© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τα καζάνια του Γιώργου Τερζή

Κωδικός Ιστορίας
25895
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιώργος Τερζής (Γ.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/11/2023
Ερευνητής/τρια
Άννα Μαργαριτίδου (Ά.Μ.)

[00:00:00]

Ά.Μ.:

Καλησπέρα, βρισκόμαστε στο Χέρσο Κιλκίς. Είμαι η Άννα Μαργαριτίδου και είμαι ερευνήτρια στο Istorima και μαζί μου είναι ο Γιώργος Τερζής. Γεια σου, Γιώργο.

Γ.Τ.:

Καλησπέρα, Άννα, καλωσόρισες, ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνεις για να γνωρίσουν το επάγγελμα και τη δραστηριότητα της απόσταξης, του καζανάρη και τον καζανιών, ευρύτερα στη χώρα μας. Ήταν ίσως μοναδική εμπειρία για όσους έχουν ασχοληθεί με τα καζάνια και ειδικά για μένα που από 5 χρονών το γνώρισα, όταν το πρωτοφέρανε στο σπίτι, όταν ήρθε το ρεύμα και το νερό, από τον νερόμυλο κάτω που είχαμε στο χωριό, που νοικιάζαμε ένα μέρος, και πέρασα, μπήκα σε ένα σχολείο να φοιτήσω, αυτό των τεσσάρων, πέντε μηνών, γιατί όντως ήταν πραγματικά σχολείο αυτό το διάστημα της απόσταξης, που ήμασταν, μονοπωλούσαμε στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας του Κιλκίς. Δεν υπήρχαν άλλα καζάνια και μέχρι και ακόμα και στο Πετρίτσι είχαμε ανθρώπους οι οποίοι ερχόνταν μέχρι και τον Γενάρη για να αποστάξουνε. Γνώρισα αυτή την κουλτούρα, αυτή την ταπεινότητα, αυτό το αγκάλιασμα, αυτή την κοινωνική συνοχή που έβγαζαν εκείνη την εποχή οι άνθρωποι, που δεν μπορείς να το βρεις σήμερα πλέον. Καθόμουν παιδάκι 5-6 χρονών κρατώντας το, πολλές φορές θέλοντας να ξεφύγω από τη μάνα, να μην πάω για ύπνο το βράδυ, να κρατάω το καντήλι και ο παππούς με το ζυμάρι να κλείνει το καζάνι ή να τραβάω τα κάρβουνα για να ψήσουν το λαρδί για να φάνε για βραδινό, να κάνουν τις φρυγανιές, και να ακούω τις ιστορίες. Άννα, ήτανε φοβερό το να ακούς ιστορίες από τους παππούδες της εποχής εκείνης, να τραγουδάνε για τις χαμένες πατρίδες, για τις γυναίκες τους που χάσανε, για τις πρώτες αγάπες. Έχασαν τις γυναίκες τους πολλοί από τους οποίους εκείνη η προσφυγιά, το πάνε-έλα από την πατρίδα στην Ελλάδα και πάλι πίσω, επάνω στα κάρα γυναίκες στον 7ο, 8ο, 9ο μήνα να έχουνε αυτές τις επιπλοκές, τραγουδούσαν λοιπόν για αυτές τις αγάπες, και το πιο σημαντικό ότι αυτοί οι άνθρωποι είχανε πάει όλοι στον πόλεμο για 6-7 χρόνια, φτάνοντας μέχρι την Άγκυρα, και εδώ οι δικοί μας κάτω στην Αθήνα με τον Βενιζέλο να χτυπιούνται ποιος θα πάρει την πρωθυπουργία και τις εκλογές. Να ακούς από αυτούς τους ανθρώπους τα παιδιά τους πώς τα μεγάλωναν, πώς τα σπούδαζαν, χωρίς να έχουν τίποτε, με ένα βιβλίο να έχουν τα παιδιά τους στα ζώα, να προσέχουν τις αγελάδες, τα πρόβατα, συγχρόνως να πρωτεύουν στο σχολείο, χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία την επόμενη. Ήταν συγκλονιστικά αυτά, εκεί ήταν τα ερεθίσματα που έπαιρνα μέσα μου, και τελειώνοντας το εξατάξιο την εποχή εκείνη, το '78 που τελείωσα εγώ, δεν ήταν αυτοσκοπός η επιβίωση μέσω από τα γράμματα, και δη την εποχή εκείνη που πλέον το πελατειακό κράτος ήταν σημαία, ήθελα να χτυπηθώ με τη ζωή, με αυτόν τον τρόπο που είχα σπουδάσει και που είχα βιώσει και που ήθελα να ακολουθήσω, γι' αυτό ήταν και το μεγάλο μου ερώτημα. Ερώτημα με την έννοια ότι στον πεθερό μου δούλευα από τα 13 μου χρόνια, από παιδί, γιατί εμένα ο πατέρας μου πέθανε πολύ νωρίς, παλικάρι. Η σημερινή μου γυναίκα και κόρη του πεθερού μου, του σημερινού πεθερού μου, όταν τέλειωσε την Ακαδημία το '88, την είχα κάνει, την είχα ζητήσει και την είχα κάνει το '89 γυναίκα μου. Τι θέλω να πω με αυτό. Θέλω να πω ότι δεν ήταν αυτή η εικόνα που βλέπουμε στο θέμα της απόσταξης του τσίπουρου το καθαρά θέμα της διασκέδασης. Για μένα ήταν θέμα ωριμότητας, ένα σημείο αναφοράς στην καθημερινότητα, γιατί είχα αντλήσει χρόνια ολόκληρα αυτά τα ακούσματα που είχα μέσα μου, αυτές τις συμβουλές που είχα μέσα μου, που δεν ήταν εύκολο για να τα ξεπεράσεις, τα οποία δεν μετριόνταν σε αριθμούς ούτε γινότανε συμψηφισμός σε χρήμα, ήταν αυτό που με όπλισε και συνέχισα τη ζωή μου. Έτσι, λοιπόν, γύρισα μετά τη θητεία μου στο χωριό. Το καζάνι δούλευε κανονικά, το δούλευε η μάνα μου με κάποιους δικούς μου ανθρώπους, και μπήκα πλέον εντατικά στο κομμάτι της αγροτικής ζωής. Διεύρυνα την καλλιέργεια με τα αμπέλια, όπως διεύρυνα και πολλές άλλες δραστηριότητες. Δυστυχώς δεν υπάρχει διάδοχη κατάσταση. Θέλω αυτή η ιστορία που έχει ξεκινήσει η οικογένειά μου από το '52-'54 θέλω να έχει συνέχεια. Γιατί είμαι ένα σημείο αναφοράς στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, το οποίο σημαίνει ότι έχω τις επισκέψεις από σχολεία, γυμνάσια, Αμερικανική Γεωργική Σχολή, πανεπιστήμια, την Κυριακή έχω το τμήμα της Γεωλογίας και της Δασοπονίας, ανθρώπους από συνέδρια ιατρικά, μέσω γνωριμιών από το ιατρικό περιβάλλον που έχουμε και κάνουμε εδώ τα ετήσια ανταμώματα, τα μαζώματα εδώ, οι οποίοι φέρνουν και τους δικούς τους φίλους, ανθρώπους, για να ζήσουν αυτές τις στιγμές, οι οποίοι έρχονται και με καινούργιους φίλους. Είναι εμπειρία και για μένα είναι στάση ζωής. [00:05:00]Έτσι κατάφερα αυτό που έλεγα και στην Άννα, η οποία είναι και ανιψιά μου, να δώσω ένα μέρος χρήσιμο, πιστεύω το 'χω δώσει και το έχω δει μπροστά μου, με τα παιδιά μου, και τα οποία είναι λάτρεις σήμερα αυτής της συγκεκριμένης περιόδου, της χρονικής περιόδου της απόσταξης. Θέλω να πω ότι όταν λέω ότι θέλω, τα έχω δώσει και θέλω να τα δίνω, είναι ότι αυτό το απόφθεγμα ζωής, αυτή η συνεννόηση που είχαμε αυτά τα χρόνια, βλέποντας το πώς λειτουργούσε ο μπαμπάς, η οικογένεια, οι δραστηριότητές μου, αυτό ήθελα να μεταφέρω, αυτή την ταπεινότητα ότι θα έρθουν όλα όταν είσαι ώριμος, οπλισμένος, και σήμερα έχουμε αυτό το αποτέλεσμα. Είναι τόσα πολλά τα περιστατικά και τα γεγονότα που έχω βιώσει, ειδικά τα χρόνια εκείνα, που πολλές φορές έτσι στη ροή του λόγου, σε ένα ποτηράκι, σε ένα σφηνάκι λίγο παραπάνω μου βγαίνουν αυθόρμητα, και πολλές φορές είναι αυτό που με λένε: «Κάν' τα μία καταγραφή, γιατί μας τα λες και δεν τα γράφεις;». Τι να πρωτοθυμηθώ, το ότι οι παππούδες μας είχαν αυτό το αντάμωμα στο καζάνι κάτω στον νερόμυλο, ερχόντανε να βγάλουν, από 6-7 χιλιόμετρα μακριά, να κάνουν το αλεύρι τους στον νερόμυλο, τη ζωοτροφή τους στον μύλο και συγχρόνως να αποστάξουν και τα στέμφυλά τους. Το οποίο σήμαινε γι' αυτούς τους ανθρώπους ένα δεκαήμερο, με την έννοια ότι τότε, επειδή μονοπωλούσαμε και σαν καζάνι, με την καλή έννοια και σε παρένθεση, δεν υπήρχαν τα κινητά και τα ραντεβού, όλοι περίμεναν κάποιες μέρες, αλλά το περίμεναν με μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση, γιατί ήταν και οι διακοπές τους. Εκεί βρίσκανε τους φίλους τους, τους συνοδοιπόρους τους, τους πατριώτες τους από την πατρίδα, εκεί τραγουδούσαν τραγούδια της ψυχής τους, απελευθέρωναν τον εσωτερικό τους κόσμο και έβγαινε ένας κόσμος ιδιαίτερος, μέχρι το πρωί, και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια, που ήτανε η ξεκούραση, οι διακοπές τους. Με αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι την εποχή εκείνη θέλανε για να εκτονωθούν, για να ξεκουραστούν, και μετά γυρίζανε με το κάρο τους μέσα στο χιόνι, στο κρύο. Εγώ θυμάμαι ο παππούς νοίκιαζε στο χωριό, νοίκιαζε, γιατί είχανε φύγει πλέον οι δικοί μας, τέλος του '60 φεύγανε μετανάστες στη Γερμανία, νοίκιαζε αχυρώνες, στάβλους, για να φιλοξενεί τα άλογα, τα βόδια με αυτόν που ερχόταν, δεν υπήρχανε τα Ι.Χ., για να αποστάξουν τα βαρέλια τους, για να μην κρυώσουν τα άλογα τους έβαζε μέσα στους στάβλους, και μάζευε το καλοκαίρι σανούς, άχυρα, να έχει να τους φιλοξενεί εκεί και τα ζώα τους μαζί. Ήτανε εμπειρίες μοναδικές.

Ά.Μ.:

Μας μίλησες για τους παππούδες σου και την πατρίδα τους. Ποιες είναι οι ρίζες σου;

Γ.Τ.:

Oι ρίζες μου είναι από την Ανατολική Ρωμυλία, Ανατολική Θράκη. Οι παππούδες μου, οι πρόγονοί μας κύρια ασχολία τους ήταν με τα αμπέλια και δεύτερη ήταν με το μετάξι. Εξάλλου γι' αυτό και το όνομα Τερζής είναι κεντητής, και σήμερα ακόμη αν πάμε στην Πόλη θα δούμε μαγαζιά έξω «Τερζής», και εγώ όσες φορές πηγαίνω, βλέπουν το διαβατήριο, με λέει στα Τούρκικα: «Από πού είσαι;» και τους λέω: «Από την Ελλάδα». Από κει ήρθαν πρόσφυγες και μου έλεγε ο παππούς χαρακτηριστική περίπτωση, ότι ο άλλος δεν πήρε τη μάνα του και τον πατέρα του στο κάρο πάνω, πήρε τη γυναίκα και τα παιδιά του, και άφησε τον πατέρα του, για να πάρει το καζάνι.

Γ.Τ.:

Όταν ήρθε αυτό το καζάνι, αυτός ο τύπος που έχουμε σήμερα εδώ και θα σας το βγάλει η Άννα, αυτός ήταν ο πλέον προηγμένος τεχνολογικά τύπος απόσταξης καζανιού. Επάνω σε αυτό τον τύπο σήμερα όλες οι χώρες έχουν αναπτύξει αυτό τον τύπο του καζανιού. Είναι ο τύπος ο στενημαχιώτικος, από τη Στενήμαχο. Ο Da Vinci, ας πούμε, με τη γράπα την περιβόητη, την ιταλική, δεν είχε αυτό το καζάνι. Σήμερα το έχουνε πάρει την τεχνολογία, την τεχνική αυτού του καζανιού οι Ιταλοί και την έχουνε και τη χρησιμοποιούνε σήμερα στη δικιά τους απόσταξη. Δηλαδή οι Ιταλοί είχαν δύο καζάνια, το ένα μέσα στο άλλο, με λάδι, ζεσταίναν το λάδι το ένα να κάνει, και ήταν απλό καζάνι, που πλέναν οι παππούδες μας, οι μάνες μας τα ρούχα, Άννα, με έναν λουλά από πάνω, όπως αυτό που είχαν οι Κρητικοί, και μετά αυτός ο τύπος που έφεραν οι δικοί μας εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη. Σήμερα και τα ούζα αυτό που κάνουνε οι ποτοποιοί είναι ένα μεγαλύτερο σε χώρο ογκομετρικά καζάνι από το δικό μας και αποστάζουν το ούζο. Το ούζο το οποίο δεν είναι καμία σχέση με φυτικό, για όσους γνωρίζουν ή δεν γνωρίζουνε, απλώς μιλούν για δεύτερη και τρίτη απόσταξη, γιατί είναι αιθυλική αλκοόλη, το οποίο περιλαμβάνει λάδι από γλυκάνισο, το anadol, μαστίχα, γίνεται ένα βράσιμο και γίνεται η απόσταξη, αλλά δεν είναι φυτικό. Εμείς έχουμε αυτή την πολυτέλεια να έχουμε αυτό το προϊόν που λέγεται τσίπουρο, με γλυκάνισο ή χωρίς γλυκάνισο, και όχι εννοώντας τσίπουρο ότι είναι με γλυκάνισο. Η λέξη γράπα είναι καθαρά ιταλική, μπήκε στην καθημερινότητά μας ίσως γιατί εμπορικά πουλάει καλύτερα. Παλιά ίσως ήτανε ντροπή να πεις στον καφετζή ένα νέο παιδί, μία νέα κοπέλα: «Φέρε μας ένα τσίπουρο», τώρα λέγοντας: «Φέρε μας μία γράπα», εντάξει, ναι, στ[00:10:00]αματάω εδώ, να μην το πω λαϊκά. Λοιπόν, είμαστε τυχεροί που αυτοί οι δικοί μας, οι παλιοί, οι πρόγονοί μας βρήκανε, γιατί ήτανε μέρος της κουλτούρας τους, δεν ήθελαν να πετάξουν τίποτε. Δηλαδή τα υποπροϊόντα οι δικοί μας όταν έκαναν τον τρύγο στο σπίτι εδώ η γιαγιά είχε δέκα μέρες πανηγύρι. Κάναμε τον μούστο, βράζαμε μέρες τον μούστο, τον βράζαμε, τον βράζαμε μέχρι να γίνει το πετιμέζι, δηλαδή το μέλι. Μετά βράζαμε πάλι μούστο για να κάνουμε τις μαρμελάδες, τα ρετσέλια. Το ρετσέλι τι ήτανε, αφαιρούσαμε από τον μούστο το νερό, έμενε όχι ακριβώς σερμπέτι, τόσο πηχτό, βάζαμε μέσα κομμάτια κολοκύθι, της κολοκύθας το κίτρινο, ή κυδώνια, γεμίζαμε τα τσουκάλια να έχουμε για τον χειμώνα τις μαρμελάδες. Το πετιμέζι το είχαμε για πίτες και για πολλά γλυκά. Δεν θα ξεχάσω, Άννα, όταν άκουσα τη λέξη κρέπα, νόμιζα ότι ήτανε κάτι, δεν ξέρω αυτή η λέξη είναι ελληνική, η κρέπα; Εμείς με τις μηλίνες, την αντίστοιχη, αυτό που είχαμε οι Θρακιώτες, εμείς μεγαλώσαμε με αυτά, και όταν είχα ακούσει κρέπα, λέω: «Φέρτε, ρε παιδιά, να παραγγείλω, πάρτε και για μένα μία κρέπα», δεκαετία του '80, νόμιζα ότι ήταν κάτι το... τι να πω τώρα, πρώτη φορά είχα ακούσει τη λέξη, ήμασταν και παιδιά τότε, και όταν είδα την κρέπα λέω: «Ρε παιδιά, εγώ από μωρό με αυτή μεγάλωσα». Η γιαγιά μου επάνω στην ξυλόσομπα έριχνε τον χυλό και το έκανε κρέπα και μας έβαζε μέσα ρετσέλια ή πετιμέζι, και το τρώγαμε. Αυτό σήμερα που παραγγέλνεις και βάζεις τη σοκολατίνα μέσα, τη μερέντα, εμείς το είχαμε τότε με αυτού του είδους, αυτά ήταν τα γλυκά μας, γι' αυτό και ήμασταν και ταυριά, από την εποχή εκείνη. Κι είχαμε το υπόγειο κάτω γεμάτο με αυτά, δίπλα είχαμε τους τενεκέδες ή τα μεγάλα τα πήλινα με το λαρδί, με τη λίγδα, γιατί δεν είχαμε λάδια ελαιόλαδα. Τα λάδια στο χωριό τα γνωρίσαμε όταν έγιναν οι συνεταιρισμοί και υπήρχε ανταλλαγή προϊόντων. Φέρνανε σταφίδες, λάδια από τη Μυτιλήνη, από την Κόρινθο και εμείς στέλναμε τα αντίστοιχα προϊόντα κάτω, σιτάρια, κριθάρια, για το ζωικό κεφάλαιό τους. Έτσι είχαμε γνωριστεί τότε με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, το οποίο δεν το ξέραμε. Εκείνη τη φασολάδα πού να την ξεχάσουμε μέσα με το λαρδί και με την τσιγαρίδα. Έχω κρατήσει πολλά κομμάτια αυτής της περιόδου της απόσταξης, επειδή συνέπεπτε, τα χρόνια εκείνα είχαμε ευρύτερη περίοδο απόσταξης, όχι τώρα δύο μήνες όπως τότε, και μας δινόταν μέσα στην απόσταξη να κάνουμε και τη γουρουνοχαρά. Και όταν κάναμε τη γουρουνοχαρά και σφάζαμε τα γουρούνια, γιατί αυτό ήτανε τότε το κρέας των σπιτιών, το κρεοπωλείο δεν το είχαμε την εποχή εκείνη. Εκεί ήταν το μεγάλο πανηγύρι που ζούσαμε, εκεί, που σφάζαμε τα γουρούνια, έβραζε το καζάνι, ζεματούσαμε τα πόδια, τα συκώτια, δεν πετούσαμε τίποτε, οι πατσάδες, γιατί τότε και το μικροκλίμα ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με σήμερα. Τότε, εκείνη την εποχή, τα τζάκια, τα σπίτια, οι σόμπες έκαιγαν από Οκτώβριο μήνα.

Ά.Μ.:

Ήταν καλύτερο για τα αμπέλια τότε ή τώρα είναι καλύτερα;

Γ.Τ.:

Να ξέρεις πάντα, Άννα, ότι γενικά τα δέντρα, και τα αμπέλια, το ίδιο πράγμα είναι, δενδρώδεις καλλιέργειες είναι, ότι θέλουν τουλάχιστον 3.000 ώρες για να κοιμηθούνε. Όσο έχουμε καλύτερο, πιο βαρύ χειμώνα, τόσο καλύτερο για τα δέντρα, τόσο θα έχουν καλύτερη απόδοση. Τώρα βλέπουμε, τα ακούτε και εσείς, δεν υπάρχουνε φρούτα, ο καιρός τα χάλασε, το μικροκλίμα, χαλάζι ξαφνικά μέσα στον χειμώνα, μέσα στην άνοιξη, είναι αυτές οι επιπτώσεις που πληρώνουμε από την επιβάρυνση στο περιβάλλον.

Ά.Μ.:

Μπορείς να πάρεις, αν θέλεις, δύο λεπτά για να τα φέρεις και θα συνεχίσουμε. Μπορείς να μας περιγράψεις και με δύο λόγια τι έκανες αυτή τη στιγμή εδώ.

Γ.Τ.:

Άδειασα το κάνιστρο που ρέει μέσα το τσίπουρο, όντως ρέει, είναι χαρά αυτό, γιατί γέμισε το σκεύος και το άδειασα. Άννα, οι παλιοί δεν είχανε την τεχνολογία τη σημερινή, δηλαδή τι θέλω να πω, δεν είχανε τα οινοπνευματόμετρα να μετράνε. Εάν προσέξεις, το απόσταγμα που τρέχει, αν πλησιάσεις πολύ κοντά θα δεις ότι αυτή η ροή είναι αλυσίδες, είναι όλο κρίκοι. Λοιπόν, όσο πιο μεγάλος είναι ο κρίκος, το οποίο ήταν στο ξεκίνημα, τόσο περισσότερο είναι το αλκοόλ. Όσο μικραίνει ο κρίκος, τελειώνει το αλκοόλ. Εμείς έχουμε τώρα ακόμη αλκοόλ. Έχουμε εδώ. Και αυτό το σκεύος, αυτός ο κουβάς θα γεμίσει κανονικά, μετά θα αρχίσει να μειώνεται το αλκοόλ. Αυτό είχανε ως μέτρο οι δικοί μας, οι παππούδες μας, ή θα ρίχνανε λίγο μέσα στη φωτιά, αν πάρει φωτιά αυτό το σφηνάκι που έριξαν, το απόσταγμα, όσο πιο εύκολα έπαιρνε φωτιά τόσο πιο πολύ είχε, όσο πήγαινε να σβήσει τη φωτιά, άρα δεν είχε οινόπνευμα μέσα, είχε περισσότερο νερό, εκεί σταματούσαν. Αλλά να ξέρεις ότι τα χρόνια εκείνα, μέχρι και αρχές και τέλος ίσως του '70, η δικιά μας η ράτσα, η φυλή, το τσίπουρο το είχαμε δεύτερη επιλ[00:15:00]ογή, και το είχαμε δεύτερη επιλογή γιατί πρώτη επιλογή είχαμε το κρασί, νερό σπανίως πίνανε οι παππούδες μας. Έπιναν μόνο κρασί, δηλαδή σε κάθε σπίτι, δεν υπήρχε σπίτι κάτω από 1.000-1.200 κιλά κρασί, δεν υπήρχε. Στο θέρος πηγαίνανε, θα έπαιρναν μαζί τους κρασί, ή θα κάνανε με το ξίδι το σερμπέτι, για να μη διψάνε, για να μην πεινάνε. Εμένα η μάνα μου με γέννησε στο χωράφι μέσα και τελευταία ώρα πάλι έτρωγε σερμπέτι με σκόρδο και με αντζούγια και με σαρδέλα παστή. Λοιπόν, τι θέλω να πω τώρα με αυτό που σου είπα προηγουμένως, ότι το τσίπουρο βάζανε μέσα γλυκάνισο, ήθελαν να το κάνουν προς το ηδύποτο, ή θα βάζαν πάντα και λίγο γαρύφαλλο, λίγο κανέλα, να το γλυκίσουνε και σε βαθμούς ήταν πολύ χαμηλό, δηλαδή κοντά στους 25-27 βαθμούς, κάπου εκεί, για να το σερβίρουν. Αφήναν και κάποια ποσότητα στους 35 βαθμούς, έτσι για να θεωρείται τσίπουρο, για κάποιον ξένο που θα ερχότανε. Και ένα μέρος από αυτό το τσίπουρο ή αυτοί που δεν βάζανε γλυκάνισο έκαναν τα αντίστοιχα ηδύποτα με τα ρόδια, με τα κεράσια και με τα τσάπουρνα, ή με τα γκότζι μπέρι τα σημερινά, είναι τα αντίστοιχα κράνα. Κάνανε τα ηδύποτα με αυτά εδώ. Δηλαδή δεν υπήρχε υποπροϊόν από το σταφύλι, από τα χοιρινά που σφάζαμε, που να πετιέται. Τα δε στέμφυλα τα δίναμε ως ζωοτροφή, και τα βρασμένα ακόμα τα στέμφυλα τα παίρναμε και τα πηγαίναμε στο σπίτι να τα δώσουμε ως ζωοτροφή είτε στα γουρούνια είτε στις αγελάδες. Γιατί και σήμερα είναι πολυβιταμινούχα, όσο δε για τα λουλούδια και τον κήπο, επειδή έχει πάρα πολύ φώσφορο, όσοι έχουν χρησιμοποιήσει στέμφυλα στον κήπο ως εναλλακτική λύση για λίπασμα, θα δούνε πώς, ποια είναι η διαφορά.

Ά.Μ.:

Ωραία, πάμε να μου περιγράψεις τη διαδικασία για κάποιον που δεν ξέρει, από το μάζεμα μέχρι να φτάσει στο καζάνι.

Γ.Τ.:

Επειδή με δίνεται η ευκαιρία κάθε χρόνο για να φιλοξενώ και φοιτητές και σχολεία και γυμνάσια, πάντα ξεκινάω από τα αμπέλια τη φιλοξενία εδώ, το οποίο σημαίνει υπάρχει κάποια σειρά από το αμπέλι η οποία είναι ακλάδευτη, πηγαίνουμε μαζί κλαδεύουμε, βλέπουνε, το οποίο είναι κομμάτι των χειμερινών εργασιών. Φτάνουμε στα τσαμπιά που έχω αφήσει επάνω, έχω τα καλαθάκια, μαζεύουμε με τα παιδιά τα σταφύλια, ερχόμαστε εδώ στον χώρο μου, τα συνθλίβουμε, τα σπάμε, παίρνουμε μούστο, δοκιμάζουν όλα τα παιδιά, δοκιμάζουν τον μούστο. Άλλα παίρνουν μαζί και σταφύλια στο σπίτι τους. Λοιπόν, δίπλα έχω τα πατητήρια, τους εξηγώ ότι σε θέμα χρόνου αυτός ο μούστος θα γίνει αυτό το κρασάκι που έχουμε εδώ μες στο πατητήρι. Στη συνέχεια φέρνουμε το πατητήρι, το προϊόν που είναι μες στο πατητήρι. Αυτό το σταφύλι το οποίο είπαμε τα σταφυλοσάκχαρα έχουνε γίνει αλκοόλ για απόσταξη. Ερχόμαστε εδώ στο καζάνι, βάζουμε μέσα στο καζάνι τα στέμφυλα, ανάβουμε τη φωτιά εδώ με τα ξύλα μας, περιμένουμε και σε μία ώρα ξεκινάει η απόσταξη, η οποία κρατάει άλλη μία, μιάμιση ώρα. Συγχρόνως όμως, Άννα, τους δίνω την ευκαιρία, αυτά που λέμε ότι πάντα η απόσταξη συνοδεύεται με έναν καλό μεζέ, δεν χρειάζεται να είναι κρεατικό, οτιδήποτε άλλο, είναι αυτό το ρεπάνι που βλέπεις τώρα, είναι το κρεμμύδι, είναι η ελιά, το λάχανο, τα τουρσιά που έφερναν οι δικοί μας και τα λιμπιζόμουν από τους παππούδες, ο καθένας έχει τη δικιά του τέχνη στα τουρσιά επάνω και στα ψωμιά τα φουρνιστά της γιαγιάς, ερχόμαστε λοιπόν εδώ με τα παιδιά, με φοιτητές, ακόμα και με παιδιά του δημοτικού, τους έχω ετοιμάσει τα μεζεδάκια τους, αυτό το κασεράκι, το ψωμάκι, την ελίτσα και λίγο κρεμμυδάκι, και τους λέω τις ιστορίες που πρέπει να πω για να δείξω, να αναδείξω αυτό. Γιατί είναι σημείο αναφοράς και για τα παιδιά αυτό εδώ, και το πιστώνουμε εκ των υστέρων από γονείς που θα βρεθούμε μετά από 2, 3, 5 χρόνια σε κάποια τυχαία συνάντηση που θα έχουμε. Είναι σημαντικό.

Ά.Μ.:

Τι είναι για σένα τα καζάνια, πες μας πόσο διαρκούν. 

Γ.Τ.:

Άννα, μέχρι το '96 ήμασταν σε καθεστώς, ανήκαμε στην εφορία, ήταν υπόχρεη η εφορία απέναντί μας, δεν είχαμε το τελωνείο. Εκεί πληρώναμε, βγάζαμε την άδεια. Ο κάθε παραγωγός, όταν έρθει η ώρα να αποστάξει, θα πληρώσει τον φόρο του. Παλιά τον στέλναμε στην εφορία, πηγαίνανε, πλήρωναν το αντίστοιχο, ότι εγώ θα ψήσω στον Τερζή και θέλω να πληρώσω ότι θα έχω δέκα ώρες το καζάνι, βάση χρόνου και ακόμη και σήμερα γι' αυτή τη διαδικασία πληρώνουμε τον φόρο στο κράτος. Επειδή σας είπα ότι είναι ελεγχόμενο το αλκοόλ, δεν είναι αυθαίρετο, όποιος θέλει ψήνει, πληρώνεις και παίρνεις την ώρα. Εκεί δεν είχαμε χρονική περίοδο, όπως τώρα είμαστε δύο μήνες. Επειδή μέχρι το 2002, Άννα, το καθεστώς στις μεταβιβάσεις καζανιών ή στην απόκτηση άδειας ήτανε το να είσαι αμπελουργός, να είσαι στο μητρώο και όχι επειδή γουστάρεις θα κάνεις και ένα παράπλευρο επάγγελμα, του καζανάρη, το οποίο γιατί σου άρεσε, βρέθηκες σε ένα καζάνι, αλλά από κει και πέρα [00:20:00]έμπαινες αθέμιτα ανταγωνιστής, γι' αυτό και υπάρχει αυτή η καχυποψία σήμερα απέναντί μας, και στο λαθρεμπόριο, και το εισπράττουμε κάθε μέρα εμείς, οι οποίοι είμαστε νόμιμοι, διήμεροι αποσταγματοποιοί, γιατί εμείς είμαστε, σε παρένθεση, διήμεροι αποσταγματοποιοί. Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που μας διαχωρίζει από τους ποτοποιούς, είμαστε οι χωρικοί ποτοποιοί, οι διήμεροι αποσταγματοποιοί. Είμαστε οι διήμεροι. Μετά λοιπόν το 2002, επί Σημίτη είχε γίνει αυτό, που αφέθηκε ελεύθερο, όποιος θέλει αγοράζει, εκεί πλέον είχε περάσει σε τελωνειακούς, σε αστυνομικούς, το επάγγελμα αυτό είχε διαλυθεί. Πέντε καζάνια στη σειρά να έχει ο άλλος, ο οποίος να κυνηγάει τα ευρώ. Μπήκε το πετρέλαιο σαν πρώτη καύση, σαν καύσιμος ύλη, μπήκε το αέριο. Εγώ βλέπεις το έχω με ξύλα, εγώ δεν με ενδιαφέρει το να κερδίσω από το καζάνι, εγώ θέλω αυτή την ιστορία για να διαιωνίσω, γιατί είναι η ζωή μου. Είμαι 65 και το γνώρισα 5 χρονών. Δεν με ενδιαφέρει, με έχει δώσει τόσα πολλά, με έχει σπουδάσει, τα βιώματά μου, ό,τι ήταν να δώσει μου το έχει δώσει, το έχω πάρει, είναι ο πλούτος, εκατομμύρια με έχει δώσει. Δηλαδή και το βλέπω και στα παιδιά μου, αυτό που λένε και τα παιδιά μου, ότι αυτό εδώ, λέγοντας εδώ, φέρνουν τους ξένους, τους φίλους τους εδώ, τους εξηγούν τα παιδιά ότι «ο πατέρας μου σε αυτό που βλέπετε, σε ένα καζάνι, εδώ πάνω ήτανε, αυτή ήταν η δύναμή του, εδώ καταξιώθηκε, μπήκε στην επαγγελματική αγορά». Μην ξεχνάς ότι ήμουνα μέσα στη δεκάδα στα βαμβάκια στην κεντρική Μακεδονία, στη βιομηχανική ντομάτα, είχα βγάλει σαλιγκάρια, τα τονάζ, που δεν τα βγάζει η Γαλλία όλη, και πού και πού, μιλάω για καινοτόμες καλλιέργειες. Στα Grimson, εδώ και 12-15 χρόνια καινοτομούσα στην αγορά της Αγγλίας, όταν τέλειωνε όλη η Ευρώπη από σταφύλια, ο νομός Κιλκίς, αυτό το χρυσό που μας έδωσε ο Θεός, τον Βαρδάρη, που τον βρίζουν όλοι, για μας ήταν χρυσός. Εγώ έκανα εξαγωγή και τα κορίτσια μου ερχόνταν εδώ, μαζεύαμε μαζί στον τρύγο, είχα 30-35 άτομα, με πιστοποιήσεις. Δεν είναι τυχαίο τώρα να κάνεις εξαγωγές σε αυτές τις χώρες τις ευρωπαϊκές, όταν έχεις ανταγωνιστές Ιταλούς και Ισπανούς. Και τα παιδιά μου πήγαιναν μετά και παίρνανε από τα μηχανάκια της Jupiter της Tesco στο Λονδίνο, ρίχνοντας μία λίρα, στο πλαστικό ποτήρι τη φρουτοσαλάτα που μάζεψαν οι ίδιες. Eίχε το GR μου κάτω. Tο Κιλκίς το φτάναμε στην πρώτη ζώνη του Λονδίνου. Τυχαία δεν έχει γίνει τίποτα, Άννα. Δηλαδή αυτό το πάθιασμα που βγάζω, αυτό το πάθος που έχω πολλές φορές, και όταν έχω τους ελέγχους από τις υπηρεσίες, νομίζουν ότι εδώ θα έρθουν να βρούνε τον λαθρέμπορο, τον κλεπταποδόχο. Και τους λέω: «Ρε παιδιά, εάν τα είχα αυτά, δεν θα είχα ξύλα σήμερα να τυραννιέμαι». Δηλαδή σήμερα ο φόρος μας, η ώρα είναι 12,50 ευρώ, πληρώνουμε 12,50 ευρώ φόρο, και τους λες ότι αν θέλετε να βρείτε αυτούς που είναι οι λαθρέμποροι, είναι εύκολα, τους έχουμε δείξει επανειλημμένως. Αλλά μην έρχεσαι τώρα με το πιστόλι στον κρόταφο γιατί σου λείπουνε 15 κιλά τσίπουρο. Γιατί απόψε, όπως σου είπα, θα έχω τα παιδιά από Δροσάτο, θα είναι 30 άτομα εδώ και θα τους δώσω 15 κιλά τσίπουρο. Και χαίρομαι να συμμετέχω σε αυτά και να κρατάω αυτά τα δρώμενα, την κουλτούρα, γιατί είναι οι μοναδικές ευκαιρίες και συναντήσεις αυτών των ανθρώπων. Είναι δυο τρία άτομα από το Δροσάτο, οι οποίοι κάθε χρόνο τραβάνε, ξεδιπλώνουν τα νήματα από το κουβάρι, μαζεύονται οι χωριανοί εδώ, έχουνε και δικούς τους οργανοπαίκτες, με λύρες, με τέτοια, και θα πάνε μέχρι το πρωί. Θα τους αφήσω τα κλειδιά κατά τις 1:00-2:00, θα τελειώσουν, θα σκουπίσουν και θα μου γράψουν και το χαρτάκι, τις ευχές τους, τις εργασίες όπως κάνουν τα παιδιά από το σχολείο, που με αφήνουν εδώ τα ευχαριστήριά τους και φεύγουνε. Αυτά δεν μετριούνται, σου έχω πει και προηγουμένως, ούτε στους αριθμούς ούτε και στη λογιστική λογική. Είμαι παθιασμένος γι' αυτό εδώ και θέλω και να κρατηθεί. Τώρα σε κομμάτι σε τοπικό, σε αυτοδιοικητικό, εντάξει, εδώ πλέον δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, γιατί μιλάς με το τίποτε. Λες εδώ, φυσικά έναν δήμο έχουμε όλοι, τους λες: «Βρε σεις, εδώ είμαστε τρία καζάνια στη σειρά, οργανώστε σε όλη την Ελλάδα, Καστοριά, εγώ πηγαίνω στην Καστοριά σε φίλους, πηγαίνω στην Πέραμο, στο Ελαιοχώρι, για να συνεχίσω αυτό, για να δω εκεί την κουλτούρα τους, το πώς γλεντάν τα παιδιά, για να συμμετέχω», δεν τα βρίσκεις, δεν τα αγοράζεις, αυτό που μου λένε και οι καθηγητές. Ένας φίλος μου, ο Αστάρας, από το πανεπιστήμιο καθηγητής, με λέει: «Τερζή, πόσο το πουλάς αυτό που ζεις εδώ, να το ζήσουμε κι εμείς;». Είναι μοναδικές στιγμές αυτές εδώ. Τώρα το να βγάζεις, Άννα, με το φτυάρι κάρβουνα μέσα από τον φούρνο, να τα βάζεις κατευθείαν στην ψησταριά, να έχεις εδώ την ομήγυρη να τα ψήνουν και το βράδυ μετά να ρίχνουν και τα τσουκάλια με τα ζυγούρια μέσα για να τα φάνε ξημερώματα, είναι...

Ά.Μ.:

Αξία ανεκτίμητη.

Γ.Τ.:

Έτσι ακριβώς, είναι αυτό που δεν αγοράζεται. Γι' αυτό λοιπόν το 2003, βλέποντας ότι περιορίστηκαν λίγο, γιατί δεν ήταν εύκολο σε τέτοιους χώρους για να φιλοξενήσεις 40 και 50 άτομα και 60. Δηλαδή ανθρώπους οι οποίοι έρχονταν από τα χωριά για να αποστάξουν,[00:25:00] θέλανε χώρο, ρε παιδί μου. Γι' αυτό μετά που περιορίστηκε η αποστακτική περίοδος είπα να κάνω έναν χώρο δικό μου, για να κρατήσω αυτό το κομμάτι και να το αναδείξω όσο μπορώ. Και έτσι ήρθα εδώ. Κράτησα συγκεκριμένους ανθρώπους που θέλουν να αποστάξουν, να έχω όλη τη διάρκεια των δύο μηνών, τουλάχιστον τα τριήμερα όλα, να έχω αυτή την ανοιχτή πρόσκληση μέσω των εφημερίδων και των μέσων ενημέρωσης, όπου ακούγονται και όπου διαβάζονται, ότι αυτό το δίμηνο, ειδικά τα τριήμερα, ελάτε να γνωρίσετε, δεν είναι κόστος για μένα τώρα το μισό κιλό και τα 200 γραμμάρια τσίπουρο, προς Θεού, ούτε οι σαρδέλες ή το κρέας. Μακάρι να έρχονται. Και έρχονται, βλέποντας ο ένας τον άλλον τα αυτοκίνητα, έρχονται και νομίζουν είναι ταβέρνα και μου ζητάνε και τραπέζια. Φέτος ήταν μια καλή χρονιά, παρότι δεν είχαμε σταφύλια, ήταν πολύ ποιοτική, γιατί δεν είχαμε σταφύλια, και δεν ξέρω, εσύ επειδή είστε και οικογένεια που έχετε άμεση σχέση με το αμπέλι και την απόσταξη και το κρασί, από παππού, πατέρα και το συγγενολόι όλο, θα το διαπιστώσεις και εσύ ότι είναι μία καλή χρονιά. Ο Θεός θα μας τα δώσει πιστεύω του χρόνου περισσότερα. Φέτος λίγο μας πήγε στραβά, αλλά του χρόνου ο Θεός πιστεύω θα μας τα δώσει.

Ά.Μ.:

Πότε ξεκινάει και πότε τελειώνει η αποστακτική περίοδος;

Γ.Τ.:

Άννα, παίζει. Με την έννοια όταν λέω παίζει, τι; Εξαρτάται πότε θα έχουμε τρύγο, το οποίο σημαίνει δίνουμε εμείς το ok στη Διεύθυνση Γεωργίας και στο τελωνείο, θα 'ναι 1η Οκτωβρίου, θα είναι 10, ή αν κάτι πάει στραβά θα ζητήσουμε και παράταση. Φέτος π.χ. ξεκινάει 1η Οκτωβρίου, τελειώνει 30 Νοεμβρίου. 1η Οκτωβρίου-30. Πέρυσι χρειάστηκε και πήραμε παράταση, είχαν μεσολαβήσει βροχές στον τρύγο, μας πήγανε πίσω, γιατί είμαστε και με την επαρχία της Παιονίας, με τη Γουμένισσα, είμαστε στο ίδιο τελωνείο, στην ίδια αποστακτική περίοδο. Πέρυσι τα παιδιά πάνω είχανε θέμα, πήγε πίσω ο τρύγος, ζήτησαν παράταση, γιατί σας μιλάει άνθρωπος ο οποίος είναι και στο συμβούλιο Καζανάρηδων του νομού Κιλκίς και στον σύλλογο Αμπελοκαλλιεργητών, αλλά είμαι και στην ομοσπονδία Αμβυκούχων Ελλάδος, είμαι πρόεδρος εποπτικού στην ομοσπονδία Αμβυκούχων Ελλάδος. Ήταν ευεργέτημα ο περσινός νόμος, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια και πολλές ενέργειες έγινε πλέον πράξη. Τα ακούσματά μας δεν έφταναν εκεί που έπρεπε να φανούνε, από τη στιγμή που έχουνε γίνει εγκλήματα, Άννα. Δεν μπορεί το ούζο να θεωρηθεί παραδοσιακό προϊόν και να έχει αποκλειστεί το τσίπουρο. Είναι τα συμφέροντα τέτοια, γιατί οι πολιτικοί κλείνουν τα αυτιά, γιατί όταν φωνάζει ένας Τερζής από το Κιλκίς ή μία Άννα από την Πελοπόννησο, εντάξει, και τι έγινε τώρα, άσ' το, αλλά όταν φωνάζει ένας από τους επώνυμους αυτούς ποτοποιούς, οι οποίοι είναι πώς θα μας τελειώσουν, εκεί είναι το ζητούμενο, πώς θα μας τελειώσουν, και βγάζουν και κάτι στατιστικές τελείως ψεύτικες, θέλω να ακουστούν αυτά. Όταν το λαθρεμπόριο με το οινόπνευμα οργιάζει και γνωρίζουν οι τελωνειακές αρχές αυτά που έχουνε πιάσει και που πιάνουνε πού κατευθύνονται, δεν πάνε σε κανένα καζάνι του Τερζή, σε συγκεκριμένα ποτοποιεία. Δυστυχώς θέλουν να μας τελειώσουν. Και ευτυχώς πέρσι βοήθησε η κυβέρνηση του Μητσοτάκη με τον Βεσυρόπουλο, τον υφυπουργό Οικονομικών, και τον Γιώργο Γεωργαντά, γιατί είμαστε εμπλεκόμενοι σε τρία υπουργεία, και ο Άδωνις Γεωργιάδης, ακουστήκαμε και έγινε πράξη. Τι θέλω να πω, να μπορείς, Άννα, και εσύ, εφόσον δραστηριοποιείσαι στο χωριό σου και κρατάς σύνορα και Θερμοπύλες, έχεις επενδύσει τη ζωή σου, τα νιάτα σου, την οικογένειά σου, τα παιδιά σου, να μπορείς, Άννα, το κρασί που έβγαλε ο πατέρας σου ο Κώστας, τα 500 κιλά, να τα πουλήσεις, να πάρεις και ένα χιλιάρικο, ένα εισόδημα για τα παιδιά σου για τα Χριστούγεννα. Δεν κάνουμε τη λαθρεμπορία, αυτά που ακούγονται, ότι χάνονται εκατομμύρια Φ.Π.Α., ας μας πουν από ποιους χάνονται, και από αυτούς που χάνονται στην απόσταξη με τους διήμερους, δεν είναι αγρότες. Είναι ελάχιστοι, ένας δύο εάν είναι, ξέρουνε, γιατί τα έχουμε αναδείξει στις υπηρεσίες ως ομοσπονδία, πού είναι αυτά, ποιοι είναι αυτοί και πού βρίσκονται. Τα έχουμε πει και με ονόματα, όχι ανώνυμα, τα έχουμε πει. Χθες το πρωί πάλι είχαμε καινούργια ενημέρωση, τους ενημερώσαμε, δεν είμαστε ρουφιάνοι, προστατεύουμε τον κλάδο μας και την επιβίωσή μας. Δεν ξέρω αν μπόρεσα να βγάλω, είμαι και λίγο φορτισμένος όταν μιλάω για την αγροτιά, γιατί είναι κομμάτι της αγροτιάς, γιατί εγώ είμαι παθιασμένος με την αγροτιά, αυτά που μας έδωσε, αυτή την τύχη που μου έδωσε ο Θεός να γίνω αγρότης, πιστεύω δεν θα τη ζούσα σε κανένα άλλο επάγγελμα του κόσμου. Ό,τι και να έκανα. Να παίρνεις σπόρο και να το κάνεις αριθμό, να σπουδάσεις τα παιδιά σου και να τα βλέπεις εκεί ψηλά. Και είμαι τόσο περήφανος, Άννα, γιατί η μάνα η Ελλάδα σπούδασε τα παιδιά μου, τα παιδιά μου φέρνουν συνάλλαγμα, φορολογούνται στην Ελλάδα, και το έχουν ανταποδώσει ό,τι τους έχει προσφέρει η Ελλάδα, το έχουν επιστρέψει πίσω όλο και δεν είναι τα λαμόγια να τα αρπάξουν και να εξαφανιστούν, γι' αυτό είμαι και περήφανος σαν πατέρας και σαν Έλληνας, ό,τι τα έχει προσφέρει η Ελλάδα τα παιδιά μου σίγουρα το έχουν επιστρέψει [00:30:00]εδώ. Δεν ξέρω αν ήταν το ζητούμενο της κουβέντας μας, αλλά σε είπα ότι φορτίζομαι, γιατί αυτή η αγροτιά μοιράζει μόνο χρυσό. Δεν υπάρχει στην Ελλάδα φτωχός τόπος, Άννα, δεν υπάρχει φτωχός τόπος, φτωχά μυαλά υπάρχουνε, φτωχός τόπος ποτέ. Ο νομός του Κιλκίς είναι εφάμιλλος με όλους τους νομούς, τι θέλουμε, λίμνες, ποτάμια, βουνά, χρυσό, τι, πες μου, με δύο πύλες τελωνείων, δεν έχουμε ανθρώπους, είπα, το τίποτε, προηγουμένως, έχουμε ένα τίποτε. Δεν μπορούσαν να αναδείξουν αυτή την περίοδο, που στο κάτω κάτω τώρα το Κιλκίς, η πόλη, με Στενημαχιώτες, ένα καζάνι δυο τρεις μέρες, τα παιδιά του Κιλκίς, παιδιά Στενημαχιώτικα, να ξέρουν τις ρίζες των παππούδων τους; Είχαμε 370 καζάνια άδειες στον νομό Κιλκίς και δουλεύουνε 40. 70 είναι αυτούς που βρίσκουν και δουλεύουν 40. Στο Κιλκίς έπρεπε τέτοιο καιρό να στήνεται, δεν μπορεί στο Ωραιόκαστρο οι Σφακιανοί, οι Κρητικοί να ανάβουνε, να κάνουν την τσικουδιά τους, να το αναδεικνύουν, κι εμείς μες στο Κιλκίς, οι Στενημαχιώτες, εδώ στον τόπο μας, τουλάχιστον που είμαστε δίπλα από το Κιλκίς 10 λεπτά, δήμαρχοι, αυτοί, τους έχουμε πει, δέκα φορές τους έχω πει, οργανώστε τρία Σαββατοκύριακα, σήμερα σε μένα, αύριο σε σένα, μεθαύριο στον άλλον, δωρεάν, να προσφέρουμε, να ζήσουνε, όργανα, ό,τι θέλουνε, αυτό που έρχονται οι άλλοι, θα έρθουν μεθαύριο από την Αθήνα οι φαρμακοποιοί. Ο φίλος μου ο Τάκης, τώρα με διαφεύγει, ο Σμυρνάκης, θα έρθουν μεθαύριο 30 άτομα, είναι σχολή φοιτητών όλοι, καθηγητές Πανεπιστημίου έρχονται από Ολλανδία, από Γερμανία, έμποροι φαρμάκων, να ζήσουν αυτό εδώ, να το ζήσουνε. Θα έρθουν οι οφθαλμίατροι από τη Στοκχόλμη, οι Σουηδοί, οι οποίοι το μάθανε από έναν γαμπρό μας, γαμπρός Σουηδός, από την Πλαγιά, συγγενής μας είναι, Άννα, ο Στρατέλης, η γυναίκα του είναι παντρεμένη, και φέρνει τώρα καραβανιά από πάνω, έρχονται να ζήσουν εδώ ένα διήμερο.

Ά.Μ.:

Άρα εσύ τι θα ήθελες για τα καζάνια σου, και όχι μόνο τα δικά σου, και γενικά, αλλά ας μιλήσουμε για τα δικά σου, πώς θα ήθελες να συνεχιστεί όλο αυτό;

Γ.Τ.:

Να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο, να το αναδείξουμε ακόμη περισσότερο, και για να πάρει αυτή τη μορφή της ανάδειξης, για να αναδειχτεί, πρέπει για να έρθουν όπως έρχονται τα σχολεία αυτά, να εμπλακούν, να εμπλακεί η τοπική αυτοδιοίκηση και να οργανώσει τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, και στην Παιονία το ίδιο, στη Γουμένισσα με τα χάλκινα, δηλαδή είναι αδιανόητα, δεν είναι μόνο τι θέλω εγώ, τι θέλουμε, δεν μιλάω μόνο για τον εαυτό μου, γιατί και στην Παιονία, στη Γουμένισσα, έχει παιδιά, νέα παιδιά τα οποία θα το διαιωνίσουν αυτό εδώ. Να το αναδείξουνε, ο δήμος, και εκεί ο δήμος να μπούνε μπροστά, τα χάλκινα, τι λες τώρα, ρε Άννα, είναι εύκολο για να βρεις οπουδήποτε χάλκινα; Τα παιδιά με τα χάλκινα έχουν πάει Αυστραλία, έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο, όπου υπάρχει Ελληνισμός, κι εδώ να μην τους ξέρει κανείς, δηλαδή η Θεσσαλονίκη μισή ώρα και έρχονται εδώ Θεσσαλονικείς, έρχονται οι απόστρατοι δικαστικοί, απόστρατοι στρατιωτικοί, και λέει: «Πού είσαι εσύ;». «Α εσύ», λέει, «που σε είδαμε στο κανάλι;». Δηλαδή το παράπονό μου, Άννα, δεν είναι το καζάνι του Τερζή, το τελευταίο. Είναι αυτή η κουλτούρα, σε είπα, είναι πανεπιστήμιο, είναι το διά βίου μάθηση. Ξέρεις τι θα πει να συζητάμε όλη μέρα μαζί το τι βγαίνει, δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν έχω σώψυχα αυτά εδώ, δηλαδή με τον παππού σου εγώ τώρα, τι λέγαμε τρεις μέρες, τρεις μέρες ερχόταν ο παππούς σου εδώ. Όλα αυτά βγαίνανε, Άννα, ερχόταν ο παππούς ο Πούφης από το χωριό σου, ο κυρ Γιάννης, του Νίκου του κρεοπώλη ο πατέρας, και έφερνε, εγώ ήμουν παιδί τότε, και έφερνε κουτί του φραπέ τη ζάχαρη, ο παππούς ο Πούφης ερχότανε 10 μέρες, ήταν οι διακοπές του, κοιμότανε και στο σπίτι εκεί. Ερχότανε, όλη μέρα όρθιος, πηγαινοερχόταν με ένα ποτηράκι, όρθιος, ποτέ δεν σούρωνε. Λοιπόν, μελιντζανάκια γλυκά, με έστελνε το βράδυ ξημερώματα 3:00 να φέρω τουρσί από το σπίτι, από τον Βαπτιστή, να ξυπνήσω την μπάμπω, να πάω να φέρω, με λέει: «Στο τάδε ράφι, από κείνα, τα άλλα είναι καυτερά τα πιπέρια, φέρε και δύο ξεραμένα λουκάνικα, τραβηγμένα». Έφευγα από δω τώρα, πήγαινα στη Μηχανιώνα, να πάω να φέρω δυο τρεις κάσες ψάρια, γόπες, σαρδέλες, γιατί σήμερα θα είχα παρέες που δεν του ξαναζήσαν αυτό έξω. Τώρα, να σου πω τώρα ότι έκανα τα κρασιά, και η μάνα μου με την μπακίρα, επίτηδες την έλεγα, είχα μία μπακίρα γανωμένη, ξέρεις τι είναι το γάνωμα, το γυάλισμα μέσα, και τη γέμιζα κρασί και με το κάνιστρο βάζαμε στα ποτήρια, ο άλλος πού να ζήσει τέτοιες καταστάσεις τώρα, 20 κιλά κρασί μέσα στο κάνιστρο. Εντάξει, μου άρεζαν και εμένα τώρα, γιατί αυτές τις τρελές τις είχα αδυναμία, και της έχω, όχι τίποτα άλλο, όχι ότι έχω αλλάξει. Εντάξει, η γυναίκα μου φωνάζει.

Ά.Μ.:

Ανάβουν τα καζάνια και στήνονται οι γιορτές, ε;

Γ.Τ.:

Αυτό είναι το φαίνεσθαι. Τόση ώρα σου εξηγούσα ποιο είναι το βάθος, η σοφία αυτής της διαδικασίας, γιατί εδώ, ρε Άννα, είναι κατάθεση ψυχής, και να ξέρεις ότι αυτό εδώ που κάναμε στην υγεία μας είναι ο σύντροφός σου στην ξεκούραση, θα έρθεις κουρασμένος, στη λύπη, στον πόνο σου, στις χαρές σου. Οι άνθρωποι την εποχή εκείνη, Άννα, δεν είχαν την μπίρα, δεν είχαν το ουίσκι, δεν είχαν τη βότκα, τις ανοησίες, τα κοκ[00:35:00]τέιλ, και τα πώς τα λένε αυτά τα καλοκαιρινά, πες τα, τα κοκτέιλ, τα μοχίτο κι αυτά εδώ, είχαν το τσιπουράκι. Καλοκαίρι κρασί πίνανε οι άνθρωποι. Τους συντρόφευε, με αυτά ετοίμαζαν, σου λέει θα έχω γάμο, θέλω τόσο κρασί, θέλω τόσο τσίπουρο. Έκανα στον γάμο της Αγάπης, της μεγάλης μου, πρόπερσι, είχα ετοιμάσει, επειδή έχω και λευκό, και λευκά κλήματα, αμπέλια, έκανα από τη Μαλαγουζιά, έγινε φοβερό. Ενθουσιάστηκαν, είχαμε μοιράσει τον κόσμο με παλαιωμένη γράπα, είχα ετοιμάσει σε ξυλοβαρέλια, είχα παλαιώσει γράπα. Είχαμε μοιράσει στους φίλους τους, γιατί τα παιδιά φέρανε 200 φίλους από όλο τον κόσμο και μας είχανε πει θα φέρετε ο καθένα σας, η οικογένειά μου και η οικογένειά της από 10 άτομα. «Αν θέλετε», λέει, «για τους συγγενείς, κάντε αλλού γάμο. Εμείς θέλουμε αυτό». Και όντως, μέχρι τις 7:00 το πρωί ήταν, αυτό μου λέγανε στο μαγαζί, 120 άτομα ήταν πάνω στην πίστα. Ήταν μοναδικές στιγμές. Ηθοποιοί, Χόλιγουντ, τι θες; Έγινε χαμός, μοναδικές εμπειρίες.

Ά.Μ.:

Θέλω να μου πεις, γιατί τα αφήσαμε λίγο εδώ δίπλα μας τώρα τα καζάνια, να μου πεις λίγο τη διαδικασία με το που μπαίνει μέσα ο μούστος, αν δεν κάνω λάθος.

Γ.Τ.:

Ο μούστος έχει γίνει κρασί. Το κρασί με τα στέμφυλα, με τις φλούδες.

Ά.Μ.:

Τι μπαίνει εδώ μέσα;

Γ.Τ.:

Tο κρασί με τις φλούδες, γιατί απαγορεύεται σκέτο κρασί να αποστάξουμε.

Ά.Μ.:

Ωραία, και;

Γ.Τ.:

Απλώς έχουμε την ευκαιρία τώρα, Άννα, συγγνώμη, δεν το είπαμε αυτό εδώ. Παλιά οι δικοί μας οι παππούδες δεν είχαν τη δυνατότητα να βγάζουν τα κοτσάνια στη σύνθλιψη, στο πάτημα, αυτό που μου είπες που σε έβαζε ο παππούς και πατούσατε τα σταφύλια. Τώρα έχει τα μηχανήματα, πετάει το κοτσάνι, γιατί το κοτσάνι έχει το ξυλόπνευμα, και τώρα πάμε μόνο στα κουκούτσια που έχει το ξυλόπνευμα, δηλαδή πάμε στο 1 με 2% στην καζανιά. Δεν μας επιτρέπουν σκέτο κρασί να ψήσουμε, και βάζουμε μέσα και το κουκουτσάκι αυτό, δεν μπορούμε να το ξεχωρίσουμε, μαζί με τη φλούδα. Λοιπόν, βάζουμε το κρασί με τη φλούδα, με τα στέμφυλα, για να τα βράσουμε, για να πάρουμε το αλκοόλ από τη μάζα αυτή που βάζουμε μέσα, το οποίο όσο γλυκό ήταν εν ζωή, τόσο περισσότερο αλκοόλ θα μας δώσει βράζοντας εδώ, κοιμώμενο εδώ, εδώ που βράζει. Τα υποπροϊόντα, σε λέω, μετά που θα βράσουν, τα παίρναμε είτε για ζωοτροφή είτε για λίπασμα στον κήπο. Ναι, ήτανε φοβερό, και ακόμα και σήμερα, όπως και ο παππούς σου, και πολλοί άλλοι, ένα μέρος που αρχίζει να αδυνατίζει, να βγαίνει περισσότερο, δηλαδή κάτω από το 40% οινόπνευμα με νερό, το παίρνουνε για να κάνουνε αυτά τα ηδύποτα, το έκανε και η γιαγιά σου η Όλγα, με ρόδια μέσα στα μπουκάλια, και με τα κράνα, και με τι άλλο κάνανε, και με κεράσια βάζανε μέσα, και η σημερινή αρώνια είναι η ήμερη, εμείς είχαμε τα άγρια, την άγρια αρώνια, βάζαμε κι εκείνα μέσα και έβγαζαν έτσι μία ιδιαίτερη, ιδιαίτερο άρωμα και χρώμα στο λικέρ, ήταν λικέρ. Πολλές φορές, Άννα, και όπως και ο παππούς, εκεί που πίνατε, βαρούσε και ένα τηλέφωνο: «Γιώργη, στην υγειά σου, τι είναι αυτό που μας έβγαλες φέτος!». Ε, αυτή η ικανοποίηση, ρε Άννα, όταν τώρα είσαι με τα παιδιά σου, με τους φίλους, με τα αδέρφια σου, και παίρνεις τηλέφωνο και εγώ εισπράττω και ακούω να φωνάζουν: «Στην υγειά σου, Γιώργη», εντάξει. Γιατί μου έλεγε προηγουμένως ο άλλος γιατί ψήνω σχεδόν τζάμπα, και του λέω αν ήταν για να μαζεύω, αυτό που είχα πει και στην αρχή, ότι αν ήταν να μαζεύω λεφτά, θα ήμουν αλλού. Εγώ θέλω αυτό, το ευχαριστώ είναι αυτό. Ναι, γιατί μου έδωσε ο Θεός τόσες καλλιέργειες, τόσες ευκαιρίες, τα χρήματα ερχόνταν από αλλού. Δεν περίμενα από δω. Όπως είδες έχω εδώ τον σύλλογο των Κρητών Κιλκίς. Η μικρή μου Ιωάννα ήτανε το αστέρι του συλλόγου για κάποια χρόνια, όταν χόρευε κρητικά, γι' αυτό και πηγαίναμε κάθε χρόνο κάτω στην Κρήτη, ήταν στον αέρα, και ήμουν και χορηγός του συλλόγου κάθε χρόνο, με τα αρνιά, με τις ρακές, με τις καζανιές τους όλους.

Ά.Μ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Γιώργο. Θέλω αν θέλεις να μου πεις κάτι άλλο, να μοιραστείς μαζί μας.

Γ.Τ.:

Θα ήθελα πολλά να πω, γιατί δεν λέγονται αυτά, Άννα, σε τόσο λίγο χρόνο. Το θέμα είναι ότι και ηλικιακά και βιολογικά φορτίζομαι, και εντάξει, τώρα είναι και η ηλικία μας τέτοια που κάποια θεματάκια που ενώ μιλούσα μου ερχόντανε, ξαναφεύγανε. Πιστεύω να μας δοθεί η ευκαιρία και τώρα που γνωριστήκαμε, του χρόνου με τον μπαμπά, αφού τον παππού δεν κατάφερες να 'ρθεις, θα 'ρθεις γιατί όταν είναι κι άλλοι στην κουβέντα βγαίνουν πολλά, βγαίνουν πολλά. Ναι. Πολλές φορές, τώρα μου ήρθε ένα απλό, ας πούμε. Το σχολείο εγώ τέλειωσα το εξατάξιο εδώ στο Χέρσο. Πορεύθηκα μαζί με τη μάνα μου, η μάνα μου είχε εμένα, και την άφηνα τώρα για να βγάζει, να αλλάζει τα καζάνια, και μέχρι το 1997 ήταν απαγορευτικό το να αδειάζουμε όπως αδειάζουμε σήμερα, έχοντας πόρτα στο καζάνι, έπρεπε να ανέβεις επάνω και με τον κουβά να βγάζεις το καυτό κρασί, αυτό, τα καυτά υπολείμματα, όλα, ή με το δικράνι ή με τον κουβά, και δεν μπορούσε η μητέρα μου και ήξερα τι ώρα θα αλλάξω καζάνι, και έφευγα από το σχολείο,[00:40:00] πήγαινα άλλαζα, και ήταν κάνα δυο καθηγητές οι οποίοι ήξεραν την ιστορία μου, ε, κάποιοι άλλοι, εντάξει. Απλώς να ξέρεις ότι πάντα στα φιλολογικά ήμουν εκτός θέματος, δεν ξέρω τώρα αυτό αν είναι κομμάτι με το καζάνι, ήμουν εκτός θέματος πάντα. Έγραφα δύο με τρεις σελίδες ακριβώς όπως μιλούσα τώρα, την άφηνα και έφευγα, και την άλλη μέρα ήξερα με τη συγκεκριμένη φιλόλογο, θα σ' το πω off the record το όνομά της, καλή της ώρα, φιλαράκια είμαστε, με είχε ότι είμαι εκτός θέματος, γιατί έλεγα τη δικιά μου άποψη, δεν ήθελα να το μάθω παπαγαλία, δεν με ενδιέφερε ποτέ, δεν ήταν αυτοσκοπός η εργασία να τη συνδέσω με το σχολείο. Έλεγα θα βρω τον δρόμο μου, το θέλω εργαλείο το σχολείο, ναι μεν, μου έδινε την ευκαιρία να αναπτύξω το εκτός θέματος. Και πέρσι, Άννα, πρόπερσι, που κάναμε εδώ μετά από 44 χρόνια το μάζεμα της τάξης μας, την είχαμε τη φιλόλογό μας Skype, και κάποια στιγμή από τους 36 ήμασταν 28, οι δύο δεν ήταν στη ζωή, και κάποια στιγμή, είπαν, είπαν, πήρα τον λόγο και τη λέω το παράπονό μου και απευθύνομαι και στους συμμαθητές: «Γιατί όταν μ' έλεγε η κυρία ότι εκτός θέματος ο Τερζής, ναι, δεδομένο, και όλοι "χα χα χα", γιατί γελούσατε, ρε; Είστε τόσο πετυχημένοι σήμερα και δεν το ξέρω; Δεν ξέρω, είστε τόσο πετυχημένοι;». Κιχ, τίποτε, συνταξιούχοι οι πιο πολλοί, οι περισσότεροι συνταξιούχοι.  Εγώ ήμουν υπεύθυνος των πάρτι, εγώ στην 6η Γυμνασίου είχα καινούργιο Zastava, 170.000, JVC ηχοσύστημα 90.000, και κάθε Σάββατο ήμουνα στην Αγίου Δημητρίου, στο τουρκικό προξενείο κοντά, πόσοι θα μας ακούσουν, ήταν το δισκάδικο που έφερνε τους καινούργιους δίσκους, και ήμουνα μόνος, και τους πρωτοκυκλοφορούσα στο Κιλκίς, Άννα. Τότε είχαμε τα πάρτι, δεν είχαμε τα χοροπηδάδικα και αυτά, και τα κουβαλούσα μαζί όλα, αυτό ήταν που με ενδιέφερε, είχαμε τα πάρτι. Το βερμούτ ντραμιζάνα, το Martini, ναι, ουίσκι τώρα, εντάξει, ήταν λίγο ακριβό, αλλά πάντα είχα χαρτζιλίκι, γιατί ήμουν πάντα στο μεροκάματο. Είχα τον πεθερό, δούλευα, και κάτω στα σουλτογιανναίικα αρχηγός, και το σχολείο σχολείο. Το έβγαλα με 16,5-17 πόσο, εντάξει, αλλά το γουστάρισα, έζησα τη φοιτητική ζωή μαθητής. Τότε ήμουνα ο καλός, Παρασκευή που είχαμε εκεί τις εκθέσεις που διάβαζε η φιλόλογος, «χα χα χα», γελούσανε. «Γελάτε, ε; Αν θα δείτε άλλη φορά πάρτι εσείς», έλεγα στους μαθητές, «θα με περάσετε χαλκά». Αυτά τα χρόνια δεν αγοράζονται, Άννα. Και να ξέρεις κάτι, να ξέρεις, κακώς, λάθος, τέτοιο. Ήμουν από μικρός μέσα στα σπίτια και ουδέποτε υπήρξε αυτή η καχυποψία, ήταν πολύ δύσκολο την εποχή εκείνη αγόρι, παλικάρι να χτυπήσει την πόρτα του πατέρα σου και να πει: «Εγώ θέλω απόψε να πάρω την Άννα, την Όλγα, και να πάμε στο πάρτι». Δεν ήταν εύκολο και δεν υπήρχαν και τα μέσα, δηλαδή στο Χέρσο περισσότερο, είχαμε και τον στρατό, ήταν λίγο δύσκολα. Εγώ είχα το απόλυτο ελεύθερο. Έμπαινα στα σπίτια, ήμουνα αυτός που με βλέπεις και τώρα, κατάματα κοιταζόμασταν, δούλευα σε όλους, ρε, δούλευα σε όλους, και είχα αυτή την αξιοπιστία, αξιοπρέπεια, ταπεινότητα, πώς θες να το πεις. Ποτέ δεν με χάλασε κανείς, δεν μου είπε ποτέ κανείς: «Γιώργο...», ουδέποτε. Το εισέπραττα και το εισπράττω και στην πορεία και σήμερα ακόμα έτσι. Γιατί εμείς, πέρα από όλα αυτά που λέμε, Άννα, εδώ, εγώ είμαι, όταν το '89 πήγα στο Κιλκίς, το Κιλκίς ήταν ένα χωριό, 8-9 χιλιάδες κόσμο δεν είχε. Η δικιά μου γενιά επένδυσε στον τόπο μας, οι γονείς μας επένδυσαν στη Θεσσαλονίκη, ως μετανάστες, εμείς επενδύσαμε στον τόπο μας. Αυτό το Κιλκίς, το χωριό, εμείς το κάναμε πόλη μας. Εγώ επένδυσα πάνω από 300 εκατομμύρια εδώ μέσα, δραχμές. Το κάναμε πόλη, καταξιωθήκαμε. Αυτή η λάσπη, αυτό το Κιλκίς, αυτό το για άλλους στείρο μέρος, μας καταξίωσε, μας έβγαλε πολύ ψηλά, το ανταποδώσαμε, και εμείς και τα παιδιά μας, σε σχέση με άλλους Κιλκισιώτες, οι οποίοι μάζεψαν το χρήμα, την εποχή της ανοικοδόμησης του '70, και εξαφανίστηκαν, δεν τους έχεις δει ποτέ, ούτε τους έχω δει εγώ πότε. Εξαφανίστηκαν τελείως. Δηλαδή ήμασταν η κινητήριος σε όλα τα δρώμενα του Κιλκίς, και οικονομικά και πολιτιστικά και πολιτικά, και, και, και. Εντάξει, μετά ένα άλλο κομμάτι μεγάλο που εισπράττω είναι και από τους πολιτικούς, από όλα τα κόμματα, οι οποίοι εδώ κάνουν το δικό τους αντάμωμα. Κάθε χρόνο έχω ανθρώπους του πολιτικού κόσμου, με τις παρέες τους, με τις γυναίκες τους, με τις οικογένειές τους, που έρχονται, κλείνουν το ραντεβού τους, έρχονται και το επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο. Τους γιατρούς Θεσσαλονίκης όλους, Euromedica όλο, δεν θέλω τώρα να αναφέρομαι έτσι, γιατί είναι όλοι. Τι θέλω να πω, νομίζω ότι βάζω ένα λιθαράκι. Δηλαδή δεν περνάει απαρατήρητο. Αυτό θέλω να πω. Και πολλές φορές, αυτό που σου είπα και προηγουμένως, ότι αυτό που βλέπεις, που ζεις τώρα μαζί μου, αυτή η διαδικασία της απόσταξης, τα καζάνια, δεν μετριέται σε αριθμούς, δηλαδή δεν μπορεί να το δώσεις σε έναν ο οποίος το βλέπει ότι θα κάνω αυτό για να[00:45:00] εισπράττω ευρώ. Εγώ μπαίνω μέσα σε αυτή την περίοδο. Κυριολεκτικά μπαίνω μέσα. Το θέλω, το περιμένω και το γουστάρω. Συνειδητά το κάνω, δεν το κάνω, το θέλω έτσι, αυτό εδώ. Να έρθουν τα παιδάκια, τα σχολεία, θα κάνουν, θα με γράψουν τις εκθέσεις τους, την εργασία τους, θα παίξουμε μαζί και μπάλα, θα κλείσουμε τις πόρτες, έχω τουαλέτες, θα πάνε, στα τρακτέρια θα ανέβουνε, θα δούνε τις σπαρτικές μηχανές, θα δουν τα τρακτέρ, θα δουν τις κουμπίνες. Θα πάρουμε καμιά τσάπα, θα πάμε εδώ πίσω να τσαπίσουμε και τα καινούργια αμπέλια, εντάξει, τώρα αυτά είναι μοναδικά.

Ά.Μ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Γιώργο.

Γ.Τ.:

Να 'σαι καλά, Άννα, χάρηκα πολύ που γνώρισα μία ανιψιά μου, που μου έδωσες την ευκαιρία.

Ά.Μ.:

Σου εύχομαι πολλά, πολλά καζάνια και χαρές ακόμα.

Γ.Τ.:

Χαρές, έτσι. Απλώς κι εσύ να προσπαθήσεις με την παρέα σου κάποια στιγμή, του χρόνου, πότε θες, θα το οργανώσεις, γιατί θα μας βγούνε πολλά περισσότερα και θα γνωρίσεις πολλά περισσότερα ακόμη.

Ά.Μ.:

Θα το κάνουμε.

Γ.Τ.:

Έτσι.