© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μαρσάροντας στον γύρο του κόσμου: Τα ταξίδια του Σιδερή και της Γιασεμής

Κωδικός Ιστορίας
25522
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ισίδωρος Ζερβούδης (Ι.Ζ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/09/2023
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος Γεωργιακώδης (Κ.Γ.)
Κ.Γ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ι.Ζ.:

Καλησπέρα.

Γιασεμή Λυγερού: Καλησπέρα.
Κ.Γ.:

Θα μου πείτε το όνομά σας;

Ι.Ζ.:

Λέγομαι Σιδερής Ζερβούδης.

Κ.Γ.:

Εσείς;

Γ.Λ.: Γιασεμή Λυγερού.
Κ.Γ.:

Ωραία. Είναι Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023, είμαι με τον Σιδερή Ζερβούδη και τη Γιασεμή Λυγερού, βρισκόμαστε στην πόλη της Χίου, εγώ ονομάζομαι Γεωργιακώδης Κωνσταντίνος και είμαι ερευνητής στο Istorima.

Κ.Γ.:

Κύριε Σιδερή, μεγαλώσατε εδώ στο νησί, στη Χίο;

Ι.Ζ.:

Ναι, εδώ γεννήθηκα και εδώ μεγάλωσα.

Κ.Γ.:

Ωραία. Τους γονείς σας πώς τους λέγανε;

Ι.Ζ.:

Μιχάλη και Σταυρούλα.

Κ.Γ.:

Μιχάλη και Σταυρούλα, ωραία. Σχολείο πήγατε εδώ;

Ι.Ζ.:

Εδώ είχα πάει, έβγαλα το 1ο Γενικό Λύκειο. Μετά πέρασα ΤΕΙ Πειραιά, σαν Ηλεκτρολόγος Μηχανικός.

Κ.Γ.:

Ωραία. Μείνατε στην Αθήνα δηλαδή περίπου τέσσερα χρόνια;

Ι.Ζ.:

Ναι, ναι, τέσσερα-πέντε χρόνια.

Κ.Γ.:

Με τα ταξίδια είχατε κάποια σχέση; Δηλαδή σας είχανε πάει οι γονείς σας, σας είχανε πάρει μαζί σε κάποιο ταξίδι;

Ι.Ζ.:

Μικρός, 3-4 χρονών, είχα πάει, απ’ ό,τι θυμάμαι, Χαλκιδική και Ρόδο.

Κ.Γ.:

Ωραία. Ήτανε ένα παιδικό όνειρο να γυρίσετε τον κόσμο ή ήρθε πιο μετά, δηλαδή όταν ενηλικιωθήκατε;

Ι.Ζ.:

Μάλλον ξεκίνησε απ’ τις μηχανές, μου αρέσαν οι μηχανές και ζήλευα πάντα όταν έβλεπα συνήθως Γερμανούς, με τις στολές που ερχόταν, για τις μηχανές, και ήθελα να το κάνω κι εγώ.

Κ.Γ.:

Όταν λέτε… τουρίστες.

Ι.Ζ.:

Τουρίστες, ναι.

Κ.Γ.:

Τουρίστες που ερχόντουσαν…

Ι.Ζ.:

Με τη μηχανή που ερχότανε.

Κ.Γ.:

Η αγάπη για τη μοτοσυκλέτα πότε ξεκίνησε;

Ι.Ζ.:

13 χρονών περίπου, εκεί πέρα.

Κ.Γ.:

Είχατε κάποια ερεθίσματα από την οικογένειά σας, από φίλους σας, από…;

Ι.Ζ.:

Η οικογένειά μου πιο πολύ αρνητική ήταν πάνω σ’ αυτό. Από φίλους. Όταν πρωτοδήγησα μ’ άρεσε και…

Κ.Γ.:

Σε τι ηλικία πρωτοδηγήσατε;

Ι.Ζ.:

13 με 14.

Κ.Γ.:

Τι μηχανή;

Ι.Ζ.:

Ε, πενηνταράκι τότε.

Κ.Γ.:

Τα Honda, έτσι;

Ι.Ζ.:

Ε, όχι. Άμα σου πω, το πρώτο ήτανε DKW.

Κ.Γ.:

Ωραία. Κυρία Γιασεμή, με τον κύριο Σιδερή πότε γνωριστήκατε και πώς;

Γ.Λ.: Νομίζω γνωριστήκαμε το ’87.
Ι.Ζ.:

’86.

Γ.Λ.: Το ’86; Ναι, το ’86 είχα έρθει διακοπές στη Χίο, και ήτανε γνωστός και φίλος του γαμπρού μου, οπότε μέσω από κει γνωριστήκαμε και συνέχισε η παρέα και η γνωριμία και μετά από δύο χρόνια περίπου, νομίζω, κάναμε και σχέση.
Κ.Γ.:

Είστε από δω, απ’ τη Χίο;

Γ.Λ.: Ναι, ναι, Χιώτισσα είμαι, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα.
Κ.Γ.:

Ωραία. Κι ήρθατε για διακοπές…

Γ.Λ.: Ναι, ερχόμουνα για διακοπές επειδή ήταν εδώ οι γονείς και έτσι γνωριστήκαμε. Τον χειμώνα στην Αθήνα, το καλοκαίρι ερχόμουνα για λίγο και βρισκόμασταν. Και έτσι έγινε η γνωριμία.
Κ.Γ.:

Είχατε κι εσείς αγάπη για τα ταξίδια;

Γ.Λ.: Όχι, καθόλου, ούτε καν στο μυαλό μού είχε περάσει. Ο Σιδερής μ’ έβαλε στο τρυπάκι.
Κ.Γ.:

Ωραία. Ας το πάρουμε λοιπόν απ’ την αρχή: σε ποιο μέρος και πότε ήταν το πρώτο σας ταξίδι, το πιλοτικό ας πούμε, με τη μηχανή;

Ι.Ζ.:

Για εκτός Ελλάδας λέμε ή για εντός;

Κ.Γ.:

Το πρώτο-πρώτο ταξίδι που κάνατε με τη μηχανή. Μπορεί να ’ναι εντός ή εκτός Ελλάδας. Το πρώτο-πρώτο που θυμάστε.

Ι.Ζ.:

Ε, πρέπει να ’ταν στη Σάμο, μ’ ένα παπάκι που είχα.

Κ.Γ.:

Ηλικία που ήσασταν;

Ι.Ζ.:

17;

Κ.Γ.:

Άρα 17 χρονών ξεκινήσατε μ’ ένα παπάκι από τη Χίο…

Ι.Ζ.:

Ναι, και γύρισα τη Σάμο.

Κ.Γ.:

Και γυρίσατε τη Σάμο, ωραία. Και το εξωτερικό;

Ι.Ζ.:

Ήμουνα –το ’89– 22 χρονών. Ήταν το πρώτο ταξίδι, μ’ έναν φίλο μου μαζί, με δικιά του μηχανή, και ξεκινήσαμε… για Αυστρία-Ουγγαρία ήταν το πρόγραμμα.

Κ.Γ.:

Ήσασταν συνοδηγός στη μηχανή;

Ι.Ζ.:

Μια ο ένας, μια ο άλλος.

Κ.Γ.:

Αλλάζατε, ωραία. Η απόφαση πώς ήρθε γι’ αυτό;

Ι.Ζ.:

Με πήρε μια μέρα τηλέφωνο ο φίλος μου και μου λέει: «Αγόρασα μια μηχανή, πάμε;». Του λέω: «Πάμε». Ε, βέβαια αυτή η μηχανή έχει μια άσχημη ιστορία, γιατί είχανε σκοτωθεί τρία αδέρφια πάνω στην ίδια μηχανή και την πούλησε ο πατέρας όσο-όσο, την πήρε ο φίλος μου, τότε μυαλά δεν είχαμε, παιδάκια ήμαστε. Και θυμάμαι πήγαμε και την πήραμε… γιατί φοβόταν να την οδηγήσει ο φίλος μου, και πήγαμε στο συνεργείο να την πάρουμε κι όταν ανέβηκα πάνω, είδα ότι η μηχανή είχε πολλά προβλήματα, δηλαδή είχε αστάθεια, πύρωνε… Τελικά είχε κι άλλα∙ ήταν τρύπιο το ντεπόζιτο, το οποίο το επισκευάσαμε και φύγαμε… κι ο Θεός βοηθός.

Κ.Γ.:

Είχατε αντιδράσεις όταν το ανακοινώσατε στους δικούς σας αυτό; Δηλαδή ότι: «Θα ξεκινήσω μ’ έναν φίλο μου να πάω…».

Ι.Ζ.:

Αν και περίμενα, δεν είχα. Παραδόξως δηλαδή δεν είχα.

Κ.Γ.:

Πώς προετοιμαστήκατε γι’ αυτό το ταξίδι;

Ι.Ζ.:

Τότε δεν είχαμε ούτε χρήματα ούτε τα μέσα, οπότε ό,τι είχαμε, ένα μπουφάν, ένα sleeping bag, τη σκήνη, και φύγαμε.

Κ.Γ.:

Νιώσατε καθόλου άγχος ή φόβο, ας το πούμε, που θα φεύγατε στο εξωτερικό και με μία μηχανή κιόλας που είχε και όλα αυτά τα προβλήματα, όσο μπορούν να έχουνε διορθωθεί;

Ι.Ζ.:

Ε, όχι, ήταν τόση η αγάπη να το κάνουμε και η μανία, που δεν μου… Εμένα προσωπικά τουλάχιστον δεν με πείραξε, αλλά φαντάζομαι ούτε τον φίλο μου. Απλώς επειδή έπρεπε να ήμουνα πίσω εγώ σε εννιά-δέκα μέρες και επειδή είχα δει ότι η μηχανή θα μας άφηνε, έκανα συμφωνία με τον φίλο μου ότι, όπως και να γίνει, εγώ πρέπει να γυρίσω, γιατί είχα προγραμματίσει ένα άλλο ταξίδι να πάω και έπρεπε να ήμουνα εδώ.

Κ.Γ.:

Σαν πρώτη εμπειρία, αυτό το ταξίδι, πώς νιώσατε, όταν φύγατε έξω;

Ι.Ζ.:

Ε, υπέροχα και ειδικά όταν μπήκαμε, τότε ήταν ακόμα η Γιουγκοσλαβία, και μπήκαμε σε ανοιχτούς δρόμους, ένιωσα φανταστικά, ας πούμε.

Κ.Γ.:

Περιγράψτε μου κάποιες εικόνες που είδατε, απ’ το πρώτο σας ταξίδι, όσο μπορείτε να θυμηθείτε.

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, καταρχήν μ’ άρεσε το ότι οδηγούσα σε έναν αυτοκινητόδρομο εκτός Ελλάδας. Βέβαια, θυμάμαι ότι είχαμε προγραμματίσει να φτάσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα Ουγγαρία, γιατί τότε ακόμα στη Γιουγκοσλαβία κλέβανε, και θυμάμαι… φύγαμε μεσημέρι, απόγευμα, και το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα πάρκο, με τα sleeping bag, στη Λάρισα και ξεκινήσαμε ξημερώματα για να προλάβουμε να διασχίσουμε όλη τη Γιουγκοσλαβία. Είχαμε κάνει θυμάμαι γύρω στα χίλια χιλιόμετρα τότε. Φτάσαμε δύο η ώρα το βράδυ, είχαμε μπει Ουγγαρία, και κάπου είπαμε να κοιμηθούμε, αυτό μου ’χει μείνει, η εικόνα, και βάλαμε τα sleeping bag –ήμασταν τόσο κουρασμένοι που ούτε σκηνή δεν βάλαμε– σ’ ένα χωράφι και χρησιμοποιήσαμε τη σκηνή σαν έξτρα sleeping bag. Δύο η ώρα αυτό. Τέσσερις η ώρα, με ξύπνησε ο φίλος μου, λόγω κρύου, και σηκωθήκαμε και είδα ότι το χωράφι ήταν και οργωμένο, δηλαδή ήταν τόση η κούρασή μας που δεν κοιτάξαμε πού μείναμε. Και μου έχει μείνει ότι πέντε η ώρα το πρωί σταματήσαμε σε μία παμπ, ημιυπόγεια, και πίνανε οι Ούγγροι ζεστή βότκα, δηλαδή αυτοί που ξεκινούσαν να πάνε στη δουλειά τους πίναν τη βότκα.

Κ.Γ.:

Πολύ ωραία. Πόσο διήρκεσε περίπου το ταξίδι αυτό;

Ι.Ζ.:

Εννιά μέρες.

Κ.Γ.:

Κάποια δυσκολία που αντιμετωπίσατε σε αυτό το ταξίδι, εκτός δηλαδή…;

Ι.Ζ.:

Ζημιές από τη μηχανή, δηλαδή στην Ουγγαρία σπάσαν τα υδραυλικά της, έχανε νερό, το επισκευάσαμε σε κάποια τοπική σαν ας πούμε την ΕΛΠΑ την εκεί, την τότε, της Ουγγαρίας. Μετά μπήκαμε Αυστρία, τρύπησε εντελώς το ντεπόζιτο και στον γυρισμό μάς κόλλησε στη Γιουγκοσλαβία.

Κ.Γ.:

Και τι κάνατε μετά;

Ι.Ζ.:

Ε, από κει και πέρα την πήγαμε στο τρένο, προσπαθήσαμε να βρούμε τρένο να γυρίσουμε, δεν βρίσκαμε εισιτήρια, εγώ έφυγα πιο μπροστά απ’ τον φίλο μου… Μιλάμε το τρένο τότε ήτανε σ’ ένα βαγόνι εκατό άτομα, ο ένας πάνω στον άλλον. Ο δε φίλος μου έφυγε μετά από μια-δυο μέρες –αυτός είχε πιο πολλή περιπέτεια. Μπαίνοντας στην Ελλάδα, λέει: «Ας πάω στο πίσω βαγόνι να δω τη μηχανή» κι είχαν αλλάξει τρένο κι επειδή είναι και λίγο έτσι… πήγε έκανε ολόκληρη ιστορία και τελικά γύρισε πίσω με μια ατμομηχανή μόνος του, με τον οδηγό, για να πάν’ να πάρουν τη μηχανή.

Κ.Γ.:

Ωραία. Ήτανε καλή εμπειρία, ας πούμε…

Ι.Ζ.:

Ναι, όχι, ήτανε… όλα καλά.

Κ.Γ.:

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν κι εμείς το δικό μας ταξίδι, μέσα απ’ τις αναμνήσεις σας, και να τα χωρίσουμε σε ηπείρους. Ας πάρουμε πρώτα την Ευρώπη. Θέλω να μου περιγράψετε κάποια ταξίδια στην Ευρώπη, με σειρά… ας το πούμε, με σειρά χώρας…

Ι.Ζ.:

Χρονολογίας.

Κ.Γ.:

Και χρονολογίας, όπως θέλετε εσείς. Και ας δούμε τις εμπειρίες που είχατε από κει.

Ι.Ζ.:

Το πρώτο στην Ευρώπη, εκτός βέβαια απ’ αυτό που είπαμε τώρα, ήταν το ’93, με δικιά μου μηχανή, ένα Yamaha XT660, πάλι μ’ αυτόν τον φίλο μου, αλλά κι αυτός με δικιά του μηχανή. Τώρα πια πήγαμε με δύο μηχανές. Ξεκινήσαμε, φτάσαμε μέχρι την Ολλανδία, μετά κατεβήκαμε μέχρι το Γιβραλτάρ… Δηλαδή στην ουσία κάναμε όλο τον κύκλο της Ευρώπης.

Κ.Γ.:

Ωραία, ας τα πάρουμε με τη σειρά∙ φεύγουμε από Ελλάδα, ωραία;

Ι.Ζ.:

Ιταλία.

Κ.Γ.:

Περνάμε Ιταλία, ναι.

Ι.Ζ.:

Ε, και μετά αρχίζουμε και ανεβαίνουμε: Γερμανία, Ελβετία και Αυστρία χωρίσαμε για λίγο, γιατί εγώ ήθελα να ανέβω πάνω στις Άλπεις, εκείνος φοβότανε, οπότε… τότε δεν είχαμε κινητά, δίναμε ραντεβού σε κάποιους ξενώνες, hostel, στην Ελβετία θυμάμαι. Ε, το πρώτο βράδυ πάω, βλέπω τη μηχανή του απ’ έξω, ρωτάω, μου λέν’: «Δεν είναι εδώ». Βλέπω τη μηχανή, τίποτα. Του άφησα ένα σημείωμα, το οποίο δεν το είδε βέβαια, και βρεθήκαμε την παράλλη μέρα σ’ έναν άλλο ξενώνα. Τώρα, αυτό που έγινε, έτσι μια περιπέτεια που είχαμε, στον γυρισμό έκανα εγώ μια προσπέραση, κάπου δεν με είδε ο φίλος μου, χαθήκαμε, είχε εκείνος τη σκηνή, είχε εκείνος τα εισιτήρια, οπότε πια, εντάξει, συνέχισα το ταξίδι μου μόνος, λέω: «Κάποια στιγμή μπορεί να βρεθούμε». Και θυμάμαι μετά από τρεις μέρες, ήταν έξω από τη Ρώμη, ε είχα μείνει εγώ σ’ ένα servizio εκεί κάτω με το sleeping bag, είχα ξυπνήσει πρωί να πάρω καφέ. Ε, και νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου και θυμάμαι την αντίδρασή μου, ότι σαν να ήξερα ότι ήταν εκείνος, δεν γύρισα καν να τον κοιτάξω, απλώς του κάνω: «Έλα ρε, τι γίνεται;». Και πράγματι τυχαία είχε έρθει και βρεθήκαμε.

Κ.Γ.:

Είπατε πριν ότι πήγατε στις Άλπεις.

Ι.Ζ.:

Ναι, δυο μέρες ανέβηκα αρκετά περάσματα, τα ορεινά, τα passa που λένε.

Κ.Γ.:

Περιγράψτε μου κάποια.

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, εντάξει, το πιο γνωστό, ακόμα και τώρα, ήταν το Στέλβιο, ήταν το… του Αγίου Βερνάρδου. Εντάξει[00:10:00], εκείνη την εποχή κιόλας φαντάζομαι είχε πιο πολλά χιόνια απ’ ό,τι τώρα, που βλέπω πάνω δεν έχει τόσο χιόνι. Ανοίγανε τον Μάιο νομίζω τότε τα περάσματα, εντάξει.

Κ.Γ.:

Ανεβήκατε πάνω με χιόνια δηλαδή;

Ι.Ζ.:

Χιόνια όχι στο οδόστρωμα, δεξιά-αριστερά.

Κ.Γ.:

Στο οδόστρωμα πώς ήταν η κατάσταση;

Ι.Ζ.:

Τότε τα περισσότερα ακόμα ήτανε άσχημοι δρόμοι, δηλαδή άσχημοι με την έννοια: άσφαλτο, αλλά λακκούβες. Εντάξει, ορεινά μέρη, έχουνε φθορά.

Κ.Γ.:

Κάποια ζημιά είχατε εκεί;

Ι.Ζ.:

Ε, όχι.

Κ.Γ.:

Σε αυτήν την…

Ι.Ζ.:

Ζημιά στο πέρασμα. Αργότερα με τη μηχανή είχα πρόβλημα∙ είχανε σπάσει πέντε αχτίνες, κάποια στιγμή άρχισε να καίει λάδια, παρόλο που ήταν καινούργια, αλλά αντιμετωπιστήκανε.

Κ.Γ.:

Ωραία. Γι’ αυτά τα ταξίδια σας τώρα, αφού είχατε, ας πούμε, κάποια εμπειρία, μικρή μεν, αλλά είχατε κάποια εμπειρία, τι προετοιμασία κάνατε για να πάτε εκεί; Θεωρώ ότι ήσασταν πιο προετοιμασμένοι τώρα, από την πρώτη φορά.

Ι.Ζ.:

Απλώς είχαμε πιο πολλούς χώρους Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να πω ότι ήμουνα προετοιμασμένος, δηλαδή ούτε καν χάρτη δεν είχαμε. Απλό… ένα απλό βιβλίο της ΕΛΠΑ. Όπως και το επόμενο ταξίδι, πάλι έφυγα χωρίς χάρτη εκεί. Το επόμενο ήτανε το ’95, είχα αγοράσει τότε μία Triumph, και έφυγα μόνος μου με μία φίλη μαζί και πήγαμε για Αγγλία-Ιρλανδία. Και θυμάμαι ότι χάρτη πήρα στον γυρισμό όταν περάσαμε το τούνελ της Μάγχης, ήταν τότε που είχε ξεκινήσει το τούνελ, και πήρα έναν χάρτη, στον γυρισμό πια, αφού είχαμε πάει όλο το κομμάτι. 

Κ.Γ.:

Και πώς πηγαίνατε ανά χώρα, δηλαδή χωρίς χάρτη, χωρίς τίποτα, ρωτούσατε, βλέπατε πινακίδες;

Ι.Ζ.:

Πινακίδες και είχα κάνει εγώ έναν πρόχειρο χάρτη με πέντε, έξι πόλεις πάνω, ας πούμε, τις βασικές τουλάχιστον, μέχρι την Αγγλία.

Κ.Γ.:

Ήτανε να φανταστώ πιο μακρύς ο δρόμος, έτσι; Αφού δεν είχατε χάρτη, δηλαδή θα ’χατε χαθεί κιόλας.

Ι.Ζ.:

Ε, όχι, γιατί, εντάξει, αν κινείσαι –τουλάχιστον μέχρι την Αγγλία να πας– πάνω στον αυτοκινητόδρομο, δεν χάνεσαι.

Κ.Γ.:

Για πόση ώρα μιλάμ-… πόσες μέρες μάλλον μιλάμε, συγνώμη;

Ι.Ζ.:

Το ταξίδι; Συνήθως κρατούσαν γύρω στον μήνα.

Κ.Γ.:

Κάποιο απρόοπτο στην Ευρώπη; Πολλά θα είχε λογικά.

Ι.Ζ.:

Προσπαθώ να θυμηθώ… Τότε όχι, δεν είχα τίποτα απρόοπτο. Τώρα μιλάμε για την Αγγλία, τον επόμενο χρόνο, το ’96, είχα πάει Σκανδιναβία∙ ήτανε πιο μακρινό, στο Βόρειο Ακρωτήριο, πάλι με την ίδια μηχανή… Ούτε εκεί μπορώ να πω ότι είχα απρόοπτα.

Κ.Γ.:

Κάποια δυσκολία που συναντήσατε;

Ι.Ζ.:

Ε, κοίταξε, μόνο θέμα καιρού, ότι είχε πολλές βροχές και κρύο τότε. Δηλαδή Βόρειο Ακρωτήριο ήταν γύρω στους πέντε βαθμούς, αλλά το ξέραμε, είχα πάρει τα… τότε καλύτερη προετοιμασία, είχα ρούχα ισοθερμικά. Εντάξει, μια φάση θυμάμαι που είχε γίνει: είχα αφήσει τα sleeping bag μες στη σκηνή και είχε βρέξει και όπως ακουμπούσανε στην άκρη της σκηνής, τραβήξαν όλο το νερό. Γυρίζοντας, και με θερμοκρασία οχτώ βαθμούς, λέω: «Πώς θα κοιμηθούμε;», τελικά η λύση ήταν να βάλω τ’ αδιάβροχο, να κοιμηθώ μες στο βρεγμένο sleeping bag.

Κ.Γ.:

Δεν κοιμόσασταν σε ξενοδοχεία, έτσι;

Ι.Ζ.:

Όχι, πάντα σε σκηνή. Τότε δεν είχαμε και τα χρήματα. Δηλαδή και με βροχή και με κρύο, στήναμε τη σκηνή, κοιμόμασταν.

Κ.Γ.:

Οπουδήποτε;

Ι.Ζ.:

Μες στον δρόμο, σε χωράφια. Όσο κινούμαστε στην Ευρώπη, στους αυτοκινητόδρομους, στα servizio, στα… εκεί που είναι τα βενζινάδικα.

Κ.Γ.:

Στους σταθμούς δηλαδή.

Ι.Ζ.:

Στους σταθμούς, ναι.

Κ.Γ.:

Και μπορούσατε δηλαδή στον σταθμό να στήσετε σκηνή άνετα και να κοιμηθείτε, έτσι;

Ι.Ζ.:

Ναι, δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα. Άλλωστε τι; Αν ερχότανε κάνας… αστυνομία, να μας πει κάτι, «Δεν μπορώ να οδηγήσω άλλο», δεν νομίζω ότι θα ’χανε πρόβλημα. Απλώς απέφευγα εκεί που υπήρχανε μοτέλ ή ξενοδοχεία να μείνω εκεί.

Κ.Γ.:

Ωραία. Θέλετε να μου πείτε μία από τις ομορφότερες στιγμές, στα ταξίδια στην Ευρώπη ας πούμε;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, η ικανοποίηση όταν έφτασα στο Βόρειο Ακρωτήριο. Τότε ακόμα ήμουνα στην αρχή των ταξιδιών μου και φαινόταν έτσι ένας μακρινός προορισμός. Αυτό. Δεν μπορώ να… Άλλωστε τώρα πια η Ευρώπη δεν με τραβάει καθόλου, οπότε δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι άλλο.

Κ.Γ.:

Έχετε δηλαδή δει… Έχετε κάνει πιο ενδιαφέρον ταξίδι;

Ι.Ζ.:

Ναι, δεν θέλω… Θέλω πιο ερημικούς δρόμους.

Κ.Γ.:

Έχετε πάει τελευταία καθόλου Ευρώπη;

Ι.Ζ.:

Τελευταία φορά πότε ήτανε; Το ’14.

Κ.Γ.:

Είδατε κάποια αλλαγή;

Ι.Ζ.:

’14. Εντάξει, μάλλον ήτανε Βαλκάνια. Νομίζω η τελευταία φορά πρέπει να ήτανε το ’10, που είχα φύγει από δω. Τότε πήγαινα Δυτική Αφρική κι είχα περάσει μέχρι… όλη την Ευρώπη, μέχρι τη νότια Ισπανία. Αλλαγή δεν είδα, απλώς το μόνο που μου ’κανε εντύπωση είναι ότι δεν είχε πια τον τουρισμό που έβλεπα παλιά. Δηλαδή παλιά όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι τροχόσπιτα. Την τελευταία φορά, εντάξει, μιλάμε τώρα και πριν δεκαπέντε χρόνια, δεν είχε τόσο ούτε κίνηση ούτε τόσο πολύ τουρισμό.

Κ.Γ.:

Ποια χώρα στην Ευρώπη, απ’ όλες αυτές που έχετε επισκεφθεί… Βασικά, πείτε μου και σε ποιες χώρες έχετε πάει στην Ευρώπη.

Ι.Ζ.:

Μάλλον να σου πω ότι δεν έχω πάει μόνο στη Μάλτα.

Κ.Γ.:

Όλες τις άλλες δηλαδή έχετε πάει.

Ι.Ζ.:

Ναι.

Κ.Γ.:

Ποια χώρα σάς έκανε περισσότερο εντύπωση με την καλή έννοια και ποια χώρα με την κακιά έννοια; Προσωπική σας…

Ι.Ζ.:

Ναι, κοίταξε, σαν ομορφιά ας πούμε, σαν όμορφη χώρα, θα έλεγα την Αγγλία, Σκωτία ειδικά. Η Σκανδιναβία είναι πολύ ωραία, εντάξει, ο καιρός λίγο τα χαλάει. Η Ισλανδία, που είναι παράξενη, ίσως και ωραιότερη, γιατί λόγω της παραξενιάς της.

Κ.Γ.:

Ισλανδία δηλαδή, περιγράψτε μας για το ταξίδι.

Ι.Ζ.:

Ισλανδία είχαμε… Ναι, είχαμε πάει με τη Γιασεμή το 2003, αργότερα, αρκετά αργότερα. Ένα ακριβό ταξίδι ήταν τότε, δηλαδή ακριβό ήταν το πλοίο, από αυτή την έννοια, και…

Κ.Γ.:

Το πλοίο από πού το πήρατε;

Ι.Ζ.:

Λοιπόν, το πλοίο τότε το πήραμε από την… Πήγαμε πρώτα Αγγλία, Σκωτία, ανεβήκαμε τέρμα όλη τη Σκωτία κι από κει έφευγε, πήγαινε στα Σέτλαντ, τα νησιά, μετά άλλο πλοίο πήγαινε στα Όρκνεϊ και μετά ερχόταν το πλοίο που σταματούσε Φερόες και πήγαινε Ισλανδία. Και γυρίσαμε, κατεβήκαμε Δανία μετά.

Κ.Γ.:

Πόσο καιρό ήτανε να φτάσετε στην Ισλανδία; Απ’ τη Σκωτία να φτάσετε Ισλανδία με το πλοίο.

Ι.Ζ.:

Ε, ήτανε…

Γ.Λ.: Δυόμιση…
Ι.Ζ.:

Όχι, δύο μέρες περίπου.

Γ.Λ.: Δύο μέρες, δύο μέρες. Με άσχημο καιρό, πολύ άσχημο.
Κ.Γ.:

Φουρτούνα;

Γ.Λ.: Πολλή, ναι. Αλλά το πλοίο θυμάμαι ήτανε το πρώτο του ταξίδι, το παρθενικό ταξίδι, ήταν πάρα πολύ καλό. Περάσαμε ωραία αυτές τις δύο ημέρες, παρόλο που είχε φουρτούνα. Θυμάμαι είχε και… μας είχανε και παραδοσιακούς χορούς. Θυμάσαι;
Ι.Ζ.:

Ε, ναι, είχαν έτσι για τους τουρίστες.

Γ.Λ.: Για τους τουρίστες, ναι. Και πέρασε ωραία, ας πούμε, αυτό το διήμερο. Και η Ισλανδία όντως είναι μια παράξενη χώρα, που δεν νομίζω ποτέ να ξαναπάμε, γιατί είναι τόσο μακρινή και ακριβή. Και τότε πάλι σε σκηνές μέναμε, σε σκήνη μάλλον μείναμε, γιατί το πιο φθηνό δωμάτιο είχε τριακόσια ευρώ, τότε! Πού να μείνεις; Μείναμε νομίζω πέντε ή έξι μέρες εκεί;
Ι.Ζ.:

Μια βδομάδα, όσο να ξαναπεράσει το πλοίο.

Γ.Λ.: Ναι, ναι, έξι μέρες, δηλαδή θα θέλαμε κοντά δύο χιλιάδες μόνο για να κοιμηθούμε. Κι έτσι σκηνή… Ήλιο δεν είδαμε καθόλου, δεν υπήρχε ήλιος εκεί, συννεφιά. Δεν νύχτωνε εκεί, την εποχή που πήγαμε ήτανε συνέχεια ημέρα, οπότε δυσκολευόμασταν και στον ύπνο. Πήγαινε τρεις η ώρα το βράδυ, τέσσερις, και ήτανε μέρα. Θυμάσαι; Αλλά πολύ ωραία χώρα.
Ι.Ζ.:

Κοίταξε, οι Ισλανδοί έχουνε…

Γ.Λ.: Δηλαδή όπου πηγαίναμε και πατούσαμε έτριζε η γη, απ’ τα γκέιζερ που έχει εκεί.
Ι.Ζ.:

Ε, ναι, είναι ηφαιστειογενής χώρα, πολλά ενεργά ηφαίστεια, βραστό νερό το οποίο αναβλύζει, είναι τα γκέιζερ, οι θερμοπίδακες. Πολλούς καταρράκτες, απ’ τους πιο μεγάλους της Ευρώπης, παγετώνες. Ε, γενικά είναι μια παράξενη χώρα.

Γ.Λ.: Σεληνιακό τοπίο. Ε, Σιδερή, έτσι δεν το παρομοιάζουν;
Ι.Ζ.:

Ε, ναι. Μάλιστα, ο δρόμος είναι τα δύο τρίτα χωματόδρομος, λόγω… Δεν ξέρω τώρα, αλλά έτσι νομίζω θα είναι το ίδιο, λόγω των παγετώνων που πιάνει, για τα χιόνια. Και μάλιστα θυμάμαι είχα διαβάσει ότι το εσωτερικό τοπίο δεν πηγαίνεις, έχει κάτι πινακίδες, που πάνε πολύ εξεζητημένα αμάξια, δηλαδή σου λέει, ας πούμε: «Μέχρι εδώ πας με κανονικό 4x4. Εκεί θέλεις πιο φτιαγμένο, πιο φτιαγμένο». Και είχα διαβάσει κάπου ότι το χρησιμοποιεί η NASA, γιατί είναι το μόνο μέρος στη γη που μοιάζει αρκετά με τον Άρη.

Γ.Λ.: Ναι.
Κ.Γ.:

Είχε αντίξοες συνθήκες δηλαδή.

Ι.Ζ.:

Ε, όχι, σαν τοπίο και σαν περιβάλλον.

Γ.Λ.: Είναι πολύ άγριο μέρος, πάρα πολύ.
Κ.Γ.:

Δυσκολευτήκατε καθόλου με τη μηχανή εκεί;

Γ.Λ.: Καθόλου. 
Ι.Ζ.:

Όχι.

Γ.Λ.: Καθόλου, καθόλου. Εκτός δηλαδή τον καιρό, καθόλου∙ το κρύο, την ομίχλη. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.
Ι.Ζ.:

Κοίταξε, οι Ισλανδοί έχουν ένα ρητό, λέει: «Αν δεν σ’ αρέσει ο καιρός, περίμενε δέκα λεπτά, θα γίνει σίγουρα χειρότερος».

Γ.Λ.: Όντως.
Κ.Γ.:

Ωραία. Κάτι άλλο από την Ευρώπη που σας έχει μείνει;

Ι.Ζ.:

Προσπαθώ να σκεφτώ… Εντάξει, πήγαινα τότε, κοιτούσα τις πρωτεύουσες, τα πιο βασικά αξιοθέατα. Εκείνο τον καιρό μού αρέσαν, δηλαδή θυμάμαι μου αρέσαν κι οι εκκλησίες και αυτά. Τώρα, που το σκέφτομαι, δεν με τραβάνε.

Κ.Γ.:

Ωραία. Να πάμε στην Ασία;

Ι.Ζ.:

Να πάμε πιο καλά στην Αφρική, που ήτανε…

Κ.Γ.:

Στην Αφρική. Να πάμε μετά στην Ασία, ωραία.

Ι.Ζ.:

Ασία, εντάξει, Τουρκία τώρα…

Κ.Γ.:

Ασία σε ποιες χώρες έχετε πάει;

Ι.Ζ.:

Ασία.

Κ.Γ.:

Τουρκία… Ξεκινήσατε απ’ την Τουρκία.

Ι.Ζ.:

Ναι. Τουρκία ήταν το δεύτερο ταξίδι, πάλι με τον φίλο μου, πάλι με δικιά του μηχανή, ένα ΜΖ 250 είχαμε τότε, μικρό μηχανάκι, και πήγαμε Κωνσταντινούπολη, τον έψησα να πάμε τελικά και Καππαδοκία.

Κ.Γ.:

Χρονολογία;

Ι.Ζ.:

’90. Κάναμε γύρω στις έξι χιλιάδες χιλιόμετρα. Παρόλο που ήταν μικρή η μηχανή, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Τότε μια Τουρκία εκατό χρόνια πίσω σε σχέση μ’ εμάς∙ δηλαδή θα σου πω μια ιστορία… δυο ιστορίες απ’ την Κωνσταντινούπολη: είμαστε στον παραλιακό, εκεί που είναι τα τείχη του Βυζαντίου, λεωφόρος, και θυμάμαι ότι πηγαίναν τα αμάξια στην ανάποδη λωρίδα, με νησίδα στη μέση, και ο δε τροχονόμος που ήταν εκεί γυάλιζε τα παπούτσια του, ούτε έδινε σημασία. Και η άλλη φάση, μας σταματάει ένας τροχονόμος, ο φίλος μου τότε, για να κάνει χαβαλέ, του ’δωσε ένα… αν θυμάσαι τα βίπερ, κάτι βιβλιαράκια τσέπης, και αντί δίπλωμα, του ’δωσε αυτό ανοιγμένο στην τελευταία σελίδα, που είχε τη σφραγίδα του βιβλιοπωλείου. Οπότε ο Τούρκος το κοιτάζει, μας λέει: «Ok», μας το δίνει και το κοιτούσε κι ανάποδα κιόλας. Δεν ήξερε δηλαδή καν να διαβάσει.

Κ.Γ.:

Η Καππαδοκία πώς ήτανε;

Ι.Ζ.:

Η Καππαδοκία είναι φοβερό μέρος. Είχαμε μείνει… Τότε ακόμα δεν ήταν και τόσο τουριστικό.[00:20:00] Άλλη μια ιστορία εκεί∙ έτυχε στη Zelve, είναι το υπαίθριο μουσείο εκεί, έτσι το πιο τουριστικό τους μέρος, πάνε και Έλληνες αρκετοί, με γκρουπ, οπότε βλέπουμε ένα λεωφορείο, σταματάει και βγαίνουν από μέσα κάτι ξαδέρφια μου και ο πατέρας του φίλου μου, ο οποίος δεν ήξερε ότι θα πάει ταξίδι εκεί στην Καππαδοκία. Εντελώς τυχαία βρεθήκαμε και όπως του είπε: «Έλα, πατέρα» κι αυτά, οι υπόλοιποι τουρίστες νομίζανε ότι βρήκε τον χαμένο του γιο.

Κ.Γ.:

Εκεί συναντήσατε κάτι…;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, εκεί βρήκαμε έναν πιτσιρικά, ο οποίος μας έκανε τον ξεναγό, του δώσαμε κάτι, τον ταΐσαμε ας πούμε, και μας πήγε σε αρκετά έτσι παράξενα μέρη, πέρα δηλαδή απ’ τα τουριστικά, τις υπόγειες πόλεις και τ’ άλλα, βγήκαμε και παραέξω.

Κ.Γ.:

Τι σας έκανε εντύπωση εκεί;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, όλη η Καππαδοκία, όλη η φύση. Αυτό που έχει, το…

Κ.Γ.:

Ο κόσμος;

Ι.Ζ.:

Ε, τότε ήτανε μια Τουρκία πολύ πιο γραφικιά, καμία σχέση με τώρα. Δηλαδή θυμάμαι, ας πούμε, τα απογεύματα πηγαίναμε σ’ ένα καφενείο, παίζαμε τάβλι, τρώγαμε… βγάζανε… «μπουρέκι» το λέγανε, όχι όμως γλυκό, σαν χορτόπιτα, και το ίδιο μαγαζί το πρωί έβγαζε γαλακτομπούρεκο και πηγαίναμε και τρώγαμε. Ο κόσμος, εντάξει, ήταν τότε… σαν ένα χωριό.

Κ.Γ.:

Φιλόξενοι;

Ι.Ζ.:

Ναι, δεν είχαν θέματα ούτε με τους Έλληνες…

Κ.Γ.:

Και γενικά.

Ι.Ζ.:

Τότε, όπου σταματούσες, βενζινάδικα, αυτά, να ’ρθουν να σου δώσουνε κάτι, από χάρτη μέχρι οτιδήποτε. Τώρα, βέβαια, δεν συμβαίνει πια αυτό.

Κ.Γ.:

Ωραία. Θέλετε να πάμε… Να συνεχίσουμε απ’ την Ασία; Πήραμε τώρα Μικρά Ασία, συνεχίζουμε…

Ι.Ζ.:

Ασία. Τώρα, Ασία είχα πάει μετά, το 2008, στο Ιράν. Μόνος μου πια ήμουνα, με ένα GS 1200, το Adventure, και το…

Κ.Γ.:

Μόνος… Τελείως μόνος είχατε πάει;

Ι.Ζ.:

Τελείως μόνος, και το πρώτο ταξίδι που έκανα τελείως μόνος. Εντάξει, το Ιράν είναι μια χώρα… η πιο φιλόξενη χώρα που υπάρχει. Εκτός από το βόρειο, γιατί στο βόρειο κατοικούνε Αζέροι, που οι Αζέροι… Πάλι το Αζερμπαϊτζάν, για μένα, είναι η χειρότερη χώρα που υπάρχει.

Κ.Γ.:

Έχετε πάει εκεί;

Ι.Ζ.:

Ναι, σε άλλο ταξίδι. Τώρα, στο Ιράν, όπου σταματούσα να με φιλοξενήσουν, να μου κουβαλήσουν τα πράματα, να με κεράσουνε φαγητό, να μου βάλουνε βενζίνα. Εντωμεταξύ, τους έκανε εντύπωση κι η μηχανή. Εκεί έχουνε μέχρι… επιτρέπεται μέχρι 250 κυβικά, οπότε βλέπανε μια μηχανή… και τότε ακόμα το BMW τούς έκανε τρομερή εντύπωση. Και θυμάμαι σε μια πόλη, είχα σταματήσει για λίγο, να δω τον χάρτη, και μαζευτήκαν γύρω απ’ τη μηχανή καμιά διακοσαριά άτομα, οπότε έκλεισε ο δρόμος, ήταν κυκλικός κόμβος, και ήρθανε οι αστυνόμοι, με παρακαλέσανε, αν μπορώ, να μετακινηθώ και με πήγανε σ’ ένα μαγαζί να με κεράσουνε φαγητό ή καφέ, επειδή μετακινήθηκα.

Γ.Λ.: Ευγενέστατοι.
Ι.Ζ.:

Ναι. Ε, βέβαια, είχα και μια ιστορία εκεί με την αστυνομία∙ είχα βάλει… ήταν τη δεύτερη μέρα, που ακόμα δεν είχα δει το πώς ταξιδεύουνε στο Ιράν –γιατί στο Ιράν βάζουνε σκηνή παντού, δηλαδή στην πλατεία της πόλης μπορεί να δεις πενήντα-εκατό σκηνές– κι εγώ βγήκα εκτός απ’ τον δρόμο, σ’ ένα χωράφι μέσα, και έστησα εκεί. Το πρωί, πέντε η ώρα, γιατί και το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, έκανε πολλή ζέστη, σταματάει ένα περιπολικό και μου λέει να τους ακολουθήσω, να μαζέψω τη σκηνή, τα πράματα. Πάμε σ’ ένα τμήμα, κάτι λέγανε καμιά ώρα, μετά μου λένε να πάμε στο πιο μεγάλο τμήμα της πόλης. Πάμε στο άλλο, τα ίδια. Τελικά, έρχεται ένας νεαρός αστυνομικός, να τον πάρω εγώ με τη μηχανή, να με πάει σε μια πόλη, σαράντα χιλιόμετρα, που ήταν τα κεντρικά. Σαν συνοδηγός στη μηχανή. Εκεί φέραν διερμηνέα… Βασικά με περάσαν για κατάσκοπο και ο λόγος ήταν ότι επειδή εγώ έβαλα τη σκηνή κοντά στα σύνορα με το Ιράκ και γιατί την έβαλα απόμερα, πιο πολύ αυτό, τους έκανε εντύπωση γιατί βγήκα από το δρόμο. Εντάξει, απλώς η διαδικασία ήτανε, η πρώτη εικόνα μπαίνοντας στο αστυνομικό τμήμα, ένα κλουβί σιδερένιο μ’ έναν κρατούμενο. Το έχουν για παραδειγματισμό προφανώς, με το που μπεις μέσα. Ε, τελικά τρεις η ώρα μου λένε: «Εντάξει, φύγε. Αλλά», μου λέει, «πάρε πολλά νερά μαζί σου και πίνε νερό». Ε, βγαίνω έξω, είχε σαράντα οχτώ βαθμούς. Όμως δεν ήταν σαράντα οχτώ, μόλις ξεκίνησε η μηχανή και χτύπησε ο αέρας το θερμόμετρο, ήταν πενήντα τρεις βαθμοί. Ήταν η πρώτη φορά που έφαγα τόση πολλή ζέστη.

Κ.Γ.:

Πόσα χιλιόμετρα περίπου κάνατε με τη ζέστη δηλαδή;

Ι.Ζ.:

Ε, δεν θυμάμαι να σου πω, θυμάμαι ότι…

Κ.Γ.:

Πόσο αντέξατε δηλαδή.

Ι.Ζ.:

Απλώς ξεκινάς, οδηγάς κάνα μισάωρο, σταματάς σε μπακάλικα δικά τους, έχουνε μικρά μαγαζάκια, τα οποία έχουνε μέσα όλα κλιματισμό. Είπαμε ότι είναι πολύ φιλόξενοι, οπότε έμπαινες μες στο μαγαζί, έπαιρνες ένα νερό, καθόσουνα μισή ώρα, δέκα λεπτά, πάγωνες, και συνέχιζες.

Κ.Γ.:

Και ξανά στον δρόμο.

Ι.Ζ.:

Και θυμάμαι είχα πάρει ένα νερό, ήτανε ένα μπουκάλι το οποίο ήτανε πάγος, εντελώς παγωμένο, και το ’δεσα πίσω από τη σέλα. Εντάξει, το χτυπούσε ο ήλιος. Ξεκινώντας, κάναν έργα στο δρόμο, οπότε πηγαίνοντας σιγά δεν άντεχα και σταμάτησα στο τέταρτο. Και πάω να πιω νερό και ήτανε βραστό. Αυτό μου έχει μείνει, δηλαδή πώς από πάγος έβρασε σε δεκαπέντε λεπτά.

Κ.Γ.:

Κι είπατε πριν για το Αζερμπαϊτζάν. Στο Αζερμπαϊτζάν ποιες είναι οι εμπειρίες σας;

Ι.Ζ.:

Αζερμπαϊτζάν, είχα περάσει από εκεί… Αυτό τώρα ήταν ένα άλλο ταξίδι, μεγάλο, απ’ τα τελευταία… Μάλλον θα σ’ το πω μετά αυτό το ταξίδι, γιατί είναι άλλη ιστορία, έχει και πριν απ’ αυτό.

Κ.Γ.:

Ωραία. Θέλετε να πάμε στη Ρωσία;

Ι.Ζ.:

Η Ρωσία είναι αυτό το ταξίδι που λέμε.

Κ.Γ.:

Μαζί με το Αζερμπαϊτζάν;

Ι.Ζ.:

Ναι, ναι.

Κ.Γ.:

Ωραία. Μογγολία;

Ι.Ζ.:

Κι αυτό το ίδιο ταξίδι.

Κ.Γ.:

Κι αυτό μαζί; Ε, ας πάμε να το πούμε απ’ την αρχή.

Ι.Ζ.:

Ωραία, την πρώτη φορά που πήγα στη Μογγολία, ήταν το ’11. Αυτό ξεκίνησε από δω, από Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία, Ρωσία, και ξεκίνησα τώρα να φτάσω Μογγολία. Στο γυρισμό ήτανε Καζακστάν, Κιργιζστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, και από κει πέρασα Αζερμπαϊτζάν, για να γυρίσω. Τώρα είναι εύκολα στην κεντρική Ασία, τότε ήταν λίγο…

Κ.Γ.:

Ήταν «περιπετειώδες» το ταξίδι, ας πούμε, αυτό –σε εισαγωγικά περιπετειώδες;

Ι.Ζ.:

Ε, εντάξει, ήτανε πολλά χιλιόμετρα, παράξενα μέρη. Ήθελε πολλή προετοιμασία, γιατί τότε η κεντρική Ασία ακόμα ήτανε δύσκολη με τις βίζες.

Κ.Γ.:

Ωραία, τότε θα τα πάρουμε απ’ την αρχή. Από δω από τη Χίο…

Ι.Ζ.:

Ναι

Κ.Γ.:

…πώς ξεκίνησε; Πώς ήρθε η ιδέα να κάνετε όλο αυτό το ταξίδι, σε μέρη που δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολα σίγουρα; Και ας το πάμε απ’ την αρχή, θέλω να μου περιγράψετε περίπου, εντάξει περιληπτικά σίγουρα, απ’ την ώρα που μπήκατε στο καράβι στη Χίο, κατεβήκατε στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, όπου πήγατε…

Ι.Ζ.:

Ε, όχι, από Τουρκία έφυγα.

Κ.Γ.:

Από Τουρκία, τέλεια, ακόμα καλύτερα, και ας το πάμε από εκεί.

Ι.Ζ.:

Τουρκία δεν ήταν;

Γ.Λ.: Ναι, το πρωί δεν πήγαμε παρέα;
Ι.Ζ.:

Ναι.

Γ.Λ.: Από Τουρκία έφυγες, με τον Nicolas.
Ι.Ζ.:

Ναι, από Τουρκία, και ανέβηκα απ’ τα παράλια και βγήκα…

Κ.Γ.:

Ωραία, ας αρχίσουμε από την αρχή, από τη Χίο.

Γ.Λ.: Η προετοιμασία του νομίζω ότι αξίζει, διότι ήτανε πάνω στο κομπιούτερ πάρα πολλές ώρες, να προετοιμαστεί, έτσι δεν είναι; Με τις βίζες.
Ι.Ζ.:

Ήτανε δύσκολο οι βίζες της κεντρικής Ασίας και πώς θα τις συνδυάσεις. Δηλαδή, εντάξει, Καζακστάν-Κιργιζστάν βγαίναν εύκολα. Το πρόβλημα ήταν η βίζα του Ουζμπεκιστάν, το πρώτο πρόβλημα, το οποίο για να τη βγάλεις, έπρεπε να επικοινωνήσεις με κάποιο πρακτορείο εκεί, να σου στείλει μία πρόσκληση και αυτή την έδινες σ’ ένα γραφείο ταξιδιών να την προσκομίσει στην πρεσβεία, δεν μπορούσα να πάω εγώ στην πρεσβεία, για να σου πουν το ok. Και το πιο δύσκολο απ’ όλα ήτανε το πώς θα περάσω Τουρκμενιστάν, για να γυρίσω. Δηλαδή απ’ το Τουρκμενιστάν να πάρεις το πλοίο στην Κασπία, να βγεις Αζερμπαϊτζάν. Το Αζερμπαϊτζάν ήταν εύκολη βίζα, τη δώσαν αμέσως, visa transit. Τελικά, αυτό το άφησα να το βγάλω εκεί, γιατί δεν μπορούσα από Τουρκμενιστάν. Πήγα στο ίδιο πρακτορείο που με είχε βοηθήσει με τη βίζα του Ουζμπεκιστάν και το συνδυάσαμε. Για να πάρεις transit visa, δίνανε, αλλά δεν ήταν εγγυημένη και έπρεπε να ’χεις χρόνο, έπρεπε να περιμένεις, να τους παρακαλάς. Οπότε πας στην τουριστική βίζα, η οποία μου κόστισε για τέσσερις μέρες χίλια διακόσια δολάρια, γιατί πας συνοδεία, μόνο έτσι ήτανε, συνοδεία με δικό τους αμάξι, ήταν ένα τζιπάκι, το οποίο κρατάει όλα τα χαρτιά και τα έγγραφα, έχεις δηλώσει τη διαδρομή και δεν μπορείς να παρεκκλίνεις ούτε χιλιόμετρο από κει.

Κ.Γ.:

Γιατί γίνεται όλο αυτό;

Ι.Ζ.:

Εντάξει, είναι μια πόλη… είναι μια χώρα…

Γ.Λ.: Για την ασφάλεια φαντάζομαι.
Ι.Ζ.:

Όχι για την ασφάλεια. Είναι μια χώρα που έχουνε δικτατορία.

Γ.Λ.: Για την ασφάλειά σου εννοώ. Όχι;
Ι.Ζ.:

Όχι. Τελευταία μέρα σε πάνε εκεί στο… ας πούμε λιμάνι, το οποίο φεύγει το πλοίο, πλοία τα οποία φορτώνουνε τρένο μέσα και μεταφέρουνε καύσιμα. Αν τύχει και μεταφέρει καύσιμο, δεν φεύγεις. Δηλαδή το εισιτήριό σου, ας πούμε, μπορεί να είναι να φύγεις, παράδειγμα, Δευτέρα, αλλά μπορεί να φύγεις και Παρασκευή. Απ’ τη στιγμή όμως που μπεις στο λιμάνι, δεν έχεις δικαίωμα να ξαναβγείς έξω, οπότε μπορεί να μείνεις δύο, τρεις, τέσσερις μέρες εκεί, να κοιμάσαι κάτω… Εγώ ευτυχώς απ’ το πρωί έτυχε να φύγω το βράδυ και, απ’ ό,τι μου είπε ο συνοδός, ήμουνα τυχερός. Και αυτό, μετά βγήκαμε στο Αζερμπαϊτζάν. Μες στο πλοίο είχα γνωριστεί με κάποιον ο οποίος σπούδασε στο Αζερμπαϊτζάν και ήδη μου είχε πει ότι οι άνθρωποι είναι δηλαδή λωποδύτες, να σε κλέψουνε, θέλει προσοχή. Και πράγματι είχε δίκιο∙ θυμάμαι γύριζα… Καταρχήν, όλο αυτό το ταξίδι είχε πολύ άσχημους δρόμους, και στη Ρωσία και στα «-σταν». Μετά μπήκα στο Αζερμπαϊτζάν, έτυχε να πάρω έναν δρόμο που είχαν έργα, αλλά έβλεπα έναν υπερσύγχρονο αυτοκινητόδρομο στα δεξιά μου. Και θυμάμαι εκείνη τη μέρα ήμουν εκνευρισμένος που δεν μπορούσα να βγω, λόγω των έργων, και τελικά πέρασα μέσα από ένα χωράφι για να φτάσω στον αυτοκινητόδρομο. Ξεκινάω στον αυτοκινητόδρομο και μετά από μισή ώρα, είκοσι λεπτά, βλέπω ένα… όχι ακριβώς μπλόκο, ήταν ένας… φαντάσου έναν πύργο ελέγχου μεγάλο, πώς είναι ο πύργος ελέγχου στα αεροπλάνα, ήταν εκεί μπροστά στον δρόμο αριστερά κι ένας γέρος, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, και είχανε κάτι πέτρες και σταματούσε τα αμάξια. Ο οποίος τελικά τι ήταν; Ήτανε βοηθός της αστυνομίας, δηλαδή ούτε αυτό δεν κάνανε, δίνανε κάτι σε κάποιον Αζέρο, για να σταματάει τα αμάξια. Ε, σταμάτησα κι ήρθε ένας πιτσιρικάς κα[00:30:00]ι να τον ακολουθήσω με τη μηχανή. Θυμάμαι ότι μου ’δειξε πού να παρκάρω, έγερνε η μηχανή πολύ και πήγα ένα-δυο μέτρα λίγο πιο δεξιά, για να πατήσει το πάτημα. Ε, και πήγε να μου κάνει ιστορία. Εντωμεταξύ, όπως ήμουνα κι εγώ εκνευρισμένος, τον πιάνω απ’ το μπράτσο, τον τραβάω μες στο τμήμα κι εκείνη την ώρα μου λέει ο επικεφαλής ότι πρέπει να πληρώσω χίλια δολάρια, γιατί λέει στην προηγούμενη πόλη κάποιος μου έκανε σήμα και δεν σταμάτησα. Το οποίο δεν ίσχυε βέβαια. Ε, και άρχισα τώρα εγώ να τους λέω ότι: «Πρώτον, θέλω… Γιατί έχω τη διαδρομή», λέω, «στο GPS, να μου αποδείξετε… να μου πείτε το όνομα του αστυνόμου, το μέρος που με είδατε, την ώρα». Ε, αυτός έκανε πως δεν καταλαβαίνει, μου ’δωσε… πήρε τηλέφωνο κάποιον που μιλούσε λίγο αγγλικά, να συνεννοηθούμε, αλλά βέβαια όλη η ιστορία ήταν στην ουσία για να αρπάξουνε τα χρήματα. Τελικά, μη σ’ τα πολυλογώ, μετά από καμιά ώρα, τους έδωσα δέκα δολάρια, δέκα ευρώ. Αυτός, εντωμεταξύ, νόμιζε ότι ήτανε πενήντα, απ’ τα χίλια, γιατί τους λέω: «Εντάξει, αν…», λέω… ήμουνα και πολύ εκνευρισμένος, «Χίλια δολάρια, όταν», λέω, «παίρνετε εσείς τριακόσια δολάρια τον μήνα, και θες για κλήση; Θα μου δώσεις το χαρτί, καταρχήν, της κλήσης, που να λέει, ας πούμε, το ποσό». Τέλος πάντων, με δέκα ευρώ, δεν θυμάμαι δέκα-δεκαπέντε, έφυγα. Αλλά και γενικώς σαν χώρα ούτε μ’ άρεσε, δεν… Ήτανε έτσι μια άσχημη, για μένα, χώρα.

Κ.Γ.:

Ωραία. Στην Τουρκία έχετε ξαναπάει από τότε;

Ι.Ζ.:

Τουρκία έχω πάει… Την έχω γυρίσει όλη, έχω πάει πολλές φορές. Δηλαδή τώρα δεκάδες, μπορώ να σου πω.

Κ.Γ.:

Κάτι που θυμάστε να σας έχει τύχει εκεί;

Ι.Ζ.:

Η Τουρκία το ’97… τότε ήταν ο Ερμπακάν, δηλαδή στην ουσία ήτανε δικτατορία, ισλαμιστές. Είχαμε πάει μέχρι την Καππαδοκία, ήταν εντάξει. Βέβαια, δεν είχε τουρισμό πολύ τότε, αλλά ακόμα έβλεπες τουρίστες. Μετά την Καππαδοκία αλλάζαν όλα, δηλαδή έκανε πια κουμάντο ο στρατός, όχι η αστυνομία…

Κ.Γ.:

Μετά την Καππαδοκία, όταν λέμε; Πόλη περίπου;

Ι.Ζ.:

Είναι περίπου… Η Καππαδοκία είναι στη μέση της Τουρκίας, κοντά στο κέντρο.

Κ.Γ.:

Ναι.

Ι.Ζ.:

Καισάρεια, αυτή είναι η πιο μεγάλη πόλη. Οπότε κλείνανε την κυκλοφορία εφτά η ώρα το βράδυ, έξι ή εφτά, ανάλογα την περιοχή. Κι έβλεπες μονάχα στρατιωτικά να κυκλοφορούν. Εμάς μας αφήσανε, αλλά θυμάμαι ότι το βράδυ, ας πούμε, πηγαίναμε και θυμάμαι μια διαδρομή χωματόδρομο, ένα βουνό αρκετά ψηλό, όλο φωτισμένο, κούφιο από κάτω, χτυπούσαν επάνω μας προβολείς όπως πηγαίναμε, απ’ το δρόμο, και βλέπαμε μόνο άρματα και περνούσαν, Αυτό έγινε… Εμείς πηγαίναμε τότε με σκοπό να μπούμε… να πάμε Ιράκ. Φτάσαμε… Α, εντωμεταξύ, να σου πω κάθε πέντε λεπτά οδήγησης, είχανε στρατιωτικά μπλόκα και μας ψάχνανε τα πράγματα, με όπλα, με… Τα οποία όπλα τότε ήταν τα δικά μας τα G3, εμείς τα πουλούσαμε, και τώρα οι Τούρκοι έχουνε πάει έτη φωτός μπροστά από μας.

Κ.Γ.:

Έγινε κανένα περιστατικό εκεί; Για το ’97 μιλάμε τώρα.

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, φτάσαμε στο… Περιστατικά είχαμε αρκετά, δηλαδή θυμάμαι, ας πούμε, βράδυ, σταματάμε… Σταματάμε; Μας σταματήσανε σ’ ένα χωριό κι όπως άνοιξα τη βαλίτσα της μηχανής, το οποίο φώτιζε, το είχα φτιάξει να φωτίζει, η βαλίτσα, φανήκανε μες στα πράγματα δυο κονσέρβες που είχα. Και μας είχανε στο τμήμα και βλέπανε και ποδόσφαιρο τότε, [Δ.Α.]-Τουρκία, και μου… Όχι στο τμήμα μάλλον, στη νομαρχία ας πούμε, στη δημαρχία του χωριού, και μας λένε ότι…

Κ.Γ.:

Ποιο χωριό ήτανε;

Ι.Ζ.:

Ούτε θυμάμαι, ήτανε κάπου… μικρή πόλη. «Το βράδυ», λέει, «τις μηχανές θα τις πάτε στο αστυνομικό τμήμα». Λέμε: «Γιατί όχι στο ξενοδοχείο;». «Γιατί», λέει, ήτανε Κούρδοι εκεί, σ’ αυτά τα μέρη, «θα σπάσουν», λέει, «τις μηχανές, να πάρουνε τις κονσέρβες». Εντάξει, πήγαμε τη μηχανή στο τμήμα, κάνα χιλιόμετρο, την αφήσαμε και όπως γυρίζαμε, έρχονται τώρα δύο… ήταν τρεις τύποι, ξέρω γω, έρχεται ο ένας και μας βάζει το πιστόλι στο κεφάλι, ο οποίος ήταν αδερφός αυτουνού που μας είχε πάει στο τμήμα, αλλά τι γινόταν; Τότε ήτανε… κατά σειρά, ας πούμε, που κάναν κουμάντο ήταν ο στρατός, ήτανε κάποιοι… αλήτες θα τους πω, με τα όπλα, οι χαφιέδες του Κράτους, και τελευταία η αστυνομία. Αντιμετωπίσαμε περιστατικά σε πολλές φάσεις που κάνανε κουμάντο αυτοί με τα… οι πολίτες.

Κ.Γ.:

Και τι έγινε μετά; Σας έβαλε το πιστόλι στο…

Ι.Ζ.:

Τίποτα, για να κάνει το χαβαλέ. Και ξανά το βράδυ, ας πούμε, ενώ είχανε δει τα διαβατήρια, δυόμισι η ώρα να χτυπήσει στο ξενοδοχείο για σπάσιμο, να ξαναζητήσει τα διαβατήρια. Να το παίξει εξουσία, ας πούμε.

Κ.Γ.:

Άλλο περιστατικό;

Ι.Ζ.:

Μετά φτάσαμε στα σύνορα για Ιράκ, περάσαμε όλες τις διατυπώσεις… Εντάξει, είχαν γίνει αρκετά περιστατικά, μας είχαν πάει στην αστυνομία, εξακρίβωση, αλλά μέχρι εκεί ας πούμε, ταλαιπωρία, όχι κάτι ιδιαίτερο. Στο Ιράκ, περίπου κάνα τρίωρο διατυπώσεις, περάσαμε όλες τις διατυπώσεις, στο τελευταίο μας λένε: «Δεν περνάτε», λέει, «Ιράκ, γιατί ήρθε σήμα», λέει, «απ’ την Άγκυρα να μη σας αφήσουμε». Οπότε ο φίλος μου –είχαμε πάει… ήταν άλλη μια μηχανή– γύρισε. Εμείς… Όχι, όχι ακόμα. Περίμενε να θυμηθώ. Δεν γύρισε τότε. Λέμε: «Εντάξει, θα πάμε να μπούμε Συρία». Πήγαμε λίγο πίσω, πάμε να μπούμε από κάτι πολύ μικρά σύνορα, δηλαδή φαντάσου δεν περνούσαν αμάξια, ίσα ίσα η μηχανή χωρούσε. Αφού φάγαμε κι εκεί διατυπώσεις με τους Τούρκους, μόλις μπήκαμε Συρία… Είχαμε πάει και πολύ, ακόμα τότε, απρογραμμάτιστα, δεν ήξερα, δεν είχαμε βγάλει βίζες. Οπότε μπαίνουμε μετά Συρία, δεν μας άφηνε ο Σύριος, λέει θέλουμε βίζες. Η Τουρκία τότε με τη Συρία ήταν ακόμα σε εμπόλεμη… Εμπόλεμη; Σε φάση όμως… είχανε θέματα, και θυμάμαι ότι μαλώνανε τώρα οι Τούρκοι με τον Σύριο για το πού θα πάμε: οι Σύριοι δεν μας θέλανε, οι Τούρκοι δεν μας θέλανε πίσω. Ε, τελικά, μετά από κανένα μισάωρο, μια ώρα, ξαναμπήκαμε Τουρκία. Κι εκεί χωρίσαμε με το φίλο μου, αυτός γύρισε κι εγώ συνέχισα πάνω για Πόντο να πάω. Και περίπου μέχρι το… λίγο πριν τα παράλια, ήταν αυτή η κατάσταση∙ δηλαδή κάποιοι δρόμοι δεν σ’ αφήνανε να πας, κάποιες πόλεις, σε άλλες είχες έλεγχο. Και τελευταία πια, όταν φτάσαμε κοντά στον Πόντο, με σταματήσαν, για πρώτη φορά μετά από καιρό, αστυνομία. Και άμα μας είπαν: «Από πού έρχεστε;», δηλαδή σαν να λέμε, ας πούμε, να έχω πάει Καβάλα και να λέω: «Ξεκίνησα από Αθήνα…», και αρχίζει να σου λέει ο αστυνόμος: «Α, πέρασες Λαμία, Λάρισα, Κατερίνη, Θεσσαλονίκη…», δηλαδή μας είπαν όλη τη διαδρομή που είχαμε κάνει, δηλαδή ξέρανε και ποιοι είμαστε και πού πηγαίναμε. Από κει και πέρα, απ’ τον Πόντο και πίσω, ήταν φυσιολογικά τα πράματα.

Κ.Γ.:

Ιράκ καταφέρατε να πάτε;

Ι.Ζ.:

Εκεί, τότε στην Τουρκία, θυμάμαι στο Ντιγιαρμπακίρ, πηγαίνοντας για Ντιγιαρμπακίρ, που είναι η πρωτεύουσα των Κούρδων, με σταματάνε σ’ ένα στρατόπεδο απ’ έξω, πήγαμε στο στρατό, περιμέναμε κάνα δίωρο να φέρουνε διερμηνέα, γιατί μιλούσανε γαλλικά εκεί, και όταν πια μας λένε: «Εντάξει, φύγετε», αφού κάναν τις εξακριβώσεις, μου λέει ο τύπος: «Πήγαινε», μου λέει, «γρήγορα στην πόλη, γιατί τώρα θα βομβαρδίσουνε». Και πράγματι, πίσω στα βουνά, δηλαδή σαν να λέμε τώρα, τώρα με τα δεδομένα της Χίου, από δω μέχρι το Αίπος, δηλαδή στα πέντε χιλιόμετρα πίσω, σε ευθεία, βομβαρδίσανε κούρδικες θέσεις. Ήτανε… Από παντού που περνούσες ήταν όλο μπλόκα, ξέρεις, που πηγαίνεις σαν S, με όπλα, πολυβόλα, ακόμα και ανάμεσα από άρματα περνούσες.

Κ.Γ.:

Αυτό ήτανε το ’97;

Ι.Ζ.:

Το ’97. Αλλά και το 2008, πηγαίνοντας στο Ιράν, πάλι σε κάποια μέρη μέσα υπήρχανε. Όχι βέβαια τόσο πολύ όσο τότε, αλλά πάλι είχε τα μπλόκα, πάλι με όπλα, δηλαδή το βράδυ σου έλεγε να σβήσεις τα φώτα, για να σου κάνει τον έλεγχο…

Κ.Γ.:

Στο Ιράκ το καταφέρατε να πάτε τελικά;

Ι.Ζ.:

Στο Ιράκ πήγα το 2013. Στην ουσία, Ιράκ όταν λέμε, είναι το Ιράκ μεν, αλλά είναι το Κουρδιστάν, το βόρειο Κουρδιστάν. Ε, κι εκεί πάλι, εντάξει, είχε μπλόκα, το Ιράκ όλο ήτανε μες στα μπλόκα συνέχεια. Δηλαδή στο Κιρκούκ θυμάμαι σταμάτησα να πάρω ένα μπουκάλι νερό και πιάσαμε λίγο την κουβέντα με τον τύπο εκεί πέρα –όταν λέμε «κουβέντα», πέντε λεπτά– και ήρθε κάποιος, σώνει και καλά να φύγω, γιατί… για ασφάλεια, για τη δικιά μου ασφάλεια, γιατί σε κάθε νησίδα ή πεζοδρόμιο ήτανε άτομο με όπλο, υποτίθεται να φυλάνε την πόλη.

Κ.Γ.:

Πού πήγατε εκεί, σε ποιες πόλεις;

Ι.Ζ.:

Πέρασα έξω απ’ τη Μοσούλη. Μες στη Μοσούλη… όχι δεν μ’ αφήσανε, ήτανε να πάω, αλλά όποιος περνούσανε μού έλεγε να μην πάω, γιατί… μάλιστα μου κάναν τη χαρακτηριστική κίνηση ότι σου κόβουν κεφάλι. Ήταν τότε ακόμα το ISIS εκεί πέρα. Στο Κιρκούκ είχα πάει, το οποίο το κρατούσαν τότε ακόμα οι Κούρδοι.

Κ.Γ.:

Δεν φοβηθήκατε σ’ αυτά τα μέρη, όταν περνάτε από ένα μέρος που δεν είναι καθόλου ασφαλές;

Ι.Ζ.:

Τώρα, αυτό είναι μια ερώτηση που, εντάξει, μου την κάνουνε και μπορεί να μην πιστεύουν την απάντησή μου, αλλά επιδιώκω τέτοιες καταστάσεις.

Κ.Γ.:

Τι σας γοητεύει σ’ αυτό;

Ι.Ζ.:

Δεν ξέρω…

Κ.Γ.:

Η αδρεναλίνη;

Ι.Ζ.:

Μάλλον, δηλαδή θυμάμαι, ας πούμε, σε φαράγγια σκοτεινά, έτσι που βομβαρδίζανε, και σταματούσα έκανα τσιγάρο.

Κ.Γ.:

Ωραία. Περιγράψτε μας λίγο όλο αυτό, για το τσιγάρο σε φαράγγι, ας πούμε.

Ι.Ζ.:

Τίποτα, απλώς μ’ άρεσε έτσι να σταματήσω να καπνίσω ή, ξέρω γω, να ακούσω λίγη μουσική εκείνη την ώρα.

Κ.Γ.:

Ωραία. Στο Ιράκ πάμε πάλι, συναντήσατε κάπου κάτι αλλά, ας το πούμε, για τον απλό κόσμο πιο επικίνδυνο;

Ι.Ζ.:

Όχι, μόνο αυτό, ότι είχε πάρα πολλά…

Κ.Γ.:

Εκτός τα μπλόκα, εντάξει.

Ι.Ζ.:

Όχι, δεν μπορώ να πω. Κι από μια διαδρομή που πέρασα μέσα από κάτι φαράγγια, έτσι πήγαινε ο δρόμος, όχι δεν ήταν κάτι…

Κ.Γ.:

Δεν κινδυνεύσατε δηλαδή με το…

Ι.Ζ.:

Ε, όχι ιδιαίτερα. Εντάξει… Κοίταξε να δεις, μες στην πρωτεύουσα, την Αρμπίλ, θυμάμαι η μηχανή ήθελε βενζίνα και σταμάτησα σε κάποια… σαν γειτονιές ήτανε, επειδή μου ’λεγε στο GPS ότι υπάρχει βενζινάδικο κοντά, και θυμάμαι ρώτησα έναν νεαρό, ήτανε 20-25 χρονών, ο οποίος, άμα τον ρώτησα εγώ για το βενζινάδικο, αυτός μου είπε ότι είναι αστυνόμος και θέλει να δει το διαβατήριό μου, να τσεκάρει. Στην ουσία βασικά ήθελε να κλέψει το διαβατήριο. Εκεί, ας πούμε, εντάξει, είναι να μην τον πιστέψεις, να μην είσαι ευκολόπιστος.

Κ.Γ.:

Τι του είπατε;

Ι.Ζ.:

Τίποτα, απλώς του είπα ότι δεν φαίνεται καν για αστυνόμος, να μου δείξει ταυτότητα, που δεν ε[00:40:00]ίχε.

Κ.Γ.:

Και απλά έφυγε.

Ι.Ζ.:

Ναι.

Κ.Γ.:

Μετά το Ιράκ;

Ι.Ζ.:

Μετά το Ιράκ… Ναι, νομίζω ήταν αυτό το ταξίδι στη Ρωσία. Είχαμε πάει το ’14 μάλλον, την άλλη χρονιά, με τη Γιασεμή και κάτι άλλα παιδιά στα Βαλκάνια, δηλαδή Ρουμανία και την πρώην Γιουγκοσλαβία, τα κράτη. Εντάξει, ένα ταξίδι κι Αύγουστο, τουριστικά μέρη, δεν ήτανε κάτι ιδιαίτερο.

Γ.Λ.: Απλό.
Ι.Ζ.:

Ναι, δηλαδή κάτι ιδιαίτερο από θέμα…

Γ.Λ.: Διακοπές, όχι ταξίδι.
Ι.Ζ.:

Διακοπές.

Γ.Λ.: Σαν διακοπές δηλαδή το είδαμε.
Κ.Γ.:

Το πρώτο ταξίδι που πήγατε με τη Γιασεμή ποιο ήτανε;

Ι.Ζ.:

Το πρώτο ήτανε το ’97, πήγαμε Τυνησία.

Κ.Γ.:

Τυνησία, ωραία.

Γ.Λ.: Δύσκολο για μένα, έτσι;
Κ.Γ.:

Θα το πάρουμε μετά αυτό, όταν πάμε στην Αφρική, τότε. Θέλετε να πούμε για τη Ρωσία, γι’ αυτό το ταξίδι στη Ρωσία;

Ι.Ζ.:

Ναι. Στη Ρωσία αυτό ήταν το ’17. Εντάξει, οι πρώτες μέρες ήτανε τέσσερις-πέντε μέρες, μέχρι να φτάσω στη Μόσχα. Η Μόσχα ήτανε μια…

Κ.Γ.:

Από πού ξεκινήσατε;

Ι.Ζ.:

Από Τουρκία, ανέβηκα πάνω τα παράλια, ξαναμπήκα Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία… Είχα περάσει τότε κι από Υπερδνειστερία, δεν ξέρω αν την έχεις ακουστά.

Κ.Γ.:

Ναι.

Ι.Ζ.:

Ή Transnistria.

Κ.Γ.:

Ναι, ναι.

Ι.Ζ.:

Εντάξει, εκεί μπαίνεις, λαδώνεις λίγο, σου ζητάνε δέκα ευρώ, για να…

Κ.Γ.:

Δηλαδή; Πώς ήταν, ας πούμε, αυτή η χώρα; Πολλοί δεν την έχουν ακούσει πιστεύω.

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, είναι μια χώρα που θεωρητικά ανήκει στη Μολδαβία, αλλά στην ουσία είναι αυτόνομη. Οπότε, βγαίνοντας απ’ τα σύνορα της Μολδαβίας, μπαίνοντας στην Υπερδνειστερία, σου λένε οι εκεί, ας πούμε, τελωνειακοί: «Φίλε, για να γλιτώσεις ταλαιπωρία, δώσε δέκα ευρώ». Και φεύγοντας… μετά από είκοσι χιλιόμετρα, φεύγοντας από τη χώρα, δώσε άλλα δέκα στον άλλο τελωνειακό, και πήγε κάπως έτσι.

Κ.Γ.:

Αυτή η χώρα πώς ήτανε; Δηλαδή εννοώ κάτσατε καθόλου εκεί, μείνατε;

Ι.Ζ.:

Όχι, όχι, πέρασα.

Κ.Γ.:

Πόση ώρα περίπου κάνατε να την περάσετε;

Ι.Ζ.:

Μισή, μια ώρα, δεν ήτανε κάτι…

Κ.Γ.:

Μικρή.

Ι.Ζ.:

Μικρή… μια λωρίδα είναι μακρόστενη. Λοιπόν, στη Ρωσία τώρα, στη Μόσχα, μιλάμε για λεωφόρους με έξι-εφτά λωρίδες κυκλοφορίας και να έχει μποτιλιάρισμα. Δηλαδή η μηχανή πρώτη φορά, ας πούμε, που πύρωνε τόσο πολύ. Ήθελα να πάω στο κεντρικό αξιοθέατο, που είναι η εκκλησία του Αγίου Βασίλη. Λοιπόν, θυμάμαι εκεί άλλη μια ιστορία… Στη Ρωσία, εντωμεταξύ, τότε κυνηγούσε αρκετά η αστυνομία για να σου πάρουνε χρήματα υποτίθεται. Και την πρώτη, δεύτερη μέρα έκανα μία προσπέραση σ’ ένα αμάξι, το οποίο πήγαινε με δεκαπέντε χιλιόμετρα, αλλά δεν έφυγα απ’ το δρόμο, ήμουν πάνω στη δικιά μου λωρίδα. Γι’ αυτούς είναι, ας πούμε, έγκλημα να πατήσεις τη γραμμή, τη διαχωριστική. Αντί δύο, έχουνε μία συνεχόμενη αυτοί. Με σταματάνε κάποιοι και μου λένε: «Πάτησες τη γραμμή», εγώ δεν την είχα πατήσει βέβαια, το θυμάμαι αυτό καλά, ήτανε τρεις-τέσσερις σ’ ένα περιπολικό, σε ερημιά κιόλας, ερημικός δρόμος. Η αντίδρασή μου ήταν να κάνω ότι παίρνω τηλέφωνο, ότι μιλάω με την πρεσβεία. Αυτοί επιμένανε, λέω: «Εντάξει». Πάω κοντά του, λέω: «Πάμε στο τμήμα, να λύσουμε εκεί το πρόβλημα». Μόλις τους είπα να πάμε στο τμήμα τους, αρχίσαν να τα γυρίζουνε και τελικά μου λένε: «Δώσε πέντε-δέκα ευρώ και φύγε». Οπότε όλη η ιστορία δηλαδή ήταν για να πάρουν αυτά τα πέντε-δέκα ευρώ, η πρώτη φάση. Και η δεύτερη –εκεί είχα εκνευριστεί αρκετά– ήτανε στην πλατεία, εκεί στο Κρεμλίνο απ’ έξω, που είναι η εκκλησία. Ήταν ένας δρόμος στον οποίο πηγαίνεις και παρκάρεις δεξιά-αριστερά, ένας δρόμος ανηφορικός, έναν κύκλο κάνει, δεν ήτανε και κίνηση. Ε, όπως εγώ πήγα με τη μηχανή δεξιά, την πήγα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, μπρος στην πλατεία, για να βγάλω φωτογραφία, να φαίνεται κι η μηχανή. Πενήντα μέτρα πιο κάτω, που τελείωνε ο δρόμος, ήταν ένα περιπολικό, το οποίο με είδε και μου έγνεψε να πάω προς τα κει. Δηλαδή μιλάμε τώρα στη λεωφόρο από κάτω. Του ’πα να περιμένει να βγάλω τις φωτογραφίες, ήρθε κοντά και άρχισε να μου λέει ότι πάτησα τη γραμμή, που πήγα απέναντι. Του λέω: «Καλά, ρε φίλε, με δουλεύεις; Εγώ δεν πήγα να παρκάρω απέναντι…». Μου λέει: «Έλα μαζί μου», πήγα με τη μηχανή εκεί που είχε το περιπολικό, μ’ έβαλε μες στο περιπολικό και άρχισε να μου λέει, με πολύ ελάχιστα αγγλικά, ότι: «Your passport arrested», δηλαδή συλλαμβάνεται το διαβατήριό μου. Ήμουνα κάνα μισάωρο στο περιπολικό και βλέπω μία δόση να περνάει κάποιο άλλο αμάξι, περιπολικό πάλι, οπότε βγήκα έξω, σταμάτησα το άλλο περιπολικό, τους είπα την ιστορία και καθάρισα έτσι. Και η πλάκα είναι ότι για να πάω με τη μηχανή στο περιπολικό το πρώτο, που με είχανε μέσα, πάτησα δύο φορές λωρίδα σε ταχείας κυκλοφορίας δρόμο, και του λέω: «Καλά», του λέω, «τώρα δεν πάτησα», του λέω, «γραμμή;».

Κ.Γ.:

Και το επόμενο περιπολικό πώς σας άφησε, ας πούμε;

Ι.Ζ.:

Ε, κατάλαβε ότι… είδε ότι δεν μπορούσε να βγάλει άκρη μαζί μου, εντάξει, είδε ότι εγώ, ας πούμε, αντιδρούσα.

Κ.Γ.:

Ήταν ανώτερος;

Ι.Ζ.:

Δεν ξέρω αν ήταν ανώτερος ή όχι τώρα, πάντως θυμάμαι ότι του ’κανε νόημα και έφυγα.

Κ.Γ.:

Μέχρι πού φτάσατε στη Ρωσία;

Ι.Ζ.:

Ρωσία… Μετά μπήκα Σιβηρία, γιατί για να φτάσεις Μογγολία… Ήτανε περίπου πέντε-έξι χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι τα σύνορα;

Κ.Γ.:

Πόση ώρα… μέρες μάλλον;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, από δω για να μπω Μογγολία πρέπει να ήταν γύρω στις καμιά εικοσαριά μέρες. Δηλαδή απ’ την αρχή που ξεκίνησα.

Κ.Γ.:

Είκοσι μέρες δηλαδή… Ωραία. Ας πούμε ότι ξεκινάτε, φεύγετε, μόλις έχετε φύγει από Μόσχα…

Ι.Ζ.:

Ναι.

Κ.Γ.:

Ωραία; Μετά, περιγράψτε μου το ταξίδι από τη Μόσχα έως τη Μογγολία.

Ι.Ζ.:

Πρέπει να ήτανε καμιά δεκαριά μέρες. Ε, κοίταξε…

Κ.Γ.:

Τι είδατε; Δηλαδή θέλω να μου το περιγράψετε σαν να το βλέπω μπροστά μου, με κάθε λεπτομέρεια.

Ι.Ζ.:

Μέχρι τα Ουράλια, εντάξει, βλέπεις πόλεις, βλέπεις πιο πολλή κίνηση. Απ’ τα Ουράλια και μετά, που αρχίζει η Σιβηρία, αρχίζουν κι οι πόλεις αραιώνουνε. Βέβαια οι πόλεις, η κάθε μια πόλη είναι ίδια με την άλλη, δηλαδή δεν βλέπεις κάτι διαφορετικό. Το μόνο πάλι που μου είχε κάνει εντύπωση τότε, γιατί σε άλλο ταξίδι δεν υπήρχε αυτό, είναι ότι μπαίνεις απ’ το δρόμο, έμπαινες… έκανες όλη την πόλη, φαντάσου ένα ζιγκ-ζαγκ, δηλαδή ορθές γωνίες, και περνούσε όλη την πόλη ο δρόμος –τότε η Σοβιετική Ένωση προφανώς το ’κανε για οικονομία, τώρα έχει αλλάξει, τώρα έχει περιφερειακούς. Αλλά ήταν αυτό, έμπαινες μες σε μια πόλη και ταλαιπωριόσουνα αρκετή ώρα, με πολλά έργα, φτιάχναν τους δρόμους, λακκούβες, λάσπη, ασφάλεια μηδέν.

Κ.Γ.:

Δηλαδή;

Ι.Ζ.:

Μπορεί στο δρόμο, ας πούμε, να είχε λάκκο –μου είχε τύχει αυτό– τρία μέτρα βαθύ και δυο-τρία μέτρα πλάτος και καμία σήμανση. Δηλαδή ξαφνικά ήταν ο λάκκος μπροστά σου. Όπως είχαμε δει και με τη Γιασεμή σ’ ένα ταξίδι στη Γεωργία, στην Τιφλίδα, πολλή κίνηση, πίσω απ’ τα αμάξια πήγαινες και σου παίρναν τη θέση, και το χειρότερο είναι ότι τα καπάκια απ’ τα φρεάτια στο δρόμο λείπανε, τα παίρναν προφανώς για να πουλήσουν το μέταλλο. Δηλαδή μπορούσες ανά πάσα στιγμή να πέσεις μέσα με τη μηχανή.

Κ.Γ.:

Όταν φύγατε από τις πόλεις στη Σιβηρία, φύγατε, ας το πούμε ότι έχουν αρχίσει και αραιώνουν οι πόλεις, τι τοπία είδατε, πώς ήταν, δηλαδή το μέρος πώς ήταν; Περιγράψτε μας το μέρος.

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, φαντάσου έτσι έναν δρόμο με δυο και δυο λωρίδες, αλλά όχι αυτοκινητόδρομο, έναν δρόμο –ανά διαστήματα βέβαια είχε έργα– να περνάει μέσα από δάσος. Δηλαδή πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα έβλεπες δάσος.

Κ.Γ.:

Κρύο;

Ι.Ζ.:

Κρύο, όχι, δεν μπορώ να πω ότι είχε, δηλαδή ήταν η θερμοκρασία… εντάξει, τη μέρα ήταν τριάντα βαθμοί.

Κ.Γ.:

Και το βράδυ;

Ι.Ζ.:

Το βράδυ, τελευταίο… μάλλον, φτάνοντας πια στην πόλη που έπρεπε να βγάλω τη βίζα για τη Μογγολία, στο Ιρκούτσκ…

Κ.Γ.:

Το βράδυ, όλη αυτή τη διάρκεια, τις δέκα μέρες, πού μένατε; Στη Σιβηρία μιλάμε τώρα.

Ι.Ζ.:

Ή στο δρόμο ή σε μοτέλ που υπάρχουνε σε διάφορες πόλεις. Οι περισσότερες φορές ήταν με σκηνή. Κι επειδή με ρώτησες για το βράδυ, τελευταίο βράδυ είδα ότι αν… έφτανα Παρασκευή και δεν θα μπορούσα να βγάλω τη βίζα, έπρεπε να μείνω δύο μέρες, οπότε θεώρησα να οδηγήσω και το βράδυ, ήτανε περίπου… χίλια χιλιόμετρα ακόμα; Και θυμάμαι η θερμοκρασία είχε φτάσει μέχρι τρεις βαθμούς.

Κ.Γ.:

Ήταν δύσκολο;

Ι.Ζ.:

Δύσκολο, εντάξει, δεν είναι η πρώτη φορά που το ’χω κάνει, αλλά ό,τι και να ’ναι, είναι κουραστικό, γιατί οδηγάς όλη τη μέρα, έχεις και το βράδυ χωρίς να κοιμηθείς, και απλώς σταματάς, πίνεις κάναν καφέ.

Κ.Γ.:

Να φανταστώ φώτα στους δρόμους δεν είχε.

Ι.Ζ.:

Αντιμετωπίζεις…

Κ.Γ.:

Δεν είχανε φώτα στους δρόμους;

Ι.Ζ.:

Όχι, όχι. Το βράδυ έχει, εντάξει, αρκετούς μεθυσμένους. Δηλαδή θυμάμαι σταμάτησα σε… Εντωμεταξύ, στη Ρωσία δεν καπνίζεις μέσα πουθενά, πρέπει να καπνίσεις έξω, οπότε είχα πάρει τον καφέ, κάπνιζα έξω και θυμάμαι ανοίγει η πόρτα, βγαίνει μια μεθυσμένη, έρχεται με πιάνει, με φιλάει. Θα μου πεις Ρωσίδα ήτανε, αλλά ήτανε εκατόν τριάντα κιλά. Μογγολία…

Κ.Γ.:

Ναι.

Ι.Ζ.:

Εντάξει, η Μογγολία τότε, ας πούμε, ήταν προορισμός θεωρητικά δύσκολος. Σαν χώρα, εντάξει, είναι λίγο πίσω. Δηλαδή, ας πούμε, εκεί τώρα να βάζουνε μπροστά αμάξια με μανιβέλα. Είχα να το δω από παιδάκι, που είχε ο πατέρας μου. Μένουνε σ’ αυτά τα γιουρτ, σ’ αυτές τις ειδικές σκηνές που έχουν. Όλοι έχουνε άπειρα άλογα και τα οποία τα κουμαντάρουνε με μηχανάκια, δηλαδή βλέπεις έναν με το μηχανάκι και πάει το κοπάδι του. Φιλόξενοι, δεν είχα τίποτα ιδιαίτερο έτσι πρόβλημα. Και εκεί είχα μείνει ένα βράδυ, θυμάμαι, σε κάτι τέτοια, τα νοικιάζανε. Στο πουθενά βέβαια, έτσι; Σκηνές για να μείνεις. Και στον δρόμο πάνω. Άλλωστε κι εκεί οι πιο πολλοί μένουνε, νομάδες είναι, σε σκηνές. Τότε δεν έμεινα πολύ στη Μογγολία, δηλαδή πρέπει να ’κανα γύρω στις δυο-τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μες στη χώρα, αλλά πέντε-έξι μέρες, γιατί ήθελα να πάω στην κεντρική Ασία κι έπρεπε να κανονίσω τις μέρες που είχα, για να βγάλω τη βίζα για Τουρκμενιστάν, που ήταν το δύσκολο. Ε, μπήκα Καζακστάν, πήγα στο πρακτορείο, κανόνισα για το Τουρκμενιστάν να με περιμένει κάποιος συγκεκριμένη μέρα στα σύνορα. Είχα αρκετές μέρες, δηλαδή είχα μπροστά μου δυο βδομάδες νομίζω, δέκα μέρες; Καζακστάν, Κιργιζστάν, το οποίο μου άρεσε, γιατί είναι μια Μογγολία… σαν να είσαι στη Μογγολία, αλλά συν τα βουνά, έχει ψηλά βουνά εκεί. Ουζμπεκιστάν, που είναι πολύ παράξενες οι πόλεις του, ωραίες πόλεις. Και φτάνω Τουρκμενιστάν. Περνάω τις διαδικασίες στον έλεγχο, βγαίνω, να μη βρίσκω αυτόν τον τύπο πουθενά… καμιά, μια-δυο ώρες; Τελικά, λέω: «Θα φύγω μόνος μου», βέβαια αν έφευγα και με πιάνανε, θα είχα θέμα. Και τελικά φανερώθηκε αυτός, δεν του ’χανε πει ότι θα ’[00:50:00]μαι με μηχανή και περίμενε, είχε γίνει παρεξήγηση. Και φύγαμε παρέα τελικά και πήγαμε τη διαδρομή. Είχε τα χαρτιά μου, έπρεπε ακριβώς να είμαστε μαζί, να μην παρεκκλίνουμε απ’ την πορεία. Τα ξενοδοχεία που έμεινα ήτανε κλεισμένα μες την τιμή αυτή που είχα δώσει∙ χίλια διακόσια δολάρια για τέσσερις μέρες, αυτό που…

Κ.Γ.:

Και μετά από κει πώς γυρίσατε;

Ι.Ζ.:

Μετά πήγα στο… εκεί που λέγαμε, στο λιμάνι, Τουρκμένμπασι λέγεται η πόλη, στην Κασπία. Ευτυχώς πήρα το καράβι το βράδυ, δεν περίμενα πολύ, και έφτασα Αζερμπαϊτζάν και από κει έγινε η φάση αυτή που σου είπα, και γύρισα, μπήκα μετά Γεωργία.

Κ.Γ.:

Μετά;

Ι.Ζ.:

Γεωργία, Τουρκία και ξανά… Όχι. Τουρκία, απ’ τον Πόντο γύρισα, γιατί μπήκα Αλεξανδρούπολη, πήγα κι είδα κάποιους φίλους, πήρα τη Γιασεμή και κατεβήκαμε Πελοπόννησο μετά από κει.

Κ.Γ.:

Ωραία.

Ι.Ζ.:

Αυτό το ταξίδι ήτανε είκοσι τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα. Το πρώτο. Το δεύτερο, που πήγα το ’17… Δεν ξέρω, κάποια στιγμή μού την έδωσε ξαφνικά, αφού θυμάμαι ήμουνα στο χωριό και χωρίς να ’χω πρόγραμμα, λέω: «Θα πάω ένα ταξίδι μεγάλο». Οπότε μες στο μυαλό μου ήτανε να φύγω από δω, να πάω τέρμα πάνω βόρεια Ρωσία, δηλαδή ακριβώς δίπλα στο Βόρειο Ακρωτήριο, απ’ τη μεριά της Ρωσίας, είναι το Μούρμανσκ το λιμάνι. Κι από κει να πάω Βλαδιβοστόκ, δηλαδή στην άλλη άκρη.

Κ.Γ.:

Πήγατε;

Ι.Ζ.:

Πήγα, πριν φτάσω Βλαδιβοστόκ ξαναμπήκα Μογγολία, αλλά αυτή τη φορά κατέβηκα όλη τη Μογγολία, μέχρι τα σύνορα της Κίνας. Γιατί πριν ξεκινήσω για κει, επιχείρησα να πάω Κίνα, και το πρακτορείο που μου ’βγαλε όλες αυτές τις βίζες, μου ’πε ότι μπορώ, αλλά τελικά… Είχα δει κι εγώ, που ήξερα ότι είναι λίγο δύσκολο να πας, με την έννοια ότι πρέπει να πληρώσεις σύνοδο πάλι, αλλά μιλάμε ένα ποσό της τάξης των δεκαπέντε-είκοσι χιλιάρικα, οπότε δεν μπορεί να το κάνει κάποιος μεμονωμένα. Και μετά, αφού γύρισα αρκετά τη Μογγολία αυτή τη φορά, ξεκίνησα για Βλαδιβοστόκ, και από κει πια αρχίζει κι η ερημιά. Δηλαδή, ας πούμε, έχει πόλεις μετά από τριακόσια, εφτακόσια χιλιόμετρα. Και στα εφτακόσια χιλιόμετρα να δεις δυο-τρία χωριουδάκια ενδιάμεσα. Κι άμα λέμε χωριά, μιλάμε τώρα ρώσικα χωριά που είναι πολύ πίσω στο χρόνο.

Κ.Γ.:

Ο κόσμος πώς ήταν εκεί στη Ρωσία; Εννοώ, θέλω να μου πείτε, γιατί θα ’χατε γνωρίσει λογικά ανθρώπους εκεί, θα ’χατε συναναστραφεί με ανθρώπους…

Ι.Ζ.:

Καταρχήν, τη δεύτερη φορά δεν υπήρχε θέμα με την αστυνομία, κάποια άνωθεν εντολή θα ήτανε. Οι δρόμοι ήτανε καλύτεροι, δηλαδή πήγαινα πιο γρήγορα και είχα και συνέπειες γι’ αυτό, θα σου πω παρακάτω. Ο κόσμος, εντάξει, οι Ρώσοι είναι λίγο ψυχροί, αλλά για μένα είναι συμπαθητικοί άνθρωποι. Δηλαδή δεν έχει, ας πούμε, του Ευρωπαίου το πολύ ευγενικό αλλά το ψεύτικο. Εκεί τους θεωρώ πιο αληθινούς.

Κ.Γ.:

Η διαφορά, ας πούμε, με την ευρωπαϊκή πλευρά της Ρωσίας και στην άλλη πλευρά, στο Βλαδιβοστόκ;

Ι.Ζ.:

Όχι ιδιαίτερη, ίσως λίγο πιο ζεστοί αυτοί. Εντάξει, ίσως επειδή βλέπουνε και πιο σπάνια τουρίστα, ίσως μ’ αυτή την έννοια.

Κ.Γ.:

Ωραία. Ποια χώρα σάς άρεσε περισσότερο από την Ασία, που σας έχει μείνει, ας πούμε.

Ι.Ζ.:

Μπορώ να πω το Κιργιζστάν, που είναι σχετικά κοντά, ας πούμε, και έχει απ’ όλα.

Κ.Γ.:

Εάν ξεκινήσει τώρα ένας από δω και θέλει να πάει Κιργιζστάν, πόσες μέρες θα κάνει;

Ι.Ζ.:

Τώρα είναι… Καταρχήν, δεν θέλει πια καθόλου βίζες, μπαίνεις εύκολα. Κοίταξε, εξαρτάται πώς οδηγάει. Αν οδηγάει και το πάει, ας πούμε, χωρίς πολλές στάσεις και να χαλάει μέρες, δέκα μέρες, δεκαπέντε. Λέμε τώρα με μια μηχανή σχετικά χαλαρά, ας πούμε, όχι με πίεση.

Κ.Γ.:

Δηλαδή, όταν λέμε χαλαρά;

Ι.Ζ.:

Τετρακόσια-πεντακόσια τη μέρα.

Κ.Γ.:

Ωραία, πεντακόσια χιλιόμετρα τη μέρα.

Ι.Ζ.:

Ναι, και να… εντάξει, να διαθέσει μια-δυο μέρες να δει κάποιο αξιοθέατο. Εγώ τότε θυμάμαι, στο Βλαδιβοστόκ, προχώρησα και λίγο παρακάτω, έφτασα μέχρι τα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα. Εντάξει, από κει πια δεν μπορείς να πας, ούτε οι ίδιοι δεν πάνε. Αν και κάπου είχα διαβάσει, είχα δει ότι είχε πάει κάποιος με μηχανή, τώρα πώς τα κατάφερε, δεν ξέρω. Ευρωπαίος.

Κ.Γ.:

Ναι, εκεί θα ’ταν λίγο πιο περίεργα. Θα ήτανε λίγο πιο δύσκολο να μπεις.

Ι.Ζ.:

Βόρεια Κορέα τώρα…

Κ.Γ.:

Ναι. Τα ταξίδια γενικά που έχετε κάνει στην Ασία πόσο περίπου έχουνε διαρκέσει, δηλαδή…;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, αυτό το τελευταίο…

Κ.Γ.:

Περίπου συνολικά, περίπου.

Ι.Ζ.:

Τα δύο τελευταία, της Μογγολίας που λέμε, ήτανε στις πενήντα πέντε μέρες περίπου το καθένα. Το πρώτο είκοσι τέσσερις χιλιάδες, το δεύτερο τριάντα τέσσερις χιλιάδες, πιο πολλά χιλιόμετρα. Εντάξει, πήγαινα πιο γρήγορα, [Δ.Α.] στη μηχανή το λάστιχο, δεν μπορούσα να βρω λάστιχο, έβαλα ένα slick στο τέλος. Εντάξει, βρέθηκε λύση, απλώς είχε λίγο ταλαιπωρία.

Κ.Γ.:

Υπήρχε κάποια στιγμή που νιώσατε άβολα σε αυτές τις χώρες; Άβολα, εννοώ όχι αυτά που περιγράψαμε, κάτι άλλο που σας ανησύχησε, ας πούμε, οτιδήποτε.

Ι.Ζ.:

Στο τελευταίο ταξίδι, την πέμπτη, έκτη μέρα, ενώ είχα βάλει καινούρια μπαταρία, είχα κάνει μια στάση στη Ρωσία, πάω να ξεκινήσω και ήτανε νεκρό το κλειδί. Εκεί φοβήθηκα για εγκέφαλο της μηχανής. Τελικά, μη σ’ τα πολυλογώ, ήτανε η μπαταρία, παρόλο που ήτανε καινούρια και οι πόλοι ήταν εντάξει, που τους τσέκαρα, κάποιο στοιχείο μέσα δεν έκανε επαφή και θυμάμαι έβαζα πέτρες, να τη σφηνώσω μέσα, για να πιέζει τη μπαταρία. Και όλο το ταξίδι στην ουσία το ’κανα μ’ αυτή τη μπαταρία και να κόβεται το ρεύμα. Ευτυχώς η μηχανή δεν έπαθε τίποτα. Δηλαδή μόνο αυτό, είχα μια ταλαιπωρία με τη μπαταρία, ότι πολλές φορές έπρεπε να ανοίξω τη σέλα, να την πειράξω λίγο, για να πάρει μπροστά η μηχανή.

Κ.Γ.:

Ποια μηχανή ήταν;

Ι.Ζ.:

Το GS, το 1200.

Κ.Γ.:

Γενικά, σαν προετοιμασία για ένα τέτοιο ταξίδι να φανταστώ ότι θα χρειαστούν κάποια ανταλλακτικά να έχετε μαζί;

Ι.Ζ.:

Τα βασικά παίρνω, τα βασικά εργαλεία…

Κ.Γ.:

Δηλαδή;

Ι.Ζ.:

Ένα κιτ για το λάστιχο, επιδιόρθωσης, γιατί είναι tubeless. Πολλά-πολλά δεν μπορείς να πάρεις, αυτές οι μηχανές δεν σηκώνουνε επέμβαση, τώρα είναι ηλεκτρονικά όλα.

Κ.Γ.:

Στις πιο παλιές;

Ι.Ζ.:

Ε, πιο παλιές, έπαιρνα μαζί μου αλυσίδα, στην Αφρική, ας πούμε, που δεν είχε∙ ντίζες, αν έσπαγε ο… που είχα αυτό το θέμα με το Suzuki, έσπαγε του συμπλέκτη η ντίζα. Μπορεί κανένα τακάκι να έπαιρνα, σαμπρέλες, αυτά τα…

Κ.Γ.:

Λάδια βρίσκατε εκεί;

Ι.Ζ.:

Λάδια έπαιρνα μαζί μου πάντα και άλλαζα εκεί. Και τώρα, στη BMW, είχα λάδια. Τα ’χανε κάνει και σαν χορηγία, από δω, απ’ τη Χίο, και τα άλλαξα στο Βλαδιβοστόκ, μετά από είκοσι δύο χιλιάδες χιλιόμετρα.

Κ.Γ.:

Ωραία. Να πάμε τώρα για τα ταξίδια στην Αφρική. Ταξίδια στην Αφρική πόσα έχετε κάνει;

Ι.Ζ.:

Σε ποιες χώρες;

Κ.Γ.:

Όχι, εννοώ ήταν ένα ταξίδι, ήτανε δύο…;

Ι.Ζ.:

Όχι, πολλά, πολλά.

Κ.Γ.:

Περίπου;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, ήταν εφτά… έξι-εφτά. Είχα πάει το πρώτο Τυνησία, μετά Μαρόκο. Ένα άλλο ήτανε Μέση Ανατολή, Αίγυπτο. Νότια Αφρική και τις χώρες γύρω γύρω, και το τελευταίο ήταν η Δυτική Αφρική.

Κ.Γ.:

Η απόφαση πώς ήρθε για να πάτε Αφρική;

Ι.Ζ.:

Εντάξει, τα πρώτα, Τυνησία, Μαρόκο, δεν μπορείς να τα θεωρήσεις, ας πούμε… σαν να πηγαίνεις Ευρώπη. Εννοώ με την έννοια… από θέμα αποστάσεων.

Κ.Γ.:

Αν κάποια στιγμή στα ταξίδια –γιατί δεν είναι ιδιαίτερα και τα πιο ασφαλή ταξίδια, να γυρνάς όλο τον κόσμο με μία μηχανή– συνέβαινε κάτι, πώς θα ειδοποιούσατε, πώς θα καταλάβαιναν οι δικοί σας ότι έγινε κάτι;

Ι.Ζ.:

Κοίτα, εγώ επειδή δεν δουλεύω το τηλέφωνο στο έξω, στην ουσία δηλαδή το έχω νεκρό, μόνο αν τύχει και δω κάνα Wi-Fi καφέ και… Έχει ένα σύστημα, αμερικάνικο είναι, αυτό δουλεύει με μια συσκευή μικρή, το οποίο με συνδρομή για έναν χρόνο, ή παραπάνω αν θέλεις, πατώντας ένα κουμπί, αυτό στέλνει προκαθορισμένο μήνυμα, ας πούμε «Είμαι ok», σε email και σου δείχνει και το σημείο που είσαι. Δηλαδή ανοίγει τον χάρτη και σου δείχνει ότι είσαι σε αυτό το σημείο. Και μπορείς να το κάνεις όσες φορές θέλεις, είναι μες στην τιμή που έχεις δώσει. Οπότε είχα αυτό το σύστημα και η Γιασεμή, μέσω απ’ το Facebook τής έβγαζε σαν κοινοποίηση ότι είμαι εδώ, κι έβλεπε.

Κ.Γ.:

Ωραία. Κανένα απρόοπτο με όλο αυτό είχαμε;

Ι.Ζ.:

Στο Κιργιζστάν είχα μείνει δυο-τρία βράδια σ’ ένα ορεινό χωριό και εκεί επιχείρησα να μιλήσουμε μέσω ίντερνετ με τη Γιασεμή, στο Facebook, μέσα απ’ τον τοπικό ξεναγό, απ’ τον δικό του υπολογιστή. Το οποίο όμως μιλάμε ότι για να συνδεθεί στο Facebook, ήταν πάνω από μισή ώρα. Η λήψη χάλια, ας πούμε. Στο δικό μου δεν έμπαινε, οπότε μέσα απ’ το δικό του τής έστειλα ότι: «Είμαι εκεί, μην ανησυχείς». Αλλά έγινε ένα μπέρδεμα, τώρα θα σ’ τα πει…

Γ.Λ.: Ε, ναι. Εγώ τότε δεν τα είχα και πάρα πολύ καλά με τους υπολογιστές, δεν ήξερα από υπολογιστές. Περίμενα πάντα την κοινοποίηση, να δω τον χάρτη, να δω το στίγμα του, πού είναι, και όλα καλά. Μου έστελνε περίπου τέσσερα με πέντε μηνύματα την ημέρα, οπότε ήξερα και πού είναι. Μου ’χε πει, πριν φύγει, ότι: «Γιασεμή, αν δεις ότι δεν σου στέλνω μήνυμα, δεν παίρνεις μήνυμα από μένα για δύο-τρεις μέρες, την τρίτη μέρα ξεκίνα τις έρευνες, τέλος πάντων, να δεις τι γίνεται»…
Κ.Γ.:

Οι έρευνες, δηλαδή; Τι σας είχε πει να κάνετε;

Γ.Λ.: Μου είχε πει να απευθυνθώ καταρχάς στην πρεσβεία. Του Κιργιζστάν;
Ι.Ζ.:

Ε, όπου, όπου ήμουν.

Γ.Λ.: Όπου ήταν, ας πούμε, ναι. Πέρασε μία μέρα, δεν βλέπω μήνυμα. Περνάει η δεύτερη μέρα, δεν βλέπω μήνυμα. Την τρίτη μέρα το πρωί άρχιζα πλέον να ανησυχώ πάρα πολύ, σκέψεις στο μυαλό, και σκέφτηκα να πάω κάτω στη Χώρα, σ’ έναν φίλο μας, ο οποίος είχε το No Limits, τον Αντώνη τον Μουντέ, καλή του ώρα εκεί που είναι, γιατί ταξιδεύει τώρα. Αυτός είχε μαγαζί με είδη μηχανών και μπουφάν, τέτοια πράγματα, οπότε είχαμε και καλές σχέσεις, και του λέω: «Ρε συ Αντώνη, είναι τρίτη μέρα και δεν έχει στείλει μήνυμα ο Σιδερής και ανησυχώ πάρα πολύ μην έχει γίνει κάτι σοβαρό, γιατί αποκλείεται εκείνος να μη μου στείλει μήνυμα, κάθε μέρα τέσσερα με πέντε μηνύματα». Και μου λέει τότε ο Αντώνης: «Έλα, ρε Γιασεμή, φοβάσαι τον Σιδερή, που ’χει κάνει τόσα ταξίδια μόνος του, και φοβάσ[01:00:00]αι;». Του λέω: «Ναι, φοβάμαι. Τι να κάνω;». Μου είπε… «Λέω να απευθυνθώ στην πρεσβεία, μπορείς να με βοηθήσεις να πάρουμε τηλέφωνο, να δούμε». Μου λέει: «Εγώ θα σου έλεγα να περιμένεις, να ηρεμήσεις και, αν δούμε και σήμερα ότι δεν στείλει, αύριο το πρωί έλα», μου λέει, «να κάνουμε τις κινήσεις που πρέπει να κάνουμε». Τελικά, γυρνάω στο σπίτι απογοητευμένη, στεναχωρημένη, και ανοίγω τον υπολογιστή, λέω: «Μήπως…», και βλέπω ένα κόκκινο σημαδάκι –τότε δεν ήξερα καν τι είναι αυτό το σημαδάκι–, το ανοίγω…
Ι.Ζ.:

Στο Facebook.

Γ.Λ.: Στο Facebook, ναι. Το ανοίγω και βλέπω ένα όνομα ξένο, Kharkov…
Ι.Ζ.:

Hayat.

Γ.Λ.: …θυμάμαι κιόλας λίγο, ναι, το όνομά του. Και λέω: «Ποιος είναι αυτός;». Και ανοίγω το μήνυμα και βλέπω ότι: «Γιασεμή, έλα. Είμαι εγώ, είμαι σε κάποια βουνά, δεν πιάνει τίποτα, είμαι καλά, μην ανησυχείς». Και τότε και ηρέμησα. Ήταν, ας πούμε, ένα από τα δύσκολα που πέρασα μακριά του. Μεγάλο άγχος…
Ι.Ζ.:

Το σύστημα αυτό έστελνε τα μηνύματα κανονικά, αλλά είχε μπλοκάρει το Facebook. Στα email πηγαίνανε, αλλά δεν ήξερε τότε από email να δει.

Γ.Λ.: Δεν ήξερα, ναι. Ναι, δεν ήξερα ούτε email να ανοίγω ούτε τι είναι καν το email. Οπότε ήτανε πολύ δύσκολο το τριήμερο για μένα, γιατί μετά, αν ο μη γένοιτο κάτι συνέβαινε, πού να βρεις και τι να βρεις, έτσι; Πολύ δύσκολα. Ναι, ήταν αυτό ένα κομμάτι που δεν θα το ξεχάσω. Ήταν φόβος.
Κ.Γ.:

Κάτι άλλο από το Κιργιζστάν;

Ι.Ζ.:

Εντάξει, άλλη μία φάση, σ’ εκείνο το χωριό πάλι: εκεί έχει το πιο μεγάλο καρυδόδασος στον κόσμο, και μάλιστα λένε: «Του Μεγάλου Αλεξάνδρου», είχε περάσει από κει. Ε, οπότε περπάτησα μ’ έναν τύπο, έτσι έναν ξεναγό, ας πούμε, με πήγε μια βόλτα. Ε, διψάσαμε, έκανε και ζέστη, μου λέει: «Πάμε να πιούμε καμιά μπύρα», μου λέει, «κερνάω εγώ». Εκεί, επειδή είναι μουσουλμάνοι, αλλά ήτανε και στη Σοβιετική Ένωση, ναι μεν πίνουνε, αλλά κρυφά από τους γέρους, γιατί βλέπεις οι γέροι είναι ακόμα με το… μουλάδες, με τα ρούχα… Οπότε πήγαμε σ’ ένα ημιυπόγειο, που πουλούσε σιτάρια και είχε και ποτά, με κέρασε μια μπύρα, ένα λίτρο το μπουκάλι. Εγώ, εντάξει, δεν είμαι και της μπύρας, του λέω: «Καμιά βότκα έχει;». Ήτανε κάτι πιτσιρικάδες… Πιτσιρικάδες; Νεαροί, που ίσως θεωρήσανε ότι θα σπάσουνε πλάκα μαζί μου, ότι θα μεθύσω, ότι… Μετά τη δεύτερη-τρίτη βότκα, αυτοί φύγανε και το μαγαζί δεν μου ’δωσε άλλες. Και θυμάμαι ήθελα να πιω και δεν είχα και ποτό.

Κ.Γ.:

Ωραία. Ας πάμε τώρα στην Αφρική∙ και στην Αφρική είναι και το πρώτο ταξίδι μαζί με τη Γιασεμή, αν δεν κάνω λάθος.

Ι.Ζ.:

Και το πρώτο και το δεύτερο. Το πρώτο Τυνησία, δεύτερο Μαρόκο.

Κ.Γ.:

Ωραία. Ας πιάσουμε την Τυνησία, και ας μας πει και απ’ την πλευρά της η Γιασεμή πώς της φάνηκε όλο αυτό και πώς ξεκίνησε.

Γ.Λ.: Καταρχάς, ναι, εγώ πριν ξεκινήσω, είχα πολύ μεγάλο άγχος∙ άγχος για τη διατροφή, για το τι θα αντιμετωπίσω εκεί, κινδύνους κτλ., γιατί από δω με είχαν επηρεάσει πάρα πολύ, ότι: «Μην πάτε εκεί, γιατί είναι δύσκολα», τότε, εκείνο τον καιρό, δύσκολα με την έννοια ότι θα μας…
Ι.Ζ.:

Αυτό ήτανε στη Νότια Αφρική.

Γ.Λ.: Εντάξει, γενικά, ότι ήταν δύσκολο ταξίδι, τέλος πάντων, και: «Πού θα πάτε μόνοι σας;», είχαμε κι απ’ τους γονείς μου θέμα, απ’ τη μαμά μου, δεν ήθελε να πάμε. Ε, τελικά πήγαμε με άγχος μεγάλο. Δεν ήταν τίποτα, εγώ το αντιμετώπισα σαν Ευρώπη. Ήταν πολύ καλά τα πράγματα δηλαδή. Δεν είχαμε θέματα από ανθρώπους δηλαδή εκεί και…
Ι.Ζ.:

Η Τυνησία…

Γ.Λ.: Ναι. Μόνο στα σύνορα είχα ένα θέμα εγώ, πήγα να το παίξω λίγο έτσι τσαμπουκάς σε μία, γιατί είχα κουραστεί πάρα πολύ να περιμένουμε πόσες ώρες εκεί, και επειδή ο Σιδερής είναι συνηθισμένος εκεί, να περιμένει στα σύνορα, να έχει υπομονή, μου λέει: «Εδώ τσαμπουκάδες, Γιασεμή, δεν χρειάζεται, γιατί μπορεί να μη μας περάσουν και να πάει τσάμπα όλο το ταξίδι». Ναι, πήγα να τσαμπουκαλευτώ εκεί σε μία: «Γιατί μας έχεις τόσες ώρες εδώ; Αφού είμαστε εντάξει, τα χαρτιά μας, η μηχανή, τα διαβατήριά μας, γιατί μας έχεις εδώ;».
Κ.Γ.:

Σε ποια σύνορα ήτανε;

Γ.Λ.: Σιδερή;
Ι.Ζ.:

Είχαμε μπει Τυνησία, με το πλοίο πήγες…

Γ.Λ.: Ναι, απ’ το πλοίο και μετά, περνάς κάποια σύνορα…
Ι.Ζ.:

Της Τυνησίας.

Γ.Λ.: Της Τυνησίας, ναι.
Κ.Γ.:

Είπατε, πήγατε Τυνησία από…;

Ι.Ζ.:

Σικελία.

Κ.Γ.:

Από Σικελία.

Γ.Λ.: Ναι. Ε, αυτό, δεν είχαμε πρόβλημα. Μέναμε σε κάμπινγκ, οργανωμένα μπορώ να πω, φανταστική χώρα για μένα, και οι άνθρωποι πάρα πολύ καλοί. Ωραίες εικόνες, καμήλες… Πώς τις λένε τις άλλες;
Ι.Ζ.:

Ποιες;

Γ.Λ.: Τι άλλο είχαμε δει εκεί από ζώα;
Ι.Ζ.:

Μόνο καμήλες, δεν έχει κάτι…

Γ.Λ.: Δεν είχε κάτι άλλο; Μπερδεύομαι πάλι; Μπερδεύομαι πάλι, νομίζω, με την… Ναι, ναι, ναι, ναι. Μπερδεύομαι, ok.
Κ.Γ.:

Και μετά πώς γυρίσατε;

Ι.Ζ.:

Με τον ίδιο τρόπο, πάλι από Σικελία.

Κ.Γ.:

Τελικά, δεν ήτανε το ταξίδι τόσο επικίνδυνο όσο σας είχανε πει.

Γ.Λ.: Όχι, όχι, όχι. Από δω, ναι, είχα τρομοκρατηθεί λίγο, γιατί καμία σχέση με αυτά που είχα κάνει, αλλά δεν ήταν τίποτα. Τίποτα. Μια χαρά ήτανε, κανένα πρόβλημα δεν αντιμετωπίσαμε ούτε εκεί. Αλλά πάντα προσεκτικοί, έτσι; Στα ταξίδια μας. Δηλαδή όλη μέρα μπορεί να ταξιδεύουμε, να είμαστε πάνω στη μηχανή δέκα ώρες, δώδεκα ώρες, εννιά ώρες, το βράδυ, πριν νυχτώσει, έχουμε βρει ένα μέρος, ό,τι κι αν είναι αυτό, στη σκηνή θα είναι, σε μοτέλ θα είναι, πάντως δεν οδηγάμε το βράδυ. Σπάνια. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει λόγος για να οδηγήσουμε νύχτα.
Κ.Γ.:

Τι φοβόσασταν δηλαδή;

Γ.Λ.: Το βράδυ; Το βράδυ εγώ φοβάμαι ακόμα και το σκοτάδι. Δηλαδή μπορεί και να πεταχτεί κάτι στο δρόμο και να μην το δεις. Την ημέρα είναι άλλη η αίσθηση.
Κ.Γ.:

Το δεύτερο ταξίδι;

Ι.Ζ.:

Μαρόκο.

Γ.Λ.: Ναι. Κι εκεί πολύ ωραία, κι εκεί ήρεμα τα πράγματα.
Κ.Γ.:

Από πού πήγατε εκεί;

Ι.Ζ.:

Από Ισπανία περνάς.

Γ.Λ.: Γιβραλτάρ.
Κ.Γ.:

Πήγατε… δηλαδή ξεκινήσατε από δω;

Ι.Ζ.:

Φτάσαμε κάτω στη… Algeciras λέγεται το λιμάνι, δίπλα στο Γιβραλτάρ, και παίρνεις το πλοίο, είναι κοντά εκεί.

Κ.Γ.:

Πήγατε από Ευρώπη, έτσι; Ιταλία, Ισπανία…

Ι.Ζ.:

Ναι, ναι, παραλιακά.

Γ.Λ.: Ναι, αυτή η Ιταλία πια… πέρασμα. Νομίζω δεκατέσσερις φορές την έχω περάσει εγώ. Πάντα ήταν το πέρασμα από κει. Ναι, κι εκεί πάρα πολύ ωραία. Άγρια ομορφιά εκεί, γιατί ξεκινήσαμε από βουνά θυμάμαι…
Ι.Ζ.:

Ναι, ήταν το… Βουνά Rif λέγονται αυτά, στο βόρειο Μαρόκο, το οποίο θεωρείται έτσι λίγο επικίνδυνο μέρος, γιατί είναι παραγωγοί όλοι… Το χασίσι βγαίνει από κει.

Γ.Λ.: Ναι.
Ι.Ζ.:

Κι είχαμε ένα θεματάκι, δηλαδή μας κυνηγούσανε αμάξια να μας δώσουνε χασίσι.

Γ.Λ.: Μας κλείνανε.
Ι.Ζ.:

Μας κλείνανε και βγάζαν απ’ το παράθυρο κάτι κομμάτια σοκολάτες…

Κ.Γ.:

Για να σας πουλήσουνε δηλαδή.

Ι.Ζ.:

…για να πουλήσουνε.

Γ.Λ.: Ναι, ναι. Φωνάζανε δηλαδή, και με τα πόδια που ήταν και με αυτοκίνητα, τα οποία μας κλείνανε κιόλας –έτσι;– στο δρόμο. Μπαίνανε μπροστά μας, να μας σταματήσουν… Εκεί τρομοκρατήθηκα, γιατί ήμασταν και στο πουθενά, και του λέω: «Ρε Σιδερή, δεν γυρνάμε πίσω;». Δηλαδή το σκεφτόμουνα να φύγουμε από τη χώρα, αλλά τελικά, όταν μπήκαμε στις πόλεις, δεν είχαμε πρόβλημα, κανένα. Εκεί μόνο στα βουνά είναι λίγο άγρια η κατάσταση, είναι πολύ πίσω οι άνθρωποι.
Κ.Γ.:

Δεν σας πείραξε όμως κάποιος;

Γ.Λ.: Όχι, όχι.
Ι.Ζ.:

Όχι.

Κ.Γ.:

Απλά θέλανε… δηλαδή σας σταματούσαν για να πουλήσουνε, στην ουσία.

Ι.Ζ.:

Αλλά ήτανε… εντάξει, μπορεί να ’ταν και μαστουρωμένοι, δηλαδή λες: «Τώρα να με κλείσει με τ’ αμάξι…», πιο πολύ αυτό.

Γ.Λ.: Να μη χτυπήσουμε, αυτό φοβόμασταν. Να μη μας χτυπήσουν.
Κ.Γ.:

Σε ποιες πόλεις πήγατε στο Μαρόκο;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, οι γνωστές οι τουριστικές είναι… εκτός του Ραμπάτ, η πρωτεύουσα, είναι η Καζαμπλάνκα, η Φες, που είναι μεσαιωνική πόλη, Μαρακές…

Γ.Λ.: Μαρακές… Εκεί δεν ήταν και με τα ζωάκια ή κάνω πάλι λάθος; Με φίδια κάνουνε…
Ι.Ζ.:

Έχει μια πλατεία, είναι το κεντρικό μέρος, που κάνουνε σόου. Δηλαδή έχει από…

Κ.Γ.:

Στη Φες;

Ι.Ζ.:

Στο Μαρακές.

Κ.Γ.:

Μαρακές.

Ι.Ζ.:

Δηλαδή καταπίνουνε σπαθιά, έχει κλουβιά με ζώα, ο άλλος κάνει σόου με φίδια.

Γ.Λ.: Ναι. Μαϊμούδες, έχει διάφορα έτσι…
Ι.Ζ.:

Πολλά. Και μαζεύεται, ας πούμε, τουρισμός και είχαμε πάει κι εμείς με τη μηχανή, αλλά η πλάκα είναι ότι… με την Triumph τότε, ότι κάποια στιγμή όλοι γυρίσανε [Δ.Α.]…

Γ.Λ.: Φύγαν όλοι από κει, απ’ τα ζωάκια, που βλέπανε… ξέρεις, που γινόταν εκεί η ατραξιόν κτλ., και πήγαν όλοι στην Triumph και κοιτάζαν την Triumph, φωτογραφίες και τέτοια. Τους είχε φανεί περίεργη η μηχανή τότε. Ναι.
Κ.Γ.:

Πού μένατε βράδυ εκεί;

Γ.Λ.: Σε ξενοδοχείο εκεί μέναμε.
Ι.Ζ.:

Μαρακές, ναι, σε ξενοδοχείο.

Γ.Λ.: Ξενοδοχείο, ναι. Εντάξει, τώρα ξενοδοχείο… καταλαβαίνεις, έτσι;
Κ.Γ.:

Δηλαδή;

Γ.Λ.: Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο. Υπάρχει και λίγο βρομιά, δεν είναι καθαρά, αλλά από το τίποτα, λες: «Καλό είναι και το κρεβάτι αυτό, τουλάχιστον να είμαι ασφαλής το βράδυ» και συμβιβάζεσαι.
Κ.Γ.:

Ναι, δεν μπορούσατε εκεί να μείνετε σε σκηνή, ας πούμε, και τέτοια, μες στην πόλη;

Γ.Λ.: Κοίταξε, έχουμε μείνει… όχι, έχουμε μείνει όμως σε κάμπινγκ.
Ι.Ζ.:

Κοίταξε, εντάξει, εγώ έχει τύχει να ’χω βάλει σκηνή και στο Βερολίνο. Αλλά είχα πάει σε μια γειτονιά, ξύπνησα νωρίς… Το ρισκάρεις, μπορεί να ’ρθει η αστυνομία και να σου πει: «Βγάλ’ τη σκηνή».

Γ.Λ.: Τουλάχιστον να είναι κάμπινγκ οργανωμένο, οπότε είσαι και ασφαλής και έχεις και τουλάχιστον τα απαραίτητα∙ το ντους, την τουαλέτα, πολύ σημαντικό.
Κ.Γ.:

Πού βρίσκατε σε ποια μέρη θα μείνετε;

Γ.Λ.: Α, αυτό που λένε «όπου γης και πατρίς», ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας.
Ι.Ζ.:

Κοίτα, εγώ έκανα ένα πρόγραμμα τι ήθελα να δω κι από κει και πέρα υπολόγιζα πού θα είμαι το βράδυ… Πάνω-κάτω, όχι για να μείνω, αλλά και πηγαίνοντας, ή προσπερνούσα ή π[01:10:00]ριν ή εκεί πέρα, όπου μου άρεσε έβαζα τη σκηνή…

Γ.Λ.: Ναι, αυτό, αυτό το…
Ι.Ζ.:

Ή ανάλογα, ή σε κάμπινγκ… Αν ήτανε κάμπινγκ, ακόμα καλύτερα.

Γ.Λ.: Ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας∙ χωράφι ήτανε, βενζινάδικο ήτανε, κάμπινγκ –για μένα χαρά μεγάλη. Μοτέλ, ακόμα καλύτερα. Ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας, τίποτα δεν ήταν προγραμματισμένο.
Κ.Γ.:

Εσύ, Γιασεμή, έκανες πιο παλιά, ας πούμε, ταξίδια ή κάμπινγκ ή οτιδήποτε, ή ήταν η πρώτη φορά που τα δοκίμασες όλα αυτά;

Γ.Λ.: Όχι, όχι, ποτέ, ποτέ. Καταρχάς, ήμουνα κατά του κάμπινγκ, δεν μου άρεσε ποτέ, γιατί πάντα θέλω την άνεσή μου, σαν γυναίκα. Ε, τώρα, ο έρωτας κάνει πολλά, να ξέρεις, οπότε ακολουθείς όταν είσαι ερωτευμένος. Ναι, έκανα κάτι που δεν περίμενα να το κάνω στη ζωή μου, ξεπέρασα τα όριά μου, αλλά μείνανε και πολλές αναμνήσεις. Έτσι; Κουβαλάω πάρα πολλά στο μυαλό μου, τα οποία είναι και μπερδεμένα, γιατί είναι τόσα πολλά, που πολλές φορές τον ρωτάω: «Πότε ήμασταν εκεί, πού πήγαμε, θυμάσαι; Γιατί εγώ δεν θυμάμαι». Είναι όλα μαζεμένα, ξέρεις, όλες οι εικόνες έχουνε γίνει…
Κ.Γ.:

Κάποια δυσκολία στο Μαρόκο;

Ι.Ζ.:

Η βροχή κι ο αέρας.

Γ.Λ.: Από ανθρώπους όχι, αλλά ο καιρός ήταν δύσκολος. Νομίζω απ’ τη μεριά του Ατλαντικού…
Ι.Ζ.:

Και στη Σικελία είχαμε θέμα… Αυτά τα μέρη βγάζουνε κυκλώνες.

Γ.Λ.: Ναι.
Ι.Ζ.:

Η Σικελία πάντα έχει αέρα, μας είχε τύχει μια φάση με πάρα πολλή βροχή κι αέρα, σταματήσαν τα αμάξια υποχρεωτικά…

Γ.Λ.: Ναι, πάνω σε μια γέφυρα. Ευτυχώς πριν την περάσουμε.
Ι.Ζ.:

Μας σταματήσανε…

Γ.Λ.: Μας σταμάτησαν και δεν καταλάβαμε και γιατί μας σταμάτησαν…
Ι.Ζ.:

Μας σταματήσαν οι οδηγοί δηλαδή, όχι η αστυνομία, επειδή ξέραν τον καιρό. Και μας έχει ξανατύχει διπλές φορές στη Σικελία. Εκεί στο Μαρόκο ήτανε πια… τελείωνε το Μαρόκο και μπαίναμε Δυτική Σαχάρα. Δυτική Σαχάρα ήτανε κράτος το οποίο, ειρηνικά μεν, με κάποιο τρόπο, το έχει καταλάβει το Μαρόκο, αλλά ακόμα υπάρχουνε θέματα, δηλαδή έχει αυτονομιστές. Δηλαδή θεωρείται, ας πούμε, ότι είναι ανεξάρτητο κράτος. Ήθελα να πάω, και ήταν απόγευμα, ήτανε πολύ αραιοκατοικημένα εκεί πέρα, είναι κάθε τριακόσια-πεντακόσια χιλιόμετρα οι πόλεις, γιατί περνάς πια όλη τη Σαχάρα. Δηλαδή, για να καταλάβεις, απ’ το νότιο Μαρόκο μέχρι την πρωτεύουσα της Μαυριτανίας είναι μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα, δυόμισι νομίζω, αν θυμάμαι καλά, τα οποία είναι… όλα περνάς έρημο, δεν έχει τίποτα άλλο, έρημο και δεξιά σου είναι ο Ατλαντικός.

Γ.Λ.: Ναι, αριστερά έρημος, δεξιά Ατλαντικός και κάτι ψαροκαλύβες έβλεπες έτσι ανά διαστήματα και τίποτα άλλο.
Ι.Ζ.:

Μάλιστα, είναι και περίπου σ’ ένα υψόμετρο εκατό μέτρα πάνω απ’ τη θάλασσα, πενήντα μέτρα, είναι γκρεμός δηλαδή από κάτω. Μπορεί να βλέπεις παραλία τώρα με άμμο, που να είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα, είκοσι χιλιόμετρα παραλία έτσι. Και ήταν απόγευμα και της λέω: «Εντάξει, είναι πόλη, τριακόσια χιλιόμετρα…».

Γ.Λ.: «…θα φτάσουμε».
Ι.Ζ.:

«Ερημιά είναι. Εντάξει, έρημος, βλέπεις. Δεν έχει κίνηση, θα φτάσουμε και λίγο βράδυ, θα φτάσουμε εκεί πέρα». Ε, ξεκινάμε, αλλά είχε τέτοιο αέρα δεξιά… θυμάμαι δηλαδή ότι κάποια στιγμή μου λέει: «Πού πάμε;».

Γ.Λ.: Του λέω, ναι: «Πού πάμε;».
Ι.Ζ.:

Εντωμεταξύ, βλέπαμε τον καιρό, ένα μαύρο σύννεφο μπροστά. Και μου ’μεινε εικόνα, την ώρα που μπήκαμε στο σύννεφο, ήταν λες και χτυπούσες σ’ έναν τοίχο πάνω, δηλαδή καταλάβαινες τη διαφορά. Και άρχισε ο πολύς αέρας. Και κάποια στιγμή…

Γ.Λ.: Τη μηχανή δεν μπορούσε να την κρατήσει όρθια, έτσι; Οπότε…
Ι.Ζ.:

Με είκοσι χιλιόμετρα.

Γ.Λ.: …του λέω: «Πού πάμε, Σιδερή, σταμάτα. Να γυρίσουμε πίσω».
Ι.Ζ.:

Τώρα εγώ υπολόγιζα να πηγαίνω, ξέρω γω, με εκατό, εκατόν είκοσι, και πήγαινα με είκοσι, άρα δεν έβγαινε.

Γ.Λ.: Και σταμάτησε, με χίλια βάσανα, και κατεβαίνω κι εγώ με άλλα χίλια βάσανα απ’ τη μηχανή, γιατί δεν μπορούσα να κρατηθώ, θα μ’ έπαιρνε ο αέρας

.

Ι.Ζ.:

Κι η πλάκα, της λέω: «Κράτα μου με τη μηχανή…».

Γ.Λ.: «…για να γυρίσω».
Ι.Ζ.:

«…για να μην πέσω, για να γυρίσω».

Γ.Λ.: Και τσούκου, τσούκου, σιγά σιγά, γύρισε και τη στιγμή που γυρνάει τη μηχανή για να καβαλήσω ξανά, να κάνουμε πίσω, ακούμε έναν δυνατό θόρυβο και περνάει ένα βαρέλι μπροστά απ’ τον δρόμο και φεύγει και πάει κάτω στη θάλασσα. Δηλαδή από κάπου ήρθε αυτό, με τον αέρα, αν συνεχίζαμε…
Ι.Ζ.:

Όχι, ανάποδα το ’πε…

Γ.Λ.: Αν συνεχίζαμε, θα μας έριχνε…
Ι.Ζ.:

Έφυγε απ’ τη μεριά της θάλασσας και πήγε προς την έρημο. Κι είχε ρίξει και τις καλύβες αυτωνών που μένανε κάτω.

Γ.Λ.: Των ψαράδων.
Ι.Ζ.:

Των Ψαράδων. Αφού θυμάμαι πήγα να στρίψω τη μηχανή, είχα τον αέρα πίσω την ώρα που έστριβα, ο αέρας ήταν στα πλάγια δεξιά μου, στρίβοντας εγώ από αριστερά απ’ τον αέρα, θυμάμαι ότι πατούσα φρένο για να μπορέσω να στρίψω.

Γ.Λ.: Και κράταγα κι εγώ τη μηχανή, για να μη με πάρει ο αέρας. Τόσο πολύ αέρα δηλαδή είχε. Ήτανε δύσκολα εκεί. Και μετά γυρίσαμε και βρήκαμε…
Ι.Ζ.:

Αέρα και βροχή, κι έβρεχε.

Γ.Λ.: …στη μοναδική πόλη –έτσι;–, το μοναδικό ξενοδοχείο…
Ι.Ζ.:

Ταν-Ταν.

Γ.Λ.: Στην Ταν-Ταν, μπράβο. Δεν υπήρχε άλλο ξενοδοχείο, «Εδώ θα μείνουμε, ok», ο καιρός χάλια. Πάμε να μπούμε στο ξενοδοχείο, οι κατσαρίδες τρέχανε έξω απ’ το ξενοδοχείο σαν τρελές. «Χριστέ μου», λέω, «πού θα πάμε; Πού θα κοιμηθώ», του λέω του Σιδερή, «με τις κατσαρίδες; Φαντάσου», λέω, «να ’ναι έξω, πάνω τι θα γίνεται;». Πήγαμε πάνω, εντάξει, ψιλοκοιμηθήκαμε μ’ αυτή την κατάσταση. Το πρωί, που ξυπνήσαμε για να φύγουμε…
Ι.Ζ.:

Θυμάσαι την τουαλέτα, [Δ.Α.] το σκαλοπάτι;

Γ.Λ.: Ναι, το θυμάμαι. Για να πας στην τουαλέτα, ανέβαινες ένα σκαλοπάτι, πέρναγες μία ντουζιέρα και μετά ήταν η τουαλέτα. Ήταν ανάποδα δηλαδή…
Ι.Ζ.:

Η λεκάνη, δηλαδή ήτανε…

Γ.Λ.: Η λεκάνη ήταν μέσα, έξω η ντουζιέρα. Το πρωί, που σηκωθήκαμε να φύγουμε, θυμάμαι ήρθε μία, παχιά γυναίκα, με ένα θυμιατό, θυμιάτισε το δωμάτιο, που φύγαμε, κάτι είπε έτσι λίγο…
Ι.Ζ.:

Εντάξει, μουσουλμάνοι έτσι φανατικοί.

Γ.Λ.: Λίγο νευρικιά, λίγο… ναι. Κάπως μας είδε, σαν μιάσματα μάλλον μας είδε, και καθάρισε το δωμάτιο μ’ αυτό τον τρόπο, γιατί είμαστε μάλλον χριστιανοί και δεν της άρεσε

.

Ι.Ζ.:

Βέβαια, για να ’μαστε δίκαιοι, αυτό ήταν το ’99. Μετά από… Το ’10, που ξαναπήγα, μετά από έντεκα χρόνια, ήταν εντελώς διαφορετικά. Δηλαδή αυτή η πόλη ήταν υπερσύγχρονη, φοβερή ανάπτυξη, δρόμοι. Σε αντίθεση με την Τυνησία, η οποία είχε μείνει στάσιμη. Αλλά το Μαρόκο είχε πολλή ανάπτυξη.

Κ.Γ.:

Ωραία. Μετά; Επόμενο;

Ι.Ζ.:

Το επόμενο… το 2000 πήγαμε Μέση Ανατολή-Αίγυπτο. Ξεκινήσαμε από Τουρκία, περάσαμε Συρία, Ιορδανία… Εντάξει, ωραία μέρη.

Γ.Λ.: Συναρπαστικά ταξίδια αυτά.
Ι.Ζ.:

Στην Πέτρα, ας πούμε, που ’χαμε πάει, στην Ιορδανία, εκεί που είναι το… Η Πέτρα στην Ιορδανία και στη Συρία η Παλμύρα. Θα πούμε Αίγυπτο∙ στην Αίγυπτο έχει διαδικασία, δηλαδή εκτός τη βίζα και τα χαρτιά, από δω διεθνές δίπλωμα, κάτι άλλα που χρειάζονται, το καρνέ αυτό είναι ένα σοβαρό θέμα. Δηλαδή σε κάποια μέρη έπρεπε να δώσεις τρία χιλιάρικα στην ΕΛΠΑ –τώρα δεν γίνεται στην ΕΛΠΑ, τώρα είναι πιο δύσκολα ακόμα, πρέπει μέσω γερμανικής εταιρείας–, τα οποία τα παίρνεις πίσω άμα γυρίσεις και έχουνε το νόημα ότι δεν μπορείς να πουλήσεις τη μηχανή σαν εγγύηση. Αν σου κλέψουν τη μηχανή, χάνεις και τα λεφτά βέβαια. Πρέπει δηλαδή να παρουσιάσεις τη μηχανή γυρίζοντας, με τη σφραγίδα του τελευταίου κράτους, για να πάρεις πίσω τα χρήματα. Τα είχαμε όλα αυτά, αλλά η Αίγυπτος έχει τόσο πολλή γραφειοκρατία, που ήμαστε τέσσερις-πέντε μηχανές, μας πηγαίνανε δικοί τους από το ένα γραφείο στ’ άλλο και φάγαμε έξι-εφτά ώρες. Απ’ τ’ απόγευμα, μάς αφήσαν δέκα η ώρα το βράδυ να φύγουμε. Με κερί να παίρνουνε τους αριθμούς κινητήρα, πλαισίου, πινακίδες δικές τους… Φοβερή διαδικασία!

Γ.Λ.: Ναι, πάνω απ’ τη δικιά μας πινακίδα βάλαν δικές τους πινακίδες, οπότε κυκλοφορούσαμε με τις δικές τους πινακίδες. Και μετά βγαίνοντας, τις πήρανε πάλι.
Ι.Ζ.:

Για να πάμε εκεί, πήραμε πλοίο απ’ την Άκαμπα, ένα λιμάνι είναι, περάσαμε στο Σινά, διασχίσαμε το Σινά και μετά μπήκαμε Αίγυπτο. Για να διασχίσεις την Αίγυπτο τώρα, από το Κάιρο να κατέβεις κάτω τον Νείλο, πήγαινες με κομβόι. Δηλαδή σου ’λεγε: «Τη συγκεκριμένη μέρα, ας πούμε, εννιά η ώρα το πρωί, θα φύγουμε συνοδεία, όσοι θέλουν να πάνε, ξέρω γω, προς Ασουάν…», ή αν πηγαίναν απ’ την άλλη μεριά, από Ερυθρά Θάλασσα, ήταν άλλο κομβόι.

Κ.Γ.:

Γιατί γίνεται αυτό;

Ι.Ζ.:

Προστασία, γιατί είχανε σκοτώσει αρκετούς τουρίστες.

Γ.Λ.: Ασφάλεια.
Ι.Ζ.:

Για ασφάλεια. Πριν κάνουμε όμως εμείς αυτό, πήγαμε στις δυτικές οάσεις, το οποίο είναι μέσα από τη Σαχάρα, αλλά έχει έτσι πέντε-έξι οάσεις, με τα χωριά τους, που είναι ωραία. Δηλαδή σε κάποια σημεία είναι λευκή η άμμος, αλλού είναι κόκκινη.

Γ.Λ.: Και αλλού μαύρη.
Ι.Ζ.:

Εκεί, παρόλο που ήταν ερημικά, πήγαινες έτσι. Εντάξει, μετά γυρίζοντας, πήγαμε στις πυραμίδες. Πήγαμε με κομβόι τη διαδρομή, όχι μονοκόμματα, σταματούσαμε, ας πούμε, Λούξορ, Καρνάκ, ανάλογα ας πούμε, μέναμε, παίρναμε την άλλη μέρα το άλλο κομμάτι. Και φτάσαμε μέχρι… όχι ακριβώς… Ναι, μέχρι το Ασουάν, δεν πήγαμε πιο κάτω.

Γ.Λ.: Ναι. Κάναμε τη βόλτα μας στον Νείλο, με φελούκες, ωραία ήτανε. Μας είχανε πει τα ποδαράκια μας να μην τα βάζουμε μέσα στο νερό, γιατί έχει πάρα πολλά μικρόβια, να είμαστε προσεκτικοί με τα νερά, με τη διατροφή. Ευτυχώς, δεν πάθαμε κάτι, γιατί εμείς πάντα προσέχαμε σε όλα αυτά τα μέρη τη διατροφή μας, οπότε δόξα τω Θεώ δεν πάθαμε τίποτα. Παρόλο που πάντα παίρνουμε φάρμακα μαζί μας, προαιρετικά, δεν έχουμε πάθει κάτι σοβαρό.
Ι.Ζ.:

Πολλοί –και με γιατρούς που έχω συζητήσει– πηγαίνανε στην Αίγυπτο και είχανε θέματα, διάρροιες και… Και το συζητούσαμε και λένε: «Παίρναμε προφυλάξεις, πλέναμε τα δόντια μας με εμφιαλωμένο νερό», αλλά όλοι κάνουν ένα λάθος, λούζονται, και όταν λούζεσαι και αφήσεις το νερό και περάσει μες στο στόμα σου, είναι το ίδιο πράμα. Δηλαδή τι να πιεις νερό, τι να…

Γ.Λ.: Το μικρόβιο μπαίνει.
Ι.Ζ.:

Δηλαδή οι πιο πολλοί, ακόμα και με γιατρούς που συζητούσα, μου λένε ότι τελικά αυτό είναι.

Γ.Λ.: Ναι, προσέχαμε πολύ.
Ι.Ζ.:

Πρέπει να προσέχεις στο λούσιμο και στο πλύσιμο να μην πάει το νερό στο στόμα σου.

Γ.Λ.: Στο ντους δηλαδή όταν κάνεις.
Ι.Ζ.:

Και το πρόσωπό σου άμα π[01:20:00]λένεις.

Γ.Λ.: Ναι, ναι. Οπότε πάντα με εμφιαλωμένο προσπαθούσαμε να… Γιατί αν πάθεις κάτι σ’ αυτά τα μέρη κι έχεις να ταξιδέψεις την άλλη μέρα, ε δεν νομίζω ότι… Θα πάει όλο το ταξίδι μετά χάλια. Οπότε προσέχεις πάρα πολύ. Μπορεί να πεινάσεις, δηλαδή να δεις κάτι και να σου αρέσει, να σου μυρίσει και να πεις: «Αχ, να το είχα», κάνεις κράτει γι’ αυτό και μόνο το λόγο, «Μην τυχόν και πάθω κάτι και τι θα γίνει μετά, πώς θα ταξιδέψω;».
Ι.Ζ.:

Εγώ έχω ξεχάσει να σου πω ότι δεν είχα ποτέ θέμα, γιατί πάντα έπαιρνα το φαγητό μαζί μου. Δηλαδή πάντα τρώω μια κονσέρβα το κάθε βράδυ ή, ξέρω γω, δυο κονσέρβες στα τρία βράδια…

Γ.Λ.: Ξηρούς καρπούς, ανάλογα.
Ι.Ζ.:

Και τα παίρνω μαζί μου από δω. Δηλαδή, ας πούμε, στα τελευταία ταξίδια μπορεί να ’χα εξήντα κονσέρβες μαζί μου.

Γ.Λ.: Ναι.
Κ.Γ.:

Αυτό δεν είναι βάρος όμως;

Γ.Λ.: Είναι, είναι.
Ι.Ζ.:

Είναι, αλλά εντάξει, η μηχανή έχει χώρους… Με το BMW λέμε, το GS δεν με προβλημάτισε.

Κ.Γ.:

Πιο παλιά, που ήτανε πιο μικρές οι μηχανές και…;

Ι.Ζ.:

Όταν πηγαίναμε παρέα, παίρναμε πιο λίγες, γιατί παίρναμε από σούπερ μάρκετ ψωμί, τυρί, και τρώγαμε έτσι.

Γ.Λ.: Ναι, ψώνιζα σούπερ μάρκετ δηλαδή ό,τι θέλαμε, από φρούτα και αυτά, και τη βγάζαμε έτσι. Σπάνια να καθίσουμε να φάμε, γι’ αυτό και δεν έχουμε ιδέα, από καμία χώρα, τα φαγητά τους. Δεν έχουμε δοκιμάσει τα φαγητά τους, μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο.
Ι.Ζ.:

Εκτός από… Σικελία;

Γ.Λ.: Εκτός απ’ τη Σικελία, ναι, που είχαμε φάει ένα σνίτσελ πάρα πολύ ωραίο, και ρωτήσαμε… ήταν το μοναδικό βασικά ανοιχτό το βράδυ και λέμε: «Θα πάμε εκεί να φάμε». Ήταν καθαρό το μαγαζί…
Ι.Ζ.:

Self-service, ένα σαν fast food.

Γ.Λ.: Φαστφουντάδικο σχετικά, ναι. Κάπως έτσι.
Ι.Ζ.:

Και το ’δαμε στη βιτρίνα, μας φάνηκε πολύ ωραίο το κρέας αυτό.

Γ.Λ.: Ναι, και πήραμε κρέας, αυτό, σνίτσελ, αρακά, ξέρεις, καρότα κτλ. Και ρωτήσαμε: «Τι είναι αυτό το κρέας; Γιατί είναι πάρα πολύ ωραίο», νομίζαμε ότι είναι χοιρινό, αλλά ήτανε γάτα. Και φάγαμε γάτα.
Ι.Ζ.:

Και ξαναφάγαμε.

Γ.Λ.: Η οποία μάς άρεσε τόσο πολύ, που πήγαμε και ξαναφάγαμε. Είναι σαν να τρως το χοιρινό το σνίτσελ, ένα ροζ χρώμα, και είναι πανέμορφο. Ναι.
Κ.Γ.:

Ωραία.

Γ.Λ.: Το μόνο δηλαδή που φάγαμε έτσι…
Κ.Γ.:

Παράξενο.

Γ.Λ.: …περίεργο, ναι. Και το άλογο στη… πάλι Ιταλία κάπου.
Ι.Ζ.:

Εντάξει, το άλογο δεν είναι…

Γ.Λ.: Που το τρώνε κι εδώ, νομίζω.
Κ.Γ.:

Ωραία. Ας ξαναγυρίσουμε πάλι στην Αφρική. Το επόμενο ταξίδι απ’ την Αίγυπτο; Καταρχάς, στην Αίγυπτο είδατε κάτι περίεργο, ας το πούμε;

Ι.Ζ.:

Ε, όλα είναι περίεργα εκεί, οι πυραμίδες…

Κ.Γ.:

Όχι, όχι, όχι περίεργο. Εννοώ αν νιώσατε κάπου περίεργα.

Γ.Λ.: Όχι, πουθενά.
Ι.Ζ.:

Πέρα απ’ τη βρόμα, πολλή βρόμα, έτσι; Δηλαδή να βλέπεις τώρα στο δρόμο… Στα κανάλια του Νείλου, τα οποία κανάλια είχαν, ας πούμε, ένα πλάτος τέσσερα-πέντε μέτρα, μπορούσες να περπατήσεις. Δηλαδή είχε τόσο σκουπίδι πάνω…

Γ.Λ.: Άνετα.
Ι.Ζ.:

…ζώα ψόφια, που περπατούσες πάνω στο νερό.

Γ.Λ.: Αγελάδες ψόφιες, σκουπίδια, συμπαγές δηλαδή το ποτάμι, το κανάλι.
Ι.Ζ.:

Κι από πάνω τα σπίτια, έτσι; Δηλαδή μένανε εκεί πάνω.

Γ.Λ.: Και δεξιά-αριστερά τα σπίτια. Κι αυτό που μου έκανε εντύπωση ήτανε τα κρεοπωλεία τους. Κρεμόντουσαν τα ζώα…
Ι.Ζ.:

Έξω.

Γ.Λ.: …απ’ τα τσιγκέλια, εντάξει, με ζέστη φοβερή, με εκατομμύρια μύγες επάνω, στάζανε κάτω τα αίματα, πηγαίναν οι σκύλοι από κάτω, οι γάτες, γλείφανε τα αίματα, και ο κόσμος ψώνιζε για να μαγειρέψει. Είχε πολλή βρόμα η Αίγυπτος, πάρα πολλή!
Κ.Γ.:

Δηλαδή σε σχέση με την Τυνησία και Μαρόκο;

Γ.Λ.: Καμία σχέση, καμία σχέση.
Ι.Ζ.:

Κι εκεί βρόμικα, αλλά όχι σαν την…

Γ.Λ.: Όχι τόσο, ναι.
Κ.Γ.:

Ωραία. Επόμενο ταξίδι;

Ι.Ζ.:

Μεγάλο ήταν το 2002, που αποφάσισα να πήγαινα κάπου μακριά. Τότε ακόμα, εντάξει, και το ίντερνετ ήταν διαφορετικό, δεν μπορούσες να βρεις πολλά πράγματα. Τελικά, βρήκα… έπαιρνα κάποια πρακτορεία που θα μπορούσαν να μεταφέρουν τη μηχανή με αεροπλάνο. Στα τρία-τέσσερα πρώτα που πήρα, νόμιζαν ότι τους έκανα πλάκα. Τελικά, βρήκα κάποιον, με τον οποίο έχουμε και κρατήσει επαφές, με τον τύπο αυτόν, ο οποίος έκανε κι αυτός πολλά ταξίδια παράξενα, οπότε με βοήθησε. Και του λέω: «Θέλω να πάω ή Αφρική ή Αυστραλία, με κατά προτίμηση Αφρική, όπου μου βρεις, να μεταφέρω τη μηχανή». Τελικά, έτσι το κάναμε, πήγαμε βάλαμε τη μηχανή στο αεροπλάνο, σε άλλο αεροπλάνο βέβαια, όχι το δικό μας, και την πήγαμε Γιοχάνεσμπουργκ. Και από κει πήγαμε Μποτσουάνα, Λεσότο, Σουαζιλάνδη, Ζιμπάμπουε, μπήκαμε Ναμίμπια, αλλά τελικά δεν μας δεχτήκανε, γιατί θέλανε βίζα, και κάναμε αυτά τα μέρη.

Γ.Λ.: Και εκεί βέβαια δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα από ανθρώπους, έτσι;
Ι.Ζ.:

Παρόλο που όλοι λέγανε… Και είχα συγγενείς που είχανε μείνει εκεί πέρα, εκεί την τρομάξανε.

Γ.Λ.: Ναι, εκεί, σ’ αυτό το ταξίδι τελικά έφυγα επηρεασμένη.
Κ.Γ.:

Για ποια χώρα σας…;

Ι.Ζ.:

Για το Γιοχάνεσμπουργκ, Νότια Αφρική.

Γ.Λ.: Για Νότιο Αφρική μού είπαν ότι πετάνε ενέσεις μολυσμένες με AIDS. Εγώ το πίστεψα εδώ, και: «Πού θα πάτε;» κτλ., και έφυγα, θυμάμαι, μη σου πω με ψυχολογικά, με πονοκέφαλο. Και τελικά τίποτα δεν ήταν απ’ όλα αυτά. Ήταν φανταστικοί άνθρωποι, οι μαύροι τέλειοι όλοι τους. Πήγαμε σε ένα μέρος, πριν πάμε στο Γιοχάνεσμπουργκ, στους φίλους μας… όχι στο Πορτ Ελίζαμπεθ, συγνώμη, που είχαμε κάτι γνωστούς από Χίο και μένανε εκεί και μας φιλοξένησαν, όταν πήγαμε και τους βρήκαμε, μας είπαν: «Μην τυχόν και πάτε στα μαύρικα, γιατί είναι πολύ επικίνδυνα». «Πού είναι τα μαύρικα;». «Εκεί». «Μα εμείς πήγαμε», τους είπαμε, «και δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα», μάλλον ήμασταν απ’ τους τυχερούς, δεν είχαμε θέμα. Ήμασταν οι μόνοι λευκοί σ’ αυτό το μέρος, στα μαύρικα που λένε, και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Δηλαδή και το βράδυ που κυκλοφορούσαμε με τα πόδια μόνοι μας, κανένα πρόβλημα!
Ι.Ζ.:

Και στο Γιοχάνεσμπουργκ… Εντάξει, βέβαια στο Γιοχάνεσμπουργκ, βράδυ που βγήκαμε, βλέπεις τα σπίτια, είναι όλα με ηλεκτροφόρα καλώδια κι αυτά, αλλά εντάξει δεν είχαμε…

Γ.Λ.: Συναγερμούς κτλ., ναι, εντάξει, αλλά δεν είχαμε και… Περπατώντας το βράδυ, που πηγαίναμε για φαγητό ή, ξέρω γω, για καφέ, δεν είχαμε κανένα θέμα. Δεν μας πείραξε ποτέ κανείς.
Κ.Γ.:

Φαγητό και νερό εκεί;

Ι.Ζ.:

Νερό εμφιαλωμένο.

Γ.Λ.: Εμφιαλωμένο πάντα, πάντα. Πάντα.
Κ.Γ.:

Φαγητό;

Γ.Λ.: Φαγητό ευρωπαϊκό…
Ι.Ζ.:

Φάγαμε, ας πούμε…

Γ.Λ.: …κινέζικο φάγαμε. Πάρα πολύ φθηνά, αυτή η χώρα πάρα πολύ φθηνή. Μόνο τα εισιτήρια είναι ακριβά.
Κ.Γ.:

Εσείς πήγατε με αεροπλάνο από δω, ξεχωριστό από τη μηχανή, έτσι;

Γ.Λ.: Ναι, ναι, με cargo πήγε.
Ι.Ζ.:

Της μηχανής ήτανε πολύ, πήγε τρία χιλιάρικα. Ήταν ότι είχε πρωτομπεί το ευρώ, ένα εκατομμύριο ήτανε για τη μηχανή.

Γ.Λ.: Ναι, την κάναμε από δω συσκευασία, κάναμε ολόκληρη διαδικασία…
Ι.Ζ.:

Ναι, σε κιβώτιο μέσα, ξύλινο, το οποίο κάθε πόντος στο πλάτος ήτανε πενήντα χιλιάδες δραχμές παραπάνω, οπότε το κάναμε όσο γινότανε πιο…

Γ.Λ.: Οπότε όλη τη νύχτα δουλεύαμε μαζί με τον Σπύρο τον Μπουλά, που έχει το συνεργείο.
Κ.Γ.:

Ναι, ναι.

Γ.Λ.: Και μαζεύαμε, μαζεύαμε, να πενήντα χιλιάρικα, να πενήντα χιλιάρικα, ξέρεις προσπαθούσαμε να το κάνουμε όσο γίνεται πιο οικονομικό. Και πήγαμε τη βρήκαμε εκεί, γιατί εμείς φύγαμε άλλη στιγμή με το αεροπλάνο. Τη βρήκαμε εκεί, φουσκώσαμε λάστιχα, βενζίνα βάλαμε, αφήσαμε το κασόνι, να το πω, τη συσκευασία, εκεί, σ’ αυτό το μέρος… Τι ήταν αυτό; Τι ήτανε;
Ι.Ζ.:

Πρακτορείο.

Γ.Λ.: Πρακτορείο. Κι όταν γυρίσαμε, πάλι την κάναμε…
Κ.Γ.:

Ξανά.

Γ.Λ.: Ξανά, πάλι κτλ., και την ξαναστείλαμε πίσω.
Κ.Γ.:

Ωραία. Περιγράψτε μου τώρα κάποιες εικόνες απ’ την Αφρική, από εκεί. Δηλαδή…

Γ.Λ.: Αυτό εμένα που μου έχει μείνει είναι αυτό που κάναμε, το… Πες το. Που μπήκαμε μες στο Κρούγκερ, στο πάρκο.
Ι.Ζ.:

Στην Αφρική, ας πούμε, έχει… όταν λέμε «πάρκα», ας πούμε το Κρούγκερ, το πιο μεγάλο, είναι… φαντάσου το νησί της Χίου το λένε «πάρκο άγριων ζώων» και είναι ελεγχόμενο όταν θα μπεις μέσα. Δηλαδή έχει κάποιες πύλες για να μπεις και σου λένε: «Το βράδυ έξι η ώρα το αργότερο, θα είσαι μες στις εγκαταστάσεις», που είναι ξενοδοχεία… σπίτια δηλαδή…

Γ.Λ.: Τα πάντα έχει.
Ι.Ζ.:

…αχυροκατασκευές, όμορφα σπίτια, τα πάντα, αλλά πρέπει να είσαι εκεί. Και μπορείς να φύγεις, ας πούμε, εφτά ή οχτώ η ώρα το πρωί, δεν θυμάμαι.

Γ.Λ.: Για να κάνεις βόλτα σε όλο αυτό το πάρκο, με αμάξι φυσικά, όχι με μηχανή.
Ι.Ζ.:

Ναι, απαγορεύεται η μηχανή.

Γ.Λ.: Απαγορεύεται. Νοικιάζεις αυτοκίνητο, το οποίο είναι πάμφθηνο, δεν θυμάμαι πόσα.
Ι.Ζ.:

Γύρω στα είκοσι ευρώ ήτανε.

Γ.Λ.: Ναι, και κάναμε βόλτα, ξέρεις, μες στο πάρκο και είδαμε πάρα πολλά ζώα ελεύθερα.
Ι.Ζ.:

Απαγορεύεται να βγεις απ’ τ’ αμάξι, μόνο σε ένα σημείο επιτρεπόταν να βγεις, αλλά είχε φύλακες με όπλα, σε μια γέφυρα πάνω. Για ασφάλεια δικιά σου και πιο πολύ για ασφάλεια των ζώων, δηλαδή η ταχύτητα, ας πούμε, για να καταλάβεις, είναι πενήντα χιλιόμετρα μάξιμουμ όταν είναι άσφαλτος, σαράντα άμα είναι χώμα. Απαγορεύεται να ταΐσεις ζώα, αλλά βλέπεις τα πάντα, δηλαδή ρινόκερους, ελέφαντες…

Γ.Λ.: Καμηλοπαρδάλεις, είδαμε άσπρη καμηλοπάρδαλη, που είναι σπάνια να τη δεις, άσπρη. Μετά κάναμε και… Πώς το λένε;
Ι.Ζ.:

Αυτό ήταν στο Κρούγκερ, το οποίο ήταν, εντάξει, το πιο οργανωμένο. Στο νότιο κομμάτι της Νότιας Αφρικής, κοντά στο Κέιπ Τάουν, μες στον κόλπο του Κέιπ Τάουν, πάνε πολλές φάλαινες και μιλάμε τώρα στα τέσσερα μέτρα από μάς να βλέπεις τη φάλαινα. Δηλαδή κατεβαίνει κάθετα, ας πούμε, το βουνό και να ’ναι τώρα οι φάλαινες μες στον κόλπο, αλλά μιλάμε ολόκληρα τέρατα –έτσι;–, μεγάλες, όχι…

Γ.Λ.: Θηρία. Ναι. Κάναμε ξανά όμως σε πάρκο έτσι…
Ι.Ζ.:

Αυτό ήτανε στη Ζιμπάμπουε. Μπήκαμε Λεσότο, μπήκαμε Σουαζιλάνδη. Στο Λεσότο πολλές κηδείες, πάρ[01:30:00]α πολλά από AIDS, γιατί είχανε και…

Γ.Λ.: Που δεν καταλάβαμε στην αρχή όμως τι ήταν, έτσι;
Ι.Ζ.:

Ναι, γιατί το κάνουν σαν γιορτή αυτοί.

Γ.Λ.: Γιατί τραγουδάνε, στις κηδείες εκεί τραγουδάνε, φοράνε πολύχρωμα ρούχα και νομίζαμε ότι κάνουνε κάτι σαν πανηγύρι. Αλλά βλέπαμε σπίτι παρά σπίτι όλο αυτό. Και μετά είδαμε ότι υπάρχει νεκρός και ότι υπάρχει και πινακίδα που λέει ότι πρέπει να φοράνε προφυλακτικά γιατί υπάρχει πάρα πολύ το AIDS εκεί. Και καταλάβαμε ότι όλοι αυτοί ήτανε νεκροί από AIDS. Και μας το είπανε νομίζω και μετά, έτσι;
Ι.Ζ.:

Ναι.

Γ.Λ.: Πάρα πολλές κηδείες, δηλαδή όσο περάσαμε τα χωριά αυτά…
Ι.Ζ.:

Όλη η χώρα ήταν έτσι.

Γ.Λ.: Όλοι ήταν από AIDS.
Ι.Ζ.:

Κι άλλο ένα που έτσι… πιο πολύ η Γιασεμή στεναχωρήθηκε, Σουαζιλάνδη έκανε κρύο, δηλαδή το πρωί ήτανε οχτώ με δέκα βαθμούς. Και να πηγαίνουν τα παιδάκια σχολείο, δέκα-είκοσι χιλιόμετρα απόσταση, ξυπόλυτα, με τα ρούχα δηλαδή, σχολικές ποδιές, και να περπατάνε έτσι…

Κ.Γ.:

Αλλά χωρίς παπούτσια.

Ι.Ζ.:

Χωρίς παπούτσια.

Κ.Γ.:

Κάτι άλλο που να σας έκανε εντύπωση σε αυτά τα μέρη; Εννοώ με τον κόσμο κυρίως, σε χωριά που θα πήγατε…

Ι.Ζ.:

Τα παιδάκια. Τώρα να βλέπεις να…

Γ.Λ.: Πείνα.
Ι.Ζ.:

Πείνα ή να ζητιανεύουνε, χωρίς να γίνονται φορτικά, και μας έκανε εντύπωση, ας πούμε: τους έδινες κάτι και πηγαίναν και τα μοιράζανε μεταξύ τους.

Κ.Γ.:

Δεν το κρατούσαν δηλαδή για τον εαυτό τους;

Ι.Ζ.:

Ε, ήταν, ας πούμε… πήγαιναν με δυο-τρία άλλα παιδάκια και τα μοιράζανε.

Γ.Λ.: Πάρα πολλή πείνα εκεί, μεγάλη δυστυχία. Δηλαδή τα βλέπεις στην τηλεόραση και λες: «Όντως υπάρχουν;», και τελικά υπάρχουν και όταν τα δεις από κοντά, παθαίνεις σοκ. Δηλαδή μωρά παιδιά που να μην έχουν να φάνε, να μην έχουν να ντυθούνε, μες στο κρύο, είναι φοβερό σοκ. Για μένα τουλάχιστον, που είμαι γυναίκα και μάνα, είναι φοβερό το σοκ. Να φανταστείς ότι καθόμασταν σε φαστφουντάδικο και βλέπουμε τρία-τέσσερα παιδάκια, ηλικίας από 6 μέχρι 10 το πολύ, να κάθονται μαζεμένα σε μία γωνιά και να μας κοιτάνε, χωρίς να μας πλησιάζουν. Κι όταν τελειώσαμε και σηκωθήκαμε να φύγουμε, είχαν μείνει κάτι μαρουλόφυλλα, κάτι κέτσαπ, κάτι διάφορα, και ήρθαν και πήραν αυτά και τα τρώγανε. Και του λέω του Σιδερή, πηγαίναμε για τη μηχανή, να φύγουμε, και του λέω: «Σιδερή, έχουμε», του λέω, «λεφτά, έχουμε ψιλά;». Μου λέει: «Έχουμε». Αδειάζουμε τις τσέπες μας απ’ τα μπουφάν, ό,τι ψιλά είχαμε, που δεν ήξερα και την αξία τους δηλαδή καλά-καλά, και μπήκα μέσα, τα πήρα μαζί μου και τους πήρα… Τα ’δωσα δηλαδή όλα τα ψιλά εκεί και τους είπα: «Πατάτες», ό,τι είναι σε πατάτες τηγανητές. Τα χέρια μου φιλούσαν; Ε, αυτό μου έκανε εντύπωση δηλαδή και λέω: «Εμείς είμαστε τελικά αχάριστοι, που έχουμε τα πάντα, τα πετάμε, κι εκείνα, ας πούμε, δεν έχουν τα βασικά». Είναι τρομερό αυτό.
Κ.Γ.:

Τα παιδάκια πώς αντέδρασαν;

Γ.Λ.: Τώρα θα με πεις και «ρατσίστρια»; Δεν ξέρω. Να το πω; Δεν ξέρω. Καμία σχέση με τα Ρομά εδώ –έτσι;–, που σε κυνηγάνε, ζητιανεύουν. Εκεί είναι περήφανα παιδιά, παρά αυτά που βιώνουν, την πείνα που έχουν, είναι πολύ περήφανα παιδιά. Καμία σχέση.
Κ.Γ.:

Όταν τους δώσατε τις πατάτες;

Γ.Λ.: Μου φίλησαν τα χέρια… έφυγα δακρυσμένη. Δεν θα ξεχάσω εικόνα. Και σ’ άλλα παιδάκια, που έδινα ό,τι είχα, δηλαδή ακόμα και τα στυλό που είχα, γιατί κρατάω σημειώσεις…
Ι.Ζ.:

Καραμέλες, τσίχλες.

Γ.Λ.: Ό,τι είχα από τη Χίο, που έπαιρνα μαζί μου, ξέρεις, έτσι για να… ακόμη και τις τσίχλες μου, τα έδινα και μου έκαναν νόημα ευχαριστώ. Τα μπισκότα μου, τα σάντουιτς που έφτιαχνα από κει τους έδινα, το νερό μου τους έδινα, παρόλο που μπορεί να μην είχα εγώ μετά σταγόνα, τους έδινα το μισό μπουκάλι που είχα. Λέω: «Εγώ θα βγω πιο κάτω, θα πάρω ένα μπουκάλι νερό, εκείνα;». Αφήναμε τα μπουκάλια τα νερά τα άδεια και τα παίρνανε, για να πάνε στην πηγή, ας πούμε, να τα γεμίσουν, γιατί δεν είχαν ούτε και αυτό…
Ι.Ζ.:

Μεγάλοι άνθρωποι μαλώνανε για το…

Γ.Λ.: Ούτε και μπουκάλια νερό.
Ι.Ζ.:

Αυτό βέβαια όχι Νότια Αφρική, στη Μποτσουάνα.

Γ.Λ.: Οπουδήποτε. Δηλαδή υπάρχει παντού η φτώχεια εκεί πέρα. Αλλά είναι περήφανοι. Αυτό μου κάνει εντύπωση, δηλαδή δεν σου ζητάνε, δεν παρακαλάνε. Περιμένουν απλά, από μακριά, διακριτικά, περιμένουν.
Κ.Γ.:

Πού μένατε τα βράδια εκεί; Εννοώ εκτός τη Νότια Αφρική.

Γ.Λ.: Κάμπινγκ. 
Ι.Ζ.:

Κάμπινγκ, BnB…

Γ.Λ.: Airbnb.
Ι.Ζ.:

Όχι, BnB, bed & breakfast, το αγγλικό σύστημα. Ελεύθερο κάμπινγκ.

Κ.Γ.:

Ελεύθερο, στην Αφρική;

Ι.Ζ.:

Ναι.

Κ.Γ.:

Πώς ήταν;

Γ.Λ.: Ήσυχα.
Ι.Ζ.:

Η Γιασεμή μόνο που φοβόταν και δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

Γ.Λ.: Ε, εντάξει, εγώ κοιμόμουνα πάντα με το ένα μάτι, μη νομίζεις. Πάντα είχα τον νου μου. Ο Σιδερής κουρασμένος, τον άφηνα πάντα να κοιμάται.
Κ.Γ.:

Σε ερημιές;

Γ.Λ.: Και σε ερημιές, βέβαια και σε ερημιές. Εγώ δεν κοιμόμουνα. Αν κοιμόμουνα μια ώρα, ας πούμε, το πολύ… πάντα με άγχος, φοβόμουνα η αλήθεια.
Ι.Ζ.:

Εντάξει, τις περισσότερες φορές ήτανε σε κάμπινγκ οργανωμένο, γιατί έχουν εκεί. Βέβαια σε πολλά που ήτανε πάνω στο ποτάμι είχανε γύρω γύρω ηλεκτροφόρα καλώδια και πινακίδες για τους κροκόδειλους, δηλαδή να προσέχεις τους κροκόδειλους, και είχανε και τα ηλεκτροφόρα, και για ιπποπόταμους, γιατί το βράδυ ειδικά τους ιπποπόταμους τους άκουγες συνέχεια.

Κ.Γ.:

Γιασεμή, φοβήθηκες καθόλου εκεί;

Γ.Λ.: Ναι, φοβήθηκα! Βράδυ ταξιδεύαμε μια φορά θυμάμαι, για να μπούμε σε σύνορα…;
Ι.Ζ.:

Από Νότια Αφρική για Μποτσουάνα. Εντάξει, έγινε κάποιο μπέρδεμα στον χάρτη, ο χάρτης έδειχνε χωματόδρομο, εγώ είδα άσφαλτο, και λέω: «Α, το περάσαμε» και τελικά ήταν πιο κάτω ο χωματόδρομος…

Γ.Λ.: Οπότε συνεχίσαμε… 
Ι.Ζ.:

…και μας έπιασε το βράδυ.

Γ.Λ.: Μας έπιασε η νύχτα, ταξιδεύαμε κάμποσες ώρες, γιατί πήγαινε με πολύ χαμηλή ταχύτητα, λόγω του δρόμου.
Ι.Ζ.:

Κοίταξε, ο δρόμος είχε εγκάρσιες λακκούβες, διαμήκεις, καλυμμένες με άμμο. Και έμπαινε τώρα η ρόδα της μηχανής μες στον λάκκο και ήταν λίγο δύσκολα και πηγαίναμε αρκετά χαμηλά, είκοσι χιλιόμετρα…

Γ.Λ.: Πολύ σιγά, πάρα πολύ σιγά.
Ι.Ζ.:

Ήταν και βράδυ. Μιλάμε τώρα για ερημιές, έτσι; Εντελώς ερημιές. Ε, και κάποια στιγμή της λέω…

Γ.Λ.: «Πρέπει να σταματήσω, γιατί», μου λέει, «κουράστηκα, ζαλίζομαι, βλέπω τον δρόμο να φεύγει». Του λέω: «Σε παρακαλώ μη σταματήσεις, γιατί φοβάμαι να κατέβω απ’ τη μηχανή, προχώρα». Μου λέει: «Δεν γίνεται, πρέπει», μου λέει, «έστω για πέντε-δέκα λεπτά…», και σταματήσαμε. Κατέβηκα, πήγα και κόλλησα πάνω στη μηχανή, να νιώθω κάτι ότι μ’ ακουμπάει, απ’ τον φόβο μου, περνάει ένα αυτοκίνητο κάποια στιγμή, ένα 4x4, σταματάει, μας ρωτάει πού θα πάμε να κοιμηθούμε…
Ι.Ζ.:

Ενοικιαζόμενο, δηλαδή κάτι Ολλανδοί ήτανε.

Γ.Λ.: «Ψάχνουμε να κοιμηθούμε». Τους είπαμε: «Κι εμείς το ίδιο ψάχνουμε», έφυγαν, μείναμε μόνοι. Ε, κάποια στιγμή ακούω κάτι στριγκλιές…
Ι.Ζ.:

Τι ήτανε; Ακριβώς από πάνω ήτανε υπερυψωμένο στα δυο μέτρα και όπως γυρίζει η Γιασεμή και μου το λέει κι εμένα, βλέπουμε καμιά εκατοστή ζευγάρια μάτια και μας κοιτούσανε.

Γ.Λ.: Να γυαλίζουν, μες στη νύχτα.
Ι.Ζ.:

Ήτανε αγριοβούβαλοι, ένα κοπάδι εκεί. Δεν ενοχλήσανε, εντάξει, απλώς η Γιασεμή τρόμαξε.

Γ.Λ.: Και ύαινες που ακούσαμε να στριγκλάνε.
Ι.Ζ.:

Ύαινες, τις είδαμε μπροστά, όταν πηγαίναμε. Εκτός που τις ακούσαμε, πέρασε και μία στον δρόμο μπροστά μας.

Γ.Λ.: Ναι, ναι. Ε, και του λέω: «Τελείωνε να ανέβουμε, να φύγουμε…».
Κ.Γ.:

Δηλαδή υπήρχανε κίνδυνοι από ζώα, ας πούμε, μέσα εκεί;

Γ.Λ.: Ναι. Και μου λέει ο Σιδερής: «Μη φοβάσαι, γιατί τα ζώα δεν επιτίθενται στον άνθρωπο, θα πάν’ να φάνε άλλα ζώα».
Ι.Ζ.:

Εντάξει, με το σκεπτικό ότι βλέπαμε συνέχεια ζέβρες και καμηλοπαρδάλεις, ε τώρα το λιοντάρι και η ύαινα θα πάει εκεί που ξέρει, δεν θα…

Γ.Λ.: Ναι, αλλά εγώ λέω: «Τα κοκαλάκια μου θα τα αφήσω εδώ» και άρχιζα να τρέμω και του λέω: «Τελείωνε το τσιγάρο, να ανέβουμε», του λέω, «στη μηχανή, να φύγουμε», του λέω, «από δω!». Τελικά ανεβαίνουμε, πάλι σιγά σιγά, άγχος εγώ, άρχισα εκεί το πάτερ ημών… Πραγματικά το άρχισα το πάτερ ημών. Ξέχασα…
Ι.Ζ.:

Μόνο το αμάξι που μας πέρασε, δεν υπήρχε τίποτα άλλο, ούτε πέρασε ούτε…

Γ.Λ.: Ξέχασα και το πάτερ ημών απ’ τον φόβο μου, στην κυριολεξία το ξέχασα, άρχισα να τον βρίζω, μετά ξανά να κάνω τον σταυρό μου. Κάποια στιγμή πια είδαμε κάτι φώτα μακρινά, «Κάτι θα είναι εδώ», λέμε, «κάτι θα είναι».
Ι.Ζ.:

Τα φώτα ήτανε αγροκτήματα, αλλά το αγρόκτημα ήταν τραβηγμένο πολύ μέσα.

Γ.Λ.: Εκτός δρόμου δηλαδή, τρία χιλιόμετρα περίπου;
Ι.Ζ.:

Αλλά ήτανε το χειρότερο, γιατί όταν πλησίαζες, είχε πολλούς σκύλους και σε… ερχόταν, ας πούμε, τους άκουγες. Και τελικά είδαμε μια πινακίδα, τρία χιλιόμετρα δεξιά μας BnB. Βέβαια μ’ έναν αμμόδρομο, δρόμος δηλαδή με άμμο, να περάσεις, και φτάσαμε τελικά, το ’χε ένας λευκός και μείναμε εκεί το βράδυ, κοντά πια στα σύνορα.

Γ.Λ.: Ναι. Αυτή ήταν εκείνη περιπέτεια το βράδυ, δύσκολη, για μένα τουλάχιστον, για τον Σιδερή δεν φαντάζομαι να ήταν, γιατί τον είδα ψύχραιμο, όπως είναι πάντα ψύχραιμος σε όλα, σε ό,τι έχει συμβεί δηλαδή, και στη μηχανή ζημιές κτλ., ψυχραιμία. Εκεί, ας πούμε, εντάξει, τον εμπιστεύομαι, αλλά εμένα με πιάνει φόβος.
Ι.Ζ.:

Την άλλη μέρα μπήκαμε Μποτσουάνα. Η Μποτσουάνα βέβαια ήταν καμία σχέση με τη Νότια Αφρική. Δηλαδή ήτανε καθαρά πια το αφρικανικό που βλέπουμε… Εκτός την πρωτεύουσα, όλες οι άλλες πόλεις και τα χωριά ήτανε με αχυροκαλύβες. Πάρα πολλά γαϊδουράκια, ελεύθερα κοπάδια, και περνάς την έρημο, την Καλαχάρι… Είχε ζέστη δηλαδή, σαράντα πέντε-σαράντα εφτά βαθμούς. Εκεί έγινε άλλη μια φάση ένα βράδυ, γιατί είχαμε συνηθίσει την Αφρική που ήταν πολύ φθηνά, δηλαδή το πιο καλό δωμάτιο με είκοσι ευρώ. Και μας είχε πιάσει το βράδυ και βλέπαμε φώτα μπροστά μας. Τελικά λέμε: «Πάμε, θα ’ναι πόλη εκεί». Τελικά ήταν αδαμαντωρυχεία και εκεί μπαίνεις… είναι κατεβασμένες μπάρες και μπαίνουν μόνο αυτοί που είναι της εταιρείας…

Γ.Λ.: Αυτοί που δουλεύουν.
Ι.Ζ.:

Αλλά είχε μια παράκαμψη, στα είκοσι χιλ[01:40:00]ιόμετρα είχε την πόλη, την εκεί πόλη, ας πούμε. Το οποίο, η πρώτη εικόνα, βράδυ που φτάσαμε, ήταν ένα παντοπωλείο, τους μοιράζανε με δελτία τρόφιμα.

Γ.Λ.: Στη σειρά ήταν όλοι οι καψεροί οι μαύροι.
Ι.Ζ.:

Και όποιος έβγαινε από τη σειρά, ο αστυνόμος με ένα ραβδί…

Γ.Λ.: Με τα γκλοπς τους βαρούσανε. Δηλαδή με δελτίο παίρνανε ένα κομμάτι ψωμί, μια φραντζόλα ψωμί. Όλα αυτά μπροστά στα μάτια μας.
Ι.Ζ.:

Τελικά, βλέπουμε ένα ξενοδοχείο, αλλά ήταν εξήντα-εβδομήντα ευρώ, το οποίο ήταν υπερβολικά πολλά.

Γ.Λ.: Δεν άξιζε δηλαδή γι’ αυτά τα χρήματα, αλλά…
Ι.Ζ.:

Και της λέω: «Πάμε να βρούμε ένα αστυνομικό τμήμα, να τους πούμε να κοιμηθούμε…».

Γ.Λ.: Να τους πούμε, ναι, ότι: «Πού να μείνουμε; Θα μείνουμε εκεί».
Ι.Ζ.:

Ναι, είναι ένα κόλπο που το κάνεις σε δύσκολες… δηλαδή το ’χω ξανακάνει αυτό.

Κ.Γ.:

Δηλαδή πώς το κάνεις;

Γ.Λ.: Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα…
Ι.Ζ.:

«Θέλω να κοιμηθώ κάπου, δεν έχω πού να κοιμηθώ…», για ασφάλεια δηλαδή.

Γ.Λ.: «Πού να κοιμηθούμε;», ναι, «Δεν έχουμε πολλά χρήματα, πού μπορούμε να κοιμηθούμε να είμαστε ασφαλείς;». Οι περισσότεροι πάντα σου λένε: «Μείνε εδώ δίπλα, στο αστυνομικό τμήμα απ’ έξω…».
Ι.Ζ.:

Ή μέσα, μέσα, έχουν αυλή, εντάξει, εκεί είναι μεγάλα.

Γ.Λ.: Στην αυλή εννοώ μέσα. Ναι, στην αυλή τους, ας πούμε. Οπότε στήναμε πάντα δίπλα από την αστυνομία.
Ι.Ζ.:

Βέβαια μια παρένθεση για το θέμα της ασφάλειας στο αστυνομικό τμήμα: είχαμε μείνει σε ένα αστυνομικό τμήμα στη Βουλγαρία και μας είπαν οι ίδιοι να προσέχουμε τις μηχανές μη μας τις κλέψουνε. Μηχανές τώρα στο αστυνομικό τμήμα.

Γ.Λ.: Ναι, ναι. Μείναμε εκείνο το βράδυ.
Ι.Ζ.:

Τέλος πάντων, εκεί μείναμε το βράδυ, αλλά τι έγινε; Βγήκε η Γιασεμή λίγο απ’ τη σκηνή και ξαφνικά γυρίζει και μου λέει: «Πάμε να φύγουμε».

Γ.Λ.: «Μάζεψέ τα», του λέω, «να φύγουμε». Μου λέει: «Τώρα που ξαπλώσαμε;». «Μάζεψέ τα», του λέω, «εγώ δεν μένω εδώ». Μου λέει: «Γιατί;». «Γιατί», του λέω, «έξω απ’ τη σκηνή έχει δύο φέρετρα. Δεν μπορώ εγώ», του λέω, «να κοιμηθώ εδώ, δίπλα στα φέρετρα». Ήτανε δύο φέρετρα αυτά τα κοινής χρήσης.
Ι.Ζ.:

Μεταλλικά.

Γ.Λ.: Τα σιδερένια, τα μεταλλικά, με τα χερούλια, που τους πάνε, ξέρω γω, τους πεθαμένους, τους αδειάζουν και τα ξαναμαζεύουν πάλι για… Εντάξει, κι εκεί πάλι κοιμήθηκα με το ένα μάτι ανοιχτό. Πάντα ο ύπνος μου εμένα στα ταξίδια ήτανε δύσκολος, λόγω φόβου, αλλά και άνευ λόγου –ο φόβος ήταν πάντα μες στο μυαλό μου–, γιατί δεν έχει συμβεί και τίποτα. Πάντα με φόβιζε, ξέρεις, το άγνωστο.
Ι.Ζ.:

Κάναμε βόρεια, στη Μποτσουάνα, πάλι σαφάρι, αυτό που έλεγες προηγουμένως.

Γ.Λ.: Ναι, εκεί πήγαμε… μας πήγανε μάλλον με ένα 4x4, με άλλο ένα ζευγάρι, Σκωτσέζους, ένας νεαρός εικοσάχρονος θυμάμαι οδηγούσε, φοβερός οδηγάρας, δεν το συζητώ, κάτι ανάποδα τιμόνια τώρα μέσα στην άμμο κτλ. Μας πήγε, είδαμε κάμποσα ζώα…
Ι.Ζ.:

Είδαμε λιοντάρια, μετά είδαμε ελέφαντες, στο οποίο είχαμε ένα θέμα: από λάθος, δεν το υπολόγισε ο οδηγός και μας κυκλώσαν ελέφαντες κι είχανε μικρά.

Γ.Λ.: Εκεί υπήρξε κίνδυνος.
Ι.Ζ.:

Ο αρσενικός εκνευρίστηκε, δηλαδή φάνηκε.

Γ.Λ.: Ήρθε κοντά μας.
Ι.Ζ.:

Ήρθε κοντά, δηλαδή στα πέντε μέτρα, μπήκε μπροστά στ’ αμάξι, είχε σηκώσει προβοσκίδα και ο οδηγός λέει: «Μείνετε δέκα-είκοσι λεπτά, όσο χρειάζεται, μέχρι να φύγει ο ελέφαντας». Και περιμέναμε, ας πούμε, να φύγουνε, να αισθανθούν ασφάλεια, για να φύγουν, για να περάσουμε.

Γ.Λ.: Ναι, κι εκεί ήτανε λίγο επικίνδυνο.
Κ.Γ.:

Τελικά, πόση ώρα περίπου;

Γ.Λ.: Ε, κάνα εικοσάλεπτο, δεκαπεντάλεπτο, εικοσάλεπτο.
Ι.Ζ.:

Παραπάνω, είκοσι λεπτά και…

Γ.Λ.: Είκοσι λεπτά περιμέναμε ακίνητοι, ούτε αναπνέαμε, έτσι; Έλεγε ο οδηγός, ο οποίος ήτανε μέσα στο… εμείς ήμασταν εκτεθειμένοι από πίσω, πάνω σε παγκάκια.
Ι.Ζ.:

Ένα Hi-Lux αγροτικό ήτανε, το οποίο είχανε βάλει δυο καθίσματα από πίσω.

Γ.Λ.: Και ήμασταν σε απόσταση αναπνοής μ’ ένα θηρίο. Πρώτη φορά, ας πούμε, είδα ελέφαντα από τόσο κοντά, ο οποίος ήταν σαν βουνό, και μόνο η καρδιά μου χτυπούσε, τίποτα άλλο, δεν… Ο Σιδερής έβγαζε βίντεο φυσικά, απτόητος.
Ι.Ζ.:

Μετά από κει μπήκαμε Ζιμπάμπουε, στους καταρράκτες της Βικτώριας, πήγαμε τους είδαμε. Εκεί μπήκαμε σε ελικόπτερο, το οποίο πετούσε από πάνω στους καταρράκτες.

Γ.Λ.: Στους καταρράκτες, να τους δούμε από ψηλά, να δούμε κοπάδια ζώων που τρέχουν, ξέρεις, στις σαβάνες. Ε, βέβαια αυτό το ελικόπτερο ήτανε φόβος και τρόμος, εκτός το ότι δώσαμε νομίζω πενήντα χιλιάδες το άτομο, για να πετάξουμε δεκαπέντε λεπτά…
Ι.Ζ.:

Δεκατρία λεπτά για την ακρίβεια.

Γ.Λ.: Δεκατρία λεπτά, ναι, ρολόι ακριβώς… Ο Σιδερής κάθισε και μπροστά, ήθελε να κάτσει δίπλα στον πιλότο. Εγώ κάθισα πίσω, με άλλους δύο. Είδα ότι λείπανε τα μισά όργανα! Είχε τρύπες… εκεί που πρέπει να έχει όργανα μπροστά είχε τρύπες κι έβλεπες κάτω! Άκουγα κάτι περίεργα στον έλικα, σαν να σταματάει, λέω: «Πάει, θα πέσουμε», λέω, «μέσα στους καταρράκτες και άντε να μας βρούνε». Και δώσαμε και εκατό χιλιάδες δραχμές –έτσι;– για όλο αυτό. Όμως, εντάξει, ήταν κι αυτό μια φοβερή εμπειρία, που άξιζε τον κόπο, ήταν πάρα πολύ ωραία.
Ι.Ζ.:

Και μετά πήγαμε στον Ζαμβέζη τον ποταμό με τη βάρκα.

Γ.Λ.: Ναι, κάναμε κι εκεί ένα… Πώς λέγεται αυτό;
Ι.Ζ.:

Σαν κρουαζιέρα το λένε. Γίναμε και λίγο…

Γ.Λ.: Ρεζίλι.
Ι.Ζ.:

…ρεζίλι εμείς, με το… όταν μας πήγανε μ’ ένα πουλμανάκι, όταν φεύγαμε. Ε, μπήκαμε τελευταίοι, κάτσαμε στο τελευταίο κάθισμα. Και όπως ξεκίνησε, το κάθισμα δεν ήταν βιδωμένο κάτω, οπότε φαντάσου τώρα όπως είμαστε, κι οι δυο μαζί, σαν καναπές, με το κεφάλι πίσω να πέφτουμε.

Γ.Λ.: Ανάσκελα ήρθαμε. Ναι, ήτανε πολύ χάλια, δηλαδή αυτά τα βανάκια, θα τα πω…
Ι.Ζ.:

Ήταν minibus.

Γ.Λ.: …παίρνανε χωρίς κλειδιά, ξέρεις, τελείως άχρηστα. Απορώ, ας πούμε, πώς πηγαίνανε και κόσμο. Κι όμως τους βάζανε μέσα, μας βάζανε εκεί μέσα και μας πηγαίνανε. Επικίνδυνα πράγματα, έτσι; Και οδηγούνε κιόλας και πάρα πολύ γρήγορα εκεί, δεν χαμπαριάζουν τίποτα. Πολύ επικίνδυνα. Αλλά κι από κει είδαμε, απ’ τον ποταμό, είδαμε ζώα πολλά…
Ι.Ζ.:

Τη λευκή καμηλοπάρδαλη.

Γ.Λ.: Ιπποπόταμους, την καμηλοπάρδαλη τη λευκή, που μας είπαν ότι είναι σπάνια να τη δεις, και την είδαμε.
Ι.Ζ.:

Καλά, κροκόδειλους, που είναι γεμάτο το ποτάμι.

Γ.Λ.: Κροκόδειλους κτλ. Ναι. Ήταν ωραία. Μας βγάλανε φαγητό μέσα, σαμπάνια και ξέρω γω, ναι. Ήτανε τουριστικά εκεί τα μέρη.
Ι.Ζ.:

Και μετά γυρίσαμε, τελευταίες μέρες, που είχαμε σταματήσει στο πάρκο… 

Γ.Λ.: Ποιο πάρκο;
Ι.Ζ.:

Ένα παρκάκι το οποίο μπορούσες να κοιμηθείς και μέσα, κι είχε ένα ποτάμι με χήνες, πάπιες και διάφορα. Εκεί ήτανε που φοβήθηκα.

Γ.Λ.: Αχ, ναι, ναι, όντως, εκεί φοβήθηκε ο Σιδερής. Εγώ γέλαγα, εκείνος είχε…
Ι.Ζ.:

Εγώ έτρεχα.

Γ.Λ.: Έτρεχε! Τον Σιδερή δεν τον έχω δει ποτέ να τρέχει. Καθίσαμε να φάμε στη σκηνή σάντουιτς και έρχονται οι χήνες…
Ι.Ζ.:

Ταΐσαμε κάτι πάπιες και κάτι χήνες, αλλά τι έγινε; Μου είχες μια σακούλα με ψωμιά, κάτι…

Γ.Λ.: Κράταγες τη σακούλα με το ψωμί και…
Ι.Ζ.:

Και να ’χουν ορμήσει όλες οι χήνες. Και να τις χτυπάω στο κεφάλι και να μη φεύγουνε.

Γ.Λ.: Και να τον κυνηγάνε χήνες και να χτυπάει ο Σιδερής στο κεφάλι τις χήνες με το ψωμί του τοστ και αυτές να ορμάνε απάνω του. Και μου λέει: «Τέτοιο φόβο που πήρα, δεν τον πήρα σ’ όλο το ταξίδι».
Ι.Ζ.:

Πες και την ιστορία κάτω, με τον μπαμπουίνο που σου επιτέθηκε, στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας κάτω, στο…

Γ.Λ.: Ναι. Είχαμε πάει εκεί για να βγάλεις φωτογραφίες, να βγάλουμε φωτογραφίες;
Ι.Ζ.:

Είχαμε σταματήσει λίγο και θα κατεβαίναμε μετά κάτω, στο Ακρωτήριο. Ήτανε πάνω στις εγκαταστάσεις που έχουνε, το οποίο είναι ένας μαύρος μ’ ένα ραβδί, είναι ο μόνος που φοβούνται οι μπαμπουίνοι, γιατί ξέρουν ότι τους κυνηγάει. Πηγαίνουνε σ’ όλα τα αμάξια, ανεβαίνουν στον ουρανό, κατουράνε πάνω, σου κλέβουν τα πράματα, και μόνο άμα δουν αυτό τον μαύρο φεύγουνε.

Γ.Λ.: Ναι, έρχονται, είναι πολύ εξοικειωμένοι με τους ανθρώπους εκεί, με τους τουρίστες, οπότε εγώ περίμενα στη μηχανή…
Ι.Ζ.:

Εγώ έφυγα, πήγα απ’ την άλλη πλευρά να βγάλω φωτογραφίες…

Γ.Λ.: …και μου λέει ο Σιδερής: «Πάω να βγάλω», μου λέει, «φωτογραφίες, κάτσε στη μηχανή, επειδή έχουμε τα πράγματα, μη γίνει καμιά ζημιά, μην πάρουν τίποτα», οπότε περίμενα κι εγώ πάνω στη σέλα της μηχανής.
Ι.Ζ.:

Περίμενε, πριν πεις αυτό. Εγώ τελείωσα τις φωτογραφίες κι όπως γυρίζω, βλέπω έναν μπαμπουίνο κι έτρωγε κάτι μπισκότα, ολόκληρο πακέτο γεμιστά μπισκότα, και λέω: «Ποιος χαζός», λέω, «του τα ’δωσε αυτά». Συνέχισε τώρα.

Γ.Λ.: Ναι, και είχα πάνω στη σέλα μία σακούλα με μήλα, πορτοκάλια, μπισκότα, διάφορα έτσι να έχουμε να τρώμε. Έρχεται ένας τεράστιος… δηλαδή εγώ είμαι ένα πενήντα, αυτός ένα μέτρο, τεράστιος, παχύς, κάτι δόντια τεράστια, κίτρινα, μου βγάζει τα δόντια, με κοιτάζει και μου βουτάει τη σακούλα και αρχίζει να τρέχει. Ανοίγει η σακούλα και, ήταν λίγο κατηφορικά, φεύγουν όλα τα φρούτα, τρέχουν από δω κι από κει, όλοι μπαμπουίνοι να αρπάξουνε ό,τι αρπάξανε, και είναι ένα πούλμαν εκεί με Κινέζους και αρχίζουν να βιντεοσκοπούν την όλη κατάσταση και να ’χουνε πεθάνει στο γέλιο, κι εγώ να είμαι κολλημένη στη μηχανή και να τρέμω.
Ι.Ζ.:

Αν κατάλαβες, τα μπισκότα ήταν τα δικά μου, αυτά που έλεγα εγώ.

Γ.Λ.: Ναι. Ήταν έτοιμος να μου επιτεθεί αυτός και γι’ αυτό και άφησα τη σακούλα και την πήρε. Αυτοί κλέβουν τα πάντα, δηλαδή μπορεί να σου κλέψουν φωτογραφική, τα γυαλιά σου, το κινητό σου, και άντε μετά να τα πάρεις, δεν μπορείς. Και δεν σε φοβούνται κιόλας.
Ι.Ζ.:

Αυτά, δεν σκέφτομαι κάτι άλλο.

Κ.Γ.:

Κάνα περίεργο ή απρόοπτο που έγινε στην Αφρική;

Γ.Λ.: Περίεργο κι απρόοπτο;
Κ.Γ.:

Με τη μηχανή, ίσως κάποια ζημιά;

Ι.Ζ.:

Όχι, ζημιά πέρα από ντίζες του συμπλέκτη, αλλά είχα μαζί μου, που ήξερα ότι σπάνε, δεν είχα κάτι άλλο. Δηλαδή και λίγο πριν σπάσει, το ήξερα και την άλλαζα. 

Γ.Λ.: Όχι, δεν είχαμε. Στο Μαρόκο λίγο τα ηλεκτρικά ένα βράδυ…
Ι.Ζ.:

Τυνησία.

Γ.Λ.: Τυνησία; Τα οποία τα έφτιαξε[01:50:00] λόγω της δουλειάς του. Δεν είχαμε ζημιές, όχι. Η μόνη ζημιά ήτανε στην Ελβετία, η δύσκολη, πάνω σε αυτοκινητόδρομο, που έσπασε η ζάντα στο DR, το οποίο μας κόστισε και πάρα, πάρα πολύ ακριβά τότε και μείναμε και τρεις μέρες εκεί, γιατί δεν μας το φτιάξανε αμέσως. Και άλλη μια ζημιά στη Βουλγαρία, πάλι με λάστιχο… Τίποτα άλλο δηλαδή έτσι σημαντικό, ευτυχώς, ούτε πεσίματα ούτε…
Κ.Γ.:

Κάποιος θα ’λεγε ότι ήσασταν πολύ τυχεροί ή πολύ προσεκτικοί.

Ι.Ζ.:

Εντάξει, στο πρώτο ταξίδι μάς κόλλησε η μηχανή, οπότε ό,τι ήταν να πάθουμε…

Γ.Λ.: Και τα δύο, και τα δύο.
Κ.Γ.:

Το πάθατε στην αρχή.

Ι.Ζ.:

Στην αρχή.

Γ.Λ.: Ναι, και τα δύο. Και προσεκτικοί, γιατί ο Σιδερής είναι προσεκτικός οδηγός, η αλήθεια, τον εμπιστεύομαι, κλείνω τα μάτια μου, μπορώ να κοιμηθώ. Αλλά και τυχεροί, γιατί έχουμε ακούσει πολλά, έτσι; Έχουμε ακούσει να τους κλέβουν, έχουμε ακούσει… Δηλαδή σε φίλο μας έχουν κλέψει τη μηχανή, γιατί ήταν εκείνος απρόσεκτος, στη Βουλγαρία. Ήρθε με μηχανή, έφυγε με πούλμαν. Εμείς, ας πούμε, που ξέραμε, προσέχαμε, ότι το βράδυ πρέπει να είναι ασφαλισμένη, να έχει την κλειδαριά της, να έχει συναγερμούς κτλ., δίπλα-δίπλα ήτανε, πήραν την άλλη, που ήταν εύκολη. Πρέπει να προσέχεις.
Κ.Γ.:

Σε όλα αυτά τα ταξίδια περίπου πόση ώρα έχεις οδηγήσει συνεχόμενα, συνεχόμενα, χωρίς στάση;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, συνήθως η στάση είναι κάθε μιάμιση-δυο ώρες, ανάλογα τον δρόμο. Τώρα συνεχόμενα…

Γ.Λ.: Ανάλογα τον δρόμο, ανάλογα τις καιρικές συνθήκες. Δεν είναι, ξέρεις…
Κ.Γ.:

Σε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες περίπου στις δύο ώρες κάνουμε στάση, έτσι;

Ι.Ζ.:

Ναι, μπορεί και στη… Ανάλογα, μπορεί και στη μιάμιση ώρα. Συνήθως οδηγάς συνεχόμενα μπορώ να σου πω το βράδυ, που δεν βρίσκεις κάποιο μέρος κι αυτό, μπορεί να… αντί να κάνεις στάση, να οδηγάς μέχρι να βρεις κάτι. Αλλά νομίζω, ξέρω γω, με τέσσερις-πέντε ώρες, δεν νομίζω παραπάνω.

Κ.Γ.:

Από όλα αυτά τα μέρη, από όλα αυτά τα ταξίδια που έχετε πάει, Ευρώπη, Ασία, Αφρική, πείτε μου ένα μέρος που σας έμεινε στη μνήμη σαν το πιο καλό, ας το πούμε, σαν μία καλή ανάμνηση.

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, εμένα αν με ρωτάνε σε ποιο μέρος θα ήθελα να μείνω, πάντα η απάντησή μου είναι Νότια Αφρική.

Κ.Γ.:

Νότια Αφρική.

Ι.Ζ.:

Έχει τα πάντα. Δηλαδή θες κυνήγι, θες ψάρεμα, θες σαφάρι, βουνά, ερήμους, ό,τι φανταστείς υπάρχει εκεί. Φθηνό κράτος, δηλαδή περίπου τρεις φορές πιο φθηνά από δω ήτανε.

Κ.Γ.:

Και ένα κακό, που δεν σας άρεσε, που δεν θα θέλατε να ξαναπάτε, ας πούμε;

Γ.Λ.: Εμένα προσωπικά; Η Ισπανία.
Κ.Γ.:

Για ποιο λόγο;

Γ.Λ.: Και σαν λαός δηλαδή…
Ι.Ζ.:

Ε, ο λαός πιο πολύ ήτανε.

Γ.Λ.: …και δεν μου άρεσε κιόλας σαν διαδρομή. Κάποιες πόλεις ναι, αλλά σαν διαδρομή δηλαδή ήταν σαν να ταξιδεύω στην Ελλάδα. Ξερό μέρος, ελιές μόνο κι αμπέλια. Δεν έχει κάτι δηλαδή…
Ι.Ζ.:

Και νότια θυμίζει Αφρική, ας πούμε, έχει πολλή ερημοποίηση, σε πολλά σημεία.

Κ.Γ.:

Εσύ Σιδερή;

Ι.Ζ.:

Κοίταξε, το Ιράκ δεν ήτανε καθόλου ωραίο…

Κ.Γ.:

Ιράκ.

Ι.Ζ.:

Δηλαδή έρημοι δρόμοι και πολλή βρόμα, χαλασμένα αμάξια, πετρέλαια. Από θέμα κόσμου, εντάξει, το Αζερμπαϊτζάν, που είπαμε, κι η Μαυριτανία δεν έχει καλό κόσμο κι η Ισπανία εμένα δεν μ’ αρέσει, εκτός τη βόρεια Ισπανία, που είναι ωραία, και Ανδόρα, Πυρηναία. Μόνο οι πόλεις της αξίζουν.

Κ.Γ.:

Πολλοί, ένα από αυτά τα ταξίδια που έχετε κάνει, ένα από αυτά βέβαια ταξίδια, θα το περιέγραφαν σαν ταξίδι ζωής. Εσείς πώς θα τα περιγράφατε όλα αυτά τα ταξίδια που έχετε κάνει;

Γ.Λ.: Εμπειρία.
Ι.Ζ.:

Εντάξει, εμπειρία και το χόμπι μου. Δεν θεωρώ ότι είναι κάτι ιδιαίτερο, ας πούμε. Άλλος ανεβαίνει το Έβερεστ, ανεβαίνει…

Γ.Λ.: Κάνει πολύ περισσότερα δηλαδή απ’ ό,τι κάνει ο Σιδερής ή εγώ, απ’ ό,τι έκανα…
Ι.Ζ.:

Ή αν έχεις δει, ξέρω γω, που κοιμούνται πάνω σε γκρεμούς, κρεμασμένοι, ορειβάτες, ναι…

Γ.Λ.: Όχι, να πεις το άλλο, το πιο απλό, ότι εμείς με τη μηχανή, ας πούμε, με πέντε-δέκα ώρες οδήγηση…
Ι.Ζ.:

Εγώ ξέρεις πόσες φορές έχω δει…;

Γ.Λ.: …και βλέπεις δίπλα σου ποδηλάτη, έτσι; Και λες: «Εγώ τι κάνω; Ας μη μιλήσω καθόλου, γιατί θα γίνω ρεζίλι».
Ι.Ζ.:

Απ’ την Ευρώπη στη Μογγολία με ποδήλατο, ας πούμε.

Γ.Λ.: Ναι. Οπότε θεωρούμε, εγώ τουλάχιστον κι ο Σιδερής, ότι δεν έχουμε κάνει κάτι τρομερό. Μπορεί να το κάνει ο καθένας, αρκεί να το θέλεις.
Ι.Ζ.:

Και τώρα πια, όσο περνάν τα χρόνια, είναι πολύ πιο εύκολο, δηλαδή υπάρχει επικοινωνία για τα πάντα.

Γ.Λ.: Ναι, γιατί τότε ήταν πολύ πιο δύσκολα, όταν πηγαίναμε εμείς. Δηλαδή φαντάσου ότι δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας. Πολύ σημαντικό, έτσι; Να ξέρουν ότι… Πηγαίναμε σε έναν θάλαμο και ρίχναμε κέρματα και αν έπιανε και μπορεί να μας τα ’τρωγε και δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας ανθρώπους.
Ι.Ζ.:

Στο Ιράν, που δεν μπορούσα να πάρω τηλέφωνο από πουθενά. Δηλαδή με πηγαίναν οι Ιρανοί σε θαλάμους, στον δικό τους ΟΤΕ, ας πούμε, και δεν μπορούσες να πάρεις εξωτερικό.

Γ.Λ.: Εγώ θα πω ένα τελευταίο και τελειώνω νομίζω, ότι το πάθος του Σιδερή είναι αυτό και ελπίζω να κάνει κι άλλα ταξίδια ο Σιδερής, αν μπορεί με την υγεία του φυσικά, γιατί έχουν προκύψει πράγματα, αλλά η θέληση που έχει νομίζω θα υπερβεί το θέμα υγείας. Παρόλο που έχει κάνει και ταξίδια με το θέμα υγείας του, μόνος του, και γι’ αυτό και ανησυχούσα πάντα. Θέλω να πω ότι όταν θέλεις να κάνεις ταξίδι ή οτιδήποτε άλλο θέλεις, και τον χρόνο βρίσκεις και το χρήμα βρίσκεις, είτε είναι λιγότερο είτε περισσότερο, αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ο Σιδερής φαντάσου ότι ταξίδεψε με χαρτόκουτες αντί για βαλίτσες. Συμφωνείς σ’ αυτό;
Ι.Ζ.:

Εντάξει, Ελλάδα, με αυτό τον φίλο μου.

Γ.Λ.: Δεν έχει σημασία, Ελλάδα είναι…
Ι.Ζ.:

Είχαμε βάλει δυο χαρτόκουτες…

Γ.Λ.: Δύο χαρτόκουτες για να πάνε, ας πούμε, ένα ταξίδι έστω Ελλάδα, ταξίδι θεωρείται.
Ι.Ζ.:

Είχαμε πάει Πήλιο.

Γ.Λ.: Ναι. Έφυγα εγώ, ας πούμε, απ’ τη δουλειά μου εννιά η ώρα το βράδυ, ήρθε με πήρε, μπήκαμε στο τρένο με το XR, γιατί το XR δεν μπορεί να το οδηγήσεις στην εθνική, και πήγαμε στο Πήλιο, χωρίς κράνος εγώ, γιατί τότε δεν είχαμε καθόλου χρήματα, για να πάρουμε ένα δεύτερο κράνος, και φορούσα…
Ι.Ζ.:

Παραμονές Χριστουγέννων.

Γ.Λ.: Παραμονές Χριστουγέννων. Και φορούσα, ας πούμε, ένα σκούφο. Αν θέλεις, όλα γίνονται.
Ι.Ζ.:

Το chappy;

Γ.Λ.: Έχουμε ένα chappy. Κάποτε μείναμε χωρίς μηχανή, ήταν ένα διάστημα που δεν είχαμε καμία μηχανή.
Κ.Γ.:

Το chappy είναι…;

Ι.Ζ.:

Το γιαμαχάκι, ένα πενηντάρι χαμηλό και μικρό.

Γ.Λ.: Ένα αυτόματο Yamaha, χωρίς ταχύτητες, το οποίο κάναμε… κατ’ ανάγκη το κάναμε, γιατί ο Σιδερής τα νησιά δεν τα θέλει καθόλου, κάναμε…
Ι.Ζ.:

…Μυτιλήνη, Σάμο, Πάτμο, Ικαρία. Τώρα ένα μηχανάκι τόσο, με σκηνή πάνω, με πράματα.

Γ.Λ.: Με σκηνές πίσω, με σακβουαγιάζ πίσω…
Κ.Γ.:

Δηλαδή ένα μηχανάκι… ο «μπόμπος» δηλαδή;

Γ.Λ.: Σαν τον «μπόμπο».
Ι.Ζ.:

Σαν τον «μπόμπο» φαντάσου, λίγο πιο μεγάλο.

Γ.Λ.: Σαν τον «μπόμπο», δύο άτομα, σκηνές πίσω, ένα σακβουαγιάζ τεράστιο για να βάζουμε μέσα τα πράγματά μας… Το κάναμε. Δηλαδή, αν θέλεις, το κάνεις. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες πιστεύω: ή δεν έχω χρόνο ή δεν έχω λεφτά ή… Όχι. Και το ένα βρίσκεις και το άλλο βρίσκεις. Δέκα μέρες, πέντε μέρες, έναν μήνα, κανονίζεις και το κάνεις. Όλα τ’ άλλα για μένα είναι δικαιολογίες. Δεν θέλεις, απλά θέλεις να λες.
Ι.Ζ.:

Όχι δεν θέλεις. Δεν είναι τόσο δυνατό ώστε να κάνεις κάποιες θυσίες.

Γ.Λ.: Ναι, προφανώς ναι. Ναι.
Κ.Γ.:

Σιδερή, έχεις στα σχέδια στο μέλλον κάποιο άλλο ταξίδι;

Ι.Ζ.:

Ναι, είναι μερικά που θέλω να πάω. Τώρα, επειδή δεν είμαι σε θέση, δεν μπορώ τη διαδικασία με τις βίζες, το πιο βολικό, ας πούμε, αν θα πω ότι θα πάω, θα κάνω ένα εύκολο, είναι πάλι για Ρωσία βόρεια, αλλά σε ερημικά μέρη, όχι τουριστικά. Δηλαδή έτσι θα βρω έναν δρόμο στην τύχη και θα πάω εκεί πέρα.

Γ.Λ.: Στο πουθενά κι ο Θεός βοηθός. Στην τύχη θα βρει.
Ι.Ζ.:

Αλλιώς το άλλο που δεν έχει διαδικασία με βίζες είναι για Σαουδική Αραβία. Τώρα έχει ανοίξει, εδώ και ένα-δυο χρόνια, τα σύνορα και μπορείς να πας.

Κ.Γ.:

Ωραία, τέλεια. Ευχαριστώ πολύ!

Γ.Λ.: Εμείς ευχαριστούμε για τον χρόνο σου.
Ι.Ζ.:

Αν θες άλλο ένα ταξίδι που δεν είπαμε: το ’10, στη Δυτική Αφρική, που ήταν ενδιαφέρον έτσι ταξίδι. Αυτό, πάλι είχα πάει μόνος μου, είχα πάει από Μαρόκο, Δυτική Σαχάρα κι από κει μπαίνεις Μαυριτανία. Εκεί υπάρχει ένα κομμάτι με πέντε χιλιόμετρα, μεταξύ Μαυριτανίας και Δυτικής Σαχάρας, λέγεται «No man’s land», το οποίο είναι ναρκοθετημένο και δεν ανήκει πουθενά. Και περνάς από έναν δρόμο υποτυπώδη, μες στην έρημο. Ο δρόμος είναι καρφωμένες πέτρες, ας πούμε, μες στην έρημο. Και δεξιά κι αριστερά βλέπεις ανατιναγμένα αμάξια ή παρατημένα, ανάλογα, από νάρκες. Αν φύγεις δηλαδή απ’ τον δρόμο, θα πέσεις στο ναρκοπέδιο. Εκεί συμβουλεύουν να πάρεις έναν οδηγό να σε πάει, για να μη φύγεις απ’ τον δρόμο, γιατί ο δρόμος δεν πολυφαίνεται∙ περνάν τα φορτηγά και, για να αποφύγουν να κόψουν τα λάστιχά τους, μπαίνουνε λίγο δεξιά-αριστερά και ανακατεύεται με την άμμο. Ε, εγώ μπήκα, θεώρησα έτσι ότι θα τον δω τον δρόμο, γιατί τον έβλεπα, αλλά κάποια στιγμή κόλλησα. Και θυμάμαι ένας που μου ’χε γνέψει πριν και του ’πα «όχι», ήρθε κοντά και του λέω: «Εντάξει, αν με βοηθήσεις να ξεκολλήσω τη μηχανή, να με πας». Και με πήγε πέντε χιλιόμετρα και φαντάσου τώρα με σαράντα πέντε βαθμούς και να τρέχει το παιδί για να σε πάει στη Μαυριτανία. Στον γυρισμό μού ’χε δώσει το τηλέφωνό του να τον πάρω. Ε, τον πήρα, δεν απάντησε, λέω: «Εντάξει», τώρα είχα συνηθίσει και στη μηχανή, λέω: «θα σηκωθώ και όρθιος, να βλέπω». Τελικά, τα κατάφερα, δεν βγήκα απ’ τον δρόμο, απλώς θυμάμαι ότι –Τριακόσια μέτρα; Έβλεπα πια τα σύνορα της Δυτικής Σαχάρας– ακούω γαβγίσματα και από πίσω, κοιτάζω τον καθρέφτη, με κυνηγούσε μια αγέλη, ήταν έξι-εφτά, σκυλιά αδέσποτα. Εντωμεταξύ, ήταν σε μια φάση που εγώ σκεφτόμουνα… είχα δει μπροστά μου μια… όλο το μπροστά είχε μια λακκούβα με άμμο και σκεφτόμουνα: «Τώρα να τρέξω να την περάσω, για να μην κολλήσω; Να πάω σιγά;». Βλέπω και τους σκύλους, ε λέω τώρα: «Η μόνη λύση είναι να κατέβω απ’ τη μηχανή και να κάνω ότι τους κυνηγάω εγώ». Και πράγματι κατέβηκα κάτω, έκανα ότι τους πετάω μία πέτρα και φύγανε, και πέρασα σιγά σιγά από κει. Αυτό ήταν ένα κομμάτι έτσι παράξενο εκεί. [02:00:00]Και μετά, εντάξει, η Μαυριτανία είναι μια χώρα… όπου και να πας είναι –και στις πόλεις μέσα– έρημος, άμμος, κατσίκες, διεφθαρμένα σύνορα εκεί, για να περάσεις απ’ τη Μαυριτανία Σενεγάλη. Βέβαια εις γνώση μου, ήξερα ότι εκεί ήθελε και λάδωμα και θεωρούνται απ’ τα πιο διεφθαρμένα στον κόσμο. Σενεγάλη, εντάξει, πας πια σε άλλη φάση, βλέπεις τους μαύρους… Βέβαια παντού βρόμα σ’ αυτά τα μέρη, έτσι σκουπίδια. Εκεί έμεινα ένα βράδυ, σταμάτησα και… Ήταν αργά, εννιά-δέκα η ώρα, σ’ ένα χωριό, κι έρχεται ένας νεαρός, μου λέει: «Άμα θες», μου λέει, «έλα να κοιμηθείς εκεί στο σπίτι μου». Εγώ, πιο πολύ για την εμπειρία, λέω: «Εντάξει». Στην ουσία έβαλα την αυλή στο σπίτι του, γιατί κι αυτοί κοιμούνται έξω, πάνω σε υπερυψωμένα…

Γ.Λ.: Τη σκηνή σου στην αυλή.
Ι.Ζ.:

Ναι, τι είπα; Τη σκηνή. Έχουνε χτιστά… φαντάσου ένα χτιστό μέρος και κοιμούνται πάνω. Αφού, εντάξει, μιλήσαμε κι αυτά, μετά ήθελε… μου λέει: «Άμα θες την αδερφή μου, ξέρω γω, για το βράδυ, να περάσεις, ή έχω κι άλλη αδερφή». Του ’πα: «Όχι», ας πούμε. Και μου ’λεγε αυτό το πράγμα, έτσι. Και μετά, αν ήθελες, του ’δινες κάτι, απ’ ό,τι κατάλαβα, γιατί μου λέει: «Αν θέλεις να μου δώσεις κάτι που έμεινες εδώ». Του ’δωσα είκοσι ευρώ και γι’ αυτόν ήτανε πολλά.

Γ.Λ.: Μηνιάτικο.
Ι.Ζ.:

Εντωμεταξύ, ήταν όλοι τους… έβλεπες τα μάτια τους κίτρινα, οι εννιά στους δέκα είχαν ελονοσία. Τέλος πάντων, εμένα μου ’κανε εντύπωση έτσι με την αδερφή του που μου έλεγε και φεύγοντας, μου λέει: «Πού πας τώρα;». Του λέω: «Πάω στο Μάλι». «Α», μου λέει, «εκεί θα περάσεις ωραία», μου λέει, «Εκεί οι γυναίκες είναι», μου λέει, «ελεύθερες». Λέω: «Δηλαδή πόσο παραπάνω είναι…;». Το Μάλι ήταν ακόμα πιο πίσω σαν χώρα. Βασικά ήθελα να πάω σε μια μεσαιωνική πόλη, την Τζενέ… Τώρα νομίζω δεν μπορείς να πας πια, τώρα με τις φασαρίες που γίνονται με τους ισλαμιστές, εκεί στο Μοπτί έχουνε κλείσει. Μια πολύ ωραία πόλη, ήξερα βέβαια πώς θα πάω: περνάς τον ποταμό μ’ ένα φέρι, το οποίο σταματάει δέκα μέτρα μες στο νερό, πρέπει δηλαδή να διασχίσεις τον ποταμό με την άμμο. Εντάξει, πάντως άξιζε. Αυτό. Και μετά μπήκα λίγο Μπουρκίνα Φάσο και ξαναγύρισα από Μαυριτανία. Ωραίο ταξίδι, δηλαδή είχε ωραίες εικόνες, άξιζε αυτό.

Κ.Γ.:

Δηλαδή τι εικόνες;

Ι.Ζ.:

Έβλεπες πώς… Σ’ αυτή την πόλη ειδικά, τη μεσαιωνική, θαρρείς κι έβλεπες ταινία με την εποχή του Χριστού. Η μόνη παραφωνία ήταν ότι τα κάρα είχαν λάστιχα, μόνο αυτό, τίποτα άλλο. Μες στα σπίτια μαζί κατσίκια, άνθρωποι, να μαγειρεύουνε δίπλα στις κατσίκες, στα ποτάμια να πλένουν τα ρούχα τους. Είχε θερμοκρασία σταθερά σαράντα πέντε βαθμοί και να κουβαλάνε οι γυναίκες… ξέρω γω, να πηγαίνουνε δέκα χιλιόμετρα, για να κουβαλήσουν τώρα έναν κουβά νερό πάνω στο κεφάλι τους. Και σε μια φάση θυμάμαι είχα σταματήσει, ζέστη πολλή, σαράντα πέντε βαθμοί, και βλέπω ερχόταν ένα κάρο φορτωμένο σανό και άκουγα τον οδηγό και άκουγα ομιλίες. «Ε», λέω, «θα κάθεται κάποιος από πίσω και θα μιλάνε». Περνάει από μπροστά μου, δεν είδα κανέναν, τίποτα, μέχρι πάνω το σανό, ούτε να κάθεται άνθρωπος πάνω. Άκουγα όμως ομιλίες. Και κάποια στιγμή, μετά από δέκα λεπτά που ξεκίνησα, τι ήτανε; Είδα μπροστά, κάτω απ’ τον άξονα… πάνω στον άξονα στις ρόδες ήταν ξαπλωμένος ένας ανάσκελα και μιλούσε με τον οδηγό. Είχε καθίσει στον άξονα για σκιά. Και λέω: «Πώς διάολο ισορροπεί πάνω στον άξονα, δεν του ’χει σπάσει η πλάτη πάνω στο ξύλο;». Ή ποδήλατα τώρα να πηγαίνουνε… Τα ποδήλατα τα παλιά, χωρίς ταχύτητες, τα σιδερένια. Και να ’χουνε στη σχάρα φορτωμένα δυο-τρία κατσίκια, δεμένα, ζωντανά, μ’ ανοιχτά χέρια-πόδια. Ή, ξέρω γω, να το κουβαλάει στον ώμο του δεμένο το κατσίκι. Δηλαδή καταστάσεις…

Γ.Λ.: Πρωτόγονες.
Ι.Ζ.:

…πρωτόγονες.

Γ.Λ.: Πρωτόγονες.
Κ.Γ.:

Ωραία. Κάτι άλλο να προσθέσετε;

Ι.Ζ.:

Όχι, εσύ αν θες κάτι να…

Γ.Λ.: Να είμαστε καλά, να έχουμε υγεία, να μπορούμε να ταξιδεύουμε, γιατί είναι… νομίζω είναι ο πλούτος μας, αυτά θα μείνουν. Το να μαζεύουμε χρήματα, νομίζω ότι είναι χαζό όποιος το κάνει. Όποιος μπορεί… Και πάνω απ’ όλα η υγεία βέβαια να υπάρχει. Όποιος μπορεί να το κάνει, όπου μπορεί να φτάσει. Ποτέ μου δεν κατέκρινα κανέναν εάν πήγε μέχρι τη Λάρισα, εάν πήγε, ξέρω γω, μέχρι την Ιταλία, χαίρομαι όταν τ’ ακούω, γιατί ο καθένας όπου μπορεί πάει. Και να μη νιώθει μειονεκτικά, ότι: «Δεν έκανα αυτό που έκανε ο άλλος», όπου μπορεί πάει ο καθένας κι όπου του αρέσει. Νομίζω και με λίγα, πηγαίνεις. Αρκεί να υπάρχει θέληση και το πάθος φυσικά. Αυτά έχω να πω.
Ι.Ζ.:

Και κάπου διάβασα ότι η λέξη «πλούσιος» σημαίνει «αυτός που κάνει πολλά ταξίδια», και είναι από… έτσι λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες και βγήκε απ’ το «πλους», απ’ το πλοίο, κι αυτοί που ’χανε κάνει πολλές πλεύσεις ήταν οι πλούσιοι. Και μετά, με τα χρόνια, βέβαια πήγε: «αυτός που έχει το χρήμα».

Κ.Γ.:

Ωραία, τέλεια. Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ι.Ζ.:

Εμείς σ’ ευχαριστούμε.

Γ.Λ.: Εμείς σ’ ευχαριστούμε και για τον χρόνο σου.
Κ.Γ.:

Να ’στε καλά. Κι εγώ ευχαριστώ για τον δικό σας χρόνο.

Γ.Λ.: Ευχαριστούμε πολύ.