© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ο ηχολήπτης Γιώργος Φιλικόζης: Από την πρώην Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα και από την κλασσική στην μέταλ μουσική
Κωδικός Ιστορίας
26627
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Φιλικόζης (Γ.Φ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/07/2023
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (Κ.Α.)
Οπότε πάμε. Καλησπέρα είμαι ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, είναι Τρίτη 1η Αυγούστου του 2023, βρίσκομαι με τον Γιώργο Φιλικόζη στο σπίτι του στην Ηλιούπολη και αυτή είναι μια συνέντευξη για λογαριασμό του Istorima. Καλησπέρα Γιώργο!
Καλησπέρα! Πώς είμαστε;
Μια χαρά, εσύ;
Μια χαρά, ωραία. Τώρα που είμαστε παρέα θα είναι πιο ευχάριστα.
Αμέ! Θα ήθελες να μου πεις μερικά πράγματα για σένα, ξεκινώντας από τα πρώτα σου χρόνια;
Ξεκινώντας από τα πρώτα μου χρόνια, μάλιστα. Πάμε αρκετά πίσω, γιατί είμαστε λίγο γέροι πλέον, σχετικά. Γεννήθηκα στη Σοβιετική Ένωση το 1980, 19 Φεβρουαρίου. Μεγάλωσα εκεί, θα σας πω λίγο πιο μετά τι και πώς. Το '90 ήρθα Ελλάδα και από κει και πέρα το ταξίδι συνεχίζεται εδώ. Ο πατέρας μου, Ελληνικής, ποντιακής καταγωγής, ήτανε καθηγητής βιολιού. Δίδασκε κλασική μουσική και λοιπά, ήταν και μαέστρος σε κάποιες τοπικές ορχήστρες στο Σουχούμι της Γεωργίας, που γεννήθηκα. Παράλια Μαύρης Θάλασσας παρεμπιπτόντως είναι αυτό, πάνω από την Τουρκία από εκείνη την πλευρά από το Μπατούμι. Η μάνα μου και αυτή μουσικός, καθηγήτρια πιάνου, Γεωργιανή στην καταγωγή. Τώρα, όσον αφορά έτσι, τα βασικά, τα οικογενειακά, τα παππούδια, τον έναν είχα δει, ο οποίος δεν ήταν και πολύ της οικογένειας, ήταν πολύ φευγάτος, απ’ την πλευρά του μπαμπά, οπότε τον είχα δει 4-5 φορές. Τον άλλον παππού δεν τον πρόλαβα, είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν γεννηθώ. Οι γιαγιάδες ήταν μια χαρά, τις γνώρισα και τις δυο, και προγιαγιά γνώρισα, πέθανε 103, αυτό. Τώρα όσον αφορά την παιδική μου ηλικία. Είχε ένα ενδιαφέρον, τώρα που σκέφτομαι, μετά από όλα αυτά τα χρόνια στο δυτικό κόσμο, το ότι μεγάλωσα τα πρώτα, ουσιαστικά, 10 χρόνια της ζωής μου σε ένα κουμμουνιστικό σοσιαλιστικό καθεστώς και πήγα σε σχολείο, σοβιετικό. Το οποίο με κάνει να χαίρομαι βασικά, δεν το μετανιώνω, δηλαδή είναι μια ωραία εμπειρία, γιατί πιστεύω στο θέμα της μόρφωσης αυτή η χώρα είχε να δώσει πολλά, πέρα από τα αρνητικά της. Ας δούμε μόνο τα θετικά, δεν υπάρχει λόγος, τα αρνητικά τα ξέρουν όλοι. Πηγαίναμε με τις στολές μας, δεν υπήρχαν κοινωνικές διακρίσεις, δεν υπήρχαν οικονομικές διακρίσεις, δεν… Δηλαδή δεν υπήρχαν, ήταν ένα πράγμα λίγο πιο, σε ευθεία γραμμή και ρόλαρε καλύτερα, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα που υπάρχει εδώ ας πούμε. Αυτά τα σκέφτομαι τώρα, τότε προφανώς δεν τα χα αυτά στο μυαλό μου. Και μου φαίνεται ότι ήταν ένα ωραίο σενάριο όλο αυτό, δηλαδή, το πώς ήταν τα σχολεία επί κομμουνισμού. Να τονίσω δεν είμαι κομμουνιστής.
Πώς είναι όμως, δηλαδή να βρίσκεσαι στη Σοβιετική Ένωση στα πρώτα 10 χρόνια της ζωής του; Δηλαδή το σχολείο, η καθημερινότητα, οι άνθρωποι. Τι θυμάσαι;
Τι θυμάμαι... Πρώτα απ’ όλα θυμάμαι μια ανέμελη εποχή, γιατί όσο να ναι παιδάκι ήμουνα, οπότε όλα τα ζόρια τα τραβάγανε οι γονείς, συγγενείς, οι μεγάλοι τέλος πάντων, όποτε ήταν και μια εποχή πιο soft. Δηλαδή λίγο πριν τη διάλυση τα τελευταία 10 χρόνια είχε χαλαρώσει πάρα πολύ, δεν ήταν αυτό το, κάποτε που ξέρανε το «σιδηρούν παραπέτασμα» κι αυτά. Όποτε ήτανε ένα πράγμα πολύ πιο νορμάλ, πολύ πιο ανθρώπινο που πιστεύω, αν το κοντρολάρανε, βλέποντας από τώρα πάλι, με τη σημερινή ματιά αυτό το πράγμα με λίγο καλύτερες κινήσεις στην οικονομία, αυτό θα μπορούσε να επιβιώσει. Απλά δεν άφηναν τον κόσμο να αναπνεύσει όσο θα έπρεπε. Έπρεπε να ανοίξουν κι άλλο την κάνουλα. Σαν παιδάκι τώρα θυμάμαι να περνάω τελεία, υπήρχε απόλυτη ασφάλεια, δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου εγκληματικότητα, παίζαμε και βράδυ, βγαίναμε και αυτό. Δηλαδή παιδάκια τώρα 8 χρονών, 11 η ώρα το βράδυ παίζαμε στο δρόμο, δεν υπήρχε κίνδυνος, κάτι πολύ βασικό, και δεν υπήρχε κάποιος με το όπλο από πάνω, ώστε να φοβούνται οι άλλοι να κάνουν κάποια εγκληματική ενέργεια. Δεν υπήρχαν τόσα εγκληματικά στοιχεία και η κοινωνία ήταν πιο νορμάλ, και μπορώ να πω και αρκετά ανθρώπινη κιόλας. Άσχετα το τι λένε, δηλαδή θυμάμαι, έχω μνήμες, πέρα από αυτά που έχω ακούσει από τους δικούς μου. Στο σχολείο ήτανε ένα ενδιαφέρον πράγμα που μάλλον δεν έκανα, όπως το είχε πει και η δασκάλα μου, θυμάμαι χαρακτηριστικά στη μάνα μου, ότι «Ο γιος σας δεν κάνει για σοβιετικό σχολείο, κάνει για δυτικό σχολείο» και αλήθεια είναι όταν πρωτοήρθα Ελλάδα και πήγα σε σχολείο εδώ πέρα, που ήτανε, να το πω επιτρέψτε μου, μπουρδέλο, το απόλαυσα. Ήτανε λίγο χαοτική η κατάσταση, γιατί σαν χαρακτήρας ήμουνα από παιδάκι λίγο χαοτικός. Εντάξει, έτρωγα τις τιμωρίες μου, με βάζαν στη γωνία, τρώγαμε το χάρακα στο χέρι. Αυτό, δεν έχω να πω κάτι ιδιαίτερο, γιατί μόνο 4 χρόνια. Δηλαδή δεν πήγα σε μεγαλύτερες τάξεις εκεί, οπότε δεν έχω κάποιες άλλες πιο σοβαρές εμπειρίες και τόσο γενικά. Παιδάκια ήμασταν, τετάρτη δημοτικού τελείωσα εκεί και ήρθα εδώ και πήγα πέμπτη.
Το ταξίδι για εδώ;
Το ταξίδι για εδώ ήτανε...
Το θυμάσαι;
Το θυμάμαι, ναι. Πώς δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι οι γονείς μου είχαν έρθει πιο νωρίς από μένα στην Ελλάδα, ήρθανε αν δεν κάνω λάθος, δεν με απατά η μνήμη μου. Είχανε έρθει τον Μάρτιο, Απρίλιο του '90 και μετά ήρθε η μάνα μου τον Αύγουστο μετά από 3-4 μήνες να με πάρει, για να με φέρει στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι απλά είχαμε πάει και είχαμε μείνει ένα μήνα περίπου, ενάμιση στη Μόσχα, για να κάνει κάποια χαρτιά που ήθελε να κάνει με το Υπουργείο Εξωτερικών εκεί και λοιπά. Αυτό δηλαδή, διαδικαστικό, μείναμε σε μια θεία και μετά ήρθαμε εδώ και θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν ερχόμασταν εδώ ερχόμασταν με πτήση της MALEV με TUPOLEV 154 και μέσα ήταν η εθνική ομάδα μπάσκετ Ελλάδας. Οταν ερχόμουνα εδώ, στο αεροπλάνο. Ναι, το θυμάμαι. Τώρα μου το ξύπνησες αυτό απ’ τις μνήμες. Κατά τα άλλα ένα νορμάλ ταξιδάκι ήταν, δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, εντύπωση μου έκανε όταν προσγειώθηκα εδώ, που δεν είχα παιδάκι ξαναπάει σε δυτική χώρα. Και θυμάμαι χαρακτικά που έχει έρθει ο πατέρας μου να μας πάρει με ταξί από το αεροδρόμιο τότε στο ανατολικό, δυτικό. Ποιο ήταν, για τις πτήσεις του εξωτερικού; Και παίρνοντας ταξί και πηγαίνοντας σπίτι βλέπω φώτα παντού, αφίσες και διαφημιστικά και μαγαζιά να λαμπυρίζουν και λέω αυτός είναι ο κόσμος. Δεν είναι ακριβώς αυτός, τώρα που μεγαλώσαμε, αλλά σε ένα παιδάκι, ένα φαντεζί πράγμα πάντα κάνει λίγο μπαμ και του φαίνεται κάπως έτσι ενδιαφέρον.
Πού μεγάλωσες στην Αθήνα;
Αθήνα πού μεγάλωσα… Τα πρώτα χρόνια, όπως οι περισσότεροι δηλαδή, που σε στέλνανε προς τα εκεί. Τον πρώτο χρόνο βασικά μέναμε στον Κορυδαλλό, κοντά στο Αιγάλεω-Κορυδαλλός, τώρα σύνορα κάπου εκεί, μέναμε κοντά στο εβραϊκό νεκροταφείο, ακριβώς από πάνω. Σε μια πολύ ωραία γειτονιά ήσυχη, η οποία έτυχε να περάσω πριν μερικούς μήνες από κει, έτσι για να δω, γιατί μου τη βάρεσε μια μέρα πήρα τη μηχανή και πήγα να δω το μέρος που πρωτοήρθα Ελλάδα. Ένα πολύ ωραίο μέρος, έχει γίνει ακόμα πιο κυριλέ από ότι ήτανε, αυτό. Ο πατέρας μου δεν ήθελε βέβαια να έχει πάρε δώσε με ομογενείς πολλούς και τέτοια, ήθελε να είναι ανεξάρτητος και δεν ήθελε να είναι μ’ όλους μαζί, σε εισαγωγικά γκετοποιημένος. Οπότε κάποια στιγμή φύγαμε θυμάμαι, μετά από έναν χρόνο από εκεί, περίπου ενάμιση, πήγα νέα Σμύρνη όπου έμεινα 6 μήνες. Και μετά ουσιαστικά το ‘92 μέσα, του ‘92 τέλος που πήγα και έκτη δημοτικού, πήγα 2 μήνες στη νέα Σμύρνη και μετά ήρθαμε Υμηττό. Και ουσιαστικά από τότε μένω στην Υμηττό. Δηλαδή στην Ελλάδα, ουσιαστικά στον Υμηττό μεγάλωσα, Υμηττός-Βύρωνας εκεί.
Μεγαλώνοντας είχες δυσκολίες να αφομοιωθείς για τη γλώσσα, για...;
Όχι, δεν είχα. Δηλαδή ήρθα τελείωσα εκεί τετάρτη δημοτικού, είχε ένα γνωστό πατέρας μου εκεί, ο οποίος ήταν καθηγητής ελληνικών, Πόντιος ο άνθρωπος. Αλλά ήταν φιλόλογος και λοιπά, μου έκανε 4-5 ιδιαίτερα τώρα ίσα-ίσα για τα βασικά, αυτό. Σε εκείνη την ηλικία 10 χρονών τα απορροφάς σα σφουγγάρι όλα, δεν έχεις κάτι, δηλαδή να ζοριστείς κάπου. Δηλαδή ήρθα Ελλάδα ξέρω ‘γω τέλη Αυγούστου, Οκτώβριο μίλαγα ελληνικά κανονικότατα, χωρίς προφορά, χωρίς τίποτα. Είναι μια ηλικία πολύ, που ο εγκέφαλος απορροφά πράγματα στο μπαμ, μόνος του. Στο σχολείο, τώρα, πέμπτη Δημοτικού που πήγα, θυμάμαι χαρακτηριστικά, φωνάζουν κάποια στιγμή τον πατέρα μου στο σχολείο και πάει σχολείο, τον φωνάζει ο Διευθυντής. Θυμάμαι και το επώνυμο, κύριος Βαρδής, και λέει, «Κύριε Φιλικόζη, ο γιος σας» λέει «βρίζει», «Μάλιστα» του λέει ο πατέρας μου, «Να σας πω κάτι, επειδή δεν ξέρουμε εμείς λέει ακόμα καλά Ελληνικά στο σπίτι, δεν πολυμιλάμε Ελληνικά και σίγουρα δεν ξέρουμε τις βρισιές. Άρα μάλλον λέει στο σχολείο τις έμαθε τις βρισιές το παιδί». Ναι, ήμουνα βρωμόστομος, ακόμα είμαι. Τώρα αφομοίωση, στο θέμα της αφομοίωσης. Δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο θέμα στο δημοτικό, είναι πιο παιδάκια, είναι πιο αθώα, αν και είναι σκληρά τα παιδάκια. Όταν ήρθα μετά στη Νέα Σμύρνη, πάλι ήταν πολύ κομπλέ τα παιδιά. Όταν ήρθα Υμηττό ήταν κάτι, να το πω έτσι, τσογλανάκια, που δεν θα το θεωρήσω… Υπήρχε ένα σαν bullying, που λένε πλέον, επειδή ήμουν από το εξωτερικό και τέτοια. Αλλά δεν ξέρω δεν πολυκαταλάβαινα από αυτά. Δηλαδή μου κάναν bullying μια φορά, έπαιξα μπουνιές, μου κάναν bullying δεύτερη φορά, του άνοιξα τη μύτη του αλλουνού, τελείωσε το bullying, αυτό ήτανε. Θυμάμαι να κοπανάω έναν με την πόρτα στο κεφάλι στην τάξη, ναι παιδάκια, ναι. Γιατί είχαν πέσει 4 πάνω μου και είπα θα βουτήξω τον έναν και θα τον κάνω τόπι στο ξύλο. Και τον έκανα και σταμάτησαν όλα τα bullying μετά, όλα καλά. Γενικά δεν είχα κάποια χοντρά θέματα ρατσισμού να λέμε. Εντάξει, υπήρχαν κάποιοι, αλλά δεν αντιμετώπισα κάποια. Γιατί ήταν πολλά παιδιά που ήταν και δίπλα μου και σταθήκανε δίπλα μου και με στηρίξανε και μπράβο τους και γενικά αυτό. Έτυχα δηλαδή σε καλές παρέες στο σύνολο, μιλώντας συνολικά. Μετά σπούδασα μουσική, Τι άλλο; Από μικρό παιδί που μιας και ήταν και οι 2 γονείς μουσικοί, οπότε το μήλο κάτω από τη μηλιά έπεσε. Ασχολήθηκα, σπούδασα φλάουτο, κλασική μουσική, το τελείωσα, δίδασκα. Πάντα είχα μια λόξα με τις συναυλίες και ειδικά εκείνη την εποχή μου έχει κάνει εντύπωση, ότι σε πολλές συναυλίες που πάω δεν έχει και τον τέλειο ήχο. Ήθελα να ακούσω κάτι πιο... Αυτό με ώθησε στο να ασχοληθώ με την ηχοληψία και τελικά με τράβηξε πιο πολύ από την ίδια τη μουσική. Κάτι το οποίο εξασκώ εδώ και 17 χρόνια.
Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω, πάμε στις σπουδές. Δηλαδή είσαι 18 χρονών, τελειώνεις το σχολείο.
Μάλιστα.
Πώς έρχεται η απόφαση;
Τελειώνω το σχολείο, πώς έρχεται η απόφαση… Η απόφαση, εντάξει, πέρα από το κομμάτι του, πήγαινα σε κάποιες συναυλίες και δεν με τρέλαινε ο ήχος και λέω «Τι είναι αυτό; Θέλω να ασχοληθώ. Θα ‘θελα αν μπορώ εγώ να το κάνω λίγο καλύτερο», σαν νέος που ήμουνα. Είναι και ότι μας έφαγε και η ροκ κουλτούρα λίγο, η οποία ξεκινάει από πιο παλιά, εντελώς τυχαία. Είχα πάει το 1988-87 διακοπές με τη γιαγιά μου, σε κάτι ιαματικά νερά στη Γεωργία και υπήρχε ένα κιόσκι σαν ISOBOX σκεφτείτε, αλλά σάπιο, του τότε και σοβιετικό κιόλας, που έπαιζε μουσική και πούλαγε κασέτες. Τότε αντιγράφανε, ειδικά ότι κασέτες ήταν του εξωτερικού και αυτά ξένες μουσικές, ήταν πιο δυσεύρετα στη Σοβιετική Ένωση. Οπότε ο τύπος αντέγραφε με τον κλασικό τρόπο, BOOMBOX να παίζει τέρμα, ένα BOOMBOX απέναντι από το μικρόφωνο, να αντιγράφει από το άλλο, όχι με καλώδιο. Οπότε υπήρχε βαβούρα, αλλά «Who cares?», που λένε οι Άγγλοι εκείνη την εποχή, και παιδάκι, έβαλα τα κλάματα. Περνώντας άκουσα ένα κομμάτι που μου έκανε εντύπωση και λέω στη γιαγιά μου «Θέλω να μου το πάρεις». Οι κασέτες τότε αυτές ήταν πανάκριβες, θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν maxell ενενηντάρα, την οποία την έγραψε ο τύπος. Αυτά ήταν πανάκριβα πράγματα. Δηλαδή σε σημερινή αξία, σαν αντιστοιχία, μπορεί και να έκανε 150 € αυτή η κασέτα. Έβαλα τα κλάματα, έσπασα τα αρχίδια της γιαγιάς μου και η κακομοίρα, τι να κάνει, για τον εγγονό της, μου την πήρε την κασέτα. Ερχόμενος μετά από χρόνια εδώ, στην Ελλάδα, την είχα λιώσει εννοείται την κασέτα, την έχω ακόμα την κασέτα, υπάρχει. Ερχόμενος Ελλάδα και μετά όσο μεγάλωνα, που άκουγα ροκ μουσική και τέτοια από το γυμνάσιο και λοιπά, ανακάλυψα ότι το κομμάτι που μου έκανε την εντύπωση και κόλλησα με αυτό το πράγμα, το μικρόβιο ήταν το Highway Star των Deep Purple. Γιατί πήρα την κασέτα, αλλά δεν έγραφε τι είναι τότε, το ανακάλυψα εδώ. Και ακούω το κομμάτι σε μια ραδιοφωνική, θυμάμαι, εκπομπή και λέω «Ώπα, αυτό είναι εκεί. Τι είναι αυτό; Deep Purple Highway Star». Εκεί είναι που τo ροκ μας κατάστρεψε, σε εισαγωγικά, τη ζωή. Και κάποιες συλλογές που είχαν οι γονείς μου, που είχαν κάτι σκόρπια, κανά [Δ.Α.], κανά αυτό. Δηλαδή από τη ροκ κουλτούρα ξεκίνησε πιο πολύ αυτό, μ’ άρεσε και όλο το, με τους roadie, να πας περιοδεία με τη ροκ μπάντα, να κάνεις όλο αυτό το σκηνικό και το σινάφι γύρω από αυτό το είδος το των σόου. Αυτό με ώθησε κυρίως, στο να πάω να ασχοληθώ με την ηχοληψία. Το φλάουτο το γούσταρα, επειδή μ’ άρεσε η μουσική από μικρός που προσπαθούσα, με έχουν βάλει να κάνω κλασική κιθάρα, κλασικό βιολί, πιάνο κλασικό, δεν... Με τράβαγαν κυρίως τα πνευστά. Oπότε κάποια στιγμή έρχεται ο πατέρας μου, πετάει την ιδέα, και εκείνη την περίοδο παράλληλα ένας τύπος, ο οποίος ήταν ηχολήπτης σε ένα θέατρο εδώ στο Δήμο, μου είχε αναφέρει κιόλας... Ήμουνα δευτέρα Γυμνασίου, μου είχε αναφέρει για τους Jethro Tull και συνέπεσαν όλα αυτά μαζί, ταυτόχρονα, άκουσα Jethro Tull. Μάλλον συγγνώμη, Jethro Tull ήταν η δεύτερη μπάντα που άκουσα. Άκουσα τους... Κόλλησε το μυαλό μου τώρα. Γαμώτο θα σου πω τώρα περίμενε, θα το βρω, θα το βρω. Που θα πάει, θα το βρω. Κόλλησε το μυαλό μου, όχι Van der Graaf Generator. Είναι τα εγκεφαλικά, μετά τα 40 παθαίνουμε διάφορα. Μπράβο, King Crimson. Οι King Crimson ήταν το καλλιτεχνικό ένας με το φλάουτο και μετά ήρθαν οι Jethro Tull, αυτό. Απλά τους King Crimson τους είχε αναφέρει ο τύπος μου λέει, «Είναι πιο δύσκολοι για την ηλικία σου», χαρακτηριστικά το θυμάμαι, και μου λέει «πάρε να ακούσεις αυτούς», «Όχι,» του λέω «θέλω κι αυτούς». Και μου έβαλε King Crimson και Jethro Tull και άκουσα, πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν Crimson και με τράβηξε αρκετά. Αυτό δηλαδή στο κομμάτι της μουσικής. Εννοείται ότι μου αρέσει η κλασική μουσική σε ηρεμεί σε γαληνεύει. Περιλαμβάνει τα πάντα μέσα, δηλαδή μπορεί να σε ταξιδέψει προς όλες τις κατευθύνσεις. Και μετά στην πορεία εννοείται με τράβηξε, πέρασα και από τζαζ και από funk και από διάφορα, τα ακούω, όχι φανατικά. Φανατικά, μπορώ να πω ότι ακούω thrash, η φάση είναι μπύρα thrash σατανάς, σε εισαγωγικά όλο αυτό μην παρεξηγηθούμε του σατανά. Δεν πιστεύω πουθενά προσωπικά. Πουθενά, δεν πιστεύω στις θρησκείες, αυτό, στα μαγαζάκια τους μάλλον.
Οπότε μεγαλώνουμε ρε παιδί μου, και πιάνεις, υποθέτω και την πρώτη σου δουλειά…
Ναι, η πρώτη μου δουλειά ουσιαστικά ήτανε στο Νάκα, που πήγα στο σέρβις πνευστών, επισκεύαζα πνευστά μουσικά όργανα. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά και η πρώτη μουσική δουλειά. Έμαθα δηλαδή, πήγα σε έναν άνθρωπο εκεί πέρα, τον Νίκο τον Διπλάρη, που με βοήθησε πάρα πολύ τότε. Μου έμαθε την τέχνη και καθόμασταν μαζί και δουλεύαμε. Παράλληλα η πρώτη μου μουσική δουλειά, σαν δουλειά, ήτανε, με είχε στείλει… Θυμάμαι τότε ήταν έγκυος η δασκάλα μου στο φλάουτο και με είχε στείλει να την αντικαταστήσω στο Λουδοβίκο των Ανωγείων και κάναμε ένα τουρ θυμάμαι στην Κρήτη, το οποίο ήταν πολύ ωραίο. Ήταν κάμποσα τα λαιβάκια ήταν και ειδικά για τότε και ειδικά η πρώτη δουλειά, το οικονομικό ήταν τρομερό. Οπότε ήταν πολύ ωραίο. Μετά βέβαια που προσγειωθήκαμε λίγο, δεν ήταν το… Πήγε αλλιώς το πράγμα γιατί πήγα και φαντάρος μετά αυτό ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου που… Οκέι, δεν θεωρώ ότι δεν πρέπει να πάει κάποιος φαντάρος, άμα δεν θέλει να πάει να μην πάει, αλλά θα πρέπει να είναι ελεύθερο. Όποιος θέλει να πάει να πάει, δηλαδή να υπάρχει σε εισαγωγικά υποχρεωτική στράτευση, όποιος θέλει έρχεται εκπαιδεύεται, περνάει. Φεύγεις λίγο από το σπίτι, είναι μια ηλικία που λες πρέπει να δω πώς είναι εκτός σπιτιού. Δεν είναι κακό, είναι χαμένος χρόνος σίγουρα, αλλά θα μπορούσε, είναι στημένο για μένα όλο λάθος θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκμεταλλεύσιμο. Δηλαδή να μην πας για ενάμιση χρόνο φαντάρος, να πας 6 μήνες, αλλά 6 μήνες να περάσεις εκπαίδευση σοβαρή. Δεν πειράζει, θα πονέσεις, θα σου αυτώσουν λίγο την ψυχολογία, γιατί χρειάζεται, είναι άλλο κόμμα ο στρατός οκέι. Αλλά να περάσεις 6 μήνες, δηλαδή εγώ θα τους πέρναγα όλους από basic τύπου πεζοναυτική, το πιο χαμηλό τέτοιο των ειδικών, για να πάρουν λίγο αυτό και να ξέρουν και τι κάνουνε και να μη χάσουν και χρόνο από τη ζωή τους. Το να λείψεις 6 μήνες από κάτι που έχεις ξεκινήσει να στρώνεις δεν είναι τρελό χρονικό διάστημα. το ενάμιση χρόνο, σε ξεχνάνε όλοι γιατί, γίνονται αλλαγές μέσα σε αυτό το διάστημα μεγάλες.
Πώς ήταν η θητεία για σένα;
Πλάκα είχε, χαβαλέ είχε. Εντάξει, απροσάρμοστο ήμουνα κι εκεί. βέβαια μόνο με αν δεν κάνω λάθος 3 μέρες φυλακή και 5-6 κρατήσεις, σεξ τις λέγαμε, στέρηση εξόδου μάλλον, και 4-5 κρατήσεις αυτό δεν είχα πολλές, ήμουν τυπικός, αλλά έκανα ότι ήθελα. Είχα βρει τους τρόπους μου και έκανα ότι ήθελα. Κανένα θέμα, ξεχαρμάνιαζα όταν ρίχναμε εκεί με τα όπλα. Ωραία ήτανε, πλάκα είχε. Απλά αυτό, από ένα σημείο και μετά χαμένος χρόνος.
Και βγαίνεις από το στρατό και πώς το πιάνεις το νήμα;
Βγαίνω από στρατό, επειδή ήθελα να πάω, για να το τελειώνω. Βγαίνω και μου είχε μείνει ουσιαστικά να δώσω για δίπλωμα φλάουτου. Ξαναπλακώνομαι στις μελέτες, μελετάω κάθε μέρα 5-6 ώρες και δίνω για δίπλωμα το 2003 για φλάουτο στο φλάουτο, κάπου Ιούνιο Ιούλιο, πότε ήτανε. Παίρνω αυτό και παράλληλα ψάχνομαι να ασχοληθώ και με ηχοληψία, παράλληλα έχω μπει και σε μια ορχήστρα, μια φιλαρμονική του Νάκα, σαν τελειόφοιτος που θέλανε κάποιους τελειόφοιτους, για να βοηθάνε και τους μαθητές, να έχουν έναν κορμό τελειόφοιτων. Και παράλληλα ψάχνομαι με ηχοληψία, που την ξεκινάω σχετικά μεγάλος, δηλαδή 25 χρονών πήγα να σπουδάσω ηχοληψία. Και κάνα εξάμηνο αφού ξεκίνησα να σπουδάζω, ξεκίνησα και να δουλεύω σαν χαμάλης. Επειδή τα έχεις ζήσει κι εσύ αυτά, τώρα που τα λέμε, ξέρεις πώς είναι, «Κουβάλα, πάρε το ότι έχει νταλίκα μέσα έξω και ξανά μέσα και πάμε», και τούμπαλιν. Το 2007 τελείωσα, έπαιζα και dj παράλληλα, σε ροκάδικα και μεταλάδικα. Και ουσιαστικά από το 2008 και μετά άρχισα σιγά-σιγά, να επιλέγω την κλίση μου. Γιατί λέω «Δεν μπορεί, να τα κάνω όλα». Έκανα και, δηλαδή ήταν μια περίοδος θυμάμαι, δούλευα σαν ηχολήπτης στην αρχή, σαν τεχνικός δηλαδή πήγαμε, κουβαλάγαμε, στήναμε. Είχα μπει και στο Οξυγόνο το 2008, με έβαλε ένας πολύ ωραίος συνάδελφος και φίλος ο Λυσιέν Κλίμης, γαλλικής καταγωγής, ηχολήπτης του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, stage. Με βοήθησε πάρα πολύ αυτός ο άνθρωπος στη σταδιοδρομία μου, με έβαλε στα πράγματα. Αμέσως με έστειλε στη σχολή και απορώ κιόλας, χωρίς να με ξέρει, με εμπιστεύτηκε δηλαδή, λες «Πώς; Δεν γνωριζόμαστε καν». Θα κάνω μια παρένθεση εδώ, το πώς γνώρισα αυτόν τον τύπο, γιατί αυτή είναι μια ωραία ιστορία. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, κάποια στιγμή, δούλευα σε ένα μπαρ στο Θησείο, το οποίο λεγόταν Yellow Submarine. Εντωμεταξύ, το παρατσούκλι μου είναι «Υποβρύχιος», καμία σχέση με αυτόν του Ολυμπιακού, από τα υποβρύχια ταξίδια. Τυχαίνει να μου αρέσουν και τα υποβρύχια, άλλο αυτό, τα κανονικά υποβρύχια. Και δούλευα, αυτό ήταν αφτεράδικο, ροκάδικο. Ήταν εκεί ένας θαμώνας, με τον οποίο γίναμε με τα χρόνια πολλοί φίλοι. Δυστυχώς πριν 2 χρόνια τον χάσαμε από την κωλοαρρώστια. Νέος σχετικά, -τι σχετικά;-, νέος, 53 χρονών έφυγε ο άνθρωπος. Τέλος πάντων, και είμαστε, είναι θυμάμαι μια τύπου Πέμπτη Παρασκευή ξημερώματα και είναι οι συζητήσεις 6 η ώρα το πρωί σε ένα αφτεράδικο, που είναι όλοι λιώμα και εγώ που ήμουνα dj, λιώμα ήμουνα, δηλαδή είμαστε όλοι λιάρδα από το αλκοόλ. Και είναι αυτές οι συζητήσεις που δεν οδηγούν πουθενά, είναι απλά οι συζητήσεις εκείνης της στιγμής, μετά είναι σαν να μην υπήρξαν οι συζητήσεις αυτές. Και κάπως, κάτι μέσα σ’ όλη τη φάση με ρωτάει αυτός, «Τι κάνεις από δουλειά;», αν κάνω κάτι άλλο και τέτοια αυτός ο Γιώργος. Γιώργος Φλίγκλερ, αυστριακής καταγωγής, Ελληνοαυστριακός, τρομερός. Βασικά αυτός με πάσαρε στον Λυσιέν και ο Λυσιέν με έβαλε, αλλά η αρχή ήταν αυτός ο άνθρωπος, που μπήκα στη δουλειά, στον ήχο, ουσιαστικά. Άσχετα ότι δεν ήταν η δουλειά του, έκανε απλά τη γνωριμία. Και μου λέει «Ρε συ, αυτό, έχω ένα φίλο», μου λέει, «που είναι ηχολήπτης του Παπακωνσταντίνου. Θες να του μιλήσω;», «Ναι,» του λέω «μίλα και αυτό». Τελείωσε, ξεχάστηκε η συζήτηση. Γυρνάω σπίτι και θυμάμαι την επόμενη μέρα, τύπου πρέπει να ήτανε δωδεκάμισι-μια ώρα το μεσημέρι βαράει τηλέφωνο. Το σηκώνω, άσχετο νούμερο. Κοιμόμουνα, ξυπνάω δηλαδή, βαράει το τηλέφωνο. «Παρακαλώ,» λέω, «ποιος είναι;», «Γεια σου, ο Γιώργος;», ακούω μια φωνή λίγο πιο έτσι τσαμπουκαλεμένη, αλλά ευγενική. «Ναι, ο ίδιος», «Είμαι ο Λυσιέν» μου λέει, «μου μίλησε ο Γιώργος ο Φλίγκλερ για εσένα». Και λέω, αυτό ήταν τώρα 6 το πρωί λιωμίδια και ο άλλος το θυμήθηκε λέω, και έχω πάθει ένα σοκ. Μου λέει «Το βράδυ δουλεύω στο Οξυγόνο. Έλα». Και έτσι πήγα, έτσι γνωριστήκαμε, έτσι με έβαλε στο μαγαζί και ξεκίνησε ουσιαστικά, να εργάζομαι πιο σοβαρά στο κομμάτι του ήχου. Είχε πλάκα μάλιστα με τον συγκεκριμένο, τον Λυσιέν, που μόλις είχα τελειώσει τη σχολή, εγώ κουβάλαγα οκέι. Ένα χρόνο δούλευα, φοβόμουνα να πατήσει το οποιοδήποτε κουμπί στην κονσόλα, νόμιζα ότι θα ανατινάξω το σύμπαν. Και κάποια στιγμή θυμάμαι, ήταν μια ροκ μπάντα που έπαιζε και είχε έρθει να με βοηθήσει, φτιάχναμε θυμάμαι, το κάναμε το miking, το queue και αυτά στην μπότα. Μου λέει «Γιώργο, πετάγομαι 5 λεπτά κάπου και έρχομαι. Συνέχισε μου λέει με το ταμπούρο και λοιπά», «Οκέι, ναι», έλα μου ντε που έκανα όλα τα τσεκ μόνος μου. Με παράτησε δεν έφυγε για 5 λεπτά. Αφού είχα κάτσει 2-3 μήνες δίπλα του, να βλέπω τι κάνει και μου είχε αφήσει 2-3 φορές στην κονσόλα, κάποια στιγμή σου λέει «Αυτός πρέπει να κολυμπήσει μόνος του», και απλά με πέταξε στα βαθιά, κανονικά. Ίδρωσα, ξείδρωσα πρέπει να έχασα, θυμάμαι εκείνη τη μέρα, 15 χρόνια από τη ζωή μου. Ναι, εκεί πρέπει να έπεσαν οι πρώτες πολλές τρίχες μάλλον. Δεν εξηγείται αλλιώς, γιατί μου λέει «Φεύγω για 5 λεπτά», δεν ήρθε ποτέ, ήρθε 2 η ώρα το βράδυ. Έκανα και το τσεκ και το λάιβ μόνος μου. Αγχωμένος καλά πήγε αλλά αυτό, πέσαμε κατευθείαν στα βαθιά. Εντάξει, είναι ένας τρόπος, είναι μια τεχνική και αυτή, νομίζω σωστή. Άμα δεν φας τα μούτρα σου μόνος σου, δεν θα μάθεις. Υπάρχει μια λογική σε αυτό. Τώρα πού είχαμε κάνει την παρένθεση βέβαια δεν θυμάμαι. Είπα να κάνω μια παρένθεση, αλλά είναι μεγάλη παρένθεση.
Έχει να κάνει τώρα με την εισαγωγή στον κόσμο της ηχοληψίας, ως εργαζόμενος του ήχου.
Παράλληλα λοιπόν, αφού κλείσαμε την παρένθεση, πήγαινα, ουσιαστικά δούλευα σε διάφορες εταιρίες freelancer, σαν να λέμε. Εντάξει, ωραία ήτανε νέοι, ειδικά πιο νέοι γουστάραμε φουλ και αυτά. Θυμάμαι πόσο κόπο ρίχναμε τσάμπα, μας λέγανε «Ελάτε δουλειά» και πηγαίναμε. Δεν ξέρω αν θα το κόψεις, πηγαίναμε καυλωμένοι στη δουλειά. Δεν μπορώ να το εκφράσω αλλιώς, δεν περιγράφεται με άλλη πιο ευγενική λέξη, είχαμε τρέλα με αυτό το πράγμα. Και πολύ, εννοείται, εργοδότες, μαγαζάτορες και λοιπά το εκμεταλλευόντουσαν όλο αυτό, την κάψα των νέων για τη δουλειά. Στις αρχές ειδικά, χάλια πληρωμένοι, συνθήκες γενικά κουκουρούκου. Tα ξέρεις και εσύ, έχεις πάει και σε άλλους, δεν έχεις πάει μόνο με αυτόν που δουλεύεις, με τον Τάκαρο, που γαμάει. Το θέμα είναι ότι, περνώντας τα χρόνια, κοιτάω και λέω «Γιώργο μου, έχεις, ξέρω ‘γω, δεν έχεις ένσημα, φίλε. Σου λένε ότι σου κολλάνε, αλλά νέος τώρα, δεν σε ένοιαζε, και λες "Όλα καλά"». Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι, και περνώντας με τα χρόνια, είδα ότι δεν έχω ένσημα. Και δουλεύω 17 χρόνια και έχω ένσημα τριετίας, στη συγκεκριμένη δουλειά. Γενικά δουλεύω από το '98 μέχρι το 2003 και έχω 1600 ένσημα, είναι τραγικό αυτό. Αυτό είναι ένα κομμάτι, σίγουρα φταίμε και εμείς προσωπικά, αλλά νομίζω είμαστε οι τελευταίοι που φταίμε. Είναι όλο αυτό το πράγμα που υπάρχει στην νεοελληνική κοινωνία, που είναι να δαγκώσει ο ένας να γλιτώσει από δω, να κλέψει από την άλλη, το κλέψει και σε εισαγωγικά και χωρίς εισαγωγικά. Γιατί κλοπή είναι ουσιαστικά το να μην πληρώνεις φόρους και να μην ασφαλίζει τον εργαζόμενο. Αυτά βέβαια τα συνειδητοποιήσαμε πολλά χρόνια αργότερα.
Οπότε πώς το κάνεις πιο σοβαρό;
Πώς το κάνω πιο σοβαρό; Επειδή με ενδιαφέρει σιγά-σιγά χώνομαι. Δηλαδή και χώνομαι βασικά το θέμα σε αυτή τη δουλειά, όπως και στις περισσότερες είναι να γνωρίζεις κόσμο, το PR. Το θέμα είναι να μην μείνεις στο PR, να ασχοληθείς και με την ίδια τη δουλειά δηλαδή. Έκανα σεμινάρια, επιμορφωτικά έξτρα για διάφορα μηχανήματα, κονσόλες, ηχεία το ένα το άλλο. Διάλεξα, έχει πολλές εξειδικεύσεις, διάλεξε τι θέλω να κάνω, κυρίως. Δηλαδή το κυρίως που μου αρέσει να κάνω, είναι να κάνω ήχο για έξω, για τον κόσμο, το front of house που λέμε. Οκέι, μ’ αρέσει και το τεχνικό κομμάτι του stage monitoring, ηχολήπτης για την μπάντα. Και μου αρέσει το τεχνικό κομμάτι να είμαι στο πατάρι, floor manager ή τεχνικός αυτό. Δεν έχω δηλαδή μια κάποια εξειδίκευση. Υπάρχουν πολλές ακόμα, υπάρχουνε οι system engineer, υπάρχουν ραδιόφωνα, τηλεοράσεις. Οκέι, έχει και άλλα πράγματα, τώρα δεν υπάρχει λόγος να τα παραθέσω. Εμένα με τράβηξαν αυτά τα 3. Η πλάκα είναι ότι στη σχολή όταν πήγα για ηχοληψία, πήγα για στούντιο, δεν είχα καν στο μυαλό μου το live. Δηλαδή λέω «Θα φτιάξω τον ήχο, αυτό που έλεγα, αλλά θέλω να το κάνω αυτό και θα είμαι αυτός που θα…», σαν παραγωγός, δηλαδή το είχα στο μυαλό μου. Και τελικά κατέληξα να γίνω ηχολήπτης, δηλαδή αυτό που ήθελα να βελτιώσω, ήθελα να το βελτιώσω σαν παραγωγός, δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα το κάνω εγώ ο ίδιος. Αλλά τελικά κατέληξα εκεί, με τράβηξε πάρα πολύ. Με τη μουσική παράλληλα εντάξει, έχω να παίξω κλασική μουσική πολλά χρόνια. Δεν το έχω παρατήσει τελείως, γράφω κάτι σεσιονιλίκια που και που. Τώρα υπάρχει στα σκαριά κάτι που θέλω να κάνω με δυο φίλους, μια μπαντούλα, στα γεράματα δεν πειράζει. Θα κάνουμε κάτι, θα το δούμε αυτό. Τώρα από κει και πέρα, με το αυτό το θέμα που έθεσες, ηχοληψία, πήγα, δούλεψα στο Oξυγόνο. Έκλεισε κάποια στιγμή το Oξυγόνο, το live stage, μετά δούλευα με εταιρείες στησίματα και λοιπά. Πάνω σε αυτές τις δουλειές γνωρίζεις κόσμο, γνωρίζεις καλλιτέχνες, γνωρίζεις μουσικούς, γνωρίζεις παραγωγούς συναδέλφους, οπότε ανοίγει ο κύκλος σου. Οπότε άμα δουν ότι δεν είσαι, ότι τραβάς τέλος πάντων. Δεν χρειάζεται να είσαι ο top of the top, αρκεί να μπορείς να συνεννοείσαι, να υπάρχει ευγένεια και καλή διάθεση για δουλειά και να βγει η δουλειά δηλαδή. Και σιγά σιγά έμπλεξα και με μπάντες. Από τις πρώτες μπάντες θυμάμαι που είχα αναλάβει μέταλ. Ήταν η POLTERGEIST που με εμπιστεύτηκε ο Άλεξ, μου λέει «Άντε, πάμε». περάσαμε τελεία, δηλαδή ακόμα παίζουνε που και που τους κάνω…
Για πότε μιλάμε αυτό; Πώς έγινε;
Αυτό μιλάμε για το 2010, κάπου εκεί, ’11, Αυτό, 2010-2011, στο Οξυγόνο, πήγα το 2008, το ‘10 έκλεισε, τον Μάιο του ‘10. Μετά παράλληλα, συνεργάστηκα με διάφορους άλλους καλλιτέχνες, δηλαδή η πρώτη πιο μεγάλη μπάντα που συνεργάστηκα ήταν η Penny & the Swingin’ Cats. Μετά σπάσανε οι δρόμοι των καλλιτεχνών, οπότε πήγε μόνη της η Πέννυ, μόνος του ο Γιώργος ο Ζερβός. Παράλληλα δούλευα και κανά σκυλαδικάκι, στην Ελλάδα είμαστε, μην ξεχνιόμαστε.
Πώς ήταν αυτό;
Αυτό πώς ήτανε… αυτό δεν ξέρω, είχε αυτό την πλάκα του αν και δεν ξέρω… Είναι λίγο, δεν θα έπρεπε να το πω, κανονικά, γιατί ζω από αυτό. Δεν ζω μόνο από αυτό, αλλά βοηθάει πάρα πολύ στο οικονομικό κομμάτι. Δεν ξέρω, είναι μια υποκουλτούρα, πιστεύω όλη όλη η φάση του σκυλάδικου. Οι άνθρωποι είναι μια χαρά, γενικά οι περισσότεροι δεν θα πω κάτι για τους ανθρώπους, δεν υπάρχει, και καλλιτέχνες, οι περισσότεροι δεν είναι. Απλά έχουν πιάσει μια αυτή και δημιουργούνε. Δεν ξέρω καν πώς ακριβώς δημιουργήθηκε ποτέ αυτό, πιστεύω τέλη ‘80 μέσα ’90, κάπου εκεί μέσα σε αυτό το διάστημα πρέπει να έγινε αυτή η λούμπα. Γιατί η Ελλάδα στην ποπ κουλτούρα της, τη μουσική, την εμπορική, την καθημερινή είχε μια ποιότητα. Δηλαδή υπήρχαν τα παλιά, οι μπουζουκλερί, που λέγανε, τα μπουζουξίδικα αυτά, το ελαφρύ τραγούδι, το λαϊκό, τα πιο βαριά τα λαϊκά, το ρεμπέτικο, αυτά. Υπήρχαν τα, τα ντίσκο, ποπ-ροκ, τα ελληνικά, τα πιο εμπορικά. Δεν ξέρω πώς καταλήξαμε σε αυτό το πράγμα που είναι, δεν έχει μουσικότητα. Ας ξεκινήσουμε από κει, δεν έχει μουσικότητα. Θα μου πεις «Ποιος είσαι εσύ για να το κρίνεις;», είμαι αυτός, όπως είναι οι κριτές διάφοροι που κρίνουν, το κρίνω και εγώ, σαν θεατής αυτή τη στιγμή που μιλάω. Υπάρχουν, έχουν γραφτεί από καλλιτέχνες, ωραία τραγούδια, αλλά όλη η κουλτούρα γύρω από τον τρόπο διασκέδασης για μένα είναι… Δεν ξέρω είναι, δεν είναι… Μια σαπίλα.
Πώς;
Μόνο το χρήμα, δηλαδή οκέι, μόνο το χρήμα, αλλα ξέρω γω δεν υπάρχει μουσική. Δηλαδή ένα προϊόν κονσέρβα πλέον. Το οποίο οκέι, την κονσέρβα θα τη φας, αλλά παραμένει να είναι κονσέρβα, δεν έχει χαρακτήρα.
Πώς προέκυψε αυτό; Δηλαδή, πώς έκατσε πρώτο το πρώτο σου μεροκάματο σε σκυλάδικο;
Το πρώτο μου μεροκάματο σε σκυλάδικο. Δούλευα, αυτό είναι 2009 κάπου εκεί, 8-9 που είχα ξεκινήσει και στο οξυγόνο δούλευα παράλληλα με μια εταιρεία στην Αργυρούπολη με έναν πολύ ωραίο τύπο, Μπάμπης Κουρετζής λέγεται και ήταν και μαζί του και ένας άλλος τεχνικός, ο Παναγιώτης ο Βούλγαρης, ο οποίος είναι και αυτοί, σε εισαγωγικά, στο πρακτικό κομμάτι είναι και αυτοί οι δάσκαλοί μου, ήταν οι πρώτοι που συνάντησα, που μου έδωσαν τα φώτα τους. Κάποια στιγμή, αφού είχαμε δουλέψει κάποιους μήνες, προφανώς είδε ότι το γουστάρω και μου κόβει και το κατέχω το άθλημα, για νέος. Με παίρνει μια μέρα αυτός ο Παναγιώτης, ο Βούλγαρης και μου λέει «Γιώργο θα σε στείλω μου λέει να κάνεις κάτι κλαρίνα μου λέει σε ένα μαγαζί». Το μαγαζί ήτανε τέρμα Αχαρνών, στα Χίλια Αστέρια, λίγο μετά τον Cosmote και τελικά ήτανε γάμος με τσιγγάνους, με Ρομά, πριβέ κλεισμένο, και ουσιαστικά τσιφτετελο-σκυλοτσιγγάνικα παίζαν οι άνθρωποι. Μια χαρά ήτανε, αλλά ήταν όλα αυτό δηλαδή... Ήτανε φαντασμαγορικό λίγο. Δεν είχα ξαναπάει σε τέτοια πράγματα, δεν... Μέχρι τότε μουσικά, στα αυτιά μου, ήμουνα κολλημένος μεταλλάς, τέλος. Δηλαδή μέταλ, ροκ, ποπ, οκέι, αλλά τέτοια πράγματα δεν είχα στα αυτιά μου. Οπότε, -σαν ακούσματα-, οπότε πήγα εκεί. Και στην πορεία πώς έμπλεξα με αυτό όλο, μετά, με αυτή τη βιομηχανία; Έμπλεξα καθαρά, θα το πω, καθαρά για οικονομικούς λόγους, για κανέναν άλλο. Είναι η μόνη βιομηχανία ,που έχει συνέχεια δουλειά, έχει συχνά δουλειά. Ναι, αυτό δηλαδή, -επαναλαμβάνομαι-, και πληρώνει τα καλύτερα μεροκάματα. Οπότε πού θα πας; Θα πας αναγκαστικά εκεί. Αν ήμασταν Αγγλία, Αμερική, Γερμανία, θα βγάζαμε το ψωμί μας από ποπ, μέταλ, χιπ χοπ, εκεί θα παίζαμε μπάλα και κλασική μουσική. Εδώ στην Ελλάδα, μόνο από αυτό, δυστυχώς, θα το πω πάλι και δυστυχώς που το λέω πάλι, γιατί τρώω ψωμί από κει. Αλλά δεν ξέρω, η κουλτούρα όλη αυτή είναι…
Και πώς ας πούμε, πώς καθιερώθηκες σε αυτό το χώρο;
Πώς καθιερώθηκα εγώ σε αυτό το χώρο;
Για τις συνεργασίες σου, για τα…
Προφανώς, δεν ξέρω τώρα τι. Προφανώς με είδανε κάποιοι και είπαν «Αυτός το κάνει καλά, πάνω από το μέσο όρο, οπότε είναι καλός, οπότε θα τον πάρουμε, είναι και ευγενικός». Γιατί είμαι γενικά, μπορεί να ‘μαι ευέξαπτος, μπορεί να ‘μαι ψυχασθενής λίγο, αλλά πάνω στη δουλειά είμαι ευγενικός, γενικά. Δεν έχω δηλαδή, οκέι δεν έχει νόημα, η δουλειά είναι δουλειά. Προφανώς μέχρι ενός ορίου, άμα ξεφύγει και κάποιος άλλος απ’ τα όρια θα ξεφύγω και εγώ. Αλλά σε φάση ή θα τον φρενάρω ή θα σηκωθώ και θα φύγω, δεν θα κάτσω να τσακωθώ. Δεν υπάρχει λόγος να τσακωθείς, να τσακωθείς στη δουλειά είναι αντιεπαγγελματικό. Άμα θες να τσακωθείς μπορείς να τον βρεις εκτός δουλειάς. Πλάκα κάνω, αλλά όχι εντάξει δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τσακωθείς. Δεν θα δε θα κερδίσεις απολύτως τίποτα.
Οπότε μετά τους Swingin' Cats...
Μετά τους Swingin' Cats σκάσανε διάφορες μεταλ μπάντες. Τώρα δεν ξέρω να στις απαριθμήσω, δεν θυμάμαι καν πολλές μπάντες.
Ξεχωρίζεις κάποιες;
Ξεχωρίζω, Beyond Perception, Forbidden, Spinball, TenCode. Κολλάει το μυαλό μου. Δηλαδή, αυτές είναι οι πιο main που μου έχουν μείνει. Δηλαδή έχω κάνει μπάντες και μπάντες, δηλαδή… Έχω κάνει και κάποιες ιστορικές μπάντες, που ποτέ δεν περίμενα ότι θα κάνω. Αλλά λες «Οκέι, αυτό είναι ενδιαφέρον». Δηλαδή όπως στο Κύτταρο που έχω μπλέξει τα τελευταία, ας πούμε μπλέξει, με την καλή έννοια, που εργάζομαι, έχουν περάσει οι μπάντες που τις άκουγα πιτσιρικάς και λέω «Τους κάνω ήχο τώρα». Παράδειγμα Magic de Spell. Δεν μπορώ να ξεχάσω και εννοείται, μαζί ήμασταν κιόλας κωλόπαιδο, στα Εξάρχεια που έκανα Tsopana Rave. δηλαδή τους Tsopana Rave μεγαλώσαμε, γυμνάσιο ακούγαμε Tsopana Rave δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα κάνω ήχο και παρέα με τα παιδιά αυτά. είναι αυτά τα παιδικά που βλέπουμε τους καλλιτέχνες και όλα το βλέπουμε σαν θεούς και λέμε και τελικά μέσα από αυτή τη δουλειά πετυχαίνεις αυτά τα πράγματα, ζεις, πραγματοποιείς κάποια απ' τα όνειρά σου. Βέβαια, υπάρχει και το άλλο, απομυθοποιείς πολλά πράγματα, σε αυτή τη δουλειά. Οι καλλιτέχνες είναι καλλιτέχνες, αλλά είναι άνθρωποι, δεν είναι εξωγήινοι. Οπότε δεν νομίζω ότι χρειάζεται να τους εκθειάζουμε τόσο πολύ. Είναι άνθρωποι της τέχνης, έχουν το κατιτίς, δεν θα πω παραπάνω, διαφορετικό από τους υπόλοιπους ανθρώπους και μπορούν να δημιουργούν τέχνη που η τέχνη μας κάνει να χαιρόμαστε, να χορεύουμε, να μελαγχολούμε, ανάλογα με το είδος της μουσικής και το στυλ του κάθε κομματιού, αλλά είναι μελαγχολικά, άλλα χορευτικά, άλλα χαρούμενα, άλλα ταξιδιάρικα, άλλα σε βάζουν στο να σκεφτείς και λοιπά και λοιπά. Οπότε, οκέι, αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο που μπορεί να στο προσφέρει ένας συνάνθρωπός σου καλλιτέχνης, αλλά δεν παύει να είναι άνθρωπος. Όπως και όλα τα πράγματα σε αυτή τη ζωή. Δηλαδή, τι να σου πω και τον πρωθυπουργό να πάρεις, ένας άνθρωπος είναι σιγά επειδή είναι, έχει μια θέση. Αλλά είναι το ίδιο με μας, είναι, είμαστε όλοι το ίδιο.
Θα ήθελα να μου πεις περιστατικά, ας πούμε, γεγονότα από, από συναυλίες που έχεις ξεχωρίσει, είτε επειδή ήταν αστεία, είτε επειδή ήτανε δύσκολα, είτε επειδή έκανες ήχο ας πούμε, σε σπουδαίους καλλιτέχνες. Θα ήθελα να ακούσω κάτι πιο συγκεκριμένο για την εργασία, ας πούμε.
Πιο συγκεκριμένο... Ωραία, θα σου πω την πρώτη μου έτσι επαφή με ένα, σε εισαγωγικά, σαν νιάτο, είδωλο που είχα. Γούσταρα πολύ Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όπως όλοι οι πιτσιρικάδες. Κάποια στιγμή, αφού γνωρίστηκα με τον Λυσιέν και δουλεύω στο Οξυγόνο, μου κάνει μετά από κανένα χρόνο δηλαδή που γνωριζόμασταν, επειδή είχε κάποιες υποχρεώσεις άλλες, έπρεπε να λείψει. Μου λέει «Θα πας stage στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου», του λέω «Τι λες ρε;» του λέω, «δεν είμαι σίγουρος» του λέω, «Λυσιέν», «Το έχεις, το έχεις» μου λέει, «πας, έφυγες». Δηλαδή, δεν το συζήτησε καν, ήταν πάντα τέτοιος, ήτανε «Θα πας και τελεία». Οπότε πήγα και εντάξει, ένιωσα ήτανε κάπως, ήτανε περίεργο, έκανα δηλαδή κάμποσα live με τον Βασίλη σαν stage στη θέση του Λυσιέν και οκέι, παρέμεινε αυτό που είναι στο μυαλό μου, απλά απομυθοποιήθηκε με την καλή έννοια. Όχι με, απαραίτητα με μια κακή έννοια, ότι «Οκέι, και αυτός άνθρωπος είναι οκέι, απλά είναι καλλιτέχνης και επειδή το γουστάρουν πολύ πάνε αυτές οι χιλιάδες κόσμου και ακούν τα τραγούδια του». Παρεμπιπτόντως, δούλεψα σαν τεχνικό stage και φέτος στο Καλλιμάρμαρο για τα 40 χρόνια 40 ή 50 δεν θυμάμαι.
50.
50, δεν πειράζει. Για τα 50 χρόνια και ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις τόσο κόσμο, 60 χιλιάδες plus κόσμος, σαν ένα πράγμα, σαν ένα σώμα να ακούει και να γουστάρει τα τραγούδια ενός καλλιτέχνη, ο οποίος, ξαναλέω, δεν παύει να είναι άνθρωπος. Άλλα σκηνικά, άλλα σκηνικά... Έχουν γίνει άπειρα σκηνικά, ένα από τα σκηνικά, ας πούμε, που είχε πλάκα, ήταν με ένα συνάδελφο και φίλο τον Ιωσήφ το Χαλίλ, ηχολήπτης, φίλος και τρομερός κιόλας στη δουλειά του. Είμαστε σε ένα φεστιβάλ το '14, προ 9 χρονιά στο Plisskën, στον Ελληνικό Κόσμο εκεί κάτω στην Πειραιώς. Στήνουμε, είμαστε 3 μέρες σχεδόν άυπνοι, κουρασμένοι, αυτό και κάτι πρέπει να τσεκάρουμε στα μόνιτορ, είναι αυτός στην κονσόλα μέσα και κάτι τα είχα βάλει τώρα, δεν θυμάμαι ακριβώς λεπτομερώς, αλλά κάτι είχα κουμπώσει με άλλη σειρά εγώ τα πράγματα, χωρίς να τον ενημερώσω, χωρίς να έχουμε βάλει ένα σχέδιο στη μέση. Με άλλη σειρά τα έχει αυτός, εγώ τα είχα κάνει όπως το είχα στο κεφάλι μου, όμως το οποίο ήτανε παράλογο ουσιαστικά, γιατί υπάρχει μια λογική σε κάποια πράγματα για να μπορούν να το αντιληφθούνε όλοι, εύκολα, οι εργαζόμενοι, μην ψάχνουν ο καθένας τι έχει ο καθένας μέσα στο κεφάλι του. Εγώ το έκανα εννοείται, με τον τρόπο μου, τα παθαίνω αυτές τις εξάψεις καμιά φορά, μου βγαίνει το εγωιστικό, να το κάνω όπως γουστάρω εγώ. Σωστό, λάθος δεν έχει σημασία, το κάνω, είμαι και εγώ μαλάκας ώρες-ώρες. Κι εκεί πάνω στη φάση αρπαχτήκαμε, φύγανε χριστοπαναγίες από τον έναν και τον άλλον. Δηλαδή μόνο μπουνιές δεν παίξαμε οριακά. Εντάξει, κάποια στιγμή έρχεται ένα άλλο παιδί. Τελικά δεν ήταν εκεί μόνο το πρόβλημα, απλά έρχεται ένας άλλος συνάδελφος θυμάμαι ο Νικολάκης ο Κουτινάκης και σκάει πίσω από το μόνιτορ κάνει κρακ το βύσμα του μόνιτορ που απλά δεν είχε κουμπώσει καλά και παίζει και όλα καλά και βλέπουμε ότι 10 λεπτά που ρίχνουμε χριστοπαναγίες και είμαστε έτοιμοι να παίξουμε ξύλο ήταν απλά επειδή… Ντάξει, εγώ ήμουνα βλαμμένος τελείως, αυτό. Αρπάχτηκε και αυτός, γιατί προφανώς είχε δίκιο και το ήξερε, εγώ ήμουνα λίγο παρμένος και από την κούραση και αυτά, εντάξει γίνονται αυτά στη δουλειά. Το θέμα είναι ότι, στο τέλος της μέρας ήμασταν πάλι αγκαλιά και πίναμε τις μπυρίτσες μας. Άλλα ωραία σκηνικά είναι μια περιοδεία ας πούμε με τους Forbidden, που είχαμε πάει η Ευρώπη το 2013 supportάραμε, ανοίγαμε τα live των UFO, κάναμε 23 συναυλίες, 40 μέρες λείπαμε με αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. Φύγαμε από δω, πήγαμε Πάτρα, Ανκόνα νομίζω πήγαμε, ή Μπάρι ή Ανκόνα πρέπει να πήγαμε, και από κει για Αγγλία και μετά ξανά πίσω και γύρω γύρω Ισπανίες, Γαλλίες, Γερμανίες, Ολλανδίες και αυτά. Είχε πολλή πλάκα θυμάμαι, γιατί είμαστε έτοιμοι να πάμε για ένα live ας πούμε δεν ξέρω, ο παραγωγός ποιος ήτανε, μάλλον ξέρω ποιος ήταν, τώρα δεν ξέρω αν τα έκλεισε αυτός με τη συγκεκριμένη σειρά. Εείχαμε στην Ισπανία, συναυλίες, οι οποίες ήταν δηλαδή έπρεπε να πάμε Μαδρίτη, μετά τη Μαδρίτη έπρεπε να πάμε Βαρκελώνη και από Βαρκελώνη να πάμε… Μάλλον όχι, Βαρκελώνη, μετά να πάμε στο Μπαρακάλντος και μετά να πάμε Μαδρίτη. Ρε παιδάκι μου, αυτό είναι, μια άκρη της Ισπανίας με την άλλη και στη μέση, δηλαδή «Βάλ’ τα με τη σειρά ρε μεγάλε, βάλ’ τα με μια σειρά, για να μην πηγαίνουμε πάνω κάτω 2 φορές όλη την Ισπανία, με αυτοκίνητο». Τέλος πάντων, αφού πήγε αυτό έτσι, κάποια στιγμή, και εκείνη την περίοδο το '13, φτιάχναν την καινούργια εθνική στην Ισπανία. Οπότε το GPS έδειχνε την παλιά, και λογικό ήτανε. Έλα μου ντε όμως που κάποια τμήματα, είχαν παραδοθεί από την καινούρια εθνική. Όποτε πηγαίναμε… Εγώ έχω ένα καλό και ένα κακό, ας πούμε στο θέμα της μνήμης, δεν θυμάμαι ονόματα, Χριστό, ποτέ, πρέπει να περάσουν 5 χρόνια και να τα τρώω στη μάπα, για να μάθω το όνομα, δεν θυμάμαι τίτλους και τέτοια. Έχω όμως τρομερή οπτική μνήμη, δηλαδή θα δω μια φορά κάτι και τέλος. Τέλος πάντων, νταγλάρω εγώ, χαλαρώνω, αφού οδηγούσε άλλος το τροχόσπιτο αυτοκινούμενο, όπως πάμε, μετά από καμιά μισή ώρα, ανοίγω τα μάτια μου και όλως τυχαίως βλέπω ένα σημείο που το είχαμε περάσει πριν, απλά απ' την άλλη πλευρά. Και λέω, «Ρε παιδιά» λέω, «πού στο διάολο πάμε;», «Πάμε λέει στο τέτοιο», Μαδρίτη πηγαίνουμε «Ρε παιδιά,» λέω, «από δω ξαναπεράσαμε», «Μα έδειξε» λέει «το GPS αυτό»… Τέλος πάντων, είχαμε χαθεί και 2 ώρες οδηγούσαμε σε λάθος κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα ήταν, να σκάσουμε στο μαγαζί, Sala Caracol λεγόταν νομίζω, πώς λεγότανε, το οποίο τελικά τελευταία στιγμή ακυρώθηκε και πήγε σε άλλο venue. Και αφού σκάμε εκεί είναι κλειστά, παίρνουμε τηλέφωνα, μας λένε ελάτε εκεί, πάμε στη Sala Heineken στο Κέντρο της Μαδρίτης. Που παρεμπιπτόντως στο κέντρο της Μαδρίτη, είναι σαν να είσαι στην Πατησίων είναι ίδια, δηλαδή λες από δω πάω για Ηλιούπολη από κει πάω για Γαλάτσι. Είναι πολύ ίδια η Μαδρίτη σε κάποια σημεία, σίγουρα είναι πιο όμορφη από την Αθήνα, γιατί εντάξει έχουν ασχοληθεί λίγο με την ομορφιά της πόλης, δεν έχτιζε ο καθένας όπου ήθελε, άλλο κομμάτι αυτό. Και σκάμε και έχουν βγει οι τεχνικοί των UFO, οι τεχνικοί του μαγαζιού μας βοηθάνε και είναι η φάση του κάνουμε line check και ξεκινάμε. Δηλαδή η φάση είναι, στήνουμε και ανοίγεις, πρακτικά, γιατί πρέπει να ανοίξουν πόρτα. Και ήταν ένα πολύ έτσι, με στρες μια κατάσταση, αλλά και αυτές τις καταστάσεις ζω βασικά. Μου αρέσουν αυτές οι τσίτες, όσο και να γκρινιάζω, όσο και να βρίζω μ’ αρέσει αυτό το «On the fly, πάμε τώρα και θα το κάνουμε τώρα, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει», το γουστάρω αυτό. Αυτό είναι και το κομμάτι νομίζω που γουστάρουν οι περισσότεροι που ασχολούνται και με το PA, δηλαδή με το Public Addressment, με τις συναυλίες. Γιατί δεν υπάρχει το undo του στούντιο, είναι ό,τι γίνει έγινε, πέρασε. Δεν έχει «Μισό να το ξανασκεφτούμε, να βάλουμε αυτό εδώ, να ξανακούσουμε», δεν έχει τίποτα, πας, κάθε λεπτό που περνάει, χάνεται. Άλλα σκηνικά. Άλλα σκηνικά είναι σε κάτι καταγώγια, τώρα, σκυλάδικα Β κατηγορίας με Β κατηγορίας ονόματα, να βλέπεις να βγαίνουν κάτι πιστόλια να ρίχνουν εκεί, να σκάνε οι ντόπιοι εκεί της περιοχής. Ειδικά στην Κρήτη, σε κάτι γάμους, σε κάτι αυτά τα ξέρουμε όλοι. Εντάξει, αυτά είναι γνωστά, μπάχαλο. Εντάξει, είμαστε λαός με ταμπεραμέντο. Με καμία αίσθηση του φόβου και με κανένα σεβασμό για τους δίπλα μας. Εντάξει, όλα καλά, τι να κάνουμε;
Και στο σήμερα;
Στο σήμερα.
Πού δουλεύεις; Τι κάνεις;
Αυτή τη στιγμή, για αυτή τη βδομάδα, ευτυχώς, για αυτές τις 4 μέρες, κάθομαι να ξεκουραστώ λίγο. Δούλευα τον τελευταίο χρόνο με το Χρήστο το Μενιδιάτη σαν ηχολήπτης. Καλά ήτανε, δεν έχω κάποιο παράπονο. Σταμάτησα, έφυγα, γιατί απλά βαρέθηκα, ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Εντάξει, καλά είναι και τα πολλά live, καλά είναι και τα λεφτά, απλά δεν είναι μόνο αυτό στη ζωή μας. Θα ξεκινήσω τώρα, έχω κάνει ένα live και από 5 του μήνα ξεκινάμε ένα τουρ στην Ελλάδα με την Πέγκυ Ζήνα, σαν stage ηχολήπτης πήγα εκεί, ελπίζω να πάει καλά. Τα παιδιά είναι κομπλέ από ό,τι είδα, δηλαδή μια φορά που δουλέψαμε, ευγενικοί όλοι, υπάρχει μια ηρεμία. Παράλληλα δουλεύω σε μια αίθουσα συνεδριάσεων-συναυλιών, μία καινούργια αίθουσα βασικά του Δεσποτόπουλου που άνοιξε στο Ωδείο Αθηνών στο ημιυπόγειο, σαν τεχνικός του χώρου μαζί με δυο ωραίους συναδέλφους. Τον Μαρκουρή και τον Μπίκο το Θάνο, ο οποίος, ο Θάνος δηλαδή, μας πήρε εκεί στη δουλειά μας φώναξε, παλιός συμφοιτητής, ήμασταν συμφοιτητές στη Σχολή ηχοληψίας. Τώρα που είπα αυτό, μου ήρθε ένα φλας. Όταν πήγαινα στη σχολή και σπούδαζα ηχοληψία, το κομμάτι του PA, με το οποίο ασχολήθηκα επαγγελματικά, το είχα χάσει όλο, γιατί είχα πάθει ένα ατύχημα με μηχανή και οι 2 μήνες που ήταν το κομμάτι για τις συναυλίες, δεν παρακολούθησα ούτε ένα μάθημα, γιατί ήμουνα ξάπλα στο κρεβάτι. Τρομερό; Και παράλληλα είμαι μαζί με ένα, μαζί με δύο μάλλον, φίλους που μοιραζόμαστε την κονσόλα έξω στο Κύτταρο, το ΦΟΧ. Δουλεύουμε με τον Στέφανο και τον Αντώνη, που ο Αντώνης μας έβαλε εκεί και ξεδίνουμε. Οπότε υπάρχει μια ποικιλία γενικά στη δουλειά, θα κάνω το σκυλαδικάκι το ποιοτικό, γιατί μια άλφα ποιότητα την έχει η Πέγκυ Ζήνα, δεν είναι τραγουδίστρια της σειράς, είναι τραγουδίστρια η γυναίκα σοβαρή. Δεν θα κρίνω το είδος μουσικής, αυτό είναι ένα αλλουνού κομμάτι, σε άλλους αρέσει, σε άλλους δεν αρέσει εντάξει, αλλά το κάνει με ωραίο τρόπο, έχει τεχνική, έχει κατάρτιση. Δηλαδή το ένα live που δούλεψα, την είδα πώς λειτουργεί και λέω «Αυτό είναι τραγουδίστρια», λέω «μάλιστα». Από εκεί και πέρα έχω και το πιο τεχνικό κομμάτι, με τα συνέδρια, που είναι άλλο πράγμα τελείως. Άψυχο καλλιτεχνικά, γιατί είναι καθαρά τεχνικό το ζήτημα, ωραίο μια χαρά. Και έχω και το Κύτταρο να ξεκαυλώνω, γιατί αυτή είναι η έκφραση, να ξεκαυλώνω με διάφορες dead thrash μπάντες, μπλακ μέταλ, εκεί τα περισσότερα που έρχονται είναι τέτοια. Εντάξει, τα έντεχνα συνήθως τα αποφεύγω, δεν το κρύβω, τα ρίχνω στο φίλο μου τον Στέφανο. Εντάξει, τυχαίνουν και οι συγκυρίες που τα έντεχνα, επειδή είναι για πολύ κοινό, είναι συνήθως Παρασκευο-σάββατο, οπότε Παρασκευο-σάββατο, επειδή συνήθως δουλεύω με κάποιον καλλιτέχνη σε κάποιο λαϊκό μαγαζί. Οπότε προφανώς πάει ο Στέφανος, αλλά ναι, προσπαθώ να αποφεύγω. Και δουλεύω παράλληλα εντάξει, δεν έχω πάρα πολλά αλλά πάει καλά, stage με την Ελένη τη Βιτάλη. Αυτή είναι έντεχνη, αλλά είναι πιο ροκ και από τους ροκάδες. Η Βιτάλη είναι μεγάλη αγάπη. Αυτό, δηλαδή, μια χαρά είμαι προς το παρόν, χτύπα ξύλο, γυαλί, μέταλλο δεν ξέρω και εγώ τι, όλα πάνε καλά στρώσαμε κάπως. Μ’ αρέσει αυτό που κάνω, χαίρομαι γιατί έχω την τύχη, ουσιαστικά να ζω και να κάνω αυτό που μου άρεσε από μικρό παιδί και αυτό που σπούδασα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι σε αυτή τη ζωή, τη ρημάδα και σε αυτό τον κόσμο, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, πολλοί νέοι, πολλοί άνθρωποι σπουδάζουν κάτι, που το γουστάρουν και δεν τους δίνει την ευκαιρία η ζωή να ασχοληθούνε και να ζήσουν από αυτό. Το οποίο είναι πολύ στενάχωρο. Δυστυχώς, είναι πάρα πολύ στενάχωρο να έχεις σπουδάσει κάτι και να μην μπορείς να ζεις από αυτό, γιατί δεν υπάρχει εργατικό. Δηλαδή, δεν υπάρχει τέτοιο, να σε απορροφήσει στον τομέα σου και μιλώντας για το ελληνικό κράτος δεν έχω να πω κάτι. Μπουρδέλο, με κεφαλαία, είναι πολύ κρίμα γιατί έχουμε ξεφτιλίσει αυτή τη χώρα. Όχι έχουμε ξεφτιλίσει, έχουν ξεφτιλίσει κάποιοι άνθρωποι αυτή τη χώρα. Η οποία, η χώρα αυτή, τι να πω, έχει τόσο μεγάλο potential, δηλαδή βγαίνοντας έξω, λόγω δουλειάς, με περιοδείες και αυτά, βλέπω Έλληνες σε πολλά τέτοια, γνωρίζω. Και λέω δεν μπορεί, αυτοί άμα ήταν στη χώρα μας θα ήμασταν πιο πάνω και από την Ελβετία, αλλά προφανώς δεν ενδιαφέρει κανέναν, είναι άλλα τα συμφέροντα, εντάξει.
Σε γενικές γραμμές εγώ είμαι καλυμμένος. Υπάρχει, υπάρχει κάποια, θες να μοιραστείς μια ιστορία τελευταία; Κάποιες ιστορίες τελευταίες, κάτι που, που θα ήθελες να αφήσεις;
Κάτι που θα ήθελα να αφήσω...
Πρώτη ιστορία που σου έρχεται στο μυαλό.
Πρώτη ιστορία που μου έρχεται στο μυαλό. Δεν ξέρω, με έπιασες λίγο απροετοίμαστο, μου έρχονται άπειρες, αλλά συγκεχυμένες. Δηλαδή, μια ιστορία που μου έρχεται στο μυαλό... Θα σου πω μια ιστορία, γιατί τα θέλει ο κώλος σου. Είμαστε λοιπόν… Άλλη μια από τις αγαπημένες μπάντες που ξέχασα να αναφέρω πριν, είναι και η Cellar Stone, είναι ο Γιώργος o Μαρούλης που ήταν και στους Forbidden μαζί με τον Άκη Κότα. Λοιπόν, αυτή η ιστορία αφορά μια μέρα σε ένα πάρκινγκ, στην περιοδεία το '13, με τους UFO που τους UFO, δηλαδή... Αυτό ήθελα να σου πω πριν και ξέχασα. Παιδάκι άκουγα UFO, γυμνάσιο, λύκειο, έπαιρνα βανίλια και έλεγα «Wow», και ξαφνικά βρέθηκα στην περιοδεία με τους UFO και βρέθηκα με τον Phil Mogg, να κάθομαι στον ίδιο καναπέ και να τα λέμε, και να πίνουμε και το τσιγαράκι μας.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Γιώργο!
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, νομίζω να σε κάλυψα!
Με το παραπάνω.