© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ένα προειδοποιητικό όνειρο και η ζωή στο Λεήμονα Λακωνίας

Κωδικός Ιστορίας
26574
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτα Μπασουράκου (Π.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/06/2020
Ερευνητής/τρια
Ελένη Κωστάκου (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Καλημέρα, θα μας πεις το όνομά σου; 

Π.Μ.:

Πίτσα.

Ε.Κ.:

Επώνυμο; 

Π.Μ.:

Του Ιωάννη Μπασουράκου και της Ξανθίππης.

Ε.Κ.:

Σήμερα είναι Τρίτη, 23 Ιουνίου 2020. Βρίσκομαι στον Λεήμονα Λακωνίας, μαζί με την Πίτσα Μπασουράκου. Ονομάζομαι Ελένη Κωστάκου, είμαι Eρευνήτρια στο Istorima, και μόλις τώρα θα ξεκινήσουμε την ιστορία μας. 

Ε.Κ.:

Πότε γεννήθηκες; 

Π.Μ.:

Το 1938, 12 Δεκεμβρίου.

Ε.Κ.:

Σε ποια περιοχή;

Π.Μ.:

Στον Λεήμονα. 

Ε.Κ.:

Οι γονείς σου κατάγονταν από την ίδια περιοχή;

Π.Μ.:

Ο πατέρας μου από τον Λεήμονα και η μητέρα μου από το Έλος, από το Ντουραλί. 

Ε.Κ.:

Το Έλος είναι κοντά στον Λεήμονα; 

Π.Μ.:

Κοντά είναι, μας χωρίζει ο Ευρώτας, το γεφύρι του Ευρώτα.

Ε.Κ.:

Με το ποτάμι. 

Π.Μ.:

Με το ποτάμι. 

Ε.Κ.:

Είσαστε μεγάλη οικογένεια; 

Π.Μ.:

Είμαστε πολυμελής οικογένεια. 

Ε.Κ.:

Πόσα αδέρφια;

Π.Μ.:

Τρία αγόρια και έξι κορίτσια. 

Ε.Κ.:

Γεννήθηκες λίγο πριν την Κατοχή της Ελλάδος από τα ιταλικά και τα γερμανικά στρατεύματα. Υπάρχει κάποιο περιστατικό που θυμάσαι από την περίοδο της Κατοχής στη Λακωνία;

Π.Μ.:

Θυμάμαι το σπίτι μας ήτανε στην άκρη του χωριού, ανατολικά. Εκεί ήταν το πρόχωμα που πηγαίναμε στη Σκάλα, χωματόδρομος ήτανε. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Όλο το χωριό από αυτόν τον δρόμο περνάγαμε, από το νεκροταφείο που περνάει ακόμα, και τι θυμάμαι; Θυμάμαι που πήγαμε στη Σκάλα. Μας πήρανε οι γονείς, κάτσε ήμουνα εγώ και τα δύο αγόρια, τα μεγαλύτερα από μένα. 

Ε.Κ.:

Ήσασταν τρία αδέρφια; 

Π.Μ.:

Τρία, ναι, τρία αδέρφια τότε, και μας είχανε πάει σε μία χαμοκέλα στη Σκάλα, απάνω εκεί στα βράχια, όπως πάμε για την Αγία Παρασκευή, δεξιά. Ήταν μια χαμοκέλα, εκεί μας είχανε πάει.

Ε.Κ.:

Γιατί φύγατε από τον Λεήμονα; 

Π.Μ.:

Γιατί πήραν τον πατέρα μας και τον είχαν μαζί με άλλους Λεημονίτες, Σεϊνταλιώτες και Σκαλιώτες στο φυλάκιο του Μπαριάμη. Είχαν τον πατέρα μας κι έπρεπε να είμαστε κι εμείς εκεί, στη Σκάλα.

Ε.Κ.:

Η Σκάλα απέχει πολύ από τον Λεήμονα, είναι μακριά; 

Π.Μ.:

Τρία χιλιόμετρα είναι με τα πόδια.

Ε.Κ.:

Και πήγατε στη Σκάλα για να προστατευτείτε, σαν οικογένεια; 

Π.Μ.:

Γι’ αυτό. Αφήσαμε το σπίτι μας έρημο και εγκατασταθήκαμε στη Σκάλα. Σε μια χαμοκέλα, η μητέρα μου, εγώ και τα δυο μου αδέρφια, τα μεγάλα, τα αγόρια. 

Ε.Κ.:

Θυμάσαι τον χώρο πώς ήταν; 

Π.Μ.:

Ένα μακρόστενο, μία χαμοκέλα μακρόστενη. 

Ε.Κ.:

Και μένατε μεταξύ σας ή ήταν κι άλλα άτομα εκεί; 

Π.Μ.:

Ήτανε. Πώς λένε τον κουμπάρο; Ήτανε κι άλλα πρόσωπα, άλλη μια οικογένεια. 

Ε.Κ.:

Θυμάσαι κάποιες στιγμές από το σπίτι; 

Π.Μ.:

Αυτό;

Ε.Κ.:

Εκεί, ναι. 

Π.Μ.:

Μια σκέτη χαμοκέλα ήτανε, ένα μακρόστενο απάνω εκεί στα βράχια. 

Ε.Κ.:

Εκεί πώς τα περνούσατε; Ήτανε δύσκολα να μένετε όλοι εκεί; 

Π.Μ.:

Ασφαλώς ήτανε και δύσκολα. 

Ε.Κ.:

Φαγητό υπήρχε; 

Π.Μ.:

Φαγητό υπήρχε, αλλά όχι όπως τώρα. Ήτανε τότε λιγοστά. 

Ε.Κ.:

Θυμάσαι περίπου πόσο κάτσατε; 

Π.Μ.:

Μόλις τελείωσε η μάχη, εκεί στη Σκάλα ήτανε που έγινε μάχη, και τελείωσε, μας πήραν οι γονείς μας. Ερχόμενοι στον Λεήμονα, στο πρόχωμα που περνάγαμε, ήτανε διάφορα υψωματάκια. Και [00:05:00]μας είπανε να μην πατήσουμε εκεί, γιατί είχανε νάρκες βάλει. Τώρα οι Ιταλοί, οι Γερμανοί τα είχανε βάλει;

Ε.Κ.:

Αυτά τα είδατε στον γυρισμό, όταν γυρίζατε;

Π.Μ.:

Ναι, στον γυρισμό, όταν γυρίζαμε από τον γυρισμό. Περπατάγαμε όπου δεν είχανε οχτάκια, προσεκτικά. Και φτάνοντας στο πρόχωμα κοντά στο σπίτι μας, γιατί ήταν το σπίτι μας το πρώτο εκεί στα ανατολικά, φτάνοντας εκεί στης Μαρίας της Κωστάκου το κτήμα, είδαμε πρόβατα μέσα σκοτωμένα σ’ αυτό το σπίτι. Κάτω από το πρόχωμα, ήτανε χαμηλά το χωράφι αυτό, και ήτανε σκοτωμένα πρόβατα, θυμάμαι. 

Ε.Κ.:

Θυμάσαι πόσο χρονών ήσουν τότε; 

Π.Μ.:

Πόσο ήμουν; Δυο-τριών χρονών ήμουνα, τριών χρονών ήμουνα, τόσο.

Ε.Κ.:

Είχε τύχει να δεις εσύ κάποιους Γερμανούς ή Ιταλούς στο χωριό σου; 

Π.Μ.:

Ναι, όταν εγκατασταθήκαμε στο σπίτι πια για καλά, πέρασε στρατός, Ιταλοί. Από κάτω από το σπίτι μας ήτανε ο δρόμος και πηγαίνανε προς τη θάλασσα, για να πάνε στο Γύθειο πηγαίνανε. Το θυμάμαι αυτό.

Ε.Κ.:

Τους είδες δηλαδή εκείνη την ημέρα περαστικά; 

Π.Μ.:

Περαστικά ναι, περνάγανε περαστικά. Μαζί με τη μητέρα μου τους είδαμε που περνάγανε.

Ε.Κ.:

Είχες ακούσει να έχουν κάνει ζημιά στο χωριό; 

Π.Μ.:

Όχι, γιατί μείνανε λίγοι. Και μας λέγανε τότε ότι τρώγανε και τις γάτες, οι Ιταλοί τότε. Το είχα ακούσει τότε μικρή. 

Ε.Κ.:

Και μετά από αυτό το γεγονός επιστρέψατε πίσω στο σπίτι σας, στον Λεήμονα.

Π.Μ.:

Ναι. 

Ε.Κ.:

Πώς το βρήκατε το σπίτι σας; 

Π.Μ.:

Το σπίτι μάς τα είχανε κλέψει τα πράγματα, ό,τι είχαμε. Γιατί είχαμε σκάψει δίπλα στον κήπο μας μια γούβα, είχανε σκάψει οι γονείς, και είχανε βάλει διάφορα, τις ανάχρες εκεί. Και όταν την ανοίξαμε τη γούβα, τα είχανε πάρει τα πράγματα, τις ανάχρες του σπιτιού. 

Ε.Κ.:

Είχαν ανακαλύψει πού είχατε κρύψει... 

Π.Μ.:

Ναι, κάποιο μάτι μας είδε, φαίνεται, τους είδε όταν τα θάβανε, και πήγανε και τα πήρανε. Και δεν τα βρήκαμε εκεί τότε. 

Ε.Κ.:

Και αργότερα σιγά-σιγά γεννήθηκαν και τα υπόλοιπα αδέρφια σου.

Π.Μ.:

Ναι, μετά γεννήθηκε, μετά από εμένα, το ένα κορίτσι που χάθηκε τότε στην κατάσταση. Δεν είχε ακόμα περπατήσει, και χάθηκε αυτό, από την πείνα τότε. 

Ε.Κ.:

Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας; 

Π.Μ.:

Τι δουλειά έκανε; Μας είχε δώσει ο πατέρας του, ο παππούς, άμμο, 30 στρέμματα χωράφια. Χωράφι, άμμος ήτανε, όπως είναι τώρα όλοι οι άμμοι, κοντά στη θάλασσα, και κονόμησε λίγα πρόβατα. Και σιγά-σιγά τα αύξησε, ό,τι γεννάγανε, τα κρατάγανε. Είχε φτιάξει μαντριά, έφτιαξε παράγκα εκεί στον άμμο. Έμενε κιόλας, είχε βάλει κι έναν… Στην αρχή μόνος του, τα έκανε καλά αυτά. Λίγα πρόβατα, και σιγά-σιγά ό,τι γεννάγανε, τα κράταγε. Και αυξήθηκε το κοπάδι. Μετά τυροκόμαγε, κι έβγανε πολύ ωραίο τυρί. Απέκτησε κότες, πολλά, χοιρινό. Τότε ήταν αφύτευτα, γιατί ήτανε με σαμάκια κι όλο μπορμπολάκια ψιλούλια. Ήτανε γεμάτα αυτά και τρώγανε κι έπαιρνε και τροφές. Ήτανε και συκιές τότε στις αρχές. Μαζεύανε και τα απόσυκα, τα σύκα εκεί, ταΐζανε και τα χοιρινά, και σιγά-σιγά φτιαχτήκανε. 

Ε.Κ.:

Πώς ήταν η καθημερινότητα σε μια τόσο μεγάλη οικογένεια; 

Π.Μ.:

Ήτανε. Λοιπόν, κονομήσανε σκάφη ζυμώματος μεγάλη. Τότε είχανε κάτι μεγάλες λαΐνες, κονόμησε ο μπαμπάς, και τις πούλαγε εδώ στο χωριό ένας χωριανός. Με τον γιο του είχανε[00:10:00] ανοίξει τότε και είχανε λαΐνες, βίκες και πουλάγανε. Και είχανε πάρει δυο μεγάλες λαΐνες. Τη μεγάλη τη γέμιζε αλεύρι. Αγόραζε στάρι, πήγαινε και το άλεθε στον μύλο, γεμίζανε. Αγόραζε και το λάδι, γέμιζε την άλλη του λαδιού. Και από το χοιρινό, σφάζανε χοιρινά και βάνανε και γλίνες τότε. Φτιάχνανε λουκάνικα, θυμάμαι είχανε ένα μεγάλο χοιρινό που γένναγε πολλά γουρουνάκια εκεί. Και σφάζανε και είχανε πάντα. Και από τα πρόβατα είχαμε τα τυριά τότε, στάζανε βούτυρο, δεν τα αποβουτυρώνανε τότε. Και ήταν ο τενεκές από πάνω όλο βούτυρο, η άρμη. Και το τυρί ήταν όλο φουσκάλα, και ήτανε, χαιρόσουνα να τρως! Από το βούτυρο, από το γάλα μάζευε την κορυφή ο πατέρας μου, την έβαζε σε λαϊνάκι, το σκέπαζε και το κρέμαγε σε ένα δέντρο. Και μόλις γέμιζε, το έφερνε και το έφτιαχνε η μαμά βούτυρο. Το ’βανε στη φωτιά και το 'βράζε, και χώριζε το βούτυρο, κι από κάτω έμενε η ζάρα που λέγανε. Κι αυτήν την τρώγανε στο ψωμί απάνω, στη φέτα το ψωμί. Ήταν περιζήτητη! Όλη η γειτονιά έτρωγε από αυτό! Το θυμάμαι.

Ε.Κ.:

Φτιάχνατε και δικό σας ψωμί; 

Π.Μ.:

Βεβαίως φτιάχναμε. Είχαμε μια σκαφίδα μεγάλη, και ζύμωνε η μητέρα 8 ψωμιά, 8 καρβέλια έφτιαχνε μεγάλα. Εν τω μεταξύ, φτιάξανε και φούρνο. Είχανε φέρει γλυνόχωμα από το ποτάμι θυμάμαι μαζί με μια χωριανή μας, και φέρνανε χώμα από αυτό, και είχανε και άχυρα ψηλά από στάρια. Ψιλοκομμένα ήταν αυτά, και είχανε κάνει έναν όχτο χώμα, και το ανακατέψανε με άχυρα ψηλά από τα στάρια. Και είχε έρθει και μια χωριανή, ρίχνανε νερό, το ζυμώνανε, το κάνανε σαν φρατζόλες, τις ξεραίνανε αυτές, και φτιάξανε έναν φούρνο χωματένιο, πολύ ωραίο. Δίπλα από το σπίτι, κολλητά στο σπίτι, θυμάμαι δεξιά, ανατολικά. Κι έγινε ένας πολύ ωραίος φούρνος, και ψήναμε τα ψωμιά εκεί. Έκοβε ο πατέρας... Από το παλιοψαθί μέχρι τη θάλασσα τότε εγώ θυμάμαι ήταν όλο μεριές. Εκεί μέσα κρυβόντουσαν και τσακάλια, αλεπούδες τέτοια, και τα έκοβε, ξεραινόντουσταν, και μετά τα έδενε δεμάτια, και καίγαμε τον φούρνο με αυτά, η μητέρα. Αυτά.

Ε.Κ.:

Ψήνατε εκεί και το ψωμί σας και τα φαγητά; 

Π.Μ.:

Ναι, φτιάχνανε και μπρούστουλες τότε με γλίνα, κομματάκια ψιλά και διάφορα. Το λέγανε μπρούστουλα αυτό και το κάνανε στο χωριό πολλοί. Κι έβγανε πολύ ωραίο ψωμί. Είχαμε μια μακριά τάβλα τότε, κι ένα μακρύ μεσάνι, και τα βάναμε στη σειρά εκεί. Μόλις τα ζυμώναμε, τα αφήναμε να φουσκώσουν, να γίνουν. Είχαμε μια μεγάλη κατσαρόλα, να πιάναμε προζύμι πολύ, για να γίνουν 8 ψωμιά πια, έπρεπε να είναι και το προζύμι πολύ. Το αναπιάναμε από το βράδυ το προζύμι σε μια μεγάλη κατσαρόλα και το πρωί ζυμώναμε. Βάναμε τη σκάφη πάνω σε ένα σοφρά, είχαμε και δυο σοφράδες τότε, ένας ολοστρόγγυλος, μαζί με τις πλασταρούνες για να ανοίγουμε φύλλα. Και τα αφήναμε, γινόντουσταν κι ανάβαμε τον φούρνο, τον καίγαμε καλά, τραβάγαμε τη θράκα, τραβάγανε… τότε εγώ ήμουνα μικρή στις αρχές. Τραβάγανε τη θράκα μπροστά και ρίχνανε στη γωνία τα ψωμιά, σκεπάζανε το φούρνο με κούπωμα, μπροστά το στόμιο [00:15:00]και μόλις ψηνόντουσαν τα βγάνανε. Στην ίδια τάβλα είχε βάλει ο πατέρας μας δυο σκοινάκια, γιατί το σπίτι ήταν δίπατο τότε, με... κόρδες από κάτω πολλές, τα λέγανε, μεγάλα ξύλα, και είχε δύο σκοινάκια και βάναμε την ίδια τάβλα και βάναμε τα ψωμιά απάνω τα ψημένα πάλι κι τα σκεπάζαμε με το μεσάλι, να’ ναι σκεπασμένα. Σχεδόν τότε κοντά ένα καρβέλι, όταν έγινε η οικογένεια η μεγάλη. Γιατί μετά από μένα γεννήθηκε εκείνο το κοριτσάκι που πέθανε. Μετά γεννήθηκε άλλο ένα κορίτσι, το οποίο μετά συνεχιστήκανε, αγόρι και μετά άλλα… άλλα πέντε κορίτσια, συνέχεια μετά από το αγόρι. Οπότε, είμαστε έξι κορίτσια τώρα, εν ζωή. 

Ε.Κ.:

Πήγαν όλα τα αδέρφια σου στο δημοτικό; 

Π.Μ.:

Πήγαν όλα, εγώ ήμουν η πρώτη και ήμουν δεύτερη μάνα πια μετά. Μεγαλώνοντας, μεγάλωνα και τα υπόλοιπα κορίτσια. Από το αγόρι κι έπειτα, μάλιστα και το αγόρι, όταν ήτανε πέντε-έξι μηνών με άφησε η μάνα μου, που πήγε στο χωράφι και σκάλιζε μπαμπάκι, κι από εκεί κι έπειτα εγώ τα μεγάλωνα όλα.

Ε.Κ.:

Πόσο ετών ήσουν όταν ξεκίνησες να προσέχεις τα αδέρφια σου;

Π.Μ.:

Πόσο ήμουνα; Ήμουνα πόσο, πέντε χρονών; Από πέντε χρονών άρχισα με τη Δήμητρα κι έπειτα.

Ε.Κ.:

Κι έκανες τα πάντα από τις δουλειές του σπιτιού; 

Π.Μ.:

Τα πάντα. Τα πάντα, μόνο το ζύμωμα το άρχισα από 15 χρονών, 14 χρονών, 15 εκεί, στα 15 με 16. Όποτε δεν μπορούσε η μάνα μου, όταν γένναγε και ήταν λεχώνα, γιατί πάντα κάθε 18 μήνες γένναγε, ήμουνα δεύτερη μάνα! Πλυσίματα και τέτοια από 8 χρονών. Είχαμε μια μεγάλη κορίτα πέτρινη και πίσω από τον φούρνο είχαμε ένα με τσίγκους σκεπασμένο, εκεί ήτανε… Είχε φτιάξει ο πατέρας μας μια γωνιά που μαγειρεύαμε, με τάβλα μπροστά, με χώμα, κι εκεί μαγειρεύαμε, είχαμε τη σιδεροστιά και μαγειρεύαμε και δίπλα είχαμε το μεγάλο χαρανί, πάντα γεμάτο νερό, κουβαλητό από το πηγάδι, γιατί ήτανε κοντά μας το πηγάδι, με τους δυο τενεκέδες. Το νερό το βγάναμε με μια τέστα με σκοινί, με τα χέρια. Δεν είχε ανέμη το πηγάδι, γιατί δίπλα από το σπίτι μας ήτανε του παππού του Δημήτρη του Μπασουράκου, και ήτανε το πηγάδι αυτό. Όταν ερχόταν το ποτάμι ο Ευρώτας, που πέρναγε στο χωριό και πήγαινε στη θάλασσα, όχι, δεν πέρναγε μέσα από το χωριό, από το πρόχωμα, δίπλα από το πρόχωμα, πέρναγε το ποτάμι και πήγαινε προς τη θάλασσα. Όταν ερχόταν το ποτάμι, αυτό το πηγάδι ξεχείλιζε. Δεν είχε ψηλό ύψος, με πέτρα ήτανε, και το βγάναμε με το χέρι, με την τέστα, το νερό όταν γέμιζε από το ποτάμι, όταν ερχότανε. Και σε αυτό το παραγκάκι είχαμε το χαρανί, το γεμίζαμε. Δίπλα η κορίτα που πλέναμε τα ρούχα, κουβαλητό το νερό που περνάγαμε, όλα κουβαλητά. Δυο-δυο τενεκέδες τους κουβαλάγαμε.

Ε.Κ.:

Και αργότερα πόσο ετών παντρεύτηκες; 

Π.Μ.:

19 ετών. 

Ε.Κ.:

Πώς γνωρίστηκες με τον άνδρα σου;

Π.Μ.:

Με συνοικέσιο.

Ε.Κ.:

Τον γνώριζες από πριν; 

Π.Μ.:

Καθόλου. Περνάγαμε γιατί έμενε το σπίτι στην πλατεία, το δικό μας ήταν ανατολικά στην άκρη του χωριού, προς το πρόχωμα. Ούτε το έβανα στο μυαλό μου ότι μπορούσε να γίνει αυτό, γιατί [00:20:00]με πέρναγε 13 χρόνια. Δεν το έβαζα στο μυαλό με τίποτα. Ήτανε τρία αδέρφια, αυτός ήταν ο πρώτος, και με περνούσε 13 χρόνια. Δεν το έβανα με τίποτα στο μυαλό μου. Πέρναγα από την πλατεία, γιατί είχανε καφενείο τότε, με την αδερφή μου που πηγαίναμε, περνάγαμε και πηγαίναμε προς τον Άη Παντελεήμονα. ΄Ηταν ένα μονοπάτι και πηγαίναμε σε ένα χωράφι μας, 4 στρέμματα [Δ.Α.] και το είχενε ο πατέρας μου μπαμπάκι, πόσο χρονών ήμουν 14-15; Και πηγαίναμε οι δυο μας με την αδερφή μου τη Δήμητρα, τη δεύτερη, την τρίτη -ποια ήτανε αυτή- με τα κοτσιδάκια μου εγώ τώρα τότε τόσο χρονών. Πού να το βάλει το μυαλό μου εμένα ότι μπορούσε να γίνει αυτό.

Ε.Κ.:

Δεν είχες φανταστεί ότι θα τον παντρευόσουν; 

Π.Μ.:

Με τίποτα!

Ε.Κ.:

Και αργότερα όταν παντρευτήκατε, τι δουλειά έκανε ο σύζυγός σου;

Π.Μ.:

Αγρότης με μπαμπάκια, ρύζια. Ρύζια πρώτα είχαν. Όταν είχαν τα ρύζια εγώ ήμουν 14 χρονών, μετά από τα ρύζια, είχε μπει όλος ο κάμπος του Λεήμονος και τους Έλους μία χρονιά, και μετά βάλανε μπαμπάκια. Οπότε περνάγαμε με την αδερφή μου και πηγαίναμε και μαζεύαμε το μπαμπάκι που είχαμε αυτό το χωράφι. Πρωί πηγαίναμε και το βράδυ ερχόμαστε. Και περνώντας από τον Άγιο Παντελεήμονα, δεν ξέρω πώς μου ’ρθε, και λέω «Άγιε μου Παντελεήμονα, να παντρευτώ στον Λεήμονα», τώρα να το πω κι αυτό, δεν ξέρω!

Ε.Κ.:

Ήθελες να παντρευτείς στο χωριό σου. 

Π.Μ.:

Στο χωριό μου, δεν ήθελα αλλού. 

Ε.Κ.:

Δεν ήθελες να φύγεις από την περιοχή; 

Π.Μ.:

Όχι, όχι δεν ήθελα, με τίποτα. Μ’ άρεσε το χωριό μου. 

Ε.Κ.:

Και βοηθούσες κι εσύ η ίδια τον άνδρα σου στις δουλειές στο χωράφι ή στο σπίτι; 

Π.Μ.:

Κοίταξε να δεις, βοηθούσα όταν θέλαμε να πάμε που είχαμε το μπαμπάκι, να κορφολογήσουμε, στον Άγιο Παντελεήμονα που είχανε ένα κτήμα. Πήγαινα μαζί του με το ποδήλατο τότε, γιατί δεν υπήρχανε τότε αμάξια και τέτοια, πήγαινα και τον βοήθαγα. Και στο μπαμπάκι είχα πάει και στα ρύζια είχα δουλέψει, 15 ημέρες για 20 δραχμές το μεροδούλι τότε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ στο ρύζι, μες στα καρίκια, να περνάνε οι βδέλλες απάνω, φίδια. 

Ε.Κ.:

Στα ρύζια είχες δουλέψει ως ανύπαντρη;

Π.Μ.:

Ναι, ανύπανδρη ήμουνα τότε, ήμουν 14 χρονών εκεί. Ερχόντουσαν από τη Μάνη, όλη η Μάνη εδώ ήτανε, από παντού. Βελιές. Και βοτανίζαμε και είχαμε κι έναν βιολιτζή, και το μεσημέρι που καθόμαστε να φάμε, γιατί ήταν και ξένες και χωριανές πολλοί. Καθόμαστε για κάποια ώρα, έβανε η γυναίκα του σε κάποιον τενεκέ, είχε κόψει, και μαγείρευε. Αυτοί ήταν από τις Βελιές, το ανδρόγυνο, κι αυτός έπαιζε βιολί και μας διασκέδαζε κιόλας! Περνάγαμε ωραία! 

Ε.Κ.:

Θυμάσαι πόσο ήταν το μεροκάματο τότε;

Π.Μ.:

20 δραχμές, δηλαδή έκανα 15 μεροδούλια για να πάρω 300 δραχμές. Κι αυτά που πήρα, τα έδωσα σε ένα συγγενή, ένα παιδί, και μας έφτιαξε μια τραπεζαρία οικογενειακή, με τις 300 δραχμές. 

Ε.Κ.:

Ήταν αρκετά αυτά τα λεφτά τότε. 

Π.Μ.:

Ναι, ήταν αρκετά τότε. Αυτά. 

Ε.Κ.:

Και αργότερα, πόσα παιδιά αποκτήσατε; 

Π.Μ.:

Εγώ; 

Ε.Κ.:

Ναι, με τον σύζυγό σου. 

Π.Μ.:

Τέσσερα, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Έκανα πρώτα αγόρι, μετά το κορίτσι, αντρογεννιάρικα, μετά πάλι αγόρι, πάλι κορίτσι το τέταρτο.[00:25:00]

Ε.Κ.:

Είναι όλα εν ζωή; 

Π.Μ.:

Το πρώτο κορίτσι μετά από το αγόρι το έχασα. 

Ε.Κ.:

Θα ήθελες να μιλήσεις για εκείνη την ημέρα, τι θυμάσαι; 

Π.Μ.:

Να το πω; Το θυμάμαι, πώς δεν το θυμάμαι. Τετάρτη ήτανε 4 Ιουνίου. Γεννήθηκε το ΄59 ο Τάκης, και το ΄60 αυτό. Και το ΄62, το ΄63 ήτανε αυτό που έγινε το ατύχημα.

Ε.Κ.:

Ήταν μικρό. 

Π.Μ.:

Ναι, ήταν μικρό. Ήταν γεννημένο την άλλη μέρα του Αγίου Παντελεήμονος. Το ΄59 ο Τάκης, το ΄60 εκείνο, και το ΄61 ο Γιάννης. Το θυμάμαι. Να το πω δηλαδή; Ήτανε η μέρα Τετάρτη, και τα είχα, το αγόρι το πρώτο τον Τάκη, και το κορίτσι, στις καρέκλες και τα τάιζα αβγό, εκείνη την ώρα. Έρχεται η αδερφή μου η Μαρία από το σχολείο, που γράφανε διαγωνίσματα τότε, και μου λέει «Να τα πάρω τα παιδιά;». Λέω «Είναι η μάνα στο σπίτι;». Λέει «Εκεί είναι», γιατί δεν ήτανε η πρώτη φορά που τα παίρνανε τα παιδιά. Της λέω: «Να τα πάρεις, κι όπως τα παίρνεις να μου τα φέρεις. Τα μάτια σας δεκατέσσερα». «Εντάξει; Εντάξει». Τα πήρε. Εγώ έβαλα να σφουγγαρίζω χάμω το κατώι, κάτω και είχα βάλει μάλιστα, ήταν και Τετάρτη, είχα στον νεροχύτη επάνω το πετρογκάζ και είχα βάλει και κρέας να μαγειρέψω. Αλλά κάτι με έτρωγε, να φάμε σήμερα πια κρέας, κάτι με έτρωγε. 

Ε.Κ.:

Είχες προαίσθηση ότι θα γινόταν κάτι κακό;

Π.Μ.:

Είχα, είχα, είχα 15 μέρες, δυο εβδομάδες πριν. Είχα δει εκεί που έγινε το ατύχημα, στο πρόχωμα που ήταν μια γούβα, που πέρναγε το ποτάμι και πήγαινε στη θάλασσα, είχε μείνει μια γούβα και κράταγε νερό αυτό. Και πετάγανε μέσα, οι γειτόνοι εκεί χάμω οι Μπασουραίοι, πετάγανε σκουπίδια μέσα. Αλλά είχα δει ένα όνειρο εκεί ότι εκεί απάνω στο πρόχωμα, εκεί που είναι η γούβα, τώρα έχω φτιάξει το εκκλησάκι εκεί. Από τη μια μεριά κι από την άλλη ότι ήταν μια μεγάλη σιδερένια πόρτα, μια μαύρη. Κι όπως πάμε στο πρόχωμα, ανεβαίνουμε δεξιά, ήταν ένα άγαλμα μεγάλο, ψηλό. Και ανοίγει αυτή η πόρτα τελείως, τελείως. Τάχας ότι βρέθηκα εγώ εκεί πάνω, εκεί ακριβώς. Κι άρχισα να κατεβαίνω προς το χωριό για να έρθω στο σπίτι. Τότε δεν υπήρχαν δέντρα πουθενά, ήταν όλα δεξιά κι αριστερά. Δεν υπήρχανε δέντρα. Ήταν όλα τα χωράφια έτσι με το χώμα, χωρίς δέντρα τίποτα. Και είδα ότι μάζευα ασημένια λεφτά, και τα έβανα μπροστά στην ποδιά μου, ότι είχα μια τσέπη και τα έριχνα μέσα. Και φτάνοντας στην πλατεία, απέναντι που ήταν τα Πουλικαίικα τότε, κάτι μακρινάρια χαμηλά, και ερχόμενη είδα ότι έβγαινε από τον τοίχο τον ανατολικό του σπιτιού τους, ήτανε ένας φούρνος κι έβγανε φλόγες, φωτιά έξω. Και πέταξα ένα [00:30:00]δίφραγκο μέσα, δίφραγκο ήταν τότε, ένα ασημένιο, δεν θυμάμαι τι ήτανε. Είχα δει και τον Άγιο Δημήτριο σαν αγριεμένο τότε, με αυτό το όνειρο. Τώρα προειδοποίηση ήταν αυτό, τι ήτανε; Κι εκεί έγινε, σε αυτήν τη γούβα έγινε αυτό το… 

Ε.Κ.:

Κατάλαβες όταν είδες αυτό το όνειρο, ότι δεν ήταν καλό όνειρο;

Π.Μ.:

Δεν το κατάλαβα, ότι μπορεί να ήταν κάτι προειδοποιητικό. Πού να το καταλάβω ότι θα γινόταν αυτό. 

Ε.Κ.:

Και τώρα αυτήν τη στιγμή τα υπόλοιπα παιδιά σου είναι παντρεμένα; 

Π.Μ.:

Είναι, είναι παντρεμένα, και ο μεγάλος και ο δεύτερος έχουν τις οικογένειές τους. Η κόρη είναι παντρεμένη στην Αμερική, πολύ καλά. Έχει πάρει πολύ καλό παιδί, ελληνοαμερικάνο από την Καταβόθρα. 

Ε.Κ.:

Έχεις και εγγόνια. 

Π.Μ.:

Και έχω και δισέγγονα, έχω τρία εγγόνια και δυο δισέγγονα από την κόρη και από την εγγόνα έχω δύο δισέγγονα.

Ε.Κ.:

Πολύ ωραία, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την ιστορία που μου διηγήθηκες. Εύχομαι να είσαι καλά, και εσύ και η οικογένειά σου. 

Π.Μ.:

Ευχαριστώ πολύ. Κι εσύ να’ σαι καλά, να παίρνεις συνεντεύξεις.