Ένας υπερήφανος Βατικιώτης που συνέδραμε στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α.

Β.Δ.

[00:00:00]Βρισκόμαστε σήμερα, 24/08/2020, στην Νεάπολη Λακωνίας και θα συνομιλήσουμε με τον κύριο Γιάννη Καρατζή, προκειμένου να μάθουμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και τα βιώματά του. Καλησπέρα, κύριε Καρατζή.

Ι.Κ.

Γεια σας.

Β.Δ.

Θα ήθελα να μάθουμε, να σας γνωρίσουμε καλύτερα, να μάθουμε περισσότερα πράγματα για εσάς. Πόσων χρονών είστε;

Ι.Κ.

Είμαι 87.

Β.Δ.

Γεννηθήκατε εδώ, στην Νεάπολη–

Ι.Κ.

Γεννήθηκα στα Βελανίδια Βοιών, που είναι κοντά στον Κάβο Μαλιά, το τελευταίο χωριό.

Β.Δ.

Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν;

Ι.Κ.

Εγώ τότε ετοιμαζόμουνα –εκείνο τον μήνα ακριβώς– να πάω στην Ιταλία για σπουδές, αλλά το καθυστέρησα για να πάω στην Κύπρο.

Β.Δ.

Ωραία–

Ι.Κ.

Πήγα εθελοντικά εγώ, στο καΐκι, για να πάω στην Κύπρο.

Β.Δ.

Πριν από αυτό να πούμε λίγο για τα παιδικά σας χρόνια, αν δεν έχετε αντίρρηση. Για τα παιδικά σας χρόνια. Ως παιδί μεγαλώσατε στα Βελανίδια, πού μεγαλώσατε;

Ι.Κ.

Όχι, δεν μεγάλωσα, μεγάλωσα στον Πειραιά. Από μωρό ήμουνα στον Πειραιά, όλη μου τη ζωή. Στα Βελανίδια πηγαίναμε μόνο για εξοχή να κάνουμε.

Β.Δ.

Και οι γονείς σας εργάζονταν; Ο μπαμπάς σας στη θάλασσα;

Ι.Κ.

Όχι, οι γονείς μου, ο πατέρας μου είχε ανεμότρατες και ζούσαμε από τη δουλειά του στον Πειραιά και είχαμε αλιευτικά, είχε. Ένα απ’ αυτά ήταν το «Σειρήνα», αυτό που πήγε τα όπλα στην Κύπρο.

Β.Δ.

Ωραία, θα πούμε περισσότερα και γι’ αυτό. Ποιον μήνα γεννηθήκατε και ποια χρονιά;

Ι.Κ.

Οκτώβριο του ’33 έχω γεννηθεί–

Β.Δ.

Οπότε την περίοδο της Κατοχής έχετε μνήμες; Θυμάστε να μας πείτε πώς ήταν τα πράγματα στον Πειραιά–

Ι.Κ.

Ε, τι να σας πω εγώ; Τα πράγματα… Μετά τον πόλεμο εννοείτε;

Β.Δ.

Όχι, εννοώ κατά τη διάρκεια.

Ι.Κ.

Κατά τη διάρκεια.

Β.Δ.

Μάλιστα–

Ι.Κ.

Κοιτάξτε, εμείς μείναμε στα Βελανίδια και περάσαμε ήρεμα, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Ο πόλεμος γινότανε αλλού, στα σύνορα. Αλλά, βασικά, βλέπαμε πολλές ναυμαχίες στη θάλασσα, στα Βελανίδια, περνούσε ένα καράβι, μετά ερχόντουσαν τα αεροπλάνα, τα βουλιάζανε, τέτοιο, τέτοια, τέτοιες σκηνές είχαμε δει πάρα πολλές στα Βελανίδια.

Β.Δ.

Δηλαδή;

Ι.Κ.

Δηλαδή να βουλιάζουνε γερμανικά καράβια, γιατί ερχόντουσαν τα αεροπλάνα τα εγγλέζικα και γινότανε μια ναυμαχία. Και γινόντουσαν πολλές τέτοιες ναυμαχίες. Αυτά ήταν από τα παιδικά μου χρόνια, που τα θυμάμαι, αυτά.

Β.Δ.

Διασώζατε κόσμο; Βοηθούσατε στη θάλασσα; Βοηθούσατε όταν γινόντουσαν αυτές οι ναυμαχίες που μου λέγατε, που μου λέτε;

Ι.Κ.

Όταν γινόντουσαν αυτές οι ναυμαχίες, μάλιστα... Ναι, τα βλέπαμε, τις βλέπαμε τις ναυμα... παιδιά ήμαστε, τα βλέπαμε όλα αυτά. Α! Να σας θυμίσω ότι έχω δει τον «Παπανικολή» στην Καμήλα, που είναι ένα ακρωτήρι εκεί πέρα, να βουλιάζει ένα καΐκι. Εγώ με τον πατέρα μου ήμαστε σε μία βάρκα, τη βάρκα της «Σειρήνας», και ψαρεύαμε. Και το βούλιαξε το καΐκι και ήταν, μάλιστα, ένας γνωστός από τα Κύθηρα, ο Μισθός ο Μιχάλης, φίλος–

Β.Δ.

Αυτό πότε–

Ι.Κ.

Φίλος του πατέρα μου. Αυτό έγινε το ’43, κάπου τότε.

Β.Δ.

Εσείς–

Ι.Κ.

Μες στη διάρκεια του πολέμου.

Β.Δ.

Πού το είδατε αυτό το–

Ι.Κ.

Στην Καμήλα το είδαμε. Έβγαινε το υποβρύχιο, το υποβρύχιο «Παπανικολής» πήγαινε δίπλα την ημέρα και φόρτιζε τις μπαταρίες, ήτανε παλαιολιθικής εποχής. Το δε, τώρα, η δε γέφυρα του «Παπανικολή» είναι στο μουσείο στην Φρεαττύδα, στον Πειραιά. Ναι, και το ’χουμε δει αυτό να ναυμαχεί, πολλές φορές το υποβρύχιο να βουλιάζει κάτι που δεν ήτανε, που ήταν των Γερμανών, ας πούμε. Ναι.

Β.Δ.

Κι αυτό–

Ι.Κ.

Αυτά τα βλέπαμε.

Β.Δ.

Και αυτό το ναυάγιο που λέτε, μόλις τώρα που μου είπατε, προηγουμένως, θυμάστε περίπου ήταν χειμώνας, άνοιξη που συνέβη; Αν είχε ανθρώπους πάνω το...

Ι.Κ.

Το καΐκι αυτό το ειδοποίησε το υποβρύχιο να πάρει τη βάρκα και να ’ρθει πάνω στο υποβρύχιο να φέρει τα χαρτιά του. Και τα χαρτιά δεν ήταν εντάξει, ήτανε των Γερμανών, δεν ξέρω τι, και το βούλιαξε. Αλλά ο Μισθός γλίτωσε, πήγε, τους άφησε με το βαρκάκι, ήρθανε κάτω στα Βελανίδια, στο γιαλό, στο λιμανάκι. Αυτά. Και πολλά άλλα, μα είναι, τόσα πολλά έχουμε πια, είναι ιστορίες ολόκληρες. Δεν, πώς θα… Εμείς να πούμε το Κυπριακό, αυτό μας ενδιαφέρει!

Β.Δ.

Βέβαια. Μόνο μία ακόμη ερώτηση θα ήθελα να σας κάνω–

Ι.Κ.

Ναι–

Β.Δ.

Για το γερμανικό παρατηρητήριο, εκεί δεν βρίσκεται, κοντά στα Βελανίδια;[00:05:00]

Ι.Κ.

Τι πράγμα;

Β.Δ.

Το παρατηρητήριο, λέω, βρίσκεται εκεί κοντά, στα Βελανίδια; Σωστά;

Ι.Κ.

Στα Βελανίδια, είναι στην κορυφή του Κάβο Μαλιά, είναι πάνω στο βουνό.

Β.Δ.

Θυμάστε καθόλου εργασίες που γίνονταν εκείνη την περίοδο;

Ι.Κ.

Τις εργασίες τις έκαναν, τις έκαναν με τους Έλληνες, οι οποίοι πήγαιναν και βοηθούσαν, δεν μπορούσαν να κάνουνε διαφορετικά. Και αυτό το βλέπαμε. Και ο πατέρας μου ο ίδιος είχε πάει και άλλοι, γιατί ανεβάζανε μηχανήματα πολύ βαριά πάνω. Αυτά.

Β.Δ.

Ωραία. Αφού, λοιπόν, τελειώνει, για να πάμε και στο θέμα που–

Ι.Κ.

Το Κυπριακό.

Β.Δ.

Πολύ ωραία. Που θέλετε να επικεντρωθούμε. Λοιπόν, πείτε μας, λοιπόν–

Ι.Κ.

Πώς ξεκίνησε η υπόθεση;

Β.Δ.

Πώς ξεκίνησε, σε ποια χρονιά βρισκόμαστε και τα λοιπά.

Ι.Κ.

Ήταν το ’54, αν θυμάμαι καλά. Ένας φίλος του πατέρα μου τού λέει: «Μήτσο, τι κάνεις; Θέλουμε ένα καΐκι», από τον Στρατό τον είχε φίλο, και «θέλουμε ένα καΐκι να πάει πολεμοφόδια στην Κύπρο». Και δεν βρίσκανε, ήτανε πολύ δύσκολο, κανένας δεν πήγαινε να πάει πολεμοφόδια στην Κύπρο. Τέλος πάντων, ο πατέρας μου λέει: «Θα σου πω», ξέρω γω, δεν του έδωσε απάντηση, και το ’πε στη μάνα μου. Εμένα δεν μου το ’χανε πει. Η μητέρα μου, όμως, μου το είπε και τότε έπιασα τον πατέρα και συνεννοηθήκαμε με τον πατέρα μου να πάμε στην Κύπρο, προσφορά. Και έτσι και έγινε! Δέχθηκε ο πατέρας μου όταν του είπα ότι θα πάω εγώ μέσα στο καΐκι. Εγώ ήθελα να πάω, ήμουνα νέος, ενθουσιώδης, ήθελα να προσφέρω κάτι, το ελάχιστο αυτό, στον αγώνα της Κύπρου. Αυτό που μπορούσα. Και ξεκίνησε έτσι η υπόθεσις. Δεχθήκαμε και ένα βράδυ, πήγαμε... Τώρα σας λέω την ιστορία πώς ξεκίνησε, η αρχή. Πήγαμε στο Σούνιο σ’ ένα λιμανάκι, φορτώσαμε τα όπλα, ήταν εκεί τα όπλα, είχε έρθει ένα αυτοκίνητο. Φορτώσαμε τα όπλα και ξεκινήσαμε για την Κύπρο. Περάσαμε από πολλά νησιά, από την Σύρο, από την Σύμη, από διάφορα στην πορεία μας, για να πάμε στο Καστελόριζο. Πήγαμε στην Σύμη που είναι ο Πανορμίτης εκεί, ένα ωραίο μοναστήρι, και ο ηγούμενος μας έκανε και το τραπέζι, κτλ. Φτάσαμε στο Καστελόριζο, η θάλασσα δεν ήτανε καλή. Το σκάφος ήτανε πολύ δυνατό, είναι πάρα πολύ δυνατό σκάφος, παρ’ όλο ότι δεν είναι μεγάλο πολύ.

Β.Δ.

Το σκάφος που ταξιδεύετε ήταν του πατέρα σας.

Ι.Κ.

Ναι, το «Σειρήνα», ναι, αυτό. Μείναμε στο Καστελόριζο μερικές μέρες για να ηρεμήσει η θάλασσα, γιατί εμείς είχαμε τα πολεμοφόδια βάλει μέσα στο αμπάρι και μπροστά είχαμε κολόνες πάγου ότι πάμε να ψαρέψουμε. Ήταν αλιευτικό το καΐκι, ανεμότρατα, που λένε. Μόλις μπονατσάρισε μου λέει ο καπ… Α! Μας είχανε δώσει, εν τω μεταξύ, επιπλέον, εκτός από το πλήρωμα που ήτανε για ψάρια και ο καπετάνιος, ήτανε για το επάγγελμα, μας έδωσαν έναν μηχανικό, γιατί φοβόντουσαν μη χαλάσει η μηχανή, να ’χουμε έναν καλό μηχανικό και έναν καλό καπετάνιο. Ο καπετάνιος ήτανε, είχε προσφέρει πάρα πολλά στο, ενάντια των Γερμανών, ήτανε πολύ Έλληνας. Μάλιστα, του κάνανε στην Ελευσίνα ολόκληρο άγαλμα. Έγινε γιορτή, είχαμε πάει κτλ. Και μου λέει ο καπεταν-Βαγγέλης: «Γιάννη», μου λέει, «πιάσε το τιμόνι όλη τη νύχτα, εσύ θα κυβερνάς». Ήξερε ότι, είχε εμπιστοσύνη πάνω μου. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, φύγαμε ένα βράδυ, ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα για να πάμε στην Κύπρο, καΐκι ήταν, 8 μίλια την ώρα έκανε, και το πρωί που ξημέρωσε είδαμε την Κύπρο. Όπως βλέπουμε τα Κύθηρα πιο μακριά, εννοείται. Λέει ο καπεταν-Βαγγέλης στον μηχανικό: «Η μηχανή αργά». Τραβερσάρισμα λέγεται αυτό. «Ίσα-ίσα να προχωρεί το καΐκι». Ε, πέρασε η μέρα, μόλις νύχτωσε ζυγώσαμε στην Κύπρο. Μας περίμεναν, εγώ στην αρχή, έτσι, δεν μου πήγαινε τόσο καλά. Είχανε δώσει ένα σημείο οι Κύπριοι δίπλα στην Λεμεσό, στο φανάρι δίπλα! Τρομερό πράγμα! Και πήγαμε εκεί, πηγαίναμε, δίπλα, και είδαμε, είχαμε ένα σινιάλο από τη, ότι είναι έξω οι... στην Πάφο... Πάφο πήγαμε; Δεν ξέρω, τέλος πάντων. Και περίμεναν εκεί οι Κύπριοι, οι Κύπριοι έξω, νύχτα, σκοτάδι, ε; Και βγήκα με τη βάρκα, τους πήρα μέσα στο καΐκι, γιατί θέλανε κάτι να φτιάξουν τα χαρτιά με τον καπετάνιο, και μετά μεταφέραμε τα όπλα με τη βάρκα, περιμένανε εκεί οι Κύπριοι και τα πήραν. Αυτή ήταν όλη η ιστορία.[00:10:00] Μετά εμείς γυρίσαμε στον Πειραιά.

Β.Δ.

Ωραία. Να το πάρουμε λίγο, για να καταλάβουμε τι ακριβώς γίνεται. Ο φίλος του πατέρα σας ποιος ήταν; Εννοώ... όχι όνομα!

Ι.Κ.

Ναι–

Β.Δ.

Τι… για, πώς τον βρήκε τον μπαμπά σας–

Ι.Κ.

Ο φίλος του πατέρα μου ήτανε φίλος όταν υπερετούσαν στον Στρατό. Και τονε, τονε γνώριζε τον πατέρα μου, ίσως να είχανε και καμία επαφή σ’ αυτά τα χρόνια. Αυτός, φαίνεται, του είχε πει η οργάνωση–

Β.Δ.

Ποια οργάνωση;

Ι.Κ.

Η οργάνωση Ε.Ο.Κ.Α., η οργάνωση, ασφαλώς. Του είχε πει να βρει ένα καΐκι για να πάει τα πολεμοφόδια και πήγε και τον Διγενή δεύτερο ταξίδι, τον Γρίβα, που ήτανε ο αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. Το καΐκι έκανε τρία ταξίδια, εγώ ήμουνα στην Ιταλία τότε πια. Μόνο το πρώτο πήγα. Δεν...

Β.Δ.

Ο πατέρας σας με την Ε.Ο.Κ.Α. είχε άμεση σύνδεση; Είχε άμεση σύνδεση με την οργάνωση;

Ι.Κ.

Όχι, όχι, όχι, όχι. Ούτε εγώ, ούτε εγώ, τίποτα. Εγώ πήγα μόνο να βοηθήσω αυτό το λίγο για την πατρίδα, τίποτε άλλο.

Β.Δ.

Πόσα άτομα ήσασταν μέσα στο καραβάκι–

Ι.Κ.

Μέσα στο καΐκι ήταν, πρέπει να ’τανε εφτά άτομα αυτοί που ήτανε για τα ψάρια, μετά ήτανε οι δυο, ο καπετάνιος και ο μηχανικός και εγώ, τρεις... Δέκα άτομα.

Β.Δ.

Και ξεκινήσατε έχοντας βάλει πάγους, στήλες από πάγους–

Ι.Κ.

Ναι, ότι τάχα πηγαίναμε για να ψαρέψουμε. Είχαμε τον πάγο, έχει ψυγείο το καΐκι κάτω, στο… Και πρέπει να ’χεις πάγο για τα ψάρια, γιατί χαλάνε. Βάλαμε τα όπλα στο βάθος και από έξω βάλαμε κολόνες πάγου. Εάν γινότανε κάνας έλεγχος, «πάμε για ψάρεμα, έχουμε πάγο». Τα κρύψαμε πίσω από τον πάγο, έτσι, ακριβώς.

Β.Δ.

Και τα όπλα αυτά ποιος τα έφερε; Δηλαδή...

Ι.Κ.

Τα όπλα αυτά, απ’ ό,τι ξέρω εγώ, δεν ξέρω τίποτε άλλο, τα έφερε ένα «James», ένα αυτοκίνητο στρατιωτικό...

Β.Δ.

Και φορτώνετε τα όπλα στο καραβάκι μέσα–

Ι.Κ.

Ναι, με τα χέρια μας σε κιβώτια μεγάλα, όλα τα μεταφέραμε και τα βάλαμε στο αμπάρι.

Β.Δ.

Εσείς είχατε καταλάβει τι πρόκειται να κάνετε και πόσο επικίνδυνο είναι;

Ι.Κ.

Λες να μην το ήξερα; Το ήξερα γιατί ένα άλλο πλοίο που συνελήφθη, το πιάσανε, πήγανε 10 χρόνια φυλακή, άλλοι πεθάνανε από το ξύλο το πολύ… Τι, δεν ήτανε… Τι, πόλεμος ήτανε, δεν ήταν, επειδή ήταν έτσι; Συνέπειες. Αλίμονο να μην έχεις συνέπειες άμα σε πιάσουνε μ’ αυτό το πράγμα, είναι παράνομο.

Β.Δ.

Και ήτανε χρήσιμο… Ας πούμε, ξεκινήσατε το ταξίδι από το Σούνιο μου είπατε, σωστά;

Ι.Κ.

Από;

Β.Δ.

Ξεκινήσατε το ταξίδι από το Σούνιο, σωστά;

Ι.Κ.

Από το Σούνιο, κοντά από ένα λιμανάκι, ένα μικρό λιμανάκι, είχε έρθει το αυτοκίνητο...

Β.Δ.

Πόσες μέρες πήρε περίπου για να φτάσατε στη–

Ι.Κ.

Αρκετές, γιατί πηγαίναμε... Κοίταξε, αν πας κατευθείαν κάτω για Κύπρο μπορεί να κάνεις δυο μέρες. Αλλά εμείς είχαμε και τα όπλα μέσα και φοβόμαστε τη φουρτούνα και όλα αυτά και δεν το βιαζόμαστε. Πηγαίναμε σιγά-σιγά.

Β.Δ.

Σχέσεις είχατε αναπτύξει με τα άτομα μέσα στο, μέσα στο καράβι; Μιλούσατε–

Ι.Κ.

Κοίταξε να δεις, εγώ, ναι, τους ήξερα όλους περίπου. Μεγάλοι ήτανε, εγώ ήμουνα τότε εικοσάρης, αυτοί ήτανε 40, άντε 35, αλλά τους περισσότερους τους γνώριζα. Γνώριζα τον καπετάνιο, γνώριζα τον μηχανικό, ο οποίος ήταν από την Καστανιά. Ναι, και αυτά.

Β.Δ.

Και φτάνετε... Η πιο, έτσι, δύσκολη στιγμή του ταξιδιού ποια ήταν;

Ι.Κ.

Α, η πιο… Μπράβο, καλή ερώτηση. Η πιο δύσκολη στιγμή ήτανε, εγώ ήξερα πολύ από βάρκα, πάρα πολύ, πάρα πολύ. Λοιπόν, βγήκα πρώτα μόνος μου με τη βάρκα και είδα ότι η βάρκα μου κάθισε σε μία ξέρα. Πήδηξα κάτω, ευτυχώς, και την κράτησα και βγήκα και βρήκα τους Κύπριους. Αλλά όταν βγάζαμε τα όπλα λέω του μούτσου, μούτσος είναι το μικρό παιδί: «Εσύ θα καθίσεις στα κουπιά και εγώ θα καθίσω μπρος στη βάρκα, γιατί φοβ… γιατί ξέρω ότι θα καθίσει και θα μπατάρει». Πράγματι, έτσι κι έγινε και καθίσαμε στην ξέρα. Αλλά πήδηξα εγώ αμέσως έξω πάνω στα βράχια, στην ξέρα, ξέρα λέγεται ένα πράγμα που δεν φαίνεται, λοιπόν, και αβαράρισα τη βάρκα, την ξεκόλλησα και δεν πέσανε τα όπλα στη θάλασσα να χαθούν. Αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο που έκανα.

Β.Δ.

Αυτό συνέβη στην Κύπρο, δηλαδή όταν–

Ι.Κ.

Στην Κύπρο, την ώρα, την, εκείνη τη νύχτα που βγάζαμε τα όπλα.

Β.Δ.

Θυμάστε πόσοι άνθρωποι ήρθαν να τα παραλάβουν;

Ι.Κ.

Ναι, πρέπει να ήταν[00:15:00] καμία δεκαριά. Ε, ήτανε καμιά δεκαριά, ήτανε...

Β.Δ.

Οι οποίοι ήταν στην Ε.Ο.Κ.Α;

Ι.Κ.

Ε;

Β.Δ.

Οι οποίοι ήταν στην Ε.Ο.Κ.Α.;

Ι.Κ.

Ναι, βέβαια, βέβαια. Αυτοί ήταν της οργάνωσης. Αλίμονο! Μάλιστα, ο ένας φορούσε και στρατιωτικά, απορώ πώς φορούσε στρατιωτικά! Ήταν οι Εγγλέζοι τότε που κυβερνούσανε και ήταν ένας αρμοστής, ο Harding, ο οποίος ήτανε πολύ σκληρός. Οι Εγγλέζοι είναι... Άσ’ τα, άλλα πράγμα, οι Εγγλέζοι, είναι σκληροί.

Β.Δ.

Και στη συνέχεια, αφού παραδώσατε τα όπλα, υπο… Ας πούμε, εσείς ξέρατε για την πορεία τους; Δηλαδή χρησι... Πήραν, πήραν τα όπλα, ξέρατε πού θα πάνε, πού θα χρησιμοποιηθούν–

Ι.Κ.

Ναι, βέβαια, βέβαια! Απόλυτα, είχαμε πέσει ακριβώς, επιτυχία είχε η διαδρομή.

Β.Δ.

Σας είχανε πει, όμως, πού θα τα χρησιμοποιήσουν και πώς;

Ι.Κ.

Γιατί, δεν ξέραμε πού θα τα χρησιμοποιήσουνε; Σε ανταρτοπόλεμο με τους Εγγλέζους, αλίμονο. Μετά το καΐκι, ένα δεύτερο ταξίδι πήγε τον Διγενή τον Γρίβα, τον αρχηγό της Ε.Ο.Κ.Α.

Β.Δ.

Αυτό, φαντάζομαι, δεν ήσαστε σ’ αυτό το ταξίδι;

Ι.Κ.

Το πρώ… το δεύτερο ταξίδι πήγε.

Β.Δ.

Ναι, σε αυτό δεν ήσασταν εσείς, με τον Γρίβα–

Ι.Κ.

Όχι, ήμουνα στην Ιταλία, σπούδαζα. Ναι.

Β.Δ.

Και ξαναπήγε τρίτο;

Ι.Κ.

Και ξαναπήγε τρίτο και τους κυνήγησαν οι Εγγλέζοι με μία –δεν ξέρω τι ήτανε– και τα πετάξανε στη θάλασσα. Και έτσι την γλίτωσε το καΐκι, δεν το, δεν το μπορούσαν να του κάνουν τίποτα, εφόσον δεν βρήκανε τίποτα. Ναι, μάλιστα, έχω και φωτογραφία τέτοια. Αυτά.

Β.Δ.

Για αυτό το γεγονός εσείς πώς νιώθετε; Δηλαδή–

Ι.Κ.

Πώς;

Β.Δ.

Πώς νιώθετε για αυτό το γεγονός; Όταν το θυμάστε και–

Ι.Κ.

Κοίταξε, για μένα είναι το ωραιότερο πράγμα στη ζωή μου. Κάθε μέρα το θυμάμαι! Κάθε μέρα! Και πολλά μπορώ να πω, αλλά δεν, never mind, δεν πειράζει.

Β.Δ.

Μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε!

Ι.Κ.

Ναι, εντάξει, είναι κάτι που με ικανοποίησε απόλυτα, γιατί το ήθελα, γιατί έτσι έπρεπε να το κάνω εγώ, κάποιος άλλος θα βρισκόταν να το ’κανε, δεν ξέρω. Έτυχε σ’ εμένα! Αυτά.

Β.Δ.

Θα ήθελα να μου πείτε λίγο, αν δεν έχετε αντίρρηση, και για το μετά. Δηλαδή γνωρίζω, σε μία συζήτηση που ’χουμε κάνει προηγουμένως, μία προηγούμενη μέρα, ότι είχατε, σας τίμησαν γι’ αυτό, σας τίμησαν, σας απέδωσαν τιμές.

Ι.Κ.

Χρυσό μετάλλιο από την Ε.Ο.Κ.Α., το έχω μες στ’ αυτοκίνητο, και δίπλωμα, τιμητικό δίπλωμα λέγεται, από τον Παπαδόπουλο, τον Πρόεδρο της Κύπρου.

Β.Δ.

Οι τιμές πότε σας αποδόθηκαν; Πότε, πότε–

Ι.Κ.

Αυτά μα... αυτά ψάχναν, ψάχνανε να μας βρούνε, για να βρούνε το καΐκι και εφόσον, τέλος πάντων, οι Κύπριοι μετά από χρόνια το βρήκανε κάπου στην Ελευσίνα, κάπου το ’χε ένας και το χάρισε, και από τότε… Τι ήθελα να πω; Σταματάει το μυαλό μου–

Β.Δ.

Για το πότε σας τίμησαν, αφού βρήκαν οι Κύπριοι το καΐκι.

Ι.Κ.

Ναι, μετά γίνανε γιορτές εδώ, όπως έγινε στην Βασιλίσσης Σοφίας, επάνω, πού είναι το Πολεμικό Μουσείο, εκεί μας δώσανε τα… τα...

Β.Δ.

Αυτοί πώς γνώριζαν ότι εσείς ήσασταν μέσα εκεί, σε αυτό το καϊκάκι, γιατί ήταν δικό σας, ας πούμε, πώς το, πώς το γνώριζαν;

Ι.Κ.

Τα ξέρανε… Τι; Αλίμονο! Αυτοί δεν ξέρουνε; Τα πάντα!

Β.Δ.

Οπότε, σας τίμησαν εκεί, στην–

Ι.Κ.

Ναι–

Β.Δ.

Σας έκαναν εκδήλωση. Εκ των υστέρων–

Ι.Κ.

Ένα μετάλλιο μας δώσανε, χρυσό, «Ε.Ο.Κ.Α.» γράφει πάνω, «τιμής ένεκεν», γράφει αυτά και ένα τιμητικό δίπλωμα από τον Παπαδόπουλο, μας τα δώσανε εκεί. Ε, γίνανε κι άλλες γιορτές και πολλά γίνανε, αλλά είναι αρκετά μέχρι εδώ νομίζω!

Β.Δ.

Ό,τι εσείς νομίζετε–

Ι.Κ.

Ναι–

Β.Δ.

Εγώ είμαι πρόθυμη να σας ακούσω–

Ι.Κ.

Εντάξει, τα είπαμε όλα, δεν είναι...

Β.Δ.

Ωραία. Αν εσείς, υπάρχει κάτι άλλο, έτσι, που, στη ζωή σας, προσωπικά μιλάω, όχι απαραίτητα κάτι που να μη θέλετε να πείτε, αυτό εννοείται. Που πιστεύετε ότι πρέπει να πούμε; Ότι πιστεύετε ότι πρέπει να μην ξεχαστεί, να μείνει για μας που σας ακούμε, που ακούμε την ιστορία σας; Κάποιο, έτσι, συναίσθημα που σας δημιούργησε αυτή η εμπειρία ή κάτι που–

Ι.Κ.

Ε, δεν μ’ ευχαριστεί; Με ευχαριστεί αυτό, αλίμονο!

Β.Δ.

Ωραία, αν δεν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε σε σχέση μ’ αυτό–

Ι.Κ.

Μπα, δεν νομίζω ότι έχει, γιατί το ιστορικό το είπαμε, δεν νομίζω ότι έχω τίποτα άλλο.

Β.Δ.

Αργότερα, ας πούμε, απεμπλακήκατε τελείως από όλο αυτό; Πήγατε και σπουδάσατε, μου είπατε, έξω φύγατε; Στην Ιταλία πήγατε και σπουδάσατε–

Ι.Κ.

Στην Ιταλία πήγα και σπούδασα τέσσερα χρόνια. Ωραία,[00:20:00] αυτά!

Β.Δ.

Ωραία. Σας ευχαριστώ πολύ!

Ι.Κ.

Τίποτα, αλίμονο, ό,τι μπορούσα. Είχα λίγο τρακ, γιατί, ξέρεις, δεν είμαστε συνηθισμένοι σ’ αυτά!

Β.Δ.

Σύμφωνοι, αλλά–

Ι.Κ.

Και δεν... Εντάξει, αλλά να ’χει, ναι–

Β.Δ.

Δεν, δεν αγχωθήκατε–

Ι.Κ.

Όσο μπορούσα, ναι.

Β.Δ.

Ναι, δεν αγχωθήκατε, εντάξει–

Ι.Κ.

Και λόγω ηλικίας έχουμε λιγάκι, πώς να σ’ το πω, χάσει τις δυνάμεις μας, εκείνες που είχαμε!

Β.Δ.

Μια χαρά, μια χαρά, σας ευχαριστώ!

Περίληψη

Ο αφηγητής αναφέρεται στη μεταφορά όπλων που έγινε κρυφά με το καΐκι του από την Ελλάδα στην Κύπρο για την ενίσχυση της πρώτης φάσης της Ε.Ο.Κ.Α., το 1955. Ο Γιάννης Καρατζής, που ήταν τότε νέος και ενθουσιώδης, όπως αφηγείται, επιθυμούσε να αναλάβει αυτό το ρίσκο για την εποχή, που επέσυρε σοβαρότατες ποινές σε περίπτωση που κάποιος το ανακάλυπτε, ως προσφορά στον αγώνα της Κύπρου. Με δύσκολες συνθήκες θάλασσας και νυχτερινό ταξίδι, που ήταν ούτως ή άλλως επίφοβο για ένα καΐκι και το πλήρωμά του, έφτασαν τελικά στην Κύπρο και παρέδωσαν το κρίσιμο φορτίο, επίτευγμα για το οποίο ο αφηγητής βραβεύτηκε κατόπιν από τη σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία.


Αφηγητές/τριες

Ιωάννης Καρατζής


Ερευνητές/τριες

Βικτώρια Δελακοβία


Δεκαετίες

Ιστορικά Γεγονότα

Ημερομηνία Συνέντευξης

23/08/2020


Διάρκεια

20'