© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αναγκάστηκα να ράψω γιατί έχασα τον άντρα μου

Κωδικός Ιστορίας
26290
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μερόπη Τρομπέτα (Μ.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/12/2023
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Κοράκη (Β.Κ.)
Β.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Βασιλική Κοράκη, ερευνήτρια στο Ιstorima, είναι 9 Δεκεμβρίου 2023, βρίσκομαι μαζί με την κυρία;…

Μ.Τ.:

Μερόπη.

Β.Κ.:

Μερόπη. Και θα μιλήσουμε για τη ζωή της και για τη δουλειά της ως μοδίστρα. Καλησπέρα, κυρία Μερόπη.

Μ.Τ.:

Καλησπέρα, Βάσω.

Β.Κ.:

Θέλετε να πούμε στην αρχή λίγα λόγια για εσάς;

Μ.Τ.:

Να πούμε, βέβαια, να πούμε. Λοιπόν, εγώ μεγάλωσα στη Φαρκαδόνα, ναι, σε μικροαστή οικογένεια, όχι πλούσια πλούσια, αλλά δε στερούμασταν και τίποτα. Λοιπόν, ήμασταν τέσσερα αδέρφια, πηγαίναμε στο σχολείο. Είχαμε ωραίο σχολείο στη Φαρκαδόνα, εξατάξιο, ήσυχα, ούτε φροντιστήρια είχαμε, τίποτα. Κάτι τσαντούλες που μας έφτιαχναν τότε, δεν υπήρχαν αυτές οι τσάντες, ούτε οι βαλιτσούλες, με πανί ραμμένες και βάζαμε τα βιβλία μέσα και πηγαίναμε. Πηγαίναμε στο σχολείο, γυρίζαμε στο σπίτι μας, αυτό ήτανε. Τελείωσα το δημοτικό, ήμουνα στην έκτη τάξη και ήμουνα καλή μαθήτρια και μας λέει ο δάσκαλος, όταν μας έδινε τα απολυτήρια, «Ποιος θα πάει στο γυμνάσιο;». Μας ρωτούσε ποια παιδιά θα πάνε στο γυμνάσιο και εκείνα που είναι να πάνε να σηκώσουν χέρι. Εγώ δεν το σήκωσα, γιατί δεν με άφηνε πατέρας μου. Και πάει ο δάσκαλος που με είχε στο σχολείο και ο διευθυντής του σχολείου και πιάνουν τον μπαμπά μου και τον λένε: «Βρε Γιώργο», λέει, «γιατί δεν αφήνεις το κορίτσι να πάει στο γυμνάσιο;» «Τα σπίτια σας να κοιτάζετε», λέει, «δεν θέλω να πάει το κορίτσι μου γυμνάσιο». Κατάλαβες; Τέλος πάντων, 16 χρονών με αρραβωνιάζει ο πατέρας μου, ναι. Αυτός ήταν ο άντρας μου.

Β.Κ.:

Αυτός εδώ ο κύριος που βλέπω στη φωτογραφία, ναι.

Μ.Τ.:

Από προξενιό, αλλά πέρασα καλά 20 χρόνια με τον άντρα μου. Βασίλισσα, πώς να σας πω; Μπορεί να μην είχα τα πλούτη που έχει ο κόσμος, αυτοί που έχουνε λεφτά, αλλά και εγώ δεν ήμουνα σε κατώτερη μοίρα. Αυτά που είχα τα τιμούσα, τα περιποιούμουν. Τέλος πάντων, αρρωσταίνει ο άντρας μου και πεθαίνει 49 χρονών, εγώ τότε ήμουνα 38 χρονών που έχασα τον άντρα μου. Τέλος πάντων, εδώ να το παλέψουμε, είμαστε εντάξει. Παντρεύτηκε η κόρη μου, έχω δύο εγγονούλες μεγάλες, τις αγαπάω πάρα πολύ, πάρα πολύ. Και αυτές, δεν μπορώ να πω. Αλλά όταν δε με έστελνε ο πατέρας μου στο γυμνάσιο, λέει η μάνα μου, λέει: «Θα σε στείλω μοδίστρα, Μερόπη», λέει, «να μάθεις να ράβεις, να μορφοφτιάχνεις το σπίτι σου». Και πήγα κάνα χρόνο, δύο, σε μία μοδίστρα που είχε πολλή δουλειά και είχε τα μοδιστράκια τότε και πήγαιναν. Είχα πάει για κάμποσο καιρό. Πήρα κάτι εικόνες, όχι ότι ήμουνα τέλεια μοδίστρα όταν τελείωσα, αλλά είχα τέτοια όρεξη να μάθω και τα έμαθα όλα αυτά στην πορεία που άρχισα και έραβα. Παντρεύτηκα βέβαια, 16-17 χρόνων παντρεύτηκα, 18 χρονών έκανα το πρώτο μου παιδί στα 23 και τα τρία. Μετά αναγκάστηκα να ράψω, γιατί έχασα τον άντρα μου, ήθελα ένα ποσό και εγώ. Μετά βγήκαν τα έτοιμα, σταμάτησα. Αυτό ήταν. Αλλά το ράψιμο μου άρεσε πάρα πολύ, μου άρεσε, μ’ άρεσε, μ’ άρεσε, αν σε δείξω κάτι ταγεράκια από έχω ραμμένα. Και τα έπαιρνα από κάτι ρετάλια που είχε εδώ, δεν ξέρω αν ήξερες την Ελένη την Κατοίκου.

Β.Κ.:

Την έχω ακούσει.

Μ.Τ.:

Δίπλα εκεί στο Χαρκοπλιά είχε ένα ρεταλάδικο, εκεί έπαιρνα ρεταλάκια και τα έφτιαχνα. Τώρα παίρνω ρεταλάκια από τη Βάνα που είναι δίπλα στο Σαφαρίκα με τα… Φούστες, ταγεράκια, φούστα με 10 ευρώ, αν τη δεις θα χαζέψεις, θα πεις: «Άι στο καλό του!» Ναι, τέλος πάντων, αυτά με τη ραπτική.

Β.Κ.:

Μάλιστα. Και εσείς πώς νιώθατε που δεν σας άφηναν να πάτε στο γυμνάσιο;

Μ.Τ.:

Άσχημα. Ναι, πολύ άσχημα. Ενώ την αδερφή μου μετά, που δεν ήτανε τέτοια καλή μαθήτρια, γιατί είχαμε 8 χρόνια διαφορά με την αδερφή μου… έχουμε, ζει, δεν μπορώ να πω–

Β.Κ.:

Εσείς είστε μεγαλύτερη;

Μ.Τ.:

Ο αδερφός μου ήταν μεγαλύτερος, ο αδερφός μου πέθανε αυτός, εκεί, πέθανε 54 χρονών από καρδιά. Αν και είχε κάνει τετραπλό μπαϊπάς, αλλά, τέλος πάντων, πάει πολύ νέος. Και μετά είμαι εγώ, εγώ είμαι 76 χρόνων τώρα, τα έχω τα χρονάκια μου!

Β.Κ.:

Δεν σας φαίνεται, μια χαρά είστε.

Μ.Τ.:

Ε φαίνεται, [00:05:00]δεν φαίνεται, γερή να είμαι, δεν θέλω να αρρωστήσω, πώς λένε αυτές τις αρρώστιες που δεν σηκώνονται από τα κρεβάτια, να με φυλάξει η Παναγία. Όχι, όχι, προς το παρόν καλά είμαι, καλά, δεν μπορώ να πω. Αυτά με την…

Β.Κ.:

Και λέγατε για την αδερφή σας, ενώ την αδερφή σας–

Μ.Τ.:

Ναι, η αδερφή μου δεν ήταν καλή μαθήτρια, αλλά το πάλεψε, έβλεπε τις φιλενάδες που ήταν προχωρημένες στα μαθήματα και την έστειλε στο γυμνάσιο ο πατέρας μου. Έδωσε την πρώτη χρονιά, δεν πέρασε δασκάλα, ξαναδίνει, δεν πέρασε, την τρίτη πέρασε με υποτροφία μετά. Καλά, αυτό έλειπε! Ναι, δασκαλίτσα που λες. Μετά τον έλεγα τον πατέρα μου, λέω: «Δεν με λες, μπαμπά», λέω, «την Ελένη γιατί την έστειλες στο γυμνάσιο και εμένα τότε δεν με άφηνες;» «Τώρα άλλαξαν τα χρόνια, κορίτσι μου, αλλιώς το σκέφτομαν τότε, αλλιώς τώρα». «Αλλιώς τώρα», λέω, «εμένα με πάντρεψες από 17 χρονών», λέω. 16 χρόνων αρραβωνιάστηκα.

Β.Κ.:

Πολύ μικρή

Μ.Τ.:

Πολύ. Δεν είχα βάλει καλσόν, καλτσάκια μέχρι εδώ. Πολύ μικρή, ναι. Ο άντρας μου έλεγε «Θα μας το δώσουν», λέει, «αυτό το κορίτσι ή δε θα μας το δώσουν;» «Ω ρε», λέει ο πεθερός μου, «μωρέ θα ξέρει να φτιάχνει κανένα φαγητό ή θα πεθάνουμε τις πείνας;» Αλλά εγώ έκανα φαγητά και τέτοια, από μικρό εκεί με έβαζε η μάνα μου, πήγαινε στο χωράφι αυτή και εγώ μαγείρευα. Ήξερα από τέτοιες δουλειές, ναι, που λες. Και η αδερφή μου δασκάλα, συνταξιούχα, πέφτει ο μισθός, πήρε το Εφάπαξ, μια χαρά. Έχει και δύο κόρες αυτήν, η μία είναι δικαστικός, στα έδρανα εκεί δικάζει, δεν ξέρω τώρα πώς τα λένε αυτού, τους βαθμούς να καταλάβεις, και η άλλη τελείωσε βιοχημεία και φαρμακοποιός. Αλλά δεν άνοιξε φαρμακείο και είναι στην Αθήνα στο κολωνάκι δουλεύει αυτό και η άλλη τώρα είναι στην Καβάλα.

Β.Κ.:

Μάλιστα.

Μ.Τ.:

Αυτά. Έχω τα παιδιά μου και εγώ, τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, την Αριστέα. Δουλεύουν, είναι οδηγοί σε φορτηγά. Η κόρη μου, την ξέρεις, την ξέρεις τη μαμά της Χριστίνας, δεν την ξέρεις;

Β.Κ.:

Δεν την έχω γνωρίσει, αλλά μου έχει πει η Χριστίνα.

Μ.Τ.:

Ναι, είναι πολύ δραστήρια, πολύ. Όταν λέμε πολύ, πολύ, πάρα πολύ, καλά να είναι.

Β.Κ.:

Έτσι. Και να πούμε λίγο και για το προξενιό που μου είπατε τώρα, πώς γίνονταν δηλαδή το προξενιό τότε; Έρχονταν σε ζητούσαν; Πώς;

Μ.Τ.:

Να σου πω. Ο πατέρας μου με τον πεθερό μου ήτανε φίλοι και μας προσκάλεσαν να πάμε στο γάμο από την κόρη του στο Κρυονέρι και πήγαμε. Αυτός ο γάμος ήτανε τότε τον Οκτώβριο, πριν τις εκλογές να φανταστείτε, και λέει η μάνα μου, λέει: «Μερόπη, θα πας εσύ λέει στο γάμο». «Τι λες;» λέω. «Εγώ δεν ξέρω κανέναν εκεί», λέω, «εσύ θα πας με τον μπαμπά». «Όχι, όχι». «Ας πάω και εγώ», λέω, «να δω τη Λίμνη του Πλαστήρα». Είχε γίνει, γιατί έχω αρραβωνιάστηκα το ’63. Και πηγαίνουμε. Να βρέχει από την ώρα που πήγαμε, μέχρι που φύγαμε. Τέλος πάντων, εκεί γνωριστήκαμε. Όχι γνωριστήκαμε, απλώς πήγα και εγώ καλεσμένη στο γάμο και, εντάξει, σαν ξένη που ήμουνα, και ο κουνιάδος μου και ο άντρας μου με έκαναν λίγο παρέα, μιλούσαμε, και με μία πρώτη ξαδέρφη των παιδιών κάναμε παρέα εκεί στο γάμο, γιατί ήμουνα μόνη μου εγώ. Λοιπόν, τελείωσε ο γάμος, έφυγε η νύφη με το γαμπρό την Κυριακή το απόγευμα, εμείς δεν είχε λεωφορείο να φύγουμε και θα φεύγαμε τη Δευτέρα το πρωί. Είχε δύο δωματιάκια εκεί το κάτω το σπίτι, όχι πάνω. Καθόμασταν κάτω, είχαμε το τζάκι αναμμένο, έκανε κρύο, αφού έβρεχε, ναι. Και ο πατέρας μου με τον πεθερό μου κάθονταν στο ένα το δωμάτιο και στο άλλο το δωμάτιο καθόμασταν εμείς, η ξαδέρφη και τα δύο τα αγόρια. Λοιπόν, λέγαμε, γελούσαμε. Αυτοί όμως το συζήτησαν το Σάββατο το βράδυ που γίνονταν το γλέντι, η οικογένεια του άντρα μου. Λέει: «Ρε τι καλό είναι αυτό το κοριτσάκι», λέει. «Ναι, θα πούμε τον Καραμάνο να μας το δώσει». Και λέει ο πεθερός μου: «Θα μας το δώσει, Χρήστο», λέει, Χρήστο τον έλεγαν τον άντρα μου, «θα μας το δώσει; Είναι μικρό», λέει. «Δεν πειράζει», λέει, «μακαρόνια θα ξέρει να βράζει!» Ναι. Τον λένε τον πατέρα μου την Κυριακή το απόγευμα, εκεί που καθόταν ο πεθερός μου, τον λέει: «Καραμάνε, ξέρεις τι σκέφτομαι;» λέει. «Να αρραβωνιάσω το Χρήστο», λέει. «Να τον αρραβωνιάσεις». Ο πατέρας μου, ανυποψίαστος, «Να τον αρραβωνιάσεις», λέει, «Νίκο, να τον αρραβωνιάσεις». «Μας το δίνεις το κορίτσι;» λέει. Κάγκελο ο πατέρας μου, κόκκαλο. «Ρε Νίκο», λέει, «αυτό είναι μικρό, τι να το δώσω;» «Δεν μας πειράζει εμάς», έλεγε, «εμάς δεν μας πειράζει, ας είναι μικρό», λέει. «Τι; Με πιάνετε απροετοίμαστο, ούτε για παντρειά το ’χω», λέει, «τόσο μικρό που είναι ούτε με τη γυναίκα μου να κουβεντιάσω ούτε τίποτα». «Καλά», λέει, «θα πας στο χωριό, θα μιλήσεις με τη γυναίκα σου και τα ξαναλέμε[00:10:00]». Φύγαμε εμείς τη Δευτέρα, πήγαμε στο χωριό, λέει τη μάνα μου έτσι και έτσι, λέει: «Μας ζήτησαν του κορίτσι οι Τρομπεταίοι». «Τι λες, Γιώργο;» λέει η μάνα μου. «Χάζεψες;» λέει. «Θα δώσουμε το κορίτσι 16 χρόνων;» λέει. «Τι μυαλά είναι αυτά που φοράς;» τον λέει. Λέει: «Είναι καλό το παιδί». Δούλευε στη [Δ.Α.] ο άντρας μου τότε. Ο δάσκαλος έπαιρνε 2.5000 και ο άντρας μου έπαιρνε 6. Και τι νιάτα είχε; Νιάτα, πολύ ωραίος, τέλος πάντων, αλλά είχε και καλό χαρακτήρα. «Όχι», τον λέει η μάνα μου, «εγώ δεν θέλω να φύγει το κορίτσι από δω από το χωριό», λέει. Γιατί μικρή ήμουνα, αλλά είχα προξενιά, με ζητούσαν για γάμο, και όλο δάσκαλοι και ένας δασάρχης. «Ποπό», λέει, «δεν προλάβαμε!» «Ποπό! Κόντεψε να σκάσει», λέει… τα λέγαν εκεί στα σόγια, στους προξενητάδες. Και τον παίρνει τον πατέρα μου τηλέφωνο την Πέμπτη. «Κατέβα στην Καρδίτσα να μιλήσουμε». Τη λέει τη μάνα μου έτσι και έτσι, λέει η μάνα μου «Θα πας και να μη γίνει τίποτα», λέει, «να γυρίσεις πίσω», τον λέει. Γύρισε εδώ, έκλεισαν τον αρραβώνα, έρχονται κατά… ήρθε ο πατέρας μου νωρίτερα και αυτοί ήρθαν αργότερα. Αυτοί σόγια πήραν, έξι, εφτά συγγενείς. Φέρνουν, που λες, τέτοια κούτα με γλυκά να κεράσει το σόι της νύφης, ακούς; Πρώτη φορά το ’καναν αυτό, το είδα αυτό. Ναι, λοιπόν, ήταν έτσι βραδάκι εκείνη… Εμείς είχαμε γελάδες, γεωργικό σπίτι, είχαμε τέσσερις αγελάδες. Λέει η μάνα μου: «Μερόπη, δέσε εσύ τις αγελάδες τώρα που είσαι αυτού». «Άντε, καλά», λέω εγώ. Ύστερα με φωνάζει, πήρε τηλέφωνο ο πατέρας μου να ετοιμάσουν φαγητά και μεζέδια και έτσι και έτσι. Με λέει η μάνα μου: «Έλα να σου πω», με λέει εμένα. «Τώρα, δεν με παρατάς;» λέω. Τότε είχε πάει στα λουτρά η μάνα μου στο Σμόκοβο και απέφευγε λίγο τις μπουγάδες και έπλενα εγώ. Και λέω: «Δεν με παρατάς, ρε μαμάκα», λέω εγώ, «όλη μέρα σήμερα πλένω, να δέσω τις γελάδες», είχα λουστεί κιόλας, «και να πάω μέσα», λέω «δεν μπορώ άλλο». Με λέει: «Σε αρραβώνιασε ο πατέρας σου». Και με έπεσαν τα χέρια κάτω, έτσι όπως ήμαν, έπεσαν τα χέρια κάτω. «Τι είπες;» λέω. Λέει: «Σε αυτό το παιδί, τον Τρομπέτα, το ωραίο», λέει. Γέλασα εγώ, μ άρεσε, ήταν ωραίος, όχι ψέματα, πολύ ωραίος. Εκτός αυτό είχε και έναν χαρακτήρα… Δεν πιστεύω να βρίσκονταν τέτοιοι άντρες σήμερα, ναι. Τέλος πάντων, ήρθαν αυτοί εκεί, παίρνουν και ένα παιδί που είχε ακορντεόν, πήγαν το πήραν, και χορό και χαρές και πανηγύρια. Εγώ έτρεμα, φοβάμαν, πού ξέρω γιατί, έτρεμα σε λέω τώρα, «Τι γίνεται εδώ;». Ναι, μικρή βρε, μικρή, μικρή. Έκατσε εκεί ο γαμπρός κάνα δυο μέρες στο χωριό και μετά έφυγε, δούλευε στην Κομοτηνή απάνω. Τα Χριστούγεννα αλλάξαμε βέρες μετά και πήγα και εγώ εκεί, έκατσα κάνα δυο μήνες. Αυτά τα προξενιά μας.

Β.Κ.:

Τουλάχιστον όμως περάσατε καλά.

Μ.Τ.:

Καλά, ήταν καλός άνθρωπος. Όταν λέμε καλός με όλη τη σημασία της λέξεως, όχι γιατί πέθανε, όχι, όχι, όχι, ήταν καλός. Και όταν πέθανε… όλη η Καρδίτσα, και επειδή είχαμε φρουταποθήκη και παίρναμε χονδρικής πωλήσεως, μήλα, πατάτες, διάφορα φρούτα, το έμαθαν και ήρθαν όλοι στην κηδεία, 10 Ιανουαρίου. Τώρα, 10 Ιανουαρίου, θα κλείσει τα 38 και θα πάει στα 39 χρόνια πεθαμένος. Ήταν άνθρωπος καλός, καλά πέρασα, πολύ καλά, δεν μπορώ να πω.

Β.Κ.:

Και μείνατε και πολύ νέα χήρα,

Μ.Τ.:

38 χρονών.

Β.Κ.:

Νεότατη, αλλά δεν φτιάξατε ξανά τη…

Μ.Τ.:

Ούτε ούτε που πέρασε από το μυαλό μου ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Ποιος να τον αναπληρώσει αυτόν τον άνθρωπο; Κανένας. Εγώ είπα, γιατί είχε καρκίνο και ήμασταν, κόντεψε ένα χρόνο μέσα στον Άγιο Σάββα, ούτε άδειες ούτε να φύγουμε, τίποτα, εκεί συνέχεια, και έλεγα «Με δίκασε ο Θεός, αυτή ήταν η μοίρα, τελείωσε, πάει». Το πήρα απόφαση και ούτε γύρισα να κοιτάξω. Σχέσεις που λένε και ότι είναι οργανικό, εγώ τα ακούω αυτά βερεσέ, βερεσέ μιλάμε. Δεν τα πιστεύω. Αυτά.

Β.Κ.:

Οπότε χάσατε το σύζυγό σας και αρχίζετε να ράβετε.

Μ.Τ.:

Να ράβω.

Β.Κ.:

Να πούμε λίγο τώρα. Βασικά είπατε ότι σας είχε πάει ήδη η μαμά σας να μάθετε, άρα πήγατε σε κάποια που ήξερε και έτσι μάθατε.

Μ.Τ.:

Έτσι, βέβαια, έτσι, από μόνος σου δεν μπορείς να το μάθεις, όχι. Πήγα σε μοδίστρα που έραβε. Εμπορικό τα ρούχα μέσα για ράψιμο, όλο το χωριό, καλή μοδίστρα.

Β.Κ.:

Για πείτε μας λίγο την ιστορία, πώς ήτανε, πώς ράβατε έτσι; Γιατί τώρα πλέον δεν ξέρουμε, είναι ένα από[00:15:00] τα επαγγέλματα που έχει–

Μ.Τ.:

Πάει, έχει χαθεί.

Β.Κ.:

Χαθεί. Είναι όλα έτοιμα είναι όλα έτοιμα.

Μ.Τ.:

Που λέει η Έλενα, με λέει: «Γιαγιά, είναι εδώ», λέει, «στη Νέα Μάκρη που κάνουνε κοπτική-ραπτική και θέλω να πάω». Αυτό του αρέσει. Εδώ που δεν είχε δουλειά, είχε κάμποσο καιρό εδώ πέρα, έρχονταν εδώ και γάζωνε στη μηχανή, να μάθει τη μηχανή. Ναι, στην αρχή που πας εκεί μοδιστράκι θα σε δώσει να καρικώσεις, το καρίκωμα, να μην ξεφτίζει το ύφασμα. Καρίκωμα, τρύπωμα, σε βάζει αυτήν τις καρφίτσες, τα σημάδια, και σε λέει: «Εδώ τρύπωσ’ το να το ετοιμάσουμε για την πρόβα». Ναι, μετά μαθαίνεις την κουμπότρυπα. Εγώ κάνω ωραία κουμπότρυπα. Μέχρι που την είπα τη μοδίστρα: «Καλά, όλες τις κουμπότρυπες εγώ θα τις φτιάχνω; Δώσε με και κάτι άλλο». Ψάχνομαν, δεν ήμαν… Και σιγά σιγά έβλεπες πώς κολλούσε το μανίκι στην πρόβα, πως έφτιαχναν το γιακά εδώ ή τη μέση, πώς τη στηρίζουμε με τις καρφίτσες, βέβαια πώς κόβουμε το λοξό, τα φύλλα που λέμε, πώς κάνουμε το κλος… τις πολύ φαρδιές τις φούστες, τις κλος. Έβλεπα εγώ, πήγαινα. Και με μάλωνε… όχι με μάλωνε, έλεγε: «Κοίταξέ το το καραμανούλι, εδώ, να μάθει», λέει. Ναι. Και μετά σιγά σιγά που άρχισα και έραβα εδώ πέρα. Ύστερα ωρίμασα κιόλας, το μυαλό –πώς να σου πω;– έκοβε καλύτερα, δεν ήταν όπως ήμαν τότε 14 χρονών που πήγαινα. Βέβαια. Αυτά ήτανε με τη μοδίστρα–

Β.Κ.:

Άρα ράβατε εδώ στο σπίτι και έρχονταν–

Μ.Τ.:

Έραβα και στη μάνα μου πριν αρραβωνιαστώ, εκεί της γειτονιάς, και φορεματάκια. Κάναμε τότε θυμάμαι τις φουφούλες, τα μικρά, τη φουφούλα. Δεν πιστεύω να ξέρεις πώς είναι η φουφούλα. Ναι, εδώ πέρα σαν παντελονάκι, αλλά εδώ πέρα βάζαμε λαστιχάκι και εδώ με επιστήθιο μπροστά με τιραντούλες πίσω να κουμπώνουν και σουρίτσα εδώ στη μέση και από μέσα ένα μπλουζάκι, φουφούλα τη λέγαμε αυτό, ναι. Πόσες έχω ράψει τέτοιες! Πολλές. Στα αγόρια εγώ έκανα και τέτοιες φουφούλες, τις έκανα όμως ολόσωμες και εδώ πέρα έφτιαχνα το γιακαδάκι στρόγγυλο, μπεμπέ το λέγαμε αυτό, και το κεντούσα με θαλασσί κλωστούλα, άσπρη φουφούλα. Πού την έβρισκα αυτή την όρεξη και να έχω οικογένεια, δεν μπορώ να καταλάβω, δεν μπορώ να καταλάβω. Μ’ άρεζε το καλό. Ύστερα όταν άρχισα να φτιάχνω τα προικιά της Αριστέας, σαν μάνα να φτιάξω μία κουβέρτα, να φτιάξω τα σεμέν, τα τέτοια… Έφτιαχνα μια κουβέρτα με νήμα καλοκαιρινό, το μερσεριζέ, το λεπτό, άσπρη. Και έλεγα… σηκωνόμουν το πρωί, να φτιάξω τις δουλειές, τα φαγητά μου, ζούσε ο άντρας μου, εκεί να τα φτιάξω όλα να τελειώσω και να καθίσω πριν το μεσημέρι και έπρεπε να πλέξω τόσο. Γιατί το κομμάτι ήταν μεγάλο, τετράγωνο, πώς είναι το μαξιλάρι μπορώ να σου πω. Και έλεγα: «Τόσο πρέπει να πλέξω σήμερα» και το βράδυ, έβαζα στόχο, και το βράδυ έπρεπε να το φτάσω μέχρι εκεί. Και καθόμουνα να το τελειώσω και δύο η ώρα το βράδυ. Όλοι πήγαιναν για ύπνο, έπλενα και τα πιάτα που έτρωγαν και κάθομαν και έπλεκα. Και ένα βράδυ με πήρε τρεις η ώρα και πάω μέσα, εντωμεταξύ ο άντρας μου σηκωνόταν πολύ πρωί να πάει στο μαγαζί, και ένα βράδυ πήγε τρεις η ώρα και πάω μέσα να κοιμηθώ και εγώ, τώρα πάει τρεις η ώρα. Και ο άντρας μου νόμιζε ότι τον ξύπνησα και σηκώθηκε και έβαζε το παντελόνι. Λέω: «Πού πας, Χρήστο;» Λέει: «Στο μαγαζί». Λέω: «Είναι νωρίς ακόμα». «Έχει γούστο», με λέει, «να ήρθες τώρα για ύπνο!» «Τώρα ήρθα», λέω. «Τι να σου πω», λέει, «δεν έχεις μυαλό. Τι να σου πω άλλο;» λέει. Ναι, εκεί εγώ, χαρά να φτιάξω, να φτιάξω. Έφτιαξα πολλά όμως, πολλά, πολλά πολλά, πάρα πολλά.

Β.Κ.:

Και έρχονταν τότε οι γυναίκες και παίρνατε τα μέτρα–

Μ.Τ.:

Τα μέτρα, έπαιρνα τα μέτρα, φεύγανε οι γυναίκες, μετά το έκοβα εγώ, το ετοίμαζα, μου έλεγαν τι σχέδιο θέλουνε, το ετοίμαζα για πρόβα και έρχονταν και το ’κανα πρόβα. Μία πρόβα στην αρχή, μετά κάναμε και τη δεύτερη. Καλά, στα ταγιέρ κάναμε τρεις πρόβες, τρεις πρόβες. Τα ταγιέρ, η ζακέτα έχει πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά, με τα κοψίματα εδώ με το πέτο, με γιακάδες. Ναι, τα έκανα αυτά.

Β.Κ.:

Και από πού, πώς έρχονταν και σας έλεγαν τι ήθελαν; Είχανε περιοδικά;

Μ.Τ.:

Όχι, όχι, όχι, έλεγε: «Θέλω, Μερόπη, να μου κάνεις», ας πούμε, «ένα ρομπάκι. Το θέλω με μέση, με φύλλα». Άσε άμα έβλεπαν τα δικά μου, ήθελαν τέτοια ίδια. Είχα εδώ μία γειτόνισσα που ήτανε χοντρούλα η καημένη και είχα κάνει φούστες πλισέ εγώ δικές μου. Καλά, το πλισέ είναι μηχανή που το κάνει. Μία κυρία, τώρα πέθανε. Αλλά, τέλος πάντων, έχω πολλές πλισέ και δεν θα με χρειαστεί! Ναι. Kαι με λέει μια μέρα: «Μωρέ Μερόπη», με λέει, «θα με φτιάξεις και εμένα μία φούστα [00:20:00]πλισέ;» «Ούι, χάζεψες;» τη λέω. «Πού να βάλεις εσύ την πλισέ;» «Τι; Χοντρή είμαι;» με λέει. «Ίσα με το τραπέζι είσαι», τη λέω, «δεν είσαι χοντρή». «Πο ρε, τα βλέπω σ’ εσένα και μ’ αρέσουν». Έτσι. Τα ταγιεράκια, τα ταγιεράκια, κοίταξε να δεις, είχαν αυτό το κόψιμο από πάνω μέχρι κάτω, δηλαδή δύο φύλλα μπροστά και δύο, τέσσερα, και τέσσερα πίσω, οχτώ φύλλα η ζακέτα, ναι. Έκανες το πέτο, θα έστηνες το μανίκι εδώ, το ήθελες εδώ με κουμπάκια, το ήθελες σκιστό. Κάπως έτσι. Αυτά τα κλασικά, τα κλασικά.

Β.Κ.:

Ήταν πιο κλασικό τότε το ντύσιμο, όχι όπως σήμερα.

Μ.Τ.:

Τότε έκανα ένα… από αυτήν την Κατοίκου, είχα πάρει ένα ύφασμα σε μπλε σκούρο μαλλινάκι, μάλλινο που κάνουν ζακέτες, και παλτά μπορώ να σου πω. Και τα κορίτσια ήταν μικρά, η Έλενα με τη Χριστίνα, και τα έφτιαξα ένα ζακετάκι, από ένα ζακετάκι και τα δύο. Εδώ έτσι να κουμπώνει χωρίς γιακά… ή του ’χα και γιακά, δε θυμάμαι τώρα, του ’χα γιακαδάκι, δε θυμάμαι τώρα. Χρόνια τα κρατάει η κόρη μου αυτά τα ρούχα. Και ήταν μπλε σκούρα και πήρα μπορντό ρέλι μάλλινο και το ρέλι και το ρέλιασα γύρω γύρω και στα μανίκια. Τι να δεις… τρέλα! Ύστερα είχε ένα ύφασμα η κόρη μου, ήταν έγκυος στη Χριστίνα και είχε μία παντελόνα σομόν, το κρεπ εκείνο το υφασματάκι, καλό ύφασμα. Και «Τι να την κάνω μαμά;» λέει. «Τώρα δεν την θέλω». «Δεν τη θες;» λέω εγώ. «Άσ’ την». Την φτιάχνω μια φούστα την Έλενα, ήταν μικρό αυτό, ήταν τέσσερα χρόνων, πέντε, το κάνω μία φουστίτσα κλος και παίρνω ίδιο χρώμα φόδρα και την κόβω κλος, ίσα με το μάκρος από τη φούστα. Και πήρα δαντελίτσα και έβαλα στη φόδρα, να φαίνεται ένα δάχτυλο από τη φούστα μόνο. Τι να το δεις εκεί! Τα κρατάει η κόρη μου αυτά τα ρούχα, τα κρατάει. Ύστερα, στο σχολείο που είχανε ποιήματα, χιονούλες, νησιώτισσες, έπαιρνα ύφασμα και τις έφτιαχνα εγώ εδώ πέρα. Και τις έκανα κάπες. Ήταν μεγαλούτσικα τότε, θα ήταν 8-10 χρονών και πήρα ύφασμα κόκκινο, καλή ποιότητα, και τα έκανα κάπες. Και πήρα αυτό το φτερό το κόκκινο και τα έβαλα εδώ γύρω γύρω. Και όποιος τα έβλεπε, έλεγαν: «Από πού τα πήρατε;» Έφτιαχνα, έφτιαχνα.

Β.Κ.:

Μόνη σας τα σκεφτόσασταν και τα φτιάχνατε;

Μ.Τ.:

Όχι αυτό, αυτήν την κάπα την είχα δει σε ένα κοριτσάκι και την πήρα και την έβγαλα πατρόν και έφτιαξα τις εγγόνες.

Β.Κ.:

Αλλά τα δικά σας τα ρούχα πολλά, που λέτε ότι ήθελαν και οι γειτόνισσες, εσείς τα σχεδιάσατε;

Μ.Τ.:

Ναι, θέλω, ας πούμε, τα καλοκαιρινά τα φορεματάκια. Έχω κάνει ένα, τώρα το έχω 23-25 χρόνια το έχω, ωραιότατο, κουμπωτό με φύλλα, αλλά μονοκόμματα, από πάνω μέχρι κάτω, και φαρδύ κλος, έτσι κάπως έρχεται με μανίκι κοντό, πάρα πολύ ωραίο. Το φοράω αυτό χρόνια πολύ, δεν άλλαξε και το σώμα μου, είμαι –πώς το λένε;– ίδια, ναι, δεν άλλαξε. Τώρα, και να πήρα δύο κιλά, τρία, από το ’63 δεν πήρα παραπάνω, ναι, ναι. Και παλτό πήγα στον Τάντο. Λέω: «Κωστάκη, θέλω να με δώσεις», λέω, «ένα ύφασμα μαύρο καλό, θέλω να κάνω ζακέτα». Είπαμε από δω, από κει, Valentino, βρήκαμε ένα κομμάτι, αλλά ήταν 2,10. Του λέω: «Δεν θέλω, εγώ θέλω να κάνω ζακέτα μακριά, αλλά δεν θέλω τόσο ύφασμα να πληρώσω». Μου λέει: «Σ’ το χαρίζω το υπόλοιπο, πάρ’ το». Και το έβγαλα παλτό, παλτό μαύρο, και πήρα συνθετικό, βέβαια, γούνα και το έβαλα γούνινο γιακά και τσέπες κοφτές. Ποιος να το υπολογίσει αυτό; Το πήρα εγώ, σαν τσάμπα με ήρθε το παλτό. Έφτιαχνα τέτοια. Και τώρα, πέρυσι… όχι πέρυσι, πρόπερσι, πήρα πάλι ύφασμα να κάνω ζακέτα, αλλά ήθελα κοντή τώρα, δεν ήθελα μακριά. Και παίρνω ύφασμα που λες από τον Τάντο, λέω: «Θέλω καλό ύφασμα». Αυτό είναι σαν αστρακάς, σαν μπουκλέ, κάπως έτσι έρχεται. Το πλήρωσα 60 ευρώ το ύφασμα. Το έφτιαξα όμως μια ζακέτα, τρέλα! Τη φοράω και μ’ αρέσει πάρα πολύ!

Β.Κ.:

Και καταλαβαίνετε και τη διαφορά στα υφάσματα;

Μ.Τ.:

Βεβαίως, το ύφασμα τώρα που… από τα αγοραστά είναι όλα, όλα συνθετικά, όλα, όλα. Θες να σε φέρω να τα δεις;

Β.Κ.:

Θα μου τα δείξετε μετά, μετά, να τελειώσουμε πρώτα και θα μου τα δείξετε, ναι, να τα δω.

Μ.Τ.:

Τι άλλο θες να σου πω;

Β.Κ.:

Αυτό που είπαμε για τα υφάσματα. Είχατε μηχανή; Πώς τα…

Μ.Τ.:

Να τα γαζώνω;

Β.Κ.:

Ναι, ναι.

Μ.Τ.:

Βέβαια έχω, ναι, μηχανή, ναι, αλλά παλαιού τύπου τώρα. Τώρα βγήκαν μηχανές πιο σύγχρονες, καρικώνουν, δεν τα κάνεις στο χέρι αυτά, τα βάζεις στη μηχανή, τρακ, σ’ τα καρικώνει. Ενώ εγώ τα κάνω όλα στο χέρι, εγώ όλα στο χέρι.

Β.Κ.:

[00:25:00]Ποια μηχανή είχατε; Γιατί έχει και εμένα η γιαγιά μου στο χωριό.

Μ.Τ.:

Μήπως έχει με χερούλι;

Β.Κ.:

Ναι.

Μ.Τ.:

Όχι, όχι, αυτή ήταν ακόμα πιο παλιά.

Β.Κ.:

Είναι πιο μεγάλη η γιαγιά μου.

Μ.Τ.:

Ναι, εγώ θα σ’ τη δείξω και τη μηχανή, την έχω στην κουζίνα. Εκεί μόνο έχω χώρο να την έχω έτσι.

Β.Κ.:

Ναι. Και κάνατε πρόβες έτσι με τις πελάτισσες, έχετε έτσι καμία ιστορία με καμιά πελάτισσα;

Μ.Τ.:

Όχι, ήταν καλές. Είχα μία, δύο πελάτισσες από τον Κέδρο και τη μία την είχα ράψει ταγιέρ μαύρο. Είχε σκοτωθεί και το παιδί της, τέλος πάντων. Και μια κουμπάρα την είχε τώρα; Τι ήταν; Εκεί πάντως ήτανε κάτι συγγενολόι. Ήθελε και αυτή να τη ράψω ταγιέρ. Αυτήν ήταν εύσωμη, ενώ η άλλη ήταν ωραία, καλή, στητό το κορμί της, ναι. Με λέει: «Κυρά Μερόπη», λέει, «θέλει να την ράψεις ένα ταγιεράκι». «Να τη ράψω», λέω. Την έραψα. Κι αυτήν είχε κόρη στην Αμερική και πήγε στη βάφτιση από το εγγόνι. Την έστειλε λεφτά, φτωχού σαν και εμάς, τέλος πάντων, ναι. Και πήγε στη βάφτιση και φόρεσε –μου τα έλεγε η ίδια μετά– λέει: «Φόρεσα το ταγιέρ και πήγα και λέει η κόρη μου “Mαμά, έτοιμο το πήρες;”» «Όχι», λέει, «με το έραψε μία κυρία που είναι γνωστή». «Άκου να σε πω», λέει, «θα σε πάρω υφάσματα από δω και να πας να σ’ τα ράψει αυτήν η κυρία, δεν σε έχω ξαναδεί με τέτοιο ρούχο», τη λέει. Και ήταν, σου λέω, εύσωμη, δεν ήτανε καμία… σε δυσκολεύει λίγο στο ράψιμο. Ναι, και μετά την έφτιαξα αυτό. Πήρε ύφασμα και την έκανα ζακέτα μακριά μαύρη με γούνα στο γιακά, ναι. Ύστερα με ξαναείπε: «Αχ τώρα, δεν μπορώ». Λέω: «Άσ’ τα», τα άφησα και εγώ… Τώρα, ένα ταγιέρ, έρχονταν από τον Κέδρο να την κάνω πρόβες. Ναι. «Βρε», λέει, «έμεινε η κόρη μου. “Tέτοιο ρούχο, μαμά, δεν ξαναφόρεσες”». Kαι αυτήν εδώ η γειτόνισσα που ήθελε φούστα πλισέ. Aυτήν πάντρευε το γιο της, δύο χρόνια τώρα, 24 χρόνια. Mου λέει: «Θα πας να μου ψωνίσεις και ύφασμα και θα καθίσεις να μου το ράψεις κιόλας». «Εγώ να σ’ το ψωνίσω; Και άμα δεν σου αρέσει;» «Μωρέ τι δε μ’ αρέσει, εγώ ό,τι βλέπω σ’ εσένα, πάω και… σε στέλνω και παίρνεις και για μένα». Πήγα, την πήρα ένα μπροκάρ που ήταν μελιτζανί με μαύρο μέσα, γιατί είχε χάσει και αυτήν τον άντρα της, αλλά στον γάμο δεν μπορούσε να φορέσει και κατάμαυρο. Και την έκανα ένα ταγιεράκι, κοντό μανίκι, γιατί ήτανε καλοκαίρι και το μπροκάρ αυτό δεν ήτανε χειμωνιάτικο, έτσι, μέχρι εδώ το μανίκι. Και τη λένε κάτι ξαδέρφες της από την Αθήνα, ήτανε στο γάμο, «Καλά» λέει, «πού βρίσκεις εσύ ρούχα και παίρνεις και τα φοράς; Τι ταγιέρ είναι αυτό; Τι κομψή σε κάνει;». «Έχω μία γειτόνισσα εγώ που έχει χρυσά χέρια», λέει! Τέτοιες ιστορίες έχουμε, ναι, ναι, ναι πολλά, πολλά.

Β.Κ.:

Κάτι που είχατε ράψει και να το θυμάστε, έτσι ήταν δύσκολο ή ήταν πολύ ωραίο;

Μ.Τ.:

Πολύ ωραίο, το έχω πάνω στο πατάρι. Με είχε φέρει ο αδερφός μου ένα ύφασμα από το Ιράκ. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ύφασμα! Εμπριμέ ήτανε, αλλά ήταν ένα… Το έχω πάνω στο πατάρι έτσι να θυμάμαι. Το είχα κάνει εδώ μπροστά μία, δύο, τρεις, τέσσερις πιέτες σπαστές, μέχρι κάτω σιδερωμένες, και ένα άνοιγμα πίσω κουφόπιετας η φούστα. Εδώ κλασικό, κούμπωμα εδώ μπροστά και το γιακά πουκαμίσου. Και μανίκι το είχα κάνει σεμιζιέ μέχρι κάτω το μανίκι με μανσέτα. Και είχε μέσα χρώματα, είχε αυτό το εκρού, εκρού, μελιτζανιά τώρα, είχε κάτι χρώματα δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα, αλλά θυμάμαι το εκρού. Και πάω παίρνω ύφασμα εκρού και κάνω κοντό ζακετάκι και το φορούσα σύνολο. Και πήγαμε μια επίσκεψη σε μια δασκάλα που ο άντρας μου ήτανε από το ίδιο το χωριό, αλλά τον αγαπούσαν τόσο, τόσο! Αφού όταν πέθανε με έβρισκε αυτή η δασκάλα και με έλεγε «Το Χρήστο τον είχα αδερφό εγώ», λέει, «δεν τον είχα συγχωριανό». Τέλος πάντων, και πάμε επίσκεψη και τον άντρα μου τον είχα –εγώ τον ψώνιζα τα ρούχα– γκρι παντελόνι, σιέλ πουκάμισο, αλλά όχι το ξεπλυμένο, το καλό το σιέλ, γραβάτα και μπλε σακάκι με χρυσά κουμπιά. Είχε νιάτα ο άντρας μου, πάει, τελείωσε, πολύ όμορφος. Και μας βλέπει, πηγαίναμε επίσκεψη, ανεβαίναμε τα σκαλιά, μας έφτυνε, μας έφτυνε, «Από δω ελάτε, στο καθιστικό, να σας χορτάσω», έλεγε. Είχε επισκέψεις μέσα. «Χρήστο», λέει, «τι είσαι σήμερα; Τι είσαι;» λέει. «Να ποιος με τα ψωνίζει», λέει.

Β.Κ.:

Φιγουρίνια.

Μ.Τ.:

Φιγουρίνια. «Καλά, εσύ», λέει, «πού το βρήκες αυτό το φόρεμα;» «Αυτό», λέω, «είναι ξένης προελεύσεως, από το Ιράκ». Ναι, πολύ ωραίο σύνολο και εκείνο.

Β.Κ.:

Για άντρες ράβατε;

Μ.Τ.:

Όχι, όχι, τα παιδιά μου έραβα παντελονάκια[00:30:00], ναι, τα έπλεκα μπλούζες, τα έπαιρνα κάτι γουνάκια και το μπροστινό το ’κανα με γουνάκι και μανίκια και πλάτη πλεχτά. Καλά, η Αριστέα το τι έχει φορέσει από πλεκτά! Στο δικηγορικό σύλλογο που δούλευε είχαν τρελαθεί με μια ζακέτα που την είχα πλέξει. Ζακέτα, τι ζακέτα ήταν εκείνη! Ήθελε να μου την πάρει ο Βαΐτσης που είχε το Εργόχειρο, να τη βάλει στη βιτρίνα. «Τι λες καλέ;» λέω, γιατί τα νήματα τα έπαιρνα από κει. «Τι λες βρε», λέω, «που θα σου δώσω εγώ να μου τη φάει ο ήλιος εδώ στη βιτρίνα; Όχι, όχι», λέω, «δε σ’ τη δίνω». Ζακέτα… όχι ζακέτα, κοντό μπουφανάκι με τέσσερα κουμπιά, αλλά είχε τέτοια επιτυχία! Με μπόλικο λάστιχο και εδώ πέρα είχα μία κοτσίδα τόσο φαρδιά, και από δω και από εκεί και μία στο μανίκι. Περασμένα μεγαλεία, πολύ, πολύ. Τον άντρα μου ζακέτες με τσεπάκια, με τσέπες. Το γιο μου αυτόν, τον μικρότερο, αφού πήγαινε στο γυμνάσιο και τον λέει η καθηγήτρια: «Τρομπέτα, να ρωτήσω κάτι;» λέει. «Ναι», λέει κι αυτό. «Τη ζακέτα αυτή από πού την αγόρασες», λέει, «από την Πεταλούδα;» «Όχι, κυρία», λέει, «μου την έπλεξε η μαμά μου». Δεν φαίνονταν ότι ήτανε πλεκτά στο χέρι, ναι. Έφτιαχνα πράγματα και θάματα!

Β.Κ.:

Τα πιο δύσκολα ρούχα; Αυτά που ήταν μπελαλίδικα, έτσι, σας δυσκόλευαν;

Μ.Τ.:

Στο ράψιμο;

Β.Κ.:

Ναι.

Μ.Τ.:

Ήταν τα μεταξωτά, τα πολύ λεπτούλικα αυτά. Αυτά είναι δύσκολα, μη σε ξεφύγει από εδώ, μη σε ξεφύγει από εκεί.

Β.Κ.:

Ναι, θέλει προσοχή.

Μ.Τ.:

Πολλή προσοχή, πολλή, ναι, ναι, δύσκολα ρούχα αυτά. Εγώ να σας πω, που λέει και μία ξαδέρφη μου από τις Σοφάδες, δασκάλα, «Μερόπη, πόσο σε χαίρομαι», λέει, «που τα ρούχα τα έχεις σε κλασικό ράψιμο, που φοριένται όλες τις εποχές», λέει. «Όλες τις εποχές», λέει. «Τι», λέω, «θα φτιάχνω εγώ τώρα τα πολύ μοντέρνα;» Δεν με άρεζαν από τότε, ήθελα το κλασικό, πολύ ωραίο. Αυτά.

Β.Κ.:

Και πότε σταματήσατε να ράβετε; Ράβετε ακόμα ή–

Μ.Τ.:

Έραβα, τώρα δεν ράβουν, γι’ αυτό σταμάτησα. Μπορούσα να ράψω, αλλά σταμάτησαν, δεν ράβουν τώρα. Πας να αγοράσεις μία φούστα, την παίρνεις 25-30 ευρώ, ενώ 30 ευρώ πληρώνεις στη μοδίστρα. Πάρε και το ύφασμα! Και δεν συμφέρει και φοράνε τώρα όλες αγοραστά, έτοιμα.

Β.Κ.:

Είναι αλλιώς όμως, δηλαδή και στις ελληνικές ταινίες που βλέπεις ότι είναι ραμμένα–

Μ.Τ.:

Στο ράψιμο–

Β.Κ.:

Πάνω στο–

Μ.Τ.:

Το ράψιμο στο σώμα, το κάτι άλλο, το κάτι άλλο! Αλλιώς είναι, ναι.

Β.Κ.:

Ωραία, πριν τελειώσουμε και ολοκληρώσουμε τη συζήτηση, γιατί φτάσαμε στο τέλος, θέλετε να πείτε κάτι άλλο; Γενικά, έτσι…

Μ.Τ.:

Τι να πω; Δεν έχω να πω κάτι άλλο! Λίγο πολύ πικραμένη από τη ζωή, που έχασα τον άντρα μου νωρίς. Ναι, τα παιδιά μου να είναι καλά τώρα, τα εγγονάκια μου να είναι καλότυχα, να έχουν ζωή όλος ο κόσμος, υγεία…

Β.Κ.:

Αυτό το πιο σημαντικό.

Μ.Τ.:

Έτσι, έτσι, ναι, ναι. Είπα και εγώ, τον έχασα, έκλαψα. Είχα πάρει ένα πουκαμισάκι μαύρο και είχε γυάλινα κουμπιά και τα έβγαλα τα γυάλινα τα κουμπιά, να είναι μαύρα και τα κουμπιά, τότε.

Β.Κ.:

Όταν χάσατε…

Μ.Τ.:

Τον άντρα μου.

Β.Κ.:

Τον άντρα σας.

Μ.Τ.:

Τι τώρα, μικρό πράγμα ήταν; Έμεινα από τη μία στιγμή στην άλλη με τρία παιδιά. Αλλά δοξασμένος, δοξασμένος ο Θεός. Σταμάτησα στα παιδιά μου βράχος, βράχος, τα παιδιά μου και τίποτα άλλο δεν με διέφερε, ούτε που θα πάω ούτε τι θα κάνω ούτε βόλτες ούτε να κλαίω. Γιατί τα στερήθηκα αυτά με τον άντρα μου, αλλά και τι να κάνεις; Έτσι με έτυχε. Τυχερά αυτά.

Β.Κ.:

Άξια, δυνατή γυναίκα! Μπράβο.

Μ.Τ.:

«Με δίκασε ο Θεός», λέω, «πάει, τελείωσε». Α, δεν είπα και το άλλο: Πήγαινα και πόσα χρόνια, πήγαινα καθάριζα δύο σπίτια δικά μας, φίλοι μας, ναι. Στη μία πήγαινα την Παρασκευή καθάριζα και την Τετάρτη σιδέρωνα. Και έπαιρνα 18-19 χιλιάδες, ήταν η δραχμή. Και στην άλλη την κυρία που πήγαινα και καθάριζα. Ενώ αυτήν η μία είχε μία Αλβανίδα, η πρώτη, ναι. Είχε μία Αλβανίδα και μετά έφυγε αυτήν, πήγε στην Αλβανία, αφού μάζεψε λεφτά, όσα τη χρειάζονταν τη γυναίκα, έφυγε. Και «Ποπό, ξέμεινα», γιατί με την κόρη μου ήτανε φιλενάδες, «ξέμεινα, ξέμεινα από αυτό και τι να κάνω;» Αυτή πηγαίνει στο μαγαζί κάθε μέρα και μου λέει εμένα η Αριστέα: «Άσε τι έπαθε!» «Τι έπαθε;» λέω εγώ. Είπα κι εγώ κάτι έπαθε! Λέει «έφυγε η Μαρία, αυτή η Αλβανίδα, και δεν έχει», λέει. «Α! Θα πάω εγώ!» «Τι λες», με λέει, «κάτσε εκεί που είσαι». «Αριστέα», λέω, «δεν είναι ντροπή, δεν είναι ντροπή, μην είσαι χαζή». Τη λέει: «Θες να ’ρθει η μάνα μου;» «Απαπά! Η μάνα σου; Εγώ ντρέπομαι τη μάνα σου», λέει. Ναι. Και πήγα και με λέει, έλεγε μετά την[00:35:00] Αριστέα, λέει: «Όταν μπήκαμε μέσα, Αριστέα, που είχε καθαρίσει η μάνα σου, την πρώτη φορά, είπαμε “Tι διάολο, το ασβέστωσε;”», λέει, «τι το ’κανε;». Ναι. «Τάχα καθάριζε η Μαρία», λέει, «τζάμπα λεφτά έδωνα». Εντάξει, δεν μπορώ να πω. Είχα κάνα δύο χρόνια τρία εκεί, βέβαια. Έφτιαχνα πίτες εγώ εδώ και να λέει: «Κυρία Μερόπη, θα με φέρεις μία μέρα όλο το ταψί!» Ναι, ήταν καλά, έτσι.

Β.Κ.:

Χρυσοχέρα.

Μ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι, άτυχη χρυσοχέρα! Άτυχη, τι να κάνουμε; Αυτά δεν τα ορίζουμε εμείς. Οι αρρώστιες είναι κακό πράγμα. Εγώ έβλεπα τον άντρα μου, είχε καθηλωθεί στο κρεβάτι, τέτοια γεράματα δεν θέλω. Τώρα είμαι 76 χρόνων, αν πρόκειται, λέω, να πέσω και να υποφέρω και εγώ και όλη η οικογένεια, μία και έξω, λέω, καλύτερα. Έτσι δεν είναι; Τώρα να κάθεσαι και να έχεις γυναίκα και τα παιδιά σου να σε παίρνουν τηλέφωνο αν είσαι καλά και δεν είσαι και «Τώρα δεν μπορώ να έρθω σήμερα και θα έρθω αύριο» και άσ’ τα. Δεν είναι για κουβέντα, έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, μακριά από αυτά.

Β.Κ.:

Μάλιστα, ωραία, ευχαριστώ πολύ.

Μ.Τ.:

Μου αρέσουν πολύ τα λουλούδια.

Β.Κ.:

Σας αρέσουν;

Μ.Τ.:

Τρελαίνομαι για λουλούδια! Το καλοκαίρι τι έχω; Έχω εδώ τον ακάλυπτο, τον στολίζω από λουλούδια μπροστά, τη βεραντούλα, κρεμάω γλάστρες. «Ωρέ τι φτιάχνει», λέει εδώ η γειτονιά, «ωρέ τι φτιάχνει η Μερόπη», λέει, πότε τα ξετρύπωσε πάλι τα λουλούδια εδώ;» Ναι, μ’ αρέσουν τα λουλούδια.

Β.Κ.:

Τα χρώματα και όλα.

Μ.Τ.:

Και τα χρώματα και αυτά του εσωτερικού χώρου μου αρέσουν και πολλά. Αλλά εδώ εσωτερικού δεν έχω πού να τα βολέψω. Και στην κουζίνα, πάνω στο ψυγείο έχω λουλούδια εσωτερικού χώρου, μου αρέσουνε πολύ, πολύ! Κόλλησα και στα κορίτσια τώρα, ναι! «Γιαγιά, θέλουμε κι εμείς». «Κι εσείς», λέω. «Γιαγιά, να πάρω αυτό και τι να το κάνω και πώς να το βάλω;» «Κοίταξε να δεις», λέω, «μην παίρνετε, γιατί εσείς το καλοκαίρι φεύγετε τέσσερις, πέντε μήνες και πάνε χαμένα. Άμα θα είστε κάπου σταθερά, τότε να φτιάξετε και λουλουδάκια». Πήρανε και χάλασαν. Πώς να κρατήσουν; Αυτά θέλουν περιποίηση. Εγώ το καλοκαίρι που είμαι πάνω στο χωριό, κατεβαίνω κάτω για να τα ποτίσω, να τα βάλω στον ίσκιο, να μην τα χτυπάει ο ήλιος που λες και τέτοια. Ναι, αυτά.

Β.Κ.:

Ωραία, κυρία Μερόπη! Ευχαριστώ πάρα πολύ για την κουβέντα–

Μ.Τ.:

Παρακαλώ.

Β.Κ.:

Και για τις ιστορίες.

Μ.Τ.:

Παρακαλώ.

Β.Κ.:

Να είστε καλά!

Μ.Τ.:

Και εσύ να είσαι καλά και να πετύχεις το σκοπό σου.

Β.Κ.:

Σας ευχαριστώ.

Μ.Τ.:

Να διοριστείς!

Β.Κ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, να είστε καλά.

Μ.Τ.:

Έτσι!