάλι και πήγαινα σε άλλο αυτό.
Τι άλλο περιστατικό θυμάσαι από τη στρατιωτική σου θητεία;
Εκεί πια δεν ασχολήθηκα με τίποτα άλλο. Αυτή ήταν η πιο καλύτερη να σου πω, γιατί ερχόνταν όλο καινούριες μονάδες, κάνανε έναν μήνα, δύο μήνες τη βασική εκπαίδευση, ύστερα σκορπούσαν δεξιά κι αριστερά. Ε, και την έβγαλα αυτούς τους δεκαεπτά μήνες και από κει πήρα το απολυτήριο και βγήκα στη Σέριφο. Η μόνη μου βλακεία που έκαμα ήταν η εξής: Ότι αφού ήταν το στρατόπεδο εδώ, δίπλα ήταν ένα τεράστιο μέρος που ήταν τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια για τα αυτά και κάναν την εκπαίδευση οι μαθηταί, κι εγώ φλάσκος δεν πήγα να πω του διοικητή: «Κύριε διοικητά, κάνω την υπηρεσία μου αυτές τις ώρες, τις οποίες τις έχουμε ελεύθερα. Μπορώ να φύγω από το στρατόπεδο και να πάω δίπλα να μάθω οδηγός στα αυτοκίνητα είτε στα μηχανάκια, να ‘μαι έμπειρος;» Τον καιρό που κάθισα. Παρά κοίταζα τα μουλάρια... Κατάλαβες; Ήτανε δηλαδή κουταμάρα μου.
Οπότε μετά το τέλος της θητείας επιστρέψατε πάλι στο νησί.
Βεβαίως.
Και έπειτα;
Στο νησί ως αγωγεύς ασχολήθηκα αρκετά χρόνια, μέχρι που ήρθε η ώρα πια να... Τρέχαμε με τις κοπελιές και με τις διάφορες οργανώσεις και της διασκεδάσεις, να βρούμε μία κοπέλα να παντρευτούμε και να σταδιοδρομήσουμε όπως και όλοι οι νεαροί οι υπόλοιποι.
Σαν νεαροί πώς περνούσατε εκείνη την εποχή;
Καλά περνούσαμε διότι... Αγαπημένοι τώρα εδώ στη Νέα Σμύρνη... Τώρα δεν τους γνώρισες για να σ’ τους πω. Ήταν Ντουρήδες, ο Νίκος, ο Σπύρος, ο Βασίλης ο Καυκής... Και κομπανία, κομπανία που αρχίζουν, πηγαίναμε στον καφενέ, κομπανία να πάμε και στη διασκέδαση. Και άμα είναι να μπει η Κάτω Χώρα στην απάνω διασκέδαση τώρα του Βασίλη του Κρεμιτζέτη και του Δημότη, που ήταν τα καφενεία τα κεντρικά τότες... Άμα είναι να μπουν οι Κατωχωρίτες μέσα, έπρεπε να σπάσουμε ρεκόρ. Κι ο Βασίλης ο Κρεμιτζέτης μας έλεγε πολλές φορές, εμένα, τον Σκότζα, τον Κουβέλη: «Μπας δεν έχετε λεφτά; Να σας δώσω εγώ». Απλούστατα για να κάτσουμε μέσα. Να 'μαστε, που τραβούσαμε τις κοπέλες, τραβούσαμε επτά, οκτώ κοπέλες μαζί μας. Για να έχει ντόρο το μαγαζί. Να έχουν οι βιολιτζήδες να κερνούν, να δίνουν κι οι βιολιτζήδες κι οι καφετζήδες. Τα κεράσματα και το 'να τ' άλλο.
Εσείς, σαν νεαρός, ζούσατε στην Κάτω Χώρα;
Ε, βεβαια. Αυτοί ήτανε... Άμα ήθελαν να πάμε από κει πάνω... Γινόταν ένας γάμος, μας καλούσαν. Ε δεν είναι να πάμε εκείνη την ώρα μόνο στον γάμο εμείς. Όλη η ιστορία ήταν τι διασκεδάσεις, δεν ήταν... Ο Γκάρης κι ο Ευστράτιος που ήταν αυτοί, μας καλούσαν πάντα να πάμε στον γάμο.
Αναφέρατε προηγουμένως την ενασχόλησή σας με τη φλογέρα, το είπατε, με «το σουραύλι», το λέμε εμείς εδώ στη Σέριφο.
Ναι.
Θα μας μιλήσετε λίγο για αυτό; Για το σουραύλι και το τουμπί, όσον αφορά εσάς;
Αυτό ήταν εποχιακό. Το σουραύλι και το τουμπί πάλι το παίζαμε με τον Αντώνη τον Λιβάνη, τον Σκότζα, που λέγαμε. Αλλά όλες τις Απόκριες ηπαίζαμε παρέα μαζί. Γιατί πάμε απόψε στου Μιχάλη του Χρυσολωρά το σπίτι να τον βρούμε; Πώς θα πάμε σκέτοι; Παίρναμε το τουμπί και το σουραύλι, του παίζαμε απ' όξω, μας άνοιγε... Άμα είναι να μας βάλει ένα μπουκάλι κρασί και ελιές, ό,τι το δυνατότερο για το κάθε σπίτι. Εμείς έπρεπε να κάτσουμε και να τους παίξουμε, να τους διασκεδάσουμε, να καλαμπουρίσουμε, αλλά δεν πηγαίναμε... Από πίσω ακολουθούσαν οι άλλοι. Μόλις ακούσουν το σουραύλι και το τουμπί, να τους ένας ένας. Σου λέω ήτανε κομπανία. Όλες τις Απόκριες. Εκτός πια την Τυρινή, η οποία κάναμε τη διασκέδαση όλοι οι νεαροί. Κάναμε ένα πρόγραμμα και λέμε ότι: «Τώρα την Τυρινή θα ντύνονται οι Πανωχωρίτες κι οι Κατωχωρίτες θα μένουν μεταξιταστέοι;» Είχαμε όμως στελέχη καλά. Και λέγαμε: «Για να την κάνουμε την κομπανία, θέμε είκοσι, είκοσι πέντε άτομα». Όλο νεαροί και δεσποινίδες. Κι ήμασταν και καμία... Και τις παντρεμένες μέσα. Αυτές τις καινούργιες. Δηλαδή ήπρεπε να βάλουμε τις ευζώνους, δύο γέρους, δύο ζεϊμπέκηδες, μια ταουσάνα, δύο τσιγγάνες, δύο κυρίες, δυο... Πώς τις λένε, δυο μηλιές. Κάτι άλλα νούμερα που δεν θυμάμαι καλά. Πάντως, αυτά τα νούμερα όλα στοιχίζανε γύρω στα είκοσι πέντε άτομα. Για να ταιριαχτούν, κάθε μία να πάρει τη στολή της στο σπίτι, να τη σιδερώσει, να την πλύνει, να είναι έτοιμη. Τη Τυρινή που είχαμε να ντυθούμε, κάθε μια τη στολή της την είχε έτοιμη. Να ντυθεί... Εκεί στης Ελένης, της Κορίνας το σπίτι και τ' άλλα γύρω γύρω και να μπούμε στην πλατεία. Να μπούμε σε γραμμή. Καπετάνιος ήταν ένας από τους ευζώνους. Και τους λέει: «Μάγκες πέσετε». Σου παίρνουν από ένα ταληράκι τότες. Ήταν το τάληρο αυτό, όπως σου είπα και προχθές, ήτανε για τα έξοδα να μας κεράσει ο Βασίλης ο Κρεμιτζέτης στον χορό στην πάνω πλατεία. Θέλει να μας κεράσει ο[00:20:00] Μήτσος ο μπαρμπέρης που είχε το καφενείο στην κάτω Χώρα. Τα κεράσματα αυτά δεν μπορούσα να τα βάλω εγώ, ως αρχηγός, από την τσέπη μου. Τους λέω: «Άμα είναι να τα πληρώσουμε λοιπόν την πάνω Χώρα και την κάτω Χώρα -λέω του Γκάρη ή του Καρμπελιά- αυτά περισέψανε, πάρτε τα, δικά σας είναι». Η για την εκδρομή που μας παίζαν κει πάνω να πάμε και να γυρίσουμε. Όμορφες δουλειές. Τώρα τι παίρνανε όλη νύχτα από την κάθε παρέα που θέλει να μπει μέσα, να πάει να χορέψει και να πληρώσει και να αυτό, αυτή είναι άλλη δουλειά.
Εσείς πώς μάθατε να παίζετε σουραύλι και τουμπί;
Αυτό... Πώς μάθαμε; Ο Καραμούτσουνας αυτός έπαιζε Όχτα σουραύλι κι έσκαβε. Είχε δυο κουμούλια κι έσκαβε. Και πήγαμε κι εμείς κοντά, τάκα, τάκα, τάκα, τάκα, τάκα, τάκα, σιγά σιγά, ένα ένα, ένα ένα, μέχρι που το ολοκληρώσαμε. Τη Γιαννούλα, την Παρασκευούλα, τον Παραστιμό, λίγο λίγο λίγο... Τα παίζαμε στραβά. Να είμαστε ειλικρινείς. Δεν μπορεί να τα μάθεις από την κοιλιά της μάνας σου. Τα παίζαμε. Ύστερα στο τουμπί πάλι το ίδιο. Απάνω στον χρόνο πηγαίναμε ντουκου ντουκου, ντουκου ντούκου και μάθαμε κι οι δυο. Μάθαινε [Δ.Α.] και σουραύλι κι εγώ. Κι ο ένας κι ο άλλος. Γιατί εγώ πολλές φορές, μία φορά στου Μιχαλιού που έπαιζα όλη νύχτα... Τον Μπιέρη είχα, τον μπάρμπα τον Μιχάλη τον Αραπαντώνη, του Φουντή τον μπαμπά. Ήταν ένας από τους καλύτερους. Και από το πρήξιμο, όλη νύχτα ο λαιμός μου πρήστηκε, και μου έφερε μία γριά, μία δική μας, της Σεβαστής του Γραμπούλια η μάνα, μου έφερε μια κατσαρόλα γάλα καυτό. Και το 'πια για να ξεπρηστεί ο λαιμός μου. Από την πίεση όλη νύχτα είχαμε πολύ κόσμο, πολλές κοπέλες και χόρευαν όλη νύχτα, μέρα νύχτα. Επρήστηκε ο λαιμός, δεν είχα άλλο αντικαταστάτη. Ο Σκοτσές πέθανε. Κατάλαβες;
Γλεντούσατε μόνο με σουραυλότουμπα;
Μόνο με σουραυλότουμπα.
Επίσης αυτά τα δύο παραδοσιακά όργανα ξέρετε και να τα κατασκευάζετε;
Ναι, βέβαια.
Θα μας μιλήσετε λίγο για την κατασκευή τους;
Ε, καλά, δεν είναι σπουδαία η κατασκευή, προπαντός το σουραύλι. Γιατί μας είπαν ότι το καλάμι πρέπει να είναι φηνιαρισμένο, δηλαδή ξερό, και θα το κόψεις, θα το κοιτάξεις, θα το μετρήσεις να 'ναι... Να 'ναι στενότσουφλο, μην είναι χοντρότσουφλο. Και θα το κόψεις, θα κάνεις την τρύπα μπροστά, και ύστερα τις άλλες έξι τρύπες, θα κανονίσεις με τα δάχτυλά σου, θα κάνεις τρεις και τρεις έξι. Μόλις είναι να τις σταμπάρει λοιπόν με την πρόκα... Ύστερα είχαμε μια μεγάλη πρόκα σαρανταπεντάρα που ήταν τόση και αυτή την ζεσταίναμε στη φωτιά και μόλις κοκκινίζει καλά καλά, την ζέσταινες κι είχαμε τις τρύπες στρογγυλές.
Πώς καταλαβαίνετε ότι είναι σωστό το κούρδισμα στο σουραύλι;
Το κούρδισμα στο σουραύλι είναι από την ψίχα. Την ψίχα. Γιατί η ψίχα, σου έδειξα κι εχθές, είναι η φυλλάδα, πικροδάφνη. Την κόβαμε φάτσι και το δοκιμάζαμε. Τη ξανακόβαμε... Δηλαδή μία σφέτζα ψηλή, ψηλή, ψηλή, ψηλή μέχρι που να βρουν τον κατάλληλο χρόνο που να βγάζει την κατάλληλη φωνή. Και εκεί την εσφίγγαμε καλά, την εφαρμόζαμε κι ήτανε το σουραύλι πια τέλειο. Το κανόνιζες λοιπόν στα δάχτυλά σου... Και βλέπεις ότι γυρίζει τις φωνές; Βγαίνει στο μπαλκονάκι; Γυρίζει ο περαστικός;
Και αντίστοιχα το τουμπί πώς φτιάχνεται;
Το τουμπί. Το τουμπί, πηγαίναμε στον Γιώργο της Λαμπρώς, αυτός ήταν μαραγκός στην κάτω Χώρα. Και μας ζύγιζε ένα κομμάτι κόντρα πλακέ και το καρφίτσωνε σε τρεις μεριές και ήταν... Γινόταν αυτό το πράγμα. Κι ύστερα ο ασκός, το κασούλι που το βάζαμε, αυτά σου είπα εχθές ότι ή προβατίνα έπρεπε να 'ναι ή αρνί μεγάλο. Άμα είναι να το σφάξουμε, το γεμίζαμε με... Πώς την λέγαμε αυτήν; Με στίψη και αλάτι μπόλικο, τη γυρίζαμε, τη γυρίζαμε, την κάναμε σαν μία τραγιάσκα. Την αφήναν λοιπόν επτά, οκτώ μέρες, χωρίς να την βγάλουν οκτώ μέρες, ύστερα την ανοίγαμε, την πηγαίναμε στη θάλασσα, κάναμε έτσι, τσάκα, τσάκα, τσάκα, και γινούνταν άσπρη σαν το χαρτί. Στέγνωνε καλά και είχαμε πάλι κύκλους, κύκλους στενούς, να, πιο χοντρό από το δάχτυλο, λουρίδα από κόντρα πλακέ, και το ράβαμε απάνω και το βάζαμε γαζί. Άμα βάλεις το πάνω και το κάτω και τις γραμμές με το τέτοιο, με τον σπάγκο -σπάγκο καλό εννοείται- το φερμάραμε γύρω γύρω κι έτσι κουρδιζόταν το κασούλι αυτό, τεντωνόταν όμορφα. Και του βάζαμε και τις κόρδες κι ύστερα αρχίζαμε το νταλαβέρι. Με τα τουμπόξυλα. Έτσι τα λέγαμε.
Κύριε Γιάννη, θυμάσαι πώς γνώρισες τη σύζυγό σου;
Α! Με μέσον. Κοίταξε να δεις, σαν νεαροί... Το 'θελα μη λέμε ψέματα. Τη μία με τη μια τα φτιάχναμε και με την άλλη τα χαλούσαμε. Με όλες τις κοπέλες. Αφού με τραβούσαν απ' την πλάτη με ποια θα πρωτοπάω για να πάμε να χορέψουμε. Τι θέλεις να σου κάνω... Έτσι γίνονταν ιστορίες. Τώρα την κατάληξη; Εγώ πήγα είκοσι πέντε χρονών, πήγα είκοσι πέντε, είκοσι επτά χρονών και παντρεύτηκα. Τον έναν μήνα είδα την Ευαγγελία και σε έξι μήνες την πήρα. Γιατί πέρασε η ιστορία πια, που παντρευτήκαν όλοι, «εγώ θα γυρίζω -λέω- στα γεροκούνια;» Κατάλαβες; Κι έτσι παντρευτήκαμε και κάτσαμε στο σκαλί ύστερα και λέμε ότι τώρα τελείωσε το πανηγύρι. Κοίταζα τις δουλειές μου και τις αυτές μου. Εκείνη το σπίτι της κι εγώ τη δουλειά που έπρεπε να επιβιώσουμε στο σπίτι μας. Κανονικά.
Τι εργασίες έκανες μετά σαν παντρεμένος;
Ε, τις πιο πολλές εργασίες ήταν αυτές που προείπα και προχθές με τα μουλάρια, που είχε λεφτά. Είχε οικοδομή πολύ και με τα μουλάρια, είχα δυο μουλάρια, κι ανεβοκατέβαζα αμμοχάλικα, τσιμέντα και τούβλα και ό,τι άλλο έχει να χρειαστεί ο κάθε οικοδόμος. Και κονομούσαμε μεροκάματο καλό και δεν είχα την ανάγκη του καθενός. Ήτανε... Ήταν η μοναδική δουλειά. Γιατί όλοι οι άλλοι ήταν οικοδόμοι. Οι μουλαρτζήδες οι περισσότεροι ήταν στα μεταλλεία. Κι αυτοί τα μουλάρια τους τα διάθεσανε και τραβούσαν τα βαγόνια και πηγαίνανε από τις γραμμές από τη μία γαλαρία στην άλλη. Και οι πιο πολλοί ήταν στον Κουταλά και στο Μέγα Λιβάδι. Ενώ εγώ έκατσα εδώ, ήμουν και νέος, κι έτρεχα δεξιά-αριστερά και κονομούσα μεροκάματο βαρβάτο. Να μου πεις ότι... Βαρβάτο... Αφού περπατούσα όλη μέρα, ανέβα, κατέβα, μία κούπα μακαρόνια τώρα την έτρωγες και δεν χόρταινες. Αφού ήσουν εξαντλημένος όλη μέρα. Και τα φορτία, στομάχια... Να σηκώνεις αυτά, αυτά, πώς τα λένε; Τσιμέντα κι αμμοχάλικα και το ένα και τ' άλλο. Ήτανε καλή δουλειά, λεφτά καλά, αλλά τα φορτία... Έκανα έτσι, ήμουν και νέος, το βουτούσα το τσουβάλι, το πετούσα πάνω, αλλά λίγο λίγο, λίγο... Μπαίνω στα βαπόρια τις νύχτες... Που φορτώνουν ύστερα, που σου 'πα, τα βαπόρια και κει ήταν καλός ο ναύλος. Άμαν έβγαζες δυο αγώγια καλά, ήβγαζες το μεροκάματο τη νύχτα. Δεν κοιμόσουν στο σπίτι σου, στο κρεβάτι σου με τη γυναίκα σου. Ήταν πάντως μία δύσκολη ζωή. Για να έχεις το χαρτζιλίκι και την επάρκεια του σπιτιού σου.
Επίσης μας είχες αναφέρει ότι έκανες κι ένα διάστημα τον καφετζή;
Αυτό ήτανε... Μες σε όλα αυτά, κάναμε και την ιστορία αυτή. Το καφενείο το είχε ο Μήτσος ο μπαρμπέρης. Κι ο Μήτσος ο μπαρμπέρης ύστερα, αφού τα παράτησε κι η Χρυσούλα, η κόρη του... Φύγανε, παντρεύτηκε του Ανάργυρου έναν αδερφό, τον Ηρακλή. Σου λέει ο ένας με τον άλλον, ο ένας με τον άλλο, επειδής ξέρανε ότι εγώ ανακατεύομαι, κάνω τον σερβιτότο, μου λένε: «Πάρε ρε τον καφενέ, να ησυχάσουμε». Κι αναγκάστηκα και τον πήρα. Ναι μεν ήταν η πινακίδα πάνω στου Κοτσαρίκου το όνομα, αλλά το λειτουργούσα εγώ. Και κάθε μήνα του έδινα αυτές τις πενήντα δραχμές του Κοτσαρίκου και σηκωνόταν κι έφευγε. Τι έκανα όμως εγώ; Πήρα τη Βαγγελία, την ανιψιά μου την Αγγελική και τις άλλες, ζεματήσαν νερά και πλύνανε τα πάντα μέσα. Τα καυτηρίασαν. Και έδωνες τ' αλλουνού ένα ποτήρι νερό κι ήταν καθαρό και νόμιμο. Κι από κει τον κράτησα λοιπόν και τον κράτησα έξι, επτά χρόνια. Επτά χρόνια, αλλά έκανα τον καφετζή το βράδυ όχι για όλη μέρα. Κι άρχισε η χαρτοπαιξία, που σου 'πα και προχθές. Είχα δύο τραπέζια που παίζανε την μπόμπα, που αυτή, με το 7 μπαλαντέρ, είχε λεφτά. Έκανα ωραίο δίσκο με πλούσιο... Ή μήλο ή πορτοκάλι αυτό, και τα ποτά γύ[00:30:00]ρω γύρω. Αυτός αγανακτισμένος, τα τραβούσε: «Βάλε κι εκεί, βάλε κι εκεί». Και το πρωί που πήγαινα να πάρω την τελική, είχε ένα μεροκάματο καλό. Ήθελε όμως καλό τρόπο, καλή συμπεριφορά και να βάζεις μία σόμπα, τώρα που είναι κρύο. Μέσα μία σομπάρα μεγάλη, με ξύλα, δυο κορμούς μέσα όλη νύχτα, κι έβραζε ο καφενές ολόκληρος. Κατάλαβες; Διέθετα για να έχω την πελατεία. Είχα εξαντλήσει τον Γιάννη του Μαρίνου. Ερχόνταν όλοι από δω κάτω. Γιατί κει πάνω δεν είχαν ζεστασιά. Κι ερχούνταν από δω κάτω, πιάναν τα τραπέζια κ ήταν η ζεστασιά στη μέση, πήγαιναν γύρω γύρω και καθόντανε για να πιούν τον καφέ τους, είτε το ποτό τους. Φασκός και φλισκούνι... Και ξέρεις τι έκανα εγώ; Μόλις ενάρκωνε, κατέργησα ύστερα τον καφέ τελείως και πίνανε όλο φασκό. «Κάνε μου ένα φασκόμηλο, κάνε μου ένα φλισκούνι». Αφού ήταν κρύο, τι να πιεις, καφέ; Αυτή ήταν η διαδικασία του καφενείου. Αλλά σου 'πα, κι ο καλός τρόπος και η καλή συμπεριφορά ήταν σε αυτήν την ιστορία.
Εκτός από τη δουλειά σαν μεροκάματο είχες και ζώα, σωστά;
Ύστερα έκαμα κι αγελάδες ράντζα, τζιώτικες. Είχα και τα κατσίκια, είχα και τα μουλάρια, ύστερα προεκτήθηκα εδώ κάτω. Να, κοίταξε να δεις, αυτό το χωράφι, ήταν αυτό ο πεθερός μου την πεθερά μου, παραπάνω από πέντε έξι τενεκέδες κριθάρι δεν βγάνει. Εγώ δεν ήθελα το κριθάρι. Εγώ ήθελα να κάμω μία ευκολία. Είχαμε τις αποθήκες, τους στάβλους για τις γελάδες και τα κατσίκια κι έκανα και τρία σπίτια που μεθαύριο θα τα 'χει η Μαριέττα μου και θα κάνει τη δουλειά της και δεν θα 'χει ανάγκη. Με ορατότητα, βλέπεις. Δεν μπορείς να πεις τίποτα.
Μία χαρά, κυρ-Γιάννη. Κι επίσης, άλλη μία κατηγορία επαγγέλματος που έκανες ήτανε με τα πηγάδια.
Α, πηγάδια είναι καλή κονομησιά, αλλά ανθυγιεινή και επικίνδυνη. Δηλαδή για να σου δώσω να καταλάβεις, τότες δεν είχανε εδώ έρθει οι κουτάλες, οι τσάπες που πάει... Γιατί ήπερνες ένα πηγάδι... Σου λέει ο ένας: «Να μου κάμεις ένα πηγάδι μες τον μπαξέ;» «Να σ’ το κάνω, ευχαρίστως». Είχα δυο, τρεις εργάτες μαζί μου, τον συμπέθερο τον Καστρή, τον αδελφό μου τον Νικόλα, τον Θωμά τον Τσαμπουνάκη και πολλούς άλλους. Το ανοίγαμε. Μόλις ήταν να πάμε λοιπόν 3 μέτρα, δυόμισι, 3 μέτρα, να βρούμε την υγρασία, του 'ριχνα εγώ τα καλούπια. Και τα καλούπια... Εδώ από κάτω είναι. Είναι του 1,5 μέτρου φάρδους, εσωτερικό, εξωτερικό. Του 'ριχνα λοιπόν πρώτο, δεύτερο, τρίτο καλούπι κι εκεί σταματούσε. Τους έβαζα μέσα αυτούς, το σκάβανε αυτοί εσωτερικώς και κατέβαινε τα καλούπια, και μόλις να κατέβουν να βρουν την ποσότητα του νερού ηπρόσθετα άλλα από πάνω. Και συνέχιζα έτσι, το έβγαζα, έκανα την κανάτα αυτήν. Το 'βγαζα πάνω. Η μηχανή όμως, είχα το μηχανάκι και τραβούσα τα νερά για να δουλέψουν αυτοί. Ναι. Άμα είναι να το τελειώσουμε λοιπόν, πήγαινε 4 μέτρα, 5 μέτρα, 6 μέτρα. Σύμφωνα με τα μέτρα δούλευε η πινακίδα. Ναι. Στο τέλος, λοιπόν, το καλούπι, του έριξα το πλακάκι στο τέρμα και του άφηνα ένα φρεάτιο 40 επί 40 και μπορούσες να βάλεις τον κουβά σου είτε την αντένα σου. Και την τρύπα στην μπάντα από δίπλα, για να περάσει το λάστιχο που θα βάλει τη μηχανή του αυτός που θέλει να φτιάξει τον μπαξέ του. Είχε διαδικασία.
Αυτή την τέχνη πώς την έμαθες;
Την έμαθα... Τρώγοντας έρχεται η όρεξη, έτσι λένε οι παλιοί. Εδώ ήταν όλα τα παλιά, όλο χτισμένα. Γιατί δεν υπήρχαν τρόποι αυτοί... Το μπάνισα εγώ κάπου, σε ένα μέρος, και το διατύπωσα πια στη Σύρα. Ύστερα, αφού το είδα και κει, είπα εκεί πέρα του Μαρίνου: «Πήγαινε να μου κάμεις ένα ζευγάρι καλούπια 1,5 μέτρο». Πάει ο Μάρινος: «Πόσο έχουν τα καλούπια;» «Χίλιες δραχμές». «Παρ' τις». Τα έφερε, με τα εργαλεία όλα μαζί. Και από κει ξεκινήσαμε καλά τη δουλειά και... Είναι όμως εργασία εποχιακή που είναι Σεπτέμβρης, Οκτώβρης και ο Νοέμβρης αναλόγως τα νερά. Άμα βρέξει, πάει, έχασες το παιχνίδι. Είναι για δυο, τρεις μήνες, δεν είναι παραπάνω. Και γινούνταν αυτά τα πράγματα.
Θυμάσαι να μας πεις πόσα πηγάδια έχεις φτιάξει;
Εκατόν είκοσι πέντε. Ναι, μα δεν είναι εδώ. Στάσου, μη τα μπερδέψουμε. Συκαμιά. Ο Βίτος επρωτόκαμε. Η παραλία της Συκαμιάς ήταν όλο Αμαράντοι. Και με κάλεσε, μιλήσαμε, πιήκαμε ένα μπουκάλι κρασί, τα κουβεντιάσαμε και πήγα λοιπόν. Και δεν είχαμε και αυτοκίνητο. Με το μουλάρι πήγα τα καλούπια εκεί. Τέλος πάντων, έκανα του Βίτου, μετά έκανα του Θανάση του Μάρκου, μετά έκαμα του... Πώς τον λένε μωρέ, του... Πέντε έχω κάνει κάτω στη Συκαμιά. Και κατέβαζε κι ο Μελέτης το νερό στη Συκαμιά. Κατάλαβες; Και φτιάξαν τα μπαξεδάκια οι άνθρωποι αυτοί εκεί, γύρω γύρω. Ο ένας με τον άλλο, ο ένας με τον άλλο... Αλλά τι ήταν, πήρα αυτά τα καλούπια κι ήφευγα. Κι αυτοί καλέρναν ψάρια... Ψάρια! Τους κερατάδες, βάζανε μια αγκάλη βέργες πέρα πέρα, το γεμίζανε γόπες. Να κάτι γόπες. Τέτοιες! Και τις ψήνανε. Μέχρι να ρίξουμε το καλούπι ήταν ψημένες οι γόπες. Και σταματούσαν και πίναν το κρασί με το κουμάρι. Με το κουμάρι του γάλατος. Κατάλαβες; Και κάναμε λοιπόν αυτή τη δουλειά και είχα κάνει, σου λέω, τέσσερα πέντε πηγάδια την πρώτη φορά στα παιδιά αυτά. Και φτιάξανε τους μπαξέδες. Αλλά πρώτος ήταν ο Δημήτρης ο Βίτος.
Εκτός από τα πηγάδια ιδιωτών έχεις κάνει και δημοτικά.
Έκανα δημοτικά... Κοίταξε να δεις, τώρα θα σ’ το καθαρίζω το θέμα, να το θυμάσαι, γιατί όταν ανακατεύεσαι στον δήμο... Και δεν μπορεί να μας κάνει ο καθένας τον έξυπνο χωρίς να έχουν ιδέα. Το Λιβάδι δεν είχε νερό. Και νερό ξέρεις από πού παίρνανε και πίνανε όλοι οι καφετζήδες; Είδες μπροστά σ’ αυτό που έχει τώρα... Που είχε κάνει ο Μελέτης ένα μαγαζί και το μαγαζί αυτό σήμερα το έχει πάρει η Αντωνία. Μπροστά ήταν ένα πηγαδάκι. Από αυτό το πηγαδάκι, το πλέναν κάθε χρόνο και με τον κουβά γεμίζαν τους κουβάδες, και τους βάζαν μπροστά στο [Δ.Α.] και βουτούσαν τα ποτήρια μέσα και δώνανε στον κόσμο. Από κει παίρνανε. Και του Βίκτωρα από πάνω απ' την αυλή. Τον Βίκτωρα που είχε ένα μαγαζί, ένα μπακαλικάκι, εκεί είχε ένα πηγαδάκι και το καθάριζε κάθε χρόνο και παίρνανε νερό από κει και ποτίζανε τον κόσμο. Δεν είχε νερό το Λιβάδι. Είθε να έχουμε σταμνί από του Πότζα το πηγάδι. Γιατί του Πότζα το πηγάδι το τραβούσαν που πότιζαν κάθε μέρα και τραβιούταν. Κι εκεί το θεωρούσαν ότι είναι καλό και καθαρό, το κουβαλούσαν με το σταμνί. Αυτή ήταν η σειρά του Λιβαδιού. Όμως απάνω στην Αγία Ειρήνη... Μου λέει μία μέρα ο Μελέτης, γιατί εγώ ακολουθούσα μαζι του, μου λέει: «Γιάννη, θα πάω να κάνω μία καλή ευκολία για το Λιβάδι». Πήγε λοιπόν στην Αγία Ειρήνη επάνω και κάνει μια γραμμή, με τους τρεις, τέσσερις εργάτες, μία γαλαρία, που ξεθύμαινε το νερό έξω. Και αφού την έκαμε, απ' όξω ένα μικρό φρεάτιο και μάζευε το νερό. Και από το νερό λοιπόν αυτό, από τη σωλήνα, το πήγαμε κάτω από τα κελιά και κάναμε βρυσούλα, κι ένα μικρό ντεποζιτάκι. Και γέμισε, υπερχείλισε αυτουνού, έφυγε το νερό ύστερα και πήγε... Θυμάσαι του Βίκτωρα τα κυπαρισσάκια και τα αυτά που ήτανε; Μέχρι εκεί το πήγε κι έκανε μια δεξαμενούλα. Πρόσεξε, από κείνη τη δεξαμενούλα ύστερα, κατέβηκε το νερό στο Λιβάδι. Το πρώτο νερό. Για πέντε, έξι βρύσες. Αφού έγινε λοιπόν αυτή η ιστορία... Δεν τα ξέρει κανένας αυτά τα πράγματά. Έχε το υπόψιν σου. Μου λέει: «Γιάννη, τι θα γίνει τώρα; Νερό δεν έχουμε στο Λιβάδι, άρχισε ο κόσμος κι έρχεται». Του λέω: «Ακόμα ένα πηγάδι». Μου λέει: «Τρελός είσαι;» «Εγώ δεν είμαι τρελός, λεφτά θέμε». Μου λέει: «Πού να το κάνω;» «Στη Όχτα». Και πήγαμε αράξαμε εκεί, στην Όχτα, το άνοιξα και πήγα ή 6 ή 7 μέτρα. Στα επτά μέτρα λοιπόν, έβαλα ένα μοτέρ κι άρχισε και έστειλε το νερό στη μικρή δεξαμενούλα να βγει. Δεν είχε επάρκεια να εξοφλήσει το Λιβάδι. Κι ύστερα παραχώρησε από πάνω μεριά ο Αλέκος του Σταυρή το χωράφι κι έκανε μια μεγάλη δεξαμενή, και το 'στειλε εκεί το νερό όλο. Κι έτσι κομπλάρισε τα Λιβαδάκια και το Λιβάδι. Γιατί δούλευε όλη μέρα το μοτέρ εδώ που είχε πολύ νερό. Ύστερα αρχίζει και εξαντλήθηκε. Μου λέει: «Γιάννη το νερό το χάσαμε» «Γιατί το χάσαμε;» «Γιατί -μου λέει- με τα 7 μέτρα 8, δεν έχουμε επάρκεια νερό». Του λέω: Κι ήντα φοβάσαι; Τον μαϊντανό ετοίμασε, εγώ εδώ είμαι εγώ, εδώ». Και πήρα λοιπόν τέσσερις ανθρώπους, τον κουνιάδο μου τον Γιώργη, τον Θωμά τον Τσαμπουνάκη και δεν θυμάμαι ποιον άλλον, και πήγα κι έριξα... Ξέχασα ν[00:40:00]α σου πω ότι μέσα σε αυτό έκαμα άλλο ένα ζευγάρι καλούπια δίμετρα, και μες στα δίμετρα έβαλα τα δικά μου τα μικρά. Και τα βούλιαξα και τα έχω πάει 9,30. Είναι αυτό στην Όχτα. Είχε την δυναμικότητα και έστελνε το νερό μέρα νύχτα πάνω κει και κομπλάρισε το Λιβάδι όλο και στα Λιβαδάκι ήθελε να το στείλει και στου Ράμου. «Μη βιάζεσαι» του λέω. Έτσι γινήκανε αυτά τα πράγματα. Κι ύστερα μου λέει: «Μα δεν μπορούμε τώρα να κάνουμε όλο από δω μεριά όλη την ιστορία, πρέπει να πάμε και στον Αυλόμωνα». Πήγαμε και στον Αυλόμωνα, το κάναμε κι αυτό. Εκεί την πατήσαμε, γιατί κατέβηκε κάτω, που σου είπα προχθές, να δείξει ορισμένα πράγματα στους εργάτες, γιατί εγώ δεν ήμουν μαζί αυτή την ημέρα. Και όπως είχε βάλει το μηχανάκι και τραβούσε το νερό και έβγαινε επάνω, δεν ηβάλανε ένα κομμάτι λάστιχο στην εξάτμιση, να μη γίνουν αυτές... Και ζαλιστήκανε, δηλητηριάστηκαν και τους έβγαλα με το μαγκάνι από μέσα από το πηγάδι. Και τους διώχνω. Κατάλαβες; Και τους έβγαλα πάνω. Ύστερα όμως το τελειώσαμε αυτό, το σκεπάσαμε, κάναν το ηλιοστάσιο δίπλα, κι έκανα ύστερα τις γραμμές που ήταν στο Λιβάδι, στον Ξενώνα και σε διάφορα άλλα μέρη. Έχουμε τρέξει. Μη νομίζεις ότι... Ασ’ τον κόσμο που λέει μαλακίες.
Και με περιφράξεις έχεις ασχοληθεί.
Ύστερα ήρθε κι ηγόρασε ένας ξένος μαζί με τον γιατρό, τον Ρόα... Αυτοί, πώς να τους πούμε; Πάντως Ρόηδες ήτανε. Και πήραν οικόπεδο δίπλα στο Μέλι το σημερινό. Και εγώ από περιέργεια, γύρευαν εργάτες, λέω να πάω να δω πώς γίνονται αυτά τα πράγματα. Και πήγα κόλλησα μαζί τρεις, τέσσερις μέρες, ήβαλα τις γωνίες, τετραγωνίσαν το οικόπεδο, κι αφού τις βάλανε τις γωνιές έτσι με νταν, τράβηξαν τα σύρματα, τους οδηγούς και το πλέγμα απ' όξω μετά. Λέω: «Εντάξει». Εγώ το βιολί μου, ήτανε να πάρω το μεροκάματο, είκοσι δραχμές που δίνανε. Εγώ κοίταζα πώς θα γίνει η δουλειά. Σιγά σιγά λίγο, σιγά σιγά, πήρα πρώτο, δεύτερο, τρίτο οικόπεδο, τα περίφραξα, γνωρίστηκα με ένα μαγαζί στον Πειραιά, κι ήστελνα τον Μαύρο, που τον ήξεραν, και έπαιρνε τους κουντούρες, τα σύρματα και τα σίδερα, τα έφερνε εδώ και δούλευα ύστερα με το μέτρο. Πόσα μέτρα είναι; Επί τόσο, κάνει τόσο. Γινόταν η περίφραξη. Μα έχω περιφράξει όλο τον κόσμο. Μέχρι Πλακάλωνα στο Μέγα Λιβάδι έχω πάει. Το οικόπεδο που έχει το Μέγα Λιβάδι, που παίζανε τα παιδιά, μ' έστειλε ο Λευτέρης, τότε που ήτανε δήμαρχος και περίφραξα και τα Πλακάλωνα από πάνω τον δρόμο. Γιατί κόψανε τα χωράφια, να μη βγαίνουν τα γίδια όξω. Και το γήπεδο που πηγαίναν κι αράζαν τα αυτοκίνητα κι είχαν τα παιδιά να παίξουνε. Έχω πάει κι εκεί. Κοσμογυρισμένος, μη νομίζεις ότι... Γιατί ήμουν και στον δήμο. Πήγα και στον δήμο ύστερα τρία χρόνια.
Θα μας μιλήσεις γι' αυτή σου την εμπειρία;
Αυτή την εμπειρία... Πρωτοστάτης ήταν ο Θανάσης, γιατί ήξερε πιο καλά από υδραυλικά. Κι εγώ πήγα βοηθός του Θανάση. Εφτιάχναμε τις γεωτρήσεις στα Λιβαδερά και ύστερα έγινε η υδρομάστευσις κάτω εκεί. Και εκεί ήμαστε βοηθοί. Ό,τι ήταν να πουν οι ξένοι που κάνουν την υδρομάστευση, τον βοηθούσαμε κι εμείς και τελειώσανε. Αλλά η γεώτρηση, εγώ καταλαβαίνω... Τι τις πήρανε 15 και 20 και 25 μέτρα; Δεν τις σωληνώνανε να μην μπαζώνουνε. Διότι η γεώτρηση αυτή που πάει κάτω, πρώτος, δεύτερος, τρίτο χρόνος, έφραζαν οι πόροι όλοι γύρω γύρω, ύστερα δεν τραβούσε το μοτέρ, γιατί ήτανε φραγμένοι όλοι οι πόροι της σωλήνωσης γύρω-γύρω. Ενώ άμα ήτανε καλυμμένη και να 'ναι τρυπημένες οι σωλήνες, τσιμεντένιες τώρα όπως υπάρχουν, θα 'ταν πιο έγκυρες και για πιο πολλά χρόνια. Στο Γάνεμα είναι βουλωμένη, στο [Δ.Α.] είναι βουλωμένες. Γιατί να είναι βουλωμένες και να μη δουλεύουνε; Ενώ μπορεί να το βάλεις πέντε, δέκα λεπτά κάθε μέρα να στείλει το νερό στην δεξαμενή. Δέκα λεπτά. Μα τα δέκα λεπτά ας στείλει πέντε κυβικά. Και πέντε το άλλο δέκα, και πέντε το άλλο... Δεν γίνεται να στέλνει τον Μιχάλη να πάει να βάλει μπρος για να πάει το νερό. Με τα αυτόματα μηχανήματα που υπάρχουν σήμερα. Για δεν τα λέω καλά;
Τότε ήταν που ασχολήθηκες και με το συνεταιρισμό;
Ύστερα παραπονέθηκαν ο κόσμος ότι... Τα χωριά εξαντλήθηκαν από τις ζωοτροφές, γιατί βαρούσανε τις ζωοτροφές οι έμποροι στην πάνω Χώρα, καλαμπόκι, μπαμπακόπιτα και πίτουρα, και παραιτήθηκαν κι από τον συνεταιρισμό όλοι οι παλιοί. Που ήταν... Τον είχαμε στου Ρεβύθη, ύστερα τον πήρε ο μπάρμπα-Αντώνης για κανέναν χρόνο, κι ο μπάρμπα-Αντώνης ύστερα τον παράτησε κι αυτός. Και λέω του Πετράκη, που σου είπα και προχθές, Πέτρος, ρωτάς, ο Ατσίδας, το παρατσούκλι, του λέω: «Δεν πα να δούμε τι θα γίνει;» Και μας δώσαν την ευκαιρία λοιπόν και πήγαμε και πήραμε τις πλάστιγγες και τα δράμια όλα από μέσα απ' του μπάρμπα-Αντώνη το καφενείο, στους Μύλους. Τα πήραμε... Και είχε αγοράσει όμως ο Καράβης κι ο Περσέας το οικόπεδο που είναι χτισμένη η αποθήκη. Όταν λοιπόν βρέθηκε η ευκαιρία να τα πάρουμε εμείς... Με την Αγγελική τη Συνοδινού, εγώ την ανεβοκατέβαζα με το παλιομούλαρο, που είχε πρωτόρθει εδώ, ήταν κοπέλα. Και αυτοί τρώγανε τότε στης κυρ-Αμαλίας, στο Λιβάδι, το μαγαζί. Σου λέω πράγματα τώρα... Καμιά φορά λοιπόν, όταν έγινε νομαρχιακός υπάλληλος, την πήρανε σε κάποιο νησί, ήρθε εδώ. Της λέω: «Ρε Αγγελική, έτσι κι έτσι συμβαίνει. Μας έχουν καταδαμάσει οι ελεύθεροι εμπόροι και δεν μπορεί πια να ζήσει κανένας, ούτε οι αγελάδες, ούτε τα κατσίκια, ούτε τίποτα. Μπορεί να βγάλω μία άδεια να κάνω μια δική μας αποθήκη;» «Μπράβο -λέει- γιατί δεν μου το λες τόσο καιρό;» Μόλις της το 'πα λοιπόν, σε δεκαπέντε μέρες μου στέλνει την άδεια. Παίρνω την άδεια κι ήκαμα προσφορές εγώ εδώ, εδώ. Προσφορές, ο Θεοφίλαρος κι οι άλλοι, το μέτρο, το κυβικό... «Τι πήρε λοιπόν ο Θεοφίλαρος;» Εντωμεταξύ λεφτά δεν είχαμε. Κι έκαμα προς το Υπουργείο Γεωργίας μία έκθεση εκεί και μας βγάλανε τώρα διακόσιες χιλιάδες, τριακόσιες χιλιάδες και την εστήσαμε. Αλλά ήταν μικρή. Και κάναμε και την πρόσθεση ύστερα και από πίσω μεριά. Εντωμεταξύ, μου λέει: «Πρόσεξε...» Η… Του Γιώργου του Μαρίνου η γυναίκα. Μου λέει: «Γιάννη, την αποθήκη να την κάνεις, αλλά την πόρτα να την κάνεις μεγάλη. Να μπαίνει το αυτοκίνητο ολόκληρο μέσα. Μην την κάνεις στενή, θα την πατήσεις». «Εντάξει -της λέω- σε αυτό συμφωνώ». Μπας κι ήξερα εγώ από διπλή πόρτα. Και την κάνουμε αυτό το πράγμα και μπαίνει το αυτοκίνητο μέσα, το φορτηγό, και ξεφορτώνει. Κι έτσι κάναμε αυτή την αποθήκη, μαζέψαμε τον κόσμο όλο κοντά κι ερχόνταν από κει και ψωνίζανε. Και με χαμηλές τιμές. Και από την άλλη πάντα, όπως σου είπα και προχθές, δεν είναι μόνο αυτό. Παρά βγήκε μία ανακοίνωση στις τηλεοράσεις, τις εφημερίδες, ότι πρέπει να προστατευτούν οι αγρότες. Γιατί ο γέρος Παπανδρέου ήταν ο μόνος πρόεδρος που ωφέλησε τον αγροτικό κόσμο. Διότι τους μάζεψε όλους τους αγρότες και... Έκανε πρώτη, δεύτερη και τρίτη κλάση και κατά κλάση παίρνει την εισφορά του για να πάρει μια αγροτική σύνταξη, να σταματήσει το κατσαρόλι της γιαγιάς, της νοικοκυράς, του παιδιού. Που κάθε γριά δεν είχε πόρους ζωής να μαγειρέψει και περίμενε την κόρη, τον γαμπρό, την νύφη, να της πάει ένα κατσαρολάκι φαΐ να φάει. Τότες. Δεν είναι μικροδουλειά. Τους κατέγραψα λοιπόν εγώ όλους εκεί και πληρώνουν την εισφορά τους. Άλλος εκατό, άλλος πενήντα, άλλος διακόσιες, άλλος τριακόσιες, κι αναλόγως την εισφορά. Κι έτσι σήμερα ήρθε η ώρα που αυτοί οι άνθρωποι παίρνει άλλος τέσσερα κατοστάρικα, άλλος πέντε κατοστάρικα, άλλος έξι κατοστάρικα. Γιατί κι αυτοί κάνουν την λογαριασμό, πόσα χρόνια πληρώνεις, για να μπορεί να εισπράξεις. Κατάλαβες;
Οπότε ασχολήθηκες πολλά χρόνια και με τον συνεταιρισμό;
Δεκαπέντε, δεκάξι.
Γενικά πολύ δραστήριος, έχεις καταπιαστεί με πάρα πολλά πράγματα, κύριε Γιάννη.
Ε, βέβαια, δεκάξι χρόνια ήμουνα. Και μετά από τον συνεταιρισμό είχα άλλο ένα κουστούμι καλό. Θα το πω κι αυτό για να το θυμάστε. Από το Λιβάδι μέχρι τον Ράμο έκαμε ο Μελέτης τον δρόμο. Από κει μέχρι την Παναγία τον πήγε ο... Πώς το λένε; Αχ μωρέ...
Άμα το θυμηθείς, μου-
Ο Λευτέρης μωρέ. Ο Λευτέρης μωρέ. Από κει λοιπόν μέχρι απάνω κει ένα κομμάτι, το καθάρισε ο Λέοντας, είχαμε ένα σπίτι. Από κει, από τον Λέοντα να πάει πιο μέσα, το έκανε ο Θεόφιλος ο Καταλειφός, Κι ήκαμε λοιπόν πρώτη, δεύτερη, τρίτη στροφή, για να πάει... Αφού το είδα εγώ μέχρι εκεί... Ήμαστε παντρεμένοι όμως με την Βαγγελία. Παίρνω τον... Ειδοποιώ τον Γραμπούλια και τον Γιάννη τον Γ[00:50:00]κάτσο: «Γιατί δεν δώνετε ένα χιλιάρικο στο άνθρωπο που κάνει τον δρόμο να τον πάει μέχρι τα [Δ.Α.]; Τον πήγε μέχρι εκεί, -λέω- γιατί πήγαμε μέχρι εκεί και δεν μπορούμε να πάμε στ' αλωνάκι που 'χουμε τα κατσίκια, πάμε κι αρμέγουμε;» Και μαζέψαμε με την βόλτα χίλιες δραχμές και τον πήγα στ' Αλωνάκι. Αφού βγήκε στ' Αλωνάκι λοιπόν, βρήκε την ευκαιρία ο καινούργιος δήμαρχος... Να στο πω κι αυτό, τα 'χεις τυπώσει. Βγήκε ο καινούργιος δήμαρχος, ο Παναγιώτης, και δεν παραχωρούσαν οι χωριανοί, Παναγιά, Γαλανή και κάνεις, έναν τόπο για να πάνε τα απορρίμματα του νησιού. Δεν ήθελε κανείς, θέλαν καθαριότητα. Τους πήρε λοιπόν ο Γιώργος ο Πότσος και τους έδειξε στον κάμπο ένα μέρος και πήγαν τα απορρίμματα. Για να πάνε όμως εκεί, πρέπει να πηγαίνει ο δρόμος. Πήραν λοιπόν τον δρόμο, έγινε. Μια φορά ήρθε ο Ξενοφών, ο Πελοποννήσιος και πήγαν και πιάσαν την κουβέντα με την Αγαθώ, του παπά τη μάνα. Ανεβαίνοντας λοιπόν εμείς, πάω και τον βρίσκω: «Κύριε Πελοποννήσιε -του λέω- καλωσορίσατε. Τι κάνετε;» «Καλά». «Δεν μας δίνεις -του λέω- δύο κατοστάρικα, που είσαι στο Υπουργείο Οικονομικών να φτιάξουμε έναν δρομίσκο να πάει μέχρι το Τρισάγιο; «Δεν φεύγεις -μου λέει- από 'δω που δεν έχουμε φράγκο». «Καλά, εμείς είμαστε -λέω- οι παλαβοί, τους κουβαλούσα εγώ τους ψηφοφόρους δύο χρονιές -και γεγονός- με το μουλάρι και τον γάιδαρο, να βγείτε εσείς και τώρα μου λες δεν έχεις φράγκο;» Έτσι όπως μ' ακούς. Η Αγαθώ λοιπόν είχε δαγκώσει τα χείλια της. Δεν λέω ψέματα. Εντέλει δεν μας έδωσε. Λέω του Παναγιώτη, επειδής εγώ είμαι αγράμματος: «Δεν φτιάχνεις προς το Υπουργείο Γεωργίας να πάρουμε;» Μας εστείλαν λοιπόν τώρα διακόσιες χιλιάδες, δεν θυμάμαι πόσο ήτανε και γυρεύανε το 20%. Τα πήραμε. Πήγαμε μέχρι το Τρισάγιο τον δρόμο. Βέβαια. Κι ύστερα έβγαλε άλλο κοντύλι ο Παναγιώτης, κάπου αλλού ήθελε να κάνει έναν δρόμο και δεν του δίνουνε στα χωράφια αυτά τα κομμάτια αυτά. Τα [Δ.Α.] από κει, τα 'φερε εκεί και πήγαμε μέχρι την Βάγια. Κατάλαβες; Εγώ λοιπόν ήμουνα όλο μαζί, για να δείξω τίνος είναι το χωράφι το ένα τίνος είναι του αλλουνού, και πήγαμε μέχρι το [Δ.Α.] ένα μέρος, το λένε και από κει λέω: «Καλά, γιατί να πάμε μέχρι το Γάνεμα και να μην πάμε κι εμείς στα δικά μας;» Κι έκαμα έναν δρομίσκο κάτω και πάνω στου Διαμαντάρα τις αγροκατοικίες και σήμερα πουλήθηκαν όλα τα χωράφια εκατομμύρια. Το κατάλαβες αυτό; Ξεκίνησε όμως ο δρόμος και μου λέει ο Βιλλιώτης: «Από δω θα πάμε, εκεί δεν θα πάμε...» Εντέλει φτάσαμε στις Αποκλείστρες του Γανεμά, που είναι από της Βάγιας την παραλία μέχρι του Γανεμά την παραλία... Όλη η περιφέρεια αυτή ναι μεν υπήρχε αγροτικός δρόμος, αλλά η Βάγια ήταν οι Αποκλείστρες όλες αυτές κλεισμένες και δεν περνούσε ο καθένας. Όταν έγινε λοιπόν αυτή η ιστορία, ο Πέτρος στην Αμερική, ο Βασίλης στον οργανισμό κι ο Γιώργης στις βάρκες. Ήρθε ο Παναγιώτης, μου λέει: Τώρα τι να κάνω, τι θες να κάνω;» «Θα κάνω τον δρόμο τον κανονικό». Και τον κάναμε τον δρόμο μέχρι τον Κατσούλη. Μόλις κάναμε τον δρόμο και πήγαμε στου Κατσούλη την πόρτα, πούλησε το [Δ.Α.] και πήρε αυτοκίνητο. Δεν είχε όμως προσφέρει τίποτα στον Δήμο Σερίφου. Κι έγινε ο δρόμος από κάτω. Από κει, απ' του Κατσούλη λοιπόν, μέχρι τον Κουταλά, αυτόν τον πήρε ο Λευτέρης. Τον έκαμε Ο Λευτέρης. Δεν έχω να κάνω ούτε σκαλί, ούτε [Δ.Α.] να βγάλω.
Και ύστερα ασχολήθηκες και με τον μικρό τον μόλο;
Ύστερα πέρασαν ορισμένα χρόνια, γιατί ήταν τα παιδιά. Μου λέει ο Παναγιώτης μία φορά, ο Παναγιώτης με πρωτοφώναξε, μου λέει: «Γιατί δεν πάς στα νερά;» Του λέω: «Μωρέ, δεν ξέρω τις γλώσσες όλες, για αυτό». Και πήγα λοιπόν στον μόλο. Βέβαια, όπως προείπαμε, με καλό τρόπο, είθε να έρθουν οι άνθρωποι, να τους δέσω, να τους μιλήσω, να τους δώσω νερό... Μου λέει: «Πόσο έχει το νερό;» «Επτά ευρώ». Πήρα 2 κυβικά νερό, δύο επί επτά, δεκατέσσερις. Με πληρώνουνε και τα λοιπά, και τα λοιπά. Έδινα λοιπόν 3.000 κυβικά από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο, 3-4.000 κυβικά. Τρεις επί επτά, είκοσι μία. Δύο [Δ.Α.] πάρ' τα. Εγώ ήπαιρνα όμως 20%. Δηλαδή πεντακόσια ευρώ τους τέσσερις, πέντε μήνες. Δεν έπαιρνα τίποτα. Γιατί δεν είχα το δικαίωμα, που ήμουνα συνταξιούχος, ούτε ασφάλεια, ούτε μισθό. Ό,τι ήταν να πάρω απ' αυτή τη δουλειά.
Ανέπτυξες όμως μία καλή σχέση και με τους-
Άκου. Εκεί... Ηθοποιούς. Ηθοποιούς πρώτους. Δικαστικούς, πολιτικούς και άλλα μέλη, τα οποία, με τον καλό τρόπο και την καλή συμπεριφορά που φερόσουν, έπρεπε να τους έχεις όλους φίλους. Και σε φωνάζουν μέχρι σήμερα.... Μόλις μπει μέσα το βαποράκι, με φωνάζουν: «Έλα γρήγορα κάτω να σε δούμε, γιατί σε θέμε». Τώρα, προχθές είπαμε μία λέξη η οποία είναι ανεπιθύμητη. Είναι δυνατόν που ο Δήμος Σερίφου εισέπραττε αυτές τις τρεις χιλιάδες, τις πέντε, αναλόγως τη χρονιά κι έκανε πέντε σκαλιά κάπου αλλού, να λέμε σήμερα ότι θα τα πάρει η Σύρα ή ο κάθε Δήμος;
Έδενες μόνο τουριστικά σκάφη η και τράτες;
Οι ανεμότρατες ήτανε στον πέρα μόλο. Βεβαίως τις έδενα. Γιατί ερχούνταν εδώ αργά αργά και μου τηλεφωνούσαν, πήγαινα κάτω: «Γιάννη, θα μας βάλεις λίγο νερό;» «Βέβαια, θα σας βάλω. Πόσα κυβικά θες;» 2, 3 κυβικά. Πληρωνούνταν οι άνθρωποι κανονικά κι εγώ έπαιρνα εκτός το αυτό του νερού, γέμιζα και τον ντουρβά και το αυτό ψάρια και τρώγαμε όλη τη βδομάδα. Εγώ ξέρεις ότι τα λέμε καθαρά, δεν ντρέπομαι τίποτα.
Κύριε Γιάννη πώς είναι η ζωή σου τώρα που είσαι πια συνταξιούχος, που έχεις μεγαλώσει λίγο, πώς περνάτε την καθημερινότητά σας;
Κοίταξε να δεις, θα σου πω πώς περνάμε. Με όλα αυτά που προείπαμε δεν έχω σταματήσει καθόλου. Και τα κατσίκια τα 'χα μέχρι πέρσι. Και τώρα τα δώσαμε γιατί η Βαγγελία πήγε ογδόντα δύο κι ο Γιάννης είναι ογδόντα έξι. Κι έτσι λοιπόν με τη συνταξούλα που πληρώνουμε, την εισφορά, όπως προείπαμε, της Βαγγελίας... Εγώ στο Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών... Αυτή δεν την είπαμε την ιστορία. Ήμουν δεκαεπτά χρόνια στο Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών με την ψεκαστήρα στην πλάτη. Που έριχνα ντιντιτί και diazinon στα πηγάδια και στα νερά και στους τόπους απορριμμάτων του νησιού. Ήμουν διορισμένος από το αγροτικό ιατρείο, ε; Κατάλαβες; Έκανα κάθε χρόνο τη νέα σύμβαση. Την πρώτη φορά ήμαστε πέντε. Κοτσαρίκος, Σκλαβάνης, αυτοί. Αλλά το μεροκάματο ήταν πολύ φτηνό και δεν ήθελε κανένας. Και που πήγαν μια χρονιά, ύστερα τα παρατήσαν κι έμεινα μονάχος. Με αυτά λοιπόν τα κατάφερα τελευταία να πάρω τη σύνταξη. Και που είχα πάρει εφτά κατοστάρικα, που ήτανε καλά. Κι ύστερα τσίμπα, τσίμπα, τσίμπα, τσίμπα, έχω φέρει το πεντακοσάρικο. Το κατάλαβες; Αλλά με αυτά, και με τον μπαξέ και τα κατσίκια κι όλα αυτά, πλήρωνα όμως την εισφορά της γυναίκας μου και σήμερα παίρνει πιο πολλά η Βαγγελία από μένα. Τέλος πάντων, εγώ το βάζω χάμω και λέω: «Πέντε κι έξι, έντεκα». Και την περνάμε τα υπόλοιπη ζωή μας χωρίς να επιβαρύνουμε ούτε τα παιδιά μας, ούτε κανέναν. Δεν είναι σωστή η απάντηση; Τελείωσε.
Η ζωή σας πώς είναι, η καθημερινότητά σας τώρα;
Ήρεμη. Τώρα ήρεμη, τι; Τώρα δεν έχω να κάνω τίποτα. Έχω έναν μπαξέ πέρα κει, ασχολούμαι κάνα δυο ώρες κάθε μέρα. Θα πάω το πρωί στο λιμάνι, να πάρω το ψωμί μας, να πιούμε τον καφέ μας, να καλαμπουρίσουμε λιγάκι με τους διάφορους και ύστερα να πάω στον μπαξέ να δουλέψω κάνα δυο ώρα. Τώρα ακόμα δεν έχουμε ξεκινήσει. Βάζουμε λίγη κολοκυθιά, λίγη αγγουριά, λίγη ντομάτα, φασολάκι, τα συνδυάζουμε. Όπως κάνει κι πάππος σου. Λοιπόν, κι ύστερα να 'ρθούμε πέρα, η Βαγγελία θα κοιτάξει το σπίτι της, το νοικοκυριό της, το φαγητό της και τις κότες της και τα λοιπά. Αυτή είναι, τελείωσε.
Αν πούμε ότι μπορούσατε να αλλάξετε κάτι από την όλη σας ζωής, ποιο είναι αυτό που θα αλλάζατε;
Η ηλικία μας δεν μας παίρνει για αλλαγή. Αφού πήγαμε ογδόντα έξι τι αλλαγή να κάνουμε;
Όχι. Εννοώ ότι άμα σου λέγανε ότι αυτό να το 'κανες διαφορετικά, θα ήταν κάτι που θα το έκανες διαφορετικά;
Άμα με σύμφερε θα το 'κανα. Άμα μου πούνε αύριο το πρωί: «Πήγαινε στον μόλο και δώνε νερό, γιατί αυτοί είναι όλοι παλαβοί», θα πήγαινα. Αρκεί να είχαμε καλή συναίνεση, ντόμπρα δουλειά. Ευχαρίστως, διότι και όπως προείπαμε προηγουμένως εγώ... Ερχούνταν εδώ οι ηθοποιοί κι ένας από αυτούς, ένας ήρθε μία φορά με τη γυναίκα του κι ένα σκυλάκι. Κάθεται δύο μέρες. Μου λέει: «Κύριε Γιάννη, καλημέρα σας». Λέω: «Καλημέρα σας». «Μήπως θα ήταν εύκολο να πάρω λίγο νερό, ένα μπιτονάκι, που θέλω να κάνω...» «Ό,τι θέλεις», του λέω. Καμιά φορά του πήγα εγώ, του γέμισα το μπιτόνι, του το 'δωσα, μου λέει: «Τι θες να σου δώσω;» Του λέ[01:00:00]ω: «Τίποτα». Μου λέει: «Γιατί;» «Γιατί οι ηθοποιοί που αγαπούν και πίνουν το νεράκι της Σερίφου, εμείς το δίνουμε δωρεάν». Τι ήθελα να του τα πω; Εγνωριστήκαμε και πήγαινε στην Παναγιώτα κάθε μέρα κι έτρωγε. Και ήταν κατενθουσιασμένος. Αυτός έφερε κι άλλονα, κι άλλον, κι άλλον... Αυτή είναι η δουλειά. Δεν ήξερα εγώ... Το μπιτονάκι νερό που ήταν 15 κιλά είτε 20, ε, το κοτσάρω απάνω σ' ένα άλλο που έπαιρνε 2 κυβικά. Να χάσω εγώ το ρολόι; Γιατί ήμουν και υπεύθυνος, τον καιρό που παίρνεις τα ρολόγια, γράφεις την ένδειξη και τον καιρό που εισπράττει τα λεφτά ο κάθε που θα 'ρθει, λες: «Η ένδειξη ήταν η πρώτη αυτή, αυτή είναι η τελευταία. Για να τα αφαιρέσουμε να δούμε πόσα κυβικά είναι. Ούτε εγώ να ρίξω εσένα, ούτε εσύ εμένα».
Είναι κάτι άλλο κύριε Γιάννη που θες να συμπληρώσεις;
Δεν έχω τίποτα παιδί μου. Εγώ ό,τι είχα, τα είπα όλα. Και για τους δρόμους είπα, και για τα αυτοκίνητα είπα, δεν έχω τίποτα άλλο.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ για το χρόνο σου.
Εσύ αν τα είδες καλά, από αυτά που συζητήσαμε, είναι όλα έγκυρα, χωρίς παραλείψεις.
Να είσαι καλά κύριε Γιάννη, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Να είστε καλά.