© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ο γιος ενός πρόσφυγα από το Κίζδερβεντ θυμάται
Κωδικός Ιστορίας
26666
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιώργος Παντικίδης (Γ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/12/2023
Ερευνητής/τρια
Μαριαλένα Κουσιδώνη (Μ.Κ.)
Λοιπόν, εγώ είμαι η Μαριαλένα Κουσιδώνη, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima. Είμαι σήμερα, 23 Δεκεμβρίου του 2023, στο Βαλτοτόπι με τον κύριο Γιώργο Παντικίδη και είμαστε εδώ, έτσι, για να συζητήσουμε λίγο για την ιστορία του χωριού και όσα θυμάται από το Βαλτοτόπι.
[00:00:00]
Απ’ το Βαλτοτόπι.
Γεια σας, λοιπόν!
Γεια σας! Χάρηκαμε-
-Και ‘γω πολύ!
Χαρήκαμε πολύ για τη συνεργασία!
Λοιπόν, θέλετε να ξεκινήσετε να μου πείτε μερικά πράγματα που θυμάστε από τον μπαμπά σας, πώς ήρθανε και από πού στο χωριό;
Θυμάμαι —αυτά τώρα που μας τα λέγανε— ήρθαν από τη Μικρά Ασία, απ’ τα παράλια, ήρθανε το ’22. Ο πατέρας μου το ’22 ήτανε 20 χρονών —22 χρονών, το ’01 γεννηθείς είναι. Και από ‘κει μερικοί καθίσαν Κομοτηνή, στο δικό μας το, απ’ το δικό τους το χωριό, άλλοι στην Ξάνθη, πιο κάτω ήρθανε —Πολύκαστρο δεν καθίσανε—, ήρθανε μετά εδώ στο Βαλτοτόπι. Αυτό το χωριό δεν ήτανε, ήτανε μέσα στο προστατευτικό στις —ακριβώς εκεί στον Αξιό δίπλα—, έκαναν ένα χωριό, τους πλημμύριζε, και μετά από εκεί έγινε αυτό το προστατευτικό, ήρθαν εδώ, εγκαταστάθηκαν εδώ. Και πολλοί ήρθανε, πήγανε Πολύπετρο, Γερακώνα, Φιλυριά, Νικομηδινό Θεσσαλονίκης, Φωτολίβος και στα Σέρρας καθίσανε, υπάρχουν. Και, μετά, οι δικοί μας εδώ αρχίσανε, πρόσφυγες, δύσκολα τα χρόνια τους, κάνανε —όχι, δεν μπορούσαν να κάνουν τα σπίτια— κάνανε καλύβες με ξύλα. Εκεί, όσο μπόρεσαν και ζήσανε, μετά δημιουργήσανε και κάνανε τα σπίτια τους. Η δουλειά τους ήτανε αγρότες. Ήρθαν από κει αγρότες, ήρθαν σε αγροτική περιοχή, καθίσανε, δουλέψανε τα χωράφια. Τότε ήτανε, δεν ήτανε, το ‘35 έγινε η διανομή και τους δώσαν χωράφια αλλά, προτού τους δώσουν τα χωράφια, ήτανε προσωρινά τα χωράφια, μέσα στον Αξιό, και δουλεύανε προσωρινά χωράφια. Έγινε η διανομή, το ’35, τους δώσανε ένα που λέμε «17», μισό κλήρο —μισό κλήρο, ήταν 35, μισό— Και μετά, όταν αποξηράθηκε η λίμνη Αρζάν του Άσπρου, εκεί τους συμπληρώσαν άλλα 17 μισό και έγινε ο κλήρος 35. Πήγαιναν, από ‘δω ξεκινούσανε, πήγαιναν… Είχαν ένα ferry boat, τότε το λέγανε «σάλι», ferry boat ας το πούμε —έτσι δεν είναι;—, γιατί σάλι σού λέει…
Σάλι, όμως, το λέγανε.
Σάλι, σάλι. Ναι, το σάλι. Και από δω με τα κάρα πηγαίνανε στα χωράφια τους. Περνούσαν το Λιμνότοπο, είναι από κάτω μεριά η λίμνη, εκεί δουλεύανε… Είχαμε κάτι —περισσότερο πλημμυρούσε φυσικά, δεν μπορούσαν να τα δουλέψουν— αλλά είχαμε μερικά χωράφια που τα βάζανε σιτάρι. Και μετά, μόλις ωρίμαζε το σιτάρι, πάλι με τα κάρα πηγαίνανε και το θερίζανε, το κάμναν θημωνιές και το φέρνανε εδώ, από ‘κει με δεμάτια το ‘φέρναν εδώ. Εδώ έκαμναν τις θημωνιές, τα δεμάτια, και ερχόταν η πατόζα και τους τ’ αλώνιζε. Πιο μπροστά όμως, προτού ήταν η πατόζα, ήτανε… ερχόταν εδώ, σ’ αλώνια τα κάμνανε, και με τα άλογα είχαν ένα —πώς να σ’ το πω;—, ένα εργαλείο με πέτρες φυτευτές μέσα σε σανίδια, και με εκείνα τα πατούσαν, δηλαδή τα τρίβανε.
Σαν να τα αλέθανε.
Το σιτάρι για να βγει. Και, μετά, το παίρνανε με νοτιά ή με, ας πούμε αν βαρδάρης ήταν, αν νοτιάς, τα κοσκινίζαν, τα βάζαν εκεί και τα κοσκινίζανε. Και έτσι βγάζανε το σιτάρι τους —το ψωμί τους, τίποτα άλλο, όχι για να πουλήσουνε. Και, έτσι, από κει μετά, δουλεύανε μεταξοσκώληκες. Είχανε μουριές, βάλανε μουριές, είχαν μουριές, μεταξοσκώληκες. Μετά, μετά κάνανε τα ζώα τους, δηλαδή, είχαν τους στάβλους. Και από κει με το λίγο γάλα, ας πούμε, είχανε τα απαραίτητα στα σπίτια: το γάλα, το τυρί, το γιαούρτι. Ξεκινήσαν έτσι οι άνθρωποι. Η φτώχεια ήτανε μεγάλη. Ήτανε καλαμπόκι η παραγωγή τους —βαμβάκια δεν υπήρχε τότε ακόμη—, παραγωγή καλαμπόκι και φασόλια, τα οποία τα βάζανε μαζί με το καλαμπόκι, οπότε για να ανεβούνε, να αναρριχηθούνε, να πάνε και να κάνουν τον καρπό. Εκεί τα μαζεύαν αυτά, ερχόταν, τα ‘φέρναν εδώ και με τα ξύλα τα χτυπούσαν. Βγάζανε το φασό[00:05:00]λι και το φασόλι ήταν πάλι τροφή τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ναι. Έτσι, ξεκινήσανε, φτιάξανε και σπίτια μετά, παντρευτήκανε οι περισσότεροι, κάναν τα παιδιά τους. Ήτανε, να πούμε, όχι πολύ εύκολη ζωή, όπως τώρα τη ζούμε εμείς. Ήτανε με ρούχα χοντρά. Η ενδυμασία τους ήταν πρώτο το καπέλο και μετά κάτι χοντρά ρούχα. Και το καφενείο. Εκεί, στο καφενείο ,ήταν όλοι μαζί και συζητούσαν όλα τα αυτά που ξέρανε δηλαδή και που ζήσανε, που ζούσανε. Και λέγανε περισσότερο εκεί το χωριό. Κι εγώ ακόμη, όταν καθόμουνα στον πατέρα μου δίπλα, δεν θα περνούσε η μέρα που να μη μ’ αναφέρει το χωριό του. Δηλαδή, αυτός ο τόπος που ζήσανε, που γεννηθήκανε, δεν το ξεχνούσαν εύκολα, δηλαδή, και τώρα ακόμη, αν υπήρχανε οι άνθρωποι θα θέλανε να πάνε —πήγανε, μερικοί πήγανε, αρκετοί πήγανε—, θα θέλαν να πάνε στο χωριό. Ήταν αυτό το που λέμε… και εδώ ένα μονοπάτι περπατάς και δεν… Λες: «Νοσταλγώ αυτό που πήγα», ας πούμε. Και αυτοί το ίδιο κάμναν. Έτσι, ξεκινήσανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Άλλοι στείλανε —και εγώ που μπόρεσα και πήγα, πήγα μέχρι πέμπτη στο Γυμνάσιο—, άλλοι γίνανε γιατροί, σπουδάσανε, προχωρήσαν πιο πέρα. Και ήτανε… Και, τώρα, εμείς μεγαλώσαμε —μας μεγαλώσανε— παντρευτήκαμε. Αυτά που δημιουργήσαμε, πάλι, με τη δουλειά. Στην αρχή με τα βόδια, τα άλογα που μας αφήσαν οι γονείς μας —δεν μας άφησαν τίποτε άλλο. Τρακτέρια, τέτοια, δεν είχαν οι άνθρωποι για να μας τα αφήσουν. Και ξεκινήσαμε. Η δουλειά ήτανε, έπρεπε να πάρεις το τρακτέρ. Ήταν απαραίτητο, διότι δεν μπορούσες να κάνεις καπνό —τότε πιο μπροστά ήτανε, ναι μεν, τα καπνά με το, που λέμε με το πάσσαλο— τα βάζανε, αλλά μετά-μετά έγινε η αυτή η καλλιέργεια με τα μηχανήματα. Πήραμε τα τρακτέρια, δουλέψαμε πολύ. Κάναμε βαμβάκια, καλαμπόκια, ντομάτα βιομηχανική. Από ‘κει και μετά-
Και σπαράγγια κάναμε. Αλλά ήταν η δουλειά δύσκολη. Ήτανε, είχαν αποτυχίες οι παραγωγές. Πότε μπορούσες να πετύχεις, πότε —ήταν δύσκολα—, και οι καιρικές συνθήκες. Αλλά δουλέψαμε. Κάναμε τα παιδιά, τα μεγαλώσαμε-
Δύο παλικάρια! Παντρευτήκανε. Ο ένας, ο Σοφοκλής, έχει δύο κοριτσάκια, ο Γιάννης ένα αγόρι, ένα κορίτσι-
-Ωραία!
Άλλο;
Θα τα πάρουμε τώρα ένα-ένα-
-Και να πω και κάτι άλλο. Οι δικοί μας, αυτοί που ήρθαν από κει, από τη Μικρά Ασία, αγαπούσαν πολύ τα γράμματα. Εδώ, το δικό μας το χωριό, όσοι πρόσφυγες υπάρχουν, —δηλαδή σε Κομοτηνή, σε Ξάνθη, σ’ αυτά που μείνανε, που πήγανε και μείνανε—, έχουνε η κάθε οικογένεια και έναν επιστήμονα. Δύο; Έναν; Έχουν. Δηλαδή, οι περισσότεροι, δηλαδή, ναι… Και ήταν οι άνθρωποι, μπορεί να ήρθαν από ‘κει. Ήρθανε μέσα στη μιζέρια, ήταν η μιζέρια τους, δύσκολα τα χρόνια και μετά, μόλις είπανε να… Μόλις τα παιδιά τους άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο, το πρώτο τέτοιο τους ήταν να μάθουν τα γράμματα, να τα στείλουνε στο Γυμνάσιο για να προχωρήσουν. Μερικοί δεν μπορούσανε, ήτανε φτώχεια. Ήταν μερικοί, όμως, που μπορούσανε. Και, έτσι, έχουμε αρκετούς επιστήμονες και είναι κάτι που ήτανε στο τέτοιο τους, στην επιθυμία τους, δηλαδή, στο… Ήθελαν τα γράμματα, τους άρεσαν. Ο πατέρας μου δεν πήγε στο Δημοτικό, δεν το τελείωσε, και έγραφε, έκαμνε λογαριασμούς, άρα; Έτσι.
Εσάς και οι δύο γονείς σας ήρθανε από τη Μικρά Ασία;
Και οι δυο μας. Και οι δυο μας.
Το χωριό πώς λεγότανε; Ποιο ήταν το όνομά του χωριού;
«Ντάμποβο» ήτανε το παλιό —εκείνο εκεί;
Από ‘κει που ήρθανε, ναι.
Το Κίζδερβεντ. Κίζδερβεντ το λέγανε. Τώρα, έχει μια ιστορία την οποία εγώ… Άλλος λέει το «μαύρο», «kız», θα πει: «μαύρο», «debrent» θα πει —τώρα, δεν μπορώ και να το…
Ναι.
Ναι. Δεν το συνέλαβα. Το μαύρο, ξέρω ότι το «kız» μαύρο.
Το «kız», «κορίτσι» είναι;
Το «kız», «κορίτσι», ναι.
«Κορίτσι»; Ναι, «κορίτσι». Εγώ λέω «μαύρο», είπα «μαύρο». Τέλος πάντων, εντάξει. Αυτά που ξέρω και τα θυμάμαι…
Ε.Π.: Ο παππούς ήταν χωροφύλακας.
Από ‘κει ο πατέρας μου δεν έμειν[00:10:00]ε γιατί δεν ήξερε γράμματα, για, δεν τον κρατήσανε. Τον κάνανε χωροφύλακα, αλλά στην πορεία είδανε ότι ήτανε αγράμματος. Παραιτήθηκε και ο ίδιος, δηλαδή, δεν-
-Όταν ήρθε πια εδώ λέτε;
Όχι, για εκεί. Εκεί!
Εκεί.
Ναι, εκεί ήτανε.
Ο πατέρας σας όταν ήτανε στο Κίζδερβεντ ήτανε χωροφύλακας—
Ναι, όχι, εδώ ήρθε και τον κάναν χωροφύλακα. Αλλά στην πορεία, από την Κομοτηνή, κάπου εκεί. Ναι.
Από εκεί, με τι μέσον ήρθανε;
Αυτοί ήρθανε με καράβι και μετά έγινε η αποβίβαση-
-Η ανταλλαγή-
-Ναι, η τέτοια εκεί. Μπήκανε και από κει βγήκανε από… Τώρα, από Διδυμότειχο ήρθανε και φτάσανε Κομοτηνή; Κάπως έτσι. Ναι, από ‘κει. Από την…
Και, όταν πρωτοφτάσανε εδώ, μου είπατε ότι μένανε πιο πίσω από το χωριό, κοντά στο-
-Ήτανε το χωριό τα παλιό, ήτανε ακριβώς —πού είναι εδώ το φυλάκιο, το ανάχωμα το προστατευτικό; Από κει μεριά, μέσα στον Αξιό. Αλλά εκεί ο Αξιός πλημμυρούσε και αναγκάστηκαν, δηλαδή δεν κάθισαν πολύ, αναγκάστηκαν και ήρθαν εδώ, μόλις έγινε και αυτό το τέτοιο, τους φέρανε εδώ. Εδώ, τους δώσαν οικόπεδα, ναι. Και τους βάλανε σε αυτό το, που λέμε, σε αυτή τη ρυμοτομία, έτσι όπως είναι.
Όταν έφτασαν σε αυτό το χωριό, βρήκανε κάποιους άλλους κατοίκους εδώ πιο παλιούς από αυτούς;
Ήτανε, ναι, ήτανε. Ήρθανε τότε —και αυτοί οι Θρακιώται ήτανε πρόσφυγες—, αλλά δεν ξέρω μετά από αυτούς που ήρθανε. Μετά τους δικούς μας ήρθανε 2 οικογένειες θρακιώτες. Βρήκανε εδώ μόνο τους εντόπιους, τον παππού σου και τον Τρακαλιώτη. Αυτοί οι 2 οικογένειες ήτανε εντόπιοι. Και, μαζί τους, πορευτήκανε και περάσαν πολύ καλά. Ήτανε γειτονιά, καλή γειτονιά, ναι. Και γίναμε και κουμπάροι, ναι.
Κατάφεραν να φέρουν τίποτα μαζί τους από το χωριό εκεί;
Τίποτε, τίποτε! Δεν μπόρεσαν να φέρουν τίποτε! Τίποτε δε φέρανε.
Ναι, μια εικόνα. Την έφεραν. Αυτοί τότε, όταν με τον Εμφύλιο καίγανε από πάνω που ερχόνταν και καίγανε κάτι σπίτια, ας πούμε.
-Κάηκε ολόκληρο το σπίτι μας και αυτή δεν κάηκε. Τώρα, την έχουμε αυτή την εικόνα.
Έχετε φέρει εικόνα από το Κίζδερβεντ-
-Από ‘κει τη φέρανε. Ναι, από κει. Από κει τη φέρανε. Και σαν από κει, που λέμε, τη μόνη εικόνα που φέρανε, τη βάλαν μέσα στο εικονοστάσι. Κάηκε όλο το σπίτι και αυτή έτσι όπως ήτανε έμεινε.
Τι εικόνα είναι αυτή;
Ποια εικόνα είναι;-
Για πάνε φέρ’ τηνα-
-Λίγο να τη δούμε. Και, έτσι, ήρθαν εδώ.
Μου είπατε ότι κάποια στιγμή κάηκε το χωριό. Εσείς έχετε αναμνήσεις καθόλου από-
-Όχι, εγώ δεν ήμουνα, εγώ γεννήθηκα το ’45, ακριβώς ήμουνα στην κοιλιά της μάνας μου. Και όταν το κάψανε ήτανε —α, ο πατέρας μου είχε ένα καταφύγιο, κάτω από το σπίτι είχε καταφύγιο. Είχε καταφύγιο. Ερχότανε η γειτονιά. Εδώ αυτή η γειτονιά, η άλλη από εκεί —εκεί που είναι τώρα η Βασιλική εκεί, ο παππούς, η γιαγιά— ερχόταν εδώ, καθόντανε, κρυβόντανε τότε, γιατί ήτανε δύσκολα τα πράγματα, Εμφύλιος —δεν υπήρχε νόμος, αυτό ήτανε. Και, τότε, όταν ήρθανε για να το κάψουνε, τότε βγήκανε η μάνα μου, πήρε κάτι… μερικά πράγματα, βγήκε και η αδερφή μου —είχα άλλες 2 αδερφές— ξέχασε την, το ένα το παιδί της ξέχασε η μάνα μου, από το φόβο και όταν πήρε να γυρίσει λέει: «Να πάρω και καμιά κουβέρτα» —γιατί τους είπανε: «Βγέστε έξω, θα το δώσουμε φωτιά»—, να πάρει μια κουβέρτα, βλέπει το κοριτσάκι. Αυτή ήταν η δεύτερη μου αδερφή —η πρώτη μεγάλη, δεύτερη αυτή και η τρίτη ήτανε η πιο μικρή, εδώ ζει— και όταν είδε το παιδί, τότε τρελάθηκε. Σου λέει, θα καιγόταν. Το παίρνει αγκαλιά —η μεγάλη λίγο περπατούσε, μιλάμε το ’45, 10 χρονών θα ήτανε, ναι, κάμποσο μεγάλη ήταν— το παίρνει και, εγώ ήμουνα στην κοιλιά, πήγαν εδώ, είχαμε κάτι μουριές εκεί, πήγανε εκεί καθίσανε. Το σπίτι καιγότανε, έτσι. Από κει και μετά πάλι από την αρχή, να το φτιάξουνε απ’ την αρχή. Ήταν δύσκολα. Περάσ—
-Πριν έρθουν να κάψουν το χωριό σας είχαν προειδοποιήσει ότι θα ερχόντουσαν-
-Όχι! Όχι!
Ξαφνικά.
Όχι, μέσα[00:15:00] στο καταφύγιο ήτανε —σε είπα— αυτή εδώ —σας είπα—, αυτή εδώ η γειτονιά, η Σοφία ήταν με τα παιδιά της —ήταν ορφανά— και… αυτή εδώ… Τώρα, δεν θυμάμαι… Όχι, μάλλον αυτοί από δω, από αυτήν εδώ τη γειτονιά, δεν ήτανε. Ήμασταν αυτοί, οι 3 οικογένειες, μέσα στο καταφύγιο.
Το καταφύγιο αυτό πού ήτανε;
Τώρα, άμα σας πω, όπως είναι αυτό εδώ, το παλιό που έχουμε εκεί, ακριβώς εκεί ήταν το σπίτι, τα ζώα ήταν από πίσω μεριά —ήταν, καλοκαιράκι ήτανε και ήτανε, έξω ήτανε, δεν ήτανε μέσα στο στάβλο— και δίπλα, εκεί, ήταν το καταφύγιο. Ήταν, έτσι, ένα και μπαίνανε μέσα και καθόταν εκεί για προστασία. Ήταν έτσι.
Σκοτώθηκε κανείς κατά τη διάρκεια αυτής της-
-Πολλοί σκοτώθηκαν. Σ’ αυτόν τον Εμφύλιο σκοτώθηκάνε τουλάχιστον, έχουμε πάρα πολλά θύματα. Ναι, σκοτώθηκαν. Ήτανε —πώς το λένε;— Έλληνες με Έλληνες. Ποιοι θέλαν να επικρατήσουν, ούτε ξέρανε, δηλαδή αυτό το πράγμα γινότανε. Οι μεν και οι δεν, έτσι ακριβώς! Αλλά, τώρα είμαστε σε διαφορετικά… Είμαστε, έχουμε τη δημοκρατία…
Και όταν επέστρεψε η οικογένεια, λοιπόν, το μόνο που βρήκε να έχει σωθεί από το σπίτι ήταν η εικόνα-
-Η εικόνα! Η εικόνα ήταν. Να, αυτή εδώ. Έτσι την φέρανε. Τι εικόνα είναι τώρα αυτή;
-Πώς λέγεται;
Η Παναγία η Ελεούσα.
Ναι. Άλλο τι να πω;
Ωραία. Μετά, λοιπόν, δέχτηκαν βοήθεια από το κράτος, από κάποιον για να καταφέρουν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους-
-Κοιτάξτε, το κράτος, και το κράτος ήτανε φτωχό τότε, δεν μπορούσε να, και να ήθελε να τους βοηθήσει, δεν μπορούσε. Ξανά απ’ την αρχή ξεκινήσαν πάλι. Με μεγάλη υπομονή και επιμονή. Ξανακάνανε τα σπίτια. Ό,τι σπίτι μπορούσαν να το κάνουν, ένα ντουβάρι και μια σκεπή, ξέρω ‘γω, με ένα κεραμίδι, κάπως έτσι. Δεν ήταν όπως τώρα αυτά τα σπίτια με μηχανικούς και με-
-Δεν είχανε βοήθεια δηλαδή από την Ούντρα, που λένε κάποιοι;
Υπήρχανε. Υπήρχανε, αλλά δεν τα παίρναν όλοι.
Ναι, κοίταξε τώρα, το μοίρασμα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή, τα ‘παιρνε κάποιος που ήταν επίσημος, για να τα τέτοιο, κάνει και να τα μοιράσει… Άλλοι δεν προλάβαινάνε να πάρουν, άλλοι προλαβαίνανε, έτσι, έτσι γινότανε. Η Ούντρα βοηθούσε. Γιατί, όταν ήτανε, που λέμε, το σχέδιο Μάρσαλ, υπήρχε, αλλά δεν πήγαινε σε όλους. Δεν πήγαινε, δεν έφτανε σε όλους. Και-
-Ωραία. Θέλετε να μου πείτε λίγο με τι ασχολούνταν ο πατέρας σας;
Ναι. Ο πατέρας μου, ήτανε η κύρια ασχολία του η γεωργία. Ήτανε το ζευγάρι του τα βόδια. Έβαζε το πρωί το αλέτρι και τη σβάρνα στο κάρο και πήγαινε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, για να ετοιμάσει το χωράφι, να το σπείρει —τώρα, σιτάρι, καλαμπόκι, έτσι—, και μετά ερχόταν, γύριζε, είχε τα ζώα, έμπαινε μες στο στάβλο, τα τάιζε, τα άρμεγε. Ναι. Ήταν αυτή η ασχολία τους. Οι περισσότεροι, όλοι, σχεδόν όλοι, ναι.
Μου είπατε ότι είχε και μία τέχνη όμως—
-Ναι-
-που είναι η καλαθοπλεκτική.
Ναι, αυτό ήταν ένα εργαλείο, όπως —όχι ακριβώς που ύφαιναν— αλλά ήτανε, είχε ένα, έτσι, στο έτσι, ένα σανίδι με στηρίγματα, είχε ένα μοχλό που το έσπρωχνε κατά κει και έσφιγγε το ξύλο για να το ροκανίσει, το ‘καμνε και μετά το ‘βαζε στο νερό, μαλακώναν αυτά, και, μετά, έκαμνε το καλάθι. Από κάτω τη βάση την έκαμνε. Σήκωνε κάτι, αυτά τα σήκωνε και το ‘πλεκε και γύρω γύρω και γινόταν το καλάθι. Ήταν, έκαμνε ωραίο, καλή δουλειά. Γερό καλάθι. Επειδή δεν είχε γωνίες —το ‘καμνε στρογγυλό ο πατέρας μου—, δεν είχε γωνίες και ήταν πολύ γερό, δεν χαλνούσε εύκολα. Αυτά μετά, με τα τετράγωνα, με τις γωνίες, μόλις χτυπιόταν κάτω, σπάνανε, του πατέρα μου δεν έσπανε. Και, μετά, άμα χαλνούσε, ας πούμε, το καλάθι, το κάμνανε, το φέρναν, το ‘καμνε επισκευή ο πατέρας μου και το διόρθωνε. Ναι, αυτή ήταν, αυτή η τέχνη του ήτανε, που ήξερε, δηλαδή, ναι.
Υπήρχε άλλος εδώ, στην περιοχή, που να κάνει κάτι τέτοιο;
Εδώ όχι. Εδώ δεν υπήρχε. Μετά βγήκανε, μετά κάμνανε αργότερα, μετά από κάμποσο καιρό, αλλά αυτά [00:20:00]ήτανε, όταν βγήκανε μετά τα καπνά, τότε για τα καπνά τα θέλανε, γιατί ήταν τετράγωνα μεγάλα. Και-
-Άρα-
Αλλά τώρα δεν ξέρω ποιοι τα κάναν. Τα ‘φέρναν από άλλη, από άλλη περιοχή;
Άρα, αυτά τα καλάθια-
-Ωφελούσαν-
-τα χρησιμοποιούσαν για τη γεωργία, κυρίως.
Ναι, βέβαια. Κοίταξε, το καλαμπόκι, όταν το τρυγούσανε, το κάμνανε κουμπουλιές κουμπουλιές και, μετά, με το καλάθι πήγαιναν σε κάθε κουμπουλιά, το φόρτωνάνε στο, το γέμιζαν στο καλάθι και το πήγαιναν στο κάρο και τ’ αδειάζανε. Διότι το καλάθι ωφελούσε, δηλαδή χρησιμοποιότανε για αυτό το πράγμα. Τώρα, το καλάθι ήτανε για το άχυρο, να μαζέψουν το άχυρο από την αχυρώνα, να μπούνε μέσα στα ζώα, να ρίξουνε μέσα στα παχνιά το άχυρο. Αυτά ήτανε. Και τα τριφύλλια—
-Τα βαμβάκια, ναι. Μετά βγήκανε τα σακιά, τα χαράλια που λέμε, για τα βαμβάκια. Άσε, βαμβάκια τότε, ναι, κάμναν και βαμβάκια, αλλά δεν προλάβανε πολύ βαμβάκια. Μετά, ήταν, ας πούμε, είχανε —τώρα, με μίλησε και το ξέχασα, κάτι θα ‘λεγα— και τα τριφύλλια, ήθελα να πω. Είχαμε τα τριφύλλια, η τροφή των ζώων ήτανε. Ήτο απαραίτητο, ήταν η καλύτερη τροφή, και το καλαμπόκι, ο γιαρμάς. Τα δένανε με, τα κάμνανε δεμάτια —με κόσες, τα θερίζανε, ξεραινόταν—, τα κάμνανε δεμάτια, τα ‘δέναν, τα φέρνανε στο στα… στην αποθήκη. Ήτανε όλη η δουλειά τους χειρωνακτική. Όταν εμείς, μετά, αποκτήσαμε και κάναμε τα τρακτέρια, δημιουργήσαμε τα τρακτέρια, η κάθε οικογένεια, τότε ήτανε η δουλειά παιχνίδι. Έβαζες το τρακτέρι, όργωνες, δεν καταλάβαινες τίποτε! Αυτοί κουραζόταν πολύ. Ήταν δύσκολα!
Εσείς, ως παιδάκι, πηγαίνατε στα χωράφια;
Ναι, εγώ βοηθούσα τον πατέρα μου, γιατί εμένα ο πατέρας μου ήτανε 45 χρονών, όταν γεννήθηκα εγώ, το ’45. Ήταν το ’01 γεννηθείς, το ’45. Όταν έγινα 12-13 χρονών, μ’ έπαιρνε στο χωράφι, με μάθαινε πώς θα το κρατήσω το αλέτρι: ή έτσι για να πάρει πολύ, έτσι να πάει λίγο, ας πούμε, να πάρει. Αυτά, αυτά με μάθαινε! Όχι για να ζέψω τ’ άλογα, γιατί ήμουνα μικρός, δεν μπορούσα να το σηκώσω εκείνο το, ούτε το αλέτρι να βάλω. Και μ’ έπαιρνε μαζί του. Και, έτσι, πότε τον βοηθούσα εγώ, καθόμουνα, μετά έπαιρνε ο πατέρας μου και όργωνε το χωράφι. Έτσι κάπως.
Άρα, και τα παιδιά, από μικρά, ήτανε μέσα στη δουλειά.
Βεβαίως! Δουλέψαμε… Δηλαδή, όταν ξεκίνησαν μετά να βάζουν και τα βαμβάκια, 3 αδερφές —εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο βέβαια, αλλά κι όταν ερχόμουνα, μετά πήγαινα στο χωράφι—, οι 3 μου οι αδερφές, ο πατέρας μου κάμνανε αυτοί. Τσαπίζανε το βαμβάκι, το καλαμπόκι, οτιδήποτε, δηλαδή ό,τι γεωργικό προϊόν, καλλιέργεια γινότανε, από πίσω ήθελε τσάπα, το τσάπιζαν.
Έμενε καθόλου χρόνος για το σχολείο, για διασκέδαση, παιχνίδι ως παιδάκια;
-Όχι! Για το σχολείο-
-Για το σχολείο ήταν χειμερινό το… Η εποχή. Λίγο προς το καλοκαίρι, τον Ιούνιο, και μετά απ’ το, που έκλειναν τα σχολεία, ήμασταν στα χωράφια. Δηλαδή, είχε ένα ζευγάρι, θα το πάρεις το ζευγάρι, θα το πας να βοσκήσει και θα το φέρεις. Έτσι, αυτή ήτανε η δουλειά μας. Και, μετά, που ήταν μερικοί μεγάλοι, αναλάβαν αυτοί. Τ’ αφήσαν οι γονείς τα τέτοια και ανάλαβαν. Αλλά, εγώ πήγαινα στο —ο πατέρας μου μέχρι που να το κάνει και μετά το στρατό που ήρθα εγώ, εγώ άρχισα να είμαι στη γεωργία, μπήκα στη γεωργία 20 χρονών μετά τον στρατό. Και από 'κει και μετά συνέχισάμε μαζί με τη θεία τη δουλειά. Τη δουλειά. Δουλειά. Για να αποκτήσουμε, να κάνουμε, αλλά δεν προλαβαίνεις πολλά πράγματα. Λέει: «Θα κάνεις μέχρι τα, άμα μπορέσεις, μέχρι τα 65 σου ένα τρακτέρι, ένα σπίτι και μετά μεγαλώνεις», έτσι ακριβώς.
Εκτός όμως από την ιδιότητα του γεωργού, ο πατέρας ήτανε… Ασχολούταν και με την πρακτική ιατρική εδώ στο χωριό.
Ναι, κοίτα, ήτανε… Πήγαινε όποιος τον φώναζε. Πήγαινε —αφιλοκερδώς ήτανε. Αλλά ήταν πρόθυμος, ήθελε να βοηθήσει. Ήτανε μια ψυχή —καλή ψυχή είχε, να βοηθήσει ήθελε. Και, τώρα, όποιος χτυπούσε το πόδι του, κανένα κόψιμο, κανένα… Είχε αυτή την αλοιφή. Την έκαμνε —σχεδόν από ό,τι θυμάμαι—, ένα κερί ήτανε, έβαζε μέσα λάδι, κερί απ[00:25:00]ό μέλισσες, σπαθόχορτο έβαζε, έβαζε διάφορα βότανα και έκαμνε αυτή την αλοιφή. Είχε μια μυρωδιά σαν —πώς τη λένε;—, κρέμες πώς —μερικές πώς τις λένε;
Κεραλοιφή;
Όχι, αυτές που μυρίζουνε…
Μοσχοβολούσε!
-Ναι, ήτανε… Ήταν, τώρα, αυτό το πράγμα το ήξερε με τα βότανα. Έβλεπε τα τέτοια και σου λέει: «Θα βάλω αυτό, θα βάλω αυτό», και το ‘καμνε-
Μελισσόχορτο έβαζε και έκαμνε αυτή τη δουλειά —βοηθούσε, δηλαδή— κι έκαμνε… Οι άνθρωποι, δηλαδή, αυτοί που το ‘καναν, ναι. Ένας, εδώ, που λέμε, Τσαούσογλου που λεγότανε, πήγε στο στάβλο μέσα, είχε τον αρσενικό τον ταύρο, τον χτύπησε μία εδώ, ανάμεσα στην κοιλιά και στο πόδι, και τον άνοιξε μεγάλη τέτοιο. Πήγε ο πατέρας μου και τον έκανε καλά. Αυτά ήτανε πρακτικά όλα. Τον έκανε καλά. Δηλαδή, τι να πούμε τώρα; Λέμε ότι το πρακτικό δεν είναι και πολύ… Αλλά εκείνη την εποχή δεν υπήρχε, ούτε οινόπνευμα υπήρχε ούτε γάζες υπήρχαν. Δεν υπήρχε, πρώτα απ’ όλα, φαρμακείο στα σπίτια, ό,τι μπορούσαν και… Τώρα, κοβόσουνα; Σε βάζανε καπνό, ξέρω ‘γω τώρα, αυτά ήτανε. Όλες οι θεραπείες για την πρακτική αυτή ήταν. Έτσι ήτανε-
-Αυτή-
-Το-
-Την τέχνη μόνος του την ξεκίνησε ή είχε μάθει από κάποιον άλλο παλιότερο;
Απ’ τον πατέρα του. Κι ο πατέρας του έτσι ήτανε. Ναι, απ’ τον πατέρα του. Δηλαδή, είχε κι άλλα αδέρφια, αλλά αυτός ήθελε να δει πώς γίνεται και την έκαμνε μετά αυτός, ας πούμε.
Γνώριζε όμως ποιο χόρτο να μαζέψει-
-Ναι, ναι, ναι! Σίγουρα! Σίγουρα! Το γνώριζε. Όλα τα χόρτα αυτά που γινότανε αυτή η αλοιφή τα ‘καμνε…
Εσείς θυμάστε να πηγαίνετε καθόλου μαζί του να μαζέψετε, ας πούμε-
-Όχι, εγώ δεν πήγα εγώ! Δεν πήγα, δεν πήγαινα εγώ. Αυτός πήγαινε και τα μάζευε και έκαμνε την αλοιφή. Αλλά ήταν μια αλοιφή για κόψιμο… Ύστερα, ήξερε, δηλαδή αν κοβόσουνα, σ’ έλεγε, αν είχες μια πληγή, σ’ έλεγε: «Δεν θα φας αλάτι», γιατί ήξερε ότι το αλάτι —και τώρα ακόμη το αλάτι λένε ότι επηρεάζει: «Δεν θα φας αλμυρό», σε λένε όταν κάνεις μια επέμβαση χειρουργική—, αυτό το ‘λεγε πάντοτε το θυμάμαι; «Δεν θα φας αλάτι», όταν έχεις κομμένο, μια πληγή, είτε μια πληγή είτε κομμένη που είναι από κόψιμο, δεν θα φας αλάτι. Αυτά τα ήξερε. Και βοηθούσε δηλαδή.
Θυμάστε, έτσι, αλλά περιστατικά από ανθρώπους που ήρθαν εδώ να ζητήσουν τη βοήθειά του και με ποιον τρόπο τούς βοήθησε;
Ο πατέρας μου ήτανε μόνο για βοήθεια. Να σε πω ένα γεγονός. Έρχεται κάποιος που δεν τον ήξερε —τώρα, ήταν απ’ τον Αξιό, κάπου κει, απ’ τα Γιαννιτσά—, πουλούσε μέλι ο άνθρωπος. Βραδιάστηκε, μέχρι να ‘ρθει εδώ, βραδιάστηκε. Από δω στρίβοντας τον βρήκε έξω τον πατέρα μου, του λέει: «Αμάν, ρε, μπάρμπα!», του λέει, «Βραδιάστηκα!». «Τι; Βραδιάστηκες; Εδώ θα μείνεις!», του λέει. «Αμέσως!». Ξεζεύει το άλογο ο πατέρας μου, το βάζει στα ζώα του μέσα, —τριφύλλια τότε ήταν—, το βάζει τρώει. Τον παίρνει η μάνα μου η συγχωρεμένη, τον βάζουνε, κοιμάται, το πρωί σηκώνεται, το γάλα του. Πηγαίνουνε μετά, φεύγει ο πατέρας μου: «Άντε, γεια σου!», «Γεια σου!». Ήτανε… βοηθούσε… Ήτανε οι άνθρωποι...
-Φιλόξενοι. Άνοιγε η πόρτα αμέσως. Δηλαδή, όποιος και να ‘ρχότανε, ήτανε η πόρτα ανοιχτή. Ήτανε τότε διαφορετικά, υπήρχε στον άνθρωπο το φιλότιμο, υπήρχε η σέβαση, ο σεβασμός, υπήρχανε η αγάπη, ήτανε ανοιχτά όλα, τα πάντα! Δεν υπήρχε κλεψιό. Δεν είχαμε ούτε κλειδαριές, τίποτε! Την έσπρωχνες την πόρτα, το πρωί που σηκωνόσουνα, ο αέρας, την έβρισκες ανοιχτή. Δεν υπήρχαν αυτά. Δηλαδή, υπήρχανε, διαφορετικά ο κόσμος μεγάλωνε τότε. Δεν υπήρχε. Τώρα, εμείς κλειδώνουμε και τις έξω και τις μέσα, γιατί φοβάσαι. Έτσι, ακριβώς. Έγινε-
-Ναι. Έκανε —να το πούμε αυτό— έκανε
Και στην εκκλησία, στον Άγιο Κωνσταντίνο, πολλά χρόνια καντηλανάφτης, δηλαδή φρόντιζε την εκκλησία.
-Ο παπά-Γιώργης ήτανε, ναι, ο παπάς μας. Και πιο μπροστά ήταν ένας άλλος παπάς, παπά-Στέλιος, από το Καμποχώρι, και μετά, μετ’ έπειτα, ήτανε ο παπά-Γιώργης. Μ’ αυτόνα ήτανε μαζί, καντηλανάφτης. Το πρωί πήγαινε, καθάριζε την εκκλησία και ο κόσμος πήγαινε και έκανε…
[00:30:00]
Εσείς θυμάστε κάποια φορά που να ήσασταν άρρωστος ή κάπου να ‘χατε χτυπήσει και με κάποιο τρόπο να σας βοήθησε ο πατέρας σας; Ή κάποιο δικό σας άλλο πρόσωπο; Δηλαδή, κάτι που να το έχετε δει με τα μάτια σας να σας συμβαίνει;
Ναι, αυτό που σας είπα για τον Ιορδάνη, εδώ. Αυτό, εδώ, οι συγγενείς μας είναι αυτοί, συγγενείς μας. Αυτό ήτανε. Τότε πρέπει να ‘μασταν και παντρεμένοι, ναι. Κι ο Ιορδάνης με παιδιά ήταν ο άνθρωπος αλλά έτυχε να πατήσει αυτό το καλάμι και τον έκανε τέλειο και φόρεσε παπούτσι. Αυτό ξέρω. Γιατί, λέει: «Θείο», λέει, «έλα», λέει, «να σε πληρώσω όσο θέλεις! Βάζω παπούτσι!», αυτό. Τώρα, εγώ δεν… Ήμουνα λίγο, δεν ήμουνα από τα παιδιά που ήτανε άτακτα. Ήμουνα, που λέμε, φοβιτσιάρης, γι’ αυτό και δεν χτυπούσα, ναι.
Θέλετε να μου πείτε πάλι πώς το είχε φτιάξει; Είπατε ότι είχε βάλει ένα βαμβάκι;
Αυτό ήταν ένα… το ‘καμνε από βαμβάκι. Το ‘στριβε, το ‘στριβε, το ‘στριβε, το σκλήραινε το βαμβάκι. Γινότανε —εμείς το λέμε φυτίλι τώρα—, γινόταν ένα τόσο, ίσαμε το δάχτυλο περίπου, φυτίλι, κι αυτό, γύρω-γύρω μετά, το άλειβε με αυτή την πρακτική αλοιφή που λέμε. Και αυτό μετά το ‘σπρωχνε στην πληγή και μόλις ακουμπούσε στο καλό το, στο κρέας, να σας πω, εκεί το άφηνε. Το άφηνε και έφευγε. Και ερχόταν —ήξερε αυτός πότε να πάει για να το κοιτάξει—, πήγαινε, το ‘βλεπε, το τραβούσε σιγά σιγά και εκείνο το φυτίλι, σιγά-σιγά, όλη τη βρωμιά μέχρι που να κλείσει η πληγή-
-Την καθάριζε, το απόστημα. Και, έτσι, αυτό τον Ιορδάνη, που λέμε, τον γαλατά, —συγχωρέθηκε ο άνθρωπος—, τον έκανε το πόδι του αυτή τη θεραπεία και έγινε καλά. Έτσι ακριβώς ήτανε.
Αναφέραμε και την εκκλησία την παλιά-
-Ναι, τον Άγιο Κωνσταντίνο, εκεί βαπτιστήκαμε όλοι, σε κείνη εκκλησία. Από τη δικιά μου ηλικία και πιο κάτω ακόμη. Δηλαδή, να σας πω ηλικίες, γεννηθέντες το ’50, το ’60. Εκεί βαφτίσανε όλα τα παιδιά τους, εκεί πήγαινε στην εκκλησία και πορευότανε. Ζούσανε —αρμονία ήτανε. Ήταν όλοι αγαπημένοι, ήταν πολύ αγαπημένοι. Γινόταν εδώ… Φέρναμε τα καλαμπόκια και τα κάμναμε στοίβα και ήταν όλοι. Ο ένας τελείωνε πήγαινε στον άλλον, τελείωνε ο άλλος πήγαινε στον… Ήταν χαρά, ήταν μεγάλη χαρά, δηλαδή, δεν είχαμε να ασχοληθούμε τίποτε άλλο, μ’ αυτό: «Θα πάμε», «Ο τάδε έφερε καλαμπόκια», «Να πάμε!». Πηγαίναμε και το κάμναμε. Καθόμασταν μέχρι τις 23:00 —Οκτώβριος μήνας, μιλάμε για Σεπτέμβριο, 22:00-23:00—, και κάμναμε καλαμπόκια. Μετά αυτό το καλαμπόκι το μαζεύανε με το καλάθι και ήτανε αυτά —πώς τα λένε; Εμείς, θα σε πω, οι Πόντιοι τα λένε «κοσάρα», «κοσάρες», πώς το λένε. Κι εμείς έτσι το λέγαμε, κάπως έτσι, «κοσάρα», «κοσάρες». Και το βάζαν εκεί το καλαμπόκι για να ξεραθεί, γιατί φυσούσε και το έκαμνάνε με σανιδάκια ψιλά για να παίρνει αέρα να ξεραίνεται. Και μετά από κει ταΐζανε τα ζώα τους. Βγάζανε το καλαμπόκι, το κάμνανε γιαρμά και ταΐζαν τα ζώα. Και αφήναν μετά ωραία τέτοια κοτσάνια, καλαμπόκια και κάμναν, βγάζανε το σπυρί και κάμνανε το σπόρο. Δεν αγοράζανε, όλοι οι σπόροι ήταν δικοί τους. Ντομάτα θα φάνε; Καρπούζι θα φάνε; Ήτανε δικοί τους. Τώρα, εμείς δεν έχουμε σπόρους. Θα χρειαστεί κάποια στιγμή να μη μας δώσουν αυτοί που μας τους φέρουνε και να μείνουμε χωρίς σπόρους. Έτσι θα γίνει. Κάποια στιγμή. Κάποτε.
-Ναι, Ο πατέρας μου κρατούσε σπόρους. Δηλαδή, τώρα έχουμε μια ντομάτα σπόρο που είναι από τον πατέρα μου. Αλλά, πώς βρέθηκε; Βρέθηκε, να! Την έβαλάμε και βγήκε ξαφνικά. Είναι ντόπια, καθεαυτού ντόπια. Δεν είναι ούτε ξινή ούτε με χοντρό, που λέμε, τη φλούδα. Ναι, αυτά ήταν. Περάσαν αυτά τα χρόνια τους.
Άρα, υπήρχε αλληλεγγύη. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο.
Μεγάλη αλληλεγγύη. Δηλαδή, δεν μπορούσε να πει ο άλλος: «Ξέρεις, εγώ τώρα έχω δουλειά, δεν μπορώ». Θα πάει, θα βάλει το κάρο του και με το κάρο του θα πάει να τον βοηθήσει να οργώσουν, να κάνουν. Εδώ, ο πατέρας μου ήθελε να κάνει έναν στάβλο και είχε ένας πρώτο ξάδερφο και τον λέει: «Μη στεναχωριέσαι καθόλου!», με τα κάρα —κι έναν άλλον ξάδερφο—, με τα κάρα ήρθαν την πέτρα —τότε με πέτρες κάτω θα πετούσανε στο θεμέλιο-
-Πλιθιά τον κόβανε, κόβανε, και κάνανε ολόκληρο στάβλ[00:35:00]ο για τα ζώα. Έτσι ήταν. Αυτή ήταν η αλληλεγγύη.
Και δεν υπήρχανε τα χρήματα στη μέση-
-Καθόλου!
-Γίνονταν ανταλλαγές-
-Όχι! Χρήματα ήτανε με σιτάρι, με καλαμπόκι. Όχι, το καλαμπόκι το κρατούσανε. Κοίτα, και το σιτάρι δεν περίσσευε για να κάνουνε λεφτά. Δηλαδή, έλεγανε: «Αμάν! Να ‘χουμε το αλεύρι. Το σιτάρι να ‘χουμε για να μη μας βρει», που λέμε, «να μην πάμε στον Φεβρουάριο και μας τελειώσει το αλεύρι». Εκείνο ήταν πρόβλημα. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Πολλοί —και ο πατέρας μου ακόμη—, πώς το λέγανε, κάμνανε πρόωρα το θέρισμα για να, όταν τελείωνε, ας πούμε, και είχαν ακόμη κάνα μήνα για ψωμί να τέτοιο κάνουνε, ή πηγαίνανε —είχαν εδώ έναν απ’ τον Εύρωπο που είχε μύλο— και τον έλεγε: «Θέλω 2-3 σακιά», μέχρι που να τέτοιο, κάνει, «Όταν θα αλωνίσω, θα σ’ τα φέρω», έτσι γινότανε. Δηλαδή, δεν τους έφτανε και το ψωμί και το αλεύρι. Έτσι ήτανε. Ήταν χρόνιες… Ήταν εδώ εμάς ο βάλτος, που δεν έκαμνε τότε, γιατί οι στάθμες του νερού ήτανε πολύ ανεβασμένες. Δεν γινότανε, υγρασία φοβερή. Μόνο από τον Αξιό τη μεριά μπορούσαν να κάνουνε σιτάρια. Εδώ δεν γινότανε, εδώ τίποτε. Δηλαδή, έλεγαν αυτό, το αφήνανε. Δεν μπορούσαν να το οργώσουνε, αφού λάσπη ήτανε. Αλλά, μετά, μετά, μετά, έγινε, οι στάθμες πέσανε κάτω. Κοίταζες την αρίδα, έτσι, και φαινόταν στο 1 μέτρο, στα 50 εκατοστά, έτσι. Τώρα είναι βαθιές: 18-20 μέτρα, 30 μέτρα. Είναι διαφορετικά τώρα.
Και όλα αυτά τα εργαλεία, τα μηχανήματα, τώρα, που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, τα έχετε συγκεντρώσει εδώ στο-
-Να, εκεί-
-Μουσείο που έχετε ανοίξει.
Ναι, ναι, ναι.
Θέλετε να μου πείτε λίγο πώς προέκυψε αυτή η ιδέα, ποιος το έκανε;
Αυτήνα ο Γιάννης πάλι-
-Ο γιος σας-
Την ξεκίνησε. Ο γιος μου. Την ξεκίνησε. Μόνος του έκανε αυτό εδώ το μουσείο. Τα πλακάκια όλα αυτός τα ‘κανε, το σουβά όλο αυτός, τα παράθυρα —πήρε παράθυρα τα πέρασε—, τα πάντα! Ό,τι θα δείτε εκεί γύρω από το μουσείο είναι η δουλειά του Γιάννη. Και μέσα και έξω είναι δουλειά του Γιάννη. Αυτά. Έκανε την περίφραξη στο γήπεδο, δηλαδή με κολωνάκια. Πήρε του πατέρα του τις σωλήνες, τις έκοψε, τις έκανε κάγκελα… Τι να κάνουμε; Έτσι! Ήθελε να κάνει κάτι το παιδί! Το εκκλησάκι, πιο πολύ ξεκίνησε απ’ το εκκλησάκι.
Ήτανε ένα τάμα. Και για τον εαυτό του και για τον Γιώργο. Για να σας πω και για τον εαυτό του: έπαιζε μπάλα και χτύπησε ακριβώς μ’ έναν —φιλικό αγώνα-
-Μεγάλο Σάββατο. Χτυπάει με έναν παίκτη —δικός μας, δηλαδή απ’ το Καμποχώρι— και αυτός διεκδικούσαν την μπάλα στον αέρα. Ο άλλος πηδώντας —πήγε ο Γιάννης—, πηδώντας όμως, έκανε έτσι το κεφάλι και τον χτύπησε εδώ στη μύτη, ακριβώς στο διάφραγμα. Πέφτει κάτω-
Πέφτει κάτω. Εγώ ευτυχώς ήμουνα, τρέχω. Διάλυσαν τα παιδιά. Μόνο ο Βασίλης μ’ έλεγε οδηγίες —γιατί κι αυτός ήταν παίκτης, με προπονητή παίκτης, και ο Γιάννης με προπονητή παίκτης—, μ’ έλεγε: «Βάλε τα χέρια, θείο, και μην την αφήνεις!». Πήγαινα εγώ τη γλώσσα του να βρω και έβαλα τα χέρια, με τα δαγκούσε και δεν τα ‘παιρνα, γιατί έπαιρνε λίγο αέρα το στόμα και πήρε λίγο η γλώσσα και άρχισε… Τα μάτια του γύρισαν, τον έχανα, τον γιο μου τον έχανα! Εγώ δεν είχα φωνή, δεν έβλεπα, τόσο, τόσο δύσκολα! Δηλαδή αυτό που είδα εγώ. Κι ο Γιάννης μετά μετά συνήλθε. Ήρθε ο γιατρός ο Κουκουλεκίδης —ο Τάσος ο αδερφός του πήγε τον έφερε—, τον σηκώσαμε, τον ξανακάθισε, τον πήραμε με τον Βασίλη, τον Ελμαληκλή, και τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Εκεί Ανάσταση! Είπαμε ότι η Ανάσταση έγινε και για τον Γιάννη. Ανάσταση! Ακριβώς Ανάσταση ήτανε, γιατί τα είδα με τα μάτια μου. Και, μετά, τον βλέπω σκάβει: «Τι θα κάνεις εδώ, αγόρι μου;». Λέει: «Μπαμπά, θα κάνω ένα εκκλησάκι». Λέω: «Εντάξει!». Το 'κανε. Ανέβηκε, όλα, τα πάντα. Ήρθε… Δηλαδή, έτσι όπως το είδε ένας αρχιτέκτονας λέει: «Εγώ», λέει, «αυτό το πράγμα δεν θα μπορούσα να το κάνω!». Αρχιτέκτονας από 'δω, απ’ το Καμποχώρι. Του λέει: «Ρε Γιάννη, αυτό το πράγμα εγώ δε θα μπορούσα». Τις πόρτες, τα παράθυρα, όλα, όλα, όλα!
Είχανε και μια διάλεκτο που μιλούσανε μεταξύ τους-
Α, ναι, ήτανε μία γλώσσα που τη μάθανε, από φόβο τη μάθανε αυτή τη γλώσσα. Μιλούσαν τη δικιά τ[00:40:00]ους τη διάλεκτο, είχαν μία διάλεκτο δική τους και τη μιλούσανε. Δηλαδή, τα περισσότερα, τα περισσότερα —αλλά πώς έγινε, πώς συνέβη αυτό το πράγμα; Τα περισσότερα σε λέξεις μοιάζουνε με τα εντόπια, ναι. Ας πούμε οι εντόπιοι, εμείς λέμε τη νύφη «νεβέστο»… «nevesta» και οι εντόπιοι «νιβέστο». Τον αδερφό «brat», «brat», τη θεία-
-«Teta»
Ναι, «teta». Ναι, αυτό έτσι ακριβώς. Τον παππού, ξέρω γω, όλα αυτά… Είναι τα περισσότερα οι λέξεις χωριστά. Όχι, δεν μπορούμε. Εγώ άμα μιλήσουνε, υπάρχουν λέξεις που τις καταλαβαίνω. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω τις άλλες τις λέξεις και… Είναι μερικοί που ξέρουνε.
Όταν λέτε: «Από φόβο τη μάθανε τη γλώσσα»;
Από φόβο απ’ τους Τούρκους. Βέβαια! Ήτανε Τουρκοκρατία… Ήτανε, οι άνθρωποι μπορεί να ζούσαν, αλλά ζούσαν με το φόβο. Δεν είχανε δικό τους, τι να σου πω; Η αστυνομία ήταν τουρκικιά. Έμπαινε μέσα στα χωριά… Απλά, ήταν όλοι μαζί αλλά η αστυνομία δεν υπήρχε εκεί, ήτανε τουρκικιά η αστυνομία. Σχολεία δεν υπήρχαν. Δεν πηγαίνανε, δεν τους παίρνανε στα τουρκικά σχολεία να μάθουν. Δεν είχε, η ελληνική δεν ήτανε.
Εσείς αυτή τη γλώσσα τη μιλούσατε καθόλου, την ξέρετε;
Κοιτάξτε, η μάνα μου δεν ήξερε ελληνικά. Δεν ήξερε, δεν προσπαθούσε. Και αυτά που τα ήξερε, τα λίγα, δεν ήθελε να τα μιλήσει γιατί ντρεπότανε, σου λέει: «Τι να μιλήσω;». Και ο πατέρας μου τα ήξερε καθαρά. Τον πρόλαβε η νύφη του. Πολύ καθαρά ελληνικά μιλούσε. Ούτε «τ», ξέρω ‘γω, το «τα» που βάζουνε —«Τα έρτηστε;». Τα μιλούσε καθαρά.
Και μιλούσαμε. Γιατί η μάνα μου έπρεπε να την μιλήσουμε τη δικιά μας τη γλώσσα. Και αναγκαστικά και θέλαμε δηλαδή, εντάξει, δεν ήτανε άσχημο πράγμα. Μιλούσε η μάνα μου, τη μιλούσαμε, την εξηγούσαμε. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε μαζί μας αυτή τη γλώσσα, ελληνικά μας μιλούσε. Με τη μάνα μου μιλούσε. Μιλούσαν και τουρκικά, γιατί μάθανε τουρκικά και εκεί. Μάθανε τουρκικά γιατί οι Τούρκοι μιλούσαν. Αν μιλούσανε τα τουρκικά, δηλαδή, αν δεν ήξεραν αυτή τη γλώσσα, θα μιλούσαν —η μάνα μου τουρκικά ήξερε. Εμείς θα μαθαίναμε τουρκικά. Οι περισσότεροι έτσι είναι που, όπως είναι ο Εύρωπος από ‘κει, ήταν τώρα… Έτσι, όπως είναι το χωριό μας, και ο Εύρωπος ήτανε σ’ εκείνο το μέρος ακριβώς φάτσα. Έτσι μπροστά μας -δουλεύει και το χέρι-, και έτσι, φάτσα, μπροστά μας, και είχανε πολλές καλές σχέσεις, δηλαδή Έλληνες με τους Έλληνες τους δικούς μας, τους Έλληνες. Και όλοι, όταν ήρθαν εδώ και αντικατασταθήκαν εκεί, όλοι αναμεταξύ τους γνωριζότανε. Τον πατέρα μου [Δ.Α.] το λέγανε, τον άλλο με το παρατσούκλι, και εμείς από ‘κει και αυτοί από κει με το παρατσούκλι τους. Έτσι, ήταν, κοντινά χωριά ήταν αυτά.
Στον Εύρωπο όμως εξακολούθησαν να μιλάνε τούρκικα μεταξύ τους.
Τουρκικά μέχρι και τώρα ακόμη μιλάνε. Τούρκικα οι, που λέμε, στη δικιά μου την ηλικία, τα ξέρουνε φαρσί. Αλλά εμείς, τώρα, εδώ… Είναι χωριά που τα κρατάνε ακόμη —όπως ο Νικομηδινός, στην Ξάνθη, εκεί στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή χωριά, στο Φωτολίβος—, μιλάνε. Αλλά, εδώ, το Πολύπετρο, η Γερακώνα και εμείς τα αφήσαμε, δεν τα μιλάμε. Δηλαδή, άλλος, ή δε μας αρέσανε ή δεν είχαμε ανθρώπους να μας τα μιλήσουνε.
Αυτή η γλώσσα είχε όνομα; Δηλαδή τη λέγατε κάπως; Γιατί, μπορεί κιόλας… πολύ τα λένε, ας πούμε, τρακατρούκικα ή τους λένε ροκατζήδες.
Τώρα, τα λένε τρακατρούκικα, ροκατζήδες-
-Αλλά, αυτοί τώρα, απ’ ό,τι λένε, ήρθαν από δω από την —πού είναι τα… Πώς το λέγανε, Ευδοκία, εκεί, από κείνο το μέρος που ήτανε;
Απ’ την Οχρίδα ήρθανε και φύγανε… Πήγαν εκεί, ας πούμε. Και λένε ότι από κει πήγαν εκεί. Και αυτή η γλώσσα ήταν από κει δηλαδή. Έτσι. Την ήξεράνε φαίνεται, τη μιλούσανε και, τη μάθανε, και μιλούσαν και αυτοί κι απ’ το φόβο τη μιλούσανε δηλαδή.
Αυτό το όνομα όμως πώς βγήκε, το «ροκατζήδες» ή το-
-Από τη γλώσσα-
-«Τρακατρούκες» ξέρετε;
Από τη γλώσσα. Από τη γλώσσα γιατί τράκα τράκα τρακ, ξέρω γω, κάπως… Πώς να το εξηγήσω; Να σε πω μια φράση… Δηλαδή, δεν τα, ήτανε μπερδεμένα, τάκα τούκα, τάκα τούκα: «Έλα ετούκα», «Ίντι τάμοτα», κάπως έτσι, ναι, «Έλα ετούκα» «Έτε νταμ», κάπως έτσι. Και έμεινε τράκα τρούκα και ροκατζήδικα. Τα ροκατζήδικα, τώρα; Ρόκο [00:45:00]ρόκο; «Ρέκοφ», «ρέκοφ», ξέρω ‘γω; Κάπως έτσι.
Ροκατζήδες. Έτσι έγινε.
Ωραία! Εγώ δεν έχω κάτι άλλο σας ρωτήσω-
-Ό,τι έχετε μπορείτε, αλλά ό,τι ξέρω θα μπορέσω να σας πω-
-Αν κάτι άλλο θυμάστε που δεν σας έχω ρωτήσει και πιστεύετε ότι είναι ωραίο να το πούμε-
-Κοιτάξτε, τότε εμείς, τα γράμματα ήταν δύσκολα. Για μας, την εποχή εκεί που πιάνουμε και πιο παλαιότερη ήτανε δύσκολα. Γιατί; Γιατί ένα Γυμνάσιο στην Αξιούπολη ήτανε πρακτικό. Ήταν πρακτικό ημιιδιωτικό, ημικρατικό και πληρώναμε τέλη για να μπούμε —γιατί δώσαμε, όλοι με εξετάσεις μπήκαμε. Και ο θείος σου ο Μιχάλης έδωσε εξετάσεις, μαζί ήμαστάνε. Και, για να γραφτείς, ήθελε 300 δραχμές. Εκείνο τον καιρό, 300 δραχμές ήτανε υπόθεση μεγάλη! Ήταν μερικοί έβρισκαν και τα πλήρωναν, όχι άνετα, με τα ζόρια κι όμως πλήρωναν. Κάθε χρόνο αυτό, για να πας στην άλλη τάξη περνώντας, για να πας στην άλλη τάξη, έπρεπε να πληρώσεις 300 δραχμές, ναι. Και, μετά όμως, έγινε κρατικό. Και πηγαίναμε με τα πόδια. Δεν υπήρχανε λεωφορεία, συγκοινωνία, τέτοια δεν υπήρχε.
Μέχρι ποιο χωριό ήτανε που-
-Αξιούπολη.
Αξιούπολη.
7 χιλιόμετρα με τα πόδια. Μετά, μετα, μετά, μετά-
-Έγινε η συγκοινωνία μπαίναμε στο-
-Μετά, μας αγοράσανε ποδήλατα και πηγαίναμε… Δεν υπήρχε όμως άσφαλτος να τρέχει το ποδήλατο. Πηγαίναμε και βουλιάζαμε. Ήτανε… αμάξια περνούσαν, τρακτέρια περνούσαν… Αλλού ήτανε ο δρόμος… δεν μπορούσες… Απ’ το νερό δεν μπορούσες το χειμώνα να τον περάσεις. Μέχρι το Νοέμβριο μήνα πηγαίναμε με αδιάβροχα, μας έπιανε βροχή. Αλλά από κει και μετά, τα κρύα, νοικιάζαμε σπίτι. Δηλαδή, ήμαστάνε δύο χωριανοί νοικιάζαμε ένα σπίτι, ένα τέτοιο, με ένα δωμάτιο, και μέναμε. Και μετά, μόλις ερχόταν η άνοιξη, ξενοικιάζαμε και ερχόμασταν με τα... Ήταν δύσκολα, ήταν πολύ δύσκολα!
Βρίσκατε όμως λύσεις για να πάτε σχολείο.
Βρίσκαμε λύσεις και ήτανε —τότε να πω ότι, να πω ότι ήταν η ακμή τα γράμματα; Δηλαδή, με τόση δυσκολία καταφέρναμε και μαθαίναμε γράμματα. Τώρα είναι διαφορετικά: παραπαιδεία, με φροντιστήριο, οι καθηγηταί… Εμείς μαθαίναμε, εγώ δεν διάβαζα πολύ. Το μάθημα που μάθαινα, το μάθαινα απ’ τον καθηγητή γιατί είχαμε αυστηρούς καθηγητάς, μέχρι που μας δέρνανε. «Θα κουρέψεις το μαλλί σου γουλί!», δηλαδή φαλακρός, «για να ‘ρθεις στο σχολείο! Δεν το κούρεψες, δεν έρχεσαι». Γι’ αυτό λέω ότι τα γράμματα τότε ήταν στην ακμή, στην πρόοδο. Γιατί, βγάζοντας το Γυμνάσιο, και στο Πανεπιστήμιο να μην πήγαινες, κάπου θα σκάλωνες. Και ακόμη και τη γεωργία να ‘καμνες, θα την έκαμνες με διαφορετικό τρόπο, τον λογαριασμό διαφορετικό… Αυτά που ήξερες, δηλαδή, θα σε ωφελούσαν, αυτά που είχες μάθει. Αυτά ήταν!
Ωραία!
Τα ‘παμε;
Εντάξει αυτά!
Τα ‘παμε;
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Λίγο μπερδεμένα δεν ξέρω άμα τα ‘παμε-
Α, ναι, όχι, κοίταξε-
-Ωραία, να το πούμε!
Αυτό να το πούμε. Αυτά τα ζώα, όμως, που ήτανε το χειμώνα μέσα, αυτά μετά την άνοιξη έπρεπε να βγούνε —το χόρτο, εδώ είχαμε βαλτώδης έκταση, υγρασία πολύ, μεγάλωνε ένα χόρτο— και την άνοιξη τα στέλνανε ο καθένας με 5-6-7-10 ζώα, βουβάλια, ξέρω ‘γω, αγελάδες, τα στέλνανε και είχαμε εκεί ακριβώς, εκεί στον Άγιο Κωνσταντίνο, ένα αλώνι έτσι και μαζευόντανε εκεί. 500 ζώα περίπου, 500. Όλο αυτό το χωριό είχε 500 ζώα: βουβάλια και αγελάδια. Και τα —τσομπαναρέους φέρναν από πέρα, απ’ της Κομοτηνής τα χωριά—, και τα βοσκούσανε. Και, μετά, τα στέλνανε κάτω και μετά το βράδυ ερχότανε, μόνα τους ερχότανε. Ήξεράνε και το δρόμο και το στάβλο. Μόνα τους. Και πήγαινε, πηγαίνανε, ο πατέρας μου τα ‘δενε. Και εγώ τα ‘δενα τα βουβάλια. Τα δέναμε. Βοηθούσαμε και εμείς, έτσι.
-Τώρα, μετά έγινε διαφορετικά. Δούλεψάνε αγγαρείες. Βγήκε η αγγαρεία. Πήγαινε ο καθένας για να πληρώσει το τέτοιο του… ατομική αγγαρεία και πήγαινε και δούλευε στους δρόμους. Τα κάμναμε χαντάκια, έφερνάμε άμμο απ’ το κανάλι και είχαμε… Μετά, έγιναν η άσφαλτος, έγινε η άσφαλτος-
Και σήμερα πώς είναι, λοιπόν, εδώ που έχετε μείνει λίγοι-
-Εδώ τώρα είμαστε… Να σας πω, τώρα, οι εκλογές μπορεί να ‘τανε… 300 να ψηφίσαν, 350[00:50:00]-400 με τα ζόρια. Αλλά ήρθανε όλοι απ’ έξω όσοι ήτανε απ’ έξω. Είμαστε γύρω στους 80 κατοίκους και αυτοί είμαστε πάνω από 70. 70 η θεία, 78 εγώ. Και πιο μεγάλοι υπάρχουν, λίγοι, λίγοι, πολύ λίγοι. Δεν υπάρχει χωριό. Τι να πούμε τώρα; Υπάρχει χωριό; Είμαστε σ’ ένα καφενείο, εκεί στης Μαρίας, είμαστε πότε 3 πότε 4. Το βράδυ εγώ δεν βγαίνω, γιατί και η απόσταση είναι… Γι’ αυτό δύσκολα είναι… Τι να κάνουμε; Εδώ ήταν όλη η γειτονιά… 3, η γιαγιά σου είχε 3, εδώ η μάνα μου 4, εδώ 2, 2, 3. Όλα όλα από 4-5. Όταν πηγαίναμε σχολείο ήμαστάνε, εδώ μια γειτονιά 30 παιδιά —να, σε αυτό το τετράγωνο—, 30 παιδιά ήμασταν. Από ‘δω μέχρι του Τάσου το καφενείο, 30 παιδιά ήμασταν. Και λεγότανε… αυτός ο μαχαλάς χωριζόταν από κείνο το καφενείο. Και, έτσι, από δω ήμαστάνε ο μαχαλάς ο κάτω μαχαλάς και από πάνω ο απάνω μαχαλάς. Έτσι.
Θα φεύγατε, όμως, τώρα αν σας λέγανε να πάτε σε πιο μεγάλο χωριό να μείνετε;
Όχι. Δεν έχεις, δεν φεύγεις, γιατί οι αντοχές δεν είναι…
Να πας… Δεν μπορείς να πας. Να πας… Και να καθίσεις δεν σε… Γιατί μάθαμε σε ένα περιβάλλον να βγούμε έξω. Δηλαδή, λες εδώ να καθίσεις, να βγω και λίγο έξω. Πας μέχρι το χωράφι και περπατάς και έρχεσαι. Αλλά τώρα για να πάμε σε αυτή-
-Δεν πάμε με τίποτε!
Ωραία, ωραία! Εντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Και ‘γω! Και εμείς ευχαριστούμε!
Να ‘στε καλά!