© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Να μάθει ο κόσμος ότι πέρασε αυτή η γενεά με αυτή τη γλώσσα»: Η κινηματογραφική ιστορία των προσφύγων από το Φουντουκλί της Μικράς Ασίας στα Μελίσσια Κοζάνης

Κωδικός Ιστορίας
26051
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Δεμπερδεμίδου-Στούκη (Μ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/10/2023
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Λάκκα (Κ.Λ.)

[00:00:00]

Κ.Λ.:

Καλησπέρα! 

Μ.Δ.:

Καλησπέρα! 

Κ.Λ.:

Είναι Παρασκευή, 27 Οκτώβρη του 2023, ονομάζομαι Κατερίνα Λάκκα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στην Κοζάνη με την κυρία Μαρία Δεμπερδεμίδου-Στούκη. Γεια σας! 

Μ.Δ.:

Καλωσόρισες, Κατερίνα!

Κ.Λ.:

Καλώς σας βρήκα! 

Μ.Δ.:

Θα περάσουμε ευχάριστα μιλώντας και συζητώντας. Όπως το είπες, ναι, είμαι η Μαρία Δεμπερδεμίδου-Στούκη. Καταγωγή είμαι τρίτης γενεάς Μικρασιάτισσα, γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κοζάνη, έχω τη δική μου οικογένεια, ο σύζυγος και τα παιδιά. Στη ζωή μου έκανα τις απαραίτητες σπουδές. Μεγάλωσα στην πόλη μεν, αλλά είχα τους παππούδες στο χωριό Μελίσσια Κοζάνης, το οποίο απέχει 4 χιλιόμετρα από την πόλη. Οι γονείς μου νέοι ήρθανε στην Κοζάνη και εγώ το μόνο που… η μόνη μου επίσκεψη στο χωριό, το οποίο λέγεται Μελίσσια, πήγαινα καλοκαίρια, και συγκεκριμένα, μόνο 12 καλοκαίρια, γιατί από κει και μετά άρχισα να πηγαίνω στο γυμνάσιο και πλέον δεν πήγαινα στο χωριό. Στα Μελίσσια και οι δύο γονείς των… και οι δύο γονείς του μπαμπά μου και της μαμάς μου, εκεί, και το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι είναι, είμαστε βέρα Μικρασιάτες, αλλιώς το λέμε «νταμ-παπαντάμ», αλλιώς το λέμε «πάππου προς πάππου». Και η μεριά της μαμάς μου και του μπαμπά μου είναι από το ίδιο χωριό, απ’ τον προπαππού μου ακόμα. Ο προπαππούς ήρθε από το Φουντουκλί ή Φουντουκλιά, γιατί ήταν τρία χωριά, στο Νομό Νικομήδειας, Επαρχία Ατά Παζάρ, και το χωριό ήταν Φουντουκλί-Φουντουκλιά. Ήτανε τρία χωριά, οι ονομασίες αντίστοιχες ήτανε: στο πιο μεγάλο, το Λεβέντκιοϊ, το δεύτερο ήταν το Καντάρκιοϊ και το τρίτο ήτανε το Ασάκιοϊ. Το Λεβέντκιοϊ, ας… υποθετικά να το πούμε, ήτανε οι πιο σωματότυποι στην εμφάνιση, γι’ αυτό πήρε την ονομασία. Το Καντάρκιοϊ πήρε από το μετάξι που καλλιεργούσαν και το ζύγιζαν με το καντάρι –ξέρουμε τι είναι καντάρι, η ζυγαριά– και το Ασάκιοϊ ήτανε το χωριό το οποίο ήταν πιο χαμηλά, το “aşa[ğı]” είναι το «κάτω» και το “köy” είναι το «χωριό». Ήταν το Ασάκιοϊ, ήταν πιο κάτω στο έ-… πιο στην επιφάνεια του εδάφους. Απ’ ό,τι μου έχει πει και η γιαγιά μου, της μαμάς μου η μαμά: «Εγώ όχι, Μαρία μου, κορίτσι μου, ήμουνα από το Παπάκιοϊ!». Το Παπάκιοϊ, όμως, ήτανε συνοικία στο Λεβέντκιοϊ, το οποίο έμενε ο παπάς και το είχαν ονόμασει Παπάκιοϊ. Οι –συνεχίζω–, οι παππούδες μου… Α, το 1920, όταν ξεκίνησαν οι Τούρκοι να τις… όταν ξεκίνησαν για να διώξουν τους Έλληνες και ξεκίνησε –η Μικρασιατική Καταστροφή είχε ξεκινήσει το ’22–, όμως στο χωριό το δικό μας, που έλεγαν οι παππούδες, το έλεγαν: «στην πατρίδα μας» –δηλαδή το χωριό μας ήταν η πατρίδα τους, γιατί την άφησαν την πατρίδα κι ήρθαν εδώ–, άρχισαν πιο νωρίς να τους καταδιώκουν και πιο πολύ το χωριό αυτό, το οποίο ήταν ένα πλούσιο χωριό, πάρα πολύ πλούσιο, καθότι είχανε το… είχανε το… Τώρα το ξέχασα… 

Κ.Λ.:

Το μετάξι. 

Μ.Δ.:

Το μετάξι, ναι. Πάρα πολύ πλού-… ζούσανε πολύ εύφορα και οι Τούρκοι το πρώτο χωριό, απ’ τα πρώτα χωριά που επιτέθηκαν ήτανε στο Φουντουκλί, άσχετα αν είχαν πολύ καλές σχέσεις, ήταν ένα φιλόξενο χωριό. Κι όμως, τον Ιούνιο το ’20 το κάψανε, αφού μαζέψανε τους κατοίκους –τους αιφνιδίασαν, βασικά, βράδυ. Όχι, μεσημέρι, Πέμπτη, Πέμπτη μεσημέρι πήγανε οι Τσέτες, ήταν οι Τούρκοι αυτοί οι οποίοι ήτανε μπροστά, Πέμπτη μεσημέρι, το… 12:30 η ώρα, με τα άλογά τους, το ’20, όμως, πήγανε στο χωριό, μάζεψαν τους κατοίκους στην εκκλησία, ως επί το πλείστον τα νεαρά άτομα, έκλεισαν πόρτες-παράθυρα, το έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν. Όσοι πρόλαβαν, βγήκανε και αυτά είναι ιδιαιτερότητες, πώς έφυγε ο καθένας. Αυτά δεν τα διηγήθηκαν ποτέ οι παππούδες μας, αυτοί που ήρθαν εδώ στην Ελλάδα, γιατί ήταν κάτι που τους πονούσε. Αυτά τα διάβασα ως επί το πλείστον, δεν τα διηγήθηκε κανείς από τους παππούδες μου ούτε οι γιαγιάδες και δεν θέλανε καν να πάνε εκεί, να ξαναδούνε αυτή τη θηριωδία, τη σφαγή. Και το χωριό… και τα τρία χωριά μαζί αυτά είχαν γύρω στους τρεις χιλιάδες κατοίκους. Τόσο μεγάλη ήτανε η σφαγή, που σφάξανε δυόμιση χιλιάδες κόσμο. Οι πεντακόσιοι που μείνανε, αυτοί, ήταν αυτοί που ήρθανε στην Ελλάδα και κάνανε 2 χρόνια να ρθούνε από κει, με όλα τα… τις δυσκολίες, το περπάτημα, το… Και φτάσανε το ’20, το ’22 φτάσανε οι περισσότεροι με το καράβι το «Πατρίς», φτάσανε… οι περισσότερες φτάσανε στον Βόλο. Εκεί κατέβηκαν οι παππούδες μου από τον μπαμπά μου. Μείνανε στο Βόλο. Ο παππούς και η γιαγιά γνωρίστηκαν μέσα στο καράβι, ερωτεύτηκαν. Όταν κατέβηκαν στην… στον Βόλο –τώρα ξέχασα το χωριό, πώς το λένε αυτό… Όχι Αγριά, μου διαφεύγει. Θα το πω εκ των υστέρων–, εκεί επισημοποίησαν τη σχέση, αρραβωνιάστηκαν, και φυσικά, μείνανε και δουλεύανε. Η γιαγιά ήταν υπηρέτρια σε ένα ευκατάστατο… σε μία ευκατάστατη οικογένεια και μείνανε 2 χρόνια. Ήταν και άλλοι χωριανοί από το Φουντουκλί, μείναν εκεί πέρα. Όμως, αυτά τα 2 χρόνια δεν ήταν καθόλου καλά, γιατί υπήρχε η θάλασσα, η οποία είχε ελονοσία τον καιρό εκείνο. Και αποφάσισαν να φύγουν, δεν θέλανε να μείνουνε γιατί φοβόντουσαν κι άλλον θάνατο, γιατί μερικούς τούς χάσανε στη διαδρομή. Από το μέρος αυτό, που ήταν η ελονοσία, ψάχνανε διέξοδο και αποφάσισαν –ήταν οι περισσότεροι, οι εναπομείναντες– μια ομάδα, είπανε: «Μια βοήθεια από πού θα την πάρουμε; Θα την πάρουμε από την Κοζάνη», που ο δεσπότης, ο Ιωακείμ ο Αποστολίδης, ήτανε απ’ το χωριό δίπλα απ’ το Φουντουκλί, απ’ το Ορτάκιοϊ, «Θα πάμε στο Δεσπότη, είναι πατριώτης μας και θα ζητήσουμε βοήθεια πώς μπορεί να μας πάρει από δω, να μη φύγουν και αυτοί που ζούμε». Και πραγματικά, ήρθανε στην Κοζάνη, πήγανε στο δεσπότη, ήτανε… τούς καλοδέχτηκε, και φυσικά, τους έδωσε τη λύση: «Ναι, θα ’ρθείτε και θα σας… θα μείνετε εδώ, βόρεια της πόλης». Τότε η Κοζάνη ήταν τουρκοκρατούμενη και το χωριό αυτό, τα Μελίσσια, επί Τουρκοκρατίας, που μένανε Τούρκοι, λεγόταν Σινεκλί… Σινεκλί ή Σενεκλί. Το χωριό αυτό, το πρώην… το τωρινό Μελίσσια, πρώην Σινεκλί. Εκεί είχαν περάσει και τα 2 χρόνια που άρχισε η Μικρασιατική Καταστροφή και άρχισε η ανταλλαγή των κατοίκων. Πάνω εκεί μετακόμισαν οι παππούδες μου και όλοι οι χωριανοί, ήρθανε στο Σινεκλί, το οποίο Σινεκλί ήτανε το κεφαλοχώρι των Τούρκων τότε. Η ονομασία του είναι από το… [00:10:00]ήτανε με πάρα πολλά νερά και αυτά τα νερά φέρνανε κουνούπια, μύγες και οι Τούρκοι τού είχαν δώσει το Σινεκλί απ’ το “sinek”, που είναι «μύγα» ή το “su”, τα πολλά νερά, το “su”, που είναι το νερό, τα πολλά νερά, “su sinek”, και το είχανε ονομάσει Σινεκλί. Τον πρώτο καιρό φιλοξενήθηκαν στα σπίτια των Τούρκων, ο παππούς μου και η γιαγιά, ο παππούς μου από τη μαμά μου, ναι, θυμάμαι και το σπίτι του Τούρκου, το οποίο τούς φιλοξενούσε. Όσοι δεν έφτασαν να φιλοξενηθούνε στα σπίτια, είχαν κάνει με αντίσκηνα της εποχής εκείνης και μένανε στα αντίσκηνα. Οπότε μετακινήθηκαν εδώ και από κει και μετά, με την πολλή στήριξη του δεσπότη, του Ιωακείμ, έγινε ένα –και με τη φιλοτιμία και την εργατικότητα των κατοίκων–, έγινε το κεφαλοχώρι, επίσης, της εποχής εκείνης. Ήτανε οι παππούδες μου, που ήτανε μεγαλύτεροι απ’ τις γιαγιάδες, ήτανε 14 χρονών που ήρθανε. Και εγκαταστάθηκαν εδώ και το… εκ των υστέρων το χωριό αυτό μετονομάστηκε, αφού ήρθε και περισσότερος κόσμος απ’ τη Μικρά Ασία, το 1926 είχαν φύγει και όλοι οι Τούρκοι, είχαν έρθει και οι υπόλοιποι Έλληνες και μετονομάστηκε, πάλι με προτροπή του δεσπότη, ενώ έπρεπε να ονομαστεί Φουντουκλί ή Νέο Φουντουκλί, με την εργατικότητα που χαρακτήριζε, των κατοίκων, γιατί είπαμε πολύ… είχε πολύ αναπτυχθεί, με την προτροπή του δεσπότη πάλι, του Ιωακείμ, το ονόμασαν Μελίσσια, χαρακτηρίζοντας την εργατικότητα των κατοίκων. Και από το ’30 και μετά, χτίσανε τα σπίτια τους, κάνανε οικογένειες και το χωριό ή την εκκλησία του χωριού. Και… και κάτι άλλο αξιοσημείωτο είναι ότι, σαν κεφαλοχώρι των Τούρκων, είχε και τζάμι και εκκλησία. Και οι οικογένειες των Τούρκων ήτανε εκατόν είκοσι… εκατόν εξήντα οικογένειες Τούρκων που μένανε, ναι. Εγώ έχω και φωτογραφίες από το σπίτι των Τούρκων, δεν ξέρω άμα σ’ ενδιαφέρει… Και από κει και μετά, κάναν τις οικογένειες, γεννήθηκαν οι γονείς μου… Όμως, όλη η δεύτερη γενεά δεν μπορούσε να μείνει… Α, σημειωτέον ότι ήρθαν μεν εκεί και τους δώσανε χωράφια, κάνουν οικογένειες, τα παιδιά τους και καλλιεργούσανε και έγινε όλη αυτή η μεγάλη πρόοδος. Όταν γεννήθηκε η δεύτερη γενεά, οι γονείς μου φύγανε οι περισσότεροι στην Κοζάνη ή στη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλες χώρες, για να μάθουν επαγγέλματα. Ήταν ένα πάρα πολύ πλούσιο χωριό, επίσης, γιατί ορισμένοι φέρανε και τα… και χρήματα, όσοι μπόρεσαν να φέρουνε απ’ το Φουντουκλί. Το χαρακτηριστικό ήταν ότι ντυνόντουσαν ευρωπαϊκά, από την οικονομική άνεση που είχανε. Φύγαν, όμως, τα παιδιά τα περισσότερα, γιατί τα χωράφια τα καλλιεργούσαν οι γονείς, τα παιδιά να παν να μάθουν επαγγέλματα. Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου φύγαν και οι δύο στη Θεσσαλονίκη, ούτε καν γνωριζότανε στο χωριό. Πήγανε τελείωσαν εκεί πέρα, στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μου έμαθε τεχνίτης αυτοκινήτων και η μαμά μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο Εβραίου, στο εργοστάσιο. Τότε, εκείνη την εποχή –’38-’40;–, οι Εβραίοι... τους κάψανε στην Κωνσταντινούπολη –στη Θεσσαλονίκη– και αναγκάστηκαν τα παιδιά ξαναγύρισαν στο χωριό, αλλά δεν έμειναν στο χωριό, ήρθαν στην πόλη και αποκαταστήθηκαν επαγγελματικά. Άλλοι, όμως, έμειναν και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Η δεύτερη γενιά δηλαδή, από τη μικρή ηλικία το εγκατέλειψε τελείως, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Εγώ, τώρα, βρίσκομαι μόνο τα 12 καλοκαίρια στο χωριό και από κει και μετά φεύγουν και οι πα-… πεθαίνουν οι παππούδες. Έφυγαν όλοι πολύ νέοι, έμειναν μόνο οι γιαγιάδες. Οι γιαγιάδες έζησαν μέχρι και το ’95 στο χωριό, το οποίο επηρεάστηκε απ’ το σεισμό που έγινε στην πόλη της Κοζάνης, και από κει και μετά ήρθαν και οι γιαγιάδες, φύγανε κι αυτές. Και τώρα μένουμε εμείς, η τρίτη γενεά… 

Κ.Λ.:

Εσείς θυμάστε εικόνες από όταν ήσασταν παιδί, αν υπήρχανε κειμήλια που είχανε συλλογικά φέρει μαζί τους οι κάτοικοι; 

Μ.Δ.:

Ναι, όχι όλοι. Το καλό και η ιδιαιτερότητα στη δική… στης μαμάς μου την οικογένεια ήτανε και –στο Φουντουκλί– ήταν γιατί φύγανε πιο μπροστά, το ’20, και δεν τους ήλεγχαν και φέρανε όσοι είχανε. Η οικογένεια της μαμάς μου, του παππού, ο παππούς… ο προπαππούς μου ήταν έμπορος μεταξιού και ήταν πάρα πολύ εύπορος, ακόμα και στο Φουντουκλί, και είχε ένα πάρα πολύ… είχε διώροφο σπίτι με υπηρέτες, με υπηρετικό προσωπικό, με πολύ κόσμο. Και ο παππούς ήτανε πανέξυπνος, οραματικός, εργατικός –πώς θα τον χαρακτηρίζαμε τώρα στη δική μας εποχή, δεν ξέρω–, ήξερε τα πάντα. Είχε αντιληφθεί με τα ταξίδια που έκανε ότι δεν πάνε καθόλου καλά τα πράγματα και ανησυχούσε για την οικογένειά του. Και κάπου το ’20… πιο μπροστά, πριν το ’20, πριν έρθουν οι Τσέτες και κάψουν το χωριό, είναι χαρακτηριστικό αυτό, ο παππούς ανησυχούσε. Και μία μέρα που έτρωγε, είδαν το πο-… είδε το κοκαλάκι της κότας και λέει, κοιτώντας το κοκαλάκι: «Αφήνουμε το σπίτι και φεύγουμε όπως είναι». Και πραγματικά, πήρε την οικογένειά του –πριν το ’20, λέμε, το ’20, ναι, πριν το ’22, συγγνώμη– και ήρθανε και έφερε, έφεραν πολλά πράγματα και πιο πολύ, είναι το κύριο χαρακτηριστικό, έφερε πολλά χρήματα, σε λίρες που είχε. Και φυσικά, ήτανε εξίσου με τα χρήματα πολύ καλή και η ζωή του εδώ, αλλά δεν έζησε πολλά χρόνια, μόνο 2 χρόνια, έφυγε πολύ νωρίς. Εκείνο που… τα κειμήλια που υπάρχουν σ’ εμένα, από τις γιαγιάδες, από τις θείες, γιατί έβγαζα μια ιδιαίτερη αδυναμία στην καταγωγή, να μάθω τις ρίζες μου και μου δώσανε αυτά τα οποία έχω. Και αυτά που φωτογραφίσαμε απ’ τις γιαγιάδες, που είπαμε, το ολομέταξο σεμεδάκι, το σπαθάκι αυτό του προπαππού, το οποίο δεν ξέρουμε πότε το ‘φερε, αυτό εδώ πέρα της γιαγιάς, που το είχε μαξιλάρι, και εκ των υστέρων, η δεύτερη γενιά μού έχουν δώσει και αυτό εδώ το τραπεζομάντιλο και άλλα σεμεδάκια και καρεδάκια. Δεν έχουν φέρει πολλά πράγματα, γιατί ήταν πολύ ξαφνική η επίθεση των Τσέτων… Τσετών. Παράτησαν… και τους σφάξανε και τους κάψανε, οπότε δεν πρόλαβαν. Και από την… από αυτά που ρώτησα για να μάθω, να δω, να βρω φωτογραφίες από το παλιό Φουντουκλί, όσο μπόρεσα, και με Τούρκο και στην Αθήνα, που είναι το Μικρασιατικών –πώς λέγεται; Σπουδών αυτό;–, δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία, είναι καμένα τα πάντα, τίποτα δεν έμεινε, τίποτα!

Μ.Δ.:

Σαν ανήσυχο πνεύμα, ήθελα να μάθω ακριβώς την καταγωγή μου, τις ρίζες μου, και το 2002 –συγγνώμη, το 2000… Το ‘82, πρώτα, η πρώτη γενεά πήγε στο χωριό, στο Φουντουκλί, για να βρουν… και βρήκανε παλιά σπίτια. Ήταν… Δεν πήγαν όλοι, δεν θέλανε. Ορισμένοι πήγανε, το είδανε, γυρίσανε, δεν… βρήκαν μόνο ερείπια–, το 2002 πλέον εγώ, σαν μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου στο χωριό, μαζέψαμε… μαζεύτηκαν πάλι η γενεά μου, ως επί το πλείστον, και επισκεφτήκαμε το χωριό, το Φουντουκλί, το 2002. Βρήκαμε μόνο ένα σπίτι, υποθέτω να ήταν του παππού μου; Και βρήκαμε ένα χωριό καινούριο, που ξέρανε οι Τούρκοι ότι κάποιοι ζούσαν εδώ, αλλά δεν ξέρανε την ιστορία. 

Κ.Λ.:

Θα μπορούσατε να μας πείτε περισσότερα γι’ αυτό το ταξίδι; 

Μ.Δ.:

Όχι, δεν μπορώ αυτή τη στιγμή, γιατί θα κλάψω. Έχω CD και φωτογραφίες, ήταν κάτι συγκλονιστικό για μένα [00:20:00]να… Τι είδα; Λίγο να περάσει ο χρόνος… Ο ξεναγός που είχα κλείσει για να μας το βρει το χωριό δεν το έβρισκε και με τον οδηγό του λεωφορείου το βρήκαμε τελικά, αφού πήγαμε από την Κωνσταντινούπολη, περάσαμε το Βόσπορο, βρεθήκαμε στην ασιατική πλευρά, μπήκαμε στην Προύσα, που είναι η πρώτη πόλη, εκεί μείναμε το βράδυ και την άλλη μέρα, δίπλα ακριβώς είναι η Νικομήδεια. Δεν το ήξερε ο ξεναγός και τελικά ρωτώ… Α, φύγαμε απ’ την Προύσα, ξεκινήσαμε να πάμε να βρούμε το Φουντουκλί, ακόμα και τώρα έτσι είναι η ονομασία. Φτάσαμε στο Ατά Παζάρ, το οποίο ήτανε η κωμόπολη που κατέβαιναν για να… είχε ονομαστό το παζάρι και κατέβαζαν τις καλλιέργειες για να πουλήσουνε τα… αυτά που καλλιεργούσανε, τα πάντα. Είχαν φίλους και ανταλλάσσαν επισκέψεις οι προπαππούδες, έχω και μία κάρτα. Και τελικά, φτάσαμε στο Φουντουκλί, απροειδοποίητοι, βέβαια. Ψάξαμε τον πρόεδρο, που τον λένε μουχτάρη, μας υποδέχτηκε. Και κατάλαβαν αμέσως ποιοι είμαστε, γιατί ξέραν ότι κάποιοι ζούσανε. Ήτανε πολύ έντονη η συγκίνηση και αφού μερικούς τούς πήρανε στο καφενείο του χωριού, τους κέρασαν ό,τι βρέθηκε εκεί πέρα, το τσάι το καθιερωμένο, περνούσε ένας μανάβης και πήρανε πολλά καρπούζια και τα κόψανε και κέρασαν φρούτα… Εγώ δεν το έζησα αυτό, γιατί είχα την… πήγα να… ήθελα… περιηγήθηκα σε όλο το χωριό, να δω πώς ήτανε. Βέβαια, φωτογράφισα. Σαν εύφορο μέρος, ήταν πανέμορφο και πολύ εύπορο! Είδα τα σπίτια –όχι των προγόνων μου, αυτών που έμεναν–, ήταν όλοι τους νέες οικογένειας, νέα παιδιά, ένα καινούριο χωριό που κάνανε οι Τούρκοι. Ε, είδα μερικά παλιά σπίτια, αλλά δεν ξέρω τώρα τίνος ήταν και κανένας δεν ήξερε. Μόνο ένας Τούρκος μεγάλης ηλικίας κατάλαβε ως ποιοι, ό,τι είμαστε και έδειξε μία βρύση στις συκιές. Και συγκεκριμένα, το πιο συγκινητικό ήτανε, είχαμε μία φωτογραφία «η βρύση του χωριού». Κι εκεί πέρα έχουμε βγει φωτογραφία. Αυτό πρέπει να ήταν το Λεβέντκιοϊ. Μετά πήγαμε στο Καντάρκιοϊ. Εκεί βρεθήκαμε σ’ ένα γάμο, βρήκαμε πάλι το μουχτάρη του χωριού. Αυτά όλα σε νέα παιδιά, γύρω στα 30-40. Κι εκεί μας δέχτηκαν, γιατί κι εκείνοι ξέρανε. Εμείς από δω είχαμε πάρει αναμνηστικά του χωριού, ανταλλάξαμε, προθυμοποιήθηκαν, όσο μπορούσανε. Κι εκεί μας κεράσανε και μετά φύγαμε. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε πολύ σε αυτό το χωριό. Ήτανε ευχή να ξαναπάμε, αλλά δεν τα καταφέραμε… Και η άλλη κίνηση που έκανα, πάλι, βρέθηκα μετά –δε θυμάμαι ποια χρονιά– στην Ξάνθη. Βρήκα τον αδερφό του μουχτάρη από το Φουντουκλί και του έχω κάνει και μία επίσκεψη κι εκεί. Ήτανε, συμπτωματικά, αυτός είχε έρθει απ’ τα Σήμαντρα της Ξάνθης και έχει πάει στο Φουντουκλί. Και μου είπαν ότι είναι κάποιος απ’ το Φουντουκλί και πήγα και τον βρήκα στην Ξάνθη. Κι εκεί έχω ανταλλάξει φωτογραφίες, αλλά εκεί δεν είχαμε διερμηνέα και δεν είπαμε πολλά. Πάντως, πάρα πολύ εκεί. Όλα αυτά μέχρι τότε, τώρα δεν ξέρω αν έχουν αλλάξει. 

Κ.Λ.:

Εσείς πώς αποφασίσατε να ψάξετε περισσότερο τις ρίζες σας; Συνέβαλε κι αυτό το ταξίδι; 

Μ.Δ.:

Όχι, πριν το ταξίδι ψαχνόμουνα, γι’ αυτό και βρέθηκα εκεί. Αφού το… η κύρια αιτία… ήθελα να μάθω τις ρίζες μου, αλλά η κύρια αιτία με δόθηκε όταν μου είπε ο πεθερός μου ότι υπάρχει στη Βιβλιοθήκη της πόλης μας ένα βιβλίο που αφορά την καταγωγή μου, το οποίο βιβλίο μού το έδωσε ο πεθερός μου. Εκτός από τη Βιβλιοθήκη, το είχε και η Μητρόπολη. Πήγα στη Μητρόπολη, το φωτοτύπησα. Εκεί διαβάζοντας, είδα, ναι, όντως ήταν ένας… ένας, ο πιο μορφωμένος του χωριού, λεγότανε Σταύρος Ρακιντζής, αυτός ήταν διευθυντής του ταχυδρομείου και αυτός, σαν κι εμένα ψαχνότανε και το ’80… το ‘80 είχε πάρει με το κασετοφωνάκι συνεντεύξεις από την πρώτη γενεά, πώς ζήσανε τη σφαγή. Το βιβλίο αυτό υπάρχει, είναι ένα κειμήλιο και είναι αυτό το οποίο με αναπτέρωσε, ότι πρέπει να μάθω πιο πολλά. Το βιβλίο με κάλυπτε, βέβαια, αρχικά, και το ταξίδι μου, εκ των υστέρων. Είχα μάθει πολλά, είχα με το βιογραφικό… Α, και κάτι άλλο, το οποίο… Είχα τον παππού μου, ο οποίος, της μαμάς μου ο μπαμπάς, ο Γιώργος ο Καψωμίδης, ο οποίος τα καλοκαίρια δεν μου έλεγε την ιστορία του χωριού, δεν ήθελαν να την πούνε, αλλά μου έλεγε ότι: «Εγώ έχω χάσει έναν αδερφό και θέλω να τον βρούμε». Ε, τότε υπήρχε Ερυθρός Σταυρός αναζητήσεων των αγνοουμένων. Και το θυμάμαι με τον παππού, που έλεγε: «Να βρούμε τον αδερφό μου, να βρούμε τον αδερφό μου». Αυτόν εγώ τον αδερφό δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά. Ρώτησα και μετά βρήκα μία θεία και μου είπε αυτή την ιστορία, ότι… η οικογένεια του προπαππού μου, του Λάζαρου του Καψωμίδη, που ζούσε το Φουντουκλί, ο έμπορος του μεταξιού, αυτός, είχε… είχε δύο κόρες, την Αναστασία και τη Μαρία. Η γυναίκα του περιμένει το τρίτο παιδί, που είναι αγόρι, και ο παππούς, πολυταξιδεμένος, παίρνει την οικογένεια και πάνε στην Ιερουσαλήμ, γιατί είχε εκεί ξενώνες και μένανε, να κάνουνε Πάσχα. Η προγιαγιά –κόλλησε το μυαλό, όνομα τώρα δεν θυμάμαι– ήτανε στο μήνα της να γεννήσει, έπαθε εκλαμψία. Πήγαν Μεγάλη Πέμπτη να παρακολουθήσουν τα Άγια Πάθη στην Ιερουσαλήμ. Η γιαγιά δεν αισθάνθηκε… η προγιαγιά δεν αισθάνθηκε καλά και ο παππούς την πήγε στο σπίτι. Τελικά, είχε πάθει εκλαμψία. Έφερε τους καλύτερους γιατρούς για να τη σώσει. Δεν την έσωσε, αλλά σώθηκε το παιδί, το οποίο παιδί ονομάστηκε Λάζαρος. Αυτό… η γυναίκα του έφυγε και μεγάλωνε μόνος του με τους υπηρέτες το αγοράκι αυτό. Όμως, κάποια στιγμή ένας καλός του φίλους θέλησε να το πάρει στην Αίγυπτο προσωρινά. Και… όχι, το υιοθέτησε, το υιοθέτησε και το αγάπησαν πάρα πολύ. Όχι, στην Αίγυπτο ήτανε, βρε, στην Αίγυπτο ήτανε, γιατί ο παππούς έστελνε χρήματα, έστελνε λίρες με τους υπηρέτες του, για να ζήσει ο Λάζαρος. Τον πρώτο καιρό πήγαιναν υπηρέτες τα χρήματα και έβλεπαν το μικρούλη. Όταν έγινε 8 χρόνων, όμως, τον έχασαν, δεν τον έβρισκαν. Οι θετοί γονείς του, για να μην τον πάρουνε πίσω, τον ξαναδώσουν στον προπαππού μου, τον πήρανε και φύγανε. Πού τον πήγανε κανένας δεν ξέρει. Τον αλλάξανε και το όνομα και εκ των υστέρων μαθαίνω ότι τον ονόμασαν –είχε υψικάμινο αυτός– και την υψικάμινο τον έδωσε στο όνομα του Χρήστου, τον μετονόμασαν από Λάζαρο σε Χρήστο. Κι έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη. Και εκ των υστέρων, μια πληροφορία μου έδινε ότι ήτανε… μεγάλωσε αυτός και –Έλληνες στην Αίγυπτο, Έλληνες στην Αίγυπτο– και ήτανε πρέσβης της Ελλάδος εκεί. Αυτό, δεν ξέρω τώρα, να θυμηθώ κάτι άλλο; Όλα αυτά με γέμισαν, με κάλυψαν [00:30:00]και κάποια στιγμή, πλέον πιο ώριμη, γιατί περάσαν πολλά χρόνια όλα αυτά, ψαχνόμουν στο διαδίκτυο και εκεί πέρα βρήκα και την καταγωγή των παππούδων μου έναν αιώνα πιο μπροστά. Κάπου, που… –πώς βρέθηκαν στη Βιθυνία, στο Φουντουκλί, στη Νικομήδεια;–, πιο μπροστά, η προηγούμενη γενεά, ζούσε ανατολικά της Μικράς Ασίας, κοντά στις αρμενο-καππαδόκικες περιοχές, στα… κοντά στον Τίγρη και τον Ευφράτη, τον ποταμό, που εκεί πέρα ήτανε οι Ακρίτες, φυλάγανε τα σύνορα. Ήτανε Χαρτούμ; Χαρπούτ; Ναι. Εκεί ήταν η προηγούμενη γενεά και με τους αιώνες –α, εκεί ήταν Έλληνες, αλλά ο Τούρκος κατακτητής τούς ανάγκασε να μιλήσουνε την αρμενική διάλεκτο, την οποίαν… και δημιουργήθηκε μετά 100 χρόνια η διάλεκτος αυτή, την οποία, φεύγοντας, με τις αλλαγές, τους πολέμους, τις εκστρατείες που γινότανε– από το Χαρτούμ, από αυτή την περιοχή, μετακινήθηκαν στη Βιθυνία. Εκεί φέρανε τη γλώσσα, ήταν Έλληνες, χριστιανοί, σχολεία κανονικά ελληνικά, αλλά οι Τούρκοι εδώ, όταν ήρθαν στη Βιθυνία, τους ανάγκασαν να μιλάνε τα τούρκικα. Δεν τα μιλούσανε, κρυφά μιλούσανε τα ελληνικά και στο ελληνικό σχολείο, είπαμε, και χριστιανοί ορθόδοξοι. Δεν αλλάξανε. Το μόνο, δεν… προσπαθώντας να μιλήσουνε τα τούρκικα, έγινε αυτή η αρμενική διάλεκτος και είχε 80%... 60% τούρκικες λέξεις και 40% ήτανε άλλες και έγινε η γλώσσα αυτή. Το κύριο χαρακτηριστικό, όταν ήρθαν εδώ οι παππούδες, η πρώτη γενεά, μικρής ηλικίας, ο παππούς μου, θυμάμαι τον μπαμπά μου, έλεγε, μιλούσε ελληνικά, δεν έβαζε σωστά τα άρθρα. Μπέρδευαν το θηλυκό με το αρσενικό, κάπου εκεί. Αλλά ήταν θέμα μόρφωσης της οικογένειας. Ενώ της μαμάς μου μιλούσανε τελείως ευρωπαϊκά και ντυνόντουσαν ευρωπαϊκά, δεν φορούσανε την τουρκική ενδυμασία, που τους είχαν επιβάλει, και τα ρούχα, τις βράκες. Η γιαγιά μου στα Μελίσσια, οι γιαγιάδες μου και οι δύο φορούσανε φορέματα και οι παππούδες σακάκια με παντελόνι, ενώ οι κατώτερες τάξεις, οι φτωχοί, θα ‘λεγα, φορούσανε τις τουρκικές βράκες, τις οποίες φέρανε και εδώ. Τώρα για πάμε παρακάτω… 

Κ.Λ.:

Εσείς, όταν ήσασταν παιδί, είχατε ακούσει αυτή τη διάλεκτο να τη μιλάνε; 

Μ.Δ.:

Ναι, τη μιλούσανε, και συγκεκριμένα, οι παππούδες μου προσπαθούσαν να μου τη μάθουνε –όχι να μου τη μάθουνε–, την άκουγα και πότε τη μιλούσαν; Όταν θέλανε να πούνε κάτι κρυφά μεταξύ των. Τα παιδιά δεν το μίλησαν καθόλου, ο πατέρας μου, η μαμά μου, καθόλου δεν μίλησαν, μεταξύ τους. Οι παππούδες, όταν θέλαν να πούνε κάτι ιδιαίτερο, κάτι κρυφό, το λέγανε και το άλλο που δέχτηκα ήταν η μαμά μου εμένα, όταν ήθελε να μου πει κάτι κρυφό, μου το έλεγε στα αρμένικα. Τα καταλάβαινα όλα, τα μιλούσε και που θυμάμαι πάρα πολύ έντονα την προγιαγιά μου, την Αναστασία, αυτή που ήρθε με τον παππού, πήγαινα και της έκανα… μ’ έστελνε η γιαγιά μου, μ’ έστελνε στην προγιαγιά μου να της πάω το πρωινό. Την έκανε τσάι, της το πήγαινα. δεν μιλούσε η προγιαγιά, δεν μιλούσε καθόλου σχεδόν. Της πήγαινα το τσάι, τα κουλουράκια που έφτιαχνε και θυμάμαι το σπίτι της, το τζάκι, πώς μαγείρευε και το καθιστικό το τωρινό, θα έλεγα, το κρεβάτι της. Το χαρακτηριστικό είναι ότι, εγώ πήγαινα Αγγλικά και είχα μάθει αγγλικά και πήγαινε της προγιαγιάς το καλοκαίρι το τσάι και αυτή μου τα ‘λεγε στ’ αρμένικα κι εγώ έκανα προσπάθεια να την πω ένα «Ευχαριστώ» και αντί στα αρμένικα, την έλεγα αγγλικά. Και θύμωνε η προγιαγιά η Αναστασία. Ναι, μίλησαν, αλλά χάθηκε τελείως αυτή η γλώσσα, με τη δεύτερη γενιά δεν την ξαναμίλησε κανένας. Όμως, εγώ τη θυμάμαι ακόμα πάρα πολύ έντονα. Με τη μαμά μου μιλούσα και ακόμα μιλάω, γιατί η μαμά μου είναι 90 χρονών τώρα και όταν θέλει κάτι, ακόμη μου τα λέει μυστικά. 

Κ.Λ.:

Θα μπορούσατε να μας πείτε μία φράση; 

Μ.Δ.:

Α, ναι, ευχαρίστως! Επανήλθα, Κατερίνα! Θα πω εκφράσεις που θυμάμαι, ξέρω και ποιηματάκι και να διηγηθώ μία μικρή ιστοριούλα, μπορώ!– 

Κ.Λ.:

Εννοείται! 

Μ.Δ.:

Αλλά θέλω να τη διαβάσω. Έχω γραμμένα. Θα πω το καλωσόρισμα, λέει: «Παρί εγκάρ», είναι: «Καλώς όρισες!». «Ίσκι νες;» «Τι κάνεις;» «Χάσιμ». «Είμαι καλά».  

Κ.Λ.:

Εκτός από το διαδίκτυο και από τα βιβλία που αναφέρατε, σε τι άλλες πηγές ψάξατε για τις ρίζες σας; 

Μ.Δ.:

Με κάλυψαν αυτά και τα δύο, το Κειμήλιο του Σταύρου του Ρακιντζή και η διατριβή κάποιου Τούρκου που βρήκα στο διαδίκτυο, αυτά με κάλυψαν. Μαζί με τις διηγήσεις της θείας… της θείας, η οποία μού μετέφερε πολλά, η θεία Σοφία, η οποία κι αυτή άκουγε, αλλά είχε καταφέρει και πήγε στα Ιεροσόλυμα αυτή και μου μετέφερε αυτούσια και μου έλεγε χαρακτηριστικά: «Τώρα να πάω, θα βρω και τον τάφο της γιαγιάς μου». Η θεία Σοφία για… αυτή μού είπε για όλα αυτά που έμαθα. Καλύφθηκα, δεν έχω κάτι άλλο. Το… μετά στη συνέχεια, ήθελα να μάθω πώς είναι το επίθετό μου, το «Δεμπερδεμίδου». Πάνω σε όλη αυτή τη, σε αυτό το ψάξιμο είχα και τα ξαδέρφια μου, από τα ξαδέρφια του μπαμπά και της μαμάς, οι οποίοι θέλανε –όχι όλοι, 1/3, να πω. Εκεί, όπως τους διηγούμουν αυτά, έψαχναν και αυτοί. Και κάπου, με έναν ξάδερφο, ο οποίος Δεμπερδεμίδης κι αυτός, το ίδιο αίμα, κάποια στιγμή μού λέει: «Βρήκα πώς είναι το επίθετό μας!». λέω: «Το Δεμπερδεμίδου;». «Ναι!» Λοιπόν, στο Χαρτούμ… στο Χαρτούμ, εκεί η πρώτη… ακόμα πιο, η τέταρτη γενεά πιο πίσω, ο προ-προπαππούς μας ήτανε… ήτανε υπασπιστής του βεζίρη. Και ήτανε τίτλος ευγενείας το “deberdem”, τίτλος… ήταν υπασπιστής του βεζίρη, του στρατηγού, να πούμε, έτσι; Bεζίρης. Nαι, ήτανε… ναι, ο βεζίρης. Και ήταν ο τίτλος ευγενείας που τον χαρακτήριζε “deberdem”. Αυτός… από κει ο τίτλος αυτός, το “deberdem”, εξελίχθηκε στο Δεμπερδεμίδης εκ των υστέρων, όταν ήρθαν στη Βιθυνία. Στο γράψιμο άλλοι αλλοίωσαν, άλλοι έχασαν, άλλοι προστέθηκαν, το δικό μας διαιωνίστηκε προσθέτοντας το «-ίδης»: Δεμπερδεμίδης στα ελληνικά, “deberdem” είναι… αυτό. 

Κ.Λ.:

Θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση για κάτι που είπατε λίγο νωρίτερα. Τελικά, δεν καταφέρατε ποτέ να έρθετε σ’ επαφή με την οικογένεια του χαμένου αδερφού, ε; 

Μ.Δ.:

Του παππού μου; Τι συνέβηκε σ’ αυτό: Ο παππούς, που ανησυχούσε για τον αδερφό του, δεν βρήκε κάτι. Έφυγε ο παππούς νέος. Ήταν ο παππούς, που ήμουν το πρώτο εγγόνι και με… ποτέ δεν έλεγε για εκεί κάτι. Αντίθετα, ήταν απ’ τους πιο μορφωμένους στο χωριό, έπαιρνε την εφημερίδα την εποχή εκείνη, ήταν ο πρώτος που είχε τηλεόραση, ήταν ο πρόεδρος στο χωριό. Ήταν πολύ αυστηρός, πολύ εργατικός, είχε μεγάλη οικογένεια και εγώ, μπορώ να πω, ήμουνα το έκτο κορίτσι της οικογένειας, γιατί είχε πέντε κόρες κι εγώ ήμουνα το έκτο, και με συμβούλευε και με ορμήνευε και με νοιαζότανε σαν να ήμουνα κόρη του. Αυτό, το ότι μέχρι και με καθοδηγούσε στην ευγένεια, στη συμπεριφο[00:40:00]ρά και τον άκουγα. Κι ακόμα, τον βοηθούσα, είχε και καφενείο, εκτός από τα ζώα που είχε, είχε και καφενείο, στο καφενείο είχε και κουρείο. Είχε και πολλά ζώα, είχε και αγελάδες, είχε και πρόβατα, ήταν κτηματίας με τα όλα του, που θα λέγαμε, για την εποχή. Και που διάβαζε τις εφημερίδες, μου ‘χε κάνει εντύπωση που μου έλεγε: «Όταν θα ξυπνάς το πρωί, θα ρίχνεις κρύο νερό στο πρόσωπό σου, για να είναι καλή η επιδερμίδα σου», τόσο πολύ! Λοιπόν, και όλο αυτό, τον ευγνωμονούσα τον παππού που δέχτηκα την αγάπη και έζησα και ήθελα να βρω κάτι γι’ αυτό, για τον αδερφό του. Όσο ζούσε ο παππούς, δεν βρήκα. Όμως –πότε ήτανε;–, αφού ολοκλήρωσα τις… και… βρήκα για τις ρίζες μου, αυτό έμεινε ένα κεφάλαιο, στον αδερφό του παππού μου, το οποίο… πού να είναι; Δεν μπόρεσα να μάθω, όχι. Το μόνο που μετέφερε μία ξαδέρφη μου είναι ότι κάποια στιγμή στη γιαγιά της –ήτανε ξαδέρφη μου δεύτερη–, στη γιαγιά της, η οποία ήτανε συννυφάδα του παππού μου αυτού, πήρε κάποιος τηλέφωνο και έψαχνε τον παππού μου! Πήρε στη γιαγιά της, την Ευαγγελία, και της λέει: «Είμαι ο Καψωμίδης και ψάχνω το Γιώργο Καψωμίδη». Και η Ευαγγελία, αντί να τον πει οτιδήποτε, να μάθει, να ρωτήσει –εγώ… να έλεγε εμένα ή να έλεγε την κόρη της–, δεν είπε τίποτα και τον λέει: «Πέθανε ο Γιώργος ο Καψωμίδης!» και τον έκλεισε το τηλέφωνο. Η εγγονή της μετά από κάνα-δυο χρόνια μού το ανέφερε το γεγονός και, υποθέτω, μπορεί να είναι από την Αθήνα ή από την Πάτρα κάποιος απόγονος εκεί, του αδερφού του παππού μου, γιατί είπε ότι: «Είμαι Καψωμίδης και ψάχνω τον Γιώργο τον Καψωμίδη». Η αδερφή του παππού μου απ’ αυτές τις δύο που ήρθανε, όλοι ήρθαν στα Μελίσσια, μόνο μια αδερφή πήγε και έμενε στην Πάτρα. Εκεί υπάρχει σόι Καψωμίδη, που κάποια στιγμή βρήκα ένα τηλέφωνο μετά απ’ αυτό το γεγονός, που ψάχναν τον παππού μου, πήρα τηλέφωνο στην Πάτρα, ρωτώντας… Το συμπέρασμά μου: δεν θέλαν να μου πούνε, γιατί ήμουν άγνωστη. Έχω, είχα κι έχω σκοπό να πάω στην Πάτρα, στο χωριό Λάππα, εκεί είναι το καψωμιδαίικο. Τώρα, βέβαια, δεν θα ζει κανένας απ’ αυτούς και δεν ξέρω αν θα ξέρουν ό,τι ξέρω εγώ, αν γνωρίζουν για τις ρίζες τους. Υποθέτω να ήταν από κει κάτι. Είναι ένα που μένει, ένα κενό. 

Κ.Λ.:

Αναφέρατε πριν ότι διετέλεσε πρέσβης αυτός ο χαμένος αδερφός;– 

Μ.Δ.:

Ναι, ναι, ναι, στην Αίγυπτο, ναι. 

Κ.Λ.:

Αυτό πώς το μάθατε; 

Μ.Δ.:

Μου το είπε ένας ανιψιός του παππού μου, ο οποίος ήξερε πάρα πολλά. Έκανα προσπάθεια να τον βρω για να με δώσει άλλες λεπτομέρειες, αλλά δεν μπόρεσα να μιλήσω. Άμα ένα τηλέφωνο και δεν βλέπουν πρόσωπο, δεν λέγαν, δεν μιλούσανε. Αυτός είναι ο θείος ο Γιάννης, ο αδερφός της θείας της Σόφιας, που η μαμά τους τούς έλεγε πολλά πράγματα, τους τα είχε διηγηθεί, γι’ αυτό ξέρανε. Η μαμά, η αδελφή, η παραδερφή του παππού μου δηλαδή, έλεγε… η αδερφή του παππού μου έλεγε στα παιδιά της όλα αυτά που μεταφέρθηκαν σ’ εμένα. Εν αντιθέσει με εδώ, με την οικογένεια του παππού μου, που δεν λέγανε. Και το άσχημο είναι ότι ο παππούς έφυγε πολύ νέος και δεν τον πρόλαβα να μάθω. Δεν ξέρω αν θα μου ‘λεγε. Όχι, δεν ξέρω αν θα μου ‘λεγε.

Μ.Δ.:

Αλλά κι απ’ τους παππούδες του μπαμπά μου, που έζησα, από την άλλη πλευρά, της μαμάς μου, η γιαγιά μου, η πεθερά της μαμάς μου, που, όταν γεννήθηκα εγώ, έπρεπε να μου βάλουν… η μαμά του μπαμπά μου –να το πω αλλιώς–, της μαμάς μου η πεθερά –ήμουνα κι εκεί το πρώτο εγγόνι–, όταν γεννήθηκα –τη λέγανε Βικτώρια– και όταν γεννήθηκα εγώ, πρώτη εγγονή, έπρεπε να με βάλουν το όνομα «Βικτώρια». Πάμε τώρα στου μπαμπά μου την πλευρά. Ε, δεν μπορούσαν να με βάλουνε Βικτώρια, γιατί και η γιαγιά μου ήταν Βικτώρια και η μαμά μου ήταν Βικτώρια. Δεν μπορούσα να μου δώσουν το «Βικτώρια», αλλά το όνομα το δικαιούταν η γιαγιά μου η Βικτώρια, η πεθερά της. Και ευχαρίστως λέει: «Θα της δώσω το όνομα Μαρία». Το οποίο, ναι, το τιμώ ιδιαίτερα, ήταν Μαρία η Παναγία, Μαρίες ήταν όλες οι υπηρέτριες που τα κάνανε θάλασσα και Μαρία ήταν η γιαγιά μου, που για ποιον λόγο μου το ’δωσε; Πάμε στην οικογένεια του μπαμπά μου: Εκεί ο παππούς ήτανε, ο μπαμπάς μου δηλαδή… ο παππούς του, ο προπαππούς μου ήταν, επίσης, ήταν πολύ εγγράμματη οικογένεια. Ήταν ο γραμματέας και οι δάσκαλοι στο χωριό. Ήτανε τρία αδέρφια και είχαν μια αδερφή, τη μικρότερη, τη Μαρία. Ο παππούς ήταν δάσκαλος, ο γραμματέας, και τα παιδιά τα… ήτανε… ήτανε γραμματέας και δάσκαλοι. Όταν –επειδή θα πάμε τώρα σε αυτή την οικογένεια, του μπαμπά: μόνο, το χαρακτηριστικό ήταν, αυτή η γιαγιά, η προγιαγιά, ήτανε φιλάσθενη και πέθανε πολύ νέα. Κι έμεινε ο παππούς με τα παιδιά του, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι–, όταν πήγαν οι Τσέτες στο Φουντουκλί να τους κάψουνε, τους έβαλαν στην εκκλησία, είπα, κλείσαν πόρτες-παράθυρα και τους βάλανε φωτιά. Ο… μέσα στην εκκλησία ήτανε ο Αλέξανδρος, ήταν το μεγάλο παιδί του παππού, ο οποίος έκανε τον πεθαμένο –μέσα στην εκκλησία ήτανε και ο μπαμπάς με τα τρία τα αγόρια, ο Αλέξανδρος, το ένα το αγόρι, για να τα ξεχωρίσουμε, ο Νικόλαος και ο Αναστάσιος. Η Μαρία δεν ήτα-… και η Μαρία μέσα. Βάλαν τη φωτιά, ο παππούς μαζί με τα δύο παιδιά του κάηκαν, τους έσφαξαν μες στην εκκλησία. Ο Αλέξανδρος, όπως και άλλοι, κάνανε τους πεθαμένους και όταν έφυγαν οι Τούρκοι, αυτοί σηκώθηκαν. Ο ένας είχε –άλλη τώρα περίπτωση λέω–, είχε πάει μες στο ιερό, σ’ ένα ντουλάπι και έζησε. Τώρα ο Αλέξανδρος δεν ξέρω πού είχε κρυφτεί, ο θείος. Και όταν τους είδαν ότι τους σφάξαν όλους και φύγανε, ο Αλέξανδρος έζησε. Μπόρεσε, όπως και οι υπόλοιποι που είχαν μείνει στο χωριό, και πήγε στο δάσος. Είχαν ένα δάσος και κρυβόντουσαν εκεί όλη τη μέρα και το βράδυ κατεβαίναν να πάρουν τροφές. Ο Αλέξανδρος πήγε στο σπίτι, πήρε τα χρήματα τον παππού, του προπαππού μου και πήγε στο δάσος και τα έβαλε σε μία κουφάλα του δέντρου. Ο Αλέξανδρος ήταν αρραβωνιασμένος με μία χωριανή, που τη λέγανε Αλεξάνδρα, και φυσικά, με τον αρραβώνα στο χέρι του είχε ένα δαχτυλίδι. Έζησε μερικές μέρες ο Αλέξανδρος και πηγαινοερχόταν. Κρυβότανε, όπως όλοι, κρυβότανε την ημέρα και το βράδυ πήγαιναν στο δάσος. Μια μέρα που κατέβηκε στο χωριό, στο Φουντουκλί, αντάμωσε τους Τσέτες, οι οποίοι πλέον λεηλατούσαν τα καμένα σπίτια, ό,τι έβρισκαν και τα παίρνανε. Τον πήρανε και τον λένε: «Εσύ έχεις κρυμμένα χρήματα», υποθετικά, «Θα πας να μας τα δείξεις». Ναι, πήγανε. Τους πήγε στο δάσος, τους έδειξε με το χέρι του: «Εδώ είναι τα λεφτά» και φορούσε και το δαχτυλίδι και όπως ήτανε, τον κόψανε το χέρι. Φυσικά, από αιμορραγία πέθανε αυτός και αυτοί πήραν τα λεφτά και φύγαν. Τώρα, όμως, πώς διασταυρώθηκε αυτό; Τον ψάχνανε τον Αλέξανδρο η αρραβωνιαστικιά του, τον έψαχνε και τελικά, βρήκανε το χέρι με το δαχτυλίδι. Και από κει αναγνωρίστηκε ότι τον σφάξανε. Πάμε τώρα στη γιαγιά μου τη Βικτώρια και την αδερφή τη[00:50:00]ς τη Μαρία – το όνομα, από εκεί ξεκινήσαμε. Μέσα στην εκκλησία, πριν τους σφάξουνε, πήρανε – θα το πω διαφορετικά. Η γιαγιά μου η Βικτωρία μού έλεγε για την αδερφή της τη Μαρία ότι ήταν πολύ όμορφη. Και φυσικά, το όνομα… μου έδωσε της αδερφής της, αυτής της Μαρίας, μ’ έδωσε εμένα το όνομα. Επίσης, με αγαπούσε, γιατί τη θύμιζα την αδερφή της, και μου έλεγε πάντα ότι ήταν όμορφη η Μαρία. Εγώ μικρούλα, δεν μπορούσα να καταλάβω ποια ήταν η ομορφιά. Δεν έλεγε κανένας. Και μετά, όταν έφυγε η γιαγιά, ρώτησα τη θεία μου, την αδερφή του μπαμπά μου: «Γιατί εμένα μ’ έβαλε Μαρία και γιατί μου έλεγε ότι ήταν όμορφη η αδερφή της; Τι είχε γίνει;». Και μ’ αγαπούσε και με ξεχώρισε απ’ τις άλλες αδερφές μου. Τελικά, πάμε τώρα στην εκκλησία –ίσως τα βάζω ανακατεμένα, γιατί είναι πολύπλοκο–, εκεί, αφού τους κλείσανε τις πόρτες στο Φουντουκλί για να τους… πριν τους σφάξουν, ήταν και η γιαγιά μου, αλλά δεν ξέρω πώς γλίτωσε η γιαγιά μου. Ήταν με την αδερφή της τη Μαρία, είδε όμως τον μπαμπά της και τ’ αδέρφια της σφαγμένα. Την αδερφή της τη Μαρία την πήρανε, τις βίαζαν τις κοπέλες και μετά τις σφάζανε. Έτσι ακριβώς είδε η γιαγιά μου η Βικτώρια τον μπαμπά της και τα δύο της τ’ αδέρφια και την αδερφή της τη Μαρία την πήρανε, γιατί, λέει, ήτανε όμορφη. Η ομορφιά ποια ήτανε; Ότι τη βίασαν! Και η γιαγιά μου δεν μπορούσε να μου πει ότι τη βίασαν, την πήραν την τιμή της, δεν μπορούσε να με το πει και το έλεγε, έβαζε τον εαυτό της ότι δεν ήταν ωραία, γιατί δεν την πήραν να τη βιάσουν, πήραν τη Μαρία τη βίασαν, γιατί ήταν όμορφη, και την πήραν την τιμή. Όντως τη Μαρία, όμως, την πήρανε, τη βίασαν μεν, αλλά την πήρε ο επικεφαλής των Τσετών, ο ανώτερος, και την είχε υπηρέτρια στο σπίτι του. Και δεν… Έζησε η Μαρία, δεν τη σφάξανε, έζησε, γι’ αυτό η γιαγιά μού έδωσε το όνομα της Μαρίας κι εγώ κατάλαβα πόσο όμορφη ήτανε. Δεν… ατιμάτιστηκε, δεν… την ατίμασαν, γι’ αυτό την έλεγε όμορφη. Ήταν… και η γιαγιά η Βικτώρια ήταν πολύ ψυχρή, δεν μιλούσε, καθόλου δεν τα ’λεγε αυτά, αλλά τα είπε η αδερφή του μπαμπά μου. Έτσι πήρα και το όνομα Μαρία. 

Κ.Λ.:

Τι ηλικίες είχανε τότε; 

Μ.Δ.:

Τότε, όταν έγινε η σφαγή, και αυτή η γενεά που έζησε; Δεν ήταν παραπάνω από 16. Ξεκλήρισαν όλο το χωριό και είχαν αφήσει όσοι… μερικοί έζησαν, όχι όλοι, όσοι πρόλαβαν κι έτρεξαν. Ένας νέος πόσο να πονηρευτεί; Και ήταν η πρώτη εκστρατεία που κάναν, αρχίζουν και σφάζουν τους Έλληνες. 

Κ.Λ.:

Οπότε η Μαρία έμεινε πίσω στο Φουντουκλί και δεν μάθατε ποτέ; 

Μ.Δ.:

Την πήρανε απ’ το Φουντουκλί, αφού την πήρε κάποιος στο σπίτι και την είχε στο σπίτι του, υπηρέτρια την πήρε και την είχε στο σπίτι. Έζησε και λογικά, υποθέτω, στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης μπορούμε να μάθουμε, στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης, απ’ το Φουντουκλί δεν υπάρχει τίποτα. Πρέπει να έζησε, να έκανε οικογένεια, να ‘χει παιδιά, αλλά κανένας δεν τόλμησε να την ψάξει. Να πάω εγώ τώρα να την ψάξω; Ξέρω το πατρικό τους το όνομα. Αυτά… και ο Αλέξανδρος και η Μαρία. Και τα άλλα αδέρφια, που έζησαν, ήταν όλα στα Μελίσσια και το άλλο χαρακτηριστικό, ο άλλος ο αδερφός του παππού μου, του μπαμπά μου: Αυτός τον πήρανε στα αμελέ ταμπουρού, στα καταναγκαστικά έργα. Ήταν ο μεγάλος αδερφός του παππού μου, του Δεμπερδεμίδη του Γιώργου, του μπαμπά μου. Και αυτός έψαχνε τον αδερφό του. Δεν μπορούσε να τον βρει, δεν ήξερε κανένας πού είναι. Και πάντα ρωτούσε: «Ψάχνω τον Παντελή, τον αδερφό μου, τον Παντελή, τον Παντελή…». Έζησε στα Μελίσσια, έκανε οικογένεια μεγάλωσε. Φαίνεται τον παππού μου έμοιασα εγώ, που ψαχνόταν. Εκεί που ήταν τυχερός, όπως ήμουνα τυχερή κι εγώ και έμαθα. Και ο παππούς βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος ο Δεμπερδεμίδης βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και πήγε να επισκεφθεί έναν χωριανό του σ’ ένα νοσοκομείο. Κι εκεί μέσα στο νοσοκομείο ο καθένας διηγότανε την ιστορία του, πώς ήρθε και πώς βρέθηκε, και εντελώς συμπτωματικά, ένας ασθενής ήξερε τον Παντελή το Δεμπερδεμίδη, ο οποίος ήταν ο αδερφός του που τον είχανε πάρει στα αμελέ ταμπουρού και ο οποίος, εκ των υστέρων μετά, ψάχνοντας πάλι, βρήκα όλο το σόι αυτό, μπόρεσε και δραπέτευσε, δεν πέθανε στα αμελέ ταμπουρού, δραπέτευσε, γύρισε, έφυγε με κάποιον και ήρθε στην Ελλάδα, πήγε με τον άλλον μαζί στο Πρόχωμα της Θεσσαλονίκης και εκεί έκανε τη δική του οικογένεια. Και εκεί ήταν η σύμπτωση να βρει ο παππούς μου τον αδερφό του τον Παντελή, τον οποίον δεν πρόλαβε ζωντανό και… αλλά τον θυμάμαι τον παππού μου που πήγαινε μια φορά τον χρόνο στο Πρόχωμα, ήταν η γυναίκα του και τα παιδιά του, τα γνώρισε, πήγαινε και άναβε κερί στον αδερφό του. Πήγε έμαθε την ιστορία. Και στη συνέχεια, κι εγώ βρήκα ξαδέρφη, η οποία μού είπε ο παππούς τους ο Παντελής δεν έλεγε κουβέντα. Και έμαθε κι αυτή απ’ αυτό το βιβλίο του Ρακιντζή που την έδωσα. Και υπάρχει άλλο σόι εκεί στο Πρόχωμα, γιατί αυτό… ο παππούς ο Παντελής ναι μεν δεν μιλούσε, αλλά έκανε δύο γάμους και έχει πολλά παιδιά. Ναι, όλα αυτά, νομίζω αρκετά έψαξα, μόνο στην Πάτρα δεν πήγα, στο Λάππα. Με την πρώτη ευκαιρία, θα πάω να ψάξω. 

Κ.Λ.:

Όλα αυτά τα χρόνια που ψάχνετε, υπήρξε κάποια στιγμή που να σας έμεινε περισσότερο από τις άλλες; Όταν ανακαλύψατε κάτι, όταν… πέρα από την επίσκεψη εκεί; 

Μ.Δ.:

Κάτι που να μου έμεινε; Εκείνο που μ’ ενθουσίαζε κάθε φορά ήταν όταν ψαχνόμουν κι έφτανα στο τέλος, έβρισκα κάτι. Εκείνο μ’ έχει μείνει κι όλα αυτά τα εξιστόρησα. Δεν ήτανε κάτι άλλο. Τώρα να πάω στην Αίγυπτο, που είπαμε θα πάμε με το Φανό και έμεινε τώρα… Είχα σκοπό να πάω εκεί στην… στα αρχεία της Αιγύπτου, να βρω για τον αδερφό του παππού μου, τον Καψαλίδη, που τον είχαν αλλάξει, είπαμε, το όνομα. δεν θα πάμε, με όλα αυτά που γίνονται. Πραγματικά θα πήγαινα, Κατερίνα. Εκεί θα υπήρχε. Όπως και ρωτώντας και ψάχνοντας, υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη το αρχείο για το Φουντουκλί, την ιστορία του την πριν, όχι από τότε, κάηκε και μετά. Και κάτι άλλο, στις συζητήσεις μου… Τον Τουλουμενίδη το μαθηματικό τον ξέρεις; δεν θα τον πρόλαβες, είσαι μικρή. Αυτός πήγε πολλά ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, κι αυτός ανήσυχο πνεύμα και ψαχνότανε, και τελικά, με τον Πολιτιστικό Σύλλογο μού έφερε μία μέρα: τι βρήκε στην Κωνσταντινούπολη; Βρήκε στα αρχεία τη διαδρομή από Κοζάνη για Πτολεμαΐδα, πώς ήταν ο δρόμος το 1855, τουρκοκρατούμενη πλέον η περιοχή. Τη διαδρομή από Κοζάνη για Πτολεμαΐδα και το κύριο χαρακτηριστικό γιατί μου το έφερε; Γιατί μου το έφερε; Γιατί ξεκινούσε από δω –πεζοπορία. εννοείται, έτσι;– και περνούσε απ’ το Σινεκλί ο δρόμος, δεν ήταν απ’ τα Κοίλα, πήγαινε απ’ το Σινεκλί, στο Μαυροδένδρι είχε μονοπάτι, Σινεκλί και μου έφερε αυτό το σχεδιάγραμμα. Κι εκεί αναφέρει ότι το Σινεκλί… κι εκεί αναφέρει σε κάθε χωριό ότι είχε τέμενος, είχε εκκλησία, τι είχε και πόσους κατοίκους είχε και ήταν, φυσικά, τουρκόφωνοι. Το άλλο που μου έχει μείνει στο ψάξιμο – άκουσον, άκουσον! Το ’09 βρίσκομαι στην Κωνσταντινούπολη και γυρίζω. Καλοκαίρι, και πηγαίνω στα Μελίσσια, που εκεί πλέον μένανε το καλοκαίρι μόνο, δεν υπάρχει. Και βρίσκω το θείο αυτόνα που ήξερε για τον πρέσβη το θείο μας και λέει: «Έλα να σου πω», μου λέει, «τι έγινε φέτος το καλοκαίρι», λέω: «Τι έγινε;». Γιατί ξέραν ότι ψάχνω κι εγώ, επειδή ξέρανε, κάτι μου λέγανε. Ήτανε το ’09 το καλοκαίρι, 2009 το καλοκαίρι. Ήρθε ένα ζευγάρι νεαρά παιδιά, 25 με 30, από τη Γερμανία με ένα σχεδιάγραμμα. Ήτανε Τούρκοι αυτά τα παιδιά, ζευγάρι, τα οποία, οι παππούδες τους μέναν στο Σινεκλί. [01:00:00]Και ήρθανε με το χάρτη να βρούνε τα σπίτια του παππού. Οι γονείς τους πήγανε στην Τουρκία και αυτοί μετά πήγαν στη Γερμανία. Και από κει ήρθανε για να βρούνε το… με το χάρτη. Και ο θείος ο Γιάννης δεν κράτησε μια φωτοτυπία, να ξέρουμε πώς ήταν το Σινεκλί από… επί Τουρκοκρατίας! Δεν είναι κάτι… πού, πώς να το μάθω; Αυτό κλείνει. Εκτός αν έρθει κάποιος άλλος να ψάξει πάλι για τον παππού του. Τόλμησε και με συγκίνησε αυτή η κίνηση των παιδιών. Δεν είναι εντυπωσιακό; Αυτό δεν μου μένει; Μου μένει κενό, ε; Εγώ, αν ήμουν δηλαδή στο χωριό, θα ερχόμουν στην Κοζάνη να έβγαζα φωτοτυπία και μετά θα ’λεγα τα παιδιά. Και με το σχέδιο που είχανε, στη δεύτερη γενεά δεν μπορούσαν να προσδιορίσουνε πού ήταν το σπίτι του παππού, υποθετικά λίγο το προσδιόρισαν, πού ήταν… που ήταν χτισμένα τα σπίτια. 

Κ.Λ.:

Είναι… είναι απίστευτο! 

Μ.Δ.:

Αυτό ναι. 

Κ.Λ.:

Τόσα χρόνια που ψάχνετε και που έχετε αυτή την πραγματικά κινηματογραφική οικογενειακή ιστορία, πώς νιώθετε; 

Μ.Δ.:

Είμαι περήφανη για την καταγωγή, φυσικά. Έχω… είμαι καλυμμένη συναισθηματικά για τις ρίζες μου από όλα αυτά που έχω μάθει, και φυσικά, το άλλο που κάνω, όποιος με ρωτάει, από τα παιδιά μου, από τα ανίψια μου, ευχαρίστως τους τα λέω. Είμαι γεμάτη, πλήρης, ειλικρινά το λέω, και πολύ περήφανη. Ευγνωμονώ το Θεό που είμαι αυτή η Μαρία, γιατί έχω πάρει όλα τα καλά, έχω πάρει τόσο αγάπη από τους παππούδες μου και από τους γονείς μου κι έχω πάρει τα καλύτερα στοιχεία και στην εμφάνιση και στην καρδιά. Από τον μπαμπά μου τον καλό χαρακτήρα και τη μαμά μου την εμφάνισή της. Πραγματικά, ένα καλό DNA, αντιπροσωπεύω μια γνήσια Μικρασιάτισσα, και φυσικά, και το σπίτι μου ακόμα δεν το έχω αφήσει. Έχει πολλά στοιχεία μέσα, που με χαρακτηρίζουν. 

Κ.Λ.:

Τα άτομα που ακούνε την ιστορία σας πώς αντιδράνε; Συγκινούνται; 

Μ.Δ.:

Πλέον έχει μείνει η τρίτη γενεά. Στην τέταρτη δεν νομίζω να υπάρχει. Ένα… το 1/3 ρωτάει, να πω, και θέλει αυτό το βιβλίο. Και κάτι άλλο, το οποίο, επειδή πέρυσι γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια Μικρασιατικού πολιτισμού –και κάτι άλλο που δεν είπα–, εκτός ότι ήμουν στον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού μου, έκατσα μία… μερικές χρονιές και έφυγα, από τότε που… εδώ και 12 χρόνια διαχειρίζομαι τη σελίδα του χωριού, «Μελίσσια Κοζάνης», και ό,τι με ρωτάνε, έγραψα και πλέον βρήκα και την τέταρτη γενεά μέσω της σελίδας. Πάρα πολλά παιδιά. Θέλω να κάνουμε ένα αντάμωμα, αλλά μιλάω στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη –να μην ξεχάσω το άλλο που ήθελα να πω–, από τη σελίδα βρήκα πολλά τέταρτης γενεάς. Το άλλο χαρακτηριστικό είναι: Θυμάμαι πάρα πολλά και τα κρατάω και μπορώ να τα μεταδώσω και το άλλο που έγινε πέρυσι, που γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια Μικρασιατικού… 100 χρόνια Καταστροφής, μέσω πάλι του διαδικτύου, βρήκα πάρα πολλά άτομα τέταρτης γενεάς στο Βόλο. Στο Βόλο, που, όταν φτάσαν οι πρώτοι κάτοικοι, μείναν εκεί πέρα. Είναι γύρω στα έξι-εφτά άτομα. Και περίμεναν, τώρα το καλοκαίρι θα πήγαινα, για να τους πάω το βιβλίο, να τους… να ανταμώσουμε, να γνωριστούμε, έγινε όμως αυτό που έγινε στο Βόλο και έμεινε. Τα κρατάω, όμως, και με την πρώτη ευκαιρία… Μία από αυτό το team, να το πω, ήθελε να έρθει τώρα.

Μ.Δ.:

Κάθε χρόνο, στις 24 Ιουνίου στα Μελίσσια, 103 χρόνια πλέον, κάνουμε το μνημόσυνο στους προγόνους μας. Και λέω κάνουμε στα Μελίσσια γιατί; Γιατί υπάρχει εκκλησία, στην οποίαν είμαι επίτροπος και είναι του Αγίου Γεωργίου, αυτή που υπήρχε στο Φουντουκλί και έγινε στα Μελίσσια. Και πλέον, σαν επίτροπος, ήταν ο μπαμπάς μου πρώτα, έκατσε 25 χρόνια αυτός και τώρα έχω γύρω στα 15; Γύρω στα 15 χρόνια που είμαι και εγώ, στα 10-15 χρόνια. Εκεί στην εκκλησία, η πρώτη γενεά που ήρθε απ’ το Φουντουκλί έχουνε φέρει τα ακριβότερα και τα καλύτερα κειμήλια των προγόνων μας. Έχουνε φέρει την τρίπτυχη εικόνα της Παναγίας της Φουντουκλιώτισσας, τη φέρανε, την είχανε στην εκκλησία. Φέρανε το Άγιο Ποτήριο και το Ευαγγέλιο, το οποίο –αυτά τώρα είναι πάνω από 150 χρόνια– είναι όλα γραμμένα τα ονόματά τους, ποιος τα είχε δωρίσει. Είπαμε, έφεραν το Ευαγγέλιο, είναι από τη Βενετία, όλο ασημί, με ασήμι, το Ευαγγέλιο, το Ποτήρι, το Άγιο Ποτήριο, και το σταυρό που έφτιαχναν τα Φώτα, που –πώς λέγεται αυτός ο σταυρός; Μου διαφεύγει–, ο σταυρός αυτός που πήγαιναν στα σπίτια. Αυτά τα τρία υπήρχανε στην εκκλησία, όλα τα χρόνια τα φυλάγανε σαν κόρη οφθαλμού και πριν 3 χρόνια αποφασίσαμε, γιατί πλέον ήταν πολύ επικίνδυνο να τα κρατάμε στην εκκλησία και στα σπίτια μας, με άλλους τρόπους και ήταν το μόνο που καταλήξαμε και τα έχουμε δωρίσει για φύλαξη στη Μητρόπολη, στο αρχείο –πώς λέγεται;–, στο κειμηλιοαρχείο της Μητρόπολης. Είναι… παραχωρημένα εκεί και υπάρχουν εκεί, από τα κειμήλια που φέρανε οι πρόγονοί μας. Και τι άλλο ήθελα να προσθέσω; Πες λίγο την ερώτηση στην αρχή… Για τα κειμήλια τώρα λέω, αυτά που είναι εκεί. Α, και τα 100 χρόνια, που γνωρίζω συνέχεια μέσω του διαδικτύου και της σελίδος την τέταρτη γενεά. Ένα 10% ψάχνουν… ψάχνουνε και θέλουνε και ρωτάνε και θέλουνε το βιβλίο. Οι υπόλοιποι δεν νομίζω τόσο θερμά…. 

Κ.Λ.:

Επειδή αναφερθήκατε σ’ αυτό το μνημόσυνο που γίνεται– 

Μ.Δ.:

Α, ναι, θα σου πω, ναι, ναι!– 

Κ.Λ.:

Κάθε Ιούνιο– 

Μ.Δ.:

Ναι. 

Κ.Λ.:

Θα ήθελα να μου πείτε περισσότερα και αν θυμάστε, πώς τελούνταν κι όταν ήσασταν μικρή. 

Μ.Δ.:

Όπως το κάνουμε τώρα, επειδή το… θυμάμαι τους προγόνους μου, τους παππούδες μου και τις γιαγιάδες μου, ο παππούς, είπα, ήταν πρόεδρος, το θυμάμαι πάρα πολύ καλά: Ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κι υπάρχει ακόμα και τώρα. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, μπροστά στην είσοδο, υπάρχει το κοινοτάφιο. Όχι άδειο, κοινοτάφιο, «κοι», με «οι», όχι «κε», δεν είναι κενό, γιατί είναι το κοινοτάφιο, το οποίο, ανέφερα στην αρχή, η πρώτη γενεά που επισκέφθηκαν το ’80 το Φουντουκλί –έτσι; Το ανέφερα–, όταν πήγαν τότε, φέρανε χώμα από το Φουντουκλί. Και ο κύριος Ρακιντζής, ο οποίος ήταν πρωτεργάτης, με τη στήριξη και την οικονομική… την οικονομική στήριξη και την ιδέα, μαζί με άλλα άτομα του χωριού, της τρίτης γενεάς, κάνανε το κοινοτάφιο μπροστά στην εκκλησία του χωριού, γιατί εκεί έγινε το… η σφαγή και το κάψιμο. Και υπάρχει το κοινοτάφιο, το οποίο έχει το χώμα μέσα, γι’ αυτό δεν το λέω «κενό», το λέω «κοινό» γιατί υπάρχει… είναι χώμα από το Φουντουκλί, το φέρανε. Και κάθε χρόνο οι γιαγιάδες μας κάνανε το μνημόσυνο, με τη λειτουργία, φυσικά το σιτάρι. Α, και όταν ήρθαν απ’ το Φουντουκλί, φέραν το χώμα και φέρανε και φουντούκια, τα οποία υπάρχουν κι εκεί μέσα, βάλανε. Φουντούκια έχω κι εγώ στο σπίτι μου, φουντούκια απ’ το ’80. Πάμε τώρα στο μνημόσυνο: Οι γιαγιάδες κάναν το μνημόσυνο της πατρίδος, γιατί πάντα είχανε… πάντα, όταν ήρθαν τον πρώτο καιρό, ήρθαν προσωρινά, ήξεραν ότι θα φύγουν πάλι στην πατρίδα. Γι’ αυτό ό,τι ήταν, όλα ήταν από την πατρίδα. Και κάναν το μνημόσυνο της πατρίδος σε αυτ[01:10:00]ό το κοινοτάφιο και το κάνουνε κάθε… το κάνουμε ακόμα και τώρα, όπως οι γιαγιάδες, γιατί εγώ το έζησα, όλες οι γιαγιάδες μαζί κάναν το σιτάρι στην εκκλησία, το μοιράζανε, μνημόνευαν ο καθένας τα δικά του, με πολλή συγκίνηση. Ακόμα και τώρα, το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Και το… τα 100 χρόνια θέλαμε να τα γιορτάσουμε, γιατί ήταν 100 χρόνια, αλλά ήταν ο Covid και δεν μπορέσαμε, και γιορτάσαμε με πολλή επισημότητα τα 102. Έχω φωτογραφίες, μπορείς να… όποιος θέλει, μπορεί να μπει στη σελίδα «Μελίσσια Κοζάνης», να την περιηγηθεί, να πάει πίσω και θα βρει τα πάντα εκεί πέρα, πώς κρατάμε τα ήθη και έθιμα, απ’ αυτά που θυμάμαι κι εγώ και θυμάνται… και θυμάται κι η τρίτη γενεά. Με συγκινεί ιδιαίτερα και δεν πειράζει, θα τα… κάτι άλλο, αν θέλεις, να σε συμπληρώσω. Μου έδωσες πολλά κι άλλα που ανέφερα και δεν ήταν στο μυαλό. Αν θέλεις και κάτι άλλο… 

Κ.Λ.:

Είπατε στο μνημόσυνο μνημονεύετε άτομα, ιστορίες. Θα μπορούσατε να μου πείτε λίγα περισσότερα γι’ αυτό; Γίνονται συζητήσεις μετά από την τελετή; 

Μ.Δ.:

Τώρα όχι, γιατί είμαστε η τρίτη γενεά. Από τη δεύτερη γενεά και μετά, δεν… Ήτανε που δίνουν συνεντεύξεις, έχω συνέντευξη απ’ τον τελευταίο επιζώντα από το Φουντουκλί, ο όποιος έζησε 102 χρονών, έχω συνέντευξη. Έχω γράψει, όταν πέθανε, έχω γράψει αρκετά στη σελίδα… αυτά, στη σελίδα, τα «Μελίσσια», τον έχω... ο οποίος θυμόταν πολλά και μας διηγόταν κι αυτός ό,τι είχε ακούσει. Η δεύτερη γενεά μετέφερε αυτά που άκουσε, αλλά δεν άκουγε πολλά, το ξαναλέω, δεν έλεγαν, γιατί ήταν κάτι που τους πονούσε, δεν θέλαν να μεταφέρουν. Όπως όταν κάναμε εκδρομή το 2002, η τρίτη γενεά, σε πολλά παιδιά της γενεάς μου που είπα: «Πάμε στο Φουντουκλί», μου είπαν: «Όχι, δεν θέλουμε να έρθουμε εμείς εκεί μετά απ’ όλα αυτά που έζησαν οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας» και δεν ήρθανε. Και τώρα στο μνημόσυνο είναι… δεν μπορεί κανένας να πει, εμείς απλώς τους μνημονεύουμε κι εγώ ό,τι ξέρω. Και φυσικά, πάντα καλούμε κάποιον ο οποίος έχει να διηγηθεί, κάνει μία ομιλία και αναφέρονται στη σφαγή, σύμφωνα με τα βιβλία που υπάρχουνε γραμμένα στην ιστορία. Έχω πολλές ομιλίες. Η μια είναι πολύ συγκινητική, του κυρίου Τουλουμενίδη, ο οποίος πήγε και έχει γράψει πάρα πολλά, ναι, έχω και αυτό, μία ομιλία που μπορώ να τη διαβάσω. Δεν είναι δική μου. Εγώ, θεωρητικά, και η τρίτη γενεά, κρατάμε αυτά που ζήσαμε, αυτά που ακούσαμε, αυτά που μας είπανε.

Κ.Λ.:

Θα ήθελα να σας ρωτήσω– 

Μ.Δ.:

Και κάτι άλλο: Μ’ έναν άλλον κάτοικο του χωριού, είναι ο κύριος Χαράλαμπος, ο οποίος αγαπούσε και αυτός το χωριό, όπως τον αγαπάω κι εγώ, της δεύτερης γενεάς, ζει στο Βέλγιο, ένα διάστημα ήρθε στα Μελίσσια και κάναμε συλλογή φωτογραφιών από την πρώτη γενεά μέχρι την τρίτη. Την… ο κύριος Χαράλαμπος… κυκλοφορούσε σε όλη την Ελλάδα, που έβρισκε καταγόμενοι από το Φουντουκλί, μάζεψε πολλές φωτογραφίες, αρχικά ήταν γύρω στις τριακόσιες, είχε επιχείρηση με φωτοτυπικά και τις σκανάραμε, τις μεγεθύναμε, τις πλαστικοποιήσαμε και τις βάλαμε σε ταμπλό ειδικά, όχι προθήκες, μόνιμες στο Σύλλογο και υπάρχουνε διαθέσιμες στον Πολιτιστικό Σύλλογο. Επίσης, είναι πολύ καλό αυτό, γιατί υπάρχουν πάρα πολλές φωτογραφίες απ’ την πρώτη γενεά. Όλα… τις γυναίκες θα τις δεις με λίρες και φλουριά εδώ πέρα. Όταν γιόρταζαν, λέει, τον Άγιο Γεώργιο, που ήτανε πολιούχος, χόρευαν και φορούσαν τα καλά τους. Τα καλά, εννοείται τη μικρασιατική στολή. Οι γυναίκες φορούσαν πουκάμισο και τη φούστα. Στο πουκάμισο αυτό ήταν όλες με λίρες και με φλουριά και έλαμπε, λέει, απ’ τον ήλιο έλαμπαν όλα αυτά. Άλλο χαρακτηριστικό που κάνανε πάντα του Αγίου Γεωργίου, το οποίο έγινε και στα Μελίσσια τα πρώτα χρόνια, αξίζει να το πω: Γιόρταζε ο Άγιος, πήγαιναν και δίνανε τάματα, δωρίζανε στον Άγιο ό,τι είχε ο καθένας στο σπίτι του, από ζώα μέχρι χρήματα. Τ’ αφήνανε στην αυλή, γινόταν η λειτουργία και μετά αυτά τα ζώα, πρόβατο, κότες, αυγά, τα βάζαν σε δημοπρασία, τ’ αγόραζε ο κόσμος και τα χρήματα μένανε στον Αϊ-Γιώργη, γιατί γιόρταζε. Στη συνέχεια, μετά απ’ αυτήν τη δημοπρασία –το κάνανε κι εκεί, το κάνανε κι εδώ–, στην πλατεία του χωριού ήτανε… κάνανε την πάλη. Πάλη, παλεύανε! Πώς λέγεται το… πώς λέγεται τώρα αυτό; Μου διαφεύγει η ονομασία. Γίνεται ακόμα και στην Αδριανούπολη. Είναι μια ονομασία… Σ’ αυτή την πάλη ήταν οι πιο δυνατοί του χωριού, υπήρχανε τρία άτομα, τα οποία κάνανε το έθιμο απ’ την πατρίδα, και ένας απ’ τους παλαιστές ήταν ο παππούς μου, ο Γιώργος ο Δεμπερδεμίδης. Και πώς παλεύανε; Αφού τελείωνε η εκκλησία, πηγαίνανε στην πλατεία, μαζευόταν ο κόσμος, ξεγυμνωνόταν απ’ τη μέση και πάνω, βάζανε λάδι να μείνει στον ήλιο, στον ήλιο και να διευκολυνθούν στις κινήσεις, και παλεύανε και όποιος πάλευε, ήτανε ο νικητής. Ο ένας απ’ τους παλαιστές ήταν ο παππούς μου, ο Γιώργος ο Δεμπερδεμίδης, και τ’ άλλα δύο τα ονόματα, Κατερίνα, όλα θα σ’ τα ’λεγα, αλλά θέλω λίγο μία αναμόχλευση να ‘φτιαχνα και θα τα ’λεγα. Αυτό το έθιμο γίνεται ακόμα και τώρα στην Αδριανούπολη, το διάβασα. Ναι, έχει τις ρίζες από την Τουρκία. Για… μετά τι άλλο κάναν του Αγίου Γεωργίου; Ναι. Και πλέον τώρα, η γνώμη μου είναι, δεν είναι ανάγκη να τους κλαίμε, μπορούμε να τους χαρούμε κιόλας. Γιατί ήταν μια θυσία, μία εκτίμηση, μία ευγνωμοσύνη. Στα χρόνια που είμαι στον… στην εκκλησία στο χωριό και κάνουμε το μνημόσυνο της πατρίδος στους προγόνους μας, ήρθε δύο-τρεις φορές η χορωδία των Μικρασιατών και τραγούδησε τραγούδια μικρασιάτικα, για να τους τιμήσουμε. 

Κ.Λ.:

Και πώς ήτανε; 

Μ.Δ.:

Ποιο ακριβώς θέλεις να προσδιορίσω; 

Κ.Λ.:

Πώς νιώσατε; 

Μ.Δ.:

Α, ναι! Η συγκίνηση δεν περιγράφεται! Αυτό ήτανε, γιατί συγχρόνως είμαι και μέλος του Μικρασιατικού Συλλόγου, και εκεί είναι ιδιαιτερότητα η καταγωγή μου, θα το έλεγα, είμαστε οι μόνοι που μείναμε από το Φουντουκλί, ξέχωρα από όλους τους Μικρασιάτες. Και η ιδιαιτερότητα είναι στη γλώσσα που μεταφέραμε, στην αρμένικη. Εγώ μαζί με τη Ματίνα, που κάναμε μία εκδήλωση –δεν ξέρω, δεν ήσουνα. Ήσουνα ή δεν ήσουνα;–, κάναμε τις ντοπιολαλιές, τις γλώσσες και τους διαλέκτους του Νομού Κοζάνης. Εκεί συμμετείχα κι εγώ και τη χαρακτήρισε ο Ντίνας, ο ιστορικός-γλωσσολόγος αυτός, τη χαρακτήρισε όχι διάλεκτο, γλώσσα! Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα της καταγωγής των προγόνων μου. Και αυτοί οι πρόγονοι μου είναι οι λιγότεροι και οι [εν]απομείναντες πλέον εμείς! Δεν είναι πουθενά αλλού, σαν μέρος. Οι περισσότεροι είμαστε εδώ και πολύ λίγοι είχανε πάει στη Χαλκίδα, αλλά δεν ξέρω αν εκεί κράτησαν και μένουν και κρατάνε, όπως κρατάμε εμείς. Και φυσικά, όλοι οι καταγόμενοι ξέρουν… ξέρουν, αλλά πλέον η τρίτη γενεά, να έρθουν σε αυτό το μνημείο, σε αυτό το κοινοτάφιο, να δούνε τους προγόνους τους. Θα το επισκεφτούμε μια μέρα να το δεις σε φωτογραφία, να πάμε. Και το κειμηλιοαρχείο, αυτά, που τα κρα[01:20:00]τάει η Μητρόπολη, τώρα έγινε αυτά, 3 χρόνια που τα δώσαμε, ήταν πολύ επικίνδυνο. Θέλαμε να τα πάμε στην Τράπεζα, αλλά δεν μπορούσε η εκκλησία να τα κρατήσει, θα τα κληρονομούσε ο εκάστοτε επίτροπος. Το άλλο χαρακτηριστικό είναι –πάω εκεί στα κειμήλια–, η τρίπτυχη εικόνα που έχει έρθει είναι 150 χρόνια κι αυτή. Έχει αλλοιωθεί τόσο πολύ τα χρώματα της και το κύριο χαρακτηριστικό της είναι –στη μέση είναι το μεγάλο και τα δύο είναι τα πλαϊνά, τρίπτυχη, Παναγία η Φουντουκλιώτισσα–: επάνω στο κεφάλι η Παναγία έχει –πώς λέγεται το πέτρωμα το πράσινο;–, το πράσινο χρώμα, έχει τέτοιο γνήσιο. Πώς λέγεται το πέτρωμα το πράσινο; Ρουμπίνι! Όχι, ρουμπίνι είναι το μπορντό! Το πράσινο; 

Κ.Λ.:

Ζαφείρι; 

Μ.Δ.:

Ζαφείρι… Κοίταξε τώρα, μου φεύγουνε οι κύριες ονομασίες, που τις ξέρω, αλλά τόσες διηγήσεις… Ζαφείρι; Ζαφείρι, νομίζω. Το ρουμπίνι είναι το μπορντό, αυτό είναι πράσινο. Ζαφείρι, θα το επιβεβαιώσουμε άλλη φορά. Θα με βάλεις να τα ψάξω όλα αυτά. Ε, ναι... Α, και στην τρίπτυχη αυτή το κύριο χαρακτηριστικό είναι: τα έφεραν η πρώτη γενεά, δεν πρόλαβαν, ό,τι πρόλαβε ο καθένας πήρε. Αλλά όλοι είχανε το μυαλό τους να φέρουνε από την εκκλησία, δεν μπορούσαν τίποτ’ άλλο να φέρουνε. Με συγκινεί ιδιαίτερα που τα έχει φέρει ένας Αναστασιάδης Γιάννης, έφερε την εικόνα και το Ευαγγέλιο και αυτά, τα οποία φέρανε εδώ. Και το μόνο, που δεν το έχω στο σπίτι μου, είναι η γιαγιά μου η Βικτώρια, έφερε το εικόνισμα απ’ το σπίτι σ’ ένα τόσο δα, του Αγίου Γεωργίου, το οποίο είχε στο σπίτι της στα Μελίσσια –δεν πρόλαβαν τίποτα, αυτά φέρανε!–, ένα εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου, το οποίο έχει πάρει ο ξάδερφός μου ο Γιώργος ο Δεμπερδεμίδης, και του το ’δωσε εκεί η γιαγιά και μου είπε: «Μη σε κακοφαίνεται, εγώ έχω πάρει τ’ όνομα, θα πάρω και την εικόνα». Την πήρε, ναι, χαλάλι του. Και όταν φέραν αυτά τα κειμήλια, τα δώσαν στην εκκλησία στα Μελίσσια, τα είχαν στην εκκλησία και κάποιος Μελισσιώτης, δεύτερης γενεάς, λέει: «Αυτή την τρίπτυχη εικόνα, τη Φουντουκλιώτισσα, την είχε κάνει δωρεά στο Φουντουκλί η γιαγιά μου και ο παππούς μου. Να μου τη δώσετε να την πάρω να αγιαστεί το σπίτι μου!». Και του τη δώσανε. Κι αυτός την έκλεψε. Την πήρε και την πήγε στον Βόλο, όπου ζούσε. Δεν την έφερνε στην εκκλησία με τίποτα και τελικά, οι χωριανοί, το ’80, το 1980+, μέσω της Εισαγγελίας κάνανε δικαστήριο και μετά από απόφαση του δικαστηρίου, η εικόνα αυτή δεν έμεινε ποτέ στην εκκλησία, παρά υπάρχει στο… στη Μητρόπολη, με απόφαση δικαστηρίου. Παρακάλεσα το Μητροπολίτη να την αναπαλαιώσει και μου λέει: «Εγώ θα την αναπαλαιώσω, αλλά αυτό το ζαφείρι δεν σ’ εγγυώμαι». Δεν είναι να ‘χεις κειμήλιο, είναι πώς θα το διατηρήσεις! 

Κ.Λ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω, αναφέρατε ότι πήρατε συνέντευξη από το τελευταίο άτομο… 

Μ.Δ.:

Ναι, ναι. 

Κ.Λ.:

Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα περισσότερα γι’ αυτή την εμπειρία; 

Μ.Δ.:

Σαν άτομο, σαν συνέντευξη ή τι ακριβώς είπε; 

Κ.Λ.:

Σαν συνέντευξη, τι σας είπε, πώς νιώσατε εσείς… 

Μ.Δ.:

Φυσικά, ιδιαίτερη συγκίνηση και μέχρι κλάμα… και αυτός, το κλάμα. Μικρός έφυγε, ήταν 16 χρονών όταν ήρθε εδώ. Ήταν ο μόνος που περιέγραφε πράγματα από το Φουντουκλί. Είναι αυτά που μετέφερα κι εγώ. Το χαρακτηριστικό ήταν ότι έφυγε 102 χρονών. Ναι, είναι, και να το αναφέρω, είναι ο Σταύρος ο Μαυρόπουλος, τον οποίον έζησα, έχω πάρει συνέντευξη, το μαγνητοφώνησα, σε βίντεο τον πήρα. Και το κύριο χαρακτηριστικό του –και ήτανε τόσο ευφυής–, απ’ ό,τι μου είχε πει, εκτός των άλλων, ήταν γιατί διάβαζε πάρα πολύ. Ήτανε ψάλτης στην εκκλησία, είχε πολύ… ήταν καλλίφωνος και αυτό το είχε κληρονομήσει από τον παππού του, που ήταν επίσης ψάλτης στην εκκλησία στα Μελίσσια. 

Κ.Λ.:

Και η συνέντευξη πότε έγινε; Πόσων χρονών ήτανε; 

Μ.Δ.:

Ήταν 102 όταν –ε, όχι 102 πέθανε–, βάλε 100 χρονών, 99. Ήτανε πάρα πολύ ακμαίος και ευφυής στο μυαλό. Το χαρακτηριστικό είναι, όταν πήγα στο σπίτι του, παρόλο που ήτανε τόσο έντονη η μνήμη του, δεν μπορούσε να περπατήσει και στο σπίτι του, ανεβαίνοντας είχε τρία… ήταν στον κήπο όταν πήγα να τον μιλήσω. Στον κήπο σκάλιζε. Ήταν από τους… όπως λέω, όπως είπα αρχικά, οι καταγόμενοι απ’ το Λεβέντκιοϊ ήταν ψηλοί άνδρες, έτσι ακριβώς, αντιπροσώπευε το σωματότυπο των παππούδων μας. Ήταν… ένας, επίσης, ήταν ο Μαυρόπουλος ο Σταύρος, που πήρα συνέντευξη, όταν πήγα, ήταν στον κήπο του σπιτιού του και έσκαβε με το τσαπί, 98-99; Τόσο. Και του λέω: «Κύριε Σταύρο, θα πάμε λίγο να μιλήσουμε, ό,τι μπορείς να μου πεις», μου λέει: «Μαρία, τα ’χω πει πολλές φορές». Στην εκκλησία τον έχουν πάρει πολλές συνεντεύξεις, που επίσης τις έχω σε… σε CD της εποχής εκείνης, έτσι; Σε… ναι. Και το χαρακτηριστικό ήταν δεν μπορούσε να ανεβεί τις σκάλες και μπουσουλούσε! Ένα άτομο, 1.80, ζει η ανιψιά του, που τον μοιάζει καταπληκτικά και ξέρει πάρα πολλά, μου έχει πει και αυτή. Εκείνο θυμάμαι, είχε τέσσερα σκαλάκια - τρία σκαλάκια, τα οποία μπουσουλώντας, πήγαμε μέσα στην τζαμαρία του σπιτιού, καθίσαμε στον καναπέ και όλα αυτά που μετέφερε, του λέω: «Καλέ, πώς τα θυμάσαι, κύριε Σταύρο;». και μου λέει: «Το αποδίδω ακόμα που διαβάζω, ακόμα και τώρα», έτσι μου είπε. Γερά σκαριά εκείνα. 

Κ.Λ.:

Και θα ήθελα να σας ρωτήσω και κάτι άλλο: Αναφέρατε πριν ότι υπήρχαν άτομα από τη δική σας γενιά που δεν θέλησαν να συμμετάσχουν στο ταξίδι, επειδή ήτανε… ήτανε μεγάλο το τραύμα. Κι ήθελα να σας ρωτήσω, εσάς η δική σας ενασχόληση και το γεγονός ότι ψάξατε τόσο πολύ, σας βοήθησε κατά κάποιον τρόπο να απαλύνετε τον πόνο; 

Μ.Δ.:

Επιφανειακά ναι, κατά βάθος όχι. Γιατί θυμάμαι, τώρα που πλέον, ώριμη, σοφή, με εμπειρία, πόσο πόνεσαν αυτοί οι άνθρωποι, τι ήταν αυτά που ζήσανε και δεν τα λέγανε! Όπως ανέφερα, ο παππούς μου, ο Γιώργος ο Καψωμίδης, της μαμάς, ο οποίος μου έλεγε τα πάντα, σε αυτό δεν έλεγε τίποτα… ποτέ. 

Κ.Λ.:

Οπότε κατά– 

Μ.Δ.:

Το μόνο παράπονο που με είχε μεταφέρει, όταν είχε φτάσει… αρρώστησε και ήμουνα δίπλα του. Και είχε πέντε κόρες κι εγώ η έκτη, εγγονή. Και όταν θα έφευγε στη Θεσσαλονίκη, είχε πάθει από άσθμα, τον είχε δημιουργηθεί στα πνευμόνια. Και θα έπρεπε να πάει στη Θεσσαλονίκη στο «Παπανικολάου», στο Πνευμονολογικό. Ήταν 69 χρονών, νεότατος και μου λέει: «Έλα εδώ εσύ». Εγώ πήγαινα και στο γυμνάσιο, οι άλλες… Ήταν πολύ αυστηρός, τα κορίτσια του δεν τα μόρφωσε γραμματικά καθόλου και ούτε σε δουλειά, τα συντηρούσε μόνος του, δεν τ’ άφηνε έξω απ’ το σπίτι. Και όταν θα ‘φευγε για το «Παπανικολάου», ήταν το ’80… ήταν ’70… το ’78… το… Δ[01:30:00]εν μπορώ να προσδιορίσω τώρα το… κι από τη συγκίνηση είναι. Ήτανε 2 χρονών ο Γιάννης, ο Γιάννης γεννήθηκε το ’78… το ’78… το ’75. Μου λέει: «Θα πάω στο “Παπανικολάου”, γιατί είμαι άρρωστος. Σαν εγγράμματη που είσαι…» –εγώ είχα πάει Γυμνάσιο, τα κορίτσια δεν τα είχε αφήσει, τις κόρες του–, με καθοδήγησε τι ακριβώς είχε μέσα στο σπίτι από συμβόλαια, από αγορές, απ’ τα περιουσιακά του, για να μην τυχόν… τι πλήρωσε, τι αγόρασε και αυτό το θεωρούσα πάρα πολύ τιμητικό, που με βάζει πάνω κι απ’ τις κόρες, τις οποίες δεν άφησε να μορφωθούν, έτσι; Ναι, καμία δεν έστειλε στο γυμνάσιο και η μόνη που έμαθε επάγγελμα ήταν η μαμά μου, η πρώτη κόρη, που το θεώρησε κατόρθωμα που πήγε στη Θεσσαλονίκη και δούλευε στο εργοστάσιο του Εβραίου! Όλες, και νεότερες, δεν τις άφησε καθόλου. Ήταν πολύ αυστηρός!

Κ.Λ.:

Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, εσείς, ψάχνοντας την ιστορία σας, είναι σαν να δίνετε φωνή στη γενιά που σώπαινε και που δεν μπορούσε να– 

Μ.Δ.:

Ναι, δεν το ‘χω… ναι, ναι, αλλά όχι, δεν μπορεί ο κόσμος. Ο άνθρωπος, μετά από τόσα βασανιστήρια, δεν μπορεί να εκφραστεί. Βέβαια, ήταν άλλης κοπής άνθρωποι, αξιόλογοι, εργατικοί όλοι αυτοί, με υπερηφάνεια… Δεν είχαν το σθένος να μεταφέρουνε. Επίσης, θέλω να αναφέρω για τον παππού μου, του μπαμπά μου, ο οποίος ήτανε ο πιο αγαπητός στο χωριού, με ιδιαίτερη σπιρτάδα, ευφυΐα και χιούμορ, ήταν τρομερά αγαπητός σε όλο το χωριό, όλης της γενιάς. Έχω… μου έχουν μεταφέρει πολλά ωραία συμβάντα, γεγονότα με το χιούμορ του, που ξεκαρδίζεσαι, γραμμένα κι αυτά από μένα, τα έχω γραμμένα. Ήταν αξιαγάπητος. Και σημειωτέον, στους παππούδες μου όλοι φύγανε 90 χρονών, εκτός απ’ τον παππού μου αυτόν, που πέθανε 69. Όλοι φύγαν 90 χρονών, σε ηλικία. 

Κ.Λ.:

Θυμάστε κάποιο περιστατικό απ’ αυτά του λέτε, με το χιούμορ; 

Μ.Δ.:

Του παππού; 

Κ.Λ.:

Ναι. 

Μ.Δ.:

Ένα που μου έχει μείνει: το κύριο χαρακτηριστικό του παππού είναι, είπαμε, μιλούσαν ελληνικά, αλλά ο παππούς μου ο Γιώργος ο Δεμπερδεμίδης, αυτός, ο παλαιστής, ο χιουμορίστας, ο αγαπητός, μιλούσε τα ελληνικά, αλλά δεν έβαζε σωστά τα άρθρα. Ήτανε γεωργός, καλλιεργούσε τα χωράφια του –δεν το λέω με λεπτομέρειες– και έριχνε και λίπασμα, αφού έσπερνε το σιτάρι, έριχνε και λίπασμα για να μεγαλώσουν πιο πολύ. Και κάποια στιγμή έπεσε ένα λίπασμα στο μάτι του. Τον πήρανε, τον πήγανε στο Κρατικό Νοσοκομείο, εδώ σ’ εμάς, στο Τμήμα το Οφθαλμολογικό, εγώ ήμουν παντρεμένη, είχα και το πρώτο μου το παιδί, δεν μπόρεσα… πήγα –α, ναι–, πήγα να τον επισκεφτώ. Χωρίς τον Κώστα, έχει σημασία, δεν ήρθε ο άντρας μου. Πηγαίνω εκεί πέρα, ήταν οφθαλμίατρος κάποιος Κυριακού, ο οποίος ήταν πάρα πολύ… απλησίαστος, δεν μπορούσες να τον πλησιάσεις, ούτε οι ασθενείς μπορούσαν να τον ρωτήσουνε ούτε οι συνοδοί. Ο παππούς, σαν πιο εγγράμματη, να το πω, με λέει: «Βρε, πάνε του τενεκέ, ρώτησέ τονε τι έπαθε το μάτι μου», λέω: «Να πάω». Πηγαίνω, το ρωτάω κι εγώ είχα επηρεαστεί ότι δεν θα μου πει. Με φωνές και με φωνή άγρια και μου λέει: «Και ποια είσαι εσύ;», λέω: «Η εγγονή». «Και τι θες να μάθεις;» και λέω: «Τι έπαθε το μάτι του παππού». «Δεν σου είπε», μου λέει, «ότι έπεσε λίπασμα στο μάτι;», λέω: «Όχι». Άρα το λίπασμα το έκανε. Και του το είχανε κλεισμένο το μάτι, με γάζα. Τέλος πάντων, πηγαίνω. «Τι σε είπε τούτος, βρε;», μου λέει, χρησιμοποιούσε το «βρε» και έλεγε και εκφράσεις σεξουαλικού περιεχομένου, τις οποίες τώρα δεν μου ’ρχονται, βρε Κατερίνα, μπορώ να σου… να τα πω άλλη φορά… «Γαμώ τον διάβολό του, γαμώ τον διάβολό του!», λέω: «Το λίπασμα». Δεν είπε τίποτα, τον πήρανε, τον πήγανε στο σπίτι. Ο Κώστας ένα πρωί είχε ελεύθερο και ένα απόγεμα πηγαίνουμε στο σπίτι να τον δούμε, εγώ και ο Κώστας και ο γιος μου, ο Γιάννης. Ο παππούς ήταν εκεί πέρα με το… με το επίδεσμο στο μάτι, βλέπει τον Κώστα: «Άκουέ το τώρα! Άκουέ το τώρα! Εδώ, βρε, ήρθες να με δεις το μάτι μου;», λέει ο Κώστας: «Τι να κάνω! Δούλευα», λέει, «δεν μπορούσα να σε δω», «Γαμώ το διάβολό σου, γαμώ το διάβολό σου!», λέει, «Να ερχόσουνα» –με δική του προφορά–, «να ερχόσουνα στο Νοσοκομείο να ’βλεπες ωραίες νοσοκόμες που είχε!» και λέει ο Κώστας: «Ένα μάτι, έβλεπες τις ωραίες νοσοκόμες;», «Τι λέει ετούτο το… ο άνθρωπος!», λέει, «Δεν θα έβλεπα τις ωραίες νοσοκόμες;». Δηλαδή να πέσεις κάτω στα γέλια. Πάει αυτό, πολύ αγαπητός, ακόμη ένα τώρα κι άλλα δύο θυμάμαι. Τόσο αγαπητός, τόσο… που όταν ήταν 50 και κάτι χρονών στη γενεά του, χωρίς να ξέρει κάποια ξένη γλώσσα, πήγε στη Γερμανία μόνος του, είχε κάποιους… κάποια ανίψια εκεί πέρα, από τον αδερφό του απ’ το Πρόχωμα, και έφερε τρακτέρ! Το έφερε το τρακτέρ, το έφερε στην Κοζάνη. Κανένας δεν είχε… κανένα χωριό δεν είχε τρακτέρ. Σε όλη την περιοχή ήταν ο μόνος που είχε τρακτέρ. Και καλλιεργούσε τα χωράφια με το τρακτέρ, ενώ οι άλλοι είχαν με τα ζώα. Δεν είχε άδεια και ως επί το πλείστον, έκανε τις δουλειές στα χωριά, αλλά ερχόταν και στην Κοζάνη. Εδώ ήταν μόνο ένας τροχονόμος, ο κύριος Καντηλιώτης, το θυμάμαι, τον οποίον –για το χιούμορ του ονομαστός ο παππούς– και μία μέρα τον έστησε να τον γράψει. Τον σταματάει ο τροχονόμος, τάχατε ήταν και φίλος του, του λέει: «Κύριε Γιώργο», λέει, «θα σε γράψω». «Φίλος είσαι εσύ, βρε;», λέει. «Να μου γράψεις εμένα, λέει; Τι να με γράψεις;», λέει. «Γιατί δεν έχεις άδεια», λέει, «για το τρακτέρ!» «Άκουέ το τώρα!», λέει, «εδώ ο Καραμανλής», λέει, «κουμαντάρει ένα κράτος κι εγώ δεν μπορώ να κουμαντάρω ένα τρακτέρ;» Λοιπόν, τότε τι να τον γράψει; Πλάκα τον έκανε. Έρχεται το Πάσχα, έρχεται ο παππούς απ’ το χωριό με μία σακούλα με αυγά. Μου λέει: «Γράψε σ’ ένα χαρτάκι “ο γέρος” και θα πάω», μου λέει, «Τι θα το κάνεις τ’ αυγά», λέω, «με το… και “ο γέρος”;», «Άκουέ το τώρα!» –έλεγε αυτή την έκφραση: «Γαμώ τον διάβολό σου» και «Άκουέ το τώρα!», ήτανε το ψωμί και το τυρί, που λέμε–, λέει: «Θα τα πάω… θα τα πάω», λέει, «στον τροχονόμο να μη με γράψει», λέει, «Άκουέ το», λέει, «θέλει να ’χω, λέει, δίπλωμα! Είναι πράματα αυτά;», λέει, «που ζητάει;». Και πήγε, πραγματικά, το είδα το… μαζί την τσάντα με τ’ αυγά και «ο γέρος», φυσικά, κατάλαβαν ότι ήταν ο Δεμπερδεμίδης από τα Μελίσσια. Ένα άλλο καλοκαίρι έρχεται από το –ό,τι είχε, κάτι να εξυπηρετηθεί, ερχόταν σ’ εμένα, γιατί το πρώτο εγγόνι–, έρχεται με ένα καπέλο, ψάθινο, γιατί το φορούσε στα χωράφια, το οποίο είχε βάψεις σιέλ με λαδομπογιά. Έρχεται στο σπίτι, τον κάνουμε καφεδάκι, τσιπουράκι έπινε πάρα πολύ, μου λέει: «Θέλω να πάρεις τηλέφωνο τον Μπόμπη», «Παππού, ποιος είναι ο Μπόμπης;», «Δεν καταλαβαίνει εγώ τι λέω; Τον Μπόμπη να πάρεις!», «Ρε, παππού, ποιος είναι ο Μπόμπης;». Πού να φανταστώ, ρε Κατερίνα, ποιος είναι ο Μπόμπης! Άρχισε να φωνάζει: «Σε μιλάω! Σου μιλάω!», μου λέει, «Τον Μπόμπη! Του Ματραπαζίδη τη γυναίκα!», μου λέει, «Ρε, παππού, Πόπη τη λένε», λέω, «και δεν τη λένε Μπόμπη!».[01:40:00] Τέτοια κι άλλα πολλά. 

Κ.Λ.:

Εγώ είμαι καλυμμένη απ’ όσα είπαμε. Εσείς θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι; 

Μ.Δ.:

Εγώ ανέφερα και για τους δύο παππούδες μου τι ακριβώς, πώς συμπεριφερότανε, ο ένας ο πλούσιος, ευκατάστατος, με τις αρχές του και με την αυστηρότητά του, ο άλλος, με την απλότητά του και σ’ αυτόν τον παππού, που… με το χιούμορ, εκτός ότι είχε και αυτός πολύ... έφερε τρακτέρ, πρωτοπόρος, ήταν ο μόνος στην περιοχή, εδώ στα χωριά, που καλλιεργούσε ένα φυτό, το λέμε λινάρι και έβγαζε το λάδι, το λιναρέλαιο. Είχε βιοτεχνία μικρή στημένη στο σπίτι του, ήταν τεράστιο το σπίτι. Το σπίτι ήταν, το οποίο θυμάμαι, το σπίτι κατοικήσιμο, δίπλα είχε τα πρόβατα, τα γελάδια, την αχυρώνα, θα… ναι, είχε τη βιοτεχνία, να πω, της εποχής, έβγαζε το λινάρι και θυμάμαι, όταν τελείωσε το λινάρι, τα εργαλεία τα οποία ήταν πεταμένα στο πίσω μέρος του σπιτιού… το τρακτέρ, το λινάρι, τη βιοτεχνία. Και μετά, όταν προχώρησαε, στο τέλος, ήταν κάπου 70 χρόνων –α, έκανε ένα κάρο, το οποίο κυκλοφορούσε με άλογο, είχε γαϊδουράκι, το οποίο το είχε για ταξί μεταξύ Μελίσσια και Κοζάνη, να κάνει τα ψώνια του– και προς το τέλος της ζωής του, ακόμα πιο μεγάλη που ήμουνα, ήτανε πρωτοπόρος, γιατί είχε καζάνι και έβγαζε τσίπουρο. Ήτανε πάντα πρωτοπόρος, οραματικό-… οραματιστής στο μυαλό του, και φυσικά, ζούσε με τους Μεσιλλιώτες και με όλα τα χωριά. Ακόμα και τώρα, δεν πήγαινε… πήγαινε –καφενείο είχε ο συμπέθερός του, ο άλλος μου ο παππούς–, πήγαινε με το τρακτέρ, που άλλοι πηγαίνουν με τα πόδια, κι επίσης, πάρα πολύ πήγαινε στο Δρέπανο με το τρακτέρ. Εκεί είχε καλύτερη παρέα στο χαρτί, που έπαιζε χαρτί. Και το λέω με το τρακτέρ, γιατί ήταν χαρακτηριστικό. Ήταν 90 χρονών, δεν ερχόταν πλέον στην πόλη, πήγε στο Δρέπανο μία μέρα, είχε αρχίσει να χάνει τις δυνάμεις του, δεν μπορούσε να το κουμαντάρει. Ήταν εκείνα τα παλιά, τα βαριά, τα… όλο σίδερο τα… το τρακτέρ. Το έπαιρνε και πήγαινε, είπα, στο Δρέπανο. Και άρχισε να χάνει τις δυνάμεις. Δεν ήταν άρρωστος, δεν είχε κάνει τίποτα και άρχισε τις δυνάμεις του και τον έλεγαν ο μπαμπάς μου, ο θείος μου: «Σταμάτα πια, να μην πηγαίνεις στο Δρέπανο, κάτσε εδώ στο χωριό». Δεν έλεγε τίποτα και μία μέρα ξεκινάει με το τρακτέρ, βγαίνει λίγο έξω απ’ το χωριό και οι δυνάμεις του τον πρόδωσαν τελείως και το τρακτέρ έγειρε στο πλάι και αυτός δεν έπαθε τίποτα, το παράτησε εκεί το τρακτέρ, γύρισε στο σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και είπε: «Εγώ πέφτω και πεθαίνω!», ακριβώς, όπως σου το λέω. Το θυμάμαι το κρεβάτι, το χώρο, το καθιστικό. Σκεπάστηκε με το πάπλωμα, δεν ήθελε κανέναν, ούτε να φάει ούτε να πιει. Έμεινε έτσι 50 μέρες, χωρίς φαγητό και χωρίς νερό. Μόνο 1 βδομάδα πριν πεθάνει, ζήτησε από τον μπαμπά μου και το δίδυμο αδερφό του, ζήτησε να φάει καρπούζι. Μιλάμε για Ιούνιο μήνα, έτσι; Καρπούζι το υπεραγαπούσε κι ήταν το κύριο φαγητό του μαζί με το τυρί. Ψάξανε βρήκανε καρπούζι, τον δώσανε… στύψαν το καρπούζι, του το δώσανε και μετά από 50 μέρες, μπορεί να ήταν και 55… ναι, πάνω εκεί που ήταν άρρωστος και δεν έτρωγε και δεν έπινε, δεν μιλούσε σε κανέναν και αν τυχόν, τον μιλούσε η γιαγιά μου, έλεγε: «Γριά, εσύ σώπα», τη λέει μια μέρα, «γριά, εσύ σώπα, εγώ πεθαίνω, θα πεθάνεις κι εσύ αμέσως!». Χαρακτηριστικά! Πηγαίνω εγώ να τον επισκεφτώ μαζί με τον γιο μου το Γιάννη. Μόλις ανοίγω την πόρτα και με βλέπει, μου λέει: «Πάρε το παιδί από δω, υπάρχει θάνατος!», επί λέξει, έτσι μου είπε. «Ε, παππού!» τον λέω. Δεν είπε τίποτ’ άλλο, έφυγα και μετά που τον δώσανε και το καρπούζι και μετά, 12 Ιουνίου, τελείωσε. Τόσο δυνατός άνθρωπος ήτανε, που έζησε 50 μέρες, εμένα μου λένε 60, εγώ θυμάμαι 55 μέρες ήτανε, 50-55, κάπου εκεί. Κι έτσι πέθανε, χωρίς τίποτα, επειδή έχασε τις δυνάμεις του και δεν μπορούσε να κάνει τα θελήματά του, έπεσε στο κρεβάτι και πέθανε. Όπως το είπα, αυτές οι εκφράσεις είναι χαρακτηριστικές, γραμμένες από μένα. 

Κ.Λ.:

Απίστευτο! 

Μ.Δ.:

Ναι, έχουν μείνει όλα αυτά σ’ εμένα. Και τώρα, Κατερίνα, που μεγάλωσα κιόλας και σταμάτησα τη δουλειά μου και έχω ελεύθερο χρόνο, όλα αυτά τώρα έρχονται στο μυαλό μου, γιατί πλέον άρχισα να βρίσκω, να θυμάμαι τις ηλικίες αυτές, που τους θυμάμαι έντονα, δεν τους θυμάμαι στα 40 τους χρόνια, τους θυμάμαι πάνω από 50, που εγώ τα πέρασα τα 50 και τα 60, έτσι; Ναι. Και λέω: κοίταξε, άρχισε ο κύκλος και έρχεται σ’ εμένα–

Κ.Λ.:

Κυρία Μαρία–

Μ.Δ.:

Κάτι φυσιολογικό. 

Κ.Λ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μοιραστήκατε όλες αυτές τις ιστορίες μαζί μου! 

Μ.Δ.:

Κι εγώ χάρηκα, Κατερίνα, δεν ξέρω πόσο τα περιέγραψα, να με συγχωρείς για τη συγκίνηση… Νομίζω είναι κάτι φυσιολογικό.

Μ.Δ.:

Χάρηκα πάρα πολύ που εξιστόρησα και να διαβάσω και άλλα ορισμένα πράγματα, που είναι γραμμένα από μένα κι έχω κρατήσει, και να διαβάσω… τα περισσότερα να διαβάσω αυτούσια, όπως τα έχω ακούσει.

Κ.Λ.:

Θα μπορούσατε να μας διαβάσετε ή να μας απαγγείλετε κάποια κείμενα στην αρμένικη διάλεκτο του χωριού απ’ όπου κατάγεστε; 

Μ.Δ.:

Ναι, ευχαρίστως, Κατερίνα! Ν’ αρχίσω τώρα; 

Κ.Λ.:

Ναι. 

Μ.Δ.:

Αναφερθήκαμε για τη διάλεκτο, για τον τόπο των προγόνων μας, τη διάλεκτο που μιλούσανε, χαρά μου είναι και που μπόρεσα και έζησα τους παππούδες μου. Καταλαβαίνω… την καταλαβαίνω άπταιστα και τη μιλάω με λίγο δυσκολία. Δεν έχει σημασία, αλλά μπορώ να τη διαβάσω. Θα αναφερθώ σ’ ένα έθιμο που είχανε και υπάρχει και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδος, είναι έθιμο της Καθαράς Δευτέρας και από κει που προήλθε και η Καθαρά Δευτέρα, που καθαρίζουμε, και παλιά, για να μη μείνει λάδι στα κατσαρολικά, τα καθαρίζανε. Κι έτσι κι εμένα στο χωριό, οι γιαγιάδες, η γιαγιά συγκεκριμένα, εκείνη τη μέρα τα ‘βγαζαν όλες τις κατσαρόλες έξω στον ήλιο, να φύγουν, να μη μείνει σταγόνα λάδι, για ν’ αρχίσει η νηστεία της Σαρακοστής. Θα αναφερθώ σ’ αυτό, σε ένα μικρό. Θα τα πω πρώτα στα αρμένικα, όμως, έτσι; «Ον νταρινέρι τεντζιρενέρι, τσέρ β’λαΐν, σιάτ σαπουνόκ ντέ τσουρόκ. Ίντσανα, πιρόν, κταλ, τσανάκ, χοτζά τσανάκ, τας, γκ’ζ’ρπεΐν μαρφαγιόκ, σιρά-σιρά ντάγ γκ ντ’νεΐν. Μινέκ γιάγ ιλαΐν τεντζιρενέρι ντε ταβανέρι, γκ σ’πεΐν μαχουρόκ, ντε γκ β’λαΐν, τεμίς λαΐν ντεΐν. Μινέκ μεν νταρίν, τεμίζ λαΐν, Ερκού Σεπτή, ίντσανα τόπ γκ ντεΐν, σατ γιαβούζ γκ β’λαΐν. Μεκ μερί, γκ μπασλαέρ Καρσούμ Τσουμ, τσι μινά γιάγκ ντεΐ. Εγκ’βεντέν, χαλγκίνιν γκ βαρεΐν, μετσί γκ ντ’νεΐν, ντακ τσουρόκ γκεπεΐν. Εντεβέν, μαρχ γκαρνεΐν οτζαχέν, γκ σ’πεΐν γιαβούζ-γιαβούζ, κεσίμ γκ β’λαΐν, γκε πρεΐν αβλόν, αρεβού ντεσνέ, γκ τσορνόν ν[01:50:00]τεΐ!» Να το πω και τη μετάφραση; 

Κ.Λ.:

Εννοείται! 

Μ.Δ.:

«Τα παλιά τα χρόνια τα σκεύη δεν τα έπλεναν συνέχεια με νερό και σαπούνι. Τα περισσότερα, πιρούνια, κουτάλια, πιάτα, πιατέλες, κύπελλα, απλώς τα σκούπιζαν με μια πετσέτα και τα έβαζαν στη θέση τους. Μόνο όσα λερωνότανε με λίπη, κατσαρόλες και ταψιά συνήθως, τα έτριβαν με στάχτη για να τα καθαρίσουν. Αυτό το κάναν μία φορά τον χρόνο, πάντα την Καθαρή Δευτέρα. Τα καθάριζαν όλα πολύ καλά. Την επομένη άρχισε, βλέπετε, η Τρανή Σαρακοστή και έπρεπε να μη μείνει καθόλου λίπος. Άναβαν, που λέτε, το καζάνι και τα έβαζαν όλα μέσα στο ζεστό νερό να μουλιάσουν. Έπαιρναν μετά στάχτη από το τζάκι, τα έτριβαν καλά-καλά, τα ξέβγαλαν και τα άπλωναν στην αυλή, να στεγνώσουν και να τα δει ο ήλιος». Έτσι ακριβώς ήτανε το… την Καθαρά Δευτέρα, που ονομάζεται Καρσούμ Τσουμ, το ανέφερα διαβάζοντας. Ένα, επίσης, που… γεγονός που συνέβη στο χωριό, όσο ζούσε οι γιαγιάδες και οι παππούδες, ο τίτλος είναι «Ο έρωτας του Γιώργου»: «Μερ κιαγ’ Σινεκλί, ον νταρινέρι, σατ κεσίμ αχτσίκ γκαρ, Μαριά γκ σεΐν.Μόμσου, Γκιωργκίν σατ σεβνταλομίς αγατσέρ. Ξερ τσορέκ, Μαριόν ντουσουμίς γκιλάρ. Ον νταρινέρι μοντσέρι ντε αχτσινέρι» –επανάληψη θα το κάνω, για να βγει με το… έννοια–, «ον νταρινέρι μοντσινέρι εντ αχτσινέρι τσερ ντεσνεΐν ιρέκ μηνέκ ερούν, η ζομού, η αχπίρ, η αρτερί, η τσομπονερί. Όρμου, Γκιωργκίν γκισέ αχαρντασίν: “Ιτζί γιαρτίμ ντε νες, Μαριόν ντου γκογνόν!”. Ιμέν ξερ Μαριαΐν αυλόν γκ μπεκλεΐν, Μαριόν ελί ντε τουρσού. Ξερ, μ’ αχτσιγκίν γκελέ τουρσού σινεμπεσκίρ γκ τοφτέ. Γκ βαζίν, γκαρνίν αχτσίγκίν, γκ μπντ’λεΐν σινεμπεσκιρόκ. Αχτσίγκ γκ μπορά, γκ μπορά, γκ μπορά! Γκ πονές έρεσις, γκ ντεσνίν! Μαριόν τσερ! Μαρ νερ! Ω, Γκιωργκίν χαϊνανόν γκουγκοτσάβ!» Να πω και τη μετάφραση, για να γελάσουμε και λίγο, γιατί εγώ τα κατάλαβα και γελούσα μόνη μου: «Στο δικό μου το χωριό, τα Μελίσσια, εκείνο τον καιρό ήταν ένα κορίτσι πολύ όμορφο και το έλεγαν Μαρία. Ένα αγόρι, ο Γιώργος, την είχε ερωτευτεί πάρα πολύ. Μέρα-νύχτα τη σκεφτόταν. Εκείνα τα χρόνια τ’ αγόρια με τα κορίτσια δεν βλεπότανε, βλεπότανε μόνο από μακριά στη βρύση, στην εκκλησία, στα χωράφια, στον δρόμο. Μια μέρα ο Γιώργος λέει στον φίλο του: “Θέλω να με βοηθήσεις να κλέψουμε τη Μαρία!”. Κάθε βράδυ πήγαιναν στην αυλή της και περίμεναν να βγει η Μαρία να την κλέψουν. Μια βραδιά το κορίτσι βγαίνει να τινάξει το τραπεζομάντιλο, τρέχουν τα παιδιά, αρπάζουν το κορίτσι και το τυλίγουν με το τραπεζομάντιλο. Το κορίτσι φωνάζει, τσιρίζει, τσιρίζει! Την ξετυλίγουν και τι να δουν! Δεν ήταν η Μαρία, ήταν η μαμά της! Ω, ο Γιώργος είχε κλέψει την πεθερά του!» Έχει χαρακτηριστικό το τραπεζομάντιλο, που λέγεται «σινιμπεσκίρ». Είναι η πετσέτα το «μπεσκίρ», στα τούρκικα, εδώ είναι «σινεμπεσκίρ» είναι το τραπεζομάντιλο. Ωραίο δεν είναι; Γεγονός. Αυτή τη θεία, τη Μαρία, η θεία η Μαρία ήτανε η αδερφή του παππού μου. Και ένα άλλο, το οποίο, με το χιούμορ του παππού μου του Γιώργου, που είπαμε ότι έκανε πολλή πλάκα, ένα απ’ τα ωραία: «Μπάρμπα-Γκιωργκίν κιαγ’ μαρτ, σατ γιαβούζ, ντούνι μαρτ, σατ πονόγ» –εδώ είναι χαρακτηρισμοί, τι ήταν ο Γιωργής–, «Ατ’ μαρτ γκ ζαντβίν μελ μαρτέν, σατ σιαχαλάφ γκ σε, τσι γκ’ρνα λαφ νε Ουρουμτσάι ονινέρου τσ’ γκ’ρνα τινέ. Ντβαρ γκ σε “ντβαρόν”, τσεμτσούρ γκ σε “τσεμτσουρόν”, μοτόρ γκ σε “μοτόρης”, ζαμπίτ γκ σε “αζαμπιτόν”, γκ’νίκ Πόπη γκ σε “ο Μπόμπης”! Μεκ Σαββατόν κνατς Κοζανόν παζαρού πον ερνέ ντούνι ομάρ. Γκ’νίκ ισάβ: “Γκες κιλό χιμά αρ”. Κιαγ’ γκ τ’ρνά εσενόγκ, αχπίρου γκου γκοϊνέ, τσούρ ντε χουϊμέ. Σούνου κόβου γκουμά, χοϊμόν χοτ γκαρνέ, χατμ’ζ γκ νε, ερού ντ παχτσί. Μπαράβ μαρτ γκ ντεσνέ σούνου ερού, γκ βαζέ γκ μπορά: “Κνα, κνα, ναμλέ ιντς ντ νες! Χοτζά γκ’νίκ ντε ούνουρ ντεπέ χουϊμόν!”» Και η μετάφραση είναι: «Η μεγάλη γυναίκα ξέρει πως ο μπαρμπα-Γιώργης είναι άνθρωπος του χωριού, αγαπητός, καλοσυνάτος, καλός οικογενειάρχης και πολύ εργατικός. Ξεχωρίζει για το χιούμορ του, δεν μιλάει καλά τα ελληνικά, καθότι πρόσφυγας, και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι δεν βάζει το σωστό άρθρο σε κάθε λέξη. Έτσι, το ντουβάρι το λέει “ο ντουβάρης”, τη χελώνα “ο χελώνης”, το τρακτέρ “ο τρακτέρης”, τον αξιωματικό “ασταματικό” και τη γυναίκα με το όνομα Πόπη τη λέει “ο Μπόμπης”»– –τον έχω αναφέρει κιόλας, έτσι;–, «Ένα Σάββατο πήγε στην πόλη, στην Κοζάνη, στο παζάρι να ψωνίσει. Αγόρασε απαραίτητα πράγματα για το σπίτι του και τη γυναίκα του τον είπε: «Ν’ αγοράσεις και μισό κιλό κιμά». Γυρίζει στο χωριό με το γάιδαρό του και στο δρόμο σταμάτησε να ξεκουραστεί, να πιει νερό στη βρύση. Ένας σκύλος έρχεται κοντά του, μυρίζει τον κιμά, τον αρπάζει και φεύγει. Ο μπάρμπα-Γιώργης το αντιλήφθηκε, βλέπει το σκύλο να φεύγει και τον φωνάζει: “Πάνε, πάνε, να δούμε τι θα τον κάνεις! Τη συνταγή το γριά έχει!”». Αυτό και από τον παππού το Γιώργο… 

Κ.Λ.:

Θα ήθελα να σας ρωτήσω, η γραφή της διαλέκτου γίνεται πάντα με ελληνικό αλφάβητο. 

Μ.Δ.:

Ναι. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο, λόγω της καταστροφής της τελικής που κάνανε, και δεν ξέρουμε πώς γραφότανε. Πουθενά δεν είναι κάποιο στοιχείο, να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε. Εγώ δηλαδή αυτά ακουστικώς, ό,τι μιλούσανε, όλοι τη διάλεκτο και τα ελληνικά, δεν έχω δει κάτι, δεν έμεινε κάτι! Τίποτα δεν έχει μείνει. Είχαν καταστρέψει και είχαν… Εκτός απ’ τη σφαγή, έκαναν και το ολοκαύτωμα. Ήτανε το ιδιαίτερο, δεν έχει μείνει στοιχείο. Και φυσικά, είπαμε οι άνθρωποι δεν λέγανε. 

Κ.Λ.:

Και υπάρχετε τώρα πολλά άτομα που τη μιλάτε τη διάλεκτο; 

Μ.Δ.:

Η δεύτερη γενεά και είναι λιγοστοί που ζουν ακόμη. Τουλάχιστον απ’ το δικό μου το χωριό, μετρημένα είναι τα άτομα. Είναι η μαμά μου, η οποία ζει, 90 χρονών, και ανταλλάσσουμε λέξεις. Ότα[02:00:00]ν ήμουνα μικρή, ήμουν η μόνη που τα καταλάβαινα και όταν ήθελε να πει κάποιο μυστικό ή να κρύψει κάτι, μου το έλεγε στ’ αρμένικα. Αυτά είναι που έχουνε μείνει έντονα στη θύμησή μου. Και είναι άλλες της δεύτερης γενεάς σ’ αυτή την ηλικία, μετά είναι 80 και κάτι… Δεν έχει μείνει, η γενεά μου δηλαδή δεν τα ξέρει καν, ίσως… 

Κ.Λ.:

Και ήθελα να σας ρωτήσω αν έχετε ακούσει τα επίσημα αρμένικα και αν μοιάζουνε και πόσο μοιάζουνε με τη διάλεκτο. 

Μ.Δ.:

Ναι, έχω ακούσει. Έχουνε λιγότερα… περισσότερο αρμένικα γράμματα μέσα εκείνοι και λέξεις, ενώ εδώ υπερισχύει… έχει και πολλά τούρκικα. Είναι πιο αυστηρή, πιο βαριά η ομιλία τους. Συγκεκριμένα, χθες το βράδυ αντάμωσα ένα-δύο τεχνίτες, που ήταν Αρμένιοι από το Καρς, έτσι μου το είπε, και ήταν αλλοιωμένη η προφορά. Στην πρόταση τα μισά δεν τα καταλάβαινα εγώ και τ’ άλλα μισά δεν καταλάβαινε αυτός. Αλλά το νόημα ήταν το ίδιο. Έτσι ακριβώς είναι τώρα. Κι αυτοί που… πάλι τρίτης γενεάς ήτανε. Δεν έχει μείνει, η δεύτερη γενεά δεν ζει πλέον. Δεν… νομίζω δεν καταγράφηκαν, γιατί δεν λεγόντουσαν, δεν τα είπανε. 

Κ.Λ.:

Θα θέλατε να μας διαβάσετε κάτι άλλο; 

Μ.Δ.:

Κι ένα χαρακτηριστικό, ένα έθιμο που είχανε στο χωριό. Κι αυτό η μαμά μου μού το μετέφερε. Όλη η ζωή τους ήτανε… και ήταν ως επί το πλείστον γεωργοί και εξαρτιόταν απ’ το Θεό, το τι καιρό θα κάνει, τα γεωργικά τους, τα σιτάρια, αυτά. Και όταν αργούσε να βρέξει, παρακαλώντας το Θεό, τον Αλλάχ εκεί στο Φουντουκλί, κάναν ένα έθιμο για να παρακαλέσουνε να βρέξει. Ήταν ένα έθιμο το οποίο κάναν, το θυμάμαι αμυδρά, σαν εικόνα, στο χωριό. Πάντα έπαιρναν ένα νέο άτομο, το οποίο μαζευόντουσαν στην πλατεία του χωριού, του βάζανε στο κεφάλι ένα κόσκινο, πάνω από το κόσκινο βάζαν ένα άσπρο σεντόνι και μαζευότανε γύρω-γύρω οι χωριανοί και αυτό το άτομο γύριζε κι αυτοί ρίχνανε νερό και συγχρόνως τραγουδούσανε ένα στίχο, παρακαλώντας τον Αλλάχ για να βρέξει. Είναι: «Βερ, Αλλάχ, βερ!», που σημαίνει: «Ρίξε, Θεέ μου, ρίξε!».  «“Τζίτζι, μάμας, νέιστερ;”, “Aλαχτάρ γιαμούριστερ, κιπ ταν γκιάριστερ,ούμπαρντα ουνούριστεν”».  «Τζίτζι, μάμας, νέιστερ…»: «“Τι θέλεις, μαμά; Τι θέλεις;”, “Από τον Θεό βροχή θέλω, οι στάμνες να γεμίσουν βούτυρο και τα αχαμπάρια να γεμίσουν σιτάρια”». Τ’ αχαμπάρια είναι τα αμπάρια, εδώ που τα λέμε στην Ελλάδα. Και μ’ αυτό το στιχάκι, ρίχνοντας το νερό, το λέγανε και παρακαλώντας για να βρέξει. Τώρα, αν έβρεχε ή όχι, δεν ξέρω, αλλά ήταν μια εικασία που κάνανε στο χωριό, ναι. Αυτά, νομίζω, καλύπτουμε στις συνθήκες που μεγάλωσε η πρώτη και η δεύτερη γενεά, η τρίτη, όσο… όσα έχουν απομείνει. Κι έχω κρατήσει αυτά, γιατί ήθελα να ξέρω τι ακριβώς, πώς ζούσανε. 

Κ.Λ.:

Έχετε υπ’ όψιν σας αν υπάρχει κάποια έρευνα σε εξέλιξη από κάποιο γλωσσολογικό τμήμα, που να περιλαμβάνει κι αυτή τη διάλεκτο; 

Μ.Δ.:

Όχι, δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου. Παλιά, απ’ ό,τι μου έχουνε πει, ρωτώντας για… έχουν αναφέρει στις εγκυκλοπαίδειες, ο Κορδάτος, είπαμε –πώς λέγεται ο κύριος; Α, πρώτος, απ’ ό,τι έχω διαβάσει, ένας Γάλλος συγγραφέας, Γκινέτ, έχει γράψει και για την περιοχή και για το γλωσσικό ιδίωμα –δεν ξέρω πού βρίσκεται αυτό. Επίσης, ο Γιάννης ο Κορδάτος έχει γράψει για τη γλώσσα και έχει αναφέρει, συγκεκριμένα στα γραφόμενά του –δεν έχω διαβάσει, πολύ επιγραμματικά θα το πω–, ότι, όπως και στην αρχαιότητα, έτσι και στο Μεσαίωνα, στα νεότερα χρόνια, κανένα κράτος δεν ήταν καθαρόαιμο και εκείνο που μετράει και παίζει σπουδαίο ρόλο δεν είναι ούτε το όνομα ούτε η γλώσσα, αλλά η εθνική συνείδηση. Και κάποιον άλλον που αναφέρει πάλι στο βιβλίο που κρατάω σαν κειμήλιο από την καταγωγή μου, του Ρακιντζή, το έχουμε αναφέρει, στην εγκυκλοπαίδεια, το λεξικό του Ηλιού. Υπήρχε ένα… ναι, εγκυκλοπαίδεια, συγκεκριμένα ήτανε έκδοση του ’50. Εκεί αναφέρει, συγκεκριμένα στον τόμο 13, στη σελίδα 569, ο αρθρογράφος αναφέρει για τους αρμενόφωνους της Βιθυνίας. Κι αυτός, εκτός των άλλων, αναφέρει ότι, εκτός αυτών καθαυτών των Αρμενίων που υπήρχανε, και υπήρχανε και οι λεγόμενοι «Χαϊχορώμε»… «Χαϊχορώμε». Το «Χαϊχο-…», το «Χα-…» στα αρμένικα ήτανε «Χαρούμικ». Στο «Χαϊχορούμ», σημαίνει «Χάι-»… ή «Χάι-», το «Χάϊ-» είναι ο Αρμένιος και το «Χορούμ» ο Ρωμιός, έτσι χαρακτηρίζει αυτήν τη ράτσα των ανθρώπων. Και είναι αυτοί που κατοικούσαν εκεί, σ’ αυτή την περιοχή που ήταν οι παππούδες. Και κάπου αλλού ένας καθηγητής αναφέρεται, ένας Γιάννης Κουμάρης. Αναφέρει στη δική του τη μελέτη ότι: «Η μελέτη των Ελλήνων, από φυσικής, μορφολογικής, αλλά και ψυχικής πλευράς παραμένει ακόμα ατελής». Και φυσικά, άλλες πιο… άλλες… άλλες πηγές, που υπήρχανε. Τώρα… είναι σ’ αυτό το βιβλίο που… έχει κι άλλα πολλά, οι πηγές που έχει πάρει. Εμένα αυτά προς το παρόν μού είναι επιφανειακά για να τα αναφέρω. 

Κ.Λ.:

Οπότε εσείς θα λέγατε ότι είστε από τις τελευταίες ομιλήτριες του ιδιώματος… 

Μ.Δ.:

Ε, νομίζω ναι, γιατί, τουλάχιστον στα χωριά αυτά, τα δύο τα χαρακτηριστικά στο Νομό Κοζάνης, δεν έχω συναντήσει. Είναι το ενδιαφέρον του καθενός. Φαίνεται εμένα μόνο μ’ ενδιέφερε κι άλλους στη γενεά μου να ψαχτούνε έτσι, όχι. Αλλά μεταφέρουνε τη… τη μιλάνε πλέον, και η τρίτη γενεά πολύ ελάχιστα. Μπορώ να πω ένα 10%-20%, παραπάνω όχι. Και κάπου αλλού αναφέρεται για την κοινή μας καταγωγή, υπήρχαν… υπάρχουν στη Χαλκίδα. Δεν ξέρω λεπτομέρειες και μου ανέφεραν ότι κι εκεί είναι «Χαϊχουρούδες», είναι σ’ εκείνο το άλλο το βιβλίο που έχω από τις ρίζες μας, υπάρχει φωτογραφία από τη Χαλκίδα, άμα θέλεις να το φωτογραφίσεις… ναι.

Κ.Λ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ! 

Μ.Δ.:

Νομίζω ότι μπόρεσα να προσδιορίσω κάτι απ’ την καταγωγή μου, και φυσικά, το γλωσσικό ιδίωμα, που εδώ ένας ιστορικός τοπικός μού είπε ότι ναι μεν είμαστε αρμενόφωνοι, αλλά αυτά, όπως είπαμε, δεν είναι… είναι κράμα, δεν είναι γνήσια, αλλοιωμένα στους αιώνες. Να πω 2 αιώνες τουλάχιστον; Λογικό είναι, όπως έχουν αναφέρει κι αυτά που ειπώθηκαν. 

Κ.Λ.:

Σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ!– 

Μ.Δ.:

Ναι ’σαι καλά, βρε Κατερίνα! Ναι… Αν χρειαστεί κάτι, θα συμπληρώσουμε. Γι’ άλλη σου ερώτηση, εννοείται, πιστεύω να μπορέσω να ενημερώσω και να καλύψω. Χαίρομαι, γιατί θα μπορέσουν να κρατηθούν αυτά τα στοιχεία. Τουλάχιστον να μάθει ο κόσμος ότι πέρασε αυτή η γενεά με αυτή τη γλώσσα. Και–

Κ.Λ.:

Και μ’ αυτή την ιστορία.

Μ.Δ.:

Ναι. Είναι ιστορία… σαν ιστορία είναι πολύ τραγική, έχει πονέσει όλος αυτός ο κόσμος, αλλά, τουλάχιστον… και ήταν και ο λόγος που δεν μπόρεσε να κρατηθεί, νομίζω, γιατί δεν θέλανε να πούνε αυτά που τράβηξαν. Και ήτανε λιγότεροι. Απ’ τους τρεις χιλιάδες, άμα σφάξαν τους δυόμιση χιλιάδες, πεντακόσια άτομα ήρθανε. Εμείς ήταν που πολλαπλασιαστήκαμε, στην τρίτη γενεά. Υπερήφανη για την καταγωγή… Συγκίνηση και κάθε χρόνο τούς σκέφτομαι όλους, που κάνουμε το μνημόσυνο της πατρίδας στο χωριό μου…

Κ.Λ.:

Σας ευχαριστώ και πάλι–

Μ.Δ.:

Να ’σαι καλά, Κατερίνα!

Κ.Λ.:

Πάρα, πάρα πολύ!

Μ.Δ.:

Καλή επιτυχία στη ζωή σου!

Κ.Λ.:

Ευχαριστώ πολύ!

Μ.Δ.:

Με περισσότερες τέτοιες μελέτες κ[02:10:00]αι στην εταιρεία που δουλεύεις!

Κ.Λ.:

Ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ!