© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Το βίωμα της χοντροφοβίας, οι κοινωνικές διακρίσεις και το σχολικό bullying λόγω των κιλών: Μία διατροφολόγος αφηγείται
Κωδικός Ιστορίας
25450
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Χύτα (Β.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/09/2023
Ερευνητής/τρια
Ηλίας Θεοδωρίδης (Η.Θ.)
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πεις το όνομά σου;
Ναι, ονομάζομαι Χύτα Βασιλική.
Είναι Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023. Βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη μαζί με τη Βίκυ Χύτα. Εγώ ονομάζομαι Θεοδωρίδης Ηλίας, είμαι ερευνητής του Istorima και ξεκινάμε. Θα ήθελες να αρχίσουμε λέγοντας κάποια πράγματα για εσένα;
Ναι, είμαι 26 χρονών, είμαι διαιτολόγος-διατροφολόγος, αυτή είναι η δουλειά μου και αυτό έχω σπουδάσει και αυτή τη στιγμή ζω στη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου έκανα, έτσι, αρκετές βόλτες στην Ελλάδα, γιατί οι γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί, οπότε αλλάζαμε μέρη. Έζησα στην Αθήνα, στην Κρήτη, στην Κατερίνη και στα 10 μου περίπου ήρθα εδώ στη Θεσσαλονίκη, όπου ζω τα τελευταία δεκαέξι χρόνια.
Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;
Τι θυμάμαι… Νομίζω ότι μέχρι μία ηλικία δεν έχω πολύ έντονες αναμνήσεις και από μία ηλικία και μετά έχω αυτή τη θολή ανάμνηση ότι ήταν πολύ ευχάριστα τα παιδικά χρόνια και πολύ όμορφα και κάπως έτσι τα είχα αρκετά μυθοποιημένα, κιόλας, στο μυαλό μου μέχρι να μεγαλώσω έτσι και να τα δω καλύτερα. Πολύ παιχνίδι, πολλοί φίλοι, δεν είχα έτσι κάποια αντικειμενική δυσκολία στο μεγάλωμά μου ούτε από άποψη οικονομική ούτε από άποψη περιβάλλοντος. Είχα και τους δύο μου γονείς σαν φροντιστές κοντά μου, οπότε δεν είχα, έτσι, κάτι ιδιαίτερα απαιτητικό τα πρώτα χρόνια. Εκεί που άρχισε κάτι να με προβληματίζει και να λέω ότι: «Η ζωή μου δεν είναι και τόσο τέλεια» και ότι κάτι υπάρχει εδώ που μας ζορίζει τώρα είναι το θέμα των κιλών. Και ήταν ο πρώτο πράγμα που θυμάμαι να με προβληματίζει και να αισθάνομαι ότι σ’ αυτό το κομμάτι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει και δεν πρέπει απλά ν’ αλλάξει, πρέπει να γίνει και με μία επιτακτικότητα αυτό. Πρέπει να γίνει δηλαδή άμεσα, γρήγορα, να το προλάβουμε, γιατί υπήρχε πολύ αυτό το έντονο, που υπάρχει γενικά στην παιδική παχυσαρκία απ’ τους γιατρούς, ότι όσο είναι νωρίς, όσο το παιδί ακόμα είναι μικρό, να μην προλάβει να πάρει βάρος, ν’ αναπτυχθεί σωστά. Οπότε, έτσι για να σε εισάγω λίγο, ήμουν ένα αρκετά παχουλό παιδί από μικρό, είχα και γονίδια παχυσαρκίας –κακά τα ψέματα–, γιατί, αν δεις πίσω τις γενιές τις προηγούμενες απ’ την πλευρά της μαμάς μου είναι μία αρκετά, έτσι, παχουλή οικογένεια, ποντιακή παχουλή οικογένεια με τα ζυμάρια της και τα φαγητά της. Οπότε, κάπως είχα πάρει αυτή τη σωματοδομή από πολύ νωρίς και άρχισε αυτό να φαίνεται εκεί στα 5-6, δηλαδή, χρόνια άρχισε να γίνεται έντονο. Και αυτή η αίσθηση που έχω από πάντα και που το συνειδητοποιώ τώρα που το λέω είναι ότι είχα μία αίσθηση εγκλωβισμού μες στο σώμα μου. Δηλαδή, από παιδί είχα την αίσθηση ότι δεν μπορώ να τρέξω πολύ γρήγορα, ότι δεν μπορώ να πηδήξω μέσα σε μία λακκούβα χωρίς να πέσω μέσα, να την προσπεράσω, ας πούμε. Ότι δεν μπορώ να κυνηγήσω ένα παιδάκι, γιατί είμαι σίγουρη ότι δεν θα το πιάσω, οπότε δεν έχει καν νόημα να το κάνω. Και κάπως αυτή η αίσθηση εγκλωβισμού, όσο μεγάλωνα και πάχαινα, μεγάλωνε και αυτή και ήταν κάπως δεδομένη για μένα. Δηλαδή, αυτό είχα μάθει ότι είναι το σώμα μου και κάπως αυτά ήτανε και τα όριά μου τα πρακτικά στον χώρο. Εκεί ξεκίνησε, δηλαδή, κάτι να μην είναι τόσο ρόδινο και να… να μου δημιουργεί δυσκολίες, γιατί σκέψου ένα περιβάλλον το οποίο σε γενικές γραμμές σε αποδέχεται είτε είναι τα συναισθήματά σου, τα οποία είναι αποδεκτά, είτε είναι η ίδια σου η ύπαρξη, ας πούμε. Είναι ΟΚ αυτό που είσαι και ξαφνικά αρχίζει ένα κομμάτι σου να μην είναι ΟΚ και αυτό σου το δείχνουν και η αλήθεια είναι ότι πίσω στο 1997 ήταν πάρα πολύ έντονη η χοντροφοβία. Δηλαδή, οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο ευαισθητοποιημένοι όσο είναι σήμερα. Σήμερα εγώ έχω και την αίσθηση ότι υπάρχει και μία προσποιητή ευαισθητοποίηση έτσι γύρω από το κομμάτι της παχυσαρκίας. Ότι δηλαδή έχουμε πάψει να θεωρούμε ΟΚ το να σχολιάζουμε και το να σκεφτόμαστε άσχημα για τα υπέρβαρα άτομα, αλλά υπάρχει μία εσωτερικευμένη χοντροφοβία ακόμα στο πώς αντιλαμβανόμαστε τα άτομα, όχι απαραίτητα τα υπέρβαρα και τα λιποβαρή και γενικά την… Δε μου αρέσει καθόλου η λέξη, αλλά αυτή τη διαφορετικότητα, ας πούμε, που δεν είναι διαφορετικότητα αλλά νομίζω καταλαβαίνεις πώς το εννοώ. Οπότε, πίσω στο 2000, ας πούμε, έτσι χοντρικά, που ήμουν 3-4 χρονών, τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν. Δεν σχολίαζε απλά η οικογένεια και το περιβάλλον, σχολίαζε και η γειτόνισσα από απέναντι το κομμάτι των κιλών, ήταν πολύ εντάξει ο καθένας να έχει μία γνώμη για το βάρος ενός παιδιού. Οπότε, το περιβάλλον μου μου το έκανε πολύ έντονο από παντού, δε με άφηνε σ’ αυτό το κομμάτι να ησυχάσω –να το πω και έτσι– και κάπως άρχισε αυτό να γίνεται το κέντρο της ζωής μου. Δηλαδή, όλα γύριζαν γύρω από το ότι: «Καλή μαθήτρια, το τακτοποιήσαμε. Έξυπνη, το τακτοποιήσαμε. Κοινωνική, το τακτοποιήσαμε. Τι μένει; Όμορφη, έχεις ένα πολύ όμορφο πρόσωπο, εντάξει, μια χαρά. Τι μένει να τακτοποιήσουμε; Έχεις κιλά, πρέπει να τα χάσεις, πρέπει να γίνει κάτι». Οπότε, έτσι σιγά σιγά άρχισε να μου δημιουργείται μία αίσθηση θλίψης, γιατί από πολύ μικρή αισθανόμουν ότι σε κάτι δεν είμαι αρκετή και κάτι δεν έχω κάνει σωστά. Αισθανόμουν, δηλαδή, ένα πολύ μεγάλο αίσθημα βάρους, που όπως καταλαβαίνεις είναι ένα βάρος που έπρεπε να το ’χει πάρει η υπόλοιπη οικογένεια και όχι το ίδιο το παιδί, το πώς έχει φτάσει ένα παιδί, ας πούμε, να είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Και νομίζω ότι το πήρα λίγο μοναχικά όλο αυτό το μονοπάτι του βάρους και πολλή ευθύνη από πολύ νωρίς για πράγματα που δεν καταλάβαινα. Δεν ήξερα τι είναι οι θερμίδες, δεν ήξερα γιατί έχω κιλά. Τώρα το λέω και μου ’ρχεται να δακρύσω, γιατί είμαι διαιτολόγος στο σήμερα και γι’ αυτό έγινα, μάλλον, κιόλας στην πορεία. Αλλά είχα πάρα πολλές απορίες, δεν καταλάβαινα τι με κάνει να παίρνω βάρος ούτε πώς το παίρνω και παρόλα αυτά είχα σίγουρα σαν δεδομένο ότι πρέπει αυτό το βάρος να φύγει από πάνω μου με κάποιον τρόπο, που δεν ξέρω, όμως, ποιος είναι αυτός. Οπότε, ήμουν λίγο μπερδεμένη και λίγο παγιδευμένη σ’ όλο αυτό και το πολύ χαρακτηριστικό που περιγράφει αυτήν την ιστορία είναι ότι το φαγητό δεν είχε ποτέ μία ξεκάθαρη θέση στην οικογένειά μου. Τι θέλω να πω; Έχοντας μία υπέρβαρη-παχύσαρκη στην πορεία μαμά, υπήρχε πάρα πολύ έντονη η ενοχοποίηση του φαγητού από την ίδια. Οπότε, έβλεπα μία μαμά να κάνει δίαιτες συνέχεια, να μισεί το σώμα της, να προσπαθεί να κόψει το φαγητό. Ταυτόχρονα, υπήρχε αυτή η προσπάθεια για να το ξορκίσει κάπως όλο αυτό με το να λέει ότι: «Εμείς έτσι είμαστε σαν οικογένεια, τρώμε παραπάνω» και: «Άνθρωπος που δεν τρώει, δεν είναι άνθρωπος» και :«Άμα δεν φας δύο μερίδες, ένα ίσον κανένα», ας πούμε, και όλο αυτό. Οπότε, πολλά διπλά μηνύματα και πολύ μπέρδεμα εκεί πέρα, γιατί από τη μία έχεις έναν άνθρωπο που τον βλέπεις να πασχίζει να χάσει κιλά και να κάνει όλη μέρα πολύ στερητικές δίαιτες, τις οποίες αργότερα μ’ έβαζε κι εμένα να τις κάνω, και από την άλλη έχεις έναν άνθρωπο, ο όποιος σου λέει: «Σαν το φαγητό δεν έχει, αυτό είναι και τίποτα άλλο. Πρέπει να τρώμε, πρέπει να τρώμε πολύ, αλλιώς δεν έχει νόημα» και όλο αυτό της κουλτούρας της απενοχοποίησης του φαγητού. Ταυτόχρονα, υπήρχε το ότι: «Από τώρα αποφασίζω ότι θα σου κάνω δίαιτα, οπότε αυτό θα είναι το φαγητό σου για σήμερα», αλλά μόλις μ’ έβλεπε ότι δεν είμαι καλά: «Να σου πάρω μια σοκολατίτσα; Έλα να σε επιβραβεύσω, θέλεις κάτι να φας;». Οπότε, και εκεί διπλά μηνύματα. Κάπου μέσα σ’ όλο αυτό έχω την αίσθηση ότι με λυπόταν κιόλας πολύ, γιατί ήξερε τι σημαίνει να πεινάς και μ’ έβλεπε σαν παιδί να πεινάω και να πρέπει να μπω σε μία δίαιτα. Οπότε, εκεί στη λύπηση ερχόταν και το κρουασάν, ερχόταν και η σοκολάτα: «Πάρ’ το λίγο να ηρεμήσεις και θα το δούμε από αύριο». Και ξεκίνησε μία πολύ δυσφορική σχέση με το φαγητό, η οποία εξελίχθηκε σε διατροφική διαταραχή στην εφηβεία. Εντάξει, τώρα έτσι όπως το βλέπω απέξω, ήταν δεδομένο ότι θα γίνει αυτό, δηλαδή δεν θα γλίτωνα από διατροφική διαταραχή με τίποτα. Είχα όλα τα φόντα –πώς να σ’ το πω;–, είχα όλα τα προσόντα να πάω κατά κει. Από περιβάλλον, από γιατρούς οι οποίοι πίεζαν, γιατί υπήρχαν και διάφορα, έτσι, προβλήματα ορμονικά με την ανάπτυξή μου, άσχετα απ’ το βάρος, τα οποία όμως εντέλει επηρεαζόταν, δεν προκαλούνταν από το υπερβάλλον βάρος, αλλά επηρεαζόταν απ’ το βάρος. Οπότε, πάρα πολλή ορμονοθεραπεία, ένεση, χάπι, ελέγχους, εξετάσεις, όλα αυτά σαν παιδί. Και θυμάμαι από πολύ μικρή να μην μπορώ να αντιληφθώ την εικόνα μου σαν κάτι αντικειμενικό. Αυτό, να σου πω σ’ αυτό το σημείο ότι κανείς μας δεν μπορεί. Δηλαδή, υπάρχει μία υποκειμενικότητα στο πώς βιώνουμε το σώμα μας. Είναι αυτό που λέμε «αίσθηση σώματος», το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από το πόσο πραγματικά χώρο πιάνουμε στον χώρο. Οπότε, εκ των πραγμάτων, όταν ένας άνθρωπος αισθάνεται, μιλάμε για αίσθηση σώματος, αυτό έχει περισσότερο να κάνει με ψυχικές διεργασίες, το πώς θα αντιληφθεί το σώμα του. Εγώ αυτή την ψυχική διεργασία κάπου την έχασα μάλλον, γιατί αισθανόμουν ότι πιάνω όλο το δωμάτιο, αισθανόμουν πάρα πολύ μεγάλη. Οπότε, δηλαδή βλέποντας τώρα φωτογραφίες ήμουν απλά ένα παιδάκι με τρία τέσσερα παραπάνω κιλά, δεν είχα αυτό το… το μέγεθος που είχα στο μυαλό μου. Σ’ αυτό ήρθε κάπως να επηρεάσει το ότι πάρα πολύ σκληρά τα παιδάκια στο Δημοτικό γενικά με οτιδήποτε δεν είναι αρκετά αδύνατο ή αρκετά μικρό, έτσι κάπως συμμαζεμένο. Και ερχόταν πάρα πολύ σε αντιδιαστολή με το ότι ήμουν πάρα πολύ κοινωνική. Δηλαδή, απ’ τη μία είχα πάρα πολλές παρέες, έβγαινα έξω στον δρόμο, έπαιζα ποδόσφαιρο, είχα φίλους και από την άλλη όλο και κάποιος θα βρισκόταν να μου κάνει την καρδιά περβόλι, ας πούμε, κάθε μέρα που θα έβγαινα να παίξω. Οπότε, αυτή η κοινωνικότητά μου και αυτή μου η ανάγκη για συναναστροφή μαζευόταν πίσω από τα σχόλια, τα οποία εγώ σαν παιδί ένιωθα ότι δεν με αγγίζουν, αλλά νομίζω ότι με άγγιζαν πάρα πολύ και κάπως ήταν μία άμυνα το «δεν με [00:10:00]αγγίζουν». Σκέψου ότι εγώ από την Πρώτη Δημοτικού μέχρι την Έκτη Δημοτικού άκουγα το «αρκούδα» σαν λέξη. «Είσαι αρκούδα, είσαι αρκούδα, είσαι αρκούδα». Σε σημείο που έφτασα, ας πούμε, να μισώ τον Winnie, δηλαδή ήμουν σε φάση ΟΚ, αλλά όχι. Και θυμάμαι, ας πούμε, στην έκτη δημοτικού ότι είχα βρει τυχαία έναν κουμπαρά που είχε επάνω μία αρκούδα και είχα γράψει ένα γράμμα στον top buller του σχολείου μου, που μ’ ενοχλούσε τότε, και του είχα πει ότι… Δεν το είχα γράψει έτσι, τώρα δεν θυμάμαι ακριβώς, ότι: «Είναι ΟΚ αν είμαι αρκούδα, θέλω να σταματήσεις να με σχολιάζεις, άφησέ με ήσυχη, ας πούμε, να ζήσω τη ζωή μου», κάπως έτσι το είχα γράψει στην Έκτη Δημοτικού, ότι: «Με πληγώνεις, με κουράζεις». Το οποίο το θεωρώ πολύ προηγμένη διεργασία για ένα παιδί 12 χρονών τότε και μάλλον αυτό φωνάζει και πόσο μεγάλη ανάγκη είχα να πω ότι: «Φτάνει», ας πούμε, και είχα κλείσει μέσα στον κουμπαρά το γράμμα και το είχα κλειδώσει μ’ ένα κλειδάκι και πήγα και το άφησα στο σπίτι του. Όπου το βρήκε η μαμά του τον κουμπαρά αυτόν με το γράμμα και όταν το διάβασε, έπεσε απ’ τα σύννεφα που το παιδί της όλο αυτό, ξέρεις, και πήρε τηλέφωνο στους γονείς μου να ζητήσει συγγνώμη, βρεθήκαμε όλοι μαζί. Και κάπως σαν εμπειρία μου άφησε ότι το να βγω μπροστά και να υπερασπίσω τον εαυτό μου, να τον υπερασπιστώ, ακόμα και αν δεν το έκανα, δεν ήξερα ας πούμε πώς θα πάει, εντέλει είχε ένα θετικό αντίκτυπο τελικά. Οπότε, είναι απ’ τις πρώτες εμπειρίες που θυμάμαι ότι μου πήρε από πάνω μου πολλή ντροπή. Γιατί εγώ, όταν με κορόιδευαν, ντρεπόμουν. Οπότε, το ότι έκανα ένα βήμα χαζό, μικρό, εκείνο το βήμα τότε του παιδιού στο «Μη μ’ ενοχλείς άλλο, φτάνει» και έβαλα ένα STOP, πήρε τελικά καλή έκβαση, ας πούμε, και μου ήταν σημαντικό. Μπήκα στην εφηβεία, ξεκίνησαν τ’ αγόρια και τα περιοδικά, τα οποία εκείνη την εποχή ήτανε ό,τι πιο heroine buddy μπορείς να φανταστείς σαν πρότυπο. Τύπου το πολύ αδύνατο σώμα, το επιτηδευμένο όμως, που δεν είναι από φυσικού του κανείς όμορφα αδύνατος, είναι... έχει να φάει πέντε μέρες για να είναι έτσι. Οπότε, έβλεπα εκείνα όλα τα χαμηλοκάβαλα παντελόνια που δεν μου έκαναν, δεν ανέβαιναν τα γόνατα πάνω, και όλα τα κορίτσια τα οποία, ξέρεις, άρχισαν να ’χουν ένα πολύ όμορφο και πολύ θηλυκό σώμα και εγώ ήμουν λίγο σαν μπαλίτσα πάλι. Δηλαδή, πάλι δεν έβρισκα τη θηλυκότητά μου μέσα σ’ όλο αυτό, δεν μεγάλωνε το στήθος μου, δεν είχα περιφέρεια, ήμουν ένα πιο στρογγυλό κοριτσάκι με μάγουλα, με όλα αυτά. Πάλι γυρνώντας πίσω και κοιτώντας δεν είμαι όπως με φανταζόμουν, δεν ήμουν όπως με φανταζόμουν, αλλά θέλω να πω ότι εκεί ξεκίνησε, είχε σκαφτεί καλά όλο το έδαφος στην παιδική ηλικία, εκεί ξεκίνησε να είναι πολύ ενεργή η διατροφική διαταραχή. Καμιά φορά ακούμε διατροφική διαταραχή και έχουμε στο μυαλό μας ότι είναι κάτι τρελό, ας πούμε. Είναι κάτι ψυχογενές, το οποίο πολλοί άνθρωποι το βιώνουν και δεν έχουν και ιδέα ότι τους συμβαίνει. Οπότε, για να σ’ το δώσω, έτσι, να το καταλάβεις, ουσιαστικά υπήρχε πάρα πολύ μεγάλη ενασχόληση γύρω από την εικόνα σώματος και γύρω από το φαγητό. Είχε μπει, δηλαδή, στο κέντρο και έκανε κουμάντο και, επειδή ήμουν κι ένα παιδί αρκετά αγχώδες από τη φύση μου και με αρκετά στοιχεία τελειομανίας, όλο αυτό το άγχος και την τελειομανία έπρεπε να την κάνω έλεγχο. Και για να γίνει έλεγχος, τι έπρεπε να ελέγξω; Κατά βάση το φαγητό μου και το βάρος μου. Ταυτόχρονα, το φαγητό μου και το βάρος μου ήταν απ’ τα λίγα πράγματα που μπορούσα να τα οριοθετήσω εγώ και όχι οι άλλοι. Οπότε, ήταν το πεδίο στο οποίο μπορούσα να πω: «Ξέρεις κάτι; Δεν θα μου πεις πώς θα είμαι ή τι θα κάνω. Είναι το σώμα μου, είναι το φαγητό μου». Οπότε, ήταν και μία αντίδραση και μία προσπάθεια να πω ότι: «Μέχρι εδώ, αυτό είναι δικό μου κομμάτι. Αν θέλω να φάω τόσο, θα φάω τόσο, αν θέλω να φάω περισσότερο, θα φάω περισσότερο». Το λέω αυτό περισσότερο, γιατί πολλές φορές το φαγητό είναι ένα μέσο οριοθέτησης για τα παιδιά, είτε η αφαγία είτε η πολυφαγία. Ένας τρόπος να πει κανείς ότι: «Σ’ αυτό το κομμάτι δεν μπορείς να μ’ ελέγξεις, θα μ’ ελέγχω εγώ, γιατί μ’ ελέγχεις σ’ όλα τ’ άλλα», πολύ απλά. Οπότε, ξεκίνησε μία παράνοια από την Πρώτη Γυμνασίου μέχρι και τη Δευτέρα Λυκείου, στην οποία μηδέν εκπαιδευμένη διατροφικά και δυστυχώς τότε ακόμα και οι διαιτολόγοι –γιατί έχω πάει σε άπειρους πριν γίνω εγώ διαιτολόγος– ήταν αρκετά αυστηροί και είχαν αυτό το πιο παλιό μοντέλο, ότι: «Έλα να σε ζυγίσω, να σε λιπομετρήσω, να δούμε ακριβώς πόσα γραμμάρια έχασες. Πες μου ότι έφαγες παραπάνω, έφαγες γλυκό, μήπως δεν μου το λες;». Υπήρχε μία αυστηρότητα και ένα μαστίγιο. Οπότε, υπάρχει και μία σαδιστική σχέση γενικά μεταξύ διαιτολόγου και διαιτώμενου ή θεραπευόμενου πελάτη, όπως θέλεις πες τον, ότι το κακό παιδί που τρώει και ο καλός αστυνομικός και, ξέρεις, ο κακός μπάτσος και ο καλός μπάτσος λίγο, που ελέγχουν την κατάσταση. Οπότε, εκεί παρατηρώντας αργότερα ότι και άτομα τα οποία τελικά γίνονται διαιτολόγοι, μπορεί να ακουστεί ακραίο, αλλά εγώ πιστεύω ότι έχουνε αρκετά έντονα στοιχεία και ελεγκτικότητας και σαδισμού στο πόσο εύκολα, ας πούμε, θα στήσουν κάποιον στον τοίχο και θα του πουν ότι: «Γιατί έφαγες; Δεν μπορείς να ’χασες μόνο 500 γραμμάρια, αν έφαγες ό,τι σου είπα. Έπρεπε να έχεις χάσει παραπάνω, μήπως έφαγες κάτι; Τι έφαγες;». Οπότε, με μηδέν διατροφική εκπαίδευση άρχισα να κάνω κάτι δικά μου μόνη μου, να κόβω καρότα στο μαντολίνο και να παίρνω μαζί μου να φάω καρότα όλη μέρα, ας πούμε, ή αγγούρια, γιατί αυτά ήξερα ότι έχουν τις λιγότερες θερμίδες. Στο μυαλό μου, αν μπορούσα να φάω τις λιγότερες δυνατές θερμίδες, θα έφτανα πιο γρήγορα σ’ ένα αδύνατο σώμα. Δεν είχα ιδέα ότι χρειάζομαι θρεπτικά συστατικά, πρωτεΐνη, άλλα πράγματα για να επιβιώσω. Σκεφτόμουν απλά ότι ΟΚ οι θερμίδες παχαίνουν, άρα όχι θερμίδες αδυνατίζουν. Άρα πρέπει να κόψουμε θερμίδες. Πώς θα το κάνουμε αυτό; Θα φάμε αγγούρια και καρότα και νερό όλη μέρα. Αυτό το ’κανα για χρόνια, δηλαδή σ’ όλο το Γυμνάσιο το προσπαθούσα, λιποθυμούσα, επανερχόμουν, έκανα έτσι εξετάσεις, έκρυβα πάρα πολύ απ’ τους γονείς μου. Δηλαδή, γυρνούσα σπίτι, τους έλεγα: «Έφαγα», για να μη χρειαστεί να με δουν να μην τρώω. Πήγαινα μετά στο περίπτερο το βράδυ καταπεινασμένη, έπαιρνα δύο σοκολάτες, έκανα ένα υπερφαγικό επεισόδιο, εκεί ξεκίνησαν και τα υπερφαγικά επεισόδια. Οπότε, κάπως πολύ κρυψινιά έτσι σ’ αυτό το πράγμα και μυστικοπάθεια και, εντάξει, αν κάτι αξίζει να μείνει απ’ αυτό –αυτό είναι το δράμα της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή μου φαίνεται γελοίο τώρα που το λέω– είναι το ότι την πρώτη φορά που λιποθύμησα στο Γυμνάσιο είχε έρθει από πάνω μου μία γυμνάστρια πάρα πολύ έτσι... είχε κι αυτή έτσι μάλλον κάποια θέματα με το σώμα της, πολύ αδύνατη, πολύ προσεγμένη γυναίκα. Και θυμάμαι, όταν συνέρχομαι και ανοίγω τα μάτια μου, να μου δίνει έτσι απαλά χαστουκάκια και να μου λέει: «Ξύπνα, χοντρούλα, ξύπνα και θα σου πάρουμε ένα burger, άμα ξυπνήσεις. Μόνο να συνέλθεις», ας πούμε, και ήταν όλο το σχολείο μαζεμένο γύρω μου και άκουγε αυτό το πράγμα και εγώ είχα λιποθυμήσει στην προσπάθειά μου να αδυνατίσω. Και είχα έναν άνθρωπο από πάνω μου, με το που άνοιξα τα μάτια μου, να με γελοιοποιεί –γιατί γελοιοποίηση ήταν– μ’ αυτόν τον τρόπο και, όταν μετά αργότερα το σκέφτηκα, το τι έζησα εκείνη τη μέρα, σκέφτηκα πόσο λυπηρό είναι. Δηλαδή, δεν πήγε σε κανενός το μυαλό ότι για να λιποθύμησα μάλλον δεν τρώω; Γιατί ήμουν υπέρβαρη, μ’ έβλεπαν χωρίς φαγητό με τα καρότα να πάω, να έρχομαι στους διαδρόμους. Δεν σκέφτηκε κανείς απ’ αυτούς ότι αυτή έχει να φάει μέρες, ας πούμε; Και η πρώτη της αντίδραση ήταν: «Έλα, χοντρούλα και θα σου πάρουμε ένα burger» μπροστά σε άλλα δεκαπέντε έφηβα άτομα, ξέρω γω, που ήταν από πάνω μου εκείνη τη στιγμή; Οπότε, αυτό. Γενικά στο Λύκειο ηρέμησαν τα πράγματα, η πιο έντονή μου περίοδος και η πιο δύσκολη –ακόμα και τώρα, δηλαδή, δεν την νοσταλγώ καθόλου και ακόμα νομίζω δεν την έχω επεξεργαστεί και 100% ούτε στην ψυχοθεραπεία– είναι το κομμάτι του Γυμνασίου. Γιατί ήταν παιδιά τα οποία αργότερα, έτσι, πήγαν και στα ΕΠΑΛ ή σταμάτησαν το σχολείο, ήμασταν και σε μια δυτική συνοικία αρκετά υποβαθμισμένη για πολλούς λόγους και κάπως ήμασταν κάθε καρυδιάς καρύδι σ’ ένα σχολείο, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία στοχοποίηση σε οποιονδήποτε δεν ανήκε σ’ εκείνη την ομάδα την πιο συγκεκριμένη, ας πούμε, ατόμων. Οπότε, αν δεν έκανες μπάφο, δεν ήσουν κουλ, αν δεν είχες κάνει σεξ, δεν ήσουν κουλ, αν... δεν ξέρω τι άλλο, αν δεν έβγαζες μαχαίρια ή δεν ανήκες στη Χρυσή Αυγή, που τότε ήταν στα πάνω της και ανέβαινε πάρα πολύ, δεν ήσουν κουλ. Οπότε, εγώ, επειδή δεν ήμουν καθόλου κουλ με όλα αυτά και βάλε και απουσιολόγος και βάλε και καλή μαθήτρια –πρόσθεσέ τα στην εξίσωση–, μία μέρα χρειάστηκε να βγω απ’ το σχολείο και για κακή μου τύχη είχε λαϊκή στον κάτω δρόμο, γινόταν λαϊκή, καλοκαίριαζε κιόλας και είχε πέσει ένα καρπούζι κάτω και είχε σπάσει σε κομμάτια. Και ένας απ’ αυτούς τους Χρυσαυγίτες –τον λέω Χρυσαυγίτη, γιατί αυτό τον χαρακτήριζε, τότε τουλάχιστον– πήρε ένα κομμάτι καρπούζι και απλά ήρθε και άρχισε να μου το τρίβει στο πρόσωπο και να μου λέει: «Φά’ το, γουρουνάκι, αφού τα τρως όλα». Και εκεί τα είδα όλα, νομίζω. Δηλαδή, νομίζω ότι ακόμα και τώρα δεν μπορώ να σου εξηγήσω την ντροπή που ένιωσα και το ότι πάλι αισθανόμουν ότι κάτι δεν έχω κάνει σωστά για να φτάνω στο σημείο να ζω αυτή την κατάσταση. Δεν μπορούσα καν να του θυμώσω και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και χαρακτηριστικό των ανθρώπων που έχουν διατροφικές διαταραχές, ότι επειδή ο θυμός δεν είναι επιτρεπτό συναίσθημα μεγαλώνοντας, όλον τον θυμό που έχεις για ό,τι σου συμβαίνει τον στρέφεις σ’ εσένα. Οπότε, δεν μπορώ να θυμώσω στη μαμά μου, οπότε θα θυμώσω μαζί μου. Δεν μπορώ να θυμώσω σ’ αυτόν που μου κάνει bullying, θα θυμώσω μαζί μου που δεν είμαι αρκετά καλή και χρειάζεται να είμαι στη θέση τού να τρώω το bullying. Αργότερα, θα κακοποιηθώ, ας πούμε –λέμε τώρα, δεν έχω φτάσει σ’ αυτό το σημείο–, σωματικά ή σεξουαλικά, θα θυμώσω μαζί μου, γιατί δεν έβαλα ένα όριο όπως έπρεπε. Οπότε, καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό πάντα γυρνούσε στο ότι κάτι έπρεπε εγώ να κάνω καλύτερα για να μη βρεθώ σ’ αυτή τη θέση. Έπρεπε να είμαι πιο κουλ, πιο αδύνατη, πιο ψηλή, να ντύνομαι αλλιώς, να έχω άλλα λεφτά, να βγάζω πιο μικρούς βαθμούς; Κάτι πρέπει να κάνω για να μην μπω στον στόχο και, αφού δεν το ’χω [00:20:00]κάνει, καλά να πάθω. Και μετά απ’ αυτό κουτί με κουρκουμπίνια, χαρτομάντιλα, σπίτι, κλάμα, φαΐ, δηλαδή όλη η παράνοια. Στο λύκειο έφυγαν οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ξεκαθάρισε πολύ το τοπίο στο ποια άτομα ήμασταν στο Λύκειο, ηρέμησαν λίγο τα πράγματα. Εμένα πλέον είχε παγιωθεί ότι η ζωή μου θα ήταν πολύ καλύτερη, αν απλά ήμουν πιο αδύνατη. Μου ’χε γίνει θέσφατο, ας πούμε, ότι απλά να αδυνάτιζες, δεν θα ζούσες τίποτα απ’ όλα αυτά τόσα χρόνια. Και ξεκίνησε πάρα πολύ έντονα να μπαίνει το ότι και από παρέες έτσι και από… και από κάποια μεγαλύτερα άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος, όχι τόσο οικογένεια, ότι: «Ρε πουλάκι μου, ας πούμε, τώρα εσένα δεν θα σε κοιτάξει κανείς. Πού θα βρεις άντρα και πού θα... Θα μας μείνεις στο ράφι και πώς θα σε…». Και όντως, ας πούμε, ξεκινούσαν οι φίλες μου να φλερτάρουν κι εγώ είχα μείνει πάρα πολύ πίσω σ’ αυτό το κομμάτι. Και ο λόγος είναι ότι αφενός μεν ίσχυε, υπήρχε χοντροφοβία, αφετέρου δε είχα πείσει κι εγώ τον εαυτό μου ότι: «Μ’ αυτά τα κιλά, πού πας, βρε κατακαημένε;». Οπότε, δεν υπήρχε και περίπτωση να βγω μπροστά και να φλερτάρω ποτέ και να κάνω το οτιδήποτε. Στη Δευτέρα Λυκείου, που πήγα στη Θετική Κατεύθυνση, αποφάσισα ότι δεν έχει σημασία τίποτα άλλο πέρα απ’ το διάβασμα. Δύο χρόνια δε θα ασχοληθώ καθόλου με δίαιτες, θα τρώω ό,τι θέλω και θα διαβάζω. Κλασικό, αυτό που λέμε η εγκυμοσύνη των Πανελληνίων... οι Πανελλήνιες συν 20 κιλά όλοι. Εν τω μεταξύ, εμένα το σώμα μου, επειδή ήταν πάρα πολλά χρόνια σε υποθρεψία και στερημένο... Σκέψου τώρα ένας άνθρωπος ο οποίος είναι σε δίαιτα περίπου απ’ τα 7 του και μόνιμα χάνει 3 κιλά, βάζει 4. Υπήρχε, δηλαδή, ένα πατίκωμα και μία προσπάθεια συνεχής να κόψω θερμίδες. Οπότε, απορώ και πώς επιβίωνα τόσα χρόνια, γιατί έτρωγα χάλια. Τη μία μόνο αγγούρια, την άλλη μόνο σοκολάτες, ήμουν στα άκρα, άσπρο, μαύρο. Μια μέση κατάσταση ποτέ. Οπότε, σκέψου ένα σώμα που ξαφνικά αποφασίζει ότι: «Δε θα καταπιεστώ άλλο» και είναι σαν το ξύλο που το έχεις πατήσει στο νερό και με το που το αφήνεις κάνει ένα μπουπ και κάνει αυτό. Και παίρνω 30 κιλά σε δύο χρόνια και έρχομαι και γίνομαι... Δηλαδή, ήμουν ήδη υπέρβαρη, βγαίνω από την Τρίτη Λυκείου αγνώριστη πραγματικά. Είχα γράψει πάρα πολύ καλά, είχα γράψει περίπου 18.000 μόρια τότε. Δεν είχα ιδέα τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου και παρόλα αυτά δήλωσα τη Διατροφολογία σαν πρώτη επιλογή, ενώ, ας πούμε, έπιανα και άλλες σχολές που ήταν αρκετά πιο υψηλόβαθμες. Και τότε ήμουν τόσο μη συνδεδεμένη με το μέσα μου, που δεν καταλάβαινα γιατί τη δήλωσα κι έλεγα: «Μα εγώ, πώς μου ήρθε;». Ενώ υπήρχε μία πολύ μεγάλη ανάγκη να πάω προς τα εκείνο το μονοπάτι, για να βγάλω άκρη μετά από τόσα χρόνια. Έλεγα: «Τι σκατά, ας πούμε, πώς σου ήρθε αυτό το πράγμα; Γιατί το δήλωσες, πού θα πας εσύ τώρα; Τι θα κάνεις εκεί πέρα και ποιος θα σ’ εμπιστευτεί;». Εν τω μεταξύ, είχα και μία τρομερή αντιπάθεια προς τους διαιτολόγους, η αλήθεια είναι, δεν ήθελα ούτε να τους βλέπω. Οπότε, έλεγα: «Τώρα εγώ αυτό θα γίνω; Δεν μπορώ να γίνω εγώ αυτό». Και θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά κλάματα τους πρώτους μήνες και να γυρνάω στο σπίτι και να λέω στους γονείς μου: «Εγώ δεν μπορώ να γίνω σαν αυτούς και απλά να ζυγίζω τον κόσμο και να τον μετράω και να του λέω τι να φάει. Το ’χω, μου ’χει τριφτεί στη μούρη τόσα χρόνια, δεν το κάνω εγώ αυτό». Και η αλήθεια είναι ότι αυτός είναι και ο λόγος που άργησα να βγάλω τη σχολή μου, δεν την τελείωσα στα τέσσερα χρόνια. Πέντε ήταν η σχολή για την ακρίβεια, γιατί έγινε πανεπιστήμιο στην πορεία πενταετές, την έβγαλα στα εφτά. Και ο λόγος ήτανε ότι δεν μπορούσα να συνυπάρξω με την ιδέα ότι θα γίνω διαιτολόγος, παρότι ήταν μία ξεκάθαρα δική μου επιλογή. Σου λέω, δηλαδή, δεν μπήκα τυχαία σ’ αυτή τη σχολή, αλλά μπαίνοντας δεν ήθελα και να σπουδάσω αυτό το πράγμα. Η σχολή. Η Σχολή Διαιτολογίας, η Διαιτολογία μάλλον είναι μία εξαιρετική επιστήμη και είναι και πάρα πολύ παρεξηγημένη, γιατί ακούει κανείς «διαιτολόγος-διατροφολόγος» και έχει στο μυαλό του θερμίδες, δίαιτα, ένα διαιτολόγιο ίσως, δεν ξέρω τι έχει, απώλεια βάρους, ξέρω γω. Και είναι μία ολόκληρη επιστήμη, η οποία μελετάει την παθοφυσιολογία του ανθρώπου και το πώς χρειάζεται να τρέφεται για να βρίσκεται πάντα στην καλύτερη δυνατή υγιή κατάσταση. Οπότε, η παχυσαρκία και η υπερβαρότητα είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι του συνόλου της επιστήμης αυτής και αυτό εγώ δεν το είχα καταλάβει μέχρι να μπω στη σχολή. Ότι υπάρχει ειδική διατροφή ανάλογα την πάθηση που έχεις. Στην εγκυμοσύνη υπάρχουν συγκεκριμένα κιλά που πρέπει να πάρεις, ώστε να φτιαχτεί ο πλακούντας και να γεννηθεί το έμβρυο με υγεία. Οπότε, όσο περνούσαν τα χρόνια και έμπαινα σ’ αυτό, καταλάβαινα ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ το: «Θα μετρήσουμε 100 γραμμάρια κοτόπουλο για μεσημεριανό», ξέρω γω, και: «Θα φας μόνο αγγούρια», που είχα στο μυαλό μου στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Η σχολή, λοιπόν, γενικά ήτανε μια σχολή, η οποία είχε αρκετά έντονο το στοιχείο της… της επιστημονικότητας και της στατιστικής και του γενικά να μιλάμε πάντοτε τεκμηριωμένα και με έρευνα και με υπόσταση και το να ψάξουμε κάτι πριν το πούμε. Γιατί, επειδή η διατροφή είναι κάτι καθολικό, το κάνουμε όλοι, είναι πολύ εύκολο κανείς να… να πάρει κάτι απλώς σαν πληροφορία, να το παραλλάξει λίγο και να καταλήξει και επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Οπότε, υπήρχε έντονο αυτό το στοιχείο και με... Πώς να το πω; Η τριβή μ’ αυτό το πράγμα με καλλιέργησε κι εμένα σαν άνθρωπο στο να σκέφτομαι λίγο πριν μιλήσω, να κοιτάω την πιο επιστημονική πλευρά του κάθε πράγματος και να μην λέω απλά: «Αυτό κάπου έτσι, κάπως έτσι μου φαίνεται, μου βγάζει νόημα, μου είναι λογικό». Αλλά ταυτόχρονα –και εκεί θέλω να καταλήξω– υπήρχε πολύ έντονο το στοιχείο της χοντροφοβίας, γιατί, όπως καταλαβαίνεις, διαιτολόγος πάει να γίνει κάποιος ή επειδή αθλείται πολύ ή επειδή είναι υπέρβαρος ή επειδή τον νοιάζει πάρα πολύ η διατροφή ή επειδή έχει μία διατροφική διαταραχή και δεν το ξέρει. Οπότε, αν έβλεπες στο αμφιθέατρο, ήμασταν αυτοί. Ήμασταν άτομα τα οποία κάτι μας τράβηξε προς τα κει, υπήρχε ένας δρόμος αυτοΐασης, ας πούμε. Ήταν οι πολύ αυστηροί, οι χοντροφοβικοί –όχι απαραίτητα αδύνατοι– φοιτητές, αλλά με την έννοια του ότι κάτι υπήρχε εκεί που τους κλοτσούσε. Ήταν αυτοί οι οποίοι θέλαν να το βρουν μόνοι τους και είχαν πάει να το σπουδάσουν, μπας και βγάλουν άκρη όπως εγώ, γιατί δεν είμαι η μόνη. Και ήταν και αυτοί οι οποίοι ήταν, έτσι, πολύ αθληταράδες με τα γυμναστήρια, μ’ αυτά, και είχαν μπει μ’ αυτό τον σκοπό, ας πούμε, να εξειδικεύσουν και άλλο. Οπότε, το λέω αυτό, γιατί γυρνούσα κάθε μέρα απ’ τη σχολή στο πρώτο έτος θυμωμένη, πολύ θυμό είχα στο πρώτο έτος. Κάναμε ένα εργαστήριο ανθρωπομετρίας, άκουγα δύο τύπισσες από πίσω μου να λένε: «Πω πω, και εμείς τώρα όλη μας τη ζωή θα χρειαστεί να ’μαστε σ’ ένα γραφείο και να ζυγίζουμε χοντρά άτομα και να βλέπουμε τη θέα της κοιλιάς του μπάρμπα» και... κι εγώ θύμωνα τόσο πολύ, γιατί ήμουν ο μπάρμπας. Έμπαινα στη θέση του διαιτώμενου, δεν μπορούσα να μπω στη θέση του διαιτολόγου, δεν μπορούσα να σκεφτώ πώς θα είμαι σαν διαιτολόγος, γιατί προϋπήρχε από χρόνια το «διαιτώμενος». Και θύμωνα τόσο πολύ που κάποιος σκεφτόταν έτσι, οπότε γυρνούσα σπίτι και ήμουνα έξαλλη. Άκουγα καθηγητές –όχι όλοι, γιατί δεν θέλω να παρεξηγηθεί αυτό–, έχουμε, είχαμε και έχει ακόμα η σχολή εξαιρετικούς καθηγητές, υπήρχαν όμως και ένας δύο, οι οποίοι θα σου έλεγαν ότι: «Το σώμα σου είναι η βιτρίνα σου» και ότι: «Κοιτάξτε να έχετε ένα υγιές και αδύνατο και γυμνασμένο σώμα, γιατί έτσι θα φέρνετε κόσμο στα γραφεία σας». Όντως, πραγματικά δηλαδή. Και τα άκουγα και σήκωνα το χέρι στο αμφιθέατρο και έλεγα: «Συγγνώμη, θέλετε να πείτε ότι η επιστημονικότητά μας και το σε ποιο σημείο της διαδρομής του βρίσκεται ο καθένας θα… θα εξαρτηθεί από το πώς δείχνει; Άρα, δηλαδή, αν εγώ έχω βουλιμία και ό,τι τρώω πάω μετά και το βγάζω και κάνω εμετούς» –γιατί αυτό είναι η βουλιμία, έχει καθαρτική συμπεριφορά μετά, καθαρτικές μεθόδους– «θα χρειαστεί να εξηγήσω στον έναν και στον άλλον, γιατί είμαι 70 κιλά και δεν είμαι 60; Τι θέλετε να πείτε; Τι εννοείτε;». Οπότε, υπήρχε μία μόνιμη μάχη μέσα μου: «Τι ήρθες εσύ εδώ να κάνεις;». Παράλληλα, στο πρώτο έτος είχα μπει και σε μία θεατρική ομάδα. Οπότε, το λέω αυτό, μπορεί να φαίνεται πολύ άσχετο, αλλά με βοήθησε πάρα πολύ στο κομμάτι της αποδοχής και στο κομμάτι του ότι υπήρχαν εκεί πέρα ένα σωρό άτομα, τα οποία για τους δικούς τους λόγους ήταν αρκετά πιο ευαισθητοποιημένα και αρκετά πιο ώριμα απ’ την ηλικία τους. Δεν το λέω απαραίτητα για καλό ή για κακό αυτό. Οπότε, ξέρεις, μπήκα σ’ ένα πλαίσιο πάρα πολύ ασφαλές που αισθανόμουν ότι ξαφνικά όλοι μου λένε: «Είσαι πολύ όμορφη» χωρίς «αλλά», «αλλά, αν έχανες κάποια κιλά». «Είσαι πολύ όμορφη», τελεία. «Σου πάει πολύ αυτό το ρούχο», τελεία. «Δεν σε αδυνατίζει αυτό το ρούχο, σου πάει αυτό το ρούχο». Ερχόταν ένα αγόρι και με φιλούσε, ας πούμε, και έλεγα: «Παναγία μου, υπάρχει κάποιος εκεί έξω που ήθελε να με φιλήσει». Οπότε, άνοιξε καλημέρα, ας πούμε, ένας καινούριος κόσμος... τι έγινε τώρα εδώ. Και αυτή η υπεραποδοχή που πήρα, επειδή ανακίνησε πολλά κομμάτια και κλότσησαν πολλά κομμάτια, ήταν και η αφορμή να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία στο πρώτο έτος. Οπότε, άρχισα έτσι να το ψάχνω, παράλληλα, επειδή τα κιλά που είχα πάρει στις Πανελλήνιες ήταν πάρα πολλά, τα έχασα κιόλας. Δηλαδή, εκείνον τον πρώτο χρόνο έχασα περίπου 25 κιλά και γύρισα στα κιλά που ήμουν και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, στα συνήθη μου, ας πούμε, 75 με 80 κιλά, να σου πω να καταλάβεις. Δεν ήταν εκείνα τα 100 και, τα οποία με δυσκόλευαν να δέσω τα κορδόνια μου, να κουνηθώ, ίδρωνα με το παραμικρό. Οπότε, γύρισε σε μία υπερβαρότητα μεν, συνηθισμένη για μένα δε. [00:30:00]Αυτό. Στην ψυχοθεραπεία τα τρία ήταν τα βασικά, πάρα πολύ άγχος πώς θα το καταπολεμήσουμε, χάλια το σώμα μου, ακόμα και τώρα που έχασα τα κιλά δεν μ’ αρέσει, σπουδάζω Διαιτολόγια, πώς σκατά θα βγάλω λεφτά απ’ αυτό το πράγμα. Αυτά τα τρία ήταν τα κεντρικά, ας πούμε, σημεία και όλα αυτά που φυσικά βγαίνουν από κάτω μετά. Αλλά μέχρι και το τελευταίο έτος είχα πάρει απόφαση ότι εγώ δεν θα δουλέψω διαιτολόγος. Θα δώσω κατατακτήριες για το Χημικό, που ήμουν και καλή στη Χημεία; Θα κάνω κάτι άλλο σ’ αυτή τη ζωή; Διαιτολόγος δεν μπορώ να γίνω. Είχα κουραστεί στο «Ιπποκράτειο», που έκανα την πρακτική μου, να πηγαίνω και να είμαι με την άσπρη την ποδιά. «Ήρθε η διαιτολόγος; Πού είναι η διαιτολόγος;» «Μα εγώ είμαι η διαιτολόγος». «Α, εσύ είσαι η διαιτολόγος;», να γίνεται αυτό το πράγμα. Είχα κουραστεί να λέω: «Είμαι διαιτολόγος» και να με κοιτάνε στα μπούτια πραγματικά. Ξέρω ότι προβάλλω πολλές φορές και το κάνω πιο έντονα στο μυαλό μου, αλλά εν μέρει ισχύει κιόλας. Είχα κουραστεί με τις θείτσες και τις κυριούλες στα λεωφορεία που μπορεί να μου έλεγαν, άκυρες τώρα να μην με ξέρουν καν: «Μα τι όμορφο πρόσωπο είναι αυτό, γιατί δεν χάνεις κάποια κιλά;» ή που σε ρωτάνε: «Εσύ, κορίτσι μου, τι σπουδάζεις;». «Διαιτολόγια». «Αλήθεια; Και γιατί είσαι έτσι, άμα σπουδάζεις διαιτολόγια; Δεν θα χάσεις κάνα κιλό; Δεν τα μαθαίνετε καλά στη σχολή;» Υπάρχει αυτό, δυστυχώς υπάρχει. Και άτομα τα οποία... Αν ρωτήσεις παχύσαρκα άτομα, θα σου πουν: «Ναι, φυσικά και με σταματάνε στον δρόμο και μου λένε: “Χάσε κάνα κιλό”». Όταν το ακούει κάποιος που δεν το ’χει βιώσει, λέει: «Καλά τώρα, αλήθεια; Σε σταμάτησε κάποιος για να σου πει αυτό;». Ναι, με σταμάτησε κάποιος για να μου πει αυτό. «Χάσε κιλά, είναι κρίμα, η υγεία σου, χαραμίζεσαι». Έχω την αίσθηση ότι πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι έχω καθρέφτη και ζυγαριά στο σπίτι μου, ας πούμε, και ανά πάσα στιγμή ξέρω πόσα κιλά είμαι και επίσης δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι... το ότι ακόμα συντηρώ ένα βάρος, το οποίο προφανώς –για να είμαστε ρεαλιστές– κάποιοι λόγοι το συντηρούνε εκεί πέρα, έτσι; Ψυχογενείς. Δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω πώς να το χάσω ή τι πρέπει να κάνω. Δυσκολεύεται πολύ κόσμος να καταλάβει, σου λέει: «Απλά φάε λιγότερο, κινήσου περισσότερο». Ευχαριστώ πολύ, δεν το είχα καταλάβει, ας πούμε, ότι αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύει η φυσική και το ισοζύγιο ενέργειας. Τώρα μ’ αυτή την πληροφορία πιστεύω λύσαμε το πρόβλημα της παχυσαρκίας παγκοσμίως. Δεν είναι απλό, γενικά νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι ξέρουν τους βασικούς κανόνες της υγιεινής διατροφής, όλοι οι άνθρωποι ξέρουν ότι αν φάνε πιο ισορροπημένα και πιο λίγο και κινηθούν παραπάνω, θα αδυνατίσουν. Παρ’ όλα αυτά, η παχυσαρκία αυτή τη στιγμή είναι από τα πιο σοβαρά νοσήματα και τα πιο... με τον μεγαλύτερο επιπολασμό. Που σημαίνει ότι δεν λύνεται έτσι, δεν είναι μόνο αυτό. Θα έπρεπε για μένα να είναι ψυχογενές νόσημα, να ανήκει και στα ψυχογενή νοσήματα, γιατί κανείς δεν τρώει παραπάνω απλά, επειδή πεινάει. Ούτε κανείς τρώει παραπάνω, επειδή του αρέσει το φαγάκι και περνάει καλά στο μεζεδάδικο που είναι με τους φίλους του και τρώει δυο μπουκιές παραπάνω. Δεν τα παίρνει ο κόσμος έτσι τα κιλά, υπάρχει κάτι που λέγεται «συναισθηματική υπερφαγία» από πίσω. Οι άνθρωποι οι οποίοι είναι παχύσαρκοι τρώνε τα συναισθήματά τους, δεν έμαθαν να τα κάνουν κάτι άλλο. Πώς κάποιος δεν μπορεί το άγχος να το βγάλει από το σώμα του και να το κάνει κάτι υγιές και παθαίνει κρίση πανικού, σαν μία τελευταία απόπειρα του σώματος να τον ταρακουνήσει και να τον προειδοποιήσει ότι: «Έχεις εδώ πέρα κάτι που σε ζορίζει»; Αντίστοιχα, κάποιοι άνθρωποι αντί να πάθουν κρίση πανικού, παθαίνουν μία κρίση υπερφαγίας και κατεβάζουν δύο σοκολάτες για βραδινό και παχαίνουν. Ξέρουν ότι η σοκολάτα παχαίνει, δεν το κάνουν, επειδή έχουν άγνοια θερμίδων, ας πούμε, ή κινδύνου. Ξέρουν ότι το burger έχει πιο πολλές θερμίδες απ’ το αγγούρι, όλοι το ξέρουν αυτό. Και ένα πεντάχρονο, αν το ρωτήσεις, θα σου πει: «Ναι, αυτό είναι πιο υγιεινό από κείνο». Δεν ξέρω γιατί ξεκίνησα να τα λέω όλα αυτά, κάπως δεν ξέρω γιατί ξεκίνησα, ναι. Ξεκίνησα να σ’ τα λέω όλα αυτά, γιατί νομίζω ότι ο κόσμος δυσκολεύεται να καταλάβει και οι διαιτολόγοι δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ότι, όταν έρχεται κάποιος σ’ εμάς, δεν έχει πραγματική ανάγκη ένα διαιτολόγιο, έχει πάρει άλλα σαράντα στη ζωή του πριν έρθει σ’ εμάς, ούτε έχει ανάγκη να του πούμε ότι: «Είναι καλό απογευματινό το μήλο με τον ξηρό καρπό και το βράδυ το τοστάκι με το γιαούρτι». Τα ξέρει, είναι αλλού το πρόβλημα, εκεί ήθελα να καταλήξω μ’ όλα αυτά. Η αλλαγή. Η αλλαγή έγινε όταν κάπως μου ζήτησε μία κοπέλα να αρχίσω να αρθρογραφώ για μία ΜΚΟ που είχε τότε και ξεκίνησα να γράφω κάποια άρθρα για την εικόνα σώματος και κάπως απ’ τον έναν στον άλλον άρχισαν αυτά τα άρθρα να γίνονται πάρα πολύ γνωστά και να κοινοποιούνται. Τότε είχαμε πολύ το Facebook και είχε αρχίσει λίγο τότε στις αρχές, πριν μια εφταετία, ας πούμε, να είναι πιο στα πάνω του το Instagram σαν μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Οπότε, άνοιξα έναν λογαριασμό στο Instagram και άρχισα να ανεβάζω ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι. Με σταμάτησε μία κυρία στο λεωφορείο και μου είπε αυτό, τέλεια, θα βγάλω φωτογραφία ένα λεωφορείο και θα γράψω από κάτω αυτήν την ιστορία. Ήρθαν Χριστούγεννα και πάλι δεν έχασα τα κιλά που ήθελα και είμαι έξαλλη με τον εαυτό μου, φωτογραφία το δέντρο και κείμενο από κάτω και άρχισε αυτό να γίνεται viral πάρα πολύ γρήγορα, άρχισαν να κοινοποιούν, να μου στέλνουν μηνύματα, να ανεβαίνει, να ανεβαίνει και δεν το πίστευα. Δηλαδή, σκέψου ότι τον πρώτο χρόνο είχε φτάσει είκοσι χιλιάδες ακόλουθους η σελίδα, η οποία σελίδα κανείς δεν καταλάβαινε ότι από πίσω είναι ένας διαιτολόγος και τι ακριβώς κάνει αυτός ο διαιτολόγος, γιατί απλά έγραφα ό,τι μου φαινόταν σημαντικό και ενδιαφέρον απ’ την καθημερινότητά μου. Μετά άρχισα να ανεβάζω συνταγές που έφτιαχνα στην προσπάθειά μου κι εγώ έτσι να ρυθμίσω καλύτερα τη διατροφή μου, άρχισα ν’ ανεβάζω τα άρθρα, συμβουλές, πιο πολλά, ας πούμε, πράγματα. Αλλά κάπως, χωρίς να το καταλάβω, έφτιαξα σ’ ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης μία ομάδα πάρα πολλών ανθρώπων, η οποία άρχισε να με εμπιστεύεται και να αλληλεπιδρά απ’ το πουθενά. Και κάπου εκεί είχα αρχίσει να είμαι στα τελευταία έτη και της σχολής και τελειώνοντας τη σχολή μού ζήτησαν δύο ψυχολόγοι να συνεργαστούμε σε κάποιες ομάδες, τέλος πάντων –πώς το λένε;– διατροφικών διαταραχών που ήθελαν μέσα να υπάρχει και ένας διαιτολόγος σε συνεργασία με ψυχολόγο και να γίνονται έτσι κάποιες εβδομαδιαίες συναντήσεις για τα άτομα με διατροφικές διαταραχές. Και χωρίς να το καταλάβω, είχα αρχίσει να δουλεύω σαν διαιτολόγος. Αυτό, δηλαδή, που φοβόμουν τόσο πολύ και το συζητούσα στην ψυχοθεραπεία και έλεγα: «Πώς θα το κάνω εγώ αυτό;», ήμουν μέσα σ’ αυτό και το έκανα και δεν καταλάβαινα πώς ακριβώς. Μετά άρχισα να παίρνω, έτσι, και τα πρώτα μου περιστατικά και να δουλεύω και αυτό το οποίο ακόμα και σήμερα μ’ εκπλήσσει είναι το πόσο διαστρεβλωμένη εικόνα είχα για το αν οι άνθρωποι θα μ’ εμπιστευτούν. Δηλαδή, εγώ πίστευα ότι κανείς δεν θα εμπιστευτεί έναν άνθρωπο που έχει σπουδάσει διαιτολόγια και έχει ακόμη παραπάνω κιλά. Κανείς δεν θα εμπιστευτεί έναν άνθρωπο που ο ίδιος δεν καταφέρνει να συντηρεί ένα αδύνατο σώμα, ενώ αυτή είναι υποτίθεται η δουλεία του, ν’ αδυνατίζει τους ανθρώπους, και μου γύρισε όλο τούμπα. Δηλαδή, το πόσοι πελάτες ερχόταν και το πώς ακριβώς... Προφανώς κάπως ταυτιζόταν κιόλας –δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό πάντα– με το ότι έχω παραπάνω βάρος και μου έφερναν και άλλους πελάτες και άλλον κόσμο και δημιουργούνταν ένα δίκτυο απ’ το πουθενά και εγώ βρέθηκα, ας πούμε, να ’μαι κλεισμένη 9:00 με 21:00 κάθε μέρα με ραντεβού και να μην ξέρω πού να πρωτοδουλέψω και τι να πρωτοκάνω. Και μάλλον τελικά καταλήγω ότι αυτό ήθελα να κάνω απ’ την αρχή. Νομίζω ότι δεν ξέρω αν είναι πολύ ώριμο, αλλά μάλλον ήθελα να μπω σ’ αυτή τη σχολή για να μου αποδείξω ότι μπορείς να το κάνεις και αλλιώς αυτό το πράγμα. Μπορείς να γίνεις ο διαιτολόγος που δεν είχες, μπορείς να γίνεις ο διαιτολόγος που είχες ανάγκη στα παιδικά σου χρόνια και δεν βρέθηκε μπροστά σου για σένα τότε που τον χρειαζόσουν. Μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις, με όσα κιλά θέλεις, και δεν χρειάζεται πρώτα ν’ αλλάξεις το σώμα σου και μετά να κατακτήσεις τη ζωή που έχεις ανάγκη, ας πούμε, να κατακτήσεις με ό,τι σημαίνει αυτό, με τα πάνω του και τα κάτω του. Οπότε, ναι.
Οι διατροφικές διαταραχές είναι ένα σύνηθες φαινόμενο;
Είναι ένα φαινόμενο αρχικά, το οποίο δεν… δεν γίνεται και επαρκής διάγνωση. Δηλαδή, έχουν διατροφικές διαταραχές πολλοί περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσο γνωρίζουν ότι έχουν, γιατί δεν καταλήγουν όλοι στο γραφείο ενός ψυχολόγου ή ενός διατροφολόγου. Οπότε, φαίνεται ότι είναι ακόμα παραπάνω τα ποσοστά απ’ αυτά που ξέρουμε. Ειδικά σε γυναίκες και ειδικά της εφηβείας και της νεαρής ενήλικης ζωής είναι πάρα πολύ διαδεδομένο και είναι κάτι το οποίο είναι δίπλα μας. Μπορεί να βλέπουμε έναν άνθρωπο είτε λιποβαρή, είτε υπέρβαρο, είτε φυσιολογικού βάρους και να μην ξέρουμε ότι το βράδυ γυρίζει σπίτι του και κάνει εμετό, ας πούμε, αυτά που έχει φάει στην προσπάθειά του να μην πάρει βάρος ή κάνει ένα υπερφαγικό ή μπορεί να κάνει ένα υπερφαγικό και μετά, για να μην πάρει βάρος, να πηγαίνει και να τρέχει, ξέρω γω, όλο το βράδυ και αυτό διατροφική διαταραχή είναι. Οπότε, ναι, είναι κάτι και δυστυχώς ή ευτυχώς η παχυσαρκία φαίνεται, η διατροφική διαταραχή δεν φαίνεται με το γυμνό μάτι, αυτή είναι η διαφορά τους.
Στο περιστατικό που μας περιέγραψες πριν με τη γυμνάστρια, το είχες επικοινωνήσει με τους γονείς σου;
Καλή ερώτηση. Δεν είχα επικοινωνήσει με τους γονείς μου τίποτα απ’ όλα αυτά που συνέβαιναν στο σχολείο. Δηλαδή, οι γονείς μου, όταν έγινε αυτό που σου είπα έτσι και με την αρκούδα πιο μικρή, που πήραν οι γονείς του παιδιού τηλέφωνο, είχαν πέσει απ’ τα σύννεφα. «Σου συμβαίνει αυτό τόσα χρόνια, γιατί δεν το λες;» Γιατί είχα μία πολύ έντονη αίσθηση ότι δεν πρέπει να τους στενοχωρήσω, δεν πρέπει να μάθουν τι [00:40:00]συμβαίνει, γιατί φταίω εγώ γι’ αυτό και ίσως να νόμιζα και κατά βάθος ότι ίσως να άκουγα και κανένα: «Σ’ τα λέγαμε». Όχι: «Καλά να πάθεις», αλλά: «Να, ορίστε, γι’ αυτό σου λέμε εμείς να χάσεις κιλά». Οπότε, ίσως να μην ήθελα να τους δείξω ότι είχαν και δίκιο κάπου σ’ όλο αυτό, αλλά οι γονείς μου δεν είχαν ιδέα, τα έκρυβα όλα πάρα πολύ επιμελώς και γενικά δεν επικοινωνούσα, έτσι, ούτε το bullying ούτε αυτό το περιστατικό που σου είπα, ας πούμε, με το καρπούζι που ήταν πολύ, πολύ έντονο για ένα παιδί. Γυρνούσα σπίτι κλαμένη: «Τι έχεις;». «Τίποτα, απλά στα Αρχαία δεν πήρα 20, πήρα 19,5, γι’ αυτό κλαίω». Ή συγχυσμένη ή κουρασμένη δεν ήθελα να πάω σχολείο. «Γιατί δεν θες να πας σχολείο;» «Να, μωρέ, γράφω ένα διαγώνισμα αύριο», που δεν μ’ ένοιαζε καθόλου που γράφω διαγώνισμα αύριο, γιατί θα έγραφα 20, θα έγραφα έναν καλό βαθμό, τέλος πάντων. Αλλά δεν τους επέτρεπα να μπουν σε αυτό, γιατί θεωρούσα ότι είναι ευθύνη μου που το ζω και τους είχα αφήσει τελείως απέξω και σκέψου ότι το ’κανα και με μία ευφυΐα αυτό, γιατί είναι και εκπαιδευτικοί οι γονείς μου, οπότε θα ’πρεπε θεωρητικά να ’χουν καταλάβει κάτι. Αλλά νομίζω ότι πραγματικά δεν τους άφησα κανένα παραθυράκι από πολύ νωρίς να καταλάβουν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά είτε με τα παιδιά του σχολείου είτε με κάποιον καθηγητή, όπως αυτό που με ρώτησες. Δεν νομίζω ότι είχαν το περιθώριο να το καταλάβουν από κάπου, αυτό.
Στον σχολικό εκφοβισμό οι δάσκαλοι και οι καθηγητές εθελοτυφλούσανε;
Νομίζω ότι αρχικά σχολικό εκφοβισμό απ’ αυτού του είδους τους εφήβους –ας μην πω για το Δημοτικό τόσο πολύ, αλλά στην εφηβεία– δεχόταν μέχρι και οι ίδιοι οι καθηγητές. Δηλαδή, δεν σταματούσε σ’ εμένα αυτό μόνο, δεν ήμουν η μόνη που έτρωγα τον κάδο στο κεφάλι, ας πούμε, τον έτρωγε και η φιλόλογος, τον έτρωγε και η καθαρίστρια, άκουγε σχόλια και ο ιστορικός, επειδή το φρύδι του ήταν μονόφρυδο, ξέρω γω, και δεν ήτανε δίφρυδο. Θέλω να πω ότι αυτά τα παιδιά ήταν παιδιά τόσο καταπιεσμένα και τόσο θυμωμένα με τη ζωή την ίδια και με όποιον άνθρωπο είχαν γύρω τους, που αν έβλεπαν ότι τους παίρνει κάπου να επιτεθούν, το έκαναν. Οπότε, κάπως με τα χρόνια κατάλαβα ότι δεν ήμουν θύμα –αν μπορώ να το πω έτσι– εκφοβισμού μόνο εγώ, ήταν και οι ίδιοι οι καθηγητές σ’ όλο αυτό και νομίζω ότι και αυτοί άνθρωποι είναι, σίγουρα θα έπρεπε να κάνουν κάτι παραπάνω, αν με ρωτάς, αλλά ήταν και ένα πλαίσιο: «Άντε να βγει και αυτή η μέρα, να γυρίσω σπίτι μου να ηρεμήσω», ας πούμε, «γιατί πρέπει να ’ρθω και αύριο εδώ πέρα». Δεν εθελοτυφλούσαν όλοι και δεν εθελοτυφλούσαν τελείως. Είχα, ας πούμε, ένα δύο καθηγητές, οι οποίοι τους είχαν αποβάλει ανά καιρούς, τους είχαν πάει στον διευθυντή, τους είχαν κάνει επιπλήξεις. Είχα καθηγήτριες οι οποίες με έβγαζαν από την τάξη και με πήγαιναν σε κάποιες ομάδες είτε θεατρικές είτε εθελοντικές για να μην το ζω όλο αυτό, οπότε ερχόταν και μου έλεγαν: «Έλα μαζί μου να κάνουνε αυτό» για να μην χρειαστεί να είμαι εγώ π.χ. στη γυμναστική, που γινότανε το μεγάλο το… το πάρτι. Υπήρχε, δηλαδή, μία προστασία όπου μπορούσαν, αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν είχαν ούτε την κατάρτιση ούτε την ικανότητα πολλές φορές να το συμμαζέψουν αυτό το πράγμα. Γιατί πολλές φορές λέμε: «Κάνω τα στραβά μάτια». Δεν ξέρω τι άλλο μπορούσαν να κάνουν, η αλήθεια είναι. Και αυτό που θα σου προσθέσω –γιατί το θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά–, είχα έναν καθηγητή στο Γυμνάσιο, ο οποίος πραγματικά κάθε φορά που έβλεπε να γίνεται κάτι τέτοιο, τους φώναζε, τους έλεγε: «Ελάτε εδώ, γιατί έγινε αυτό; Γιατί εκείνο;» και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τους θυμώνει περισσότερο και να γίνεται χειρότερο μετά το πράγμα. Δηλαδή, άκουγαν την επίπληξη από τον καθηγητή, ερχόταν μετά στο διάλειμμα, με στήναν στον τοίχο, τα άκουγα χειρότερα. Οπότε, είχα φτάσει σ’ ένα σημείο να πάω κλαίγοντας στον καθηγητή και να του πω: «Μην τους το λέτε άλλο, γιατί γίνεται χειρότερα. Αφήστε τους, κάντε ότι δεν το βλέπετε», είχα φτάσει σ’ αυτό το σημείο, ότι ας κάνουμε λίγο ότι δεν υπάρχει, μπας και ηρεμήσουν, γιατί όσο τους το λες και τους δίνεις και αξία και σημασία μέσα απ’ το να τους επιπλήττεις, αυτοί χειροτερεύουν και γίνονται ακόμα περισσότερο αυτό. Δεν ξέρω ποια είναι η λύση, πολύ θα ήθελα να… να υπάρχει μία συγκεκριμένη απάντηση στο πώς λύνεται ο σχολικός εκφοβισμός και στο πώς οριοθετούνται αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί, εντάξει, δεν είμαι το μόνο παιδί που έχει βιώσει, προφανώς, σχολικό εκφοβισμό και είναι κρίμα. Δηλαδή, θα έπρεπε κάπου να μπορεί να μπει ένα στοπ σ’ αυτό το πράγμα και να σταματάει εκεί, να μην συνεχίζεται. Αυτό.
Πώς συνδέεται η Ψυχολογία με τη Διατροφολογία;
Άμεσα, είναι... Εγώ νομίζω ότι πολλές φορές είναι... το ένα είναι συνέχεια του άλλου με κάποιον τρόπο και ένα λάθος που κάνουμε στη σύγχρονη… στον σύγχρονο τρόπο εκπαίδευσης, ας πούμε, και στις σχολές που σπουδάζουμε είναι ότι απ’ την πολλή επιστημονικότητα προσπαθούμε να διαχωρίσουμε τη μία επιστήμη από την άλλη και δεν συνειδητοποιούμε ότι όλες αυτές μεταξύ τους κάπου τέμνονται, κάπου οι κύκλοι, δηλαδή, ενώνονται. Το πώς νιώθω έχει άμεσο αντίκτυπο στο τι τελικά θα φάω, το τι τρώω έχει αντίκτυπο στο μικροβίωμα του εντέρου μου, άρα μετά το έντερό μου στους νευρώνες που θα στείλει σήμα στον εγκέφαλο για το πώς θα νιώσω. Άρα και το τι τρώω έχει προέκταση στα συναισθήματά μου. Τα συναισθήματά μου στην πορεία, σαν φαύλος κύκλος, θα επηρεάσουν τον αν θα φάω καλύτερα ή όχι, οπότε είναι, είναι πάρα πολύ μπλεγμένο όλο αυτό και συνδεδεμένο. Και καμιά φορά –αυτό που λέω πάντα– το ότι κάποιος θέλει να χάσει κιλά ή να πάρει κιλά ή να αλλάξει κάποια συνήθεια διατροφική, δεν σημαίνει ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος. Δηλαδή, μπορεί να δεις ανθρώπους, οι οποίοι... αλλάζει μία συνθήκη ψυχολογική στη ζωή τους και αλλάζει και το βάρος τους είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Και από κει φαίνεται πόσο συνδεδεμένα είναι αυτά τα δύο. Μπορεί, ας πούμε, κανείς να φύγει απ’ το σπίτι, να αισθανθεί ότι απελευθερώνεται, ότι δεν ζει άλλο με τους γονείς του, για παράδειγμα, και αυτό από μόνο του να είναι αρκετό για να σταματήσει τα υπερφαγικά επεισόδια, πολύ συχνό. Ή μπορεί κάποιος να γυρίσει πίσω στον τόπο καταγωγής του και να εγκλωβιστεί σε μία δουλειά που δεν τη θέλει και πολύ και αυτός να είναι ο λόγος που πήρε κιλά. Μπορεί κάποιος να έχει, για τον οποιονδήποτε λόγο, το σεξ ενοχικά βαλμένο στο μυαλό του και στην προσπάθειά του να μην έρθει κοντά με τους ανθρώπους και να μην υπάρχει εγγύτητα και σεξουαλικότητα, να το καταπιέζει όλο αυτό παίρνοντας βάρος. Και βλέπεις, ας πούμε, ανθρώπους, συνήθως γυναίκες, οι οποίες είτε έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά είτε για κάποιον λόγο το σεξ στο μυαλό τους τους περάστηκε απ’ την οικογένεια ότι είναι κάτι κακό ή ενοχικό, που παίρνουν βάρος και είναι ο τέλειος τρόπος –στο μυαλό τους πάντα, έτσι; Γιατί δεν είναι κάτι αντικειμενικό– να τους κρατήσουμε όλους σε μία απόσταση. Και αν το δεις και λίγο πιο ψυχοδυναμικά, το βάρος είναι ένας τρόπος να μεγαλώσω την απόσταση μεταξύ εμένα και εσένα και να σε φέρω πιο μακριά μου, γιατί τα όριά μου είναι πιο μεγάλα και πιο αυστηρά. Δεν πλησιάζεις εύκολα κοντά, δεν θα ’ρθεις πολύ κοντά, θα ’ρθεις όσο κοντά θέλω εγώ να ’ρθεις. Και είναι και πολύ χαρακτηριστικό ότι συνήθως οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν πολύ χώρο στο δωμάτιο, πιάνουν πολύ χώρο στο δωμάτιο –και δεν το λέω καθόλου χοντροφοβικά αυτό–, είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν οριοθέτησαν ποτέ από το σπίτι, δεν τους έβαλαν όρια και δεν έμαθαν και αυτοί να βάζουν όρια. Είναι άνθρωποι οι οποίοι μονίμως πασχίζουν να δουν ποια είναι τα όριά τους, γιατί είναι θολά. Ποια είναι τα όρια του σώματός μου, ποια είναι τα όρια του τι δέχομαι και τι δεν δέχομαι, πώς απαντάω σε ό,τι με στενοχωρεί, πώς απαντάω σε κάτι που δεν συμφωνώ και δεν θέλω να το κάνω, αλλά με πιέζει να το κάνω. Άνθρωποι που καταπίνουν πολλά –καταπίνουν συμβολικά πολλά– συνήθως καταπίνουν πολλά και σε φαγητό. Και συνήθως αυτό φαίνεται, χωρίς αυτό πάντα, έτσι, να είναι ένας κανόνας και να είναι αυτό που σου λέω τώρα –πώς το λένε;– δεδομένο, ας πούμε, και πανάκεια και να είναι αυτό και τίποτα άλλο. Αλλά, ναι, νομίζω ότι έτσι συνδέονται πολύ άμεσα αυτά τα δύο.
Πιστεύεις ότι υπάρχουν επαγγελματικοί χώροι που από τη φύση τους είναι χοντροφοβικοί;
Ναι και ναι. Τι θέλω να πω; Αρχικά, στηρίζεται μία τεράστια βιομηχανία της δίαιτας και του αδυνατίσματος στο κομμάτι της χοντροφοβίας και στο κομμάτι του να σε πείσουμε ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα. Και δε μιλάω καν για την υγεία αυτή τη στιγμή, μιλάω για διάφορα κέντρα –τώρα δεν θέλω να ονοματίσω–, τα οποία θα σε πάρουν τηλέφωνο και θα σου πούνε: «Ελάτε να σας δούμε, να σας μετρήσουμε, να σας κάνουμε». Συνήθως δεν είναι καν επιστήμονες οι άνθρωποι που δουλεύουν μέσα, είναι κάτι παρεμφερές και είναι πολύ πιθανό, ας πούμε, να φτάσει ένας άνθρωπος στο σημείο να πληρώσει πάρα πολλά χρήματα σε μια προσπάθεια πραγματικά να μην συνεχίσει να ζει σ’ ένα μεγαλύτερο σώμα, ας πούμε, έτσι; Ή σ’ ένα σώμα με κυτταρίτιδα, ας πούμε, δεν ξέρω γω τι, με ψωμάκια. Αυτό είναι η μία πλευρά. Από την άλλη, σ’ αυτό που ρώτησες, γιατί δεν ήταν αυτή ακριβώς η ερώτηση, αντικειμενικά αντικειμενικά υπάρχουν χώροι, οι οποίοι σε απορρίπτουν λόγω όχι μόνο του πάχους σου, χοντροφοβικοί, γενικότερα της εικόνας σώματός σου ή της εμφάνισής σου. Το τρομακτικό είναι ότι αυτό θα ’πρεπε να σταματάει ιδεατά στις εταιρείες μοντέλων. Δηλαδή, αν δεν πάμε για μοντέλα, εγώ δεν έχω καταλάβει γιατί πρέπει να μπαίνει μπροστά το κομμάτι σώμα, εμφάνιση, φαγητό. Παρ’ όλα αυτά, βλέπεις ότι δεν γίνεται. Δηλαδή, υπάρχουν και έρευνες πλέον που μας δείχνουν ότι κυρίως γυναίκες και κυρίως μεγαλύτερου βάρους παίρνουν πολύ πιο δύσκολα θέσεις ευθύνης σε εταιρείες. Παίρνουν πολύ πιο δύσκολα θέσεις, οι οποίες είναι αυτό που λέμε «οργανωτικές θέσεις», που έχουν από κάτω [00:50:00]άλλους ανθρώπους να οργανώσουν, ηγετικές, να το πω καλύτερα. Οπότε, αυτό δεν είναι τυχαίο. Τώρα χοντροφοβία υπάρχει σχεδόν παντού γύρω σου, αλλάζει ο τρόπος και αλλάζει το είδος της χοντροφοβίας. Το αν είναι, δηλαδή, μία εσωτερικευμένη χοντροφοβία που ξεκινάει απ’ το ότι: «Φοβάμαι μην παχύνω, φοβάμαι ό,τι είναι παχύ, άρα φοβάμαι κι εσένα» ή αν είναι ξεκάθαρη απλή χοντροφοβία: «Μ’ ενοχλείς που υπάρχεις», ας πούμε, «μ’ ενοχλεί η ύπαρξη», είναι υπαρξιακό πλέον εκεί πέρα. «Δεν θέλω να υπάρχεις». Όπως μ’ ενοχλούν οι γκέι, όπως μ’ ενοχλούν οι μαύροι, όπως μ’ ενοχλεί ένας άνθρωπος που είναι ανύπαντρος και που αποφάσισε να μην κάνει παιδιά, ό,τι είναι διαφορετικό και έξω από μένα και μ’ ενοχλεί, μ’ ενοχλείς κι εσύ, αυτό.
Αυτό πιστεύεις το τροφοδοτεί και η κοινωνία;
Σίγουρα. Ξέρεις τι γίνεται; Λέμε πολλές φορές και μ’ ενοχλεί και λίγο αυτή η άσκηση, αλλά κάποιες φορές δουλεύει κιόλας. Είναι, λοιπόν, μία άσκηση για διατροφικές διαταραχές που λέει: «Σκέψου πώς θα αισθανόσουν για το σώμα σου και για τον εαυτό σου, αν μεγάλωνες σ’ ένα νησί μόνος σου και δεν σ’ έβλεπε ποτέ κανένας». Και οι περισσότεροι μου απαντάνε ότι: «Πω πω, ναι, μάλλον δε θα μ’ ενοχλούσε το βάρος μου, αν δεν το άκουγα από πάντα». Από την άλλη, δεν μπορούμε να –πώς να το πω;–, να αναιρέσουμε και να ξεχάσουμε ότι μεγαλώσαμε σε οργανωμένες κοινωνίες με πρότυπα. Οπότε, εννοείται ότι και η κοινωνία και τροφοδοτεί και τροφοδοτείται απ’ τη χοντροφοβία, γιατί μεγαλώνεις με συγκεκριμένα πρότυπα, ακούς πράγματα, βλέπεις ανθρώπους οι οποίοι είναι ή δεν είναι παχύσαρκοι. Βλέπεις ότι άνθρωποι οι οποίοι είναι ενός συγκεκριμένου βάρους, ας πούμε, παίρνουν άλλου είδους εκτίμηση και άλλου είδους αξία πολλές φορές, δηλαδή είναι και αξιακό το θέμα από τους άλλους. Οπότε, μπαίνει κατευθείαν ένα είδος διάκρισης και σύγκρισης μεταξύ των δύο. Αυτό τροφοδοτεί στην πορεία την ίδια τη χοντροφοβία και την ανάγκη των ανθρώπων να μην είναι χοντροί. Γιατί, αν με ρωτάς, χοντροί –δεν τη χρησιμοποιώ τη λέξη καθόλου αρνητικά, όπως λέμε «λεπτός», «χοντρός», δεν σημαίνει κάτι για μένα αυτή η λέξη–, αν το δεις ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι έχουν παραπάνω κιλά και είναι παχύσαρκοι είναι και οι ίδιοι χοντροφοβικοί. Που σημαίνει ότι αυτό από κάπου το είδαν. Δεν μπορούν, δηλαδή, να αποδεχτούν, να δεχτούν το σώμα το οποίο ζουν στο σήμερα. Και όταν λέω «αποδοχή», δεν εννοώ τη συμφιλίωση με την έννοια της παραίτησης, ότι δηλαδή αποδέχομαι κάτι, αυτό είναι, δεν θ’ αλλάξει ποτέ, παραιτούμαι, κόβω το κεφάλι μου, ας κάνω ό,τι καταλαβαίνω. Εννοώ την αποδοχή με την έννοια ποια είναι η ιστορία που μ’ έφερε στο τώρα; Να τη δεχτώ. Γιατί έχω παραπάνω κιλά; Τι σημαίνουν για μένα αυτά τα κιλά; Με ενοχλούν πραγματικά; Μήπως μου δημιουργούν όντως πρόβλημα; Που είναι εμπόδιο και που δεν είναι; Αυτό σημαίνει αποδοχή, να δεχτώ το τώρα μου και για να δεχτώ το τώρα πρέπει να έχω δεχτεί όλο το παρελθόν που έχει προηγηθεί. Αποδέχομαι δεν σημαίνει κάθομαι σε μία καρέκλα, λέω: «Τα πάχη μου, τα κάλλη μου. Θα πετάξω και χρυσόσκονη πάνω στις δίπλες μου, θα τις βγάλω και φωτογραφία και θα πω δεχτείτε με». ΟΚ, αυτό είναι ένα κομμάτι θυμού περισσότερο και ανάγκης να πεις ότι: «Είμαι εδώ, θα με βλέπετε». Μετά απ’ αυτό; Πώς είμαι εγώ με το σώμα μου, όταν μένω μόνη μου το βράδυ με τον εαυτό μου ή με τον σύντροφό μου ή με τη σύντροφό μου, ας πούμε; Πώς νιώθω; Εκεί είναι η αποδοχή η μεγάλη και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αποδεχτεί τον εαυτό τους, έχουν εσωτερικεύσει άπειρη επίκριση, άπειρη πίεση, άπειρη φοβία και καταλήγουν αφενός με παραπάνω κιλά, αφετέρου χοντροφοβικοί, να παλεύουν με την ίδια τους την ύπαρξη και μετά γίνεται πραγματικά υπαρξιακό το θέμα. Ποιος είμαι; Γιατί είμαι έτσι; Αξίζω; Ανήκω κάπου; Πού πηγαίνει αυτό το σώμα; Γιατί είμαι εδώ που είμαι και πώς θα γίνει να απαλλαγώ; Και μπαίνει στο «πώς θα γίνει να απαλλαγώ;» ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται ταυτότητα. Γιατί πες σ’ έναν άνθρωπο που είναι 60 κιλά: «Αύριο θα ξυπνήσεις, σε τρεις μήνες όχι αύριο, και θα είσαι 90 και θα είσαι υγιέστατος, άμα γίνεις 90 κιλά». Είναι πάρα πολύ δύσκολο να δεχτεί κανείς μία τόσο μεγάλη αλλαγή. Άρα, αντίστοιχα, πες έναν άνθρωπο που είναι 90 κιλά: «Σε τρεις μήνες από τώρα, αν γίνεις 60, θα είσαι υγιέστατος». Ναι, επίσης θα είμαι και ένας άλλος άνθρωπος μετά από 30 κιλά. Εγώ, όταν έχασα τα κιλά, πήγαινα για ψώνια και έπαιρνα πέντε νούμερα μεγαλύτερα ρούχα και έμπαινα στο δοκιμαστήριο και έλεγα: «Ρε γαμώτο, αφού είναι το νούμερό μου, γιατί δεν μου κάνει;». Γιατί δεν μπορούσα, είχα διαστρέβλωση εικόνας, κοιτιόμουν στον καθρέφτη και μ’ έβλεπα 110 κιλά, δε μ’ έβλεπα 80. Έπαιρνα ρούχα και έλεγα... περνούσα, ας πούμε –το θυμάμαι–, περνούσα με δύο φίλους μου από ένα τοιχάκι, τέλος πάντων, που οδηγούσε κάπου και περνάει ο πρώτος, περνάει ο δεύτερος και μου λέει: «Άντε, πέρνα» και τους λέω: «Παιδιά, εγώ έχω περάσει από δω και δεν χωράω» και μου λένε: «Βίκυ, πέρνα, χωράς», «Όχι, δεν χωράω, δεν χωράω» και όχι απλά χωρούσα, ας πούμε, χωρούσα άλλη μισή. Το λέω αυτό για να καταλάβουμε ότι δεν είναι τόσο απλό. Χάνω βάρος σημαίνει χάνω την ταυτότητά μου, σημαίνει όλες αυτές τις άμυνες, που για κάποιον λόγο τις είχα βάλει εκεί που τις είχα βάλει, ξαφνικά δεν τις έχω μαζί μου, τις αφήνω πίσω και παλεύω αλλιώς τώρα. Άρα δεν φταίει που είμαι χοντρή και δεν με θέλει ο Γιώργος, φταίει κάτι άλλο που δεν με θέλει ο Γιώργος, πρέπει να το βρω, δεν είναι τόσο απλό. Δεν φταίει που δεν βγάζω τα χρήματα που θέλω το ότι κανείς δεν μ’ εμπιστεύεται, κάτι άλλο πάλι. Οπότε, φεύγεις από μία ταυτότητα και μένεις μετέωρος. Και γυρνάμε πάλι, όσο χαζό και να ακούγεται, στο υπαρξιακό. Τι κάνει η ύπαρξή μου εδώ μ’ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι όπως ήταν κάποτε; Και πώς μπορώ εγώ να σταθώ μέσα σ’ όλο αυτό, που δεν έχω μάθει να είμαι κάτι άλλο πέρα από χοντρή; Γιατί εγώ, ακόμη και τώρα, ένας από τους λόγους που δεν είμαι 110 κιλά, είμαι 80, αλλά δεν είμαι και 60, είναι ότι δεν έμαθα να είμαι στη ζωή μου κάτι άλλο. Δεν ξέρω καν πώς είναι το πρόσωπό μου χωρίς προγούλι και χωρίς μάγουλα. Δεν ξέρω πώς είναι η κοιλιά μου επίπεδη, δεν ξέρω. Και είναι κάτι τόσο άγνωστο που είναι φοβιστικό. Δεν μπορώ καν να με φανταστώ και εν μέρει δεν θέλω κιόλας. Δηλαδή, αν δεν έμπαινε στο τραπέζι το κομμάτι υγεία, που όντως είναι καλό όσο μεγαλώνουμε να έχουμε ένα πιο υγιές σώμα, όσο πιο δυνατό μπορούμε και τα λοιπά, δεν ξέρω αν θα μου περνούσε και η ιδέα απ’ το μυαλό να χάσω ποτέ κιλά. Γιατί δεν έχω καμία διάθεση να βρεθώ μετέωρη σε κάτι άλλο καινούριο, φοβιστικό, αλλαγμένο, άγνωστο. Αυτό.
Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας σε βοήθησε;
Καθοριστικά. Ναι, πάρα πολύ, εντάξει. Ήταν ένας χώρος να επεξεργαστώ όλα αυτά που σου περιέγραψα ότι συνέβησαν στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία και ήμουν και από τους τυχερούς που είχα μία μαμά που μου είπε: «Αντί να σου πάρω ένα αμάξι ή ένα πολύ ακριβό φόρεμα, θα σου δώσω χρήματα και ξεκίνα ψυχοθεραπεία απ’ τα 18», ας πούμε. Οπότε, είχα έτσι και καλυμμένο αυτό το κομμάτι το οικονομικό τα πρώτα χρόνια και πραγματικά δεν ξέρω πού θα ήμουν και πώς θα ήμουν και πού θα είχε καταλήξει, αν δεν είχα ξεκινήσει τότε. Νομίζω ότι η ψυχοθεραπεία σε βοηθάει, αρκεί να μείνεις εκεί, ακόμα και αν δεν είσαι καθόλου έτοιμος να δεχτείς πράγματα. Γιατί ακόμα και το να μη δεχτείς πράγματα σημαίνει ότι κάτι θα πενθήσεις. Εγώ, δηλαδή, τα πρώτα χρόνια πενθούσα όλη μου την εφηβεία και την παιδική ζωή που δεν ήταν όπως θα έπρεπε. Και δεν ήμουν καθόλου δεκτική σε καμία αλλαγή και σε καμία συζήτηση, ήθελα απλά να πενθήσω. Αλλά ήταν ένας χώρος να πενθήσω. Αν δεν το έκανα, δεν ξέρω πού θα το έκανα αντίστοιχα για να είμαι μετά, μετά απ’ αυτή την προθέρμανση, έτοιμη ν’ ανοίξω τα χαρτιά μου και να πω: «Τώρα είμαι έτοιμη να μιλήσω, ας πούμε, πιο σοβαρά για ό,τι με απασχολεί». Οπότε, δεν νομίζω ότι και κανέναν η ψυχοθεραπεία τον έκανε χειρότερο άνθρωπο στο τέλος της ημέρας, ας πούμε, μόνο θετικά έχει να σου δώσει, αρκεί να μείνεις. Αυτό. Το δύσκολο είναι τον πρώτο καιρό που όλα σου λένε: «Φύγε μακριά, τι πας να κάνεις τώρα, γιατί ήρθες εδώ;». Αν το προσπεράσεις αυτό και μείνεις… Εγώ, ας πούμε, είμαι τα τελευταία οχτώ χρόνια... δεν έχω σταματήσει, πέρα από ένα εξάμηνο που άλλαξα θεραπεύτρια και άλλαξα και μορφή θεραπείας από τη μία στην άλλη, δεν σταμάτησα πέρα απ’ αυτό το εξάμηνο ποτέ. Ναι, μόνο να σου δώσει έχει πράγματα θεωρώ.
Θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι άλλο;
Νομίζω τα είπα όλα. Το μόνο που θα έλεγα, έτσι, σαν τελευταίο και κάπως νομίζω ότι ήδη το έχω πει με τον τρόπο μου, αλλά θα ήθελα να το τονίσω, είναι ότι καμιά φορά αυτό που έλεγε και η μαμά μου και την ακούω να το λέει από μικρή: «Το σύστημα το αλλάζουμε από μέσα». Δηλαδή, για να αλλάξεις τον τρόπο που δουλεύει –όσο έτσι ονειροπόλο και αν φαίνεται– η Διαιτολόγια στην Ελλάδα, στην προκειμένη, ας πούμε, και να βοηθήσεις έστω και αυτούς τους εκατό ανθρώπους που θα περάσουν απ’ τα χέρια σου μες στα χρόνια, ίσως τελικά να χρειάζεται να το αλλάξεις από μέσα πρώτα. Από σένα, από το ότι θα σταθείς κι εσύ με μεγαλύτερο σώμα δίπλα τους και δεν χρειάζεται να μπεις σ’ ένα κουτάκι και σε μία νόρμα απαραίτητα για να κάνεις αυτά που θέλεις. Αυτό. Εγώ είμαι περήφανη που τολμάω να υπάρχω σαν χοντρή διαιτολόγος εκεί έξω και να έχω δουλειά και να ζω απ’ αυτό, δεν το θεωρώ δεδομένο, δεν το πίστευα και ποτέ ότι θα γίνει. Οπότε, τώρα που το ζω και το βιώνω μόνο περηφάνια έχω να… να κρατήσω απ’ όλο αυτό. Αυτό.
Πώς σου φάνηκε η εμπειρία της συνέντευξης;
Ήταν πάρα πολύ ωραία, ήταν σαν να σε ήξερα από πάντα και ήσουν πολύ ζεστός έτσι που με κοιτούσες όλη την ώρα που [01:00:00]μιλούσα ακατάπαυστα. Οπότε, σ’ ευχαριστώ πολύ που ήσουν εδώ και μ’ άκουσες και χάρηκα πολύ.
Κι εγώ, σ’ ευχαριστώ.