© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Σαν παλιό σινεμά: Η αγάπη για τον κινηματογράφο μέσα από τα μάτια του Βασίλη Ευκαρπίδη

Κωδικός Ιστορίας
25877
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλειος Ευκαρπίδης (Β.Ε.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/07/2020
Ερευνητής/τρια
Αθηνά Παπαγιαννούλη (Α.Π.)
Α.Π.:

[00:00:00]Καλημέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;

Β.Ε.:

Από την αρχή, Βασίλης Ευκαρπίδης.

Α.Π.:

Είναι Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020, είμαι με τον κύριο Βασίλη Ευκαρπίδη, βρισκόμαστε στην Κατερίνη, εγώ ονομάζομαι Αθηνά Παπαγιαννούλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Βασίλη, αρχικά πείτε μας κάποια πράγματα για εσάς.

Β.Ε.:

Για εμένα... Εγώ τελείωσα… Δεν τελείωσα, έφτασα ως το τελευταίο έτος των Οικονομικών Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και γύρισα για να αναλάβω, ας πούμε, να αναλάβω την διεύθυνση του κινηματογράφου «Ευκαρπίδη». Ο πατέρας μου ήθελε να αποχωρήσει και έτσι ανέλαβα εγώ ας πούμε σε ηλικία, 19 περίπου ετών, περίπου 19-20 ετών, την διαχείριση του κινηματογράφου, του κινηματοθεάτρου «Ευκαρπίδη». Από τότε ξεκίνησε επαγγελματικά η δραστηριότητά μου στο σινεμά.

Α.Π.:

Και πώς ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή για τους κινηματογράφους;

Β.Ε.:

Άνθιζε ο κινηματογράφος. Τέλη της δεκαετίας του ‘50 και ειδικά η χρυσή δεκαετία του ‘60, ήτανε μια δεκαετία που το σινεμά έφερε πάρα πολύ κόσμο στις αίθουσες. Ταινίες πάρα πολύ μεγάλες και πολύ εμπορικές ας πούμε, σε όλο αυτό… τη δεκαετία ας πούμε προβληθήκανε. Τα εισιτήρια του σινεμά ήταν πάρα πολλά. Να σκεφτείτε ότι, Κυριακές λειτουργούσε το σινεμά από τις 11 πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ. Από το πρωί, δηλαδή λειτουργούσε και ειδικά τα Σαββατοκύριακα, ειδικά τις Κυριακές να πω, η ουρά που σχηματιζόταν έξω από το σινεμά, για να μπούνε στην αίθουσα μέσα ήτανε πολύ μεγάλη, πολύ μεγάλη. Ο κόσμος ναι, πήγαινε στο σινεμά.

Α.Π.:

Ναι.  

Β.Ε.:

Πήγαινε το σινεμά. Όχι μόνο οι ελληνικές ταινίες, αλλά και ξένες. Να μιλήσω για την δεκαετία; Υπήρχαν ταινίες, όπως «Δέκα εντολές» «Ο Χιτώνας» «Quo Vadis» ταινίες που είχανε τεράστια απήχηση κλπ., στο κοινό. Θρησκευτικές ταινίες; Ας τις χαρακτηρίσουμε και έτσι και άλλες ταινίες πάρα πολλές. Και ειδικά ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ‘60, είτε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, είτε με τον Νίκο τον Ξανθόπουλο, ταινίες του Γιάννη του Δαλιανίδη, ταινίες της «Φίνος Φιλμ» γενικά ας πούμε και του Σακελλάριου, που είναι για εμένα το μεγαλύτερο όνομα στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Τεράστιο όνομα! Αυτός και ο Φίνος για εμένα, ήταν η κορυφή του ελληνικού σινεμά. Ο Φιλιποίμην Φίνος ήτανε ο παραγωγός και ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος… ναι, ήτανε η κορυφή του ελληνικού σινεμά. Άνθισε ο ελληνικός κινηματογράφος την δεκαετία του ‘60, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, που η τηλεόραση έφερε την πρώτη κρίση. Το πρώτο τράνταγμα ας πούμε και λοιπά στο σινεμά ήτανε η μαζική… σε κάθε σπίτι ας πούμε και λοιπά, μπήκε η τηλεόραση. Εκεί είχαμε την πρώτη μας έτσι, το πρώτο ταρακούνημα.

Α.Π.:

Εδώ ο χώρος, το σινεμά, πότε περίπου χτίστηκε αυτό το κτίριο;

Β.Ε.:

Ναι, ξεκίνησε καλοκαίρι του ‘52 και ολοκληρώθηκε… Και η πρώτη προβολή το Νοέμβρη του ‘55, ήταν «Το ασημένιο δισκοπότηρο» θυμάμαι, με τον Πολ Νιούμαν και άλλους πολλούς, αυτή τη στιγμή δεν τους θυμάμαι.

Α.Π.:

Και εδώ η κοινωνία της Κατερίνης πώς ανταποκρίθηκε στη δημιουργία, ας πούμε, ενός σινεμά; Μήπως το γνωρίζετε αυτό;

Β.Ε.:

Θετικά.

Α.Π.:

Ναι.

Β.Ε.:

Μπήκε ένα στοιχείο πολιτισμού στη ζωή τους, είτε ήταν το σινεμά, είτε ήταν το θέατρο. Γιατί πέρα από το σινεμά, γινόντουσαν θεατρικές παραστάσεις. Γινόντουσαν το χρόνο πολλές, πολλές, με επώνυμους ηθοποιούς και η συμμετοχή του κόσμου ήταν μεγάλη. Ειδικά η επιθεώρηση ήτανε αυτή που κυριάρχησε ας πούμε στη δεκαετία του ‘60.

Α.Π.:

Με άλλα… Είχατε και άλλα σινεμά εδώ στην πόλη;

Β.Ε.:

Ναι. Καταρχήν να αναφερθώ στα χειμερινά σινεμά, που ήτανε πολλά τότε, εκτός από του «Ευκαρπίδη». Ήταν το «Παλλάς», ήταν το «Ρίο», ήταν η «Σόνια», τα «Διονύσια» μέχρις εκεί, ήταν 5 σινεμά είπα; 5 σινεμά, 5 χειμερινοί κινηματογράφοι λειτουργούσαν στην Κατερίνη, 5 χειμερινοί. Από θερινούς δε, να αναφερθώ έτσι ονομαστικά στα «Αστέρια», στην «Όαση», στο «Λουξ», στα «Τιτάνια», στο «Ρεξ», «Ολύμπιον» και δεν ξέρω αν ξεχνάω και κάποιο, πάρα πολλά σινεμά, θερινά σινεμά. Επομένως υπήρχε…

Α.Π.:

Ναι.

Β.Ε.:

Ναι.

Α.Π.:

[00:05:00]Και είχανε κόσμο έτσι όλα αυτά; Δηλαδή, μπορούσαν να συντηρηθούνε τα σινεμά, μέχρι πότε;

Β.Ε.:

Ναι, για αυτό σας είπα ήταν η χρυσή δεκαετία του ‘60 του ελληνικού κινηματογράφου. Και το θερινό το σινεμά, το οποίο ήταν υπέροχο και ναι, δουλεύανε οι κινηματογράφοι δουλεύανε. Και τα θέματα ταινιών βέβαια, αλλά δουλεύανε, δουλεύανε όσο θυμάμαι και το θυμάμαι καλά, γιατί είχα πολλούς από αυτούς τους κινηματογράφους. Ναι, δουλεύανε.

Α.Π.:

Επίσης, εδώ πέρα ο χώρος, κάποια στιγμή είχε γίνει και ένα κλαμπ…

Β.Ε.:

Ναι, αυτό-

Α.Π.:

Θέλετε να μας μιλήσετε;

Β.Ε.:

Έγινε στην τρίτη κρίση του κινηματογράφου. Σας είπα, η πρώτη έγινε αρχές της δεκαετίας του ’70 και πάλι αρχές της δεκαετίας του ’80. Η δεύτερη με την κρίση του σινεμά ήτανε με την κασέτα. Με την κασέτα. Τότε άρχισαν ήδη οι αίθουσες να περιορίζονται λιγάκι, να υπάρχει μία… Αίθουσες κινηματογραφικές σε πολλές πόλεις και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη γίνανε σούπερ-μάρκετ ή και ντίσκο ακόμα, μεγάλοι αίθουσες χώρου διασκέδασης. Αλλά η οριστική, η τρίτη και μεγαλύτερη για εμένα κρίση, ήταν πάλι αρχές της δεκαετίας του ‘90, όταν αφανίστηκαν οι κινηματογράφοι από όλη την επαρχία. Μικρύνανε πάρα πολύ στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Να σκεφτείτε, ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, έμεινε ένας κινηματογράφος σε κάθε πόλη. Δεν υπάρχουν πόλεις που να έχουν 2 σινεμά. Οπότε καταλαβαίνετε, ότι μειώθηκε πάρα πολύ ο χώρος διασκέδασης. Το ευτύχημα είναι, ότι οι μεγάλοι κινηματογράφοι δημιούργησαν δεύτερη αίθουσα, ο εξώστης, δηλαδή, έγινε μια δεύτερη μικρότερη αίθουσα μεν, αλλά αυτό ήταν καλό για τον κόσμο, γιατί είχε και μια άλλη επιλογή, πέρα από τη μία επιλογή, είχε και μια δεύτερη επιλογή. Ναι, τότε και εγώ… Οι συνθήκες ήταν αυτές που δημιούργησαν… Δηλαδή, τι έκανα; Έκοψα την πλάκα στη μέση, τον κάτω το χώρο... Όχι, δημιούργησα το «Mercedes» τη μεγάλη την αίθουσα ας πούμε και λοιπά, χωρητικότητα 3.000! Δηλαδή, Χριστούγεννα, Παραμονές τέτοιες γιορτές, γινόταν το φοβερό! 3.000 εισιτήρια κοβόντουσαν ας πούμε. Ήταν το «Mercedes» τότε. Δημιουργήθηκε το «Mercedes», μια ντίσκο τεράστια, πολύ μεγάλη. Με πολύ μεγάλη χωρητικότητα και πάρα πολύ κόσμο. 5-6 χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία, αλλά ήταν ένα γεγονός στην Κατερίνη, αξιοσημείωτο. Επειδή το σινεμά το αγάπησα από τότε που το υπηρέτησα, μετά από ένα εξάμηνο περίπου, λειτουργίας του «Mercedes» χώρισα το μπαρ το κεντρικό, που ήταν πολύ μεγάλο στα δύο, το πήγα στα πλάγια, έβαλα θέσεις σκηνοθετών, όπως ήτανε, τις είχα τοποθετήσει έτσι. Είχα τον θάλαμο προβολής, κατέβαζα την οθόνη και σχημάτισα παρέες. Σχηματίστηκαν παρέες, δηλαδή καθίσματα και τραπέζι μαζί. Και εκεί ρίχναμε προβολή, συγχρόνων ταινιών. Ταινιών… Τώρα θα μου πεις: «Ο ήχος και η εικόνα δεν ήταν στο 100%», αλλά παρόλα αυτά, ο άλλος έπινε τον καφέ του ή την μπύρα του ή το ποτό του και έβλεπε την ταινία σε μεγάλη οθόνη. Ναι, και αυτό κράτησε από το ‘93 μέχρι το 2000 περίπου, 7 χρόνια, όταν έριξα την πλάκα στη μέση, χώρισα πλέον τον κάτω χώρο και δημιούργησα επάνω 2 αίθουσες κινηματογράφου και λειτουργεί από τότε μέχρι και τα σήμερα, από τη δεκαετία του… Από το 2000 και μετά, λειτουργεί έτσι με 2 αίθουσες κινηματογράφου. Βέβαια, όλα αυτά εκσυγχρονίστηκαν, ο ήχος έγινε τέλειος, η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική, το κάθισμα ήταν άνετο και καλό, η εικόνα είχε αναμορφωθεί. Σκεφτείτε ότι χάθηκε σιγά-σιγά το φιλμ, το κλασικό φιλμ ας πούμε, αντικαταστάθηκε από ένα σκληρό δίσκο, του οποίου η εικόνα ήταν τέλεια, δεν είχε κοψίματα, δεν είχε τίποτα από όλα αυτά που συνέβαιναν [00:10:00]παλαιότερα χρόνια, με τα κάρβουνα. Οι μηχανές αλλάξανε πάρα πολύ. Ναι, μια μοντέρνα… Α! Και κάτι ακόμα που είναι σημαντικό, είναι ότι για να παίξουμε μια ταινία από Αμερική, πέρναγε ένας χρόνος, νομίζω περίπου στην Ελλάδα. Σε εμάς για να παίξουμε μία ταινία, που προεβλήθη στην Αθήνα, περνάγανε κάποιοι μήνες και σήμερα παίζουμε σύγχρονες προβολές με όλο τον κόσμο. Δηλαδή ό,τι παίζεται στην Αμερική, στην Ευρώπη και οπουδήποτε ας πούμε παίζεται και στην Κατερίνη, στον Κινηματοθέατρο «Ευκαρπίδη». Συγχρόνως.

Α.Π.:

Τι ήταν αυτό που σας, αν υπήρξε κάτι, που σας δυσκόλεψε, έτσι, σε όλη την πορεία σας με τον κινηματογράφο και παλιότερα και τώρα. Τι θα λέγατε, ότι ήταν αυτό;

Β.Ε.:

Οι κρίσεις που περάσανε. Ήταν έντονες και μεγάλες. Και δεν μπορούσες να τις αντιμετωπίσεις. Δεν ήταν πλέον ούτε θέμα ταινιών, γιατί ο κόσμος για ένα διάστημα λες και δεν ήθελε να πάει σινεμά. Καθηλωμένος στην τηλεόραση, στο βίντεο ή ας πούμε και λοιπά… Ήτανε… Τα εισιτήρια είχαν μειωθεί πάρα πολύ, δηλαδή άρχισε να γίνεται προβληματικό το σινεμά. Ταινίες που δουλεύανε ήταν 2-3-4 το χρόνο, ναι. Ελληνικές ταινίες δεν υπήρχαν, δεν γυριζόντουσαν ή δεν ανταποκρινόντουσαν στο κάλεσμα του κόσμου.

Α.Π.:

Και αυτό έτσι, που σας εξιτάρει πάρα πολύ στον κινηματογράφο; Που σας ευχαριστεί να ασχολείστε με αυτό;

Β.Ε.:

Το σινεμά.

Α.Π.:

Το σινεμά.

Β.Ε.:

Το σινεμά σαν μέσο διασκέδασης, αλλά και σαν μέσο πολιτισμού. Και ο πολιτισμός ας πούμε, σε εμένα, ισορροπεί με τη διασκέδαση, γιατί… όχι μόνο διασκέδαση και οπωσδήποτε πρέπει να είναι καλή, αλλά είναι και θέματα πολιτισμού. Για αυτό πάντα στην αίθουσα μου, φιλοξενούσα παραστάσεις είτε Ποντιακού θεάτρου, είτε ερασιτεχνικών σχημάτων, πάντα και με καλή πρόθεση και με διάθεση και ναι. Είχα το στοιχείο αυτό. Σε εμένα δέθηκε το στοιχείο του πολιτισμού με την επιχειρηματικότητα και με το κέρδος. Ήτανε… Δηλαδή, το είχα ισορροπήσει λιγάκι.

Α.Π.:

Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο; Κάτι άλλο που θα θέλατε να μας πείτε, σχετικά με τους κινηματογράφους, σχετικά με την πορεία σας όλη;

Β.Ε.:

Εντάξει, εγώ νιώθω έτσι, νιώθω καλά. Νιώθω περήφανα και νιώθω καλά και νιώθω καλά, όταν συναντώ ανθρώπους έξω φίλους, γνωστούς, που μου λεν, ότι: «Τέλος πάντων, σε ευχαριστούμε που κράτησες το σινεμά και το θέατρο όλο αυτό το διάστημα κι έτσι μας δίνεις την ευκαιρία, να απολαύσουμε μια καλή ταινία ή μια καλή παράσταση». Αυτό είναι για εμένα, το ό,τι καλύτερο! Και ότι το Επιμελητήριο της Πιερίας, στη βράβευση επιχειρηματιών, έχει συγκαταλέξει και το δικό μου το όνομα, είναι κάτι που με τιμά.

Α.Π.:

Όλα αυτά τα οργανώνατε μόνος σας; Δηλαδή, είχατε βοήθεια από κάπου ή μόνος σας σκεφτόσασταν; Ας πούμε και για το «Μercedes» και για τα άλλα τα σινεμά. Μόνος σας…

Β.Ε.:

Ναι, όταν μπήκα στο σινεμά πλέον, από δω, όταν ξεκίνησε η πορεία μου από δω, ναι. Ήταν δικές μου επιλογές. Κάποια στιγμή τα παιδιά μου με βοηθήσανε, γιατί και τα 3 μου παιδιά είναι στο χώρο αυτόν, ο οποίος ανεπτύχθη, βέβαια, δεν έμεινε μόνο το σινεμά με τις 2 αίθουσες. Είναι το roof garden, το οποίο είναι μοναδικό στην Ελλάδα – από ό,τι λένε όλοι, από ό,τι μου λένε και εμένα αλλά και έτσι – δεν υπάρχει χώρος σαν το δικό μας στο Bowling – για το Bowling μιλάω – που να υπάρχει στην Ελλάδα, δεν υπάρχει. Και αυτό μου το είπαν πολλοί, πάρα πολλοί και Αθηναίοι και επώνυμοι και γνωστοί και… Είναι ένας χώρος καταπληκτικός. Είναι το roof garden. Είναι το… όχι το roof garden. Είναι όλη η ιστορία αυτή. Το net café, το «Βαφλάκι» και λοιπά, δηλαδή αξιοποιήθηκε ο χώρος. Το κενό μου είναι το κάτω, που είναι σούπερ-μάρκετ. Το νοίκιασα σε σούπερ-μάρκετ.

Α.Π.:

Ναι εντάξει δεν είναι τυχαίο, που η πλατεία όλη εδώ ονομάζεται «πλατεία Ευκαρπίδη».

Β.Ε.:

Ναι, ναι δεν ονομάζεται έτσι, βέβαια-

Α.Π.:

Ναι, αλλά όλοι…

Β.Ε.:

Έτσι, έτσι-  

Α.Π.:

Έτσι τη γνωρίζουν-

Β.Ε.:

Ξέρεις… το όνομά σου;-

Α.Π.:

Αθηνά.

Β.Ε.:

Ξέρεις βρε Αθηνά… Όταν μπορείς να συνδυάσεις, αυτό είπα και πάντα το λέω, την αγάπη σου για το επάγγελμα, να την κάνεις επάγγελμα… Αυτό που αγαπάς, αν το κάνεις επάγγελμα, θα πετύχεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Φτάνει αυτό που κάνεις, ό,τι [00:15:00]κάνεις, να το αγαπάς. Αν το αγαπήσεις, θα το πας μπροστά. Αν συμβιβαστείς και δε βαριέσαι και έτσι, τι να κάνουμε αυτό μου έτυχε, δε θα προχωρήσεις. Και εγώ το σινεμά το αγάπησα. Και το σινεμά και το θέατρο. Και πορεύτηκα πάντα, με αυτή την αγάπη. Για αυτό και δημιούργησα.

Α.Π.:

Το αγαπήσατε από τους γονείς σας; Από την οικογένειά σας;

Β.Ε.:

Όχι.

Α.Π.:

Από μικρός;

Β.Ε.:

Όχι, οι γονείς μου και οι δύο γιατροί ήτανε. Ο πατέρας μου πρώτος κλινικάρχης στην Κατερίνη, μαιευτήρας, γυναικολόγος, τα πάντα. Η μητέρα μου οδοντίατρος. Ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με το σινεμά. Μα καμία σχέση! Καμία σχέση με το σινεμά. Είχε την κλινική του, είχε το δικό του το επάγγελμα. Εγώ το αγάπησα από νωρίς. Από νωρίς έτσι το αγάπησα και έτσι ξεκίνησα. Θυμάμαι πήγαινα Γυμνάσιο, Γυμνάσιο πήγαινα, τελευταία τάξη του Γυμνασίου, εξατάξιο τότε βέβαια… Όταν ο διευθυντής μας, ένα πολύ καλό παιδί και μέντορας δικός μου, έφυγε Θεσσαλονίκη, για τις δικές του τις δουλειές να δημιουργήσει εκεί πέρα και μου λέει ο μπαμπάς μου, λέει: «Βασίλη, παίρνεις την διεύθυνση» και διεύθυνση τι εννοούμε; Να πάω Θεσσαλονίκη, να κλείσω ταινίες, να κάνω το πρόγραμμα των ταινιών. Αυτό ήταν σημαντικό για το σινεμά. Πώς θα επιλέξεις τις ταινίες, τις εταιρείες, οι οποίες ήταν πολλές στη Θεσσαλονίκη, με ποιες να συνεργαστεί, όλο αυτό. Και ήμουνα ναι… ήμουνα… Τελείωνα το σχολείο τότε και έδινα εξετάσεις για πανεπιστήμιο. Και μου άρεσε πάρα πολύ και τα κατάφερα.

Α.Π.:

Πότε ήτανε περίπου η πρώτη σας ταινία, που είδατε εσείς ο ίδιος στο σινεμά; Από παιδί, πού;

Β.Ε.:

Στο δικό μου σινεμά, για έξω;

Α.Π.:

Όχι, όχι γενικά.

Β.Ε.:

Στα «Τιτάνια» του Γατσιού, του συγχωρεμένου του Γατσιού του Βασίλη. Μπορώ να σου πω κάθε βράδυ, το καλοκαίρι ήμουνα εκεί πέρα. Θερινό σινεμά.

Α.Π.:

Ναι.

Β.Ε.:

Ναι, στα χειμερινά δεν είχα πάει. Αλλά στο θερινό και ειδικά στα «Τιτάνια» του συνονόματου, ο οποίος στην αρχή, ας πούμε, ήταν και ο πρώτος μας διευθυντής εδώ πέρα στο «Ευκαρπίδη». Εγώ πήγαινα κάθε μέρα, ήμουνα εκεί πέρα, έτσι θερινό… κρεμασμένος στην οθόνη έτσι, ναι.

Α.Π.:

Και έτσι ξεκίνησε η αγάπη σας.

Β.Ε.:

Η αγάπη ναι. Έτσι πιστεύω ότι… Μου άρεζε πάρα πολύ.

Α.Π.:

Ναι. Ωραία. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Κάτι άλλο που θα θέλατε να πείτε έτσι;

Β.Ε.:

Όχι, όχι.

Α.Π.:

Ωραία. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ κύριε Βασίλη.

Β.Ε.:

Και εγώ σε ευχαριστώ βρε Αθηνά μου. Να ‘σαι καλά.

Α.Π.:

Να ‘στε καλά.