© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο παππούς Χρήστος είναι ένας βιοπαλαιστής της επαρχίας με πάθος για το ποδόσφαιρο και τον τόπο του

Κωδικός Ιστορίας
25290
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρήστος Κώστας (Χ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/09/2023
Ερευνητής/τρια
Σοφία Σιώκα (Σ.Σ.)
Σ.Σ.:

[00:00:00]Λοιπόν, καλημέρα!

Χ.Κ.:

Καλημέρα!

Σ.Σ.:

Πως είναι το όνομά σου;

Χ.Κ.:

Κώστας το επώνυμο, Χρήστος το όνομα.

Σ.Σ.:

Λοιπόν, σήμερα είναι Σάββατο, είναι 2 Σεπτεμβρίου του 2023. Βρισκόμαστε στον Λόφο Πιερίας με τον κύριο Χρήστο. Εγώ ονομάζομαι Σοφία Σιώκα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Λοιπόν, παππού Χρήστο, θες να μου πεις λίγα πράγματα για εσένα, πού γεννήθηκες, πότε γεννήθηκες;

Χ.Κ.:

Εγώ γεννήθηκα εδώ στον Λόφο το 1946, τον Οκτώβριο κιόλας του 1946. Τώρα για την καταγωγή μας, ο παππούς μου είναι καταγωγή από την Πλάκα Σουλίου, από τα Γιάννενα. Είχαν έρθει τότε δώδεκα οικογένειες και εμείς. Η δε γιαγιά μου είναι Σαρακατσάνα, από τα χωριά του Ασπροποτάμου Καρδίτσας.

Σ.Σ.:

Σου έχουν μιλήσει εσένα οι γονείς για την καταγωγή, ας πούμε, σου είπαν, ξέρω ’γω: «Ήρθαμε από εκεί...»;

Χ.Κ.:

Ναι, η γιαγιά ειδικά είχε... Έκανε πρακτικά, ήταν και μαμή, ήταν πρακτική δηλαδή, χτυπήματα, τέτοια η γιαγιά, γιατροσόφια που λέγαμε εμείς οι παλιοί. Λοιπόν, όπως είπαμε, γεννήθηκα εδώ στον Λόφο. Ο πατέρας μου ήταν τρία αδέρφια. Όταν χώρισε ο πατέρας μου, εμείς –είχαν ένα σπιτάκι μικρό–, εμείς έτυχε να πέσουμε σε μία καλύβα που λέμε, το μερίδιο του πατέρα μου. Ήμασταν επτά αδέρφια, τέσσερα αγόρια, τρία κορίτσια. Λοιπόν καθόμασταν, δίπλα ήταν τα ζώα και στο άλλο το μισό της αχυρώνας κοιμόμασταν εμείς.

Σ.Σ.:

Τι αναμνήσεις έχεις από τον πατέρα σου, από τη μάνα σου; Πώς τους θυμάσαι;

Χ.Κ.:

Πώς να θυμάμαι; Να πούμε φτώχεια, ταλαιπωρία. Όταν έχεις επτά παιδιά οικογένεια και οι συνθήκες ήταν να φορτώνεται το άλεσμα, το σιτάρι παράδειγμα, να πάει να το αλέσει στον μύλο η μάνα μου, και μιλάμε για δρόμους λάσπη, να λαμώνεις μέχρι το γόνα που λέμε εμείς! Ο δε πατέρας μου είχε γίδια. Μερικές φορές από τα 12 χρόνια και μετά πήγαινα και εγώ στα γίδια μαζί του. Μετά ύστερα, όταν άρχισε η γεωργική καλλιέργεια, το ’58 πήραμε τον κλήρο, 18 στρέμματα, από εκεί και μετά αρχίσαμε κάπως να έχουμε λίγο το ψωμί που λέμε, λίγα έσοδα, σιτάρι, καλαμπόκια, φασόλια βάζαμε.

Σ.Σ.:

Εσύ σαν παιδάκι που ξεκίνησες να βοηθάς τον πατέρα, να πας μαζί του, ας πούμε, στα ζώα, είχατε πολλά ζώα, ήταν εδώ μέσα στο χωριό;

Χ.Κ.:

Γίδια είχαμε καμιά τριανταριά, τα είχαν μοιράσει διά τρία τα αδέρφια, ο πατέρας μου με άλλα δύο αδέρφια. Ζώα από τα άλλα είχαμε ένα γαϊδουράκι, ας πούμε, μία αγελάδα και ένα βόδι για να κάνουμε χωράφι. Εγώ από τα 12 τα χρόνια άρχισα να οργώνω, έπαιρνα το ένα δεμάτι, ας πούμε, μικρό από καλαμπόκι, το έπαιρνα στον ώμο και έπαιρνα και τα βόδια και πήγαινα περίπου 2-3 χιλιόμετρα για να οργώσω, και με το καλαμπόκι, το δεμάτι στον ώμο για να φάνε το μεσημέρι τα ζώα, στην ξεκούραση τα ζώα. Αυτή η διαδρομή γινόταν για να οργωθούν τα χωράφια συνήθως.

Σ.Σ.:

Εσύ ήσουν πολύ μικρός, όμως, τότε.

Χ.Κ.:

Από τα 12 χρονών.

Σ.Σ.:

Ποιος σου έμαθε να οργώνεις χωράφι;

Χ.Κ.:

Εκεί, με προσπάθεια ο πατέρας μου, κοντά στον πατέρα μου, «Πάρε λίγο κάνε, πάρε λίγο κάνε». Και όργωσα και ξένα και πήγαινα... Το ’60 μετά μού έκανε ο πατέρας το σπίτι, κάναμε δηλαδή το σπίτι μαζί, πήγαινα για να ξεχρεώσουμε τα παράθυρα, πόρτες, πήγαινα και ξενοόργωνα.

Σ.Σ.:

Με δουλειά...

Χ.Κ.:

Με τα ζώα, με δουλειά.

Σ.Σ.:

Με προσωπική δουλειά, ας πούμε.

Χ.Κ.:

Ναι, κανένα μεροκάματο στα καπνά[00:05:00] που ήταν τότε, τα καπνά, όχι μόνο εγώ, και ο μεγαλύτερος ο αδερφός μου. Λοιπόν, δηλαδή με λίγα λόγια μία περίπτωση τώρα που θυμάμαι όταν ήμουν 14 χρονών, πήγα να βοσκήσω τα ζώα, τα βόδια, και το μεσημέρι άναψα μία φωτιά, έβγαλα το παντελόνι, γιατί δεν είχαμε και παντελόνια για να βγούμε την Κυριακή έξω. Άναψα φωτιά, έβγαλα το παντελόνι, και ευτυχώς είχα καλό σορτσάκι, επειδή ασχολιόμουν με το ποδόσφαιρο και μας είχαν δώσει σορτσάκι καλό, άναψα φωτιά, έπλυνα το παντελόνι σε ένα ρυάκι με σαπούνι και κάθισα μία ώρα να το στεγνώσω σε φωτιά, όσο στέγνωσε, περίπου μισοστέγνωσε, για να το έχω την άλλη μέρα να βγω έξω την Κυριακή.

Σ.Σ.:

Ένα ρούχο δηλαδή.

Χ.Κ.:

Ή γιορτή, τι ήταν; Ένα ρούχο, ένα παντελόνι είχαμε, «Malta» το λέγανε το παντελόνι, μπλε παντελόνι.

Σ.Σ.:

Είπες ότι έπαιζες και ποδόσφαιρο, είχε ομάδα εδώ πέρα στο χωριό;

Χ.Κ.:

Η ομάδα ιδρύθηκε το 1957, ναι. Αλλά τότε, ναι, έπαιζα και ποδόσφαιρο, έχω και φωτογραφίες με το ποδόσφαιρο. Με τον πατέρα του Αλέκου Ράντου, ναι, έχω φωτογραφία. Μας είχε δημοσιεύσει. Είχε δημοσιεύσει φωτογραφία το ρεπορτάζ που είχε κάνει ο Αλέκος ο Ράντος στο «Sportime», είμαι με τον πατέρα του εκεί φωτογραφία.

Σ.Σ.:

Δηλαδή εσύ έπαιζες στην πρώτη ομάδα που έγινε στο χωριό;

Χ.Κ.:

Του Λόφου ναι, στην πρώτη ομάδα του Λόφου, εγώ και ο αδερφός μου ο μεγαλύτερος, ο Νίκος.

Σ.Σ.:

Θυμάσαι μήπως πώς ιδρύθηκε; Ποιανού ιδέα μπορεί να ήταν, πώς ξεκίνησε;

Χ.Κ.:

Ξεκίνησε, παίζαμε στις αλάνες εδώ-εκεί και επειδή είχαν ξεκινήσει και άλλα χωριά να κάνουν, να ιδρύουν ομάδα, έτσι αποφάσισαν και εμείς το ’57. Ο μπαρμα-Νίκος ο Νάκας, θυμάμαι, ήταν πρωτοστάτης σε αυτήν την προσπάθεια και μετά ο πρόεδρος της κοινότητας, ποιος ήταν τότε, δεν θυμάμαι. Σιγά σιγά κάναμε και το γήπεδο, γιατί παίζαμε στην κοινότητα, μπροστά σε έναν μικρό χώρο, δεν παίζαμε μέσα ποδόσφαιρο.

Σ.Σ.:

Ήταν αυτοσχέδιο γήπεδο, ας πούμε, εκεί πέρα;

Χ.Κ.:

Ναι, αυτοσχέδιο γήπεδο, ναι. Και ήμουν και καλός! Kαι ερχόταν τότε ένας παλιός ποδοσφαιριστής του Πιερικού, ο κύριος Μολοχίδης Ιωάννης, και με είχε κατατάξει ως καλύτερος και μου είχε κάνει πρόταση για να κατεβαίνω στον Πιερικό να κάνω προπονήσεις. Μου λέει: «Δεν έχεις κανέναν συγγενή στην Κατερίνη;», «Δεν έχω». «Δεν μπορείς να κατεβείς να μάθεις μια δουλειά, να πας για σιδεράς, ξέρω ’γω;». «Είναι το πήγαινε-έλα» λέω, που δεν μπορούσα.

Σ.Σ.:

Δεν πήγες δηλαδή;

Χ.Κ.:

Δεν πήγα δηλαδή. Και άλλα παιδιά ήταν καλά.

Σ.Σ.:

Πόσα χρόνια έπαιζες στην ομάδα;

Χ.Κ.:

Στην ομάδα έπαιζα από τα 16, στα 28-30. Μέχρι τα 30 χρόνια, καμιά δεκατέσσερα χρόνια, δεκατέσσερα χρόνια-δεκαπέντε.

Σ.Σ.:

Τι θέση έπαιζες;

Χ.Κ.:

Ήταν... Επειδή ήμουν πολύ καλός, όχι να το παινευτώ, επειδή ήμουν πολύ καλός έπαιζα μισό-επιθετικός, μέσος, με το δεκάρι που λένε, και κατέληξα το λίμπερο. Είχαμε και... Πολύ αγαπούσε το ποδόσφαιρο και με αγαπούσε και εμένα ο παππούς ο Σωκράτης ο Σιώκας, με αγαπούσε πολύ.

Σ.Σ.:

Έχεις, ας πούμε, αναμνήσεις από νίκες, από πανηγυρισμούς, από...; Πού καταφέρατε να τη φτάσετε την ομάδα;

Χ.Κ.:

Τότε δεν παίζαμε σε κατηγορία, απλώς κάναμε φιλικά παιχνίδια με άλλα χωριά, με τα γύρω χωριά εδώ. Αλλά αναμνήσεις βέβαια έχω. Στο Κίτρος, παίζαμε με το Κίτρος και χάναμε 1-0. Ο αδερφός μου έπαιζε άμυνα με έναν άλλον, Φωτίου Ταξιάρχη τον λέγανε, και επειδή είχαμε φάει το γκολ τσακωνόντουσαν αυτοί, «Ηρεμήστε, βρε[00:10:00] παιδιά, ηρεμήστε!». Στο δεύτερο ημίχρονο, με ήθελε και πολύ η μπάλα, τους πέταξα δύο γκολάκια και κερδίσαμε 2-1. Χαμός τότε, ήταν το ’67.

Σ.Σ.:

Σε είχαν δηλαδή και λίγο, έτσι, το καμάρι της ομάδας, επειδή ήσουν και λίγο καλός.

Χ.Κ.:

Ναι, όταν φοράς το «10» νούμερο, βέβαια. Πολύ καλός!

Σ.Σ.:

Εσύ φορούσες πάντα το «10», ήταν το...;

Χ.Κ.:

Όχι, από τα 15 ξεκίνησα με το «7», ας πούμε, σαν εξτρέμ. Μετά, όσο μεγάλωνα, δηλαδή από τα 18 χρόνια, ήμουν το δεκάρι.

Σ.Σ.:

Μήπως θυμάσαι έτσι κανένα σκηνικό; Ας πούμε, είχατε διαφωνίες πολύ έντονες, μαλώματα, ξέρω ’γω, γινόντουσαν τέτοια;

Χ.Κ.:

Μικροτσακομοί γινόταν. Παίζαμε μία χρονιά στο γήπεδό μας εδώ με τη Μηλιά, την Κάτω Μηλιά, και ένας Χριστόδουλος, θυμάμαι δάσκαλος κιόλας, είχε ’ρθει στα λόγια με έναν δικό μας από τη Ράχη, τον Κώστα τον Μπίνια τον έλεγαν, και θυμάμαι που τον κυνηγούσε μέσα στο γήπεδο τον δικό μας, γύρω γύρω στο γήπεδο! Δάσκαλος κιόλας!

Σ.Σ.:

Γινόντουσαν δηλαδή και τέτοια ακόμα και στα μικρά, τα φιλικά τα παιχνίδια;

Χ.Κ.:

Φιλικά παιχνίδια, πολύ κόσμο... Να σου δείξω φωτογραφίες με γυναίκες γύρω γύρω στο γήπεδο! Και μιλάμε το γήπεδο να έχει πέτρες, κοτρόνες, όχι χόρτα και τέτοια.

Σ.Σ.:

Και άμα πέφτατε τώρα εσείς κάτω...

Χ.Κ.:

Πέφταμε, ναι.

Σ.Σ.:

... στις πέτρες;

Χ.Κ.:

Τα ξέραμε, ναι, στις πέτρες. Οπωσδήποτε είχε και μικρό χαλικάκι και...

Σ.Σ.:

Είχατε κάτι τραυματισμούς, ας πούμε, μεγάλους, είχατε;

Χ.Κ.:

Όχι, δεν θυμάμαι τέτοια πράγματα, δεν θυμάμαι. Εδώ τουλάχιστον στο χωριό μας δεν θυμάμαι.

Σ.Σ.:

Επειδή είπες ότι ερχόταν και κόσμος, ήταν σαν γιορτή δηλαδή όταν έπαιζε η ομάδα;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι! Θυμάμαι κάποια παιχνίδια, επειδή μετά το ’60 το χωριό εδώ άρχισε να χτίζονται σπίτια, τότε το χωριό μας, ναι, και είχε πολλούς μαστόρους από το Λιτόχωρο. Και από εκεί ερχόταν –και το Λιτόχωρο είχε καλή ομάδα, τον Απόλλων Λιτοχώρου–, και έτυχε να έρχονται και ποδοσφαιριστές μαζί με τα μαστόρια και παίζαμε και με αυτούς στο γήπεδο. Μιλάμε για ενθουσιασμό και αυτοί! Κι σου λέω, γυναίκες ερχόταν, γυναίκες! Γυναίκες ήταν 50-60 χρονών τότε και ερχόταν στο γήπεδο να μας δουν.

Σ.Σ.:

Στήριζαν και την ομάδα και εσάς και...

Χ.Κ.:

Ναι.

Σ.Σ.:

Φίλαθλοι.

Χ.Κ.:

Η ομάδα Γιωργάκης Ολύμπιος Λόφου.

Σ.Σ.:

Το όνομα αυτό ποιος το σκέφτηκε; Πώς προέκυψε;

Χ.Κ.:

Αυτοί που το πρωτοξεκίνησαν. Έλεγαν να βάλουμε, επειδή είμαστε στους πρόποδες του Ολύμπου, να πούμε την ομάδα «Όλυμπος». Όλυμπο έλεγαν έχει και η Βροντού, οπότε να βάλουμε έναν ήρωα. Και επειδή σαν κοντινό είχαμε τον Γεωργάκη Ολύμπιο από το Λιβάδι...

Σ.Σ.:

Έτσι προέκυψε το όνομα.

Χ.Κ.:

Έτσι προέκυψε το όνομα, ναι.

Σ.Σ.:

Τώρα η ομάδα συνεχίζει ακόμα, έτσι;

Χ.Κ.:

Τώρα συνεχίζει, παίζει σε πρωταθλήματα. Πριν δέκα χρόνια-δεκαπέντε, ήμουν στο συμβούλιο τότε, την είχαμε ανεβάσει Δ΄ Εθνική την ομάδα.

Σ.Σ.:

Εσύ δηλαδή και αφότου σταμάτησες να παίζεις πάλι στήριζες;

Χ.Κ.:

Ναι, ήμανε πάλι σε δραστηριότητα στο συμβούλιο και έκανα δέκα χρόνια ταμίας, ας πούμε, στην ομάδα.

Σ.Σ.:

Την αγαπάς την ομάδα, τη στηρίζεις ακόμα.

Χ.Κ.:

Πάρα πολύ. Τον εγγονό μου τον Χρήστο που έχω εδώ και τα άλλα τα παιδιά της θυγατέρας μου, και εκείνα τα έτρεξα στο ποδόσφαιρο. Όλα τα αγαπούσα.

Σ.Σ.:

Τους έσπρωξες...

Χ.Κ.:

Πήγαινα στην Ακαδημία Γιώτσα, τους πήγαινα.

Σ.Σ.:

Τους έσπρωξες εσύ, τους προώθησες;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, κοντά σε εμάς αγαπούσαν και τα παιδιά, όπως γίνεται τώρα με τις ομάδες. Όπου ακούει, παράδειγμα, Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ, ακούνε και τα εγγόνια και αυτά, ας πούμε.

Σ.Σ.:

Ωραία. Κατά τ’ άλλα, μετά εδώ πέρα με τα άλλα τα αδέρφια, ήσασταν και πολλά αδέρφια, πώς ήσασταν έτσι μεταξύ σας; Πώς ήταν η [00:15:00]ζωή, τι άλλες ασχολίες είχατε εκτός από το ποδόσφαιρο, ας πούμε;

Χ.Κ.:

Παίζαμε τώρα κάτι παιχνίδια, που τα λέγαμε εμείς το «μπίλιο», η «τσιλίγκα». Στήναμε έναν τενεκέ, τον μπίλιο, και πετούσαμε πέτρες στρόγγυλες, σαν μπιφτέκι μεγάλο, ποιος θα χτυπήσει τον τενεκέ, πόσο μακριά θα πάει, και το λέγαμε «ντάλια», παίζαμε με ντάλιες αυτό το παιχνίδι. Η «τσιλίγκα» πάλι, κανένα μικρό κομματάκι ξύλο περίπου 20 πόντους, και ένα ματσούκι βέργα ένα μέτρο και χτυπούσαν ποιος θα τη στείλει πιο μακριά. «Τσιλίγκα».

Σ.Σ.:

Αυτά ήταν τα παιχνίδια, έτσι, της γειτονιάς, εδώ πέρα έξω;

Χ.Κ.:

Γειτονιά μας, γειτονιά μας, ναι, γειτονιά μας τα παιχνίδια. Μαζευόμασταν στις αλάνες. Αλλά πιο πολύ μπορώ να σου πω, τώρα που θυμήθηκα, αγαπούσαμε πολύ το ποδόσφαιρο. Όπως είπαμε, με τον Ράντο εδώ, επειδή είμαστε και γειτονιά, θυμάμαι μία χρονιά είχε 20 πόντους χιόνι και εμείς κάναμε αυτοσχέδια μπάλα με μπαλώματα, δεν είχαμε τότε... Σχολείο πηγαίναμε και παίζαμε μέσα στο χιόνι μπάλα με αυτήν. Πολύ αγαπούσαμε το ποδόσφαιρο!

Σ.Σ.:

Δεν σας πτοούσε ούτε ο καιρός ούτε...

Χ.Κ.:

Όχι, με το χιόνι! Με το χιόνι παίζαμε μπάλα.

Σ.Σ.:

Και την μπάλα αυτή πώς την κάνατε, με τα μπαλώματα που είπες;

Χ.Κ.:

Βάζαμε, παίρναμε ένα μεγαλούτσικο μπάλωμα, ας πούμε 50 πόντους, το γεμίζαμε με άλλα μικρά μπαλώματα και το ράβαμε γύρω γύρω με σπάγκο.

Σ.Σ.:

Και αυτή ήταν η μπάλα;

Χ.Κ.:

Αυτή ήταν η μπάλα.

Σ.Σ.:

Μετά το γήπεδο πάνω πότε έγινε; Πώς αποφασίσατε, ας πούμε, να το κάνετε εκεί;

Χ.Κ.:

Ναι, επειδή αυτό το χωράφι απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν της εκκλησίας και αποφάσισε η κοινότητα να αγοράσει, να κάνει ανταλλαγή άλλα 3 στρέμματα, τυχαίνει γείτονας εδώ με τον Ράντο, και τότε είχα την μπουλντόζα εγώ και το ισοπέδωσα ύστερα εγώ. Tο ’76 έγινε το γήπεδο.

Σ.Σ.:

Εσύ δηλαδή είχες και την μπουλντόζα;

Χ.Κ.:

Ναι, είχα την μπουλντόζα το ’76, και θυμάμαι που το έφτιαξα εγώ.

Σ.Σ.:

Πώς προέκυψε και πήρες μπουλντόζα και δούλευες έτσι; Πώς ξεκίνησες;

Χ.Κ.:

Το ’67 ο Πρόεδρος εδώ του χωριού τότε, ο Ράντος, είχε μία μπουλντόζα από την Κατερίνη και ισοπέδωνε ένα χωράφι. Και μου λέει το μεσημέρι: «Δεν πας στον μπουλντοζιέρη φαγητό;». Μου έδωσε το φαγητό και το πήγα στον μπουλντοζιέρη και αυτός ήταν μόνος του. Μου λέει: «Tι δουλειά κάνεις;», «Τώρα τίποτα» λέω. «Δεν έρχεσαι κοντά εδώ να σε μάθω;», «Αφού δεν ξέρω τίποτα». «Έλα» λέει. Από εκεί πήγα μία-δύο μέρες, έκοψα μια μέρα, μου πολυάρεσε και συνέχισα μετά και πήγαινα.

Σ.Σ.:

Δηλαδή έτσι ξεκίνησες και έμαθες;

Χ.Κ.:

Έτσι ξεκίνησα το ’67. Το ’72 δούλευα σε άλλον μπουλντοζιέρη στη Μάκρη, στην Αλεξανδρούπολη, στην Νέα Μάκρη, εκεί ξεκίνησα. Και το ’75 αποφάσισα και έκανα και πήρα δική μου μετά.

Σ.Σ.:

Πήρες δική σου μετά;

Χ.Κ.:

Πήρα δική μου, ναι. Την κράτησα μέχρι το ’85, δηλαδή δέκα χρόνια. Μετά ύστερα μεγάλωσε η οικογένεια, τα καπνά είχαν πιο πολύ κέρδος, ας πούμε, και αποφάσισα να σταματήσω την μπουλντόζα. Δουλεύαμε στα καπνά και, δόξα τω Θεώ, πήγαμε πολύ καλά στα καπνά μέχρι κάποια εποχή.

Σ.Σ.:

Με τη μπουλντόζα πήγαινες και αλλού, ας πούμε, σε δουλειές;

Χ.Κ.:

Ναι, στο δασαρχείο, στα Πιέρια ας πούμε, στο δασαρχείο. Ισοπέδωνα χωράφια, άνοιγα λάκκους, ό,τι δουλειές τις έκανα. Ειδικά, ως επί το πλείστον, χωράφια ισοπέδωνα και δρόμους στο δασαρχείο.

Σ.Σ.:

Και μετά αποφάσισ[00:20:00]ες ουσιαστικά να σταματήσεις για τα καπνά, γιατί είχατε καπνά;

Χ.Κ.:

Για τα καπνά, ναι, επειδή είχε μεγαλώσει η οικογένεια και βοηθούσε πολύ στα καπνά. Αλλά ήταν πιο κερδοσκοπικό το εισόδημα από τα καπνά.

Σ.Σ.:

Καπνά εσείς από πότε ξεκινήσατε να βάζετε εδώ πέρα, να καλλιεργείτε;

Χ.Κ.:

Εγώ από τότε που... Ο πατέρας μου δηλαδή, από 7-8 χρονών που ήμουν, από το ’46. ’55 και μετά, θυμάμαι, βάζαμε καπνά.

Σ.Σ.:

Βάζατε και άλλες καλλιέργειες, όμως, δεν ήταν μόνο...

Χ.Κ.:

Ναι, βάζαμε λίγα φασόλια, λίγο καλαμπόκι, ως επί το πλείστον ήταν το σιτάρι, θερίζαμε με το δρεπάνι, κουβαλούσαμε τα δεμάτια. Τότε ήταν οι λεγόμενες πατόζες, που έβγαιναν στα χωράφια και αλώνιζαν. Τα συγκεντρώναμε τα δεμάτια σε ένα χωράφι και... Όχι μόνο, δηλαδή δεκαπέντε-είκοσι άτομα σε ένα χωράφι, ερχόταν η πατόζα, αλώνιζε τις θημωνιές που τα λέγαμε.

Σ.Σ.:

Εσύ σαν παιδάκι δηλαδή τα θυμάσαι, έχεις εικόνα αυτά πώς ήταν;

Χ.Κ.:

Σαν να τα βλέπω τώρα! Θυμάμαι μία περίπτωση, αφού είχαν γίνει τα αλώνια, τότε κουβαλούσαμε και τα άχυρα με το κάρο, βάζαμε σίτα γύρω γύρω στο κάρο για τα ζώα τον χειμώνα. Και σε ένα αλώνι ήταν ο παππούς ο Γιώργης ο Σιώκας. Έδενε άχυρο με μηχανή χειροποίητη. Και θυμάμαι πήγαινα, επειδή πήγαινα τα βόδια εγώ και τα βοσκούσα εκεί στα άχυρα, τον βοηθούσα. Και θυμάμαι το δεκάρικο, μου έδωσε ένα δεκάρικο επειδή τον βοηθούσα δυο, τρεις μέρες, πέντε, πόσες ήταν, μου έδωσε ένα δεκάρικο. Και αυτό τώρα σαν να το βλέπω, επειδή μου το είχε δώσει και μου έπεσε κάτω, σαν να το βλέπω τώρα που το παίρνω, σκύβω και το παίρνω. Ο παππούς ο Γιώργης...

Σ.Σ.:

Τότε έτσι ήταν όμως και ο κόσμος, ο ένας βοηθούσε τον άλλον δηλαδή;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, εγώ αφού βοσκούσα τα βόδια εκεί και δεν είχα άλλο τίποτα να κάνω, πρόσεχα και τα βόδια, βοηθούσα και τον παππού τον Γιώργη. Αλλά θυμάμαι τώρα το δεκάρικο που μου έδωσε, 10 δραχμές.

Σ.Σ.:

Πόσο πολύ χάρηκες, ας πούμε, εσύ!

Χ.Κ.:

Τότε τι; Είχε η πορτοκαλάδα μισή δραχμή, είναι να μην χαρείς; Με 2 δραχμές πηγαίναμε στην πανήγυρη στην Κατερίνη, εκείνα τα χρόνια.

Σ.Σ.:

Πώς πηγαίνατε μέχρι την Κατερίνη εκείνα τα χρόνια;

Χ.Κ.:

Πώς πηγαίναμε; Από δω μέχρι τη Νεοκαισάρεια είναι 5 χιλιόμετρα περίπου, με τα πόδια. Εκεί πότε αστική, πότε κανένα φορτηγό μας έπαιρνε, ανεβαίναμε στην καρότσα και μας πήγαινε. Τότε και τα φορτηγά... Ούτε άσφαλτος υπήρχε ούτε... Αραιά και πού να βλέπεις ανά δυο-τρεις ώρες ή και δύο την ημέρα που λένε να περνούσαν.

Σ.Σ.:

Και το περιμένατε το πανηγύρι αυτό;

Χ.Κ.:

Με πολλή χαρά! Πολλή χαρά!

Σ.Σ.:

Τι είχε εκεί πέρα και το περιμένατε τόσο πολύ;

Χ.Κ.:

Τι είχε; Όπως το σημερινό περίπου, κούνιες, τότε είχε και όργανα. Είχε και όργανα το πανηγύρι τότε. Τώρα δεν έχουν. Κούνιες, σουβλάκια, αυτά τα απαραίτητα. Αλλά θυμάμαι που είχαν και όργανα. Έπαιζαν και από δω από το χωριό μας όργανα στην πανήγυρη.

Σ.Σ.:

Οπότε και σαν πιο μικροί εσείς πηγαίνατε εκεί και για διασκέδαση, ας πούμε.

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, αλλά πηγαίναμε με τα πόδια. Από εκεί μετά ερχόμασταν πάλι προς τα πάνω και από την πανήγυρη ερχόμασταν μέχρι το χωριό με τα πόδια.

Σ.Σ.:

Εντάξει, ήταν και η χαρά μετά που...

Χ.Κ.:

Βέβαια χαρά! Γυρνούσαμε και πρωινές ώρες. 2:00-3:00 όταν είναι νύχτα, είναι και δροσιά, δεν κάνει ζέστη.

Σ.Σ.:

Μπορεί να καθόσασταν δηλαδή μέχρι αργά, αφού είχε και ορχήστρα εκεί;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, γιατί η πανήγυρη αρχίζει από τις 4:00-5:00 το απόγευμα και έκλεινε 2:00, 3:00, 4:00 το πρωί.

Σ.Σ.:

Κάθε πότε γινόταν αυτό;

Χ.Κ.:

Η πανήγυρη γινόταν κάθε χρόνο 4 με 8 Σεπτεμβρίου, μία εβδομάδα εκεί, αυτές τις ημερομηνίες.

Σ.Σ.:

Εδώ άλλα πανηγύρια στο[00:25:00] χωριό, άλλες εκδηλώσεις είχατε;

Χ.Κ.:

Εδώ κάναμε μόνο πανηγύρι, κάναμε 15 Αυγούστου που γιόρταζε το χωριό μας. Το χωριό μας έχει, ας πούμε, ενορία τον Άγιο Γεώργιο, αλλά λόγω που ήταν το παλιό το χωριό, ο Παλιοζιάζιακος, είχε την Παναγία σαν προστάτη, και επειδή γιόρταζαν οι παλιοί τον Δεκαπενταύγουστο την πανήγυρη, καθιερώσαμε και όταν κατέβηκαν εδώ μετά, καθιέρωσαν την πανήγυρι 15 Αυγούστου.

Σ.Σ.:

Έμεινε από τότε.

Χ.Κ.:

Τώρα τον Άγιο Γεώργιο κάνουν άλλες εκδηλώσεις τώρα, νέες.

Σ.Σ.:

Και πώς ήταν το πανηγύρι εδώ; Μαζευόταν όλο το χωριό; Τι θυμάσαι εσύ από τα πανηγύρια εδώ;

Χ.Κ.:

Εδώ θυμάμαι τρία καφενεία ήταν; Και τα τρία είχαν όργανα. Και τρεις μέρες πανηγύρι. Τρεις μέρες πανηγύρι! Μαζευόταν κόσμος, ήταν και άλλα χωριά, κοντινά χωριά, όπως είναι ο Άγιος Σπυρίδωνας, η Βροντού, Κονταριώτισσα, ας πούμε, και εμείς πηγαίναμε στην Αγία Τριάδα που γιόρταζε η Βροντού την πανήγυρη, ο Άγιος Σπυρίδωνας τον Άγιο Σπυρίδωνα, έτσι μαζευόταν ο κόσμος.

Σ.Σ.:

Στα καφενεία δηλαδή, έξω ήταν;

Χ.Κ.:

Στα καφενεία έκαναν παράγκα με πανί, πανιά, καπνόπανα, ας πούμε.

Σ.Σ.:

Και μαζευόσασταν όλο το χωριό, γλεντούσατε;

Χ.Κ.:

Όλο το χωριό, τρεις μέρες πανηγύρι! Και από άλλα χωριά ερχόταν, όπως είπαμε.

Σ.Σ.:

Και Κυριακές, ας πούμε, μαζευόταν ο κόσμος στα σπίτια; Μόνο περίμεναν το πανηγύρι ή γλεντούσατε και μέσα στον χρόνο;

Χ.Κ.:

Εμείς βγαίναμε στα καφενεία. Τώρα στις γιορτές πάλι, Άγιο Δημήτριο, Άγιο Γεώργιο...

Σ.Σ.:

Ωραία. Κατά τα άλλα, πώς ήταν η ζωή εδώ;

Χ.Κ.:

Τον Άγιο Ιωάννη, συγγνώμη, που δεν θυμήθηκα, τον Άγιο Ιωάννη, εκεί γινόταν σαν γιορτή, μεγάλη γιορτή, αφού γιόρταζε το χωριό, είναι η άλλη η εκκλησία.

Σ.Σ.:

Εσύ έμαθες όμως και την... Επειδή έχουν τα όργανα εδώ πέρα, είναι η παραδοσιακή γκάιντα που παίζουν, εσύ έμαθες να φτιάχνεις.

Χ.Κ.:

Ναι, γκάιντα έπαιζε ο πατέρας μου και τα άλλα τα δύο αδέρφια του πατέρα μου, έπαιζαν και οι τρεις γκάιντα.

Σ.Σ.:

Τους θυμάσαι να παίζουν γκάιντα;

Χ.Κ.:

Βέβαια, τον πατέρα μου έχω και φωτογραφία με γκάιντα, που είμαστε μαζί με την γιαγιά Βαγγελή φωτογραφία. Από εκεί μου ήρθε κάπως αργά τώρα το μυαλό και εμένα να ασχοληθώ και... Λίγο παίζω, αλλά για κατασκευή κάνω κατασκευή ωραία.

Σ.Σ.:

Πώς την κάνεις την κατασκευή; Πώς γίνεται μία γκάιντα;

Χ.Κ.:

Μία γκάιντα... Το δέρμα του είναι από κατσίκι, κατσίκα, δηλαδή γύρω στα 15-18 κιλά το κατσίκι όταν είναι, τα ξύλα μετά. Η φλογέρα και τον ζουρνά που λέμε που φτιάχνουν, τα φτιάχναμε με ξύλο πυξάρι, από ξύλο πυξάρι, είναι καλό το ξύλο, καθαρό.

Σ.Σ.:

Και αυτό πόσο καιρό παίρνει για να το κάνεις εσύ;

Χ.Κ.:

Παίρνει καιρό. Αν ασχοληθείς ειδικά με αυτό μόνο, σε έναν μήνα μπορείς να το κάνεις. Αλλά επειδή ήταν και άλλες δουλειές, έπαιρνε και δύο μήνες, έπαιρνε και τρεις.

Σ.Σ.:

Εσένα σου έμαθε κάποιος να το κάνεις αυτό ή μόνος σου, όπως θυμόσουν;

Χ.Κ.:

Όχι, είδα σε έναν θείο εκεί, τον είπα να μου κάνει εμένα. Μου έκανε εκείνη και έκανα και άλλες εγώ μετά.

Σ.Σ.:

Σου έδειξε δηλαδή αυτός έτσι λίγο και μετά...

Χ.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Σ.:

Έχεις κάνει πολλές;

Χ.Κ.:

Τρεις γκάιντες να έχω κάνει. Τρεις και μία που μου είχε κάνει αυτός, τέσσερις.

Σ.Σ.:

Από τον πατέρα, τα αδέρφια που είπες ότι έπαιζαν, έπαιζαν έξω στα καφενεία;

Χ.Κ.:

Έπαιζαν στα χοροστάσια που λέγαμε τότε παλιά. Παράδειγμα, τον Άγιο Γεώργιο. Δεν υπήρχαν τότε κλαρίνα, γκάιντα. Στους γάμους παίζανε γκάιντα. Τον Άγιο Ιωάννη, που γινόταν πάλι γιορτή του χωριού, της εκκλησίας, σε γιορτές παίζαν γκάιντα. Τον πατέρα μου που έχω φωτογραφία ήταν σε γιορτή, εδώ στο σπίτι.

Σ.Σ.:

Και στο σπίτι δηλαδ[00:30:00]ή που μαζευόταν;

Χ.Κ.:

Ναι, στα σπίτια, στις γιορτές, ναι. Τότε δεν πήγαιναν μόνο οι συγγενείς στον εορταζόμενο, γινόταν παρέες, πέντε-έξι άντρες μαζί, και γυρνούσαν όλο το χωριό, όποιος γιόρταζε. Τον Άγιο Γεώργιο πήγαιναν στους Γιωργάδες, τα Χριστούγεννα στους Χρηστάδες.

Σ.Σ.:

Και έστηναν μία γιορτή;

Χ.Κ.:

Ναι, έστηναν μία γιορτή, ναι. Γκάιντα μαζί, όποια παρέα είχε γκάιντα.

Σ.Σ.:

Η γκάιντα δηλαδή ήταν απαραίτητη για τα πανηγύρια ή για τις γιορτές.

Χ.Κ.:

Για τις γιορτές, το πανηγύρι και στους γάμους. Στους γάμους δεν είχαν άλλο τίποτα, γκάιντα.

Σ.Σ.:

Εσύ, επειδή είπες ότι λίγο αργά έτσι το σκέφτηκες, πώς, με ποια αφορμή ξεκίνησες; Θυμήθηκες, ας πούμε, τον πατέρα σου, τους δικούς σου;

Χ.Κ.:

Ε, ναι, ξεκίνησα έτσι. Επειδή εδραιωνόταν και ο Σύλλογος εδώ, ο Χορευτικός Σύλλογος, λέω μήπως μπορέσουμε να βοηθήσουμε.

Σ.Σ.:

Και στον Σύλλογο.

Χ.Κ.:

Και στον Σύλλογο.

Σ.Σ.:

Και παίζεις πολύ λίγο δηλαδή, έτσι απλά;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Σ.:

Κυρίως η κατασκευή δηλαδή σε ενδιαφέρει;

Χ.Κ.:

Εγώ ναι, η κατασκευή.

Σ.Σ.:

Σου ζήτησαν δηλαδή και από τον Σύλλογο πολλές φορές να...

Χ.Κ.:

Ναι, μου ζήτησαν να πάω. Τώρα είμαι στα πρόθυρα έτσι...

Σ.Σ.:

Σκέφτεσαι να ξεκινήσεις να παίζεις;

Χ.Κ.:

Να ξεκινήσω, ναι, να παίζω.

Σ.Σ.:

Παίζει κάποιος άλλος από εδώ από το χωριό, παίζουν;

Χ.Κ.:

Τώρα, δυστυχώς, δεν έχουμε. Αυτός που έπαιζε, ο θείος μου, μπατζανάκης μου ήταν κιόλας, πρώτες ξαδέρφες έχουμε, έπεσε τώρα, δεν μπορεί να... Τον πήραν τα γεράματα, ας πούμε.

Σ.Σ.:

Κάποιος πρέπει να το συνεχίσει δηλαδή;

Χ.Κ.:

Κάποιος πρέπει να το συνεχίσει όμως. Και νέα παιδιά δεν βλέπω να ασχολούνται.

Σ.Σ.:

Δεν έχει έρθει ποτέ κανένας μικρότερος σε ηλικία να του μάθεις, ας πούμε;

Χ.Κ.:

Όχι, από το χωριό μας όχι. Τώρα παίρνουν έναν από τη Ράχη για να κάνουν την εκδήλωση στον Παλιοζιάζιακο, στα Εισόδια της Θεοτόκου.

Σ.Σ.:

Πάντως, δεν ασχολείται δηλαδή κάποιος;

Χ.Κ.:

Όχι, κανένας, δυστυχώς.

Σ.Σ.:

Και γι’ αυτό σκέφτεσαι εσύ μήπως να ξεκινήσεις να παίζεις κιόλας, να βοηθήσεις τον Σύλλογο;

Χ.Κ.:

Αν μπορέσω, έτσι σκέφτομαι!

Σ.Σ.:

Μετά, εκτός απ’ όλα αυτά, τις αναμνήσεις από την οικογένεια που μπορεί να θυμάσαι, μετά πώς προχώρησες στη ζωή εσύ; Παντρεύτηκες, έκανες οικογένεια;

Χ.Κ.:

Αφού ήρθε ο καιρός να πάμε τώρα και κατά την οικογένεια, ήρθε ο καιρός να παντρευτώ, πήγα ζήτησα τη γυναίκα που έχω. Δεν μου την έδιναν, δεν την έδινε ο πατέρας της, η πεθερά μου είχε πεθάνει. Πριν δυο-τρεις μήνες είχε παντρέψει άλλο κορίτσι ο πεθερός μου, δήθεν «Δεν έχω τον καιρό» μου έλεγε. Αυτά γινόταν είκοσι μέρες πριν τον Δεκαπενταύγουστο, το ’68. Πώς έτυχε παραμονές το πανηγύρι, 14 Αυγούστου πηγαίναμε στην Κατερίνη, άλλος να πάρει κανένα ρούχο, άλλος έτσι, άλλος να κάνει το μαλλί. Η γυναίκα μου κατέβηκε να κάνει το μαλλί. Εγώ κατέβηκα με άλλο προορισμό μπας και μπορέσω να την ανταμώσω. Βρήκα μία φιλενάδα εκεί, την πήρε σε ένα σπίτι και από εκεί... Μην την είδατε, πεθερέ, πάλι!

Σ.Σ.:

Και πού πήγατε μετά εσείς;

Χ.Κ.:

Αυτό έγινε περίπου το μεσημέρι. Καθίσαμε σε ένα σπίτι, στο σπίτι εκεί που είχαμε κρυφτεί, καθίσαμε μέχρι 9:00-10:00 η ώρα, νύχτα. Μετά από εκεί πήραμε ταξί και πήγαμε στην Καρίτσα. Στην Καρίτσα έχω πολλά δεύτερα ξαδέρφια και πήγαμε στην Καρίτσα.

Σ.Σ.:

Και μετά πώς γυρίσατε πίσω στο χωριό; Πότε γυρίσατε;

Χ.Κ.:

Στο χωριό την άλλη μέρα, τον Δεκαπενταύγουστο. Ήρθε ένας ξάδερφός μου από εδώ, ο Νάκας ο Γιώργος, ήρθε με ένα φορτηγό αμάξι και μας πήρε από την Καρίτσα.

Σ.Σ.:

Και μετά πώς ήταν εδώ πέρα ο πεθερός;

Χ.Κ.:

Ήρθαμε εδώ στο σπίτι, φυσικά οι δικοί μου μας δέχτηκαν. Δεν φτάνει αυτό, βγήκα[00:35:00]με και το πανηγύρι έξω, από εκεί φορτισμένη η ατμόσφαιρα. Τάχα δήθεν είχαμε και δύο παιδιά χωροφύλακες, νέοι ήταν, εδώ στο χωριό. Λέει: «Μην φοβάστε, παρακολουθούμε εμείς. Μην φοβάστε», μην γίνει τίποτα. Μια γιαγιά τη γυναίκα μου την είπε, της τραβούσε τη φούστα: «Τι τον έκανες τον πατέρα σου;». Γιαγιά ήταν. Βγήκαμε στο πανηγύρι, καθίσαμε κανονικά, γλεντήσαμε.

Σ.Σ.:

Και μετά τι έγινε;

Χ.Κ.:

Μετά στεφανωθήκαμε κανονικά.

Σ.Σ.:

Δεν είπαν τίποτα μετά δηλαδή;

Χ.Κ.:

Όχι, ήταν και στον γάμο ο πεθερός μου και τα κουνιάδια μου κανονικά, τίποτα.

Σ.Σ.:

Αυτό γινόταν τότε γενικά; Ας πούμε, άμα μία οικογένεια δεν ήθελε να το δώσει π.χ. το κορίτσι, γινόταν.

Χ.Κ.:

Γινόταν, ναι. Ύστερα εμείς, το έχουνε και λίγο το αίμα μου. Ο πατέρας μου κλεμμένοι, ο αδερφός μου ο μικρότερος κλεμμένοι κι αυτός, από τη Ρητίνη έχει.

Σ.Σ.:

Γινόταν και από πιο παλιά δηλαδή, ακόμα πιο παλιά;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι.

Σ.Σ.:

Για να μην χωριστεί το ζευγάρι.

Χ.Κ.:

Ναι, πώς λένε: «Άμα θέλει η νύφη και ο γαμπρός, τύφλα να έχει ο πεθερός!».

Σ.Σ.:

Από εκεί έχει βγήκε η παροιμία.

Χ.Κ.:

Από εκεί βγήκε η παροιμία.

Σ.Σ.:

Και μετά; Δηλαδή, εντάξει, όλα καλά, σας δέχτηκαν έτσι κι αλλιώς και συνεχίσατε.

Χ.Κ.:

Ναι. Μετά που παντρευτήκαμε, τέλος πάντων, το ’68, το ’70 βάλαμε και κάναμε το σπίτι. Έκανα αίτηση στην τράπεζα, πήρα δάνειο και αρχίσαμε και χτίσαμε το σπίτι το ’70. Το ’72, όπως σου είχα προ πει, εγώ πήγα δούλεψα στην Αλεξανδρούπολη σε μπουλντοζιέρη, μου άρεσε καλύτερα, έπαιρνα καλό μισθό. Η γυναίκα εδώ είχαμε το ένα το παιδί, ήταν 3 χρονών. Στο άλλο, στην κόρη, ήταν έγκυα κι εγώ είχα πάει και δούλευα στον μπουλντοζιέρη, ας πούμε.

Σ.Σ.:

Πάντως υπάρχει η αγάπη, ας πούμε, ότι όλα τα χρόνια δηλαδή που είστε μαζί και δεν χωριστήκατε από τότε.

Χ.Κ.:

Η αγάπη μετά και με τον πεθερό μου, ας πούμε, και με τα κουνιάδια μου... Δεν μπορώ να σου πω, όπως βλέπαν εμάς μπορώ να σου πω κανέναν άλλον. Πολλή αγάπη!

Σ.Σ.:

Άλλαξαν μετά.

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, πολλή αγάπη. Είχαμε δηλαδή καλές αλισβερίσιες, πάρε-δώσε με τον πεθερό μου και με τα κουνιάδια.

Σ.Σ.:

Και τώρα πώς είναι η ζωή εδώ για εσένα; Πώς το βλέπεις το χωριό τώρα;

Χ.Κ.:

Τώρα βλέπω το χωριό... Να πάρουμε από την παραγωγή, τα καπνά σχεδόν τα έχουν τελειώσει, που ήταν το άλφα και το ωμέγα για το χωριό. Τότε χτίστηκαν όλα τα σπίτια, από το ’60 και μετά. Τώρα τον βλέπω τον καπνό, δεν συμφέρει κιόλας να βάλεις καπνό, είναι φάρμακα ακριβά, λιπάσματα, πετρέλαια, ενοίκια, γιατί χωράφια δεν έχει το χωριό μας τώρα για να βάλουν. Λίγα χωράφια που είχαν τα βάλαν περιβόλια, άλλος αμπέλια, άλλος καΐσια, άλλος κεράσια. Άρα βλέπω κάπως δύσκολα. Ο κόσμος ασχολείται τώρα πιο πολύ με το μεροκάματο, εκεί κατέληξε τώρα.

Σ.Σ.:

Δηλαδή σε σχέση με εσάς που είχατε επενδύσει στις αγροτικές δουλειές.

Χ.Κ.:

Εμείς είχαμε επενδύσει. Να φανταστείς, ξεκινήσαμε με ένα ζώο, με είχε φέρει, μας το προξένεψε ο μπατζανάκης μου ένα ζώο, γαϊδουράκι ας πούμε. Μετά από το ζώο, αφού δούλεψα, όπως είπα, εδώ-εκεί στη μπουλντόζα, εδώ-εκεί, λίγα καπνά, πήρα ένα φορτηγάκι, Mazdaκι. Το ’81 πήρα τρακτέρ, φτιάχναμε και το σπίτι.

Σ.Σ.:

Ωραία, δηλαδή λίγο λίγο ο κόσμος...

Χ.Κ.:

Λίγο λίγο φτιάχναμε και το σπίτι. Ύστερα πήραμε και κλειστό, αφού μεγάλωσε και η οικογένεια και βοηθούσε. Και κάναμε και άλλο σπίτι με τον γιο μου μετά, πριν παντρευτεί ο γιος μου το κάναμε το σπίτι. Αλλά...

Σ.Σ.:

Τα καταφέρατε.

Χ.Κ.:

Τώρα φαντάσου το ’76 να πάρεις Mazdaκι, το ’81 τρακτέρ, το ‘90 πήραμε κλε[00:40:00]ιστό. Το ’96 χτίσαμε το άλλο το σπίτι, το διώροφο, δηλαδή είχαμε ανάπτυξη, είχε ανάπτυξη.

Σ.Σ.:

Ανάπτυξη και όλο με προσωπική δουλειά.

Χ.Κ.:

Με προσωπική δουλειά, οικογενειακή δουλειά. Εκτός από το δικό μου το σπίτι που πήρα δάνειο, τα άλλα έγιναν όλα με λεφτά από τα εισοδήματα.

Σ.Σ.:

Από τη δουλειά.

Χ.Κ.:

Από τα εισοδήματα.

Σ.Σ.:

Ωραία, ωραία. Τώρα που έδωσες τη συνέντευξη αυτή και θυμήθηκες έτσι λίγο τα παλιά και την ομάδα, πώς σου φάνηκε;

Χ.Κ.:

Κάπου κάπου έτσι ανατριχίλα, όταν θυμάμαι τα παλιά, και συγκίνηση και όλα. Είναι...

Σ.Σ.:

Ήταν αλλιώς η ζωή.

Χ.Κ.:

Ναι, αλλιώς ήταν. Τώρα εμείς καφενείο, σπίτι. Μέχρι πέρσι βοηθούσα κι εγώ λίγο στο αμπέλι, πήγαινα. Τώρα συνταξιούχοι, βέβαια, κάθομαι σπίτι.

Σ.Σ.:

Ωραία, ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.

Χ.Κ.:

Τίποτα, παρακαλώ.

Σ.Σ.:

Εύχομαι τα καλύτερα.

Χ.Κ.:

Παρακαλώ.