© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Από το Σικάγο αγρότισσα στην Ικαρία

Κωδικός Ιστορίας
26639
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χριστίνα Ρούσσου (Χ.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/01/2024
Ερευνητής/τρια
Δέσποινα Ξηρού (Δ.Ξ.)
Δ.Ξ.:

[00:00:00]Πώς ονομάζεσαι; 

Χ.Ρ.:

Με λένε Χριστίνα Ρούσσου.

Δ.Ξ.:

Ονομάζομαι Δέσποινα Ξηρού. Είναι 18 Ιανουαρίου του 2024, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και βρισκόμαστε στη Δάφνη, στο σπίτι της Χριστίνας. Πες μου λίγα πράγματα για τη ζωή σου. 

Χ.Ρ.:

Για τη ζωή μου. Γεννήθηκα στην Αμερική. Μεγάλωσα εκεί πέρα. Βαστάω, είμαι από την Ικαρία. Γονείς μου, παππούδες, συγγενείς. Και από μωρό κάθε καλοκαίρι ερχόμουν εδώ με την οικογένειά μου, τις αδερφές μου. Εντάξει, αυτό γινόταν κάποια χρόνια. Μετά το 2005 είχα έρθει εδώ μόνιμα. 18 χρονών ήμουνα τότες. Και έχω κάτσει εδώ. 

Δ.Ξ.:

Πού στην Αμερική;

Χ.Ρ.:

Στο Σικάγο. Εκεί γεννήθηκα, μεγάλωσα. 

Δ.Ξ.:

Θες να μου πεις λίγα πράγματα για εκεί;

Χ.Ρ.:

Εκεί, εντάξει, τα κλασικά. Πήγα σχολείο. Εκεί το Δημοτικό, αυτά, Γυμνάσιο. Μετά τελείωσα κομμωτική. Ναι, τη σχολή εκεί πέρα. Δηλαδή κανονικά έχω τελειώσει κομμώτρια. Και τίποτα εκεί, τη ρουτίνα. Σχολείο, σπίτι. Έκανα, δούλευα και λιγάκι εκεί πέρα σε ένα κομμωτήριο, προτού έρθω εδώ. Εντάξει. Ήτανε μια ρουτίνα εκεί.

Δ.Ξ.:

Οι Καριώτες εκεί πέρα, είχε πολλούς Καριώτες, μαζευόσασταν, κάνατε πράγματα;

Χ.Ρ.:

Κάνανε κάτι χορούς. Μια φορά τον χρόνο, Σεπτέμβρη, ξέρω γω τι, οργανώνανε σε διάφορες πολιτείες. Την μια χρονιά, ξέρω γω, μπορεί να είναι στη Νέα Υόρκη, την άλλη μπορεί να είναι, ξέρω γω, Καλιφόρνια, Σικάγκο. Και υπήρχε εκεί ένα τρίμερο που μαζευόντουσαν όλοι οι Καριώτες και... χορό, αυτά, φαΐ. Καλά ήτανε.

Δ.Ξ.:

Εκεί σου άρεσε σένα σαν παιδί;

Χ.Ρ.:

Σαν παιδί όχι, εντάξει. Σαν παιδί, άμα πηγαινοέρχεσαι έρχεσαι Ικαρία και μετά πας στην Αμερική, εντάξει. Το μυαλό σου είναι εδώ, είναι... Εδώ πέρα είναι άλλη φάση άμα είσαι παιδί. Εκεί δεν είχε τέτοια ελευθεριά, τέτοια... τίποτα. Σπίτι. Να βγεις έξω να περπατήσεις με τους... τις φίλες σου, αυτά, όχι με τίποτα. Τίποτα. Δεν μ’ άρεσε καθόλου εκεί πέρα. 

Δ.Ξ.:

Γιατί;

Χ.Ρ.:

Δεν είχε... Εδώ πέρα ήταν άλλη φάση. Έβγαινες το βράδυ όλη μέρα στη θάλασσα, ήσουν όλη μέρα έξω. Εκεί δεν είχε. Είχε το σχολείο, σπίτι. Αυτό. Δεν είχες αυτό το πράγμα που... το κάθε παιδί ζει εδώ πέρα. Καθόλου, καμία σχέση.

Δ.Ξ.:

Και... πώς... θυμάσαι, ας πούμε, οι πρώτες αναμνήσεις που είχες εδώ πέρα, οι πρώτες εικόνες;

Χ.Ρ.:

Μικρό; Θυμάμαι που, προτού –ας πούμε– φτιάξουν οι δικοί μου το σπίτι στο χωριό, μέναμε πού και πού με τους παππούδες, μια με της μάνας μου τους γονείς, μια με του πατέρα μου. Και ήτανε... αυτές ήταν οι ωραίες εικόνες που έχω, ξέρω γω, μικρή, με τον παππού μου, τη γιαγιά μου, ξέρεις, το... Ήτανε αλλιώς. Το φαΐ, ας πούμε, που όλη την ώρα σου φτιάχνανε και κάτι διάφορα, κάτι αυτά, ξέρεις, μου έχει μείνει, ας πούμε, κοπανιστή που έφτιαχνε η γιαγιά μου. Κι άλλα πράγματα που παίζαμε εκεί. Ο πάππους μου, ας πούμε, είχε κατσίκια, ξέρεις, ήμουν εκεί μες τα ζώα. Χάζευα εκεί. Σφάζανε αυτοί, ξέρω γω τι, εγώ ήμουν εκεί και τους έβλεπα. Είναι, έχεις άλλες στιγμές μικρό παιδάκι, ξέρεις, με τους μεγάλους. Και σου μένει αυτή η αγάπη, η παρέα που έχεις κάνει μαζί τους.

Δ.Ξ.:

Παιχνίδια, έτσι, φιλίες, έρωτες;

Χ.Ρ.:

Εντάξει, αυτό... Ο καθένας το τραβάει αυτό, μου φαίνεται. Ε, είχε κάποια αυτά διάφορα, έτσι, με τα παιδιά εκεί στο χωριό. Ε, ο ένας, ξέρεις, ο καθένας μια με τον ένα... Ήτανε[00:05:00] μικρά τώρα, όχι, έτσι, αυτό. Αλλά ήταν ωραία, μαζευόμασταν εκεί στο σχολείο, παίζαμε κρυφτό, παίζαμε... ή, ξέρω γω, σκαρφαλώναμε σε βράχους και αράζαμε εκεί όλη νύχτα. Μιλάγαμε, γελάγαμε. Είναι αλλιώς, είναι αλλιώς όταν είσαι μικρός εδώ. Ναι.

Δ.Ξ.:

Κάτι που σε εντυπωσίαζε, έτσι, εδώ πέρα;

Χ.Ρ.:

Η ζωή που κάνουν οι ανθρώποι εδώ. Αυτή... Αυτό το... που ήταν έτσι χαλαροί, είχαν τα ζώα τους, τρώγανε, ξέρεις, τα δικά τους, τους κήπους τους, τα... Άλλη φάση, οι μυρωδιές στο τραπέζι, δεν... Δεν ξέρω, είναι αλλιώς εδώ πέρα με την Αμερική. Δεν είχες αυτό το πράγμα... Την ελευθεριά, το... Δεν ξέρω πώς να το πω. Δεν ξέρω. 

Δ.Ξ.:

Και ερχόσουν εδώ το καλοκαίρι ή καθόσουν όλο το…

Χ.Ρ.:

Όλο το καλοκαίρι, ναι. Καλά, άμα ήμασταν μωρά, εγώ με τη μεγάλη αδερφή καθόμασταν μήνες εδώ πέρα, προτού πιάσουμε τα σχολεία κι αυτά. Και ναι, μετά... η μάνα μου γέννησε άλλες δυο αδερφές δίδυμες. Είμαστε τέσσερεις. Και μόνο το καλοκαίρι καθόμασταν μετά, ξέρεις. Μειώθηκε το... αυτό το πεντάμηνο, το εξάμηνο που... Εντάξει. 

Δ.Ξ.:

Οι γονείς σου ήτανε δεύτερης γενιάς... Είχαν γεννηθεί κι αυτοί στην Αμερική ή αυτοί–

Χ.Ρ.:

Όχι, εδώ. Εδώ, ναι. Ε, μετά στην πορεία... εντάξει, ήταν δύσκολα τα χρόνια τότες. Πήγαν, ας πούμε, οι παππούδες μου κι αυτά εκεί. Πήγανε μετά κι αυτοί εκεί. Και έτσι κάτσανε οι δικοί μου. Γυρίσανε οι παππούδες. Και πάει λέγοντας, τώρα εκεί είναι οι αδερφές μου, οι οικογένειές τους, τα παιδιά τους, τα... Και εγώ είμαι εδώ. Ξώμεινα. 

Δ.Ξ.:

Οι γονείς σου;

Χ.Ρ.:

Οι γονείς μου... εντάξει. Πάνε, έρχονται. Έχουν πάρει σύνταξη τώρα. Ο πατέρας μου, ας πούμε, κάθεται παραπάνω εδώ, άμα έρχεται. Ε, και η μάνα μου κάθεται λίγο. Αλλά, εντάξει. Έχουν και τους γονείς τους εδώ. Έχει... υπάρχει μια αυτή που είναι πέρα δώθε. Βλέπουν και εμένα. Γιατί εγώ δύσκολα... πάω εκεί. Ναι.

Δ.Ξ.:

Άρα από μικρή ήσουν έτσι... ήθελες εδώ να περνάς πιο πολύ χρόνο.

Χ.Ρ.:

Ήθελα, ήθελα εδώ. Μου άρεσε εδώ πέρα. Αλλά εντάξει, ένας λόγος που, ας πούμε, που ήρθα, είχα ερωτευτεί μικρό και... εντάξει, όσο μπορούσα, ήθελα να έρθω εδώ. Ξέρεις, το καλοκαίρι ερχόμουν εδώ. Ήμουνα σε μια σχέση από πολύ μικρή. Και όταν κλείναν, ας πούμε, Πάσχα ή ξέρω γω τι, Χριστούγεννα, πάλι ξανά εδώ δυο βδομάδες. Όποτε είχα ευκαιρία, πεταγόμουν εδώ πέρα. Ε, και μετά σιγά–σιγά αυτό το πράγμα γινόταν πιο σοβαρή σχέση και... Ήταν ένας λόγος που ήθελα να έρθω εδώ. Και όταν τελείωσα την κομμωτική σχολή εκεί, δούλεψα λιγάκι σε ένα κομμωτήριο κι αυτά και πέτασα, ήρθα εδώ. 

Δ.Ξ.:

Τι ηλικία;

Χ.Ρ.:

18 ήμουνα τότες που ήρθα μόνη μου. 18 χρονών. Αλλά εντάξει, ήμουνα κι από πιο πριν με αυτόν τον άνθρωπο. Εντάξει, ωραία χρόνια τότε.

Δ.Ξ.:

Άρα ήτανε εύκολη η απόφαση για σένα αυτή, να έρθεις εδώ πέρα να μείνεις;

Χ.Ρ.:

Τότε στην ηλικία που ήμουνα ήτανε εύκολη. Γιατί όσο περνάνε τα χρόνια και μπλέκεσαι εκεί στην Αμερική με άλλα, ξέρω γω τι, την καθημερινότητα εκεί πέρα, δύσκολα να φύγεις. Ενώ στην ηλικία που ήμουνα, μόλις τελείωσα, ας πούμε, τη σχολή, δούλεψα λίγο. Δεν είχα κάτι άλλο να με κρατάει εκεί. Και έφυγα. Ήτανε εύκολο γιατί, ας πούμε, τώρα, άμα άλλοι που θέλουν να έρθουν εδώ που είναι πιο μεγάλοι και ξέρω γω τι, έχουν παιδιά ή σπίτια, είναι δύσκολα να έρθουν εδώ, να τα παρατήσουνε. Γιατί μπλέκεσαι εκεί με άλλα, με τις υποχρεώσεις. 

Δ.Ξ.:

Και έρχεσαι εδώ 18 χρονών το 2005. Πώς ήταν εδώ τότε το νησί, είχε κόσμο, είχε τουρισμό[00:10:00], είχε... πώς ήταν;

Χ.Ρ.:

Είχε, εντάξει, εγώ τότες είχα έρθει Νοέμβρη και ήτανε λίγο μοναξιά. Πρώτη φορά, ας πούμε, έκατσα χειμώνας τόσο πολύ. Άλλο άμα έρχεσαι δύο εβδομάδες τα Χριστούγεννα, έχει λίγο κόσμο. Αλλά ήρθα Νοέμβρη και μετά έβλεπα Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης. Ήτανε λίγο δύσκολα. Αλλά τότες, εντάξει, άμα ζεις έναν έρωτα, είσαι... φτερώνεις, είσαι αλλού. Και τότες με το παιδί που ήμουνα, αυτός πήγαινε σε σχολή τότες. Οπότε κάποιες ώρες έλειπε. Και ήμουνα μόνη μου μες στο χωριό. Αυτό ήτανε λίγο... εντάξει. Ήτανε κάπως. Αλλά εκεί που έμενα εγώ, οι δικοί του, ας πούμε, μένανε εκεί κοντά και υπήρχε έτσι μια... ή έρχονταν ο πάππους μου, η γιαγιά μου, η γιαγιά του, ξέρω γω, παρέα, έτσι. Κάτι έβλεπα, περνούσε κάπως η ώρα.

Δ.Ξ.:

Και τι άλλο, έτσι, υπήρχε στην καθημερινότητά σου, με τι ασχολιόσουν τότε;

Χ.Ρ.:

Τότες δεν ήξερα και πολλά πολλά εδώ, να μπω στη φάση της ζωής εδώ. Τότες τίποτα, σπίτι, άντε να μαγειρέψω, ξέρω γω, όταν έρθει αυτός σπίτι. Βγαίναμε, έτσι, κάνα καφενείο, κάνα μπαράκι, κάνα Σαββατοκύριακο. Δεν είχε κάτι... Δεν ήξερα ακόμα... Κάνα κούρεμα μπορεί να ’κανα έτσι, κάνα συγγενείς, κάνα αυτό. Γιατί κι εγώ καινούργια ήμουνα, δεν ήξερα... Καινούργια... Παρ’ όλο που ερχόμουν, έτσι, κάθε καλοκαίρι, άλλο είναι όταν είσαι εδώ τώρα. Και λες: «Τώρα τι κάνουμε; Πώς ξεκινάμε εδώ τη φάση;».

Δ.Ξ.:

Ήταν, έτσι, κάπως... ώρες έτσι τρομακτικό ίσως; Δεν ξέρω...

Χ.Ρ.:

Τρομακτικό... όχι, εντάξει. Με τους καιρούς λίγο έτσι είδα μια άλλη φύση εδώ. Στην Αμερική, εντάξει, έχει καμιά βροχή, κάνα χιονάκι, κάνα αυτό. Αλλά εδώ το ζεις έντονα, τη βροχή και να τρέχουν τα ποτάμια και να ανοίγουν τα... τρούμπες, πράγματα, βράχοι βλέπεις στους δρόμους... Εκεί ήμουνα λίγο: «Τι γίνεται εδώ;». Εδώ Ικαρία είναι αλλιώς εδώ πέρα. Αλλά εντάξει, μαθαίνεις σιγά–σιγά. Αυτό, λίγο στην αρχή ήμουνα σαν χαμένη. Αλλά εντάξει, αφού είχα τον άνθρωπό μου που ερχόταν σπίτι κι αυτά, μου πέρναγε. Ναι. 

Δ.Ξ.:

Από τότε δεν έχεις φύγει να ζήσεις κάπου αλλού;

Χ.Ρ.:

Όχι, εδώ. Εδώ έκατσα. Έκατσα εδώ. Τότες, είχα δουλέψει και λίγο σε ένα καφενείο εκεί στο Μαγγανίτη. Το είχε, ας πούμε, η γιαγιά του πρώην συζύγου μου κι αυτά. Και κάπως εκεί πέρναγε λίγο η ώρα. Βοηθάγαμε πού και πού τη γιαγιά του. Και μετά αρρώστησε η γιαγιά και αναλάβαμε εμείς το καφενείο. Και μπήκα σε μια άλλη ρουτίνα. Ξέρεις, έμαθα να φτιάχνω μεζέδες, τα ποτά, γλυκά. Έμαθα λίγο τους ανθρώπους, εκεί που... στο χωριό. Γιατί, εντάξει, δεν τους ήξερα. Ένα γεια, ξέρω γω, στον δρόμο, ένα αυτό. Αλλά από τότες έπιασα να γνωρίζω και τους μεγάλους τους ανθρώπους εκεί στον Μαγγανίτη, την παρέα πιο καλά. Τους βλέπεις κάθε μέρα και, ξέρεις, μεγαλώνεις μαζί τους. Εντάξει, και ήμουνα... είχαμε το καφενείο κάμποσα χρόνια. Το δουλεύαμε. Οπότε είχα και μια αυτή στη ζωή μου, έτσι, καφετζού. 

Δ.Ξ.:

Ωραία ήτανε σαν εμπειρία–

Χ.Ρ.:

Ωραία ήτανε, σαν εμπειρία, ναι. Δεν το περίμενα εγώ τώρα να βρεθώ στα τηγάνια και στα... να πλένω μες στις λάντζες και να μου λένε: «Ένα ούζο, ένα αυτό, ένα έτσι». Αλλά ναι, ήτανε... είχε και ωραίες στιγμές εκεί, ξέρεις. Από το πουθενά να γίνεται τώρα γλεντάκι ή να σου φέρνουν φρέσκα ψάρια[00:15:00], θράψαλα, αυτά. Είχε ωραίες στιγμές εκεί. Ήταν ωραία. Πάντα τα καφενεία έχουνε... γράφουνε ιστορία. Ναι. 

Δ.Ξ.:

Μετά; 

Χ.Ρ.:

Μετά, τώρα εκεί ήμουνα, δεν θυμάμαι τώρα πόσα χρόνια. Μπορεί πέντε–έξι χρόνια να είχαμε το μαγαζί. Στη διάρκεια που είχαμε το μαγαζί, ήρθαμε, θέλαμε να το φτιάξουμε. Αλλά εδώ πέρα δύσκολα να μαζέψεις λεφτά, να κάνεις οικοδομές, να κάνεις, να ράνεις. Και τότες ξεκινήσαμε μια άλλη σελίδα στη ζωή μας. Έφτιαξα χαρτιά του συζύγου τότες και έτσι αποφασίσαμε, ας πούμε, αυτός να πηγαίνει Αμερική, να φτιάχνει το μαγαζί, εγώ να μένω εδώ να το κρατάω, παρ’ όλο που, ξέρεις, γινόντουσαν και οι δουλειές πίσω από το μαγαζί. Εν ήτανε μέσα, ήτανε, ας πούμε, δίπλα στο μαγαζί κάπως μετά, να το μεγαλώσουμε. Και έτσι πήγαινα λίγο Αμερική, να τον δω, ξέρεις, μια βόρτα έτσι πού και πού, γύρναγα εδώ. Και αυτό έγινε κι αυτό τέσσερα–πέντε χρόνια, αυτό το πέρα–δώθε. 

Χ.Ρ.:

Αλλά στη διάρκεια που γινόταν αυτό, είχα χάσει και τότες τον παππού μου, του πατέρα μου ο πατέρας. Και έμεινε έτσι μόνη η γιαγιά. Μετά ο πατέρας της μάνας μου κι αυτός με τα χρόνια δυσκολεύαν τα πράγματα. Εντάξει, μεγαλώνουν οι δικοί μας, όλοι μεγαλώνουμε. Αλλά επειδή ήρθα τόσο μικρή εδώ και τους έβλεπα κάθε μέρα, ήταν ένα κομμάτι στη ζωή μου. Και άμα πιάνεις και βλέπεις ότι, ξέρεις, αυτοί οι ανθρώποι χρειάζονται μια βοήθεια, κάτι, αφιέρωσα και λίγο χρόνο εκεί. Πιο πολύ στον παππού μου. Εντάξει, η γιαγιά μου έχει τα θέματά της, αλλά είναι σπίτι, έχει μια γυναίκα, δηλαδή είναι εντάξει, είναι εκεί σπίτι. Ενώ ο πάππους μου που έχει αμπέλια, ζώα, αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάτσει μέσα, είναι... τι να σου πω, ζάλλει μέρα–νύχτα. Αλλά κάποια πράγματα πρέπει να είσαι εκεί από πίσω του. Και κάποια στιγμή είχε γίνει ένα ατύχημα με τον παππού μου. Έχει χτυπήσει πολύ άσχημα, με αυτά που κάνει, που σκαρφαλώνει και φράζει και, ξέρεις, έφαγε μια γερή τούμπα. Και από κει και πέρα σιγά–σιγά, με τράβαγε προς τα εκεί η ζωή μου. Και είχα και κάποια θέματα με τον γάμο, με αυτά, εντάξει, τι να κάνω; Δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που... άμα δεν ταιριάξεις με κάποιον. Και χώρισα με αυτό το παιδί και αφαίρεσα... έμεινα με τον παππού μου. Έκατσα εκεί.Και να τον βοηθήσω να συνέρθει μετά από το ατύχημα, σιγά–σιγά να πηγαίνουμε στα αμπέλια. Να μου λέει, ξέρω γω, επειδή δεν μπορούσε τότες να κάνει πολλά, να μου λέει: «Κάνε αυτό, εκείνο». Μ’ άρεσε κιόλας κι αυτή η ζωή, που ήμουν έξω στη φύση κι αυτά. Εντάξει, εν τα ήξερα, δεν ήξερα τι να... τίποτα. Μου έδιναν μια τσάπα και έλεγα: «Τι είναι αυτό, τι είναι η τσάπα;». Δηλαδή «Ποια είναι η τσάπα, πού είναι η τσάπα;» και ήταν μπροστά μου, δεν ξέρω. Το πριονάκι του χεριού, ξέρω γω, «Κόψε αυτό», «Παναγία μου, τι...». Ναι, και έκατσα εκεί τώρα, έμεινα εκεί τώρα. Αγρότισσα. Είναι πολλή δουλειά, μ’ αρέσει, αλλά είναι αυτό, είναι το κομμάτι που θέλω να είμαι εκεί δίπλα στους δικούς μου και να τον βοηθάω όσο μπορώ, να κάνω ό,τι μπορώ. Κι έτσι άλλαξε η ζωή μου, μετά πήγα αλλού. Δηλαδή από κομμώτρια πήγα στο καφενείο, μετά από εκεί βρέθηκα στα χωράφια και στα αυτά. Εντάξει, παράλληλα, όταν είχα το μαγαζί, στο σπίτι μου έφτιαχνα ένα κηπάκι για το μαγαζί, αλλά μην φανταστείς. Εντάξει, μικροπράματα, καμιά ντομάτα, κάνα αγγούρι. Και έδινα, ας πούμε, στο μεζέ με[00:20:00] αυτό. Αλλά δεν κράτησε και πολύ αυτό, γιατί είχα έναν γάτη που μου ’τρωε όλα τα λαχανικά στον κήπο. Οπότε σταμάτησα μετά. Και ναι, δεν... αυτό. Μετά ασχολήθηκα πολύ με τα αγροτικά, δηλαδή μπήκα με τα μούτρα, πώς να σου πω; Και ακόμα το συνεχίζω, κάνω ό,τι μπορώ.

Δ.Ξ.:

Και με τι ασχολείσαι;

Χ.Ρ.:

Τώρα;

Δ.Ξ.:

Με τι έχεις ασχοληθεί αγροτικά, όλα αυτά τι...

Χ.Ρ.:

Κοίτα, εγώ... Αναλόγως την εποχή, αναλόγως την... Τώρα, ας πούμε, καθαρίζω τα κλήματα. Φτιάχνω και κάναν κήπο τώρα τον χειμώνα, κάνα μαρούλι, κρεμμύδι, πατζάρι, τέτοια, ας πούμε, βάζουμε κουκιά... Το καλοκαίρι μπορεί να αλλάξει η αυτή, μπορεί να χορτοκόβω με το μηχανάκι. Και παίρνω και δουλειές, κάνω και μεροκάματα, ας πούμε, σε σπίτια, καθαρίζω τα χωράφια. Και ξύλα, κόβω ξύλα. Οι άλλοι μπορεί να μου πουν, ξέρω γω: «Κόψε μου αυτό το δέντρο» ή... Δουλειά, μεροκάματο. Έχω μάθει σιγά–σιγά να τα δουλεύω τα εργαλεία. Και ο παππούς μου, να είναι καλά, και αυτός μου δίνει... ποτέ να μου πει: «Α όχι, θα χτυπήσεις, α όχι». Εκεί, πά’: «Θες να το δοκιμάσεις; Δώσ’ του». Και τώρα έχω πιάσει το σκαφτικό. Και μαθαίνω αυτό τώρα και σκάβω τον κήπο σιγά–σιγά. Δηλαδή όλο τον χρόνο, αναλόγως την εποχή, τι αυτό, κάτι θα κάνω πάνω σ’ αυτά. Δεν είναι μόνο η σωματική δουλειά που κάνεις. Είναι και τα άλλα. Ας πούμε, μπορεί, όταν είναι εποχή για... με τα βύσσινα, να κάνω κάνα βύσσινο, να πουλάω κάνα γλυκό. Ή στις ελιές, ξέρω γω, να πουλάς λάδι. Δηλαδή όλο τον χρόνο κάτι έχεις. Να πουλάς κρασί, μαρμελάδα. Και αυτό κάνω. Ας πούμε, τα καΐσια κι αυτά, όταν είναι εποχή τους, φτιάχνω μαρμελάδα και πουλάω. Όλον τον χρόνο έχεις κάτι να κάνεις. Δεν είναι... Κάθεσαι μόνο όταν βρέχει. Εκεί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ναι.

Δ.Ξ.:

Άρα έχεις ασχοληθεί, έτσι, με πολλά πράγματα διαφορετικά. 

Χ.Ρ.:

Πολλά, ναι. Πολλά. Τώρα έχω και γουρούνια. Εντάξει, ο παππούς μου έχει κατσίκια κι αυτά και μπορεί να βοηθάω εκεί, ξέρω γω, κάνα τάισμα, να κόψουμε κάνα κλαδί, να... Είμαι, χώνομαι παντού. Ναι.

Δ.Ξ.:

Σου αρέσει αυτή η δουλειά;

Χ.Ρ.:

Μ’ αρέσει πολύ. Το μυαλό πάει αλλού. Δεν σκέφτεσαι, ας πούμε... εντάξει, αυτά που σκέφτονται και οι πιο πολλοί ανθρώποι στη ζωή τους, διάφορα αυτά. Ξεφεύγεις στα χωράφια. Εντάξει, μπορεί κάποιες μέρες... Κουράζεσαι, δεν λέω. Κουράζεσαι πάρα πολύ. Έχεις και κάποια αυτά που χτυπάς κιόλας ή κόβεσαι ή... Υπάρχουν και τέτοια. Τρως κάνα κρύο εκεί πέρα, αέρας. Είναι πολλά. Σε βαράει ο ήλιος, ξέρω γω, το καλοκαίρι που κόβεις τα σταφύλια, όλη μέρα να είσαι μες στη ζέστη και να παλεύεις εκεί να ποτίζεις τους κήπους, να σκαλίζεις, να αυτό. Και να σε παίρνουν και οι φίλοι σου και να σου λένε: «Έλα Μεσαχτή», ξέρω γω. Ίντα Μεσαχτή εδώ πέρα; Είναι δουλειά. Δεν μπορείς να φύγεις. Γενικά με τα αμπέλια, βλέπω, πρέπει να είσαι όλον τον χρόνο εκεί και να παλεύεις. Να παλεύεις. Τώρα είναι το καθάρισμα, ξέρω γω, που κλαδεύω αυτά που δεν χρειάζονται. Μετά είναι το ξελάκκωμα, μετά λίπασμα, μετά σε πάει μπάλα. Αλλά είναι εντάξει. Μ’ αρέσει που είμαι μόνη μου. Έρχεται κι ο πάππους μου, όποτε μπορεί. Εντάξει, μπορεί κι αυτός να κάνει κάτι εκεί. Ασχολείται κι αυτός, κάνει ό,τι μπορεί. Αλλά μ’ αρέσει αυτό. Είναι ωραία. Εντάξει, το μόνο είναι... η αγροτική ζωή δεν έχει μέλλον. Δεν ξέρω πώς να το πω. Μέλλον. Δεν έχει... Δεν βγάζεις. Ξεπατώνεσαι και δεν είναι αρκετό, ρε παιδί μου. Δεν βγάζεις αρκετά. Να, ας πούμε, τώρα φέτος, που ήτανε η εποχή που πέρασα με τα σταφύλια, τον Σεπτέμβριο, κάνεις όλο αυτό που κάνεις όλο τον χρόνο, ξεπατώνεσαι να τα φροντίζεις, να κάνεις, να ράνεις και σου σκάει, ας πούμε, το καλοκαίρι βροχές. Φέτος δεν είχε τίποτα σταφύλια. Δηλαδή αν εγώ, ας πούμε, περιμένω να βγάλω κάτι απ’ το [00:25:00]σταφύλι και ο καιρός μου τα καταστρέφει όλα, τι να βγάλεις; Δηλαδή αυτό είναι το άσχημο που έχει ο αγρότης. Αναλόγως με τον καιρό, αναλόγως με τις αρρώστιες, με τα... τι μπορεί να πιάσει, ξέρω γω, το φυτό ή το κάθε... τα ξινόδεντρα... Παίζει ρόλο το τι θα βγάλεις, τι θα σου μείνει, αν σου μείνει. Αυτό είναι μόνο τα δύσκολα.

Δ.Ξ.:

Φέτος δεν είχε σταφύλια, ελιές;

Χ.Ρ.:

Εγώ είχα κάποια σταφύλια, αλλά καμία σχέση με τις άλλες χρονιές. Δηλαδή τα μάζεψα σε δύο-τρεις μέρες, που αυτό δεν το έχω ξανακάνει. Δηλαδή εκεί πέρα θέλεις δυο βδομάδες, που λέει ο λόγος. Άλλοι δεν είχαν τίποτα, οπότε εγώ δεν μπορώ να πω ότι... εντάξει, κάτι είχα. Ελιές τίποτα φέτος. Και τα φιντάνια φέτος δεν ήταν όπως ήταν άλλες χρονιές. Πολλή βέντουζα, πολύ, ας πούμε... ή δεν κάνανε, τα κολοκύθια, ξέρω γω, μπορεί να μην κάνανε. Όλα ήταν... καλά, τα βύσσινα και τα καΐσια τίποτα φέτος, τίποτα. Τα μήλα όλα αυτά σκουλήκια και τέτοια. Δεν ήταν καλή χρονιά φέτος.

Δ.Ξ.:

Θες να πεις τι είναι τα φιντάνια και οι βέντουζες, για να καταλάβουν όλοι;

Χ.Ρ.:

Α, τα φιντάνια! Η βέντουζα είναι αυτό το μαμούνι, πράγμα που τρώει το... την ντομάτα, ξέρω γω, πώς να το πω; Είναι... 

Δ.Ξ.:

Η βρωμούσα;

Χ.Ρ.:

Βρωμούσα, ναι. 

Δ.Ξ.:

Αυτό είναι.

Χ.Ρ.:

Ναι, νομίζω βρωμούσα είναι. Τέλος πάντων, είναι κάποια μαμουνάκια ή ξέρω γω τι αυτά που σου τρώνε τα φιντάνια. Σκουλήκια, σαν κάμπια ένα πράγμα, πώς είναι έτσι μικρό έτσι... Σαν κάμπια είναι αυτό. Τρώει τα λάχανα, τα... μπορεί να σου φάει τα μπρόκολα, τα κουνουπίδια. Εντάξει, είναι στη φύση όλα αυτά, τι να κάνουμε; Να βγει κάνα μαμούνι, να βγει κάνα αυτό, να σου πέσει κάνα χαλάζι, να σου... τι α κάνουμε; Εντάξει. Ποιο άλλο είπαμε, η βέντουζα και ποιο άλλο; 

Δ.Ξ.:

Τα φιντάνια;

Χ.Ρ.:

Α, τα φιντάνια είναι τα φυτά, τα... αυτά που φυτεύεις. Φυτεύεις φιντάνια. 

Δ.Ξ.:

Βγάζεις και κρασί ή τσίπουρο, τέτοια πράγματα;

Χ.Ρ.:

Ναι αμέ, βγάζουμε κρασί μπόλικο, αναλόγως. Άμα βγάζουμε πολύ κρασί, μπορεί, ας πούμε, την μια χρονιά να κάνω κρασί, την άλλη να πουλήσω τα σταφύλια. Εντάξει, και τα δύο κάνω, δεν... Πιο πολύ τώρα τα τελευταία χρόνια τα πουλάω τα σταφύλια. Ας πούμε, μπορώ να κάνω λίγο κρασί για μένα κι αυτά. Είναι... ξεμπερδεύεις. Είναι πολλή δουλειά το κρασί, πάρα πολλή δουλειά. Και εντάξει, τώρα άμα φτιάξεις ποσό, πρέπει να δώσεις, ρε παιδί μου, στα πανηγύρια, σ’ αυτά. Τώρα άμα δίνεις σε σπίτια και σε... Εντάξει, πιο καλά εγώ να τα πουλήσω τα σταφύλια. Κι ο καθένας να κάνει τα κουμάντα του.

Δ.Ξ.:

Θες να μας περιγράψεις, έτσι, πώς είναι μία μέρα σου, μια τυπική ημέρα;

Χ.Ρ.:

Μία τυπική ημέρα, ε; Κοίτα, εγώ έχω και μια τρέλα τον χειμώνα. Βασικά όλο τον χρόνο. Ξεκινάω τη μέρα μου, πηγαίνω για μπάνιο. Δηλαδή θα σηκωθώ, ξέρω γω, το πρωί, ξυπνάω νωρίς. 06:30-07:00 είμαι πάνω. Να πιω τον καφέ μου. Να ασχοληθώ λίγο με τον σκύλο μου. Έχω και έναν σκύλο. Αυτό είναι... Πάει 17. Ναι, είναι κι αυτοί μες στο blue zone οι σκύλοι μάλλον εδώ πέρα! Ξεκινάω τη μέρα μου και πάω για μπάνιο. Όλο τον χειμώνα κάνω μπάνιο. Κάθε πρωί. Βρέχει, χιονίζει, φυσάει. Αυτό είναι... Η Χριστίνα είναι εκεί. Και από εκεί φεύγω και πάω στα αμπέλια, ή στους κήπους, αναλόγως πού... εκεί είναι όλα, είναι όλα μαζί, τα γουρούνια, τα αμπέλια, τους κήπους, όλα σε ένα μέρος είναι. Και θα ασχοληθώ εκεί όλη μέρα. Μπορεί μετά άμα σχολάω από εκεί... αναλόγως, μπορεί να πρέπει να πάω κάπου να κόψω κάνα ξύλο. Ή μπορεί να πρέπει να πάω κάπου να κουρέψω κάποιον. Γιατί κάνω και αυτό, έτσι, τα απογεύματα. Κουρεύω, έτσι, στα σπίτια. Είμαι όλη μέρα σε ένα τρέξιμο. Δεν έχει να κάνει. Μπορεί να με πάρει ο παππούς μου. «Άμα πας σ’ αυτό, πάρε μου αυτό, πάρε μου εκείνο. Ψώνισε αυτό». Να πηγαίνω να ψωνίζω. Να πηγαίνω[00:30:00] Μαγγανίτη, να... Παράλληλα πού και πού κάνω και γυμναστική το βράδυ, πάω σε ένα γυμναστήριο και ξεδίνω κι εκεί. Δεν μου φτάνει όλη μέρα που ξεπατώνομαι, πάω κι εκεί. Αλλά, ναι, είμαι σε μια τσίτα όλη μέρα. Όλο κάτι. Κάποιος θα με πάρει: «Έλα εδώ, έλα εκεί». Γιατί έτσι είμαι εγώ. Τρέχω. Δηλαδή... τρέχω. Δεν λέω όχι. Αυτό. Τρέχω. Ναι. 

Δ.Ξ.:

Και εσύ... είσαι αγρότισσα. Δηλώνεις αγρότισσα.

Χ.Ρ.:

Ναι, ναι. Αγρότισσα. 

Δ.Ξ.:

Υπάρχει... Τι αντιμετώπιση υπάρχει, για μια γυναίκα νέα, που δηλώνει αγρότισσα, έτσι, εδώ στο νησί, από άλλους, από άντρες, από γυναίκες; Πώς αντιμετωπίζεται αυτό; Υπάρχει... 

Χ.Ρ.:

Κοίτα, έχει δυο πλευρές αυτό. Τώρα που ασχολούμαι με αυτό για κάμποσα χρόνια, έχω δει από ανθρώπους καλά πράγματα, έχω δει και άσχημα πράγματα. Τα καλά: ας πούμε, εγώ ό,τι κάνω το δείχνω. Δεν με νοιάζει. Άλλοι με αυτό το γουστάρουνε. Με υποστηρίζουνε. Μου λένε μπράβο, ξέρεις, που... Είναι όμως και άλλοι που δεν τους αρέσει αυτό. Υπάρχει μια ζήλια, υπάρχει μια... «Σιγά, ξέρεις, τι είναι αυτή και τι και πώς και...». Αυτή έχει δυο μεριές, όλη αυτή η φάση. Εμένα μου αρέσει να τα δείχνω αυτά, γιατί εγώ πιστεύω, εντάξει, γυναίκα είμαι, δεν είναι και εύκολη η δουλειά που κάνω. Είναι δύσκολο να κάνεις... δεν μπορώ να πω ότι είναι αντρικές δουλειές, γιατί προσπαθώ να... Κάτσε, τι αντρικές δουλειές; Αυτή η δουλειά είναι για... Τότες, ας πούμε, οι γιαγιάδες μας που σκαρφαλώναν τα βουνά, κουβαλάγανε ξύλα, είχανε δέκα μικρά, ξέρω γω, ηκάνανε, ράνανε, δεν μπορείς να πεις ότι αυτή είναι αντρική δουλειά και αυτή η γυναίκα πρέπει να κάνει αυτό. Δεν ισχύει αυτό για μένα, καθόλου. Και εγώ πιο πολύ κιόλας... Κάποιοι ανθρώποι έχουν όρεξη για δουλειά εδώ. Κάποιοι άλλοι βαριούνται. Τότες που είχα εγώ κάποιες ανάγκες, κάποιος να με βοηθήσει για κάτι, αυτό, εκείνο, δεν μπορώ, ας πούμε, εγώ να παρακαλάω τον άλλον να έρθει. Θα του το πω μία, δύο, τρεις... Ε, κάτσε, ρε φίλε, όχι. Ε, τότες θα το πιάσω εγώ το αλυσοπρίονο, θα το πιάσω εγώ το χορτοκοφτικό, να δω τι είναι αυτό, τι και πώς. Δεν είναι ότι δεν έχω ανάγκη, αλλά πιστεύω ότι κάθε γυναίκα μπορεί να κάνει αυτό που κάνω. Δεν υπάρχει: «Α, εγώ δεν μπορώ», καθόλου. Απλά αλλάζει λίγο η ζωή της γυναίκας. Ερωτεύεται, παντρεύεται, κάνει παιδιά... Όχι ότι πρέπει, απλά... έτσι πάει η ζωή. Και δεν μπορεί τώρα η γυναίκα που έχει δυο–τρία μικρά να βγαίνει όξω να κόβει ξύλα ή να μαζεύει ελιές ή να... Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Άλλες δουλεύουνε... δεν λέω, καλά κάνουνε. Γιατί τουλάχιστον εκεί πληρώνονται κάθε μέρα γι’ αυτό που κάνουνε. Αλλά υπάρχει και το... έχω χάσει και φίλες και διάφορους ανθρώπους απ’ τη ζωή μου επειδή... εντάξει, νομίζουν ότι είμαι «πάδαρε»; Νομίζουν ότι... δεν ξέρω, προσπαθώ να... να δείξω κάτι, να... Αλλά καμία σχέση αυτό. Εγώ χαίρομαι γι’ αυτό που κάνω. Το δείχνω και θέλω και άλλες να μπορούνε άμα... ότι δεν υπάρχει καμία γυναίκα που δεν μπορεί να κάνει αυτά που κάνω. Δεν ισχύει αυτό. Δηλαδή πήρα πολλή δύναμη απ’ αυτό το πράγμα. Είχα κάποιες δυσκολίες παλιά στη ζωή μου και μ’ αυτά που κάνω και ρισκάρω τον εαυτό μου, ξέρω γω, ότι: «Α, τι είναι αυτό; Δεν... Μπορώ, δεν μπορώ, ας το δοκιμάσω». Και του δίνω. Πιστεύω ότι η κάθε μία μπορεί να το κάνει αυτό, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα: «Δεν μπορεί μια γυναίκα να κάνει αυτό που κάνω» καθόλου. Και εμένα αυτό που με ευχαριστεί στη δουλειά που κάνω, όταν χτυπιέμαι ή κόβομαι ή αυτό, είμαι πιο ευχαριστημένη με τη δουλειά που θα βγάλω. Γιατί άμα δεν χτυπήσεις, δεν μαθαίνεις. Είναι λίγο... Αλλά εκεί γουστάρω πιο πολύ, άμα κόβομαι ή ξέρω γω τι. Γιατί δείχνει ότι τα δίνεις όλα, ρε παιδί μου. Και τα καταφέρνεις. Αυτό. Λες στον εαυτό[00:35:00] σου: «Αυτό που θα κάνω σήμερα θα το καταφέρω». Εντάξει. Την πρώτη φορά... Υπάρχουν και κάποιες στιγμές που είχα κάποια αυτά, ας πούμε, όταν πρωτομάθαινα το σκαφτικό, παραλίγο να μου φύγει, την πρώτη φορά που το δούλεψα. Δηλαδή να του δώκει από κάτω απ’ την πεζούλα... Αλλά σιγά–σιγά το πάλεψα με τα χέρια μου. Ωπ! Αυτό, στρίψε, κάνε, ράνε, το ’χουμε. Και τώρα το δουλεύω. Αυτό, δεν πρέπει να φοβηθείς, στην αρχή. Άμα πεις: «Όχι, δεν το κάνω», το ’χασες. Κάνεις ό,τι μπορείς. Και συνεχίζεις να κάνεις ό,τι μπορείς. Εντάξει. Εγώ το μόνο που δεν έχω μάθει ακόμα είναι να σφάζω. Το λέω. Κάποια στιγμή θέλω να το δω κι αυτό. Γιατί όχι;

Δ.Ξ.:

Να σφάξεις, ας πούμε, γουρούνι;

Χ.Ρ.:

Ε, άμα μπορώ. Γουρούνι ή καμιά κότα, ξέρω γω; Θέλω κι αυτό να το μάθω κάποια στιγμή. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις στη ζωή τι... Πρέπει να ξέρεις να τα κάνεις όλα. Κάτι, έτσι, μια αυτή, μια γεύση με όλα. Όχι να είσαι και καλύτερος. Αλλά κάτι να ξέρεις. Εδώ στο νησί, έτσι είναι εδώ πέρα. Πρέπει να τα ξέρεις όλα. Αυτό, ξέρω να μαζεύω χόρτα. Πρέπει να τα ξέρεις. Να ράβεις, να... Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να... Να μαγειρέψεις. Αυτό.

Δ.Ξ.:

Και τώρα είσαι εδώ είκοσι χρόνια σχεδόν. 

Χ.Ρ.:

Ναι. Παναγία μου, ναι. 

Δ.Ξ.:

Και πώς το βλέπεις;

Χ.Ρ.:

Περνάνε τα χρόνια. Περνάνε πολύ πολύ γρήγορα τα χρόνια. Εντάξει, ήτανε... Ε, στη ζωή έχεις τις φορτούνες σου, έχεις τα καλά σου, έχεις τα... Αλλά αυτήν την απόφαση που πήρα, που ήρθα εδώ, άξιζε πολύ. Δεν είναι κάτι που θα πω ότι: «Α, γιατί πήγα εκεί, γιατί...;». Εντάξει, μπορεί να ήταν η ζωή μου αλλιώς, άμα καθόμουν Αμερική, δεν ξέρω. Αλλά και εκεί θα ’μουνα σαν... δεν θα ήξερα τίποτα, με αυτά που κάνω εδώ τώρα.  Είναι μια δεύτερη πόρτα, δεν λέω. Είμαι πολύ τυχερή που το έχω αυτό. Γιατί εντάξει, κι εδώ είναι δύσκολα. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα γίνει. Και νιώθω καλά που έχω μια τέτοια ευκαιρία, όποτε αυτό, πας κι εκεί, άμα δεν σου κάτσει εδώ. Αλλά το παλεύω εδώ, όσο μπορώ το παλεύω. Ναι. Ειδικά τώρα με τον παππού μου, είμαι εκεί. Του έχω πολύ μεγάλη αδυναμία. Μεγάλωσα σχεδόν... Το θυμάμαι και στην Αμερική που ήμουν μικρή. Και τώρα που τον βλέπω και... Εντάξει. Κάνει ό,τι μπορεί, αλλά δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο που θυμάσαι τότες που... Έχει και αυτός τα θέματά του. Είμαι εκεί τώρα. Δεν με παίρνεις από εκεί με τίποτα. Ναι. Πιο πολύ έτσι ασχολήθηκα, με αυτά που κάνω, από αυτόνε.

Δ.Ξ.:

Η ζωή εδώ, πιστεύεις, έχει αλλάξει πολύ, ας πούμε, αυτό το διάστημα, αυτά τα χρόνια, στην Ικαρία;

Χ.Ρ.:

Όταν λες «έχει αλλάξει», τι;

Δ.Ξ.:

Το νησί, οι άνθρωποι...

Χ.Ρ.:

Το νησί, οι ανθρώποι; Εντάξει, τώρα τι να σου πω; Είναι πολύ δύσκολα να ζήσεις εδώ πέρα. Εντάξει, άντε, ας πούμε, εγώ θα κάνω την αγροτική, το κομμάτι αυτό. Θα κουρέψω, θα... Δηλαδή εδώ πέρα, άμα ο νέος άνθρωπος δεν κάνει δυο–τρεις δουλειές, δύσκολα να ζήσει. Και άμα έχει και παιδιά, ω καλά, άσ’ το. Βλέπεις τώρα μουσικούς, που το πρωί, ξέρω γω τι, χτίζουν τοίχους και το βράδυ παίζουνε μουσική. Πρέπει να ξέρεις κάτι, κάτι παραπάνω εδώ για να ζήσεις. Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα εδώ. Εντάξει, έχουν ακριβύνει κιόλας τα πράγματα. Το καλοκαίρι άσ’ το, το νησί άσ’ το, που έρχεται όλο αυτό το πράγμα εδώ πέρα. Έχει αλλάξει το νησί. Δεν είναι το καλοκαίρι όπως ήταν πριν, ξέρω γω, δεκαπέντε χρόνια με τώρα. Άλλο κόσμο... άλλη αυτή, άλλο κλίμα, δεν ξέρω. Αλλά τον χειμώνα έχει αλλάξει το νησί, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Έχουν φύγει και πολλά παιδιά. Το βλέπεις ότι αλλάζει το... Κάποια χωριά, οι πιο πολλοί που μένουν εκεί είναι συνταξιούχοι. Εν υπάρχει νεολαία. Τίποτα. Και αυτοί που μένουν εδώ παλεύουνε, πολύ παλεύουνε[00:40:00]. Και μη νομίζεις, και για τίποτα. Σιγά. Ίσα–ίσα να πάρουνε κάτι να φάνε και αυτό είναι, τίποτα. Έχει αλλάξει η ζωή, βέβαια. Εγώ θυμάμαι τότες που είχα το καφενείο στην αρχή, πριν πόσα χρόνια, κερνάγαν οι ανθρώποι, κερνάγαν ο ένας τον άλλο: «Κεράσε τον, κάνε, κέρνα». Τα λεφτά έτσι. Από εδώ και από εκεί. Τώρα... σπάνια να ακούς κάποιον να πει. Όχι ότι είναι τσιγκούνης κι αυτά. Δεν έχουν οι ανθρώποι. Δεν το ακούς αυτό πια: «Κέρασε τον» ή «Κέρασε την παρέα» ή... Δεν έχει τέτοια. Έχει αλλάξει πολύ η φάση. Μα το βλέπεις κιόλας. Τα μαγαζιά είναι άδεια. Έχει κλειστεί μέσα ο κόσμος. Υπάρχει μια μιζέρια. Αυτό βλέπω. 

Δ.Ξ.:

Και το καλοκαίρι που είπες;

Χ.Ρ.:

Το καλοκαίρι... θες να δεις που α κρυφτείς με όλο αυτό το πράγμα που έρχεται! Το καλοκαίρι ε βλέπεις ντόπιους. Είναι όλοι μέσα. Ή πάνε, ας πούμε, σε άλλες παραλίες, πιο έτσι... μικρές, πιο για την οικογένεια κι αυτά. Έρχεται... τι να σου πω; Έρχεται ένα τσουνάμι τον Αύγουστο εδώ πέρα. Δεν έχει που... Με το αμάξι να βγεις να ζάλεις, δεν υπάρχει, τίποτα. Μπορεί να είναι μια απόσταση που α σου κάνει τον χειμώνα δέκα λεπτά και το καλοκαίρι να σου κάνει μισή ώρα και να πας να φτάσεις εκεί που θες, με αυτό το τρενάκι που είναι στον δρόμο. Πολύ κόσμο, πολύ... Δεν ξέρω. Εγώ το καλοκαίρι προσωπικά δεν μ’ αρέσει εδώ. Είναι... Δεν υπάρχει σεβασμός στο νησί. Καθόλου. Έχει φέρει ένα άλλο τύπο κοσμάκη εδώ πέρα. Αλλά εντάξει. Φέτος καλά πήγαν τα πανηγύρια. Τα ξεπουλάγανε όλα. Μπορώ να πω μπράβο τους, που τουλάχιστον ακουμπάγανε και τα λεφτά τους εδώ. Γιατί κάποιες άλλες χρονιές, ερχόντουσαν αυτοί οι γκρούβαλοι και τρώγανε ό,τι είχες πάνω στο τραπέζι, άμα πήγαινες να χορέψεις. Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Είδα ότι ψωνίζουν οι άνθρωποι, παίρνουνε πράγματα. Αλλά το νησί αλλάζει το καλοκαίρι, δεν είναι η Ικαρία, καθόλου. Είναι η Ικαρία που το βλέπουν αυτοί. Όχι αυτό που βλέπουμε εμείς. Ναι.

Δ.Ξ.:

Θες κάτι άλλο να πούμε; Έτσι για εδώ–

Χ.Ρ.:

Για εδώ.

Δ.Ξ.:

Για να μοιραστείς;

Χ.Ρ.:

Για εδώ έχω να πω... Τι να πω; Καθένας να κάνει ό,τι μπορεί. Δεν είναι και άσκημο να δείχνεις και αυτό που κάνεις. Να υπάρχει υποστήριξη ανάμεσα των ανθρώπων εδώ. Να υπάρχει μια αγάπη. Και να μη ζηλεύουνε, ρε παιδί μου. Να μην υπάρχει αυτή η κακία, αυτή η ζήλια. Να είναι όλοι ενωμένοι εδώ. Γιατί όσο περνάνε τα χρόνια, αλλάζουν τα πράγματα. Και η κάθε γυναίκα μπορεί να κάνει ό,τι... να πιάσει το τσεκούρι και το αλυσοπρίονο και να του δώκει. Αυτό, να υπάρχει δύναμη στον καθένα και μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, ότι είναι όλα στο μυαλό. Και εύχομαι και στην κάθε γυναίκα να μπορεί, να παίρνει τα πάνω της και να τα κάνει αυτά. Ποτέ να μην αφήσεις κανένα να σου πει ότι δεν μπορείς, ότι δεν ξέρεις. Και αυτό, ποτέ, τίποτα. Εκεί, με τα μούτρα πιο πολύ να χώνεσαι και να κάνεις. Αυτό, δύναμη, τίποτα άλλο. 

Δ.Ξ.:

Τέλεια. Ευχαριστώ πολύ.

Χ.Ρ.:

Κι εγώ ευχαριστώ.