© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο Wasca και η «δυναστεία» των λυκόσκυλων: Ο Ανδρέας Μανωλικάκης αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
26515
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ανδρέας Μανωλικάκης (Α.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/07/2021
Ερευνητής/τρια
Μιράντα Παύλου (Μ.Π.)
Μ.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα!

Α.Μ.:

Καλησπέρα!

Μ.Π.:

Θα μου πείτε το όνομά σας;

Α.Μ.:

Ανδρέας Μανωλικάκης.

Μ.Π.:

Είναι Τετάρτη, 24 Μαρτίου 2021. Είμαι με τον Ανδρέα Μανωλικάκη, ο οποίος βρίσκεται στην Αγία Παρασκευή, εγώ ονομάζομαι Μιράντα Παύλου, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στην Αθήνα, στην Πλατεία Αμερικής, και ξεκινάμε. Κύριε Μανωλικάκη, πού έχετε γεννηθεί;

Α.Μ.:

Στην Αθήνα.

Μ.Π.:

Κι έχετε μεγαλώσει εδώ;

Α.Μ.:

Μεγάλωσα εδώ, μέχρι... κι έμεινα εδώ μέχρι 20 χρόνων-21 και μετά έφυγα στο εξωτερικό.

Μ.Π.:

Και με τι ασχολείστε;

Α.Μ.:

Είμαι ηθοποιός-σκηνοθέτης, αλλά συγχρόνως είμαι και καθηγητής Πανεπιστημίου στην υποκριτική και στη σκηνοθεσία και υπήρξα και πρόεδρος μεταπτυχιακού προγράμματος στη Νέα Υόρκη επί δεκατέσσερα χρόνια.

Μ.Π.:

Κι εγώ ξέρω ότι εκτός από την υποκριτική, που είναι η μεγάλη σας αγάπη, και τη διδασκαλία, έχετε μια πολύ μεγάλη αγάπη στους σκύλους και κυρίως στα λυκόσκυλα;

Α.Μ.:

Σωστό. Σε όλα τα σκυλιά, βέβαια, γιατί, όταν γεννήθηκα, ο πατέρας μου επειδή κυνηγούσε, υπήρχε πάντα στο σπίτι ένα κυνηγόσκυλο, συνήθως η ράτσα του ήτανε pointer ή pointer braque, αυτά ήταν τα σκυλιά, έτσι, που άρεσαν του πατέρα μου. Οπότε, με τα σκυλιά έχω μεγάλη εξοικείωση και αγάπη. Βέβαια, από ένα σημείο και μετά εγώ... πάντα μου αρέσαν τα λυκόσκυλα και από ένα σημείο και μετά είχα πάντα λυκόσκυλα, μέχρι και σήμερα. Μιλάμε για πολλά χρόνια, πολλά χρόνια.

Μ.Π.:

Και ποιο είναι το πρώτο λυκόσκυλο που αποκτήσατε;

Α.Μ.:

Το πρώτο λυκόσκυλο λεγόταν Wasca von... Όχι, όχι, συγγνώμη, συγγνώμη. Το πρώτο λυκόσκυλο λεγότανε Wasca von Modelbach. Τώρα, για να σας δώσω να καταλάβετε: Το πρώτο, βέβαια, είναι το όνομα –έτσι;–, το μικρό όνομα του σκύλου. Το «von Modelbach» έχει να κάνει με τον εκτροφέα και την περιοχή του εκτροφέα στη Γερμανία ή οπουδήποτε αλλού βρίσκεται, ανάλογα είναι και το επώνυμο. Για να καταλάβετε, το δεύτερο σκυλί που είχα λεγότανε Kim von Suatenberg και τα δύο τελευταία σκυλιά που είχα, ήταν απ’ τον ίδιο εκτροφέα, το ένα το λέγανε Furio von Bad Boll και τον σημερινό που έχω τώρα τον λένε Whopper von Bad Boll. Το von Bad Boll είναι μια περιοχή λίγο έξω απ’ την Στουτγκάρδη. Σας το λέω τώρα αυτό, γιατί πολλές φορές ακούνε το επώνυμο και το όνομα του σκύλου και νομίζουν ότι είναι ψώνιο αυτός που ‘χει τον σκύλο. Δεν έχει να κάνει με ψώνιο, έχει να κάνει με τα πιστοποιητικά του, με του εκτροφέα την ταυτότητα, ας πούμε, και όλα αυτά τα διάφορα. Πάνε μετά στα πρωταθλήματα, αυτοί στέλνουν τα σκυλιά τους, και όλο αυτό το πράγμα έχει να κάνει με τα... Τώρα, τα μικρά ονόματα έχουν να κάνουν με το αλφάβητο, δηλαδή ο δικός μου, τώρα, που λέγεται Whopper von Bad Boll έτυχε η γέννα αυτή να είναι η ώρα του W. Ο προηγούμενος που λεγότανε Furio ήταν η ώρα του F, γι’ αυτό και τα αδέρφια του λεγότανε Faika και Flora, ήταν ο Furio, η Faika και η Flora. Σας έδωσα έτσι μια εξήγηση γύρω από τα ονόματά τους, για να, έτσι, καταλάβετε πώς λειτουργεί το σύστημα.

Μ.Π.:

Άρα, πρέπει κάποιος να δώσει το όνομα με το αρχικό που είναι η σειρά, ας πούμε, να βγει το F, ας πούμε, όπως είπατε;

Α.Μ.:

Ναι, το όνομα, βέβαια, το δίνει ο εκτροφέας. Ο εκτροφέας είναι αυτός που ακολουθεί το αλφάβητο, γιατί αυτοί κάνουνε διάφορες γέννες, ας πούμε, μες στον χρόνο, οπότε η κάθε γέννα έχει κι ένα γράμμα από το αλφάβητο. Αν η προηγούμενη γέννα, ας πούμε, ήταν το Κ, η επόμενη είναι το L και πάει λέγοντας. Ο εκτροφέας είναι αυτός που δίνει και τα πιστοποιητικά, τα οποία είναι και εγκεκριμένα από την ειδική, ξέρω γω, υπηρεσία του κράτους πάνω στα σκυλιά και την πιστοποίησή τους κτλ. Ο πελάτης, εκτός αν, ξέρω γω, γεννήσει η σκύλα του γείτονα και πάρει το κουταβάκι, θα το βαφτίσει αυτός όπως θέλει, εκεί δεν έχει να μπλέξει με τίποτε άλλο. Αυτό είναι, αυτή είναι η ονοματολογία.

Μ.Π.:

Αυτή είναι η διαδικασία που γίνεται με τους εκτροφείς, δηλαδή–

Α.Μ.:

Ναι, και τα σκυλιά. Κι αυτό ισχύει και για τα άλλα, για τις άλλες ράτσες. Δεν έτυχε να έχω άλλες ράτσες που να τα έχω πάρει τα σκυλιά από εκτροφείς, αλλά νομίζω ότι το ίδιο πράγμα γίνεται, γιατί βλέπω διάφορους διαγωνισμούς στην τηλεόραση ομορφιάς ή, ξέρω γω, τι άλλο, διεθνείς διαγωνισμούς σκύλων, και δίπλα υπάρχει τ[00:05:00]ο όνομα του εκτροφέα. Είναι ολόκληρος κόσμος, δηλαδή, γύρω απ’ αυτά.

Μ.Π.:

Κι εσείς πώς βρεθήκατε να έχετε το πρώτο λυκόσκυλο, απ’ την στιγμή που ο πατέρας είχε, όπως είπατε, σκυλιά ειδικά για κυνήγι, ενώ τ’ άλλα–

Α.Μ.:

Όχι μόνο... Ναι, ναι, ολοκληρώστε.

Μ.Π.:

Ενώ τα λυκόσκυλα δεν είναι ακριβώς για κυνήγι, είναι φύλακες.

Α.Μ.:

Δεν είναι, σωστό, σωστό αυτό. Όχι μόνο δεν είχε ο πατέρας μου λυκόσκυλα, δεν ήθελε να έχει και λυκόσκυλα! Προφανώς θα είχε... όχι ότι τον είχε δαγκώσει κάποιο σκυλί, αλλά, εντάξει, όλα αυτά, οι φήμες για πολλά σκυλιά και ράτσες είναι ότι είναι αγριόσκυλα, ότι είναι αιμοβόρα και τέτοια πράγματα. Τέλος πάντων, δεν ήθελε να έχει, να υπάρχει λυκόσκυλο. Έτυχε, όμως, γιατί η μοίρα είναι μοίρα και κάνει αυτή ό,τι θέλει, και είδανε ένα καλοκαίρι, θα ‘μουνα γύρω στα 20 χρόνων-19-18, 18 πρέπει να ‘μουνα, 18-19, και έλειπε ο πατέρας και η μητέρα μου στην Κρήτη, ήτανε διακοπές όλο το καλοκαίρι σχεδόν κι εγώ ήμουνα εδώ στο σπίτι με κάτι φίλους μου, και κάποια στιγμή ένας από τους φίλους εκεί λέει: «Έχω ένα λυκόσκυλο το οποίο το έχω εδώ και τρεις μήνες και δεν μπορώ να το ‘χω στο σπίτι. Το πήρα από τον ξάδερφό μου και αυτός το είχε πάρει από έναν άλλον και, τέλος πάντων, και δεν ξέρω πού να το δώσω». Εγώ πάντα ήθελα να έχω ένα λυκόσκυλο και λέω: «Πώς είναι», λέω, «αυτό το λυκόσκυλο;». Και λέει: «Να σ’ το φέρω να το δεις», γιατί δεν, έμενε... έμενε, ξέρω γω, μερικά στενά πιο κάτω. Πάει, λοιπόν, το φέρνει το σκυλί, κι ήμουν μ’ έναν άλλο φίλο εγώ, πάλι στην ίδια παρέα ήμασταν, περιμέναμε στον δρόμο να το φέρει και τον βλέπουμε που ερχόταν από κάτω απ’ τον δρόμο μ’ ένα υπέροχο σκυλί, ένα πολύ όμορφο σκυλί. Μου λέει ο φίλος μου ο άλλος, μου λέει: «Πάρ’ το, πάρ’ το», μου λέει, «πάρ’ το», λέει, «μη το χάσεις, είναι φοβερό σκυλί». Τον βλέπουμε τον σκύλο, του λέω: «Εντάξει, θα τον πάρω». Τον παίρνω, λοιπόν, τον σκύλο τον Wasca –Wasca λεγότανε–, ο σκύλος θα ήτανε τότε τουλάχιστον 3 ετών, 3-3,5 θα ήτανε, και ένα πραγματικά πολύ όμορφο σκυλί. Τον πρώτο μήνα που είχα τον σκύλο, ο σκύλος δεν είχε ενέργεια, δεν είχε κέφι και ήτανε συνέχεια στο τζάμι της πόρτας του σπιτιού της κεντρικής και κοιτούσε έξω. Τώρα, με τη γνώση που έχω σήμερα –ή που απέκτησα αργότερα, να το πούμε έτσι–, ξέρω ότι ο σκύλος κοιτούσε απ’ το τζάμι να έρθει το αφεντικό με το οποίο ήτανε προηγουμένως, διότι τα σκυλιά είναι ανθρωποκεντρικά, δεν είναι όπως οι γάτες, είναι τοποκεντρικές – εντάξει, όχι δεν ενδιαφέρονται για τα αφεντικά τους, αλλά ο σκύλος είναι ανθρωποκεντρικός, δηλαδή όπου πάει το αφεντικό του πάει κι αυτός κι είναι ευχαριστημένος, η γάτα άμα της αλλάξεις χώρο δεν της αρέσει. Λοιπόν, τέλος πάντων, αυτός ο καημένος ήτανε μελαγχολικός και κοιτούσε από το τζάμι έξω πότε θα ‘ρθει να τον πάρει πίσω ο... Τον οποίο τον είχε ο άλλος τρεις-τέσσερις μήνες όλους κι όλους δηλαδή, αλλά τα σκυλιά μετά τον πρώτο μήνα, μερικές εβδομάδες-πρώτο μήνα, δένονται με αυτόν που είναι μαζί, κάπου τόσο παίρνει περίπου. Κι επειδή εγώ τα σκυλιά τα παίρνω... από κει και πέρα, τον Wasca δηλαδή και μετά, και τα τρία σκυλιά που είχα τα επόμενα πηγαίνω στη Γερμανία και τα παίρνω, αφού έχω μιλήσει με τον εκτροφέα και πάω και τα βλέπω, να ξέρω αν ο χαρακτήρας τους είναι καλός, αν δεν έχουνε πρόβλημα δυσπλασίας κτλ., γι’ αυτό και τα παίρνω πάντα 15 μηνών-14 μηνών, για να ‘χουν δείξει όλα αυτά. Ξέρω πόσο παίρνει στο κάθε σκυλί να δεθεί με το καινούργιο του αφεντικό ή με τον καινούργιο του φίλο, να το πούμε έτσι. Οπότε, λοιπόν, αυτό το σκυλί επί έναν μήνα ήτανε μελαγχολικό, κοιτούσε το τζάμι, έτρωγε δεν έτρωγε, ήτανε μια κατάσταση, έτσι, λίγο θλιβερή. Μετά από έναν μήνα ή εκεί γύρω περίπου, έρχονται κάτι φίλοι στο σπίτι, και δεν ξέρω τι παίζαμε τώρα, χαρτιά παίζαμε, δεν θυμάμαι, ένα παιχνίδι παίζαμε εκεί, γύρω απ’ το τραπέζι καθόμαστε και ο σκύλος καθόταν στο βάθος του σαλονιού, και ο διπλανός μου, επειδή έριξα μια ζαριά, ξέρω γω, τι ήτανε –ζαριά ήτανε, χαρτιά ήτανε;–, μάλλον χαρτιά παίζαμε και ήτανε καλό το χαρτί, ξέρω γω, που γύρισα, χτυπάει το χέρι του δίπλα στο τραπέζι –όχι απειλητικά ή εχθρικά ο άνθρωπος, αυτό που λέμε το «χτύπησε το χέρι»–, και ξαφνικά ο σκύλος, εκεί που καθότανε στο βάθος του σαλονιού, σαν ιπτάμενος έγινε ξαφνικά, ήρθε ανάμεσά μας, έβαλε το κεφάλι του, τη μουσούδα του, δηλαδή, στο πλευρό του διπλανού μου που χτύπησε το χέρι. Πάγωσε ο διπλανός, όλοι τα χάσαμε, εγώ τα έχασα περισσότερο απ’ όλους, γιατί ξαφνικά... δεν την είχα ξαναδεί αυτήν τη συμπεριφορά του σκύλου. Και τον κοιτούσε, δεν γρύλισε, αλλά σαν να του ‘λεγε ότι: «Αυτή η κίνηση απαγορεύεται στην παρουσία τη δική μ[00:10:00]ου, στο σπίτι, όσο είμαι εγώ παρών», εγώ δηλαδή. Αυτό ήταν το πρώτο δείγμα. Δεύτερο δείγμα ήταν ότι βγήκαμε στον δρόμο εκεί, εκείνες τις μέρες, και συναντάω στον δρόμο ένα φίλο της οικογενείας ο οποίος μου έδωσε το χέρι του να με χαιρετήσει, τον είχα με το λουρί τον σκύλο, με του που μου δίνει το χέρι του ο άνθρωπος, μπαίνει ανάμεσά μας ο σκύλος και δίνει μια μυτιά στα χέρια μας. Δεύτερο περιστατικό. Θέλω να πω, όμως, κάτι: την ιστορία αυτή σας τη λέω γιατί –έχω κάποιο λόγο που σας τη λέω την ιστορία αυτή–, γιατί συνδέεται και μ’ αυτό το οποίο διδάσκω, την υποκριτική κτλ., κι έχει να κάνει με το πώς δένονται τα ζώα με τους ανθρώπους και με τι αισθήσεις και με τι άλλες ευαισθησίες. Τα σκυλιά δεν ξεχνούν ποτέ, όπως κι εμείς δεν ξεχνάμε ποτέ αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να θυμηθούμε με τρόπους που δεν είναι μόνο το μυαλό μας στο παιχνίδι. Συνεχίζω. Τώρα, ήθελα να την κάνω αυτήν την παρένθεση για να ξέρουμε και γιατί τη λέμε την ιστορία. Εξελίχθηκε, λοιπόν, αυτό το πράγμα. Στη συνέχεια, ξέρω γω, στη βεράντα, ήταν ο αδερφός μου, είχε ένα σκουπόξυλο, μια μέρα, και το σήκωσε έτσι το σκουπόξυλο δήθεν απειλητικά προς τα μένα –γιατί άρχισαν και μας άρεσαν αυτά που έκανε ο σκύλος– κι όρμησε ο σκύλος, του βούτηξε το σκουπόξυλο. Και σιγά σιγά, σιγά σιγά, αυτός ο σκύλος άνοιξε, άνοιξε δηλαδή η συμπεριφορά του, άνοιξε η ψυχή του, άνοιξε η σχέση, έγινε πάρα πολύ στενά συνδεδεμένος μαζί μου, δεν άφηνε ούτε το όνομά μου να ακουστεί. Δηλαδή, ερχόταν ο πατέρας μου το πρωί να με ξυπνήσει και, άμα έλεγε «Αντρέα», ο σκύλος σηκωνότανε και του την έπεφτε – με την καλή έννοια, δεν εννοώ να τον δαγκώσει. Και μετά, έμπαινε ο πατέρας μου κι έλεγε: «Α», και με το «Α» ακόμα είχε πρόβλημα, και με το αρχικό του ονόματος από ένα σημείο και μετά, γιατί τον ήξερε, σου λέει: «Θα πεις τώρα “Αντρέα”, θα σ’ την πέσω προκαταβολικά». Τώρα, βέβαια, να μιλήσουμε για κάτι: Όταν πρωτοήρθε ο πατέρας μου – όταν ήρθε, μάλλον, από το νησί, από την Κρήτη με τη μητέρα μου και ήρθε μέσα στο δωμάτιό μου να με δει –δεν ήξερε για τον σκύλο τίποτα, δεν είχα πει τίποτα εγώ για τον σκύλο, γιατί ήθελα να αποφύγω την άρνηση–, ο σκύλος γάβγισε και πήγε προς το μέρος του, και φοβήθηκε ο άνθρωπος και καλά έκανε, δεν είναι και το καλύτερο πράγμα να σου ‘ρθει λυκόσκυλο γαβγίζοντας προς τα πάνω σου. Και έγινε σκοτωμός με αυτό στο σπίτι: «Ο σκύλος πρέπει να φύγει, αυτό το σκυλί δεν θα ‘ναι εδώ». Εγώ άρχισα κι έλεγα: «Θα φύγω κι εγώ μαζί με τον σκύλο», γίνανε διαφορά τέτοια περιστατικά. Τελικώς, έμεινε το σκυλί, έμεινε, το αγαπήσανε όλοι, βέβαια, ήτανε αξιαγάπητο το σκυλί, και δεθήκαμε, λοιπόν, πάρα πολύ μ’ αυτό το σκυλί, σε βαθμό που, όταν εγώ έφευγα κι έλειπα, δεν έτρωγε κι έτρωγε μόνο όταν γύρναγα. Γύρναγα, ερχότανε, πήδαγε επάνω μου από τη χαρά του και πήγαινε στο πιάτο του να μου δείξει ότι τρώει, αυτό ήταν το... Μπορεί να του είχε δώσει μπιφτέκια η μάνα μου, μια φορά αναγκάστηκε να του δώσει μπιφτέκια, γιατί έλειπα δυο μέρες, και δεν τα ‘τρωγε, δεν ήθελε να φάει. Σιγά σιγά, το συνήθισε αυτό, γιατί γνώρισε και τους δικούς μου περισσότερο, και τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, οπότε συνδέθηκε και με αυτούς σε καλό βαθμό.

Α.Μ.:

Περνούσε ο καιρός, ήτανε αξιαγάπητος, τον πήγαινα στα Εξάρχεια, γιατί εγώ τότε εγώ ήμουνα και στη σχολή του Κουν μαθητής, οπότε στα Εξάρχεια ήτανε και η Σχόλη, και τα βράδια πήγαινα στο σπίτι και τον κατέβαζα... Οι αναρχικοί ήτανε ξετρελαμένοι μαζί του εκεί στα Εξάρχεια και διάφοροι... Δηλαδή, κάτω απ’ την καρέκλα εκεί του καφενείου καθότανε, αυτές τις πολυθρόνες που είναι εκεί, τις σιδερένιες. Και μια μέρα, έρχεται η φίλη του αδερφού μου και λέει ότι γνώρισε... Λέει, ήτανε, λέει, σ’ ένα καφέ στο Κολωνάκι με μια παρέα ανθρώπων και ξαφνικά η συζήτηση άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τα λυκόσκυλα και λέγανε ο ένας για λυκόσκυλο, ο άλλος για λυκόσκυλο και λέει αυτή –η πρώην φίλη του αδερφού μου–, λέει: «Α», λέει, «κι εγώ ξέρω», λέει, «ένα πολύ ωραίο λυκόσκυλο, παρά πολύ ωραίο, ένα», λέει, «το λένε», λέει, «Wasca και είναι», λέει, «πάρα πολύ όμορφο», λέει, «και είναι», λέει, «το σκυλί του αδερφού», λέει, «του φίλου μου». Πετάγεται ένας από την παρέα και λέει: «Πώς είπες ότι τον λένε τον σκύλο;». Λέει αυτή: «Τον λένε Wasca», λέει, «είναι έτσι κι αλλιώς» κτλ. Λέει: «Ναι» και λέει: «Ξέρεις», λέει, «είμαι», λέει, «το πρώτο του αφεντικό και θα ήθελα πάρα πολύ», λέει, «να μιλήσεις», λέει, «με τον αδερφό του φίλου σου, αν μπορώ να τον δω». Με παίρνει τηλέφωνο, λοιπόν –ή ήρθε από εδώ, δεν θυμάμαι πώς έγινε–, δεν μ’ άρεσε το σκηνικό αυτό καθόλου, αλλά, όμως, εντάξει, δεν μπορούσα να πω όχι, αλλά λέω και στον φίλο μου τον αρχικό, που είδαμε το σκυλί μαζί, του λέω: «Έλα κι εσύ απ’ το σπίτι μπας κι έχουμε κάνα περιστατικό εδώ πέρα περίεργο». Έρχεται, λοιπό[00:15:00]ν, ο άνθρωπος, ένας συμπαθέστατος άνθρωπος, νέος, δηλαδή, εγώ θα ήμουνα τότε 18-19, αυτός θα ‘τανε 24-25, ξέρω γω. Ο σκύλος ήτανε στη βεράντα επάνω, μπαίνει ο άνθρωπος κανονικά στον κήπο, τον πλησιάζει τον σκύλο του λέει: «Wasca», ο σκύλος σηκώνει τα χείλια του, δείχνει όλα του τα δόντια –ήταν έτσι και καλοδιατηρημένα– και γρύλισε απειλητικά. «Wasca», γρύλισε ο σκύλος. Ο άνθρωπος έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. «Ρε Wasca», εκείνο τίποτα. Πάμε μέσα στο σπίτι, έρχεται ο Wasca, κάθεται δίπλα μου, ο άλλος, όποτε πήγαινε να του μιλήσει, του γρύλιζε ο Wasca. Και μας λέει την ιστορία. Η ιστορία λοιπόν έχει ως εξής: Αυτός ο άνθρωπος ήτανε φοιτητής κινηματογραφικών σπουδών στο Βερολίνο, τον Wasca τον πήρε σε μια ηλικία πολύ μικρή και τον εκπαίδευσε καθοδόν έτσι που τον είχε, κατά τη διάρκεια της δικής του, ας πούμε, ξέρω γω, αυτής, τον είχε εκπαιδεύσει ένας αστυνομικός Γερμανός και μάλιστα είχε κι έναν τίτλο εκπαίδευσης, το λεγόμενο Schutzhund 1 ήτανε ο Wasca, υπάρχει το 2 και το 3, που είναι... και μετά πάνε πρωταθλήματα κτλ. Γι’ αυτό κι έκανε κι όλα τα κόλπα που έκανε, τώρα εξηγούνται κι όλα τα διάφορα που έκανε με τη σκούπα, με τα χέρια, με τις κινήσεις που έμπαινε στη μέση και τα διάφορα τέτοια. Μας λέει, λοιπόν, ότι είχε, μαζί με τον Wasca, είχε κι ένα μικρό σκυλάκι, κοντό, μακρόστενο, σαν basset δηλαδή, αλλά μπάσταρδο όμως, τον οποίον τον έλεγε Χαραλαμπάκο και το είχε βγάλει επίτηδες Χαραλαμπάκο για να μην μπορούν να το πουν οι Γερμανοί. Ο Χαραλαμπάκος ήταν ο κολλητός φίλος του χασάπη της γειτονιάς –για κάποιον λόγο ο χασάπης ήταν ερωτευμένος με τον Χαραλαμπάκο–, κάθε πρωί, λοιπόν, αυτός άνοιγε την πόρτα, έφευγε ο Χαραλαμπάκος, πήγαινε στον χασάπη, του ‘δινε ο χασάπης ένα μεγάλο λουκάνικο, αυτά τα πολύ ωραία τα γερμανικά λουκάνικα, ο Χαραλαμπάκος το επέστρεφε σπίτι, δεν το πείραζε γιατί ήτανε κύριος, κι αυτός το ‘κοβε το λουκάνικο στα τρία: ένα κομμάτι για τον Χαραλαμπάκο, ένα κομμάτι για τον Wasca κι ένα κομμάτι για τον ίδιο. Αυτό γινόταν κάθε πρωί. Ο Wasca παθαίνει μόρβα, η μόρβα είναι μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση για τον σκύλο, του έκανε κι εγχείρηση κιόλας και για ένα διάστημα μεγάλο, πολλών εβδομάδων, τον έπαιρνε στον ώμο του, τον σήκωνε, δηλαδή, και πηγαίνανε βόλτα στο πάρκο εκεί της περιοχής, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει καλά ο Wasca, μέχρι που έγινε καλά. Καταλαβαίνετε, τώρα, μέχρι στιγμής, γιατί μελαγχόλησε ο άλλος που η πρώτη αντίδραση του σκύλου ήταν το γρύλισμα, όταν έχει κάνει τέτοιου είδους... όταν είχε τέτοιου είδους σχέση με τον σκύλο. Κάποια στιγμή, ο σκύλος έγινε καλά κτλ., και οι συνθήκες της ζωής του δεν του επιτρέπανε να έχει σκυλιά πλέον κι έδωσε και τον Χαραλαμπάκο σε ένα σπίτι στην Ελλάδα σε συγγενείς τους και τον Wasca σε ένα σπίτι στην Ελλάδα. Αλλά τι έγινε με τον Wasca; Τον έδωσε σε ένα σπίτι στην Ελλάδα, αυτός που τον πήρε τον κράτησε τρεις-τέσσερις μήνες, τον έδωσε σε ένα άλλο σπίτι στην Ελλάδα, ο άλλος τον έδωσε σε ένα άλλο σπίτι στην Ελλάδα και κατέληξε, μετά, σε εμένα το σκυλί, και, βέβαια, σε εμένα δεν δόθηκε πουθενά αλλού και, περνώντας ο καιρός, τόσο περισσότερο δυνάμωνε και η σχέση που είχα με τον σκύλο. Μας λέει, λοιπόν, αυτήν την ιστορία ο άνθρωπος αυτός, χάρηκε πάρα πολύ που ο σκύλος είναι σε καλό σπίτι, με κήπο, ξέρω γω, κτλ. και τον προσέχουμε, κοιμάται μέσα, όλη αυτήν τη φροντίδα που προσφέρουμε εμείς στον σκύλο, αλλά το παράπονό του είναι ότι ο σκύλος δεν τον θυμήθηκε, μέγιστο, βέβαια, γιατί είχε δώσει τόσα πολλά πράγματα σε αυτό το σκυλί. Βγαίνοντας, λοιπόν, για να φύγει, βρισκόμαστε πάλι στη βεράντα, δηλαδή ο σκύλος είναι επάνω στη βεράντα –η βεράντα δεν είχε κάποιο κάγκελο ή τίποτα άλλο, ήτανε πάνω βεράντα κι όποιος ήθελε πήδαγε κάτω, ας πούμε, ένα μέτρο ύψος ήτανε, είναι ακόμα δηλαδή–, και ξαναπάει στον σκύλο να προσπαθήσει πάλι κι άρχισε να του λέει διαφορά, του λέει: «Wasca, ο Χαραλαμπάκος», του λέει, «Τον Χαραλαμπάκο τον θυμάσαι;», γρύλιζε ο Wasca, «Τον Χαραλαμπάκο;», του λέει κάτι άλλο στα γερμανικά, τίποτα, γρύλιζε ο Wasca. Κάποια στιγμή, ο άνθρωπος αυτός –εμείς τώρα ήμαστε δίπλα και παρακολουθούσαμε με τον φίλο μου και μας είχε πιάσει μελαγχολία, γιατί βλέπαμε τον πόνο[00:20:00] του–, κάποια στιγμή, λοιπόν, τρελαίνεται ο άνθρωπος αυτός και του ήρθανε τάσεις αυτοκτονίας, δεν ξέρω τι είχε, και αποφασίζει να κάνει την ηρωική έξοδο, κι όπως ήταν ο σκύλος –τώρα, το κεφάλι του σκύλου ήτανε στο ύψος του κεφαλιού του ανθρώπου–, όπως, λοιπόν, γρυλλίζει κι έχει ανοίξει το στόμα του ο Wasca, λέει αυτός: «Θες να με δαγκώσεις;», του λέει, «Θες να με δαγκώσεις; Θες να με δαγκώσεις;», ο άλλος τώρα να γρυλλίζει ο σκύλος. Εμείς είχαμε παγώσει δίπλα που παρακολουθούσαμε, λέμε: «Τώρα αυτός θα του κάνει ζημιά», ο σκύλος. «Δάγκωσέ με», του λέει, και του βάζει το χέρι, πώς κάνουμε στο καράτε, έτσι, οριζόντια, την παλάμη οριζόντια μέσα στο στόμα. Εγώ και ο φίλος μου νομίζαμε ότι αυτός ο άνθρωπος από την επόμενη μέρα θα ζητιανεύει κουλός σε κάποιο στενό της Ομονοίας, λέω: «Δεν θα μείνει το χέρι, θα μείνει μέσα στο στόμα». Αλλά αυτό που συνέβη ήτανε συγκλονιστικό κι ήταν συγκλονιστικό για μένα ακόμα περισσότερο, διότι πήρα ένα μάθημα για μια μέθοδο –την οποία μου έτυχε η μοίρα να τη διδάσκω στο μέλλον–, που στηρίζεται ακριβώς σε αυτό το οποίο έγινε εκείνη τη στιγμή με τον σκύλο. Με το που μπήκε το χέρι του ανθρώπου στο στόμα του σκύλου, είδα τα μάτια του σκύλου σαν να είχε μπει μέσα του ρεύμα ηλεκτρικό, δηλαδή τινάχτηκαν τα μάτια του σκύλου, δεν δάγκωσε, τινάχτηκε, τα μάτια του, δηλαδή έκανε... και το κεφάλι του ολόκληρο, άνοιξε το στόμα του, κατέβηκε τη βεράντα, βγήκε στον δρόμο, έφυγε προς τα επάνω την ανηφόρα καμιά εξηνταριά μέτρα, ήταν σαν κάτι αεροπλάνα που στρίβουνε και μετά τρέχοντας απογειώνονται. Εμείς βγήκαμε να δούμε τι κάνει ο σκύλος, γιατί η συμπεριφορά ήταν τελείως αλλοπρόσαλλη, για εμάς αλλοπρόσαλλη, και μόλις πήγε πενήντα-εξήντα μέτρα πιο πάνω –ήθελε να πάρει φόρα, δηλαδή–, γύρισε και καλπάζοντας όρμηξε και τον αγκάλιασε, καλπάζοντας! Έπεσε απάνω του, να τον αγκαλιάζει, να τον φιλάει, ο άλλος να τον φιλάει, να κλαίει ο άλλος, να κλαίμε εμείς με τον φίλο μου, ήτανε μια κατάσταση σαν να έχει φύγει ο γιος για τη ξενιτιά και να γυρνάει μετά από δέκα χρόνια και να τον υποδέχεται η μάνα του! Δηλαδή, δεν ξέρω, το σκυλί του Οδυσσέα κάτι τέτοιο θα είχε κάνει, αλλά ήταν και γέρικο αυτό πολύ, δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Τρελάθηκε ο σκύλος. Γιατί, όμως; Τι έγινε; Ο σκύλος δεν τον θυμήθηκε με την εικόνα του, δεν τον θυμήθηκε με τη φωνή του, θυμήθηκε, όμως, την αίσθηση του χεριού του μες στο στόμα του, γιατί τον τάιζε και με το χέρι του όταν δεν μπορούσε αυτός να σηκωθεί να πάει στο πιάτο του κι όλα αυτά, και μόλις μπήκε το χέρι του μέσα στο στόμα του, του ήρθε η μνήμη αυτού του ανθρώπου κι έβγαλε όλη του την ευγνωμοσύνη και τη χαρά που τον ξαναείδε. Ο άνθρωπος, όπως σας είπα, έφυγε κλαίγοντας από το σπίτι, κλαίγοντας για πολλούς λόγους: πρώτα απ’ όλα που ο σκύλος τον θυμήθηκε, που μπόρεσε και ξαναβρέθηκε με τον σκύλο του, και που είδε κιόλας ότι ο σκύλος του είναι, τελικά –και λέω τελικά, γιατί είχε περάσει τρία τέσσερα άλλα σπίτια–, είναι σ’ ένα σπίτι που θα ήθελε πάρα πολύ εκεί να βρισκόταν ο σκύλος. Αυτό τώρα, την ιστορία που σας λέω, τη διδάσκω κιόλας όταν κάνω ένα μάθημα για τις αισθήσεις κτλ., γιατί αυτό το πράγμα μάς δείχνει, πρώτα απ’ όλα, πώς συνδέονται τα ζώα μαζί μας, αλλά επίσης πώς τα ζώα μπορούν και θυμόνται όχι μόνο με το μυαλό τους –κι όταν λέω με το μυαλό τους, όλα, βέβαια, με το μυαλό γίνονται–, αλλά οι αισθήσεις, η αίσθηση της γεύσης του χεριού του ανθρώπου αυτού ήτανε που ξύπνησε όλη τη μνήμη του σκύλου, και αυτό το οποίο... η μέθοδος αυτή της υποκριτικής της Stanislavski απ’ την πλευρά του σκύλου, και όλα αυτά που διδάσκω, στηρίζεται πάνω στο ότι μπορούμε να θυμηθούμε και να αισθανθούμε πράγματα, εμπειρίες, αντικείμενα κτλ. αν επιτρέψουμε στις αισθήσεις μας να θυμηθούν, πρώτα, και όχι μόνο με το μυαλό μας. Αυτή είναι η ιστορία που είχα να σας πω, κυρία Παύλου.

Μ.Π.:

Θέλω να ρωτήσω: Αυτός ο σκύλος έζησε μαζί σας και προφανώς γέρασε και πέθανε στο δικό σας το σπίτι, με την οικογένειά σας;

Α.Μ.:

Ναι, αυτός ο σκύλος... Αυτός ο σκύλος, πρώτα απ’ όλα, έσωσε και τον πατέρα μου –θα σας πω πώς τελείωσε αυτός ο σκύλος–, έσωσε και τον πατέρα μου, γιατί ένα βράδυ που τον έβγαλε ο πατέρας μου βόλτα έξω –γιατί τότε, ξέρετε, δεν ήταν όπως είναι σήμερα που έχουμε πεντακόσιες σιδεριές και μάντρες και κλειδώνουμε και κάνουμε και συναγερμούς κι όλα αυτά, τότε ήτανε πολύ δια[00:25:00]φορετικά τα πράγματα, υπήρχε ένας κίνδυνος, αλλά όχι αυτό που γίνεται σήμερα–, τον έβγαλε, λοιπόν, λίγο παραπάνω μια βόλτα εδώ στη γειτονιά, βράδυ ήταν, 23:00 με 00:00 το βράδυ –εγώ δεν ήμουνα στο σπίτι–, και κάτω από μια κολώνα της ΔΕΗ ήταν δύο, έτσι, αρκετά εύσωμοι άνθρωποι, νέοι κιόλας, ο ένας κάπνιζε από τους δύο –ο σκύλος ήταν λιτός έτσι κι ήταν λίγο πιο κάτω– και ο άλλος, με ένα τσιγάρο στο χέρι, πάει στον πατέρα μου, ο οποίος ήτανε ηλικιωμένος άνθρωπος, και του λέει: «Μπάρμπα», του λέει, «έχεις φωτιά;». Ο πατέρας μου δεν ήτανε... Ήτανε δημοσιογράφος, ήτανε συγγραφέας, δεν μπορούσε να εκτιμήσει την κατάσταση, αφού ο άλλος είχε φωτιά, κάπνιζε ο άλλος κάτω απ’ την κολώνα, τι «Φωτιά έχεις;», είχε ο άλλος φωτιά. Και έβηξε ο πατέρας μου, είχε έναν βήχα, έτσι, σχεδόν νευρικό, ας πούμε, ο σκύλος γύρισε –μου το ‘πε ο πατέρας μου αυτό–, γύρισε και είδε τον άνθρωπο που είχε πλησιάσει τον πατέρα μου, και μου λέει: «Αντρέα, δεν έτρεξε ο σκύλος, πέταξε» και μπήκε στη μέση, επειδή ήταν και νύχτα και –θα σας το πω με έτσι κομψό τρόπο– έβαλε το στόμα του στα γεννητικά του όργανα – του αλλουνού τα γεννητικά όργανα. Ο άλλος πάγωσε, μου λέει ο πατέρας μου: «Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο τρόμο στη ζωή μου». «Μπάρμπα, μπάρμπα, μπάρμπα, τον σκύλο, μπάρμπα, μπάρμπα, τον σκύλο!». Ο σκύλος δεν έκανε, δεν του έκανε, απλώς του έδειξε ότι: «Είμαι παρών». Από τότε ο πατέρας μου μόνο ερωτικά ποιήματα που δεν έγραψε στον σκύλο, αυτόν τον οποίον δεν τον ήθελε την πρώτη ημέρα! Και μου ‘λεγε: «Έλα μωρέ, άσ' τον τις νύχτες», μου λέει, γιατί εγώ κοιμόμουν σ’ ένα άλλο κτίσμα που έχουμε από πίσω, «άσ' τον τις νύχτες εδώ πέρα να κοιμάται μαζί μου, που εγώ δεν ακούω και καλά, να μας ξυπνήσει άμα γίνει τίποτα»! Λοιπόν, το σκυλί αυτό τι έγινε; Εγώ έφυγα για σπουδές στη Γαλλία από ένα σημείο και μετά και δεν μπορούσα να έχω σκύλο εκεί, γιατί νοίκιαζα διαμέρισμα, δεν μου επέτρεπε η ζωή μου να ‘χω λυκόσκυλο κιόλας, και έφυγα. Ο σκύλος στην αρχή δεν έτρωγε, απ’ ό,τι μου έλεγε η μητέρα μου, αλλά στη συνέχεια έτρωγε, δηλαδή συμπεριφερόταν κανονικά. Και μια μέρα, τον βρήκανε νεκρό στον κήπο τον σκύλο, όχι σε μεγάλη ηλικία, ξέρετε τα λυκόσκυλα ζούνε περίπου δώδεκα-δεκατρία χρόνια, αλλά αναλόγως και την υγεία που ‘χει το καθένα και την κράση που έχει το καθένα μπορεί να πεθάνει και 8 χρόνων-9 χρονών-10 χρονών, αναλόγως. Εγώ πιστεύω ότι αυτό που έγινε στον σκύλο ήταν ότι έπαθε –στα ελληνικά δεν ξέρω, συστροφή στομάχου λέγεται; Κάπως έτσι τέλος πάντων–, στα αγγλικά λέγεται bloating. Δηλαδή, είναι κάτι το οποίο είναι μέσα στη ράτσα των λυκόσκυλων –όχι μόνο των λυκόσκυλων και όλων των σκύλων με το χαμηλό στήθος, δηλαδή rottweiler, doberman, οι μολοσσοί είναι το νούμερο ένα, το νούμερο ένα, τα λυκόσκυλα κτλ.–, αυτά έχουνε, λοιπόν, ένα στομάχι το οποίο είναι κάπως χαλαρό μέσα και, για διάφορους λόγους, αν αυτό... μπορεί να δημιουργηθεί ένα... να πάρει αέρα το στομάχι, να πρηστεί, να πιάσει όλο το φάρδος του σκύλου μέσα, δηλαδή από πλευρό σε πλευρό, συνήθως διαλύει τη σπλήνα και, μετά, επειδή δεν έχει πού να πάει, το στομάχι περιστρέφεται και παθαίνει εσωτερικό στραγγαλισμό το σκυλί. Είναι ένας θάνατος φρικιαστικά επώδυνος ο οποίος, μάλιστα, γίνεται εντός εικοσαλέπτου. Εγώ πιστεύω, λοιπόν, ότι ο σκύλος βγήκε... Τότε δεν ξέραμε και πολλά για τα λυκόσκυλα, δηλαδή μπορούσε να φάει και μετά να αρχίσει να τρέχει, ενώ κανονικά δεν πρέπει, ή να πιει πολύ νερό και να αρχίσει να τρέχει, και αυτό μπορεί να δημιουργήσει αυτό που σας είπα. Εγώ πιστεύω ότι ο σκύλος κάτι τέτοιο του συνέβη στον κήπο, πρήστηκε, δεν τον πήρανε χαμπάρι οι δικοί μου, ήτανε μες στο σπίτι, και μέσα σε είκοσι λεπτά το καημένο θα πέθανε. Είχα περιστατικό με τον δεύτερο σκύλο που πήρα, τον Kim, που σας είπα, ο οποίος 00:00 τα μεσάνυχτα έπαθε αυτό το πράγμα που σας περιγράφω. Ευτυχώς, ήξερα για το περιστατικό, γιατί είχα διαβάσει για λυκόσκυλα πλέον διαφορά, τηλεφώνησα στον κτηνίατρό μου, αμέσως πήγα επειγόντως τον σκύλο στο Πικέρμι και πρόλαβαν και του περάσανε έναν σωλήνα πλαστικό μέσα από το λαρύγγι, το οποίο στην ουσία αδειάζει το στομάχι και, αφού περάσει από το λαρύγγι ο σωλήνας, σημαίνει ότι δεν έχει στρίψει το στομάχι σε βαθμό που να πάθει στραγγαλισμό, και το σώσαμε το σκυλί. Από τότε, όποτε παίρνω λυκόσκυλο, κάνω μια προληπτική εγχείρηση η οποία λέγεται... γαστροπλεξία νομίζω λέγεται, όπου τι κάνουνε; Πιάνουν το στομάχι και το ράβουν πάνω σ’ ένα πλευρό, από μέσα, εσωτερικά. Που σημαίνει ότι το στομάχι αυτό, ότι ακόμα και αν πρηστεί, που δεν είναι εύκολο να πρηστεί γιατί δεν είναι πλέον τόσο χαλαρό, δεν μπορεί να περιστραφεί, άρα δεν πεθαίνει ο σκύλος από αυτό το πράγμα, ακαριαία. Μέσα στην ιστορία, βλέπετε, βάλαμε και κτηνιατρικές συμβουλές!

[00:30:00]

Μ.Π.:

Σημαντικό. Ξέρετε πόσοι δεν γνωρίζουν;

Α.Μ.:

Πάρα πολλοί δεν γνωρίζουν, και, μάλιστα, όταν είχα μιλήσει με τον εκτροφέα, αυτόν που πήρα τα δύο τελευταία σκυλιά που έχω, τον τελευταίο κι αυτόν – μάλλον, τον προτελευταίο κι αυτόν, και του είπα για το περιστατικό του bloating, μου λέει: «Δεν ξέρουμε», μου λέει, «πώς δημιουργείται. Βέβαια, υπάρχουν ορισμένες συμπεριφορές προληπτικές», κι όταν του είπα ότι εγώ κάνω τη γαστροπλεξία, μου λέει: «Αυτό είναι η μόνη σοβαρή αντιμετώπιση», μου λέει, «Αν λέει αντέχει η ψυχή σου». Λέω: «Προτιμώ», λέω, «να το σώσω το σκυλί από μικρό και να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, παρά να περάσω αυτό που είδα με τα μάτια μου» – το σκυλί ήταν σαν να είχε καταπιεί μπάλα μπάσκετ, τόσο πρησμένο ήτανε, και να ουρλιάζει από τον πόνο, και το σώσαμε στο δευτερόλεπτο δηλαδή, ήτανε θέμα τριών λεπτών να γυρίσει το λαρύγγι από μέσα. Αυτά.

Μ.Π.:

Και να ρωτήσω και κάτι ακόμα...

Α.Μ.:

Βεβαίως.

Μ.Π.:

...όταν χάθηκε αυτό το σκυλί κι εσείς ήσασταν μακριά –και είπατε ότι δεν ήταν και η ζωή σας σε τέτοια διαδικασία που να μπορείτε να έχετε ένα ζώο–, πότε πήρατε και πόσο εύκολα πήρατε την απόφαση να πάρετε το επόμενο ζώο; Πόσο καιρό μετά σας δόθηκε αυτή η ευκαιρία και είπατε ότι: «Θα ξαναπάρω» κι ας είχατε χάσει ένα που είχατε δεθεί; Γιατί είναι κι αυτό ένα κομμάτι...

Α.Μ.:

Ναι. Ναι, αυτό είναι σοβαρό κομμάτι. Αυτό το σκυλί το θρήνησα πάρα πολύ. Μου το είπανε με πολύ τρόπο... ο αδερφός μου, γιατί κι αυτός ήτανε στο Παρίσι τότε, ήτανε πριν πάω εγώ στο Παρίσι, και του το είπανε οι δικοί μας, λέει: «Πώς θα το πούμε στον Αντρέα;» κτλ., και ήρθε μια μέρα και μας έπρηζε –ο αδερφός μου ήταν κι έτσι πολύ ιδιαίτερος τύπος–, εκεί που μιλάγαμε, μου λέει: «Κοίτα να σου πω», μου λέει, «πέθανε ο Wasca, έτσι, σ’ το λέω για να τελειώνουμε», κι όντως, αμάν, κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό! Αντί να μου το φέρει στρογγυλά, μου λέει: «Άκου», μου λέει, «πάμε να φάμε», λέει, «τώρα», πηγαίναμε εκεί σε ένα εστιατόριο –πώς το λένε;– με ιταλική κουζίνα, δεν θυμάμαι, και μου λέει: «Εντάξει, άντε πάμε να φάμε και να σου πω», μου λέει, «και κάτι: πέθανε ο Wasca», μου λέει, «εντάξει, τώρα, να τελειώνουμε, μη τα λέμε», μου λέει, «πολλά», κόντεψα να πάθω αυτό. Τον θρήνησα πολύ αυτόν τον σκύλο, πάρα πολύ, τηλεφώνησα στους γονείς μου, ξέρω γω, εντάξει, και μου πήρε –θα σας πω τώρα πόσο μου πήρε, πολλά χρόνια μου πήρε μέχρι να πάρω άλλο σκύλο–, αυτό θα πρέπει να έγινε το ‘79, το ‘79 θα πρέπει να πέθανε ο σκύλος, κι εγώ τον σκύλο τον Kim τον πήρα το 1997 – πόσα χρόνια είναι αυτό τώρα που είπαμε;

Μ.Π.:

Δεκαεφτά-δεκαοχτώ, δεκαοχτώ χρόνια μετά;

Α.Μ.:

’79-’89 είναι δέκα χρόνια, και οχτώ, δεκαοχτώ χρόνια. Αλλά τότε, όμως, μπορούσα, γιατί έμενα στη Νέα Υόρκη τότε, έμενα σε μεγάλο διαμέρισμα, συζούσα με μια γυναίκα που και αυτή είχε έναν σκύλο, και έτσι ήτανε, δηλαδή, και αυτή της αρέσανε πολύ τα σκυλιά, και μπορούσα πλέον τον σκύλο να τον έχω, να τον συντηρώ, να τον πηγαινοφέρνω στην Ελλάδα. Είχα, δηλαδή, τη δυνατότητα να μπορώ να ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις που έχει ένα σκυλί, το οποίο έχει πάρα πολλές υποχρεώσεις, αυτός που έχει το σκυλί. Δεν είναι μόνο το ταΐζω και παίζω, θέλει να το πηγαίνεις τέσσερις-πέντε φορές την ημέρα βόλτα, μπορεί να είναι και μείον είκοσι βαθμούς έξω, στον κτηνίατρο, τα εμβόλια, να τον πηγαινοφέρνεις, όποτε ερχόμουνα στην Ελλάδα εδώ, τον έφερνα μαζί μου, δεν μπορούσα να τον αφήσω. Μπορούσα να το κάνω κι έτσι ξεκίνησε η «δυναστεία» των λυκόσκυλων, με τον Kim το 1900... που σας είπα, 1997-’98, μέχρι και σήμερα που ‘χουμε τον Whopper.

Μ.Π.:

Τέλεια. Είναι τρομερό που είστε από τους ανθρώπους που παίρνουνε, οι περισσότεροι άνθρωποι μάλλον σταματάνε, χάνουνε ένα ζώο και σου λένε: «Είναι πολύ μεγάλος ο θρήνος και ο χαμός και δεν θέλω να το ξαναζήσω».

Α.Μ.:

Ναι, υπάρχουν δύο σχολές: Υπάρχει η σχολή του: «Έχασα τον σκύλο και ο πόνος ήτανε τόσο μεγάλος που δεν θέλω να ξαναβρεθώ στην ίδια κατάσταση», το καταλαβαίνω αυτό, κι υπάρχει η σχολή της αμέσου αντικαταστάσεως. Η άμεση αντικατάσταση δεν σημαίνει ότι είσαι αναίσθητος απέναντι της απώλειας, καθόλου. Μάλιστα, υπάρχει και μια –πώς το λένε;– φιλοσοφική στάση που λέει ότι η αγάπη προς τα ζώα είναι συλλογική, δηλαδή αγαπάς το ένα, τα αγαπάς όλα. Και όταν πραγματικά αγαπάς τα ζώα, έχασες αυτό το σκυλάκι, το οποίο το φρόντιζες υποτίθεται, έκανες τα πάντα, αλλά, ε, δεν μπορείς να... ο θάνατος έρχεται όποτε θέλει αυτός, μετά γιατί να μη δώσεις –εφόσον είσαι αυτός ο τύπος– ανάλογη θαλπω[00:35:00]ρή, στοργή, χαρά, φροντίδα σε ένα άλλο σκυλί; Δεν είναι όπως όταν χάνεις έναν άνθρωπο, είναι τελείως διαφορετικό, αλλά κι εκεί, να μην μπούμε σ’ αυτήν τη συζήτηση, γιατί έχω αλλά περιστατικά και πάνω σ’ αυτό, αλλά... όχι δικά μου. Οπότε, εγώ είμαι της σχολής της αμέσου αντικαταστάσεως και όλα τα σκυλιά που έχασα, όλα τα σκυλιά... με τον Kim ιδιαίτερα, γιατί αυτός πέθανε ξαφνικά, ξαφνικά και μάλλον από ιατρικό λάθος, το οποίο είναι και τρομερή αυτή η... το συναίσθημα που βιώνει αυτός που έχει τον σκύλο και νιώθει ενοχές, νιώθει οργή, νιώθει οτιδήποτε ανακατεύεται εκεί. Με τον Furio, τον προτελευταίο, υπήρξε πόνος στην απώλειά του, ήτανε και ο πιο μακροβιότερος σκύλος που είχα, πέθανε 13 χρόνων κι ήταν αριστούργημα η σχέση που είχαμε μαζί, ήτανε καταπληκτικό σκυλί, αλλά αυτόν τον έκλαψα λιγότερο, γιατί έφτασε μέχρι την τελευταία σταγόνα της ζωής του – δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Δηλαδή, δεν μπορούσα να ζητήσω κάτι άλλο, θα ήτανε παράλογο και θα ήτανε και εναντίον του σκύλου. Μάλιστα, όταν τον αποτεφρώσαμε κιόλας, ας πούμε, ο πόνος που ένιωθα δεν ήτανε ο πόνος του σκύλου που έχασα, ήτανε: «Μήπως πονούσε τους τελευταίους μήνες κι έπρεπε να τον είχα πάει πιο νωρίς;», εκεί ήταν το παράπονο που ένιωθε η ψυχή μου εκείνη την ώρα. Δεν μπορούσα να ζητήσω από έναν σκύλο ο οποίος ήτανε... είχε ζήσει όλα όλα τα δευτερόλεπτα που έγραφε το «manual απ’ το εργοστάσιο», δεν μπορούσα να ζητήσω, θα ήμουν παράλογος. Και τώρα έχουμε τον μικρούλι αυτόν ο οποίος είναι 4 χρονών.

Μ.Π.:

Εύχομαι να ‘ναι κι αυτός τυχερός και να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερες μέρες και ώρες στο πλευρό σας!

Α.Μ.:

Έτσι! Σε ευχαριστώ πολύ.

Μ.Π.:

Εγώ ευχαριστώ που μοιραστήκατε την ιστορία του Wasca, που ήταν ένα σκυλί που βασανίστηκε αλλά, τελικά, να, σας συνάντησε, οπότε πέρασε και όμορφα, και ο τρόπος αυτός της αίσθησης, των αισθήσεων που ξυπνάνε τις μνήμες είναι κάτι, όντως, πολύ εντυπωσιακό! Ευχαριστώ πάρα πολύ που μοιραστήκατε την ιστορία!

Α.Μ.:

Κι εγώ ευχαριστώ πολύ!

Μ.Π.:

Ελπίζω να καταφέρουμε να τα πούμε και για μια ακόμη μεγαλύτερη ιστορία στο μέλλον!

Α.Μ.:

Ωραία, ωραία.

Μ.Π.:

Ευχαριστώ πολύ!

Α.Μ.:

Να ‘στε καλά! Γεια σας!