Η Κλαίρη Αχιλλέως από την ιστορική Λάπηθο αφηγείται πώς έζησε την τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια στη Λάπηθο
00:00:00 - 00:06:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας; Καλησπέρα, ονομάζομαι Κλαίρη Αχιλλέως. Είναι Δευτέρα 09 Οκτωβρίου 2023, εγώ είμαι η Βασιλική …ωση. Γι’ αυτό και σήμερα, αν ανατρέξουμε, θα βρούμε από την Λάπηθο πάρα πολλούς επιστήμονες. Σχεδόν όλα τα παιδιά σπούδαζαν από την Λάπηθο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το πραξικόπημα και η εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974
00:06:37 - 00:13:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Φτάνουμε όμως στον Ιούλιο του ‘74. Έγινε αρχικά στις 15 Ιουλίου το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στο χωριό το δικό μας ήταν σ…ουμε και από την Μόρφου, να ανεβούμε πια στα βουνά, να μείνουμε στα βουνά για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχε τελειώσει ο πόλεμος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η μετακίνηση στη Λευκωσία και η προσφυγιά
00:13:24 - 00:27:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κατεβήκαμε στην Λευκωσία τον Οκτώβριο. Στην Λευκωσία θα έλεγα ότι… Ας πούμε ότι ήμασταν από τους τυχερούς, μπορέσαμε να νοικιάσουμε ένα σπίτ… είναι ακόμα αγνοούμενοι. Πριν μερικά χρόνια βρήκαν τα κόκαλα ενός πολύ καλού φίλου του πατέρα μου. Εντάξει, μια κηδεία μετά από 45 χρόνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η σημερινή κατάσταση
00:27:13 - 00:44:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα πώς, πώς είναι η ζωή των ανθρώπων στην Κύπρο των προσφύγων, πώς τη βλέπετε; Όλοι έχουν με κάποιο τρόπο τακτοποιηθεί μετά από 50 χρό…να εδώ. Μου αρέσει η Θεσσαλονίκη, γιατί έχει θάλασσα, έχει και το βουνό, χαμηλό σαν το δικό μας, τον Πενταδάχτυλο. Νομίζω για αυτό έμεινα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η επίσκεψη στην Κύπρο και ο σύλλογος
00:44:16 - 00:52:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου έχετε πει ότι ως εκπαιδευτικός κάνατε, οργανώσατε ένα πρόγραμμα με το σχολείο και πήγατε και επισκεφθήκατε και το χωριό; Στο χωριό πήγ… το ξαναπώ, το ομορφότερο χωριό της Κύπρου. Μπορείτε να google-άρετε να δείτε τι χωριό ήταν. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Και εγώ ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η ιστορία του πατέρα με το φορτηγό κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, η φρικτή νύχτα και η κυρά της Λαπήθου
00:52:17 - 01:08:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να πούμε αυτά που μου λέγατε πριν. Ο πατέρας σας, όταν έγινε η εισβολή, επιτάχθηκε; Ο πατέρας μου, όταν έγινε η εισβολή, ήτανε 46 χρονών. Ε…ί σας; Κάποιοι μου είπανε: «Δε φταίμε εμείς». Ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και για τα συμπληρωματικά που είπαμε. Και εγώ σας ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα, ονομάζομαι Κλαίρη Αχιλλέως.
Είναι Δευτέρα 09 Οκτωβρίου 2023, εγώ είμαι η Βασιλική Παρασκευά, ερευνήτρια του Ιστόρημα και είμαστε μαζί με την κυρία Κλαίρη στο Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης και ξεκινάμε. Θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για σας;
Κατάγομαι από την Κύπρο. Γεννήθηκα στην Λάπηθο το 1960, λίγους μήνες πριν την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μεγάλωσα σε αυτό το όμορφο χωριό και έμεινα εκεί μέχρι το 1974. Η Λάπηθος είναι, βρίσκεται 14 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας και κάπου 7 χιλιόμετρα από το σημείο που έγινε η απόβαση των Τούρκων το 1974. Η παιδική μου ζωή στη Λάπηθο ήταν πάρα πολύ όμορφη με κάποιες έγνοιες πού και πού, γιατί είχαμε κάποιες διακοινοτικές φιλονικίες με τους Τουρκοκύπριους. Αυτό έγινε το 1963 για πρώτη φορά και είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από την παιδική μου, την πολύ μικρή παιδική μου ηλικία, που κάλεσαν την μαμά μου, επειδή ήταν νοσοκόμα, να παρουσιαστεί στο νοσοκομείο του χωριού και εγώ είχα καταλάβει ότι κάτι δεν ήταν καλό και έκλαιγα, δεν ήθελα να φύγει η μαμά μου. Μετά ήμασταν… Πάμε στο 1967, ήμουνα δευτέρα Δημοτικού, όταν ήρθαν τα τούρκικα αεροπλάνα, πετούσαν πάνω από το χωριό και οι δάσκαλοι μας οδήγησαν να κρυφτούμε σε μια σπηλιά κοντά στο σχολείο, ήταν κάτι σαν καταφύγιο. Οι συναγερμοί ηχούσαν παντού σε όλο το χωριό. Αυτά τα δύο γεγονότα θυμάμαι έντονα στη μνήμη μου. Να πω ότι το χωριό μας είχε 6 ενορίες και μια τουρκογειτονιά. Η μαμά μου μου περιέγραφε πολύ όμορφη την παιδική της ζωή με τους Τουρκοκύπριους, είχε πολλούς φίλους, ζούσαν όλοι μαζί. Εγώ δεν πρόλαβα να το δω αυτό, διότι όλοι οι Τουρκοκύπριοι απ’ το χωριό μας φύγανε το 1963 και πήγανε σε ένα θύλακα κοντά στην Λευκωσία, που είχε δημιουργήσει η Τουρκία. Τους επέτρεπαν να έρχονται πού και πού να βλέπουν τα χωράφια τους, επίσης τα ερημωμένα σπίτια τους. Η μαμά μου χαιρόταν όταν τους έβλεπε και εγώ μαζί της, απλά κάποιους ελάχιστους τους φοβόμουνα. Αλλά πιο πολύ φοβόμουνα τα ερειπωμένα σπίτια, τα οποία είχαν καταστραφεί και όταν περνούσαμε με τον αδερφό μου απ’ αυτή τη γειτονιά, για να πάμε να ψωνίσουμε κάτι, που μας έστελνε η μαμά, φοβόμουν πάρα πολύ αυτά τα ερειπωμένα σπίτια και είχα ένα τρόμο τι μπορεί να συμβεί εκεί πέρα. Κατά τα άλλα η ζωή μας στο χωριό ήταν πολύ όμορφη, ήταν ένα χωριό ίσως το ωραιότερο της Κύπρου. Ξεκινούσε από τη θάλασσα τα σπίτια και έφταναν, ήταν χτισμένα και στο βουνό. Ήταν ένα αμφιθεατρικό χωριό, αραιοκατοικημένο, γεμάτο λεμονιές. Ήταν μια λεμονοπαραγωγός περιοχή, που έκανε εξαγωγή τα λεμόνια, μέσω συνεταιρισμών που είχε, στην Αγγλία. Ήταν ένα χωριό που είχε, όπως είπα πριν, 6 γειτονιές, 6 ενορίες, είχε 3 δημοτικά σχολεία, τα 2 ήταν χτισμένα σε βράχους ψηλά, πολύ γραφικά. Είχε επίσης ένα γυμνάσιο με 500 παιδιά. Έπαιρνε και από τα διπλανά χωριά το γυμνάσιο μας και το οποίο θεωρώ μέχρι σήμερα ότι ήταν ένα πρότυπο γυμνάσιο, είχε τα πάντα και αυτό το σχολείο χτίστηκε με τη δουλειά των κατοίκων του χωριού και με δωρεάν οικοπέδου από κάποιον πλούσιο του χωριού, ο οποίος είχε κάνει και τα σχέδια του σχολείου, ήταν αρχιτέκτονας. Το σχολείο αυτό είχε μια μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων αμφιθεατρική, που είχε πιάνο, είχε σκηνή, είχε πολύ καλή ηχητική και η αίθουσα αυτή ονομαζόταν «Τσαγγαρίδειος αίθουσα» προς τιμή του κυρίου Τσαγγαρίδη, που χάρισε το οικόπεδο για να χτιστεί το γυμνάσιο. Είχε 3 εργαστήρια Φυσικής, Χημείας, Βιολογίας, είχε εργαστήριο Ξυλουργικής, Οικιακής Οικονομίας, είχε αίθουσα Τέχνης. Ακόμα θυμάμαι τα ανακλινόμενα θρανία που είχε, για να κάνουν το γραμμικό σχέδιο οι μαθητές. Είχε βιβλιοθήκη, πολύ μεγάλη για την εποχή εκείνη. Επιπλέον το σχολείο είχε και μια φιλαρμονική ορχήστρα με 70 όργανα, κρουστά και πνευστά, τα οποία επίσης ήταν από δωρεές και χορηγίες. Γενικά αυτό το σχολείο έχει μείνει στην καρδιά μου. Έλεγα ότι αυτό το σχολείο έμεινε στην καρδιά μου, παρόλο που φοίτησα μόνο 2 χρόνια σ’ αυτό το σχολείο. Ως εκπαιδευτικός τώρα σκέφτομαι ότι πραγματικά θα ήθελα πάρα πολύ να δουλέψω σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που μέχρι στιγμής δεν το έχω βρει πουθενά. Οι καθηγητές μας ήτανε οι πιο πολλοί ντόπιοι, από το χωριό ή τα διπλανά χωριά, αλλά και οι ξένοι που ερχόντουσαν αγαπούσαν πάρα πολύ το σχολείο, αγαπούσαν πάρα πολύ τα παιδιά, οι γονείς ήταν πολύ κοντά στο σχολείο. Επίσης, στο σχολείο αυτό είχαμε και παιδονόμο, που μας αγαπούσε και μας πρόσεχε πάρα πολύ, σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές, αν αισθανόταν ότι κάποιος καθηγητής ή καθηγήτρια αδίκησαν έναν μαθητή, μάλωνε τον καθηγητή, όχι τον μαθητή. Επίσης, στο χωριό μου υπήρχαν… Υπήρχε παράδοση στην αγγειοπλαστική, στη μαχαιροποιία, στα κεντήματα, κεντούσαν οι γυναίκες πάρα πολύ και γενικά ήταν ένα μέρος πάρα πολύ ζωντανό και που αγαπούσαν οι ντόπιοι πολύ τα γράμματα και τη μόρφωση. Γι’ αυτό και σήμερα, αν ανατρέξουμε, θα βρούμε από την Λάπηθο πάρα πολλούς επιστήμονες. Σχεδόν όλα τα παιδιά σπούδαζαν από την Λάπηθο.
Φτάνουμε όμως στον Ιούλιο του ‘74. Έγινε αρχικά στις 15 Ιουλίου το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στο χωριό το δικό μας ήταν σχετικά ήσυχα θα έλεγα, από το ραδιόφωνο ακούγαμε μάχες στην Λευκωσία, μάχες στην Πάφο, διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν. Το πραξικόπημα έγινε Δευτέρα. Μείναμε στα σπίτια περιορισμένοι μέχρι την Πέμπτη και επειδή κουραστήκαμε να είμαστε κλεισμένοι μέσα, παρακαλέσαμε τον πατέρα μου να μας πάει μια βόλτα μέχρι την παραλία μέχρι τη θάλασσα, γιατί μάθαμε ότι και άλλοι φίλοι μας είχανε πάει και δεν υπήρχε πρόβλημα. Έτσι, πήγαμε και θυμάμαι εκείνη τη μέρα ήτανε 18 Ιουλίου απόγευμα, όταν φτάσαμε στο παραθαλάσσιο κέντρο, που συνήθως πηγαίναμε και εκεί κάναμε το μπάνιο μας, οι χωριανοί που ήταν εκεί ήταν όλοι στην άκρη ενός βράχου και κοιτούσαν τον ορίζοντα. Πλησιάσαμε και μέσα στον ορίζοντα φαινόντουσαν καράβια. Θυμάμαι, συζητούσαν μεταξύ τους τι να είναι αυτά τα πλοία που φαίνονται. Άλλοι έλεγαν ότι είναι τουρκικά, άλλοι έλεγαν ότι είναι ελληνικά, άλλοι έλεγαν ο έκτος αμερικανικός στόλος, που περικυκλώνει λόγω της κατάστασης την Κύπρο. Ο κάθε ένας έκανε τη δικιά του υπόθεση. Γυρίσαμε στο σπίτι, οι γονείς μου κάπως ανήσυχοι, αλλά δεν πέρασε απ’ το μυαλό μας, δεν θέλαμε… Όχι, πέρασε από το μυαλό μας, αλλά δεν θέλαμε να πιστέψουμε αυτό που θα γινόταν σε 2 μέρες. Το Σάββατο στις 20 Ιουλίου 05:00 η ώρα το πρωί η μαμά μας ξύπνησε, γιατί πάντα σηκωνόταν τόσο νωρίς να κάνει τις δουλειές του Σαββάτου στο σπίτι. Άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας μας που κοιτούσε προς τη θάλασσα και είδε τεράστια πλοία να βγάζουν μαύρο καπνό μέσα στη θάλασσα. Μας ξύπνησε όλους, και μένα, τον αδερφό μου, τον πατέρα μου, να τα δούμε, και μέχρι να ντυθεί ο πατέρας μου να πει «Πάω στο δημαρχείο, να δω τι συμβαίνει», άρχισε ο βομβαρδισμός των τουρκικών αεροπλάνων. Το σπίτι μας στη γειτονιά ήταν το μόνο διώροφο και όλοι οι γείτονες μαζεύτηκαν στο ισόγειο του σπιτιού μας, που ήταν στην ουσία ένα πετρόχτιστο γκαράζ. Ήμασταν περίπου 30 άτομα. Όλα αυτά συνέβαιναν στις 05:30 το πρωί. Στις 07:30, στις 07:00 μάλλον, η μητέρα μου θέλησε να φύγουμε, δεν αισθανόταν ότι ήμασταν ασφαλείς σ’ αυτό το χώρο και έτσι φύγαμε και πήγαμε σε ένα πίσω δωμάτιο του σπιτιού, πάλι ισόγειο, το οποίο χρησιμοποιούσαμε ως αποθήκη. Την άδειασαν την αποθήκη και πήγαμε εκεί. Στις 07:30 έπεσε μια βόμβα ξυστά επάνω στο γκαράζ, που αν ήμασταν εκεί τουλάχιστον οι μισοί θα ήταν σκοτωμένοι. Μετά από αυτό ζήσαμε ένα ανηλεή βομβαρδισμό για πολλές ώρες και από τα καράβια και από τα αεροπλάνα. Ακούγαμε[00:10:00] το ραδιόφωνο, που έλεγε «Τα στρατεύματά μας αναδιπλούνται ομαλώς» και εμείς τα παιδιά νομίζαμε ότι το «αναδιπλούνται» σημαίνει ότι προχωράνε. Δεν καταλαβαίναμε ότι σήμαινε ότι οπισθοχωρούν. Μετρούσαμε, επίσης, τα αεροπλάνα που άλλαζαν ήχο και έπεφταν. Εκείνες τις πρώτες μέρες του πολέμου μετρήσαμε 24 τουρκικά αεροπλάνα να έχουν καταρριφθεί από διασταυρούμενα πυρά που ήταν στον Πενταδάκτυλο. Περιμέναμε, επίσης, να ακούσουμε ένα διαφορετικό θόρυβο αεροπλάνων, γιατί πιστεύαμε ότι αν ήταν διαφορετικός ο θόρυβος αυτά θα ήταν τα ελληνικά, που όμως δεν ήρθαν ποτέ. Σε λίγες μέρες έγινε η εκεχειρία και νομίζαμε ότι όλο αυτό τελείωσε. Όμως, στις 26 Ιουλίου, εν μέσω της εκεχειρίας, αναγκαστήκαμε να φύγουμε απ’ το χωριό, γιατί κάθε βράδυ γινόντουσαν μάχες και δεν ξέραμε από πού θα έρθουν οι Τούρκοι, αν θα έρθουν από τη θάλασσα ή από το βουνό. Είχαμε επίσης μάθει ότι στην Κερύνεια, που μπήκανε, είχαν σκοτώσει, είχαν λεηλατήσει, είχαν βιάσει. Επομένως, οι γονείς δεν ήθελαν να μείνουν με τα παιδιά τους, με τις κόρες τους, με τους γιους τους, τα ανήλικα, στο χωριό. Έτσι, 26 Ιουλίου το χωριό άδειασε, εμείς φύγαμε, αλλά αφήσαμε πίσω τον παππού και τη γιαγιά που δεν ήθελαν να φύγουν. Όπως, επίσης, και 100-120 άλλους ηλικιωμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ήθελαν με τίποτα να φύγουν από το χωριό. Πίστευαν ότι επειδή είναι μεγάλοι δεν θα τους πειράξουν οι Τούρκοι, αν μπουν μέσα. Φεύγοντας από το χωριό πήγαμε σε μια άλλη κωμόπολη, στην Μόρφου. Ευτυχώς εκεί είχαμε ανθρώπους να μας φιλοξενήσουν. Οι πιο πολλοί όμως χωριανοί μείνανε στα σχολεία, μείνανε σε σκηνές. Γενικά, όλος ο πληθυσμός που έφευγε από την περιοχή, που έφυγε από την κατεχόμενη περιοχή, απ’ την περιοχή που κινδύνευε από τους Τούρκους, δεν μπορούσε όλοι, δεν μπορούσαν όλοι να φιλοξενηθούν σε σπίτια. Η αλήθεια είναι ότι και η Μόρφου και άλλες περιοχές άνοιξαν οι άνθρωποι στις περιοχές αυτές και τα σπίτια τους και τα σχολεία τους και τα μαγαζιά τους και όλα. Αυτό, βέβαια, δεν κράτησε πολύ, γιατί στις 14 Αυγούστου είχαμε τον δεύτερο «Αττίλα». Οι Τούρκοι ήθελαν να συνεχίσουν. Πολλά χωριά της επαρχίας της Κερύνειας, ο Καραβάς, η Λάπηθος κατελήφθησαν στις 3 Αυγούστου, μάλλον όχι, στις 6 Αυγούστου, και οι Τούρκοι προχωρούσαν. Επομένως αναγκαστήκαμε να φύγουμε και από την Μόρφου, να ανεβούμε πια στα βουνά, να μείνουμε στα βουνά για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχε τελειώσει ο πόλεμος.
Κατεβήκαμε στην Λευκωσία τον Οκτώβριο. Στην Λευκωσία θα έλεγα ότι… Ας πούμε ότι ήμασταν από τους τυχερούς, μπορέσαμε να νοικιάσουμε ένα σπίτι. Πολλοί φίλοι και γνωστοί μένανε σε αντίσκηνα. Όμως, ούτε οι γονείς είχανε δουλειά, ούτε λεφτά υπήρχαν, όλοι οι πρόσφυγες έχασαν τα πάντα, και τα, και την περιουσία τους, και οι πιο πολλοί και τις δουλειές τους. Γιατί οι δουλειές τους ήταν στην επαρχία της Κερύνειας, ή στην επαρχία πια της Αμμοχώστου. Λειτουργούσαν τα συσσίτια, πήγαιναν οι γονείς μας στα συσσίτια. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι τους έδιναν ζαμπονάκια σε κονσέρβα, το οποίο η μαμά άλεθε για να το κάνει κιμά και να μας κάνει κεφτέδες. Θυμάμαι πολύ τα αγγουράκια, που δίνανε, επειδή έκανε πολύ ζέστη στην Κύπρο, αυτά είχαν μια γλίτσα, δεν μπορούσαν να συντηρηθούν. Θυμάμαι επίσης – και μετά έκανα πάρα πολλά χρόνια να φάω - τα λάχανα, που δίνανε, σαλάτα μόνο λάχανο. Και είχαμε φάει τόσο λάχανο, που μετά για χρόνια δεν ήθελα να δω μπροστά μου λάχανο. Γενικά, ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, αλλάξαμε σχολείο, αλλάξαμε συνήθειες. Τα οικονομικά δεν υπήρχαν, ήταν πάρα πολύ περιορισμένα. Η μαμά αμέσως όταν γυρίσαμε στη Λευκωσία, πήγε ως εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό. Εκεί υποδεχόταν τους αιχμαλώτους, που απελευθέρωναν οι Τούρκοι και τους εγκλωβισμένους, που τους έδιωχναν από τα χωριά τους και επέστρεφαν. Ο μπαμπάς ήταν επιταγμένος στον στρατό. Ήτανε 2 χρόνια, τρία, πάρα πολύ δύσκολα, μέχρι να αρχίσουν να δουλεύουν οι γονείς μου και να μπαίνουν τα πράγματα σε μια σειρά.
Ο παππούς και η γιαγιά που έμειναν πίσω;
Ο παππούς και η γιαγιά έμειναν έναν χρόνο στην κατεχόμενη πια Λάπηθο. Είχαμε επικοινωνία μαζί τους μέσω μηνυμάτων του Ερυθρού Σταυρού. Μας… Τους στέλναμε κάποια πράγματα, μπορούσαμε. Πού και πού κι αυτοί μας έστελναν μερικά λεμόνια. Στο σπίτι μας εγκαταστάθηκαν Τουρκοκύπριοι. Η γιαγιά πήγε να πάρει κάποια πράγματα από το σπίτι, γιατί φεύγοντας δεν πήραμε τίποτα μαζί μας, πιστεύαμε ότι θα γυρίσουμε, ότι ήταν 2-3 μέρες, «Να περάσει το κακό -έλεγε η μαμά μου- και θα γυρίσουμε στο σπίτι». Όμως, δεν γυρίσαμε ποτέ. Πήγε, λοιπόν, η γιαγιά και παρακάλεσε τον Τουρκοκύπριο να ανέβει στο σπίτι να πάρει κάποια ρούχα, κάποια είδη ανάγκης. Ο Τουρκοκύπριος δεν την άφησε και της είπε ότι «Αυτό πια είναι δικό μου». Η γιαγιά κοίταξε στο, κάτω από τα λεμονόδεντρα και βρήκε 2-3 φωτογραφίες, που τις είχανε πετάξει, και μας έφερε αυτές τις φωτογραφίες.
Ο παππούς και η γιαγιά μένανε σε ξεχωριστό σπίτι από εσάς;
Ο παππούς και η γιαγιά μένανε… Το σπίτι τους ήταν ακριβώς απέναντι από το δικό μας, αλλά οι Τούρκοι δεν τους άφησαν να μείνουν στο σπίτι τους. Τους οδήγησαν σε μια γειτονιά όλους τους γέρους. Ήταν περίπου 120-130 γέροι, που μείνανε στη Λάπηθο, τους οδήγησαν σε μια άλλη γειτονιά, σε 2-3 σπίτια, τους έβαλαν στην ίδια γειτονιά, και τους άφηναν μια φορά τη βδομάδα να πάνε στο σπίτι τους να δουν τα ζώα, αν υπήρχαν ζώα, αν έμειναν τα ζώα, και τέλος πάντων να δούνε το σπίτι τους. Η γιαγιά να πούμε, ότι πριν μπουν οι Τούρκοι και όταν μπήκαν οι Τούρκοι, η γιαγιά και ο παππούς είχανε στο σπίτι τους φαντάρους που είχαν εγκλωβιστεί στην Λάπηθο, δεν μπόρεσαν να φύγουν. Κάποια στιγμή αυτοί οι φαντάροι αποφάσισαν, ήταν περίπου 12 αν θυμάμαι καλά, να γίνουν 2 ομάδες και να προσπαθήσουν να διαφύγουν. Η μία από αυτές τις ομάδες έπεσε επάνω στους Τούρκους και έδωσε μάχη, τους σκότωσαν, είναι όλοι αγνοούμενοι. Οι άλλοι από την άλλη ομάδα, δύο ξαναγύρισαν στο σπίτι της γιαγιάς. Κάποια στιγμή που είδανε αυτοκίνητα με ξένες πινακίδες να κυκλοφορούν στο χωριό, γιατί τότε είχε ήδη καταληφθεί το χωριό και κυκλοφορούσαν ξένοι δημοσιογράφοι, Ηνωμένα Έθνη. Οι δύο αυτοί φαντάροι αποφάσισαν με λευκή σημαία να φύγουν απ’ το σπίτι της γιαγιάς και να παρουσιαστούν σε κάποιο όχημα που είχε ξένες πινακίδες και είχαν τη πληροφορία ότι ήταν των Ηνωμένων Εθνών, και να… Κατά κάποιο τρόπο να παραδοθούν σ’ αυτούς για να τους βοηθήσουν να φύγουν απ’ την Λάπηθο. Έτσι έγινε, αγγλικά μιλούσαν αυτοί που ήταν στο αυτοκίνητο, τους είπαν «Ελάτε, θα σας βοηθήσουμε» και τελικά τους παρέδωσαν στους Τούρκους. Ήταν Άγγλοι δημοσιογράφοι. Αυτή τη μαρτυρία την έχω από τον ίδιο τον φαντάρο, που ήτανε φιλοξενούμενος στο σπίτι του παππού μου και ο οποίος μου περιέγραψε τα πάντα για το τι συνέβη και κάθε, τι συνέβη και πώς εγκλωβίστηκαν στην Λάπηθο εκείνες τις μέρες. Εννοείται αφού παραδόθηκαν στους Τούρκους, αιχμάλωτοι πια, τους έστειλαν στην Τουρκία. Μετά, επειδή αυτοί οι Άγγλοι δημοσιογράφοι ήξεραν τα ονόματά τους και οι Τούρκοι τους δήλωσαν ως αιχμαλώτους και επέστρεψαν κάποια στιγμή, τους απελευθέρωσαν, συνάντησα αυτούς τους δύο φαντάρους για πρώτη φορά όταν απελευθερώθηκαν και η γιαγιά μου και ο παππούς μου, γύρω στον Οκτώβριο του ’75, και το έμαθαν και ήρθαν να τους δουν. Αφού πέρασαν 3-4 χρόνια από το ’74, είχαμε για τα καλά εγκατασταθεί πια στην Λευκωσία, φοιτούσαμε σε σχολείο της Λευκωσίας, ο αδερφός μου αποφοίτησε, πήγε φαντάρος και ήρθε στην Αθήνα για σπουδές. Μετά από λίγα χρόνια και εγώ στην Θεσσαλονίκη και συνεχίσαμε[00:20:00] τη ζωή μας, μετά τα φοιτητικά χρόνια, συνεχίσαμε τη ζωή μας εδώ στην Ελλάδα.
Αυτά τα πρώτα χρόνια στην Λευκωσία, το κράτος το κυπριακό βοήθησε τους πρόσφυγες;
Βοηθούσε τους πρόσφυγες. Κατ’ αρχήν, στους πρώτους μήνες με τα συσσίτια και νομίζω και ένα μικρό επίδομα, νομίζω, που έδινε στις οικογένειες. Μετά άρχισε το κράτος να χτίζει τους οικισμούς για τους πρόσφυγες, κάτι αντίστοιχο των εργατικών κατοικιών εδώ πέρα. Και έδινε, επίσης, σε αυτούς που δεν ήθελαν να πάνε στους οικισμούς, αλλά ήθελαν, προτιμούσαν να νοικιάσουν ένα σπίτι έδινε, επίσης, ένα μικρό μέρος του ενοικίου. Στη συνέχεια βέβαια, αφού πέρασαν κάποια χρόνια και βρέθηκαν λεφτά στην Κύπρο από βοήθειες, άρχισε να δίνει άτοκα δάνεια ή χαμηλότοκα δάνεια, ή ένα μέρος, ένα μέρος του κόστους να το καλύπτει το κράτος, για να χτίσουν σπίτια, τα δικά τους σπίτια οι πρόσφυγες κλπ. Αλλά, βέβαια, η δικιά μου οικογένεια δεν είχε πάρει κάτι από αυτά εκτός από το επίδομα του ενοικίου. Δεν νομίζω ότι συγκριτικά με αυτά που έχασαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι αυτά μπορούσαν να αντισταθμίσουν οτιδήποτε απ’ αυτό που έχασαν.
Δεν υπήρξε κάποια συμφωνία ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους για αποζημιώσεις για τις περιουσίες;
Όχι βέβαια, γιατί δεν υπάρχει… Για να υπάρξει μια τέτοια συμφωνία πρέπει να υπάρξει λύση, να υπογραφεί μια λύση. Όταν έγινε η εισβολή του ’74, άνθρωποι που έφυγαν από τα σπίτια τους το ’63, γιατί τότε με τα γεγονότα και Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι έφυγαν απ’ τα σπίτια τους. Ήταν πρόσφυγες, είχαμε στο χωριό μας πρόσφυγες από την Λεύκα. Η Λεύκα ήταν ένα τουρκοκυπριακό χωριό. Αυτοί οι άνθρωποι, Ελληνοκύπριοι, αναγκάστηκαν να φύγουν από τη, Λεύκα και ήρθανε το ‘63 και εγκαταστάθηκαν στην Λάπηθο. Περίμεναν να τους δοθεί η αποζημίωση. Και το ‘74 έχτισαν σπίτι στην Λάπηθο και το ‘74 ξαναέγιναν πρόσφυγες, έχασαν και το δεύτερο σπίτι τους. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Στα σπίτια μας πλέον μένουν ή Τούρκοι ή Τουρκοκύπριοι. Θα έλεγα ότι εμείς είμαστε από τους τυχερούς, μένουν Τουρκοκύπριοι. Επισκέπτομαι το σπίτι μου, όταν πηγαίνω στην Κύπρο, και αυτοί οι άνθρωποι με δέχονται, θα έλεγα με αγάπη, ενώ υπάρχουν άλλοι χωριανοί που δεν τους ανοίγουν την πόρτα να μπουν να δουν το σπίτι τους ή που τους διώχνουν. Γι' αυτό λέω ότι είμαι από τους τυχερούς.
Ο παππούς και η γιαγιά κατάφεραν να ξαναπάνε έστω και μια φορά πίσω;
Όχι, ο παππούς έφυγαν μετά από έναν χρόνο περίπου, Οκτώβριο του ‘75. Τους έδιωξαν, δεν έφυγαν, τους έδιωξαν οι Τούρκοι, δεν ξαναπήγαν. Ο πατέρας μου πήγε 2 φορές, μετά τη δεύτερη φορά δεν ήθελε να ξαναπάει. Η μητέρα μου, όσο ζούσε, όταν πήγαινε, ήθελε… Όταν… Ήθελε να πηγαίνει κάθε χρόνο. και όταν μετακόμισε στην Ελλάδα το 2012 και μετά, όταν πήγαινε στην Κύπρο, ήθελε να πηγαίνει να βλέπει το σπίτι.
Φεύγοντας πήρατε κάτι, προλάβατε να πάρετε κάτι από το σπίτι, όπως είπατε, εκτός από τις φωτογραφίες;
Δεν τις-
Της γιαγιάς-
Πήραμε τις φωτογραφίες. Φωτογραφίες βρήκε η γιαγιά 2-3 κάτω από τις λεμονιές μισοκατεστραμμένες. Ο αδερφός μου πήρε τα γραμματόσημά του. Τίποτε άλλο δεν πήραμε, κάποια ρούχα, ίσα ίσα για να περάσουμε κάποιες λίγες μέρες, γιατί η μαμά πίστευε ότι θα γυρίσουμε. Το πιο πολύτιμο που έχουμε από την Λάπηθο είναι, στην Κύπρο τα λέμε καπνιστομέρρεχα. Είναι ένα δοχείο που βάζεις ανθόνερο κι ένα, ας το πω ποτηράκι, που βάζεις καρβουνάκια για να καπνίσεις, ασημένια, σκαλισμένα, τα οποία η γιαγιά τα έκρυψε στη γη, όταν μπήκανε οι Τούρκοι, και όταν τους διώχνανε οι Τούρκοι, την τελευταία φορά που πήγε στο σπίτι της, τα ξέθαψε, γι’ αυτό και έχουν και ένα χτύπημα απ’ την αξίνα, απ’ την αξίνα. Και τα έκρυψε στον κόρφο της και τα έφερε και αυτά τα χάρισε στον αδερφό μου, γιατί γιόρταζε την ημέρα που έβγαζε αυτά τα πολύ επίσημα, ήταν, είναι ασημένια, τα έβγαζε για τη γιορτή του αδερφού μου, οπότε του τα χάρισε.
Στο βουνό που είπατε ότι καθίσατε λίγες μέρες-
Στο βουνό-
Πώς ήτανε;
Πάλι φιλοξενηθήκαμε, δεν ήταν καλή εμπειρία στο βουνό. Δεν ήταν καλή εμπειρία, γιατί ενώ γινόταν πόλεμος κάτω, στο βουνό πήγαμε 13 Αυγούστου, 14 Αυγούστου άρχισε ο δεύτερος γύρος της τουρκικής εισβολής, στην Μια Μηλιά και στην Αμμόχωστο, από την Κυθρέα μέχρι την Αμμόχωστο γινόντουσαν μάχες, και από την Μύρτου μέχρι την Λευκωσία, και στην Μόρφου. Αλλά λυπάμαι που το λέω, εκεί πάνω παίζανε τα jukebox, οι ντόπιοι ήταν σ’ ένα άλλο κόσμο. Εντάξει, μείναμε 2 μήνες εκεί. Όχι… Ναι, περίπου 2 μήνες, ήμασταν και πάλι φιλοξενούμενοι σε κάποιους φίλους, που είχανε σπίτι εξοχικό εκεί πέρα και μέναμε στο σπίτι 3 οικογένειες.
Δύσκολο πολύ.
Εντάξει, ήταν μεγάλο το συγκεκριμένο σπίτι, ήταν σε ωραίο μέρος. Αν και τότε δεν μας ενδιέφερε πολύ, ούτε πώς θα κοιμηθούμε, ούτε πόσοι θα κοιμηθούμε στο δωμάτιο, η στρωματσάδα ήτανε μια χαρά, αν σκεφτούμε ότι κάποιοι μένανε κάτω απ’ τα δέντρα.
Και ο δρόμος μετά για τη Λευκωσία ήτανε ανοιχτός, ήταν δύσκολος;
Από το Τρόοδος ήταν ανοιχτός ο δρόμος μέσω της Λεμεσού. Πηγαίναμε μέσω Λεμεσού, γύρος μεγάλος, δεν κατεβήκαμε και πολύ συχνά, δεν κατεβαίναμε πολύ συχνά στην Λευκωσία, μια-δυο φορές. Και μετά πήγαμε στη Λευκωσία οριστικά.
Είχατε κάποιο συγγενή αγνοούμενο ή κάποιο ξάδερφο;
Όχι, ο ξάδερφος μου ήταν αιχμάλωτος, είχαμε μεγάλη αγωνία για την τύχη του, επέστρεψε όμως. Είχαμε, όμως, ο πατέρας μου είχε φίλους, που ήταν αγνοούμενοι. Επίσης, λίγο μεγαλύτεροι από μας σε ηλικία στρατιώτες τότε, που ήταν και είναι ακόμα αγνοούμενοι. Πριν μερικά χρόνια βρήκαν τα κόκαλα ενός πολύ καλού φίλου του πατέρα μου. Εντάξει, μια κηδεία μετά από 45 χρόνια.
Σήμερα πώς, πώς είναι η ζωή των ανθρώπων στην Κύπρο των προσφύγων, πώς τη βλέπετε;
Όλοι έχουν με κάποιο τρόπο τακτοποιηθεί μετά από 50 χρόνια. Η πρώτη γενιά έφυγε, οι παππούδες μας πέθαναν, οι γονείς μας πέθαναν, οι πιο πολλοί. Λίγοι είναι οι άνθρωποι, συνομήλικοι των δικών μου των γονιών, που ζούνε τώρα ακόμα. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν τον μεγαλύτερο καημό, θα έλεγα, και γενικά όσοι ζήσανε στα χωριά τους. Τώρα τα εγγόνια, τα δισέγγονα μόνο ιστορίες ακούνε. Έχουν τακτοποιηθεί οι άνθρωποι, ζούνε κανονικά τη ζωή τους στην Κύπρο. Εννοείται ότι οι πιο πολλοί θέλουν να πηγαίνουν να βλέπουν τα σπίτια τους, όμως μόνο σαν επισκέπτες, είναι επισκέπτες. Νομίζω ότι όσο περνάνε τα χρόνια θα γίνει κάτι αντίστοιχο με αυτό που έγινε στην Κωνσταντινούπολη και στην Σμύρνη. Δεν είμαι αισιόδοξη ότι θα γίνει κάτι διαφορετικό, ότι θα βρεθεί κάποια λύση και θα μπορέσουμε να πάμε να ζήσουμε εκεί ή να αποζημιωθούν, όσοι θέλουν να αποζημιωθούν.
Η είσοδος, ας πούμε, ξανά στα Κατεχόμενα πότε ξεκίνησε να επιτρέπεται;
Αν δεν κάνω λάθος, ξεκίνησε το 2004, νομίζω. Βέβαια, εγώ πήγα πολύ αργότερα, νομίζω πρώτη φορά πρέπει να πήγα το ’07, το ’08. Και από τότε προσπαθώ να πηγαίνω κάθε χρόνο, είναι κάτι σαν προσκύνημα.
Θέλετε να μου πείτε γι’ αυτό το χαρτί που βρήκατε μετά από χρόνια;
Ναι, αυτό που βρήκα στα πράγματα της μαμάς μου ξεκαθαρίζοντας τα, εκτός από τα μηνύματα που έστελναν ο παππούς η γιαγιά και άλλοι χωριανοί στη μαμά για το πώς είναι εκεί πέρα και αν χρειαζόντουσαν κάποια φάρμακα κλπ., και επίσης μηνύματα που η μαμά τους έστελνε, βρήκα και ένα ενοικιαστήριο συμβόλαιο, το οποίο έκανε ο παππούς το ‘75 τον Ιούνιο. Ήταν ακόμα στην Λάπηθο εγκλωβισμένοι. Έδωσε προς ενοικίαση ένα χωράφι του που είχε ελιές σε έναν Τουρκοκύπριο και ο Τουρκοκύπριος του έδωσε 40 λίρες για έναν χρόνο. Και διερωτούμαι: Ο Τουρκοκύπριος θα μπορούσε αυτό το χωράφι να το ‘χει χωρίς να το ξέρει ο παππούς, χωρίς[00:30:00] να του δώσει λεφτά, γιατί ήταν οι νικητές. Ο παππούς ήταν κάτι, αιχμάλωτος στην ουσία. Κι όμως, επειδή ήταν πολύ καλή η σχέση των χωριανών μεταξύ τους, ο Τουρκοκύπριος πήγε και ζήτησε το χωράφι να το ενοικιάσει απ’ τον παππού. Και ο παππούς, βέβαια, του το έδωσε και ο Τουρκοκύπριος τον πλήρωσε, αυτό λέει πολλά, νομίζω.
Τώρα αυτή τη στιγμή υπάρχουνε Τουρκοκύπριοι στην ελεύθερη Κύπρο;
Όχι, οι Τουρκοκύπριοι όλοι έχουν, είναι στα Κατεχόμενα, μπορούν βέβαια, όπως μπορούμε εμείς βέβαια οι Ελληνοκύπριοι να πάμε στις κατεχόμενες περιοχές, έτσι κι αυτοί μπορούν να έρθουν στις ελεύθερες περιοχές. Μάλιστα, επειδή έχουν και κυπριακές ταυτότητες του αναγνωρισμένου κυπριακού κράτους μπορούν και να ψηφίσουν και στις εκλογές, άμα θέλουν. Μπορούν, επίσης, να έρθουν να εργαστούν. Μου είπανε, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, ότι κάποιοι έρχονται και εργάζονται στις ελεύθερες περιοχές. Ωστόσο, μένουν και ζουν στις κατεχόμενες. Δεν είναι… Η Λευκωσία είναι μοιρασμένη, μια δρασκελιά τόπος είναι να βρεθείς από την ελεύθερη Λευκωσία στην κατεχόμενη Λευκωσία με τα πόδια.
Υπάρχει η πράσινη γραμμή;
Υπάρχει νεκρή ζώνη, υπάρχουν 2 φυλάκια, ένα ελληνοκυπριακό, ένα των Τούρκων, περνάς τον έλεγχο των 2 φυλακίων, τα οποία απέχουν μεταξύ τους κάποια μέτρα, 5-10 μέτρα, περνάς τον έλεγχο και πας από τη μια περιοχή στην άλλη. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη πόλη που είναι μοιρασμένη.
Στην Κύπρο εννοείτε ή γενικότερα;
Όχι στην Κύπρο, γενικότερα.
Γενικότερα, ναι. Θυμίζει το Βερολίνο, ας πούμε.
Ναι, θυμίζει το Βερολίνο, ακριβώς. Θυμίζει το Βερολίνο.
Τι σκέψεις κάνατε, μάλλον οι γονείς σας, γιατί εσείς ήσασταν μικρή, μετά, όταν καταλάγιασαν λίγο τα πράγματα, ακούγατε κάποια συζήτηση των γονιών σας σχετικά με την εισβολή, τις σκέψεις τους, εκτός απ’ τη στεναχώρια;
Όχι μόνο οι δικοί μου οι γονείς, αλλά και όλοι στην Κύπρο πιστεύουν ότι η Κύπρος προδόθηκε από τη Χούντα. Προδόθηκε, πουλήθηκε. Έχουμε πολλές μαρτυρίες, έχω ακούσει μαρτυρίες από στρατιώτη που ήταν στο στρατόπεδο, σ’ ένα στρατόπεδο πολύ κοντά εκεί που έγινε η απόβαση των Τούρκων, ο οποίος το περιγράφει, περιγράφει τις σκηνές και σ’ ένα βιβλίο του. Μου είπε ότι άρχισε ο βομβαρδισμός και οι αξιωματικοί οι Ελλαδίτες τους φώναζαν: «Μην ανησυχείτε, ασκήσεις κάνουν οι Τούρκοι». Επίσης, αυτό που διερωτούμαι: Εμείς με γυμνό μάτι βλέπαμε τα πλοία από την Πέμπτη, ο στρατός που ήτανε; Δεν τα έβλεπε, δεν ήξερε τι ήταν;»
Υπήρχαν και περιπτώσεις που πολλές φορές είτε οι Τούρκοι είτε οι Έλληνες επιτέθηκαν και σε δικά τους, ας πούμε…
Οι… Ένα αεροπλάνο μεταγωγικό, που ερχόταν απ’ την Ελλάδα με καταδρομείς, με κάποια κακή συνεννόηση που έγινε κατερρίφθη από τους Ελληνοκύπριους. Απ’ αυτό το αεροπλάνο έζησε μόνο ένας.
Και νομίζω υπήρχε και μια πληροφορία ότι είχαν ξεκινήσει κάποια υποβρύχια από την Ελλάδα-
Τα οποία-
Και γυρίσανε;
Ο Αραπάκης τα διέταξε να γυρίσουν πίσω, διάβαζα. Το είχαμε ακούσει ότι είχαν ξεκινήσει κάποια υποβρύχια απ’ την Ελλάδα αλλά δεν έφτασαν ποτέ, γιατί τα γύρισαν πίσω. Όλα αυτά, ας πούμε, όλα αυτά τα γεγονότα είναι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η Κύπρος, αυτό το κομμάτι της Κύπρου ήταν πουλημένο από την Χούντα. Προφανώς υποστήριζε τους Τούρκους η Αμερική και η Αγγλία και βέβαια και η Χούντα δεν βοήθησε σ’ όλο αυτό. Όπως και λέγεται ότι και τα γεγονότα της Κοφίνου το ’67- ’68, που έγιναν, ήταν με παρότρυνση της Χούντας. Η Χούντα ήταν αυτή που διέταξε και μέσω κάποιων Κυπρίων να γίνει αυτή η επίθεση στα χωριά αυτά.
Είπατε, ήτανε αυτό το χωριό Τουρκοκυπριακό.
Τουρκοκυπριακό.
Και τι έγινε ακριβώς;
Ήταν σαν θύλακας, ελέγχανε το δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού. Βεβαίως, επιτίθοντο σε περαστικούς, σε οδηγούς, τους πυροβολούσαν, γινόντουσαν στο δρόμο επεισόδια, είχε γίνει επικίνδυνος ο δρόμος, οι Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι που ήταν εκεί. Και πώς έπρεπε να λυθεί το θέμα; Έγινε μια επίθεση στο χωριό αυτό, αλλά η επίθεση αυτή δε σταμάτησε εκεί που κατελήφθη το χωριό, υπήρξαν και έκτροπα από κει και πέρα, δηλαδή έφτασαν στα άκρα.
Και υπήρξαν μετά και αντίποινα;
Και υπήρξαν μετά και αντίποινα και…
Πιστεύετε η σημερινή κατάσταση είναι καλύτερη με τη διχοτόμηση, από -ας πούμε- τη δεκαετία του ’60, που συνεχώς συνέβαιναν επεισόδια μεταξύ των δύο πλευρών;
Για ποιον αν είναι καλύτερη; 200.000 είναι πρόσφυγες, δεν είναι στα σπίτια τους. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσε με σύνεση να μην υπάρχουν αυτά τα επεισόδια, και να είναι όλοι καλά και χαρούμενοι. Κι οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν… Οι πιο πολλοί. Ήταν κάποιοι που ήταν φανατικοί και έπαιρναν κατευθείαν οδηγίες από την Τουρκία, όπως και Ελληνοκύπριοι έπαιρναν κατευθείαν οδηγίες από τη Χούντα. Όμως, οι πιο πολλοί και Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν είχαν κάτι να μοιράσουν μεταξύ τους. Θα μπορούσαν να ζουν αρμονικά. Όχι, για μένα δεν είναι καλύτερη αυτή η κατάσταση, η τωρινή. Κατ’ αρχήν, είναι ένας πόλεμος που δεν τελείωσε. Υπάρχουν κατοχικά στρατεύματα, υπάρχουν όπλα, είναι παραταγμένα κατά μήκος όλης της νεκρής ζώνης, ένθεν και ένθεν. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει μια έξαρση, θα έλεγα, αυτού του σιωπηλού πολέμου, που υπάρχει 50 χρόνια; Δεν έχει λυθεί τίποτα, δεν έχει τακτοποιηθεί τίποτα.
Ο Ο.Η.Ε. τι κινήσεις βλέπετε να κάνει;
Ο Ο.Η.Ε. είναι στη νεκρή ζώνη για να διατηρούν την ειρήνη. Δεν ζω στην Κύπρο, δεν έτυχε να ενημερωθώ, αλλά μου έχουνε πει ότι σε διάφορες φάσεις που ο Ο.Η.Ε. έπρεπε να επέμβει, δεν επενέβη, να συγκρατήσει τους Τούρκους και προχώρησαν και κατέλαβαν σε κάποια σημεία, όχι πολλά, εν καιρώ -σε εισαγωγικά- ειρήνης, έτσι; Η πρώτη περίπτωση, που αντέδρασαν, ήταν φέτος το καλοκαίρι στην Πύλα. Εντυπωσίασε, ομολογώ, τους Κύπριους η αντίδρασή τους, που προσπάθησαν οι Τούρκοι να συνδέσουν ένα κατεχόμενο χωριό με την Πύλα, που είναι μιχτό χωριό, το μόνο μιχτό χωριό, περνώντας όμως μέσα από τη νεκρή ζώνη. Που η νεκρή ζώνη είναι μια παραχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας προς τα Ηνωμένα Έθνη για να συντηρούν την ειρήνη, δεν είναι κατεχόμενο έδαφος, που το δώσαν ο τούρκικος στρατός στα Ηνωμένα Έθνη. Είναι ελεύθερο έδαφος, που το παραχώρησε η Κυπριακή Δημοκρατία στα Ηνωμένα Έθνη. Επομένως, οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν από το κατεχόμενο χωριό μέσω της νεκρής ζώνης, να φτιάξουν δρόμο, να φτάσουν στην Πύλα, ώστε να μπορούν -είπαν- οι Τουρκοκύπριοι, εύκολα να πηγαίνουν στα Κατεχόμενα. Και βέβαια, τα Ηνωμένα Έθνη αντέδρασαν και έγιναν τα γνωστά γεγονότα και θα δούμε τη συνέχεια.
Είπατε πριν ότι δεν βλέπετε αισιόδοξα τα πράγματα ότι θα βρεθεί κάποια λύση στο μέλλον.
Όχι. Πραγματικά δεν είμαι αισιόδοξη. Σκέφτομαι, πολλές φορές σκέφτομαι: «Αν βρεθεί κάποια λύση, θα ήθελες να γυρίσεις στο σπίτι σου; Όπως είπε ένας φίλος μου και συμφωνώ μαζί του: «Ο τόπος είναι οι άνθρωποι». Οι άνθρωποι, πολλοί από αυτούς που ξέραμε, έχουνε φύγει, δεν υπάρχουν πια. Εμείς έχουμε σκορπιστεί σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, οι πιο νέοι. Θα ήθελα να γυρίσω, δεν ξέρω αν θα ήθελα να μείνω, να μένω μόνιμα. Αυτό θα το σκεφτώ, αν έρθει η ώρα. Απλά σκέφτομαι ότι ποτέ δεν θα ‘ναι τίποτα ίδιο, σε σχέση με τους ανθρώπους. Εξάλλου το βλέπω και τώρα όταν επισκέπτομαι το χωριό. Πέρσι όταν πήγαμε… Συνήθως πάω με κάποιον παιδικό φίλο, που είμαστε συμμαθητές στο σχολείο ή με παιδικούς φίλους περισσότερους. Πέρσι, όταν πήγαμε, φτάσαμε στο Κεφαλόβρυσο, γιατί το χωριό είχε νερό δικό του εκτός από όλα τα άλλα καλά[00:40:00], τυχαία συναντηθήκαμε με κάποιον συγχωριανό της δικιάς μας της γενιάς. Έτσι, για λίγο, είχαμε την ψευδαίσθηση ότι ήταν μια συνηθισμένη μέρα πριν την τουρκική εισβολή. Γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος γύρω, ήμασταν μόνο εμείς κι αυτός. Μια τυχαία συνάντηση στο Κεφαλόβρυσο.
Το χωριό πώς το βλέπετε τώρα που πηγαίνετε; Γιατί είχατε πει ότι ήταν πάρα πολύ ανεπτυγμένο και πλούσιο.
Το χωριό είχε μια πολύ ωραία θάλασσα, μια πολύ ωραία παραλία, την παραλία την έχουνε χαλάσει γιατί χτίσανε πάνω στην παραλία ξενοδοχεία, κέντρα αναψυχής. Τα λεμονόδεντρα ήταν μια απέραντη έκταση με λεμονόδεντρα, ήταν αραιοκατοικημένο το χωριό και κάθε σπίτι είχε 2, 3, 4, 5 στρέμματα χωράφια λεμονόδεντρα. Πολλά έχουν ξεραθεί, γιατί δεν τα περιποιούνται, δεν ξέρουν να τα περιποιηθούν και τα χτίζουνε. Η κάτω Λάπηθος έχει αλλοιωθεί εντελώς, δυστυχώς. Η πάνω Λάπηθος όμως, η ορεινή, ακόμα κρατιέται καλά, γιατί βέβαια είναι πιο δύσκολο εκεί να χτίσουν, είναι ορεινό το μέρος και θα έλεγα ότι συντηρείται. Αυτό που δεν είπα, το λυπηρό, είναι ότι στο κατεχόμενο χωριό μου αυτή τη στιγμή ζούνε χιλιάδες ξένοι, Ευρωπαίοι: Γερμανοί, Άγγλοι, Αυστριακοί, Ρώσοι, Ουκρανοί. Αυτοί οι άνθρωποι, οι Ευρωπαίοι, οι «φίλοι» μας, πήγαν και αγόρασαν τα σπίτια μας. Μετά πώς μπορεί να είμαι αισιόδοξη; Τ’ αγόρασαν όχι απ’ τους νόμιμους ιδιοκτήτες, έτσι; Από τους ψευτο-ιδιοκτήτες, δηλαδή από τους ανθρώπους, που έμεναν σε αυτά τα σπίτια και τους έδωσαν τίτλους ιδιοκτησίας του ψευδοκράτους. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το σπίτι του παππού μου, που είναι στην ορεινή Λάπηθο, το αγόρασε ένας Εγγλέζος.
Υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις όμως που οι Ελληνοκύπριοι κάναν αγωγή σε διεθνείς-
Ναι, κάναν αγωγή, την κέρδισαν την αγωγή, αλλά τώρα δεν τολμούν να πάνε να δουν τα σπίτια τους. Βέβαια ούτε αποζημιώσεις πήραν, τουλάχιστον ακόμη.
Η ζωή πώς κύλησε μετά, που φύγατε απ’ την Κύπρο;
Πολύ δύσκολα, βασικά για τους γονείς μου πολύ δύσκολα, γιατί χάσανε την περιουσία τους, έχασαν τις δουλειές τους, ο πατέρας μου δηλαδή, η μητέρα μου δεν δούλευε. Ευτυχώς μπόρεσαν μετά ο πατέρας μου να κάνει επανεκκίνηση σε μια δικιά του δουλειά, η μητέρα μου δούλευε ως νοσοκόμα αποκλειστική, αλλά πλέον ήμασταν και εμείς σε μια ηλικία πολύ κοντά στις σπουδές. Νομίζω τα καταφέραν πολύ καλά τελικά, μας σπούδασαν. Ο πατέρας μου, όσο ήμασταν στο χωριό, σχεδίαζε να στείλει τον αδερφό μου για σπουδές, εμένα μεταξύ σοβαρού και αστείου μου έλεγε: «Εσύ δεν χρειάζεσαι να σπουδάσεις, να τελειώσεις το Λύκειο και να βρεις μια καλή δουλειά στην κυβέρνηση, δημόσιος υπάλληλος». Όταν όμως μετά τα χάσαμε όλα και άρχισαν… Ήταν… Πήγα τρίτη γυμνασίου στην Λευκωσία, τον Οκτώβριο του ‘74 με φώναξε και μου είπε: «Άκου να σου πω, να ξέρεις ότι θα σπουδάσεις, γιατί τελικά μόνο αυτό μένει». Κατάλαβε ότι η ακίνητη περιουσία χάνεται μέσα σε μια νύχτα.
Και ήρθατε Θεσσαλονίκη να σπουδάσετε;
Ήρθα Θεσσαλονίκη το ‘78 και έκανα εδώ όλες μου τις σπουδές, πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό και έμεινα εδώ. Μου αρέσει η Θεσσαλονίκη, γιατί έχει θάλασσα, έχει και το βουνό, χαμηλό σαν το δικό μας, τον Πενταδάχτυλο. Νομίζω για αυτό έμεινα.
Μου έχετε πει ότι ως εκπαιδευτικός κάνατε, οργανώσατε ένα πρόγραμμα με το σχολείο και πήγατε και επισκεφθήκατε και το χωριό;
Στο χωριό πήγαμε μόνο εκπαιδευτικοί, δεν μπορούσαμε να πάμε με τους μαθητές. Ναι, το 2016… Μέχρι το 2016 δεν μιλούσα καθόλου γι’ αυτή την εμπειρία. Από τότε και μετά άρχισα να μιλάω και με παρότρυνση κάποιου αγαπημένου συναδέλφου, που μου έλεγε ότι είμαι απαράδεκτη, να έχω ζήσει αυτά τα γεγονότα και να μη μιλάω στους μαθητές μας. Το 2016 κάναμε μια συνεργασία με ένα Λύκειο της Κύπρου και πήγαμε. Εμείς παρουσιάσαμε ένα θεατρικό δρώμενο, το άλλο σχολείο παρουσίασε τραγούδια και βίντεο, έφτιαξαν ταινίες μικρού μήκους, για την… Συγκεκριμένα ήτανε για το αεροδρόμιο Λευκωσίας αυτό που μας παρουσίασαν. Εμείς παρουσιάσαμε, παρουσιάσαμε ως θεατρικό δρώμενο το βιβλίου του Γιώργου Χαριτωνίδη «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια», που περιγράφει τις μέρες πριν την εισβολή, του πραξικοπήματος, τις πρώτες ώρες της εισβολής, την αιχμαλωσία, την απελευθέρωση. Όλα αυτά τα κάναμε θεατρικό δρώμενο, ήρθε και ο ίδιος ο συγγραφέας το παρακολούθησε, μίλησε με τα παιδιά μας, τους είπε την εμπειρία του. Γενικά, ήτανε μια συνεργασία και μια επίσκεψη στην Κύπρο που οι μαθητές μας μάθανε πάρα πολλά για την ιστορία της Κύπρου. Και θα 'πρεπε, καλό θα ήταν, να γίνεται κάθε χρόνο από πολλά σχολεία.
Ξέρετε αν στα σχολεία της Κύπρου στην Ιστορία διδάσκεται το κομμάτι απ’ το ’50-‘60 και μετά;
Δεν μπορώ να πω μετά βεβαιότητας, αν διδάσκεται, αλήθεια. Όταν πήγαμε εκεί, να πω ότι και τα παιδιά, τα Κυπριόπουλα, μας έλεγαν ότι έμαθαν λόγω αυτής της δράσης, δεν ήξεραν. Επίσης, πρέπει να πω το λυπηρό ότι τυχαίνει 20 Ιουλίου να περνάνε πάρα πολλοί συμπατριώτες μου, να θέλουν να περάσουν στα Κατεχόμενα, γιατί είναι καλοκαίρι και θέλουν να πάνε να κάνουν μπάνιο ή να κάνουν τη βόλτα τους στην ωραία Λάπηθο, στην ωραία Κερύνεια, και όταν κάποιος δημοσιογράφος τους ρώτησε «Μα σήμερα; Γιατί πάτε σήμερα;» και η απορία τους ήτανε: «Μα τι είναι σήμερα;». Πολύ λυπηρό και πολύ με στεναχωρεί, αλλά συμβαίνει και αυτό. Δεν ισχύει για όλους τους Κύπριους, έχω όμως την εντύπωση ότι ξέρουν αυτοί που ενδιαφέρονται να μάθουν. Όσοι δεν ενδιαφέρονται να μάθουν ζουν σε έναν άλλο κόσμο.
Είναι όμως εκεί μπροστά τους-
Ναι-
Αυτό που λέγατε ότι μπορεί να ανοίγεις το παράθυρο και να βλέπεις-
Ναι-
Τους στρατιώτες;
Ναι. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι έχουν μια άρνηση να αποδεχθούν αυτό που υπάρχει. Δηλαδή αρνούνται να συνειδητοποιήσουν ότι σε λίγα μέτρα, σε λίγα χιλιόμετρα, ανάλογα που μένουν, είναι ο στρατός κατοχής. Κάνουν σαν να μην συμβαίνει, σαν να μην το καταλαβαίνουν, σαν να μην το αισθάνονται.
Παρ’ όλα αυτά η ελεύθερη Κύπρος έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια.
Ναι, γιατί με κάποιο τρόπο βρέθηκε πολύ χρήμα στην ελεύθερη Κύπρο, είτε με offshore εταιρείες… Όμως η αλήθεια είναι ότι είναι και θα έλεγα οργανωμένη. Επίσης, πρέπει να αναγνωρίσω στους συμπατριώτες μου ότι γι’ αυτούς οι νόμοι είναι νόμοι, δεν καταστρέφουν επ’ ουδενί τη δημόσια περιουσία. Σέβονται τον δημόσιο χώρο, τηρούν τους νόμους, κάτι που δυστυχώς δεν το βλέπουμε εδώ.
Σκέφτεστε ποτέ να επιστρέψετε στην Λευκωσία;
Μόνιμα;
Ναι.
Δεν ξέρω, μόνιμα όχι νομίζω, η Λευκωσία δεν έχει θάλασσα και δεν έχει και βουνό. Έτσι, να πάω για 2 μήνες, 3 μήνες, να μείνω για να δω τους αγαπημένους φίλους, τους παιδικούς, συγγενείς από την Λάπηθο, ναι, θα το ‘κανα, αλλά για μόνιμα νομίζω θα μου λείπει θάλασσα.
Ίσως σ’ ένα άλλο χωριό εδώ να θυμίζει το δικό σας;
Τα Χανιά. Τα Χανιά. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ τα Χανιά και μου θυμίζει πολύ και το χωριό μου και γενικότερα την επαρχία της Κερύνειας. Στα Χανιά θα ήθελα να ζήσω, ίσως στην άλλη ζωή.
Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Όχι. Όχι, δεν θα ήθελα κάτι τώρα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που τα μοιραστήκατε αυτά μαζί μας.
Κι εγώ ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω. Πραγματικά μου λείπει πάρα πολύ η Λάπηθος. Το λέω συχνά και με θεωρούν οι φίλοι ότι είναι τοπικιστικό ότι «Επειδή τα χάσατε», αλλά δεν είναι έτσι, οι άνθρωποι από τη Λάπηθο είναι αλλιώτικοι. Νομίζω όμως ότι έχει εξήγηση αυτό, γιατί ήταν ένα πολύ όμορφο μέρος, πάρα πολύ όμορφο μέρος, καταπράσινο, με εύφορο έδαφος, με πολύ νερό, με θάλασσα, με βουνό, ό,τι[00:50:00] φύτευες φύτρωνε. Δεν μπορώ να ξεχάσω το χαλί από κυκλάμινα, που ήταν απλωμένο σ’ όλες τις πλαγιές του Πενταδακτύλου. Ήταν ένα απίστευτο θέαμα, χαλί από κυκλάμινα. Επομένως, νομίζω ότι όλη αυτή η ομορφιά της φύσης και η παράδοση στις τέχνες, που υπήρχε στη Λάπηθο, βοήθησαν τους ανθρώπους να αναπτυχθούν αλλιώτικα, διαφορετικά. Γενικά ήταν πολύ φιλόξενοι, ανοιχτόκαρδοι, πολιτισμένοι, με ενσυναίσθηση, τους άρεσε πολύ, και μέχρι τώρα τους αρέσει πολύ, να βοηθούν όπου υπάρχει ανάγκη, κιμπάρηδες.
Έχετε κάποιο σύλλογο ίσως;
Έχουμε τον Δήμο, ακόμα υπάρχει ο Δήμος Λαπήθου και ο σύλλογος «Αδούλωτη Λάπηθος». Εκεί είναι… Τέλος πάντων, ο Δήμος, ο οποίος έχει και δήμαρχο του κατεχόμενου χωριού, ψηφίζουμε δηλαδή, ψηφίζουν όσοι είναι στην Κύπρο και δήμαρχο της κατεχόμενης Λαπήθου, είναι ένα σημείο αναφοράς. Κάνει πολλές εκδηλώσεις, πολλές εκδρομές για να συναντιόνται οι χωριανοί, εκδίδει εφημερίδα, βραβεύει άριστους μαθητές από την Λάπηθο, και γενικώς διάφορες εκδηλώσεις που προωθούν να μην ξεχαστούν οι ρίζες και να είναι οι άνθρωποι απ’ το χωριό μεταξύ τους, να έχουν σχέσεις.
Πολύ όμορφο αυτό.
Πολλοί Λαπηθιώτες έχουν γράψει πολλά βιβλία για την Λάπηθο. Δεν ξέρω αν υπάρχει χωριό που έχει τόσους συγγραφείς, τόσους ποιητές. Ο Φαίδρος Καβαλλάρης είναι από την Λάπηθο, αν το γνωρίζετε, μουσικοσυνθέτης γνωστός, διεθνούς φήμης. Έχει ιστορία ο τόπος.
Πάλι θα σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για την όμορφη κουβέντα.
Και εγώ ευχαριστώ, και αν βρεθείτε στην Κύπρο, θα έλεγα: «Επισκεφθείτε την Λάπηθο, αξίζει». Όλη η επαρχία της Κερύνειας, αλλά νομίζω ότι η Λάπηθος είναι, θα το ξαναπώ, το ομορφότερο χωριό της Κύπρου. Μπορείτε να google-άρετε να δείτε τι χωριό ήταν.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και εγώ ευχαριστώ.
Ενότητα 6
Η ιστορία του πατέρα με το φορτηγό κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, η φρικτή νύχτα και η κυρά της Λαπήθου
00:52:17 - 01:08:28
Να πούμε αυτά που μου λέγατε πριν. Ο πατέρας σας, όταν έγινε η εισβολή, επιτάχθηκε;
Ο πατέρας μου, όταν έγινε η εισβολή, ήτανε 46 χρονών. Είχε φορτηγό, και επειδή η περιοχή είχε ανάπτυξη, με το φορτηγό μετέφερε οικοδομικά υλικά, τα λεμόνια στο λιμάνι της Αμμοχώστου, όταν τα μαζεύανε για εξαγωγή, και το καλοκαίρι έβαζε πάνω στο φορτηγό μια μεγάλη βαρέλα για να μεταφέρει νερό, όπου χρειαζόταν, παρόλο που το χωριό είχε πολύ νερό, αλλά κάποιες φορές δεν έφτανε για να αρδεύσει όλες τις λεμονιές και χρειαζόντουσαν οι χωριανοί και επιπλέον νερό. Επιτάχθηκε και παρουσιάστηκε στον αστυνομικό σταθμό της Λαπήθου, που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας, γύρω στα 300 μέτρα. Τους είπε ότι έχει τη βαρέλα στο φορτηγό και τους ρώτησε τι να κάνει, να την αδειάσει για να μπορέσει να μεταφέρει στρατιώτες, που είχαν επιτάξει, ή να κρατήσει τη βαρέλα μήπως χρειαζόντουσαν οτιδήποτε, νερό ή καύσιμα στα στρατόπεδα, ή στα πεδία και τα λοιπά. Η αστυνομία του είπαν να μην αδειάσει τη βαρέλα και να περιμένει οδηγίες, εντολές στο σπίτι, θα τον ειδοποιούσαν. Έτσι, ο πατέρας μου πάρκαρε το φορτηγό απέναντι απ’ το σπίτι μας και παράλληλα με το σπίτι της γιαγιάς. Ήταν το σπίτι της γιαγιάς ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι μας. Ο βομβαρδισμός, που έγινε στη γειτονιά, γιατί εκτός από τη βόμβα που έπεσε ξυστά στο σπίτι, αυτή που θα μας σκότωνε, αν ήμασταν στον πρώτο χώρο που καταφύγαμε, έπεσαν άλλες 3 βόμβες γύρω και η μητέρα μου θεώρησε ως αιτία του βομβαρδισμού το φορτηγό, γιατί η βαρέλα είχε ασημί χρώμα και γυάλιζε και του είπε: «Πήγαινε, πάρ’ το, σήκωσέ το από δω, θα σκοτώσεις τη γειτονιά». Ο πατέρας μου έφυγε από το καταφύγιο και παρόλο που το φορτηγό δεν ξεκινούσε, είχε πάθει ζημιά, το παρμπρίζ είχε καταστραφεί εντελώς, λύνοντας το χειρόφρενο και ευτυχώς ήταν σε κατηφόρα, το οδήγησε και το έκρυψε μέσα στα λεμονόδεντρα. Να πω ότι το οδήγησε σε μια απόσταση απ’ το σπίτι 300 μέτρα, 400, και έκανε δυόμισι ώρες να φτάσει στο σπίτι σερνόμενος στο χώμα, γιατί ο βομβαρδισμός ήταν ανηλεής. Επίσης, να πω ότι ήταν τυχερός που δεν σκοτώθηκε οδηγώντας το φορτηγό στα χωράφια, γιατί η κατεύθυνση κίνησης του φορτηγού ήταν κάθετη στην κατεύθυνση κίνησης των αεροπλάνων, που παρ’ όλα αυτά έκαναν βυθισμό και προσπαθούσαν να τον χτυπήσουν. Από το χωριό φύγαμε με το μικρό αμάξι, το Ι.Χ. που είχαμε. Την άλλη μέρα επέστρεψε ο πατέρας μου με κάποιον ηλεκτρολόγο για να βάλει μπρος το φορτηγό, να το βγάλει από την Λάπηθο, τα κατάφερε και βρήκε κάποιους χωριανούς, που δεν είχαν μέσο να φύγουν, οι οποίοι μπήκαν στην καρότσα και τους έφερε στην Μόρφου, που ήμασταν και εμείς. Μετά επιτάχθηκε στην ΕΛΔΥΚ στη συνέχεια και έμεινε επιταγμένος στην ΕΛΔΥΚ για 2 χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο. Εκεί μας έλεγε ότι δούλευαν πάρα πολύ σκληρά οι στρατιώτες στην ΕΛΔΥΚ, έκαναν όλα τα χαρακώματα κατά μήκος της νεκρής ζώνης.
Άρα αυτά τα 2 χρόνια δεν δούλευε στην κανονική του τη δουλειά;
Ναι, αλλά ως... Του έδιναν κάποιο μηνιαίο επιμίσθιο, που ήταν εντάξει, ήταν μια βοήθεια για την οικογένεια. Δεν ήταν ένας κανονικός μισθός, αλλά από τη στιγμή που δεν υπήρχε τίποτα ήταν μια βοήθεια.
Δεν συμμετείχε σε κάποια μάχη;
Όχι, όχι. Δεν νομίζω ότι κάλεσαν τη σειρά, δηλαδή τη σειρά του, 46-47 χρονών, κάλεσαν τους πιο νέους.
Η μητέρα που ήτανε νοσοκόμα;
Η μητέρα, ένα πολύ έτσι τραγικό περιστατικό που θυμάμαι… Το βράδυ της 20ης Ιουλίου, αυτό δεν το είπα, φύγαμε από το σπίτι μας, έμειναν οι άλλοι γείτονες, γιατί μία οικογένεια φίλων λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας, περίπου 200 300 μέτρα, ίσως λίγο παραπάνω, είχαν και αυτοί υπόγειο, αλλά ήταν μόνο γυναικόπαιδα χωρίς άντρα. Και επειδή στο σπίτι μας εκεί, που ήμασταν μαζεμένοι, ήταν και άλλοι άντρες, μεγαλύτεροι από τον πατέρα μου, αλλά ήταν εντάξει, μας ειδοποίησε αυτή η οικογένεια ότι: «Ας έρθει κάποιος άντρας, να είναι μαζί μας, γιατί είμαστε μόνο γυναικόπαιδα». Τελικά αποφάσισε η δικιά μου οικογένεια, ο πατέρας μου και η μητέρα μου, να πάμε εμείς, και έτσι πήγαμε, μετακομίσαμε όλοι οικογενειακώς, 4 άτομα δηλαδή, σ’ αυτό το σπίτι. Εκείνο το βράδυ φυσούσε πάρα πολύ και κάποια στιγμή άρχισε να ακούγεται μια φωνή «Βοήθεια, βοήθεια», αντρική φωνή, που την έφερνε ο αέρας. Όλο το χωριό ήταν κρυμμένοι οι άνθρωποι, τρομαγμένοι, υπήρχαν φήμες, ακούγονταν μάχες να γίνονται γύρω από το χωριό, πυροβολισμοί και τα λοιπά, βόμβες να σκάνε και άλλοι έλεγαν ότι μπορεί να είναι κάποιος τραυματίας στρατιώτης, άλλοι έλεγαν είναι κόλπο των Τούρκων για να βγούμε και να μας σκοτώσουν, και υπήρχε ένας τρόμος. Η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα, δε δούλευε, δούλευε μέχρι να παντρευτεί. Όταν παντρεύτηκε και μετά σταμάτησε να δουλεύει, ωστόσο ό,τι χρειαζόντουσαν οι χωριανοί, ενέσεις και τα λοιπά, τους εξυπηρετούσε. Ή ήταν κάποιος άρρωστος και ήθελε βοήθεια. Δεν άντεχε η ψυχή της να ακούει αυτή την έκκληση για βοήθεια και έπεισε τον πατέρα μου να βγούνε, να ψάξουν να δουν πού είναι αυτός ο άνθρωπος, που φωνάζει, και τι έχει και φωνάζει. Είχα χάσει τη λαλιά μου απ’ το φόβο ότι… Καταλάβαινα ότι κάποιος μπορεί να έχει ανάγκη για βοήθεια, απ’ την άλλη άκουγα αυτά, που λέγανε οι άνθρωποι, ότι μπορεί να είναι κόλπο των Τούρκων και πραγματικά έτρεμα στην ιδέα ότι μπορεί να μη ξαναγυρίσουν οι γονείς μου. Πήγανε και όντως βρήκανε έναν τραυματία στρατιώτη στα σκαλιά της εκκλησίας, δηλαδή λίγο πιο πάνω απ’ το δικό μας το σπίτι. Τον άφησαν εκεί κάποιοι άλλοι φαντάροι, οι οποίοι έψαχναν να βρουν μια βοήθεια να τον μεταφέρουν σε κάποιο νοσοκομείο, γιατί ήτανε ξένοι, δεν ήταν ντόπιοι και δεν ήξεραν πού είναι το νοσοκομείο, πού να ζητήσουν βοήθεια. Τον μετέφεραν οι γονείς μου στο νοσοκομείο, είχε νοσοκομείο το χωριό της Λαπήθου, και γύρισαν μετά από κάποιες ώρες. Αυτή η νύχτα θα μείνει… Δεν μπορώ να την ξεχάσω. Πολύ δύσκολη νύχτα. Μετά απ’ αυτό έκανα μια εβδομάδα να μιλήσω. Δεν μπορούσα από το σοκ να μιλήσω. Επίσης ήθελα να μνημονεύσω την κυρά Φροσύνη, την κυρά της[01:00:00] Λαπήθου. Η κυρά Φροσύνη ήταν μια μεγάλη γυναίκα, σαν τη γιαγιά μου τότε, δηλαδή 74-75, κάπου εκεί. Η γυναίκα αυτή έκρυψε φαντάρους και αυτή, που εγκλωβίστηκαν στην Λάπηθο, όμως προδόθηκε, προδόθηκε από μια γυναίκα -ακούγεται-, συγχωριανή μας. Τη συνέλαβαν οι Τούρκοι, την έδεσαν σε ένα αμάξι και την έσερναν στην άσφαλτο για να τους πει τι έγινε με τους φαντάρους και πού είναι οι φαντάροι. Η γυναίκα αυτή δεν ομολόγησε, άντεξε όλα τα βασανιστήρια που της έκαναν, και τελικά την απελευθέρωσαν, και βέβαια οι φαντάροι που γλίτωσαν τη συνάντησαν μετά στις ελεύθερες περιοχές. Τώρα υπάρχει και προτομή της στη Λευκωσία. Η γυναίκα αυτή ήταν μια γυναίκα, ήτανε μαία, εγώ θυμάμαι… Τη θυμάμαι πολύ καλά, ήταν μια γυναίκα αγέλαστη, θα έλεγα, έτσι αυστηρή στα παιδικά μου μάτια μου φαινότανε. Όμως, τώρα που τη σκέφτομαι, σκέφτομαι πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά. Θυμάμαι ότι κάθε πρωί περνούσαμε απ’ το σπίτι της για να πάμε στο δημοτικό, πολλά παιδιά. Πάντα ήταν στημένη στην εξώπορτα του σπιτιού της, σε ένα ξεπόρτι, μεγάλο ξύλινο ξεπόρτι, να μας πει «Καλημέρα». Περπατούσαμε στον ευθύ δρόμο για 200, 300, 400 μέτρα μέχρι να πάρουμε τη στροφή για να ανεβούμε το πέτρινο μονοπάτι, που έβγαζε στο σχολείο μας, που ήταν χτισμένο στο βράχο, και πολλές φορές γυρνούσα πίσω και έβλεπα την κυρά Φροσύνη να μας παρακολουθεί. Σαν να μας πρόσεχε. Το ίδιο συνέβαινε και την ώρα που σχολούσαμε, η κυρά Φροσύνη ήταν στο ξεπόρτι της και μας κοιτούσε. Δε θα την ξεχάσω.
Οι φαντάροι σώθηκαν όλοι αυτοί που έκρυβε;
Όλοι νομίζω πως όχι, αν θυμάμαι καλά, αλλά πιο πολλοί σώθηκαν.
Και η δικιά σας η γιαγιά και ο παππούς κάναν το ίδιο, είπατε;
Ναι, κάναν το ίδιο. Και αυτοί φιλοξένησαν 12 φαντάρους. Αυτοί χωρίστηκαν, το έχω πει, σε 2 ομάδες. Τον έναν απ’ αυτούς τον συνάντησα και πολύ πρόσφατα, πριν 2 χρόνια δηλαδή, που μου είπε όλη την ιστορία, πώς βρέθηκαν, από πού ξεκίνησαν μέσα στο χωριό, γιατί βρέθηκαν έξω από το σπίτι της γιαγιάς, απέναντι σ’ ένα χωράφι γεμάτο χόρτα. Η γιαγιά τους φώναξε, ήτανε 12 άτομα, έσφαξε τα κοτόπουλά της, είχαν ήδη μπει οι Τούρκοι μέσα, έσφαξε τα κοτόπουλά της για να τα ψήσει, να τους ταΐσει, και μακαρόνια, τους φιλοξένησε ένα βράδυ, και μετά αποφάσισαν οι ίδιοι να φύγουν και χωρίστηκαν στις 2 ομάδες, που είπα. Τελικά 2 σίγουρα είναι ζωντανοί, τον έναν τον συνάντησα πριν 2 χρόνια, τους άλλους δεν έψαξα να τους βρω, γιατί ο άνθρωπος αυτός που συνάντησα ήταν πάρα πολύ συγκινημένος, προσπάθησε να μου πει όλη την ιστορία, δεν ήθελα να τον φορτώσω πιο πολύ ζητώντας αναλυτικά τα ονόματα. Που τα ονόματά τους δεν τα θυμόταν όλα γιατί δεν ήταν από τον ίδιο λόχο, ήταν από διαφορετικούς λόχους, που έτυχε να βρεθούν εκεί πέρα.
Ο παππούς και η γιαγιά δεν τους ξανασυνάντησαν όμως;
Τα δυο τα παλικάρια, τον έναν τον Νίκο, που συνάντησα και εγώ, τα συνάντησαν, γιατί ήρθανε μόλις έμαθαν ότι η γιαγιά κι ο παππούς απελευθερώθηκαν οι ίδιοι ήρθαν να τους δούνε, ήρθαν στο σπίτι μας.
Όταν γύρισαν ο παππούς και η γιαγιά μιλούσαν για τους 2 μήνες που πέρασαν αιχμάλωτοι; Πώς τους φέρονταν;
Ναι, μιλούσανε. Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες που μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό, μετά εντάξει, ήταν αυστηρά βέβαια, ήταν αυστηρά περιορισμένοι, αλλά δεν είχανε… Οι επικίνδυνες μέρες ήταν οι πρώτες, ίσως ο πρώτος μήνας. Μετά που τους μάζεψαν όλους σ’ αυτά τα 3 σπίτια, που είπα, δεν είχανε έτσι ιδιαίτερες οχλήσεις, θα έλεγα, αλλά τους έλεγχαν να μη βγουν, να μην κυκλοφορήσουν. Και όταν τους άφηναν να κυκλοφορήσουν, τους παρακολουθούσαν, να πάνε στα σπίτια τους, αυτό το μια φορά τη βδομάδα. Τον παππού τον συλλάβανε κιόλας, την πρώτη μέρα, τη δεύτερη; Γιατί συλλάβανε τους φαντάρους τους δύο, φορούσανε πολιτικά, γιατί ο παππούς τους έδωσε πολιτικά, και τους ρώτησαν: «Τι κάνετε στη Λάπηθο; Πού βρεθήκατε εσείς εδώ;». Και είπαν αυτό που συνεννοήθηκαν με τον παππού, πριν βγουν να παραδοθούν, είπανε ότι «Είμαστε συγγενείς του τάδε -του παππού μου- και μας έστειλαν τα παιδιά τους να τους βοηθήσουμε να βγουν απ’ το χωριό». Τα ίδια είπε, γι’ αυτό συλλάβανε τον παππού μου, τα ίδια είπε και ο παππούς μου, δεν τους πίστεψαν και ήθελαν τον παππού να τον πάνε στην Κερύνεια στο κάστρο. Στο κάστρο της Κερύνειας μάζευαν αυτούς, τέλος πάντων, που ήθελαν να τους ανακρίνουν, να τους βασανίσουν κλπ. Κι ο παππούς ήταν 80; Τόσο, 75-80 χρόνων. Την ώρα που ετοιμαζόταν να ανέβει στο καμιόνι που έφεραν οι Τούρκοι και έβαζαν διάφορους χωριανούς για να τους μεταφέρουν και τον έσπρωχνε με το όπλο του ένας φαντάρος Τούρκος, που τελικά όμως δεν ήταν Τούρκος, ήταν Τουρκοκύπριος, πήγε ένας άλλος Τουρκοκύπριος, σχεδόν συνομήλικος του παππού, λίγο μικρότερος, τράβηξε τον φαντάρο από το μπράτσο και του είπε «Μην τολμήσεις να πειράξεις αυτόν τον άνθρωπο», και τράβηξε τον παππού μου και τον πήγε στο σπίτι του. Κι έτσι ο παππούς γλίτωσε. Ήταν ένας χωριανός Τουρκοκύπριος που ζήσανε πολύ καλά με τον παππού κι αυτός τον έσωσε.
Παρόλο που είπατε ότι οι Τουρκοκύπριοι μένανε στη συνοικία μόνοι τους.
Ναι, ναι, μένανε… Δεν ήταν… Ήταν στο κέντρο του χωριού η συνοικία τους, γύρω-γύρω ήταν οι ελληνικές γειτονιές. Η μητέρα μου μου έλεγε, η μητέρα μου μάλιστα μιλούσε και λίγα τούρκικα, που έμαθε από τις Τουρκοκύπριες. Μου έλεγε ότι τους γάμους, και τους δικούς μας και τους δικούς τους, στους γάμους γλεντούσαν όλοι μαζί. Είχανε πολύ καλές σχέσεις. Μια φορά που πήγαμε στη Λάπηθο με τη μητέρα μου τώρα, δηλαδή ήταν γύρω στο 2013-14, ο φίλος που μας πήγε, μας πήγε σ’ ένα παραλιακό κέντρο Τουρκοκυπρίων, της λέει «Πάμε να δεις κάποια», και πήγαμε και ήταν μια Τουρκοκύπρια Λαπηθιώτισσα στην ηλικία της μαμάς μου, που γνωριζόντουσαν και συναντιόντουσαν μετά από τόσα χρόνια. Ήταν πολύ συγκινητικό.
Μιλούσαν ελληνικά;
Ναι, μιλάνε κυπριακά. Αυτό το παραλιακό κέντρο είναι Λαπηθιωτών, Τουρκοκυπρίων, που το έκαναν σε δική τους γη, ήταν δική τους αυτή η γη, και είναι το μόνο μέρος που πάμε με τους φίλους μου, όταν πάμε, και πάντα μας κερνούν, δεν δέχονται να πληρωθούν.
Λογικό.
Ναι.
Βλέπετε να νιώθουν άβολα ή ενοχές απέναντί σας;
Κάποιοι μου είπανε: «Δε φταίμε εμείς».
Ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και για τα συμπληρωματικά που είπαμε.
Και εγώ σας ευχαριστώ.
Φωτογραφίες

Το ενοικιαστήριο
Αυτό είναι ένα χειρόγραφο ενοικιαστήριο έγ ...

Γράμμα του Ερυθρού Σταυρ ...
Είναι ένα μήνυμα που έστειλε ο παππούς προ ...

Γράμμα του Ερυθρού Σταυρ ...
Μήνυμα από τη μητέρα της αφηγήτριας προς τ ...

Η μητέρα της αφηγήτριας
Απεικονίζεται σε νεαρή ηλικία η μητέρα της ...
Περίληψη
Η κυρία Κλαίρη Αχιλλέως κατάγεται από τη Λάπηθο, μία κωμόπολη στην επαρχία της Κερύνειας, στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Έζησε εκεί τα παιδικά της χρόνια, μέχρι το 1974, όπου και έγινε η τουρκική εισβολή και το χωριό πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Η κυρία Κλαίρη περιγράφει το χωριό της, τις ομορφιές του και την παράδοση που είχε στις τέχνες και τα γράμματα. Τέλος, αφηγείται καρέ καρέ τις δύσκολες ώρες που πέρασαν η ίδια και η οικογένειά της τις πρώτες ημέρες της εισβολής, τους κινδύνους στους οποίους τέθηκαν και τον ξεριζωμό από την πατρίδα τους.
Αφηγητές/τριες
Κλαίρη Αχιλλέως
Ερευνητές/τριες
Βασιλική Παρασκευά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/10/2023
Διάρκεια
68'
Περίληψη
Η κυρία Κλαίρη Αχιλλέως κατάγεται από τη Λάπηθο, μία κωμόπολη στην επαρχία της Κερύνειας, στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Έζησε εκεί τα παιδικά της χρόνια, μέχρι το 1974, όπου και έγινε η τουρκική εισβολή και το χωριό πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Η κυρία Κλαίρη περιγράφει το χωριό της, τις ομορφιές του και την παράδοση που είχε στις τέχνες και τα γράμματα. Τέλος, αφηγείται καρέ καρέ τις δύσκολες ώρες που πέρασαν η ίδια και η οικογένειά της τις πρώτες ημέρες της εισβολής, τους κινδύνους στους οποίους τέθηκαν και τον ξεριζωμό από την πατρίδα τους.
Αφηγητές/τριες
Κλαίρη Αχιλλέως
Ερευνητές/τριες
Βασιλική Παρασκευά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/10/2023
Διάρκεια
68'