© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Εν Λιμένι Βαθέος: Περιήγηση στα Προσφυγικά της Σάμου και τις αναμνήσεις

Κωδικός Ιστορίας
26210
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Πόθα (Β.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/12/2023
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος-Φανούριος Πλατής (Κ.Π.)

[00:00:00]

Β.Π.:

Κι όταν δεν πάμε να δείξουμε την παρουσία μας, αυτοί αποθρασύνονται. Όπου και να πας, ελληνικές επιγραφές βλέπεις. Πού να πας; Έφεσο; Πού να πας; Τραπεζούντα; Πού να πας; Ικόνιο; Πού να πας; Όπου και να πας, θα δεις ελληνικά μέρη. Και για αυτόν τον λόγο, πάω πάρα πολλά ταξίδια από εκεί, αλλά δεν ψωνίζω τίποτα. Δηλαδή, χρήματα δεν θέλω να αφήσω, έναν καφέ θα πιω, ας πούμε, ένα τσάι ξέρω γω και τέτοια, γιατί δεν θέλω να αφήσω χρήματα, αλλά είναι άλλο πράγμα. Μια φορά, θα σου πω τώρα κάτι που είναι πολύ... Μια φορά είχαμε πάει εκδρομή πολυήμερη βέβαια, πηγαίναμε στη Καππαδοκία. Όπως λοιπόν πηγαίναμε, μεγάλες οι αποστάσεις, κάθε δυο ώρες το λεωφορείο σταματούσε. Κατεβαίνει ένα ανδρόγυνο, νέοι και λέει ο νεαρός: «Πω πω, ζέστη φοβερή και κουράστηκα!». Γυρίζω και του λέω εγώ: «Αγοράκι μου, εσύ κουράστηκες, τον στρατό τον δικό μας, που είχε φτάσει εδώ στον Σαγγάριο, γιατί ήμασταν σε αυτό το σημείο, τον σκέφτηκες ποτέ; Τη σκέφτηκες αυτή τη διαδρομή που έκανε ο στρατός μας, με ελάχιστα πολεμοφόδια μέσα στο κρύο, μέσα στα χιόνια;». Και τι γύρισε και μου είπε: «Θεία, ακόμα εκεί είσαι;». Και λέω: «Έλεος, ρε παιδιά. Έλεος.» Εγώ όσες φορές πάω, γυρίζω και είμαι πλαντασμένη στο κλάμα. Αφού και τώρα που θέλω και το λέω, με πιάνει συγκίνηση. Γιατί; Γιατί θυμάμαι διηγήσεις απ’ τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, και είχα καημό που δεν είχα πάει στο Τσαγκλί. Ενώ είχαμε πάει σε όλα τα άλλα μέρη, δεν είχα πάει στο Τσαγκλί. Τώρα, λοιπόν, στο τελευταίο ταξίδι που πήγαμε, πήγαμε Πόντο, στην επιστροφή, λέει, τελευταία βραδιά, θα μείνουμε στο Κουσάντασι, αλλά θα μείνουμε σε ένα χωριό έξω από το Κουσάντασι. Εγώ έχω μανία να βλέπω τις ταμπέλες, πόσα χιλιόμετρα, πού είμαστε και αυτά. Και βλέπω ότι πηγαίνουμε Γκιουλ Καμλί, δηλαδή Τσαγκλί. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ένιωσα εκείνη την ώρα, μιάμιση περίπου ώρα διαδρομή, αλλά εγώ ήμουνα εκτός. Το μυαλό μου ήτανε… Έβλεπα τον πατέρα μου, πώς ήταν μικρός, πού περπατούσε εκεί. Ύστερα από τόσα χρόνια, κατάφερα και πήγα στο Τσαγκλί, χωρίς καν να το έχω προγραμματίσει. Δεν μπορείς να φανταστείς. Το δε Τσαγκλί ήταν το μικρότερο χωριό. Στα Προσφυγικά, ακόμη και στα χωριά, όταν ήταν σκοτεινά, λέγανε: «Α πα πα, Τσαγκλί! Α πα πα Τσαγκλί!». Τόσο δηλαδή, πώς να το πούμε, ήτανε τόσο πίσω. Και πήγα τώρα και είδα ένα Τσαγκλί, ένα πράγμα, με καινούρια σπίτια που χτίζονται τώρα, μέχρι και τα ξενοδοχεία, το ξενοδοχείο που μείναμε είχε ασανσέρ εξωτερικό με κρύσταλλα, με τζάμια. Το καταλαβαίνεις;

Κ.Π.:

Ναι.

Β.Π.:

Ενώ πρώτα ήταν το πιο μικρό χωριό, τώρα έχει γίνει ένα θαυμάσιο, θαυμάσιο χωριό, τουριστικό πιστεύω. Εγώ, το καλοκαίρι, θα προσπαθήσω να πάω. Η δε μητέρα μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη, και κάθε φορά η μάνα μας έλεγε τις περιπέτειες που τραβήξαν, για να έρθουν από την Κωνσταντινούπολη. Πήγαν Θεσσαλονίκη, και μετά εδώ. Ο δε πατέρας μου τι κάναν από κει, στο χωριό, είχανε καφενείο και ξέρω γω, όλο τέτοια πράγματα. Στην Κατοχή, δηλαδή, που τότε απαγορευόταν η κυκλοφορία, 20:00 η ώρα μέσα όλοι. Δεν υπήρχε περίπτωση. Δεν είχαμε ρεύμα. Είχαμε τις λάμπες. Δεν είχαμε ζεστασιά. Είχαμε τα μαγκάλια. Πέφταμε νωρίς-νωρίς. Για να κοιμηθούμε: «Έλα να μας πεις ένα παραμύθι!». «Α, θα σας πω εγώ μια ιστορία». Και άρχιζε ο πατέρας μου και έλεγε ιστορίες για αυτά. Έλεγε η μάνα μου: «Α, θα σας πω εγώ μια ιστορία». Δηλαδή, εμείς δεν μεγαλώσαμε με παραμύθια. Μεγαλώσαμε με ιστορίες. Διάφορες διηγήσεις και τα αυτά, να μην τα λέμε.

Β.Π.:

Τα δε Προσφυγικά, αν θες να [00:05:00]μάθεις για τα Προσφυγικά, ήταν η γειτονιά η δική μας. Μπορώ να σου την ονομάσω Κολωνάκι του Βαθιού, γιατί είχε τα πάντα. Δεν έλειπε τίποτα. Μόνο φαρμακείο δεν είχαμε. Μόνο φαρμακείο δεν είχαμε. Μπακάλικα είχαμε, ψαράδικα είχαμε, καφενεία είχαμε, κρεοπωλεία είχαμε. Οι Αξιώτηδες είχαν τρία αδέρφια τρία κρεοπωλεία. Ο Τσεσμελής, ο συγχωρεμένος ο Σταμάτης, είχε γαλατάδικο. Τότε τα γιαούρτια τα βάζαν σε κεσεδάκια, και γυρίζαν και τα πουλούσανε. Και πουλούσανε και χύμα, βέβαια, χύμα γιαούρτι. Πέρναγε ο Τσεσμελής, έλεγε: «Άντε, ο γιαουρτάς!» Πηγαίναμε και παίρναμε το πιατάκι. Έκοβε και μας έδινε. Ήταν, δηλαδή, άλλα τα χρόνια, και τα Προσφυγικά είχαν τα πάντα. Σου λέω: κρεοπωλείο, φούρνο. Ο φούρνος αυτός που είναι εδώ του Καριωτάκη, ήταν του Χατζηπαύλου, αλλά δεν τον λέγαμε «φούρνος του Χατζηπαύλου». Λέγαμε: «ο φούρνος του Διογένη», γιατί τον Χατζηπαύλο τον λέγαν Διογένη και είχε επικρατήσει το μικρό του όνομα. «Πού θα πας;». «Στον φούρνο του Διογένη». Και η δε γυναίκα του, η κυρα Μερσίνα, η οποία έβριζε, δεν το συζητώ, δηλαδή άλλο πράγμα, και είχε δίκιο όμως. Είχε δίκιο που το έκανε. Επίσης, στα Προσφυγικά είχαμε το μακαρονοποιείο. Δεν ξέρω αν έχεις ακουστά το μακαρονοποιείο. Ήταν το μακαρονοποιείο, ο φούρνος ο γερμανικός. Από την παρακάτω είσοδο, έμπαινες μέσα για το μακαρονοποιείο και από το μακαρονοποιείο μέσα, μετά από χρόνια, αυτή η γωνία που βλέπεις, η πέτρινη, ήταν παγοποιείο. Απέναντι αυτό που είναι τώρα το πρατήριο του Καριωτάκη, εκεί γινόταν επεξεργασία του αλατιού. Το αλάτι ήταν μονοπωλιακό είδος. Αλάτι, σπίρτα, οινόπνευμα και φωτιστικό πετρέλαιο ήταν μονοπωλιακά είδη. Το δε μονοπώλιο, να το μάθεις και αυτό να το ξέρεις, ήταν πού είναι το δικαστήριο; Εδώ το ακριβώς πριν γωνιακό, είναι τώρα καφενείο. Δεν ξέρω πώς το λένε τώρα το καφενείο –καφενείο εστιατόριο δεν ξέρω τι είναι– εκεί λοιπόν ήταν το μονοπώλιο. Το δε αλάτι το φέρναν από τις αλυκές. Θα σου πω τώρα επεξεργασία του αλατιού. Είναι σημαντικό.

Κ.Π.:

Eίναι σημαντικό.

Β.Π.:

Το αλάτι, λοιπόν, πήγαινε το φορτηγό αυτοκίνητο, και το έπαιρνε από το μονοπώλιο. Το έφερνε στο αλατάδικο εδώ που σου λέω, που είναι το πρατήριο άρτου του Καριωτάκη. Εκεί είχε δυο χωρίσματα, και αδειάζανε το αλάτι. Το αλάτι, όμως, το βάζαν μέσα σε βαγόνια, τα οποία κατεβάζανε, τα βάζαν μέσα σε δεξαμενή, πλέναν το αλάτι, το βάζανε από την άλλη μεριά στραγγούσε, το βάζαμε μέσα σε λαμαρίνες –και λέω «το βάζαμε», γιατί έχω δουλέψει εκεί, τα καλοκαίρια– το βάζαμε σε λαμαρίνες. Είχε φούρνο. Το φουρνίζαμε, το βγάζαμε από το φούρνο, το σπάζαμε με κόπανο. Δύσκολο. Το αλάτι, άμα γίνει μια μάζα, καταλαβαίνεις τι γίνεται. Το σπάζαμε, και, αφού το σπάζαμε, είχε δίπλα μηχανή, όπως είναι η μηχανή που αλέθει το καφέ, και άλεθε το αλάτι. Το δε αλάτι δεν ήταν συσκευασμένο σε πλαστικά. Ήταν σε χάρτινα κουτιά, που έπρεπε να φτιάξουμε εμείς. Ήταν ανοιχτά, φτιάχναμε εμείς τα κουτιά. Τα πουλούσαμε αυτά, και έτσι γινόταν η επεξεργασία του αλατιού. Είχε μεγάλη διαδικασία το αλάτι για να φτάσει. Γινόταν και ένα αλάτι πολυτελείας, που βάζαν δεν ξέρω τι υλικό, δεν μας το είχε πει ποτέ το αφεντικό, που το αλέθαμε δεύτερη φορά και τρίτη, και βάζαν μέσα μια σκόνη. Το αλάτι πολυτελείας, που ήταν πιο ψιλό. Να σου πω και για τα μακαρόνια; Το μακαρονάκι, το οποίο, όπως έπαιρνες από τη μια ήταν ο φούρνος, από την άλλη η [00:10:00]είσοδος έμπαινες, λοιπόν, και το πρώτο πράγμα που έβλεπες δεξιά μια μεγάλη… έβλεπες ένα μεγάλο σύρτη. Πώς να το πω; Μια κατηφόρα ξύλινη, ένα ξύλινο, σαν σκάλα.

Κ.Π.:

Ράμπα;

Β.Π.:

Ράμπα, μπράβο. Μια ξύλινη ράμπα. Πηγαίνοντας προς τα μέσα, ήτανε το κόσκινο, που βάζαν τα αλεύρια και τα κοσκινίζανε. Από το κόσκινο, έφευγε τι αλεύρι, έμπαινε μέσα σε σακιά, και πήγαινε και έμπαινε στο ζυμωτήριο. Από το ζυμωτήριο, ήταν ειδικός ο άνθρωπος εκεί, το ‘κοβε, και το έδινε στη μηχανή που το έκανε λωρίδες. Παίρναμε τις λωρίδες, το κάναμε μία δεξιά μια αριστερά, και δίπλα είχε τις φόρμες που βγαίναν από εκεί τα μακαρόνια. Ανάλογα με τη φόρμα που έβγαζες, έβγαινε και το νούμερο το μακαρόνι. Τα οποία μακαρόνια βγαίναν και ήταν περίπου ενάμισι μέτρο. Είχε καλάμια. Τα ρίχναμε απάνω στα καλάμια, και, αφού γέμιζε το καλάμι το ανέβαζαν απάνω, και είχε θάλαμο με αέρα. Τα πηγαίναν εκεί, για να στεγνώσουν τα μακαρόνια. Τώρα, η μανέστρα. Η μανέστρα, όπως ήταν η φόρμα, έπεφτε από κάτω το μαχαίρι και την έκοβε. Αλλά έπρεπε και αυτή να στεγνώσει. Έπεφτε απάνω σε τελάρα υφασμάτινα, σαν… πώς είναι τα φορεία; Έτσι. Και είχε σχάρες. Βάζαμε απάνω-απάνω συνέχεια, με απόσταση μεταξύ, και κάθε μια ώρα πηγαίνανε και άλλα. Ανακατώναμε να ξεραθεί η μανέστρα, και το κοφτό μακαρονάκι το ίδιο. Τα δε μακαρόνια τώρα πώς πωλούνταν; Τα μακαρόνια πωλούνταν πέντε οκάδων, όπως ήταν διπλά που βγαίναν από το καλάμι, και ήταν τα πακέτα από εκεί μέχρι εδώ.

Κ.Π.:

Πόσοι πόντοι είναι αυτό;

Β.Π.:

Δηλαδή να σου πω 70-80 πόντοι το πακέτο. Όποιος μπακάλης έπαιρνε πέντε οκάδες, πήγαινες εσύ και έπαιρνες μισή οκά. Τα έπαιρνες μεγάλα τα μακαρόνια. Δεν τα έπαιρνες μικρά. Υπήρχαν πακέτα. Τα πακέτα, για να γίνουν, έπρεπε να περάσει από μηχανή, να κόψεις το στρογγυλό, μετά να τα κάνεις. Ήταν τόσο το μέγεθος, με τη μπουνιά να κόψεις, να γίνουν ίσα 30-40 πόντοι, να τα κάνουμε μετά πακέτα, τα οποία ζυγιζότανε, μισή οκά. Το πακέτο δεν ήταν έτοιμο. Ήταν χαρτί. Έπεφτε μέσα, το τύλιγες. Έβαζες το νούμερο από τη μια, το κολλούσες. Στέγνωνε, και έβαζες το άλλο από την άλλη. Δηλαδή, αυτό είχε μια μεγάλη διαδικασία. Θα μου πεις αυτό δεν έχει καμία σχέση με τα Προσφυγικά. Έχει σχέση, γιατί εκεί γινόταν αυτά.

Κ.Π.:

Μα έχει σχέση.

Β.Π.:

Κατάλαβες; Λοιπόν, εγώ έχω δουλέψει και στο μακαρονοποιείο, και στο αλατάδικο, και δούλεψα και στον πάγο. Ποιος ήταν ο παγοπώλης; Ο Σίδερης. Αυτοί που έχουν τα κοτόπουλα. Ο πατέρας τους, Στέλιος ο Σίδερης, γύριζε με το καροτσάκι, και πουλούσε τον πάγο, γιατί τότε δεν είχαμε ψυγεία ηλεκτρικά. Είχαμε τις παγωνιέρες. Έπαιρνες ένα τέταρτο πάγο, και έβαζες το φαΐ σου εκεί. Τώρα, από τη ζωή των Προσφυγικών, ζήσαμε λίγο δύσκολα, γιατί, ξέρεις, μας βρήκε μετά και η Κατοχή. Δεν είναι μόνο που ήρθαν το ‘22. Απάνω που πήγαν να ορθοποδήσουν, μας ήρθε ο Πόλεμος. Ζήσαμε κατοχή. Ζήσαμε φτώχεια μεγάλη, μεγάλη ανέχεια. Τότε δεν είχε ούτε πλυντήριο, ούτε τίποτα. Σε κάθε αυλή, υπήρχε ένα χαρανί με ξύλα, να κάνεις το ζεστό σου το νεράκι, να πλύνεις τη σκάφη την ξύλινη, γιατί σιδερένιες τότε… σπάνια να έχεις σιδερένια σκάφη. Με τη πλάκα[00:15:00] το σαπούνι και την αλουσιά, βάζαν και κάνανε μπουγάδα. Και να τα απλώνεις στον δρόμο, δεν είχε πουθενά που θα πας να τα απλώσεις. Σχοινιά, αν περνούσες από τα Προσφυγικά, ήταν όλο σχοινιά με ρούχα. Άλλο πράγμα.

Κ.Π.:

Η αλουσιά που είπατε;

Β.Π.:

Η αλουσιά γινότανε με στάχτη, από τα ξύλα από τα μαγκάλια που κάναμε. Βάζανε τα ρούχα μέσα σε πανέρι μεγάλο, κοφίνα μεγάλη και βάζαν από πάνω ένα πανί, βάζανε τη στάχτη, ρίχνανε από πάνω νερό, και αυτό το νερό που περνούσε ήταν η αλουσιά. Και καθάριζαν τα ρούχα με την αλουσιά. Ήταν πολύ πιο καλό. Όπως επίσης αλουσιά χρησιμοποιούσαν σε ποιο γλυκό; Στις μακαρόνες. Βάζαν αλουσιά. Τώρα βάζουμε μπύρα. Πρώτα βάζαμε αλουσιά. Βέβαια παίρναμε λίγη στάχτη, τη βράζαμε, την αφήναμε και καθόταν την περνάγαμε από τουλπάνι για να έχουμε την αλουσιά.

Κ.Π.:

Στους κατάδες βάζανε αλουσιά;

Β.Π.:

Ναι, αμέ. Αυτά. Τι άλλο να σου πω; Ζωή; Άστο. Από παιχνίδια; Παιχνίδια. Πρώτα-πρώτα δεν είχαμε τόπια. Μια παλιά κάλτσα, με μέσα κουρέλια, να κάνουμε ένα τοπάκι, να παίξουμε. Πού να βρούμε άλλα, μπάλες και τέτοια. Παίζαμε τα σαράντα κόσκινα, παίζαμε τη μακριά γαϊδούρα, παίζαμε... Πώς το λέγαμε το άλλο; Δεν το θυμάμαι τώρα. Mε το τόπι, βάζαμε τα πετραδάκια, και με το τόπι προσπαθούσαμε να ρίξουμε όσα πιο πολλά μπορούσαμε. Δεν το θυμάμαι πώς το λέγανε. Παιχνίδια άλλα, κρυφτό, σαράντα κόσκινα, μακριά γαϊδούρα, αυτά.

Κ.Π.:

Tα σαράντα κόσκινα τι είναι;

Β.Π.:

Α! Λέγαμε: «Φτου και βγαίνω, τα σαράντα κόσκινα». Πηγαίναμε και κρυβόμασταν

Κ.Π.:

Tα κόσκινα τι ήτανε;

Β.Π.:

Δεν είχε κόσκινα, απλώς το λέγαμε «παίζαμε τα σαράντα κόσκινα». Μετρούσαμε μέχρι το 40: 1, 2, 3, 4, φτου και βγαίνω. Τα σαράντα κόσκινα.

Κ.Π.:

Και η μακριά γαϊδούρα;

Β.Π.:

Η μακριά γαϊδούρα ήτανε ο ένας έτσι, δίπλα του ο άλλος...

Κ.Π.:

Σκυφτός.

Β.Π.:

Και πηδούσαμε από πάνω. Μακριά γαϊδούρα. Τι άλλο παίζαμε; Tο «δεν περνάς, κυρα-Μαρία». Αυτά.

Κ.Π.:

Το μακαρονοποιείο ήταν ο γερμανικός φούρνος;

Β.Π.:

Ήτανε ένα κτίριο. Ήταν ο γερμανικός φούρνος μπροστά, και εν συνεχεία ήταν η είσοδος του μακαρονοποιείου. Απάν’ ήταν το μακαρονοποιείο. Και από το πίσω μέρος. Εδώ τώρα, όταν πας, αυτό που είναι σοβατισμένο ήταν ο φούρνος. Το άλλο, που είναι ξεσοβάτιστο, ήταν το μακαρονοποιείο και το πάνω. Δηλαδή, από εκεί και πέρα ήταν που γίνονταν τα μακαρόνια και τα λοιπά, ο φούρνος ήταν μέχρι ένα σημείο. Και στον φούρνο πάλι είχε ζυμωτήριο εκεί. Το θυμάμαι και αυτό. Τότε τα φαγητά δεν είχε κουζίνες και τέτοια, τα πηγαίναμε στον φούρνο. Εκεί να έβλεπες τι γινότανε. Δώστε και δυο πατατούλες από το ένα και από το άλλο, μια κουταλιά από το κριθαράκι το ένα, μια κουταλιά, από το άλλο, έπαιρνε ο φούρναρης, είχε το φαγητό του. Και βάζαμε και ταμπέλες, για να μη γίνει λάθος. Βάζαμε σημάδι, ποιανού είναι.

Κ.Π.:

Τον γερμανικό φούρνο, γιατί τον λέγανε «γερμανικό»; Τι ήτανε;

Β.Π.:

Τον λέγαν γερμανικό φούρνο, γιατί ήταν ηλεκτρικός φούρνος. Αλλά είχε όμως και με ξύλα. Ήταν ηλεκτρικός, ο μισός, και είχε και ξύλα από κάτω, ήταν διπλός φούρνος. Και τον λέγαν «γερμανικό». Τώρα γιατί δεν ξέρω. Ήταν ο Επτακοίλης, τότε, Επτακοίλης λεγότανε, ο Δημητράκης ο Επτακοίλης. Ο Επτακοίλης με την αδερφή του, την κυρία Ελένη Τράκα – είχε πάρει έναν Τράκα, ο οποίος σκοτώθηκε εδώ στο λιμάνι με την [00:20:00]ανατίναξη του καραβιού. Είχε ένα παλιό καράβι εδώ, το οποίο είχαν βομβαρδίσει οι Ιταλοί, και θέλαν να το ανατινάξουν. Και, με την ανατίναξη, σκοτώθηκε ο άνθρωπος, ο Τράκας. Και είχε μείνει χήρα η γυναίκα του. Ήταν αδελφή του Επτακοίλη η Τράκαινα. Η γειτονιά μας είχε τα πάντα. Δηλαδή μέχρι και μαγαζί που πουλούσε άχυρα.

Κ.Π.:

Μπράβο.

Β.Π.:

Μαγαζί που πουλούσε κάρβουνα. Είχαμε τσαγκαριό. Όχι ένα. Δυο-τρείς τσαγκαράδες ήταν εκεί. Και μετά πια, όταν έφτιαξε η κατάσταση, είχαμε τα καφενεία. Είχαμε το καφενείο του Στρογγυλού. Του Στρογγυλού το καφενείο είναι αυτό που είναι τώρα η Αλισαβώ. Λοιπόν, γωνία εκεί που είναι του Μπιλιμπά, ήταν ένας Θεοδόσης, ο οποίος έφτιαχνε τα πάντα. Ομπρέλα χαλούσε; Έφτιαχνε τις ομπρέλες. Κλειδί έσπαζε; Έσαζε τα κλειδιά. Δίπλα σ’ αυτόν ήτανε το γαλατάδικο του Τσεσμελή. Δίπλα ήτανε το κρεοπωλείο του Αξιώτη, παραδίπλα ήτανε ένα μπακάλικο, του παππού μου. Είχε τοίχο, γιατί ήταν περιβόλι, και δίπλα ήταν το καφενείο, εκεί που είναι η Αλισαβώ. Εδώ δε που είναι το ξενοδοχείο, δίπλα στης Αλισαβώς, που έχει το ξενοδοχείο, εκείνο ήταν περιβόλι. Περιβόλια ήτανε: η πολυκατοικία που είναι απέναντι από τον φούρνο του Καριωτάκη, ήταν περιβόλι. Εδώ που έχει ένα παρκάκι που έχουν κάνει μια λιμνούλα και τα λοιπά, εκεί ήταν το λεγόμενο το μεγάλο περιβόλι, και είχε μια μουριά φοβερή. Μεγάλο περιβόλι το λέγαμε, γιατί σκέψου πόσο μεγάλο ήταν! Ήταν από εδώ που τελειώνει το ξενοδοχείο, δηλαδή ο δρόμος και μέχρι απάνω το εργοστάσιο ήτανε περιβόλι. Είχε μέσα πηγάδι, και κάναν τα πάντα, κι έβγαινε μέχρι τον άλλον δρόμο που είναι η άλλη πολυκατοικία. Δηλαδή όλο εκείνο. Το λέγαμε «το μεγάλο περιβόλι».

Κ.Π.:

Ποιανού ήταν αυτό το περιβόητο μεγάλο περιβόλι;

Β.Π.:

Το μεγάλο περιβόλι; Δεν θυμάμαι ποιανού ήτανε, αλλά… Α, ήτανε αυτού, πώς τον λένε; Κάτσε να τον θυμηθώ τώρα. Ο εγγονός του έχει το πρακτορείο… Πώς δεν το θυμάμαι τώρα. Λουί Μαρκ

Κ.Π.:

Α, ο Λουί Μαρκ.

Β.Π.:

Ναι. Ο Λουί Μαρκ πάντα το νοίκιαζε, βέβαια, και το καλλιεργούσανε. Του Λουί Μαρκ ήτανε. Όπως επίσης και του Λουί Μαρκ ήταν αυτό που είναι τώρα γυμναστήριο και ήταν και το σούπερ-μάρκετ. Του Λουί Μαρκ ήταν και αυτό

Κ.Π.:

Τι ήταν αυτό παλιά;

Β.Π.:

Εκεί παλιά ήτανε… Στου Λουί Μαρκ, τι ήτανε; Θυμάμαι ότι είχε απάνω, για να παρακολουθούνε από τις φυλακές και αυτά. Πώς το λένε εκείνο;

Κ.Π.:

Παρατηρητήριο;

Β.Π.:

Παρατηρητήριο. Αλλά γιατί ήτανε; Πιθανότατα, να είχε χρησιμοποιηθεί ως φυλακή. Δεν είμαι σίγουρη για αυτό, γιατί ήταν γκρεμισμένο τότε. Αλλά θυμάμαι, όμως, το παρατηρητήριο. Όπως επίσης εκεί που λέμε του Λουί Μαρκ, που είναι ένα μεγάλο σπίτι, εκεί στην Πυροσβεστική, γωνία, και αυτό οικόπεδο ήταν. Ξέρεις τι πλάτανο είχε εκεί; Φοβερό. Όταν σχολούσαμε, πηγαίναμε και στεκόμασταν εκεί να δροσιστούμε λίγο, και στη μουριά, στο μεγάλο περιβόλι, να ξεκουραστούμε, να μας πιάσει λιγάκι δροσιά. Οι δρόμοι ήτανε όλοι χωμάτινοι, δεν είχε. Αυτά. Δεν ξέρω. Σε ζάλισα τώρα. 

Κ.Π.:

Χαρά μου να τα ακούω αυτά. Αυτά χαίρομαι να τα ακούω όσο [00:25:00]τίποτα. Αλλά να μου πείτε λίγο, τα περιβόλια θυμάστε ποιανών ήτανε;

Β.Π.:

Λοιπόν, είπαμε, το περιβόλι το μεγάλο ήταν αυτό του Λουί Μαρκ. Και μετά είχε, όπως πηγαίνουμε... Μάλλον να ρθουμε τώρα από το γεφυράκι προς τα πάνω, εδώ που έχει ξενοδοχείο ο Δημήτρης ο Χριστινίδης, ήταν περιβόλια, και θυμάμαι –δεν ξέρω ποιανού ήτανε–, αλλά ήταν ένας, «Παππού» τον λέγανε. Ήταν το παρατσούκλι του. «Ο Παππούς». Και λεγότανε Καραγιαννάκης. Ήτανε ο Παππούς. Παραπάνω ήτανε το περιβόλι του Κατρακάζου. Παραπάνω, ήταν ακόμα περιβόλι. Το είχε ο Ευσταθίου. Αυτό που πάει τώρα να γίνει πάρκινγκ. Απ’ την απέναντι πλευρά, είχε περιβόλι. Ποιανού, όμως, ήτανε; Δεν θυμάμαι. Ας έρθουμε από την ίδια πλευρά που ήμασταν τώρα. Λοιπόν, μετά του Ευσταθίου ήτανε περιβόλι το οποίο είχε ο Αντώνης ο Κατρακάζος, δηλαδή ο παππούς του νυν δημάρχου, του Στάντζου. Ο παππούς του. Αλλά δεν νομίζω ότι ήταν δικό του. Πάντως θυμάμαι ότι ήτανε ο Κατρακάζος εκεί. Και μετά ήτανε του Λιόντα. Ο Λιόντας ήταν, ένας ο Ευθύμης, και ο άλλος ήτανε ο Γιαννακός, και η Κοκώνα. Τρεις ήταν οι ιδιοκτήτες. Υπάρχει ακόμα περιβόλι εκεί. Υπάρχει οικόπεδο εκεί, το οποίο θα σου δώσουν πληροφορίες ο Γιάννης ή ο Άρης… πώς τον λένε; Λιόντας. Μπράβο! Αυτοί θα σου δώσουν πληροφορίες για το περιβόλι αυτό.

Κ.Π.:

 Πού κάθονται αυτοί;

Β.Π.:

Αυτό είναι εκεί στα προσφυγικά… Λοιπόν, αυτά. Τι άλλο να πούμε;

Κ.Π.:

Λοιπόν, πάμε σε αυτό που με ενδιαφέρει λίγο περισσότερο: Φούρνοι. Ποιοι ήταν οι φούρνοι;

Β.Π.:

Α, οι φούρνοι. Ήτανε ο φούρνος ο γερμανικός. Ήτανε ο φούρνος του Διογένη, Χατζηπαύλου βέβαια, που ήταν ο Καριωτάκης. Ήταν ο φούρνος του Βακιρτζή. Παρακάτω, ήταν ο φούρνος του Καραμπέτσου. Του Καραμπέτσου ο φούρνος ήτανε… πού είναι το Ink House; Από την απέναντι πλευρά γωνία. Ο φούρνος του Kαραμπέτσου. Ποιος άλλος φούρνος ήτανε; Αυτοί, δεν θυμάμαι άλλονε. Αυτοί οι φούρνοι.

Κ.Π.:

Καφενεία θυμάστε;

Β.Π.:

Βεβαίως το καφενείο του Μακροφώτη. Ο Μακροφώτης ήτανε ο πρώτος που είχε φέρει γραμμόφωνο. Μετά έφερε το τζουκ μποξ. Και μετά έχε ζωντανή ορχήστρα κάθε σαββατοκύριακο. Η γειτονιά μας ήταν άλλο πράγμα. Λοιπόν, καφενείο ήταν αυτό, ήταν του Στρογγυλού. Καφενεδάκια είχε πολλά όμως. Ήταν του Θεόπραχτου, ας πούμε, μικρά καφενεδάκια. Όχι μεγάλα καφενεία. Ήταν ο Θεόπραχτος. Μετά, καφενεία εδώ στην πλατεία βέβαια χαμηλά. Αυτά δεν ήταν των Προσφυγικών. Καφενείο; Α ναι. Ήτανε ο Αξιώτης καφενείο. Στης Πιπίτσας το καφενείο που λέμε, ακριβώς απέναντι. Και απ’ την απέναντι μεριά, το γωνιακό ήτανε, μετά βέβαια, είχε έρθει ο Αρβανίτης, ο οποίος είχε καφενείο, εκεί ήταν εκεί στην αλάνα που έχουν χτίσει τώρα, και έχει μείνει μόνο ένα κομμάτι μονάχα. Εκεί ήταν ο Αρβανίτης, ο οποίος έφερνε τραγουδίστριες από την Αθήνα. Σκέψου ότι έχει έρθει εδώ η Ζωζώ Σαπουντζάκη και η Δούκισσα.

Κ.Π.:

Mπράβο.[00:30:00]

Β.Π.:

Σκέψου έφερνε ονόματα. Φίρμες, ε! Η Ζωζώ Σαπουντζάκη και η Δούκισσα. Καφενείο άλλο... Καφενείο... Καφενείο... Ήταν του Γουδέλη. Παρακάτω ήταν, εδώ που είναι τα χρώματα του… Πώς τον λέμε; Πατινιώτη. Εδώ που είναι τα χρώματα του Πατινιώτη, ήτανε το καφενείο του Γουδέλη. Κι ο Γουδέλης είχε από πίσω κήπο, και έφερνε και μουσική. Και αυτός είχε ορχήστρα. Άλλο καφενείο... Ποιο καφενείο ήτανε; Δε θυμάμαι. Καφενείο ήτανε… δεν ήταν καφενείο ακριβώς. Καφέδες έκανε, εδώ που πάμε για τη Πυροσβεστική, γωνία, που κάνουν ζωγραφική και τέτοια τώρα, ήταν ο Βαλασκατζής, ο οποίος έκανε και καραμέλες και παγωτό, το οποίο πουλούσαν τότε στο δρόμο. Καραμέλες ματζούνια, Μαντζουνάτες. Ποιος άλλος ήτανε; Ναι. Μέχρι εκεί δεν θυμάμαι παρακάτω. Ανάμεσα σε αυτά, στου Πατινιώτη και στη γωνία εκεί, ήταν ο Γιαχαλούμπης, ο οποίος έκανε τα μήλα, τα ζαχαρόμηλα, και καραμέλες. Γιαχαλούμπης. Τώρα Γιαχαλούμπης ήταν το όνομα; Ήταν το παρατσούκλι; Δεν ξέρω. Γιαχαλούμπη τον εξέραμε. Αυτά. Δε θυμάμαι άλλο. 

Κ.Π.:

Οι καραμέλες οι μαντζουνάτες;

Β.Π.:

Οι καραμέλες οι μαντζουνάτες, τις κάναν εκείνοι. Με τη ζάχαρη, τη βράζανε, και τη βάζαν απάνω σε μάρμαρο, την τρίβανε, την κάνανε μαντζούνι και την κόβανε. Μαντζούνι ήταν αυτό που ήταν μεγάλες. Τα μεγάλα τα λέγαμε μαντζούνια. Τα μικρά ήταν καραμελίτσες. Είχε φλασκούνι, είχε μαστίχα. Κάνανε και ροζ. Το λέγαν πορτοκάλι, ρόδι, αλλά δεν ήταν. Ως επί το πλείστον φλασκούνι.

Κ.Π.:

O Βαλασκατζής έβγαινε και στη γύρα;

Β.Π.:

Nαι, ναι. Παγωτό και καραμέλες. Πρώτες οι καραμέλες του Βαλασκατζή. Ο οποίος μετά έφυγε και πήγε εδώ που είναι τώρα το γυμναστήριο, που λέγαμε, το κτήριο το μεγάλο. Κάπου εκεί είχε πάει. Μετά, όταν έφυγε απ’ αυτή τη γωνία πήγε εκεί.

Κ.Π.:

Κοντά στον φούρνο του Βακιρτζή.

Β.Π.:

Απ’ την απέναντι μεριά. Ακριβώς απέναντι απ’ του Αντώνη του Καραμηνά το σπίτι. Ακριβώς απέναντι. Έκανε τα καφεδάκια του. Έκανε και ωραία γλυκά. Έκανε ωραίο γαλακτομπούρεκο. Πρώτο. Λοιπόν αυτά. Δεν θυμάμαι και τίποτα άλλο.

Κ.Π.:

Τον Βαλασκατζή, πάντως, τον θυμάμαι εγώ. Η γιαγιά μου, μέχρι που πέθανε ο παππούς, να του λέει: «Αχ, καημένε Κώστα. Έτσι σε θυμάμαι στο Βαθύ. “Βαλασκατζή, καφέ” φώναζες!».

Β.Π.:

Ναι, Ναι, Ναι! Βαλασκατζής, βέβαια. Καφενεδάκι είχε και άλλο ένα. Παραγκάκι που πουλούσε και αυτό καραμέλες, μάλιστα η παράγκα ήταν δική μας. Εδώ που είναι τα Κοτόπουλα, ο Πλάτανος, ακριβώς, είναι το σούπερ-μάρκετ τώρα. Γωνία, λοιπόν, που έχει δυο σκαλάκια και κατεβαίνεις, είχε φτιάξει ο πατέρας μου μια παράγκα. Στην οποία παράγκα είχε παντοπωλείο, μπακάλικο. Αλλά, όταν έφυγε για στρατιώτης, μας κλέψανε και τις ζυγαριές, και μετά η Κατοχή. Δεν απόμεινε τίποτα. Μετά, είχε έρθει από τα Δωδεκάνησα μια οικογένεια, πώς λεγότανε τώρα; Δε θυμάμαι. Και νοικιάσανε αυτό το μαγαζάκι, αυτήν την παράγκα, και κάναν καραμέλες. Πουλούσαν καραμέλες, χρόνια. Αλλά δεν θυμάμαι πώς λεγότανε. Η κόρη της η μια είχε πάρει τον Μεγαγιάννη τον Νίκο, και ήταν στην Αυστραλία. Η άλλη της η[00:35:00] κόρη είχε πάρει έναν γαλατά. Πώς τον λέγανε, όμως, δεν το θυμάμαι. Από τον Γαλατά ήταν αυτός και ήτανε γαλατάς. Όλα τα αδέλφια γαλατάδες ήταν. Έχω και μια ηλικία, είμαι 86 χρονών, κάτσε, ντε. Και εκεί καραμέλες πουλούσανε λοιπόν, και στραγάλια. Αμ τα στραγάλια. Ο Θεόπραχτος με τα στραγάλια. Ο Θεόπραχτος, εκτός από καραμέλες, έκανε και τα στραγάλια. Τα οποία στραγάλια, έπαιρνε τα ρεβίθια, τα ράντιζε με νερό, αλεύρι και αλάτι, τα πήγαινε στο φούρνο, τα έψηνε, και έκανε τα στραγάλια. Δεν υπήρχαν έτοιμα. Μάλιστα, αυτός έκανε και το εξής: η πεθερά του και η γυναίκα του τα κοπανούσανε στο γουδί, και βάζανε και ζαχαρίτσα. Τα βάζαν σε χωνάκι, και τα πουλούσαν πολύ πιο ακριβά. Ο Θεόπραχτος, στραγάλια. Επίσης μετά ήταν ο Κώστας ο Αποστολάτος, ο οποίος είχε τη καρότσα. Σε φωτογραφίες παλιές, θα τον βρεις τον Αποστολάτο με την καρότσα που πουλούσε και παγωτό, και καραμέλες, και στραγάλια, και απ’ όλα. Επίσης, με καρότσα ήταν και ο… από το Κατσούνι… Άλλος ένας ήταν με την καρότσα δεν τον θυμάμαι τώρα. Και γύριζε και αυτός, αυτός έκανε εξαιρετικό παγωτό. Δεν τον θυμάμαι όμως πώς τον λένε. Καροτσάκια ήταν δύο: του Αποστολάτου και αυτού. Άμα το θυμηθώ, θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου να σ’ το πω. Αυτά.

Κ.Π.:

Άλλον έτσι πλανόδιο μανάβη είχε το…

Β.Π.:

Μανάβηδες είχαμε πολλούς. Πάρα πολλούς μανάβηδες. Και ψαράδες γυρίζαν κι αυτά. Είχαμε αυτούς που πουλούσαν το δαδί. Ψαράδες… δεν θυμάμαι τα ονόματα. Γυρίζαν με τα κοφίνια, και πουλούσαν τα ψάρια. Επίσης, μόνιμο ψαράδικό, είχε ακριβώς στον Πλάτανο πάγκο. Κι αυτόν δεν θυμάμαι πώς τον λένε. Μονίμως έφερνε τα ψάρια αυτός εκεί. Ο Πάγκος του Ψαρά. Δεν το θυμάμαι πώς τον λέγανε. Πάντως, υπήρχε ο πάγκος εκεί. Το ψαράδικο. Θα τα θυμηθώ και θα στα πω. Είχαμε και γυρολόγους. Αυτοί που πουλούσαν τα ρούχα. Είχαμε ένα γυρολόγο, το Βαντίμ. Αυτός ήτανε Ρώσος. Ο Βαντίμ. Και γύριζε και πουλούσε μεταχειρισμένα ρούχα. Ο Βαντίμ Ο οποίος λέγανε ότι ήξερε από ιατρική. Τώρα δεν ξέρω, αλλά, όταν του ’λεγες: «Με πονάει αυτό», και έλεγε: «Θα κάνεις αυτό. Θα κάνεις το άλλο». Δηλαδή, τραύματα, αυτά. Επίσης, είχαμε στη γειτονιά μας έναν ο οποίος, άμα έβγαζες το χέρι σου, ήξερε να το βάλει στη θέση του. Έβγαζες το πόδι σου, ήξερε να σ’ το βάλει στη θέση του. Ο Μοσχονάς, του Ιωακείμ του Μοσχονά, του παπά, ο παππούς, ο οποίος θεράπευε τα πάντα: ζωντανό να κούτσαινε, το έφτιαχνε. Πέφταμε εμείς, βγάζαμε τον ώμο μας; Μας το ’βαζε. Βγάζαμε χέρι, βγάζαμε πόδι. Ήξερε κι έφτιαχνε τέτοια πράγματα. Αλλά –λάθος τους– δεν μάθαν κανένα απ’ τα παιδιά τους. Είχαμε ανθρώπους ασβεστάδες. Αυτά θα στα πει η κυρία Άννα. Ο Στράτος μάλλον. Αυτά. Τίποτα άλλο. Δεν νομίζω. Αρκετά σε κούρασα. Αρκετά. 

Κ.Π.:

Δεν μου είπατε όμως, για τα παιχνίδι είπαμε, αλλά δεν είπατε τα έθιμα που κάνατε, τις γιορτές.

Β.Π.:

Είπαμε. Είπαμε τα έθιμα που κρατούσαμε όλοι: τα Βάρβαρα, τον Κλήδονα, και τους Αφανούς. Έθιμο ήταν οπωσδήποτε την πρωτοχρονιά να κάνουμε τη βασιλόπιτα Να κάνουμε τα Χριστούγεννα, τα μελομακάρονα οπωσδήποτε, και, αν είχαμε, και τον μπακλαβά, βέβαια, απαραίτητα. Τα Χριστούγεννα, [00:40:00]προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο, να βρούμε κάνα, τέλος πάντων, διάνο –που δεν βρίσκαμε– κάναν κόκορα, κανένα αυτό να κάνουμε το φαγητό. Και το Πάσχα οπωσδήποτε το κατσίκι το γεμιστό. Επίσης, το βάψιμο των αυγών. Τα οποία αυγά, δεν βάφαμε με μπογιά. Τα βάφαμε με κρεμμυδότσουφλα. Από τα ξερά κρεμμύδια, τα φύλλα, τα βράζαμε, και βάφαμε τα αυγά βιολογικά. Και από φύλα αμυγδαλιάς, βάφαμε τα πράσινα και κίτρινα. Πού να παίρναμε μπογιά, πού να τις βρίσκαμε τις μπογιές; Τα κόκκινα με κρεμμυδότσουφλα. Εγώ ακόμη τα κόκκινα με κρεμμυδότσουφλα τα φτιάχνω. Επίσης τις γιορτές το σπίτι ανοιχτό, κάναμε ποδαρικό. Το ποδαρικό ήταν απαραίτητο. Παίρναμε το αμίλητο νερό, και κάναμε το ποδαρικό. Τα σπίτια ανοιχτά, από τη μία μεριά να μπαίνουν, να λένε: «Καλή Χρονιά», και ξέρω γω. Απ’ τη μια πόρτα μπαίνανε και από την άλλη βγαίνανε. Ό,τι υπήρχε: μα στραγάλια, μα σταφίδες... Μα στραγάλια και σταφίδες ήταν πολύ μεγάλο πράγμα να έχεις, εκτός από μελομακάρονα και μακαρούνες. Σύκα, τα σύκα τα ξερά. Μπαίνανε: «Καλημέρα. Καλή χρονιά». Απ’ τη μια πόρτα μπαίνανε από την άλλη βγαίνανε, στα προσφυγικά. Και θα κεραστούνε οπωσδήποτε

Κ.Π.:

Ποδαρικό πώς κάνατε, τώρα που είναι οι μέρες;

Β.Π.:

Ποδαρικό; Με το νερό πηγαίναμε, και με μια πέτρα. Παίρναμε μια πέτρα μαζί και αφήναμε. «Το βάρος μου μάλαμα», λέγαμε, κι αφήναμε την πέτρα, κι αφήναμε και το νερό το αμίλητο, και παίρναμε τον μπουναμά, και φεύγαμε.

Κ.Π.:

Πηγαίνατε στο σπίτι… Ποιος το έκανε το ποδαρικό;

Β.Π.:

Εγώ τουλάχιστον πήγαινα κατόπιν προσκλήσεως. Μου λέγανε: «Θα έρθεις από εδώ. Θα έρθεις από εδώ», και τους έπαιρνα με τη σειρά, ποιοι ήταν πιο μακριά, πιο κοντά. Μέχρι και παντρεμένη έκανα πια, και λέω: «Στάσου! Έλεος».

Κ.Π.:

Α, το κάναν τα παιδιά;

Β.Π.:

Nαι, το κάναν τα παιδιά. Αλλά εμένα, επειδή με θεωρούσαν τυχερή, και παντρεμένη ακόμα πάαινα κι έκανα ποδαρικό. Και λέω: «Ρε παιδιά! Έλεος! Να ’χω παιδί τώρα, και να γυρίζω να κάνω ποδαρικό;». Λίγο βαρύ μου φαινόταν, και το σταμάτησα.

Κ.Π.:

Δεν το έκανε ο νοικοκύρης του σπιτιού το ποδαρικό δηλαδή;

Β.Π.:

Όχι, όχι.

Κ.Π.:

Και παίρνατε πέτρα, το νερό...

Β.Π.:

Ναι. Παίρναμε νερό και μια πέτρα, και πηγαίναμε. Λέγαμε: «Καλημέρα σας, καλή χρονιά, το βάρος μου μάλαμα!». Αφήναμε την πέτρα, αφήναμε και το νεράκι και φεύγαμε. 

Κ.Π.:

Το νεράκι τι ήτανε;

Β.Π.:

Σε ένα κανατάκι. Δεν ξέρω τι συμβολίζει, αλλά πάντως πηγαίναμε και νερό. 

Κ.Π.:

Αμίλητο νερό.

Β.Π.:

Αμίλητο νερό.

Κ.Π.:

Λοιπόν, είπαμε: Πρωτοχρονιά ποδαρικό. Το Πάσχα το κατσίκι το γεμιστό.

Β.Π.:

Και τα Χριστούγεννα φροντίζαμε να ’χουμε κόκορα. Για να ’χουμε γαλοπούλα λίγο δύσκολο. Αλλά έναν κόκορα, τέλος πάντων, τον βρίσκαμε να κάνουμε. Τον κόκορα πρώτα τον βράζαμε, και τον κάναμε σούπα, και μετά τον πηγαίναμε στον φούρνο, να τον ψήσουμε. Άλλοι δεν τον πηγαίνανε καθόλου, τον τρώγανε βραστό, αλλά εμείς είχαμε τον φούρνο απέναντι. Το πατρικό μου το σπίτι ήταν ακριβώς απέναντι από τον γερμανικό τον φούρνο, οπότε πηγαίναμε και ψήναμε εκεί. Με πατάτες. Κάναμε τον τραχανά, κάναμε τον κουσκουσέ, στρογγυλό κουσκουσέ και τον βάζαμε στον ήλιο να στεγνώσει.

Κ.Π.:

Τι είναι αυτό;

Β.Π.:

Πώς είναι… Ζυμάρι κάνανε, και το τρίβανε, και το κάναν μικρά, μικρά –πώς να το πω;– σαν σφαιράκια μικρά μικρά. Όπως είναι τώρα, άμα πας σε αυτά και πάρεις κους-κους; Είναι το ίδιο. Α, ο Κουσκούσης! Ήταν ο πιο μεγάλος ψαράς! Ο Κώστας ο [00:45:00]Κουσκούσης! Ο πιο μεγάλος ψαράς! Γύριζε όλο το Βαθύ, κι έφερνε και στον πάγκο ο Κουσκούσης. Βέβαια Να είδες; Είπαμε μια λέξη και θυμήθηκα τον Κουσκούση. Προσπαθώ να θυμηθώ πώς λέγαν τον άλλον το γαλατά. Ο ένας ήταν ο Τσεσμελής και οι άλλοι ήταν δύο αδέρφια, κι οι δυο γαλατάδες. Δεν μπορώ να τους θυμηθώ. Τώρα, από μανάβηδες, από τέτοια, δεν θυμάμαι ονόματα, αλλά περνούσαν οπωσδήποτε. Μανάβη είχαμε, αλλά δεν γύριζε. Μανάβης ήταν, χωρίς να γυρίζει, είχε δηλαδή το μανάβικο εκεί, ο Γιάννης ο Μεγαγιάννης. Είχαμε... Είχαμε πράγματα. Τι να σου πω; Μπορούμε να λέμε εικοσιτετράωρα πράματα, αλλά να πούνε κι άλλοι.

Κ.Π.:

Τώρα μπορώ να ρωτήσω να μου πείτε τον μπακάλη, να μου πείτε τους τεχνίτες, να μου πείτε…

Β.Π.:

Τα μπακάλικα σου ’πα: Ένα ήτανε ο Γιάννης ο Σίδερης, μπακάλικο. Το άλλο ήτανε ο Γιάννης ο Κυριακού. Το άλλο ήτανε ο Αξιώτης. Το άλλο ήταν του παππού μου, του Κωνσταντή του Γεντίκογλου. Ήταν και κρασοπουλειό, και μαζί όλα. Μπακάλικο. Ήταν ο Κώστας... τη γυναίκα του τη λέγανε Γαλάτεια. Εκείνον τον λέγανε Κώστα, αλλά πώς το λέγαν το επώνυμο, δεν το θυμάμαι. Άλλο μπακάλικο εκείνος. Κρεοπωλεία ήταν οι Αξιώτηδες. Τσαγκαρειά. Τσαγκαρειό είχε ένα ο θείος, μου ο Γιάννης ο Γεντίκογλου. Είχε ο Μεγαγιάννης. Είχε ο Μπέρτος. Είχε ο Νίτσος ο Λουλιάς. Είχε ο Ηρακλής. Πώς τον λέγαν τον Ηρακλή; Τον Ηρακλή δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε. Κουρείο. Ήτανε δύο τρία κουρεία. Το ένα ήταν ο Κυπραίος. Το άλλο ήτανε… δυο αδέρφια δεν τα θυμάμαι. Κουρείο. Πού να θυμάμαι, βρε παιδάκι μου, ονόματα; Λοιπόν, θα ρωτήσουμε. Βάλε εντός παρενθέσεως «Γανουτζής». Θα ρωτήσουμε τον Γανουτζή τον Βασίλη, γιατί ήταν οι θείοι του, οι δυο οι κουρείς. Θα τον ρωτήσουμε. Για να το θυμηθώ, θα μου δώσεις τηλέφωνο. Και κουρείο ήτανε... Έραβε ο θείος μου ο Ζήθων. Και ο Παντελής – πώς τον λέγαν τον Παντελή; Ήταν εδώ στον εμπορικό δρόμο, απέναντι απ’ του Μαύρου το μαγαζί. Ο Παντελής... Βάλε ερωτηματικό, θα το θυμηθώ. Αυτός έραβε κι αυτός πολύ ωραία. Ήταν ο Κολάρας. Ο Κολάρας έραβε. Ποιος άλλος έραβε; Κι από μοδίστρες τώρα, από μοδίστρες θυμάμαι ήταν η Καλλιοπίτσα. Θα τα θυμηθώ και τα υπόλοιπα. Η Ετοίμου, και αυτή Καλλιόπη Ετοίμου, αλλά η Καλλιοπίτσα είναι άλλη. Άλλη η Καλλιοπίτσα και άλλη η Καλλιόπη Ετοίμου. Δυο καλές μοδίστρες δεν τις θυμάμαι τώρα. Όμως θα τα θυμηθώ. Εσύ θα μείνεις εδώ;

Κ.Π.:

Αύριο φεύγω.

Β.Π.:

Θα μου δώσεις ένα τηλέφωνο, θα πάρω τηλέφωνο, άμα θυμηθώ τα επαγγέλματα και ποιοι ήταν οι επαγγελματίες, θα σ’ τα πω όλα. Να μην καθυστερούμε και τα παιδιά.

Κ.Π.:

Τηλέφωνο οπωσδήποτε. Αλλά επειδή ο παππούς μου και η γιαγιά μου γνωρίστηκαν σε κομμωτήριο, ποια κομμωτήρια ήταν;

Β.Π.:

Κομμωτήρια, ήτανε μια χοντρή, η Ελένη, που ήταν μαζί με τον Γαβριήλ, συγγενής. Μάλιστα κούρευε κιόλας, κι ύστερα το γύρισε σε γυναικείο. Η Ελένη. Πώς την έλεγαν όμως; Του Γαβριήλ αδερφή πρέπει να ήτανε. Άλλο κομμωτήριο... Μετά, από νεότερα,[00:50:00] είχαμε την Αγγέλα, του Στάντζου δηλαδή η μαμά, αλλά ήταν πολύ νεότερα. Θα τα θυμηθώ και θα σ’ τα πω.

Κ.Π.:

Nα μου πείτε, για να κλείσουμε, μονάχα να πείτε μου, γιατί δεν μου είπατε, για να το γράψω, το όνομά σας, οι γονείς σας και από πού ήτανε.

Β.Π.:

Λοιπόν. Εγώ λέγομαι τώρα Βάσω Πόθα, αλλά είμαι το γένος Γεντίκογλου. Είμαι του Θανάση και της Ελένης. Θανάσης ήταν ο πατέρας μου, Γεντίκογλου, και είχε πέντε αδέρφια. Η μάνα μου είχε μόνο μία αδερφή, τη Βιολέτα. Ο παππούς μου, από τη μάνα μου, ήταν ο Ιπποκράτης και η Φωτεινή Σιγάκη. Ο πατέρας μου Γεντίκογλου. Η δε γιαγιά μου ήτανε Γιαγουρτάδαινα. Με τον παπά, τον παπα Μανώλη, συγγενείς. Γιαγουρτάς. Λοιπόν. Αυτά, προς το παρόν. Χάρηκα που σας γνώρισα, και σ’ άλλα με υγεία.

Κ.Π.:

Και ο πατέρας σας…

Β.Π.:

Ο πατέρας μου ήτανε απ’ το Τσαγκλί, κι η μάνα μου απ’ την Κωνσταντινούπολη. Απ’ το πιο μεγάλο μέρος, κι απ’ το πιο μικρό χωριό. Και συναντηθήκαν εδώ, για να παντρευτούν.

Κ.Π.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Β.Π.:

Παρακαλώ.