Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Από βοηθός σκηνοθέτη καλλιεργητής αλόης
[00:00:00]
Καλησπέρα, είναι Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023, είμαι η Πωλίνα Πανέρη –ερευνήτρια για το Istorima– και βρίσκομαι στο κέντρο της Χίου με τον Μιχάλη Φετοκάκη. Καλησπέρα, Μιχάλη.
Καλησπέρα.
Θες να μας πεις κάποια πράγματα για σένα, για τη ζωή σου;
Ναι, η ζωή μου είναι… Ξεκίνησε πριν από 39 χρόνια, στον Χολαργό Αττικής. Είμαι ο γιος του Αντώνη Φετοκάκη και της Κωνσταντίνας Κουνέλη, αδελφός του Νίκου Φετοκάκη. Eίμαι ο μικρότερος στην οικογένεια και μεγαλώσαμε, μεγάλωσα, ζήσαμε μέχρι –δεν θυμάμαι πότε, θα το σκεφτώ και θα σας πω σε λίγο– στη Φιλοθέη, στην Αθήνα. Πήγα σχολείο στην Αθήνα, πήγα σε πολλά σχολεία –θα το αναλύσουμε πιο μετά αυτό το θέμα–, σπούδασα στην Αγγλία και όταν γύρισα, δούλεψα στον χώρο του κινηματογράφου για περίπου εφτά-οχτώ χρόνια και στη συνέχεια έφυγα από την Αθήνα για να ζήσω στη Χίο και να καλλιεργήσω τα χωράφια του παππού μου. Μέχρι και σήμερα, δηλαδή, που μιλάμε. Αυτό είναι ένα πολύ σύντομο, μια πολύ σύντομη αναδρομή.
Ok, είπες ότι άλλαξες πολλά σχολεία. Τι εννοείς;
Α, ξεκινάμε από κει;
Ναι, θες να πάμε πριν;
Όχι, δεν έχω θέμα, όπου θες. Ναι, στην αρχή ήμουνα κολεγιόπαιδο στο Ψυχικό και μέχρι την Πρώτη Λυκείου, όπου… η οποία μου άρεσε πάρα πολύ και είπα να την ξανακάνω δεύτερη φορά, αφού με διώξανε, βέβαια, απ’ το κολέγιο και για απουσίες και για μαθήματα, πήγα και την ξαναέκανα στο δημόσιο της Φιλοθέης. Μετά, επειδή είχα πολύ υψηλούς στόχους στη ζωή μου, αποφάσισα να κάνω και IB, «International Baccalaureate» λέγεται αυτό, οπότε μετά πήγα γράφτηκα στον Παναγιωτόπουλο για να κάνω αντί για Δευτέρα Λυκείου το IB, το International Baccalaureate, όπως είπα και πριν. Δεν πήγε πολύ καλά ούτε αυτό. Μετά από τον Παναγιωτόπουλο πήγα για λίγο σε ένα άλλο σχολείο, που λεγόταν «Tasis», μετά δεν μπορούσα να συνεχίσω εκεί πέρα, γιατί δεν ήμουνα…. δεν είχα πιάσει το επίπεδο τέλος πάντων που έπρεπε. Μετά άλλαξα εκπαιδευτικό σύστημα, πήγα και γράφτηκα σε ένα σχολείο που λεγότανε «Green hill», στον Γέρακα, εκεί ήμουνα λίγο απροσάρμοστος, έτσι λίγο εκεί μου είχε βγει το αλήτικο, δεν… με διώξανε και από κει. Μετά από το «Green Hill» πήγα σε ένα σχολείο που λέγεται –πώς λέγεται;–, αμάν, λάθος. Το «Green Hill» είναι το τελευταίο, είδες που τα ’χω μπερδέψει; Μετά το «Tasis» πήγα στο «Byron», ένα αγγλικό σχολείο στο Γέρακα, και μετά πήγα στο «Green Hill», ως τελευταία αυτή, που ήταν στη Γλυφάδα, αυτό, και εκεί, από κει πια αποφοίτησα πανηγυρικά σε ένα… και από κει πήγα στο… Δηλαδή, μιλάμε εκεί κάναμε γεωγραφία επιπέδου Δευτέρας Γυμνασίου, να καταλάβεις, για να αποφοιτήσουμε. Πήρα πολύ καλό βαθμό, πήγα στο «Deree», έκανα έναν χρόνο στο «Deree» και μετά το «Deree» έκανα τα χαρτιά και πήγα στην Αγγλία πια και ξεκίνησα σε ένα κανονικό πανεπιστήμιο, στο Surrey, να σπουδάζω, ένα Bachelor κανονικό, αυτό. Δηλαδή, βρήκα τον δρόμο, αλλά μέσα από πολλά εκπαιδευτικά συστήματα και αυτά.
Πριν πάμε στις σπουδές, η εφηβεία σου ήταν ανήσυχη, καταλαβαίνω. Ήταν έτσι και τα παιδικά χρόνια;
Ναι, μια χαρά, όπως πρέπει.
Αναμνήσεις;
Εντάξει, πολλές. Γενικώς, δεν μου αρέσει πάρα πολύ η ηλικία αυτή. Δεν θυμάμαι να έχω περάσει καλά είτε στο σπίτι, είτε στις παρέες, είτε στο σχολείο∙ δεν είμαι από αυτούς, δηλαδή, που θα σου πουν ότι: «Αχ, να πήγαινα άλλη μία μέρα στο σχολείο». Με τίποτα, βγάζω σπυριά με το σχολείο. Γενικά με όλο αυτό το περιορισμένο περιβάλλον της εκπαίδευσης. Πέρασα διάφορες φάσεις τώρα, υπήρχαν φάσεις που κάπνιζα, υπήρχαν φάσεις που έπινα και αλκοόλ στο σχολείο, υπήρχαν φάσεις που έπινα και μπάφους στο σχολείο, υπήρχαν διάφορες φάσεις. Φάσεις που τσακωνόμουν, φάσεις, δεν… Τα ’χω περάσει όλα στα εφηβικά μου χρόνια.
Φτάνεις στα 18, φεύγεις για Αγγλία τότε;
Όχι, 19, γιατί έχουμε ξανακάνει την Πρώτη Λυκείου, έτσι; Χάσαμε εκεί ένα αυτό. Πολύ ωραία τάξη αυτή, είπαμε. Πάμε στο «Deree», κάνω έναν χρόνο, τον πρώτο χρόνο του «Deree», όχι στο junior, στο κανονικό, αλλά πάντα ο πρώτος χρόνος είναι εισαγωγικός, είναι Γενικής Παιδείας. Πιάνω τους βαθμούς που έπρεπε να πιάσω και μετά μου ζητούσαν και από το πανεπιστήμιο στην Αγγλία που ήθελα να πάω και ένα δίπλωμα Αγγλικών IELTS, κάπως λεγόταν, το πιάνω και αυτό και φεύγω πάω στην Αγγλία να κάνω Culture Media και Communication ήταν το όνομα του Major. Ήταν γενικά αυτό που ήθελα, ήθελα να ασχοληθώ με τα μέσα, με τα media. Για κάποιον λόγο μου ’χε κολλήσει αυτό. Όχι απ’ την αρχή των παιδικών μου χρόνων, ήθελα πολλά, αλλά αυτό ήταν που είχα κολλήσει και ήθελα. Επίσης, ήταν και πάρα πολλοί φίλοι μου εκεί στο Surrey και πήγα και κούμπωσα, μοιραστήκαμε το ίδιο σπίτι και πέρασα τρία πολύ ωραία χρόνια στο χωριό Guildford του Surrey.
Πώς ήταν τα χρόνια εκεί;
Πολύ ωραία. Ήταν το όνειρό μου να πάω στην Αγγλία, γιατί ήτανε και λίγο κοντά και πάρα πολύ κοντά στη ζωή και στη μουσική που άκουγα. Ήμουνα πολύ της βρετανικής pulp –Oasis, Blur και τα λοιπά, Radiohead– και ήταν το όνειρό μου να πάω σε αυτό το μέρος να ζήσω για λίγο και γενικά το οτιδήποτε αγγλικό το είχα σαν πρότυπο. Πολύ ωραία πέρασα, τρία χρόνια σπουδές, τρία χρόνια το έκανα, δεν έχασα καμία αυτή. Μετά, στο τρίτο, πολύ ενδιαφέροντα όλα τα μαθήματα και το αντικείμενο των σπουδών. Πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν, όπως η σημειολογία, ας πούμε, μου είχε κεντρίσει πάρα πολύ το ενδιαφέρον. Τελευταία χρόνια είχε ένα μάθημα που λεγότανε Παραγωγή Βίντεο και Μοντάζ, editing, και το επέλεξα και μου άρεσε τόσο πολύ όπου κάθισα και ξενύχτησα να μάθω απ’ το βιβλίο το πρόγραμμα του μοντάζ. Στην ουσία έμαθα να μοντάρω μέσα από το final cut, είναι το επαγγελματικό πρόγραμμα μοντάζ της Apple. Τώρα κάνουμε διαφήμιση, τέλος πάντων. Στο final cut, τέλος, stop. Και έκανα την πτυχιακή μου με τη μορφή βίντεο, όπου ήταν ένα ντοκιμαντέρ με πλάνα που τράβηξα εγώ και ξενύχτι πολύ μέχρι να μάθω να μοντάρω, να βάζω μουσική από πάνω, να κόβω, να ράβω. Μου άρεσε πάρα, πάρα πολύ. Μετά, πριν ακόμα φύγω για καλοκαίρι στην Ελλάδα, είχα ήδη επιχειρήσει, επιδιώξει να… πριν πάρω το πτυχίο να δουλέψω σε κάνα-δύο παραγωγές εκεί, σε σπουδαστικές ταινίες από τις σχολές κινηματογράφου του Λονδίνου. Πήγαινα, δηλαδή, δούλευα εκεί τζάμπα σαν βοηθός παραγωγής, κουβάλαγα, έκανα, μου άρεσε πάρα πολύ και αποφάσισα ότι θέλω να γυρίσω να κάνω άλλο ένα χρόνο να δουλέψω στο χώρο αυτό σαν τεχνικός κινηματογράφου.
Υπήρχε η σκέψη να μείνεις εκεί να κυνηγήσεις τη δουλειά αυτή;
Αυτή ήταν η σκέψη, ναι.
Τι αλλάζει;
Υπάρχει αυτό το πρόβλημα που λέγεται «ελληνικός στρατός», όπου τώρα, αν με ρωτήσεις έχω μετανιώσει πάρα πολύ που πήγα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να πάω. Εννοώ, δεν μου ζητήθηκε πότε το απολυτήριο του στρατού σε όλη μου τη ζωή, μέχρι στιγμής. Τέλος πάντων, ήταν να πάω, οπότε είμαστε στο… Σεπτέμβρης πια, μετά που έχω πάρει το απολυτήριο –απολυτήριο, όχι απολυτήριο, τι πήρα;– το πτυχίο, άλλο είναι το απολυτήριο, πήρα το πτυχίο και έπιασα δουλειά σε μία μικρού μήκους ταινία στην αρχή σαν βοηθός παραγωγής και μετά σε μία μεγάλου μήκους ταινία σε ένα, σαν επαγγελματική πια, επαγγελματικού επιπέδου, όχι σπουδαστικού δηλαδή. Στο Λονδίνο γινόταν αυτή, ο σκηνοθέτης είναι και γνωστός, είναι ο Ian Sellar και είχανε πέσει πολύ έξω αυτοί στο θέμα πρόγραμμα και πρόγραμμα γυρισμάτων. Παραιτείται ο βοηθός σκηνοθέτη, η βοηθός σκηνοθέτις, και πετάγομαι και λέω: «Εγώ, μπορώ, το ’χω, το ’χω ξανακάνει». Δεν το ’χα ξανακάνει ποτέ, αλλά, εντάξει, είχα καταλάβει πάνω-κάτω τι κάνει. Έπαιρνα κάθε πρωί το ordino που μας έστελνε, ψιλοείχα καταλάβει, δεν ήθελε πολύ μυαλό δηλαδή να δεις τι κάνει. Τώρα το πώς το κάνει είναι το θέμα. Πήγα εκεί πέρα, έγινα πρώτος βοηθός σκηνοθέτη [00:10:00]στην ταινία, την τελειώσαμε, γιατί αυτό ήταν το θέμα, είχανε πολύ… ο σκηνοθέτης με το φωτογράφο, είχανε πολλή κόντρα, ας πούμε. Έπρεπε κάπως να λυθεί αυτό, να βρεθεί μια γέφυρα επικοινωνίας και, αν γινόταν αυτό, μετά τσουλούσε το πράγμα. Τελείωσε η ταινία και συνέχισα μετά σαν βοηθός σκηνοθέτης, αλλά είχα την τύχη τότε ήμουνα… Η κοπέλα μου ήταν η Δάφνη. Ο μπαμπάς της Δάφνης είναι ο Αχιλλέας ο Κυριακίδης και είναι γνωστός μεταφραστής και σκηνοθέτης μικρού μήκους ταινιών –και συγγραφέας, φυσικά– μικρού μήκους ταινιών και μου λέει: «Άντε, τελείωνε να γυρίσεις πίσω να κάνουμε, σε θέλω βοηθό στην ταινία μου» και τα λοιπά. Πιο πολύ ήθελε να γυρίσει –γιατί είχε έρθει και η Δάφνη μαζί– πιο πολύ ήθελε να γυρίσει η Δάφνη πίσω βασικά, τέλος πάντων. «Να κάνεις και τον στρατό». Τέλος πάντων, πήγα, κάναμε την ταινία, μετά πήγα και στον στρατό και μου γνώρισε ο Αχιλλέας τότε μου γνώρισε τον Μπάμπη τον Μακρίδη, τον σκηνοθέτη, και κολλήσαμε και έγινα μετά βοηθός του, ο βασικός βοηθός σκηνοθέτη του Μπάμπη.
Μετά τον στρατό εδώ δεν υπήρξε ξανά η σκέψη να επιστρέψεις στην Αγγλία για αυτή τη δουλειά ή είχες βρει πια τις άκρες σου στην Ελλάδα, είχες δικτυωθεί σ’ αυτό;
Όχι, γιατί τότε ο Μπάμπης ήτανε, μαζί με άλλους δυο-τρεις, ήτανε οι τοπ σκηνοθέτες στη διαφήμιση και στον κινηματογράφο. Δηλαδή, ήτανε τότε Μακρίδης, Λάνθιμος, Παπαδημητρόπουλος, Μαρούδης και ο Κορώνης, θυμάμαι, ήταν οι τοπ και δούλευα, δούλεψα με όλους αυτούς τότε.
Άρα σπουδάζεις αυτό που θέλεις και δουλεύεις πάνω σε αυτό που θέλεις. Σου πάνε καλά τα πράγματα στην αρχή.
Ναι, ναι, μετά πήγα ρολόι και ήταν τα πρώτα χρόνια πάρα πολύ πάρα πολύ καλά στη δουλειά, δηλαδή μιλάμε τώρα πια είμαστε στο 2007, 2007 δηλαδή λίγο πριν την κρίση. Πολύ καλά, πολύ καλά λεφτά, πολύ καλή ζωή… Πολύ καλά λεφτά, πολύ καλή ζωή και πάνω στην καλύτερη εποχή. Τότε η Αθηνά έβραζε, δηλαδή η νυχτερινή ζωή της Αθήνας και όλο το πράγμα τότε έβραζε.
Σε ποια χρόνια είπες ότι βρισκόμαστε;
2007-2008, εκεί λίγο πριν, λίγο πριν την κρίση. Ζούμε μετά και το...
Κάτσε, θα σε διακόψω λίγο. Βρισκόμαστε στο 2007, είσαι στην Αθήνα.
Βεβαίως, είναι μία… είναι μία πολύ ωραία περίοδος. Mάλλον είναι το τελείωμα μιας πολύ ωραίας περιόδου, γιατί μετά έχουμε το 2008, που είναι η δολοφονία Γρηγορόπουλου και η αρχή του τέλους κάπου, σαν να λέμε. Aλλά ακόμα είναι πάρα πολύ, είναι ζωντανή η Αθήνα, η νυχτερινή ζωή είναι πάρα πολύ πλούσια, εγώ παθαίνω, έχω θέμα δηλαδή με τις επιλογές∙ άμα έχω πάρα πολλές επιλογές αγχώνομαι και δεν ξέρω πώς να το χειριστώ, θέλω να πάω παντού σε όλες τις ταινίες, θέλω να πάω στις εκθέσεις, θέλω να πάω στα χοροθέατρα. Τέλος πάντων, αυτό το πράγμα είναι ένα κομμάτι το οποίο με κούραζε να σου πω την αλήθεια στην Αθήνα, αλλά θα το πιάσουμε μετά αυτό, θα συζητήσουμε για τη φυγή... Και ζω το όνειρο, ότι είμαι βοηθός σκηνοθέτη που δουλεύω πάρα πολύ, το ’χω, το ’χω βρει, τα πάω καλά στη δουλειά μου και μπορεί να γίνω και σκηνοθέτης και μια μέρα. Αλλά μετά εκεί, μετά λοιπόν το ’08 και φτάνοντας προς το ’10 που είναι η έναρξη της κρίσης έχουν αρχίσει τα πρώτα σημάδια στη δουλειά μας. Τα πρώτα σημάδια, δηλαδή κλείνει μία πολύ μεγάλη εταιρεία παραγωγής, η «Kino», και αφήνει ένα τεράστιο φέσι παντού, πάνω από 1.000.000 τότε λέγανε. Αυτό μας κάνει να οργανωθούμε λίγο, να κάνουμε συνελεύσεις όλοι οι κινηματογραφιστές και να έρθουμε λίγο πιο κοντά. Και στην ουσία να συνειδητοποιήσουμε ότι όλο αυτό που ζούσαν εκείνοι, και στα τελειώματα και εγώ, ήταν κάπως μια φούσκα, με δουλειές που τις κάνανε κυρίως χωρίς να παίρνουνε καν προκαταβολή, με ανθρώπους που δούλευαν σε εταιρείες παραγωγής οι οποίες τους χρωστάγανε 4-5 χιλιάρικα και τους δίνανε καινούριες δουλειές για να τους έχουν συνέχεια μέσα στο payroll για να ’ναι εξαρτημένοι, τέλος πάντων, από τις εταιρείες και κάπως εγώ εκεί είχα αρχίσει να ξενερώνω και να αρχίσω να κυνηγάω... Εν τω μεταξύ, είχα τότε είχα ΤΕΒΕ, ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας, πλήρωνα το ΤΕΒΕ μου, μια χαρά, έπαιρνα καλά λεφτά. Μετά αναγκαστικά, όταν άρχισαν και είχαν αυξηθεί οι εισφορές αλλά και είχαν μειωθεί οι δουλειές, αναγκάστηκα και το γύρισα σε ΙΚΑ μετά, που σημαίνει ότι έπαιρνα σχεδόν τα μισά λεφτά σε κάθε γύρισμα. Προσπάθησα να οργανωθούμε σαν βοηθοί σκηνοθέτες, αλλά με τότε φοβερή αποτυχία. Θυμάμαι συντάξαμε ένα συμφωνητικό που θα το υπογράφαμε με κάθε εταιρεία παραγωγής. Μάλιστα υπέγραψα το πρώτο τότε εγώ, αλλά μετά δεν τον τήρησε κανένας άλλος και πήγε περίπατο αυτό. Τώρα μαθαίνω ότι όλοι δουλεύουνε κανονικά και με συμφωνητικό, χαίρομαι πάρα πολύ για αυτό, συν ότι πια δεν έβγαζα τόσα λεφτά για να κάνω την ωραία ζωή που έκανα. Μη φανταστείς ότι πήγαινα με κότερα και ελικόπτερα, απλά έβγαινα, δούλευα από τις 9:00-10:00 το πρωί μέχρι τις 22:00 η ώρα, 20:00, 21:00, 22:00 το βράδυ. Μετά δεν γύρναγα σπίτι μου, πήγαινα έξω να φάω, να πιω, να χορέψω –ήμουνα 26-25 χρόνων, σε ωραία ηλικία– να κοιμηθώ λίγο, να πάω να ξαναδουλέψω, δηλαδή αυτό ήτανε για μένα. Στην ηλικία που ήμουν ήταν φανταστικό όλο αυτό, όνειρο. Μετά δεν γινόταν αυτό και, όταν άρχισα να κλείνομαι μέσα στο σπίτι τώρα αναγκαστικά στην Αθήνα, εκεί στο διαμέρισμα, ε, αυτό λίγο δεν... Εν τω μεταξύ, δεν βλέπω και τηλεόραση, δεν έχω καν συσκευή, ούτε ήτανε τότε υπήρχε internet, Netflix και όλα αυτά τα κόλπα και άρχισα να κλείνομαι. Ευτυχώς, μετά μετακόμισα από το κέντρο που ήμουνα μετακόμισα στα Πετράλωνα, όπου εκεί είχα μία άλλη σχέση με το περιβάλλον, γιατί πήγαινα πολύ συχνά στον λόφο του Φιλοπάππου και είχα, έπαιρνα τη βόλτα μου και εγώ, οπότε λίγο εκεί άνοιξα το κεφάλι μου. Αλλά εκεί είναι και η φάση που κάπως αποφάσισα ότι με περιορίζει όλο αυτό, γιατί ανέβαινα στου Φιλοπάππου, έλεγα: «Τι ωραία, φαίνεται από δω μέχρι τη Δραπετσώνα, βλέπεις το ηλιοβασίλεμα, τον Υμηττό, το Αιγάλεω», όλα ήταν τόσο όμορφα, αλλά κάπως το μάτι σαν να ακύρωνε το ενδιάμεσο, που ήταν το τσιμέντο όλο αυτό, η άσπρη τσιμεντούπολη, άσπρο, άσπρο-γκρίζο, γκρίζα μάλλον τσιμεντούπολη και κάπως δεν το παρατηρούσες. Μετά από ένα σημείο άρχισα να το παρατηρώ και εκεί που ένιωθα στου Φιλοπάππου πάρα πολύ ωραία και ανοιχτά, μετά άρχισα να κλείνομαι, να λέω: «Πω πω, είμαι περικυκλωμένος από κάτι πολύ άσχημο». Εν τω μεταξύ, άρχισα να… ζόριζε κι άλλο η δουλειά, είχαμε αρχίσει να κάνουμε εικοσιτετράωρα, τριανταεξάωρα, μέχρι και τριανταεξάωρο γύρισμα κάναμε. Απ’ τα τελευταία γυρίσματα που έκανα ήταν τριάντα έξι ώρες. Αυτό ήταν για να μειώσουν το κόστος, δηλαδή να κάνουνε να πληρώσουν μία μέρα ή μιάμιση μέρα το μοντέλο και τον σκηνοθέτη, και τα λοιπά. Εμάς βέβαια το ίδιο, flat. Και κάπως μου ήρθε η ιδέα μετά από μία… Πήγα στη λαϊκή των Πετραλώνων, των άνω Πετραλώνων, και πριν τα ζαρζαβατικά είχε κάτι γλάστρες και πήρα μία στέβια και γυρνάω. Ήτανε μάλιστα μια μέρα μετά από τέτοιο εικοσιτετράωρο γύρισμα, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς. Ήτανε και πρωί, να σου πω την αλήθεια –τα λέμε όλα, έτσι;– είμαι και... δεν είχα δουλειά, και λέω: «Πω πω, τώρα θα κάτσω να αράξω, να πιω τον καφέ μου, πρωινός». Και κάθομαι μία βλέπω τη γλάστρα και λέω: «Δεν πάω να δω τι γίνεται εκεί στη Χίο, που έχει ο παππούς μου τα χωράφια του και το σπίτι –είχε φτιάξει και μία σπιταρόνα πριν πεθάνει–, να δω μήπως και μπορέσω κάπως να βάλω στέβια, ρε παιδί μου, να πουλάω στέβια στο… δεν ξέρω, στον Κάμπο, στο εργοστάσιο;», λέω εγώ τώρα, έκανα ένα σενάριο και τα λοιπά. Να μην τα πολυλογώ, την ίδια μέρα πήρα το καράβι και πήγα. Γιατί, ξέρεις, δεν είναι… μετά την επόμενη μέρα μπορεί να με έπαιρναν και να μου έλεγαν: «Έχει ένα τριήμερο γύρισμα Vodafone» – λάθος, sorry. «Έχει ένα τριήμερο γύρισμα της τάδε εταιρείας. Ξεκινάμε, έλα αύριο», οπότε λέω να κερδίσω χρόνο, έφυγα κατευθείαν, ήρθα στη Χίο.
Η σχέση σου με τη Χίο μέχρι τότε, ερχόσουν;
Κοίταξε, μικρός, μέχρι την ηλικία των 11-12 ψιλοερχόμουν, είχα έρθει τρεις φορές, τέσσερις, ξέρω γω, δεν θυμάμαι, όχι παραπάνω. [00:20:00]Και μετά τη σνόμπαρα, δηλαδή κάπως σαν να μην υπήρχε, σαν να… δεν είχα και... Ερχόταν ο παππούς μου εδώ πέρα τα καλοκαίρια, ο παππούς μου –άξιος μεν αλλά πολύ δύστροπος άνθρωπος– και τον φοβόμασταν λίγο σαν παιδιά και έτσι λίγο είχαμε συνδυάσει τις διακοπές τις καλοκαιρινές ότι είναι και ο παππούς που γκρινιάζει, φωνάζει, μας μαλώνει, μας κάνει. Τέλος πάντων, ήρθα. Ο παππούς μου έχει πεθάνει το 2004. Ήρθα το, εκεί γύρω στο –τι ήτανε;– Μάρτιος, Μάρτιος, τέλος πάντων, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς τι ήτανε, Μάρτιος-Απρίλιος του 2012. Μόλις είχα γυρίσει από το ταξίδι στη Βραζιλία –πολύ σημαντικό αυτό το ταξίδι, επίσης– και παίρνω το αμάξι που υπήρχε και αρχίζω και γυρνάω γύρω-γύρω το νησί και λέω: «Τι νησάρα είναι αυτή» κατ’ αρχήν, κατ’ αρχάς. Και αυτό ήταν το πρώτο βήμα για να... Με ρώταγες εδώ τι σχέση έχω, με ρώτησες, δεν σου απάντησα. Ερχόμουνα και εδώ ζει, ο πιο κοντινός μου συγγενής είναι δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μου, Ok; Δηλαδή, δεν έχω. Οι γονείς μου δεν έχουν αδέρφια, ο πατέρας μου και εγώ έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αθήνα, δηλαδή ούτε ο πατέρας μου έχει μεγαλώσει εδώ. Ο πατέρας μου έχει γεννηθεί, μεγαλώσει Αθήνα, καταγωγή από Χίο, η μάνα μου το ίδιο, έχει γεννηθεί, μεγαλώσει Αθήνα, καταγωγή από Άνδρο, Κόρθι. Και αρχίζω γυρνάω το νησί και λέω: «Ωραία θα ’τανε να έχω μια σχέση εδώ πέρα και να πηγαινοέρχομαι ή να έρχομαι τέσσερις-πέντε φορές τον χρόνο να μαζεύω τις ελιές, ας πούμε, σε πρώτη φάση ή να φυτέψω κάτι το οποίο να μη χρειάζεται και τόση καθημερινή φροντίδα και τα λοιπά». Ε, και εκεί ψάχνοντας, ψάχνοντας κατέληξα στην αλόη.
Είχες κάποια σχέση με την αγροτική παραγωγή; Οι γονείς σου, κάποιος συγγενής;
Καμιά, ο παππούς μου μόνο, ο οποίος δεν είχε σχέση με την αγροτική παραγωγή, αλλά ο άνθρωπος είχε μεγαλώσει στο Βασιλεώνοικο, στο χωριό και από μικρό παιδί έκανε τα πάντα, όχι σε επαγγελματικό επίπεδο, σε οικογενειακό και μάλιστα ο άνθρωπος, επειδή, όταν πήγε στην Αθήνα πια να ζήσει στα 18 του –ο παππούς μου έφυγε κρυφά να πάει να σπουδάσει στην Αθήνα Νομικά, ήταν δικηγόρος, κρυφά, φαντάσου–, με τα πρώτα λεφτά που έκανε πήρε ένα χωράφι τότε στη Γλυφάδα ή το κέρδισε σε κάποια δίκη, δεν ξέρω πώς ακριβώς, ποια είναι η ιστορία. Αυτό το χωραφάκι στη Γλυφάδα το οποίο ήτανε κοντά, ξέρω γω, δύο-δυόμισι στρέμματα, το ένα στρέμμα το έκανε σαν ένα χιώτικο περιβολάκι, δηλαδή με την αλέα, με χιώτικο κρασοστάφυλο, με χιώτικες πορτοκαλιές, χιώτικη θρούμπα ελιές, μανταρίνι∙ ήταν σαν να μπαίνεις σε ένα περιβολάκι, αυτό. Είχε φτιάξει και ένα ωραίο σπιτάκι μέσα ένα «ντάμι», όπως το λέμε κάπου, και έμενε κιόλας τα καλοκαίρια. Και από πίσω ακριβώς, στο άλλο στρέμμα, είχε κανονικά κήπο, είχε σειρές, έβαζε μαρούλια, έβαζε λάχανα, το καλοκαίρι ντομάτες, αγγούρια και τα λοιπά. Είχε, δηλαδή, φτιάξει την, είχε φτιάξει τη φάση του χωριού στη Γλυφάδα, που τότε ήταν και χωριό, δηλαδή κατεβαίνανε πρόβατα στη Γλυφάδα τότε. Παρένθεση, κλείνει αυτή η παρένθεση και πήγαινα εγώ τότε στη Γλυφάδα, μου άρεσε αυτό όλο, όλη αυτή η ενασχόληση, αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα ήθελα να... Τέλος πάντων, με τα πολλά λέω να το κάνω, οπότε ψάχτηκα να δω τι θα είναι αυτό. Σκέφτηκα, είδα την αρώνια, είδα το ιπποφαές, είδα, έψαχνα τις εναλλακτικές καλλιέργειες, τότε ήταν και λίγο της μόδας όλο αυτό, κατέληξα στην αλόη. Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα οι παρέες μου οι οποίες είχανε λίγο, είχανε, είχανε διαμορφωθεί. Δεν είχαν διαμορφωθεί, είχα κάνει καινούργιες παρέες κάπως, ύστερα από το 2010 ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα κρουστά και τη μουσική και συγκεκριμένα τα κρουστά και έκανα πολλή παρέα με ανθρώπους που ασχολιόντουσαν πιο πολύ με πιο φυσικά πράγματα και με… είχανε πάντα στο μυαλό τους, ας πούμε, τη φυγή και πιο αποκεντρωμένα, να πω, πράγματα. Οικοινότητες, ξέρω γω, είχα αρχίσει να φεύγω τα καλοκαίρια, που μπορούσα, έφευγα, πήγαινα στη Γαύδο, καθόμουνα έναν μήνα στην παραλία με μια αιώρα, είχα αρχίσει να έχω ένα τέτοιου είδους τρόπο ζωής, χωρίς να σκέφτομαι ποτέ, όμως, ότι θα φύγω. Εντάξει, στην ουσία αυτό έκανα, επέλεξα να ζήσω κάπου που θα μοιάζει με τις καλοκαιρινές διακοπές και αν θέλω να κάνω διακοπές, θα πηγαίνω στην Αθήνα, ας πούμε. Βέβαια, αυτό προήλθε μετά, αυτό προέκυψε μετά, αλλά τον πρώτο χρόνο δηλαδή ’12 με ’14 που πηγαινορχόμουνα οι σκέψεις ήτανε, πάντα κατέληγα ότι μάλλον πάω προς το Χίος και αυτό το σενάριο το «πάω και έρχομαι» δεν πολύ-δουλεύει σε μένα. Φύτεψα την αλόη τον Οκτώβριο του ’12. Κατέβηκα στην Κρήτη, δηλαδή, έμαθα τη δουλειά από κει, από τον φυτωριούχο, πήρα τα φυτά, κατέβηκα στη… τα πήγα στη Χίο, τα φύτεψα μαζί με τη Βασιλική, τον Στέλιο και τον Φραγκίσκο –τους ευχαριστώ πάρα πολύ– λοιπόν και μετά ξεκίνησα να μαθαίνω την καλλιέργεια. Είχε η αλόη, είχε έτσι κι αλλιώς δυο-τρία χρόνια μέχρι να γίνει βιολογική, να ωριμάσει, να μεγαλώσει. Μήπως πηδάω από το ένα θέμα στο άλλο και θες να...
Όχι, θέλω να ρωτήσω μόνο, γιατί αλόη; Δηλαδή, άρχισες να ψάχνεις. Γιατί σε τράβηξε αυτό; Γιατί είπες: «Θα ασχοληθώ με αυτή την καλλιέργεια»;
Ναι, μου ταίριαξε πολύ, γιατί έχει τις λιγότερες απαιτήσεις σε νερό, να σου πω την αλήθεια, σε σχέση με τα υπόλοιπα, γιατί είναι κάτι πολύ πιο γνωστό –γιατί στη Χίο έχουμε θέμα με το νερό–, είναι πολύ πιο γνωστό από το ιπποφαές ή την αρώνια, δηλαδή θα μπορούσα να πατήσω πάνω σε… Επίσης είχαμε και αυτόν το φυτωριούχο στην Κρήτη, ο οποίος μας παραμύθιαζε τότε ότι υπάρχει εργοστάσιο και θα απορροφάει όλη την καλλιέργεια, τον οποίο και τον είχα πιστέψει αλλά και δεν τον είχα πιστέψει, αλλά είχα πει μέσα μου ότι: «Ok, και μαλακίες να λέει, θα τη βρω την άκρη». Γιατί εμένα η μάνα μου ήταν σε μια πυραμίδα, τύπου, δεν θυμάμαι τώρα, δεν θυμάμαι, μην πούμε και ονόματα, σε μια πυραμίδα με προϊόντα αλόης και χαμός, αγόραζαν εκεί πέρα, μαζευόντουσαν όλες μαζί φιλενάδες, ψώνιζαν, αγοράζανε, μπαίνανε συνδρομές, χαμός. Λέω: «Κάτι θα γίνει με την αλόη, δεν θα πάει χαμένη».
Δηλαδή, η απόφαση, μπήκες στο πλοίο, στο αεροπλάνο, δεν θυμάμαι, από την Αθήνα εκεί Μάρτη-Οκτώβρη και έφτασες στη Χίο. Ήξερες ότι θα μείνεις;
Όχι, ήθελα κατ’ αρχήν να δω, να μετρήσω το χωράφι, να δω ποια είναι η έκταση.
Μέχρι τότε δεν είχες καμία σχέση με τη γη.
Καμία, μόνο κάτι γλάστρες που είχαμε με τη Βασιλική στα Πετράλωνα στην αυλή, αυτό, που αυτή βασικά τα περιποιόταν, εγώ τα κοιτούσα. Είμαστε εκεί Μάρτη, Μάη, Απρίλη, κάτι τέτοιο, του 2012, πάω στη Χίο, λέω: «Τι ωραία, τι νησάρα», μετά γυρνάω πίσω και αρχίζω και ψάχνομαι με την αλόη, κάνω, το βάζω όλο αυτό σε ένα χαρτί κάτω, να δω τι σημαίνει οικονομικά και τα λοιπά και αποφασίζω να πουλήσω το σπίτι μου. Το σπίτι μου ήτανε το δικηγορικό γραφείο του παππού μου, το οποίο το είχα πάρει εγώ το ’χα κάνει σπίτι και μετά από ένα σημείο το νοίκιαζα, το νοίκιαζα γιατί έμενα με τη Βασιλική στα Πετράλωνα και αποφάσισα να το πουλήσω για να φτιάξω την επιχείρησή μου στη Χίο, εκεί, δηλαδή να πάρω τα φυτά, γιατί ήτανε, ήθελε κεφάλαιο και να...
Όταν αποφασίζεις–
Το σπίτι, τέλος πάντων, δεν πουλήθηκε αμέσως το σπίτι.–
–να πουλήσεις το σπίτι, τότε αρχίζει να γίνεται πια η απόφασή σου συνειδητή;
Όχι για να φύγω, όμως. Όχι να εγκαταλείψω την Αθήνα, να έχω τη δουλειά μου. Αυτό που ήθελα ήταν να κρατήσω τη δουλειά μου και να έχω συμπληρωματικό εισόδημα από τη Χίο, δηλαδή αυτό που μου έλειπε, αυτό που έχασα με την κρίση από το ’10 και μετά να το κερδίσω με κάποιον τρόπο από κει.
Άρα όχι να μετακομίσεις και να ζήσεις μόνιμα στη Χίο;
Όχι, δεν ήταν αυτό το πλάνο, τουλάχιστον συνειδητά. Να μη σ’ τα πολυλογώ, έχει πάει Οκτώβρης, φυτεύω τα… πάω, βάζω τα φυτά, τα φυτεύω. Έρχεται ο πρώτος χειμώνας, ξυπνάω ένα πρωί που είχε παγωνιά, βγαίνω έξω, είχανε γίνει όλα μπλε, μαύρα, κόκκινα, μπλε, ένα πράγμα σαν μελιτζάνες, σαν το χρώμα της μελιτζάνας. «Πάει», λέω, «καταστράφηκαν».
Ήταν φυσιολογικό;
Είχαν παγώσει, είχαν παγώσει. Φαντάσου ότι ήμουνα τόσο τυπικός και λανθασμένα τυπικός που λέω:[00:30:00] «Εντάξει, τώρα δεν χρειάζεται, δεν θα πάθουνε τίποτα, στη Χίο δεν έχει». Μου λέγανε, μου το ’λεγε εμένα ο θείος μου τότε, μου έλεγε: «Το πρωί έχει κραΐ», την πάχνη, που λέμε, ή τον ασπρόπαγο, που λέμε αλλού, «και θα τα θερίσει». Λέω: «Έχω κάνει μελέτη». Είχα πάρει απ’ την κυρία Χρυσούλα. Η Χρυσούλα ήταν μία μετεωρολόγος –είναι, δεν ξέρω, ελπίζω να είναι καλά η γυναίκα– μία μετεωρολόγος που χρησιμοποιούσαμε στα γυρίσματα, αλλά μπορούσε να σου πει, ρε παιδί μου, ότι: «Στη 1:30 θα βρέξει Απλωταριά και Πασπάτη», ξέρω γω, «μην κάνετε γύρισμα εκεί, πάτε κάντε κάτι άλλο και πάτε μετά», ας πούμε. Την είχα πάρει και της είχα πει: «Θέλω να μου βγάλεις μια μελέτη και τα λοιπά». Μου λέει: «Δεν έχει σταθμό η Χίος, μόνο το αεροδρόμιο». «Ε, κάνε», λέω και τα λοιπά. Η μελέτη δείχνει ότι δεν πέφτει η θερμοκρασία. Τίποτα, μια χαρά πέφτει και -7°C έχω δει και -8°C έχω δει, αλλά ήθελα να γίνουν όλα, να τα προβλέψω όλα, γιατί ένα βασικό πράγμα που είχε ο βοηθός σκηνοθέτη πάντα ήταν να προβλέπει τι πρόβλημα θα υπάρξει για να–
Για να το προλάβει.
Για να το προλάβει, αλλά δεν λειτουργούν, δεν λειτουργεί αυτό στη φύση έτσι. Τέλος πάντων, ξυπνάω, είναι όλα μπλε και κάθομαι τώρα μέσα στην παγωνιά και τον χειμώνα και φτιάχνω θερμοκήπια μόνος μου. Πήγα πήρα σωλήνες, μπετόβεργες, κάτι υφάσματα περίεργα, ένα χάλι και...
Δεν σκέφτεσαι να τα παρατήσεις;
Όχι, δεν μου ήρθε κάτι τέτοιο να τα παρατήσω, γενικά μέχρι τώρα δεν έχει έρθει κάτι τέτοιο. Τα φτιάχνω τα θερμοκήπια, τα φυτά παίρνουν τα πάνω τους, έρχεται και η άνοιξη, όλα καλά. Τα πιο πολλά τα θερμοκήπια τα έσκισε, βέβαια, ο αέρας, γιατί ήτανε λάθος το υλικό που είχα βάλει από πάνω. Τέλος πάντων, έρχεται η άνοιξη, παίρνω και εγώ λίγο έτσι τα πάνω μου. Αρχίζω, έχω, έχω ξοδέψει πάρα πολύ χρόνο, τζάμπα δηλαδή, φαντάσου, όταν έβαλα τα φυτά, λόγω του μεταφυτευτικού σοκ που παθαίνει η αλόη τα φύλλα τους ήρθαν και πέσανε, τα φύλλα τους πέσανε, είχανε κρεμάσει και εγώ καθόμουνα με κάτι ειδικά λαστιχάκια που είναι για δέντρα για να στηρίζεις τα δέντρα πάνω σε πασσάλους για να μην τα τραυματίσεις ας πούμε και καθόμουνα ένα-ένα φυτό –2000 φυτά τότε ήτανε– και καθόμουνα ένα-ένα φυτό. Χωρίς λόγο κανένα. Μετά η αλόη έμαθα ότι βγάζει από μέσα καινούριο άλλο και δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνω αυτό, αλλά έκατσα εγώ εκεί 2000 φυτά γονατιστός, θέλω να σου πω πολλές εργατοώρες μέχρι να μάθεις και να, να κάνεις το λάθος και να...
Πόσον χρόνο θέλει αυτό το φυτό για να σου βγάλει σοδειά, το λέμε έτσι;
Τώρα αυτό είναι πολύ σχετικό. Τώρα αυτή τη στιγμή μετά από δώδεκα χρόνια, σχεδόν δώδεκα χρόνια καλλιέργειας, όχι, έντεκα, έντεκα χρόνια καλλιέργειας, δεν… ακόμα δεν μπορώ να σου πω στάνταρ, γιατί ακόμα το βελτιώνω. Πάντως σίγουρα είναι το ένα δέκατο απ’ τον χρόνο που εγώ ξόδευα για να το περιποιηθώ εγώ τότε.
Τους πρώτους μήνες, όμως, έχεις έξοδα, πάρα πολύ προσωπικό κόπο, μηδέν έσοδα καταλαβαίνω.
Έσοδα είχα, όταν πήγαινα στην Αθήνα, έκλεινα δουλειές, άφηνα δουλειές, έκλεινα δουλειές, πήγαινα, έβγαζα, στη Χίο δεν έβγαζα, δεν έτρωγα και πολλά λεφτά. Εντάξει, μου κάτσανε και δυο καλές δουλειές, κάτι πενταήμερα, κάτι εξαήμερα γυρίσματα εκεί λίγο πριν, λίγο πριν το τελικό off δηλαδή. Αυτό είναι γύρω στο 2013 και αυτές οι δύο δουλειές ήταν καλές, είχαν καλά λεφτά και κάπως εκεί είπα: «Ωχ, πάλι, κουράστηκα» ας πούμε. Επίσης απογοητεύτηκα πάρα πολύ με το κομμάτι το πού θα προμηθεύσω την πρώτη ύλη. Αυτό έχει ενδιαφέρον, γιατί, με το που βάλαμε τα φυτά, εγώ έφτιαξα, πήγα κατέβηκα στην Πάτρα να βρω έναν άλλον καλλιεργητή που είχε πάρει από τον φυτωριούχο αυτόν αλόη, τον Σωτήρη, και του είχα πει μήπως να κάναμε ένα σύλλογο, ας πούμε, βιοκαλλιεργητών να συζητάμε και τα προβλήματα που έχουμε, να ανταλλάσσουμε πληροφορίες, γιατί ήταν και μια καινούρια καλλιέργεια και, επειδή αυτός ο Κρητικός κάτω κει δεν μας τα λέει και πολύ καλά ο φυτωριούχος, γενικά μας πήγαινε σε κάτι τυχαίους επενδυτές που θα φτιάχνανε τεράστια εργοστάσια αλόης και θέλανε εκατομμύρια στρέμματα, για να πουλάει αυτός δηλαδή, και κάπως δεν ήταν πολύ πειστικό όλο αυτό και τα βάλαμε κάτω και είδαμε ότι δεν υπάρχει αυτό το σενάριο και είπαμε μήπως φτιάχναμε εμείς, μήπως κάναμε μία μελέτη οικονομοτεχνική να φτιάξουνε οι καλλιεργητές μία μονάδα παραγωγής στην Αθήνα, έτσι ώστε να στέλνουμε, ξέρω γω. Ήμασταν από Πάτρα, από Νάξο, από Κρήτη, από Ρόδο, από πολλά μέρη.
Είναι στην αρχή της καταλαβαίνω η καλλιέργεια της αλόης στην Ελλάδα.
Είμαστε, ναι. Είμαστε πια στο ’13, εκεί στο 2013 και βρίσκουμε δυο ανθρώπους, επιστήμονες από το γεωπονικό να μας κάνουνε την οικονομοτεχνική μελέτη και βρίσκουμε και γίνεται η μελέτη και βλέπουμε ότι όλο αυτό το πράγμα θα δουλέψει, έχει νόημα και έχει και αξίζει, δηλαδή, να επενδύσουμε κάποια χρήματα. Ήμασταν σαράντα εννιά παραγωγοί τότε και να φτιάξουμε μια, μια –πώς να το πω– μια κοινοπραξία. Τέλος πάντων, τα σχέδια μας τα χάλασε πάλι αυτός ο Κρητικός, ο οποίος έφερε έναν επενδυτή εκεί πέρα. Θα σου πω τι έγινε, βγήκε η οικονομοτεχνική μελέτη, η οποία έβγαζε ότι εμείς θα πουλάμε στο συνεταιρισμό 0,90 λεπτά, 0,95 –όχι, συγγνώμη– 1,10 έλεγε ότι θα πουλάμε το κιλό. Θα πηγαίνω δηλαδή εγώ, θα συνεχίσω τη δουλειά μου και κάθε τέσσερις μήνες θα πηγαίνω στη Χίο, θα κόβω φύλλα και θα τα στέλνω και θα έχω ένα εισόδημα. Αυτό το σενάριο, δηλαδή, το καλό που συζητάγαμε. Εκείνη την ημέρα της παρουσίασης της μελέτης, ο Κρητικός έφερε έναν επενδυτή, πραγματικό αυτή τη φορά, ο οποίος ήρθε στην παρουσίαση, αφού τελείωσε η παρουσίαση και είπε, εντάξει, είδε πόσο, τι τιμή, λέει: «Ναι, εντάξει, εγώ δεν θα σας το αγοράζω 1,10 €, θα το φτιάξω το εργοστάσιο, με δικά μου έξοδα όλα, αλλά θα σας τα αγοράζω 0,90 λεπτά, δεν μπορώ παραπάνω». Με το που τ’ άκουσα εγώ αυτά, δεν πίστεψα, σηκώθηκα και έφυγα και κάπου εκεί πέρα αποφάσισα κιόλας ότι θα κάνω, θα ασχοληθώ εγώ με τη μεταποίηση. Και γενικά, επειδή είμαι και απ’ τη Χίο και όλοι μου το λέγανε, έχουμε παράδοση εδώ στη Χίο με τη μεταποίηση, όλοι μου λέγανε: «Άσ’ τα να πουλάς τη σοδειά σου» και αυτά. «Δεν υπάρχουνε, δεν έχεις 100 στρέμματα, 5-6 στρέμματα έχεις όλα κι όλα, κάνε μεταποίηση». Για την ιστορία να πω ότι αυτός αγόρασε κάνα-δυο φορές με 0,90 λεπτά, τώρα δεν αγοράζει καν, γιατί έχει ρίξει την τιμή που αγοράζει στα 0,15-0,20 €, δεν ξέρω, και πλέον νομίζω ότι δεν αγοράζει καν ελληνική αλόη, παρά σκόνη. Πάμε παρακάτω. Και κάθομαι τώρα στην κουζίνα κάναν περίπου ενάμιση χρόνο και προσπαθώ να βγάλω χυμό, χυμό αλόης με βάση με διάφορα φυσικά συντηρητικά. Την έψαχνα με τα φυσικά συντηρητικά. Έψαξα στην αρχή το εκχύλισμα σπόρου γκρέιπφρουτ, μετά δεν μου άρεσε γιατί είχε ένα… ήταν σε μια βάση αυτό, δεν μου άρεσε σαν χημική σύσταση, επίσης δεν έπαιρνε και βιολογική πιστοποίηση. Μετά κατέληξα στο λεμόνι σαν βάση και συντηρητικό. Δεν ήθελα να βάλω χημικά συντηρητικά μέσα, συν ότι δεν υπήρχε χυμός αλόης χωρίς χημικά συντηρητικά, ήταν όλοι με συντηρητικά και με διάρκεια ζωής έναν χρόνο. Εγώ ήθελα να κάνω κάτι φρέσκο και βάζω, λοιπόν, αλόη, λεμόνι και βάζω και τη μαστίχα. Όλο αυτό το πράγμα, για να φτάσω να μετατρέψω ένα γκαράζ που είχα –με τα χρήματα που είχα πάρει από το σπίτι που πούλησα– να μετατρέψω ένα γκαράζ που είχαμε μέσα στο κτήμα να το κάνω εργαστήρι, πήρε γύρω στον ενάμιση χρόνο, μπορεί και δύο, ναι, στην ουσία το 2016 κυκλοφόρησε πρώτη φορά το προϊόν, ο χυμός αλόης.
Τότε γίνεται πια η κύρια απασχόλησή σου; Ήταν ήδη όλα αυτά τα χρόνια, απλά τότε αρχίζεις να βγάζεις τα προϊόντα σου;
Κοίτα, δεν σου κρύβω, από το ’15-’16 έχω αρχίσει και… έχω αρχίσει και πουλάω χυμό από εδώ και από εκεί σε γνωστά μαγαζιά, φίλους και τα λοιπά, μέχρι που τυποποιήθηκε τελείως, πήρε την ετικέτα του, την πιστοποίησή του και τράβηξε τον δρόμο του.
Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύεις μόνος σου ή έχεις εργάτες;
Έκανα και εδώ στη Χίο, κάναμε με τη φίλη μου την Έλενα, κάναμε και γάμους, κάναμε κάτι corporate video, μόνταρα κιόλας λίγο.
Όχι, εννοώ στη γη, δουλεύεις μόνος σου;
Όχι, απλά επειδή με ρώτησες πώς επιβίωνα. Στη γη, στην αρχή ναι, τα πρώτα, από το ’12 μέχρι το ’14, ναι. Μετά αναγκαστικά και όχι αναγκαστικά και επειδή υπήρχε και κάποιο εισόδημα, άρχισα και είχα πια βοηθούς εργάτες με μεροκάματα, με εργόσημο.
Στα διαδικαστικά, πόσο εύκολο είναι να βγάλεις ένα δικό σου προϊόν και να αρχίσεις να το διοχετεύεις στην αγορά; Χρειάζεσαι κάποια άδεια;
Για συγκεκριμένα για την αλόη πάρα πολύ δύσκολα, γιατί ήταν ένα άγνωστο προϊόν. Φαντάσου ότι η αλόη περιέχει μέσα μία ουσία, η οποία λέγεται «αλοΐνη». Αυτή η αλοΐνη είναι τοξική και πρέπει να υπάρχει… να αφαιρείται με έναν τρόπο. Εμείς το κάνουμε με φυσικό τρόπο, τέλος πάντων, αλλά πρέπει να αφαιρείται. Να μην μπορώ με τίποτα [00:40:00]να βρω το όριο; Να μην υπάρχει κανένας στο Χημείο του Κράτους να μου πει υπεύθυνα: «Πρέπει το προϊόν σου να έχει τόσο»; Με τίποτα. Έπρεπε να μιλήσω μέχρι με το Συμβούλιο της Ευρώπης, εκεί των τροφίμων, της Ασφάλειας Τροφίμων, για να μου πουν ότι: «Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ με ιδιώτη», αλλά τέλος πάντων δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή επίσημα όριο, πρέπει να χρησιμοποιείται με ανώτατο όριο αυτό. Δεν υπήρχε γνώση και μάλιστα υπήρχε και παραπλάνηση, γιατί κυκλοφορούσε και μία εγκύκλιος του υπουργείου που έλεγε μέσα ότι η αλόη βγάζει 10 στρέμματα, 10 τόνους το στρέμμα και θέλει ελάχιστο πότισμα, κάτι αηδίες μέσα, τα οποία τα είχε, μάλλον τα ’χανε μάθει από τον Κρητικό αυτόν, ο οποίος ό,τι έκανε το έκανε για να πουλάει φυτά σε επίδοξους μεγαλοκαλλιεργητές αλόης. Τέλος πάντων, ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπήρχε γνώση. Βέβαια, επειδή η φιλοσοφία της «Natuevo» γενικά και της εταιρείας είναι πιο παραδοσιακή, δηλαδή, δεν κάνω καμία χημική επεξεργασία, μόνο μηχανική, δηλαδή έχω ένα μπλέντερ που σπάω το ζελέ της αλόης, μία αντλία που το σπρώχνω από ένα φίλτρο για να πάρει την υφή που θέλει, μια ομογενοποίηση με ανάδευση να αναμιχθεί με το λεμόνι και τη μαστίχα και μετά παστερίωση, θερμική δηλαδή, να πάει το προϊόν στους 75 βαθμούς, χαμηλή παστερίωση για να μην έχει βακτήρια και μικρόβια, δεν έχει κάποια χημική, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Αυτό με έσωσε, είναι δηλαδή παραδοσιακή η γραμμή παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά έπρεπε να έχει όλα τα κριτήρια ασφαλείας, δηλαδή στην αρχή η κάτοψη ήτανε λάθος, που είχαμε φτιάξει. Έπρεπε κάπως να μπουν αλλού οι τουαλέτες, να είναι αλλού το κομμάτι που μαζεύονται τα φύλλα, ξηλώσαμε τις γυψοσανίδες και ξαναφτιάξαμε. Γενικά, όλη η ιστορία αυτή έχει πάρα πολλά μπρος-πίσω από λάθη τα οποία διορθώθηκαν, αλλά ήταν και εντάξει, εννοείται, χρήσιμα, γιατί έμαθα και εγώ αρκετά μέσα από αυτό.
Όλο αυτό το διάστημα που δεν είχες τη γνώση, αλλά καταλαβαίνω ότι εκπαιδεύεσαι παράλληλα, μαθαίνεις πώς να το δουλέψεις, δεν έχεις δεύτερες σκέψεις;
Όχι, όχι, πολύ άγχος. Έχω μπει πάρα πολύ βαθιά, πολύ βαθιά και πολύ πωρωμένα μέσα σε όλο αυτό, ότι θέλω να το κάνω. Κοίταξε, όταν δουλεύεις στον κινηματογράφο, έχεις μια αυτή ότι όλα γίνονται πλέον και δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα τα καταφέρω. Απλά είχα τρομερό άγχος, δηλαδή είχα πάρα πολύ στρες για να γίνει όλο αυτό και τελειομανία και ήθελα και δεν ήξερα και ήθελα να γίνει και τέλεια. Αυτό δεν ήταν εφικτό, δηλαδή ένα κομμάτι που πλήρωσα, ας πούμε, ήταν η ψυχική μου υγεία μέσα σε όλο αυτό. Δηλαδή ήρθα μεν στη Χίο να χαλαρώσω, να κάνω μια φυσική ζωή και τα λοιπά και ήμουνα πιο στρεσαρισμένος, ας πούμε, από ό,τι ήμουν –να ’ναι καλά δηλαδή οι ψυχολόγοι, εντάξει, το λύσαμε αυτό. Και τι λέγαμε;
Η ανταπόκριση ,όταν αρχίζεις να δειγματίζεις πια το προϊόν σου;
Στην αρχή πολύ καλά, πολύ καλά, όντως είναι καινοτόμο το προϊόν, δεν υπάρχει φρέσκος χυμός αλόης. Να μου πεις, και γιατί να υπάρχει; Θα σου πω, γιατί έχει πολλούς φανατικούς, έχει πάρα πολλούς φανατικούς και έχει τέσσερεις-πέντε συγκεκριμένες εφαρμογές οι οποίες είναι απαραίτητες για κάποιους. Παράδειγμα, ας πούμε, βοηθάει πάρα πολύ στη δυσκοιλιότητα, την οποία αντιμετωπίζει πάρα πολύς κόσμος, αυτό το πρόβλημα, και έχει σωθεί. Επίσης, βοηθάει πάρα πολύ τους διαβητικούς, είναι για πολλούς απαραίτητο και όλο αυτό γίνεται… προσπαθώ να το βγάλω το προϊόν έτσι και σε μια, με μια άλλη, και με την ιστορία μου από πίσω, αλλά σε ένα πολύ εχθρικό περιβάλλον. Γιατί ήδη έχει επικρατήσει η αλόη μέσα στα telemarketing.
Υπάρχει ανταγωνισμός από κει;
Όχι, δεν είναι ανταγωνισμός, είναι κακή φήμη. Είναι ένα προϊόν, δηλαδή, φαντάσου ότι βγάζανε βίντεο οι παραγωγοί, ένας παραγωγός απ’ την Κρήτη έβγαζε βίντεο με την αλόη και έβαζε υφάσματα μέσα σε ποτήρια που το ένα είχε αλόη και το άλλο είχε δεν ξέρω κι εγώ τι και έδειχνε: «Η αλόη καθαρίζει το ύφασμα από τον λεκέ, σκέψου τι κάνει στο συκώτι σου». Κάτι αηδίες τώρα. Και όποτε έπαιρνα ένα τηλέφωνο σε ένα μαγαζί να πω: «Ναι, γεια σας, είμαι παραγωγός και κάνω αυτό», με αντιμετώπιζαν τελείως σαν πλασιέ. Οπότε εντάξει, είχε και αυτή τη δυσκολία. Το ’16, λοιπόν, ξεκινάει ο χυμός και μετά πάνω σε, δηλαδή στην ουσία –ήτανε capital control τότε; Ναι, είχαμε capital control, βεβαίως και είχαμε capital control– και προχωράει, προχωράει, μετά πάει καλά σταθερά, ανοδικά.
Σκέφτεσαι, αφού έχεις μάθει τον τρόπο να διαχειρίζεσαι τα θερμοκήπια, να καλλιεργείς τη γη σου: «Γιατί να μείνω στην αλόη; Να ασχοληθώ και με κάτι άλλο»;
Όχι, είναι πάρα πολύ ήδη αυτό, δηλαδή έχω, επίσης το ’19 πριν την καραντίνα πριν τον covid τέλος πάντων μπήκα σε ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ, το οποίο είναι αρκετά δεσμευτικό και είναι, θα είναι δηλαδή, για το brand θα ’ναι μια μεγάλη, ένα μεγάλο σκαλοπάτι. Ήδη έχει ολοκληρωθεί σε ένα 80%, αλλά στο επικοινωνιακό κομμάτι που είναι το rebranding και το site, το e-shop και όλα αυτά που θα φτιάξω μία καινούργια γεύση, θα ανέβει σκαλί. Ήδη, δηλαδή, έχω φτιάξει καινούριο εργαστήριο, θα φύγω απ’ το γκαράζ ελπίζω μέχρι τέλος του χρόνου, έχω φτιάξει δηλαδή τον καινούριο χώρο.
Ένας νέος παραγωγός χρησιμοποιεί και τα social, ό,τι του δίνει το ίντερνετ για να διαφημιστεί, για να προωθήσει τα προϊόντα του;
Ναι, πάρα πολύ, πάρα πολύ. Θεωρώ ότι έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο, πολύ μεγάλο ρόλο το Facebook και το Instagram. Τώρα, δηλαδή, που έχει –πώς να το πω– ομαλοποιηθεί λίγο η κατάσταση της διαφήμισης στο Facebook, είναι πολύ πιο συγκεκριμένη, γιατί παλιά ήταν ένα χάος λίγο οι λογαριασμοί οι διαφημιστικοί, έκανες διαφήμιση και πήγαινε, η μισή πήγαινε στον αέρα, στον βρόντο, που λένε, τώρα είναι πάρα πολύ στοχευμένη και όντως δηλαδή τώρα μου δουλεύει, μπορώ να κάνω πολύ συγκεκριμένες ενέργειες. Εντάξει, προσπαθώ να βρίσκω σημεία πώλησης, προσπαθώ να μην μπαίνω σε άσχετα σημεία, δηλαδή να μπαίνω, να ’ναι σε συγκεκριμένα σουπερμάρκετ μικρής εμβέλειας, πιο πολύ γειτονιές.
Κανείς εξαγωγές;
Όχι, δεν κάνω, δεν έχω κάνει ακόμα εξαγωγές. Είναι το προϊόν, έχει μόνο εξήντα μέρες ζωής, γιατί είναι φρέσκο.
Να φανταστώ ότι χρειάζεται ψυγείο;
Θέλει ψυγείο, εξήντα μέρες ζωής. Θα γίνει κάποια στιγμή και αυτό. Επιμένω, δηλαδή, πάω στις εκθέσεις και στη «Food EXPO» και στο «Vegan Festival» πηγαίνω κάθε χρόνο. Υπάρχει, δηλαδή, εξωστρέφεια, αλλά είναι μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος για να το, για να το πιστέψει και να το εξάγει.
Η συμβουλή σου σε έναν νέο άνθρωπο που θέλει να παρατήσει μια αστική ζωή, μια άλλη δουλειά και να ασχοληθεί με τη γη, εσύ που το ’χεις ζήσει;
Αν έχει τη γη, από κει και πέρα όρεξη. Καμία συμβουλή, να έχει τη γη.
Έχεις σκεφτεί ότι, αν δεν υπήρχαν αυτά τα χωράφια του παππού, τι θα είχες κάνει;
Τίποτα, Τίποτα. Τι, θα πήγαινα να γίνω μέλος κοινότητας στην Εύβοια, ας πούμε; Όχι, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Είναι καθαρά, μην είμαστε τόσο ρομαντικοί.
Διάβασα κάπου ότι ο χώρος είναι και επισκέψιμος, ότι έρχονται σχολεία, τι γίνεται δηλαδή εκεί;
Βεβαίως, έρχονται κυρίως τα παιδιά, βλέπουνε το φυτό, που είναι εντυπωσιακό έτσι κι αλλιώς, κάτι που δεν έχουν ξαναδεί και, άμα το βλέπεις μέσα στο θερμοκήπιο σε επανάληψη έτσι, είναι πολύ εντυπωσιακό. Μετά τους πηγαίνω στο εργαστήριο, τους δείχνω το φιλετάρισμα, όπου εκεί θαμπώνονται, τους αρέσει πάρα πολύ αυτό και τους εξηγώ δύο πράγματα, μιλάμε για το κομπόστ που κάνουμε με τα φλούδια της αλόης ή γενικά για το τι σημαίνει μεταποίηση, τι είναι πρώτη ύλη, τους αρέσει. Βέβαια, έρχονται και μεγάλοι, υπάρχουν δηλαδή μέρες που το κτήμα, με παίρνουν το καλοκαίρι, μου λένε: «Να ’ρθουμε;» ή φοιτητές έχουν έρθει, έχουνε κάνει και βιωματικά εργαστήρια, έχουνε κάτσει να ξεχορταριάσουν, έχουνε φιλετάρει –το «φιλετάρει» είναι το… όταν βγάζω το τζελ απ’ το φύλλο της αλόης, για να εξηγώ κιόλας.
Τι σου δίνει η ενασχόληση με τη γη, που δεν σ’ το έδινε η σκηνοθεσία; Δεν συγκρίνονται, μια δημιουργικότητα, όμως, την έχουνε και τα δύο.
Σκηνοθεσία δεν έκανα ποτέ, μην μπερδευόμαστε. Βοηθός σκηνοθέτη ήμουνα, που δεν είναι τόσο, είναι πιο–
Πιο τεχνικό κομμάτι.
Πιο τεχνικό κομμάτι, πιο τεχνικό, πιο logistics είναι το «βοηθός σκηνοθέτη». Τι προσφέρει; Ωχ, τι να προσφέρει; Έχει μια, έχει μια ι[00:50:00]κανοποίηση σωματική κατ’ αρχήν. Δηλαδή, αισθάνεσαι πολύ ωραία το σώμα σου όταν και έχεις φυτέψει, ξέρω γω, πεντακόσια φυτά, ας πούμε, και τα βλέπεις εκεί ωραία φυτεμένα, αλλά πονάει όλο σου το κορμί, αλλά, με το που το βλέπεις, είναι γλυκός ο πόνος, έχει πολύ ωραίες αισθήσεις, έχει μυρωδιές, έχει υφές, το χώμα, δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, είναι όλο αυτό μαζί, το οποίο σε φέρνει πιο κοντά στη γη και στη φύση σου σαν άνθρωπο. Δηλαδή εγώ, μου λένε όλοι αυτή την ερώτηση: «Έχεις καμία σχέση, έχεις σπουδάσει Γεωπονία;». Τι σχέση έχει η Γεωπονική με το αν εγώ θα σκύψω να φυτέψω ένα μαρουλάκι, ας πούμε; Καμία σχέση. Η Γεωπονική είναι μία επιστήμη που μελετάει το χώμα, τη γη, τις καλλιέργειες, συστατικά, πράγματα, αρρώστιες. Το να φυτέψω ή να σκάψω ή να κάνω χορτοκοπτικό είναι, ο καθένας μπορεί να το κάνει, δεν χρειάζεται να, δεν είναι ειδικότητα, αυτό θέλω να πω. Όλοι μας και ο εφοπλιστής, ας πούμε, μπορεί να έχει ένα χωραφάκι και να πηγαίνει το Σαββατοκύριακο και να κάνει χορτοκοπτικό.
Ανέφερες πριν ένα ταξίδι στη Βραζιλία.
Ναι, πολύ σημαντικό ήταν αυτό. Βασικά, όλο το ταξίδι αυτό ήταν πολύ σουρεάλ, δεν… Εγώ πήγα με τον Μπάμπη τον Μακρίδη. Είχαμε κάνει… είχε κάνει βασικά, εγώ ήμουν βοηθός, μία ταινία το «L», έπαιζε ο Σερβετάλης ο Άρης και ο Μάκης ο Παπαδημητρίου. Αυτή την ταινία την πήρανε στο διαγωνιστικό του «Sundance» στην Αμερική, στο φεστιβάλ «Sundance», που είναι σε ένα χιονοδρομικό κέντρο στην ουσία γίνεται αυτό και τότε παραγωγός, ένας απ’ τους παραγωγούς ήταν ο Κωνσταντακόπουλος ο οποίος μας έκανε τα εισιτήρια για να πάμε όσοι περισσότεροι γίνεται να υποστηρίξουμε και να δουλέψουμε εκεί για την ταινία και μου είπε ο Μπάμπης: «Έλα και εσύ!». Λέω: «Ευχαριστώ πολύ, θα έρθω», αλλά λέω: «Πειράζει εγώ να μη γυρίσω από εκεί, να φύγω και να μου βγάλετε ένα εισιτήριο επιστροφής από Βραζιλία και θα δω εγώ τι θα κάνω;». Γιατί ακριβώς τότε που γινόταν το «Sundance», γινότανε και η εκδρομή της ομάδας μου των κρουστών –που παίζαμε τότε στην Αθήνα– στο καρναβάλι στο Salvador στην Bahia, συμπέφτανε δηλαδή αυτά τα δύο. Και τέλος πάντων, εγώ αυτό που έκανα, πήρα ένα εισιτήριο από –πού ήτανε;– Χιούστον-Σάο Πάουλο. Χιούστον-Σάο Πάολο έβγαλα ένα εισιτήριο και από Σάο Πάολο-Σαλβαδόρ και μετά πήρα την επιστροφή από Βραζιλία, δηλαδή έκανα ένα μεγάλο τρίγωνο, Ελλάδα-Salt Lake City, Salt Lake City-Salvador, Salvador-Αθήνα. Έλειπα περίπου έναν μήνα, ταξίδεψα από τους -15 °C, -20 °C που ήτανε εκεί το χιονοδρομικό κάνοντας και χιονοδρομίες στον ελεύθερο χρόνο και τα λοιπά, ταξίδεψα στο νότιο ημισφαίριο στους 30 τόσους βαθμούς το καλοκαίρι, έκανα καρναβάλι, παίξαμε εκεί, παίξαμε στο καρναβάλι, κάναμε και πολλά σεμινάρια, περάσαμε και πάρα πολύ ωραία και γύρισα μετά πίσω άλλος άνθρωπος. Δηλαδή, γενικά ήταν ένα ταξίδι που, με έναν τίτλο, με γείωσε πάρα πολύ. Με γείωσε πάρα πολύ, δηλαδή θεώρησα ότι είναι πολύ μικρή, έχει πολύ μικρή αξία η ζωή γενικώς και ό,τι είναι να κάνουμε, άντε, ας το κάνουμε με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτό πιο πολύ στη Βραζιλία το κατάλαβα, γιατί ήταν η αντίθεση, απ’ τη μία έφυγα απ’ το «Sundance», που ήταν εκεί όλοι οι δήθεν σκηνοθέτες, παραγωγοί, ανταλλάσσανε κάρτες, με αυτοκινητάρες, με το ένα, κανένα νόημα και κατέβηκα στη Βραζιλία όπου: «Ε, εντάξει, ξέρω γω, έχεις πέντε παιδιά, ωχ, πέθανε το ένα, έλα, ρε γαμώτο, εντάξει, δεν τρέχει, έχουμε άλλα τέσσερα». Ξέρεις, καμία αξία δηλαδή.
Ποια ήταν η σχέση σου με την ομάδα κρουστών που ανέφερες; Τι έκανες δηλαδή;
Το 2010 περίπου, ναι, τότε ξεκίνησα μαθήματα αφροβραζιλιάνικων κρουστών, συγκεκριμένα σάμπα ρέγκε λέγεται η μουσική, με τον Σταύρο τον Παρσέιρο και την ομάδα «Batala». Κάναμε τρεις φορές την εβδομάδα μαθήματα και είχαμε και μαθήματα κρουστών, αλλά όλο αυτό ήταν και ένα σχήμα, ένα μπλόκο, όπως το λέμε, δηλαδή είναι μία ομάδα κρουστών ή αλλιώς ρυθμιστών, γιατί τους λένε «ritmistas» στη Βραζιλία, μπορεί να είναι από έξι άτομα, μπορεί να ’ναι μέχρι και διακόσια, δεν έχει να λέει, είναι πέντε διαφορετικά όργανα και είναι το ρυθμικό χάλι της σάμπα ρέγκε, η οποία αποτελείται από φωνή, τραγούδι και κρουστά. Εμείς κάναμε τα κρουστά και τότε ήμουνα και απ’ τα ιδρυτικά μέλη να πω, απ’ τα πρώτα μέλη των «Batala» και μέχρι και που έφυγα για Χίο ήμουνα, ήταν το βασικό μου χόμπι, δηλαδή τρεις φορές την εβδομάδα ήμουν εκεί πέρα.
Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία του ««Brasilionico»»;
Έτσι; Όχι. Έχω ήδη φύγει, εν τω μεταξύ έφυγα και απ’ τους «Batala», άλλαξα ομάδα, πήγα στη «Swingueira» με τον Άγγελο τον Πολυχρόνου και μετά γνώρισα και κι άλλες ομάδες από όλη την Ελλάδα, όντας πια στην άλλη ομάδα. Φεύγω για Χίο το ’12 και δεν είχα, δεν το είχα αυτό, οπότε έπρεπε μόνο να ταξιδέψω, να πάω ή στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα, να συναντήσω τους φίλους για να παίξουμε ή να κάνουμε καρναβάλι ή οτιδήποτε και κάπου το –το ’15 έγινε αυτό;– το ’15 γνώρισα μία κοπέλα εδώ στη Χίο, τη Μάρω, η οποία ζούσε και αυτή στην Αθήνα παλαιότερα και είχε παίξει και αυτή κρουστά, και λέω: «Αλήθεια, κάνεις αυτό;». Είχα φέρει εν τω μεταξύ κάποια όργανα, εγώ μελετούσα εδώ πολύ κρουστά και της λέω: «Θες να μαζευτούμε να παίξουμε;» και όντως μαζευόμαστε, μετά οι δυο γίναμε τρεις, οι τρεις τέσσερις, ο ένας έφερνε τον έναν, ο άλλος τον παράλλο και φτιάξαμε το «Brasilionico».
Θα μας εξηγήσεις για όσους δεν ξέρουν τι είναι το «Brasilionico»;
Τι είναι το «Brasilionico»; Το «Brasilionico» είναι ένα μπλόκο, ένα μπλόκο άφρο, όπως είναι, όπως ήταν αυτό που ήμουνα στην Αθήνα, οι «Batala» ή οι «Swingueira» ή οι «Paranaue» στη Θεσσαλονίκη ή όπως είναι στη Βραζιλία αυθεντικά είναι οι «Olodum», οι «Ilê Aiyê», όλες αυτές εκεί στη Βραζιλία είναι σχολές στην ουσία και βγαίνουν στον δρόμο μαζί με το trio elétrico, που είναι το μεγάλο φορτηγό που είναι οι τραγουδιστές απάνω, τραγουδάνε και από πίσω είναι, ακολουθεί το μπλόκο, που κρατάει το μουσικό, το ρυθμικό χάλι. Τώρα μπορεί να έχει κι άλλα όργανα πάνω, αλλά το παραδοσιακό είναι κρουστά και φωνή. Είμαστε μία ομάδα όπου έχουμε συγκεκριμένα όργανα, κρουστά, και κάνουμε κάθε εβδομάδα, δύο φορές την εβδομάδα μαθήματα, που έχουν να κάνουν και με ρυθμική αγωγή, αλλά και με ρεπερτόριο, ρυθμούς απ’ τη Βραζιλία και συγκεκριμένα απ’ το Salvador της Βραζιλίας. Παίζουμε σάμπα ρέγκε, που είναι ένα υβρίδιο που γεννήθηκε εκεί, αρχές της δεκαετίας ’80 στο Σαλβαδόρ πάνω σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο black power movement τότε που ήτανε, είχε γίνει και η ρέγκε πολύ, είχε ακουστεί, γενικά η μαύρη μουσική ήταν σε ακμή. Έτσι έγινε και στη Βραζιλία και ήταν ο μοχλός για να αποκτήσουν και οι μαύροι περισσότερα δικαιώματα σε σχέση με το καρναβάλι, γιατί ήταν ένα σπορ των λευκών, κάπως, έτσι διεκδίκησαν και αυτοί ένα μερίδιο της πίτας του καρναβαλιού στη Βραζιλία μέσα από αυτή τη μουσική. Μετέτρεψαν τα όργανά τους έτσι σε αυτό σε αλουμίνιο από ξύλο που ήτανε, για να μπορούν να βγουν στο δρόμο και να παρελάσουν. Oπότε εν μέρει είναι λίγο η μουσική που έβγαλε από την καταπίεση τους ανθρώπους, είναι ένας μοχλός είναι και αυτή η μουσική. Ιδιαίτερα γνωστή έγινε αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν έβγαλε, όταν πήγε εκεί και έκανε ένα ντοκιμαντέρ ο Michael Jackson, το «They don't care about us» –άμα το δείτε, έχει μέσα, παίζουνε δηλαδή οι «Olodum», που είναι μία πολύ μεγάλη σχολή εκεί στη Βραζιλία– και άρχισε μετά[01:00:00] αυτό και ταξίδευε σε όλον τον κόσμο, γιατί άρεσε και επίσης ήταν και οι Βραζιλιάνοι οι ίδιοι οι οποίοι ερχόντουσαν στην Ευρώπη να σπουδάσουν ή να δουλέψουν και το διέδιδαν και αυτοί με τη σειρά τους. Στην Ελλάδα υπάρχει περίπου απ’ το 2000, 1999-2000. Εγώ το έμαθα το ’10 και, όπως είμαστε εμείς, είναι κι άλλες μπάντες, είναι στη Δράμα οι «Fasarioso», είναι στον Βόλο οι «Caracatu», είναι στην Άνδρο οι «Cocobloco», οι «Swingueira», όπως είπα, είναι στην Αθήνα, οι «Paranaue» στη Θεσσαλονίκη και υπάρχει ένα –πώς να το πω– μία ομοφωνία και ομοιομορφία έτσι μεταξύ μας, είμαστε πιστοί όλοι σε αυτή την παράδοση τη βραζιλιάνικη. Συναντιόμαστε κάθε χρόνο στο καρναβάλι του Μεταξουργείου που είναι, εκεί κοντά στο καρναβάλι, τέλος πάντων, γίνεται αυτό. Ε, όλοι που ασχολούμαστε με αυτό πολλά χρόνια, έτσι έχουμε πάει ή πάει και θα ξαναπάμε κάποια στιγμή στη Βραζιλία, που είναι και το όνειρο. Τώρα έχω να πάω από τότε εγώ, δεν έχω πάει καθόλου, και λόγω δουλειάς δηλαδή δεν γινότανε να αφήσω τη δουλειά, αλλά μετά από τόσα χρόνια πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα μου πάλι.
Είναι ανοιχτή σε νέα μέλη αυτή η ομάδα, αυτό το γκρουπ;
Μόνο.
Και αν είναι, πρέπει να γνωρίζω ήδη, να έχω κάποιο κρουστό όργανο;
Όχι, όχι, βέβαια. Είναι μόνο ανοιχτό, δεν είναι ποτέ κλειστό αυτό. Ίσα-ίσα όσο πιο πολλοί είμαστε, τόσο πιο τόσο πιο ευχάριστη είναι η εμπειρία και δεν χρειάζεται να έχεις καμία γνώση πάνω στη μουσική. Είναι, δηλαδή, και ο τρόπος εκμάθησης είναι τέτοιος όπου είναι καθαρά βιωματικός και απευθύνεται σε αρχάριους, ανθρώπους που δεν έχουνε καμία σχέση με τη μουσική και οι Βραζιλιάνοι, δηλαδή, έτσι το διδάσκουν. Βασικά, δεν τα διδάσκουν, απλά το δείχνουνε και το κάνεις.
Υπάρχει κάτι που θέλεις εσύ να προσθέσεις, κάτι που θέλεις να πεις;
Γιατί, θυμάμαι τι έχω ήδη πει νομίζεις τόση ώρα; Σε σχέση με το «Brasilionico» ή γενικά;
Με οτιδήποτε.
Α. Να προσθέσω, όχι, αλλά ό,τι ερώτηση έχεις, μπορείς να μου την κάνεις. Δεν ξέρω τώρα, μπορεί να μου ’ρθει.
Δεν έχω κάτι άλλο εγώ να πω, θα πω ότι χάρηκα πολύ και σε ευχαριστώ.
Να ’σαι καλά.
Φωτογραφίες

Καλλιέργεια αλόης
Καλλιέργεια αλόης.

Μιχάλης Φετοκάκης
Ο αφηγητής, Μιχάλης Φετοκάκης.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μιχάλης Φετοκάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Μια ανήσυχη εφηβεία κι ένα πέρασμα από όλα σχεδόν τα σχολεία της Αττικής τον οδήγησαν στα 19 του στο Surrey της Αγγλίας. Ένα Bachelor στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού και μια εμμονή με το μάθημα παραγωγής βίντεο και μοντάζ τον έβαλαν στον χώρο του κινηματογράφου. Από βοηθός παραγωγής σε σπουδαστικές ταινίες, με πολύ ενθουσιασμό και λίγο θράσος βρίσκεται στο Λονδίνο να εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη σε μια ταινία του Ian Sellar. Ο στρατός και μια επαγγελματική πρόταση τον επιστρέφουν στην Ελλάδα, όπου για επτά χρόνια δουλεύει δίπλα στους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες, απολαμβάνοντας παράλληλα όσα προσφέρει η νυχτερινή ζωή στην πρωτεύουσα. Η οικονομική κρίση χτυπάει και τον δικό του κλάδο κι όσο οι ώρες γυρισμάτων αυξάνονται κι οι μισθοί μειώνονται, τόσο πιο έντονα εστιάζει στο γκρίζο. Ένα πρωινό, μια βόλτα στη λαϊκή των Πετραλώνων θα του δώσει την ιδέα να επισκεφτεί τη Χίο για να δει τα χωράφια που του άφησε ο παππούς του. Αρχικά θα αναζητήσει ένα επιπλέον εισόδημα στην καλλιέργεια αλόης, η οποία με τον καιρό και μέσα από πολλά μπρος-πίσω θα τον ενθουσιάσει τόσο, ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά, να μετακομίσει στο νησί και να δημιουργήσει το δικό του brand χυμού αλόης. Παράλληλα, δημιουργεί το «Brasilionico», την ομάδα κρουστών που παίζει σάμπα-ρέγκε, μια κοινότητα που την ενώνει ο ρυθμός, αλλά κυρίως η χαρά.
Αφηγητές/τριες
Μιχάλης Φετοκάκης
Ερευνητές/τριες
Πολυξένη Πανέρη
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/10/2023
Διάρκεια
62'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μιχάλης Φετοκάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Μια ανήσυχη εφηβεία κι ένα πέρασμα από όλα σχεδόν τα σχολεία της Αττικής τον οδήγησαν στα 19 του στο Surrey της Αγγλίας. Ένα Bachelor στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού και μια εμμονή με το μάθημα παραγωγής βίντεο και μοντάζ τον έβαλαν στον χώρο του κινηματογράφου. Από βοηθός παραγωγής σε σπουδαστικές ταινίες, με πολύ ενθουσιασμό και λίγο θράσος βρίσκεται στο Λονδίνο να εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη σε μια ταινία του Ian Sellar. Ο στρατός και μια επαγγελματική πρόταση τον επιστρέφουν στην Ελλάδα, όπου για επτά χρόνια δουλεύει δίπλα στους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες, απολαμβάνοντας παράλληλα όσα προσφέρει η νυχτερινή ζωή στην πρωτεύουσα. Η οικονομική κρίση χτυπάει και τον δικό του κλάδο κι όσο οι ώρες γυρισμάτων αυξάνονται κι οι μισθοί μειώνονται, τόσο πιο έντονα εστιάζει στο γκρίζο. Ένα πρωινό, μια βόλτα στη λαϊκή των Πετραλώνων θα του δώσει την ιδέα να επισκεφτεί τη Χίο για να δει τα χωράφια που του άφησε ο παππούς του. Αρχικά θα αναζητήσει ένα επιπλέον εισόδημα στην καλλιέργεια αλόης, η οποία με τον καιρό και μέσα από πολλά μπρος-πίσω θα τον ενθουσιάσει τόσο, ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά, να μετακομίσει στο νησί και να δημιουργήσει το δικό του brand χυμού αλόης. Παράλληλα, δημιουργεί το «Brasilionico», την ομάδα κρουστών που παίζει σάμπα-ρέγκε, μια κοινότητα που την ενώνει ο ρυθμός, αλλά κυρίως η χαρά.
Αφηγητές/τριες
Μιχάλης Φετοκάκης
Ερευνητές/τριες
Πολυξένη Πανέρη
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/10/2023
Διάρκεια
62'