© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Εξερευνώντας τα μονοπάτια της Ικαρίας

Κωδικός Ιστορίας
25385
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Άγγελος Καλοκαιρινός (Ά.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/09/2023
Ερευνητής/τρια
Χρυσάνθη Φώτη (Χ.Φ.)
Χ.Φ.:

[00:00:00]Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;

Ά.Κ.:

Ονομάζομαι Άγγελος Καλοκαιρινός.

Χ.Φ.:

Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Φώτη, είμαι ερευνήτρια με το Istorima, είναι Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023, είμαστε με τον Άγγελο Καλοκαιρινό στην Ικαρία και ξεκινάμε. Άγγελε, μπορείς να μου πεις λίγο τη σχέση σου με την Ικαρία; Έχεις κάποια καταγωγή από εδώ;

Ά.Κ.:

Η σχέση μου με την Ικαρία είναι πολύ στενή, αλλά λίγο περίπλοκη. Κατ’ αρχάς, ζω εδώ στο νησί, στις Ράχες συγκεκριμένα, εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Τώρα πώς έγινε αυτό, είναι μία μεγάλη ιστορία, αλλά θα την πω περιληπτικά. Και οι δύο γονείς μου έχουνε καταγωγή από τις Ράχες. Εγώ, όμως, γεννήθηκα στην Αθήνα, όπου ζούσαν, και εκεί μεγάλωσα. Ώσπου κάποια στιγμή πριν τριάντα πέντε χρόνια, όπως είπα, πήραμε την απόφαση με τη γυναίκα μου, όταν είχαμε κάνει το πρώτο μας παιδί, να κάνουμε το μεγάλο πήδημα και να, και να έρθουμε εδώ.

Χ.Φ.:

Ωραία, πριν έρθεις εδώ πέρα, περνούσες καθόλου χρόνο στην Ικαρία;

Ά.Κ.:

Όπως είπα, είχανε και οι δύο γονείς μου είχανε καταγωγή από το νησί και καθώς ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν εκπαιδευτικοί είχαν μεγάλες διακοπές και έτσι πέρασα, περνούσα όλα τα καλοκαίρια μου στον Αρμενιστή, όπου είχαμε ένα μικρό εξοχικό σπιτάκι. Και ήτανε, δηλαδή κάτι δεδομένο ότι το καλοκαίρι... Τον χειμώνα ήτανε στην Αθήνα, στο σχολείο, στη δουλειά και το καλοκαίρι ήταν ένας ιερός χρόνος που ερχόμασταν και θα περνούσαμε τουλάχιστον ενάμιση μήνα, μπορεί και παραπάνω, στο εξοχικό σπιτάκι της οικογένειας που είχαμε στον Αρμενιστή. Αργότερα συνέχισα να έρχομαι χωρίς τους γονείς μου και χειμώνα πολλές φορές και τα καλοκαίρια πάντα, αδιάλειπτα.

Χ.Φ.:

Τι θυμάσαι από τα καλοκαίρια σου στον Αρμενιστή; Πώς ήταν τότε;

Ά.Κ.:

Τα καλοκαίρια στον Αρμενιστή στη δεκαετία του ’70, απ’ την οποία ήμουν αρκετά μεγάλος για να το θυμάμαι, αυτό που… Φυσικά, ήταν ένας τελείως άλλος κόσμος απ’ ό,τι είναι σήμερα. Ο Αρμενιστής σήμερα είναι ένα πιο τουριστικό χωριό της Ικαρίας. Τότε ήταν ένα μικρό ψαροχώρι, ήταν το εμπορικό λιμανάκι των χωριών των Ραχών, όπου ερχόντουσαν τα καΐκια και το φορτηγό καραβάκι και ξεφόρτωναν ή φόρτωναν και γινόταν όλες οι εμπορικές συναλλαγές. Δεν ήταν ένα καλό λιμάνι, ήταν απλά ένας μόλος και μπορούσε κανείς να, ένα καΐκι μπορούσε να πλευρίσει και να ξεφορτώσει. Και υπήρχανε και καμιά δεκαπενταριά ψαρόβαρκες. Αυτό που συνηθίζω να, να λέω για τον Αρμενιστή είναι ότι έζησα τη γέννηση του τουρισμού, την είδα με τα ίδια μου τα μάτια δηλαδή να συμβαίνει, και ήταν, έτσι, μια πολύ εντυπωσιακή εμπειρία, γιατί μέχρι τότε, μέχρι το ’75-1976 δεν υπήρχαν τουρίστες. Ήτανε κάποιοι λάτρεις, τότε, του νησιού, κάποιοι φίλοι, γνωστοί γνωστών, οικογένειες, αλλά αυτό που λέμε τουρίστες δεν υπήρχαν. Εγώ τους είδα, είδα αυτό το πράγμα να ξεκινάει και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, γιατί συνέβη ουσιαστικά σε μια νύχτα.

Χ.Φ.:

Δηλαδή;

Ά.Κ.:

Εντάξει, τώρα, αυτή είναι μια ιστορία, δεν… Τότε, στον Αρμενιστή δεν υπήρχαν ξενοδοχεία. Υπήρχε μόνο ένα μικρό κατάλυμα που είχε πέντε-έξι δωμάτια, που καλά-καλά δρόμος δεν υπήρχε που να συνδέει με το υπόλοιπο νησί. Μόνο με τις Ράχες υπήρχε συγκοινωνία, ένας δρόμος που ανέβαινε στο βουνό. Τη συγκοινωνία την έκαναν ή το καΐκι από τον Άγιο Κήρυκο, μια μεγάλη θαλασσινή περιπέτεια ήταν αυτό, και βέβαια ερχότανε και το καράβι στον Αρμενιστή και σταματούσε, αγκυροβολούσε και κατέβαιναν ο κόσμος με τις βάρκες. Το καράβι ερχότανε τρεις φορές τη βδομάδα, αν θυμάμαι καλά, ή τέσσερις, ήτανε πολύ συχνό το δρομολόγιο, και τότε το χωριό αποκτούσε ζωή για λίγες ώρες, [00:05:00]γέμιζε κόσμο, και μετά όλοι εξαφανιζόντουσαν. Υπήρχε και ένα δωμά… υπήρχε και ένα μικρό ξενοδοχειάκι, όπως είπα, για κάποιον περαστικό, για τους πέντε-έξι τουρίστες που θα λέγαμε σήμερα, αλλά αυτό ήταν όλο Υπήρχε, όμως, κατασκήνωση. Στην παραλία Λιβάδι, που είναι πολύ κοντά στον Αρμενιστή, κατασκήνωναν κατά παράδοση, ας πούμε, από τη δεκαετία του… απ’ το 1970 ήδη πάρα πολλοί ξένοι, Γερμανοί κυρίως, και κατασκήνωναν και πάρα πολύ πρόχειρα, με κάτι καλάμια, με κάτι τέντες, κάτω από τα δέντρα. Αυτό είχε γίνει γνωστό και ερχόντουσαν κάθε χρόνο όλο και περισσότερο, ώσπου εκεί είναι το, για μένα το, η μαρτυρία μου, γιατί ένα, ήταν ένας Αύγουστος με πολύ δυνατά μελτέμια, τέτοια μελτέμια που σήμερα δεν τα βλέπω. Φυσούσε με τεράστια κύματα για δεκαπέντε μέρες και ένα βράδυ το μελτέμι δυνάμωσε πάρα πολύ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Οπότε, εμείς που ’μαστε μέσα στο χωριό – το χωριό δεν είχε ρεύμα, φυσικά, υπήρχανε κάποιες λάμπες λουξ υγραερίου, και μέσα στη νύχτα, όταν άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς– ξαφνικά είδαμε κόσμο να μπαίνει μέσα στο χωριό βρεμένοι, σκεπασμένοι με πετσέτες, με διάφορα ρούχα και ήτανε όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν έρθει από την αμμουδιά, οι κατασκηνωτές, η οποία η αμμουδιά είχε πλημμυρίσει, είχε γεμίσει νερό, είχε κατεβάσει το ποτάμι, είχε φουσκώσει η θάλασσα, οι άνθρωποι σχεδόν είχαν κινδυνεύσει! Και ερχόντουσαν στο χωριό να βρούνε καταφύγιο. Συνέχιζε να βρέχει και βγήκε όλο το χωριό να τους βρει έναν τρόπο να, κάπου να μείνουνε, κάπου να στεγνώσουν τα ρούχα τους και οι άνθρωποι αυτοί πιστεύανε ότι θα υπάρχουν δωμάτια. Δεν υπήρχαν δωμάτια. Μείνανε σε κάτι γιαπιά, σε κάτι αποθήκες, σε κάτι υπόστεγα, πήραμε μερικούς στα σπίτια να περάσει αυτή η θυελλώδης νύχτα. Και την άλλη μέρα, όταν ήτανε πιο καλά, άρχισαν να ρωτάνε, λέει: «Γιατί δεν έχετε δωμάτια;». Και θυμάμαι την απάντηση μιας γερόντισσας εκεί: «Γιατί εδώ δεν έχουμε ξένους, όταν έχουμε ξένους τους φιλοξενούμε. Γιατί να έχουμε δωμάτια και να παίρνουμε χρήματα;». «Α», λέει, λένε οι άλλοι: «Μα, αυτό γίνεται σε όλα τα μέρη», λέει, «είναι… εσείς είσαστε δίπλα στην Μύκονο, δίπλα στην Σάμο, δεν το ξέρετε αυτό, ότι...». Λέει: «Όχι, εμείς τους παίρνουμε» λέει «έτσι, μέσα στα σπίτια». «Όχι», λέει, «πρέπει να το σκεφτείτε αυτό το πράγμα». Και, τέλος πάντων, πέρασε εκείνο το καλοκαίρι με αυτό το περιστατικό. Και, για να μην τα πολυλογώ, καταλαβαίνεις τώρα ότι μπήκε το δαιμόνιο και εκείνα τα γιαπιά, εκείνες οι αποθήκες, εκείνα τα υπόστεγα του 1973-’74-’75 σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται δωμάτια και… Απλά το λέω γιατί ήτανε πολύ ιδιαίτερη εκείνη η βραδιά, έτσι, ήταν ακριβώς η στιγμή που γεννήθηκε ο τουρισμός στον Αρμενιστή και επειδή ήτανε το χωριό που ήτανε το πιο κοντινό στις μεγάλες παραλίες, τις πιο γνωστές του νησιού, από εκεί ξεκίνησαν όλα. Και το είδα με τα μάτια μου αυτό!

Χ.Φ.:

Εσύ πόσων χρονών ήσουν τότε;

Ά.Κ.:

Εγώ γεννήθηκα το 1957, τότε ήμουν 25 χρονών; Εκεί, 23 χρονών.

Χ.Φ.:

Και μετά μου είπες ότι ήρθατε και μείνατε εδώ πέρα.

Ά.Κ.:

Ναι, ήρθαμε και μείναμε μετά εδώ, πολύ μετά, πολλά χρόνια μετά, είκοσι χρόνια μετά.

Χ.Φ.:

Πώς πήρατε αυτήν την απόφαση;

Ά.Κ.:

Αυτήν την απόφαση. Αυτή ήτανε μια απόφαση ζωής. Και εγώ και η γυναίκα μου δουλεύαμε στην Αθήνα. Εγώ ετοιμαζόμουν να γίνω δικηγόρος και είχα και άλλη δουλειά το απόγευμα και η γυναίκα μου, η οποία είναι μουσικός, είχε… μουσικοπαιδαγωγός, είχε σταματήσει να δουλεύει γιατί είχαμε κάνει το πρώτο μας παιδί. Μέναμε σε μια συνοικία της Αθήνας τον καιρό ακριβώς που αναπτυσσόταν η Αθήνα ταχύτατα, αυτό ήταν το χίλια εννιακόσια... 1990, ας πούμε, που άλλαζε τελείως η μορφή της πόλης, με καινούργια κτίρια, με πολυκατοικίες, με [00:10:00]εμπορικά κέντρα, με μεγάλα σουπερμάρκετ, με ακριβά αυτοκίνητα, με τη νυχτερινή ζωή και όλα αυτά. Εγώ δούλευα δύο δουλειές και έφευγα νωρίς το πρωί και γύριζα αργά το βράδυ και η γυναίκα μου ήτανε κλεισμένη στο σπίτι με το μωρό. Είχε σταματήσει να δουλεύει και κάποια στιγμή επαναστάτησε, γιατί η συνοικία που ζούσαμε –που ήτανε και η συνοικία που είχε μεγαλώσει κι η γυναίκα μου από νεαρή– είχε αλλάξει πάρα πολύ, είχε γίνει μία απρόσωπη περιοχή χωρίς σχέσεις, χωρίς γνωριμίες, χωρίς, είχε πάψει πια να είναι γειτονιά. Και κάποια στιγμή μού δηλώνει, όταν γυρίζω το βράδυ στο σπίτι, μου λέει: «Δεν μπορώ να μεγαλώσω παιδί σε αυτόν τον, σε αυτήν την, σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτήν την ατμόσφαιρα. Θέλω» λέει «να αλλάξουμε σχέδια». Να μη σ’ τα πολυλογώ, αναποδογυρίσαμε το πρόγραμμά μας, γιατί το πρόγραμμά μας –αργότερα το σκεφτήκαμε– θα ήταν αυτό το πρόγραμμα που είναι το πιο συνηθισμένο. Δηλαδή και οι δύο θα δουλεύαμε και θα κάναμε τα παιδιά μας και θα βάζαμε στην άκρη λεφτά. Μετά από, ξέρω γω, δεκαπέντε χρόνια, δηλαδή λογάριαζα το 1990, το 2005, θα φτιάχναμε ένα σπίτι στο χωριό, ένα εξοχικό, και θα ερχόμασταν τα καλοκαίρια, όπως όλος ο κόσμος, ας πούμε. Εκείνη τη στιγμή δεν το είχαμε σκεφτεί ότι θα ήταν έτσι, αλλά έτσι θα ήταν, όπως βλέπαμε όλους γύρω, αυτό κάνανε, αργότερα το είδαμε. Εκείνη τη στιγμή, τελείως αυθόρμητα, είπαμε ότι πραγματικά δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, να δουλεύουμε σαν τρελοί σε μια πόλη που μας είναι ξένη. Και αποφασίσαμε, αντί να περιμένουμε δεκαπέντε χρόνια, να το πάμε ανάποδα. Αφήσαμε τις δουλειές μας. Εγώ τις άφησα μονομιάς, δηλαδή εξαφανίστηκα τελείως, μετά απορούσανε οι συνάδελφοι, οι γνωστοί, τα αφεντικά πού πήγα. Το καλό ήταν ότι είχα ένα πάρα πολύ μεγάλο και δυνατό αυτοκίνητο εκείνον τον καιρό, με τα οποίο, στο οποίο μπορούσαμε να φορτώσουμε όλα μας τα πράγματα. Και υπήρχε και το σπιτάκι το οικογενειακό στον Αρμενιστή. Φορτώσαμε όλα μας τα πράγματα επάνω σε αυτό το αυτοκίνητο που ήταν σαν φορτηγό και χαιρετήσαμε τους γονείς μας και τους φίλους και μπήκαμε στο καράβι και ήρθαμε. Ήταν πολύ καλή εποχή, ήταν τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου, και φτάνουμε στον Αρμενιστή. Εκεί μας βλέπουν οι χωριανοί με το αυτοκίνητο μέχρι επάνω, στην κορυφή ήτανε και το μπανάκι του μωρού, και λέει: «Τι κάνετε;». Λέω: «Να περάσουμε το καλοκαίρι και βλέπουμε». Από εκεί και πέρα άρχισε μια μεγάλη περιπέτεια, γιατί τότε, εκείνο τον καιρό, δεν επέστρεφαν νέοι άνθρωποι στο νησί. Εκείνος ο καιρός ήτανε η πόλη με όλες της, με όλα της τα, τους μαγνήτες, με αυτό που σε τραβάγανε όλα τα πράγματα που μπορούσες να κάνεις, να δουλέψεις, να σπουδάσεις, να ζήσεις. Οι άνθρωποι δεν επέστρεφαν. Εμείς ήμασταν ένα αξιοπερίεργο, όλοι δηλαδή απορούσαν: «Γιατί;». Αλλά, βέβαια, ήτανε ακόμα καλοκαίρι, οπότε σου ’λεγε ο άλλος: «Εντάξει, τώρα κάνετε και εσείς μια δοκιμή και μετά, ε, τον Οκτώβριο θα φύγετε». Ε, δεν φύγαμε τον Οκτώβριο, μείναμε. Αργότερα βρήκαμε και ένα πολύ καλό σπίτι φίλων, μείναμε στο βουνό, στις Ράχες, όχι στον Αρμενιστή και αρχίσαμε να ζούμε στο νησί. Χάρη σε αυτό το μεγάλο αυτοκίνητο εγώ βρήκα την πρώτη μου δουλειά, γιατί είχα εγκαταλείψει τα πάντα. Λογάριαζα, φυσικά, να γίνω δικηγόρος στο χωριό, εν τω μεταξύ. Όπως, όμως, είχα φτάσει εκεί στον Αρμενιστή έτυχε να ανοίξει ένας τρελός, εντός εισαγωγικών, φίλος ένα τουριστικό πρακτορείο. Στην αρχή πούλαγε εισιτήρια, βέβαια, και αυτός, επειδή του αρέσαν τα αυτοκίνητα, ήθελε να κάνει εκδρομές και δούλεψα μαζί του σαν ξεναγός μ’ αυτό το αυτοκίνητο. Αυτό είχε για μένα μια [00:15:00]κρίσιμη σημασία, γιατί μέσα απ’ αυτήν τη δουλειά –την ευκαιριακή και την τυχαία, που πηγαίναμε τότε στα βουνά και στις μακρινές παραλίες και στα μακρινά χωριά μέσα από δρόμους, οι οποίοι δεν μπορεί να, δεν περιγράφονται σήμερα αυτοί οι δρόμοι πώς ήταν τότε, αλλά αυτό το αυτοκίνητο τα κατάφερνε– είδα για πρώτη φορά το νησί με τελείως άλλο μάτι. Και ήτανε για μένα μια αποκάλυψη, τόσο γι’ αυτά τα μέρη που είδα, αλλά και ότι το έβλεπα με τα μάτια των ανθρώπων που ερχόντουσαν μαζί μας, που ήτανε και Έλληνες και ξένοι. Όχι, μη φανταστείς, δεν ήταν πολλοί άνθρωποι, ο Αρμενιστής εξακολουθούσε να μην είναι τόσο πολύ τουριστικός, αλλά αυτοί οι άνθρωποι έμεναν κατάπληκτοι με το εσωτερικό που υπήρχε στο, το φυσικό περιβάλλον, την ιστορία, τον παράξενο πολιτισμό που είχε, τις παραδόσεις και όλη την ατμόσφαιρα αυτήν. Οπότε, σ’ εμένα χτύπησε ένα καμπανάκι και λέω: «Κάτσε να δεις τώρα, εμείς φύγαμε απ’ την Αθήνα για να βρεθώ σε ένα οικείο περιβάλλον», αυτό που ήξερα από παιδί και είχα γνωστούς, φίλους και συγγενείς, αλλά έβλεπα στα μάτια των άλλων κάτι τελείως παραπέρα, πολύ πιο πλατύ και σπουδαίο από αυτό το συνηθισμένο που ήξερα εγώ. Δηλαδή, εγώ ήμουνα παγιδευμένος με κάποιον τρόπο στα στερεότυπα της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας. Οι ξένοι άνθρωποι, βέβαια, που ερχόντουσαν από πόλεις ήταν, το έβλεπαν σαν κάτι πραγματικά πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο, πολύ παράξενο. Και άρχισε μέσα μου να δημιουργείται μία, μια δεύτερη σχέση με τον τόπο, ένα ξαναγέννημα της παλιάς μου ρίζας, έβγαλε καινούργιο δέντρο αυτό το πράγμα. Αυτό μετά το καλλιέργησα και συνεχίσαμε τη ζωή μας, μεγάλωσε το πρώτο παιδί, κάναμε και ένα δεύτερο, πήγαν εδώ σχολείο, και ούτω καθεξής.

Χ.Φ.:

Δηλαδή ασχολήθηκες ως ξεναγός.

Ά.Κ.:

Ασχολήθηκα, ήτανε μια τυχαία δουλειά. Το σχέδιο το δικό μου ήταν να γίνω δικηγόρος εδώ, να είμαι στον Δικηγορικό Σύλλογο του νομού. Με τούτα και μ’ εκείνα κατέληξα να το ξεχάσω αυτό το θέμα και το ξέχασα τόσο πολύ που κάποιοι μου το θύμιζαν και έλεγα: «Τι είναι αυτό;».

Χ.Φ.:

Πώς ένιωθες δουλεύοντας, λοιπόν, ως ξεναγός; Τι ήταν αυτό που σου–

Ά.Κ.:

Ναι, ξεναγός… Ξεναγός δούλεψα με τον φίλο μου που είχε το τουριστικό πρακτορείο για αρκετά καλοκαίρια. Αυτό, όμως, ήταν μόνο για μερικούς μήνες. Μετά, επειδή ήξερα καλά Αγγλικά, δούλεψα σε ένα φροντιστήριο, που είχε τότε ανοίξει ένα φροντιστήριο στις Ράχες που ήταν φοβερό πράγμα, δηλαδή δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Και σιγά-σιγά άρχισε να δουλεύει ξανά η γυναίκα μου, το οποίο δεν το περίμενε ποτέ ότι θα συνέβαινε αυτό. Η γυναίκα μου ήτανε δασκάλα της μουσικής στην Αθήνα για πολλά χρόνια σε ιδιωτικά Νηπιαγωγεία και Δημοτικά και κάποια στιγμή τής έλειψε πάρα πάρα πολύ η μουσική και η σχέση με τα παιδιά. Και λέει, και λέει: «Γιατί να μην το αρχίσω εδώ;». Και ξεκίνησε, παρόλο που η ζωή ήταν αρκετά μπερδεμένη. Γιατί μη φανταστείς μία, ότι το νησί τη δεκαετία του 1990 ακόμα είχε κάποια, ήταν μοντέρνο, να πούμε. Δηλαδή δεν υπήρχαν σουπερμάρκετ, υπήρχε ένα μπακάλικο ή δύο μπακάλικα, οι δρόμοι ήταν ελεεινοί, μα σε αθλία κατάσταση, υπήρχε ένας γιατρός αγροτικός, υπήρχαν… Η μόνη υπηρεσία που μπορούσες να αυτό ήταν ένα ταχυδρομείο, οι δουλειές ήτανε ελάχιστες, οι άνθρωποι ήτανε πολύ λίγοι, συνήθως ήτανε ηλικιωμένοι. Και όμως, η [00:20:00]γυναίκα μου κατάφερε να στήσει σιγά-σιγά ένα μικρό μουσικό σχολείο και έμεινε πολύ ευχαριστημένη από το υλικό που είχε στα χέρια της, κι εγώ βοηθούσα. Μετά ασχολήθηκα με τα αγροτικά, επίσης, πάρα πολύ, γιατί είχαμε κτήματα, και συνέχιζα να διδάσκω Αγγλικά.

Ά.Κ.:

Και κάποια στιγμή, καθώς ήδη τα καλοκαίρια δούλευα με ξένους, είτε με τουριστικά γραφεία είτε μόνος μου, προέκυψε, είδα ότι δεν φτάνει να πηγαίνεις μόνο από τους δρόμους, ότι υπάρχει ένας πολύ μεγάλος πλούτος πίσω από τους δρόμους, γιατί και οι ίδιοι οι ξένοι το αναζητούσαν και από περιέργεια έλεγαν: «Τι είναι από κει από πίσω; Και τι είναι αυτό από κει; Τι είναι αυτό από κει;». Πρέπει να πω ότι η Ικαρία έχει ένα χαρακτηριστικό, ότι είναι όλα κρυμμένα. Είναι, δηλαδή δεν τα βλέπεις όπως βλέπεις, ας πούμε, στις Κυκλάδες, έτσι, μια επιφάνεια και τα βλέπεις όλα. Είναι όλα πίσω από κάποιον λόφο, πίσω από κάποια γωνία, μέσα σε μια χαράδρα, από πίσω από κάποιον λόφο και, κάτσε, άρχισα να περπατώ. Περπατούσα πολύ όταν ήμουνα νέος εδώ. Δηλαδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Μένοντας στον Αρμενιστή –είναι στην άκρη του κόσμου, ο Αρμενιστής είναι ένα ακρωτήριο– για να πάω οπουδήποτε έπρεπε να περπατήσω. Για να πάω πάνω στις Ράχες στα σπίτια των συγγενών και φίλων, ας πούμε, έπρεπε να πάω με τα πόδια. Και ξεκίνησα το περπάτημα. Μου λέγανε στον Αρμενιστή: «Μα, τι πάτε και περπατάτε και κουράζεστε και ιδρώνετε; Εδώ είναι ωραία, είναι θάλασσα». Ναι, λέω: «Εντάξει, ωραία εδώ η θάλασσα, αλλά πόσο να την χαρείς τη θάλασσα, κάνει και κάτι φουρτούνες τρομερές. Μέσα, θέλουν, τη φύση». Αυτό που ήθελα κι εγώ πάντα μικρός, από μικρό παιδί, δηλαδή που γυρνάγαμε μες στα ρουμάνια, που λέμε εδώ. Και άρχισα να ψάχνω τα παλιά μονοπάτια. Αυτό που σου λέω τώρα έγινε ένα... χόμπι ακόμα το λέω, φυσικά είναι πάθος, αλλά όταν με ρωτάνε: «Τι είναι αυτό που κάνεις;», λέω «είναι το χόμπι μου, είμαι κυνηγός διαδρομών στα βουνά». Έχουμε φτιάξει και έναν σύλλογο και τις δουλεύουμε. Έχουμε φτιάξει, αργότερα, ένα μεγάλο δίκτυο από αυτές τις διαδρομές. Ξανα… Αναβιώνουμε τα παλιά μονοπάτια, τα κάνουμε, τα οργανώνουμε σε διαδρομές και κάθε φορά μάς αφήνουν, αυτό το νησί μάς αφήνει κατάπληκτους. Δηλαδή πολλές φορές αναρωτιέμαι, και με ρωτάνε και φίλοι από έξω απ’ το νησί: «Μα», λέει, «δεν βαριέσαι;». Ομολογουμένως δεν βαριέμαι. Και εγώ απορώ με τον εαυτό μου αλλά δεν, ενώ είμαι ένας άνθρωπος που μάλλον βαριέμαι και μου αρέσουν τα ταξίδια, οι εμπειρίες και όλα αυτά, δεν μπορώ να βαρεθώ εδώ. Συνέχεια ανακαλύπτεις κάτι. Θες επειδή είναι όλα κρυμμένα και σου κινεί την περιέργεια; Θέλεις επειδή είναι πράγματι αξιοπερίεργα; Νομίζω ότι είναι και τα δύο, αλλά πιστεύω ότι είναι το περισσότερο το δεύτερο, δηλαδή είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Και αυτό ακούω και από αυτούς τους ανθρώπους που πηγαίνουμε μαζί σε διάφορα μέρη. Από την άλλη, βέβαια, είναι και πάρα πολύ δύσκολο, έτσι; Δεν θα, δεν είναι για όλους, η Ικαρία –κακά τα ψέματα– δεν είναι για όλους. Το πώς μπορέσαμε εμείς να κάνουμε αυτόν τον πήδο και να πιάσουμε μια νέα ρίζα εδώ, κι εγώ πολλές φορές απορώ πώς έγινε. Ίσως επειδή αγαπιόμαστε με τη γυναίκα μου, ίσως επειδή μας ήθελε ο τόπος, ίσως γιατί μας άρεσαν οι μυρωδιές, ίσως γιατί ταίριαζε το, η χημεία μας; Πάντως, το καταφέραμε! Και τώρα πια, μετά από δεκαπέντε χρόνια, που κάνουμε καμιά φορά απολογισμούς, καλά μάς πήγε, ελπίζω να πάει καλά και στη συνέχεια.

Χ.Φ.:

Να γυρίσουμε λίγο στα μονοπάτια. Όταν, όταν ήρθες εδώ πώς χρησιμοποιούνταν τότε τα μονοπάτια; Εννοώ από τους ντόπιους.

Ά.Κ.:

Εγώ όταν ήμουνα μικρός, βασικά, δεν υπήρχε άλλος τρόπος μετακίνησης, παρά μόνο με τα πόδια. Υπήρχαν κάποια γαϊδουράκια, κάποια μουλάρια που ήτανε για τους [00:25:00]επαγγελματίες ή για τους... Γαϊδουράκια, ξέρω γω, είχανε οι αγρότες και να μεταφέρουνε τα… Μουλάρια είχανε οι αγωγιάτες, δηλαδή αυτοί που κάνανε το, που κάνανε μεταφορές. Οι άνθρωποι που κινιόντουσαν ήτανε με τα πόδια και πάντα ήταν φορτωμένοι. Άνθρωπο να δεις να περπατάει χαλαρά, όπως είναι σήμερα οι πεζοπόροι, ξέρω γω, με ένα μπαστούνι και ένα σακίδιο, δεν έβλεπες. Ήτανε, συνήθως κουβαλούσαν κάτι τεράστια βάρη, τσουβάλια ολόκληρα με ό,τι μπορείς να φανταστείς, προϊόντα, με ξύλα ή με κλαδί, δηλαδή φύλλα για τα κατσίκια, καλάθια. Πάντα ήταν φορτωμένοι και πάντα περπατούσαν, δηλαδή ήταν το σταθερό σημείο. Τα μονοπάτια τα πρόλαβα να είναι ως μονοπάτια λειτουργικά, που είναι, που ήτανε διαφόρων ειδών και με διάφορες αξίες και σημασίες. Όταν ήρθαμε πια για μόνιμη εγκατάσταση, το ’90-’91, ακόμα χρησιμοποιούνταν, αλλά πλέον είχανε γίνει αρκετοί δρόμοι και πολλά απ’ αυτά είχανε καταστραφεί, είχαν πέσει σε, είχαν ξεχαστεί, είχαν… Και άρχιζε μία, μία απαξίωση αυτών των, αυτής της κληρονομιάς, που είναι, στην Ικαρία είναι τρομερά σημαντική. Δηλαδή το νησί, επειδή είναι πολύ ορεινό και έχει δύο πλευρές, τη νότια και τη βόρεια, αυτοί οι πεζόδρομοι –ας τους πούμε έτσι– ήτανε κάποτε λεωφόροι. Με την επικράτηση του αυτοκινήτου, και των νεότερων αυτοκινήτων, όχι εκείνων των παλιών των απερίγραπτων που ήτανε το 1970, τα νεότερα αυτοκίνητα, που ήτανε πιο ισχυρά, πιο καλά και τα λοιπά, αυτά τα μονοπάτια είχαν και λίγο, λιγάκι υπήρχαν και μία περιφρόνηση, και μία απαξίωση του είδους: «Κοίταξε τώρα αυτά τα πράγματα να τα ξεχάσουμε πια, τις ταλαιπωρίες των προγόνων, να τα αφήσουμε στην άκρη» και πολλές φορές τα κατάστρεφαν κιόλας γιατί έλεγαν ότι αυτά είναι, δεν έχουν καμία σημασία πια και είναι πρωτογονισμοί. Εγώ πρόλαβα εκείνη τη μετάβαση. Υπήρχαν άνθρωποι, ας πούμε, οι οποίοι ντρέπονταν πια να περπατήσουν. Τους έλεγαν οι γιατροί: «Να περπατάς για την καρδιά σου, να περπατάς για τα πνευμόνια σου, να περπατάς για τα, για τους μυς και, ξέρω γω, για την καλή πέψη». Και αυτοί έλεγαν: «Ναι, γιατρέ μου, αλλά τι, θα με κοροϊδεύουν στο, να περπατώ, θα λένε ότι είμαι κανένας παλαβός που έχω εξάψεις και βγαίνω και περπατώ». Τέτοια απαξίωση της... Πρόλαβα αυτό το, αυτήν την ατμόσφαιρα, αυτό το, τη νοοτροπία. Και όταν αρχίσαμε να τα ψάχνουμε και να τα αναδεικνύουμε με κάποιες πρώτες σημάνσεις, με κάποιες πρώτες, έτσι, δημοσιεύσεις σε έντυπα για το ένα και το άλλο σημείο και, που βέβαια ήταν όχι μόνο τα μονοπάτια, ήτανε και τα φυσικά αξιοθέατα που, στα οποία οδηγούσαν, όπως είναι το Φαράγγι της Χάλαρης ή κάποια άλλα πολιτιστικά αξιοθέατα ή νερόμυλοι ή παλιά χωριά ή πέτρινα γεφύρια. Αυτό έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση και ρωτούσαν τότε: «Μα, αυτά τα κάνετε τα μονοπάτια» λέει «γιατί; Ποιος θα πάει εκεί πέρα; Αυτά» λέει «είναι, δεν έχουνε κάτι». «Για να δούμε:», λέγαμε. Και, φυσικά, ήταν ένα στοίχημα, γιατί, εντάξει, εγώ μπορεί να ήξερα ή μερικοί άλλοι μπορεί να ξέρανε, αλλά θα δούλευε αυτό; Πώς να το… Ήταν ένα πείραμα. Αυτό ξεκίνησε τυχαία, βέβαια, κι αυτό, όπως όλα, δεν ξέρω πώς γίνεται στη δική μου τη ζωή. Το 1996-’97 με έναν φίλο ξεκινήσαμε και κάναμε την πρώτη διαδρομή που ξεκίναγε απ’ τον Αρμενιστή, γιατί το θεω[00:30:00]ρούσαμε λίγο χαζό να κάθονται οι άνθρωποι στον Αρμενιστή και στην παραλία, όταν έχει φουρτούνα να μην ξέρουν τι να κάνουν, και από μέσα να είναι όλο αυτό το καταπληκτικό τοπίο –οι Ράχες είναι μια πολύ πλατιά περιοχή του νησιού– και να μην μπορούν να πάνε. Ή μερικές φορές βαριόντουσαν, ας πούμε, και παίρνανε τον χωματόδρομο και ανεβαίνανε και τους σκονίζαν τα αυτοκίνητα και τους έψηνε ο ήλιος και δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα υπέροχο μονοπάτι μες στη σκιά, δίπλα στα νερά. Έτσι το ξεκινήσαμε. Μόλις βάλαμε την, μία πρώτη στοιχειώδη σήμανση, κάτι βελάκια και ένα ταμπελάκι και τα λοιπά, αμέσως πήρε μπρος και φεύγανε ο κόσμος και μας ζητούσε να κάνουμε κι άλλα, να κάνουμε κι εκείνο και το άλλο και το άλλο. Και ξαφνικά κι εγώ –όχι μόνο εγώ, αλλά τουλάχιστον εγώ που, αυτό απ’ όσο ξέρω– βρεθήκαμε να έχουμε κάνει μία εντός εισαγωγικών ανακάλυψη και αυτό μας έβαλε και σε μία ευθύνη. Γιατί άνοιγες έναν δρόμο και ερχόντουσαν άνθρωποι και τον χρησιμοποιούσαν, δηλαδή έπρεπε να δεις μετά τι θα κάνεις, δηλαδή… Εν τω μεταξύ εγώ έμενα εδώ, δεν μπορούσα να πω ότι άνοιξα έναν δρόμο και έφυγα και πήγα στην Νικαράγουα. Συνέχιζα να μένω εδώ και τους έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους που περπατούσαν και τους μιλούσα, μου μιλούσαν, μιλούσαν σε άλλους γνωστούς μου, οι οποίοι μού μετέδιδαν σχόλια και είδα ότι αυτό το πράγμα έχει μία τρομερή δυναμική. Και –για να το πω έτσι λαϊκά– με πήρε η μπάλα. Και από τότε μ’ αυτήν την μπάλα, πάνω σ’ αυτήν την μπάλα τρέχω, πότε από πάνω πότε από κάτω, και πηγαίνω. Μου δίνει πάρα πολύ μεγάλη δύναμη, η φύση εδώ και η ιστορία είναι πολύ δυνατή και πολύ ξεχωριστή. Με θρέφει, με εκπλήσσει, με δυναμώνει. Οι άνθρωποι έχουνε πολύ ιδιαίτερες ιστορίες, πολύ βάθος χαρακτήρα και αυτά τα δυο μαζί μας στηρίζει κι εμένα και τη γυναίκα μου και στήριξε επίσης και τα παιδιά μας, τα οποία μεγάλωσαν εδώ. Και με όλες τις δυσκολίες είναι μια περιπέτεια όλο αυτό το πράγμα. Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι! Αλλά πάντα είναι, δεν, μπορεί, στην Ικαρία ποτέ δεν μπορείς να επαναπαυτείς, πάντα είναι μία δοκιμασία συνεχής, πάντα υπάρχει η αναποδιά, πάντα υπάρχει το πρόβλημα, πάντα υπάρχει το αγκάθι, να δεις, να ξεπεράσεις εκείνο, να ξεπεράσεις το άλλο. Είναι ένας συνεχής αγώνας. Αν είσαι αγωνιστής πας καλά.

Χ.Φ.:

Θέλεις να μου περιγράψεις λίγο ένα μέρος ή κάποια μέρη που ανακαλύψατε ενώ ψάχνατε τα μονοπάτια και δεν το περιμένατε;

Ά.Κ.:

Ε, ναι, τέτοια, τέτοια συνέβαιναν, στην αρχή συνέβαιναν πολύ συχνά τέτοια περιστατικά, γιατί, καθώς είχε αλλάξει, όπως είπα πριν, ο τρόπος ζωής και η νοοτροπία –ήμασταν πια εκσυγχρονισμένοι, ας πούμε–, είχαν αλλάξει και οι αξίες. Παρόλο που οι παραδόσεις είναι πολύ ισχυρές εδώ, αναγκαστικά κάποια πράγματα πέφτανε στην άκρη, πέφτανε στη λησμονιά. Και, βέβαια, κάποια πράγματα αλλάζανε αξία. Το, τα παλιά χρόνια αυτό που λέμε σήμερα, ξέρω γω, ωραία φύση, ένα ωραίο τοπίο, ένα μνημείο, τα παλιά χρόνια αυτά θεωρούντουσαν δεδομένα. Οι άνθρωποι το νιώθανε, φυσικά, και τους άρεσε, αλλά δεν είχαν κάποιον τρόπο να το πούνε, οι αξίες συχνά προβάλλονται μέσα από τη διαφορά. Δηλαδή όταν ο άνθρωπος της πόλης που αυτό το πράγμα τού λείπει το βλέπει, το εκτιμά, ο άνθρωπος που ζει μέσα στον χώρο της υπαίθρου αυτά τα θεωρεί ως δεδομένα και καμιά φορά τα παραμελεί και τα παραπετά, γιατί έχει άλλες προτεραιότητες πια. Κοιτάει πώς θα φτιάξει ένα σύγχρονο σπίτι, κοιτάει πώς να κάνει μία δουλειά με χρήματα πια, και αυτά ξεχνιούνται. Να σου πω δύο περιστατικά ανακάλυψης, εντός εισαγωγικών, ή μάλλον ξανα-ανακάλυψης, που μου έχουνε μείνει αξέχαστα. Δεν έχουν σχέση με τα πολιτιστικά-αρχιτεκτονικά στοιχεία, αυτά πιο πολύ, λίγο-πολύ ήτανε γνωστά, περισσότερο ανάδειξη κάναμε, ας πούμε, στα πέτρινα γεφύρια, στους [00:35:00]νερόμυλους, στα λιθόστρωτα μονοπάτια. Αυτά, έτσι κι αλλιώς, από μόνα τους είναι έργα των ανθρώπων και υπήρχαν μνήμες. Θα σου πω για δύο σημαντικά φυσικά αξιοθέατα που ξανα-ανακαλύψαμε και τους δώσαμε την αξία που πρέπει να έχουνε στη σημερινή εποχή. Όταν ήμουνα 17-18 χρονών στον Αρμενιστή κάποια στιγμή κόπηκε το νερό. Και είχανε, είχε γίνει μία πάρα πολύ μεγάλη βροχή την άνοιξη και το, νωρίς το καλοκαίρι δεν είχαμε νερό. Έμαθα εγώ ότι μια ομάδα ετοιμαζότανε να πάει να δει το, τη σωλήνα απ’ όπου ερχόταν το νερό από το βουνό, για να δει αν έχει γίνει κάποια ζημιά. Εγώ το θεώρησα ότι θα ήτανε κάποια, θα περπατούσαμε κάνα δύο χιλιόμετρα, ξέρω γω, ε, κάπου θα πηγαίναμε. Και ξαφνικά βρίσκομαι μέσα σ’ αυτήν την ομάδα, που πήγαινε μπροστά ένας παλιός, έτσι, που ήξερε, και περπατούσαμε, περπατούσαμε και περπατούσαμε και ξαφνικά μπήκαμε σ’ ένα πολύ θεαματικό φαράγγι και ακολουθούσαμε τη σωλήνα και έλεγα πια: «Πού πάμε, βρε παιδί μου;». Η δε θάλασσα ήτανε πια πολύ μακριά πίσω μας και τελικά φτάσαμε στο βάθος του φαραγγιού και εκεί πράγματι είχε γίνει μια ζημιά και την επιδιορθώσαμε. Αυτό μού έμεινε εμένα, μου έμεινε στο μυαλό μου: «Πού βρέθηκα ξαφνικά; Τι ήταν αυτό;». Μετά το ξέχασα. Αργότερα, όταν πια μέναμε μόνιμα εδώ, ένας φίλος πολύ στενός και ξάδερφός μου, ο Χρήστος ο Μαλαχίας, ο φωτογράφος είχε, που φωτογραφίζει υπέροχα τα φυσικά τοπία του χωριού, του νησιού –και όχι μόνο, αλλά τουλάχιστον γι’ αυτό το θέμα ήταν πολύ καλός–, είχε μια πάρα πολύ όμορφη φωτογραφία ασπρόμαυρη ενός, ενός πολύ θεαματικού καταρράκτη. Και είχε στο φωτογραφείο του στον Χριστό αυτήν τη φωτογραφία σε διάφορα μεγέθη και την πουλούσε. Ερχόντουσαν, λοιπόν, τότε πια, είχαμε μπει πια στην τουριστική εποχή, και όλοι τον ρωτάγανε: «Πώς θα πάω εκεί;». Ο φωτογράφος έλεγε: «Παιδιά, δεν μπορείτε να πάτε εκεί πέρα. Εγώ πήγα για να το φωτογραφίσω, γιατί αυτό, για να βγάλω αυτήν τη φωτογραφία γιατί είναι ένα πολύ θεαματικό πράγμα, είναι μια πολύ ωραία φωτογραφία και το πώς πήγα εγώ εκεί πέρα, εγώ είμαι ντόπιος, ξέρω, κάνω, δείχνω, αλλά εσύ δεν μπορείς να πας». «Μα πώς δεν μπορώ να πάω» και κόντευαν να γίνουν και καβγάδες ότι: «Μας το κρύβεις» και «δεν θέλεις» και «για να μη σου πάρουμε τη φωτογραφία» και κάτι τέτοια γινόντουσαν, πολύ κωμικά. Και απολογιόταν ο άνθρωπος και έλεγε: «Έτσι κι αλλιώς, ρε παιδιά, τον Αύγουστο δεν έχει νερό αυτό και δεν μπορείτε να πάτε». Είχα βαρεθεί να μπαίνω στο φωτογραφείο του Χρήστου και να ακούω αυτές τις συζητήσεις. Κάποια στιγμή λέω του Χρήστου: «Βρε Χρήστο», του λέω, «δεν μπορεί να μην υπάρχει. Εγώ θυμάμαι ότι όταν φτιάχναμε το νερό του Αρμενιστή είχαμε πάει εκεί πέρα, κάπως είχαμε πάει». «Οχ! Πώς να πάμε τώρα εκεί» και αυτό. Τον έπεισα και πήγαμε μαζί σιγά-σιγά, σιγά-σιγά. Υπήρχε, πράγματι, ένα μονοπάτι, αρκετά κλεισμένο πια και αυτό. Εγώ δεν θυμόμουν καθόλου αυτό που όταν ήμουν 17 χρονών. Και ξαφνικά, ήτανε Μάιος-Ιούνιος, βρίσκομαι μπροστά σε έναν καταρράκτη 17 μέτρων που βρόνταγε και βούιζε και γέμιζε τον κόσμο με σταγόνες και ουράνια τόξα και έμεινα έκθαμβος! Ο καταρράκτης αυτός απέχει από τον πιο κοντινό οικισμό 20 λεπτά. Βέβαια, το μονοπάτι είναι δύσκολο και είπα: «Να το! Βρε Χρήστο», του λέω, «να το, μπορούν να πηγαίνουν οι άνθρωποι, να τα φτιάξουμε το μονοπάτι». Και μαζευτήκαμε και κάναμε δουλειά, ήρθαν, καλέσαμε εθελοντές από έναν σύλλογο της Αθήνας και δουλέψαμε στο μονοπάτι αυτό και ήρθαν και αυτοί και είδαν αυτό το φαράγγι, αυτόν τον τόπο κι ήτανε, έμειναν έκθαμβοι. Οι άνθρωποι, οι οποίοι είχανε ταξιδέψει και περπατήσει σε όλα τα βουνά της Ελλάδας, και λέει: «Έχετε αυτό το πράγμα;». Και αυτή είναι η δύναμη της ανακάλυψης, δηλαδή πρέπει να έχεις μια θέληση και ένα κίνητρο να πεις ότι δεν μπορεί, κάτι θα ’ναι, κάπως θα μπορείς να πας. Και το κυριότερο, όμως, είναι ότι να πάρεις και την ευθύνη, γιατί εκεί είναι [00:40:00]λίγο το, είναι ένα λεπτό ζήτημα. Γιατί πολύ σωστά έλεγε ο φωτογράφος και άλλοι εκεί στην παρέα, ότι: «Πώς θα τους οδηγήσεις εκεί πέρα; Θα πάνε να σκοτωθούνε οι άνθρωποι, θα πάνε να πέσουν, θα τραυματιστούνε». «Όχι», λες εκεί, «θα κάνεις σωστά, θα κάνεις μια καλή σήμανση, θα βάλεις προειδοποιητικές πινακίδες, θα εξηγήσεις, θα το πεις και οι άνθρωποι δεν είναι χαζοί. Απ’ τη στιγμή που θα έχεις μια καλή πληροφόρηση όλα θα πάνε καλά». Και έτσι έγινε πασίγνωστος ο καταρράκτης Ραξούνια στο Φαράγγι της Χάλαρης, πολύ κοντά στις Ράχες, ο οποίος μέχρι τότε ήτανε απροσπέλαστος. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο, όμως, είναι πολύ πιο εντυπωσιακό! Αυτό ήτανε ένα πράγμα που ποτέ μου δεν το περίμενα, γιατί, εντάξει, ένας καταρράκτης είναι ένας καταρράκτης, αλλά μία λίμνη; Είναι κάτι άλλο. Μία λίμνη με καταρράκτη; Αρκετά χρόνια αργότερα, ενώ πια είχαμε εμπλακεί στα μονοπάτια και είχαμε φτιάξει δίκτυο και είχαμε, είχε βγει και χάρτης και όλα αυτά, μία φίλη, η οποία, νεαρή τότε, η οποία έκανε –πώς το λένε;– τρέξιμο στο βουνό, στα μονοπάτια, Αύγουστο μήνα έτρεχε πάνω στις κορυφές, στην κορυφογραμμή. Εδώ έχουμε οροπέδια, στις Ράχες, και είναι επίπεδο και ωραίο να τρέχεις. Αυτή, λοιπόν, έτρεχε Αύγουστο μήνα και δίψασε. Δίψασε πάρα πολύ γιατί είχε καθυστερήσει –τρέχει συνήθως νωρίς– και αποφάσισε να ακολουθήσει κάποιο ρυάκι εκεί που είδε κάτι, ένα, δεν είχε νερό, αλλά, λέει, κάπου πιο κάτω κάτι θα έχει. Και τρέχοντας από βράχο σε βράχο ξαφνικά βρίσκεται σε ένα πράγμα που, όπως μου το περιέγραψε μετά, έμοιαζε με νταμάρι και στην –πολύ ψηλά στο βουνό, έβλεπε από τη νότια μεριά του νησιού, την απόκρημνη–, και στο βάθος του αυτού του νταμαριού –που το είπε αυτή– ήτανε, είχε νερό. Ήπιε, έκανε μπάνιο, κατενθουσιάστηκε. Είχε λίγο νερό, βέβαια. Και γύρισε πίσω και μου είπε: «Ξέρεις», λέει, «βρήκα ένα πράγμα που έμοιαζε με νταμάρι και είχε νερό, αλλά πώς να ήταν νταμάρι αφού εκεί δεν είχε δρόμο;». Λέω: «Αποκλείεται, δεν είναι νταμάρι αυτό». Και μου λέει: «Να πας να το δεις, γιατί έχω δει ότι από εκεί τα νερά πάνε προς εκείνη την περιοχή. Κάτι είναι αυτό. Νταμάρι, βέβαια, έχεις δίκιο, δεν μπορεί να είναι». Ε, μετά εγώ το ξέχασα, όπως συχνά μού συμβαίνει και… Ξαφνικά το θυμήθηκα έναν Δεκέμβρη, που μια μέρα που δεν είχα τι να κάνω γιατί είχε πολύ κρύο και λέω να περπατήσω στο βουνό, έτσι, να ζεσταθώ, να δω και μήπως έχει χιόνι, και θυμήθηκα αυτό και λέω: «Ας πάω να το βρω». Ακολούθησα αυτό το ρυάκι που μου είχε πει αυτή η δρομέας, η φίλη, και από δω, από κει και τα λοιπά. Και ξαφνικά ακούω έναν τρομερό βρόντο, έναν αχό, ένα αχολόγημα, που με τρόμαξε στην αρχή. Νόμιζα ότι κάτι είναι, ξέρω γω, κανένα πολεμικό τζετ ή κάτι, βροντάει ο ουρανός. Και πάω, έτσι, λίγο πιο πέρα από τους βράχους και βλέπω μπροστά μου μία τεράστια λίμνη στα 980 μέτρα υψόμετρο, μια λίμνη σαν πιάτο, σαν πιατέλα ήτανε αυτή, και ένας καταρράκτης που έπεφτε μέσα και έμεινα έκθαμβος. Και ταυτόχρονα και είχα και κουφαθεί, γιατί ήτανε πολύ δυνατός ο θόρυβος του νερού. Κατέβηκα κάτω και το είδα αυτό το θέαμα και είπα: «Γιατί κανείς δεν μου έχει πει γι’ αυτό το πράγμα που είναι, απέχει από τον Χριστό Ραχών», το χωριό που μέναμε τότε, «απέχει με τα πόδια, ας πούμε, γύρω στη μία με δύο ώρες;». Γύρισα σχεδόν θυμωμένος στο χωριό και λέω: «Είδα αυτό! Τι είναι αυτό;». Με κοιτάγανε όλοι με συμπάθεια και απορία, κάτι λάθος θα έκανα, κάτι άλλο είδα, υπερβάλλω, είμαι ρομαντικός, ξέρω γω, κάτι. Κάποιος, όμως, που, έτσι, με ένιωσε μου λέει: «Αυτό είναι το Σελίνι». Λέω: «Το Σελίνι; Τι είναι το Σελίνι;». «Ε, είναι το Σελίνι» λέει «αυτό εκεί» λέει, «πού το βρήκες» λέει «αυτό; Έχει ξεχαστεί!». «Έχει ξεχαστεί αυτό το πράγμα;» λέω. «Πώς έχει ξεχαστεί;». Ε, λέει: «Εκεί πηγαίναμε» λέει «παλιά, όταν ήμασταν παιδιά», αυτός ήταν πολύ πιο μεγάλος από μένα, ογδοντάρης τότε, ξέρω γω, «πηγαίναμε όταν ήμαστε μικρά και κολυμπούσαμε, ήτανε άπατο, δεν είχε βάθος, δεν είχε πάτο αυτό το πράγμα. [00:45:00]Είχανε οι γονείς και οι παππούδες μας περιβόλια εκεί και κήπους». «Γιατί το λένε Σελίνι;» λέω, «είναι το φεγγάρι;». «Όχι», μου λέει, «δεν είναι το φεγγάρι» και γέλαγε αυτός. «Είναι γιατί είχε πάρα πολλά αγριοσέλινα, σελίνια τα λέγανε». Και λέω: «Γιατί δεν το…». Ε, λέει: «Δεν το, δεν, μετά οι κήποι, φύγανε αυτοί οι παλιοί, τους κήπους τους παράτησαν, μετά πηγαίναν τα κατσίκια, έγινε βοσκότοπος, ξεχάστηκε. Μπράβο», λέει, «που το βρήκες αυτό. Είναι ιστορία αυτό, είναι οι οικογένειές μας εκεί πέρα, έχουμε αναμνήσεις από εκεί. Σκάβανε οι γονείς μας, ποτίζανε, φυτεύανε και εμείς τα παιδιά κολυμπούσαμε». Βρε, λέω: «Αθάνατη είσαι, Ικαρία», λέω μέσα μου, «τέτοια έκπληξη δεν το περίμενα». Αμέσως ειδοποίησα τη φίλη μου, της λέω: «Ξέρεις ότι ανακάλυψες ένα απίστευτο πράγμα; Μία λίμνη στον ουρανό!». Όσο, ήρθε αυτή όσο πιο γρήγορα μπορούσε να το δει αυτό. Αργότερα, την ίδια χρονιά ή την επόμενη, φωνάξαμε εθελοντές με μια ομάδα εδώ που υπήρχε, ένας καλός σύλλογος, η Κίνηση Πολιτών Ραχών Ικαρίας. Φωνάξαμε εθελοντές και πήγαμε και φτιάξαμε το μονοπάτι και του βάλαμε σήμανση και όλα αυτά και το αναδείξαμε, το φωτογραφίσαμε και το κάναμε, και το κυριότερο είναι ότι πιάσαμε φτυάρια και κουβάδες και την εκβαθύναμε τη λίμνη και την κάναμε όπως μπορούσαμε, όσο πιο βαθιά μπορούσε να γίνει ξανά, γιατί είχε γεμίσει άμμο. Και παρόλο που το 2010, που έγιναν εδώ κάτι πολύ μεγάλες πλημμύρες, ξαναγέμισε με μπάζα, ακόμα και τώρα ο κόσμος την, την απολαμβάνει, έτσι, και τους φαίνεται πολύ περίεργο αυτό το πράγμα. Εμείς, βέβαια, την είδαμε προτού γεμίσει τα μπάζα και είχαμε καθαρίσει. Τουλάχιστον για τρία-τέσσερα χρόνια ήτανε βαθιά και καθαρή. Την είχαμε δει και παγωμένη, το οποίο ήταν ένα φοβερό αξιοθέατο, δηλαδή ήταν σαν παγοδρόμιο. Στα 900 μέτρα, 980 μέτρα υψόμετρο το Σελίνι. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη ανακάλυψη μέσα σ’ αυτήν τη δραστηριότητα, το χόμπι μου, ας πούμε, η ορεινή λίμνη Σελίνι. Ε, τώρα, μεθαύριο, θα πάμε σε μια, θα κάνουμε μια εκδρομή με τον Ορειβατικό Σύλλογο, θα περάσουμε κάτω από τους μεγάλους γκρεμούς του Αθέρα, σε ένα σημείο που είναι πραγματικά ορθόγκρεμοι και είναι –όπως είπε ένας φίλος–, είναι τα «Μετέωρα της Ικαρίας». Θα κάνουμε μια εκδρομή να περάσουμε από εκεί. Προχθές που πήγα να κάνω μια κατόπτευση δεν μπόρεσα να τους θαυμάσω τόσο πολύ, γιατί έψαχνα να βρω τη διαδρομή, αλλά μεθαύριο θα το δούμε και θα κάτσουμε να το, θα κάτσουμε να τους περιεργαστούμε αυτούς, γιατί ήταν ένα πραγματικό εντυπωσιακό φυσικό αξιοθέατο. Είναι όπως είναι τα Μετέωρα, όρθιες βραχοεπιφάνειες πάνω από τη θάλασσα, και το μονοπάτι περνάει από κάτω. Ένα τοπίο πραγματικά απίστευτο, θα ήθελα πολύ να ήμουνα, ή εγώ να ήμουνα πολύ καλύτερος φωτογράφος ή να είχα μαζί μου έναν, συνέχεια έναν φωτογράφο. Δηλαδή είναι πράγματα τα οποία τα οποία αξίζει να τα βλέπει ο κόσμος, όχι τόσο για να τα επισκέπτεται, γιατί αυτά δεν μπορεί κανείς τώρα –η Ικαρία είναι ένα νησί–, αλλά αυτά τα τοπία που τα βλέπεις ότι υπάρχουν και είναι παρθένα δίνουν δύναμη στον άνθρωπο. Είναι τα τοπία τα οποία μεγάλωσαν οι πρόγονοί μας, είναι τα τοπία τα οποία έχουμε μέσα μας. Η σύγχρονη ζωή είναι μόνο εκατόν πενήντα ετών παλιά, η παλιά ζωή είναι πενήντα χιλιάδων χρόνων παλιά, και αυτές οι περιοχές μιλάνε στην ψυχή μας, γιατί είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε σε τέτοιες περιοχές. Ασχέτως αν ζούμε σήμερα σε έναν δομημένο και ρασιοναλιστικό χώρο, με τις ανέσεις και με όλα αυτά. Αυτές οι, αυτά τα τοπία –τα άγρια, όπως λέμε– είναι στην ψυχή μας.

Χ.Φ.:

Εσύ πώς νιώθεις, δηλαδή όταν περπατάς;

Ά.Κ.:

Εγώ νιώθω ανάταση! Είναι κάτι, είναι μερικές βυζαντινές αγιογραφίες –ειδικά της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, που λένε, δηλαδή του 1.300– που παρουσιάζουνε διάφορους [00:50:00]αγίους και προφήτες και έχουνε πάρα πολύ ωραία σκηνικά με βράχους και δέντρα, τα ρουμάνια που είπα πριν. Και είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι ασκητές και οι άγιοι, οι προφήτες, ειδικά ο Προφήτης Ηλίας, μέσα σ’ αυτό το τοπίο και όταν βλέπω αυτές τις αγιογραφίες βλέπω την Ικαρία, και καμιά φορά βλέπω τον εαυτό μου, χωρίς το φωτοστέφανο μάλλον! Νιώθω ανάταση. Νιώθω δύναμη. Παίρνω δύναμη. Μακάρι να με βαστάνε τα πόδια μου να μπορώ και ακόμα να το κάνω.

Χ.Φ.:

Μίλησες για έναν χάρτη. Έχεις βοηθήσει και εσύ στην έκδοση ενός χάρτη για το νησί, για τα μονοπάτια. Θέλεις να μου πεις λίγο γι’ αυτό;

Ά.Κ.:

Ναι, οι χάρτες, είναι ένα μεγάλο θέμα οι χάρτες. Οι χάρτες είναι ένα μεγάλο θέμα γιατί… εντάξει, βέβαια, φυσικά, πάντα χρειάζεται ένας χάρτης, ακόμα και μες στο μυαλό σου να έχεις ένα σχεδιάγραμμα. Σ’ αυτό το νησί το περίπλοκο, που είναι λαβυρινθώδες και μυστηριώδες και κρυφό, η χαρτογραφία είναι βασική, απόλυτα βασική προϋπόθεση. Όταν φτιάξαμε το πρώτο μονοπατάκι, που ξεκίναγε απ’ τον Αρμενιστή και πήγαινε στις Ράχες και τα λοιπά, είχαμε φτιάξει και ένα σχεδιάγραμμα για να μπει στην αρχή του μονοπατιού, έτσι, σαν ένα σκαρίφημα. Και το βλέπανε οι επισκέπτες και οι πεζοπόροι και το φωτογραφίζανε για να το κρατούνε και κάποια στιγμή ήρθε ένας φίλος και λέει: «Γιατί δεν το κάνεις έναν χάρτη», λέει, «ένα πρόχειρο πραγματάκι εκεί πέρα να το δίνεις, να έχουνε μια ενημέρωση οι άνθρωποι;». «Να το κάνω χάρτη;». Τέλος πάντων, το έκανα χάρτη. Δηλαδή το τύπωσα εκεί πέρα, έβαλα και το έφτιαξε και ένας φίλος σαν ζωγραφιά, το έκανε με ωραία σχεδιάκια, και το, και άρχισα να το μοιράζομαι. Και το, με τα λεφτά, πηγαίνανε για τα έξοδα. Αυτό έγινε το 2000 νομίζω. Και μετά άρχισαν να ζητάνε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Και βγήκε μετά ένας δεύτερος χάρτης, πιο καλός, πιο αυτό, είχε κι ένα κείμενο από πίσω. Και κάποια στιγμή, το 2008, άρχισαν να ζητάνε να γίνει πιο μεγάλος ο χάρτης, να πιάνει όλο το νησί, και εγώ τουλάχιστον, που είχα την πρωτοβουλία, είπα: «Δεν μπορώ, δεν γίνεται, γιατί πρέπει να τα φροντίζουμε όλα αυτά τα μονοπάτια και πώς θα γίνει και θα τρέχουμε από δω και από κει», και τότε έπεσε η ιδέα να γίνει ο Ορειβατικός Σύλλογος. Να έχουμε, δηλαδή μια παρέα πιο στενή, να ξέρουμε ποιοι είμαστε πάνω-κάτω, να τα κάνουμε αυτά λιγάκι πιο συστηματικά, να μην είναι σε σχεδιάκια και σκαριφήματα εκεί πέρα, να έχουμε μια πιο επίσημη ιδιότητα. Και έτσι έγινε. Αργότερα, βέβαια, εκείνη την εποχή περίπου, άρχισαν να βγαίνουν –δηλαδή το, απ’ το 2008 και μετά– άρχισαν να βγαίνουνε και κανονικοί πεζοπορικοί χάρτες από εταιρείες, όμως, εμπορικοί καθαρά, οπότε δεν ήταν τόσο αναγκαίο να φτιάξουμε έναν δικό μας χάρτη. Μακάρι να… θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και κάτι τέτοιο, αλλά ήδη φτιάχνανε οι εταιρείες χάρτες και σιγά-σιγά γινόντουσαν όλο και πιο καλοί. Και από ένα σημείο και μετά, όταν είδαμε ότι υπάρχει και μια πιο καλύτερη ευθύνη, δηλαδή δεν ήταν απλώς διάφορες τυχαίες γραμμές, γιατί ήταν άνθρωποι που ξέρανε και τα, και σχεδιάζανε τα μονοπάτια στους χάρτες, αρχίσαμε να τους βοηθάμε. Και έτσι είναι καλύτερα νομίζω. Πάντα υπάρχει ένα σχέδιο να έχουμε έναν δικό μας χάρτη, αλλά από σχέδια άλλο τίποτα! Εντάξει, δεν είμαστε και πολλοί. Το νησί δεν έχει πολύ κόσμο. Είμαστε λίγοι, αλλά λέοντες, αλλά λίγοι. Λέοντες, αλλά λίγοι. Κοίταξε να δεις ένα πράγμα τώρα, με ξεκίνημα από τα μονοπάτια και την πεζοπορία και την ορειβασία, γενικά μιλώντας, οι δραστηριότητες στο νησί για τους ανθρώπους που μένουνε χειμώνα-καλοκαίρι, εμάς που είμαστε μόνιμοι κάτοικοι, κάθε είδους δραστηριότητα που είναι έξω από το σπίτι είναι για εμάς εδώ πολύ σημαντική. Στην Ικαρία μένουμε –όπως είναι, το ξέρουνε όλοι– η περίφημη διάσπαρτη οίκηση, τα σπίτια είναι μακριά το ένα απ’ το άλλο… Αφορμή και ευκαιρία ζητάμε κάθε στιγμή και ώρα να βρεθούμε όλοι μαζί, σε [00:55:00]γιορτές, σε μαζώξεις, σε πολιτικές συγκεντρώσεις, σε αθλητικά γεγονότα. Μας αρέσει πάρα πολύ το μάζεμα και ακόμα καλύτερα όταν αυτό έχει και μία, ένα νόημα δημιουργικό. Έτσι έγινε, έτσι έγινε και με τα, με την πεζοπορία και την ορειβασία. Είναι κάτι ομαδικό αυτό το πράγμα. Θα μπορούσα εγώ, παραδείγματος χάρη τώρα, ή όπως άλλοι που ξέρω, να το κάνει κανείς μόνος του. Να πηγαίνει και να βλέπει και να κάνει και να δείχνει –είτε σαν άθληση είτε σαν φυσιολατρία– και το κάνουνε πολλοί. Αλλά εμάς μας αρέσει να το κάνουμε παρέα. Άλλοι κάνουνε αθλητισμό και ο αθλητισμός στο νησί είναι πάρα πολύ καλός, είτε είναι ποδόσφαιρο και τέτοια, είτε είναι στίβος, είτε είναι… Έχουμε θεατρικές ομάδες εξαιρετικές. Αυτό γίνεται και για την αξία της τέχνης, αλλά και γίνεται και για λόγους κοινωνικούς, για να βρισκόμαστε με έναν τρόπο δημιουργικό και παραγωγικό και να βγαίνει και ένα αποτέλεσμα. Η μουσική, που είναι τόσο σημαντική στο νησί μας, έχει κι αυτή αυτό το νόημα: κάνουμε κάτι ωραίο και είμαστε και παρέα. Αυτά έχουν μεγάλη σημασία. Και το κορυφαίο, βέβαια, απ’ όλα είναι τα πανηγύρια και οι γιορτές που κάνουμε, που έχουμε τρέλα και μανία μ’ αυτές, είμαστε πια, έχουμε γίνει –πώς να το πω;– διάσημοι γι’ αυτό το πράγμα, γιατί μας αρέσει να μαζευόμαστε. Ζούμε μοναχικά, δεν είμαστε γειτονιές, δεν είναι όπως σε άλλα μέρη που είναι η μία πόρτα απέναντι απ’ την άλλη και, πόσο μάλλον, δεν είμαστε πολυκατοικίες. Και θέλουμε πάντα μια αφορμή να βρισκόμαστε και, πόσο μάλλον, να κάνουμε κάτι δημιουργικό. Έτσι φτιάχνουμε την κοινότητα, που είναι ένα πολύ βασικό πράγμα για τη ζωή εδώ στο νησί η κοινότητα. Δεν είναι πια η παλιά κοινότητα, η αγροτική κοινότητα του 19ου αιώνα. Είναι σύγχρονη κοινότητα, με τους όρους τους σημερινούς, με τη συνθήκη τη σύγχρονη. Αλλά το δέσιμο το ψυχικό είναι πάντα το ίδιο, είναι το ζητούμενο. Κι όπως εμείς πηγαίνουμε στο βουνό και μετά από κάθε πεζοπορία έχει δημιουργηθεί ανάμεσά μας μια σχέση, ακόμα κι αν η πεζοπορία αυτή κρατήσει λίγες ώρες, υπάρχει μία άλλου είδους σχέση. Δεν είναι η σχέση που είδαμε κάποιον στο καφενείο και ήπιαμε έναν καφέ, είναι, έχουμε ζήσει, έχουμε μοιραστεί μια εμπειρία. Το ίδιο είναι στον αθλητισμό, με μια προπόνηση, με μία άσκηση. Το ίδιο είναι στο θέατρο, στη μουσική… Έτσι δένει μία κοινότητα και πολύ περισσότερο δένει σε ένα γλέντι, όταν πια οι άνθρωποι είναι πιο ελεύθεροι και διασκεδάζουν μαζί και περισσότερο σ’ εμάς εδώ που τα πανηγύρια τα διοργανώνουν οι σύλλογοι και όπως… είναι το τερπνόν μετά του ωφελίμου, δηλαδή βγαίνουν και χρήματα, τα οποία πηγαίνουνε σε κοινωφελείς σκοπούς. Τα έζησα εγώ αυτά τα πανηγύρια τα παλιά, είδα και τα μετά, πώς μετασχηματίστηκαν. Εντάξει, έχουν περάσει τα χρόνια, δεν μπορώ να πάω στα πολύ τρέλα γλέντια. Πηγαίνω πια στα πιο απόμερα, στα περισσότερο οικογενειακά, αλλά πάντα μου αρέσουν πάρα πολύ, γιατί συναντάω φίλους και γνωστούς από όλο το νησί, πίνουμε και τρώμε και χορεύουμε μαζί και περνάμε καλά, και μετά μπορεί να ξαναβρεθούμε μετά από δύο χρόνια και θα είναι σαν να ήτανε χθες.