© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο γιος του αγωνιστή Περικλή Κοροβέση, Χριστόφορος, μιλάει για τη ζωή και τη σχέση με τον πατέρα του

Κωδικός Ιστορίας
25715
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χριστόφορος Κοροβέσης (Χ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/10/2023
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Χαρανά (Κ.Χ.)
Κ.Χ.:

[00:00:00]Είναι Κυριακή, 29 Οκτωβρίου του 2023, είμαι η Χαρανά Κατερίνα, ερευνήτρια στο Istorima. Είμαστε στην Αθήνα με τον Χριστόφορο Κοροβέση. Καλησπέρα Χριστόφορε!

Χ.Κ.:

Καλησπέρα!

Κ.Χ.:

Θέλουμε να μας πεις λίγα λόγια για σένα αρχικά.

Χ.Κ.:

Λοιπόν, αν ξεκινήσoυμε απ' την αρχή, γεννήθηκα το 1978 στη Στοκχόλμη. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στο Λονδίνο αρκετά χρόνια πριν, όταν ήτανε στην εξορία ο πατέρας μου και μένανε Σουηδία παντρεμένοι. Χωρίσανε, όταν ήμουνα δύο χρόνων και δεν έχω αναμνήσεις, δεν έχω καμία ανάμνηση από τον καιρό που ζούσανε μαζί. Παραμείνανε φίλοι, ήτανε και μεγάλος έρωτας. Κάνανε και —νομίζω— και πάνω από μία απόπειρα να τα ξαναφτιάξουνε, πράγμα που για μένα ήτανε κάτι που ήθελα πάρα πολύ, αλλά δεν έγινε. Ήτανε πολύ διαφορετικοί σαν άνθρωποι, αλλά, παρόλα αυτά, ήτανε ένας μεγάλος έρωτας και για τους δύο. Αλλά κρατήσανε μία καλή σχέση. Εγώ μεγάλωσα δίγλωσσος. Ο πατέρας μου δεν έμαθε πότε καλά σουηδικά, οπότε δεν είχε και πολλές άλλες επιλογές, για να επικοινωνήσει μαζί μου. Για εμένα αυτό ήτανε κάτι φυσιολογικό, ότι ήξερα και τις δύο γλώσσες. Και για μένα τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, κάθε καλοκαίρι, όλο το καλοκαίρι Ελλάδα, δεν μου ήτανε ξένη χώρα. Ήτανε μία χώρα και μια κουλτούρα που τη γνώρισα νωρίς και καλά. Ο πατέρας μου πηγαινοερχότανε. Είχε κρατήσει ένα διαμέρισμα στη Στοκχόλμη και πηγαινοερχότανε, όταν ήμουνα μικρός, Παρίσι-Στοκχόλμη και μετά Ελλάδα-Στοκχόλμη και καθότανε δυο-τρεις μήνες εδώ, δυο-τρεις μήνες εκεί. Οπότε, δεν ήτανε για μένα, όπως ήταν για τους φίλους μου, που είχανε γονείς, που ήταν χωρισμένοι, ότι ήτανε μία βδομάδα εδώ, μία εκεί. Ήτανε τρεις μήνες με τρεις μήνες περίπου και τα καλοκαίρια, φυσικά, στην Ελλάδα μαζί του.

Κ.Χ.:

Τι θυμάσαι από αυτά τα καλοκαίρια; Πηγαίνατε διακοπές μαζί;

Χ.Κ.:

Ναι. Ναι, ο πατέρας μου ζούσε σ' ένα μικρό διαμέρισμα, σ' ένα υπόγειο, κεντρική Αθήνα —μπουντρούμι μάλλον ήτανε, ήταν πολύ μικρό—, αλλά είχε κι ένα κηπάκι τσιμεντένιο, αλλά είχε μανία με τα φυτά, οπότε ήταν ένα ωραίο κηπάκι. Στην ίδια πολυκατοικία έμενε η γιαγιά μου και η θεία μου μαζί, στον τρίτο όροφο. Οπότε, θυμάμαι πολύ καλά τα μεσημεριανά φαγητά, που έφτιαχνε η γιαγιά μου, τα καλύτερα φαγητά που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου. Και στην Αθήνα θυμάμαι πολλές ταβέρνες, πολλές παρέες, άπειρους γνωστούς και φίλους και γενικώς μια χαρούμενη ζωή. Μια χαρούμενη… ήτανε χαρούμενα τα καλοκαίρια. Και μετά πηγαίναμε πάντοτε σε κάποιο σπίτι, κάποιου φίλου, νοικιάζαμε κάτι εμείς στη θάλασσα. Πηγαίναμε σε διάφορα μέρη. Δεν είχαμε κάποιο μέρος στην αρχή που πηγαίναμε συνεχώς. Θυμάμαι την Καλαμάτα, θυμάμαι το Αρκούδι, θυμάμαι τα Καλά Νερά, θυμάμαι τη Ζάκυνθο. [00:05:00] Αλλά όταν ήμουνα περίπου οχτώ-εννιά, καταλήξαμε στην Ακράτα. Ο πατέρας μου νοίκιασε ένα διαμέρισμα εκεί πέρα κι αυτό έγινε, δηλαδή, το εξοχικό μας. Και τότε είχα μπει στην εφηβεία και πέρασα ωραία καλοκαίρια επίσης εκεί. Είχα γνωρίσει φίλους και το σπίτι αυτό το κράτησε μέχρι το τέλος. Οπότε, ακόμα και τα δικά μου τα παιδιά, ή τουλάχιστον ο μεγάλος, γνωρίσανε και αυτοί την Ακράτα.

Κ.Χ.:

Πότε ξεκίνησαν οι αφηγήσεις του μπαμπά σου σχετικά με τα όσα του έχουνε συμβεί;

Χ.Κ.:

Κοίτα, κατάλαβα νωρίς ότι ήταν ένας άνθρωπος ότι ήτανε γνωστός —πώς να σου πω;—, ότι ήταν μια γνωστή προσωπικότητα και ότι ήτανε… και πολλοί τον σέβονταν. Δηλαδή, αρκετές φορές άγνωστοι τού μιλήσανε, του είπανε: «Κύριε Κοροβέση, μπράβο σας! Σας συμπαθούμε πολύ για όσα έχετε κάνει». Εγώ το βρήκα αστείο, αλλά και περηφανευόμουνα και λίγο για αυτό. Ενώ στη Σουηδία ήτανε μετανάστης, ήτανε δηλαδή... Υπάρχει μια ωραία ιστορία. Εγώ έπαιζα πολύ ποδόσφαιρο, όταν μεγάλωνα, δηλαδή, όταν ήμουνα παιδί, έπαιζα ποδόσφαιρο: προπονήσεις, αγώνες. Σε μια ομάδα παίξαμε αρκετά χρόνια μαζί κι ο πατέρας μου ήταν συχνά εκεί πέρα και παρακολουθούσε. Ήτανε ντυμένος μ' ένα δερμάτινο, το μουστάκι του, αξύριστος, μετανάστης και φεύγει η μπάλα από τον αγωνιστικό χώρο και πηγαίνει εκείνος τρέχοντας να την ξαναφέρει. Κι ένας συμπαίκτης μου γυρνάει και μου λέει: «Κοίτα! Ένα πρεζόνι πάει να πιάσει την μπάλα». Και εγώ του λέω: «Είναι ο πατέρας μου» και μερικά άλλα λόγια, δηλαδή, να μην τα πω εδώ. Αλλά όταν του το είπα, ο πατέρας μου ήτανε μια από τις αγαπημένες ιστορίες, δηλαδή για τον πατέρα μου, δηλαδή τη βρήκε πάρα πολύ αστεία. Δηλαδή, δεν ήτανε... είχε ένα χιούμορ, παρόλο που ήτανε σοβαρός στη δουλειά του. Δεν έπαιρνε, δηλαδή, τον εαυτό του, δεν ήτανε ένας παράξενος άνθρωπος. Αλλά, για να επανέλθω στην ερώτηση, ο πατέρας μου δεν μιλούσε. Δεν μου έλεγε. Ήξερα ότι είχε κάτσει στη φυλακή και διάβασα και το βιβλίο του το Ανθρωποφύλακες. Το διάβασα πρώτα στα σουηδικά, γιατί υπήρχε στο σπίτι μας, και το διάβασα αρκετά νωρίς, μάλλον —δεν ξέρω— ίσως νωρίτερα από ό,τι θα 'πρεπε, αλλά δεν σταμάτησε κανείς. Και, όπως ξέρεις δηλαδή, έχει πολλές λεπτομέρειες, αλλά εγώ νομίζω ότι... Για μένα ήταν ο πατέρας μου, έτσι; Όλα αυτά είχανε γίνει, προτού γεννηθώ εγώ και ήτανε σαν να ήτανε... σαν μυθιστόρημα το διάβαζα πιο πολύ ή ότι ήτανε κάποιος άλλος άνθρωπος. Γιατί τώρα πώς να καταλάβει ένα παιδί έξι-εφτά χρόνων όλο δηλαδή... δηλαδή, ένα πολιτικό καθεστώς που βασανίζει, ποιο ήτανε το ιστορικό background; Και φυσικά πώς να καταλάβει ένα παιδί τι κάνουν τα[00:10:00] βασανιστήρια μ' έναν άνθρωπο; Και δεν ήτανε κάτι —αυτή η εμπειρία του— δεν ήτανε κάτι που το συζητάγαμε. Ρώτησα καμιά φορά για κάποια λεπτομέρεια στο βιβλίο. Μετά, που το ξαναδιάβασα, κατάλαβα. Το έχω διαβάσει αρκετές φορές, κάθε φορά, δηλαδή, καταλάβαινα περισσότερα. Αλλά νομίζω ότι για μένα προσωπικά, μου ήτανε μάλλον δύσκολο —να μην πω απίθανο— για να καταλάβω καλά καλά ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος, δηλαδή συναισθηματικά, γιατί θα ήτανε ένα τεράστιο βάρος για μένα να... Και νομίζω ότι και εκείνος, όσο γινότανε, ήθελε και εκείνος να μην είναι αυτό κάτι που να μας επηρεάσει αρνητικά σαν οικογένεια. Η σχέση μου με εκείνον δεν ήτανε βασισμένη σε αυτά που τον έκανε γνωστό, αν με καταλαβαίνεις. Ήτανε κάτι που πάντα υπήρχε σαν ένα φόντο, σαν ένα background, δηλαδή, στη ζωή του και από δεύτερο χέρι και στη δικιά μου. Γιατί —νομίζω— τώρα πια έχω καταλάβει ότι τα βασανιστήρια και η Δικτατορία, το τραύμα, δεν είναι μόνο προσωπικό, είναι και κάτι που θα επηρεάσει και την επόμενη γενιά των θυμάτων, τα παιδιά τους, γιατί, άμα ξέρεις τι έχει γίνει, δεν μπορείς να το ξεχάσεις, δεν μπορείς να πας πίσω, στο σημείο που δεν ήξερες. Και αν ξέρεις ότι αυτά τα πράγματα συνέβησαν και εξακολουθούνε να συμβαίνουνε σε αρκετά μέρη του κόσμου, κάτι μαθαίνεις και για τον κόσμο. Κάτι μαθαίνεις και για τον κόσμο, που μετά δεν μπορείς να το ξεχάσεις, δεν μπορείς να μην το σκέφτεσαι. Δεν μπορείς να μείνεις τυφλός. Κι άμα το μάθεις από μικρό παιδί, κάνει και τον κόσμο πιο τρομακτικό.

Κ.Χ.:

Τελικά συζητήσατε ποτέ κάτι από αυτά που είχες διαβάσει στο βιβλίο; Ίσως όταν μεγάλωσες και ήταν πιο εύκολο και γι' αυτόν να τα συζητήσει μαζί σου.

Χ.Κ.:

Δεν θυμάμαι να είχαμε ποτέ, να είχαμε μία συζήτηση αποκλειστικά και μόνο για τη φυλακή, για την εμπειρία του. Αλλά[00:15:00] επειδή κάναμε πολλές συζητήσεις για την πολιτική, για τον κόσμο, για την Ελλάδα, για τη Σουηδία και αρκετοί φίλοι είχανε κάτσει φυλακή μαζί του, οπότε δεν ήτανε μόνο εκείνος, δηλαδή υπήρχε... είχε κόσμο γύρω του, που είχαν περάσει περίπου τα ίδια. Και οι συζητήσεις μας ήταν πιο πολύ για τον —αν ήτανε πολιτική η συζήτηση— ήταν πιο πολύ για τον πολιτικό αγώνα ή για ιστορικούς πολιτικούς αγώνες, αλλά δεν ήτανε για αυτά που πέρασε. Όχι, δεν ήτανε.

Κ.Χ.:

Στην αρχή μάς είπες ότι δεν μπορούσες να συνδέσεις αυτά που διάβαζες στο βιβλίο με τον άνθρωπο που γνώριζες ως πατέρα σου. Τελικά, φαντάζομαι, κάποια στιγμή έγινε η σύνδεση. Θεωρείς ότι σε επηρέασε και σε ποιο βαθμό σε επηρέασε αυτά που έμαθες για τη ζωή του, σε σχέση με τη σχέση που είχες μαζί του;

Χ.Κ.:

Δεν ξέρω ακόμα αν έχει γίνει η σύνδεση καλά καλά. Όταν τον σκέφτομαι, τον σκέφτομαι συχνά, σκέφτομαι άλλα πράγματα, τελείως άλλα πράγματα. Και δεν ξέρω αν θέλω κιόλας, δηλαδή, να κάνω αυτή τη σύνδεση, γιατί ήτανε και κάτι παραπάνω από ένα θύμα. Για μένα ήτανε κάτι που... και νομίζω ότι ούτε ο ίδιος ήθελε να ταυτιστεί με εκείνη την ιδέα, ότι ήτανε θύμα. Μου είχε πει παραδείγματος χάρη ότι: «Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά, δεν θα 'χα γνωρίσει ποτέ τη μητέρα σου, γιατί δεν θα ήμουνα στην εξορία και δεν θα είχα γράψει το βιβλίο, που ήταν η αιτία που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά». Τα έβλεπε κάπως φιλοσοφικά. Μετά, πώς θα ήταν ο πατέρας μου, αν όλα αυτά δεν είχαν συμβεί; Δεν ξέρω. Γιατί αυτά που γινήκανε ήτανε —όπως και να τα 'βλεπα εγώ τα πράγματα— ήτανε ένα γεγονός, ήτανε, δηλαδή, ένα μέρος της οικογενειακής μας ιστορίας. Αλλά δεν ήτανε κάτι που το συζητάγαμε και το... καθημερινά, όχι, γιατί νομίζω ούτε εκείνος δεν ήθελε. Αλλά με επηρέασε οπωσδήποτε, γιατί με έκανε —μάλλον— με έκανε αρκετά ευαίσθητο για... και ό,τι εμπιστοσύνη είχα στους κυβερνήτες του κόσμου μάλλον χάθηκε. Μάλλον δηλαδή... ή άρχισε να χάνεται. Μετά έκανα κι εγώ τις δικές μου εμπειρίες και το συμπέρασμα είναι ότι όχι μόνο ότι ήτανε σωστός ο αγώνας που έκανε, αλλά και ο αγώνας δεν τελείωσε ποτέ και όπως χάναμε τότε, χάνουμε ακόμα. Είναι λίγο απαισιόδοξο αυτό που[00:20:00] λέω, αλλά να μάλλον πώς με επηρέασε. Μου έδωσε μια μάλλον υγιεινή απαισιοδοξία, γιατί εγώ πιστεύω ότι είναι οι αισιόδοξοι που είναι επικίνδυνοι, γιατί αυτοί πιστεύουνε ότι όλα θα γίνουνε καλά, έτσι όπως πάμε.

Κ.Χ.:

Μήπως θυμάσαι το περιστατικό, μετά την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, που υπήρχε μία λάσπη προς το πρόσωπο του πατέρα σου—

Χ.Κ.:

Α, ναι—

Κ.Χ.:

Που διάφοροι δημοσιογράφοι ισχυρίζονταν ότι συμμετείχε, το οποίο αποδείχθηκε εντελώς ψευδές. Ήσουνα σε μια ηλικία που καταλάβαινες, ίσως να είχες ζήσει και το άγχος. Θες να μας το περιγράψεις αυτό;

Χ.Κ.:

Βεβαίως το θυμάμαι, γιατί χάρη σε αυτό το περιστατικό, αναβλήθηκε το ταξίδι του στη Σουηδία. Εκείνο το φθινόπωρο νομίζω ήτανε. Για τα γενέθλιά μου ήτανε να έρθει και έπρεπε, βέβαια, να μείνει στην Ελλάδα. Και αυτό ήτανε, δηλαδή, το άμεσο κακό, δηλαδή, για μένα, αλλά μετά κατάλαβα ότι αυτό ήταν αρκετά σοβαρό. Δεν ήξερα πολλά για τη 17 Νοέμβρη. Ήξερα ότι υπήρχε και ήταν πολύ δύσκολο για μένα να εξηγήσω στους φίλους μου τι έχει γίνει. Έληξε αρκετά γρήγορα αυτή η ιστορία, από ό,τι θυμάμαι εγώ δηλαδή, δεν ήτανε κάτι δηλαδή... Αλλά νομίζω ότι φοβήθηκε αρκετά. Δηλαδή, όχι επειδή, δηλαδή, η... Δεν ξέρω αν φοβήθηκε, αλλά σίγουρα αναστατώθηκε, γιατί αν κάποιος πράγματι πίστευε σε όλα αυτά που είχανε γραφτεί, τότε υπήρχε κι ένας κίνδυνος για κείνον. Και θυμάμαι ότι ήτανε αρκετά... Τον είχα δει σε κάποια συνέντευξη στην τηλεόραση και ήτανε πολύ πιο είναι οργισμένος απ' ό,τι τον έβλεπα συνήθως δηλαδή. Και θυμάμαι ότι ήτανε στο Έθνος, την εφημερίδα, και θυμάμαι ότι μια φορά στο μετρό της Στοκχόλμης, όπου πήγαινα με την τάξη μου κάποια εκδρομή, είδα έναν Έλληνα, άγνωστο, να διαβάζει το Έθνος και βγαίνοντας απ' το τρένο τού είπα κάτι για τη φυλλάδα που διάβαζε, ότι ήτανε... Δεν αντέδρασε, απ' ό,τι είδα εγώ βγαίνοντας κιόλας, αλλά κάθε φορά που βλέπω το Έθνος, το σκέφτομαι ακόμα δηλαδή. Παρόλο που απ' ό,τι έχω καταλάβει το Έθνος έχει στρώσει λίγο από τότε. Δεν ξέρω, μπορεί να έχει ξαναστραβώσει, αλλά έτσι όπως ήτανε τότε, νομίζω ότι ήτανε απ' τις πιο δεξιές εφημερίδες. Μετά θυμάμαι ότι έληξε αυτό το θέμα, ότι με κάποια χρήματα, που πήρε αποζημίωση, κάναμε ένα ταξίδι στην Αίγυπτο το επόμενο καλοκαίρι. Και μετά δεν έχει... Είναι σαν να έληξε εκείνο το θέμα, γιατί δεν... Παρόλο που υπάρχει στο βιογραφικό, φαντάζομαι είναι μια λεπτομέρεια στο βιογραφικό του, αλλά πολλά άλλα πράγματα δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι, γιατί εγώ έμενα και Σουηδία και δεν κατάλαβα, δηλαδή, τον πανικό, δηλαδή, και τη σοβαρότητα. Και όταν τον είδα την επόμενη φορά, φαίνεται ότι τα πράγματα είχαν ηρεμήσει.

Κ.Χ.:

Θα 'θελες να μοιραστείς έτσι καμία αγαπημένη σου ιστορία με τον πατέρα σου; Αγαπημένες αναμνήσεις;

Χ.Κ.:

Ναι, τώρα έχω πολλές. Δηλαδή, το σπίτι του στη Στοκχόλμη ήταν ένα μικρό διαμέρισμα —πάντα σε μικρά διαμερίσματα έμενε, [00:25:00]γιατί δεν είχε και ποτέ λεφτά— και ήτανε στο ισόγειο και επειδή έλειπε συχνά, η εξώπορτα άνοιγε με κωδικό, αλλά δεν ήξερε ποτέ τον κωδικό. Οπότε πάντα, άμα ήθελε να... αν περιμέναμε κάποιον, χτυπούσε το τζάμι. Κι αυτός ο ήχος, δηλαδή, από το τζάμι, ήταν πάντα ευχάριστος, γιατί είχαμε συχνά παρέες στο σπίτι, φίλους —Έλληνες κυρίως—, που είχανε και τα παιδιά μαζί, οπότε είχαμε έτσι μία μικρή ελληνική... δεν θα πω κοινότητα, αλλά μια ελληνική παρέα. Ήτανε πάντα ευχάριστη, φαγητό, μουσική, τσιγάρα πολλά. Κανένας, βέβαια, δεν κάπνιζε, όσο κάπνιζε ο πατέρας μου. Μεγάλη κατάχρηση! Και δεν έκανε ποτέ μια σοβαρή προσπάθεια να το κόψει. Και θυμάμαι και κάτι άλλο: ότι τα Σαββατοκύριακα ξυπνούσα αργά, νομίζω, από τον ήχο απ' τη γραφομηχανή του. Μου ήτανε και επίσης πάντα ευχάριστη. Καθόταν στην κουζίνα. Δηλαδή, επειδή ήταν μικρό το διαμέρισμα, η κουζίνα ήτανε και το σαλόνι. Το κρεβάτι μας ήτανε στο μέσα δωμάτιο. Η τραπεζαρία ήτανε στο χολ, η τηλεόραση επίσης στην κουζίνα. Οπότε, πάντα καθότανε στο παράθυρο, είχε ένα ωραίο γραφείο, του άρεσαν εκείνα τα παλιά γραφεία με συρτάρια, που τα έπαιρνε από παλιατζίδικα. Καθόταν εκεί πέρα με το τσιγάρο του και τη γραφομηχανή του. Τελικά σε εκείνη έμεινε. Νομίζω το πιο μοντέρνο, δηλαδή η τελευταία νέα τεχνολογία που έμαθε, δηλαδή, να χειρίζεται, ήτανε το fax. Ακόμα έστελνε τα άρθρα του με fax, δηλαδή όλη του τη ζωή με fax τα έστελνε. Και ένα άλλο που θυμάμαι, όλα αυτά τώρα όταν ήμουνα αρκετά παιδί, αλλά... Ο πατέρας μου ήταν λίγο πιο χαλαρός με το τι μ' άφηνε να κάνω, σε αντίθεση με τη μητέρα μου. Και ο πατέρας μου είχε βίντεο στο σπίτι, ενώ η μάνα μου δεν είχε. Και ο πατέρας μου ήτανε και σινεφίλ και εγώ αγαπούσα τις ταινίες τρόμου. Ταινίες τρόμου, b-movie, δηλαδή χαμηλής ποιότητας: όσο πιο χυδαία πράγματα, τόσο πιο πολύ μ' αρέσαν. Η μάνα μου δεν με άφηνε να τα βλέπω, οπότε τα 'βλεπα κρυφά με τον πατέρα μου. Είχαμε στη γειτονιά μας ένα πάρα πολύ καλό βιντεοπωλείο. Δεν ήτανε πωλείο, δηλαδή ήτανε για νοίκι, δηλαδή νοίκιαζες τις ταινίες και τις επέστρεφες μετά. Και εκείνος προσπάθησε, βέβαια, να μου μάθει και κάτι από κινηματογράφο της προκοπής —έτσι;—, δηλαδή κάνα Χίτσκοκ. Μ' αρέσανε κι αυτά, αλλά να κάθομαι… Και βεβαίως, αυτές οι ταινίες η μάνα μου έλεγε ότι: «Θα βλέπει εφιάλτες, δεν είναι σωστό». Και όντως, δηλαδή δίκιο είχε, παρόλο που και τσακωθήκανε και άγρια μάλιστα γι' αυτό το θέμα. Δηλαδή, ήταν ένα απ' τους άγριους τσακωμούς μεταξύ τους. Και... Αλλά πριν γίνει αυτό, να κάθομαι εκεί πέρα, στην κουζίνα μας, που ήταν και το σαλόνι, που ήτανε η τηλεόραση, με σβησμένα τα φώτα και να βλέπω αυτές τις ταινίες, που και με τρομάζουν αλλά και τις λάτρευα, μαζί με τον πατέρα μου. Ο φουκαράς, δηλαδή, αναγκάστηκε να δει τόσες μάπες, αλλά νομίζω του άρεσε ούτω ή άλλως, γιατί ήτανε κάτι που πραγματικά κάναμε μαζί. Κάναμε πολλά πράγματα μαζί, παρόλο που ήτανε δηλαδή... έγραφε, έκανε. Δεν είχε μια δουλειά που πήγαινε κάθε μέρα,[00:30:00] οπότε είχε και καιρό και στη Σουηδία και στην Ελλάδα να κάνουμε πράγματα μαζί. Επειδή είμαι και μοναχοπαίδι και... Δεν ξέρω, ίσως, δεν ξέρω αν είχε ποτέ κάποια κακιά συνείδηση... Καλά το λέω; Όχι συνείδηση, ότι ξέρω 'γω, ότι σκεφτόταν ότι ίσως δεν ήτανε το κατάλληλο να λείπει τόσο πολύ, όσο έλειπε. Δεν ξέρω αν το σκέφτηκε ποτέ. Αλλά για μένα αυτό που... επειδή είχα όλες τις καθημερινές μάχες μεγαλώνοντας στην εφηβεία με τη μητέρα μου, ο πατέρας μου ήτανε κάτι... επειδή ήταν κάπως πιο… έγινε κάπως μια πολυτέλεια η σχέση μου μαζί του. Και βεβαίως, γιατί εκείνος μ' άφηνε ελεύθερο, δηλαδή μου είχε εμπιστοσύνη. Και μετά η σχέση πατέρας-γιος δεν είναι ποτέ εύκολη. Ένα πράγμα που όταν κάποιος μου λέει ότι: «Δεν είχα ποτέ προβλήματα με τους γονείς μου», είναι ένας άνθρωπος για μένα που δεν τον εμπιστεύομαι, δεν... Κάτι… είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει καταλάβει ένα βασικό. Γιατί και η σχέση που είχα με τον πατέρα μου, εκείνος όπως ήτανε και ποιος ήτανε και συν την ιστορία που είχε, έκανε τη σχέση αρκετά δύσκολη κατά καιρούς. Αυτό πιο μετά, όταν είχα μεγαλώσει, όταν ήμουνα κι εγώ μεγάλος και έκανα κι εγώ, δηλαδή, τα πρώτα δύσκολα βήματα στην... πώς λέγεται;

Κ.Χ.:

Ενηλικίωση;

Χ.Κ.:

Ναι, αυτή, ναι. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν ήτανε ένα στήριγμα και για μένα ήτανε ένας… Παρόλο που κάποια εποχή έλεγα ότι: «Ο πατέρας μου πρέπει να αλλάξει, πρέπει να κάνει εκείνο, πρέπει να κάνει το άλλο, είναι αυτοκαταστροφικός, είναι... δεν προσέχει την υγεία του, δεν κάνει...», γιατί είχα πάντα μια έγνοια, μάλλον από νωρίς είχα μια έγνοια, δηλαδή έναν... Και... Αλλά όπως και να ήτανε, δεν θα τον άλλαζα με κανέναν άλλον. Αν θα 'χα, δηλαδή, την —αν μπορούσα να είχα— εκείνη την... αν κάνω ένα ταξίδι στον χρόνο, δεν υπάρχει κάτι που... δεν[00:35:00] θα 'θελα να αλλάξω τίποτα. Και τώρα, που δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον νιώθω αρκετά ήρεμος, όταν σκέφτομαι ότι η σχέση μας ήτανε καλή, ότι η σχέση μας ήτανε σημαντική και για τους δυο μας και πάντα με ενδιαφέρον. 

Κ.Χ.:

Στα παιδιά σου έχεις μιλήσει για το ποιος είναι ο παππούς τους; Θα τους έδινες τους Ανθρωποφύλακες να διαβάσουν;

Χ.Κ.:

Ναι, οπωσδήποτε. Αλλά μάλλον θα τους αφήσω να μεγαλώσουν λίγο, να μην το διαβάσουν τόσο νωρίς, όπως... γιατί τώρα ο γιος μου πρέπει να είναι περίπου στην ίδια ηλικία, όπως ήμουνα εγώ, όταν το διάβασα για πρώτη φορά. Εκείνος τον θυμάται, τον πρόλαβε. Η κόρη μου δεν το πρόλαβε, γιατί η κόρη μου γεννήθηκε την ίδια μέρα, ακριβώς την ίδια μέρα, που μπήκε ο πατέρας μου στο νοσοκομείο. Νοσοκομείο, εκεί πέρα που… από εκεί που δεν βγήκε. Δύο ημερών ήταν η κόρη μου, όταν έπαθε την ανακοπή. Και η προτελευταία μας επικοινωνία στο τηλέφωνο ήταν να του πω τα νέα ότι γεννήθηκε η εγγονή του. Και προχθές μάλιστα —είναι τρεισήμισι τώρα— με ρώτησε για τον παππού και κοιτάξαμε φωτογραφίες μαζί. Και επειδή έχω χάσει και τη μάνα μου, πριν γεννηθούν τα παιδιά, δεν έχω ακριβώς οικογένεια δικιά μου, εκτός από εκείνη που ξεκίνησα εγώ, ούτε στη Σουηδία ούτε στην Ελλάδα. Η σύζυγος του πατέρα μου φυσικά τη λέμε: «Γιαγιά» και... Οπότε έχω, δηλαδή, κάποιο καθήκον —μάλλον— να τους ξαναζωντανέψω κάπως, με ιστορίες, με... ώστε να ξέρουνε και τα παιδιά ότι αυτοί οι άνθρωποι υπήρχανε και ήτανε σημαντικοί.

Κ.Χ.:

Εσύ τώρα μένεις στη Σουηδία, εκεί είναι η οικογένειά σου.

Χ.Κ.:

Ναι.

Κ.Χ.:

Την Ελλάδα πώς τη βλέπεις; Επιστρέφεις; Την είχες συνυφασμένη στο μυαλό σου με τον πατέρα σου;

Χ.Κ.:

Ναι, τώρα για πρώτη φορά το 2022, πέρυσι δηλαδή, ήταν η πρώτη φορά που πάτησα Ελλάδα, χωρίς να 'ναι εκεί ο πατέρας μου. Ήτανε μια διαφορετική εμπειρία, παρόλο που ήτανε μια καλή εμπειρία επίσης. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε η κόρη μου Ελλάδα, μια που γεννήθηκε ακριβώς τότε που ξεκίνησε και η πανδημία. Χάσαμε δύο καλοκαίρια. Και τώρα είναι σαν να γνωρίζω την Ελλάδα ξανά, καινούργια μέρη. Δηλαδή και έχω κρατήσει επαφές με φίλους από δω και από κει, φίλους του πατέρα μου δηλαδή. Και ίσως για μένα είναι ακόμα πιο σημαντικό να κρατήσω, δηλαδή, τη σχέση μου, δηλαδή όχι μόνο[00:40:00] με τις αναμνήσεις, αλλά και με τον τόπο. Πάντα είχα ένα όνειρο ότι θα 'θελα να ζήσω Ελλάδα. Έχω κάνει και δύο απόπειρες να εγκατασταθώ για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ένα καλοκαίρι. Αλλά τελικά μόνο στην Ελλάδα νιώθω Σουηδός. Και πράγματα που είναι κάπως δεδομένα εδώ πέρα, δεν υπάρχουνε στην Ελλάδα. Και οι φίλοι μου που έχουνε μάλιστα έρθει εδώ, που έχω γνωρίσει εδώ πέρα, όταν τους λέω ότι: «Πάντα δηλαδή κάτι με τραβάει προς την Ελλάδα, για να ζήσω», μου λένε: «Είσαι τρελός; Είσαι τρελός; Να πας διακοπές, να τη χαίρεσαι την Ελλάδα, μετά φύγε. Εμείς φύγαμε από κει, δεν φύγαμε, επειδή δεν μας αρέσει η Ελλάδα. Φεύγουμε, γιατί τα πράγματα έχουνε πάει κατά διαόλου». Και απ' ό,τι βλέπω και διαβάζω εγώ, τι να τους πω; Ότι έχουν άδικο; Όχι, όχι. Κι αυτό με στεναχωρεί βέβαια, γιατί άνθρωποι σαν τον πατέρα μου δώσανε μια ζωή, για να αλλάξουνε τα πράγματα προς το καλύτερο. Το πρόβλημα είναι με την ανθρωπότητα ότι κάθε γενιά πρέπει να τα μάθει όλα εκ νέου, πρέπει να κάνει τις δικές της εμπειρίες και έτσι στεκόμαστε στο ίδιο σημείο, από εκεί ξεκινήσαμε σαν ανθρωπότητα. Να, η απαισιοδοξία μου ξανά. Αλλά νομίζω ότι και ο πατέρας μου, τελικά τον είχα ακούσει να λέει ότι: «Παιδιά, χάσαμε το παιχνίδι». Δεν είναι ίσως όλα χαμένα, αλλά εκείνος ο αγώνας, είναι άλλος αγώνας τώρα. Δεν είναι πια, δηλαδή, ποιος είναι μαοϊκός και ποιος είναι μαρξιστής. Τώρα είμαστε, δηλαδή, στα όρια, γιατί και πολιτικά και ακόμα πιο πολύ κλιματικά... είναι σωστή λέξη;

Κ.Χ.:

Πώς;

Χ.Κ.:

Η καταστροφή του περιβάλλοντος, η αλλαγή κλίματος, αυτή θα τα αλλάξει όλα. Και είτε Ελλάδα είτε Σουηδία όλοι έχουμε πάρει λάθος κατεύθυνση. Και σκέφτομαι συχνά: «Θα μπορούσα εγώ να αγωνιστώ, όπως έκανε εκείνος; Θα 'πρεπε να συνεχίσω εγώ το έργο του;». Είναι δύσκολη ερώτηση για μένα. Και παρόλο που είμαστε πατέρας-γιος, εγώ μεγάλωσα σε τελείως διαφορετική συνθήκη απ' ό,τι έκανε εκείνος. Εκείνος γεννήθηκε σε πόλεμο, που μετά συνέχισε, πείνα, σεισμός, μετά Δικτατορία. Εγώ δεν έχω ζήσει τίποτα απ' όλα αυτά και τα γνωρίζω όλα από δεύτερο χέρι. Εγώ μεγάλωσα σε μια από τις —υποτίθεται— πιο [00:45:00]ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου και πάντα θέλω να φύγω από δω. Πάντα, δηλαδή, νομίζω ότι εμείς που είμαστε μισοί μισοί, έχουμε πάντα μια ρομαντική ιδέα για τη χώρα, για την άλλη χώρα, στην οποία δεν ζούμε. Γιατί για μένα η Ελλάδα είναι η Ελλάδα του πατέρα μου, είναι η Ελλάδα, δηλαδή, με τις ταβέρνες, με τις παρέες, με τις όμορφες συζητήσεις, με τον έρωτα, όχι αυτή η καφρίλα. Και η καθημερινότητα είναι δύσκολη παντού και στην Ελλάδα είναι σίγουρα ακόμα πιο δύσκολη απ' ό,τι είναι εδώ πέρα, στη Σουηδία. Οπότε, η δικιά μου ρομαντική εικόνα είναι και αυτή κάτι που, νομίζω, μου χάρισε ο πατέρας μου. Και άλλο πράγμα τώρα να είσαι εκεί διακοπές και άλλο πράγμα να ζεις και να εργάζεσαι, με όλα τα δύσκολα που φέρνει αυτό.

Κ.Χ.:

Από μένα δεν υπάρχει κάποια άλλη ερώτηση. Άμα θες εσύ να προσθέσεις κάτι άλλο, αλλιώς να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ για όσα μοιράστηκες!

Χ.Κ.:

Ελπίζω να... Εγώ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον! Ελπίζω να είπα κάτι χρήσιμο.