© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Οι Γερμανοί παίζανε μαζί μας, σκοπεύοντας εμάς!» O κ. Βύρων Αλεξιάδης εξιστορεί τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη

Κωδικός Ιστορίας
25780
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βύρων Αλεξιάδης (Β.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/10/2023
Ερευνητής/τρια
Βασιλική-Διαμάντω (Σίλια) Φασιανού (Β.Φ.)

[00:00:00] 

Β.Φ.:

Καλημέρα.

Β.Α.:

Καλημέρα.

Β.Φ.:

Είμαι η Σίλια Φασιανού, είναι 22 Οκτωβρίου του 2023, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Βύρωνα, θα μου πείτε λίγα λόγια για εσάς;

Β.Α.:

Είμαι ο Βύρων Αλεξιάδης. Είμαι στα 90 μου, το ‘34 γεννημένος, 1934. Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη. Και όλως τυχαίως, η κατοικία όπου μέναμε σαν οικογένεια, τύχαινε να είναι πάντα δίπλα ή παραδίπλα σε σχολείο. Σε εκπαιδευτήριο κοντά στο Πειραματικό Σχολείο στην οδό Αγίας Σοφίας, στο Εκπαιδευτήριο Βαλαγιάννη στο κάτω μέρος της οδού Αγίας Σοφίας. Στο Κολλέγιο Ανατόλια, όπου έμεινα στο σχολείο εκεί 25 τουλάχιστον χρόνια. 

Β.Φ.:

Έχετε αδέρφια; 

Β.Α.:

Έχω άλλα τρία αδέρφια, αλλά τα οποία τα δύο δεν είναι σε ζωή, είναι μόνο η αδερφή. Εγώ είμαι ο τέταρτος, ο τελευταίος της οικογένειας. 

Β.Φ.:

Ωραία. Και η καταγωγή… 

Β.Α.:

Ο ένας αδερφός ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ο Κώστας. Ο Περίανδρος είχε τυπογραφείο. Είχε ακολουθήσει τη τέχνη τη τυπογραφική από τον πατέρα μας, που ήτανε αρχιεργάτης του τυπογραφικού μέρους της εφημερίδας «Φως», η οποία εφημερίδα «Φως» ήταν απέναντι από την Αχειροποίητο την εκκλησία. 

Β.Φ.:

Η καταγωγή του πατέρα σας; 

Β.Α.:

Από το Σουφλί στον Έβρο. Με διάφορα ενδιαφέροντα σημεία της ζωής τους. Το Σουφλί ήταν αναγνωρισμένο –και παραμένει, αν δεν κάνω λάθος– σαν τόπος παραγωγής μεταξιού. Αναπτύσσουν πολύ την σηροτροφία. Και αναπτύσσουν πολύ τη μουριά, γιατί η σηροτροφία είναι μέρος… Αναπτύσσεται και τρώει… Οι κάμπιες –γιατί γι’ αυτό μιλούμε– τρώνε τα φύλλα της μουριάς, με αυτά ζουν και αναπτύσσονται. Και μια φορά βράδυ που μας είχαν φέρει έτσι ένα μικρό κουτάκι για να τα δούμε πώς είναι με φύλλα μουριάς και κάμπιες, ακουγόντανε το: «Κρουτς κρουτς κρουτς», από το μάσημα που κάμναν των φύλλων. Ήταν πολύ ενδιαφέρον. Και οπωσδήποτε η καταγωγή του μπαμπά και… Τώρα από τις οικογένειες που μείναν εκεί, που ήταν εκεί και εμείς δεν ξέρουμε ποιοι είναι, δεν μάθαμε ποτέ ποιοι είναι. Στον καιρό της κατοχής, ο μεγάλος μας αδελφός ο Περίανδρος, έκανε δυο-τρία ταξίδια εκεί, και μας έφερνε τροφές και ειδικά λουκάνικα. Λουκάνικα, τραχανά –τι άλλο;– γιουφκάδες, ονομασίες ντόπιες της περιοχής εκεί, αλλά οι οποίες μας βοηθούσαν πολύ στη διατροφή μας. Μιλώντας για τη διατροφή μας, στη κατοχή μέσα όπου το χρήμα μας δεν είχε καμία αξία και κουβαλούσαμε το χαρτονόμισμα με το τσουβάλι, με τον πατέρα μου πήγαμε στην Στοά Μοδιάνο, η οποία είναι στο τέρμα της οδού Αγίας Σοφίας, επάνω στην Εγνατία. Νομίζω ακόμη υπάρχει εκεί αυτή η στοά. Και ήτανε όλο μαγαζιά τροφίμων. Πήγαμε λοιπόν να αγοράσουμε –τι θα αγοράσουμε;– ό,τι βρίσκαμε να αγοράσουμε. Και βρήκαμε λάχανα να αγοράσουμε. Δύο λάχανα που πήραμε, αφήσαμε ένα σακί γεμάτο χαρτονομίσματα. Σακί μεγάλο όχι σακάκι, σακίδιο, σακί. Και υποχρεωτικά μας είπανε ότι: «Αγοράζοντας και δίνοντας σε εσάς αυτά τα δύο λάχανα, θα πάρετε υποχρεωτικά και λαχανίδες, θέλετε δεν θέλετε. Αλλιώς δεν παίρνετε τα λάχανα». Την εποχή εκείνη η λαχανίδα ήταν ένα φυτό πολύ down σαν διατροφή. Τώρα την παίρνουμε, την κάνουμε σαλάτα αξίας, την τιμούμε και μας τιμάει. Και όποτε παίρνουμε και εμείς λαχανίδα τα θυμόμαστε αυτά τα πράγματα. Σακί χαρτονομίσματα!

Β.Φ.:

Ήταν τόσο ακριβά εννοείται… 

Β.Α.:

Όχι.

Β.Φ.:

Το να πάρετε τα λάχανα… 

Β.Α.:

Όχι, δεν είχε αξία το νόμισμα. Καμιά αξία! Όποιοι είχαν λίρες, ζούσανε όμορφα και ωραία. Λίρες χρυσές. Ζούσαν όμορφα κι ωραία. Οι υπόλοιποι υπέφεραν από πείνα και με τελικό θάνατο. Θάνατοι στους δρόμους, από την πείνα της εποχής εκείνης. 

Β.Φ.:

Θυμάστε κάποιο περιστατικό που να σχετίζεται με την φτώχεια; Είπατε ότι υπήρχε πολλή πείνα. 

Β.Α.:

Μα υπήρχε πολλή πείνα, δηλαδή… 

Β.Φ.:

Τι βλέπατε στους δρόμους τότε; 

Β.Α.:

Ζητιάνους πάρα πολλούς. Και να χάνονται, γιατί πεθαίναν. Εξαφανίζονταν από τον τόπο που τους βλέπαμε. Βρίσκαμε φαγητό σε διάφορους οργανισμούς που μοιράζανε φαγητό. Μια μερίδα, παραπάνω δεν σου δίνανε. Η «Μέριμνα του Παιδιού» είχε αναπτύξει τότε συσσίτιο και μοίραζε κάθε μέρα μερίδες φαγητού σε κόσμο που ζητούσε. Εγώ πήγαινα και έπαιρνα. Και ήμουν την εποχή εκείνη 8-9, αλλά πήγαινα και έπαιρνα με το μπολ φαγητό.

Β.Φ.:

Περιμένατε πολλή ώρα;

Β.Α.:

Ε βέβαια, ουρά. Ουρά! Και αυτό το οποίο θυμάμαι πάρα πολύ καλά, είναι ότι υπήρχε τόση φτώχεια και τόση πείνα, που στην περίπτωση αυτή του συσσιτίου, περίμενε πολύς κόσμος. Γυναίκες, οι οποίες παρακαλούσανε και λέγανε: «Πάμε μαζί, δώστε μας το πιάτο φαγητό σας, σας παρακαλούμε». Εμάς τους μικρούς μας παρακαλούσαν να πάμε μαζί, για σεξ. Εμάς τους οχτάχρονους! Δεν τους ενδιέφερε! Τους ενδιέφερε να μπορέσουν να πάρουν το φαγητό της ημέρας. Αυτό ήτανε μια περίσταση της ζωής μας εκείνη την εποχή, της φτώχειας που υπήρχε. 

Β.Φ.:

Τι σας δίναμε στο συσσίτιο; 

Β.Α.:

Συνήθως ρεβίθια. Όσπρια συνήθως. Ρεβίθια, φασόλια, φακές, τέτοια φαγητά τα οποία μπορούσες να βρεις και στην αγορά, αλλά –είπαμε– με σακιά από χαρτονομίσματα. Να θυμηθώ ένα περιστατικό –και όχι ένα μόνο, δύο-τρία περιστατικά– με την Γερμανική Κατοχή. Μαζί με τον Κώστα, τον αδερφό, τον λίγο μεγαλύτερο, τέσσερα χρόνια διαφορά είχαμε. Βρίσκαμε λύσεις στη ζωή μας, ειδικά διατροφικές ή άλλης μορφής λύσεις. Μία από τις λύσεις αυτές, ήταν… Θέλαμε σαν παιδιά που ήμασταν, μια βάρκα από αυτές από τα σκάφη που υπήρχαν στον Θερμαϊκό. Και μια μέρα οι Γερμανοί φεύγοντας, αποφάσισαν για να εμποδίσουν την… Στα πλοία τα συμμαχικά μας να πλευρίσουν στην παραλία μας, ανατινάξαν σε όλο το μήκος της παραλίας ή σχεδόν σε όλο το μήκος της παραλίας, από το λιμάνι μέχρι περίπου τον Λευκό Πύργο, ανατινάξαν πλοία δικά τους, τορπιλακάτους μικρές. Τα τσακάλια της εποχής μας, την ώρα που βούλιαζαν τα πλοία, μπαίνανε μέσα στα σκάφη αυτά και παίρνανε μπροστά από το σκάφος –εκεί που ήταν οι καπεταναίοι, είχαν τα τεχνολογικά τους μηχανήματα– ό,τι μπορούσαν από αυτά τα πράγματα, γιατί βρίσκαν αγοραστές στην αγορά. Εμείς πιο μικροί, δεν τολμήσαμε να το κάνουμε αυτό. Και μια φορά που μπήκαμε μέσα, πήραμε μερικά σωσίβια. Αλλά θέλαμε να πάρουμε βάρκα. Πηγαίνουμε λοιπόν στο «Μεντιτερανέ» μπροστά, υπήρχαν Γερμανοί που έκαναν φυλακή, σαν φύλακες σε όλη την παραλία, όπου ανατινάζονταν τα σκάφη τους. Σαν μικροί που ήμασταν, δεν μας δώσαν σημασία. Και πήγαμε... [00:10:00]Κατεβήκαμε από τον δρόμο στο πλάι του «Μεντιτερανέ» ξενοδοχείου της εποχής εκείνης, βγήκαμε στην παραλία. Ψάχναμε να βρούμε καμιά βάρκα που θα επέπλεε, από τα πλοία που ανατινάζονταν. Είδαμε μια πολύ μεγάλη βάρκα σε τετράγωνο σχήμα, με τοιχώματα 40 επί 40, τα οποία πλάγια σώματα της βάρκας αυτής, ήταν γεμάτα όλα με φελλό. Έτσι επέπλεε. Στο κενό της βάρκας, από τη μέσα πλευρά βέβαια, υπήρχε διχτυωτό. Πώς βρεθήκαμε στο διχτυωτό αυτό ούτε ο αδερφός μου θυμάται ούτε εγώ θυμάμαι! Βρεθήκαμε όμως στη βάρκα, μέσα στο διχτυωτό αυτό. Καθίσαμε πάνω στο τοίχωμα το οποίο –είπαμε– 40 πόντους, με τα πόδια στο διχτυωτό. Και αρχίσαμε… Βρήκαμε δύο ξύλα πεταγμένα από τα βαπόρια στη θάλασσα. Τα πήραμε, τα κάναμε κουπιά και αρχίσαμε πηγαίναμε προς τον Λευκό Πύργο, γιατί όταν το μέρος –όπως είπα– καλυπτόταν από φύλακες Γερμανούς, μέχρι το Αμερικανικό Προξενείο που ήταν πιο εδώ από τον Λευκό Πύργο. Υπήρχε το Αμερικάνικο Προξενείο πάνω στην παραλία μας, στην Λεωφόρο Νίκης. Κοπηλατούσαμε για να βγούμε εκεί πέρα που ξέραμε ότι στο παραλιακό μας χώρο –ακόμη και τώρα– υπάρχουνε κάποια σκαλάκια, που κατεβαίνεις και μπορείς να πιάσεις τη θάλασσα, που λέμε. Αλλά τα τσακάλια από τη γειτονιά που μας ακολούθησαν, είδαν… Τα φωνάξαμε λοιπόν να ‘ρθουν εκεί. Κοπηλατώντας εμείς για να πάμε εκεί όμως, οι σφαίρες όλες περνούσαν: «Σβιν-σβιν», από πάνω μας. Οι Γερμανοί παίζανε μαζί μας, σκοπεύοντας εμάς! Τι κάναμε και εμείς; Κάτσαμε μέσα στο διχτυωτό, κρεμάσαμε τα πόδια μας στις τρύπες του δικτυωτού και αφήναμε μόνο το χέρι μας να κωπηλατεί για να πάμε προς τα εκεί. Αλλά όλο το άλλο το σώμα ήταν καλυμμένο, αλλά οι σφαίρες σφυρίζαν. Βγήκαμε στο σκαλάκι εκεί κοντά στο Αμερικανικό Προξενείο. Δεν ήταν το Αμερικάνικο Προξενείο, οπωσδήποτε τότε εκεί. Και με τους φίλους μας μαζί, βγάλαμε έξω τη βάρκα. Και με ένα καροτσάκι που πουλούσε πάγο στις γειτονιές, την φορτώσαμε εκεί και από μακριά γύρω γύρω, πήγαμε δηλαδή προς Λευκό Πύργο πλευρά, ανεβήκαμε όλη την Παύλου Μελά πίσω απ’ την Αγιά Σοφιά, και βλέπαμε πού δεν υπάρχουνε Γερμανοί, και περνούσαμε από εκεί. Και καταφέραμε και φτάσαμε στην Γεωργίου Σταύρου, το σπίτι όπου μέναμε. Γεωργίου Σταύρου είναι η οδός παράλληλη της Τσιμισκή και ξεκινάει από Αγία Σοφία και τελειώνει στην Καρόλου Ντηλ. Το σπίτι μας ήταν στον αριθμό 3. Και μιλώντας για σχολεία λοιπόν, παραδίπλα από το σπίτι μας ήταν το 3ο Θηλέων, με 1.500 μαθήτριες. Τότε οι μαθητές-μαθήτριες ήτανε χωριστά, μέχρι πολλά χρόνια μετά. 

Β.Φ.:

Τι την κάνατε τη βάρκα; 

Β.Α.:

Τώρα εκεί θα φτάσω. Και προχωράμε λοιπόν και πηγαίναμε προς το σπίτι μας, χωρίς εμπόδια. Έρχονται ξαφνικά δύο άνδρες και δηλώνουν ότι είναι ΕΛΑΣίτες. ΕΛΑΣίτες ήταν η κομμουνιστική πλευρά του ΕΑΜ, οι άνδρες. Μας δίνουνε χαρτάκι και γράφει επάνω: «Κατάσχεται από τον Ελληνικό Στρατό» και μας την παίρνουν. Πάει η βάρκα μας! Και το ίδιο πάθαμε με την κατάσχεση, όταν ήρθανε οι Εγγλέζοι και βομβάρδισαν το λιμάνι μας, όπου αστόχησαν όμως. Οι πληροφορίες τους δεν ήταν καλές. Kαι αντί να βομβαρδίσουν το λιμάνι μας, βομβάρδισαν την περιοχή στα Λαδάδικα. Τα τωρινά Λαδάδικα, που τότε ήτανε όλο κτίρια από αποθήκες με τρόφιμα. Και τώρα βρίσκεις εκεί κάνα δύο λαδεμπορικά, αλλά όχι άλλα γιατί σηκώθηκαν μοντέρνα κτίρια ή και τα παλιά ανακαινίστηκαν και καλλωπίστηκαν. Ήρθαν λοιπόν οι Εγγλέζοι, μετρήσαμε 44 αεροπλάνα συγχρόνως που ήρθαν. 

Β.Φ.:

Πότε έγινε αυτό; Θυμάστε; 

Β.Α.:

Όχι…

Β.Φ.:

Εντάξει.

Β.Α.:

Τέτοια λεπτομέρεια όχι.

Β.Φ.:

Πόσο χρονών ήσασταν περίπου;

Β.Α.:

Στα 10 θα ήμουν. Τα ακούμε με τον αδελφό μας, που έρχονται και περνάνε από πάνω μας χαμηλά χαμηλά. Και ανεβαίνουμε πάνω στην ταράτσα της πολυκατοικίας μας. Εμείς ήμασταν στον πέμπτο όροφο, αλλά υπήρχε ακόμα ένας όροφος και ταράτσα. Βγαίνουμε χωρίς μυαλό στο κεφάλι μας, φανερά εκεί πάνω στην ταράτσα και χαιρετούσαμε τα αεροπλάνα. Αρχίζουν να περνάνε σφαίρες από δίπλα μας: «Βζιν-βζιν». Από Γερμανούς που ήτανε στην Αγία Θεοδώρα, την εκκλησία στη διπλανή πολυκατοικία, η οποία ήταν όλη επιταγμένη από τους Γερμανούς. Και εκεί ήταν γραφεία και κατοικίες Γερμανών, δίπλα στην εκκλησία. Αυτοί μας είδανε εκεί και άρχισαν να μας πυροβολούν. Εντάξει, το βάλαμε στα πόδια, κατεβήκαμε κάτω. Ήμασταν τυχεροί που βαρεθήκαν και δεν ήρθαν να μας πιάσουν σαν κατάσκοπους. 

Β.Φ.:

Είχαν επιτάξει το διπλανό σπίτι από… Την πολυκατοικία αυτή που λέτε;

Β.Α.:

Της εκκλησίας, ναι. 

Β.Φ.:

Της εκκλησίας, ναι. Είχαν επιτάξει και άλλα σπίτια στη γειτονιά σας ή κτίρια, θυμάστε; 

Β.Α.:

Όχι, Γεωργίου Σταύρου δεν είχαν επιτάξει τίποτα εκεί. Εκεί ήτανε… Ερχόταν και μένανε ή σε επιταγμένο κτίριο, πολυκατοικία, ταγματασφαλίτες –θα το πω–. Άνθρωποι των Γερμανών. Και μένανε σε μια πολυκατοικία, σε δύο ορόφους. Και αυτούς τους χάναμε κάθε μέρα, γιατί φεύγαν και πηγαίνανε να βρούνε εθνικούς στρατιώτες, Έλληνες στρατιώτες πραγματικούς, όχι κομμουνιστές. Ναι –καλά λέω– εθνικούς στρατιώτες και μάχονταν μ’ αυτούς. Και τα απογεύματα αργά που επιστρέφαν –και συνήθως αυτά τα πράγματα γινόντανε στο Κιλκίς, εκεί πηγαίνανε και μάχονταν–, κάνανε… Παίρναν παρουσίες και βλέπανε πόσοι λείπουνε. Πάντα κάποιοι λείπανε. Είχαν σκοτωθεί, είχαν τραυματιστεί. Λοιπόν, θα έρθω στο σημείο εκείνο που οι Γερμανοί ετοιμάζονται για να φύγουν και θα το συνδέσω με τα σκάφη που ανατινάζαν.  Ήτανε η εποχή τους, όπου ετοιμάζονταν να φύγουν, γι’ αυτό βουλιάζαν τα πλοία τους –είπαμε–, για να μην μπορέσουν τα διασυμμαχικά να πλευρίσουν στην παραλία. Πηγαίναμε λοιπόν πάλι μαζί με τον Κώστα, σε μια περιοχή πέρα από το λιμάνι ανατολικά, που λέγεται Ντουντουλάρ. Υπάρχει αυτή η περιοχή σαν περιοχή, Ντουντουλάρ. Εκεί ήταν οπλαποθήκες. Φεύγοντας οι Γερμανοί λοιπόν, ανατινάζανε τις οπλαποθήκες αυτές. Εμείς πηγαίναμε, παίρναμε τις οβίδες, τις χτυπούσαμε την κεφαλή τους κάτω σε σκληρό έδαφος, σε πεζοδρόμιο συνήθως. Έπεφτε το μολύβι, ξεκολλούσε από τον κάλυκα και παίρναμε το μπαρούτι. Μακαρόνια τα λέγαμε, ήτανε μακρινά σαν μακαρόνια, το μπαρούτι. Και το πουλούσαμε σε φούρνους. Οι φούρνοι… Οι φουρνάρηδες το χρησιμοποιούσανε για να ανάβουν τους φούρνους τους και να κάνουνε ψωμί ή φαγητά. 

Β.Φ.:

Και πώς μπήκατε μέσα στις οπλαποθήκες; 

Β.Α.:

Δεν μπαίναμε μέσα. Οι Γερμανοί οπισθοχωρούσαν συνέχεια, ήταν πεταγμένες οι οβίδες. Παντού έβρισκες οβίδες στην περιοχή του Ντούντουλαρ. Ήταν εποχή που είχαν ήδη φύγει αρκετοί Γερμανοί. Και από εκεί που ανατινάζαν ακόμα τις οπλαποθήκες. Και είχαν έρθει Εγγλεζάκια, όπως λέγανε Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια, έτσι τραγουδούσαν τότε Ήρθαν Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια και με…, δεν θυμάμαι το παρακάτω. Υπήρχε ένα μικρό άρμα μάχης, ύψους όχι περισσότερο από 1,20-1,30, το οποίο κυκλοφορούσε στην [00:20:00]περιοχή αυτήν, όπου υπήρχαν οι βόμβες, οι σφαίρες, νάρκες. Και μας λέγανε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία: «Μην πάτε προς τα κει, αυτό έχει εντολή να βάζει οριζόντια σε ένα ύψος ένα μέτρο, 1,20. Θα πηγαίνετε σερνόμενοι κάτω, δεν θα έχει κανένα φόβο, δεν βαράει ποτέ χαμηλότερα». Και μια άλλη συμβουλή που μας είχαν δώσει και την ζήσαμε στην πράξη: «Μην παίρνετε οβίδες που μπροστά τους έχουνε καψούλα». Υπήρχαν οι οβίδες με τη μύτη μπροστά και οβίδες που μπροστά ήταν πλατιά. Και εδώ είχε καψούλα, που όταν αυτή έβρισκε κάτω στο έδαφος, γινόταν χίλια κομμάτια. «Μην παίρνετε τέτοια οβίδα, γιατί μπορεί να σας μείνει στα χέρια, οπότε πάτε». Ένα παλικάρι 16-18-20 δεν την άκουσε αυτή τη συμβουλή και πήγε προς τα εκεί, για να βγάλει τα μακαρόνια από τέτοιες οβίδες. Ταξίδεψε, έφυγε. Τον πήρε μαζί του η οβίδα. 

Β.Φ.:

Το είδατε αυτό εσείς; Το είδατε αυτό;

Β.Α.:

Το είδαμε αυτό ναι, το είδαμε. Ακούσαμε το μπαμ και κοιτάξαμε. Βασικά κοιτούσαμε γιατί μας είχαν πει: «Μην πάτε προς τα εκεί». Αφού κάποιοι λοιπόν πηγαίναν προς τα εκεί, κοιτούσαμε να δούμε, αν δεν υπάρχει πρόβλημα γιατί να μην πάμε και εμείς. 

Β.Φ.:

Πηγαίνατε ομάδες εκεί πέρα, παιδιών; 

Β.Α.:

Ναι, ομάδες αλλά όχι σαν παρέες. Τι συνέβη μια φορά με έναν φουρνάρη; Δεν μας πλήρωνε, δεν τον βρίσκαμε για μας πληρώσει. Και ήρθε ένας: «Ποιον ζητάτε ρε; Τον κύριο...» Λέμε: «Ναι βέβαια». «Φύγετε! Και εκείνος ψάχνει να σας βρει». Έτσι όπως πέταξε τα μπαρούτια μέσα στον φούρνο από κάτω που ήδη έκαιγε, η φλόγα πετάχτηκε προς τα έξω, τον άρπαξε το πρόσωπο. Δεν τα πήραμε τα λεφτά εκείνα. 

Β.Φ.:

Πόσα λεφτά παίρνατε συνήθως; 

Β.Α.:

Δραχμές ήτανε βέβαια, αλλά τέτοιο πράγμα… Θα έλεγα, όσα μας δίνανε. Ήταν πιο εύκολο. Άλλο με τέτοιες περιπτώσεις, με Γερμανούς… 

Β.Φ.:

Σε εκείνο το περιστατικό που είπατε για τα Λαδάδικα που ήσασταν πάνω στην πολυκατοικία…

Β.Α.:

Ναι.

Β.Φ.:

Και μετά κατεβήκατε… 

Β.Α.:

Εκεί που μετρήσαμε τα αεροπλάνα τα οποία βομβάρδισαν τα Λαδάδικα, αλλά δεν βομβάρδισαν το λιμάνι. 

Β.Φ.:

Μετά εκείνη τη μέρα, θυμάστε τι έγινε; 

Β.Α.:

Να προσπαθήσω να θυμηθώ. 

Β.Φ.:

Φοβηθήκατε εκείνη τη μέρα που είδατε τα αεροπλάνα; 

Β.Α.:

Όχι μόνο δεν φοβηθήκαμε, καθόλου, ίσα ίσα είδαμε δικούς μας ανθρώπους. Και τους χαιρετούσαμε –είπαμε– από κει επάνω, από την ταράτσα. Αλλά και τι είχε συμβεί τότε; Δεν μου ‘ρχεται κάτι.

Β.Φ.:

Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο και τη γειτονιά σας;

Β.Α.:

Γεωργίου Σταύρου. 

Β.Φ.:

Ναι, όσο ήσασταν μικρός; 

Β.Α.:

Ήτανε μια όμορφη γειτονιά. Πεζοδρομημένη, άσφαλτο, γιατί ήταν από τους κεντρικούς χώρους της Θεσσαλονίκης. Εκεί μαζευόμασταν πάρα πολλοί και παίζαμε ποδόσφαιρο. Μπάλα θα πω. Κάποια πάνινη που είχαμε συρράψει κομμάτια από υφάσματα, δεν υπήρχαν μπάλες πουθενά τότε. Και με τέτοιες μπάλες παίζαμε και γινόταν ο χαμός στη γειτονιά, με πάντα παραπονούμενο έναν καπετάνιο από σκαφάκι το οποίο έκανε δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Περαία-Μπαξέ-Αγία Τριάδα, απέναντι στις παραλίες. Και όλο πήγαινε και ειδοποιούσε την αστυνομία. Ερχόταν η αστυνομία, μας έπαιρνε την μπάλα. Ποια μπάλα; Δεν μας έκανε τίποτα άλλο, μας έπαιρνε την… Γιατί κάναμε φασαρία. Ο άνθρωπος δούλευε όλα τα πρωινά και με τη φασαρία μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί λίγο το μεσημέρι, για να πάει απογευματινό ταξίδι. Να πάρει όσους πήγε εκεί τις πρωινές ώρες, να τους φέρει πίσω. Έτσι άλλο συμβάν εκεί στην Γεωργίου Σταύρου… Ναι, υπάρχει συμβάν, χιούμορ! Παίρναμε παλιά πορτοφόλια, δέναμε τη μια τους άκρη με σπάγκο. Το πορτοφόλι τα αφήναμε συνήθως στη γωνία Γεωργίου Σταύρου και Αγία Σοφία που περνούσε κόσμος πολύς. Και στη δική μας τη γειτονιά το ξέραμε. Βάζαμε τον σπάγκο κάτω στην ένωση της ασφάλτου με το πεζοδρόμιο και τραβούσαμε τον σπάγκο πέρα, στα 30 μέτρα, 40 μέτρα. Οπότε όποιος έσκυβε να πάρει το πορτοφόλι, το πορτοφόλι περπατούσε και το κυνηγούσε και το κυνηγούσε, ώσπου στο τέλος κυνηγούσε εμάς. Το πορτοφόλι πάντως δεν είχε τίποτα να πάρει, μας έβριζε και έφευγε, όποιος ήταν. Εκεί στην Γεωργίου Σταύρου ανάβαμε ασετυλίνες, τις οποίες βάζαμε κάτω από κουτιά, κονσερβοκούτια. Και ανατιναζότανε η ασετυλίνη, ανατιναζότανε το κονσερβοκούτι επάνω και μπουμ, και έφευγε, πετούσε. Πολλές φορές αργούσε να λειτουργήσει η ασετυλίνη στο άναμμά της ή στην πυροδότησή της. Οπότε μια μέρα ένας από όλους μας βαρέθηκε να περιμένει αυτό το πράγμα, πήγε να δει μην τυχόν και έσβησε και άδικα περιμένουμε. Όταν έφτασε από πάνω για να δει «Μπουμ», το κουτί στο μέτωπο, σχίστηκε το μέτωπο. Ερυθρός Σταυρός στο λιμάνι, εκεί κάτω ήταν ο Ερυθρός Σταυρός. 

Β.Φ.:

Και πηγαίνατε σχολείο εκεί δίπλα; Δημοτικό; 

Β.Α.:

Στο 21ο Δημοτικό, το οποίο ήταν απέναντι από την Σχολή Βαλαγιάννη. Τώρα είναι μουσείο. Είναι το γωνιακό κτίριο, το αντίθετο της Μητροπόλεως, της εκκλησίας. Εδώ πάνω είναι η εκκλησία και εδώ κάτω είναι αυτό το κτίριο. Με τον αυλόγυρό του. Εκεί πήγα μέχρι την τετάρτη τάξη. Πέμπτη-έκτη δεν πρόλαβα να γραφτώ εκεί. Είχαν καθυστερήσει οι γονείς μου να με γράψουν και πήγα στο 26ο Δημοτικό, δίπλα στην Αχειροποίητο. Δεν υπάρχει τώρα. Ένα διάστημα λειτούργησε εκεί πέρα. Και μετά όταν έφυγε πήγε κοντά στην Καμάρα, στην «Σχολή Οικοκυρικών», η οποία είναι μπροστά από μια εκκλησία. Πώς λέγεται εκείνη η εκκλησία; Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι καθόλου. 

Β.Φ.:

Φορούσατε μαθητική στολή;

Β.Α.:

Όχι. Θυμάμαι όμως ότι μια χρονιά δεν κάναμε καθόλου μαθήματα. 

Β.Φ.:

Γιατί;

Β.Α.:

Είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία στην κυριολεξία, και την ημέρα. Και τα σχολεία τα είχαν κλείσει. Και μια χρονιά κάναμε δύο τάξεις μαζί σε μία χρονιά μέσα, δηλαδή κάποιους μήνες, 2-3 μήνες μια χρονιά, 2-3 μήνες την άλλη χρονιά. 

Β.Φ.:

Ποιες τάξεις θυμάστε; 

Β.Α.:

Τέσσερις τάξεις είχα πάει στο 21ο είπαμε. Πρέπει να ήταν λοιπόν πέμπτη-έκτη τάξη. 

Β.Φ.:

Που πήγατε στο άλλο σχολείο; 

Β.Α.:

Ναι. 

Β.Φ.:

Και ήσασταν σπίτι σας δηλαδή εκείνες τις χρονιές;

Β.Α.:

Ναι.

Β.Φ.:

Κάνατε μαθήματα καθόλου στο σπίτι; 

Β.Α.:

Ποιος να ‘κανε; Ποιος είχε όρεξη για τέτοια πράγματα; 

Β.Φ.:

Πώς ήταν εκείνες οι δύο χρονιές; 

Β.Α.:

Εμείς ήμασταν παιδιά και ήτανε ο παράδεισός μας, η καλύτερη εποχή. Τελειώνοντας λοιπόν το δημοτικό από κει, η μαμά μου κάπου διάβασε ότι… Εξετάσεις για το «Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια». Και πήγε και με έγραψε και εμένα. Έδωσα τις εξετάσεις και πέρασα στην προκαταρκτική, όχι στην πρώτη τάξη. Μια προπαρασκευαστική γιατί είχανε την αγγλική γλώσσα μέσα στα μαθήματά τους. Εμείς δεν ξέραμε ούτε τα ελληνικά, όχι τώρα τα αγγλικά. Πέτυχα λοιπόν και πήγα στο «Κολλέγιο Ανατόλια». 

Β.Φ.:

Τι εξετάσεις δίνατε τότε; 

Β.Α.:

Αρκετή αριθμητική, προπαίδεια θα έλεγα, 5 φορές το 7 που λένε. Και κάποια φιλολογικά. Μας ρωτούσανε προφορικά την [00:30:00]έννοια κάποιων λέξεων, αυτό τίποτα παραπάνω. Τα πάντα ήτανε η αριθμητική. Και στο Κολλέγιο Ανατόλια ήτανε μόνο αριθμητική, πενήντα ασκήσεις, προσθέσεις, αφαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς, διαιρέσεις, κάποιες συναιρέσεις. Πενήντα τέτοια ήτανε και να προλάβεις να τις γράψεις εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος. Εγώ τις είχα λύσει όλες. Είχα μάθει καλά την προπαίδεια. 

Β.Φ.:

Είχατε κάνει προετοιμασία για να δώσετε τις εξετάσεις;

Β.Α.:

Όχι τίποτα. Έτσι ξαφνικά μας ήρθε στο κεφάλι αυτό. Όπως ξαφνικά θα πω, συνέχισε η πρόσληψή μου εκεί επάνω. Στο Κολλέγιο Ανατόλια λοιπόν, πήγα εφτά χρόνια. Κατάφερε η μαμά, γιατί ήταν λάτρης των γραμμάτων. Σπούδασε όλα τα παιδιά της. Η κόρη τελείωσε μικροβιολόγος. Ο ένας γιος, αυτός της παρέας μου, πήγε χημικός και έγινε καθηγητής της χημείας στην Πολυτεχνική Σχολή. Ο μεγάλος με τα γράμματα, ο οποίος ίδρωσε για να τελειώσει την Σχολή Κωνσταντινίδη. Όταν λέμε ίδρωσε, ίδρωσε. Με κάθε μέσο χρησιμοποιήθηκε για να πάρει ένα χαρτί, που λέει: «Απολύθηκε». Και εγώ που έδωσα τις εξετάσεις αυτές. 

Β.Φ.:

Τότε το σχολείο ήταν στην Πυλαία, αλλά η Πυλαία δεν είχε καμία σχέση με το σήμερα, έτσι δεν είναι; 

Β.Α.:

Στο ίδιο μέρος ήτανε.

Β.Φ.:

Ναι, αλλά γύρω γύρω θυμάστε; 

Β.Α.:

Καπουτζήδες, έτσι λέγαμε την Πυλαία. Καπουτζήδες, έτσι ονομάζονταν. Η οποία καλλιεργούσε πάρα πολύ μαύρο σταφύλι, το οποίο το μάζευε και το έκαμε σταφίδα, μαύρη σταφίδα. Και μπάμιες. Ακόμη και τώρα μπάμιες οι οποίες είναι και ακριβές. Αλλά καλλιεργούν μπάμιες οι Πυλαιώτες. Γύρω γύρω από το σχολείο, τα χωράφια που υπήρχαν εκεί, είναι φυτευμένα με μπάμιες. 

Β.Φ.:

Και πώς πηγαίνατε ως εκεί; 

Β.Α.:

Με κάποια μικρά λεωφορειάκια που κάνανε τα δρομολόγια Θεσσαλονίκη-Πανόραμα. Και ξεκινούσαν και είχαν ως αφετηρία τον «Πετεινό», έτσι λεγότανε. Από την οδό Αριστοτέλους, λίγο παραπάνω από την Τσιμισκή, ανεβαίνοντας προς την Βενιζέλου. Όχι προς τη Βενιζέλου… Προς τα επάνω, προς το άγαλμα του Βενιζέλου, πενήντα μέτρα πιο πάνω. Στη γωνία που υπάρχει τώρα ο Τερκενλής και τότε υπήρχε ο Τερκενλής. Από εκεί παίρναμε κουλούρια για την καντίνα, γιατί των μαθητών ήταν η καντίνα. Ό,τι κέρδη έβγαζε, ήτανε για τα παιδιά που δεν μπορούσαν να πληρώσουν για την εκδρομή τους, της έκτης τάξης. Σηκωνόμασταν για να προλάβουμε το λεωφορείο το πρώτο, για να προλάβουμε το πρώτο λεωφορείο για να διαβάσουμε, 06:40… Έφευγε κατά τις 08:00 εκείνο. Προλαβαίναμε να φάμε, να ντυθούμε, να φάμε και να διαβάσουμε μέσα στο λεωφορείο. Τα λεωφορεία ήτανε τέσσερα-πέντε λεωφορειάκια των έξι-οκτώ θέσεων, αυτά ήτανε. Και πηγαινοερχόντουσαν συνέχεια. Ξεκινούσαν λοιπόν από τις 07:00 η ώρα, τελειώνανε 08:00 και…

Β.Α.:

Το Ανατόλια ξεκινούσε πάντα μια ώρα νωρίτερα τα μαθήματά του. Και γι’ αυτό τελείωνε τον κύκλο τον σχολικό, έναν μήνα νωρίτερα από τα άλλα τα σχολεία, από τα δημόσια. Ποτέ δεν τελείωνε νωρίς. Και όλο χαρά τότε, γιατί πηγαίναμε στη θάλασσα όλοι μας. Εγώ πήγαινα πάλι με τον αδερφό μου τον Κώστα στην Αγία Τριάδα, όπου παραθερίζαμε με αντίσκηνο εκεί, όλο το καλοκαίρι. Να θυμηθώ περιστατικό με την κατασκήνωση αυτή;

Β.Φ.:

Ναι.

Β.Α.:

Τελειώσαν τα τρόφιμά μας και κατεβαίνω εγώ αυτή τη φορά στην Θεσσαλονίκη, για να πάρω φαγητά από το σπίτι μας. Ετοιμάζει ένα τσουβάλι, το γεμίζει η μαμά. Μέσα βάζει εκτός από τυρί και ό,τι άλλο μπορεί, και φρέσκο βούτυρο. 15:00 το μεσημέρι ξεκινάει ο «Πολικός», έτσι λεγότανε και ακόμη υπάρχει αυτό το σκαφάκι, και κάνει τέτοια δρομολόγια. Λειτουργούσε για τους εργαζομένους, δηλαδή τους έπαιρνε το πρωί από εκεί και τους επέστρεφε το απόγευμα πάλι στα σπίτια τους. Φεύγοντας λοιπόν με τον «Πολικό» στις 15:00 η ώρα, 16:30 ώρα περίπου… Μην πω 17:00, φτάνουμε Αγία Τριάδα. Αλλά δεν πήγε Αγία Τριάδα εκείνη τη μέρα. Μας κατέβασε όσοι ήμασταν για Αγία Τριάδα, στον «Μπαξέ Τσιφλίκι», όπως λεγόταν, τώρα «Νέοι Επιβάτες». Το σακί στην πλάτη και με τα πόδια για Αγία Τριάδα. Σε κάποιο σημείο μεταξύ Αγίας Τριάδας και Περαίας, ήτανε ένας καταυλισμός στρατιωτικός εγγλέζικος, ο οποίος είχε βάλει φράχτη μέχρι τη θάλασσα. Οπότε εγώ πέφτω πάνω στον φράχτη. Δεν μπορώ να συνεχίσω! Δεν μπορώ να πάρω τον σάκο να μπω στη θάλασσα. Και ακολουθώ λοιπόν τον φράχτη προς τα πάνω. Να βγω στον κεντρικό δρόμο από πάνω. Πήγα λοιπόν, έκανα το «Π» και ξανακατεβαίνω από την άλλη πλευρά. Πάλι περπάτημα. Φτάνω κάποια ώρα Αγία Τριάδα. Περνάω τη γέφυρα, γιατί ξέρω ότι είμαστε πέρα από γέφυρα, και αρχίζω να φωνάζω: «Κώστα, Κώστα!». Κανένας δεν απαντάει. Προχωράω συνέχεια ώσπου βρίσκω το αντίσκηνο. Ο Κώστας κοιμότανε, μα ήταν βράδυ. Με βλέπει να είμαι λουσμένος στο βούτυρο, έτοιμος για τηγάνι. Τόσες ώρες το βούτυρο το φρέσκο είχε λιώσει. Είχα πασαλειφθεί εγώ ολόκληρος.

Β.Φ.:

Εκεί πηγαίνατε πολλά καλοκαίρια;

Β.Α.:

Αρκετά. 

Β.Φ.:

Μόνο με τον αδερφό σας; 

Β.Α.:

Μόνο με τον αδερφό μου, ναι. Αλλά μετά άρχισαν να έρχονται και παρέες, μπασκετμπολίστες παρέες, γιατί είχαμε γίνει γνωστοί και είχαν ακούσει και ερχόντουσαν. 

Β.Φ.:

Μπάσκετ παίζεται από μικρός; 

Β.Α.:

Μπάσκετ έπαιξα από τα 17 μου. Εκείνη την εποχή, δεν ξεκινούσαν όπως ξεκινούν τώρα από τα 9 τους και μικρότερα ακόμη παιδιά. Πολύ αργά… Και έπαιξα μπάσκετ κατά λάθος. Είμαι πέμπτη τάξη στο Ανατόλια όπου υπάρχει κανονισμός που απαγορεύει σε μαθητές που πέφτουν σε δύο μαθήματα σε ένα τρίμηνο, να παίζουν στα αθλήματα, μπάσκετ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο και τέτοια. Οπότε έμεινε η ομάδα χωρίς παίκτες. Και μια κι εγώ αθλούμουν με το τόπι, με πήραν και με βάλαν να παίξω. Είναι τελευταίο λεπτό του αγώνα και χάνουμε με τρεις πόντους, αν θυμάμαι καλά. Και σουτάρω δύο φορές τη μπάλα –την πετάω θα πω, γιατί δεν ξέρω μπάσκετ εκείνη την εποχή– και μπαίνουν δύο καλάθια. Και κερδίζουμε το πρωτάθλημα! Τυχαίνει εκείνη λοιπόν τη φορά… Δεν τυχαίνει, πρέπει να ήτανε γνωστό ότι είναι ο τελικός των τάξεων, γιατί ήταν πρωτάθλημα εσωτερικών τάξεων. Ήταν ο έφορος της ομάδας του Ανατόλια, της επίσημης ομάδας αποφοίτων Ανατόλια, Χατσίκ Παρτεμιάν. Με πήρε αμέσως από το χέρι και με πήγε σε φωτογραφείο, με έβγαλε φωτογραφίες δελτίου. Και έτσι βρέθηκα στο Ανατόλια να είμαι με δελτίο παίκτη στο Ανατόλια. Εκεί έπαιξα αρκετό καιρό σαν έφηβος, ώσπου να έρθει η εποχή της ανδρικής ομάδας, στην οποία έπαιξα πολλά χρόνια. Δεν θα αναφερθώ στα πολλά χρόνια, αλλά σε ένα περιστατικό που έχω δηλώσει και έτσι είναι η ζωή μου, ότι μέχρι να πεθάνω δεν θα ξεχάσω αυτό το περιστατικό. Τα πανελλήνια πρωταθλήματα που βλέπουμε τώρα και γίνονται στα κανάλια και παίζει Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, Ολυμπιακός και δεν συμμαζεύεται, δεν γινόντουσαν έτσι τότε. Αλλά μια εβδομάδα το καλοκαίρι, τον Αύγουστο συνήθως, εφτά ομάδες μαζευόμασταν στο γήπεδο της ΧΑΝΘ. Ή στο γήπεδο της ΧΑΝΘ ή σε άλλο γήπεδο των Αθηνών, και παίζανε ο ένας με όλους τους άλλους. Εμείς λοιπόν με το Ανατόλια παίζουμε τα [00:40:00]τέσσερα πρώτα παιχνίδια, χάνουμε ένα, κερδίζουμε τα τρία. Και στο τέταρτο παιχνίδι, παίζουμε με τον Ηρακλή. Εάν κερδίσουμε αυτό το παιχνίδι, είμαστε πρωταθλητές. Έχουμε ακόμη ένα να παίξουμε, αλλά δεν του δίνουμε σημασία, θα το πάρουμε, το ξέρουμε. Ήτανε ο Σπόρτιγκ. Στο τσεπάκι μας, είχαμε πάρει αέρα τότε! Περνάμε 18 πόντους με τον Ηρακλή και θέλει οκτώ λεπτά να λήξει το παιχνίδι. Για εκείνη την εποχή 18 πόντοι είναι ένα ουράνιο σώμα, άπιαστο. Ο προπονητής μας δυστυχώς, δεν μας κάνει συντήρηση να μας βγάζει όσους είμαστε φορτωμένοι με φάουλ και μας αφήνει να βγαίνουμε με φάουλ έξω. Οπότε μένει στο τελευταίο λεπτό ίσως –και παραπάνω από λεπτό– με πέντε έφηβους παίκτες, άπειρους τελείως. Και οι οποίοι χάσανε και το παιχνίδι. Πώς το χάσανε; Θέλει δευτερόλεπτα και από τη μέση του γηπέδου, πετάει παίκτης του Ηρακλή, ονόματι Κυριάκης, την μπάλα προς το καλάθι μας για να προλάβει τον χρόνο. Και δυστυχώς για εμάς, η μπάλα μπαίνει γκολ. Και χάνουμε με έναν πόντο και χάνουμε το ματς και χάνουμε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, να είμαστε πρωταθλητές. Γιατί πράγματι το άλλο το παιχνίδι το πήραμε περπατώντας. Αλλά μια νίκη που τη θέλαμε, δεν την πήραμε. Και ισοβαθμούμε τέσσερις ομάδες στην πρώτη θέση. Και παίζουμε μπαράζ. Χάνουμε τα δύο παιχνίδια και κερδίζουμε τον Παναθηναϊκό, ο οποίος Παναθηναϊκός όμως έχει κερδίσει τις άλλες δύο ομάδες, και με όποιον και να ισοβαθμίσει εκείνος και έχει ισοβαθμία, επειδή τον κέρδισε, θεωρείται ο νικητής χωρίς αγώνα. Εμείς κερδίζουμε λοιπόν τον Παναθηναϊκό που χρίζεται Πρωταθλητής Ελλάδος. Και εμείς όμως δεν ήμαστε πρώτοι. Και δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό.

Β.Φ.:

Λογικό, το καταλαβαίνω.

Β.Α.:

Μεγάλος αγώνας, μεγάλη προσπάθεια. Και τυχαία βρεθήκαμε να διεκδικούμε το πρωτάθλημα. 

Β.Φ.:

Και παίζατε μέχρι ποια ηλικία μπάσκετ; 

Β.Α.:

29-30, 28 στο Ανατόλια, 29. Επειδή είχα πληροφορηθεί ότι σκέφτονται πώς να με αντικαταστήσουν, μεγάλος πια, τους παράτησα εγώ πρώτος. Δήλωσα ότι έχω σπάσει ένα πλευρό και σταμάτησα να παίζω. Και πήγα και έπαιξα σε ομάδα που είχα δημιουργήσει εγώ, τον ΠΑΟΔ, από παιδάκια 14 χρονών, τρία παιδιά τέτοια. Καταφέραμε και πήραμε το πρωτάθλημα της Β’ Κατηγορίας. Α’ και Β’ υπήρχανε και ανεβήκαμε στην πρώτη κατηγορία Θεσσαλονίκης, όπου με τα τρία αυτά παιδάκια και κάνα δυο ψηλούς που δημιουργήσαμε, πήραμε όπου βρήκαμε, διεκδικήσαμε μέχρι και συμμετοχή στην πρώτη κατηγορία. Ανεβήκαμε στην πρώτη κατηγορία, αλλά ήμασταν άπληστοι, θέλαμε να πάρουμε και θέση στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Πράγμα που δεν καταφέραμε, βέβαια. Όχι για πολύ, βγήκαμε πέμπτοι. Οι τέσσερις πρώτοι πηγαίνανε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Δεν πήγαμε βέβαια. Ύστερα ήρθε κάποια ώρα η Χούντα, έβαλε στρατιωτικό υπεύθυνο στην ομάδα. Εγώ τους χαιρέτησα, τους είπα: «Δεν συνεχίζω». Να μιλήσουμε για την εργασία; 

Β.Φ.:

Πριν περάσουμε στην εργασία, θέλω να μου πείτε λίγο για τα χρόνια… Για τα πρώτα χρόνια που πηγαίνατε στο Ανατόλια. Λίγο έτσι για τα μαθήματα, για τους καθηγητές σας. Μιλούσατε αγγλικά; Πώς ήτανε; 

Β.Α.:

Πήγα προκαταρκτική, η οποία ονομάζεται και προπαρασκευαστική. Εκεί ήταν όλα τα μαθήματα στην αγγλική γλώσσα για να μάθουμε, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε παραπάνω, που είχε πολλά μαθήματα στην αγγλική γλώσσα. Είχαμε έναν Έλληνα καθηγητή της αγγλικής γλώσσας, ονόματι Λιάτσος. Καταπληκτικός άνθρωπος! Καταπληκτικός καθηγητής! Από εκείνον λέω ότι έμαθα αγγλικά. Και έναν θα έλεγα πρωτοετή καθηγητή από Αμερική, που πάντα έχουνε πάνω στο σχολείο κανά δυο τέτοιους, για οικονομικούς λόγους. Μαθαίναμε λέξεις πολύ στα αγγλικά και κομμάτια απ’ έξω να μπορούμε να τα πούμε, αφού βέβαια τα μάθουμε, αγγλικού κειμένου. Συνήθως αυτό το έκανε ο Έλληνας των αγγλικών, καθηγητής. Το μαθαίναμε απ’ έξω και το γράφαμε. Ερχότανε και έλεγε: «Γράψτε το», τίποτα άλλο. Υπήρχε και ένας τρίτος –όχι εκείνος πρέπει να ήτανε στην πρώτη τάξη ένας–, Hill ονομαζότανε. Όταν ανέβηκε η μητέρα μου σε ημέρα γονέων να μάθει τι γίνεται, τι κάνω, ο Hill είπε: «Είναι πολύ κακός μαθητής, 4 θα τον βάλω». Ο Έλληνας των αγγλικών είπε: «Πάρα πολύ καλός ο Αλεξιάδης, 19-20 θα τον βάλω». Τώρα μεταξύ των δύο αυτών, βγάλε εσύ άκρη. Εντάξει κάπου στο 14-15 μετά ήταν στο ενδεικτικό, κάτι τέτοιο. 

Β.Φ.:

Ήταν αυστηροί γενικά οι καθηγητές; 

Β.Α.:

Ήτανε, ήτανε… Αλλά καλοί καθηγητές, πάρα πολύ καλοί καθηγητές. Οι περισσότεροι από τους καθηγητές της εποχής της πρώτης μου, ήταν καθηγητές και στο πανεπιστήμιο. Για αυτό ήταν και πάρα πολύ καλοί καθηγητές, πολλές γνώσεις. Δηλαδή τους αγαπήσαμε, τους λατρέψαμε αυτούς τους ανθρώπους. Υπήρχε θρησκευτικός, ο οποίος ποτέ δεν σου μίλησε για το μάθημα των θρησκευτικών του βιβλίου. Έμπαινε μέσα στην τάξη και έλεγε: «Τι είναι εδώ που κάθομαι;», «Έδρα». «Ας αναπτύξουμε λοιπόν σαν θέμα την λέξη “έδρα”». Και σε οδηγούσε σιγά σιγά, γλυκά γλυκά, εκεί που ήθεέ αυτός. Έδρα αλλά έδρα εκεί που κάθισε και ο Απόστολος Παύλος, πήγε και βρήκε και μίλησε, λέω ένα παράδειγμα…

Β.Φ.:

Ήταν χωρισμένο σε αρρένων και θηλέων; 

Β.Α.:

Ήτανε χωρισμένο σε αρρένων και θηλέων. Και δεν επιτρεπότανε ούτε στα κορίτσια ούτε στα αγόρια, να περνάνε στην απέναντι πλευρά τους. Απαγορευότανε με διώξιμο. Και όχι μόνο αυτό… Ο θρησκευτικός κατέβαινε απογεύματα… Έμενε Χαριλάου, κατέβαινε στο κέντρο της πόλης, στην Τσιμισκή σε μπαλκόνι μαθητού ή από κάποιον γονιό και κοιτούσε να δει ποιοι μαθητές-μαθήτριες σουλατσάρουμε στην Τσιμισκή. Και συνήθως ήτανε μεγαλύτεροι. Την άλλη μέρα αποβολή! Ναι ήταν πολύ σκληρό το σχολείο. Πάρα πολύ σκληρό! Η σκληρότητα φαινότανε από τον αθλητισμό που επειδή δεν πέρασες στα δυο σου μαθήματα, έπεφτες. «Στο σπίτι σου!» Δεν σ’ άφηναν να αθληθείς. Έκτη τάξη, έχουμε έναν φιλόλογο καθηγητή, Μπακαλάκης, τρομερός καθηγητής πανεπιστημιακός. Και η γυναίκα του επίσης καθηγήτρια πανεπιστημιακή, Μπακαλάκη. Ο οποίος στην πέμπτη τάξη μας έκαμνε εκθέσεις. Φιλολογία μας δίδασκε, αλλά αυτός μόνον εκθέσεις. Και έλεγε: «Μην μου πείτε ότι δεν έχετε χαρτί για να γράφετε την έκθεση. Βρείτε μια χαρτοσακούλα, σχίστε την και γράψτε έκθεση. Θα γράψετε όμως έκθεση. Δεν με ενδιαφέρει με τίποτα!». Αυτόν τον ξαναβρίσκω στην έκτη τάξη να μας κάμνει Όμηρο Ιλιάδα. Κάπου πρέπει να με ρώτησε κάτι και εγώ να μίλησα δυνατά. Μα έχω βροντοφωνή, έχω! Στην ημέρα γονέων λοιπόν που ακολούθησε και ανέβηκε η μητέρα μου επάνω, της λέει: «Πείτε τον Βύρωνα ότι εγώ θα τον περάσω.[00:50:00] Αλλά να μην φωνάζει περισσότερο από εμένα!». Ήταν ωραίος, ήτανε… «Πάρτε μια χαρτοσακούλα και γράψτε έκθεση!». Και πράγματι, τι έκανε; Την επόμενη μέρα λοιπόν, της συνάντησης με τους γονείς, με σηκώνει. Ο συμμαθητής μου που κάθεται δεξιά μου, έχει ανοιγμένη… Αυτά τα βιβλία που βοηθούν, τα βοηθητικά –πως τα λένε;–, έχουν κάποιο όνομα, τέλος πάντων… Βοηθητικό, μετάφραση ας πούμε. Λέω: «Να πω εγώ μάθημα;». Λέει: «Ναι Αλεξιάδη». «Άντε ρε λέγε», του λέω του Θόδωρου του διπλανού μου. Με κάνει ερωτήσεις ο καθηγητής και απαντώ εγώ άριστες απαντήσεις, αφού τις διαβάζει από το λυσάριο. Τελειώνω εγώ λοιπόν: «Αλεξιάδη, μας τα ‘πες πάρα πολύ καλά, άριστα. Τώρα Καρασσόπουλε κλείσε το λυσάριο και αρχίνα να μας τα λες και εσύ». Ήταν τσακάλι ο άνθρωπος! Ο άλλος κάηκε ο καημένος.

Β.Φ.:

Και είχατε πολλές ώρες αγγλικά; 

Β.Α.:

Είχαμε. Τρίωρα συνήθως είχαμε. Διαφορετικά μαθήματα αλλά στα αγγλικά, δηλαδή είχαμε κοινωνιολογία στα αγγλικά, πολύ δύσκολο! Μεταφράσεις στα αγγλικά και κάποιο φιλολογικό μάθημα κάποιου συγγραφέα Αμερικανού, και Εγγλέζου ίσως. Πρέπει να ήταν και Εγγλέζου γιατί είχαμε το: «Να ζήσει, να μη ζήσει. To be or not to be».

Β.Φ.:

Όταν πήγατε εσείς στο σχολείο… Απ’ όσο γνωρίζω, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το Κολλέγιο. Όταν πήγατε εσείς είχανε επέμβει στο χώρο, είχαν φτιάξει δικά τους κτίσματα; 

Β.Α.:

Όχι, δεν είχαν κάνει τίποτα απολύτως. Χρησιμοποιούσαν όλα τους τα σχολικά κτίρια. Το μόνο που είχαν κάνει ήταν ότι… Όχι όμως αυτοί! Οι Εγγλέζοι είχαν κάνει διαχωρισμό ενός πάνω χώρου και κάτω χώρου. Δηλαδή το κομμάτι που έβλεπε προς στα κτίρια ήτανε αυλόγυρος του σχολείου για τους μαθητές, ενώ το κομμάτι που έβλεπε προς τη πόλη, εκεί απαγορευόταν να πας. Και αν ακουμπούσες τον φράχτη, είχανε κρεμασμένες κάποιες μηχανές –να πω–, τεχνολογικά ανεπτυγμένες βομβίτσες, οι οποίες εκρήγνυνταν με καπνό. Ο καπνός για να τον δουνε πού είναι, οι φύλακες που είχαν την ευθύνη παρακολούθησης. Και έτσι είχαν χωρισμένο τον χώρο σε μαθητικό χώρο και σε στρατιωτικό χώρο. 

Β.Φ.:

Είχαν φτιάξει καταφύγιο; 

Β.Α.:

Δεν είχαν φτιάξει καταφύγια. Υπήρχαν δύο καταφύγια. Ένα το οποίο ήτανε κάτω και από την άσφαλτο ακόμη, από την κεντρική είσοδο του Macedonia Hall, του κεντρικού εκπαιδευτηρίου, που κατέβαινες από εσωτερικά στον ημιυπόγειο χώρο και με κλειδί μπορούσες να πας σε αυτό το δωμάτιο, όπου ήτανε τελείως απομονωμένο. Ένα δωμάτιο. Και εκεί ήταν μάλλον το καταφύγιο των στρατηγών τους, του διοικητού, του υπεύθυνου του χώρου. Το είχαμε επισκεφθεί αυτό δύο-τρεις φορές σαν μεγάλοι. Και κάλυπτε όλον τον μπροστινό χώρο του κτιρίου –το ξέρεις το κτίριο καθόλου;– από κάτω. Και ένα δεύτερο που ήταν για τον πολύ κόσμο όπως βλέπεις το κτίριο, απέναντί σου. Έτσι, ας πούμε ότι το βλέπεις το κτίριο, στην αριστερή πλευρά του, υπήρχε σκαλάκια που κατέβαιναν γιατί ήταν πολύ υπόγεια οι αίθουσες διδασκαλίας, που από κει έμπαινες μέσα σε καταφύγιο. Είχε πόρτα απέναντι έτσι από τις σκάλες, όπως κατέβαινες. Απέναντι από το κτίριο είχε πόρτα. Και ανοίγοντας την πόρτα βρισκόσουν σε υπόγειους διαδρόμους, οι οποίοι προχωρούσες και έμπαινες σε χωμάτινα δώματα. Ήταν σαν σκαμμένα δωμάτια, όχι χτισμένα δωμάτια. Εκεί ήτανε και πηγαίναν οι στρατιώτες φαντάζομαι. Και για εμάς –θα σου πω αμέσως τι εννοώ για μας–, τους Έλληνες και τους μαθητές. Όταν γινόταν… Εφόσον υπήρχε πόλεμος και γινόταν πόλεμος και πηγαίναμε στο καταφύγιο εκεί, μας πηγαίναν στο καταφύγιο εκεί! Δεν είχε άλλη έξοδο, αυτήν είχε την μία. Αν πάθαινες κάτι, είχες καεί. Γιατί είχαμε σκαμμένο στο χώμα τους χώρους. Κάποιος χώρος έβγαζε κάπου μακριά, αλλά δεν ήτανε προσιτός. Όταν εγώ πήγα πάνω εργαζόμενος, έβαλα φώτα σε όλους αυτούς τους χώρους. Δεν τους πείραξα καθόλου. Και πληροφόρησή σου είναι ότι σε περίπτωση πολέμου, το Ανατόλια τα εκπαιδευτήρια, όλα τα κτίρια ανεξαίρετα, επιτάσσονται από το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Γίνεται νοσοκομείο. Και όταν το ‘74 έγινε επιστράτευση και εγώ επιστρατεύτηκα, και συγχρόνως είχα και την ευθύνη όλων των Αμερικανών που μένανε πάνω στο σχολείο, ήταν τρέλα! Στο σπίτι είχαν τρελαθεί. Ποιο από τα δύο θα πάει; Ευτυχώς πηγαίνοντας στο αστυνομικό τμήμα να ρωτήσω: «Τι θα κάνω στη δουλειά αυτή;», μου είπε: «Φύγετε, πηγαίνετε στο σπίτι σας και όταν σας χρειαστούμε θα σας φωνάξουμε». Όταν ήρθαν οι στρατιωτικοί λοιπόν γιατροί για να μας ειδοποιήσουν ότι επιτάσσεται το σχολείο όλο, τους παρακάλεσα να μας αφήσουν κανα δυο κτίρια που να μπορούν να μείνουν οι άνθρωποι που μένανε εκεί επάνω. 

Β.Φ.:

Αυτό ήταν όταν δουλεύατε;

Β.Α.:

Όταν δούλευα, ναι ναι. Ήρθαν λοιπόν οι στρατιωτικοί γιατροί από το 424 οι υπεύθυνοι και λένε: «Επιτάσσεται το σχολείο σας κύριε Αλεξιάδη, πρέπει να φύγετε μέχρι τάδε μέρα». Και τους λέω: «Δώστε μας κανα δυο διαμερίσματα να πάω τον κόσμο μου». Λέει: «Δεν σας το συνιστούμε. Αυτά που θα βλέπετε, θα λέγατε τι κάνω εγώ εδώ πέρα; Νοσοκομείο θα είναι και θα έρχονται όλοι πληγωμένοι. Όχι γεροί. Θα πρέπει να βλέπετε ανθρώπους με τα έντερα απ’ έξω και τα κεφάλια σπασμένα. Όλοι πληγωμένοι θα είναι. Μην μείνετε, δεν σας το συνιστούμε». Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα και δεν αποκτήσαμε την εμπειρία, γιατί εγώ επέμενα να μείνουμε. Γιατί εμείς μέναμε αρκετά μακρύτερα από τον κεντρικό τον δρόμο που θα περνούσαν όλοι αυτοί για να πάνε στα κτίρια τα σχολικά, όπου στις αίθουσες εκεί θα γινόταν νοσοκομειακοί θάλαμοι. Και δεν έγινε ο πόλεμος με τους Τούρκους και γλιτώσαμε αυτές τις εμπειρίες. 

Β.Φ.:

Τότε εργαζόσασταν στο Ανατόλια ως;

Β.Α.:

Ως οικονομικός διευθυντής και προσωπάρχης διοικητικού προσωπικού και εργατοτεχνικού προσωπικού. Όχι εκπαιδευτικού προσωπικού. Εκεί ήθελε να είσαι εκπαιδευτικός. Εγώ δεν ήμουνα εκπαιδευτικός και έτσι ανέλαβα αυτές τις ιδιότητες… Ειδικότητες. 

Β.Φ.:

Ωραία, να σας πάω λίγο πάλι πίσω, στο τέλος του πολέμου. Παρέμειναν στρατεύματα στο Ανατόλια. Βρετανικά; 

Β.Α.:

Τα βρετανικά που είπαμε που χρησιμοποίησαν τον φράχτη για να μην πηγαίνουμε από την κάτω πλευρά. Ναι.

Β.Φ.:

Εσείς τους βλέπατε;

Β.Α.:

Ναι, βέβαια, μέχρι εκεί. Αλλά δεν είχαμε άλλη επαφή ούτε χρειαζόταν άλλη επαφή. 

Β.Φ.:

Και αποχωρούνε πολύ αργότερα από όταν ήσασταν εσείς στο σχολείο; 

Β.Α.:

Όταν ήμουν ακόμη μαθητής, ναι! Αρκετά αργότερα αλλά δεν θυμάμαι ποιο χρόνο. Όχι, δεν θυμάμαι. 

Β.Φ.:

Ωραία. Θυμάστε αν είχατε Εβραίους συμμαθητές; 

Β.Α.:

Έναν, είναι εν ζωή ακόμη. Και όταν κάποιο καιρό, ένα χρονικό διάστημα ήμουνα στη ΧΑΝΘ στο συμβούλιο πρόεδρος επιτροπής οικονομικών, τον πήρα μαζί μου. 

Β.Φ.:

Ωραία. Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε σε σχέση[01:00:00] με τα χρόνια στο Ανατόλια ως μαθητής; 

Β.Α.:

Όχι, δεν έχω κάτι άλλο να πω.

Β.Φ.:

Ωραία.

Β.Α.:

Ναι θα πω! Το bullying που ασκείται τώρα στους μαθητές και μαθήτριες μεταξύ τους ή και μεταξύ αγνώστων παρεών, είναι παλιό παιχνίδι. Και εμείς το κάναμε πάρα πολύ. Εμείς είχαμε μια περιοχή κήπου, όπου από το πλάι περνούσε το δρομάκι που πήγαινε από το κεντρικό εκπαιδευτήριο, ο πρόεδρος του σχολείου, ο Αμερικανός, στο σπίτι του που ήταν απέναντι. Και εμείς το κομμάτι του κήπου αυτού το είχαμε ονομάσει «Ager Publicus». Το «publicus» σημαίνει δημόσιο, αλλά εμείς δεν αφήναμε κανέναν να περάσει. Όποιος περνούσε θα ξεβρακωνότανε. Τι bullying τώρα μας μιλάνε; Και μιλάμε για το «Κολλέγιο Ανατόλια». Και περνούσε και ο πρόεδρος και μας έβλεπε και δεν μας είπε ποτέ τίποτα. Όπως επίσης παίζαμε πάρα πολύ τη μακριά γαϊδούρα και μετρούσαμε… Τα ελληνικά όχι βέβαια… «One, two, three and so on and so on...». Χρόνια, χρόνια… 

Β.Φ.:

Μιλούσατε και μεταξύ σας στα αγγλικά, στα διαλείμματα; 

Β.Α.:

Υπήρχε κανόνας, κανονισμός, ο οποίος επέβαλε την αγγλική γλώσσα να τη χρησιμοποιούμε στα διαλείμματα. Και όταν δεν το έκανες, σου αφαιρούσαν πόντους από τη διαγωγή σου. Έπρεπε να μιλάμε αγγλικά. Και θυμάμαι μια περίπτωση όπου ένας μαθηματικός καθηγητής, νέος στα χρόνια και νέος σαν καθηγητής επάνω στο σχολείο, για να φαίνεται καλός στο σχολείο, έγραφε αράδα όποιον άκουγε. Άλλοι μας ακούγανε, λέγαν: «Ε αγγλικά, speak english!». Αυτός τι έκανε; Ερχόταν εκεί στο Ager Publicus, σερνόταν στους θάμνους από πίσω να μας ακούσει να μιλάμε ελληνικά για να μας γράψει και να μας παραπέμψει για διαγωγή. Τον πήραμε χαμπάρι. Τι κάναμε και εμείς; Μαζεύαμε πέτρες εκεί που καθόμασταν όλοι και αρχίσαμε και πετούσαμε στους φράχτες πέτρες. Δεν τον βλέπαμε, δεν ξέραμε. Δεν μπορούσαν να μας κάνουν τίποτα και δεν μας κάναν ποτέ τίποτα. Τον αναγκάσαμε να σταματήσει το παιχνίδι αυτό. Η σχολική ζωή είναι όμορφη, είναι μεγάλη. Τι bullying τώρα… Δεν άκουσα να πετάνε πέτρες ούτε να ξεβρακώνουν κανέναν. Να χτυπάνε, ναι είδα. Εμείς δεν χτυπούσαμε όμως. Όχι, δεν χτυπούσαμε. Άλλα χρόνια, καμιά σχέση τα τωρινά με τα τότε. 

Β.Φ.:

Εννοείται αυτό. Υπήρχαν και μαθητές που ήταν εσώκλειστοι; 

Β.Α.:

Οικότροφοι όπως τους ονομάζουμε, ναι, υπήρχαν. Και συνεχίζουν και υπάρχουν πάνω από 100 κάθε χρόνο. Και οι περισσότεροι από αυτούς είναι υπότροφοι μαθητές, οι οποίοι δώσανε εξετάσεις για υποτροφία και ήρθαν, πέτυχαν, ελέγχθηκαν τα οικονομικά τους και τους πήραμε. Είναι πολύ καλοί μαθητές. Συνήθως είναι σαΐνια μαθητές. Έχει και κάποιους που δεν είναι σαΐνια ή που είναι τεμπέληδες, ελάχιστες περιπτώσεις. Αυτοί που ήρθαν με εξετάσεις και παραμένουν με υψηλούς βαθμούς είναι σαΐνια και συνήθως τους χάνουμε αυτούς, φεύγουν στην Αμερική ή σε άλλα μεγάλα πανεπιστήμια Ευρώπης, Αγγλίας. Και στην Αμερική όταν φεύγουν, με υποτροφία πηγαίνουνε όλοι. Με φροντίδα του σχολείου, πηγαίνουνε με υποτροφία σε πανεπιστήμια μεγάλα, όπως Harvard και τέτοια, MIT. Στο MIT πήγανε μαθητές μας, οι οποίοι διέπρεψαν. Δεν γυρίσανε. Συνήθως δεν γυρίζουν αυτοί. Διέπρεψαν και γίνανε μεγάλοι και τρανοί, ονόματα. Μεγάλοι και τρανοί! Δύο αδέρφια είχαν πάει, καταπληκτικοί. Ένας από τα παιδιά αυτά… Το έτος προσπαθώ να θυμηθώ. Το ‘86 ή πιο πίσω, το ‘66 πρέπει να ήτανε. Πέντε μαθητές φύγαν όλοι μαζί. Υπότροφοι ήταν όλοι στο σχολείο και φύγαν και οι πέντε με υποτροφία στην Αμερική. Όπου διέπρεψαν στην κυριολεξία. Και ο ένας από αυτούς έφτασε να γίνει υπουργός οικονομικών στην Ελλάδα. Δεν θυμάμαι τώρα το επίθετό του.

Β.Φ.:

Και υπήρχαν οικότροφοι απ’ όταν μπήκατε και εσείς στο σχολείο; 

Β.Α.:

Ναι, βέβαια. Πολλοί περισσότεροι. Πολλοί περισσότεροι! Ερχόντουσαν απ’ όλη την βόρεια Ελλάδα και ειδικά από Καβάλα, πολλά παιδιά. Καβάλα, Σέρρες. Από Κοζάνη, Βέροια, από Κατερίνη. Ναι, από πολλές περιοχές της Ελλάδος και ειδικά όταν δίνονταν υποτροφίες για ειδικές πόλεις. Δηλαδή υπότροφο μαθητή από αυτούς που ονομάζουμε… Που ζουν στα σύνορα, πώς τους λέμε;

Β.Φ.:

Εννοείτε στον Έβρο, ας πούμε; 

Β.Α.:

Ναι, ναι, Έβρο, Φλώρινα. Υποτροφία ειδικά για αυτούς. 

Β.Φ.:

Και οι υπόλοιποι μαθητές πλήρωναν δίδακτρα;

Β.Α.:

Ναι.

Β.Φ.:

Τότε θυμάστε…

Β.Α.:

Ακριβά!

Β.Φ.:

Πόσο ήτανε;

Β.Α.:

Ακριβά, αυτό θυμάμαι. 

Β.Φ.:

Ωραία. Οπότε τελειώσατε με το σχολείο και πήγατε στο πανεπιστήμιο; 

Β.Α.:

Πήγα πέρασα Ιατρική 18ος και την παράτησα στο δεύτερο έτος γιατί δεν μ’ άρεσε. Έκανα το χατίρι της μαμάς μου. 

Β.Φ.:

Ήσασταν πολύ καλός μαθητής άρα.

Β.Α.:

Όχι, ήμουνα μεσαίας κατηγορίας μαθητής. Ναι. Και πήγα μετά σε κέντρο –πώς τα ονομάζαν αυτά τώρα;–. Οικονομικά πήγα. Και τώρα πώς τα ονομάζουν; Κέντρα… Τέλος πάντων. Πώς ονομάζονται… 

Β.Φ.:

Και σπουδάσατε εκεί, πόσα χρόνια ήταν; 

Β.Α.:

Δύο. Οικονομικά. Και έτσι έδωσα εξετάσεις επάνω στο Κολλέγιο Ανατόλια. 

Β.Φ.:

Μετά; 

Β.Α.:

Να συνεχίσω;

Β.Φ.:

Ναι βέβαια. 

Β.Α.:

Κάπου το… Όχι κάπου, γιατί αυτά γίνονταν στα ‘60, 1960. Η κυβέρνηση, το κράτος κάνει εξετάσεις για να προσλάβει τέσσερα άτομα στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού. Δημόσιος υπάλληλος, 303 άτομα συμμετείχαμε στις εξετάσεις αυτές. Εγώ πέρασα δεύτερος και έτσι πήγα σε αυτή τη δουλειά. Πριν περάσει χρόνος, ο κουμπάρος μας, μου λέει: «Βύρων, στην American Express την τράπεζα, παίρνουν… Υπαλλήλους προσλαμβάνουν. Δεν πας εκεί;». Έφυγα, πήγα, με πήρανε, παρότι δεν ήξερα επίσημα τα οικονομικά. Αλλά πολύ γρήγορα μπήκα στο πνεύμα της εργασίας εκεί. Και έφυγα από τον Εθνικό Οργανισμό Καπνού, παρότι είναι δημόσιο και είχες τη μονιμότητα. Γιατί ο μισθός ήταν πολύ μικρός, 1.200 δραχμές. Πάω στην τράπεζα με 1.500 δραχμές, αλλά 300 δραχμές ήταν πολλές. Ύστερα από τέσσερα χρόνια στην τράπεζα, μου λέει ένας συνάδελφος: «Ρε Βύρων, ζητούνε προϊστάμενο του λογιστηρίου επάνω στο Κολλέγιο Ανατόλια. Δεν σε ενδιαφέρει;». Λέω: «Πώς δεν με ενδιαφέρει». Διαβάζω την ανακοίνωση, πάω, κάνω αίτηση. Πηγαίνω πάνω, υποβάλλω την αίτηση, με ειδοποιούνε και διαγωνιζόμαστε δεκατρείς άνθρωποι για τη θέση αυτή. Επιλέγομαι λοιπόν για τη θέση αυτή, με μισθό υπερδιπλάσιο των 1.500, 3.747. Δεν ξεχνιούνται αυτά, 3.747 ήταν περιουσία! Οπότε παραιτήθηκα αμέσως από την τράπεζα και έφυγα. Και από την τράπεζα, συνάδελφος μεγαλύτερης ηλικίας, λέει: «Μην παραιτείσαι ακόμη, ζήτα άδεια, να σιγουρευτείς ότι [01:10:00]όλα είναι ομαλά και καλά εκεί που πας». Έτσι έκανα και εγώ, καθυστέρησα την παραίτηση. Πληροφορήθηκα τα πάντα, πήγα, μπήκα εκεί μέσα, είδα τα 3.747, γυάλισε το μάτι μου που λένε, και βρέθηκα στο Ανατόλια. Πολύ γρήγορα σηκώθηκα να φύγω και από το Ανατόλια. Μου έκανε πρόταση η «Goodyear», είχε εργοστάσιο ελαστικών εδώ έξω. Πηγαίνω εκεί λοιπόν και μια συζήτηση που κάναμε μονάχα περί ποδοσφαίρου, γίνεται η πρόσληψή μου. Και θα πήγαινα για προϊστάμενος προσωπικού, προσωπάρχης και των οικονομικών επίβλεψης. Με διπλάσια λεφτά και εκεί, 8.000 και εκεί. Πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά. Γυρίζω λοιπόν στο σπίτι, ήταν Παρασκευή. Τελείωσε η υπόθεση αυτή και το Σάββατο πάω να υποβάλω την παραίτησή μου, πάω σχολείο. Και τυχαίνει να έχει επιστρέψει από απουσία κάποιων ημερών ο πρόεδρος, έλειπε. Οπότε την παραίτηση την δίνω στον πρόεδρο του σχολείου. 

Β.Φ.:

Οπότε τι αποφασίσατε να κάνετε; 

Β.Α.:

Έμεινα και o τίτλος που μου δόθηκε εκείνη τη στιγμή ήτανε assistant business manager, βοηθός οικονομικός διευθυντής. 

Β.Φ.:

Και απορρίψατε την άλλη θέση;

Β.Α.:

Απέρριψα την άλλη θέση. Ήτανε οι δεσμοί… Ανθρώπινοι δεσμοί, κακά τα ψέματα. Και πόσα χρόνια έκανα εκεί και σαν απόφοιτος πόσα χρόνια ανέβαινα και έπαιζα εκεί με τις ομάδες. Ύστερα από κάνα δύο χρόνια, ίσως πολύ πιο γρήγορα, μου κάνουν την πρόταση να πάρω τη θέση του οικονομικού διευθυντού και του προσωπάρχη –που είπαμε–, διοικητικού προσωπικού και εργατοτεχνικού προσωπικού. Με παροχές εξαιρετικές, έξω από τα οικονομικά. Και σπίτι για να μένουμε οικογενειακά επάνω στο σχολείο. Και πράγματι το σπίτι που μας δώσανε, ήταν μια μεζονέτα διώροφη με τέσσερις κρεβατοκάμαρες… Με πέντε κρεβατοκάμαρες κτλ. Και μείνανε εκεί είκοσι εφτά χρόνια. Η προσφορά ήταν πολύ μεγάλη, πάρα πολύ… Ανεκτίμητη –έτσι θα έλεγα– και ατιμολόγητη. Ώσπου συνταξιοδοτήθηκα το 1997. Και μεταφερθήκαμε οικογενειακά εδώ, στο σπίτι που είμαστε τώρα. Και το οποίο είναι πολύ εύχρηστος χώρος, πάρα πολύ εύχρηστος. 

Β.Φ.:

Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας. 

Β.Α.:

Να ‘σαι καλά.