© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Εμείς, στη μάνα μου, όταν ανάβαμε μία φωτιά είμαστε καλά, όταν ανάβαμε δυο σήμαινε ότι θέλουμε να μας εστείλει πράγματα»: ο Γιώργος Συριανός μας περιγράφει τη Ρήνεια που τον μεγάλωσε
Κωδικός Ιστορίας
26000
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιώργος Συριανός (Γ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/10/2023
Ερευνητής/τρια
Αντώνης Ρουσουνέλος (Α.Ρ.)
[00:00:00]
Λοιπόν, καλημέρα!
Καλώς μας ήρθες.
Καλώς σας βρήκα. Θες να μας πεις το όνομά σου;
Είμαι ο Γιώργος ο Συριανός, του Λευτέρη και της Φρασκώς. Γεννημένος στο νησί, μεγαλωμένος στη Ρήνεια, στις μεγάλες Δήλες, και στις απάνω Δήλες συγκεκριμένα.
Τέλεια. Εγώ είμαι ο Αντώνης ο Ρουσουνέλος, είμαι ερευνητής για το Ιστόρημα. Είναι Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023, και βρίσκομαι στη Μύκονο, στον Άγιο Λάζαρο, με τον Γιώργο το Συριανό, που θα μας μιλήσει για τη ζωή του στη Ρήνεια, κυρίως.
Κυρίως.
Κατ’ αρχάς πες μας δυο πράγματα για σένα, να μάθουμε ποιος είσαι, μέχρι σήμερα. Σήμερα, ποιος είναι ο Γιώργος;
Είχα την τύχη να μεγαλώσω με δύο ανθρώπους, τους γονείς μου, με πολύ ευρύ σκεπτικό σχετικά με το πώς δουλεύεις, πώς ζεις, πώς μεγαλώνεις και τι δημιουργείς. Είχα μία μάνα που θεωρώ ότι ήταν πολύ πρωτοπόρα για την εποχή της, που έβλεπε λίγο παραπέρα, και δεν φοβότανε να τολμήσει. Άνθρωπος ο οποίος ασχολήθηκε αρχικά με την κοπανιστή, και στη συνέχεια με τον τουρισμό. Τόλμησε να παντρευτεί χωριανό, όπως λέμε εδώ στη Μύκονο, οι άνθρωποι της ενδοχώρας, ενώ ήταν κόρη ψαρά, μεγαλωμένη στη Χώρα. Και το κυριότερο, ότι τον περισσότερο χρόνο της ζωής της τον πέρασε στις Δήλες. Λοιπόν, ερχόμενος στα δικά μου τα χρόνια, μία μάνα η οποία έχει κάνει πέντε παιδιά. Εγώ είμαι ο τέταρτος στη σειρά. Οκτώ ημερών βαφτιστικά για να πάμε στις Δήλες, και από κει και πέρα η ζωή μου ξεκινάει να ξετυλίζεται σε αυτό το υπέροχο νησί, για μένα. Που συνεχίζει να είναι υπέροχο Αντώνη, το αγαπώ, και κάθε φορά που θα πάω συγκινούμαι απίστευτα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που έχει σαν χώρος και σαν προδιαγραφές, συνεχίζει να έχει μία ομορφιά, η οποία είναι εντελώς μοναδική, σε ανθρώπους που μπορούν να τη δούνε βέβαια και να μη σκέφτονται να αρπάξουνε. Λοιπόν, όλη μου τη ζωή, δηλαδή, έξι χρόνια σερί χειμώνα-καλοκαίρι. Στη συνέχεια, για να πάω σχολείο, ερχόμουνα εδώ, έμενα το χειμώνα με τη γιαγιά, γιατί οι γονείς πηγαινοερχόντουσαν. Μία γιαγιά, η οποία είχε μεγαλώσει 11 παιδιά και καταλαβαίνεις, άνθρωπος όχι και τόσο εύκολος, έτσι. Χωρίς να λαμβάνεις υπόψη ότι ήτανε άνθρωπος αγράμματος ας πούμε, δεν έχει πάει σχολείο. Όμως ήταν πάρα πολύ σκληρή, σε αυτό που έκανε πεισματική, και τέλος πάντων μετέφερε πολλά πράγματα και σε μένα από αυτά. Δηλαδή τα περισσότερα που ξέρω αυτή τη στιγμή έχουνε να κάνουνε, σε πρώτη φάση, με την λαλά τη Μαρλώ, και στη συνέχεια με τη Φρασκώ. Γιατί η Φρασκώ ήτανε το παρακλάδι της.
Η λαλά η Μαρλώ ήτανε…
Λοιπόν, πες μου για τη Λαλά αφού την πιάσαμε.
Η λαλά η Μαρλώ, χωριανή. Μεγαλωμένη στον Ορνό, τα πατρικά της, εκεί που είναι το, πώς το λένε, το Απάγκιο, το συγκεκριμένο κτίριο ήταν το πατρικό της λαλάς. Εκείνη η περιοχή, ας πούμε. Παντρεύτηκε τον παππού τον Θοδωρή, Συριανός, και ήρθε και μετακόμισαν, και μέναν εδώ στο Λάζαρο, παραδίπλα από ‘δω, από το τυροκομείο. Ο πάππους ήτανε κτηνοτρόφος, από οικογένεια, Βόιδοντας λεγόταν, το Μανουσάκι τότε, ο προπάππους, ο όποιος είχε και μεγάλο κομμάτι απάνω στις στις Δήλες. Γιατί εκείνη την εποχή οι Δήλες βγαίναν στη δημοπρασία και κάτεχε μεγάλο κομμάτι, ο πάππους.
Για περίγραψέ το μου αυτό, δηλαδή η γη που έχετε στην Ρήνεια έρχεται από κείνο το σόι;
Από κείνο το σόι, ναι.
Και όταν λες «δημοπρασία»;
Τότε, η τότε δημαρχία, έβγαζε, όπως και οι μικρές Δήλες αργότερα βγαίναν για ένα διάστημα, τις βγάζανε στη δημοπρασία, ποιος θα πλειοδοτήσει να πάρει μεγαλύτερο κομμάτι. Και δίναν τη δυνατότητα στους, ξέρεις, τους πιο εύπορους να έχουνε από ό,τι καταλαβαίνεις και πιο πολύ χωράφι.
Με σκοπό να το εκμεταλλευτούν κτηνοτροφικά;
Μα όταν μιλάμε για 150 χρόνια πριν, δεν υπήρχε κάτι άλλο που να μπορούσε, ας πούμε… Ο πάππους εκτός από κοπανιστές, γιατί το σόι μας τα τελευταία τριακόσια χρόνια που παρακολουθώ ας πούμε και έχω διαβάσει και έχω ασχοληθεί και με τον Παναγιώτη τον Κουσαθανά, που είναι λίγο σε αυτό, κοπανιστάδες καθαρά και φασούλια, η καλλιέργεια στις Δήλες. Φασούλια μαυρομάτικα, αυτά τα καφεμάτικα.
Άρα φασόλια και το προϊόν από το ζώο που τους ενδιέφερε ήταν το γάλα–
Το γάλα.
–το τυρί.
Ναι, ναι, ναι. Το τυρί, εντάξει, το ξινότυρο ήταν ένα τυρί που ήταν περιοδικό, δεν ήταν κάτι που το ‘χαν, όπως τώρα, το ‘χομε όλον τον χρόνο. Επικεντρώνονταν στην κοπανιστή γιατί ήταν ένα τυρί το οποίο μπορούσε να διατηρηθεί. Καταλαβαίνεις τι σου λέω. Και όπως, ήτανε και ένα τυρί εμπορεύσιμο. Είχε άμεση ας πούμε, αποδοχή, στην Αθήνα. Θυμάμαι που έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά ότι έστελνε με τον άχταμπο, ας πούμε, στο καφενείο «το οχτώ». Και σου λέω συγκεκριμένα, γεμίζαν τις βουτύνες, τα πιθάρια, να μεταφέρουν την κοπανιστή εκεί. Που από ‘κει και πέρα δεν ξέρω πώς γινόταν η διανομή. Μέχρι τα χρόνια της μάνας, που συνεχίσαμε και εμείς θα τα κάνομε, μέχρι να φτάσομε εδώ που είμαστε.
Κατ’ αρχάς μου άρεσε αυτό που είπες, ότι σε βαφτίσανε και φύγατε 8 ημερών.
8 ημερών, ναι.
Φαντάζομαι, γιατί είχανε δουλειές.
Ναι, ήταν η εποχή- Έχω γεννηθεί 14 Ιανουαρίου. 22 φαντάσου, 22 με 25 του Ιανουαρίου με μεταφέραν εκεί. Είναι η εποχή που προετοιμάζουν τα χωράφια για τα μποστάνια. Και ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους, που θα έπρεπε να είμαστε εκεί, για να δουλεύουνε. Και η μάνα καταλαβαίνεις απαραίτητη στον πατέρα, ήταν οι δυο τους. Τα παιδιά δεν ήτανε όλα, σε φάση που μπορούσαν να βοηθήσουν. Γιατί εκείνη την περίοδο τα μεγάλα παιδιά πηγαίναν σχολείο, άρα.
Για περίγραψέ μου τώρα, πώς, πώς ήτανε, πώς πηγαινοερχόσαστε τότε;
Εννοείς με το μέσο από τη Μύκονο εκεί; Όλα τα χρόνια που θυμάμαι πάντα υπήρχε ένα καΐκι. Ένα και κάποιες φορές δυο. Καΐκι τύπου «Ευαγγελίστρια» και λίγο πιο μικρά. Το πρώτο καΐκι που εγώ θυμάμαι, γιατί δεν ξέρω πόσο χρονώ να ‘μουνα, ου θυμάμαι ας πούμε το πρώτο ταξίδι, που ήτανε έτσι πολύ περιπετειώδης, πανί, και μία μηχανή, η οποία είχε μία πορεία μόνο και με το κουμπί κανονίζανε πως θα πάει. Όπως έλεγε ο πατέρας μου: «Μία ξυλού». Αν αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που μπορεί να σου δώσει ας πούμε την έννοια της περιγραφής. Λοιπόν, η διαδρομή, η ίδια αυτή που υπάρχει τώρα, είχε χρονικό, μιάμιση ώρα, από ό,τι θυμάμαι στην αρχή. Άσε το τώρα. Παντός καιρού τα καΐκάκια αυτά, δεν υπήρχανε μποφόρια, άσχετα αν οι θάλασσες ήταν πιο μεγάλες από μπόι μας. Ζώα και άνθρωποι μαζί, πακεταρισμένοι με τέτοιο τρόπο που, απίστευτα δηλαδή, ριψοκίνδυνα, χωρίς αίσθηση κινδύνου καθόλου Αντώνη. Μπαίναμε μέσα να πάμε, και άσχετα αν θα φτάναμε.
Είχατε κάνα ατύχημα που θυμάσαι; Γιατί τα λες τώρα έτσι επικίνδυνα.
Στα αργότερα χρόνια, ήτανε του Στελακιού ένα καΐκι. Ο «μπαρμπα-Αντρέας», έτσι λεγόταν το καΐκι. Το οποίο μεταξύ μικρών Δηλών και Μυκόνου, έσβησε η μηχανή. Δεν μπορούσαμε να στήσομε το πανί για να και ευτυχώς και πέρασε μία βάρκα του καραβιού, και το ‘πιασε, αλλιώς θα είχαμε σπάσει απάνω στο Χάλαρο, στις Δήλες. Το θυμάμαι δηλαδή, που είμαστε έτοιμοι και μάλιστα δεν ήτανε και η εποχή να έχει σωσίβια και λέμβους και τέτοια πράγματα, γιατί ήτανε κάτι που… Θυμάμαι ότι ήμουνα μέσα και ήταν ο πατέρας, δεν ήταν η μάνα, και είχε πάρει ένα μπετόνι του πετρελαίου, και με δυο μπαστούρες μου το ‘χε δέσ’ απάνω μου, για να σαλτάρομε στη θάλασσα λίγο πριν φτάσουμε στο βράχο ας πούμε. Αλλά ευτυχώς βοήθησε η τύχη και το ξεπεράσαμε.
Ok! Εγώ τώρα τη Ρήνεια την ξέρω λίγο, περιέγραψε μου τώρα, γεωγραφικά. Φαντάζομαι δεν είστε η μόνη οικογένεια. Πόσοι είσαστε;
Όχι. Στην εποχή μου, στα παιδικά μου χρόνια Αντώνη, ήτανε πάνω από 80 οικογένειες. Όχι πυκνοκατοικημένο βέβαια, γιατί ανάλογα με τα στρέμματα που κατείχε ο καθένας, ήταν φαντάσου περίπου στη μέση υπήρχε και το κελί. Κάποια ήταν πιο προνομιούχα και ήταν πιο κοντινά, ας πούμε, είχανε κάνει τα… συνήθως τα σπιτάκια γινόντουσαν όσο γίνεται πιο κοντά στο νερό. Δεν μπορούσε, δεν πήγαινε ο άλλος να κάνει πάνω στο βουνό όπως τώρα. Πηγαίναν κοντά στο νερό και κάναν’ ένα σπιτάκι. Εμείς είχαμε την τύχη να είμαστε στον Άη Νικόλα, μεγάλη χάρη του, μαζί με τον μπάρμπα τον Αποστόλη. Γιατί αυτό ήταν μία παρτίδα, η απάνω και κάτω παρτίδα του Άη [00:10:00]Νικολάου, που στην πορεία μοιράστηκε από τον πάππου, η μισή στον μπάρμπα τον Αποστόλη, στον πατέρα της Ειρήνης που κάνει τα ψηφιδωτά, και η άλλη μισή στον πατέρα μου. Στο σημείο εκεί είναι και το νερό, που είχαμε, ας πούμε, αυτή τη δυνατότητα. Ήταν ο φούρνος κοινός και ήτανε και τα αλώνια και όλα αυτά τα πράγματα που ήταν τα νοικοκυριά της τότε εποχής.
Το νερό που εννοείς, εννοείς τη θάλασσα ή γλυκό νερό;
Πηγάδι, πηγάδι. Το νερό δεν ήταν, δεν αναφερόμαστε στη θάλασσα, γιατί η θάλασσα δεν είχε καμία χρήση, ουσιαστικά για να μπορείς να στήσεις το σπιτικό και την γενικώς, τα ζωντανά ας πούμε. Θα ‘πρεπε κάπως να τα ποτίσεις, και να κάνεις και τη λάτρα σου.
Αυτό με ενδιαφέρει, γιατί το σκέφτηκα, ότι κάποιος που ασχολείται με τα κτηνοτροφικά και με τα αγροτικά, άμα είναι απ’ αλλού, μπορεί το νερό στο μυαλό του να είναι αυτόματο-
Ναι
Το νερό υπάρχει.
Ακριβώς, ακριβώς.
Στις Κυκλάδες, και πόσο μάλλον όσο πιο μικρά ή λιγότερο ορεινές, αν είναι, που η Μύκονος και η Ρήνεια δεν είναι ιδιαίτερα ορεινά νησιά, δεν έχουν υψόμετρα να κατεβάζουν νερά
Ακριβώς.
Το νερό είναι σπάνιο. Πώς το διαχειριζόσασταν;
Κατ’ αρχήν, το νερό, Αντώνη, δεν είχες την πληθώρα που έχεις τώρα. Δηλαδή δεν έκανες τη χρήση που κάνεις τώρα. Φαντάσου ότι είχαμε το σταμνί που θα πηγαίναμε το πρωί για να βάλουμε το νερό που είχαμε για να πίνουμε, ήταν ξεχωριστό. Αυτό ήταν για να πιούμε. Και το νερό που είχαμε, ένα τενεκέ της φέτας, ήταν το νερό για τη χρήση, να μαγειρέψει η μάνα ή να ξεπλύνει ένα ποτήρι. Τα πιάτα που έπλενε, το πρώτο χέρι δεν έβαζε σαπούνι. Γιατί οτιδήποτε μυρωδιές και λάδια και τέτοια είχαν παραμείνει στο πιάτο, πήγαιναν, τα προπλύματα όπως τα λέγαν, πηγαίναν στον τενεκέ του χοίρου, για να βοηθήσουμε λίγο και το χοίρο. Επίσης τα πιάτα πλένονταν με πράσινο σαπούνι, που το πράσινο αυτό το νερό θα πήγαινε, αν είχε κάνα λουλουδάκι, κάνα δεντράκι, με τέτοια χρήση μιλάμε. Μετά τα ρούχα, δεν είχαμε την πολυτέλεια να βάλουμε πλυντήριο Αντώνη, τα πλέναμε στο στερνάκι, και θα τα πήγαινε με σειρά χρώματος και τέτοια, για να φτάσομε. Και τα πιο χοντρά ρούχα τα ξεκινάγαμε από την θάλασσα, και μετά τα ξεπλένουμε στο σπίτι. Το μπάνιο δε, όσο για το μπάνιο, που αυτό που έχω να σου πω, στη διάρκεια της εβδομάδας, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, επειδή κάναμε δουλειές που είχανε βρώμα. Βρώμα εννοώντας σκόνη και τέτοια, που ήταν τα σιτηρά, γιατί σαν κτηνοτρόφοι που είμαστε, ειδικά η δική μου οικογένεια –ο πατέρας μου είχε πάρα πολλά ζώα–, οπότε έπρεπε να καλλιεργήσουμε πολλά στρέμματα για να έχουμε τις τροφές. Γιατί το 80% της τροφής των ζώων, ήταν αυτοπαραγόμενη. Λοιπόν την περίοδο που θερίζεις, το σιτάρι έχει ένα, μία σκόνη μέσα το σιρίκι, έτσι το λένε, που βρωμίζει πάρα πολύ, άσχετα αν ας πούμε, δεν ανακατεύεσαι με λάσπες και με χώματα. Που πρέπει να πλυθείς, γιατί το βράδυ μετά σε πιάνει φαγούρα. Πηγαίναμε στη θάλασσα, το πρώτο, για να πλυθούμε, ως επί το πλείστον. Και μετά, σαν τον γάτη, με ένα κυπελλάκι, να ρίξουμε ένα τενεκέ νερό, να ξεπλυθούμε όλοι. Και όχι χαμό. Από κάτω ήταν μία σκάφη, που το νερό αυτό έμπαινε μέσα, και η μάνα θα βρίσκενε και ας πούμε τα ρούχα, τα πολύ βρώμικα του αλωνιού, να τα ξεπλύνει το πρώτο χέρι ας πούμε, με τέτοιες χρήσεις, έτσι.
Ανακύκλωση–
100%. Αν μιλάμε για το θέμα της ανακύκλωσης Αντώνη, και συζητάμε για τους προγενέστερους, σε πληροφορώ ότι εμείς δεν φτάνουμε ούτε στο μικρό τους νυχάκι. Εμείς δεν κάνουμε ανακύκλωση Αντώνη. Κατ’ αρχήν η ανακύκλωση ξεκινούσε μέσα από το σπίτι, και ήταν κάτι αυτονόητο. Ξεκινούσαν πρώτα-πρώτα από το φαΐ, από τη χρήση. Να σου πω για το μπουκάλι το λάδι; Το μπουκάλι το λάδι ήταν εργαλείο Αντώνη. Το λάδι, όταν θα πηγαίναμε στον Καρμπόνη, στον πάππου σου, που γινόταν η ανταλλαγή των προϊόντων και θα γέμιζε το μπουκάλι με το λάδι, που ήτανε μία και εκατό, έτσι το λέγανε. Κάθε Σάββατο θα παίρναμε ένα μπουκάλι λάδι μία και εκατό. Δηλαδή μία οκά και εκατό, έτσι ήταν το χαρακτηριστικό. Το ίδιο το μπουκάλι το είχαμε για χρόνια. Όταν πήγαινες να πάρεις τον πελτέ, είχες ένα συγκεκριμένο ξύλινο ή δεν ξέρω τι μπορεί να είχες, ένα βαζάκι, το οποίο σου έβανανε μέσα τον πελτέ. Δεν ήτανε η πληθώρα των όλων αυτών των πραγμάτων. Σε τι να σου αναφέρω, στο ρύζι που ήταν χύμα; Που η συγχωρεμένη η μάνα μου, λόγω του ότι ύφαινε, είχε ένα σωρό σακουλάκια και πορτοφολάκια και ένα τέτοιο που βάνανε μέσα τα πράγματα αυτά όλα. Δεν υπήρχε, κατ’ αρχήν δεν υπήρχε πλαστικό να κυκλοφορεί γύρω-γύρω, δεν υπήρχαν σακούλες. Τα ψώνια που θα κάνομε, πάντα το καφάσι που πηγαίναμε την τ’ροβολιά του Καρμπόνη ας πούμε, και τα αυγά, τα πιο ευαίσθητα έμπαιναν στο καλάθι, η ανταλλαγή και τα ρέστα τα βάζαν όλα μες το καφάσι. Αυτό ήτανε τα ψώνια, το σούπερ μάρκετ Αντώνη, και τελείωνε εκεί. Λοιπόν, από που θα δημιουργούσαμε σκουπίδια; Ήταν όλα, πώς το λένε, ξανά να τα χρησιμοποιείς. Ακόμα και το τσουβάλι που βάζαμε τις τροφές, τα πίτερα, ο πάππους σου τα ‘παιρνε πίσω. Διαφορετικά, αν δεν είχες τσουβάλι, σου χρεωνόταν το τσουβάλι. Οπότε τα τσουβάλια τα μάζευες, τα πήγαινες πίσω, για να πάρεις τα καινούργια, γιατί είχε και τροφές ο πάππους σου, τότε δεν ήταν ο συνεταιρισμός τόσο οργανωμένος, και φέρναν και οι μπακάληδες πίτερα, ας πούμε, και τέτοια πράγματα που χρησιμοποιούσαμε.
Για πες μου τώρα, επειδή το πιάσαμε αυτό και είναι ωραίο. Περίγραψέ μου μία μέρα που φτάνετε.
Στις Δήλες;
Το ανάποδο. Δηλαδή έρχεσαι από τις Δήλες για να κάνεις το σουπερμάρκετ που είπες. Δηλαδή, τι φέρνεις μαζί σου, και με τι γυρνάς πίσω.
Κατ’ αρχήν όλη η εβδομάδα στις Δήλες, άρμεγμα, πήξιμο και στη συνέχεια να κάμεις την τυροβολιά. Πόση τυροβολιά θα ‘κανες. Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, τα, πώς τα λένε, οι τυροβολιές, όταν ξεκινάγαν οι δουλειές- Κατ’ αρχήν να σ’ το πω διαφορετικά. Συγνώμη για την τέτοια. Αρχικά όταν ξεκινάγαμε με το άρμεγμα, η συγχωρεμένη η μάνα με τη γιαγιά κάνανε κοπανιστές. Είχανε καμία 25-30 βουτύνες, που ‘πρεπε να τις γεμίσουνε κοπανιστή, που κάνανε διαχείριση οι ίδιες. Στην πορεία όμως επειδή αρχίζαν οι δουλειές μας, παράδειγμα θέρισμα, φασόλια, αλώνια, δεν προλαβαίνανε να ασχοληθούν με την ολοκλήρωση της τυροκόμησης και κάνανε μόνο το πρώτο στάδιο, που ήταν η τυροβολιά και κάμποσα ξινότυρα ανάλογα με την παραγγελία που θα είχενε ο μπακάλης. Γιατί ήλενε: «Το Σάββατο που θα ‘ρθεις θέλω να μου φέρεις και ξινότυρα» ή στην πορεία, στο ενδιάμεσο, έστελνε μήνυμα, γιατί δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα, έστελνε μήνυμα με τον γείτονα, και τ’ ήλενε: «πες της Φρασκώς το Σάββατο που θα ‘ρθει θέλω να μου φέρει και 10 ξινότυρα», ας πούμε. Και κανονίζανε να έχουν αυτά τα πράγματα. Ερχόταν, μες το καφάσι είχαμε την τ’ροβολιά. Τα αυγά τα μαζεύαμε ως κόρη οφθαλμού, να μη μας τα φάνε οι κορώνες. Γιατί ήτανε- λοιπόν, αυγά και τυροβολιά. Το 90%, τα μετρητά να πώ, που είχαμε για να κάνουμε ανταλλαγή. Θα πάμε στο μπακάλη, και το ανάλογο θα ήταν το λάδι, αν ήταν χειμώνας θα χρειαζόμαστε να πάρουμε πελτέ. Θα παίρναμε ζάχαρη, καφέ, μακαρόνια. Μακαρόνια για να μας κάνουν τα έξτρα. Το ρύζι. Γιατί μακαρόνια έκανε και η μάνα μου, αλλά ήτανε μακαρόνι, όχι αυτά τα, του εμπορίου που τα λέγαμε, ότι ήταν σαν να τρώμε πίτσα, ας πούμε, σήμερα. Βασικά, πετρέλαιο, που ήταν βασικό να πάρουμε από το μονοπώλιο, δεν ήτανε το βενζινάδικο, και ούτε υπήρχε και η μπουκάλα για να βάλουμε στο πετρογκάζ. Κάνα σαπούνι να πλυθούμε, για τα πιάτα ξέρω γω, για τα ρούχα, τέτοια πράγματα. Ψωμί δεν παίρναμε, ούτε παξιμάδι, γιατί αυτά τα κάναμε εμείς. Κρέας δεν αγοράζαμε, είχαμε τα δικά μας, κότες, κουνέλια, τέτοια που τρώγαμε ως επί το πλείστον και αυτά, τέτοια βασικά πράγματα ήτανε, ουσιώδη ας πούμε. Ελιές, μπακαλιάρο, τέτοια θυμάμαι.
Άρα η κύρια παραγωγή της δικιάς σου οικογένειας, ήτανε η κοπανιστή ή η τυροβολιά άμα δεν είχανε το χρόνο, και τ’ αυγά;
Και τ’ αυγά.
Μιλάμε για όγκο;
Φτάναμε να ‘χομε 150 κότες Αντώνη, οπότε καταλαβαίνεις. Γιατί και αυτό ήταν ένα κομμάτι βασικό. Αλλά το ωραιότερο θα ‘θελα να σου δώσω να κάνεις εικόνα, είναι όταν ήταν η μεταφορά τον Απρίλιο μήνα ας πούμε, που γίνονταν η μεταφορά από ‘δω προς τα εκεί, να πάρεις τα ζώα, όλα, οτιδήποτε είχαμε, όλο το νοικοκυριό του σπιτιού. Όταν λέμε μετακομίζαμε, μετακομίζαμε. Απάνω στο γάιδαρο ήταν κρεμασμένα όλα, ακόμα και το μπρίκι, και το τηγάνι, και ο γάτης, και τα πάντα όλα. Ό,τι είχε το σπίτι εδώ, το αφήναμε έτσι και πηγαίναμε εκεί. Το ίδιο γινόταν και στην επιστροφή.
Άρα ξεχειμωνιάζατε στη Μύκονο;
Στα επόμενα χρόνια. Τα πρώτα χρόνια που είμαστε, σαν πιτσιρικαρία εμείς, οι γονείς δεν πολύ, πιο πολύ μέναν εκεί. Πιο πολύ μέναν εκεί, γιατί έχουμε μεγαλύτερη έκταση σε[00:20:00] χωράφια, που είναι όλα μαζί Αντώνη, κοντά. Είχανε τη δυνατότητα να μπορέσουμε να ζήσουν οι αγελάδες, γιατί οι αγελάδες εδώ, είναι πιο δύσκολο το νησί ετούτο από ότι εκεί. Εκείνο είναι πιο αμπάσο νησί. Και ήταν και δύσκολα εδώ, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι σε έκταση που είχαμε ήταν εδώ μόνο στο Λάζαρο. Αλλιώς όλα τα υπόλοιπα χωράφια που είχαμε ήταν διάσπαρτα στα δέκα σημεία του ορίζοντα, με αποτέλεσμα να τρως πολύ χρόνο στο να μπορέσεις να τα κάνεις όλα αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, για αυτό σου λέω ότι τα περισσότερα χρόνια μέναμε εκεί. Mετά άρχισε σιγά-σιγά με την με την πρωτοεμφάνιση των τουριστών, αρχίσαμε να μετριάζομε το που θα μείνουμε τον περισσότερο χρόνο. Αλλά μέχρι τα νεότερα χρόνια, ας πούμε, μέχρι ακόμα και το ’80, ’85 σε μεγάλο βαθμό, είχανε αξιοποιήσει μετά το φασόλι πολύ, γιατί είχε ενδιαφέρον, και μέναμε. Σου λέω εγώ, από τις Δήλες άρχισα να μη μένω για πολύ μεγάλο διάστημα από τα 19 μου και μετά, που υποτίθεται ότι έκανα τη δική μου επανάσταση. Ήθελα να πάω κόντρα στον πατέρα, ήθελα να αποδείξω ότι ξέρω καλύτερα. Βέβαια όλα αυτά τα πράγματα δεν τα ξέρεις από την αρχή, δεν μπορείς να τα καταλάβεις, που θα είναι ο τελικός στόχος, αλλά χαίρομαι πραγματικά που όλες αυτές οι παρεμβάσεις που είχα, και από τη μάνα και από τη λαλά, ήρθανε να κατασταλάξουν μετά από αρκετά χρόνια πορείας, και να βγουν προς τα έξω. Γιατί αυτό νιώθω ότι όχι απλά με ολοκληρώνει, με γεμίζει κιόλας, που είναι και το πιο βασικό.
Ήθελα να ρωτήσω, καταλαβαίνω ότι ένας βασικός λόγος που πηγαίνατε στη Ρήνεια ήταν ο χώρος, και η ευκολία. Τα ‘χεις μαζεμένα. Είχε κάτι άλλο που ήτανε αβαντάζ, ας πούμε, σε σχέση με έναν κτηνοτρόφο που παρήγαγε τα ίδια πράγματα, ας πούμε, στη Μαού;
Θα σου πω, ένα βασικό κομμάτι Αντώνη, ειδικά στην κοπανιστή, από τη βορινή μεριά εκεί, οι απάνω Δήλες, έχουνε εκτός από την καλλιέργεια ας πούμε, που είναι τα χωράφια πιο προσοδοφόρα, έχει θυμάρι. Λοιπόν όσο και αν υποτιμούμε σήμερα την παρουσία αυτουνού του φυτού, έχε υπόψη σου ότι στην κοπανιστή έδινε τη δύναμη στη μυρωδιά και στην αψάδα μέσα ας πούμε, κατευνάζει την αψάδα, έβγαζε μία γλύκα στο τέλος. Αυτό το πράγμα, τώρα στην εποχή μου τη σημερινή μου ‘χει λείψει.
Τώρα επειδή το ‘πες μου θύμισες και ‘μένα κάτι. Της γιαγιάς μου στην Άνω Μερά, ο αδερφός, έδινε ξερά σύκα στα ζώα, και είχε γεύση το γάλα.
Ακριβώς, ακριβώς, ακριβώς. Θα σου πω κάτι πολύ ακραίο, μπορεί να ακούγεται, αλλά η κοπανιστή, και γενικότερα η τυροκόμηση, όταν τυροκομείς αυθεντικά χωρίς να χρησιμοποιήσεις πράγματα τα οποία είναι του εμπορίου, έχε υπόψη σου ότι κάθε τυροκόμος, το τελικό προϊόν που θα σου βγάλει, μπορεί να είναι το ίδιο, να ακολουθεί ακριβώς την ίδια διαδικασία, το τελικό προϊόν είναι διαφορετικό. Γιατί ο μύκητας, ο ζυμομύκητας που καλλιεργεί ο καθένας είναι έχει να κάνει με το τι τρώει το πρόβατο, σε ποια περιοχή, πόσο κοντά στη θάλασσα, είναι όλα αυτά τα πράγματα. Το πως τυροκομεί ο καθένας, από τυροκόμο σε τυροκόμο έχει διαφορά. Μπορεί να σου φαίνεται περίεργο και να λες: «μα πώς είναι δυνατόν αφού θα βάλεις», ας πούμε, «την ίδια ποσότητα πυτιάς, ή θα ζεστάνεις ακριβώς την ίδια θερμοκρασία». Τίποτα. Καμία σχέση. Καμία σχέση, είναι ένα πράγμα δηλαδή που δεν μπορείς ποτέ. Εγώ, για μένα μιλώ έτσι, τυροκομώ στο σπίτι, και τυροκομώ και ‘δω, το ίδιο γάλα. Η μέρα με τη νύχτα.
Άλλο προϊόν.
Άλλο, ναι. Μπορεί να λες είναι κοπανιστή, το βλέπεις το ίδιο, βγάζει τη μυρωδιά, αλλά όταν το τρως, και όταν πραγματικά έχεις υποψιαστεί, γιατί, Αντώνη, τελικά όλα αυτά τα πράγματα θέλουν γνώσεις, είναι βιβλίο, έτσι. Δεν είναι απλά αλείβω μία μόστρα και τρώω κοπανιστή. Δεν είναι αυτό, είναι κάτι άλλο που πρέπει να το δουλέψεις. Λοιπόν, αυτό.
Θέλω να σε ρωτήσω, σε σχέση με τη γη τώρα. Δηλαδή μου είπες ότι φυτεύατε τις τροφές. Πολύ σημαντικό, και εκεί ανακύκλωση, κυκλικό-
Πολύ, πολύ.
Τι άλλο βάζατε; Τι φυτεύανε στη Ρήνεια;
Άκου να δεις. Πάντα, με τα πρωτοβρόχια θα βάζανε τα κριθάρια, βάζανε ρόβο, τη βρώμη που λένε στην ευρύτερη, έβαζε βίκο. Μετά στην πορεία έβαζε μπιζέλι, αρακά, είχε συγκεκριμένα χωράφια που ήτανε τα ρεβίδοχώραφα. Δεν έβαζες ρεβίθι παντού, έπρεπε το χωράφι να είναι συγκεκριμένο και το χώμα να ‘ναι κάπως. Φασόλι ας πούμε, φασόλι το καφεμάτικο. Αν δεις, αν σου δείξω τα χωράφια τα σημερινά έτσι, όπως είναι δηλαδή, τα ίδια αυτά. Αν δεις πώς είναι μέσα, παθαίνεις πλάκα, λες τώρα… Έχω πάρει ανθρώπους και τους έχω πάει και τους λέω: «εδώ εμείς μαζεύαμε πεπόνια, και μαζεύαμε και φασούλια». «Που λες, εδώ μέσα στο χαλίκι αυτό, την πέτρα;». Ξερό το χωράφι, τελείως. Όμως Αντώνη, έχε υπόψη σου ότι όλα αυτά τα πράγματα συντελούν στο να δημιουργείται μία γονιμότητα σε αυτά τα χωράφια, και ο τρόπος που καλλιεργούσαν ακόμα. Τώρα η μοντέρνα καλλιέργεια, δεν κάνει την ίδια δουλειά στο χωράφι. Το τρακτέρ δεν κάνει την ίδια δουλειά. Το τρακτέρ μπορεί να βγάζει παραγωγή, αλλά δουλειά στη γη δεν κάνει. Η πέτρα, την ημέρα μαζεύει τον ήλιο έτσι, το βράδυ αυτό δημιουργεί στο χώμα διαφορετική θερμοκρασία, με αποτέλεσμα να κάνει υγρασία. Όλο αυτό το πράγμα ήταν ο τρόπος που ζούσαν αυτά τα φασόλια, που δεν το πιστεύεις, δεν το πιστεύεις και όμως είναι αυτή η πραγματικότητα. Αν ας πούμε έχεις τη δυνατότητα τώρα, ή αν είχα τότε τη φωτογραφική μηχανή, να έχω βγάλει τα χωράφια να δεις το τύπου λιβάδι. Δεν ήταν λιβάδια αυτά τα χωράφια. Να δεις ας πούμε τα πεπόνια και τα καρπούζια, ή να δεις το φασόλι, να προχωράς μέσα και να ‘ναι, τι να ‘ναι, σαν αμπέλι. Λες: «Ρε παιδί μου, τι μαγεία έχει αυτό το νησί».
Ο σπόρος για όλα αυτά, ήτανε δικό σας, ή είχανε και–
Ως επί το πλείστον ανακυκλώναμε το σπόρο. Είχαμε, κρατάγαμε πάντα σπόρο. Θυμάμαι ο πατέρας είχενε συγκεκριμένο χωράφι που θα έκρινε ότι αυτό θα πάει για σπόρο και το άλλο θα πάει για ταεί. Με το που ξεκινούσε η διαδικασία αυτή, θα αλωνεύαμε, θα ‘βγαινε ο σπόρος, και μετά μέσα στον αχεριώνα, μέσα στ’ άχερα, άνοιγε έναν λάκκο, έβαζε μέσα λινάτσα, έκανε ένα τύπο τσουβάλι με λινάτσα που θα βάζαμε το σπόρο του κριθαριού να μείνει εκεί μέσα για να προστατευτεί. Να μην έχει υγρασία, γι’ αυτό τον έβαζε μες τ’ άχερα, να μην έχει υγρασία και να ‘ναι και, να διατηρηθεί για να μπορέσουμε να σπείρομε και να έχουμε και την καλύτερη τέτοια.
Άρα, κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και αν αυτός ο σπόρος… Γιατί έχω ακούσει από διάφορους ότι κατά εποχές, φέρνανε σπόρο.
Από την Πάρο, ως επί το πλείστον, αυτό που είχε ουσία τότε Αντώνη, γιατί ταίριαζε ο σπόρος με μας, ήτανε της Πάρου. Αυτό. Αλλά σε κριθάρι. Στάρι δεν ξέρω από που είχαν φέρει, γιατί είχε το μαλακό ας πούμε, που το θέλανε οι φούρνοι, γιατί όταν μιλάμε, στα παιδικά μου χρόνια το αλεύρι δεν ήταν όλο εμπορεύσιμο, δεν έρχοντανε. Πρώτα οι φούρνοι ξοδεύανε το ντόπιο, και μετά φέρνανε αν φέρνανε, από τα γύρω νησιά. Και μάλιστα, να σου πω τώρα και μία, να κάνω μία παρένθεση για να σου πω και για το επίθετο μου, το Συριανός. Τα αλεύρια και τα στάρια αυτά ας πούμε, ερχόντουσαν απ’ τη Σύρο. Από τη Σύρο, που ήταν ένας από τους προπάππουδες, είχε μετατρέψει το ψαράδικο καΐκι του πάππου σε εμπορικό, και πηγαινοερχόταν στη Σύρο. Οπότε ήταν ο έμπορας ο συριανός, και μας έμεινε και η ρετσινιά, και μείναμε συριανοί. Λοιπόν αυτό ήτανε το βασικό.
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, γιατί ο σπόρος, τα συζητάγαμε κάποια στιγμή παλιότερα για τα κριθάρι, ότι λένε ότι κριθάρια είχανε φέρει απ’ τη Γερμανία
Και απ’ τη Ρωσία λέγανε παλαιότερα.
Αλλά μόλις ο σπόρος μείνει και κάνει δέκα κύκλους–
Ναι, είναι πλέον ντόπιος
Είναι εδώδιμος.
Αυτό που θυμάμαι, από τον Άγγελο τον Γιάνναρο, ένας μπάρμπας που ήτανε για μένα, τον θυμάμαι, και μου θύμιζε κάτι παραμύθια που διάβαζα. Γιατί έρχονταν και έλεγε: «Μία βολά κι έναν…», τέτοιες κουβέντες, λοιπόν. Έλεγε ας πούμε, για την εποχή που ερχόντουσαν τα ρωσικά καράβια, και φέρνανε τα στάρια στο μύλο, και οι πονηροί-έξυπνοι της εποχής εκείνης, επειδή δεν φορούσανε παπούτσια, φορούσαν τ’ αψίδια, δεν βάζανε κάλτσες. Πατάγανε μέσα στο κρι[00:30:00]θάρι, μες στο στάρι, που ξεφόρτωναν τα καράβια, γιατί ξέρεις τα καράβια αυτά ερχόντουσαν στη Μύκονο, για να αλέσουνε στο μύλο, και μετά θα πηγαίνανε τα αλεύρια στην Αφρική, ξέρω γω, στην Αίγυπτο, που τα πηγαίνανε. Λοιπόν, με ένα τρόπο κλέβανε ας πούμε το στάρι, και σιγά-σιγά όσο ξεφορτώνανε μαζεύανε ξέρω γω πόσο μαζεύανε. Με τ’ αψίδια. Τα θυμάσαι, τα ‘χεις ακούσει τ’ αψίδια τι είναι; Τ’ αψίδια ήτανε παπούτσια τα οποία κάνανε από πετσί χοίρου, και από κάτω βάζανε ρόδα, λάστιχο από ρόδα αυτοκινήτου. Ήταν ο συγχωρεμένος ο Καμπάνας και πιο πριν ο Σέρφας που ξέρανε να κάνουνε τέτοια παπούτσια. Παπούτσια τύπου βάρκα, έτσι, σαν κάτι ξύλινα τσόκαρα που έχεις δει πιο μοντέρνα, φαρδιά έτσι, κολύμπαγε το ποδάρι μέσα για να έχουν το περιθώριο να βάλουμε τις μάλλινες πλεκτές κάλτσες. Με αυτό τον τρόπο ας πούμε πιθανόν, να είναι και ένα, μία διαφοροποίηση του σπόρου και να αποκτήσαμε τον μαλακό σιτάρι εδώ και εκεί.
Γιατί απ’ ό,τι ξέρω και έχω ακούσει, είναι πως στη Μύκονο ως επί το πλείστον βάζανε κριθάρια.
Κριθάρια ως επί το πλείστον και το σκληρό.
Ήθελα να μου πεις λίγο, γιατί σε είχα ακούσει τις προάλλες που είχα περάσει, για τις πατέντες να το πω έτσι, που έρχονται από πολύ παλιά σίγουρα, της έλλειψης του ρεύματος, ή του περιορισμού του ρεύματος. Δηλαδή–
Το ηλεκτρικό εννοείς.
Ναι. Τι κάνατε για να συντηρείτε τώρα όγκους, δηλαδή άμα είχες χοιροσφάγια, ή άμα είχες μου λες τώρα 20 και 30 βουτίνες τυρί. Πώς αυτό το πράμα…
Κατ’ αρχήν η κοπανιστή, για να ξεκινήσουμε από την κοπανιστή. Η κοπανιστή είναι ένα τυρί το οποίο συντηρείται λόγω της ποσόστωσης του αλατιού που έχει μέσα, που ως δια μαγείας, είναι και η τροφή του μύκητα που αναπτύσσεται μέσα στο τυρί. Λοιπόν αυτό δεν θέλει, από μόνο του, άμα το έχεις σε σκιερό μέρος και να ‘ναι και… που να μπαίνει φρέσκος αέρας, πάντα καθαρό, δεν έχεις πρόβλημα. Η κοπανιστή είναι ένα- Όμως, αυτό που έχω να σου πω, επειδή έθιξες το θέμα χοιροσφάι. Το κρέας του χοίρου, η συγχωρεμένη η μάνα και η λαλά το τσιγαρίζανε ας πούμε, του δίνανε μία προτηγάνιση. Bασική προϋπόθεση Αντώνη, για να θεωρείσαι νοικοκύρης και σωστός, έπρεπε ο χοίρος να ξεπερνάει τα 250 κιλά. Έχε υπόψη σου ότι ποτέ δεν ξεκινούσες να σφάξεις το χοίρο, εάν μέσα στη μάντρα δεν είχε μπει ο αντικαταστάτης του, έξι μήνες πριν. Θυμάμαι ότι σφάζαμε το χοίρο που ήταν για τη χρονιά μας, και ο νεότερος ήτανε ήδη 80 κιλά. Οπότε φαντάζεσαι πώς θα γινόταν μέχρι να κλείσει, να γίνει 15, 18 μηνών. Λοιπόν, και όχι μακριά από το σπίτι. Πολύ κοντά στο σπίτι. Στις Δήλες ειδικά, στο σημείο που είχαμε τη γωνία του τυροκομειού, υπήρχε γούρνα ακριβώς απ’ έξω που ήτανε, συνορεύει με το χοίρο, και οτιδήποτε γινότανε, που είχε σχέση με τα πλυσίματα και με τα τέτοια, πήγαιναν για να τρώει μόνιμα ο χοίρος. Λοιπόν, τσιγάρισμα που σου λέω, με τη γλίνα. Ο χοίρος που ήθελε να είναι μεγάλος, ήταν, γιατί έπρεπε να κάμομε γλίνα, το βούτυρο. Και για να μαγειρέψομε, αλλά και για να συντηρήσομαι τα φαγιά. Προτηγάνισμα, ελαφρύ προτηγάνισμα, οτιδήποτε κρέας και να ‘ταν, όχι μόνο αυτό, το κάναμε σε όλα τα κρέατα που είχαμε. Αν σφάζαμε μία προβατίνα, ας πούμε, γιατί υπό άλλες συνθήκες θα ήσουν αναγκασμένος να το φας σαν τον γάτη, έπρεπε να το συντηρήσεις. Προτηγάνισμα και μετά χώσιμο μέσα στη γλίνα, στη βουτίνα, ή αργότερα που ήταν οι ντενεκέδες της φέτας. Τα βάζανε μέσα, το χτίζανε, και μετά λιωμένη γλίνα και λίγο αλάτι απάνω απάνω. Αυτό γινότανε σαν vacuum. Και κάθε φορά που θα ‘παιρνενε ένα κομμάτι να μαγειρέψει, την ώρα που έσκαβε το λάκκο, ήθενε να πάρει και λίγο γλίνα, να τη λειώσει, και να το ξαναρίξει από πάνω πάλι, να ξαναδημιουργηθεί το ίδιο πράγμα. Έτσι ήταν Αντώνη, έτσι ήταν, αυτά ήταν τα ψυγεία μας. Και το 90% από τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν ήταν πήλινα, γιατί από μόνα τους είναι θερμό-ίσο τέτοια πώς τα λένε, αυτά. Θυμάμαι ότι το προζύμι ας πούμε που ήταν βασικό, γιατί κάθε Κυριακή κάναμε το ψωμί, το προζύμι το είχανε μέσα σε ένα τόσο, ένα, δεν θυμάμαι πώς να στο πω, ένα βουτινάκι, ξέρω γω, που ήταν το προζύμι μέσα, σκεπασμένο με ένα πανάκι, από κάτω από το κρεβάτι, εκεί ήταν ας πούμε. Δεν ξέρω αν πρόλαβες τα κρεβάτια που ήτανε σαν μπαντάρι, και από κάτω από το κρεβάτι σκαμμένο κάνα μισό μέτρο, γιατί ήταν ο αποθηκευτικός χώρος εκεί από κάτω. Δεν είχανε τα γκαράζ και τα…
Τέλεια. Έχω και εγώ κάποιες εικόνες τέτοιες, αλλά φαντάζομαι εκεί ήταν ακόμα πιο σημαντικό, γιατί πετρέλαιο, τέτοια πράγματα, ήταν όλα εισαγόμενα, δις!
Το πετρέλαιο, η λάμπα, θα δούλευε την ώρα που θα φάμε. Στη συνέχεια, καθόμαστε έξω ως επί το πλείστον, το καλοκαίρι ειδικά. Για το χειμώνα είχαμε πάντα να καίει η φωτιά στο μα’ερειό, που ήταν και για τζάκι κατευθείαν, και κατά κάποιο τρόπο με αυτό βολευόσουνα, γιατί δεν κάνανε και πράγματα που να χρειάζεται αρκετό φως. Και οι άνθρωποι δεν, λόγω της δουλειάς, δεν είχαν και την πολυτέλεια να θένε να κάτσουνε να κουβεντιάσουν, το βράδυ. Η ώρα που θα φάμε, θα συζητήσουν δυο-τρία πράγματα, τι έχομε να κάνουμε για το πρωί, και ύπνο. Οπότε αν δεν χρειαζόσουνα. Στην αργότερη ζωή μου εγώ θυμάμαι ότι τη λάμπα με το πετρέλαιο, είχαμε τις λάμπες πετρελαίου που χρειαζόμαστε ή μετά τη Λουξ που ήταν ο πιο πολυτελείς φωτισμός, για να γράψω ας πούμε, ήθελα να μου ανάψει ο πατέρας να γράψω. Και πάντα μας κυνηγούσαν να τελειώσουμε νωρίς τα γραψίματα για να μην ξοδεύομαι πολύ ηλεκτρικό το βράδυ.
Με το σχολείο τι κάνατε;
Το σχολείο, σου είπα νωρίτερα ότι μέχρι τα 6 μου χρόνια χειμώνα-καλοκαίρι ήμουν εκεί. Στην πορεία ήρθαμε εδώ, είχαμε τη λαλά. Η λαλά ήταν η νταντά μας, ήταν η μάνα μας, ήταν όλα. Η μάνα πηγαινοερχόταν τα Σαββατοκύριακα. Ό,τι μάθαμε από γραψίματα και διαβάσματα ήταν αυτοδίδακτα, και λίγο με τη βοήθεια του δασκάλου. Η γιαγιά δεν ήξερε ούτε να γράψει το όνομα της. Υπέγραφε με σταυρό. Λοιπόν, εδώ μόνοι μας κάποιες δουλειές, γιατί το χοίρο τα τελευταία χρόνια δεν τον παίρνανε στη Δήλο, τον είχαμε εδώ γιατί ήτανε δύσκολο στη μεταφορά. Κάνα δυο φορές μας είχε σπάσει το ποδάρι μας το καλοκαίρι που τις φέρναμε πίσω, λόγω βάρους, με αποτέλεσμα να θέμε να χάσουμε ας πούμε όλο αυτό το, την προστιθέμενη αξία που είχε, και για αυτό τον αφήναμε εδώ. Και να φανταστείς Αντώνη, μιας και το αναφέρω ότι σε ντενεκέδες μέσα, έβανε ο πατέρας μου τον τυρόγαλα, και μέρα παρά μέρα κατέβαινα με το μουλάρι μετά το σχολείο στο καΐκι, να φορτώσω το τυρόγαλα, για να τον εφέρομε να τις Δήλες εδώ, να ταΐζομε τον χοίρο. Για τέτοιες ευκολίες μιλάμε Αντώνη.
Λοιπόν, ήθελα να σε ρωτήσω δυο-τρία πράγματα ακόμα για τι Ρήνεια. Ξέρω ότι έχει εκκλησίες. Δεν ξέρω πόσες, ξέρεις πόσες;
Είναι ο Άη Νικόλας, ο Άη Γιώρης, η Αγία Τριάδα, είναι ο Άη Γιώργης του Κουνελονησιού, η Θεοτόκο, και η Αγία Κυριακή.
Και όλα αυτά έχουν σίγουρα τη λειτουργία τους, αλλά κάνατε και πανηγύρι;
Πάντα.
Πες μου, πόσο σημαντικό ήταν αυτό, ας πούμε.
Κατ’ αρχήν, ήταν ο τόπος και ο τρόπος συνάντησης, ανταλλαγή απόψεων των ανθρώπων. Ήταν η επικοινωνία. Δεν ήταν τόσο σημαντικό η ποσότητα του φαγητού διότι, το να πας στο πανηγύρι ήτανε μία ολόκληρη συνεργασία. Δηλαδή ο μπάρμπας αυτός που θα είχενε την εκκλησία, ο εκάστοτε, ας πούμε ο παππούς μου. Ο Άη Νικόλας ήταν ένα πανηγύρι νηστείας, δεν είχε κρέατα. Θα ‘ρχότανε ο μπάρμπας ο Κωσταντής ο Ρούχος, ας πούμε, από τον Τουρλίτη, που είχενε την εποχή εκείνη, ήταν οι μανίτες στο φόρτε τους. Θα ‘ρχότανε και θα ‘φερνενε με ένα καλάθι μανίτες. Θα ‘ρχότανε από το Παρακάστρι ο Μπαρδάνης, ας πούμε, που είχε, ο άνθρωπος αυτός ήταν λίγο πιο εύπορος γενικότερα από τους άλλους, για κάποιους λόγους, γιατί είχε και ένα περίπτερο στο γιαλό και εισέπραττε. Έφερνε ψωμιά, τις κουβαρωτές, τα ψωμιά εκείνα τα στρογγυλά Αντώνη, που μόλις μπαίνανε μέσα στο σπίτι, μιλούμε, μου άρεσε πάρα πολύ που τα ακουμπούσαν απάνω στο μαγκάλι, και ξέρεις και κάνανε λίγο τέτοιο, γλίνα και κοπανιστή. Λοιπόν, βγάνανε τα χόρτα, το λαρδί αυτό, φάβα ήταν απαραίτητη, που είχαμε φάμε εμείς, για αυτό ήτανε και η φάβα, το μπιζέλι που σου είπα νωρίτερα. Οι άνθρωποι ερχόντουσαν ας πούμε για να φάνε κάτι διαφορετικό, και όχι μόνο για να φάνε το φαΐ, ερχόντουσαν γιατί θα κουβεντιάζανε και δεν είχανε το άγχος να φύγουνε. Δηλαδή, θα τρώγανε αυτό το ψωμί με την κοπανιστή, και ήταν κάτι που το τρώγανε με ευχαρίστηση, δεν το τρώγανε, έτσι άντε να φάμε, να γεμίσω το στομάχι, να σηκωθώ, να φύγω. Όλο αυτό το πράγμα ήτανε μία ουσία, μία ιεροτελεστία, ένα, ανταλλαγή απόψεων, ήτανε το μοίρασμα, ήτανε όλα αυτά τα πράγματα Α[00:40:00]ντώνη.
Και ξέρω ότι μπορεί να ‘ρχόντουσαν και να μένανε, γιατί δεν είχε…
Κατ’ αρχήν θα μένανε, μπορεί και δύο μέρες να ίσχυε αυτό το... Το πανηγύρι, ας πούμε, ήταν κάτι που είχε χρόνο. Δεν ήτανε, ξεκινάμε το πρωί και τελειώνουμε το μεσημέρι ή το βράδυ που βράδιασε ας πούμε: «γεια σας, φεύγομε» δεν ήταν αυτό. Εκείνο θα ‘τανε, το τελείωμα ήτανε, απλά ξέραμε, ότι θα ρθει ο παπάς, που ερχόταν ο παπάς στις Δήλες. Γιατί τα πανηγύρια αυτά τα ίδια, και ο παπάς, ήταν και αυτός ένας φτωχός άνθρωπος, μη θαρρείς ότι ήταν όπως είναι τώρα. Η λειτουργία και για αυτόν ήταν σημαντική, γιατί δεν ήταν μόνο ότι θα πάει να πάρει, τι θα ‘παιρνε, αλλά και το φαΐ, ακόμα και το φαΐ ήταν σημαντικό. Από την ώρα που θα τέλειωνε ο εσπερινός, ήτανε, το πώς το λένε, η εκκίνηση. Το τελείωμα ήτανε άγνωστο. Πιθανόν όταν τελειώναν τα κρασιά.
Για το γλέντι, είχατε μουσικούς που ήταν Δηλιανοί;
Κατ’ αρχήν ήταν ο πρώτος σαμπουνιέρης, ήταν ο πατέρας μου. Στη συνέχεια ερχόταν ο Ιάκωμος ο Πατεράκης, ο Μουσταλευριάς που λέμε, που ήταν και αυτός σαμπουνιέρης. Ήτανε ο Νικολός ο Φουσκωτός, που έπαιζε ντουμπάκι. Και καμιά φορά έρχονταν και κάνα μυκονιάτικο. Κάνα βιολί ας πούμε, ή κάνα ακορντεόν που ήταν εκείνης της εποχής. Αλλά αυτό γινόταν σπάνια, γιατί θα ‘πρεπε να έρθει κάποιος από τη Μύκονο με βάρκα που είχε σχέση. Αλλά και ο ντενεκές ακόμα ήκαμε τη δουλειά του.
Τώρα ξέρω ότι πλέον τα πανηγύρια αυτά έχουν ανοίξει, είναι πιο εύκολο το πήγαιν-έλα. Τότε μιλάμε ότι θα ταν ας πούμε 90% Δηλιανοί ανθρώποι και 10% να έχουνε έρθει.
Ειδικά στο Άη Νικόλα που έχω να σου πω, γιατί είναι ένα πανηγύρι χειμωνιάτικο, μπορώ να σου πω μερικές φορές ήτανε και το 99% Δηλιανοί ανθρώποι που ήταν εκεί, γιατί ήταν η εποχή της καλλιέργειας, της σποράς, και ήταν μία ανάπαυλα, ας πούμε, να πάμε στη χάρη του. Το χειμώνα δεν μετακόμιζαν πολλοί άνθρωποι. Μετά τα καλοκαιρινά, τα καλοκαιρινά, η Αγία Τριάδα, ήταν όλη της τη ζωή που τη θυμάμαι ήταν το fun πανηγύρι της εποχής και για τους Μυκονιάτες. Γιατί κακά τα ψέματα, τα παιδικά χρόνια που έχεις περασμένα σε εκείνο τον τόπο, για κάποιο λόγο είναι τραβηχτικά. Δεν μπορείς να σταματήσεις να αναπολείς αυτά τα χρόνια, όσο δύσκολα και να ‘τανε ρε ‘συ Αντώνη. Το κομμάτι το κρέας, την προβατίνα που θα φας εκεί, χωρίς να θέλω να είμαι υπερβολικός, έχει άλλη γεύση από αυτή που θα φας εδώ στο σπίτι σου. Ίσως φταίει ο περίπατος, ίσως φταίει η δυσκολία που υπάρχει, ίσως η απλότητα που θα σερβιριστεί. Ακόμα, ακόμα και η επαφή με τον άνθρωπο ή και με τον τόπο, έτσι, η ενέργεια που έχει το τόπος. Όλα αυτά τα πράγματα συνάδουν στο να έχει ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα.
Έτσι είναι, άλλη εμπειρία, άλλο…
Ναι, είναι ένα τελείως διαφορετικό ταξίδι. Εγώ δεν θα σου λεγα ότι είναι ας πούμε μία γευστική απόλαυση, είναι ένα τελείως διαφορετικό ταξίδι. Τελείως διαφορετικό ταξίδι.
Επειδή μείναμε στα πανηγύρια και τις εκκλησιές, σκεφτόμουνα, σήμερα το σκέφτηκα. Ξέρω ότι εδώ, στη Μύκονο οι ανθρώποι είναι πολύ κοντά με την εκκλησιά. Με το μοναστήρι τους, με την ενορία τους, κάθε Κυριακή. Έχω μία σχέση πολύ, εβδομαδιαία έως και καθημερινή. Εκεί που φαντάζομαι, ούτε κάθε Κυριακή είχε λειτουργία, ούτε συνέχεια παπά, ποια ήταν η σχέση με το…
Αντώνη, το ράδιο έκανε τη δουλειά του παπά. Το Τρίτο Πρόγραμμα κάθε Κυριακή είχεν εκκλησιά. Θυμάμαι τη συγχωρεμένη τη μάνα μου, ότι θα σηκωνόταν το πρωί της Κυριακής, φωνάζανε και σε μας ας πούμε να σηκωθούμε, να πάμε να ανάψουμε το κερί μας, να θυμιάνει και να βάλει το ράδιο να ξεκινήσει, ν’ ακούμε την εκκλησία όση ώρα κάναμε τη δουλειά. Γιατί ξεκίναγε αυτό, κι έλεγε, μόλις απολύσει η εκκλησιά, θα ξεκινήσουμε να φουρνίσουμε. Γιατί σου είπα, η Κυριακή για μας ήτανε τελετουργία. Είχαν ετοιμάσει αποβραδίς με μία γειτόνισσα το προζύμι. Ο πατέρας με τον μπάρμπα Θόδωρο θα είχανε κουβαλήσει τα φρύ’ανα, γιατί ως επί το πλείστον η καύσιμη ύλη που είχαν ήταν τα φρύ’ανα, και οι βουιδιές Αντώνη, οι οποίες βουιδιές έχουνε και αυτοί τη δουλειά τονε για να φτάσουν εκεί. Ανάβανε το φούρνο και σου είπα, με το που η φωτιά έκαιγε μέσα στο φούρνο, μόλις θε να τελειώσει η εκκλησία, κάνανε καφέ και θα πιάνανε να ζ’μώσουνε. Λοιπόν, σου είπα πάντα, όταν θα απολύσει, ακόμα και αν είχανε δουλειά, αν ας πούμε θερίζανε που έπρεπε να τελειώσουν, ή αν ας πούμε βάζανε φασούλια που θα έπρεπε και αυτό να τελειώσει, την Κυριακή αν δεν απολούσε η εκκλησιά δεν πιάνει δουλειά. Άσχετα με τώρα έτσι.
Πες μου, πες μου για τη βουιδιά, γιατί εμένα μου αρέσει αυτό το…
Τη βουιδιά;
Το κομμάτι της ανακύκλωσης είναι πολύ ενδιαφέρον.
Όπως η Μύκονο είναι εντελώς ξερονήσι, άγονο. Όχι άγονο, άνυδρο. Φαντάσου ότι η Ρήνεια είναι σε λίγο μεγαλύτερο βαθμό, γιατί είναι πιο αμπάσο, δεν έχει καθόλου νερά. Δεν υπάρχει καύσιμη ύλη, και ο τρόπος για να μαγειρέψεις, πηγαίναμε στη θάλασσα και μαζεύαμε κάτι για προσάναμμα που βγαίνανε κάτι ξυλαράκια ψιλά, αλλά το 90% ήταν οι βουιδιές. Πρωί, αχάραγα, θα ‘πρεπε να σηκωθείς, να πας στο σημείο που κοιμόνταν οι αγελάδες, να τις σηκώσεις, να μαζέψεις τις βουιδιές. Να μην πάνε κότες, να προλάβεις να μην ξυπνήσουν οι κότες ή οι κορόνες. Γιατί οι αγελάδες επειδή τρώνε σπόροι, σιτάρια, κριθάρια και τέτοια, τα οποία δεν τα χωνεύουνε, πηγαίνανε και σκάβαν αυτές μέσα εκεί να το βρούνε, που ήταν φουσκωμένο, ξέρεις. Λοιπόν έπρεπε εμείς να έχουμε φροντίσει, που μαζεύαμε όλα τα ξερά απομεινάρια από τα κριθάρια και τα τέτοια, και τα κόντιλα, που λέμε εμείς, αυτά που δεν τρώνε τα ζώα, τα περνάμε, μαζεύανε τη βουιδιά, τα ανακατεύανε μαζί και τα πλάθανε, τα κάνανε σε μία μορφή τύπου ξύλο, τα βάνανε απάνω στον τοίχο. Αυτά ήταν για το φούρνο. Γιατί για το μα’εριό τα κάνανε πιο πλατιά, για να κάνουνε, τις στεγνώνανε, και μετά από αυτό ήταν καύσιμη ύλη. Και αυτό δε γινότανε μόνο για το Σαββατοκύριακο. Στον αχεριώνα δίπλα ήταν και η βουιδοκέλα. Πέρα από το βουιδοκέλι που ήταν για τις αγελάδες, είχαν ένα κελί πού τη διάρκεια του καλοκαιριού θα το γέμιζες με καύσιμη ύλη. Και όχι να τα πετάς όπως να ‘ναι, όπως έκανα εγώ. Μία φορά μ’ έβαλε η λαλά να τις βγάλω όλες έξω, γιατί εκείνη είχενε στο μυαλό της, ήξερε, πόσον χρόνο χρειάζεται για να γεμίσει. Και εγώ το είχα γεμίσει πιο γρήγορα, γιατί προφανώς καταλαβαίνεις, σα νεαρός, θα ‘θελα υποτίθεται να τελειώσω να πω φτάσαμε, όμως δεν θα ‘φτανε να βγάλομε το χειμώνα. Έπρεπε να είναι χτισμένες με τέτοιο τρόπο που να μην αφήνει κενό, αυτό. Κάτσε τώρα να βράσεις το γάλα Αντώνη, το πρωί για το πρωινό, με τις βουιδιές.
Εγώ θυμάμαι που τις, την έχω την εμπειρία αυτή, που τις καίγανε για τις μύγες.
Αυτό ήταν αργότερα. Συνήθως όταν κάναμε χοιροσφάγια, στα λουκάνικα το εντομοαπωθητικό ήταν οι βουιδιές, ναι. Αλλά εγώ τη βουιδιά την έχω ζήσει, ας πούμε, στην ευρύτερη μορφή της. Και μάλιστα αυτή την περίοδο που κάνομε με τη δράση μου, που κάνω εδώ, όταν αναφέρομαι, γιατί πολλοί τουρίστες με ρωτάνε ας πούμε: «πώς ζεσταίνατε το φούρνο» ή «πώς μαγειρεύατε» έτσι, και τις εξηγώ αυτό το πράγμα, τους κάνει φοβερή εντύπωση. Και μάλιστα κάποιοι λένε: «Ουχ, δεν μυρίζει το φαγητό» ή ξέρω γω τι, όλα αυτά τα πράγματα. Αυτή τη στιγμή, με διάφορες έρευνες που ‘χω ψάξει και εγώ, αλλά το είχα συναντήσει και σε, πρώτη φορά προ 15ετίας που είχα πάει ένα ταξίδι στην Αμερική, θέλω να σου πω φίλε μου ότι η βουιδιά συνεχίζει να χρησιμοποιείται, μετονομαζόμενη σε πέλετ, έτσι, συνεχίζει να έχει την ίδια χρήση. Είναι ένα υλικό που δεν δημιουργεί πρόβλημα, έτσι, παράγει θερμότητα χωρίς να κάνει μεγάλη φλόγα, έτσι, και είναι και τίποτα, δεν είχε και κόστος έτσι, δεν είχαμε και πολλά πράγματα να κάνουμε τότε, όταν χρησιμοποιούσαμε το χρόνο μας ανάλογα για το τι θα είχε, κάποιες αρμοδιότητες ο καθένας μας στη διάρκεια της ημέρας.
Και νομίζω ότι είναι και πολύ διαφορετικό να έχεις ταΐσει την αγελάδα με το στάρι που έχεις μεγαλώσει μοναχός σου, και το κριθάρι και τα χωράφια-
Όλα αυτά τα πράγματα
Και τη ζωοτροφή που θα ‘φτιαχνες, ας πούμε, εσύ.
Όλο αυτό το πράγμα. Βέβαια, θα πρέπει να σκεφτείς ότι η ανάπτυξη, ό,τι αυτό εμπεριέχει, έχει φέρει την ευκολία στο να κάνεις πράγματα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα απέχει, απέχει. Βέβαια την κούραση που είχε ο γονιός μου, με μένα, είναι καμία σχέση έτσι. Καμία σχέση. Οι συνθήκες, το που κοιμόσουνα. Το στρώμα μας ήτανε «ανατομικ[00:50:00]ό». Κάθε φορά που θα πηγαίναμε Αντώνη, μόλις κάναμε το πρώτο αλώνι, που αλίχνιζε ο πατέρας, ξέρεις τι είναι το, ξέρεις; Το πιο απαλό άχυρο που βγαίνει και το παίρνει ο αέρας και πάει πιο μακριά το μαζεύαμε, για να γεμίσομε τα στρώματα. Κάθε χρόνο ήτανε η δουλειά αυτή. Θα πετάγαμε το περσινό, να βάλουμε τέτοιο για να είναι το στρώμα λίγο πιο αφράτο, να μπορείς να κοιμάσαι το βράδυ. Αυτό.
Λοιπόν θα σε πάω λίγο αλλού, που ήθελα να ρωτήσω, γιατί και αυτό είναι νομίζω πολύ ιδιαίτερο της περίπτωσης. Η Ρήνεια, οι μεγάλες Δήλες είναι δίπλα στις μικρές. Και τις δεκαετίες που μιλάμε πλέον, έχει πολύ κόσμο στις Δήλες, στο τουριστικό κομμάτι, στην αρχαιολογία. Είχατε καθόλου επαφή με αυτό, είτε με το τουριστικό της Δήλου, είτε με τους αρχαιολόγους που κάνανε δουλειές και στη Ρήνεια ή μόνο στη…
Άκου να δεις. Οι άνθρωποι που δουλεύανε τις ανασκαφές, ειδικά όταν τελειώνουν τις δουλειές τους τα αγροτικά, δηλαδή σπορές, τα φασούλια, καθαρίσματα, όλα αυτά τα πράγματα, οι άνθρωποι αυτοί πηγαίναν να δουλέψουν στις Δήλες, εκεί. Από το Γκερενάλε στις Κάτω Δήλες, είναι ένα μικρό λιμανάκι που ήταν τότε ο Ζαχαρίας με ένα βαρκάκι, ένα ταχύπλοο βαρκάκι της εποχής, με τα κουπιά, που τις έπαιρνε από κει και τους περνούσε απέναντι. Που είναι το στενό, πόσο είναι, 200 μέτρα; Είναι δεν είναι, έτσι. Λοιπόν πήγαιναν το πρωί και γύρισαν το απόγευμα. Εκεί, θα σου πω και το άλλο, η θεια μου η Μαρία που είχανε τη Σκάρπα, η αδερφή της μάνας μου η πιο μικρή, επειδή η γιαγιά μου από τη μεριά της μάνας πέθανε νέα και άφησε τα παιδιά μικρά, η μάνα μου ήταν η μεγαλύτερη και αυτεπάγγελτα έγινε και κατά κάποιο τρόπο η μάνα τους. Τα δύο μικρά μεγάλωσαν με τη μάνα μου. Η θεια μου η Μαρία έκανε εργαλείο. Ειδικά τα Σαββατοκύριακα επειδή είχε πιο πολλά τουριστικά, έτσι τα λέγανε τότε, που ερχόντουσαν τα καράβια και αράζανε εκεί, δεν πήγαιναν στη Μύκονο. Φεύγαν οι λάτζες από τη Μύκονο και πηγαίνανε εκεί. Το Σαββατοκύριακο, επειδή ήταν πιο λίγες οι δουλειές μας, η θεία η Μαρία μαζί με άλλες κοπέλες όπως ήτανε, μία γειτόνισσα η Κατερίνα, παίρνανε τα υφαντά τους και πηγαίναν στις Δήλες για να τα πουλήσουν. Άρα είχε και ένα κομμάτι εκεί. Και κάνανε κι άλλα πράγματα, θυμάμαι, ας πούμε, ότι προσπαθούσαν ακόμα να πουλήσουν και κάνα πεπονάκι, κάνα καρπουζάκι, τέτοια, διάφορα. Θυμάμαι ότι παίρναμε πράγματα και πηγαίναμε, και η μάνα μου κάποιες φορές πήγαινε, που τα πιο τελευταία χρόνια σου ήτανε πιο, είχανε ξεθαρρέψει κατά κάποιο τρόπο, και κάνανε πιο ευρύτερο το κομμάτι αυτό.
Σε σχέση με τους αρχαιολόγους και με αυτά, ερχότανε κόσμος στη Ρήνεια, να σκάψει, να ψάξει, να βρει;
Εκείνη την εποχή απ’ ότι θυμάμαι δεν κάνανε, απλά διατηρούσανε κάποια σημεία, παρακολουθούσαν ας πούμε να μην μπούνε τα πρόβατα μέσα, κάτι ψηφιδωτά που υπήρχαν, και δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα, που τα ‘χανε σκεπάσει. Δεν ξέρω σε τι κατάσταση βρίσκονται τώρα γιατί έχω χρόνια να τα επισκεφτώ και δεν έχω. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι κάνανε κατά τακτά χρονικά διαστήματα, περνούσανε και παρακολουθούσανε γιατί σε κάποια σημεία του νησιού υπήρχαν κάτι μάρμαρα, κάτι σαρκοφάγοι, κάτι τέτοια πράγματα και τα βλέπανε. Θυμάμαι ότι περνάγανε, ήτανε γνωστοί, ερχόταν ας πούμε κάνα μπάρμπα, από ‘κει από τους φύλακες που ήταν μόνιμοι. Και είχανε συγκεκριμένα σημεία που ξέρανε πού θα πάνε. Το θυμάμαι, αλλά ανασκαφές ανασκαφές στα χρόνια μου εγώ δεν θυμάμαι στις Απάνω Δήλες. Στις Κάτω Δήλες δεν ξέρω να σου πω ας πούμε αν γινότανε.
Ok. Εγώ δεν έχω σημειώσει κάτι άλλο, τα κάλυψες πολλά από αυτά που ήθελα να σε ρωτήσω. Δεν ξέρω άμα εσένα σου ‘χει γεννηθεί κάτι που θέλεις να μοιραστείς, κάτι που θυμήθηκες.
Τι να σου πω, να σου πω για το θέμα της επικοινωνίας; Να σου πω το θέμα το πώς, ας πούμε, όταν η μάνα μου, μετά από χρόνια, από το ’70 και μετά, που με πολύ αγώνα καταφέραν και επισκευάσαν ένα σπίτι που είχαμε κάτω στη Χώρα, γιατί είχε αρχίσει να μπροβέρνει, όπως έλεγε η λαλά, ο τουρίστας, οι ντρουβάδες. Και ήταν η εποχή που έπρεπε ας πούμε κάπου να κοιμηθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, και κάμανε το σπίτι δωμάτια τύπου youth hostel και νοίκιαζαν όχι δωμάτιο τότε Αντώνη, νοικιάζανε κρεβάτια. Λοιπόν εκείνη την περίοδο, εγώ με τον αδερφό μου το μεγαλύτερο, γιατί η Ελένη που ήτανε ενδιάμεσα έπρεπε να βοηθάει τη μάνα στο πλύσιμο, γιατί τα σεντόνια που βάζανε στα κρεβάτια, έπρεπε κάπως να πλυθούνε, δεν είχανε πλυντήρια. Και πήγαινανε και πλένανε στη Βίδα, ή στην Αλευκάντρα, άμα βρίσκανε σειρά, γιατί υπήρχαν σημεία που ήτανε και εδώ τα πλησταριά. Όπου είχε πηγαδάκι είχε και- και δεν ήταν εύκολο να πας όποτε ήθελες και όπου ήθελες. Λοιπόν η Ελένη ήταν εκείνη που έκανε το πλυντήριο εκείνη την εποχή οπότε έπρεπε να είναι εδώ μαζί. Λοιπόν, τρεις φορές τη βδομάδα, η μάνα μου ανέβαινε εκεί απάνω στη θεια, που είναι και σόγια, Συριανοί και 17:00 η ώρα το απόγευμα, εμείς απέναντι εκεί βάζαμε μία φωτιά, ήταν ο τρόπος επικοινωνίας, η μάνα να βλέπει ότι είμαστε καλά. Εάν υπήρχε πρόβλημα, επειδή στις μικρές Δήλες πήγαιναν τα τουριστικά εκεί πρώτα και έβγαζαν τον τουρίστα, και μετά ερχόντουσαν στη Μύκονο, οι βαρκαραίοι, οι λάντζες εκείνης της εποχής, ξέρανε ότι αν δούνε από τη μεριά της Ρήνειας, κοντά στο λιμάνι φωτιά, είναι ανάγκη να μεταβεί κάποια βαρκάκι για να πάρει άνθρωπο. Ήταν τέτοια πράγματα, δεν υπήρχε κινητό τηλέφωνο. Αργότερα που μπήκε ένα τηλέφωνο εκεί, ήταν με τη μανιβέλα. Δεν ξέρω αν το έχεις δει πουθενά, ένα μαύρο τηλέφωνο που είχε εδώ ένα μανιβελάκι. και έβγαινε από την άλλη μεριά μία κοπέλα, που σου ‘λενε, ξέρω γω: «τΤι θες, ποιος είσαι», και υπήρχαν πέντε τηλέφωνα στο νησί, πόσα υπήρχαν εκείνη την εποχή. Ή θα ζητούσες να πα να σου φωνάξει κάποιονε, ή θα λεγες: «σύνδεσέ με με τον τάδε» ας πούμε, έτσι. Αυτές ήταν οι μοντέρνες εποχές.
Για πες μου και άλλα για αυτό με την φωτιά. Τώρα μου λες, αν άναβε φωτιά στο λιμάνι, σήμαινε «τρέχα».
Ανάγκη, ναι.
Είχατε κι άλλα τέτοια, ιδιαίτερα;
Είχανε πράγματα, είχανε Αντώνη, αλλά είναι, τα οποία έχουνε χαθεί τελείως τώρα δεν. Εντάξει, η φωτιά ήταν, άμα ήταν η φωτιά να ανάβει, κάποιος ήθελε να περάσει τη Μύκονο. Άμα η φωτιά, την κουνάγαν έτσι, έπρεπε ανάγκη γρήγορα, γιατί ήταν άνθρωπος άρρωστος, ξέρεις, τέτοια. Εμείς στη μάνα μου, όταν ανάβαμε μία φωτιά είμαστε καλά, όταν ανάβαμε δυο σήμαινε ότι θέλουμε να μας εστείλει πράγματα. Τέτοια σημάδια ας πούμε, όχι κάτι διαφορετικό. Και μετά η επικοινωνία, και ο τρόπος για να καταλάβει εκείνη αν είμαστε καλά, που μας έστελνε, ξέραμε ότι δύο φορές τη βδομάδα θα μας τα στείλει κάποια πράγματα, στο καΐκι που πηγαίναμε, ο καπετάνιος ήταν και ο αγγελιοφόρος. «Τους είδα τους μικρούς, είναι καλά». Αυτό. Ούτε αν έχουμε φάει, ούτε αν έχουμε, ξέρω γω, δεν έχει τέτοια πράγματα, «είχες πυρετό», «πονεί το δόντι σου», ξέρω γω, άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου. Τέτοια πράγματα, αυτά σε γενικές γραμμές τα πιο, έτσι. Δεν μου έρχονται τώρα κάτι άλλο που να έχει ουσία, να μπορώ να σου πω.
Πολλά έχουν ουσία, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον με τις φωτιές, δεν τα ‘χα σκεφτεί ποτέ.
Εγώ το βρήκα, δεν το σκέφτηκα εγώ, δεν ήταν κάτι που ήταν από μένα. Για πρώτη φορά το είδα και εγώ, πρέπει να ήμουνα πιτσιρίκος, που ήτανε μία θεια και είχε αρρωστήσει, λέγαν τότε ότι έπαθε συμφόρηση, ήτανε εγκεφαλικό. Έπρεπε να τη μεταφέρουν στη Μύκονο, και θυμάμαι ότι το φορείο, είχαν βγάλει την πόρτα από το σπίτι και την είχαν βάλει απάνω στην πόρτα και την πήγανε εκεί κάτω, να την πάρει βάρκα, να τη φέρει στη Μύκονο. Ήταν και η πρώτη φορά που ήρθα αντιμέτωπος με άνθρωπο που πέθανε. Που τον ήξερε και είδα τον άνθρωπο που πέθανε. Ήτανε πολύ τρομακτικό ας πούμε, γιατί άκουγες «πέθανε ο τάδε», αλλά όταν δεν τον έβλεπες… Εντάξει, είδα αυτή τη διαδικασία, γιατί ο πατέρας μου πήγε να βοηθήσει ως πιο νέος στη μεταφορά, και τον είδα τον άνθρωπο που ήταν εκεί, που δεν μπορούσε να μιλήσει, όλα αυτά τα πράγματα. Και κατά συνέπεια, μετά που είχα και την τέτοια να πάω και στην κηδεία, για πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα τον άνθρωπο ας πούμε να τον βάζουν μέσα στο λάκκο, όλο αυτό, ήτανε ζόρικο, αυτά.
Ένα τελευταίο θα σε ρωτήσω. Βασικά δεν θα σε ρωτήσω. Θέλω να μου πεις πού έχεις φτάσει σήμερα. Γιατί δεν τα ‘παμε.
Ναι.
Που είμαστε τώρα;
Η διαδρομή μου, θα ‘λεγα ότι είναι ανώμαλη. Με την έννοια, ανώμαλου δρόμου. Πήρα εκτός από την εργατικότητα θα έλεγα, πήρα και την ανησυχία της συγχωρεμένης της μάνας μου. Ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν χουζούρευε, όπως έλεγε και ο πατέρας μου. «Μα δεν χουζουρεύεις;». Λοιπόν, τελειώνοντας το σχολείο Αντώνη, έφυγα και πήγα στη Σύρο. Γιατί σου είπα ότι και εγώ όταν είπα ότι θέλω να κάνω κάτι άλλο του πατέρα μου, γιατί δεν ήτανε απλά αγροτική ζωή με τη σημερι[01:00:00]νή τέτοια. Ήταν πολύ δύσκολη. Είχε ο πατέρας μου 20-25 αγελάδες, γιατί, σου είπα, είχε συνεργασία, μεγάλη συνεργασία με τον πάππου σου. Ο πάππους σου ήταν ο κύριος αποδέκτης. Στην αρχή έπαιρνε κοπανιστή, αλλά στην πορεία άρχισε να κάνει εκείνος κοπανιστές, και του κουβαλούσαμε εμείς τυροβολιές που ήταν πιο εύκολο, και σε ανταλλαγή έφερνε τροφές για τα ζώα και ψωνίσαζαμε κιόλας. Λοιπόν, σου είπα για το ανήσυχο έτσι. Να συνεχίσω σε αυτό. Τελειώνοντας έφυγα, πήγα στη Σύρο, γιατί δεν ήθελα να μείνω σε αυτό το κομμάτι. Τελείωσα ηλεκτρολόγος. Τελειώνοντας το Τεχνικό Λύκειο εκεί, δίνω εξετάσεις και περνώ στα ΚΑΤΕΕ, το μικρό Πολυτεχνείο και πάω στις Σέρρες και τελειώνω ηλεκτρολόγος μηχανολόγος. Επιστρέφω στο νησί, γιατί ήθελα και εγώ να αποδείξω του πατέρα μου ότι ξέρω καλύτερα, έρχομαι και δουλεύω γύρω στα 27 χρόνια σαν ηλεκτρολόγος, επαγγελματίας. Δημιουργώντας όλο αυτό που έχω δημιουργήσει, αλλά παράλληλα ποτέ ας πούμε δεν έφυγε από τη ζωή μου το τυροκομικό. Ένα κομμάτι το οποίο, άμα μπεις μέσα σε αυτό, είναι δύσκολο να βγεις, Αντώνη. Το γάλα είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος σε εθίζει, αν το κάνει και με αγάπη έτσι. Άλλο αν το κάμεις εντελώς… Με την πάροδο του χρόνου είδα ότι όλα αυτά τα πράγματα που έκανα γύρω-γύρω δεν ήταν αυτό που πραγματικά με ευχαριστούσε και με γέμιζε. Με πολύ αγώνα και προσπάθεια και σκέψη, κατέληξα στο ότι θέλω να ξανακάνω ένα κομμάτι, το τελικό δηλαδή, να κάνω την τυροκόμηση, όχι μόνο επειδή ήθελα να αποδείξω ότι είμαι καλός τυροκόμος, απλά επειδή ήθελα να πάω λίγο κόντρα σε όλο αυτό που εξελίσσεται στο νησί. Θα μπορούσα κάλλιστα να κάνω ένα πεντάστερο ξενοδοχείο και εγώ. Όμως ήθελα να δοκιμάσω τον εαυτό μου στην πρόκληση. Δηλαδή ήθελα να δημιουργήσω μία πρόσκληση. Όταν προ δεκαετίας άρχισα να συζητώ για τυροκομείο στη Μύκονο, το 90% των ανθρώπων με θεωρούσαν ότι είμαι ηλίθιος. Υπήρξαν και κάποιοι άνθρωποι που με ενθαρρύνανε, αλλά για κάποιον λόγο, ρε συ Αντώνη, εγώ συνέχιζα να πιστεύω πάρα πολύ σε αυτό, και να θέλω να το κάνω πάρα πολύ. Όπως βλέπεις αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σου παρουσιάζω μία πρότυπη τυροκομική μονάδα, που είμαι πολύ περήφανος για αυτό που έχω καταφέρει, να συνεχίζω να παράγω το ξινότυρο και την κοπανιστή, και την τυροβολιά, με τα πρότυπα εκείνα, που κάνανε οι συγχωρεμένοι, χωρίς να χρησιμοποιώ πολλά μηχανήματα, πολύ δουλειά χειροποίητη. Ένα προϊόν που ίσως είναι και το μοναδικό, έτσι. Είμαι πολύ περήφανος για αυτό. Έχω καταφέρει να κάνω την αρχή στο νησί και να δείξω ότι δεν είναι μόνο τυροβολιά και ξινότυρο και κοπανιστή. Έβγαλα την πρώτη γραβιέρα στο νησί και μετά ακολούθησαν και άλλοι. Γιαουρτάκι εντελώς χωριανό. Έκανα ένα μπλε τυράκι που βγήκε από λάθος, thanks to, συμμετοχή του πατέρα σου, του Μαμαλάκη και δύο-τριών ανθρώπων ακόμα, που τους ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό που έχουν κάνει για όλο αυτό που προσπαθώ εγώ. Και στη συνέχεια, χάρη στη μάνα μου, έκανα το τυροκομείο επισκέψιμο. Κατάφερα δηλαδή να το δέσω τουριστικά, και να μπορέσω να το κάνω να είναι βιώσιμο, ακόμα και αποδοτικό στην πορεία, να το κάνω προορισμό, και να αποδείξω τελικά ότι η Μύκονο δεν είναι μόνο ποτό και χορός. Έχει και άλλα πράγματα που μπορεί να στέξουνε, να ζούνε, να βιοπορίζονται, αλλά και να αφήνουνε και κάτι στον επισκέπτη. Είναι δηλαδή ένα κομμάτι, που στο τέλος της ημέρας, είμαι πολύ χαρούμενος γιατί προσθέτω ένα μικρό λιθαράκι σε αυτό που λέγεται Μυκονιάτικος πολιτισμός. Αυτό. Και η πληρωμή, δεν είναι πάντα, δεν μετριέται σε μηδενικά Αντώνη. Η πληρωμή είναι η αποδοχή του κόσμου σε αυτό που κάνεις, είναι η αγκαλιά που θα πάρεις φεύγοντας, το χαιρετίσμα, και η αξιολόγηση που θα σου δώσει όταν θα φτάσει στον προορισμό του. Για αυτά τα πράγματα είμαι πολύ περήφανος.
Χαίρομαι!
Αυτά έχω καταφέρει στο τέλος.
Και σε ευχαριστούμε πάρα πολύ για το χρόνο σου σήμερα, και εύχομαι μόνο μπροστά.
Θα σου πω κάτι. Ότι οι δυσκολίες σε κάνουνε δυνατό, έτσι. Όταν αποφάσισα να κάνω αυτή τη δουλειά, έβαλα έναν στόχο. Πολλές φορές πήγε να με πάρει από κάτω, απογοητευόμουνα με τους ανθρώπους. Για κάποιο λόγο Αντώνη, όταν μπαίνω μέσα στο τυροκομειό, υπάρχει ένας μαγικός τρόπος που με κάνει και αναζωογονούμε. Όπως λέμε ο φοίνικας, πώς το λένε, αναγεννάτε από τις στάχτες του. Οικονομικά όταν το ‘στησα, ήμουνα και εγώ καμένος. Και μερικές φορές η απογοήτευση μου ερχότανε γιατί, ένιωθα ότι έρχεται ένας λογαριασμός και δεν θα μπορούσα να τον πληρώσω. Φοβόμουνα ότι αυτά που λέγανε όλοι, ότι θα συμβούνε, και, Αντώνη, το λέω πάρα πολλή συγκίνηση, με κάποιον μαγικό τρόπο, την επόμενη μέρα βρισκόταν ο τρόπος και μπορούσα και διεκπεραίωνα την υποχρέωσή μου, και πήγαινα παρακάτω. Και αυτό με δυνάμωνε, και έλεγα: «Έχει ο Θεός, έχει ο Θεός». Και το βράδυ, αφού τα είχα καταφέρει, έλεγα: «Δόξα σοι ο Θεός, τη βγάλαμε και σήμερα». Τώρα αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σου πω ότι: «Δόξα σοι ο Θεός, πάμε καλά», και συνεχίζω.
Τέλεια
Αυτό. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη κουβέντα και σου εύχομαι και σένα καλή επιτυχία σε ό,τι κανείς.
Ευχαριστώ.
Όταν βάζεις στόχους, πότε μη σκέφτεσαι το ανάποδο. Όταν πιστεύεις σε κάτι πάρα πολύ, να ξέρεις ότι υπάρχει η θεία βοήθεια, και το καταφέρνεις.
Αμήν.