Ανέστης Πορφυρίδης: «Σου λέω, εγώ είμαι να κλαίω εδώ πέρα για τον Πόντο... Ένα άστρο εξέβεν»
Ενότητα 1
Το προνόμιο και η καταδίκη να ζεις στην Ξηρόβρυση
00:00:00 - 00:15:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα είναι Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023. Είμαι η Κατικαρίδου Ανδρονίκη, είμαι ερευνήτρια του Istorima και βρίσκομαι εδώ με τον κύριο Ανέ…φυλιακό κλίμα, αλλά οι άνθρωποι κλείνουνε λίγο- πολύ τις πληγές και είναι διψασμένοι να ζήσουνε. Αυτό εμένα μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ο ερασιτέχνης επαγγελματίας της ποντιακής παράδοσης και τα πολιτιστικά δρώμενα του χωριού
00:15:14 - 00:26:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ’46 μέχρι το ’55 -ξέρω εγώ- είναι 9 χρόνια. Θυμάμαι εικόνες των χωριανών να χορεύουνε στην πλατεία και στη βρύση διψασμένοι. Να επισ…πα για τη δίψα που είχαν οι άνθρωποι να ζήσουν με όλο εκείνο το πλαίσιο το αρνητικό, με τη στέρηση, το ένα, το άλλο και κυρίως το πολιτικό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι αναμνήσεις από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής και τα βιώματα με τους λυράρηδες της ποντιακής μουσικής
00:26:18 - 00:43:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το πολιτικό που αυτό εμένα απασχολούσε για αυτό εκείνες τις εκλογές του ’61… Το ’58 η Ε.Δ.Α βγαίνει αξιωματική αντιπολίτευση με 78 βουλευτές…ν ξέρει. Έτσι, δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση: «Άφες αυτοίς -εμείς αυτό λέμε- ου γάρ οίδασι...». Δεν ξέρουνε. Δεν ξέρουνε αυτοί οι άνθρωποι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η συντροφιά της λύρας στην στρατιωτική θητεία και η γνωριμία με τον Γώγο Πετρίδη
00:43:23 - 00:56:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς πότε ξεκινήσατε για πρώτη φορά να παίζετε με τη λύρα; Πώς συνέβαλε σε αυτό ο πατέρας σας; Μπράβο, σωστή ερώτηση. Πολύ εύστοχη, αλλά …ρχίνισεν και πού επήεν;», έτσι; Δηλαδή, αυτή η άνεση που πηγαίνανε. Αλλά, αν έπαιζε τώρα χασαποσέρβικα ή κάτι τέτοια, δεν τους απασχολούσε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η επιρροή του πατέρα και τα στιχάκια της γιαγιάς
00:56:10 - 01:09:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς από όλους αυτούς τους λυράρηδες, παίξατε στο εικοσιοχτάμηνο στον στρατό. Ήρθε κάποιος ή ο πατέρας σας, ας πούμε, να σας κάνει μαθήματ… θυμάμαι: «Στάθη, την τάδε του μηνός θα έρθεις εκεί στο πανηγύρι!» και το ένα και το άλλο. Λοιπόν, ρώτα κάτι άλλο, γιατί εγώ, άμα αρχίσω...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Το πολιτιστικό ηλεκτρολογείο και η ιεροτελεστία του παρακάθ’
01:09:36 - 01:17:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπήρχε κάποιο μουχαπέτ που να έχει μείνει πολύ έντονα στη μνήμη σας ή κάτι που να έγινε κάποιο επεισοδιακό μουχαμπέτ, κάτι πολύ... Που να ε…πους έχω γνωρίσει εκεί. Αφού λέω: «Θες να πάω εγώ στην Κατερίνη να περπατήσω; Θα συναντήσω κάποιον από τα ποντιακά». Δεν υπάρχει περίπτωση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η νυχτερινή ποντιακή διασκέδαση και ο εκφυλισμός της
01:17:36 - 01:30:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πριν αναφέρατε κάποια στιγμή και για την ποντιακή διασκέδαση, τη νυχτερινή ποντιακή διασκέδαση- Ναι. Που τη βιώσατε- Ναι. Άλλαξε όλο αυ…λλάζουν. Όλο το πλαίσιο άλλαξε, ακόμα για τα παρχάρια θα λέμε;». Και γιατί να μην πεις για τα παρχάρια, ρε φίλε; Γιατί να μην τα κρατήσεις;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η ποντιακή λύρα από γενιά σε γενιά
01:30:15 - 01:47:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να γυρίσουμε στην ποντιακή λύρα. Ναι. Μιας που την πιάσετε και στα χέρια σας, από τι υλικά είναι κατασκευασμένη η συγκεκριμένη ή και αυτέ…λο να προσθέσετε; Όχι, νομίζω ότι... Ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για σήμερα. Να είσαι καλά. Καλή συνέχεια. Να είσαι καλά, Ανδρονίκη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Σήμερα είναι Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023. Είμαι η Κατικαρίδου Ανδρονίκη, είμαι ερευνήτρια του Istorima και βρίσκομαι εδώ με τον κύριο Ανέστη Πορφυρίδη. Βρισκόμαστε στο πατρικό σπίτι του αφηγητή, το οποίο είναι στην Ξηρόβρυση, στο Κιλκίς. Καλημέρα και καλό μήνα, κύριε Ανέστη!
Καλημέρα σου, Ανδρονίκη!
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Πάρα πολύ καλά.
Πολύ ωραία. Θέλετε να μου πείτε δύο λόγια λίγο έτσι για τη ζωή σας; Πότε και πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα σε αυτό το χωριό, την Ξηρόβρυση, με την τούρκικη ονομασία Σερσεμλί, το οποίο μπορεί να στρέφει το μυαλό λίγο- πολύ σε μία κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι και πολύ έξυπνοι, σερσέμηδες. Αλλά ετυμολογικά δεν βγήκε από αυτό το Σερσεμλί. Βγήκε από τον τοπάρχη των Τούρκων, τον Σερσέμ Αλί, που το είχε εδώ σαν φέουδο -εντός εισαγωγικών- και από εκεί ήτανε του αγά, του Σερσέμ Αλί, ας πούμε, εδώ πέρα η περιοχή και έμεινε Σερσεμλί. Άλλοι λέγανε, βέβαια, ότι το λέγανε πιο μπροστά Σουσαμλί, γιατί είχε πολλά σησάμια… Σησάμι και για αυτό και μετά Σουσαμλί, ίσως κοροϊδεύοντας κάποιοι το επέβαλαν ως Σερσεμλί. Πάντως οι Ξηροβρυσιώτες δεν έχουν καμία σχέση με τον ελλειμματικό άνθρωπο, τον σερσέμη. Ίσα- ίσα που το χωριό είχε πολύ μεγάλη παραγωγή πνευματικών ανθρώπων, καθηγητών, μαθηματικών, μηχανικών, πολιτικών μηχανικών, ιατρών, πάρα πολλούς. Κάθε σπίτι είχε και ένα- δύο μορφωμένους σε σημείο που ενοχλούσε καμιά φορά τους Κιλκισιώτες. Όταν έλεγες ότι: «Είμαι από την Ξηρόβρυση», λένε: «Και εσύ από εκεί;». Γιατί παντού σε όλες τις δημόσιες θέσεις και παντού είχε Ξηροβρυσιώτες, σε αρκετές. Γιατί είχε και έναν αποκλεισμό πολιτικό εκείνα τα χρόνια. Εγώ εδώ σπούδασα, μετά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλολογία –ιστορικό τμήμα– και μετά καθηγητής για 35 χρόνια στο Κιλκίς και στην περιοχή του. Τώρα συνταξιούχος εδώ και μία δεκαετία ασχολούμαι με την ανάγνωση και τα βιβλία μου. Αυτά, εν ολίγοις.
Πώς ήτανε να μεγαλώνετε εδώ, στο χωριό; Τι σχέση είχατε με τους γονείς σας;
Με τους γονείς πάρα πολύ καλή. Όσο ήμασταν τυχεροί, γιατί υπήρχαν και οικογένειες, όπου οι γονείς απαίδευτοι και με παλιά νοοτροπία ήταν λίγο βίαιοι. Εγώ, δηλαδή, αυτό μπορώ να σου πω εδώ για τις αναμνήσεις ενός εβδομηντάρη και τα βιώματά τους σε αυτό το χωριό και την ευρύτερη λίγο περιοχή, το οποίο τώρα σε αυτήν την ηλικία, μπορώ να σου πω ότι είναι και προνόμιο και καταδίκη. Με την έννοια ότι εγώ που γεννήθηκα το ’50 –1950– το προνόμιο ήτανε ότι έζησα σε μία εποχή, όπου γνώρισα τους ανθρώπους, όπου ο άνθρωπος με Α κεφαλαίο ήτανε μέσα τους, το οποίο σήμερα διαπιστώνω ότι έχει αποχωρήσει. Αυτός ο Άνθρωπος εκείνη την εποχή ήταν κυρίαρχος. Το έβλεπες, ας πούμε, εδώ, στη συλλογική ευθύνη της κοινότητας που και κάποιος, αν ήταν αναξιοπαθής και δεν μπορούσε, δεν είχε τα απαραίτητα να επιβιώσει -και θα σου πω γιατί-, όλο το χωριό με κάποιον τρόπο δίνοντας και αυτό από το υστέρημά του, έδινε την επάρκεια σε αυτήν την οικογένεια να βγάλει τον χειμώνα και να επιβιώσει. Γιατί τότε δεν ήταν τα πράγματα έτσι. Το προνόμιο, λοιπόν, ήταν ότι έζησα σε μία εποχή που οι άνθρωποι είχαν αυτήν τη συνοχή. Έδιναν συναίσθημα ο ένας τον άλλο, λειτουργούσανε καθημερινά σε σχέση με τον άλλο και ο νέος, ο μικρός, ας πούμε, εδώ έβλεπε αυτό το πράγμα στην καθημερινότητά του. Από τα γλέντια που γινόταν, από τους γάμους, και στα άλλα τα λυπηρά, λίγο τα αυτά, σε κηδείες -για παράδειγμα- και όλα αυτά, αλλά καθημερινά το χωριό λειτουργούσε μέσα σε αυτήν την περίμετρο -ξέρω γω- τον κύκλο των 2 χιλιομέτρων. Τα αστεία που λεγότανε, ό,τι ευτράπελα συνέβαιναν μέσα στο χωριό, αυτά αναμεταδιδόταν και διατηρούνταν και για ένα μήνα. Ο τάδε είπε: «Έτσι» και γινόταν και κλισέ καμιά φορά και στις κουβέντες τους. Λοιπόν… Έβλεπες χαρούμενα άτομα μέσα στη στέρηση, έβλεπες χαρούμενα άτομα, τα οποία απολάμβαναν την καθημερινότητά τους. Το λίγο φαγητό που είχανε, αλλά κυρίως σε αυτό το άνοιγμα της καρδιάς που είχανε, αυτό σχεδόν τους έκαμνε χαρούμενους. Εγώ λέω είμαι τυχερός και είναι προνόμιο, γιατί γεννήθηκα το ’50 και δεν έζησα ούτε πολέμους, ούτε παγκόσμιους, ούτε εμφύλιους. Το μόνο που έζησα ήταν το μετεμφυλιακό κλίμα. Αυτό το εισέπραξα και πολύ περισσότερο ως Ξηροβρυσιώτης, γιατί η Ξηρόβρυση είναι ίσως –για να μην είμαι και απόλυτος– το μοναδικό χωριό μέσα στον εμφύλιο –γιατί μελέτησα και των δεξιών τα βιβλία, των ιστορικών– τέτοιο πράγμα ένα χωριό να εξολοθρευθεί στο ένα τρίτο του πληθυσμού του. Πέρα από αυτούς που χαθήκανε στο βουνό και στο αντάρτικο, έχασε το δυναμικό υλικό του, τα εικοσάχρονα παιδιά αυτά που θα ήτανε οι επόμενοι πολίτες που θα προσέφεραν και στο χωριό και στον τόπο, γιατί ήτανε μορφωμένα παιδιά, παιδιά που είχανε και πάστα αθλητική. Είχαμε εδώ αθλητές, οι οποίοι πηδάγανε στα αγωνίσματα στου απλού, για παράδειγμα, περισσότερο από τον Μαγκλάρα. Είχε τέτοια πάστα, είχε αθλητές από τους τόπους προέλευσής μας, από την Κρώμνη, από τη Βαρενού, που ήταν οι περισσότεροι… Που ήτανε τόπος που έβγαζε δασκάλους, ιερωμένους, ζωγράφους. Είχανε πάρει αυτοί λίγο- πολύ την επιταγή ότι: «Θα πρέπει να μορφωθούμε». Για παράδειγμα, ας πούμε, η γιαγιά μου τρεις μέρες είχε πάει στο σχολείο και αυτή μου είχε μάθει, βέβαια, και την αλφαβήτα να τη λέω ευθέως και αντιστρόφως πριν ακόμα πάω στο σχολείο. Και η φράση που επικρατούσε εδώ: «Διάβασε εσύ, μορφώσου -γιατί λέγανε και στη Βαρενού, έτσι;- μη στεναχωριέσαι. Διάβασε και θα σε στείλω στη Βιέννη». Υπήρχε κάποια σχέση λόγω του Μητροπολίτη που υπήρχε εκεί, της Βαρενού, έδιναν μία υποτροφία και όσοι ήταν καλοί πήγαιναν στη Βιέννη. Για αυτό και, όταν ο Ενεπεκίδης, αυτός ο μέγας ιστορικός, που είναι στη Βιέννη κτλ., έλεγα: «Πιθανόν και αυτός να έχει κάποια σχέση με Βαρενού». Δεν ξέρω, δεν αυθαιρετώ, ας πούμε. Αυτό, λοιπόν, το προνόμιο είναι ότι δεν ζήσαμε τον πόλεμο, δεν είχαμε την αγωνία του θανάτου. Αλλά το μετεμφυλιακό κλίμα το εισέπραττα καθημερινά. Γιατί εγώ μεγάλωσα… Τα παιδιά μεγαλώνουν τώρα με παραμύθια, εγώ μεγάλωνα με τις αφηγήσεις της Μακρονήσου. Ο πατέρας μου έκανε 5 χρόνια στον στρατό. Τον πήρανε το ’44 –εκεί- ’45 και ήρθε το ’49. Στην αρχή πολεμούσε με τον Εθνικό Στρατό, τον πήρανε φαντάρο, ο αδελφός του ήτανε στο βουνό. Εμφύλιος πόλεμος στην κυριολεξία. Ο αδερφός απέναντι και ο πατέρας μου έλεγε: «Πολλές φορές, όταν πυροβολούσα, έλεγα: “Λες απέναντι να είναι ο αδερφός μου;”». Με αυτές τις αφηγήσεις και μετά κάποια στιγμή το ’48, όταν υπήρχε φόβος να αυτομολήσουν αυτοί που είχανε... Κομμουνιστές στο απέναντι στρατόπεδο, τους κλείσανε όλους στη Μακρόνησο και έκανε στη Μακρόνησο δύο χρόνια. Λοιπόν, μεγάλωνα με τις ιστορίες της Μακρονήσου και του εμφυλίου με όλες εκείνες τις σφαγές στις οποίες τότε δεν νοιαζόταν και πολύ οι γονείς, αν προκαλούνε τραύματα στα παιδιά. Σε αυτόν τον χώρο των 10 τετραγωνικών γινότανε νυχτέρια που είχε εδώ μέσα έξι- εφτά άτομα της ηλικίας του πατέρα μου που θέλανε να ακούσουν τις ιστορίες του. Λοιπόν, και έλεγε αυτός για τις επιχειρήσεις, πώς ο ομαδάρχης γινόταν εκείνες οι φονικότατες μάχες και να βλέπεις κομματιασμένους ανθρώπους, ξεκοιλιασμένους που να κρατάνε -ξέρω γω- τα άντερά τους και να λένε: «Συνάδελφε, βοήθα!». Γιατί την ώρα που το πρανές… Στο πρανές εκεί του λόφου προσπαθούσαν να το πάρουνε και γάζωνε η τουρτούρα -μικρός είχα μάθει τη λέξη τουρτούρα, το πολυβόλο που βαρούσε- και φεύγανε, δεν μπορούσες, πήγαινες προς τα πάνω, αλλά εκείνος σε μακέλευε. Καθώς, λοιπόν, και φεύγανε «Συνάδελφε, βοήθα!» και έλεγε ο πατέρας μου: «Εσέν θα βοηθώ ή την ψύ' μ΄ θα γουρταρεύω;» στα ποντιακά. Λοιπόν, και μεγάλωνα ακριβώς με αυτές τις εικόνες τις μακάβριες και ειδικά στη Μακρόνησο, όταν όλη την ιστορία με το σύρμα που χώριζε ένα μέρος που βάζανε τους σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές που κουβαλούσαν την πέτρα πάνω- κάτω. Αυτό που, όταν το διάβασα μετά, 15 χρονών, το «Οδός Αβύσσου. Αριθμός μηδέν.» του Λουντέμη, όλα εγώ τα ήξερα, τα είχα ακούσει από πρώτο χέρι από τον πατέρα μου[00:10:00] και τα ονόματα. Ο Καραφώτης ο Νιάρχος της εποχής εκείνης που ήταν αυτοί, τώρα είναι πεθαμένοι οπότε δεν προσβάλλουμε και κανέναν. Και... τα είδα στο... στο βιβλίο του Λουντέμη, αυτά ήταν εκεί. Με τις ιστορίες, τις μελαγχολικές, λοιπόν, μεγάλωνα με αυτά και, όταν έβλεπα χωροφύλακα, αγροφύλακα, πραγματικά ένιωθα ένα σύγκρυο, γιατί ερχότανε με μια αυθαιρεσία, για παράδειγμα, για να ταπεινώσουν και το χωριό πολλές φορές, ερχόταν: «Θα σκοτώσουμε τα σκυλιά!». Ερχόταν ο αγροφύλακας που ήτανε και ντόπιος, από εδώ, λοιπόν, και... Είναι αυτές οι μετακινήσεις που λέμε που φεύγεις από το βουνό ως αντάρτης, αυτομολείς, μετά γίνεσαι με τους νικητές και γίνεσαι πανίσχυρος και δείχνεις βασιλικότερος του βασιλέως. Λοιπόν, «Αυθαιρέτως αποφασίζουμε να σκοτώσουμε τα σκυλιά», τα οποία δεν είναι, όπως σήμερα διακοσμητικά, επιτελούσαν λειτουργικό ρόλο. Το σκυλί ήταν για να φυλάει τα πρόβατα, να πάει να φυλάνε από τον λύκο. Δεν μπορεί εσύ να το σκοτώσεις. Ο πατέρας μου που ήτανε και κυνηγός, τα σκυλιά μας όλα ήτανε με ταυτότητες, εμβολιασμένα και όλα αυτά. Και ερχόταν αυτός, λοιπόν, και άκουγες τους πυροβολισμούς και τα καημένα τα σκυλιά πώς μπαίνανε και αυτά μέσα στα σπίτια να κρυφτούνε. Όταν πήγα στο γυμνάσιο, βέβαια, όταν έβλεπα χωροφύλακα στην κυριολεξία άλλο επίπεδο. Φοβόμασταν πιο πολύ. Αυτό το κλίμα. Λοιπόν, σε αυτό το σπίτι εδώ εγώ μεγάλωνα με την αφήγηση. Εδώ μέσα σκοτώθηκαν χωριανοί. Εδώ, μαζεύτηκαν σε αυτό το σπίτι, επειδή ο πατέρας μου ήτανε στρατιώτης, μήπως επικαλεστούν, όπως και έσωσε κάποιους, μήπως ότι πολεμάει με τον Εθνικό Στρατό και «Εσείς μας πυροβολάτε;». Αλλά έλα που καθώς πυροβολούσανε ήταν εδώ η Βαρβάρα, αυτή η Βάρε που λέγανε με τους Κυριακού που έχει σχέση, η οποία προσπαθούσε να σώσει… Αγωνιούσε για τον άνδρα της «Μουχαήλ θα σκοτώνεσαι, Μουχαήλ!». Αυτός είχε μπει κάτω από το κρεβάτι και αυτή πηγαινοερχόταν σε εκείνο το παράθυρο και ήρθε η ριπή και την χτύπησε, την έκανε και αυτή, όπως ήταν και ευτραφής λίγο, έπεσε και το αίμα είχε πέσει εδώ και οι τρύπες από τις σφαίρες ήταν εκεί για πολλά χρόνια. Εγώ τις έβλεπα. Δηλαδή, μία δεκαετία ήταν εκεί. Και σε αυτό το δωμάτιο την φέρανε εκεί, μέσα εδώ, όπου έπεσε και πέθανε. Δηλαδή, ήξερα ότι εδώ είναι που πέθανε η κυρία τάδε, εκεί που σκοτώθηκε ο άλλος. Η αφήγηση ήταν έτσι. Την πρώτη δραματική αφήγηση που άκουσα τριών χρονών ήταν στην... 20 Νοεμβρίου, στο σούρουπο που η γιαγιά μου με τη γειτόνισσα ξεκίνησαν έτσι. Εγώ έπαιζα τριών χρόνων και δεν υπολόγιζαν, βέβαια, ότι ένα παιδί που -τέλος πάντων- μπορεί να έχει και ευαισθησίες κι ας είναι τριών χρονών, ακούει. Τρεισήμισι. Η γιαγιά μου είπε: «Θυμάσαι; -λένε-. Αΐκον ώραν έτονε. Τέτοια ώρα ήτανε που τα σκυλία, αυτοί οι βαμμένοι -που ο αριθμός τους ποικίλει από 100 μέχρι 150, άλλοι λένε 50, αλλά εγώ πιστεύω ότι είναι γύρω στα 150 άτομα- Αΐκον ώρα έτονε» που κατέβηκαν από το δάσος και σκότωσαν τα δύο κορίτσια, τη Δέσποινα και την Ελένη του Ρουσσίδη. Από εκεί κάνανε όλη την περιγραφή μπροστά μου που εγώ έπαιζα και σου λέει: «Αυτό δεν καταλαβαίνει». Και πώς πήγανε, πώς βίασαν τη δεκατετράχρονη, τη Βικτωρία, πώς σκότωσαν την άλλη, πώς ξεκοίλιασαν, πώς κάνανε κτλ. Αυτό το αίσχος που σου λέω, το μοναδικό χωριό! Αυτές είναι οι μνήμες. Και εμφανίζομαι λίγο αντιφατικός με την έννοια ότι είπα είναι προνόμιο και καταδίκη ότι έζησα σε μια καλή εποχή, αλλά σε αυτό το σπίτι υπήρχε πολύς οδυρμός. Γιατί εδώ γίνανε πολλά που ζούσανε. Τα άλλα που τα ρημάξανε τα χωριά, τα σπίτια δεν υπήρχε μέσα άτομο που να τα αναμοχλεύει και να τα διηγείται με τον πόνο που είχε μέσα του. Εδώ τα λέγανε και καθώς ο αδερφός του πατέρα μου είχε φύγει στη Βουδαπέστη, ήταν στην ξενιτιά και δεν μπορούσε να έρθει πια, τον στείλανε μετά από 20 χρόνια, 30. Αυτός ο πόνος –ο μνησιπήμων πόνος που λέει ο ποιητής– έτρωγε τη γιαγιά μου, ας πούμε. Έτσι που το ένα το παιδί της ήταν εκεί και μαζί, επειδή την υπεραγαπούσαμε τη γιαγιά μας περνούσε και σε μας ο πόνος. Αυτά ήτανε τα μόνα έτσι που λίγο-πολύ την παιδική ψυχή και τους άλλους λίγο υποβάθμιζαν την ποιότητα, γιατί ο άλλος μπορεί να γελάσει: «Τι ποιότητα;». Όταν εδώ πέρα ήταν όλα στη στέρηση. Αν δεν ήταν, ίσως για αυτό είχανε πολύ μεγάλη αξία. Δηλαδή, ’49 τελειώνει ο εμφύλιος πόλεμος, τη δεκαετία του ’50 λίγο- πολύ υπάρχει το μετεμφυλιακό κλίμα, αλλά οι άνθρωποι κλείνουνε λίγο- πολύ τις πληγές και είναι διψασμένοι να ζήσουνε. Αυτό εμένα μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση.
Ενότητα 2
Ο ερασιτέχνης επαγγελματίας της ποντιακής παράδοσης και τα πολιτιστικά δρώμενα του χωριού
00:15:14 - 00:26:18
Λοιπόν, ’46 μέχρι το ’55 -ξέρω εγώ- είναι 9 χρόνια. Θυμάμαι εικόνες των χωριανών να χορεύουνε στην πλατεία και στη βρύση διψασμένοι. Να επιστρέφουν από το χωράφι κατάκοποι, αλλά η δίψα για ζωή τους έκαμνε κατευθείαν να αφήνουνε λίγο- πολύ το κάρο στην άκρη, γιατί ο πατέρας μου έπαιζε λύρα εκεί μπροστά στην εκκλησιά και να τους βλέπεις να χορεύουνε. Και θυμάμαι έναν εκεί, τον Βασιλειάδη τον Νόσογλη που λέγανε, που άφησε το κάρο εδώ, στη βρύση, και όπως κατέβαινε αυτός έτσι με τις μουστάκες, λέει τον πατέρα μου: «Στάθιε, παίξον έναν βαρύν!». Να μην είναι κανένα χορευτικό. Δεν μπορούσε, κουρασμένος ήταν, και έπαιξε ένα διπάτ ο πατέρας μου. Και το θυμάμαι που χόρευε αυτός βαριά τα βήματα και τα σήκωνε. Αλλά χόρευαν. Γινόταν χοροεσπερίδες. Εδώ έρχομαι στη χαρούμενη εποχή. Βγαίνανε τα αγόρια. Χειμώνας τώρα, υπήρχαν δύο- τρία καφενεία και άκουγες τα αγόρια να φωνάζουν: «Χορός!». Και πώς από εδώ, σε κάθε σπίτι που γυρίζανε, θυμάμαι την αδερφή μου που με περνούσε τέσσερα- πέντε χρόνια, για πότε, ας πούμε, εδώ πέρα το βράδυ θα έχει χορό. Δηλαδή, όταν λέμε… Όταν νύχτωνε τον χειμώνα 19:00 η ώρα, 20:00 αρχινούσε ο χορός. Ντυνότανε, πάντα με συνοδεία ή της γιαγιάς ή της μαμάς στο καφενείο για να πάει να χορέψουνε, με τα βλέμματα άγρυπνα πάνω τους στα κορίτσια. Εκείνη τη μέρα που σου λέω πως κυκλοφορούσε και η κοσμική εντός εισαγωγικών ζωή. «Ο τάδε χόρεψε με την τάδε και την κέρασε λουκούμι και την έπιασε το χέρι, του χαμογέλασε». Και γύριζε αυτό μες στο χωριό. Λοιπόν, αυτά ήταν που απολάμβαναν το φαγητό, το καλό εντός εισαγωγικών, αν θα τρώγανε κρέας τα Χριστούγεννα. Τώρα, όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα άκουγες λίγο- πολύ τους θρήνους των γουρουνιών, που αυτό εμένα με στεναχωρούσε πάρα πολύ. Ένα θετικό είχε μόνο που μας δίνανε την κύστη που ήταν σκληρή και την κάμναμε μπάλα και παίζαμε με εκείνην. Αυτό ήταν το θετικό, κατά τα άλλα τα λυπόμουνα λίγο τα γουρουνάκια. Και υπήρχε, βέβαια, και πάντα ένας κίνδυνος μήπως το γουρούνι επάνω στον φόβο του τραυματίσει κανέναν και ας ήταν και ήμερο. Λοιπόν, και μαζευόταν, όταν έβλεπα αυτές τις σκηνές της αδελφοσύνης πώς φώναζε στον άλλον: «Έλα -ξέρω γω-, έκοψα καπνό ψιλοκομμένο -από τα καπνά που κάναμε-. Έλα να καπνίσουμε!». Αυτό που έλεγα: «Άμα μεγαλώσω και εγώ, θα καπνίζω και θα φωνάζω τους φίλους να έρχονται». Ή όταν δεν κάνανε τα σισλίχαντα, τα λεγόμενα, από τα κρέατα του γουρουνιού που τα έριχναν έτσι πάνω στα κάρβουνα και μαζευόταν και τρώγανε και διασκεδάζανε και παίρνανε τον πατέρα μου και γυρίζανε το χωριό. Δηλαδή, σε ό,τι αφορά το όργανο -παρένθεση- ο πατέρας μου ήτανε ο ερασιτέχνης επαγγελματίας -εντός εισαγωγικών- για την εποχή. Και εδώ αυτό θέλω να σου πω ότι εγώ τουλάχιστον εδώ δεν πείνασα. Δεν πείνασα, γιατί μπορεί να είχαμε το ’50 τόσο 5 πρόβατα και 2 αγελάδες, αλλά μέσα σε μία δεκαετία είχαμε 150 πρόβατα, είχαμε 10 αγελάδες, γιατί ο πατέρας μου έβγαζε λεφτά με τη λύρα. Δεν είναι όπως τώρα που, αν ανοίξουμε ένα κεφάλαιο λίγο για τα ποντιακά, θα σου πω πόσο έχει χαλάσει πια. Που ο πατέρας μου έλεγε: «Άλλο η κεμεντζέ κι ες τατ!». Ουσία στα τούρκικα, αυτή είναι τούρκικη λέξη το... Δεν έχει νόημα, γιατί πια έγινε κάτι πολύ επαγγελματικό, έγινε επιδεικτικό. Και η μουσική πια δεν έχει καμία σχέση με εκείνη την αυθεντική, ούτε σε ηχόχρωμα ούτε σε γύρισμα. Τώρα είναι καθαρή επίδειξη. Λοιπόν, αυτό, επειδή ερχότανε, ήταν στην περιοχή ο κυρίαρχος λυράρης, για αυτό έλεγε και το τραγούδι: «Εμέναν Στάθη λένε με κι εν ας οι Πορφυράντας, χωρίς εμέν 'κι ήντανε σουμάδα και χαράντας». Όλοι αυτόν παίρνανε. Και όχι μόνο στο χωριό, σε όλη την επικράτεια, από τη Φύσκα μέχρι την Κοκκινιά, ήτανε ο λυράρης, ο οποίος έπαιζε και τραγουδούσε με εκείνη την ποιοτική φωνή, δηλαδή του Κρωμέτ. Επομένως, όταν[00:20:00] υπήρχαν αυτά τα λεφτά, όχι αφθονία, δηλαδή το ρευστό που δεν το είχαν οι άλλοι, το οποίο στην αρχή το βρίσκαμε εμείς με τα προϊόντα που παρήγαγε το σπίτι, βούτυρο, πασκιτάν, αυγά. Πήγαινε η μάνα μου στο παζάρι τα πουλούσε αυτά και με τα χρήματα που έπαιρνε, έπαιρνε το λάδι, έπαιρνε προϊόντα κάποια και ερχόταν. Και θα ήμασταν τυχεροί, αν μας έφερνε και καμία τουλούμπα, ας πούμε, εδώ που ήταν το αγαπημένο μου γλυκό. Εκεί, λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, όταν πια έφυγε η πείνα, αλλά δεν υπήρχε και ο καταναλωτισμός να έχουμε άγχος που δεν έχουμε ρούχα κτλ., θα ήσουν πολύ τυχερός, αν είχες μία αλλαξιά, τη έξεργονος, τα γιορτινά δηλαδή, έτσι; Και κυρίως τον χειμώνα, ήταν τα δύσκολα. Έτσι και μία άλλη. Αλλά εγώ ήμουνα πολύ χαρούμενος για ένα πράγμα. Αν μου παίρνανε, ας πούμε, τον δεκαπενταύγουστο μόνο κάλτσες. Δεν με πείραζε, αν το παντελονάκι μου, όταν ήμουνα, ήτανε λίγο καρικωμένο. Είχα καινούργιες κάλτσες. Ένα πράγμα άμα μου έπαιρνες, είχα καινούργια παπούτσια. Ενώ βλέπεις τα παίρνεις σήμερα ρούχα και μπορεί να ντύσεις πενήντα παιδιά με τα ρούχα που τα φοράνε λίγο και τα πετάνε που είναι και φτηνά ίσως. Και τότε φθηνά ήταν, αλλά δεν υπήρχε αυτή η τάση να αλλάζεις όλη την ώρα, στα χωριά τουλάχιστον. Λοιπόν, αφού υπήρχε αυτό και είχαμε τη σχετική άνεση, απολαμβάναμε ακριβώς αυτό που συνέβαινε στο χωριό, η κοινωνική συνοχή που ήταν με τις θεατρικές παραστάσεις. Δεν υπήρχε περίοδος –σεζόν, όπως λένε τώρα– που να μην ανεβαίνουν μία και δύο παραστάσεις. Το ζητούσε το χωριό. Επαραπονείτο κάποιος, εάν δεν ήταν μέσα στη θεατρική ομάδα της οποίας ο πατέρας μου ήταν –για την εποχή εκείνη– ο μέγας σκηνοθέτης. Δεν ξέρω πού τα είχε μάθει. Πάντως επέλεγε τους ρόλους, ποιος θα ταιριάζει σε ποιον, έκαμνε την οντισιόν, δηλαδή αυτήν την επιλογή, και όλα αυτά γινόταν σε αυτό εδώ το δωμάτιο, το τρία επί τρία, στο οποίο ήταν εδώ μαζεμένοι γύρω στα 15 άτομα. Σκέψου, πόσο τυχερός! Μιλάω τώρα προσωπικά, γιατί εγώ αυτό... Σαν να εξωραΐζω λίγο την εποχή που για άλλους μπορεί να μην ήταν έτσι, αλλά φαντάσου πόσο μεγάλη σημασία έχει από τα τρία- τέσσερα χρόνια, ένα παιδί να βλέπει θέατρο. Ήξερα τα θεατρικά έργα απέξω, χωρίς να ξέρω γράμματα. Μικροί Φαρισαίοι, Φαύλος κύκλος, Γκόλφω, Καραγκιόζη. Λοιπόν, τα ήξερα όλα απέξω, γιατί παιζόταν εδώ μέσα οι πρόβες. Πρώτα εδώ γινότανε. Εδώ άναβε η σόμπα, πώς χωρούσαν; Όρθιοι καθότανε εδώ- εκεί. Και μάλιστα, θυμάμαι, οι σκηνές που καθώς ήτανε κάποιοι πειραχτήρια, όπως ο Παύλος ο Κωνσταντινίδης, της Ευγενίας –της κυρά Ευγενίας– που έκανε λίγο- πολύ κάποια κωμικά. Και την ώρα που ο πατέρας μου μάθαινε κάποιον πώς να πει τον ρόλο του, τον σκηνοθετούσε, αυτός κορόιδευε. Και ενώ το χιόνι ήταν – χιόνιζε και πολύ– ήτανε μέχρι τη μέση, τον εξοβέλιζε, τον έλεγε: «Έξω! Πάνε έξω, τιμωρία!». Και οι άλλοι γελούσανε πνιχτά, ας πούμε. Και τον θυμάμαι αυτόν εδώ έξω που έκαμνε κρύο πως για να ζεσταθεί, χόρευε πυρρίχιο. Χόρευε, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε. Και γελούσανε πάλι οι άνθρωποι. Λοιπόν, και ήξερα τα έργα. Και καθώς ο υποβολέας, ο πατέρας μου, ήταν πίσω στο πανί, στη σκηνή που κάνανε… Και αυτοί ήταν άνθρωποι αγράμματοι, του δημοτικού -τέλος πάντων-, όχι αγράμματοι, πήγαιναν και κολλούσαν στο παραβάν για να ακούσουν τον υποβολέα, όταν το ξεχνούσανε. Λοιπόν, και επειδή πολλές φορές, όμως, δεν μπορείς να πας και προς τα πίσω, έπρεπε να είσαι μπροστά, με βάζανε ακριβώς όπως ήταν η σκηνή, με βάζανε μπροστά, αν κάποιος ξεχνούσε τον ρόλο του να του το πω εγώ. Και το έλεγα. Εάν κάποιος ξεχνούσε, τον έλεγα πώς είναι, γιατί ήξερα όλους τους ρόλους, όχι μόνο τον ένα. Πότε θα πει ο ένας, πότε… Που λέμε: «Είναι σφουγγάρι το μυαλό του παιδιού». Λοιπόν, και οι Μικροί Φαρισαίοι, βέβαια, τους οποίους τους ήξερα, μετά το βλέπαμε εδώ, όταν έβλεπα το: «Να γαμπρός, να μάλαμα!». Εγώ το θυμάμαι. Και ήτανε τότε, είχε τον τίτλο. Του Ψαθά έργα παίζανε. «Ο Φαύλος κύκλος», το «Τρελά είναι τα παιδιά μου!» η φράση μετά με τον Παπαγιαννόπουλο «Τρελά είναι τα παιδιά μου!». Αυτό κυκλοφορούσε: «Τρελά είναι τα παιδιά μου!», το λέγανε και γελούσανε πολύ. Είχαν τέτοια επιτυχία που δεν παιζόταν μόνο εδώ που ερχόταν, θυμάμαι, παιζόταν δύο- τρείς παραστάσεις που ερχόταν το Ζαχαράτο, ερχότανε τα χωριά. Μετά, το παίζανε στο Κιλκίς, στο Κολοσσαίον. Ήταν ένας κινηματογράφος που ήτανε... Τώρα άλλαξε. «Escape» το είπανε και δεν το είπανε, δεν ξέρω. Τώρα είναι πολεμικές τέχνες μέσα, δεν ξέρω τι είναι. Παίχτηκε εκεί ολόκληρη εβδομάδα και μετά, πηγαίνανε, το παίζανε και στη Θεσσαλονίκη μια φορά, δύο. Δεν ξέρω. Και μαζεύανε τα χρήματα για την εκκλησία που κάναμε εκεί. Και θυμάμαι πως ο πατέρας μου, όμως, τα έκαμνε αυτά για το σχολείο, για -τέλος πάντων- για τις ανάγκες που μαζεύανε. Και ήρθε ο παπά Δημήτρης και του λέει: «Μα εσύ το κάνεις όλο για αυτό; Για την εκκλησία δεν κάνεις». Και κάνανε μια παράσταση για την εκκλησία. Και μετά, αργότερα, παίχτηκε και ο Ψευτοθόδωρος από τη θεατρική ομάδα των χωριανών που μένανε στη Θεσσαλονίκη. Ο Τιτόπουλος, ο Γραμματικόπουλος, αυτοί ήρθανε και παίξανε και αυτοί εδώ τον Ψευτοθόδωρο. Λοιπόν, όλη την ώρα ήταν θεατρικές παραστάσεις, χοροεσπερίδες. Να μην παρεξηγούμαστε. Είναι η μία πλευρά και σου είπα για τη δίψα που είχαν οι άνθρωποι να ζήσουν με όλο εκείνο το πλαίσιο το αρνητικό, με τη στέρηση, το ένα, το άλλο και κυρίως το πολιτικό.
Ενότητα 3
Οι αναμνήσεις από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής και τα βιώματα με τους λυράρηδες της ποντιακής μουσικής
00:26:18 - 00:43:23
Το πολιτικό που αυτό εμένα απασχολούσε για αυτό εκείνες τις εκλογές του ’61… Το ’58 η Ε.Δ.Α βγαίνει αξιωματική αντιπολίτευση με 78 βουλευτές. Εδώ στο χωριό το κλίμα είναι ένα κλίμα ευφορίας. Όλοι είμαστε χαρούμενοι και εγώ 8 χρονών το εισπράττω. Είμαι χαρούμενος, το ένα, το άλλο. Μετά, μόλις το είδαν αυτό με όλη εκείνη... Το ’61 γίνονται οι εκλογές της βίας και της νοθείας, λοιπόν, και γυρνάμε πάλι στα ίδια. Γυρνάμε πάλι στην τρομοκρατία. Και θυμάμαι σκηνές, ας πούμε, όταν ήρθε ο Μίκης Θεοδωράκης. Έρχεται μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη το ’63, έρχεται ο Μίκης Θεοδωράκης στο Κιλκίς. Εγώ δεν πήρα και το μπόι μου ακόμα, είμαι πολύ μικρός. Πάω πρώτη γυμνασίου προς δευτέρα, αλλά είμαι, μοιάζω με παιδί του δημοτικού. Καθώς, λοιπόν, έρχεται ο Μίκης και ήταν που ήταν ψηλός, αλλά εγώ μέσα και βέβαια από την ιδεολογική προσέγγιση, τον θεωρούσα, τον έβλεπα για θεό και γίγαντα, πολύ ψηλό. Και οι χωροφύλακες και όλη, βέβαια, εκείνη η δεξιά της Ε.Ρ.Ε είναι αγριεμένη. Θα τον φάνε. Βέβαια, έχει και ο Θεοδωράκης τους πραιτοριανούς του, τους Λαμπράκηδες, γιατί αυτός ήτανε ο πρόεδρος των Λαμπράκηδων, ο Μίκης Θεοδωράκης. Και θυμάμαι όμως πως ήτανε αγέρωχος και θυμάμαι την κίνησή του που έλεγε: «Αφήστε τους!». Έκαμνε το χέρι έτσι. Τότε τον είχα θεοποιήσει. Αυτή η κίνηση που δεν τους φοβάται «Αφήστε τους!» σαν να είναι θρασίμια.
Η κίνηση-
Ναι, ναι-
Το χέρι-
Ναι. Φαντάσου ένα παιδί τώρα, 1,10-
Αριστερά προς δεξιά-
1,10 και να είναι αυτός γύρω στο 1,90 -πόσο ήταν ο Μίκης- να τον βλέπεις από κάτω και τον έχεις θεοποιήσει, ας πούμε, αυτό το πράγμα. Και όταν ήρθε ο Μανώλης Γλέζος, σκηνές από την πολιτική που σου λέω, κάποιες στιγμές που είχαμε αναθαρρήσει. Η αδερφή μου με περνούσε τέσσερα χρόνια. Είναι στη νεολαία της Ε.Δ.Α και τότε και εγώ πρώτη γυμνασίου μπήκα και εγώ εκεί, αλλά δεν καταλάβαινα και πολλά, βέβαια, από την κατήχηση. Είμαι με την αδερφή μου, κρατάει την ελληνική σημαία με τον ξάδερφό μας, τον Ζαχαρία τον Βελβελίδη, οι οποίοι είναι σεσημασμένοι αυτοί, οι Βελβελιδαίοι. Τους έχουνε στην μπούκα, γιατί ήταν και γραμματείς και τέτοιοι στο κόμμα. Αυτή η φωτογραφία, λοιπόν, που βγήκε που εγώ δεν ήξερα. Βγάλανε φωτογραφίες και ήτανε στα γραφεία της Ε.Δ.Α. Όταν το ’67 έγινε το πραξικόπημα, αυτό της χούντας, δεν πρόλαβαν να τα κάψουνε και τα πήραν οι χουντικοί. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και για να φάω στη λέσχη έπρεπε να πάρω ένα σωρό χαρτιά. Έτσι, να περάσω από το χωριό, να ο παπάς, το ένα και το άλλο και η αστυνομία. Όταν, λοιπόν, πήγα στην αστυνομία ήτανε η πρώτη σφαλιάρα που έφαγα, γιατί; Με ένα υβρεολόγιο! «Από την Ξηρόβρυση και θες να σε ταΐζουμε κιόλα;» και με πέταξαν έξω. Με διώξανε για εκείνη τη φωτογραφία. Μου τη βάλανε: «Τη βλέπεις αυτήν τη φωτογραφία;». Αυτή η φωτογραφία με κυνηγούσε επί χούντας αρκετές φορές, λοιπόν, που έλεγα: «Τόσο πια;». Και μετά, πέρασε, δηλαδή Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος Δεκέμβριος, άλλαξε η χρονιά και με κά[00:30:00]ποιο μέσον που ο πατέρας μου γνώριζε κάτι αγροφύλακες, οι οποίοι ακριβώς αυτό το πράγμα. Για να μην τότε σε βάλουν πρόστιμα –μπορεί να σε βάζουν έτσι αυθαίρετα ότι εσύ βόσκησες μία καλαμιά, ότι έκανες το άλλο– τους έδινε τυριά και δεν ξέρω τι άλλο για να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Όχι ότι έκαμνε παρανομίες, αλλά αυτός έβρισκε τρόπο, να πούμε, για να πάρει το τυρί. Αυτοί μεσολάβησαν κάποια στιγμή και μπόρεσα και έφαγα από την επόμενη χρονιά στη λέσχη. Μέχρι τότε πείνα καταραμένη. Ναι. Λοιπόν, γενικά κυλούσε η ζωή εδώ, στην Ξηρόβρυση, μπορώ να πω πάρα πολύ ευχάριστα. Μεγαλώσαμε και λίγο και άρχισε πια… Ήρθε το Νέο Κύμα. Λίγο-πολύ άρχισε καινούργια ρεύματα να μπαίνουν στη ζωή μας. Έτσι να ξεφεύγω από αυτό το ποντιακό που ήταν εδώ, το οποίο, όμως, εγώ ήμουνα εμποτισμένος, όπως ο Οβελίξ έπεσε στη μαρμίτα. Εγώ με το ποντιακό, καθώς από την κοιλιά της μάνας μου ποντιακά παραδοσιακά άκουγα και εδώ μέσα μαζευόταν όλοι οι λυράρηδες της περιοχής. Όλοι! Για τους οποίους μπορώ να σας αναφέρω, γιατί είναι και ιστορικοί [Δ.Α.] Καλά δεν τους ξέρουν κιόλας οι πιο πολλοί.
Ναι.
Λοιπόν, παρόλο που ήρθε το Νέο Κύμα και ήρθανε οι Beatles και ήρθανε… Εγώ μόνο τυπικά για να μη χαλάσω την παρέα, ως φοιτητής, και για να μην... Πήγαινα, γιατί εμφανίστηκαν και μία ντισκοτέκ, θυμάμαι, εκεί στην Τσιμισκή. Οι Τρίχες, Hair. Πώς τις λέγανε, να πούμε; Πώς σημαίνει στα αγγλικά. Και πήγα κάνα- δύο φορές, αλλά πάντα τους έλεγα: «Κοιτάξτε, εγώ για να μη χαλάσω την παρέα μέχρι τις 22:00 η ώρα». Γιατί τότε από τις 20:00 άνοιγαν αυτά, δεν είναι, όπως τώρα που ανοίγουνε... «Μέχρι τις 22:00-23:00 θα είμαι μαζί σας. Μετά, όστις θέλει οπίσω μου ελθείν!». Ανηφόριζα και πήγαινα προς την μπουάτ που ήταν προς τη Σταυρούπολη, εκεί στην αερογέφυρα, προς τη Λεμόνα, προς πάνω, προς τα Μετέωρα εκεί της Θεσσαλονίκης, προς την Πολίχνη, δηλαδή, που ήτανε το κέντρο Πανσέληνος, μετά ο Ξενιτέας. Δεν μπόρεσαν ποτέ να με καλύψουν και να πάρουν προτεραιότητα αυτές οι μουσικές, γιατί εγώ μεγάλωνα εδώ και καταλάβαινα τι σημαίνει παραδοσιακή μουσική σε όλο της το μεγαλείο, χωρίς να έχει μέσα τέτοιες επιρροές που δεν της ταιριάζουνε. Αυτή η μουσική τώρα είναι μεταλλαγμένη. Δεν είναι… Δηλαδή, ακριβώς δεν το νιώθει αυτός. Ζει στην καλύτερη εποχή, έχει χρόνο απεριόριστο, ξεκινάει από τα 9 του χρόνια. Πολλές φορές δεν το θέλει το ίδιο το παιδί. Κάποιοι του λένε: «Πάνε να μάθεις λύρα, γιατί πήγε ο άλλος και κοίτα τι κάνει!». Μαθαίνει, γιατί το παιδί είναι και σφουγγάρι. Το βλέπεις, ξέρει. Θα παίξει πάρα πολύ καλά, αλλά, επειδή δεν έχει βιώματα, για αυτό και θα τα παίξει χωρίς ψυχή, θα τα παίξει σε επίπεδο τεχνικής. Δεν θα ανατριχιάσει την ώρα που θα κάνει τη δοξαριά. Κατάλαβες; Δεν θα τραγουδήσει, δεν θα πετύχει τη μέθεξη. Ελάχιστοι πετυχαίνουνε τη μέθεξη και είναι της παλιάς γενιάς, πέρα από τον Σταθούλη, ας πούμε. Οι παλιοί, ο Στάθης Νικολαΐδης, ο κορυφαίος, γιατί; Είχε τα βιώματα, τις πατρίδες, το ένα, το άλλο. Γεννήθηκε για αυτό. Σε παίρνει μαζί του αυτός. Τραγουδάει και θα σε πάρει μαζί του, γιατί το νιώθει, βγαίνει από μέσα του. Αυτόν τον θεωρώ... Είναι και φίλος αγαπημένος και... Εδώ μέσα, λοιπόν, ερχότανε οι λυράρηδες που υπήρχε ένας αλληλοσεβασμός. Ο καθένας αναγνώριζε στον άλλον αυτό που διαθέτει. Τον πατέρα μου τον αγαπούσαν όλοι και ερχότανε παλιοί λυράρηδες να ακούσουνε αυτό το πράγμα, να παίζει και να τραγουδάει. Με εκείνο το συναίσθημα, τη βαριά φωνή που, ας πούμε εδώ, ήταν άλλοι που ήταν τεχνικά καλύτεροι στη λύρα, όπως ήτανε ο Ανέστης ο Αθανασιάδης με το ψευδώνυμο ο Κωλομύτς με την έννοια ότι στα ποντιακά κωλομυτάομαι, σημαίνει κάνω κωλοτούμπες. Καμία σχέση με τα οπίσθια. Αυτός που έκαμνε από μικρός όλη την ώρα έκαμνε κωλοτούμπες και έκαμνε ανακυβιστήσεις και του έμεινε έτσι αυτό. Λοιπόν, ήτανε προχωρημένος λυράρης, αλλά δεν ήταν αυτό του πατέρα μου, όταν να έπαιζε και να τραγουδούσε που έβγαινε από μέσα του ένα άλλο πράγμα και έπαιρνε αυτούς τους θαμώνες που ερχόταν. Και εκείνη την εποχή αυτό ακριβώς είναι το ιδιαίτερο. Βλέπεις τώρα γίνεται μουχαπέτ και είναι δέκα λυράρηδες στο μουχαπέτ. Ο ένας με τον άλλον: «Τώρα παίξε εσύ, παίξε εσύ!» αυτό ρηχαίνει. Είναι ακριβώς σαν να ρίξεις μια κουταλιά ζάχαρη σε μια μεγάλη λεκάνη και αυτό θα απλωθεί πια και ούτε γλυκό θα είναι, αντί να το ρίξεις μέσα σε ένα μικρό βαζάκι. Ερχόταν, λοιπόν, αυτοί εδώ και αναγνώριζε ο πατέρας μου έλεγε, ας πούμε, ότι: «Ο Κλεάνθης ο Κουσίδης, ο οποίος ήρθε από το Καρς, από εκεί -ταξιτζής που τον λέγανε- αυτός ήτανε πολύ προχωρημένος λυράρης, γιατί έπαιζε βιολί». Ήξερε, δηλαδή, σε μεγάλη κλίμακα τις νότες. Ήταν μορφωμένος εκείνη την εποχή. Έτσι; Δηλαδή, άμα γεννήθηκε το ’15 αυτός, όταν ήρθε εδώ, ποιος ήξερε από νότες κτλ.; Αυτός, λοιπόν, και μέσα στην περίοδο του Μεταξά, από τότε που ήταν αυτοί, κι εγώ πρόλαβα να παίζει ο Κλεάνθης τα λεγόμενα ευρωπαϊκά. Η νεολαία τον ήθελε τον Κλεάνθη τη δεκαετία του ’50, γιατί έπαιζε όλα αυτά που σήμερα τα παίζουν κάποιοι και λένε: «Κοίτα, τι παίζω!», ας μην αναφέρουμε ονόματα, που βγαίνουν όλη την ώρα στην τηλεόραση με διασυνδέσεις, με Πλέσσα μέσα κτλ. και αυτούς. Αυτός τα έπαιζε τότε τα βαλς, τα ταγκό, τις καζάσκες, τα καραπιπερίμ, τα πάντα! Και η νεολαία τον ήθελε, γιατί αυτός ήταν λίγο βιρτουόζος. Αλλά στα ποντιακά δεν τον θέλανε. Όταν ήταν ο πατέρας μου, ο ίδιος ερχόταν και έλεγε: «Εγώ, άμα θέλω να ακούω ποντιακά, πάω στον ξάδερφό μου». Γιατί είχαμε... Και αυτός Κουσίδης από τη Βαρενού, είχανε κάποια σχέση με τον πατέρα μου. Σαν ξαδέρφια ήταν. «Άμα θέλω εγώ να ακούω ποντιακά, πάω στον Στάθιον και γομούται τ' ωτί μ' Κρώμνη και Σάντα! Παίζω και...». Και βέβαια, ο Γώγος να σκεφτείς από αυτόνα είχε μάθει σεμιλέ, ένα είδος [Δ.Α.], σαν καζάσκα ήτανε. Αλλά το πήρε ο Γώγος με τις δυνατότητές του και το άπλωσε και το έκανε πιο οργανωμένο. Εκείνη την εποχή ο κυρίαρχος ήταν ο Γώγος, ο οποίος –γιατί εδώ γίνονται κάτι ψευδοεπιχειρήματα σε ό,τι αφορά τα ποντιακά– με το μπουζούκι που έπαιζε, ήξερε τους δρόμους πολύ καλά. Τη λύρα δεν την κρατούσε από τον λαιμό. Την πήγαινε και σε άλλες σκάλες πιο χαμηλά. Γιατί ο πατέρας μου μιας και ήτανε ο λυράρης, όπως έλεγε, του γάμου και των αρραβώνων, δεν υπήρχαν μηχανήματα. Αναγκαστικά ο λυράρης όρθιος έτρεχε σε ένα χορό 200 ατόμων, όρθιος, και έτρεχε μέσα να πηγαίνει στον καθένα γύρω- γύρω για να ακούνε όλοι. Δεν μπορούσε να εξελιχθεί σε επίπεδο τεχνικής. Και, φυσικά, εγώ τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι καμιά φορά να έκανε προπόνηση. Από το χωράφι στον γάμο και από τον γάμο στο χωράφι ή παίζοντας μάθαινε, όταν ερχότανε οι φίλοι του που τον επέλεγαν. Αυτή η ομάδα παίρνανε τον λυράρη, αυτόνα θέλανε. Δεν ήταν και πέντε άλλοι λυράρηδες. Παίρνανε αυτόνα τα πέντε άτομα. Και εγώ αυτό που θαύμαζα τον πατέρα μου ήταν το εξής. Κατάκοπος, λοιπόν, να οργώνεις τώρα με το υνί, το ησιόδειο αλέτρι που έλεγα. Με λέγανε οι μαθητές μου: «Πόσο χρονών είστε, κύριε Πορφυρίδη;». Έλεγα: «Γύρω στις 3.000 χρόνια» πρώτα-πρώτα, γιατί μιλάω τον Όμηρο από το πρωτότυπο και τον διαβάζω και τον καταλαβαίνω και γιατί όλη εκείνη τη βιοπρακτική και τη ζωή των ανθρώπων τη φέρνω στο μυαλό μου. Ένα πράγμα μου λείπει. Όλο… Ξέρω πώς ζούσαν και τι κάνανε. Ο ήχος! Μόνο ο ήχος μου λείπει! Που λέω, αν μπορούσα να ακούσω πώς μιλάνε. Γιατί -εντάξει- είπαμε, ερασμιακή προφορά, τα μακρά με τα βραχέα, αλλά άλλο είναι να τα άκουγες πώς τα λέγανε. Τώρα εικάζουμε, πιθανολογούμε πώς είναι, έτσι είναι κτλ. Αλλά ακριβώς τόση διαδρομή από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα, την έχω αυτή στο μυαλό μου και όταν έβλεπα εδώ πέρα ακριβώς αυτούς εδώ τους μουσικούς… Για αυτό λέω: «Θεωρούνε πάρα πολλές φορές ότι αυτός είναι συντηρητικός». Και καμιά φορά λέω: «Δες, άραγε ξέρει και αυτός τι σημαίνει συντήρηση και τι σημαίνει πρόοδος;». Διάβασε καμιά φορά αυτός τα παιδιά, με τα κλωνάρια του Τερζάκη που το έγραφε το ’70, να καταλάβει τι ακριβώς είναι συντηρητισμός;». Από τη μια κιόλας ρηξικέλευθα που λέμε: «Καταστρέφω και ξεκινώ από την αρχή!». Ναι, αλλά από την άλλη σου λέει: «Ένα δένδρο χωρίς ρίζες πέφτει». Από την άλλη σου λέω, όχι όπως μας συμφέρει. Είναι, δηλαδή, χωρίς να πατήσεις γερά, εσύ να εξελιχθείς; Να κάνεις εδώ πέρα κάτι σταθερό; Εμείς πατούσαμε σταθερά. Για αυτό -σου είπα- δεν με επηρέασαν ούτε οι Beatles,[00:40:00] ούτε πήγα να παίξω με τη λύρα το «Oh mio signore» και μετά να τραγουδήσω «H μάνα εν κρύο νερόν» για να δείξω ότι η μουσική δεν έχει σύνορα. Και πολύ ωραία είναι και η μουσική των μαύρων και που τραγουδάνε και βραχνά και το ένα, το άλλο, και πολύ ωραία θα ακούσω. Παιδί μου, εγώ είμαι ανατολίτης. Τα χρώματά μου είναι από εκείνη την πλευρά. Δεν μπορεί εγώ να πάρω αυτόν τον ρυθμό τον ντάμπα, ντούμπα, επειδή οι μαύροι το τραγουδούσανε. Με υγειά τους, με χαρά τους. Δεν τους απορρίπτω. Μπορούσα να ακούσω ιταλικό τραγούδι, Albano, Romina Power, μπορούσα να ακούσω Adamo, αλλά δεν μπορώ να ακούσω κάποιους που στρίγκλιζαν. Δεν μπορώ. Και είπα η κλασική μουσική είναι σπουδαία μουσική, μελετημένη η όπερα, αλλά δεν μπορώ να την ακούσω την όπερα εγώ, ο ανατολίτης. Μου φαίνεται ότι αυτό είναι υπερβολικό. Για μένα αγγίζει τα όρια της στριγκλιάς. Μπορεί να είναι μελετημένο, να έχουνε γράψει ο Verdi, ο ένας στον άλλο, αλλά εμένα δεν με καλύπτει. Δεν την καταδικάζω. Για μένα, δεν... Όχι όμως να ντυθώ τον μανδύα προκειμένου ακριβώς να δείξω ότι εγώ έχω εξελιχθεί, να βάλω, επειδή ξέρω να... Ή σπούδασα κλασική μουσική για να το περάσω στη ποντιακή λύρα και να με χαρακτηρίσεις εμένα συντηρητικό, διότι είναι… Άπλωσα τα χέρια μου, φτάσανε στο ύψιστο σημείο, δοξάρια και δάχτυλα και από εκεί και πέρα εγώ παίζω ό,τι μου επιτάσσει, ό,τι μου έρχεται στο μυαλό. Άναρχα! Και μπορεί να μην είναι και άναρχα, επειδή ξέρω μουσική να το βάλω και σε μία κλίμακα. Αλλά μου θυμίζει την περίπτωση του Φαέθοντα, ο οποίος, ενώ ο Ήλιος, το άρμα του με τη σταθερότητα ήξερε και έκαμνε τον κύκλο, ο πιτσιρικάς, αφού έβαλε μέσο τον Απόλλωνα του έδωσε το άρμα και ακριβώς έκαμνε ό,τι παράταιρο και όποια απόκλιση ήθελε. Ανέβαινε ψηλά, πάγωνε τον κόσμο. Κατέβαινε αυτό, έκαιγε τον κόσμο μέχρι που ο Δίας τον κατακεραύνωσε. Η κατακεραύνωση εδώ τι θα γίνει; Με μαθηματική ακρίβεια και θα θεωρηθεί προφητεία. Συχνά μου λέγανε οι μαθητές: «Πού το ξέρατε, κύριε; Προφήτης είστε;». «Όχι -λέω-. Δεν έχω κανένα χάρισμα, απλώς είναι... Ο διορατικός τι κάνει; Δεν έχει το... Απλώς αντισταθμίζει δεδομένα και σου λέει, αφού αυτό έγινε πέντε φορές, πιθανόν να γίνει και έτσι». Πιθανόν, δεν λέμε πάντα. Έτσι; Και θα δεις ότι αυτό, το πληθωρισμένο, σε ό,τι αφορά την ποντιακή μουσική που ο καθένας βγαίνει και κάνει, θα οδηγήσει σε έναν εκφυλισμό. Σου είπα, εδώ πέρα τη ζάχαρη μέσα στη λεκάνη. Όλοι λύρα παίζουν, όλοι έτσι μια τυπική διαδικασία. Και η γενιά η δική μου, αυτοί που γνωρίζουνε τώρα πια, έχουν απομακρυνθεί. Έχουνε φύγει από τα μαγαζιά, από τα ποντιακά γενικά, γιατί δεν εκφράζονται. Καταλαβαίνουν, ξέρουν αυτοί ότι δεν υπάρχει ποιότητα. Ο άλλος περιστασιακά ακούει ποντιακά ή πηγαίνει και ανάβει και αναπτήρες, ο άλλος λέει: «Χούλα, Μούλα!» κοροϊδεύει. Μια τραγουδά χαμηλά, μια ψηλά, λέει ό,τι να ’ναι και ο άλλος ανάβει αναπτήρες, γιατί δεν ξέρει. Έτσι, δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση: «Άφες αυτοίς -εμείς αυτό λέμε- ου γάρ οίδασι...». Δεν ξέρουνε. Δεν ξέρουνε αυτοί οι άνθρωποι.
Ενότητα 4
Η συντροφιά της λύρας στην στρατιωτική θητεία και η γνωριμία με τον Γώγο Πετρίδη
00:43:23 - 00:56:10
Εσείς πότε ξεκινήσατε για πρώτη φορά να παίζετε με τη λύρα; Πώς συνέβαλε σε αυτό ο πατέρας σας;
Μπράβο, σωστή ερώτηση. Πολύ εύστοχη, αλλά δεν θα πάρεις την απάντηση που ίσως αναμένεις. Γιατί; Εγώ λύρα άρχισα να παίζω 25 χρονών, μεγάλος να παίζω λύρα, για αυτό και δεν εξελιχθήκαμε, όπως έπρεπε. Αυτοί που αρχίζουν μεγάλοι, μπορεί να παίζουν αρκετά καλά, αλλά έχουν ένα ταβάνι, έχουν ένα όριο. Δεν μπορούν να πάνε παραπάνω, ό,τι κάνεις μεγάλο. Και αυτό γιατί; Γιατί από μικρό με είχαν ταγμένο για τα γράμματα, έτσι; Γράμματα και φαινόταν από την κλίση μου ότι προς τα εκεί πήγαινα και η γιαγιά μου, βέβαια, ο αγαπημένος της εκεί χαιρότανε για αυτό. Και θεωρούσαν ότι, όταν μάθεις τη λύρα, αν μάθεις λύρα από μικρός, τα γράμματα θα πρέπει να τα ξεχάσεις. Γιατί είναι ακριβώς μην... Δεν είναι, όπως τώρα. Τότε, άμα μάθεις τη λύρα, θα έτρεχες πίσω από αυτήν και κανένας λυράρης την εποχή εκείνη δεν ήξερε γράμματα. Κανένας! Θα μεθάς, θα καπνίζεις και θα είσαι γενικά άνθρωπος της νύχτας και με τον καθένα από εδώ και από εκεί θα γυρίζεις. Δεν ήτανε… Δηλαδή, πώς ήταν παλιά το μπουζούκι που είχε συνδεθεί με τους χασισοπότες και με αυτά τα κουτούκια και τους τεκέδες; Λίγο- πολύ ποντιακή λύρα ήταν... Τους θαύμαζαν όλοι, γιατί ήταν θείο χάρισμα αν παίζεις, ειδικά στην περίπτωση του πατέρα μου. Τώρα, όταν μεγάλωσα, και το μόνο που άκουγα ήτανε τα συγχαρητήρια και ύμνος για τον πατέρα μου. Θεωρούσαν, λοιπόν, ότι δεν θα... Και για αυτό και εγώ δεν το είχα και μέσα μου. Δεν θεωρούσα ότι πρέπει να το μάθω. Μετά, στο πανεπιστήμιο κάποια στιγμή πήρα… Δεν πήρα μάλλον. Όταν ερχόμουνα εδώ, γιατί μπήκα στα χορευτικά και χόρευα και όταν ερχόμουνα εδώ έπαιρνα τη λύρα, παρόλο που ήμουν αριστερόχειρας, στα 21 μου χρόνια περίπου που άρχισα, έπαιζα με το δεξί το χέρι. Αλλά αυτό δεν με άκουγε το... Γιατί δεν είναι το χέρι σου το κανονικό. Κάποια στιγμή εκεί γύρω στα 24 που είχα τελειώσει και το πανεπιστήμιο, κάποιος μου είπε ότι: «Δεν είναι απαραίτητο. Παίξε με το αριστερό, αρκεί να γυρίσεις τις χορδές, να τις γυρίσεις, να μην πέσει ανάποδα. Να τις γυρίσεις, όπως οι άλλοι». Και αυτό, όταν το άκουσα και άρχισε να μου λένε: «Και ο John Lenon -ένας από τους Beatles- αριστερόχειρας ήτανε και το μεγαλύτερο μπουζούκι, ο τάδε, αριστερόχειρας είναι». Και πολλά μου είπανε [Δ.Α.]. Οπότε, γύρισα, πήρα τη λύρα μου εγώ, γύρισα τις χορδές και πήγα στον στρατό. Στον στρατό έμαθα... Και δεν επηρεάστηκα, δεν... Ο πατέρας μου ούτε ο ίδιος μου έλεγε: «Μάθε λύρα και μάθε λύρα».
Αυτοδίδακτος, δηλαδή;
Εντελώς! Εντελώς αυτοδίδακτος. Αυτοδίδακτος… Με την έννοια ότι εγώ, όλοι, όλος ο Πόντος ήτανε μες στο μυαλό μου. Περίπου ήξερα βλέποντας τον πατέρα μου που παίζονται τα κομμάτια και πήγα, δηλαδή, πριν από όταν λέω στον στρατό, από τον Σεπτέμβριο άρχισα. Εγώ πήγα Νοέμβριο, τέλη Νοεμβρίου στον στρατό. Από τον Σεπτέμβριο άρχισα να παίζω με το αριστερό το χέρι. Τρείς μήνες έπαιζα, πήγα στον στρατό και έπαιξα στη λέσχη των αξιωματικών τα Χριστούγεννα. Έπαιξα εκεί ποντιακά με ένα παιδί που τραγουδούσε και με κρατήσανε, ενώ έπρεπε να φύγω τον Ιανουάριο –γιατί τρείς μήνες κάναμε εμείς στα κέντρα, ενώ τώρα στις 20 μέρες φεύγουνε– με κρατήσανε και για το Πάσχα να παίξω εκεί και δεν έκαμνα τίποτα. Δύο- τρεις μήνες ήμουνα, γύριζα προς τα εκεί και έκαμνα τίποτα δηλαδή. Για να παίξω εκεί, να σκεφτείς, δηλαδή. Μετά, όταν πήγα στον Βόλο πια με τη λύρα και έπαιζα... Ωραίες ιστορίες, πολύ ωραίες με τη λύρα. 12 Αυγούστου από την Κομοτηνή με στείλανε στον Βόλο και ήταν να πάρω άδεια εγώ για τον δεκαπενταύγουστο το πανηγύρι του χωριού. Και όταν μου είπαν ότι: «Παίρνεις μετάθεση», φυσικά κόπηκε και η άδεια και πήγα εκεί στον Βόλο και λέω: «Ρε συ, ήταν να πάρω άδεια, βρε παιδιά. Δώστε μου την άδεια». Και μου είπε: «Πρέπει να είσαι λίγο παράλογος. Ήρθες σε μετάθεση και θα πάρεις την άδεια;». Και πήρα τη λύρα μου και έπαιζα σε ένα... Η Νέα Ιωνία είχε ένα τεράστιο στρατόπεδο, σχεδόν διπλάσιο από το χωριό ήταν. Και παίζοντας εκεί καλοκαίρι -τώρα- πήρα τη λύρα μου απογοητευμένος. Τότε έτσι πήρα και ένα κομμάτι τυρί που μας δίνανε, κονσέρβα, και αυτό και έκανα έτσι ένα ουζάκι και έπαιζα. Καθώς ήταν νύχτα, ακούω ξαφνικά φωνές, ένα... Σου λέει: «Απαδακές έρτε η λαλία! Από εδώ έρχεται η φωνή!». Και έρχονται καμιά δεκαριά Ποντιόπουλα από τα στρατόπεδα που είχε πολλές μονάδες μέσα αυτή. Αλλά ακουγόταν η λύρα μες στη νύχτα και άρχισαν κι ήρθανε και γίνεται εκεί πέρα μία ομάδα. Κατευθείαν από εκεί με πηγαίνουνε στον πολιτιστικό σύλλογο του Βόλου την άλλη μέρα που ήταν τότε, το ’76; Αυτό, ήταν πολύ δυνατός με θεατρική ομάδα, χορευτική και ονόματα Τσουχνικάδες που άμα δεις μες στις ποντιακές εστίες, είναι μέσα. Καθιερώθηκα εκεί και έπαιζα στην Παναγία Σουμελά, έπαιζα... Εκεί είχα ακριβώς και το όνομα. Ήρθαν στον ταξίαρχο και ζητάγανε... Μου επετράπη να φοράω πολιτικά, να πηγαίνω στα αρραβωνιάσματα και στους γάμους και πέρασα πάρα πολύ καλά με τη λύρα. Έτσι, δηλαδή, αυτό το εικοσιοχτάμηνο λόγω της λύρας, έγινε κάπως ευχάριστο. Και, φυσικά, καψόνι που ήταν τότε το καψόνι, μην το συζητάς! Όλη τη νύχτα καψόνι. Δεν έφαγα καμιά φορά καψόνι, λόγω λύρας. Όταν πηγαίναμε σε άλλη μονάδα, οι παλιοί που ήταν εκεί κάμνανε καψόνι με εκείνα τα ταπεινωτικά… Έτσι; Να κάνεις ερωτική εξομολόγηση στη Μπουμπουλίνα, να ξυρίσεις τον Παπαφλέσσα, κάμψεις και αυτά κτλ. Εγώ μόλις πήγαινα, κρατούσα τη λύρα, ας πούμε, μαζί μου. Μου λέγανε: «Τι είναι αυτό;». Έλεγα: «Λύρα ποντιακή». Μόλις έλεγα ποντιακή, πάντα κάποιος Πόντιος ήταν εκεί. Ο λοχίας θα ήτανε; Ο τάδε; Κατευθείαν λέγανε: «Πάνε βρ[00:50:00]ες τον -ξέρω γω- τον Παπαδόπουλο, τον τάδε». Κατευθείαν ερχότανε αυτός με έπαιρνε, πηγαίναμε στο γραφείο του, εκεί τι είχε, αν ήταν ανάλογα και με τον βαθμό του, και οι άλλοι οι καημένοι κάνανε «εν δυο κάτω» και εγώ έπαιζα λύρα. Για αυτό λέω καμιά φορά: «Το όργανο ανοίγει πόρτες. Μάθετε το όργανο». Λοιπόν, επανέρχομαι τώρα εδώ στο... Πιστεύω ότι στο ερώτημά σου απάντησα.
Εννοείται.
Εδώ, αν θέλεις, ρώτα με, γιατί εδώ θα σου πω τους λυράρηδες που ερχόταν εδώ.
Αυτό ήθελα να ρωτήσω.
Ναι.
Πώς ήταν η επαφή με τον πατέρα σας και με τους λυράρηδες που ερχόντουσαν στο σπίτι;
Μπράβο.
Τι επιρροές είχατε; Τι εμπειρίες έχετε από αυτούς;
Μπράβο. Αυτή η σχέση, λοιπόν, πρώτα που λες, ήτανε τόσο ισότιμη και τόσο αγαπημένη, δεν είχε πουθενά σνομπάρισμα. Πράγμα που σήμερα το βλέπεις σχεδόν ο ένας πίσω από τον... Πολλές φορές από την πλάτη του άλλου λένε, δημιουργούνται κάποιες ομάδες. Θα δεις, τώρα είναι και πολλοί βέβαια. Δεν μπορούμε να πούμε, έτσι; Δύο, τριών ατόμων, αλλά τις πιο πολλές φορές λέγονται κακές κουβέντες. Τότε ακριβώς, όπως είπα και προηγουμένως, ο ένας αναγνώριζε την αξία του άλλου. Έλεγε, ας πούμε, ο πατέρας μου: «Ο Θύμιον…». Το επίθετο μου διαφεύγει τώρα. Ανθρακίδης; Ανθρακίδης ήταν, ναι. «Ενώ στην αρχή δεν έπαιζε, μετά που πήγε στη Θεσσαλονίκη και επέστρεψε μετά από δύο χρόνια. Εξελίχθηκε σε πολύ καλό λυράρη. Και πολύ οργανωμένα παίζει και καλύτερα από μένα». Και μετά, ερχόταν, τον έλεγε: «Μπράβο, ρε Ευθύμιο!». Και τον έλεγε: «Στάθη, πήγα εκεί κάτω. Άκουσα τον Γώγο, άκουσα τον Κουγιουμτζίδη, άκουσα διάφορους και άνοιξε...». Ο πατέρας μου δεν άκουγε κανένα, ό,τι από μόνος του…Ό,τι ήξερε από τον... Η οικογένεια της παράδοσης. Ο αδερφός του, αυτός που τον περνούσε καμιά εφτά- οχτώ χρόνια ο Πύλον ο Πορφυρίδης, ο Πορφύριος Πορφυρίδης, που άμα σου δώσω του Ευσταθιάδη το βιβλίο, θα δεις που είναι οι λυράρηδες. Είναι καταγεγραμμένοι μέσα εκεί ο πατέρας μου και από… Που ήταν και αυτοί από τη Βαρενού. Είχε τα ακούσματα και είχε πολλά ακούσματα ο πατέρας μου από τον Παύλο τον Στεφανίδη, τον Μουζενίτε, εδώ στο Κιλκίς, τον παλιό λυράρη αυτόνα που και αυτός είναι... Που υπάρχει και τραγούδι, δηλαδή. Και είχε πεθάνει, όμως, νέος και αυτοί οι Στεφανιδαίοι τη δεκαετία του ’40 και του ’50 παίρνανε τον πατέρα μου στις γιορτές. Αυτό συνέβαινε, δηλαδή, όπως στη Φύσκα. Οι Σιδηροπουλαίοι της Φύσκας παίρνανε όλοι τον πατέρα μου και η φράση είχε μείνει, λέει: «Αυτός είναι ο λυράρης των Σιδηροπουλάντων, της Σιδηροπουλάντων». Ο τάδε μπορεί να ήταν με τον τάδε. Κάποιοι είχανε έτσι διάθεση να πάρουνε κάποιον άλλον, επιθυμούσαν. Τον πατέρα μου, όμως, τον παίρνανε… Καλά στα χωριά, γενικώς ήτανε ο πατέρας μου, γιατί έχει αυτό, το αυτό, λύρα, τραγούδι. Ας πούμε, κάποιοι δεν τραγουδούσανε. Παίζανε, αλλά δεν τραγουδούσανε. Και μου λέγανε κάποιοι νεότεροι λυράρηδες: «Όταν ακούγαμε -λέει- εμείς που ήμασταν μικρότεροι, ότι θα έρθει στη Κοκκινιά ο Στάθης σε ένα γάμο, όλη την εβδομάδα ήμασταν ανάστατοι και πηγαίναμε να ακούσουμε τον Στάθη που έπαιζε όρθιος». Γιατί ήταν κάποια τοποθεσία που είχε πετροντούβαρο, έτσι, και λέει: «Οι γριές γύρω- γύρω, έτσι, στα αυτά και ο πατέρας σου -λέει- όρθιος ήταν, μικρός. Τώρα τριαντάρης; Ήταν και ωραίος. Έπαιζε και τραγουδούσε και έλεγαν οι γραίες: “Τη σκύλ’ το κουτάβ'! Ντ’ έμορφα παίζει και τραγωδεί!”». Ναι, είναι αυτό, δηλαδή, και τον περιμένανε. Ο Λάμπης ο Αναστασιάδης, αυτός που έβγαλε το Μπέλες. Ήταν πιο μικρός αυτός και έλεγε: «Τον πατέρα σου τις δόξες αυτές που είχε εκεί πάνω -λέει- και στα χωριά, όταν ερχότανε, όλοι περιμέναμε. Πώς έπαιζε όρθιος και τραγουδούσε!». Ο πατέρας μου έλεγε, όλους τους είχε στο: «Εγώ… Όλοι είμαστε φίλοι. Τον καθένα ξέρουμε τι κάνουμε. Μόνο -λέει- εγώ ξεχωρίζω -ας πούμε, εδώ από αυτό που άκουγε λίγο- τον Γώγο», όσο τον γνώρισε. Εγώ τον Γώγο -αυτόν που λες τώρα τον λυράρη- τον γνώρισα στον γάμο του Στέργιου του Γραμματικόπουλου, το ’61 ή το ’63. Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι έναν τύπο ψηλόλιγνο, πολύ ωραίος άντρας, μαζί με τον Χρύσανθο ήρθαν. Και το μηχάνημα που είχανε ήταν ένα χωνί. Έτσι, θυμάμαι. Πώς είναι αυτές οι ντουντούκες.
Σαν γραμμόφωνο;
Ναι, είχε ένα χωνί, αλλά το κρατούσες και τραγουδούσες, κάπως έτσι. Δεν ήταν το γραμμόφωνο αυτό. Και έπαιζε εκεί και θυμάμαι πρώτη φορά εκεί μικρός είδα τον Χρύσανθο να χορεύει σερενίτσα. Εγώ δεν ήξερα τότε. Εμείς… Δεν ξέρανε εδώ. Ένα τικ χορεύανε, ένα διπάτ. Δεν ξέρανε… Και το κότσαρι! Σερενίτσες, λετσίνες και κάτι άλλα δεν τα ξέρανε. Μετά, όταν πήγα και τα έμαθα εγώ, τα έφερα εδώ, στο χωριό, και τα μάθαμε. Λοιπόν, και θυμάμαι το Γώγο πώς έπαιζε, γιατί με το μπουζούκι που είχε μάθει -σου είπα- αυτός έτρεχε και έλεγε ο πατέρας μου… Αυτό που θαύμαζε ήταν όχι, γιατί, άμα έπαιζε κανένα καλαματιανό ή κάτι, επάνω στα ποντιακά με την άνεση που γύριζε από το ένα κομμάτι στο άλλο. Ήξερε, δηλαδή, να κάνει αυτές τις μεταβάσεις που αυτό ο πατέρας μου δεν το ήξερε και δυσκολευόταν, ας πούμε, ενώ έπαιζε ένα τραγούδι μετά πώς να γυρίσει στο άλλο. Για αυτό έβλεπες μισή ώρα μπορούσε να παίζει ένα τραγούδι «Της θάλασσας το νερό» μισή ώρα. Ενώ o Γώγος γύριζε άνετα και λένε: «Από πού ερχίνισεν και πού επήεν;», έτσι; Δηλαδή, αυτή η άνεση που πηγαίνανε. Αλλά, αν έπαιζε τώρα χασαποσέρβικα ή κάτι τέτοια, δεν τους απασχολούσε.
Εσείς από όλους αυτούς τους λυράρηδες, παίξατε στο εικοσιοχτάμηνο στον στρατό. Ήρθε κάποιος ή ο πατέρας σας, ας πούμε, να σας κάνει μαθήματα ή να σας δείξει κάποιο μυστικό;
Όχι.
Όχι.
Όχι, γιατί εγώ μετά έκανα προσωπικές φιλίες με όλους τους λυράρηδες, όλους. Άλλους τους μεγάλωσα που λέει ο λόγος που ήταν πιο μικροί. Όλοι είναι προσωπικοί μου φίλοι και αγαπημένοι φίλοι. Έχω με τους περισσότερους και τους έβλεπα. Δηλαδή, η λύρα που έπαιζα εγώ και καθώς δεν έπαιζα ανάποδα πια, έτσι… Δηλαδή, καταλάβαινα πώς παίζεται το κομμάτι και ανάλογα, όμως, αυτό δεν μπορεί να εξελιχθεί σε ό,τι αφορά την απόλυτη σύνδεση του δοξαριού με το δάχτυλο, να πετύχεις το δακτυλικό βάρος. Το μαθαίνεις αργά, δηλαδή, αυτόν τον συντονισμό, τον συνδυασμό που να βγαίνει η φωνή της λύρας. Αυτό που στον Σταθούλη, τον γιο μου, το είδα από την πρώτη μέρα. Που λέμε: «Τι κάμνανε οι σχολές και τι σημαίνει πού να πηγαίνεις;». Δηλαδή, ενώ έχουν το προνόμιο οι λυράρηδες να τη μάθουν σωστά τη λύρα, δεν την αξιοποίησαν, γιατί δεν είχαν κάτι που να τους συγκρατεί. Προτίμησαν τον εύπεπτο, τον εύκολο, δρόμο του βιολιού, γιατί άλλο είναι να κάνεις το τρέμουλο, να χτυπάει το δάχτυλο, και άλλο είναι να κάνεις έτσι, να πατάς και να βγαίνει αυτό το τραβηχτό, το βιολίστικο. Το βιολί είναι ένα σπουδαίο όργανο με μεγάλη κλίμακα που καλύπτει πολλά πράγματα, γιατί έχει πολλές, ίσως και παραπάνω χορδές. Αλλά η λύρα είναι να εξυπηρετήσει εκείνο το μεγαλείο του Πόντου, εκείνο το ηχόχρωμα. Δεν είναι να το αλλάξεις και να μην καταλαβαίνεις τι παίζει. Ο Γώγος, λοιπόν, για να σου πω εδώ, ότι... Που ήξερε τη λύρα, που λέγαμε: «Η λύρα υποτάσσεται στον Γώγο», υποτάσσεται στην κυριολεξία. Αυτός, όταν την άπλωνε πάρα πολύ και πήγαινε προς πολύ χαμηλές, δίπλα στον καβαλάρη, έλεγε: «Προς τα εδώ δεν είναι λύρα». Δηλαδή, μπορεί να παίζεις πολύ καθαρά και ωραία, αλλά το ηχόχρωμα δεν είναι λύρας. Είναι εδώ, στην πρώτη στον λαιμό της, στην πρώτη αγκαλιά και στη δεύτερη. Άμα θα κατέβω εδώ κάτω, από εδώ και πέρα αρχίζει και ο ήχος της δεν είναι ποιοτικός. Μέχρι τη δεύτερη θέση είναι λύρα, μετά πια αρχίζει και στραβώνει.
Σας επηρέασε κάποιος στον τρόπο που παίζετε εσείς από αυτούς, από όλους αυτούς;
Εγώ ο τρόπος που παίζω, με τις δυνατότητες που είχα, είναι ο τρόπος του πατέρα μου. Δεν με επηρέασε κανείς. Και του Γώγου, αυτών των παλιών, του Γώγου, του Κουγιουμτζίδη που ήταν και προσωπικός μου φίλος ο Γεωργούλης. Για αυτό και έκανα το αφιέρωμα στην τηλεόραση του Γεωργούλη το 2001, απευθείας στο Ερμής τηλεόραση. Και την οργάνωσα, παρόλο που δεν είμαι τηλεοπτικός. Και είχα πάρα πολύ άγχος. Την οργάνωσα μέσα σε μία ώρα, γιατί μου βγαίνανε... Προσωπικός φίλος είναι, ήξερα το παίξιμό του. Για πότε τα έγραψα και πότε... Αυτή η ομιλία που τη ζήτησαν όλοι και το Ποντιακών Μελετών που αναφερόμουνα στο παίξιμο του Κουγιουμτζίδη με βάση την αριστοτελική μεσότητα. Τι σημαίνει τελειότητα. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Του Κουγιουμτζίδη είναι ακριβώς αυτό. Ένα μέλος γεμάτη λύρα που άμα πάει να κάνει τα διανθίσματα, αυτά που κάνει η τωρινή και θαυμάζει ο ένας τον άλλο, γιατί κάνει μέσα τα τσαλίμια, θα έλεγες: «Μη! Σε παρακαλώ, Γεωργούλη! Έτσι άστο.[01:00:00] Μη μου χαλάς αυτήν την πληρότητα, αυτήν τη μελωδία». Καθημερινά που τον είχα παντού με τον Γεωργούλη, έτσι; Έβλεπες το μεγαλείο του ανθρώπου, πόσο σεμνός ήτανε. Και έχει και επινοήσεις. Που λέγαμε: «Δίνει ραπίσματα στο παίξιμό του». Που λες γιατί θαυμάζαμε όλοι τον Γώγο για... Πραγματικά ο Γώγος ήτανε... Ο Χατζηπαναγής, ας πούμε, σήμερα ο Μέσι που λένε της λύρας. Ένα αχόρταγο παίξιμο, ένα πληθωρικό, ένα ανικανοποίητο που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Εκεί που πάει, έτσι εκεί πάει ο άλλος. «Καλά -λες- πώς γίνονται αυτά; Πώς τα κάνει;». Ασύλληπτα! Ο Γεωργούλης δεν είχε αυτό το πράγμα, είχε το άλλο όμως. Αυτήν τη μελωδία τη λατρευτή που την ακούς και γεμίζεις και λες: «Όχι άλλο. Δεν θέλω». Ο Γώγος δεν σε αφήνει σε ησυχία, δεν σε αφήνει. Είναι ένα επιθετικό παίξιμο που λέμε: «Η λύρα δεν ξέρει τι να κάνει». Όλα είναι... Λες: «Καλά, τώρα το παίζει έτσι, τώρα το παίζει αλλιώς; Ύστερα το παίζει αλλιώς;». Ένα μυαλό ανικανοποίητο, αξιοθαύμαστο. Για αυτό και είναι ο Πατριάρχης, ο κορυφαίος! Ασύλληπτο, υποκλίνεσαι! Ο Γεωργούλης είναι άλλη κατηγορία, είναι ο άνθρωπος του μέλους. Λοιπόν, εγώ με αυτούς… Όλοι αυτοί που παίζουν, επειδή τα ξέρω όλα, δεν βλέπω τίποτα καινούργιο που να με εντυπωσιάζει. Ούτε και από αυτούς που πήγανε σε Αγγλίες και στις Γερμανίες και στις Αυστραλίες. Τίποτα! Επαναλαμβάνουν και τους θαυμάζουν οι αδαείς, γιατί νομίζουν ότι αυτός θα κάνει… Δεν ξέρουν ότι αυτό έχει προηγηθεί. Αυτά τα έχει κάνει άλλος πιο μπροστά και όχι έτσι στα πανηγύρια. Δεν παίζει ο Γώγος στα πανηγύρια επίδειξη, ποντιακά έπαιζε. Άρα, δεν με απασχολεί αυτό το παίξιμο, με απασχολεί αυτό, το μέλλον, να ακούω τον πατέρα μου πώς έπαιζε. Και ακριβώς οι γνώστες, μια φορά -το ’80 ήτανε;- αυτός ο λυράρης, ο αξιοθαύμαστος Ματσουκέτας, ο Σιαμίδης ο Κώστας, στο Παρακάθ... Στην Κατερίνη κάπου έπαιζε και αυτός μαζί με τον πατέρα μου. Και ήρθε ο πατέρας μου εδώ μία φορά και λέει: «Γνώρισα έναν παιδί στην Κατερίνη, ένα σεμνό παιδί. Έπαιζε μία πολύ ωραία λύρα». Λέω: «Πώς το λέγανε;». Λέει: «Κώστα Σια... Σιαμίδη». «Φίλος μου είναι, βρε!». Λοιπόν, πήγα του λέω… «Ναι -λέει-, ρε συ και γιατί; Λέει ο πατέρας μου τον άκουσα πώς έπαιζε». Φυσικά, το ’80 λίγο- πολύ η λύρα που γίνεται επαγγελματική πια και πηγαίνει ο πατέρας μου, αισθάνεται λίγο ένα… Όχι κόμπλεξ, αλλά αισθάνεται ότι δεν τα καταφέρνει τόσο καλά, γιατί αυτοί είναι λυράρηδες, οι οποίοι τρέχουνε τη λύρα. Κάποια στιγμή έπαιξε και λέει: «Με είπε αυτό το παιδί...». «Τι λες, ρε θείο -λέει-; Εγώ εσένα θέλω να ακούω. Εγώ τι να παίξω; Εσένα θέλω. Παίξε!». Αυτό μου είπε και μου λέει, πράγματι λέει: «Τον άκουγα, όπως έπαιζε και τραγουδούσε...». Μετά, γεννήθηκε ο Σταθούλης, ο γιος μου έκανε, και κάποια στιγμή, όταν έπαιζε και ο Σταθούλης πια είχε γίνει 20 χρονών, του βάζει, γιατί το επίθετο δεν το ήξερε ο Κώστας Σιαμίδης, του βάζει που τραγουδάει ο πατέρας μου, και του λέει ο Σιαμίδης: «Ποιος τραγουδάει εδώ, ρε;». Λέει: «Ο παππούς μου». Λέει: «Ο παππούς σου, ρε, είναι αυτός;». Και τον λέει το παιδί μου: «Και εσύ, γιατί δεν τραγουδάς έτσι;». Γιατί όλοι εμείς θέλαμε τη βραχνή φωνή, τη βαριά φωνή. Τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60 κυρίως που ήταν το ραδιόφωνο, η εκπομπή της Ευξείνου Λέσχης, λεγόταν, και όλοι καθόμασταν. Αυτή ήταν που σου λέω η επαφή με τη μουσική και τους λυράρηδες. Ανοίγαμε το ραδιόφωνο, θαρρώ καταγραφόταν Δευτέρα και παιζόταν Τετάρτη 18:30 η ώρα. Ακούγαμε, λοιπόν, εκεί, περιμέναμε να ακούσουμε τον Γώγο και από εκεί ο πατέρας μου, αν έπαιρνε κανένα κλαδί και κανέναν τέτοιο. Αγαπούσαμε τις βραχνές φωνές. Ο Γώγος, άμα τον ακούσεις πώς τραγουδάει και όταν ο Χρύσανθος ήρθε εδώ το ’63 που ήταν στην ακμή του και τραγουδούσε, οι περισσότεροι οι Κιλκισιώτες οι παλιοί που ήταν με τον Γώγο τρελαμένοι, γιατί στην Κατοχή ο Γώγος και αυτοί δεν είχαν να φάνε στη Θεσσαλονίκη και σε αυτό. Και ήρθε, έμενε στη Σάντα και στο Κιλκίς και έπαιζε. Και όπως ο ίδιος παραδεχόταν, λέει: «Εκεί -λέει- στην Κατοχή και σε αυτό, το Κιλκίς μας κράτησε». Λοιπόν, και όλοι ξέρανε τον Γώγο. Και όταν ακούγανε τον Γώγο, πήγαν και παραπονέθηκαν στον Γώγο και του λένε: «Κοίτα να δεις, εμείς θέλαμε να ακούσουμε Γώγο! Δεν ήρθαμε να ακούσουμε τα...». Φαντάσου, ο Χρύσανθος τραγουδούσε για να ακούμε τα μουζία, τα μοσχαράκια, δηλαδή, που βελάζουνε στα βουνά της Επταλόφου. Έτσι; Δηλαδή, φαντάσου πόσο πωρωμένοι ήταν με τη βραχνή φωνή. Για αυτό και αυτές τις φωνές θέλαμε εμείς πάντα, τη σκληρή, την αντρική. Δεν θέλαμε λίγο τις ψιλές φωνές. Ο Χρύσανθος, όμως, καθιερώθηκε, γιατί αυτή η φωνή μία ήταν και τελείωσε. Μίμοι υπήρξανε πολλοί. Όποιος μιμείται… Αυτό που κάνουν όλοι οι λυράρηδες, είναι στο τέλος να χάσουνε. Δεν είναι ο εαυτός τους, μιμούνται. Αυτή τη φωνή… Ο πατέρας μου εκεί κέρδιζε πολύ, ότι έπαιζε και τραγουδούσε και τα στιχάκια, βέβαια, ήτανε πηγαία. Τα δημιουργούσανε με βάση τα δικά τους βιώματα. Και κάποια χωριά, όπως είναι εκεί στην Κοζάνη, στον Άγιο Δημήτριο και στο αυτό μου έλεγε ένα παιδάκι. Παιδάκι; 25- 30 χρονών πόσο ήταν; Έλεγε, λέει: «Θείο -έπαιζε λύρα- και πήγα, τραγουδάω σε ένα μουχαπέτ -λέει-. Πήρα τη λύρα και τραγουδούσα “Εγώ ορφανόν παιδί είμαι- δισκογραφία ήταν αυτό του Πόλιου- Επέθανεν ο κύρη μ'”» ή του Ισάακ; Ναι. Και λέει: «Ενώ έπαιζα, με τραβάει ένα σκαμπίλι ένας μπάρμπας και απόρησα». Και του λέει: «Τέρεν! Αν είναι να τραγωδείς, να πεις στιχάκια, θα πεις αυτά που σε απασχολούνε. Εσύ τι; Ο πατέρας σου και η μάνα σου ζούνε. Εσύ, γιατί το τραγουδάς αυτό; Εσύ πρέπει να τραγουδήσεις, όταν έχεις να πεις κάτι. Είσαι ερωτευμένος; Είσαι μικρός; Δεν θα κάθεσαι εσύ να αναμασάς στιχάκια άλλων. Πρέπει να βγάλεις ψυχή, να δημιουργείς». Αυτό… Δημιουργούσαν αυτοί τα στιχάκια και τα λέγανε. Και η γιαγιά μου τώρα τα στιχάκια που ήξερε από τον Πόντο, που έλεγε τότε. 12 χρονών, 13, γινότανε τα προξενιά και τις παντρεύανε. Έλεγε η γιαγιά μου: «Ο άντρας-ιμ' χρυσός, καλός, στην ψυχή μου μέσα τον έχω. Αλλά ακόμα εκείνη την τραγωδία του Μουζενίτη από την… Δεν μπόρεσα να την ξεχάσω». Αυτή, όπως ήταν 12- 13 χρονών, και βγήκε εκεί πέρα στην αυλή, πέρασε ένας με το άλογο και την κοίταξε. Η γιαγιά μου έκανε και... Τραγούδησε αυτός και είπε: «Ατσάπα πήρα γιατρικά, την σέβντα μ’ θα λαρώνε. Αρνί μ’ τα σοβαρότητας εμέν θα παλαλώνε». Δηλαδή, ότι την είδε εκεί, πήγε και ξαναήρθε, η γιαγιά μου δεν τον έδωσε σημασία και την τραγούδησε: «Τι γιατρικό τώρα; Αυτή η σοβαρότητά σου θα με τρελάνει!». Την ερωτεύτηκε, δηλαδή. Τέτοια στιχάκια, έτσι... «Αγάπη μ’ τουρκικόν κλειδίν και φράγκικον καμπάναν!». Στιχάκια… «Έβρηκον ένα μαχαλάν κι ας μένομεν εντάμαν!». Στιχάκια μόνο εδώ κυκλοφόρησαν, μέσα στο σπίτι. Και τα έλεγε ο πατέρας μου και ερχότανε και οι παρέες σοβαροί άνθρωποι, μετρημένοι, σε σημείο που εμείς… Εδώ μαζευόταν, αυτοί ερχότανε, η ώρα 15:00 φωνάζανε: «Στάθη!». Ερχόταν με κάποιο ταξί, άνοιγε ο πατέρας μου κουρασμένος από τη δουλειά που σου έλεγα. Νιβόταν κατευθείαν, καθόταν εδώ, έπαιρνε τη λύρα και που έπαιρνε τη λύρα λες και ήταν ο έφιππος που θα καλπάσει. Κατευθείαν τραγουδούσε, γιατί του άρεσε. Για να πω, όμως, και την αλήθεια μετά τα λεφτά ήταν αρκετά. Με σημερινά δεδομένα αυτοί που ερχότανε αποκλείεται να μην άφηναν 300€. Αποκλείεται! Για αυτό σου λέω, το ρευστό μπήκε μες στο σπίτι από τη λύρα, περισσέψαμε το βιός μας και πήραμε και οικόπεδο στο Κιλκίς και πολλά. Δηλαδή, το ’68, μέσα σε μία δεκαετία τόσο, υπήρχε χρήμα από το μουχαμπέτ ή στον γάμο που πήγαινε που δίνανε λεφτά. Γιατί ο πατέρας μου και σου λέω ήτανε... Η δουλειά περίσσευε. Πολλές φορές ήμαστε στα χωράφια και θυμάμαι ότι ερχότανε κάποιοι για να του πούνε: «Στάθη!» να κλείσουν τη δουλειά εκεί, γιατί θέλανε να φύγουνε. Ερχόταν το μεσημέρι, ο πατέρας μου ερχόταν το βράδυ. Ερχότανε και θυμάμαι: «Στάθη, την τάδε του μηνός θα έρθεις εκεί στο πανηγύρι!» και το ένα και το άλλο. Λοιπόν, ρώτα κάτι άλλο, γιατί εγώ, άμα αρχίσω...
Υπήρχε κάποιο μουχαπέτ που να έχει μείνει πολύ έντονα στη μνήμη σας ή κάτι που να έγινε κάποιο επεισοδιακό μουχαμπέτ, κάτι πολύ... Που να είχε γλέντι, πολύ συναίσθημα μέσα; Θυμάστε κάτι;
Μπα, έτσι που να έχει τέτοιο που λες… Όσο ήμουνα μικρός, γινόταν στα καφενεία κάποιοι χοροί[01:10:00]. Γινόταν και κάποιοι καυγάδες εκεί μεταξύ τους, αλλά όχι έτσι με το έντονο συναίσθημα, γιατί πάντα και όπως και σε κάθε χωριό, όταν υπάρχουν και αυτοί, οι οποίοι δεν έχουν και πολλή σχέση… Δεν ήταν όλοι Πόντιοι… Πόντιοι και εκείνο τον καιρό. Μη νομίζεις! Σε κάποιο καφενείο μπορεί να γινότανε ο πατέρας μου με τους συνδαιτυμόνες εκεί να κάνει μουχαπέτ και κάποιοι άλλοι να είναι αδιάφοροι. Όλοι, βέβαια, κοιτάζανε. Δεν μπορώ να πω. Τους άρεσε αυτό το πράγμα, αλλά δεν συμμετείχαν έτσι και πολλοί. Στους χορούς που γινόταν στο υπόγειο του σχολείου ή σε κάποιον άλλο χώρο –συνήθως στο σχολείο γινόταν– εκεί μαζευόταν οι χωριανοί. Εγώ όσο μεγάλωσα εδώ, τα μουχαμπέτια τα έζησα. Εδώ που ήταν τα ποιοτικά στοιχεία, όλοι αυτοί που τραγουδούσανε, που λέγανε και αστεία μεταξύ τους. Αυτά ήταν έτσι, όμως έντονα σε μουχαπέτ με συναισθηματική φόρτιση δεν θυμάμαι. Μετά, αφού πήγα στρατό και ήρθα εγώ, άρχισα να κάνω τα δικά μου μουχαμπέτια. Έχω κάνει γύρω στα 250 με 300 μουχαπέτια.
Πώς ήταν αυτή η εμπειρία σας; Τα δικά σας μουχαπέτια;
Αυτά τα μουχαπέτια γινότανε εκ του αυτομάτου, όχι συνεννοημένα. Γιατί; Είχαμε το προνόμιο να έχουμε τον ένα και μοναδικό Διογένη Αθανασιάδη. Είχαμε τον άνθρωπο, τον ηλεκτρολόγο που συνήθως τα μουχαπέτια αυτά γινότανε στο ηλεκτρολογείο του που ήταν στην αρχή μες στο Κιλκίς και μετά βγήκε εδώ, έξω, που το βαφτίσαμε εδώ πέρα «πολιτιστικό ηλεκτρολογείο». Από το ’80. Το ’80, λοιπόν, εγώ μόλις σχολούσα το μεσημέρι περνούσα από εκεί. Ήταν και πάνω εδώ στον δρόμο, οπότε από εκεί περνούσα αναγκαστικά, σταματούσα. Που σταματούσα εκεί, αμέσως έχοντας κονσέρβες ή παραγγέλνοντας μία κότα -ξέρω γω- ανάλογα, άμα σχολούσα και νωρίς καμιά φορά 11:00 η ώρα, άμα είχα τρίωρο ή τετράωρο, κατευθείαν στηνόταν το μουχαμπέτ. Αυτός ήτανε ανεπανάληπτος. Δεν νομίζω, εγώ δεν γνώρισα άλλον. Γνώρισα πάρα πολλούς και από πολλούς σαν αυτόνα που να έχει όλο το πακέτο, να τραγουδάει ωραία παραδοσιακά, να ξέρει στιχάκια, γιατί από μωρό παιδί αυτός ήταν με τον πατέρα μου και τους μουχαπετλίδες αυτούς. Να να έχει το περιπαικτικό στον χαρακτήρα του, να μπορεί και να δημιουργεί, να βγάζει στιχάκια για τον καθένα στο δευτερόλεπτο. Που θα ρωτούσε, ας πούμε: «Ποιος είναι αυτός;». Γιατί ξέρανε για μένα πολλοί, περνούσανε, αυτός μπορεί να μην τους ήξερε. Όλους, τους περισσότερους, αλλά αν δεν ήξερε, μου έλεγε: «Ποιος είναι αυτός;». Λέω: «Ο μαθητής μου είναι. Αυτός είναι αστυνομικός». «Και ντο εφτάει ατός τσάτσαλος;. Καλοκαίρι ήτανε, ήρθε αυτός, ήρθε γυμνός από τη μέση και πάνω. Λέει: «Ο άνθρωπος άδεια μπορεί να έχει, ξέρω γω...». «Πώς λέν’ ατόν;». «Γιώργο!». Παίζω τώρα εγώ, τραγουδάει αυτός. Κάποια στιγμή τραγουδάει πάνω στον σκοπό: «Ο Γιώργον έρθεν τσάτσαλος δεξείζ' μας τα μαλλία τ’! -εδώ στο στήθος- Ατός τουρίστας λάσκεται και σην αστυνομίαν!». Τον είπα ότι είναι αστυνομικός, έτσι; Του λέει... Στον πεζό λόγο είπε και: «Ντο αστυνομικός εν ατό ρε; Ατός αμόν τουρίστας».
Ναι.
Και κατευθείαν, αμέσως, ύστερα που ένας που τραγούδησε κάποιος άλλος, είπε: «Ο Γιώργος έρθεν τσάτσαλος δεξείζ' μας τα μαλλία τ’, ατός τουρίστας λάσκεται και στην αστυνομίαν!». Κατευθείαν! Ή ό,τι έλεγες. Αυτός έβγαζε… Όλοι -για να σκεφτείς τη δύναμή του- όλοι οι τραγουδιστές οι επώνυμοι που πέρασαν από εκεί και τον γνώρισαν, δεν βγήκε από το μυαλό τους. Όλοι λέγανε για αυτόν και όταν τραγουδούσε ο Διογένης αυτοί κοιτάζανε έτσι. Δεν τραγουδούσανε. Ο συγχωρεμένος ο Γιώτης ο Γαβριηλίδης, ο Παυλίδης… Ο Δραμινός… Καλά, ήταν της παρέας μας. Μαζί μας ο Παυλάκης. Ο Λάμπης ο Παυλίδης... Όλοι πέρασαν από εκεί και όλοι… Ο Γιώργος ο Ιωαννίδης... Τώρα δεν μπορώ να τους θυμηθώ. Όλοι… Ο Καλιοντζίδης, ο Νικολαΐδης, όλοι οι τραγουδιστές και τέτοιοι. Όλοι όμως -Σασκαλίδης- τον θυμάνται όλοι τον Διογένη, γιατί… Πώς, σου λέω, ότι ο Γώγος δεν σε άφηνε σε χλωρό κλαδί; Και αυτός δεν σε άφηνε. Αλλά από κορονοϊό πέθανε πέντε χρόνια και όλοι… Από τότε εγώ δεν μπόρεσα να ευχαριστηθώ μουχαπέτ. Γιατί πάντα, όπου πάω που έχει και καλούς τραγουδαίνους και τέτοια, μου λείπει αυτή η προσωπικότητα.
Ήτανε μοναδικός.
Μοναδικός! Ανεπανάληπτος! Ο πατέρας του ήτανε αυτός ο Ανέστης ο Αθανασιάδης, ο φίλος του πατέρα μου, λυράρης. Εμείς ήμασταν φίλοι πάρα πολύ και οικογενειακά, γιατί οι γονείς μας ήτανε φίλοι. Όταν ο πατέρας μου ήταν πιασμένος σε μια δουλειά και δεν μπορούσε τους έλεγε: «Έπαρ’ τον Ανέστη! Είναι σαν κι εμένα πολύ ωραίος και αυτός». Και άμα εκείνος: «Πάρε τον Στάθη!». Δηλαδή, ό,τι κάνει ο Σταθούλης τώρα με τον Ιωακειμίδη τον Μπάμπη που είναι φίλοι ή κάτι... Kαι άλλους έχει: «Πάρε αυτόνα» που να μην ανησυχεί κιόλας, ας πούμε. Άμα τον πει: «Εσένα θέλω εγώ». Άμα τον πει: «Φίλε, εμένα; Πάρε τον Μπαμπίνο, τον Μπάμπη, σαν να είμαι εγώ. Και ωραίος λυράρης και ωραίος τραγουδιστής». Και όλοι τον λένε: «Μπράβο, βρε Στάθη! Δίκιο είχες. Είμαστε του ωραίου, έτσι; Δεν υπάρχει περίπτωση. Για αυτό σου λέω, το μουχαπέτ θέλει τους ανθρώπους που να έχουνε το τραγούδι, να γεύονται τη λύρα, να την ακούνε. Άσχετα άμα τώρα... Μπορεί να μην είναι ο κορυφαίος λυράρης. Εγώ δεν ήμουνα που έπαιζα τους παραδοσιακούς σκοπούς. Δεν τους έπαιζα στο μέγεθος που τους παίζει ο γιος μου ή που τους παίζουνε αυτοί, αλλά τους παίζω, πιστεύω, γλυκά σχετικά. Δεν σε άφηνε, όμως, αυτός, γιατί ήξερε και πολλά. Όταν είσαι από 14- 15 χρονών, γιατί και αυτόν ο πατέρας του λυράρης, ο παππούς του λυράρης, και ήξερε όλους. Με όλους και τους ερασιτέχνες σε όλη την επικράτεια έκαμνε μουχαπέτια. Εγώ γύριζα στα ποντιακά τα κέντρα… Εγώ δεν έκανα μουχαπέτια πριν τον στρατό. Ελάχιστα. Δηλαδή, όταν από τα κέντρα τελειώναμε, καθόμασταν μες στο κέντρο πάντα με τον λυράρη και ακούγαμε κάποια πράγματα. Ή με τον Τσανάκαλη που τον βάζαμε να μας παίξει αυτά που παίζουν τώρα αυτοί οι έντεχνοι, ισπανικές υποχωρήσεις και τέτοια. Βάζαμε τον Τσανάκαλη και μας έπαιζε εκτός από ποντιακά, γιατί τον λέγαμε: «Από τις 20:00 μέχρι τις 5:00 το πρωί ποντιακά ακούμε. Κάνε μας να γελάσουμε». Και έπαιζε αυτός αυτά που τα έκανε δίσκο μετά στα λεγόμενα international, κινέζικα, αράβικα μέσα, τα πάντα. Αλλά είναι δύσκολα παιξίματα. Βαλς, αυτά, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Άμα πατήσεις Τσανάκαλης, θα πεθάνεις στο γέλιο. Δεν έκαμνε μουχαπέτια. Αυτός γύριζε στα κέντρα. Κάθε σαββατοκύριακο ήμουνα μέσα σε ένα ποντιακό κέντρο. Δούλευα Παρασκευή, Σάββατο οικοδομή, για να τα φάω το Σάββατο βράδυ.
Στα ποντιακά;
Ναι, έτσι.
Σε ποντιακό γλέντι-
Για αυτό εγώ… Πάντα στα ποντιακά. Όποιο ποντιακό… Και χιλιάδες ανθρώπους έχω γνωρίσει εκεί. Αφού λέω: «Θες να πάω εγώ στην Κατερίνη να περπατήσω; Θα συναντήσω κάποιον από τα ποντιακά». Δεν υπάρχει περίπτωση.
Πριν αναφέρατε κάποια στιγμή και για την ποντιακή διασκέδαση, τη νυχτερινή ποντιακή διασκέδαση-
Ναι.
Που τη βιώσατε-
Ναι.
Άλλαξε όλο αυτό;
Πάρα πολύ.
Και τι εμπειρίες είχατε εσείς μέσα από αυτήν τη διασκέδαση;
Είναι αυτό που σου λέω, είναι η γνωριμία, η συναδέλφωση, το μέτρο. Δηλαδή, όταν πηγαίναμε εμείς, ας πούμε, στο Πανσέληνο ή στην μπουάτ, αυτά που παιζόταν… Είχε και νεοποντιακά [Δ.Α.]. Αλλά μπορούσες, όμως… Λες και ήτανε επιβαλλόμενο, ξεκινούσαμε εμείς από τις 20:00-20:30 η ώρα τον χειμώνα. Δεν μπορούσες… Δεν έβρισκες τραπέζι. Από τις 20:00 η ώρα πηγαίναμε μέσα. Μία ώρα και, παίζανε επιτραπέζιοι, ήταν το φροντιστήριο. Ήταν ακριτικός κύκλος, ήταν η μακρύ γαϊτέ, το μακρύ γαϊτέα. Ήτανε ένα σωρό τέτοια τραγούδια που μπορούσες και έκαμνες διαδρομή. Μετά, αρχινούσανε τα χορευτικά. Χορεύαμε. Και ήταν εποχή που θαύμαζε τους χορευτές πάρα πολύ, γιατί δεν ήτανε οι σχολές, όπως είναι τώρα. Πολλές φορές είπα εδώ τα παιδιά των σχολών, Αργοναύτες: «Καλά, ρε παιδιά, εδώ χορεύετε. Τώρα τελείωσε. Χορέψατε, ως συγκρότημα. Μπήκατε τώρα στον χορό, μην χορεύετε πάλι ως συγκρότημα. Αφεθείτε! Μην είσαι κουμπωμένη. Άσε τον εαυτό σου να χορέψει!». Λοιπόν… Αυτό που σημαίνει ότι… Τότε έβλεπες κάθε χορευτής είχε τη δικιά του λίγο- πολύ τεχνοτροπία. Όχι, ιδιαίτερα εξεζητημένη. Κάποιοι είχαν και εξεζητημένη. Είχε τη δικιά του. Αυτό που για τους λυράρηδες, που λες… Τότε, για να καταλάβεις τι σημαίνει μαζοποιημένη μουσική που λέω, άκουγες έναν, έλεγες: «Αυτός είναι ο Κουγιουμτζίδης -το ηχόχρωμα-. Αυτός είναι ο Τσανάκαλης. Αυτός είναι ο Ασλανίδης». Μόνο που τον άκουγες. Τώρα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις. Άμα δεν το δεις, δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι. Τότε καταλάβαινες, γιατί δεν ήτανε μαζοποιημένος. Ήταν ένας λυράρης που άφηνε τον εαυτό του να παίξει, όπως είναι να παίξει. Τώρα το βλέπεις και στους τραγουδιστές. Δηλαδή, δεν μπορείς… Άμα δεν τον δεις τον τραγουδιστή, δεν έχεις ασχοληθεί ιδιαίτερα,[01:20:00] δεν μπορείς να καταλάβεις. Όσο ακούγαμε στο μέτρο που… Είναι ο Καζαντζίδης, είναι ο Πάριος, είναι τέτοια. Τώρα, άντε εγώ να καταλάβω, άμα είναι ο Κιάμος ή άμα είναι ο Πλούταρχος ή άμα είναι ο Αργυρός ή άμα είναι ο χ, ο ψ, πώς τους λένε αυτούς. Δεν μπορώ να καταλάβω. Οι φωνές περίπου είναι ίδιες. Γιατί; Γιατί έτσι τραγουδάνε, μιμούνται, δεν ξέρω. Τότε ο καθένας ήταν μία οντότητα και πήγαινες για να ακούς αυτό. Έλεγες: «Ρε παιδί μου, θα πάω να ακούσω τώρα εκτός τον Κουγιουμτζίδη, θα πάω να ακούσω λίγο τον Τσανάκαλη που έχει άλλο πράγμα». Λοιπόν, και ο χορός, τα πρόσωπα που χορεύανε είχαν πάντα μία αίγλη. Αφού ήταν καμιά φορά να φύγουμε και ξαφνικά έμπαινε μέσα ο Παλασίδης με τον Ξενοφώντα, ας πούμε, τον Σοφιανίδη. «Αμάν -λέγαμε-, δεν φεύγουμε τώρα! Γιατί αυτοί θα μας χορέψουν το τας και τη σεμιλέ». Ήτανε... Πώς τον λένε, ρε παιδί μου; Ο Ιωαννίδης, ο... Ένα παιδί από την Κοκκινιά. Αυτός χόρευε στον «Φάρο», γιατί ήταν η «Εύξεινος Λέσχη», «ο Φάρος», «η Παναγία Σουμελά». Είχε τρεις περίπου... Σωματεία. Χόρευε πολύ ωραίο κότσαρι, ας πούμε, ο αέρινος. Ήταν... Αρκετά. Έτσι; Αυτά ήταν εκεί μέσα. Οι χοροί δεν ήταν γρήγοροι, είχαν πιο αργό ρυθμό. Δηλαδή, οι χώροι που ήταν φροντιστηριακοί, ήτανε το μονό ομάλ και το διπάτ και ήταν και χοροί για φλερτ. Λοιπόν, ήτανε αυτοί… Τους προτιμούσανε, γιατί ήταν ήρεμοι και μπορούσες εκεί να μιλήσεις με την κοπέλα. Τώρα δες, το μονό ομάλ έγινε ταλαντωτικό. Μοιάζει με σαμψών που μπαίνουν μέσα, κουνάνε τα χέρια και γίνεται ένα σαν τσιφτετέλι. Ήταν ένας χορός που τον χορεύανε -τέλος πάντων- εκεί όσοι το χορεύανε, μια φορά. Δεν μπορεί, όμως, στο μονό ομάλ να κουνιέσαι αδερφίστικα. Τώρα χορεύεται έτσι, πάει γρήγορα. Όλα είναι σε ένα κλικ παραπάνω. Δηλαδή, τα τικ, τα αυτά, τα χορεύεις και είναι γρήγορα, όλοι γρήγορα παίζουν. Μέσα στην γρήγορα εποχή είμαστε, θα μου πεις. [Δ.Α.] και τον χορό. Αλλά κανείς δεν θέλει να γευτεί το τραγούδι. Από την άλλη, όμως, που λέω όποιος δεν ξέρει τη γλώσσα, είναι λίγο ελλειμματικός. Για αυτό θα σου πω, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί αυτός που σου... Άμα δεν ξέρεις τη γλώσσα, δεν θα διαβάζεις ποντιακή λογοτεχνία. Δεν ξέρεις τι λέει το τραγούδι. Για αυτό λέει, ακούς, βλέπεις, τραγουδιστή, λέει: «Ετάλεψα σην τσάνταν ατς, το χτένατς εκρεμίεν». Δηλαδή, ταλεύω σημαίνει αρπάζω την τσάντα της έτσι και έπεσε η χτένι, η χτένα της, και η κοπέλα μου, το αρνί μου, όπως λέμε –αυτό είναι σε όλο το δημοτικό τραγούδι «αρνί μ’, αρνίτσα μ’»– η κοπέλα μου δηλαδή, «Χαμογέλασε, είπε με εντροπή εν’!». Και αυτός δεν ξέρει ότι δεν άρπαξε την τσάντα. Γιατί, άμα πάρω την τσάντα της και πέσει η χτένα της, τι ντροπή είναι; «Τα τσάμεας» αυτός λέει: «Ετάλεψα σην τσάνταν ατς», ενώ είναι: «Έταλευσα σην τσάμενατς» είναι τα μαλλιά, οι πλεξούδες. Και όπως λέει: «Τη χάιδεψα μες στον κόσμο, έπεσε το χτένι και όταν είδε σου λέει: “Είναι ντροπή. Μες στον κόσμο με θωπεύεις;”». Ο τραγουδιστής αυτός δεν ξέρει. «Ετάλεψα -λέει- σην τσάντανατς.». Βλέπεις, δεν ξέρει, δεν καταλαβαίνει. Αυτό για τον τραγουδιστή. Ο άλλος που πάει μέσα και που χορεύει, πώς θα γίνει η μέθεξη; Πώς θα με περάσει το στιχάκι; Ανάλογα με αυτό που έχω μέσα μου. Άμα έχω κάποια θλίψη, άμα έχω το ένα, το άλλο. Γιατί εμείς τώρα, οι προβεβηκότες τη ηλικία, άμα ακούμε ένα τραγούδι που λέει: «Επέρασαν τα χρόνια μου, εδέβανε… Δέβαν τα νεότητα μ’, με πέρασαν τα χρόνια. Στα μαλλιά μου τα χιόνια» κτλ., γιατί όταν το ακούω; Γιατί κάτι έχω μέσα μου. Αυτός τώρα μπορεί να έχει κάτι μέσα του, αλλά δεν ξέρει τη γλώσσα.
Υπήρχε κάποια βραδιά που να ήταν ανεπανάληπτη ή και κάποια βραδιά που αντιληφθήκατε όλη αυτήν τη μαζοποίηση και να σας δυσαρέστησε και να αποχωρήσατε, ας πούμε, από ένα κέντρο διασκέδασης;
Αυτό γίνεται τα τελευταία 10 χρόνια. Δεν πηγαίνω! Και πολλές φορές αποχώρησα κιόλα. Δεν το αντέχουμε πια εμείς, γιατί καταλαβαίνεις ότι είναι ένα επιδεικτικό πράγμα. Και ύστερα είναι και το άλλο. Η δύναμη των μέσων. Δεν αξίζει ο άλλος, αλλά τα δείχνει συνέχεια το μέσο. Εμφανίζεται αυτός, καταξιώνεται -εντός εισαγωγικών- σε αυτούς που δεν ξέρουνε και από εκεί και πέρα γίνεται λίγο- πολύ αυτό το πράγμα. Το να πας εσύ σε ένα σχήμα, να πας να δεις… Ας πούμε, έναν που θα πάω να δω, ας πούμε, τον Θεοδοσιάδη, πάω να δω τον Σταθούλη τον Πορφυρίδη και μαζί του είναι ένας καραγκιόζης, ο οποίος τραγουδάει, άρθρωση δεν έχει, φωνή δεν έχει, το ένα… Τώρα λύρα οι περισσότεροι… Το 90% παίζει καλή, παίζει καλλιτεχνικά, αλλά δεν παίζει αυτά που πρέπει. Όπως έλεγε ο Διογένης: «Λύραν παίζουν πολλοί, κεμεντζέ κι παίζνε!». Έτσι, το ποντιακό, δηλαδή, που κεμεντζέ, όπως τη λέγανε παλιά, παρόλο που κρατάει από εκεί, από το αράβικο κεμανέ, κεμαντζέ. Εντάξει. Αλλά πάντως εκείνο το ποντιακό δεν το παίζουν. Και αναγκαστικά φεύγεις. Και μπορεί… Θα ακούσεις, θα πας, θα ακούσεις τον Θεοδοσιάδη και μόλις θα έρθει ο επόμενος, φεύγεις για να μη χαλαστείς, για να μην πεις: «Τι είναι αυτό, ας πούμε, εδώ πέρα που ακούω;». Άκουσα, ας πούμε, Χρύσανθο και καθάρισαν τα αυτιά μου, για παράδειγμα, άκουσα Θεοδοσιάδη και έκανα και μετά ακούω τον χ και θολώνει και χάνω και τη γεύση. Δηλαδή, εκείνο τον καιρό, όταν ήμουνα μικρός, θαυμάζαμε στους γάμους εδώ πέρα, αν συνέβαινε κάποιο, χόρευαν εδώ στο χωριό, χόρευαν πυρρίχιο. Χόρευε ο Βάσως ο Παιχτέσον, που λέγαμε. Αυτός από εκεί, από την πατρίδα, αλλά δεν είχε σε κανένα σημείο τον όγκο που έχει η σημερινή σέρα. Ήτανε τρία σπασίματα. Τα απλά τα χαλαρά και μετά χορεύανε, βέβαια, το τρομαχτό, ας πούμε. Σήμερα με [Δ.Α.] έχει εξελιχθεί, έχουν προστεθεί πράγματα πάρα πολλά. Και σε αυτό να είναι καλά ο Στοφόρον, ο Καλούσης, αυτοί οι παλιοί που τα κάμνανε αυτά τα σπασίματα και κυρίως ο φίλος μου ο Καραβέλας ο Μιχάλης, ο οποίος τους έψαξε αυτούς και αναβάθμισε τον χορό και τον πήγε πάρα πολύ ψηλά, ας πούμε, δεν...
Έχετε κάποια ευχάριστη ανάμνηση εσείς από τη νυχτερινή διασκέδαση; Το φλερτ που αναφέρατε, ας πούμε, π.χ.
Όχι, ας αφήσουμε... Αυτό σου λέω, ότι αυτό, υπήρχε το φλερτ. Απλά σου λέω ότι εμείς, ας πούμε, εδώ για τον περίγυρο το 90% τις γυναίκες μας τις πήραμε μέσα από τα ποντιακά. Τι να πάρω; Από εδώ, να πάρουμε τους Χρυσοχοϊδαίους; Να πω εγώ με τη γυναίκα μου, να πάρω... Όλοι μες στα ποντιακά, γιατί πηγαίνανε οικογένειες και δεν ήταν, όπως είναι τώρα. Θυμάσαι που ξεκίνησα για προνόμιο και καταδίκη;
Ναι.
Το προνόμιο είναι αυτό. Η καταδίκη είναι τη θλίψη που νιώθω που δεν τη νιώθει ένας που γεννήθηκε μετά το ’80 και το τέτοιο, γιατί έζησε σε αυτήν τη εποχή. Δεν την ξέρει εκείνη. Δεν την ξέρει. Έτσι; Παρ’ όλ’ αυτά, ο γιος μου λέει καμιά φορά: «Εγώ έπρεπε να γεννηθώ στην εποχή σου, να είμαι με τον Γώγο, να είμαι με αυτούς». Γιατί τώρα δεν τον ευχαριστεί, επειδή είναι παραδοσιακός λυράρης και μένει στην παράδοση, τον θλίβει αυτό το πράγμα, να έχει ένα κοινό… Γιατί το πρόβλημα εκεί είναι. Αυτό είναι που με στεναχωρεί εμένα. Το ότι αυτός βγαίνει και παίζει αυτά που παίζει τα καραγκιοζλίκια και λέει: «Κοίτα, τι παίζει λύρα και τα παρόμοια». Αυτός καλά κάνει, ξέρει ότι αυτό έχει χρήμα από πίσω. «Εγώ θα βρω έναν τρόπο που να γεμίσω το μαγαζί». Το κοινό για να το γεμίζει αυτός, ότι υπάρχει ένα κοινό, το οποίο σημαίνει ότι εκφυλίστηκε πια το ποντιακό, έχει όγκο. Πιθανόν να πάνε και να... Αλλά το βλέπουνε με μία άλλη μορφή, όχι ψυχαγωγίας, αλλά διασκέδασης. Μαθαίνει τίποτα! Αυτός χαμπάρι δεν έχει από αυτά, το τι είναι αυτό το πράγμα. Δεν το ξέρει. Αυτός πάει για αυτό και... Λέω με μαθηματική ακρίβεια, θα το δεις ότι σε λίγο θα διαλυθεί. Θα είναι ένα πράγμα, το οποίο ακριβώς για να επιβιώσει θα βρίσκουν κάτι άλλο να βάλουνε μέσα και στο τέλος θα είναι ένα μεταλλαγμένο που πολλές φορές είπα: «Αν η λύρα αποκτούσε ξαφνικά οντότητα και δύναμη, θα γύριζε και με αυτήν τη γωνία της θα χτυπούσε τους λυράρηδες, αυτούς. Θα τους έσπαγε το κεφάλι αν είχε, γιατί την ξεφτιλίζεις, ως όργανο, όταν τη μεταλλάσσεις». Σου λέω, εγώ είμαι να κλαίω εδώ πέρα για τον Πόντο, να λέω: «Ένα άστρο εξέβεν». Και να το λέω, όπως πρέπει, όχι βολιστικά. Να το λέω με τα χρώματά μου. Αυτό είμαι! Και εσύ, επειδή έμαθες κάτι, ακριβώς νομίζεις ότι εσύ με ικανοποιείς. Δεν με ικανοποιείς, με μεταλλάσσεις. Για αυτό είσαι εγκληματίας. Με τις γνώσεις που έχεις, θα έπρεπε να με κρατήσεις ψηλά και να κάνεις για [Δ.Α.]. Πόσα χρόνια είναι; Ας μου πουν όλοι αυτοί τι παρήγαγαν σε επίπεδο ακριτικού κύκλ[01:30:00]ου, σε επίπεδο παραδοσιακής… Τα στιχάκια «Πού είναι ο Μάραντον;». «Ω, μωρέ -θα σου πει-, οι εποχές αλλάζουν. Όλο το πλαίσιο άλλαξε, ακόμα για τα παρχάρια θα λέμε;». Και γιατί να μην πεις για τα παρχάρια, ρε φίλε; Γιατί να μην τα κρατήσεις;
Να γυρίσουμε στην ποντιακή λύρα.
Ναι.
Μιας που την πιάσετε και στα χέρια σας, από τι υλικά είναι κατασκευασμένη η συγκεκριμένη ή και αυτές που έχετε, ας πούμε, εδώ;
Όχι, η συγκεκριμένη… Βλέπεις ότι έχει δέκα λύρες εδώ. Οι λύρες, το ξύλο, το οποίο λέγανε ότι τότε, εκείνο τον καιρό, ήταν το καλύτερο, ήταν το κοκκύμελον ή το αρτούτς, κέδρος. Μετά, βγήκανε διάφορα ξύλα από μουριά, από ακακία, από οποιοδήποτε ξύλο και, αν ο κατασκευαστής… Τελικά, καταλήξαμε ότι ο κατασκευαστής, αν είναι καλός, μπορεί το οποιοδήποτε σχεδόν ξύλο να το κάνει να παίξει καλά, αρκεί να ξέρει να βάλει σωστά τον καβαλάρη, σωστά το παλικάρι. Να τα βάλει αυτά εδώ, τα συγκεκριμένα δηλαδή. Να είναι οι σωστοί πόντοι από εδώ. Έτσι; Και το κυριότερο σε μία λύρα για τον ήχο της είναι το καπάκι.
Γιατί;
Γιατί αυτό είναι που από το ηχείο εδώ πέρα είναι η βάση του, αλλά αυτό είναι που δίνει τον σωστό ήχο, αν θα κωδωνίζει ή όχι. Και για αυτό υπάρχουν λυράρηδες, οι οποίοι προκειμένου να πετύχουνε τον ήχο, αλλάζουν και οχτώ καπάκια που λέει: «Να βάζω, ας πούμε, εδώ πέρα το ένα, το άλλο, για να πετύχω». Για αυτό βλέπεις από το καπάκι είναι, άμα θα παίξει ζιλ, ψηλά δηλαδή, ή γαπάν, καπάν. Και είναι, βέβαια, ανάλογα με το βάθος που έχει εδώ το σκάφος. Αυτό εδώ πέρα, το... Αν είναι στενό ή αν είναι φαρδύ. Είναι αυτή η λύρα που...
Ο πατέρας σας που ήτανε οργανοπαίκτης, ήταν και ο ίδιος του κατασκευαστής;
Λοιπόν, μπράβο! Πολύ σωστά. Ναι, έκαμνε και λύρες. Αρκετές εκεί πέρα είναι κατασκευές του πατέρα μου. Και βέβαια, πάντα βελτιωνότανε σιγά- σιγά και μάλιστα πούλησε και μερικές. Αλλά κυρίως ήταν... Αγόραζε κιόλα, αλλά κατασκεύαζε και λίρες.
Την πρώτη σας λύρα σας τη χάρισε ο ίδιος; Την κατασκεύασε ο ίδιος;
Όχι. Την πρώτη μου λύρα ακριβώς, επειδή θα γύριζα και χορδές και... Την πήρα από τη Θεσσαλονίκη από τον Ανθομελίδη. Μουσικά όργανα Ανθομελίδης, Εγνατίας 35, τότε. Δεν ξέρω, αν υπάρχει αυτό. Και κατευθείαν εκείνη τη λύρα την πήρα και με εκείνηνα έβγαλα τον στρατό. Θυμάμαι είχε και κόκκινο χρώμα και του πατέρα μου του άρεσε πάρα πολύ και του την έδωσα. Τη γύρισε τις χορδές και την έδωσα στον πατέρα μου. Μετά, κάποια δόση εκείνη κάτι έπαθε, έσπασε κάπως -δεν ξέρω, κάποιο από τα εγγόνια του- και ξεκόλλησε. Είχε πάρει τον λαιμό και τον προσήρτησε σε άλλη λύρα και...
Οι συγκεκριμένες λύρες έχουνε κάποια ιστορία; Έχουν συνδεθεί με κάποια περιστατικά ή κάποιες περιστάσεις με εσάς, με τον πατέρα σας;
Μπα. Όχι, δεν έχουν. Αυτές είναι... Μέναν εκεί και τις κρατούσαμε. Λύρες που είχανε κάποια ιστορία, ήτανε μία λύρα του θείου μου που επί Μεταξά –από ό,τι λέγανε, αυτό δεν είναι δικό μου, από ό,τι λέγανε οι χωριανοί– ο Γώγος ήρθε να παίξει σήν Φερμάν το καφενείο που ήταν εκεί των Γραμματικοπουλαίων. Μικρός θα ήταν ο Γώγος το ’36- ’37; Ήταν γύρω στα 20 του χρόνια και ήταν εδώ κάτι μπελαλήδες Πόντιοι, ο Στάθιον ο Μετενλής -ας πούμε- εκεί από το Καρς, και ήρθαν αυτοί και του είπαν να παίξει τας. Ο Γώγος προφανώς τας… Κρωμέτης ήταν αυτός κτλ., Τραπεζούντιος δηλαδή, δεν το ήξερε. Είπε ότι: «Δεν ξέρω». Τώρα, ήθελε να το αποφύγει; Δεν ξέρω. Πάντως είπε ότι: «Εγώ δεν ξέρω». Και αυτός ο μπελαλής του έσπασε τη λύρα. Του πήρε τη λύρα και την έσπασε τη λύρα. Τι να κάνει; Τώρα εγώ... Και πήρανε τη λύρα του θείου μου, αυτή τη λύρα, η οποία έμεινε αρκετά χρόνια. Εδώ ήτανε, την έπαιζε ο πατέρας μου μέχρι το ’50 τόσο και την έστειλε αυτή τη λύρα. Ήρθαν, πήραν του θείου μου τη λύρα, για να παίξει εκεί και έβγαλε τη βραδιά. Τη στείλαμε μετά στη Βουδαπέστη στον θείο μου, γιατί ήταν δικιά του, ο οποίος την είχε παρατήσει από το ’46- ’47, μία 10-15 χρόνια. Πόσα ήτανε; Και του τη στείλαμε εκεί και έφυγε εκεί στην... Αυτή ήταν η μόνη [Δ.Α.] που είχε ιστορία που πέρασε στα χέρια του Γώγου τον οποίο ο Γώγος τον θείο μου τον είχε για πολύ... Έλεγε ότι: «Αν δεν έφευγε και δεν παρατούσε τη λύρα, ήταν από τους καλύτερους λυράρηδες».
Εσείς με ποιους παραδοσιακούς σκοπούς ξεκινήσατε; Υπάρχει κάποιος που ξεχωρίζετε και τον έχετε συνδέσει με τον πατέρα σας;
Δεν έχει... Είναι επιτραπέζιοι χώροι. Αυτοί είναι ο σκοπός τον οποίο... Τώρα τι να σου πω; Δεν είναι… Δηλαδή, οι σκοποί, οι οποίοι παίζονται εδώ και τους ακούγαμε ήτανε το «Εμέν κι εσέν πη θα χωρίζ’» κλασικός σκοπός, ας πούμε. Ήτανε το «Έναν άστρον εξέβεν». Αυτό στο τέλος πήρε και ιστορική, αν είναι δηλαδή, γιατί κάποιοι το... «Έναν άστρον εξέβεν σην Ανατολήν» που «Κι αλλ’ έναν κι άλλο εξέβεν σο Τεπέκιοϊ» που συνδέεται με την τουρκική σημαία. Που αυτό είναι ένα τραγούδι προειδοποίησης ότι έρχονται οι Τούρκοι. Και «Σοφίτσα μ’ εξ’ μη βγαίνεις, γιατί θα σε δει ο ήλιος και θα μαραθείς και ο φέγγων και θα πάθεις κάτι». Τέτοια τραγούδια και κυρίως από τη γιαγιά μου, «ο Γιάννης, ο Μονόγενες». Μαθαίναμε αυτό από μικρό παιδί και με παραλλαγές που για να τις ανακαλύψω που έλεγε η γιαγιά μου: «Όταν βγαίνει ο δράκος να φάει τον Γιάννη τον Μονόγιαννην». Είναι το γνωστό «Άφ'σον με δράκε, άφ'σον με, άφ'σ’ με έναν ημέρα, άφ'σον με πέντε, έξι ημέρας» στην αρχή που λέει. Και αφού λέει: «Πάω, ελέπω τον κύρη μ’, πάω», εδώ η γιαγιά μου έλεγε: «Πάω, ελέπω την σέρα μ’ -αφού θα με φας, η γυναίκα μου- διατάχουμαι...». Όχι! «Πάω, ελέπω τα παιδιά μου, τα μωρά μ’, διατάχουμαι τη σέρα μ’. Να δώσω και οδηγίες στη χήρα μου τι ακριβώς θα κάνει». Αυτό το βρήκα σε μία παραλλαγή. Δεν το λέγανε εδώ. Έτσι το προσπερνούσανε ή το αφήνανε. Το «Γιάννε, τον Μονόγιαννε», «Ναϊλί εμάς και βάι εμάς». Αυτά του ακριτικού κύκλου. Το «Μάραντον» πολύ άκουγα. «Πού πας, πού πας νε Μάραντε κι εμένα δεν αφήνεις; Αφήνω σε χρυσόν σταυρόν». Αυτά η γιαγιά μου, της εκκλησίας για. Παπαδοκόρη ήτανε, Παπαδοπούλου. Έτσι...
Εγώ γνωρίζω τον γιο σας και τον έχω ακούσει να έχει παίξει τους παραδοσιακούς σκοπούς πριν που αναφέρατε. Πώς χτίστηκε αυτή η σχέση με τον γιο για την εκμάθηση της ποντιακής λύρας; Δηλαδή, πέρα από πατέρας, πρέπει να ήσασταν και δάσκαλος-
Όχι-
Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;
Όχι. Αυτό το ερώτημα ετέθη πάρα πολλές φορές από διάφορους ή μου λέγανε: «Τον έκανες, τον έφτιαξες, τον δημιούργησες». Εγώ λέω: «Δεν έκανα τίποτα». Η απάντηση είναι ότι: «Εγώ δεν έκανα τίποτα». Μεγάλωνε σε θύλακα μέσα ποντιακό και έβλεπε ακριβώς αυτό που συνέβαινε ως δρώμενο. Το έβλεπε! Δεν χρειαζότανε. Στα μουχαμπέτια καθότανε και άκουγε τους λυράρηδες όλους που τον λέγανε: «Στάθη, δέβα κοιμού! Πάνε να κοιμηθείς!». Και έλεγε: «Όχι, εγώ θέλω να ακούω ποντακά». Δεν μπορούσε να πει και ποντιακά. Από μικρό παιδί άκουγε, από μόνος του πήρε τον εμποτισμό. Από τα 6 του χρόνια με πίεζε για να μάθει λύρα. Ήθελε να μάθει λύρα. Και ο δάσκαλός του, εγώ είπα: «Δεν θα ασχοληθώ». Γιατί ακριβώς θα πρέπει να πάει σε... Σωστά να το μάθει το παίξιμο σωστά. Το παίξιμο. Και ο δάσκαλός του, ο Μιχάλης ο Καλιοντζίδης ο μεγαλύτερος, σπουδαιότερος. Δεν υπάρχει! Όλοι από αυτόνα μάθαμε και αυτός, βέβαια, έμαθε από κάποιους άλλους. Έμαθε από τον Λάμπη τον Τιλκερίδη από τη Δράμα και από διάφορους άλλους. Αλλά αυτός με νότες έκανε τη λύρα. Αυτός μου έλεγε: «Όχι, 6 χρονών! Έχει πολύ μεράκι να μάθει, αλλά επειδή είναι παιδιά θα παρασυρθεί λίγο- πολύ, θα εκτονωθεί από το παιχνίδι, το ένα, το άλλο και θα το παρατήσει. Άσ’ τον να γίνει 9 χρονών και φέρ’ τον». Και όταν πήγε 9 χρονών, αφού άκουγε μόνο ποντιακά –εγώ στο αυτοκίνητο είχα αυτό, μόνο ποντιακά, δεν ακουγόταν τίποτα άλλο– ήταν έτοιμος από καιρό. «Σαν έτοιμος από καιρό» που λέει ο ποιητής. Μου έλεγε ο δάσκαλός του ότι: «Όταν πήρε τη λύρα από την πρώτη μέρα, λες και ήξερε πού πατούσε». Και πατούσε, όπως πατάω εγώ. Μπερδευόμουν στον ήχο, νόμιζα ότι πατάω εγώ. Σε ένα χρόνο, ενάμισι, όταν έπαιξε μέσα σε ένα κέντρο εκεί, στη Λεμόνα που παρουσίασε τη δουλειά του ο Καλιοντζίδης, τον άφησε στο τέλος και έπαιξε και τραγούδησε –τότε ξεχώριζε και η φωνή του– ένα μακρύν γαϊτέν, ένα μοιρολόι. Και το κέντρο που είχε μέσα 500- 600 άτο[01:40:00]μα και τιμώμενα πρόσωπα, όλους τους καλλιτέχνες, ξαφνικά βουβάθηκε. Ενώ μιλάγανε, καθώς παίζανε τα παιδιά, παίζανε τα μωρά, όταν στο τέλος είπε: «Τελειώνω τώρα. Θα παίξει εδώ το τελευταίο» και δεν είπε ο Καλιοντζίδης το όνομά του καθόλου, όταν έπαιξε ξαφνικά όλοι κάνανε… «Για αυτό δεν είπα το όνομά του. Σας το λέω τώρα». Και είπε το όνομα και έγινε εκεί πέρα… Άσ’ το να πάει. Σε ένα διπλανό τραπέζι είχα ακούσει ύστερα από λίγο, όταν τραγούδησε, ήρθε κάποιος εκεί που δεν ήτανε και του λένε αυτοί: «Καλά, τώρα ήρθες; Ξέρεις τι έχεις χάσει; Τραγούδησε ένα μωρό, έπαιξε και τραγούδησε και πάθαμε όλοι πλάκα!», ένας που δεν τον ήξερα ποιος ήταν εκεί. Αλλά έκανε εντύπωση ότι, πώς αυτό τραγουδούσε τόσο μελετημένα ένα ποντιακό τραγούδι και έπαιζε. Και έπαιζε, βέβαια, γιατί το είχε μάθει με νότες από τον δάσκαλο και το έπαιζε. Άσ’ το να πάει. Έτσι, χωρίς προσπάθεια! Γιατί είχε τον εμποτισμό. Για αυτό σου είπα σε κάποια στιγμή, όταν ένα παιδί, το οποίο γύριζε από εδώ και λες είναι αργόσχολο: «Πάνε, ρε παιδί μου, να μάθεις λύρα! Πόντιοι είμαστε! Πάνε να μάθεις λύρα!». Και πηγαίνει το παιδάκι. Και επειδή ο δάσκαλος, άμα είναι χαρισματικός, μπορεί το παιδί να μάθει λύρα και καλή λύρα. Αλλά τι θα παίξει; Θα κοιτάξει να μπει, εφόσον παίζει, έτσι να μάθει και άλλα όργανα, να μπει σε μία άλλη ορχήστρα παραδοσιακών, αυτών. Να παίζει ανάμεσα με άλλες... Για αυτό σου έλεγα για τον Κουγιουμτζίδη. Οι δισκογραφίες του ήταν μία λύρα με τον τραγουδιστή. Δεν ήταν οχτώ όργανα από πίσω που είναι τώρα και παίζει, δεν παίζει. Και εγώ τώρα, άμα θα βγω και έχω από πίσω μου πολλά όργανα, ξέρεις τι ωραία τα παίζω; Θα είμαι στο ίδιο επίπεδο. Δεν καταλαβαίνεις τώρα, γιατί θα με γεμίζουν οι κιθάρες, θα με γεμίζουνε τα αρμόνια, θα με γεμίζουν... Ό,τι δεν ξέρω, θα το περάσω ντούκου. Δεν είναι που πρέπει μόνος σου που έλεγε ο πατέρας μου: «Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω. Και τον ρυθμό και το τέτοιο και αυτά όλα πρέπει να τα κρατήσω». Δεν έχει. Για αυτό η δισκογραφία που κάνει ο Σταθούλης… Με μία λύρα παίζει, δεν έχει...
Μιας που τον αναφέρατε τον πατέρα σας τώρα. Θεωρείτε ότι εσείς ακολουθήσατε αυτό που μου είπατε και στην αρχή, το «ερασιτέχνης- επαγγελματίας» και αυτό να πέρασε, ας πούμε, στην επόμενη γενιά, στον γιο;
Όχι. Ο γιος είναι επαγγελματίας. Εγώ δεν είμαι καθόλου. Εγώ είμαι ένας ερασιτέχνης λυράρης που παίζω για το κέφι μου, για να ηρεμώ, να ισορροπώ όποτε έχω... Είναι φοβερό πράγμα. Ό,τι και να έχεις, μόλις θα πάρεις το όργανο και θα κάνεις εδώ πέρα τη συντροφιά σου με τους μουσικούς που αγαπάς... Θα βάλω τον Γώγο, θα βάλω τον άλλον, αυτόν που σου είπα, τον Ανέστη τον Αθανασιάδη, θα βάλω τον Κλεάνθη, τους παλιούς λυράρηδες. Τους άσημους και τους φιρμάτους. Φιρμάτους; Αυτούς που είναι… Τους διάσημους. Ο Γώγος είναι διάσημος. Αυτό το πράγμα… Αλλά δεν έχω παίξει επαγγελματικά παρόλο που γίνανε... Όταν, τότε τη δεκαετία του ’80, μου είχανε πει να μπω σε κάποια σχήματα να παίζουμε ποντιακά. «Όχι είπα-. Από την ώρα που είμαι καθηγητής... Όχι από ντροπή ότι είμαι καθηγητής και τι δουλειά κάνω. Αλλά έχω τη δουλειά μου -τότε δουλεύαμε και Σάββατα-. Θα πηγαίνω εγώ και θεάματα και θα έρχομαι ξενύχτης για να παίζω...» Εγώ, η δουλειά μου είναι δάσκαλος. Αλλά είναι για το μουχαμπέτ. Και όπου βρισκόμαστε με ερασιτέχνες… Αυτό. Και προτρέπω αυτόν που είναι εκεί, το όργανο να το έχει για να ισορροπεί και να μην έχει στο μυαλό του πάντα να παίξει και να γίνει ένας διάσημος. Αν είναι να έρθει, να έρθει, αλλά να ξέρει κιόλα. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, λέω: «Στον περίγυρό του δεν είναι κάποιος να του πει: “Βρε αγόρι μου, άντε παίζεις τη λύρα που παίζεις, τι τραγουδάς; Νομίζεις ότι μπορείς να αυτό τώρα;”». Να εφαρμόσουμε το παλιό αξίωμα ότι ο λυράρης πρέπει και να τραγουδάει. Άμα έχει φωνή. Άμα δεν έχει, πώς θα τραγουδήσει; Καλό είναι να τραγουδάει, αλλά αν δεν είναι; Και βλέπω ένα σωρό παίζουνε και τραγουδάνε και προβάλλονται με το ζόρι. Δηλαδή, να το βγάλουμε, να του κάνουμε… Οι γονείς ρίχνουν λεφτά να κάνει δισκογραφία, να πάει, και είναι βέβαια και τα κανάλια που τον εκμεταλλεύονται. Το ποντιακό, ας πούμε «Έλα θα σε κάνω φίρμα, αλλά έλα μαζί μου με 50€, με τέτοια».
Επομένως, τρεις λυράρηδες, οργανοπαίχτες στην οικογένεια, απλά ο καθένας την προσέγγισε λίγο με έναν διαφορετικό τρόπο, ας πούμε. Έτσι δεν είναι;
Ο διαφορετικός τρόπος σε ό,τι αφορά το πρόσωπό μου είναι καθαρά από επίγνωση. Εγώ είπα ότι: «Εγώ μαθαίνω τη λύρα, αλλά ούτε παίζω τη λύρα…». Και ειδικά αυτό που βλέπεις στην εποχή μας, εμείς δεν είμαστε να παίξουμε επαγγελματικά. Υστερούμε εμφανώς. Μπορεί να παίζουμε παραδοσιακά και ωραία, αλλά δεν διαθέτω και τη φωνή. Δεν έχω και φωνή. Επομένως, εγώ έχω τη λύρα να κάνουμε, όπου βρεθούμε, που λέμε: «Στην αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι» με την έννοια έτσι, για αυτοσαρκασμό στο λέω. Να παίξουμε, να ευχαριστηθούμε σε επίπεδο ερασιτεχνικό. Και δεν παίζουμε και φάλτσα και αυτά, παίζουμε σχετικά γλυκά. Δεν θα φανεί τόσο... Ας πούμε, με άριστα το 10, είμαστε πάνω από τη βάση. Έτσι; Κάποιοι που παίζουνε και εγώ, άλλοι που παίζουν μπουζούκια, μπορούμε να κάνουμε, δηλαδή, ένα γλεντάκι ωραίο και να ευχαριστηθούμε. Δεν θα ενοχλήσουμε τα αφτιά των θαμώνων. Αλλά ακριβώς αυτό που λέμε: «Να έχεις εδώ πέρα το γνώθι σ’ αυτόν». Είναι ότι δεν θα το κάνω εγώ αυτό, να προσπαθήσω σώνει και καλά να γίνω επαγγελματίας. Θα είναι πολύ ανόητο! Και καλά… Δεν σε λέω για την ηλικία αυτή. Όταν ήμουν 30 χρονών, συγκεκριμένα παιδιά που τραγουδούσανε λαϊκά και μου λέγανε: «Έλα να πάμε να κάνουμε και ένα ποντιακό πρόγραμμα στη Βεργίνα» που παίζανε, σε λαϊκά κέντρα. Δεν είχε ποντιακό. «Θα κάνω εκείνο, θα πω -Πόντιοι ήτανε και τραγουδούσαν λαϊκά-, αλλά μπορώ να πω και ποντιακά. Να κάνουμε ένα μισάωρο ποντιακά». «Όχι -του λέω- φίλε. Πάρε έναν άλλο. Και εκτός από αυτό, να σου πω και αυτό, δεν θα φάω τα λεφτά, δεν θα κόψω το μεροκάματο από έναν που δεν είναι. Εγώ έχω τη δουλειά μου». Και βέβαια τους πείραζα κιόλα. «Φαντάσου τώρα εδώ -λέω- να πάω να παίξω κάπου και την άλλη μέρα να έρθει ο μαθητής μου και να πει: «Παίξε μας, κύριε, μία σερενίτσα!».
Ναι.
Δεν το θεωρούσα ντροπή, δεν θα μου έλεγε… Αλλά… Εντάξει. Γιατί ο Χρυσανθόπουλος, για παράδειγμα, ήταν και αυτός… Ως οδοντοτεχνίτης ήτανε καθηγητής στον Δημόκριτο; Κάπου ήτανε, τους μάθαινε... Δάσκαλος ήταν, αλλά έπαιζε και λύρα. Δεν είναι κακό να είσαι καθηγητής, ας πούμε, και να παίζεις και...
Μάλιστα.
Μάλιστα. Αυτά.
Εγώ δεν έχω κάτι άλλο να σας ρωτήσω. Εσείς έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε;
Όχι, νομίζω ότι...
Ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για σήμερα.
Να είσαι καλά.
Καλή συνέχεια.
Να είσαι καλά, Ανδρονίκη.
Φωτογραφίες

Προσωπικό αρχείο του αφη ...
Ο αφηγητής με τον γιο του, Στάθη Πορφυρίδη ...

Προσωπικό αρχείο του αφη ...
Τρεις γενιές λυράρηδων. Από τον παππού Στά ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Όπως μου εξομολογήθηκε, δεν υπάρχει μέρα π ...

Προσωπικό αρχείο του αφη ...
Ο γιος του αφηγητή σε ένα από τα πολλά μου ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Στο πατρικό σπίτι του αφηγητή θα βρει κανε ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Όπως ανέφερα, το ποντιακό στοιχείο είναι έ ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Οι γονείς του αφηγητή. Στα αριστερά είναι ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Οι γονείς του αφηγητή, η Λίζα Πορφυρίδου κ ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Προσωπική συλλογή της οικογένειας Πορφυρίδ ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Όπου βρεθείς και όπου σταθείς υπάρχει μία ...

Το πατρικό σπίτι του αφη ...
Άλλες δύο λύρες στο πατρικό σπίτι του αφηγ ...

Προσωπικό αρχείο του αφη ...
Τιμητική βραδιά με τον Μιχάλη Καλιοντζίδη ...

Προσωπικό αρχείο του αφη ...
Φωτογραφίες από καλλιτέχνες της ποντιακής ...
Περίληψη
Ο Ανέστης Πορφυρίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ξηρόβρυση, στο Κιλκίς. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε ως φιλόλογος. Τα τελευταία δέκα χρόνια είναι συνταξιούχος και μία από τις πολλές ενασχολήσεις του είναι αυτή με την ποντιακή λύρα. Από μικρή ηλικία ο Ανέστης ήρθε σε επαφή με την παραδοσιακή μουσική, διότι ο πατέρας του υπήρξε δημοφιλέστατος λυράρης. Μέσα από την πορεία του πατέρα τον οποίο αποκάλεσε ερασιτέχνη επαγγελματία, ο αφηγητής γνώρισε σπουδαίες προσωπικότητες της ποντιακής μουσικής. Αυτό που έκανε εντύπωση στον Ανέστη ήταν ο αλληλοσεβασμός, η αδελφοσύνη και η ισχυρή φίλια που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των καλλιτεχνών. Όσον αφορά την μουσική του καλλιέργεια δεν θα μπορούσε να λείψει η συμβολή της γιαγιάς του, η οποία τον γαλούχησε από μικρό με παραδοσιακούς σκοπούς και στιχάκια. Παρ' όλα αυτά, ο αφηγητής υποστηρίζει ότι ήταν προνόμιο και καταδίκη που έζησε στη Ξηρόβρυση. Αν και δεν έζησε τον φόβο του πολέμου, εντούτοις βίωσε το μετεμφυλιακό κλίμα. Οι απώλειες, ο κοινωνικός και πολιτικός αποκλεισμός, οι αυθαιρεσίες και η λογοκρισία ζωντάνευαν μέσα από τις αφηγήσεις των χωριανών. Όλα αυτά αποτέλεσαν τραύμα για τον αφηγητή, όμως καθόρισαν την προσωπικότητά του. Οι πολιτικές του επιλογές και η καταγωγή του αποτέλεσαν για αυτόν δαμόκλειο σπάθη την περίοδο της Χούντας. Ωστόσο, ο Ανέστης έζησε και όμορφες στιγμές με τους συγχωριανούς του, καθώς συμμετείχε στις θεατρικές εκδηλώσεις και τα ποντιακά γλέντια. Τα χρόνια πέρασαν και η ποντιακή μουσική συνέχιζε να είναι στο επίκεντρο της ζωής του αφηγητή. Τον συνόδευε από τα φοιτητικά του χρόνια μέχρι και σήμερα. Ο Ανέστης, ως ερασιτέχνης μουσικός, διοργάνωσε και συμμετείχε σε δικά του μουχαπέτια, ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα του. Ο γιος του, ο Ευστάθιος Πορφυρίδης, επηρεασμένος από τον παππού και τον πατέρα του ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως λυράρης. Η οικογένεια Πορφυρίδη στηρίζει ενεργά την ποντιακή μουσική παράδοση, η οποία ξεκίνησε από τον παππού, πέρασε στον πατέρα και συνεχίζεται από τον εγγονό.
Αφηγητές/τριες
Ανέστης Πορφυρίδης
Ερευνητές/τριες
Ανδρονίκη Κατικαρίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/11/2023
Διάρκεια
107'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις Ερευνήτριας:
1) Να ευχαριστήσω θερμά τον συγχωριανό μου και στενό φίλο της οικογένειας μου, τον κύριο Ανέστη Πορφυρίδη. Ο κύριος Ανέστης υπήρξε χοροδιδάσκαλος του εξωραϊστικού πολιτιστικού συλλόγου του χωριού μου και θυμάμαι, αν και ήμουν μικρή σε ηλικία, τον τρόπο με τον οποίο μου δίδαξε το ομάλ, το τικ και το διπάτ. Για εμάς τα Ποντιόπουλα αυτοί οι χοροί ήταν η αλφάβητος όταν ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με την εκμάθηση τους. Να σημειώσω επίσης ότι και εγώ έχω ζήσει τα ποντιακά γλέντια και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στο υπόγειο του συλλόγου χορεύοντας και διασκεδάζοντας με τον αγαπητό αφηγητή. Τον ευχαριστώ θερμά και πάλι γιατί μέσα από τις αφηγήσεις του γνώρισα καλύτερα την Ξηρόβρυση.
2) Ποντιακό λεξιλόγιο:
1)αΐκον= τέτοιο
2)απαδακές=εδώ
3)γουρταρεύω=γλυτώνω
4)γαπάν(καπάν)=χαμηλά, μπάσα(λύρα καπάν)
5)έτονε=είναι
6)επήεν=πήγε
7)ερχίησεν=άρχισε
8)ετάλεψα=άρπαξα
9)έπαρ'= πάρε
10)ζίλ=ψηλά(η ψιλή φωνή της λύρας)
11)ήντανε=οτιδήποτε, ό,τι
12)κρούμνες, κρούνες= από το κρούω, δηλαδή χτυπάω
13)λάσκεται=κάνει βόλτες
14)λαλία=φωνή
15)λαρώνω=γιατρεύω
16)μουζία=μοσχάρια
18)μουχαπέτ/μουχαμπέτ=γλέντι
19)παλαλώνε=τρελάνει, παλαλός=τρελός
20)παίξον=παίξε
21)παρακάθ=φιλική μάζωξη
22)πασκιτάν=γιαούρτι(παρομοιάζεται με το στραγγιστό γιαούρτι αλλά δεν είναι ακριβώς το ίδιο)
23)σουμάδας=αρραβώνας, σουμαδέματα=αρραβωνιάσματα
24)σεβντάς=έρωτας, πόθος
25)τσάτσαλος=γυμνός
26)τέρεν=κοίτα
27)ψύ μ'=ψυχή μου
Υποσημείωση για το τυρί πασκιτάν και το φαγητό σισίχλαντα: Το τυρί πασκιτάν ονομάζεται και σουλγούν ή τσιοκαλίκι. Προέρχεται από την λέξη πασκί που σημαίνει πίεση και την λέξη ταν. Το πασκιτάν είναι υποπροϊόν του ταν και χρησιμοποιείται και στο σουρβά. Είναι γαλακτομικό προϊόν. Η γιαγιά μου συνήθιζε να το φτιάχνει, αλλά δυστυχώς δεν είχα την τύχη να γευτώ κάποιο φαγητό από τα χεράκια της που να συμπεριλάμβανε το πασκιτάν.
Περίληψη
Ο Ανέστης Πορφυρίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ξηρόβρυση, στο Κιλκίς. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε ως φιλόλογος. Τα τελευταία δέκα χρόνια είναι συνταξιούχος και μία από τις πολλές ενασχολήσεις του είναι αυτή με την ποντιακή λύρα. Από μικρή ηλικία ο Ανέστης ήρθε σε επαφή με την παραδοσιακή μουσική, διότι ο πατέρας του υπήρξε δημοφιλέστατος λυράρης. Μέσα από την πορεία του πατέρα τον οποίο αποκάλεσε ερασιτέχνη επαγγελματία, ο αφηγητής γνώρισε σπουδαίες προσωπικότητες της ποντιακής μουσικής. Αυτό που έκανε εντύπωση στον Ανέστη ήταν ο αλληλοσεβασμός, η αδελφοσύνη και η ισχυρή φίλια που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των καλλιτεχνών. Όσον αφορά την μουσική του καλλιέργεια δεν θα μπορούσε να λείψει η συμβολή της γιαγιάς του, η οποία τον γαλούχησε από μικρό με παραδοσιακούς σκοπούς και στιχάκια. Παρ' όλα αυτά, ο αφηγητής υποστηρίζει ότι ήταν προνόμιο και καταδίκη που έζησε στη Ξηρόβρυση. Αν και δεν έζησε τον φόβο του πολέμου, εντούτοις βίωσε το μετεμφυλιακό κλίμα. Οι απώλειες, ο κοινωνικός και πολιτικός αποκλεισμός, οι αυθαιρεσίες και η λογοκρισία ζωντάνευαν μέσα από τις αφηγήσεις των χωριανών. Όλα αυτά αποτέλεσαν τραύμα για τον αφηγητή, όμως καθόρισαν την προσωπικότητά του. Οι πολιτικές του επιλογές και η καταγωγή του αποτέλεσαν για αυτόν δαμόκλειο σπάθη την περίοδο της Χούντας. Ωστόσο, ο Ανέστης έζησε και όμορφες στιγμές με τους συγχωριανούς του, καθώς συμμετείχε στις θεατρικές εκδηλώσεις και τα ποντιακά γλέντια. Τα χρόνια πέρασαν και η ποντιακή μουσική συνέχιζε να είναι στο επίκεντρο της ζωής του αφηγητή. Τον συνόδευε από τα φοιτητικά του χρόνια μέχρι και σήμερα. Ο Ανέστης, ως ερασιτέχνης μουσικός, διοργάνωσε και συμμετείχε σε δικά του μουχαπέτια, ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα του. Ο γιος του, ο Ευστάθιος Πορφυρίδης, επηρεασμένος από τον παππού και τον πατέρα του ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως λυράρης. Η οικογένεια Πορφυρίδη στηρίζει ενεργά την ποντιακή μουσική παράδοση, η οποία ξεκίνησε από τον παππού, πέρασε στον πατέρα και συνεχίζεται από τον εγγονό.
Αφηγητές/τριες
Ανέστης Πορφυρίδης
Ερευνητές/τριες
Ανδρονίκη Κατικαρίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/11/2023
Διάρκεια
107'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις Ερευνήτριας:
1) Να ευχαριστήσω θερμά τον συγχωριανό μου και στενό φίλο της οικογένειας μου, τον κύριο Ανέστη Πορφυρίδη. Ο κύριος Ανέστης υπήρξε χοροδιδάσκαλος του εξωραϊστικού πολιτιστικού συλλόγου του χωριού μου και θυμάμαι, αν και ήμουν μικρή σε ηλικία, τον τρόπο με τον οποίο μου δίδαξε το ομάλ, το τικ και το διπάτ. Για εμάς τα Ποντιόπουλα αυτοί οι χοροί ήταν η αλφάβητος όταν ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με την εκμάθηση τους. Να σημειώσω επίσης ότι και εγώ έχω ζήσει τα ποντιακά γλέντια και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στο υπόγειο του συλλόγου χορεύοντας και διασκεδάζοντας με τον αγαπητό αφηγητή. Τον ευχαριστώ θερμά και πάλι γιατί μέσα από τις αφηγήσεις του γνώρισα καλύτερα την Ξηρόβρυση.
2) Ποντιακό λεξιλόγιο:
1)αΐκον= τέτοιο
2)απαδακές=εδώ
3)γουρταρεύω=γλυτώνω
4)γαπάν(καπάν)=χαμηλά, μπάσα(λύρα καπάν)
5)έτονε=είναι
6)επήεν=πήγε
7)ερχίησεν=άρχισε
8)ετάλεψα=άρπαξα
9)έπαρ'= πάρε
10)ζίλ=ψηλά(η ψιλή φωνή της λύρας)
11)ήντανε=οτιδήποτε, ό,τι
12)κρούμνες, κρούνες= από το κρούω, δηλαδή χτυπάω
13)λάσκεται=κάνει βόλτες
14)λαλία=φωνή
15)λαρώνω=γιατρεύω
16)μουζία=μοσχάρια
18)μουχαπέτ/μουχαμπέτ=γλέντι
19)παλαλώνε=τρελάνει, παλαλός=τρελός
20)παίξον=παίξε
21)παρακάθ=φιλική μάζωξη
22)πασκιτάν=γιαούρτι(παρομοιάζεται με το στραγγιστό γιαούρτι αλλά δεν είναι ακριβώς το ίδιο)
23)σουμάδας=αρραβώνας, σουμαδέματα=αρραβωνιάσματα
24)σεβντάς=έρωτας, πόθος
25)τσάτσαλος=γυμνός
26)τέρεν=κοίτα
27)ψύ μ'=ψυχή μου
Υποσημείωση για το τυρί πασκιτάν και το φαγητό σισίχλαντα: Το τυρί πασκιτάν ονομάζεται και σουλγούν ή τσιοκαλίκι. Προέρχεται από την λέξη πασκί που σημαίνει πίεση και την λέξη ταν. Το πασκιτάν είναι υποπροϊόν του ταν και χρησιμοποιείται και στο σουρβά. Είναι γαλακτομικό προϊόν. Η γιαγιά μου συνήθιζε να το φτιάχνει, αλλά δυστυχώς δεν είχα την τύχη να γευτώ κάποιο φαγητό από τα χεράκια της που να συμπεριλάμβανε το πασκιτάν.