Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Αν δεν δούλευα στο νοσοκομείο θα είχα πεθάνει τώρα»: Ο Κωνσταντίνος Μπουρουτζάκης μιλά για τα διάφορα επαγγέλματά του και την περιπέτεια της υγείας του
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία, παιδικά χρόνια και κτηνοτροφία
00:00:00 - 00:41:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Θα μου πεις το όνομά σου; Καλημέρα. Μπουρουτζάκης Κωνσταντίνος. Είναι Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023, είμαι με τον Κωνσταντίνο Μπ…Σήκω άλλαξε την τηλεόραση, σήκω», κατάλαβες; Πήγαινες εκεί και χτυπούσε. Δυο κανάλια, τρία. Αυτά ήταν, δεν είναι όπως είναι τώρα ας πούμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Βιοτεχνία και άλλες επαγγελματικές ασχολίες
00:41:52 - 00:50:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Και τα επόμενα χρόνια, αν δεν θες να προσθέσεις κάτι άλλο, ασχολήθηκες είπες με τη βιοτεχνία; Ναι, ασχολήθηκα με τη βιοτεχνία. Πάλι … πούμε, τι να πω τώρα; Τα παιδιά να σπουδάζουν κι εσύ να μην έχεις δουλειά; Τέλος πάντων, δόξα τω Θεώ, τα καταφέραμε μέχρι τώρα και αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το επάγγελμα του τραυματιοφορέα και η προσωπική περιπέτεια υγείας
00:50:28 - 01:15:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα πώς είναι το επάγγελμά σου; Σήμερα κάνω το πιο τρομακτικό αλλά και το πιο λειτουργικό επάγγελμα, βλέπω τον πόνο του άλλου, κάνω τον … ήταν πολύ δύσκολα, εντάξει; Παρ’ όλα αυτά, με ένα πείσμα, με ένα τέτοιο, με ψυχική δύναμη τα κατάφερα κι είμαι πολύ περήφανος για αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Απολογισμός, υγεία και στόχοι
01:15:48 - 01:19:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Και τι θα έκανες σήμερα διαφορετικά; Τίποτα! Για όλα αυτά που συζητάμε. Τίποτα! Τα ίδια θα ‘κανα πάλι. Κι αυτά που λένε: «Εγώ αν ή…Νιώθω τόσο ελαφρωμένη την καρδιά μου που ‘θα θελα να το ξανακάνω. Καλή επιτυχία στο έργο σας! Ευχαριστώ πολύ! Καλή συνέχεια! Να ‘σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα. Θα μου πεις το όνομά σου;
Καλημέρα. Μπουρουτζάκης Κωνσταντίνος.
Είναι Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023, είμαι με τον Κωνσταντίνο Μπουρουτζάκη στο Κιλκίς. Είμαι η Νικολέττα Μπουρουτζάκη, ερευνήτρια για το Istorima. Μπορείς να μου πεις λίγα λόγια για εσένα;
Ναι, θα σε πω. Γεννήθηκα εδώ στο Κιλκίς. H μητέρα μου είναι από τα Τρίκαλα, ο πατέρας μου από δω. Είμαι ο πρώτος γιος και μεγάλωσα στο χωριό Κάτω Απόστολοι, μέχρι που παντρεύτηκα και ήρθα στο Κιλκίς να μείνω. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μες στη δουλειά. Είχαμε πρόβατα, χωράφια. Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου δουλεύω στα χωράφια, στα πρόβατα, όπου υπήρχανε δουλειές του πατέρα μου. Από ηλικία 8-9 χρονών, 10 συνέχεια και σχολείο και πρόβατα και χωράφια. Τα πάντα για να επιβιώσουμε, αλλά τα χρόνια ήταν αγνά, ωραία, καλά. Δεν μας πείραζε. Μετά μεγαλώνοντας σταματήσαμε την κτηνοτροφία, ανοίξαμε βιοτεχνία και δουλεύαμε στη βιοτεχνία. Πήγε η μάνα μου έμαθε τη δουλειά σε μια γειτόνισσα, μετά συνεταιριστήκαμε. Πούλησε ο μπαμπάς μου τα πρόβατα, έκατσε κι αυτός στη μηχανή. Πήγαμε, ήρθαμε από… Πήγα, ήρθα από φαντάρος και έκατσα κι εγώ και δούλευα στη βιοτεχνία. Αυτά ήταν ας πούμε έτσι τα παιδικά χρόνια μέχρι τη στιγμή που παντρεύτηκα. Πήρα μια εξαιρετική γυναίκα, η οποία ήμασταν απ’ το ίδιο χωριό, κάναμε μαζί τρία εξαιρετικά παιδιά. Είχαμε δυσκολίες στη ζωή, δεν μπορώ να πω ότι ήταν όλα τέλεια, αλλά, δόξα τω Θεώ, παλεύουμε, παλέψαμε και θα παλεύουμε να τα καταφέρουμε, γιατί η ζωή θέλει θυσίες και να είσαι ενεργός.
Ωραία. Να το πάρουμε απ’ την αρχή;
Ναι, πείτε μου.
Ωραία. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για σένα ως παιδάκι; Πώς ήταν να μεγαλώνεις στο συγκεκριμένο χωριό;
Το να μεγαλώνεις στο συγκεκριμένο χωριό ήταν πολύ ευχάριστο, γιατί έχω όλες τις αναμνήσεις, τις καλές και τις κακές, από κει. Αν και κακές δεν υπάρχουν πολλές. Εμείς εκείνα τα χρόνια είχαμε καλά παιδικά χρόνια, αγνά. Παίζαμε στις αλάνες, παίζαμε εδώ. Δεν υπήρχαν κομπιούτερ. Ήμασταν ο ένας για τον άλλον, υπήρχαν οι φιλίες των παιδιών. Όπως είπα, είχε δουλειές αγροτικές, τις κάναμε κι αυτές. Γενικά ήταν πολύ ωραία παιδική ηλικία. Και στο σχολείο που πηγαίναμε πάλι τα ίδια.
Μπορείς να μου περιγράψεις μία τυπική μέρα στο χωριό, που εσύ προσπαθούσες να συνδυάσεις και το σχολείο και να πηγαίνεις στα ζώα μαζί με τον πατέρα σου;
Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Πάντα συνδύαζα το σχολείο και μετά το σχολείο διάβασμα και το απόγευμα στα ζώα. Σαββατοκύριακα πήγαινα και το πρωί για να μπορέσω να τον βοηθήσω, γιατί τον πατέρα σου άμα δεν βοηθήσεις ποιον θα βοηθήσεις; Αφού οικογένεια ήμασταν. Ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις και κάθε μέρα ήμουν εκεί να πούμε και… Εντάξει. Κι αυτό με ωφέλησε, γιατί έχω μάθει πράγματα που τα σημερινά παιδιά δεν τα ξέρουν. Δηλαδή και τώρα στο βουνό να με αφήσεις, μπορώ να κάνω… Να ζήσω εγώ, γιατί ξέρω την καλλιέργεια της γης, ξέρω τα ζώα. Ξέρω τα πάντα απ’ αυτά. Και μετά ας πούμε, 15-16 χρονών, ήρθα στο Λύκειο στο Κιλκίς. Δεν το συνέχισα να το βγάλω, γιατί πιο πολλά τα έξοδα παρά τα τέτοια. Και πήγα μετά να δουλέψω σε ζαχαροπλαστείο. Τα πρώτα ένσημα μου που έκανα ήταν σαν ζαχαροπλάστης. Δούλευα σε ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο εδώ στο Κιλκίς, ας μην πούμε το όνομα. Θα ήμουνα ο πρώτος μάστορας, αν καθόμουν, γιατί το αφεντικό μού έλεγε να καθίσω. Τότε παίρναμε θυμάμαι 40… Όχι, ψέματα! 35.000 δραχμές και τον είχα ζητήσει αύξηση, θυμάμαι, τον είπα 45.000 και με ‘χε δώσει 40.000 αυτός για να κάτσω κι εγώ δεν έκατσα, γιατί ήδη υπήρχε η βιοτεχνία και πήγα να δουλέψω μια οικογενειακή δουλειά. Μέχρι που κλείσαν κι οι βιοτεχνίες και η ζωή στα φέρνει μπούμερανγκ που λέει αυτό. Στον στρατό όταν πήγα, πήγα Ειδικές Δυνάμεις. Υπήρχαν δυσκολίες, πήγα και στην Κύπρο κάτω. Ήμουν ΕΛΔΥΚ, το ‘βγαλα. Όταν πήγα να απολυθώ ο Διοικητής ήθελε να με κρατήσει μου είπε να γίνω ΕΠ.ΟΠ και σιγά σιγά να γίνω μόνιμος, αλλά εκείνα τα μυαλά που είχαμε τότε με τα τωρινά… Φυσικά δεν ξέρουμε και το μετά, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, έτσι; Με κείνη την εποχή λέω: «Ποιος κάθεται τώρα; Πάλι ξανά τα ίδια;». Γιατί πέρασα δύσκολα στον στρατό και λέω: «Εντάξει», λέω «θα πάω να δουλέψω στη βιοτεχνία». Ώσπου ήρθε μια μέρα που σταματήσαν κι οι βιοτεχνίες. Σταματήσαν όλα και το ‘πιασα ξανά απ’ την αρχή. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Τι ξέρω να κάνω; Πρόβατα! Έκανα πρόβατα. Απ’ το πρωί από τις 05:00 η ώρα μέχρι τις 00:00 το βράδυ ήμουν στα πρόβατα. Αυτό κράτησε πέντε χρόνια. Τα παιδιά μου πώς μεγάλωσαν δεν τα θυμάμαι. Τα ‘βλεπα το πρωί που έφευγα που κοιμόταν και το βράδυ που πήγαινα, πάλι που κοιμόταν. Ήμουν συνέχεια μες στα ζώα. Επαφή με τον κόσμο τίποτα, εκεί μόνο με το χωριό. Και απαλλάχτηκα απ’ αυτά. Λέω αυτήν τη λέξη, γιατί ήταν τόσο δύσκολα, όταν σας λέω ότι δεν μπορούσα να δω τα παιδιά μου φτάνει, αυτό μόνο φτάνει. Και ήταν μεροδούλι-μεροφάι, μη νομίζεις ότι είχε κάποιο κέρδος, ξέρω ‘γώ τι. Άμα σε αρρωσταίνανε, όπως… Ο πατέρας μου… Ήμουν εγώ κι ο πατέρας μου. Αυτός τα βοσκούσε στη βοσκή και βρήκε ένα ζώο, μία προβατίνα κάποιου αλλουνού, δεν είχε ούτε σκουλαρίκι ούτε τίποτα. Ήρθε μες στο κοπάδι, ψάξαμε, ρωτήσαμε τους βοσκούς, τους γύρω γύρω τους κτηνοτρόφους: «Ποιανού είναι η προβατίνα; Ποιανού είναι η προβατίνα;». Κανενός δεν ήταν και την κράτησε εκεί στο κοπάδι μέσα κι όταν δώσαμε στον κρεοπώλη τα παλιά τα πρόβατα, τα γέρικα, έδωσα κι αυτό, αλλά επειδή κρατάν τα κεφάλια για να τα πάνε για να δούνε για τις… Να μην έχει καμιά αρρώστια, τη βρήκαν ότι είχε σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια. Αυτό το συγκεκριμένο, κανένα άλλο και με βάλαν τα πρόβατα σε καραντίνα. Είχα γύρω στα 270 πρόβατα, που αν τα πουλούσα αυτά θα κάναν γύρω στις 30.000 δραχμές. Μου τα κάψανε τα πρόβατα όλα και μου δώσαν μόνο 13.000 ευρώ. Αμέσως αμέσως η ζημιά ήρθε. Τέλος πάντων, δεν το ‘βαλα κάτω. Δε το ‘βαλα κάτω, ψαχνόμουν εγώ συνέχεια, εκεί στο χωριό ψαχνόμουν. Υπήρχε κάποιος τυροκόμος. Ήρθε, με λέει: «Έλα μαζί να κάνουμε αυτό». Με είδε ότι ήμουν δουλευταράς, δραστήριος. Πήγα μαζί του κι εγώ. Αν θυμάμαι καλά το 2009, είχε στρωμένη επιχείρηση. Με το που ξεκινάμε πέφτει η κρίση. Στην Ελλάδα εδώ πέρα, όπως όλες οι επιχειρήσεις, καταστραφήκαν. Έτσι κι εμείς δίναμε πράγματα και δεν παίρναμε λεφτά. Δίναμε, δεν παίρναμε, το κλείσαμε κι αυτό. Τι να λέμε τώρα; Εντάξει. Για αυτό σου λέω, υπήρχαν δυσκολίες, αλλά ποτές δεν το ‘βαλα κάτω. Έψαχνα να βρω δουλειά, έψαχνα να βρω δουλειά, άγχος, κακό. Απ’ το άγχος το πολύ κι αυτό που ψάχνεις, αρχίσαν τα προβλήματα υγείας, γιατί τα παίρνεις μέσα σου και κάνεις. Μου βγήκε από το άγχος η ψωρίαση. Δεν ήξερα τι είναι, λέω: «Τι έπαθε το δέρμα μου;», από δω, από εκεί, ξέρω ‘γώ τι. Πήγα σε γιατρούς, μου είπαν ότι είναι από το άγχος. Εντάξει, κληρονομικό δεν είχαμε κανένας τίποτα και ντρεπόμουνα να βγω έξω. Ενώ έβλεπα και σε άλλους, σε πολύ κόσμο αυτό το πράγμα, εμένα με πείραζε και κλείστηκα στον εαυτό μου. Τελικά, πήγα δούλεψα στην Πέλλα. Πήγαινα… Απ’ το Κιλκίς πήγαινα στην Πέλλα κάθε μέρα και δούλευα στην αρχαιολογία για εννιά-δέκα μήνες. Δούλεψα στον Δήμο στο Κιλκίς. Ταμείο ανεργίας δεν μπορούσα να βγω ποτές[00:10:00], γιατί δεν είχα κλείσει οχτώ μήνες κι οχτώ μήνες απ’ τον άλλον χρόνο, κάπως έτσι, αν θυμάμαι καλά, ήταν. Κι όταν έμεινα χωρίς δουλειά δεν είχα και λεφτά. Και μετά πιάστηκα στα μακαρόνια, εδώ στο Σταυροχώρι σε ένα εργοστάσιο, δούλευα για τρία χρόνια εκεί. Κι έγινε μια σύμβαση μέσω ΑΣΕΠ, με είχε κάνει η γυναίκα μου σαν τραυματιοφορέας στο Νοσοκομείο του Κιλκίς και με πήρανε. Και πήγα εκεί. Ήτανε για δύο χρόνια, έγινε ακόμα μια ανανέωση τρία χρόνια και μέσα σ’ αυτό το τριετές και ευτυχώς, για αυτό λένε όλα για κάποιον λόγο γίνονται κι όλα έχουν τον σκοπό τους, από το άγχος κι αυτά όλα που με χτύπησε, ενώ εντάξει, είχα δουλειά, έκανα… Ήμουν πιο χαλαρός, με χτύπησε στην… Έπαθα έμφραγμα. Είχα εγώ κάτι τσουξίματα, είχα κάτι τέτοια στο στήθος, αλλά δεν καταλάβαινα. Επειδή σήκωνα βάρη, νόμιζα είναι μυϊκός ο πόνος. Και με πιάνει μια μέρα, ένα βράδυ, άσπρισα, ίδρωσα, ξέρω ‘γώ τι… Στο νοσοκομείο έκανα εξετάσεις, όλα ήταν καλά. Για να βρουν την πάθηση, πρέπει εκείνη την ώρα που σε πιάνει να κάνεις καρδιογράφημα και να στο δείξει, αλλιώς δεν σε δείχνει τίποτα. Οι εξετάσεις μου ήταν πεντακάθαρες. Αφού τα βλέπανε οι γιατροί και λέγαν… Ανέβαζα λίγο πίεση αλλά όταν κινούμουνα, όταν καθόμουνα ήταν κανονική πίεση. Τέλος πάντων, με ‘πιασε ένα βράδυ που ‘χα σχολάσει απ’ τη δουλειά εδώ στο σπίτι. Άσπρισα και ίδρωσα. Λέω: «Αυτό…». Επειδή τα ήξερα και τα κουβαλούσα, γιατί όπως είπα δούλευα στο νοσοκομείο και λέω τη γυναίκα, λέω: «Γυναίκα, πάω στο νοσοκομείο». Μου λέει: «Να ‘ρθω κι εγώ». Λέω: «Δεν περιμένω ούτε να ντυθείς ούτε τίποτα. Αυτό που έχω», λέω, «είναι καρδιά». Πήγα στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητο, είναι κοντά, που δεν έπρεπε να πάω με το αυτοκίνητο, αλλά άμα δεν έκανα και γρήγορα δεν θα προλάβαινα αυτό που πρόλαβα τώρα και θα σας πω παρακάτω. Πήγα στο νοσοκομείο, άφησα το αυτοκίνητο με τα κλειδιά επάνω. Δεν τα πήρα τα κλειδιά, λες και το ‘ξερα, πήγα μέσα, εκεί όλοι οι δικοί μου με ξέραν. «Τι έπαθες; Τι έπαθες;». Με βάζουν κάτω με κάνουν καρδιογράφημα και ξαφνικά βρέθηκα σ’ ένα φορείο πάνω. Εκεί που κουβαλούσα εγώ τους ασθενείς με κουβαλούσαν εμένα. Εγώ είχα τις αισθήσεις, τα ‘χα κανονικά, λέω: «Αμάν», λέω, «παιδιά», λέω, «τι γίνεται;». Με πάνε πάνω στην Καρδιολογική. Και τώρα εγώ κοιτάω, αν με βάζαν σε δωμάτιο μέσα ήταν κάτι ελαφρύ, αλλά όταν με βάλαν μες στη μονάδα, λέω: «Ωπ! Κάτι τρέχει εδώ». Οι νοσοκόμες όλες φίλες, γνωστές ρωτούσα: «Τι γίνεται, ρε παιδιά; Τι λέει να πούμε;». Προσπαθούσαν να με κάνουν πλάκα, να ξεχαστώ, να κάνω. Μου φέρνει η άλλη τον απινιδωτή δίπλα, λέω: «Τι είναι αυτό, ρε συ; Γιατί το ‘φερες;». Μου λέει: «Σε όλους αυτό φέρνουμε». Της λέω: «Πας καλά; Εγώ πού είμαι; Δεν είμαι εδώ μέσα; Ξέρω πότε το φέρνετε αυτό», λέω, «και πότε δεν το φέρνετε». Και λέει: «Δεν μπορώ να σε πω», λέει, «πες στον γιατρό». Με λέει ο γιατρός: «Μην κουνιέσαι», μου λέει, «Κώστα, είσαι σοβαρά. Να δούμε αν μπορούμε να σε ξεβουλώσουμε». Με ‘κανε θρομβόλυση, δεν ξεβούλωνα. Ήταν η κεντρική αρτηρία 100% βουλωμένη. Πήρε τηλέφωνο στη Θεσσαλονίκη, πήγα στο… Να με στείλει διακομιδή στο Παπαγεωργίου και έφυγα 01:00 η ώρα το βράδυ; Θα σας γελάσω, δεν… Είχα πάει 22:15, κατά τις 1 παρά, αφού δεν μπορούσε να με ξεβουλώσει, με έστειλε κάτω Παπαγεωργίου. 06:10 το πρωί, τότε με κάναν stent. Μπαλονάκι με κάναν και τότε συνήλθα απ’ τον πόνο, γιατί ο πόνος απ’ το στήθος προχώρησε. Ήταν μέχρι τη φλέβα του αριστερού μου χεριού και με ‘τσουζαν οι φλέβες μέσα. Με το που μου κάνανε το μπαλονάκι, τότε ξανακυκλοφόρησε το αίμα. Γιατί σας τα λέω όλα αυτά και πού ήθελα να καταλήξω; Και το θέμα πώς όλα είναι γραμμένα αυτά που θα γίνουν; Κι αν δούλευα στα μακαρόνια, εγώ ούτε ασπιρίνη δεν έπαιρνα. Τέτοιους πόνους θα τους είχα, «θα περάσει, θα περάσει!», αλλά δεν θα περνούσε. Θα γινόταν τα πράγματα χειρότερα και δεν ήξερα αν προλάβαινα να… Αυτήν τη στιγμή να σας λέω αυτά που σας λέω. Πήγα γρήγορα στο νοσοκομείο κι ο γιατρός που με παρακολουθεί απέξω με είπε ότι… Όντως περπατάω τώρα, κάνω, έχω κόψει το τσιγάρο, δεν καπνίζω, είναι μεγάλο προσόν αυτό, και με εξέταζε, με εξέταζε. Κάθε φορά, ανά τρεις μήνες που με έκανε εξετάσεις, όλο είμαι και καλύτερα. Αρχίζει η καρδιά αιματώνεται εκεί που δεν αιματωνόταν και τέτοια, εντάξει, ωραία. Αν δεν δούλευα στο νοσοκομείο θα είχα πεθάνει τώρα. Για αυτό σας λέω ότι όλα για κάποιον λόγο γίνονται. Τώρα το κατάλαβα, έχει αλλάξει η ζωή μου. Δεν κάνω πράγματα που έκανα πιο μπροστά. Εντάξει, δεν έκανα καταχρήσεις και τέτοια, εκτός το τσιγάρο, αλλά έβγαινα έξω το βράδυ, γυρνούσα από δω, από κει τώρα. Τώρα αυτά κοπήκαν. 21:30-22:00 μπορώ να σου πω είμαι και στο κρεβάτι. Ξυπνάω το πρωί νωρίς, σηκώνομαι γυμνάζομαι. Περπατάω. Όταν λέω γυμνάζομαι περπατάω. Παραπάνω δεν μπορώ να κάνω κάτι. Πάω στη δουλειά μου, με ‘χουν βάλει σε ένα ελαφρύ πόστο και αυτά. Άλλο κάτι;
Ωραία. Θα ήθελα όλες αυτές τις πληροφορίες που έχω πάρει να κάνω κάποιες επιπλέον ερωτήσεις για να μάθουμε και για την υγεία αλλά και για τα τόσα επαγγέλματα που ανέφερες, οπότε έχεις γνώσεις. Θα ήθελα να ρωτήσω, αρχικά, σαν παιδάκι τι δουλειές μπορούσες να κάνεις μαζί με τον μπαμπά σου; Από τι δουλειές ξεκίνησες την κτηνοτροφία;
Ξεκίνησα από το να χτυπάω τα πρόβατα να περάσουν στη στρούγκα που λέμε, για να αρμεχτούνε.
Πώς λέγεται αυτό;
Κουτάρα το λένε. Λοιπόν, αναλόγως και την προφορά. Τώρα εμείς εκεί είμαστε Θρακιώτες. Το λέμε… Με ‘λεγε ο μπαμπάς μου: «Έλα να χαϊντίσεις τα πρόβατα». Άμα στο πω «χαϊντίσεις» δεν θα το καταλάβεις. Ή «έλα να βαρέσεις κουτάρα». Την κουτάρα τη λένε στα Τρίκαλα. Με λίγα λόγια, χτυπάς τα πρόβατα από πίσω να περάσουν για να τα αρμέξεις, να περάσουν από κει που αρμέγουν. Αλλά εντάξει, σε κάθε τόπο και σε κάθε τέτοιο υπάρχει μια διάλεκτος, που τώρα εντάξει, δεν μπορείς να την καταλάβεις. Λοιπόν…
Τι άλλο;
Τι άλλο έκανα με τον μπαμπά μου; Τα ταΐζαμε, τα ποτίζαμε. Ποτίζαμε τα τριφύλλια, μαζεύαμε τις μπάλες. Εγώ σαν μικρός καθόμουν στο τιμόνι και οδηγούσα ευθεία το τρακτέρ για να πάει, ξέρω ‘γώ τι, να τα φορτώσουν οι άλλοι. Μετά όσο μεγάλωνα έμαθα οδηγούσα το τρακτέρ. Μπορούσα και φόρτωνα τις μπάλες, γιατί είμαι… Ήμουν και δυναμικό παιδί. Πότιζα μόνος μου, τα βράδια πήγαινα… Και όχι με ρεύμα και με τέτοια όπως είναι τώρα. Υπήρχε το μαλκότσι, το λεγόμενο μαλκότσι. Έπαιρνε μπρος με μανιβέλα.
Τι είναι αυτό;
Είναι εργαλείο ποτίσματος. Τραβάει το νερό από το κεντρόφυγκα. Το βάζεις μπρος κι έχει με λουριά. Ξες πόσοι έχουν κόψει τα δάχτυλά τους στα λουριά; Πολλοί. Λοιπόν, με τη μανιβέλα το βάζαμε μπρος και ποτίζαμε. Παιδάκι μικρό ήμουν, 12-13 χρονών, και ήμουν κάτω στα χωράφια βράδυ να ποτίζει, μόνος. Ή και στα πρόβατα, βοσκούσα τα πρόβατα! Κι είχα τα σκυλιά πάντα συντροφιά μαζί μου, γιατί φοβόμουνα. Γιατί εντάξει, παιδάκι ήμουν ξέρω ‘γώ τι. Είχε λύκους, είχε το ένα, είχε το άλλο. Ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε, είχαμε και γελάδες, κατάλαβες; Γιατί οι γελάδες είναι… Κι αυτές θέλουν άρμεγμα. Με τη μάνα μου όλη μέρα μαζί γινόταν χαμός. Δεν προλάβαινες να κάνεις τίποτα. Όλη μέρα με τα παλιά τα ρούχα, τίποτα άλλο. Και άσε αυτό. Μετά όταν μεγάλωσα, πήγα 15-16 χρονών, πήγαινα και στις οικοδομές, μπετονιέρα. Καθόμουν στην μπετονιέρα, έπαιρνα μεροκάματο.
Ωραία. Για να τελειώσουμε λίγο με την κτηνοτροφία, εσύ δηλαδή από πόσων χρονών ασχολήθηκες;
Από τότε που γεννήθηκα θυμάμαι μες στα πρόβατα, μέχρι 15-16 χρονών που τα σταματήσαμε και κάναμε τη βιοτεχνία. Μέχρι τότε. Ας πούμε αυτά τα χρόνια ήμουν συνέχεια μέσα, με χωράφια και κτηνοτροφίες.
Είπες ότι κουβαλούσες μπάλες;
Μπάλες είναι τα δεμάτια αυτά που τα κάνει η πρέσα για να ταΐσουμε τα πρόβατα τον χειμώνα. Αποθηκεύαμε μπάλες, έτσι τα λένε, τώρα δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη ονομασία. Αποθηκεύαμε τροφές για τον χειμώνα, γιατί δεν τις βρίσκεις. Είναι πιο ακριβά, για λόγους οικονομίας και τέτοια. Ό,τι μαζέψεις το καλοκαίρι για να φάνε τον χειμώνα. Το καλοκαίρι τρώνε τα ζώα έξω. Τον χειμώνα πού θα βγούνε να φάνε; Αυτό.
Οπότε με τι τα σιτίζατε; Τι τρώγανε;
Κάναμε γιαρμά. Πηγαίναμε στον[00:20:00] μύλο και κάναμε γιαρμά. Είναι κριθάρι, σιτάρι, καλαμπόκι. Ένα τέτοιο παίρναμε, γιαρμά. Τρώγαν το τριφυλλάκι τους, τρώγαν την ξερή τροφή για να χωνεύουν. Το σάλμα το τρώνε για να χωνεύουν το πράσινο. Κατάλαβες; Το πράσινο πέφτει βαρύ. Δεν τρως μερικές φορές πράσινο και λες: «Με πείραξε το πράσινο και με ‘κανε»; Εάν φας και λίγο ξερό θα είσαι μια χαρά. Έτσι να κάνουμε και λίγο χιούμορ.
Ok. Και άρα, αυτές ήταν γνώσεις εσύ που τις είχες από μικρός για τα ζώα;
Ναι! Από αυτά κοίταξε, κάθε μέρα μες στα ζώα με το που έβλεπα το ζώο, βάσει του μπαμπά μου φυσικά, έτσι; Ήξερα ότι αυτό σηκώθηκε η τρίχα του, έχει πυρετό. Κατάλαβες; Έτσι τα λέγανε. Ας πούμε κι όχι μόνο αυτό, και τις καιρικές συνθήκες. Όταν βγαίναμε έξω και θα χαλούσε ο καιρός, θα φυσήξει αέρας, τα πρόβατα πηδούσαν. Αρχίζαν χορεύαν. Έλεγε ο μπαμπάς μου: «Θα χαλάσει ο καιρός». Όταν τραβούσαν ας πούμε να πάνε στο μαντρί γρήγορα, δεν βοσκούσαν, έλεγε: «Θα βρέξει». Αλλά τώρα δεν τα θυμάμαι καλά, αλλά κάπως έτσι. Ή το ένα ή το άλλο. Δηλαδή με τις… Με αυτά που κάναν τα ζώα ήξερε ο άλλος τι καιρό θα κάνει. Κι όντως έπιανε. Είναι πιο καλό απ’ τον μετεωρολόγο. Αυτά εντάξει, τώρα… Μα για αυτό σου λέω, μαθαίνεις τα πάντα. Άμα είναι άρρωστο το ζώο, το ξέρεις ας πούμε, το βλέπεις έτσι… Ξέρεις τι θέλει. Θέλει κείνη την ένεση, θέλει την άλλη. Ναι, γίνεσαι και γιατρός στα ζώα. Και πάντα πετυχαίνει, ξέρεις.
Μόνοι σας τα κάνατε άρα τα ιατρικά.
Για να ‘ρθει γιατρός εκεί πέρα έπρεπε να ‘ταν… Να ‘χε τρελαθεί κανένα, να κάνει κανένα… Ξέρω ‘γώ να κάνει κάποιαν εγχείρηση, αλλιώς τα υπόλοιπα μόνοι μας. Τα ξέραν αυτοί. Ο παππούς μου είχε πρόβατα, ο μπαμπάς μου είχε πρόβατα. Αυτοί ήταν όλοι μες στα πρόβατα. Ξέραν κατευθείαν τι θέλουν και τι δεν θέλουν. Αφού μαζεύαν και… Θυμάμαι πηγαίναν πάνω στα βουνά και μαζεύαν κάτι φάρμακα, για να είναι καλά το κοπάδι, ξέρω ‘γώ τι, κι όταν κάνανε γιαρμά τον ρίχναν κιόλας μια κάρπη… Σκάρπη. Σκάρπη το λέγαν. Δηλαδή θεράπευε τις ασθένειες. Το βάζαμε στον γιαρμά, το τρώγαν τα πρόβατα και παίρναν τα πάνω τους.
Ωραία. Και μια μέρα είπες εσύ πως θα μπορούσες και τα βράδια να πας να βοσκήσει τα πρόβατα;
Ναι, πες μου.
Θυμάσαι τι μυρωδιές, τι εικόνες, τι σου έχει μείνει;
Απ’ τα πρόβατα; Κατ’ αρχήν, όταν βοσκούσαν τα πρόβατα έξω στη βροχή τα λουλούδια απ’ τα χορτάρια που κόβαν, φέρναν μία ευωδία άλλο πράμα. Και στα πρόβατα, να σου πω κι ένα άλλο τώρα, όταν βάζουν κουδουνάκια τα πρόβατα, αυτό δεν το ‘ξερα κι εγώ, μου ‘χε πει ο μπαμπάς μου, γιατί … «Να πάρουμε», λέει, «κουδούνια για τα πρόβατα». «Να πάρεις», με έλεγε, «το νούμερο 1, το 2, το 3, το 4». Και τον είχα ρωτήσει: «Γιατί, ρε μπαμπά, δεν τα παίρνεις όλα;». «Όταν βοσκάνε», λέει, «να κάνει… Το ένα ας πούμε είναι πιο ψιλό, το άλλο πιο χοντρό, να κάνουν μελωδία και να ξεσυνερίζονται δηλαδή το ένα με το άλλο να βοσκάν πιο πολύ». Αν ακούσεις ένα κοπάδι με κουδούνια σού βγάζει μια… Το τίκι τίκι τίκι κείνο, τίκι τίκι τίκι το άλλο, ένα ψιλό, ένα χοντρό, και βγάζουν μια μελωδία όλα αυτά. Όλα παίζουν… Όλα έχουν τα τέτοια τους και είναι και… Το στολίζουν ας πούμε τα κριάρια. Τα κριάρια, τα αρσενικά τα πρόβατα, τα στολίζαμε με γαλάζιες χάντρες, ξέρω ‘γώ τι, και πάντα βάζαν ένα χελωνάκι μικρό μπροστά εδώ πέρα για το μάτι. Να μην τα ματιάζουν, κατάλαβες; Είχαν πολλά τέτοια να πούμε, εντάξει. Έτσι σκεφτόνταν οι παλιοί, έτσι κάνανε. Εντάξει;
Τι άλλη περιποίηση χρειαζόταν;
Τα ζώα; Καθαριότητα πάντα, να είναι στεγνά εκεί που θα κοιμηθούν. Τον χειμώνα τα στρώνουμε άχυρο κάτω να είναι ξερά, να μην κοιμούνται μες στις λάσπες και τέτοια. Θέλαν κούρεμα και τα εμβόλιά τους. Όταν άλλαζε η εποχή, ας πούμε από φθινόπωρο και μπαίναμε σε χειμώνα, τα κάναν εμβόλιο, ένα επιδερμικό. Από χειμώνα που τρώγαν ξερή τροφή για να βγουν στο πράσινο τα κάναν ένα άλλο, στρουμπάρα το λέγαν. Άμα δεν το ‘κανες αυτό, ξέρω ‘γώ τι, αυτά εκεί που βοσκούσαν, ειδικά τα τέτοια, άφριζαν και ψοφούσαν.
Ναι.
Μου ‘χε τύχει μια τέτοια φάση να πούμε, άργησα να πάρω το εμβόλιο. Είχα κάτι αρνάκια, μεγάλωσαν γύρω στα δεκαεφτά κομμάτια και δεν τα πρόλαβα και βγήκαν έξω στο πράσινο, φάγαν και όλα πέθαναν. Ναι. Εκείνα το θυμάμαι ακόμα και ακόμα τα στεναχωριέμαι, ήταν τόσο καλά που από μια χαζομάρα ας πούμε μπορούσες να χάσεις… Μια χαζομάρα… Όταν υπάρχει οικονομική κρίση και δεν μπορείς να πάρεις τα φάρμακα και ζορίζεσαι δεξιά και αριστερά και περιμένεις τον γαλατά να σε πληρώσει και να σε κάνει, γιατί και οι γαλατάδες κι αυτοί οι έμποροι εκμεταλλεύονται πάντα τον πιο κάτω. Αν δεν βρεις καλό αφεντικό να δίνεις το γάλα και δεν σε πληρώνει, άρα μένεις κι εσύ από χρήμα, απ’ την πηγή ενέργειας. Από κει ξεκινάς. Και τα ζώα εσύ να μην έχεις να φας, αυτά πρέπει να φάνε. Αυτά είναι ζώα, πρέπει να φάνε. Εσύ ας μην έχεις να φας. Αυτά απ’ την κτηνοτροφία. Με λίγα λόγια, είναι μία δουλειά που αυτοί που την κάνουν τους λυπάμαι. Δηλαδή είναι τόσο κουραστική. Τώρα που έχω φτάσει σ’ αυτό το σημείο και προσφέρω άλλη δουλειά μες στο νοσοκομείο, γιατί κι αυτό είναι λειτούργημα. Μεγάλο λειτούργημά, έτσι; Γιατί το ‘ζησα και μες στον Covid και μέσα σ’ αυτά. θα σου πω κι σ’ αυτά, σιγά σιγά, μη βιαζόμαστε, απλώς τώρα το ανέφερα. Αυτά. Η κτηνοτροφία είναι δύσκολη, γενικά η γεωργία.
Αν δεν σε πειράζει θα ήθελα να ρωτήσω και για όταν παίρνατε το γάλα από τα ζώα. Πώς λέγεται αυτή η διαδικασία και πώς συμβαίνει;
Πώς συμβαίνει… Είναι το άρμεγμα, αρμέγεις τα πρόβατα. Τώρα τελευταία είχα και αρμεκτήρια, που έχω και τα αρμεκτήρια. Μπαίνουν τα πρόβατα σε μια παγίδα λέγεται, τρώνε, ενώ τρώνε αρμέγονται κιόλας. Τρώνε πιο εύκολα. Ενώ τρώνε… Και το γάλα πάει κατευθείαν μες στην παγολεκάνη. Με σωλήνες τρέχει στην παγολεκάνη, έρχεται το βυτίο, παίρνει το γάλα, όλα μια χαρά.
Παλαιότερα;
Παλιότερα υπήρχαν τα γκιούμια. Αρμέγαμε με τα χέρια, τα στραγγίζαμε. στραγγίζαμε το γάλα με στραγγιστήρι με στραγγιστάρι, διπλές τσαντίλες. Το στραγγίζαμε, το βάζαμε εκεί στο γκιούμι λεγόταν και το πηγαίναμε στο σπίτι στη δροσιά, να μην το δει ο ήλιος, να ‘ρθει ο γαλατάς το πρωί να το πάρει κι αυτός με γκιούμια. Άλλα ξίνιζαν, αλλά κάναν. Τι να σε πω; Εντάξει, είχε άλλη διαδικασία. Ενώ στην παγολεκάνη υπάρχει το ρεύμα και το ψύγει κατευθείαν. Το κρυώνει το γάλα και το γυρνάει και το ανακατεύει για να μην… Γιατί άμα κάτσει πιάνει κορυφές και τέτοια να πούμε. Κατάλαβες; Μπορεί να πήξει, να χαλάσει, να γίνει κομμάτια.
Χανόταν δηλαδή μεγάλες ποσότητες γάλακτος;
Όχι, δεν χάνονταν τίποτα, κανονικά, αλλά απλώς ξίνιζε το γάλα κι αυτοί το κάναν… Αν ήταν ξινό το κάναν άλλο. Το κάναν ας πούμε τυρί, το κάναν κάτι άλλο. Δεν ξέρω τώρα τι κάναν αυτοί, απλώς θέλω να σου πω ότι ήταν με… Φόρτωσε τα γκιούμια. Τώρα είναι πιο εύκολα όλα. Υπάρχουν τα μηχανήματα, «τακ», πάει μέσα στη λεκάνη. Τότε παλιά, άντε βάλτο στο γκιούμι, φερ’ το στο χωριό, γιατί ήμασταν έξω, ή… Παλιά τα ‘χαμε τα πρόβατα μέσα, μέσα στο χωριό. Στις αποθήκες εκεί που έχουμε τώρα στο σπίτι ήταν μαντριά παλιά. Μιλάμε για χρόνια πίσω, έτσι; Γενικά ήταν μια δύσκολη δουλειά και δεν σε συμβουλεύω να την κάνεις ούτε εσύ ούτε κανένας άλλος. Αλλά χρειάζονται κάποιος να τα κάνει αυτά για να μπορεί να επιβιώσει ο κόσμος, χωρίς αυτά δεν γίνεται.
Εσείς κάνατε προϊόντα απ’ το γάλα–
Βέβαια–
Που παίρνατε;
Βέβαια, ναι! Κάναμε. Κι ο παππούς μου ήταν καλοί μάστορες στο τυρί, κάναν τυρί, και θυμάμαι… Τώρα τώρα τι μου θύμισες; Περίμενε. Έτσι με την κουβέντα να ανοίγεσαι, γιατί ναι… Και κάναμε τυρί και μας κάναν και παραγγελίες για το τυρί και ερχόταν και παίρναν τυρί να πούμε. Ήταν τόσο καλό, τόσο νόστιμο. Και θυμάμαι μια χρονιά, τότε με το Τσέρνομπιλ, με τη Ρωσία που είχε γίνει, ένα εργοστάσιο εκεί που έκανε, είχαμε κάνει γύρω στους τριάντα, τριάντα δοχεία τυρί, και ήρθε μια διαταγή να πεταχτούν όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα, γιατί λόγω του βοσκούσαν τα πρόβατα και το τυρί θα είχε ραδιενέργεια. Και θυμάμαι είχαμε γύρω στους δεκαπέντε τενεκέδες, εικοσάκιλοι ήταν; Δεκαεφτάκιλοι ήταν; Θα σε γελάσω. Και έπρεπε να τα πετάξουμε. Εγώ δεν έτρωγα τυρί, τίποτα, αλλά ο μπαμπάς μου δεν τα πέταξε με τίποτα. «Τέτοιο τυρί», θυμάμαι έλεγε, «να το πετάξω; Δεν πάει να ‘χει ό,τι θέλει!». Κι έτρωγε. Ήταν ο μοναδικός που έτρωγε απ’ το τυρί, δεν έπαθε τίποτα. Ναι, τι να πάθει;
Ok.
Ναι, αυτά.
Υπάρχουν διαφορές στο άρμεγμα ανάλογα με την εποχή;
Βέβαια υπάρχουν διαφορές. Όταν πουλάς στον χασάπη τα αρνάκια μετά πρέπει τα πρόβατα να τα αρμέγεις τρεις φορές την ημέρα, γιατί έχουν γάλα κι είναι η μέρα παραγωγής, για να βγάλεις γάλα. Γιατί ό,τι είναι το γάλα είναι, έτσι; Τα αρμέγεις τρεις φορές. Τα αρμέγεις το πρωί μια στις 06:00 η ώρα, μία το μεσημέρι, τι ώρα θα τα αρμέξεις, 14:00-15:00 ξέρω ‘γώ τι και το βράδυ. Για αυτό σου λέω, έφευγα το πρωί κι ερχόμουν 00:00 η ώρα το βράδυ. Αυτό γίνεται μέχρι το Πάσχα, γιατί κάθε άνοιξη απολούσαμε τα αρσενικά μες στα θηλυκά για να ζευγαρώσουν. Τέτοιον καιρό όπως είναι τώρα, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, άρχιζαν γεννιόταν, Νοέμβριος ξέρω ‘γώ τι. Γιατί δεν θυμάμαι τώρα πόσους μήνες κάνει η προβατίνα να γεννήσει. Τέσσερις μήνες κάνει; Παρά τέσσερις ημέρες; Δεν θυμάμαι, το ‘λεγε ο μπαμπάς μου. Κι εγώ τα ‘ξερα. Τα ξέχασα τώρα, έχω… Ναι, και εντάξει, [00:30:00]αυτά.
Άρα, από τις 05:00 το πρωί που πήγαινες στα ζώα μέχρι τις 00:00 το βράδυ ήτανε το άρμεγμα τρεις φορές τη μέρα;
Ήταν το άρμεγμα, ήταν το τάισμα, ήταν το καθάρισμα, ήταν το κουβάλημα. Ήταν, ήταν… Πολλά ήταν. Εντάξει, πήγαινες έπινες έναν καφέ, αλλά πάντα με τα παλιά, έτσι; Δεν προλάβαινες να… Πήγαινες σπίτι, έτρωγες κι η φάση, το σπαστικό ήταν, μόλις καθόσουν ας πούμε τα Χριστούγεννα. Δεν υπάρχει μέρα που να μην πήγαινες στα ζώα. Για αυτό είναι δέσμευση τα ζώα. Είτε ένα έχεις είτε διακόσια και τριακόσια πρέπει να ‘σαι εκεί. Λοιπόν, καθόσουν στο τραπέζι με την οικογένεια να φας, μόλις φτιαχνόσουν στο κέφι, έλεγες: «Ωπ! Πάμε να αρμέξουμε». Τους άφηνες κι έφευγες. Αυτό δεν άρεζε σε κανέναν. Εντάξει; Κι εσύ δεν σου ήταν εύκολο, αλλά πρέπει να πας εκεί, εκεί. Αυτά περιμέναν, βελάζουν, φωνάζουν, σου λέει: «Πού είσαι;». Άμα αργήσεις πάνω απ’ την ώρα τους φωνάζουν. Για αυτό και τα σκυλιά που έχετε στο σπίτι θέλουν την ώρα τους να βγουν και να κάνουν και περιμένουν. Αυτά.
Τι συναισθήματα ένιωθες κάθε φορά που πήγαινες στο μαντρί;
Κοίταξε, τα ζώα εμένα μου αρέσουν γενικά, γιατί με ένα ζώο μπορείς να συνεννοηθείς, με έναν άνθρωπο δεν μπορείς να συνεννοηθείς. Εντάξει; Κι ένα ζώο, οτιδήποτε ζώο είναι αυτό, αν του δείξεις αγάπη θα σου δείξει χιλιαπλή αγάπη. Το καταλαβαίνουν, έχουν ένστικτο. Εδώ τα πρόβατα που λες ότι είναι χαζά, που λένε δεν έχουν μυαλό κι ακολουθάει το ένα πίσω απ’ το άλλο, όταν σε βλέπει το πρόβατο έρχεται. Άμα δει ξένο φεύγει. Εμένα στο μαντρί μέσα αν ερχόταν ξένος άνθρωπος όλα πήγαιναν σε μια γωνία, μόνο με τη μυρωδιά. Στρεσαρόνταν κι αυτό χάναν γάλα. Για αυτό δεν βάζαμε κανέναν ξένο μέσα, τα κάναμε μόνοι μας. Προγκούσαν, όπως το λένε. Δηλαδή φοβόντουσαν με το που πήγαινε άλλος. Ενώ αν πήγαινα εγώ ερχόταν γύρω γύρω μου, ήθελαν να φάνε, με χαϊδεύαν. Το κριάρι ερχόταν, θυμάμαι, έκανε το κεφάλι του σε μένα πάνω, τριβόταν. Εντάξει, είναι να μην τα αγαπήσεις τώρα αυτά τα πράματα; Αφού το ‘δινες το βιος σου, που έπρεπε να το δώσεις στον χασάπη, γιατί… Και το πονούσες. Απ’ τα δικά μου εγώ πολύ δεν έτρωγα, γιατί τα ‘χα. εγώ τα μεγάλωνα. Κατάλαβες; Είναι συναισθηματικά αυτά. Τώρα ο άλλος το ‘χει συνηθίσει, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα, κατάλαβες; Το βλέπει σαν επάγγελμα. Από τότε στα παιδικά μου χρόνια εγώ το ‘βλεπα… Μιλούσα με αυτά. Πολύ ωραία! Δηλαδή δεν μπορείς να φανταστείς τι ωραία που ήταν τέτοια. Φαντάσου, μιλούσα με τα ζώα κι αυτά με καταλάβαιναν. Όταν φοβόμουνα φώναζα τα σκυλιά έξω στη βοσκή, ερχόταν αυτά, τα ‘παιζα. Ναι. Πολλά τέτοια. Ναι. Αυτά με τις δουλειές.
Ωραία. Γνωρίζω ότι βέβαια εκείνα τα χρόνια τα παιδικά πήγαινες και στο άλλο σου το χωριό.
Στης μητέρας μου το χωριό. Βέβαια, ναι! Εκεί πέρα να δεις τι γίνεται.
Ποιο χωριό είναι αυτό;
Αυτό ήταν… Λαγκαδιά Τρικάλων λέγεται, έχει και Μοναστήρι της Παναγίας πάνω. Ένα γραφικότατο χωριό το οποίο ήταν ανάμεσα στα δυο βουνά, τα μισά σπίτια από δω μεριά, είχε ρέμα.
Ποια βουνά;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Τα Σμόλια, ο Σμόλικας είναι εκεί πέρα. Τα βουνά του Σμόλικα. Δηλαδή μικρά, βουνοκορφές και μετά ξεκινούσε το βουνό το μεγάλο. Ήτανε… Μέσα στο ρέμα είναι, τα μισά σπίτια από δω και τα μισά από κει. Αφού φωνάζαν… Παλιά δεν είχε ούτε νερό εκεί πέρα. Είχε πήγες πολλές και θυμάμαι μου άρεζε τόσο πολύ εκεί το πρωί όταν ξυπνούσα. Είχαν γαϊδούρια, τα λεγόμενα γομάρια τα λέγανε κάτω στα Τρίκαλα, και γκαρίζαν αυτά. Και το πρωί, αλλού είχαν κοκόρια και τέτοια, εκεί είχαν γαϊδούρια. Ξυπνούσες με τον γάιδαρο. Πέρασα πάρα πολύ ωραία παιδικά χρόνια, γιατί πήγαινα καθόμουνα εκεί πέρα τα καλοκαίρια. Όταν ήμουν πιο μικρός φυσικά, όχι όταν είχαμε πολλές δουλειές. Και θυμάμαι είχα και τον παππού εκεί, είχε γαϊδουράκι. Αυτοί πήγαιναν κόβαν ξύλα από πάνω. Είχαν φούρνο έξω, δεν είχαν… Είχαν ηλεκτρικό, αλλά δεν είχαν τις κουζίνες που είχαμε. Είναι παλιά γραφικά σπίτια με τα κελάρια, τη δροσιά του κελαριού κάτω. Βάζαν τα τυριά τους εκεί, βάζαν τα ψωμιά. Έκανε η γιαγιά μου ψωμί, έκανε για όλην τη βδομάδα, με σκάφες. Πω! Τι γινόταν; Την έλεγα: «Γιαγιά, θέλω πίτα», σηκωνόταν με ‘κανε πίτα έξω στον φούρνο ψημένη. Μάζευε απ’ τα κολοκύθια το άνθος, τσουκνίδες, λάπατα, τέτοια διάφορα, και μου ‘κανε μια πίτα… Πω! Δεν λέω τίποτα! Ναι, πάρα πολύ ωραία. Δηλαδή με ‘παιρνε ο παππούς μετά με το γαϊδουράκι, ανέβαινα πάνω στο γαϊδουράκι. Εγώ το λυπόμουνα, γιατί ήμουν και λίγο βαρύς. Στις ανηφόρες κατέβαινα, γιατί λυπόμουν τον γάιδαρο. Ο παππούς μού έλεγε: «Δεν έχει ανάγκη». Ναι, αλλά δεν έχει ανάγκη, αλλά άσ’ το, ας μην έχει. Κρίμα το ‘χω το γαϊδουράκι. Πηγαίναμε, το φορτώναμε ξύλα και εντάξει, ήταν καλή φάση. Μέχρι που βαριόμουνα, άρχιζα έκλαιγα μετά, ερχόταν ο μπαμπάς μου με ‘παιρνε. Ναι. Παιδάκι ήμουνα, εντάξει. Αλλά πέρασα πολύ–
Εκεί με τι εργασίες ασχολιόταν οι άνθρωποι;
Εκεί… Κι αυτοί εκεί με κτηνοτροφία. Κι αυτοί πρόβατα είχαν, ναι. Ναι, βέβαια! Είχαν κάτι πρόβατα και το μαντρί τότε θυμάμαι ο παππούς κι η γιαγιά το είχαν με πουρνάρια φτιαγμένο γύρω γύρω, έτσι μια αλανίτσα, δεν είχε φράχτη και καθόταν τα αρμέγαν εκεί πέρα. Δηλαδή ούτε καν μαντριά δεν είχανε. Ένα τρελό πράμα.
Άρα, τι διαφορές βλέπεις ως παιδάκι μεταξύ των δύο χωριών αυτών;
Των δύο χωριών, το ένα το χωριό ήταν πολύ πιο πίσω, πιο παλιό και τα δικά μας εδώ ήταν πολύ πιο προχωρημένα ας πούμε. Ήταν μέσα σε σπίτια, εκεί τα ‘χαν στα βουνά, γιατί είχαν εκεί βουνό. Κατάλαβες; Είχαν το μαντρί πάνω απ’ το σπίτι τους, αλλά με τα πουρνάρια, με φράχτες, με ξύλα γύρω γύρω. Ναι, εκεί νερό στο σπίτι δεν είχαν. Πηγαίνανε και παίρνανε από τις βρύσες. Τη μια τη βρύση τη λέγανε Μπουζού, την άλλην ξέρω ‘γώ τι έτσι. Είχαν έξι βρύσες μες στο χωριό. Μες στο χωριό, αλλά νερό στα σπίτια δεν είχαν. Είχαν εκείνο το βρυσάκι που το γέμιζαν κι έπλυνες τα χέρια, άμα βλέπεις καμιά φορά στην τηλεόραση; Το κρεμούσες στον τοίχο, το γέμιζες νερό, είχε μια κάνουλα κι έπλυνες τα μούτρα σου, τα τέτοια σου. Τουαλέτες τις είχαν έξω, μες στο σπίτι δεν είχανε. Το σπίτι, θυμάμαι, ήταν ένα διώροφο με κελάρι από κάτω και πάνω είχε ας πούμε το τζάκι μέσα, πατώματα ξύλινα κι αυτή η μυρωδιά του ξύλου… Προβιές κάτω, βελέντζες. Βελέντζες χοντρές.
Οι βελέντζες;
Βελέντζα είναι… Δίναν μαλλιά απ’ τα πρόβατα που κουρεύουν τα πρόβατα, μια άλλη εργασία είναι κι αυτή. Κάθε άνοιξη κουρεύουν τα πρόβατα και τα μαλλιά τα παίρνουν οι έμποροι. Και θυμάμαι κι από δω ερχόταν από τα Τρίκαλα κάτω και τα παίρναν και κάναν τις φλοκάτες, αυτά… Όλα αυτά που κάνουν, και παίρναν και βελέντζες. Αυτός είχε και βελέντζες που ερχόταν. Κι όλοι είχαν βελέντζες, ήταν τα λεγόμενα γιούκια. Τότε βάζαν τα γιούκια,. Γιούκια είναι ρούχα το ένα πάνω στο άλλο. Κουβέρτες, βελέντζες, τα στοιβάζουν και λένε γιούκια. Και ρίχναν κι ένα σεντόνι απάνω και τα σκεπάζαν με το σεντόνι. Δηλαδή αντί να τα ‘χουν στις ντουλάπες, τότε δεν υπήρχαν ντουλάπες, ξέρω ‘γώ τι, τέτοιες μεγάλες, τα ‘χαν έτσι εκεί χύμα πάνω σ’ ένα μπαούλο, ξέρω ‘γώ τι, και τα γιούκια. Γιούκια, τα λέγαν έτσι. Πολλά παλιά, μωρέ. Εντάξει, καλή φάση. Αυτά όλα σου μένουν. Κατάλαβες;
Θυμάσαι διαφορές στις γεύσεις των φαγητών, των τυροκομικών;
Φυσικά! Φυσικά θυμάμαι! Τώρα σοβαρά μιλάς; Τώρα έχουν γίνει όλα χόρτα. Τρως το χοιρινό το κρέας κι είναι γεύση μηδέν. Είχαμε τα γουρουνάκια στο χωριό, άλλη φάση, άλλη γεύση. Εντάξει; Θυμάμαι τότε… Εντάξει, τώρα κάναμε τα Χριστούγεννα το γουρούνι εκεί πέρα και κόβαμε εκεί και τηγανίζαμε επιτόπου να πούμε. Άλλη μυρωδιά! Κάναν πολλά φαγητά. Από καβουρμάδες, από τέτοια… Όλα οι παλιοί ας πούμε τα ξέραν, τώρα εμείς δεν ασχολούμαστε με αυτά, μόνο άμα το δούμε λέμε: «Α, αυτό είναι καβουρμάς!». Κατάλαβες;
Ok.
Αυτά.
Και είπες ότι φτιάχνατε και προϊόντα απ’ το γάλα, κι είπες για το τυρί.
Τυρί φτιάχναμε, ναι. Τυρί και μυζήθρα. Τη μυζήθρα ότι γίνεται από το τυρόγαλο. Αυτό το τέτοιο, το ζουμί που βγάζει το τυρί, άμα το βράσεις βγάζει μια άλλη κρέμα η οποία είναι μυζήθρα. Ναι, είναι δευτερεύον, τριτεύον, ξέρω ‘γώ τι είναι αυτό
Εσύ θυμάσαι τη διαδικασία;
Πώς; Δεν τα θυμάμαι; Αφού… Τα θυμάμαι, εντάξει, αλλά τώρα να σε πω να το κάνω εγώ το τυρί δεν βασίζομαι, γιατί θέλει μαγιά. Υπήρχε ένα… Το τισγιάκι, λεγόταν τισγιάκι. Ήταν ένα ξύλο, ξέρω ‘γώ τι, βάζαν την τσαντίλα–
Τι ήτανε;
Ήταν ένα… Βάζαν, κατ’ αρχήν, μέσα σε ένα καζάνι το γάλα να πήξει, του ρίχναν μαγιά. Έπηγε αυτό και μετά με ένα πιάτο το… Ήταν σαν γιαούρτι, γίνονταν. Το ‘παιρνε με ένα τέτοιο, το ‘βαζε σε ένα τέτοιο τισγιάκι, λεγόταν. Ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο, είχε μέσα τσαντίλες, το βάζανε εκεί να στραγγίσει αυτό. Αυτό γινόταν μια άμορφη μάζα και μετά το κόβαν και το κάναν τα τυριά, τα καλούπια τα λεγόμενα, και το βάζαν μέσα στο τέτοιο. Ήθελε να στραγγίσει, ήθελε να κάνει.
Έριχναν κάτι άλλο από μυρωδικά;
Όχι, μυρωδικά τίποτα. Τι να ρίξουν μυρωδικά; Μόνο μαγιά, σου λέω, για να κάνει το γάλα, για να πήξει το γάλα.
Ok. Και θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο ξεχωριστό για κάποιο απ’ τα δύο χωριά στην παιδική σου ηλικία;
Κοίταξε, και τα δύο χωριά σού ‘χουν… Μου ‘χουν μείνει, έτσι; Είπα τώρα για τις πίτες στη γιαγιά μου, για τα γαϊδουράκια, τα λεγόμενα γομάρια τα λέγαν, αλλά πιο πολύ έζησα εδώ πέρα στο Κιλκίς στο χωριό, το οποίο ήταν κι η δουλειά του πατέρα μο[00:40:00]υ και όλα αυτά να πούμε που σε είπα.
Θυμάσαι αν έγινε έτσι κάτι ξεχωριστό στο χωριό όταν ήρθαν οι πρώτες ηλεκτρικές συσκευές;
Αμάν! Λοιπόν, πήραμε τηλεόραση. Τότε δεν… Τα τηλέφωνα, που ήταν μόνο ένα τηλέφωνο στο χωριό. Έπαιρνε τηλέφωνο… Ας πούμε, έπαιρνες εσύ τηλέφωνο σε μένα και φώναζες τον… Ήταν του καφενείου στο χωριό κι είχε μεγάφωνο και φώναζε: «Τάδε στο τηλέφωνο», και μέχρι να ‘ρθει από κει… Και είχαν μετρητή, και τσούκου τσούκου, τσούκου τσούκου περίμενες να ‘ρθει στο… Αν το ακούσεις και ‘ρθεις. Ή αν δεν το άκουγες ερχόταν η γειτόνισσα. Έλεγε: «Κώστα, στο τηλέφωνο! Τράβα!». Τρέχαμε στο καφενείο και μιλούσες ας πούμε με τα παιδιά σου, πού ήσουνα, ξέρω ‘γώ τι. Από Θεσσαλονίκη παίρνανε, «τι κάνεις; Τι ράνεις;», τέτοια. Και να πάρεις τηλέφωνο εσύ πάλι ήταν το μηδέν. Το κλειδώναν, για να μην παίρνεις. Εκτός νομού χρεωνόταν πιο πολύ και το κλειδώναν εκεί πέρα. Το τοπικό ήταν ας πούμε μια δραχμή, αλλά εκτός νόμου άρχιζε τούκου τούκου. Είχε μετρητή, γιατί θυμάμαι και στα Τρίκαλα που πήγαινα κι έπαιρνα τηλέφωνο τη μάνα μου έτσι, χτυπούσε τσούκου τσούκου, τσούκου τσούκου, πήγαινε δέκα δραχμές. Αυτό με τα τηλέφωνα. Και τις τηλεοράσεις. Είχαν έρθει τηλεοράσεις, δεν υπήρχαν τηλεκοντρόλ. Είχαν… Υπήρχε ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Μετά κάναν την ΕΡΤ1, ΕΡΤ2 και τη ΝΕΤ πάλι, αλλά 00:00 η ώρα κλείναν. Κάποιος έπρεπε να αλλάξει την τηλεόραση, το τηλεκοντρόλ ήμουν εγώ ή ο αδερφός μου. «Σήκω άλλαξε την τηλεόραση, σήκω», κατάλαβες; Πήγαινες εκεί και χτυπούσε. Δυο κανάλια, τρία. Αυτά ήταν, δεν είναι όπως είναι τώρα ας πούμε.
Ωραία. Και τα επόμενα χρόνια, αν δεν θες να προσθέσεις κάτι άλλο, ασχολήθηκες είπες με τη βιοτεχνία;
Ναι, ασχολήθηκα με τη βιοτεχνία. Πάλι οικογενειακή δουλειά ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, εγώ κι ο αδερφός μου. Ήμασταν συνέταιροι με αυτούς που έμαθε η μάνα μου τη δουλειά.
Πόσων χρονών ήσουν τότε;
Πρέπει να ‘μουν πρώτη γυμνασίου; 15-16 χρονών; Μπα! Είχα… Ναι, εκεί, 17 χρονών, κάπου εκεί, γιατί έκατσα δυο χρόνια, μετά πήγα φαντάρος και συνέχισα με τη βιοτεχνία. Εκεί μάθαμε κι εμείς… Δεν είναι τίποτα να το μάθεις. Έμαθα έραβα, έχω γίνει… Καλός ράφτης ήμουνα.
Πώς έμαθες να ράβεις;
Βλέποντας. Πάντα, ό,τι έχω μάθει στη ζωή μου πρώτα το ‘βλεπα, το ‘βλεπα και μετά κάθομαν και το ‘κανα.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που προσπάθησες;
Την πρώτη φορά που προσπάθησα, εντάξει, η μηχανή είναι με το γκάζι, έχει γκάζι κάτω. Άμα την πατήσεις πολύ φεύγει γρήγορα, όπως το αυτοκίνητο. Πρέπει να ρεγουλάρεις τα πόδια κι αυτά όλα, για να πάει σωστά η μηχανή και να ‘χεις και ίσιο χέρι. Ας πούμε, γαζωτική δεν ξέρω να την κάνω εγώ, γιατί δεν έχει κάποιον οδηγό. Τα άλλα όλα, πλακοραφές και κοπτοράπτες τα δούλευα. Και ήμουν και πολύ καλός σε πληροφορώ. Κι έχω φτάσει σε σημείο να περπατούσα έξω και να έβλεπα τα λάθη στα μπλουζάκια που φορούσαν οι άλλοι. Μου ‘χε μείνει κόμπλεξ. Αναλόγως τη δουλειά που κάνεις είναι, κολλάς.
Σου άρεσε η συγκεκριμένη δουλειά;
Μου άρεσε σαν δουλειά, γιατί ήμουν και των δημοσίων σχέσεων. Είχα πολλούς φίλους εργοδότες που μας δίναν δουλειά. Πήγαινα Θεσσαλονίκη, ερχόμουνα. Μ’ άρεσε κι αυτή η φάση, αλλά έχει κι αυτό πολλές ώρες. Δεν έχει σταματημό. Κάποια στιγμή φύγαμε απ’ το χωριό, είχα και στο χωριό βιοτεχνία, άνοιξα και μια στο όνομα του αδερφού μου πάνω εδώ στο Κιλκίς για πιο πολλά. Πήγαμε για πιο πολλά, για πιο πολλά, για πιο πολλά… Για αυτό σου λέω, ο άνθρωπος δεν χορταίνει. Κάτσε εκεί στην οικογενειακή επιχείρηση και όλα καλά. Ό,τι βγάζεις θα είναι δικό σου. Μέχρι που φύγαν όλοι Βουλγαρία, Σκόπια, έπεσε η κρίση.
Πότε έγινε αυτό;
Αυτό ,κοίταξε, μέχρι και τα 40 μου είχα τη βιοτεχνία. Εγώ στα 45 πήγα στο εργοστάσιο πρώτη φορά στη ζωή μου. Τα πέντε χρόνια δεν ήξερα να βρω δουλειά, δεν μπορούσα να βρω δουλειά και καθόμουν και έψαχνα και έψαχνα και αγχωνόμουν. Για αυτό και οι αρρώστιες αυτές. Συγγνώμη!
Ωραία. Μια βιοτεχνία για να στηθεί τι χρειάζεται;
Μηχανές και να κάνεις έναρξη στην Εφορία ότι κάνεις δουλειά. Αυτά. Δεν θέλει τίποτα.
Τι μηχανές;
Κοπτοράπτες, πλακοραφές και γαζωτικές.
Τι διαφορά έχουν μεταξύ τους αυτές οι μηχανές;
Άλλη κάνει αυτό, άλλη κάνει το άλλο. Για να φτάσει ένα μπλουζάκι να τελειώσει, πρέπει να μπει κι η λαιμουδιά, πρέπει να μπει κι η φάσα, πρέπει να γίνει και ο ποδόγυρος. Κατάλαβες; Τον ποδόγυρο κι αυτά τα κάνει η πλακοραφή. Τις ετικέτες κι αυτά, και γαζάκια γύρω γύρω που βλέπεις πάνω στο μπλουζάκι σου, τα εξώγαζα αυτά, τα κάνει η γαζωτική. Και τις ραφές στο πλάι, για να το φορέσεις να κολληθούν τα μανίκια, τα ωμάκια να κολληθούν, τα κάνει ο κοπτοράπτης. Χρειάζονται ορισμένες μηχανές για να δουλέψεις και πρέπει να ξέρεις και πώς να το δουλέψεις, έτσι;
Είχες και πολύ προσωπικό τότε;
Είχα φτάσει και τα δεκαοχτώ άτομα, μόνο στο Κιλκίς πάνω. Τώρα και να μου δώσεις… Και 300.000€ να μου δώσεις, να μου πεις να κάνω μια δουλειά έτσι όπως είναι τα πράγματα, θα σου πω: «Κράτησέ τα, θα τα χάσουμε», γιατί στην Ελλάδα σήμερα δεν κυκλοφοράει τίποτα. Κι αυτοί που έχουν μαγαζιά είναι ήρωες. Καφέ και φαγητό μόνο. Κι ως πότε θα πάει αυτό θα δείξει.
Ήταν δύσκολη η απόφαση να αλλάξεις δουλειά;
Εγώ έπαιρνα το ρίσκο πάντα και πάντα δοκίμαζα. Δεν υπάρχει δύσκολη απόφαση. Έπαιρνα… Ούτε καν το σκεφτόμουνα. Άκουγα εκείνο, το ‘ψαχνα λίγο, θα το κάνω. Εντάξει; Άμα δεν… Τώρα; Κι ο γιος μου που έρχεται να μου πει: «Μπαμπά, θα κάνω κείνο», τον λέω: «Αυτό το ‘χω κάνει κι εγώ. Αυτό… Κι αυτές τις δυσκολίες συνάντησα σαν Κώστας. Αν θες κάν’ το κι εσύ, αλλά πρόσεξε αυτά». Δηλαδή μπορώ να δώσω μια συμβουλή. Δεν τον αποτρέπω να μην κάνει κάτι. Αυτά εντάξει, περί δουλειές.
Ok. Και στη συνέχεια οπότε ξεκίνησες να εργάζεσαι… Από κει που ήσουνα ας πούμε, σε εισαγωγικά, εσύ το αφεντικό ξεκίνησες να εργάζεσαι με άλλους ανθρώπους.
Κοίταξε να δεις, όταν είμαστε αφεντικά, σε εισαγωγικά, δουλεύουμε πιο πολύ απ’ τους εργάτες. Εγώ πάλι στη βιοτεχνία ήμουν κλεισμένος σε τέσσερα ντουβάρια μέσα. Ναι μεν πήγαινα Θεσσαλονίκη, ερχόμουν από Θεσσαλονίκη, αλλά έπρεπε να γίνει προεργασία. Ήμουν στο οκτάωρο εκεί που δούλευε ο εργάτης κι έφευγε, αλλά καθόμουν κι άλλο τόσο για να ετοιμάσω για αύριο. Μην έρθουν οι εργάτες και δεν βρίσκουν τα ρούχα έτοιμα και ψάχνουν να τα φτιάξουν. Αμέσως αμέσως χάνεις την ώρα σου. Και… Αφού μάλωνα με τη γυναίκα μου για τις ώρες εργασίας, στο σπίτι δεν καθόμουν καθόλου. Σου λέω, μεγάλωσαν τα παιδιά μου χωρίς να τα δω. Παιδικές ηλικίες δεν τις πρόλαβα. Αφού τον τελευταίο τον μικρό θυμάμαι μια φάση που με ‘χει μείνει στη ζωή, όταν τελείωσα ας πούμε… Αυτός, ήμουν 33 όταν γεννήθηκε ο μικρός; Ήταν καμιά 7 χρονών; Παιδάκι. Θυμάμαι ήθελε να περάσουμε την 21η Ιουνίου, στο Κιλκίς μια οδός κεντρική, και πηγαίναμε μαζί και κει που σταμάτησα στον δρόμο εγώ, ήρθε με πιασε το χέρι και γύρισα και τον κοίταξα και λέω: «Κοίταξε να δεις, παιδάκι μικρό». Κατάλαβες; Αυτό το θυμάμαι από τότε, ήρθε το παιδί και μου έπιασε το χέρι. Εμένα δεν μου ‘κοψε να το πιάσω το χέρι να το περάσω απέναντι, γιατί δεν ήξερα από παιδιά. Κατάλαβες; Δηλαδή το θυμάμαι και συγκινούμαι και θα μου μείνει μια ζωή αυτό.
Ωραία. Είπες ότι πήγαινες και στη Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη για τη δουλειά, ρε παιδί μου. Πήγαινα στη δουλειά εκεί πέρα. Τα ρούχα που περνάμε εμείς ήταν κομμένα, έτοιμα, δεν τα κόβαμε εμείς. Ήμασταν φασόν. Παίρναμε τα ρούχα και φέρναμε, τα ράβαμε και τα ξαναπηγαίναμε πίσω. Είχαμε φορτηγάκι. Αυτό έκανα.
Ωραία. Και απ’ τις επόμενες δουλειές που έκανες μέχρι να φτάσεις να είσαι τραυματιοφορέας στο νοσοκομείο;
Έκανα εμπόριο τροφίμων. Μετά τα πρόβατα, αφού τα ‘καψα τα πρόβατα και δεν είχα δουλειά. Μάλλον μαζί… Πριν τα κάψω τα πρόβατα είχα ξεκινήσει κι έκανα κι εμπόριο τροφίμων. Πήγαινα κάτω να μάθω, να δω πώς είναι. Έκανα κι αυτό. Δεν κράτησε πολύ αυτό, κάνα δυο χρόνια, τρία. Ήταν η κρίση, δεν πήγαινε άλλο. Δεν δίνανε όπως παλιά ας πούμε, ένα μέσα-ένα έξω. Γιατί όταν πήγαινες στον έμπορα σού ‘δινε μια παλέτα λάδι ας πούμε, μια παλέτα τυριά, δεν την πληρωνόταν. Έπαιρνε… Έπαιρνες εσύ, την πουλούσες κι εσύ το ίδιο έκανες στο τέτοιο, το μαγαζί. Έλεγες: «Μία μέσα, μία έξω». Κατάλαβες τι σου λέω τώρα; Δηλαδή έναν τενεκέ τον παίρνεις έτσι, τον πουλάς. Τον άλλον που θα ‘ρθω να σου δώσω, θα μου τον πληρώσεις. Και πάντα ας πούμε όλοι είχαμε ένα μέσα. Δηλαδή ένα απλήρωτο, μέχρι που τελείωνε η συνεργασία και το πληρώνεις μετά ας πούμε. Έναν μήνα μπροστά πήγαινες, έτσι να το καταλάβεις. Εντάξει, είχε δουλίτσα. Είχαμε κλινικές, δίναμε αυτά. Οι μόνοι που πληρώνανε καλά ήταν οι κλινικές. Εντάξει, είδα, είδα, αποείδα, ένα-δύο χρόνια τι εντάξει, το σταμάτησα κι αυτό. Το σταματήσαμε κι ήρθα εδώ κι έψαχνα να βρω δουλειά. Εγώ δεν ήξερα τον κόσμο των εργοστασίων. Ψαχνόμουνα, έλεγα ας πούμε σε σένα: «Καμιά δουλειά, ρε συ, άμα ξέρεις. Καμιά δουλειά». Δεν δούλευε και η γυναίκα. Κι αυτή ήταν λογίστρια, ήταν με προγράμματα δεξιά κι αριστερά συνέχεια. Δεν μπορούσαμε να βρούμε δουλειά. Οχτώ μήνες δούλευε αυτή, καθόμουν εγώ… Καθόμασταν μαζί για κανέναν χρόνο. Μας συντηρούσ[00:50:00]ε… Ευτυχώς είχε η πεθερά μου σούπερ μάρκετ στο χωριό, συντηρούμασταν από κει. Δηλαδή με πειράζει που γινόταν αυτό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά. Όταν έχεις και τρία παιδιά να πούμε, τι να πω τώρα; Τα παιδιά να σπουδάζουν κι εσύ να μην έχεις δουλειά; Τέλος πάντων, δόξα τω Θεώ, τα καταφέραμε μέχρι τώρα και αυτά.
Σήμερα πώς είναι το επάγγελμά σου;
Σήμερα κάνω το πιο τρομακτικό αλλά και το πιο λειτουργικό επάγγελμα, βλέπω τον πόνο του άλλου, κάνω τον σταυρό μου και λέω: «Είμαστε πολύ καλά!», γιατί αυτά που βλέπω κάθε μέρα δεν θέλω να τα βλέπετε εσείς. Έζησα μες στον Covid, ήμουν μέσα στους Covid, πήγαινα έδινα τους ανθρώπους, διψούσαν, με το καλαμάκι νερό να πιούν. Τρομακτικά πράγματα!
Θα μου περιγράψεις μία μέρα–
Θες;
Μέσα στον κορωνοϊό; Ναι!
Μια μέρα μέσα στη δουλειά με τον κορωνοϊό…
Ναι.
Άμα σου πω ερχόταν… Ήταν τόσο δύσκολη αρρώστια αυτή, δεν μπορούσαν να δούνε στην αρχή ειδικά από πού, πώς θα τη σταματήσουν. Δεν ξέραν τα φάρμακα, δεν προλαβαίναν. Ο κόσμος δεν ερχόταν γρήγορα; Δεν ξέρω τι γινόταν. Πολύς κόσμος, πολύς. Δεν προλαβαίναμε ας πούμε. Από θανάτους; Δεκαπέντε νεκροφόρες, δεν προλάβαιναν κάθε μέρα και κουβαλούσαν. Ερχόταν ο άλλος 40-42 χρόνων, ερχόταν περιπατητικός, το βράδυ διασωληνονόταν και το πρωί πέθαινε. Έχει τύχει κι αυτό. Ένας τρελός ιός, δεν… Δηλαδή είχε το γρήγορο, αυτόν τον καλπασμό σε… Ειδικά άμα έχεις προβλήματα, ειδικά αυτούς που είχαν πρόβλημα σε πνευμόνια και τέτοια τους καθάριζε κατευθείαν. Σπάνια άτομα ζήσαν. Ήμασταν ντυμένοι όλη μέρα σε μια στολή η οποία ήταν από νάιλον, μάσκες μπροστά, να δακρύζουν τα μάτια, να ιδρώνεις, να τσούζουν. Κάναμε αξονικές, κουβαλούσαμε με δυο φιάλες οξυγόνου, με μάσκες, βεντούρι, με γυαλάκια. Αυτό το βεντούρι είναι στο φουλ. Δεν μπορούσαν να πάρουν οξυγόνο να αναπνεύσουν οι άνθρωποι. Τους έβλεπες και δεν μπορούσες να τους βοηθήσεις να κάνεις τίποτα. Το–
Πώς αισθανόσουν;
Εντάξει, το συνηθίζεις. Το συνηθίζεις και δεν αισθάνεσαι. Εντάξει, τι να σε πω; Δηλαδή άσε το πώς αισθανόμουν. Το θέμα είναι ότι παλεύαμε για να κρατηθεί μια ζωή, εντάξει; Κι αυτόν που είχαμε εκεί πέρα κοιτούσαμε να τον περιποιηθούμε, να τον αλλάξουμε, να τον κάνουμε, να τον ράνουμε. Δυσκολία, μεγάλη δυσκολία. Συνηθίζεις. Εσύ τώρα εντάξει. Εγώ τώρα εντάξει, δεν έχω… Έχουν δει πολλά τα μάτια μου και τα ‘χω κάνει, τέλος πάντων.
Τι σε βοήθησε να συνηθίσεις;
Η ανάγκη για τον συνάνθρωπο. Εκείνη την ώρα δεν σκέφτεσαι. Όταν βλέπεις τον άλλον και πονάει και κάνει και χτυπιέται, εμετούς, διάρροιες, τέτοια δεν σιχαίνεσαι τίποτα. Προσπαθείς να βοηθήσεις, προσπαθείς. Δηλαδή μπαίνεις εκεί κι ορμάς εκεί. Δηλαδή φορούσα εγώ τη στολή τέσσερις ώρες κι όταν τραβούσα το μανίκι έπεφτε ιδρώτας λες κι ήταν νερό. Συνέχεια. Δεν μπορούσες να τη βγάλεις τη στολή. Και συνέχεια τα μάτια τσούζανε. Αφού περνούσα κι έλεγα τις καθαρίστριες: «Σκουπίστε με λίγο τα μάτια», γιατί δεν μπορούσα να βάλω τα χέρια μου με τα γάντια στο πρόσωπο, γιατί κολλούσες κι απ’ τα μάτια, φορούσαμε ασπίδες. Και με σκούπιζαν τα κορίτσια, για να μπορέσω να δω να πάω μπροστά. Δεν μπορούσα να δω. Άσε, είχαμε πάθει μεγάλο μαρτύριο. Αλλά εντάξει, δόξα τω Θεώ, τώρα που μιλάμε δεν έχει πολλά κρούσματα. Μια στιγμή το ‘χαν κλείσει εδώ στο Κιλκίς που ‘μαστε εμείς, επαρχιακό νοσοκομείο. Το είχαν κλείσει το Covid, τώρα το ξανανοίξαν πάλι. Τώρα ας πούμε σήμερα που μιλάμε είχε έξι άτομα μέσα, απ’ ό,τι ξέρω. Νοσηλευόταν, αλλά όχι βαριά όπως ήταν στις αρχές. Αυτά.
Θυμάσαι κάποια συγκινητική στιγμή;
Συγκινητική στιγμή… Όλες οι στιγμές είναι συγκινητικές. Όταν σου μιλάω τώρα, 40 χρονών άνθρωπος να πούμε, δεν συγκίνησε; Μιλάς, κάνεις μαζί του, κάνεις, του δίνεις κουράγιο. Όλους τους δίναμε κουράγιο, μιλούσαμε εκεί, φωνάζαν. Γιατί ο πυρετός κι αυτά σε παραλογίζει. Είναι μερικοί διεγερτικοί. Άλλος παθαίνει κρίση πανικού. Πρέπει όλους να τους μιλάς, να τους καθησυχάζεις, να είσαι ευγενικός, να τους παρηγορείς. Είναι μεγάλο προτέρημα ξέρεις, δεν το ‘χουν όλοι οι άνθρωποι αυτό. Δηλαδή ναι, και να ξέρεις τη δουλειά σου. Πρέπει να ξέρεις τι κάνεις.
Τι νέα πράγματα χρειάστηκε να μάθεις σ’ αυτήν τη δουλειά;
Όλα αυτά ήταν νέα για μένα! Όλα αυτά για μένα ήταν νέα! Απ’ το… Μέχρι πώς να ανεβάζω τον ασθενή πάνω στο φορείο, πάνω στο καροτσάκι, να βάζω οξυγόνα, πράγματα, αυτά δεν ασχολούμουν ποτές, δεν ήξερα τίποτα. Μέσα σε μια εβδομάδα, δύο τα ‘μαθα όλα. Χειρουργεία πάνω στα χειρουργεία. Εγώ καθόμουν πολύ στα χειρουργεία πάνω. Σιγά σιγά έμαθα να βγάζω κι ακτίνες. Ναι. Δηλαδή ασχολούμουν, μου αρέσει. Μου αρέσει εκεί που είμαι και δεν ξέρω τώρα αν μας κρατήσουν κιόλας με τις κυβερνήσεις. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Μέχρι σήμερα που μιλάμε μέχρι τέλος του χρόνου θα είμαι εκεί. Μετά πήγα 52 στα 53, έχω πάθει έμφραγμα καρδιάς, δεν μπορώ να δουλέψω ξανά, ούτε σε έξω, σε μπετά ούτε σε τέτοια, γιατί υπάρχει κάποια ζάλη, κάποια τέτοια μέχρι να στρώσει ο οργανισμός. Πες μου εσύ τι θα κάνω εγώ αύριο-μεθαύριο; Να το πάμε τώρα αν σκεφτούμε κι αρχίσουμε να αγχωνόμαστε πάλι. Αλλά δεν πρέπει να αγχώνεσαι, γιατί όλα είναι ψεύτικα. Με τη δουλειά που έχω μάθει εκεί μέσα αυτό λέω: «Όλα είναι ψεύτικα». Όλοι θα καταλήξουμε κάπου. Για αυτό κάνε ό,τι είναι να κάνεις και μη σκέφτεσαι τίποτα. Αυτά.
Αυτό το συμπέρασμα προήλθε από τη δουλειά στο νοσοκομείο;
Ναι. Ναι, βέβαια! Εκεί, σου είπα, είδα τους άρρωστους. Όταν είσαι στο νοσοκομείο νομίζεις ότι όλος ο κόσμος είναι άρρωστος. Αν δεν πας στο νοσοκομείο δεν τα ξέρεις αυτά. Αλλά να σου πω κάτι. Άμα δεν είσαι καλά εσύ μια μέρα στη ζωή σου, κάνε μία βόλτα μέσα στους θαλάμους να δεις τι γίνεται και μετά βγες από κει και να πεις: «Δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά!». Όλα αυτά που ζούμε έξω είναι ψευδαίσθηση. Συγκεκριμένα προχθές είχα μια παράδοση σε ένα γραφείο τελετών και τον βγάλαμε απ’ το ψυγείο τον άνθρωπο, ξέρω ‘γώ τι, για να τον πάνε να ταφεί. Και με λέει ο νεκροθάφτης, μου λέει: «Βλέπεις, Κώστα; Όλα είναι ψέματα. Αυτό είμαστε. Τι είμαστε;». «Αυτός ο άνθρωπος», λέει, «αγωνιζόταν, αγχωνόταν, έκανε τι έκανε. Τον βλέπεις τώρα πώς ηρέμησε;». Για αυτό, μην αγχώνεστε.
Ωραία. Και είπες ότι μέσα σε όλο αυτό το διάστημα που βρίσκεσαι ως τραυματιοφορέας στο νοσοκομείο ήρθε η στιγμή που ήσουνα κι εσύ σε θέση ασθενή.
Ναι. Εκεί που τους κουβαλούσα, ξαφνικά με κουβαλούσαν. Και κει ένιωσα πιο πολύ και λέω: «Ρε συ, τι γίνεται να πούμε;». Να κάθεσαι στο φορείο και να βλέπεις να σε πηγαίνουν; Λέω: «Έτσι νιώθει;». Δηλαδή ένιωσα και τον ασθενή. Εγώ μέχρι προχθές ούτε ασπιρίνη δεν έπαιρνα και τώρα παίρνω εννιά χάπια την ημέρα.
Τι ένιωσες;
Συγκίνηση. Δεν αισθανόμουν ας πούμε… Μέχρι και τον γιατρό έδινα κουράγιο, γιατί ήταν μια γιατρός καρδιολόγος… Όταν με ανέβαζαν στο ασθενοφόρο να με πάνε Θεσσαλονίκη η γιατρός ήταν ειδικευόμενη και φοβόταν το κοριτσάκι, ήταν κι απ’ το χωριό μου, ο μπαμπάς της είναι απ’ το χωριό μου, και την είπα: «Μην αγχώνεσαι, κορίτσι μου, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει!». Κι ακόμα το θυμάται και μου το λέει όταν είναι τώρα στο νοσοκομείο και πάντα με ρωτάνε, τι κάνω και τι δεν κάνω. Έρχονται τα κορίτσια, οι γιατροί και με βρίσκουν. Συγκινητικές στιγμές, καλές στιγμές. Είναι πράγματα που θα τα θυμάμαι μια ζωή αυτά εδώ πέρα και να σου πω κάτι; Εγώ πήγα και στα ασθενοφόρα, κάναμε τα εξιτήρια απ’ το νοσοκομείο. Εάν τυχόν δεν με κρατήσουν εγώ θα πάω εθελοντής πάλι, θα δουλεύω κει μέσα.
Γιατί;
Επιτελείς έργο εκεί μέσα. Γιατί δεν επανδρώνουν σωστά τα νοσοκομεία. Έχουν έλλειψη από τραυματιοφορείς, που είναι ο τελευταίος αλλά είναι κι ο πρώτος ο τραυματιοφορέας, εντάξει; Όλοι χρειάζονται τον τραυματιοφορέα. Απ’ τους γιατρούς μέχρι και τις νοσοκόμες όλοι τραυματιοφορέα φωνάζουν. Πρέπει να είσαι εκεί, να ξέρεις τα πάντα. Βοηθάς τον συνάνθρωπό σου, είναι το μεγαλύτερο… Δεν το ‘χα νιώσει αυτό ποτές. Το ‘νιωσα τώρα στα… Που μεγάλωσα. Τα τελευταία τρία χρόνια που είμαι εκεί πέρα, το είδα και το πέρασα καλά μες στο πετσί μου. Δεν φανταζόμουν ποτέ στη ζωή μου ότι θα είμαι σε νοσοκομείο, θα φοράω στολή νοσοκόμου, θα ασχολούμαι με ενέσεις, με οξυγόνα και με τη ζωή του άλλου. Αυτά.
Να περάσουμε στη δική σου ζωή λοιπόν τώρα. Και είπες ότι από παλιότερα έβλεπες κάποια προειδοποιητικά σημάδια.
Στην υγεία μου.
Ναι.
Ναι.
Θα ήθελες να μου τα περιγράψεις αναλυτικά;
Αναλυτικά, κοίταξε, είχα… Όταν σήκωνα κάτι, όταν έκανα… Την τελευταία πενταετία τώρα θα σου μιλήσω, έτσι; Είχα κάποιες ζάλες έτσι ψιλές. Έλεγα: «Είναι απ’ τον καφέ, είναι απ’ το τσιγάρο». Όντως ήταν κι απ’ τον καφέ κι απ’ το τσιγάρο, γιατί [01:00:00]τώρα ούτε ζάλες έχω ούτε τσουξίματα έχω. Δόξα τω Θεώ, είμαι πολύ καλά. Αυτά που δεν τα καταλαβαίνουμε, δίνει σήμα ο οργανισμός. Σκοπός είναι να το ψάξεις και να το βρεις. Τα αμελούμε όλα, λέμε: «Θα περάσει!». Δεν θα περάσει τίποτα. Γιατί να γίνει αυτό; Γιατί ας πούμε να παίζει το μάτι σου; Γιατί το μάτι σε ειδοποιεί. Το ματόκλαδο όταν παίζει κάτι ειδοποιεί. Ανεβάζεις πίεση, κάνεις… Γιατί εγώ δεν τα ‘ξερα αυτά. «Παίζει το μάτι, κάποιον θα δω». Ποιον θα δω, ρε; Δηλαδή βουίζει το αφτί, είναι απ’ την πίεση. «Κάτι θα ακούσω», λέει. Αυτά είναι χαζά. Όχι θα ακούσεις κάτι. Γιατί να ακούσεις; Δηλαδή ακούς κάτι και βουίζει το αφτί σου; Για πες μου τώρα εσύ. Εντάξει; Τέλος πάντων.
Ok.
Υπάρχουν προειδοποιητικά σημάδια. Εμένα με έτσουζε το στήθος, με έκανε κι ο ώμος. Λέω: «Έχω τενοντίτιδα». Κι όταν το ‘παθα και μετά έλεγα τη διευθύνουσα… Και λέει ο άλλος πονάει ο ώμος και λέω: «Καλά, όταν θα σας έλεγα πονάει ο ώμος γιατί με στέλνατε λέω στον ορθοπεδικό;». Κατάλαβες; Όλοι έλεγαν απ’ το βάρος, επειδή η δουλειά του τραυματιοφορέα έχει βάρος. Και στα μακαρόνια που ήμουν, σε βάρος πάλι. Όλα αυτά νόμιζα ότι είναι μυϊκό. Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, εντάξει. Και ψύξεις που παθαίνουμε. Μετά τα 40 έπαθα ψύξη, δεν είχα ξαναπάθει πιο μπροστά. Θέλει προσοχή, θέλει να κάνεις όλα τα τέτοια.
Τώρα τα παρατηρείς αυτά τα σημάδια;
Τώρα τα παρατηρώ. Τα θυμάμαι ότι με ‘πιανε αυτό, με ‘πιανε εκείνο. Τώρα δεν με πιάνουν. Τώρα ξεβούλωσε η καρδιά, αιματώνονται όλα. Εντάξει; Ναι.
Νωρίτερα είπες ότι πήγε στο νοσοκομείο περίπου… Σε μετέφεραν Θεσσαλονίκη;
20:15 πήγα στο νοσοκομείο και 01:30 πήγα… 01:30, δεν θυμάμαι καλά, πήγα διακομιδή Παπαγεωργίου. Εκεί με περίμενε ο δικός μας ο γιατρός, επειδή με ήξερε και… Φυσικά ήμουν και τυχερός που με ξέραν οι γιατροί, έτσι; Γιατί εκεί κάτω που πήγαμε, σε μεγάλο νοσοκομείο, περίμενε τόσος κόσμος σε σειρά. Τα παιδιά του ΕΚΑΒ δεν με αφήσανε μέχρι να με βάλουν μέσα και του είπαν: «Θα μπει ο Κώστας μέσα και μετά θα φύγουμε». Επειδή με ξέραν. Και η γιατρός το ίδιο. Κι ήρθε η γιατρός, μου λέει: «Πώς είσαι;» και τη λέω: «Πάρε τηλέφωνο τον διευθυντή τον δικό μας να πάρει τον διευθυντή εδώ να με βάλουν μέσα». Την είπα εγώ και το ‘κανε. Και όντως ήρθε τραυματιοφορέας, με πήρε. Οι άλλοι φωνάζαν, γιατί έχει σειρά έξω και συγκεκριμένα είπε ο τραυματιοφορέας: «Είναι 50 χρονών κι είναι έτοιμος να πεθάνει αυτός. Εσείς δεν είστε τόσο σοβαρά», τους είπε τους άλλους. Όταν το άκουσα κι αυτό λέω: «Πάμε καλά!». Λέω: «Θα προλάβουμε να πάμε πάνω;». Και έτσι, αν ήμουν ένας ξένος, λυπάμαι που το λέω, στα μεγάλα νοσοκομεία εκεί έξω που περιμένουν στη σειρά πολλοί πεθαίνουν έτσι. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έτσι; Δεν το ‘χω δει, αλλά αυτό που είδα εκείνη τη μέρα. Πολλοί πεθαίνουν έτσι τσάμπα. Αν δεν έχεις κάποιον να σε παρατηρεί. Εμένα αν δεν ήταν τα παιδιά από το ΕΚΑΒ, αν δεν ήταν γιατρός να με περιμένουν, γιατί το ΕΚΑΒ πάει, αφήνει, λέει το τέτοιο, το περιστατικό και φεύγει, δεν κάθεται. Εμένα καθίσαν μέχρι να με πάνε πάνω και μετά φύγαν, γιατί ήμουν γνωστός. Εντάξει; Και ήταν και τα παιδιά καλά, γιατί μπορεί να είσαι πάλι γνωστός και να μην τους νοιάζει τους άλλους.
Σκέφτηκες δηλαδή ότι θα πεθάνεις;
Όχι. Εκείνη την ώρα δεν με ένοιαζε κι ούτε με νοιάζει αν πεθάνω. Έχω… Δεν ξέρω, επειδή αυτή η δουλειά που κάνω έχω εξοικειωθεί με τον θάνατο, όλη μέρα τα βλέπω, δεν με ενδιαφέρει. Κι ούτε αυτό που λένε: «Τα παιδιά σου…». Άμα είναι να πας θα πας. Τελείωσε. Άμα κλείσεις τα μάτια και μετά ούτε τα παιδιά σκέφτεσαι ούτε τη γυναίκα. Όσο είσαι ζωντανός να τα σκέφτεσαι, να τα βοηθάς, γιατί στο σημείο που έχουμε φτάσει θα μας βοηθάνε τα παιδιά σε λίγο, έτσι όπως πάει.
Και θα ήθελα να σε ρωτήσω για τις μέρες που βρισκόσουν μες στο νοσοκομείο.
Τις μέρες που–
Πόσες ήταν;
Τις… Ήταν δέκα μέρες, οι οποίες θα μου μείνουν αξέχαστες. Εγώ ήμουν στη μονάδα μέσα. Επειδή είμαι της δουλειάς, έβλεπα… Βοηθούσα, όλους τους βοηθούσα όλους, σηκωνόμουνα.
Έκανε να σηκώνεσαι;
Δεν έκανε, αλλά σηκωνόμουν εγώ να βοηθήσω τον συνάδελφο, να σηκώσω το κρεβάτι του, να το κατεβάσω. Δεν ξέρανε πώς δουλεύουν. Το κρεβάτι έχει φρένο, έχει το ένα, έχει το άλλο. Και ειδικά όταν έφυγα απ’ τη μονάδα, τις πρώτες τρεις μέρες όχι τόσο πολύ. Όταν πήγα μέσα στο δωμάτιο με βάλανε, εκεί να δεις τι γινόταν. Όλοι φωνάζαν: «Κώστα, εκείνο!». Τα ορά, τον ορό ας πούμε βούλωνε. Ο ορός που τρέχει στη φλέβα βούλωνε, έλεγα: «Πες να ‘ρθει η αδερφή να στο ξεβουλώσει. Από δω βούλωσε, για αυτό δεν τρέχει». Γιατί μερικοί καθόταν και κοιτούσαν αν έσταζε ο όρος, ώρες ατελείωτες. Λέω: «Τι κοιτάς εκεί, ρε παππού;», τον έλεγα. Σηκωνόμουν… Τα πάντα. Δηλαδή δούλευα παρόλο που και εγώ ήμουν αδύναμος, μη νομίζεις ότι… Αλλά εντάξει, μέχρι και πέντε βήματα μπορούσα να κάνω.
Πώς περνούσε η ώρα;
Δεν περνούσε.
Τι έκανες;
Ξάπλα. Περίμενες να σε φέρουν φαγητό, περίμενες να πάρεις τα χάπια σου, περίμενες να ‘ρθει ο γιατρός.
Μπορούσες… Είχες κάποιον μαζί σου;
Είχα. Βέβαια, είχα άτομα. Αν δεν είχαμε κι άτομα… Κάποιον μαζί μου τι; Συγγενή εννοείς; Όχι, πώς θα...; Δεν αφήνουν κανέναν μέσα. Αυτούς που γνωρίζεις εκεί. Κι αυτοί έχουν τη δικιά τους πάθηση. Μιλάς με αυτούς, συζητάς με αυτούς.
Οι δικοί σου;
Οι δικοί μου με το τηλέφωνο απέξω, δεν μπαίνει κανένας. Δεν μπορώ να πω, όλοι ενδιαφέρθηκαν. Όλο το νοσοκομείο μπορεί να με πήρε τηλέφωνο και να μιλούσαμε. Με τα παιδιά μου, με τη γυναίκα μου μιλούσαμε εντάξει, μέσω τηλεφώνου όμως. Και δεν είχα και τηλέφωνο να κάνω βιντεοκλήσεις, είχα από τα άλλα τα παλιά τα τηλέφωνα. Δεν είμαι με την τεχνολογία. Δεν μου αρέσει, γιατί όλοι είναι με ένα κινητό, ξέρεις τι γίνεται, και δεν μιλάει κανένας κανέναν. Εμένα μ’ αρέσει η επικοινωνία με τους ανθρώπους, αλλά επαφή, να σε βλέπω, όχι… Τέλος πάντων.
Ποια ήταν η πιο έντονη στιγμή όλο αυτό το διάστημα;
Όταν ήμουν μες στη μονάδα. Κι ευτυχώς και κει που ήμουν, εδώ τα παιδιά από το νοσοκομείο ξέρανε άλλα παιδιά από κει. Ερχόταν με βλέπαν ό,τι χρειαζόμουν. Με λέγαν: «Τι θες, Κώστα;». Με κάναν βιντεοκλήσεις, έβλεπα τους συναδέλφους από δω από το Κιλκίς. Δηλαδή αυτά όλα ήταν συγκινητικά. Βλέπεις πόσο σε αγαπάνε οι άνθρωποι. Και συγκεκριμένα, θυμάμαι, όταν είχα βγει και μετά είχα άδεια αναρρωτική και με παίρνει τηλέφωνο ένας συνάδελφός τραυματιοφορέας και μου λέει: «Ρε συ, τι τρελό πράγμα είναι αυτό που συμβαίνει με σένα;», μου λέει. Λέω: «Τι συμβαίνει, ρε;». Λέει: «Με ρωτάν για σένα… Δεν το κάνουν έτσι από ενδιαφέρον, το ρωτάν από αγάπη», μου λέει. Τα λέω και βουρκώνω τώρα. Άμα με δεις τα μάτια μου βουρκωμένα, η φωνή μου έχει σπάσει. Λοιπόν, και μόνο αυτό που ακούς, και ψέματα να ‘ ναι, αν και το βλέπω φυσικά πια. Όλοι με αγκάλιασαν μόλις γύρισα πίσω, γιατί έκοψα την αναρρωτική για ψυχολογικούς λόγους. Καθόμουν τρεις μήνες μες στο σπίτι κι είχα τρελαθεί. Είναι χειρότερο αυτό. Κι αυτό σε αρρωσταίνει. Και με δέχτηκαν στο νοσοκομείο και με βάλαν εκεί στις πληροφορίες να κάθομαι μόνο, να μην κάνω τίποτα. Αλλά εγώ δεν βαστάω, πάλι έπαιρνα, έβλεπα… Έπαιρνα το καροτσάκι έτρεχα. Κατέβαινε ο τομεάρχης απάνω, με φώναζε: «Κώστα, θα σε σταματήσω, μην κάνεις αυτό!». Όταν βλέπεις τον άλλον άρρωστο να ‘ρχεται, άμα είσαι εκεί δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Τέλος πάντων, τώρα με βάλαν πάνω στα χειρουργεία. Δουλεύω στα μάτια. Τους περιπατητικούς τους συνοδεύω να μπουν μέσα και να φύγουν.
Ωραία! Θυμάσαι τις πρώτες συμβουλές που σου έδωσε ο γιατρός καθώς βγήκες απ’ το νοσοκομείο;
Πώς… Συμβουλές, να προσέχω, να κάνω διατροφή. Βέβαια, τις θυμάμαι. Άμα δεν τις θυμάμαι; Πώς…; Και περπάτημα, όσο μπορώ περπάτημα. Δεν θα ξεχάσω, βγήκα απ’ το νοσοκομείο, κρατούσα μία σακούλα, πήγα είκοσι μέτρα; Και έκατσα στο παγκάκι. Ζαλιζόμουνα. Και λέω: «Τι γίνεται, ρε συ; Πάλι θα ξαναγυρίσω μέσα;». Έπαιρνα… Χαλάρωνα στο παγκάκι, έπαιρνα αναπνοές, όπως κάνουν γιόγκα και τέτοια, για να μου φύγει αυτό, μόλις λίγο με έκανε... Λέω: «Θα είναι απ’ το…», ξεκουραζόμουνα. Σηκωνόμουνα να πάω στο αυτοκίνητο, με περίμενε ο γιος μου και η γυναίκα μου. Και πήγα στο αυτοκίνητο και φύγαμε και όταν ήρθα στο σπίτι, δεν μπορώ να πω, η γυναίκα μου ό,τι ήθελα μου το ‘χει. Και περπατούσα το απόγευμα. Το πρωί έβγαινα περπατούσα, πήγαινα εκατό μέτρα στην αρχή, μετά διακόσια μέτρα. Μετά πήγαινα στο χιλιόμετρο, αλλά όταν με ‘παιρνε κάποιος τηλέφωνο να μιλήσω δεν μπορούσα να μιλήσω και να περπατούσα. Φτερούγιζε η καρδιά μου, ένιωθα ένα γρήγορο, ταχυκαρδίες, σαν… Οι παλμοί ανέβαιναν. Έπαιρνα και τα χάπια μου φυσικά, αλλά ήταν φρέσκο. Τώρα κοντεύω έναν χρόνο, έχω φτάσει να περπατάω εφτά-οχτώ χιλιόμετρα την ημέρα[01:10:00], σε μια ώρα και δέκα λεπτά να τα κάνω, γρήγορο βήμα, και είμαι πολύ καλύτερα και το βλέπω ότι ο οργανισμός κάθε μέρα, κάθε μήνα στρώνει. Ορισμένα πράγματα που δεν μπορούσα να τα κάνω άρχιζα να τα κάνω. Εντάξει, δηλαδή σε απελπίζει, λες: «Νέος άνθρωπος τώρα δεν θα κάνω αυτό; Δεν θα κάνω εκείνο;». Όμως δεν είναι έτσι. Θέλει υπομονή, θέλει άσκηση και συνεχίζεις κι ο οργανισμός ξαναεπανέρχεται.
Η άσκηση ήταν το πιο βασικό;
Το πιο καλό… Ο γιατρός με είπε ότι το περπάτημα είναι δυο φορές καλύτερο απ’ τα χάπια, γιατί η καρδιά μου… Εγώ δεν… Ούτε ξανακάπνισα ούτε τίποτα. Όχι ότι φοβάμαι μην πεθάνω. Σας είπα, δεν φοβάμαι να πεθάνω. Απλώς λέω: «Γιατί; Για ποιον λόγο να καπνίζω; Να γεμίζω…;». Όχι ότι δεν το γουστάρω, το γουστάρω με χίλια. Αφού έκοψα και τον καφέ για ένα διάστημα, δεν έπινα καφέ, γιατί έλεγα: «Εσείς που δεν καπνίζετε τον καφέ γιατί τον πίνετε;». Δηλαδή δεν με τραβούσε, κατάλαβες; Αλλά μερικές φορές έχω νεύρα, πολλά νεύρα. Στα καλά καθούμενα, χωρίς να με φταίει κάτι. Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Απ’ την επέμβαση είναι; Που έκοψα το τσιγάρο είναι; Πέρασε κι ένας χρόνος, δεν μπορώ να δικαιολογηθώ. Δηλαδή ενώ αρχίζω, μιλάω, κάνω και από μέσα μου λέω: «Τι κάνεις τώρα, Κώστα; Γιατί φωνάζεις;», συνεχίζω και φωνάζω. Λες κι έχω δυο εαυτούς. Μου ‘χει τύχει αυτό που σου λέω, να αρχίσω να φωνάζω, να μαλώνω με τους δικούς μου κι από μέσα μου να λέω: «Κώστα τώρα τι κάνεις; Αφού χαζό είναι αυτό, γιατί φωνάζεις;». Και ξαφνικά να… Αλλά να… Το εγώ μου, ξέρω ‘γώ τι, κι αυτά. Χαζομάρες τώρα. Δηλαδή τι να σε πω; Δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά κοιτάω να το στρώσω. Προσπαθώ όταν εκνευρίζομαι να κοιτάω τον δεύτερο εαυτό. Κάνουμε και λίγο πλάκα. Ναι.
Ναι. Άρα, άσκηση, περπάτημα.
Πάντα!
Και κόψιμο καπνίσματος.
Τελείως! Τώρα που μιλάω για το τσιγάρο–
Πώς ήταν αυτό;
Το κόψιμο καπνίσματος; Πιο μπροστά εγώ, επειδή την έψαχνα, είχα κάτι πιέσεις, κάτι τέτοια, έστριβα ας πούμε πέντε τσιγάρα μαζί μου, εφτά τσιγάρα μαζί μου, έπαιρνα στη δουλειά. «Αυτά θα καπνίσω σήμερα!». Το είχα ελαττώσει από μόνος μου, γιατί με ‘τσουζαν τα πνευμόνια μου, ρε. Το είχα σιχαθεί! Εμείς οι καπνιστές που είμαστε δεν αφήνουμε το τσιγάρο να ‘ρθει η ώρα να τραβήξει να κάνουμε τσιγάρο. Είναι μηχανικό. Όλην την ώρα το… Τώρα, πιο μπροστά πήγα με κάποιον κύριο μαζί να δούμε μια δουλειά, να τον δείξω και με ανέβασε στο αυτοκίνητο και μέχρι να φτάσουμε σε μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων έκανε τέσσερα τσιγάρα. Εμένα η φωνή μου βράχνιασε, γιατί και με πειράζει, ρε παιδί μου. Τα ‘κανε όχι ότι τα ήθελε, τα ‘κανε από αμηχανία. Δηλαδή ακόμα δεν ξύπνησες το πρωί, μπαμ-μπαμ; Έτσι κάναμε όλοι κι έτσι φεύγαν τα πακέτα. Συγγνώμη!
Πόσα τσιγάρα κάπνιζες τη μέρα παλιότερα;
Μέχρι και δύο πακέτα. Ενάμισι το ‘χα σίγουρο. Αναλόγως πού θα έμπλεκα, άμα πήγαινα σε τίποτα… Τίποτα να πιω, ένα τσιπουράκι, τέτοιο, ξεφεύγουμε εκεί. Αναλόγως πού θα ‘μπλεκες με παρέες κάπνιζες. Κατάλαβες; Στην καφετέρια το ένα πίσω απ’ το άλλο. Εδώ αφού δεν επιτρεπόταν κι εμείς καπνίζαμε τσιγάρα μέσα και κάναμε και παράπονα. Τώρα άμα κάποιον βλέπω να καπνίζει λέω: «Τι καπνίζεις;». Εντάξει, δεν είμαι εγώ αυτός που θα κάνω παρατήρηση αν καπνίζεις ή μην καπνίζεις. Με ενοχλεί αφάνταστα ο καπνός όταν έρχεται, καταλαβαίνω τους υπόλοιπους και τώρα καταλαβαίνω τη γυναίκα και τα παιδιά που με λέγαν: «Μες στο σπίτι μην καπνίζεις!» κι εγώ έλεγα: «Έλα, μωρέ. Μεγάλο σπίτι είναι». Ναι, δεν είναι έτσι όμως. Η μυρωδιά είναι άσχημη.
Ωραία. Τι θα έλεγες σε έναν καπνιστή σήμερα;
Να κόψει το τσιγάρο, όχι να το ελαττώσει. Γιατί προχθές ήμουν με έναν, λέει: «Κάνουμε κανένα τσιγάρο». Το ίδιο πράγμα είναι. Γιατί να κάνεις; Τα πνευμονάκια σου τα ωραία δεν τα λυπάσαι; Να τραβάς μέσα και να παίρνεις και τον καπνό να πούμε; Πω, πω! Το θυμάμαι και ανατριχιάζω! Ναι μεν μου άρεσε, τώρα όμως δηλαδή θυμάμαι εκείνο το τσούξιμο. Λέω: «Τι χαζομάρα κάναμε τόσα χρόνια…». Που καπνίζω από 16 χρονών παιδί, ασταμάτητα. Απ’ την ώρα που έμαθα να καπνίζω το τσιγάρο καπνίζω συνέχεια. Τότε παλιά ήταν μαγκιά το τσιγάρο, σήμερα μαγκιά είναι να μην καπνίζεις. Και πάλι σήμερα μάγκας είμαι, είδες; Άμα καπνίζεις κόψ’ το κάπνισμα, μπορείς; Σπάνια το κάνουν κι αυτοί που το κάνουν το ξανασυνεχίζουν. Εγώ έχω έναν χρόνο. Δεν πρόκειται να το συνεχίσω, να το ξαναρχίσω με τίποτα. Ούτε έχω δοκιμάσει ούτε το ‘χω βάλει στο στόμα μου. Αφού ο γιατρός μού λέει: «Συγχαρητήρια, μπράβο!», λέει.
Ποιο ήταν το κίνητρο για να συμβεί αυτό;
Το κίνητρο να συμβεί αυτό… Ο γιατρός με είπε… Θυμάμαι όταν με ‘κανε το stent, αυτό το μπαλονάκι, μπήκα στο ασανσέρ μέσα και τον λέω: «Γιατρέ, τι γίνεται;», λέω, και μου λέει: «Έλα, μωρέ. Σε έναν χρόνο θα ξαναέρθεις». Λέω: «Τι θα ξαναέρθω σε έναν χρόνο;». «Αφού», λέει, «καπνίζεις. Δεν καπνίζεις;» Λέω: «Θα το κόψω!». «Αυτά τα είπαν κι άλλοι!», λέει. «Τα είπαν κι άλλοι; Ο Κώτσος μιλάει. Τέλος!», λέω. Έχω τον εγωισμό, αυτό το… Όταν λέω κάτι προσπαθώ να το κάνω. Και για αυτό φυσικά έχω φτάσει εδώ που ‘χω φτάσει, με αυτό. Πολλές δύσκολες στιγμές ας πούμε, όπως και στον στρατό έβγαλα τις Ειδικές Δυνάμεις, που τότε ήταν δύσκολα, τώρα δεν ξέρω πώς είναι τα παιδιά. Τότε ήταν πολύ δύσκολα, εντάξει; Παρ’ όλα αυτά, με ένα πείσμα, με ένα τέτοιο, με ψυχική δύναμη τα κατάφερα κι είμαι πολύ περήφανος για αυτό.
Ωραία. Και τι θα έκανες σήμερα διαφορετικά;
Τίποτα!
Για όλα αυτά που συζητάμε.
Τίποτα! Τα ίδια θα ‘κανα πάλι. Κι αυτά που λένε: «Εγώ αν ήμουν κι αν ήμουν…», τα ίδια πράγματα θα έκανες. Είναι γραμμένα να γίνουν όλα, δεν αλλάζει κάτι. Αυτό πιστεύω εγώ. Τώρα πάλι… Τώρα ωρίμασα, γιατί ωρίμασα όμως; Γιατί τα ‘ζησα αυτά. Ξέρω, και μερικές φορές ξέρουμε ότι αυτό είναι λάθος και πάλι «Έλα, μωρέ, το κάνω. Ας πάει να είναι». Σου αρέσει, ρε παιδί μου. Δεν μετανιώνω για τίποτα στη ζωή μου απ’ όλα όσα έχω κάνει. Είμαι υπεύθυνος της πράξεώς μου. Ό,τι έκανα, το ‘κανα γιατί το ‘θελα. Εντάξει; Κι αυτό που λέει: «Με ‘κανε ο άλλος, παρασύρθηκα», δεν παρασύρεσαι καθόλου. Ένας που είναι σωστός, δεν είσαι κανένας χαζός. Τους χαζούς παίρνουν και τους εκμεταλλεύονται, γιατί τέτοιους καλοθελητάδες έχουν πολλοί, υπάρχουν πολλοί. Κι εγώ εταιρεία είχα κάτω και ερχόταν διάφοροι δεξιά-αριστερά και θελαν να μπουν μες στην τέτοιαν, με την κρίση και με αυτά, να εκμεταλλευτούν πράγματα. Δεν άφησα κανέναν να κάνει κάτι. Την έκλεισα όμορφα κι ωραία και σηκώθηκα έφυγα. Δεν μπορώ να ανταπεξέλθω; Το κλείνω, το σταματάω και φεύγω. Όχι να κάνω παρανομίες εις βάρος σε άλλων, γιατί αυτά τα λαμόγια κι αυτά υπάρχουν πάντα, κατάλαβες; Δυστυχώς.
Ο επόμενός σου στόχος είτε επαγγελματικά είτε με την υγεία σου ποιος είναι;
Κοίταξε, και επαγγελματικά θα σου πω και με την υγεία μου.
Ναι.
Εντάξει; Με την υγεία μου θα κοιτάξω τη διατροφή μου κι αυτά που με συμβουλεύει ο γιατρός, τα χάπια μου να παίρνω και τα τέτοια. Να κοιτιέμαι, που δεν έκανα παλιά αυτά. Ένα check up δεν το ‘κανα ποτές. Όλο «θα πάμε, θα πάμε. Ναι, θα πάμε. Ναι, θα πάμε» κι όλο δεν πηγαίναμε, δεν πηγαίναμε. Να που πήγαμε τώρα και βάλαμε μυαλό τώρα, κατόπιν εορτής. Σκοπός είναι πριν να τα ετοιμάζεις όλα. Και με τα επαγγελματικά, αν τυχόν καθίσω εδώ που είμαι δεν θα ‘χω και κανένα πρόβλημα. Θα ξέρω ότι μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει αυτά τα οχτακόσια; Τα εφτακόσια; Πόσο είναι. Θα παίρνω αυτά. Για παραπάνω δεν είμαι. Δεν μπορώ να κάνω δεύτερες δουλειές και τρίτες δουλειές σ’ αυτήν την κατάσταση που είμαι. Παλιά όταν ήμουν πιο νέος δεν σταματούσα, όλη μέρα κάτι έκανα. Τώρα δεν μπορώ. Και πιστεύω να με κρατήσουν εκεί, γιατί αλλιώς θα… Ταμείο ανεργίας, ξανά συμβάσεις, ξανά τα χαρτιά, ξανά άγχος. Αλλά, όπως είπαμε, τι είναι το άγχος; Μια ψευδαίσθηση. Όσα πάνε κι όσα ‘ρθουνε. Ναι. Στο φινάλε αυτό είναι άμα το σκεφτείς. Αυτό είναι. Αυτό που κοροϊδεύεις, δεν είναι όσα πάνε κι όσα ‘ρθουνε. Κάνε, τι θα κάνεις; Όταν εγώ πήγαινα να βρω δουλειά και με ‘λεγε ο άλλος: «Είσαι μεγάλος σε ηλικία» κι ήμουν 45 χρονών, τώρα που θα είμαι 52-53 τι θα λένε; «Έλα παππού!»; Κι όμως, σ’ αυτήν την ηλικία εγώ είμαι καλύτερος από τα παιδάκια, γιατί εγώ είμαι ψημένος στη δουλειά. Κατάλαβες; Δεν τη φοβάμαι τη δουλειά. Την έζησα χρόνια τώρα και χωρίς αυτήν δεν μπορούμε. Τέλος πάντων, αυτά σαν Κώστας. Πες μου, τι θες;
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο;
Τώρα δεν μου ‘ρχεται κάτι. Άμα θες να με ρωτήσεις κάτι, να σου απαντήσω.
Όχι, είμαι εντάξει.
Ναι. Κι εγώ είμαι πολύ εντάξει. Σ’ ευχαριστώ πολύ που… Για τον χρόνο σου, που με άκουσες. Νιώθω τόσο ελαφρωμένη την καρδιά μου που ‘θα θελα να το ξανακάνω. Καλή επιτυχία στο έργο σας!
Ευχαριστώ πολύ! Καλή συνέχεια!
Να ‘σαι καλά!
Φωτογραφίες

Επέμβαση Καρδιάς
Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο που ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
O Κωνσταντίνος Μπουρουτζάκης αφηγείται τις επαγγελματικές του δραστηριότητες από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Αρχικά, αναφέρεται στην κτηνοτροφία και τις εργασίες που έμαθε ως παιδί κοντά στον πατέρα του αλλά και στη ζωή του μεταξύ των χωριών Κάτω Απόστολοι και Λαγκαδιά. Στη συνέχεια, μιλάει για το άνοιγμα της οικογενειακής βιοτεχνίας και τις λοιπές επαγγελματικές δραστηριότητές του κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Καταλήγοντας, μας μιλά για τη σημερινή του ασχολία ως τραυματιοφορέας στο Γενικό Νοσοκομείο Κιλκίς, όπου για καλή του τύχη έμαθε να αναγνωρίζει γρηγορότερα τα συμπτώματα ενός εμφράγματος κι έτσι μπόρεσε να ανταπεξέλθει άμεσα στην περιπέτεια της υγείας του.
Αφηγητές/τριες
Kωνσταντίνος Μπουρουτζάκης
Ερευνητές/τριες
Νικολέττα Μπουρουτζάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/09/2023
Διάρκεια
79'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι ο πατέρας της ερευνήτριας.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
O Κωνσταντίνος Μπουρουτζάκης αφηγείται τις επαγγελματικές του δραστηριότητες από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Αρχικά, αναφέρεται στην κτηνοτροφία και τις εργασίες που έμαθε ως παιδί κοντά στον πατέρα του αλλά και στη ζωή του μεταξύ των χωριών Κάτω Απόστολοι και Λαγκαδιά. Στη συνέχεια, μιλάει για το άνοιγμα της οικογενειακής βιοτεχνίας και τις λοιπές επαγγελματικές δραστηριότητές του κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Καταλήγοντας, μας μιλά για τη σημερινή του ασχολία ως τραυματιοφορέας στο Γενικό Νοσοκομείο Κιλκίς, όπου για καλή του τύχη έμαθε να αναγνωρίζει γρηγορότερα τα συμπτώματα ενός εμφράγματος κι έτσι μπόρεσε να ανταπεξέλθει άμεσα στην περιπέτεια της υγείας του.
Αφηγητές/τριες
Kωνσταντίνος Μπουρουτζάκης
Ερευνητές/τριες
Νικολέττα Μπουρουτζάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/09/2023
Διάρκεια
79'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι ο πατέρας της ερευνήτριας.