© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η γραφή είναι σαν τα όνειρα, ανοίγει δρόμους για ταξίδια εντός και εκτός του εαυτού

Κωδικός Ιστορίας
26142
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος (Κ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/11/2023
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Κοράκη (Β.Κ.)
Β.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Βασιλική Κοράκη, ερευνήτρια στο Ιstorima, είναι 9 Νοεμβρίου 2023, βρίσκομαι στην Καρδίτσα μαζί με τον κύριο… το όνομά σας είναι;

Κ.Γ.:

Κώστας Γαλανόπουλος.

Β.Κ.:

Ωραία, χαίρω πολύ, κύριε Κώστα. Και θα μιλήσουμε για τα βιβλία που έχει γράψει, για τη συγγραφή. Πριν ξεκινήσουμε, κύριε Κώστα, θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για σας, έτσι να μας συστηθείτε λιγάκι, ένα μίνι βιογραφικό, δυο τρία πράγματα;

Κ.Γ.:

Έχω τα διπλάσια χρόνια από σένα, γεννήθηκα το 1967, είμαι 56 χρονών. Τα πιο πολλά χρόνια τα έζησα στην Καρδίτσα, σπούδασα Μαθηματικό Αθηνών, 5 χρόνια στην Αθήνα. Έμενα στα Άνω Ιλίσια, σε ένα ημιυπόγειο, Ιστιαίας 11. Εκεί άρχισα και σε ηλικία 20 χρονών περίπου να κρατάω κάτι σαν ημερολόγιο σε ένα μπλε τετράδιο. Μετά τελείωσε αυτό, πήρα και ένα άλλο, δεύτερο, και κρατήθηκε κάτι σαν… το οποίο λειτουργεί πλέον σαν μνήμη για εμένα. Και διαβάζοντάς τα ξαναέγραφα και, εντάξει, έγινε ένα καθημερινό πράγμα για εμένα και κάτι που πάντα μου έδινε ευχαρίστηση και έπαιρνα από αυτό κάτι σαν ζωντάνια.

Β.Κ.:

Πολύ ωραία. Άρα τότε ξεκινήσατε να γράφετε, τότε όταν ήσασταν φοιτητής;

Κ.Γ.:

Τότε, γιατί είχα δικό μου σπίτι, έμενα μόνος μου, είχε ησυχία, μουσική, ελεύθερο χρόνο, πολλές νύχτες και… Αν και, εντάξει, και στο λύκειο εκεί πέρα ένας καθηγητής με είχε προσέξει σε κάποιες εκθέσεις που έγραφα. Και τις διάβαζε κιόλας και εγώ ένιωθα λίγο περίεργα που μου διάβαζε μέσα στην τάξη τις εκθέσεις μου. Δεν το έκανε συχνά αυτό. Γιατί του φάνηκαν λίγο έτσι πρωτότυπες. Αλλά εντάξει, αυτό ήτανε κάτι σχολικό, μετά έγινε κάτι πιο προσωπικό.

Β.Κ.:

Πολύ ωραία. Και πώς νιώθατε όταν πιάνατε το μπλε τετράδιο και το μολύβι;

Κ.Γ.:

Εκεί πέρα ξεκίνησε σαν μία αναπαράσταση, σαν ένα ημερολόγιο, δηλαδή, της καθημερινότητας, αλλά μετά άλλαξε το ζήτημα. Μετά βρέθηκα απέναντι σε λευκές σελίδες και αυτό με μάγεψε εντελώς. Δηλαδή δεν ήξερα τι θα δώσει αυτή η λευκή σελίδα και τελικά βγαίνανε πράγματα. Αυτό που λέω: γράφοντας γράφεις.

Β.Κ.:

Οπότε πάμε, γράφετε το πρώτο βιβλίο, Βlues bar;

Κ.Γ.:

Το πρώτο βιβλίο είναι το Invitation to the blues, που θα μπορούσε κανονικά να είναι και το τελευταίο, γιατί υπάρχει μία ανάποδη χρονική ροή στα βιβλία μου. Θα υπάρξουν κι άλλα, απλά εκείνον τον καιρό συμπληρωνόταν 20 χρόνια στο μαγαζί, εδώ πέρα, στο «Blues Bar». Βέβαια, το βιβλίο βγήκε με αφιέρωση στα 25, γιατί έγινε πέντε χρόνια για να γραφεί, οπότε αντί για 20 πήγαμε στα 25. Και ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για το μαγαζί στο οποίο περνάω άπειρες ώρες. Και όχι μόνο αυτό, και γενικώς εδώ πέρα μεγαλώνω συνεχώς και ζω συνεχώς και γνωρίζω κόσμο. Δηλαδή πέρα από τη μοναχικότητά μου, ας το πούμε, εδώ πέρα είναι ένας άλλος κόσμος. Και ήθελα να γράψω ένα βιβλίο να το αφιερώσω στα 20 χρόνια του «Βlues», τελικά έγινε στα 25. Το βιβλίο λέγεται Invitation to the blues, είναι από ένα κομμάτι του Tom Waits από το «Small Change», τον δίσκο του 1977, και ήθελα να το βάλω έτσι, σαν τίτλο, μου άρεσε. Και στην ουσία παρουσιάζει μία εβδομάδα, από τη Δευτέρα μέχρι την Κυριακή, στο «Βlues». Στην αρχή υπάρχει κάτι το οποίο είναι, ας το πούμε... υπάρχει ένα κομμάτι που λέγεται «Εveryday I have the blues» και αυτό το κομμάτι μου έδωσε και το σκεπτικό για τα [00:05:00]κεφάλαια, everyday, δηλαδή Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Την Πέμπτη δεν υπάρχει κείμενο, γιατί συνήθως τις Πέμπτες κάνουμε live συναυλίες και έβαλα φωτογραφίες από κάποια live.

Β.Κ.:

Και έχετε και… κάθε μέρα έχει και playlist.

Κ.Γ.:

Ναι, ναι, η μουσική δεν θα μπορούσε να λείψει από ένα τέτοιο βιβλίο, αλλά επειδή στα βιβλία υπάρχει βέβαια η δυνατότητα να βάλεις ένα CD, ξέρω γω, όπως έχουνε και τα περιοδικά, αλλά πρέπει να έχεις δικαιώματα, ξέρω γω, αλλά και πάλι. Τέλος πάντων, μετά μου ήρθε η ιδέα να βάλω μερικές playlist, οι οποίες playlist κατά κάποιο τρόπο είναι ανά είδος μουσικής, οπότε χώρεσα πάρα πολλά κομμάτια, τα οποία ο καθένας μπορεί να τα ψάξει, να τα βρει, να τα ακούσει.

Β.Κ.:

Ναι. Και ασχολείστε και με τη μουσική, είστε και DJ;

Κ.Γ.:

Ναι, βάζω μουσική από το 1990, εδώ και 33 χρόνια. Στην αρχή, όταν ήμουνα μαθητής, έβαζα σε ένα μαγαζί εδώ πέρα, το «Μusic house», όταν κάναμε σκασέλα το πρωινό πήγαινα εκεί πέρα και έβαζα μουσική. Είχε ένα πικάπ και ένα κασετόφωνο, δεν είχε μίκτη. Δηλαδή για να αλλάξεις από το πικάπ στο κασετόφωνο έπρεπε να πατήσεις από τον ενισχυτή για να κάνεις αλλαγή, οπότε υπήρχε μια καθυστέρηση. Οπότε μία έπαιζε ένα πικάπ, μία ένα κασετόφωνο. Εγώ ετοίμαζα τις κασέτες από το σπίτι για να τις έχω έτοιμες. Μετά πέρασα φοιτητής στην Αθήνα. Και στην Αθήνα έβαζα μουσική, σπίτι μου όμως με φίλους που ερχότανε, πίναμε τα ποτά μας, ξενυχτούσαμε, ακούγαμε μουσική, μάθαμε πάρα πολλά ο ένας με τον άλλον. Μετά, μόλις γύρισα Καρδίτσα, έπιασα δουλειά στο «Πουθενά», δούλεψα τρία χρόνια σαν DJ. Εκεί πέρα είχε μίκτη, αλλά ένα πικάπ. Μετά πήρε και δεύτερο, λύθηκαν τα χέρια μας. Φοβερή δισκοθήκη, είχε πάρα πολλούς δίσκους ο Χρήστος. Εκεί έμαθα πάρα πολλά, του ζήτησα να μου δώσει κλειδιά το μεσημέρι, γιατί έκλεινε δυο με έξι, για να πάω να μαθαίνω τη δισκοθήκη και είχα δηλαδή στην ουσία τέσσερις ώρες μόνος μου. Κλείδωνα κιόλας εκεί πέρα να μην μπει κανένας και άκουγα μουσική. Μετά, που άρχισε να ανοίγει τα μεσημέρια, του ζήτησα να παίρνω δίσκους στο σπίτι να τους ακούω. Έπαιρνα 20-30 δίσκους, τους άκουγα μια εβδομάδα, τους ξαναπήγαινα πίσω, έμαθα πάρα πολλά. Μετά τα έβαλα και στη δικιά μου σειρά, γιατί στην αρχή δούλευα για μία μέρα την εβδομάδα, μετά δούλευα 5, μετά δούλευα και 6. Έπαιρνα μία μέρα ρεπό, κάθε Κυριακή συνήθως. Και μετά ανοίξαμε το «Βlues». Έχουμε πάρα πολλά βινύλια. Στην αρχή βάζαμε μόνο βινύλια και κασέτες, μετά βγήκαν και τα CD. Τώρα έχουμε πολλές πηγές μουσικές, δεν προλαβαίνουμε να ακούμε.

Β.Κ.:

Πώς φτιάχνετε έτσι μία playlist; Δηλαδή είναι πολύ μαγικό να συνδέσεις μεταξύ τους κομμάτια και να υπάρχει μία αλληλουχία.

Κ.Γ.:

Κοίτα να δεις, άμα καθίσεις με την πλάτη στη δισκοθήκη, δηλαδή να έχεις τη δισκοθήκη σου από πίσω, οι δίσκοι πετάνε σαν ούφο, σαν δορυφόροι εκεί πέρα και σου έρχονται. Στην ουσία έρχονται από μόνοι τους, έτσι, μπαπ μπαπ, και λέει «βάλε με, βάλε με, βάλε με, βάλε με». Έτσι γίνεται η δουλειά, στην ουσία εσύ δεν κάνεις τίποτα.

Β.Κ.:

Καλά, δεν νομίζω να είναι και τόσο απλό!

Κ.Γ.:

Κοίτα να δεις, βοηθάει η γνώση και πιο πολύ βοηθάει η τάξη που υπάρχει μέσα σε μία χωροθέτηση στη δισκοθήκη, η οποία είναι πολύ προσωπική. Δηλαδή είναι ο τρόπος που βάζεις τον δίσκο τον ένα δίπλα στον άλλον. Δηλαδή, για παράδειγμα, βάζεις, ξέρω γω, τον John Mayall δίπλα στον Clapton. Γιατί τον βάζεις τον John Mayall δίπλα στον Clapton; Γιατί ο Clapton έπαιζε στο γκρουπ του Mayall. Βάζεις τον Peter Green δίπλα, γιατί και ο Peter Green έπαιζε μαζί με τον John Mayall. Βάζεις τους Fleetwood Mac δίπλα στον Peter Green, γιατί ο Peter Green έκανε τους Fleetwood Mac. Μετά πάει σειρά, έτσι, ξέρω γω. Η [00:10:00]Christine Perfect, ποια ήταν; Η τραγουδίστρια των Fleetwood Mac. Πού έπαιζε η Christine Perfect; Εκεί. Και πάει, υπάρχει μια σειρά, ας το πούμε, οπότε το ένα φέρνει το άλλο κατά κάποιο τρόπο. Είναι και ανά εποχή, ας το πούμε. Δηλαδή, για παράδειγμα, δίπλα στους Pink Floyd θα βάλεις τους King Crimson, δίπλα στους King Crimson θα βάλεις τους Genesis, δίπλα στους Genesis θα βάλεις τους Yes, γιατί είναι το progressive rock, ας το πούμε, της εποχής τότε δεκαετία του ’70. Οπότε δημιουργείται μια σειρά τέτοια, μια τάξη προσωπική βέβαια, γιατί ο καθένας μπορεί να τα βάλει όπως θέλει. Άλλοι τα βάζουν αλφαβητικά. Αυτό δεν με ενδιαφέρει, το αλφαβητικό, γιατί σε μπερδεύει κιόλας. Οπότε με κάποιον τέτοιο τρόπο, ας το πούμε, δημιουργείται και σου έρχονται και τα κομμάτια αυτόματα για να τα βάλεις έτσι, ας πούμε.

Β.Κ.:

Ωραία. Άρα και η μουσική είναι τέχνη, γιατί ουσιαστικά εκφράζει συναισθήματα, και η γραφή θα μπορούσαμε να πούμε.

Κ.Γ.:

Η γραφή, εντάξει, ναι, ναι. Κατά κάποιο τρόπο και στα δύο, και στη μουσική και στην τέχνη… στη μουσική φτιάχνεις ήχο από την σιωπή και στη γραφή σε ένα λευκό χαρτί βάζεις μπλε σημαδάκια, τέλος πάντων.

Β.Κ.:

Όντως, που έχουν κάποιο νόημα βέβαια.

Κ.Γ.:

Μερικές φορές!

Β.Κ.:

Σωστά, γιατί το λέτε αυτό;

Κ.Γ.:

Γιατί συνήθως το νόημα καθυστερεί μερικές φορές!

Β.Κ.:

Πώς εμπνέεστε;

Κ.Γ.:

Από μικρά πραγματάκια. Βασικά πρέπει να εξασκήσεις κατά κάποιο τρόπο, και εκεί υπάρχει ένα είδος τέχνης, είναι η τέχνη των αισθήσεων. Δηλαδή πολλοί άνθρωποι κοιτάνε και δεν βλέπουν ή ακούνε ένα κομμάτι και δεν ξεχωρίζουν το μπάσο με το τύμπανο, ας το πούμε. Ακούνε μέσες άκρες. Δηλαδή αυτό το πράγμα, το να ακούς καλά, το να βλέπεις καλά, το να ξεχωρίζεις τις γεύσεις, τα αρώματα και το πιο σπάνιο που είναι να αγγίζεις και επιδερμίδες ή πράγματα. Όλα αυτά είναι εργαλεία, τα οποία τα χρησιμοποιεί αυτός που πιάνει ένα μολύβι για να γράψει, συνήθως μέσω μιας αναθύμησης, μιας ανα-αίσθησης, σαν να τα ξανανιώθει, σαν να τα ξαναβλέπει κατά κάποιο τρόπο. Άλλα τα βλέπει αυτούσια, όπως ήτανε, οπότε κάνεις μία περιγραφή, ας το πούμε, αλλά μετά συνήθως, όταν πας να γράψεις κάτι το οποίο θυμάσαι, αυτή η μνήμη κατά κάποιο τρόπο –όπως είπε και ο φίλος μου ο Τάσος, που έκανε και την επιμέλεια στο δεύτερο βιβλίο– η έμπνευση είναι μία επίμονη μνήμη και κατά κάποιο τρόπο στην ουσία την πάει παραπέρα, την προωθεί κατά κάποιο τρόπο. Εγώ έχω ένα σημειωματάριο στο σπίτι με ένα ντοσιέ με λευκές σελίδες και κάθε μέρα, τέλος πάντων κάθε τόσο, σημειώνω κάποια πράγματα –θα είναι μία λέξη, θα είναι κάτι που άκουσα, κάτι που μου ήρθε, μία φράση– και μαζεύονται εκεί πέρα, τα έχω μπροστά μου, τα βλέπω. Αυτά κατά κάποιο τρόπο ενισχύουν αυτή τη μνήμη που σου λέω, δεν είναι ακριβώς ημερολόγιο, είναι πράγματα που άμα δεν τα έγραφα θα τα ξεχνούσα. Οπότε, σημειώνοντάς τα και έχοντάς τα μπροστά μου, αυτά συνάπτουν σχέσεις εκεί πέρα μεταξύ τους. Δηλαδή η κάθε λέξη, η κάθε φράση, μερικές σχέσεις είναι πιο απόμακρες, μερικές σχέσεις είναι πιο κοντινές, οπότε μπορεί να δημιουργήσουν μία παράγραφο, ένα κείμενο. Και κατά κάποιο τρόπο έτσι γράφω, δηλαδή έχω μπροστά μου κάποια, ας το πούμε, σημάδια εκεί πέρα, τα οποία φτιάχνουν κάποιους συνειρμούς κατά κάποιο τρόπο και δημιουργούν, ανοίγουν κάποιους τόπους, κάποιες εκτάσεις. Εκεί πέρα μέσα δημιουργούνται μετά άλλα ζητήματα. Εκεί πέρα γίνεται πλέον μία[00:15:00] άλλη ζωή, εκεί πέρα δημιουργείται κι άλλη φύση, που πιθανώς να μου φτιάχνει κάποιες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία, που παίζει πάρα πολύ ρόλο, ειδικά στο δεύτερο βιβλίο. Και μετά είναι τα όνειρα. Τα όνειρα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Τα όνειρα ενώ κάθε μέρα ονειρευόμαστε... εντάξει, βέβαια, δεν τα θυμάμαι όλα τα όνειρα, θυμάμαι κάποια όνειρα. Αλλά το θέμα δεν είναι να θυμάσαι τα όνειρα, το θέμα είναι να βλέπεις όνειρα, το θέμα είναι να τα ζεις τα όνειρα. Γιατί στα όνειρα γίνεται κάτι, το οποίο δεν μπορώ να το εξηγήσω, γίνεται κάτι ανεξήγητο. Τα όνειρα είναι κάτι καινούργιο εντελώς, δηλαδή είναι ανεξήγητο πιθανώς, αλλά είναι κάτι το οποίο δεν θέλει εξήγηση βασικά. Γιατί, όπως και στη ζωή μάς έρχονται πράγματα, τα οποία δεν χρειάζεται να τα εξηγήσουμε, έτσι και στα όνειρα. Δηλαδή σε κάποια φάση βρίσκεσαι σε έναν δρόμο, στρίβεις σε μία γωνιά, βλέπεις μία γυναίκα και ζεις μία ιστορία με αυτή τη γυναίκα. Δηλαδή αυτό το πράγμα είναι εντελώς ανεξήγητο και ούτε έχει σχέση με κάτι καρμικό, ας το πούμε. Λοιπόν, τα όνειρα –το οποίο θα είναι ένα θέμα για το επόμενο βιβλίο, το οποίο θα λέγεται Όνειρα και πραγματικότητες και το οποίο ετοιμάζεται αυτόν τον καιρό– είναι κάτι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο. Γιατί στην ουσία, ανεξαρτήτου γνώσεων, αν θες, και δουλειάς… Δηλαδή, για παράδειγμα, πάντα αναρωτιόμουνα τι όνειρα μπορεί να βλέπει κάποιος που δουλεύει σε μία τράπεζα. Δηλαδή θα βλέπει, ξέρω γω, χαρτονομίσματα και τέτοια; Αυτό δεν έχει καμία σχέση όμως, ο άνθρωπος μπορεί να βλέπει άλλα όνειρα, δεν έχει καμία σχέση που δουλεύει σε μία τράπεζα. Μπορείς να πας σε τόπους ανεξαρτήτου αν έχεις οικονομική άνεση, αν έχεις μπει σε αεροπλάνο, αν φοβάσαι, αν δεν φοβάσαι. Εγώ έχω πετάξει πάνω από κάτι οροπέδια στο Μεξικό, ας πούμε, που ήταν από τα καλύτερα όνειρα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, σε κάτι τοπία πρωτόφαντα, ας το πούμε. Ήταν ό,τι έχω ζήσει στη ζωή μου πιο τέλειο, δεν υπήρχε πιο τέλειο. Οπότε ευκαιρία είναι κατά κάποιο τρόπο!

Β.Κ.:

Πολύ ωραία! Να πούμε λίγο και για το δεύτερο βιβλίο τώρα. Το δεύτερο βιβλίο εκδόθηκε τώρα;

Κ.Γ.:

2 Οκτωβρίου το 2023, ναι, πριν από ένα μήνα, μετά από πέντε χρόνια από το πρώτο σχεδόν.

Β.Κ.:

Εκεί πέρα… Μετά από πέντε χρόνια, ναι, μετά το Invitation

Κ.Γ.:

to the Blues.

Β.Κ.:

Ωραία. Και το δεύτερο βιβλίο τώρα τι είναι; Είναι παρατηρήσεις, είναι δικές σας;

Κ.Γ.:

Το δεύτερο βιβλίο λέγεται Καθρέφτες, ενώ ο πρώτος τίτλος, που θα μπορούσε να είναι και μαζί με τον πρώτο, είναι Μικρά πορτρέτα μερικών ανθρώπων, έτσι ξεκίνησε να γράφεται. Αυτό ξεκίνησε να γράφεται τότε στο ημιυπόγειο της Ιστιαίας. Για παράδειγμα, ένα κείμενο που λέγεται «Ο ξυλουργός» γράφεται το 1989, άρχισε να γράφεται τότε. Και η πρώτη, ας το πούμε, το πρώτο πρότζεκτ, ήταν να βγει ένα βιβλίο που να λέγεται Μικρά πορτρέτα μερικών ανθρώπων, δηλαδή να παρουσιάζω κάποιους ανθρώπους, όπως είναι ο «ξυλουργός», όπως είναι ο «γεράκος», όπως είναι «ο Τζιμ είχε ένα μπαρ» και να γράφω κάποιες ιστορίες γι’ αυτούς. Μετά, στην πορεία, προέκυψε το Καθρέφτες, γιατί μέσα σε κάθε ιστορία από αυτά έβλεπα και πολύ προσωπικά πράγματα για εμένα. Αυτό το βιβλίο είναι πολύ πιο προσωπικό, αν και είναι σε τρίτο πρόσωπο. Βέβαια εδώ πέρα, σε αυτό το βιβλίο, παίζεται και ένα κόλπο κατά κάποιο τρόπο. Μπαίνει το πρώτο πρόσωπο σε όλα τα κείμενα, αλλά με τη μορφή ότι αυτός ή τα απαγγέλει, [00:20:00]όπως είναι στον «Ξυλουργό», δηλαδή που βγάζει χαρτάκια με σημειώσεις από την τσέπη του και τα λέει, ή τα γράφει, όπως είναι στο «Κομμένες σκηνές». Εκεί πέρα δηλαδή στην ουσία, αυτός στις «Κομμένες σκηνές», τι γίνεται; Είναι ένας άνθρωπος μοναχικός, ο οποίος μέσα από τη γραφή αναγεννιέται μία ξεχασμένη μνήμη, τα παιδικά του χρόνια, κατά κάποιο τρόπο αρχίζει και βρίσκει τον εαυτό του. Αυτό το «βρίσκω τον εαυτό μου» γίνεται στην ουσία σε όλο το βιβλίο, αυτή η αναζήτηση, και στον «Ξυλουργό» και στις «Κομμένες σκηνές» και στο «Ο Τζιμ έχει ένα μπαρ» και στα «Βλέμματα» και σε όλα. Και μετά είναι «Ο γεράκος», το τελευταίο κείμενο, το οποίο πολλοί που το διάβασαν φίλοι μου το συσχέτισαν με το βιβλίο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, το Benjamin Button που είχε γράψει. Ήθελα να γράψω στην αρχή ένα εισαγωγικό για να το ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα. Ο «Γεράκος» είχε ξεκινήσει να γράφεται μέχρι την τέταρτη-πέμπτη σελίδα, δεν θυμάμαι τώρα, πριν 12-13 χρόνια. Και ένα μεσημέρι είχα έρθει εδώ πέρα στο «Βlues» και πήρα τον Νέο Αγώνα, την εφημερίδα, και την ξεφύλλισα εκεί πέρα. Και στα πολιτιστικά εκεί πέρα ανέφερε ότι θα βγει μία καινούργια ταινία που θα πρωταγωνιστήσει ο Brad Pitt, που λέγεται έτσι, ξέρω γω, και αυτή είναι η ιστορία. Και λέω «Μπράβο!» και πήγα και πήρα, αγόρασα το βιβλίο του Σκοτ Φιτζέραλντ, ένα βιβλιαράκι τόσο δα είναι μικρό, το διάβασα. Βέβαια το βιβλίο δεν έχει καμία σχέση με την ταινία. Η ταινία ήταν κάκιστη. Και μετά λέω: «Ρε φίλε, κοίτα να δεις, κάτι παρόμοιο είχα αρχίσει να γράφω κι εγώ», ας το πούμε. Και το άφησα τότε, δεν το ξανάπιασα και λέω: «Δεν το ξαναπιάνω αυτό». Μετά που άρχισα να καταπιάνομαι με το βιβλίο πιο σοβαρά, τότε που έγινε η μεγάλη καραντίνα, τον Νοέμβριο του 2020, κλείσαμε το μαγαζί για 8 μήνες και είχα πάρα πολύ χρόνο… Σπίτι κλεισμένος, βγαίναμε έξω καμιά βόλτα, στην αρχή με είχε πάρει από κάτω βέβαια, είχα περάσει και μία δύσκολη κατάσταση υγείας από το άγχος, κάπως έτσι. Τέλος πάντων, μετά πήρα την απόφαση, λέω: «Τώρα άμα δεν το κάνω τώρα το βιβλίο, δεν θα το κάνω ποτέ, τώρα είναι η ευκαιρία». Και λέω: «Θα δω ποια πορτρέτα θα φτιάξω». Και τελικά λέω: «Θα φτιάξω και τον γεράκο, δεν έχει καμία σχέση με τον Φιτζέραλντ, δεν έχει καμία σχέση με τον Brad Pitt, δεν έχει καμία σχέση, είναι άλλο κείμενο». Και το τελείωσα και πραγματικά είναι άλλο κείμενο. Οπότε τα έβαλα στη σειρά εκεί πέρα, βγήκαν 14 κείμενα, στην αρχή ήτανε λίγο περισσότερα, και προέκυψαν τρία βιβλία. Ένα ήταν οι Καθρέφτες, ένα το Όνειρα και πραγματικότητες, που θα είναι το επόμενο, και ένα που λεγόταν Περισυλλογή, το οποίο θα ενσωματωθεί στα Όνειρα και πραγματικότητες και πιθανώς θα αλλάξει και ο τίτλος, επειδή θα μπουν κείμενα και από το ένα και από το άλλο. Και μετά, αφού έγινε αυτή η ταξινόμηση κατά κάποιο τρόπο, λέω: «Θα βγάλω τρία βιβλία όλα μαζί, το ένα πάνω στο άλλο εκεί πέρα, σε ένα μαζί, θα είναι και μεγάλο», λέω, «σούπερ». Με βοήθησε πάρα πολύ η Αλίκη Αραμπατζή, που έκανε την πληκτρολόγηση των χειρόγραφων. Γιατί αλλιώς, εγώ πάνω στον υπολογιστή, να γράψω εκεί πέρα, θα έκανα 15 χρόνια, οπότε μου τα έφερε πληκτρολογημένα. Εντάξει, βέβαια θέλανε και κάποιες, ας το πούμε, διορθώσεις. Οπότε η δεύτερη φάση ήτανε στον υπολογιστή εκεί πέρα να τα βάλω σε μία σειρά, να βρω τα λάθη και όλα αυτά, τι θα μείνει τελικά. Τέλος πάντων, λέω: «Θα τα βάλω όλα μαζί και ό,τι βγει βγήκε». Μετά, ένα βράδυ μιλούσα με τον φίλο μου τον Τάσο στο μπαρ, τον Τάσο τον Σπύρου, και μου λέει: «Κώστα», μου λέει, «άμα θες να διαβάσω τα κείμενα», μου λέει, «να σου κάνω και μία πρώτη επιμέλεια, λίγο να…» Για εμένα αυτό με ξαλάφρωσε πάρα πολύ.[00:25:00] Τέλος πάντων, τα βγάζω φωτοτυπίες τα βιβλία μου, έδωσα ένα στην Αλίκη, ένα στον Τάσο, τα έβαλα και στο ποδηλατάκι μου, τα έκανα μία βόλτα μέσα στην πόλη, λίγο έτσι λίγο να πάρουν αέρα, και η Αλίκη και ο Τάσος μου είπαν ότι: «Κώστα, το βιβλίο πρέπει να είναι ένα, όχι τρία». Πολλοί λένε ότι αν το «White Album» των Beatles αν δεν ήταν διπλό, ήταν μονό, θα ήταν το καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών. Αυτό εμένα με ακολουθούσε και λέω: «Εντάξει, too much», ας το πούμε. Μου λέει και ο Τάσος: «Έλα», μου λέει, «βγάλε τα Όνειρα αργότερα». Οπότε κράτησα τα Μικρά πορτρέτα, τους Καθρέφτες δηλαδή, και τώρα μετά θα βγουν τα Όνειρα και πραγματικότητες, οι οποίες, δεν ξέρω πού θα οδηγηθούν, γιατί τώρα εδώ πέρα μου έρχονται άλλες ιδέες τώρα, θα δούμε τι θα γίνει. Μακελειό!

Β.Κ.:

Ωραία είναι αυτά! Το εξώφυλλο από τους Καθρέφτες;

Κ.Γ.:

Το εξώφυλλο το έκανε η κόρη μου η Σοφία. Η Σοφία είναι designer σε μία εταιρία video games, κάνει περιβάλλοντα. Ζει στην Αγγλία εδώ και πέντε χρόνια. Και η Σοφία βασικά από πολύ μικρή –έχει πάρει και από την μάνα της που είναι ζωγράφος και κεραμίστρια– ήτανε μέσα στα χρώματα. Θυμάμαι όταν ήταν ένα χρονών την παίρναμε όπως ήτανε από το δωμάτιο και την βάζαμε μέσα στην μπανιέρα για να την ξεπλύνουμε, ήταν παντού μπογιές σε όλο το σώμα. Μετά βέβαια την κέρδισε το 3D πιο πολύ, σπούδασε στη Σύρο βιομηχανικό design. Και μετά σαν παραμύθι –αυτό είναι μία ιστορία που μου αρέσει να τη λέω αλλά άλλη φορά– βρέθηκε στην Creative Assembly, σε μία από τις καλύτερες εταιρίες παραγωγής video games. Και της ζήτησα να μου κάνει κάτι απλό, ασπρόμαυρο, χωρίς χρώμα. Χρώμα πολύ υπήρχε στο πρώτο το βιβλίο, όπως και οι φωτογραφίες, στο δεύτερο ήθελα να υπάρχει μόνο κείμενο και να μην υπάρχει χρώμα καθόλου, έτσι το είχα φανταστεί. Συμφώνησε και ο Νίκος ο Κωτούλας, ο οποίος έκανε την επιμέλεια της έκδοσης, που χωρίς τον Νίκο δεν θα εκδιδόταν ούτε το πρώτο βιβλίο ούτε το δεύτερο. Είναι ένα άτομο το οποίο το εμπιστεύομαι απόλυτα και συνεργάζομαι πολύ καλά. Και ειδικά στο δεύτερο βιβλίο, αν και στο πρώτο, ειδικά στο δεύτερο βιβλίο είχε μεγάλη συμβολή και στην επιμέλεια του κειμένου. Και της ζήτησα της Σοφίας, που λες, να κάνει κάτι απλό. Είχε διαβάσει τον «Ξυλουργό» η Σοφία και από εκεί εμπνεύστηκε το εξώφυλλο.

Β.Κ.:

Ωραία! Πού γράφετε; Υπάρχει κάποιο μέρος που σας αρέσει, σας εμπνέει καλύτερα;

Κ.Γ.:

Όταν ήμουνα φοιτητής στην Αθήνα, στο σπίτι μου δεν υπήρχαν… βασικά δεν είχα καρέκλες, τίποτα, καθόμουνα κάτω. Μου είχε δώσει η γιαγιά μου η Αφροδίτη μία πορτοκαλιά φλοκάτη, την είχα στρώσει κάτω και έγραφα σταυροπόδι κάτω στο πάτωμα, στη φλοκάτη εκεί πέρα. Πέντε χρόνια στην Αθήνα, εκεί πέρα έγραφα. Μετά, όταν γύρισα Καρδίτσα και άλλαξε εντελώς η ζωή μου, έκανα οικογένεια, μέναμε σε μία πολύ ωραία μονοκατοικία 15 χρόνια. Σχεδίασε η γυναίκα μου, η πρώην γυναίκα μου, η Λουκία, ένα γραφείο και το έδωσε σε έναν ξυλουργό, εκεί πέρα πίσω από την Ευαγγελίστρια, έναν παλιακό ξυλουργό και μου έφτιαξε ένα παλιό ωραίο γραφείο. Στην ουσία, αυτό το γραφείο είναι το μοναδικό πράγμα που θα ήθελα να έχω πάντα. Αν πάω κάπου, αν μετακομίσω, ξέρω γω. Δεν έχω κάτι άλλο δικό μου τόσο πολύ, ας το πούμε, γράφω σε αυτό το γραφείο.

Β.Κ.:

Και σας βοηθάει κάτι την ώρα που γράφετε;

Κ.Γ.:

Η ησυχία.

Β.Κ.:

Ησυχία; Όχι μουσική;

Κ.Γ.:

Δεν γράφω ποτέ με μουσική. Όταν θέλω να ακούσω μουσική, ακούω μουσική, αλλά όταν γράφω δεν θέλω να ακούγεται τίποτα.

Β.Κ.:

Έχετε διαβάσει κάποια βιβλία που να σας έχουν αγγίξει και να [00:30:00]σας έχουν εμπνεύσει;

Κ.Γ.:

Διάβασα βιβλία όταν ήμουν φοιτητής, τώρα αγοράζω βιβλία συνεχώς αλλά δεν τα διαβάζω. Αλλά πάντα αγοράζω, και σήμερα πριν λίγο ήρθε ένα δέμα εδώ πέρα με δύο βιβλιαράκια. Από συγγραφείς έχω διαβάσει πάρα πολύ Έρμαν Έσσε, Ντοστογιέφσκι, Κέρουακ, σαν όγκο, ας το πούμε, βιβλίων. Από εκεί και πέρα, επειδή σπούδασα και Μαθηματικά, έχω διαβάσει κι ένα φοβερό βιβλίο του Γραμματικάκη, που πέθανε πρόσφατα, σε σχέση με το χρόνο. Και από κει και πέρα, έχω διαβάσει πάρα πολύ Στάινμπεκ. Και να φανταστείς ότι νόμιζα ότι τα είχα διαβάσει όλα του Στάινμπεκ και φέτος κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που λέγεται Ταξίδια με τον Τσάρλι, το οποίο δεν το ήξερα ούτε καν ότι υπήρχε, και στην ουσία είναι από τα τελευταία του αυτό. Τι έκανε τώρα ο Στάινμπεκ; Ο Στάινμπεκ στην ηλικία του εξήντα-τόσο ετών πήρε ένα τροχόσπιτο αυτοκινούμενο μαζί με τον σκύλο του, Τσάρλι, ένα σκυλάκι που είχε, τον Τσάρλι, και έκανε τον γύρο της Αμερικής, γύρισε 40 πολιτείες. Και βγήκε αυτό το βιβλίο, Ταξίδια με τον Τσάρλι, το οποίο δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Το αγόρασα, αλλά δεν το διάβασα ακόμα!

Β.Κ.:

Εντάξει, ωραία. Και όταν γράφετε… έχετε παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής ή κάτι ή έτσι από μόνος σας;

Κ.Γ.:

Όχι, όχι, τίποτα, νομίζω ότι ο καθένας μπορεί να γράψει. Παίρνει ένα…

Β.Κ.:

Τι γράφετε πρώτα; Υπάρχει σειρά ή είναι όπως βλέπουμε, ας πούμε, όνειρα, απλά συμβαίνει;

Κ.Γ.:

Τίποτα, μπορείς να γράψεις μια λέξη, μετά μια δεύτερη λέξη, μετά μια φράση και μετά αυτές οι φράσεις να γίνουν μία παράγραφος. Στην αρχή, όταν ήμασταν στην μονοκατοικία, όπως σου είχα πει πριν, που μέναμε εκεί πέρα, ήταν η Σοφία μικρή, η κόρη μου. Είχαμε πάρα πολλά δέντρα, είχαμε δεκαεφτά δέντρα. Τέλος πάντων, είχαμε κάτι μεγάλα σφεντάμια εκεί πέρα και καθόμασταν το μεσημέρι εκεί πέρα γιατί είχε ίσκιο και παίζαμε ένα παιχνίδι. Γράφαμε σε ένα χαρτί έξι εφτά λέξεις, ας το πούμε, και ο καθένας έγραφε κάτι εμπνεόμενος από αυτές τις λέξεις. Κάπως έτσι γράφω εγώ κατά κάποιο τρόπο.

Β.Κ.:

Λέξεις, έτσι, κλειδιά, ας πούμε.

Κ.Γ.:

Ναι. Στο βιβλίο αυτό, στους Καθρέφτες, υπάρχει… εκεί που λέει «Μικρά μόνα τους» υπάρχει αυτό το παιχνίδι, το οποίο στην ουσία είναι αυτούσιο με αυτό που κάναμε στον σφένδαμο από κάτω. Γιατί το είχα σημειώσει σε ένα χαρτάκι και μετά εκεί πέρα… Ψάχνω αυτό το κεφάλαιο, το «Μικρά μόνα τους». Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο, γιατί στην ουσία έτσι γράφω εγώ. Δηλαδή βλέπεις εδώ πέρα τι λέει, είναι αυτό που σου είπα πριν. Λοιπόν, αναφέρουμε τυχαία μερικές λέξεις και καλούμαστε να γράψουμε ένα κείμενο που να τις περιέχει: φωνή, παράδεισος, ποτάμι, αρμενίζω. Και βγήκε αυτό. Αυτό είναι πραγματικότητα, στην ουσία είναι αντιγραμμένο από το χαρτί που έχω στο σπίτι μου. Έχω άπειρα χαρτιά εκεί πέρα, γίνεται μακελειό. Και τώρα αυτό θα κάνω, τώρα, τα επόμενα πέντε χρόνια που θα βγει το άλλο το βιβλίο. Βγάζω τα χαρτάκια αυτά ένα ένα εκεί πέρα και τα κοιτάω, τι έχω, τα οποία δεν θυμάμαι καν τι γράφω μέσα, ας πούμε. Μέσα από αυτά τα χαρτάκια θα βγει το επόμενο βιβλίο κατά κάποιο τρόπο.

Β.Κ.:

Πόσο καιρό σας πήρε για να το ολοκληρώσετε; Και τα δύο τα βιβλία.

Κ.Γ.:

Κοίτα να δεις, να σου πω κάτι που είχε πει ο Κέρουακ. Γράφει [00:35:00]μια κόλλα χαρτί, ας το πούμε, σε μια νυχτιά, έτσι βγήκε, μπαμ μπαμ, και όταν τον ρώτησαν «Πόσο καιρό σε πήρε για να το γράψεις αυτό;», του είπε «Τρεις μήνες», γιατί σε τρεις μήνες ολοκληρώθηκε, ενώ βγήκε με τη μία. Το να γράψεις κάτι με τη μία δεν παίρνει χρόνο, είναι μάλλον στο περιβάλλον το άχρονο, κατά κάποιο τρόπο, το να γράψεις κάτι με τη μία, ας το πούμε. Εγώ έγραψα τον «Γεράκο» με τη μία, ας το πούμε… τον «Ξυλουργό», με τη μία, ένα βράδυ του ’89 τότε που ήμουν φοιτητής στην Αθήνα, 21 χρονών, 22 χρονών. Ο «Ξυλουργός» όμως για να ολοκληρωθεί έκανε 30 χρόνια.

Β.Κ.:

Ναι, ισχύει, σχετικά είναι όλα. Και πριν φτάσουμε στο τέλος, τι είναι για εσάς το γράψιμο, η γραφή, ότι «Θα κάτσω τώρα και θα γράψω»;

Κ.Γ.:

Γραφή κατά κάποιο τρόπο είναι κάτι το οποίο, όπως λένε κάποιοι άνθρωποι, ας το πούμε, «Δεν έχω δουλειά, πρέπει να βρω δουλειά», εγώ έχω δουλειά, αυτό, δηλαδή είναι κάτι το οποίο πρέπει να το κάνω. Όχι πρέπει να το κάνω, δεν γίνεται να μην το κάνω. Και, πέρα από αυτό, η γραφή είναι όπως είναι τα όνειρα, δηλαδή όπως μέσα από τα όνειρα ταξιδεύεις και βλέπεις πράγματα, τα οποία είναι ακατανόητα ή δεν θα μπορούσες να τα κάνεις ούτε και να είσαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο, και στη γραφή μπορείς να οδηγηθείς, κατά κάποιο τρόπο, να περιπλανηθείς, να πας, να βρεθείς, να παραβρεθείς σε πράγματα τα οποία δεν έχεις καν ιδέα ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν. Και αυτό δεν έχει σχέση ούτε με χρήματα ούτε καν με εξυπνάδα δεν έχει σχέση. Νομίζω ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να πάρει ένα μολύβι και να αρχίσει να γράφει, αν αυτό βέβαια δεν του είναι βαρετό. Γιατί σε μερικούς, για παράδειγμα, τα όνειρα είναι κάτι το οποίο είναι κουραστικό, νομίζουν ότι «Ποπό, θα πέσω και θα δω τώρα και θα ονειρευτώ και τι θα ονειρευτώ και θα δω πάλι εκείνον τον ίδιο εφιάλτη και…». Αυτό είναι χαζομάρες, δηλαδή όταν κοιμάσαι πρέπει να λες «Ωραία, θα ξεκουραστώ και θα δω υπέροχα όνειρα». Έτσι είναι και στο γράψιμο. Λες: «Θα πάρω το μολύβι, ησυχία έχει, ευτυχώς που έχει και ησυχία και θα γράψω».

Β.Κ.:

Ωραία. Οπότε επόμενο συγγραφικό βήμα τώρα είναι οι Καθρέφτες;

Κ.Γ.:

Οι Καθρέφτες είναι το προηγούμενο.

Β.Κ.:

Όχι οι Καθρέφτες, το Όνειρα και πραγματικότητες, συγνώμη.

Κ.Γ.:

Τα Όνειρα και πραγματικότητες, ναι, τα οποία θα είναι σε μια φάση της ηλικίας μου τότε που μέναμε στην μονοκατοικία, γιατί τώρα πάμε προς τα πίσω. Δηλαδή το πρώτο βιβλίο ήταν στο «Blues Bar», οι Καθρέφτες ήταν… στα Μικρά πορτρέτα που είναι πιο πολύ με τα φοιτητικά μου χρόνια εκεί πέρα, μετά πάμε στη μονοκατοικία που μέναμε εκεί, που κάναμε την οικογένεια, με την Σοφία και τον Σαμουήλ, τα παιδιά μου, αλλάζουν οι εποχές. Και μετά, το πρώτο βιβλίο, που πιθανώς θα είναι και το τελευταίο, θα είναι το πρώτο πρότζεκτ που άρχισα όταν ήμουν 20 χρονών, το οποίο εκεί πέρα έχει έναν τίτλο που λέγεται Μία μοναξιά θάλασσα τραγουδάει, και το οποίο θέλω να είναι κάτι σαν παραμύθι, θα δούμε τώρα. Αυτό το αφήνω, αυτό μετά από δέκα χρόνια.

Β.Κ.:

Άρα πάμε από μπρος, από τα μπροστά προς τα πίσω, κάπως αντίστροφα δηλαδή στα βιβλία.

Κ.Γ.:

Κοίτα να δεις, κάθε φορά που πιάνω μια σημείωση όμως… Κοίτα να δεις, είναι όπως είναι ένας άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος. [00:40:00]Αυτό φαίνεται και στο «Ο Τζιμ είχε ένα μπαρ» μέσα στους Καθρέφτες, ένας άνθρωπος, τέλος πάντων, δεν μπορεί να μην έχει επαφή με το παιδί που κάποτε ήταν. Το ότι διαβάζω εγώ κάτι που έγραψα 20 χρονών δε μου φαίνεται το ότι είναι παλιό, μου φαίνεται το ότι είναι δικό μου. Οπότε, αφού είναι δικό μου, δεν παίζει καμιά έννοια παλαιότητας ή αναχρονισμός η κάτι τέτοιο, ας το πούμε. Είναι κάτι το οποίο το έχω μπροστά μου, το έχω γράψει, άμα θέλω το κρατάω, άμα θέλω το συνεχίζω, επεμβαίνω ή το συνεχίζω κατά κάποιο τρόπο ή εμπνέομαι από αυτό ή λέω: «Ρε Κώστα, τι είχες γράψει τότε, μπράβο» ή, ξέρω γω, λέω: «Εντάξει μωρέ, πρωτόλειο ήταν αυτό, παιδικό ήταν κάπως» και το αφήνω στην άκρη. Αλλά υπάρχει εκεί πέρα όμως, δεν το πετάω κατά κάποιο τρόπο. Μπορεί κάποια στιγμή να το αναζητήσω, πιθανώς να πάρω κάτι από αυτό, εντάξει. Οπότε έτσι γίνεται όλη η δουλειά, δηλαδή άμα δεις και στην καθημερινότητά μας, φτάσαμε τώρα στο 2023 και, εντάξει, έχουν αλλάξει κάποιες συνθήκες, αλλά όχι και πολλά πράγματα. Εντάξει, υπάρχουνε τα κακά ζητήματα του κόσμου και τα καλά ζητήματα του κόσμου. Έχουμε πολέμους τώρα, που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, επειδή υπάρχει αυτή η εμπειρία των προηγούμενων αιώνων, ας το πούμε. Από την άλλη, οι καστανιές βγάλαν κάστανα, οι μανταρινιές βγάλαν μανταρίνια, οι ροδιές βγάλαν ρόδια και περιμένουμε και τα Χριστούγεννα!

Β.Κ.:

Έτσι ακριβώς! Ωραία. Και πριν ολοκληρώσουμε να ρωτήσω και κάτι άλλο. Και στα βιβλία σας γίνεται αναφορά και στις γυναίκες, στο γυναικείο φύλο, «Have you ever loved a woman?», άρα είναι και η γυναίκα έμπνευση, πηγή έμπνευσης.

Κ.Γ.:

Εννοείται, άμα δεν είναι η γυναίκα έμπνευση, δεν θα υπήρχε έμπνευση καταρχήν. Η έμπνευση προέρχεται σε πρώτο βαθμό από τη φύση, από το φυσικό περιβάλλον, το οποίο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Γιατί σαν παιδί μεγάλωσα σε βουνά και περπάτησα βουνά. Και, από την άλλη, το να παρατηρείς μία γυναίκα είναι σαν να βλέπεις ένα αριστούργημα. Δηλαδή από τις χειρονομίες, από τα βλέμματα, από τα χείλη της, από τις κινήσεις της. Δηλαδή έχω πιάσει τον εαυτό μου να παρατηρώ μία γυναίκα και λέω «Αυτό το πράγμα μπορώ να το κάνω μία εβδομάδα, να μην αλλάξει κάτι».

Β.Κ.:

Ωραία. Πριν φτάσουμε στο τέλος, δεν ξέρω, θα θέλατε να προσθέσετε κάτι;

Κ.Γ.:

Να πω αυτό που είχα πει και στην παρουσίαση του βιβλίου και είναι μια ευχή κατά κάποιο τρόπο: Όταν μεγαλώσω θέλω να είμαι ένας γεροπαραμυθάς. Να σε κοιτάω, να με κοιτάς, και να λέω ιστορίες, άλλες παλιές, άλλες καινούριες, άλλες εκείνης της ώρας, όνειρα και πραγματικότητες, θύμησες και φαντασιοντότητες, συνειρμούς και πετάγματα του νου. Στα μάτια, στα εσώτερα σπήλαια, ως τις γάργαρες πηγές που οδηγούν στους τόπους όπου συναναστρέφονται οι ψυχές.

Β.Κ.:

Πολύ ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Κ.Γ.:

Και εγώ ευχαριστώ.

Β.Κ.:

Και για το χρόνο και για τη συνέντευξη και τις ιστορίες και όλα. Να είστε καλά.

Κ.Γ.:

Έγινε, ευχαριστώ και εγώ.