© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Ο κόσμος είναι αυτός που θα σε κατατάξει εκεί που πρέπει να είσαι και ο χρόνος είναι αυτός που θα σε δικαιώσει ή θα σε απορρίψει»: Ο τραγουδιστής Τάσος Παρχαρίδης αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
25271
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστάσιος Παρχαρίδης (Α.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/09/2023
Ερευνητής/τρια
Μαρία Καλεμκερίδου (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Α.Π.:

Καλησπέρα Μαρία.

Μ.Κ.:

Λοιπόν, εγώ λέγομαι Καλεμκερίδου Μαρία. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Ο μήνας σήμερα έχει 8 και είναι Σεπτέμβριος του 2023. Βρισκόμαστε στο χωριό Δρέπανο μαζί με τον…

Α.Π.:

Παρχαρίδη Τάσο.

Μ.Κ.:

Ο οποίος θα μας μιλήσει για την ποντιακή μουσική και για την πορεία του στο ποντιακό τραγούδι.

Α.Π.:

Έτσι ακριβώς.

Μ.Κ.:

Οπότε, Τάσο, ο λόγος είναι σε εσένα. Σε ακούμε.

Α.Π.:

Καλησπέρα και πάλι. Ονομάζομαι Παρχαρίδης Αναστάσιος, είμαι 33 χρονών, έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει στην πόλη της Κοζάνης. Έχω σπουδάσει Δασοπονία και Διαχείριση Φυσικού Περιβάλλοντος, και εκτός από τη μουσική, εργάζομαι ως σύμβουλος πωλήσεων μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας. Το ότι ασχολήθηκα με τη μουσική ήτανε κάτι αυθόρμητο, που βγήκε αυτό από μέσα μου έτσι αβίαστα, και πράγμα το οποίο δεν το περίμενε κανένας. Κανένας όμως. Εγώ ήμουνα ένας έφηβος, μακρυμάλλης, με… άκουγα ραπ μουσική, χιπ χοπ. Έτσι; Και το ντύσιμό μου δηλαδή αυτό ήτανε: φαρδιά παντελόνια, φαρδιά ρούχα, καβάλο τέρμα χαμηλό. Ναι. Ήτανε η μόδα της εποχής. Όμως, ο τρόπος με τον οποίο, ας πούμε, μεγάλωσα και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα, το οικογενειακό μου περιβάλλον, ήτανε άκρως ποντιακό. Δηλαδή είχα την τύχη να μεγαλώσω με τον έναν μου τον παππού και τις δύο μου τις γιαγιάδες, οπότε η διάλεκτος που άκουγα καθημερινά ήταν τα ποντιακά. Ένα ήταν αυτό. Ένα άλλο πως μέσα στο σπίτι, είτε τα έθιμά μας, είτε τα ήθη μας, οι αξίες μας, οι παραδόσεις μας, όλα αυτά γινόντουσαν κατά γράμμα. Κατά γράμμα. Όλα! Εντάξει, όταν είσαι έφηβος, αυτά δεν… μπορεί να μην τα δίνεις σημασία ή μπορεί να τα θεωρείς κάπως, αλλά αυτά σού μένουνε, είναι βιώματα, περνάνε στο υποσυνείδητό σου. Ώσπου έφτασα, ας πούμε, στην ηλικία γύρω στα 16-17, που έτσι ξεκίνησα να ακούω ποντιακά. Στο πολύ αυθόρμητο. Όχι δηλαδή θα μου πει κάποιος, ας πούμε: «Άκου ποντιακά», ή ακόμα ο πατέρας μου και ο θείος μου που παίζουνε και τραγουδάνε. Ποτέ δεν γύρισαν να μου πούνε ότι: «Ξέρεις κάτι; Είσαι ο γιος του Στάθη του Παρχαρίδη. Πρέπει να παίξεις λύρα και να τραγουδήσεις. Είσαι ο ανιψιός του Αλέξη του Παρχαρίδη, πρέπει να τραγουδάς ποντιακά και να παίζεις λύρα». Ποτέ. Ποτέ. Εντάξει, βέβαια ήμουνα και ζωηρό παιδί, από μικρός δηλαδή ήθελα την ανεξαρτησία μου, έκανα αυτό που ήθελα. Και με τα καλά του και με τα κακά του, έτσι; Και με τα καλά του και με τα κακά του. Ώσπου φτάνω σε μία ηλικία 16-17 χρονών που αρχίζω και ψάχνω να ακούω ποντιακά. Αλλά ήθελα συγκεκριμένα πράγματα. Θυμάμαι είχε βγει, εκείνη η χρονιά… εκείνα ήτανε… ήτανε η χρονιά που είχε κυκλοφορήσει το CD, το Πρωτοχώρι, το ένα μου το χωριό, το Πρωτοχώρι Κοζάνης, είχανε κυκλοφορήσει, είχανε κάνει το CD: «Σ’σην πλατείαν χορεύνε». Άκουγα συνέχεια αυτό, το είχα μάθει από έξω. Και ένα ακόμη CD που άκουγα ήτανε του Αντέμ Εκίζ, από την Τουρκία, το: «Ρωμαίικα τραγωδίας». Ήτανε τα δύο που παίζανε πάντα μέσα στο σπίτι. Έτσι ξεκίνησα και άκουγα. Μετά, ας πούμε, να θα μαζευτούμε τα παιδιά να κάτσουμε παρέα, να παίξουμε λίγο λύρα, τάχα να κάνουμε ένα μουχαπέτ’, κάτι τέτοιο. Έβγαινε κι ένα στιχάκι, δειλά-δειλά. Οπότε, έτσι μέσα από παρέες, μέσα από τραπέζια, που λάμβαναν χώρα είτε μέσα στο σπίτι σ’ εμένα είτε… δηλαδή με παρέες του πατέρα μου, του θείου μου, έτσι μεγάλους, είτε εμείς οι νεότεροι, που Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι, θα πήγαινα στο χωριό, μαζευόμασταν όλοι μαζί, είχαμε εκεί τα μέρη που μαζευόμασταν, και θα γλεντούσαμε έτσι εμείς μεταξύ μας. Και ξεκίνησα να λέω κάποια στιχάκια. Ε, το ένα στιχάκι έφερε το άλλο, ώσπου μια μέρα ο Σύλλογος Ποντίων «Αντάμωμαν», εδώ στην Κοζάνη, με χοροδιδάσκαλο τον Τριαντάφυλλο Αφουξενίδη, πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου και τον είπε: «Στάθη, θέλει ο Τάσος να ’ρθει να συνοδέψει το χορευτικό, να τραγουδήσει; Να πει κάποια χορευτικά τέτοια, τραγούδια;». Λέει… Ε, με ρωτάει ο πατέρας μου, με λέει, έτσι κιόλας δηλαδή: «Ρε συ», με λέει, «θες να πας;». Ε, λέω κι εγώ: «Θα πάω». Και πήγα. Και ξεκίνησα τώρα έτσι… Δηλαδή μπήκα, ας πούμε, στον χώρο πολύ ομαλά και πολύ… νομίζω είναι και η υγιής ροή που πρέπει να μπαίνει ένας νέος σ’ αυτόν τον χώρο. Έτσι; Ξεκίνησα μετά να μ’ έπαιρνε, ο Σύλλογος Ποντίων «Αντάμωμαν» μ’ έπαιρνε στις εμφανίσεις του, ε μετά ξεκίνησε, ξες, μ’ έπαιρνε και κάποιος άλλος σύλλογος, κάποιος άλλος σύλλογος. Μετά χτύπησε και το τηλέφωνο: «Τασούλη, θα ’ρθεις, έχουμε στο χωριό ένα προγλέντι, σαββατόβραδο, γάμο, θα ’ρθεις να τραγουδήσεις;». Ε, και μετά ήρθανε και οι χοροί, ήρθανε και οι εκδηλώσεις, ήρθανε και οι συναυλίες. Έτσι μπήκα σ’ αυτόν τον χώρο. Δηλαδή πολύ… Πώς να το πω; Αγνά. Αγνά. Χωρίς να έχω στο μυαλό μου ότι θα γίνω μεγάλος και τρανός, χωρίς να έχω στο μυαλό μου ότι θα γίνω τραγουδιστής, χωρίς να έχω στο μυαλό μου ότι θα πληρώνομαι από αυτό. Τίποτα, τίποτα. Και, εντάξει, ώσπου φτάσαμε στο σήμερα, που τραγουδάω σε όλο τον κόσμο. Δηλαδή και στην Ελλάδα, σε όλη την Ελλάδα, στο εξωτερικό, στη Γερμανία πολύ, στην Αμερική… Και έχουμε αυτή την πορεία, ας πούμε. Τι άλλο θες να σου πω τώρα; Δεν ξέρω.

Μ.Κ.:

Ωραία. Λοιπόν…

Α.Π.:

Τι άλλο να πω;

Μ.Κ.:

…θα το πάρουμε από την αρχή, από τα παιδικά χρόνια.

Α.Π.:

Αχά.

Μ.Κ.:

Είπες ότι μεγάλωσες με τις γιαγιάδες και τους παππούδες. Τι αναμνήσεις έχεις από αυτούς;

Α.Π.:

Λοιπόν, αρχικά, όπως είπα και πριν, το θεωρώ τύχη να μεγαλώσει ένα παιδί με τον παππού και τη γιαγιά. Έτσι; Και η οικογένειά μου είμαστε Πόντιοι, δηλαδή πάππου προς πάππου. Έτσι; Δεν… Οπότε, καταλαβαίνεις, η νοοτροπία και η φιλοσοφία όλη κινούνται γύρω από αυτό. Λοιπόν, αναμνήσεις από τον παππού μου, από τον παππού μου και τις γιαγιάδες μου… Λοιπόν, εντάξει, ξέρεις αυτό που λένε: «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου», δεν… Αυτό ισχύει και με το παραπάνω. Σου είπα, ήμουνα ζωηρός, έκανα χίλιες δυο ζημιές και φασαρίες και μαλώματα και το ’να και τ’ άλλο, αλλά πάντα είχα τη φωλιά μου, ήταν εκεί, ο παππούς μου κι η γιαγιά μου. Πήγαινα εκεί πέρα κρυβόμουνα, δεν με πείραζε κανένας. Ο παππούς μου ο Τάσος και η γιαγιά μου η Σοφία, του πατέρα μου δηλαδή ο πατέρας και η μάνα, μένανε στην Κοζάνη. Μέναμε μαζί στην ίδια πολυκατοικία, στο πατρικό μας. Έτσι; Η γιαγιά μου η Πελαγία, από τον Τετράλοφο Κοζάνης, που έμενε στο χωριό… Εκεί πέρα, εκεί δηλαδή, όταν πήγαινα στο χωριό, ας πούμε, εκεί ήτανε λίγο η εικόνα, ξες, το πιο παραδοσιακό. Δηλαδή έβλεπες τη γιαγιά μου με τα μαύρα, με το λετσέκ’, που λέμε εμείς, σο κιφάλ, έτσι; Δηλαδή ήτανε φυσιογνωμία. Έλεπες έναν γραία, τι να σε πω, ρε παιδί μου; Παραδοσιακότατη. Που θα μας έκανε το πρωϊνό κάθε μέρα, ό,τι της ζητούσαμε, θα μας μαγείρευε, θα μας έκανε, θα μας έρανε, θα καθότανε μαζί μας [00:10:00]να μας πει… εμένα μ’ άρεζε πολύ να ακούω ιστορίες. Πάρα πολύ. Ξες, απ’ τους παλιούς. Τι κάναν τότε. Ήρθαν από την πατρίδα εδώ, τι κάνανε, πώς ήταν η καθημερινότητα, όλα αυτά με τα ’λεγε. Στιχάκια. Δηλαδή καθόμασταν, ας πούμε, ειδικά μ’ άρεζε πάρα πολύ όταν έβρεχε στο χωριό και καθόμασταν στο κουζινάκι κάτω, σόμπα, και να καθόμαστε εκεί πέρα τώρα και να ακούω ιστορίες. Ήτανε το αγαπημένο μου. Και ακόμα και σήμερα δηλαδή εγώ αυτό το ψάχνω. Δηλαδή άμα κάτσω σε παρέα, επιδιώκω κιόλας να κάτσω έτσι με λίγο πιο μεγάλους, πιο παλιούς, να μου λένε τέτοια πράγματα. Μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει να ακούω. Όλα αυτά σε επηρεάζουνε και σαν άνθρωπο, αλλά και, επίτρεψέ μου, σαν καλλιτέχνη. Έτσι; Είναι βίωμα. Δηλαδή όταν μιλάμε, για παράδοση, ας πούμε, όταν μιλήσουμε, η σωστή λέξη που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε είναι το βίωμα. Αν δεν βιώσεις πράγματα, όσο και να τα μάθεις, όσο και να τα μάθεις, δεν θα μπορέσεις να τα αποδώσεις έτσι όπως θα τα αποδώσεις. Κατάλαβες; Δηλαδή είχε πει κάποτε ένας: «Λένε: “Ο μουσικός, ο μουσικός, αν κάνει ένα φάλτσο, θα ακουστεί λάθος. Ένας βιωματικός, και το φάλτσο που θα κάνει, θα ακουστεί γλυκά”». Αυτό ισχύει. Ισχύει, δηλαδή και το διαπιστώνουμε πολύ έντονα. Έτσι; Λοιπόν, εντάξει, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, με τον παππού μου και τις γιαγιάδες μου, οι επαφές, πέραν του ότι ήτανε καθημερινές, ήτανε αυτό. Εγώ αυτό επιδίωκα. Θυμάμαι από τον παππού μου τον Τάσο… ένα διάστημα πήρα λίγο έτσι να γρατσουνίσω τη λύρα. Το μόνο που έκανα ήτανε φασαρία. Δεν έκανα τίποτε άλλο! Τίποτε άλλο. Ο πατέρας μου παίζει λύρα και μάθαινε και στα παιδιά λύρα. Με λέγανε τότε, ας πούμε, οι συνομήλικοί μου: «Καλά ρε», με λένε, «ο πατέρας σου μαθαίνει στους άλλους λύρα και δεν μαθαίνει σ’ εσένα;». Ε, όσες φορές έκατσα να με μάθει, ας πούμε, όχι… δηλαδή ένα-δύο πράγματα, ας πούμε, για να ξεκινήσουμε, ε πάντα νευρίαζα, πάντα μαλώναμε, πάντα έφευγα, πάντα. Ναι. Τέλος πάντων, κάποτε είπα, από μόνος μου πάλι δηλαδή: «Θα γρατζουνίσω λίγο τη λύρα». Ε, μπορεί να βασάνιζα όλο τον κόσμο, εκεί στην οικοδομή, όλο τον κόσμο, ο παππούς μου ο Τάσος, όχι μόνο ήτανε δίπλα μου, τον έλεγα: «Παππού, καλά το παίζω;» και μ’ έλεγε: «Μπράβο, πουλί μ’, συνέχισε» και τραγουδούσε μαζί μου. Δηλαδή, δηλαδή εντάξει. Ναι, και οι εικόνες δηλαδή που έχω, ας πούμε, αυτές είναι, με τον παππού μου και τις γιαγιάδες μου. Εντάξει, τώρα μου λείπουνε. Έχουνε χαραχτεί αυτά ανεξίτηλα, έτσι; Εντάξει, ξες, δεν είναι μόνο το ότι λες τώρα, τραγουδάς ποντιακά, πες μας για τη μουσική, για όλα. Δηλαδή είναι και η καθημερινότητα που έρχεται και σε πλάθει σ’ αυτό. Δηλαδή τώρα εγώ, ας πούμε, στο χωριό: «Ε, τι να κάνω, τι να κάνω; Θα πειράξω τη γιαγιά μου», πήγαινα έπαιρνα αυτά τα πλαστικά τα φίδια, τα πετούσα μες στον μπαχτσέ, έλεγα θα πάει η γιαγιά μου θα τρομάξει, εγώ γελούσα, η γιαγιά μου, εντάξει, νευρίαζε. Άκουγες εκεί στα ποντιακά, ακόμα και στα τούρκικα, βρισιές. Ναι, ναι, εντάξει. Όλα αυτά όμως είναι βιώματα, είναι αναμνήσεις που δεν σβήνουν, δεν σβήνουν απ’ το μυαλό σου. Εντάξει. Όλα αυτά τα παίρνω και τα κουβαλάω μέχρι σήμερα, έτσι; Και θα τα κουβαλάω! Δεν νομίζω ότι θα ξεχαστούνε αυτά. Και να θες δηλαδή, δεν μπορείς. Ήτανε τόσο… ήτανε αγνά. Κατάλαβες; Ήτανε αγνά. Αυτό.

Μ.Κ.:

Είπες ότι η γιαγιά στον Τετράλοφο σου έλεγε ιστορίες και σου τραγουδούσε…

Α.Π.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Θυμάσαι έτσι κάτι που να έχει χαραχτεί στη μνήμη σου πάρα πολύ; Κάποιο τραγούδι ίσως ή κάποια ιστορία;

Α.Π.:

Ένα τραγούδι που έλεγε, ρε παιδί μου… Τραγούδι; Ναι, μου έλεγε ένα, το οποίο δεν ξέρω καν τι σημαίνει. Εν τω μεταξύ, έλεγε το τραγούδι, πώς το… [τραγουδάει]. Δεν ξέρω, αυτό μου τραγουδούσε. Τώρα τι σημαίνει αυτό, τι είναι αυτό, «Ρε γιαγιά, τι έλεγες;», «Ε», λέει, «αυτά είναι τέτοια…». Ναι, αυτό το θυμάμαι. Αυτό το θυμάμαι. Τώρα, αν τα λέω καλά τα τούρκικα ή δεν τα λέω, δεν ξέρω, αλλά αυτό το θυμάμαι ότι το ’λεγε. Μετά ιστορίες, εντάξει, μ’ έλεγε περισσότερο ιστορίες από την καθημερινότητα και τη ζωή στο χωριό. Δηλαδή ήταν πρώτη προσφυγική γενιά, μ’ έλεγε ιστορίες ακόμα και με… και του ’40 κι όλα αυτά, ας πούμε, με Ιταλούς, Γερμανούς κι όλα αυτά. Τώρα, από την πατρίδα, από κει όχι, δεν έλεγε, δεν μου έλεγε κάτι. Έλεγε μόνο, ας πούμε, ξες, από ποια χωριά ήτανε ο προπάππους μου, η προγιαγιά μου κι απ’ όλα αυτά, και το ότι ήρθανε εδώ πέρα, με όλο εκείνο εκεί, μες στις κακουχίες και σ’ όλο αυτό που είχε γίνει τότε. Ο παππούς μου ο Τάσος, του πατέρα μου ο πατέρας… Βασικά, πώς ξεκινάει η ιστορία των Παρχαριδαίων ας πούμε. Τραγουδούσε πολύ ωραία, λένε, μαρτυρίες ο προπάππους μου, ο Στάθης ο Παρχαρίδης, που ο πατέρας μου έχει το όνομά του. Τραγουδούσε πολύ ωραία. Με λένε στο χωριό, θείοι έτσι μεγάλοι… Εμάς το παρατσούκλι μας στο Πρωτοχώρι είναι «Γραντζάς». Το παρατσούκλι μας ήταν αυτό. Και μ’ έλεγε ένας θείος μου, μ’ έλεγε: «Γραντζά». Λέω: «Έλα, θείο». «Έλα να σε πω», με λέει. Και με λέει συγκεκριμένα: «Όντες ετραγώδνε –Όταν τραγουδούσε– ο λυκοπάππος σου –ο προπαππούς σου– ο Γραντζάς, όλοι», λέει, «όλοι που κάνανε δουλειές…», ξες, έξω στην αυλή, τώρα χωριό, τι θα κάνανε; Ξύλα θα κόβανε, θα σκίζανε για να ζεσταθούνε, ξέρω γω; Τις αυλές θα μάζευαν; Στον κήπο θα ήτανε; «Όλοι», λέει, «σταματούσανε και καθόντουσαν και τον άκουγαν. Τραγουδούσε», λέει, «πολύ ωραία κι έλεγε πάρα πολύ ωραία τους τούρκικους τους αμανέδες». Ο Στάθης ο Παρχαρίδης. Έλα, έλα, έλα, έλα, έλα, ο παππούς μου ο Τάσος 18 χρονών είχε φύγει για Αυστραλία, πήγε στην Αυστραλία… Και ο παππούς μου ο Τάσος τραγουδούσε, όχι βέβαια επαγγελματικά, έτσι; Τραγουδούσε, τραγουδούσε πολύ γλυκά. Στην Αυστραλία μου είπε ότι είχε βγάλει… τότε ήτανε, ούτε καν οι δίσκοι, οι πλάκες. Κάτι πλάκες. Με λέει: «Εμείς στην Αυστραλία», λέει, τότε με έναν κουμπάρο του, αν θυμάμαι καλά, «έχουμε βγάλει πλάκα». Πού να το… Πού να το ψάξεις τώρα αυτό και να το βρεις; Και αν… Δεν υπάρχει. Ο παππούς μου ο Τάσος. Ο αδερφός του παππού μου, ο Χρήστος ο Παρχαρίδης, που ζει στην Αυστραλία, γιατί όταν πήγε ο παππούς μου, είχε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, είχε το δικαίωμα να φέρει στην Αυστραλία, να κάνει πρόσκληση, κάποια μέλη της οικογένειας. Και πήγε τον έναν του τον αδερφό και την αδερφή του, οι οποίοι μένουν ακόμα και σήμερα εκεί. Λοιπόν, ο Χρήστος, ο θείος μου ο Χρήστος, ο Παρχαρίδης, που το παρατσούκλι του, όλοι μπορεί να τον ξέρουνε ως «Τσαφέτα», μένει, είναι εκεί στην Αυστραλία. Έτσι; Με τα παιδιά του, τα εγγόνια του, είναι εκεί. Ο οποίος ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι. Είναι τώρα, μπορεί να είναι 80-82 χρονών, αλλά είναι… ήτανε, που ακούω, ας πούμε, παλιά αρχεία πώς τραγουδούσε, αλλά ακόμα και τώρα, καταπληκτικός. Πράγμα το οποίο μετά αυτό πέρασε στον πατέρα μου, στον θείο μου, σ’ εμένα, έτσι; Αλλά και ο γιος του θείου μου του Χρήστου, ο Λάμπης ο Παρχαρίδης, ο οποίος παίζει λύρα και αγγείο, είναι καταπληκτικός. Τώρα φτάσαμε σ’ εμένα, ελπίζω κι εγώ, πρώτα ο Θεός, αν κάνω παιδιά, να συνεχίσουμε αυτή την παράδοση. Κι εγώ… Ή από τη μεριά του θείου μου του Αλέξη, τα παιδιά του. Έχω την ξαδέρφη μου τη Σοφία και τον ξάδερφό μου τον Θανάση. Λοιπόν, ναι. Έτσι. Η γιαγιά μου η Σοφία λένε ότι τραγουδούσε ωραία, και την έχω ακούσει εντωμεταξύ σε βιντεάκι, όντως τραγουδούσε ωραία. Οπότε, κοίταξε λίγο, αυτό το καλλιτεχνικό ήτανε λίγο στο DNA να πω; Ήτανε γονίδιο; Οπότε, αναπόφευκτο να ασχοληθείς. Εντάξει, το καλό σε όλο αυτό, που το καταλαβαίνω σήμερα, είναι [00:20:00]αυτό που είπα και πριν, ότι δεν με πίεσε ποτέ κανένας να κάνω αυτό που κάνω σήμερα. Το κάνω γιατί το αγαπάω, το κάνω γιατί μ’ αρέσει, το κάνω γιατί εκφράζομαι μέσα από αυτό. Γι’ αυτό το κάνω.

Μ.Κ.:

Προέρχεσαι από μία οικογένεια η οποία είναι καθαρά μέσα στο ποντιακό κομμάτι.

Α.Π.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Τι θυμάσαι από τα πρώτα χρόνια, από τον πατέρα σου, ας πούμε, που αναμφισβήτητα είναι ένας από τους πιο αγαπητούς καλλιτέχνες του ποντιακού τραγουδιού;

Α.Π.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Τι αναμνήσεις έχεις από αυτό;

Α.Π.:

Λοιπόν, να σου πω την αλήθεια; Να σε πω πρώτα τι θυμάμαι από τον πατέρα μου; Όταν ήμουνα Δημοτικό –έτσι;–, διάβαζα όλα μου τα μαθήματα και περίμενα τον πατέρα μου να ’ρθει το βράδυ, το βράδυ, το απόγευμα, να κάνουμε τα μαθηματικά. Ε, δεν μπορούσα να κάνω λάθος, κατευθείαν φώναζε. Αυτό ακόμη και σήμερα του το λέω. Λέω, δηλαδή και να το ήξερα, με φώναζε και το ξεχνούσα. Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως… Εντάξει, αυτά τα λέμε ακόμη και σήμερα και γελάμε, έτσι; Ο πατέρας μου, και ο θείος μου, και βασικά για αυτό είμαι πολύ περήφανος, ασχέτως το αν είναι καλοί τραγουδιστές ή όχι, δεν… όπου πηγαίνω ακούω ότι είναι αγαπητοί στον κόσμο. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό για έναν άνθρωπο και καλλιτέχνη, το να είναι αγαπητός στον κόσμο. Και ξες κάτι; Να είναι αληθινός στον κόσμο. Να είναι αληθινός στον κόσμο. Δηλαδή να με αγαπήσεις και να με δεχτείς και να με σεβαστείς γι’ αυτό που είμαι. Αλλά να μη με αγαπήσεις, να μη με θες, δεν είναι δυνατό να είμαστε αρεστοί σε όλους, πάλι γι’ αυτό που είμαι. Ο σεβασμός όμως να υπάρχει. Σε σέβομαι ως άνθρωπο. Έτσι; Ως καλλιτέχνη. Δεν σε θέλω, δεν σε γουστάρω. Ok, σ’ αφήνω εκεί, δεν σε πειράζω. Λοιπόν, αναμνήσεις τώρα από τον πατέρα μου; Εντάξει, ο πατέρας μου, ήτανε το δεύτερό του επάγγελμα το τραγούδι. Και ο πατέρας μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος, ήτανε στις πωλήσεις και αυτός, έτσι; Δηλαδή εγώ σήμερα τον λέω: «Στις πωλήσεις ήσουνα, στις πωλήσεις είμαι τώρα. Τραγουδιστής ήσουνα, τραγουδιστής είμαι, δηλαδή πόσο περήφανος πρέπει να είσαι για μένα». Ήτανε το δεύτερό του επάγγελμα. Εντάξει, μου έλειπε, η αλήθεια αυτή είναι. Όχι μόνο εμένα, και την αδερφή μου. Μας έλειπε, γιατί ξες Σαββατοκύριακα θα ήτανε είτε σε χορούς, το καλοκαίρι, είτε σε κάποιο μαγαζί, τον χειμώνα. Έτσι; Δευτέρα-Παρασκευή θα ήτανε στη δουλειά. Αυτό που έκανε όμως και το καταλαβαίνω σήμερα, παρόλο που δεν έχω παιδιά, όταν τον θέλαμε, πάντα ήταν εκεί. Δηλαδή δεν είπε ποτέ ότι: «Ξες κάτι; Όχι, είμαι κουρασμένος, δεν μπορώ, έχω δουλειά». Τίποτα. Ήτανε πάντα δίπλα μας. Πάντα δίπλα μας και… Πώς να το πω; Δηλαδή σε έκανε να… δεν αισθανόσουνα κενό. Δεν αισθανόσουνα κενό. Έτσι; Σίγουρα σε αυτό συντέλεσε πάρα πολύ και ο ρόλος της μητέρας μου, δεν είναι καθόλου εύκολο. Πρέπει να τα λέμε όλα. Δεν είναι καθόλου εύκολο, έτσι; Δύο οι ήρωες μες στο σπίτι, ο πατέρας μου κι η μάνα μου. Εντάξει, θυμάμαι τον πατέρα μου, ας πούμε, να είναι σε… να φεύγει βράδυ από το σπίτι για να πάει σε εκδήλωση, ποιος ξέρει τώρα εκεί πέρα τι…; Σε χορό, μπλέξανε, παρέα, τέτοια, να έχει πάει, παράδειγμα, εννιά-δέκα το πρωί, να ξυπνάμε: «Ρε, πού είναι ο μπαμπάς; Ρε, πού είναι ο μπαμπάς;», ρε τηλέφωνα. Και να έρχεται, ας πούμε, μετά στο σπίτι, ξες. Παλιά… Παλιά; Εκείνες τις εποχές, επειδή ήτανε πιο αληθινές, δεν υπήρχε τόσο η ζήλια, ήτανε… και οι καλλιτέχνες μεταξύ τους είχανε διαφορετικό δέσιμο. Δηλαδή δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να μην έχει περάσει από το σπίτι. Όχι μόνο δηλαδή να κάτσουμε να πιούμε έναν καφέ, να τον φιλοξενήσουμε. Είτε αυτόν, είτε τη γυναίκα του, είτε… Και, πρόσεξε να δεις, και αυτό μας άρεζε, χαιρόμασταν. Χαιρόμασταν. Δηλαδή ερχόντουσαν, ας πούμε, στο σπίτι και ήτανε σαν να είχαμε πανηγύρι. Το σπίτι που μένουμε στην Κοζάνη, η πολυκατοικία, ρε παιδί μου, είναι οικογενειακή. Έτσι; Κάτω ήτανε ο παππούς, είχαμε την αυλή. Θυμάμαι, όταν γινότανε η εκδήλωση τα «Λασσάνεια» στην Κοζάνη, στο γήπεδο, ακριβώς από πίσω δηλαδή, εμείς εκείνη την ημέρα ψήναμε, ας πούμε, στο σπίτι, ψήναμε στην αυλή κάτω, γιατί ερχόντουσαν όλοι από κει και μετά από κει, όπως ήμασταν… Εντάξει, εγώ ήμουνα παιδί, εντάξει, ήμουνα γύρω στα… 15-16 ήταν; Τα θυμάμαι δηλαδή. Και μετά από κει, θα φεύγαμε και θα πηγαίναμε στο γήπεδο. Και μετά από κει, πάλι μπορεί να ξαναγυρνούσαν στο σπίτι, για κάναν καφέ ή για κάνα τέτοιο. Δηλαδή είναι αναμνήσεις ωραίες που δυστυχώς σήμερα δεν συμβαίνουνε τόσο πολύ. Εντάξει, θες να πούμε ότι ήταν άλλες εποχές; Θες να πούμε ότι υπήρχε άλλη οικονομία; Θέλεις, θέλεις… Δεν ξέρω. Πάντως σήμερα, ας πούμε, αυτό δεν συμβαίνει τόσο συχνά. Και είναι κρίμα. Δηλαδή πιστεύω ότι η σχέση αυτή που είχανε, η φιλική, ήτανε κι ένας λόγος, ας πούμε, που γινόντουσαν τόσο ωραία γλέντια, τόσο αληθινά. Μα, τα θυμάμαι, γιατί ήμουνα, ήμουνα μικρός, πηγαίναμε σε χορό στο χωριό και καθόμασταν εκεί, ξημέρωνε κι εμείς ήμασταν εκεί και βλέπαμε αυτούς ακόμα να γλεντάνε. Περνούσανε καλά, πρώτα, οι ίδιοι μεταξύ τους κι όλο αυτό μετά έβγαινε και στον κόσμο. Εντάξει, τέτοιες ιστορίες. Μετά, θυμάμαι, πιο μικρός που ήμουνα, του πατέρα μου… Η γιαγιά μου η Σοφία, του πατέρα μου η μάνα, είναι από τα Αλωνάκια Κοζάνης. Και είχανε κάνει τα Μωμοέρια στα Αλωνάκια Κοζάνης, ο πατέρας μου ήταν αρχηγός κι εγώ ήμουνα η μασκότ. Εγώ ήμουνα ντυμένος Μωμόερος, ναι, ο πιο μικρός, ένα μωρό φαντάσου ούτε ένα μέτρο, Τακ!, και πήγαινα, τώρα χιόνια, τέτοια, εγώ ήθελα να πάω όμως. Και από μακριά, ας πούμε, ο πατέρας μου σφύριζε με τη σφυρίχτρα, Φρρρτ!, κι εγώ έκανα στροφή, Χοπ!, και πήγαινα, ήμουνα πάντα τελευταίος. Πήγαινα, Τσουκ!, και χόρευα κι εγώ. Λοιπόν, ναι, τέτοια πράγματα. Ωραίες αναμνήσεις, έτσι; Ωραίες αναμνήσεις. Από τον πατέρα μου αυτά. Δηλαδή τι άλλο; Κάτσε να σκεφτώ. Ξέρεις, έρχονται πάρα πολλά, απλά προσπαθείς να τα βάλεις σε μια σειρά και να τα πεις. Πάρα πολλές οι αναμνήσεις. Τι να πούμε; Μ’ άρεζε πάρα πολύ, ας πούμε, αυτό που έβλεπα στον πατέρα μου, η όλη προετοιμασία, ας πούμε, που θα έκανε, για να φύγει, για να πάει σε δουλειά. Θα γυρνούσε από την πρωινή του τη δουλειά, μπορεί να κοιμότανε μία-δύο ώρες, θα σηκωνότανε, θα ετοίμαζε… Σε συνεννόηση με τη μάνα μου, έτσι; Ρούχα, τι θα βάλω, το ένα μου το σύνολο, το άλλο μου το σύνολο, τα μικρόφωνά του, όλα να είναι μέσα στη βαλίτσα σωστά, ίσια, καθαρά. Όλα, τακ! Να ετοιμάζεται, ας πούμε, και να φεύγει. Ή να έρχονται άλλοι συνάδελφοι από το σπίτι, να παίρνουν και να φεύγουν όλοι μαζί. Ναι. Ωραίες εικόνες, ωραίες εικόνες. Εντάξει. Τι άλλο; Αυτά.

Μ.Κ.:

Ωραία. Και είπες ότι ξεκίνησες εκεί κάπου στα 15-16, σε κάλεσαν για να τραγουδήσεις, να συνοδεύσεις μάλλον το χορευτικό.

Α.Π.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Ποιο τραγούδι είχες πει εκεί, θυμάσαι;

Α.Π.:

Εκεί; Λοιπόν, σίγουρα είπα την «Τρυγόνα». Σίγουρα. Σίγουρα είπα την «Τρυγόνα». Ήτανε χορευτική ενότητα; «Έτερεν», «Καλόν κορίτσ’», «Τρυγόνα», κάπως έτσι. Κάπως έτσι αυτό. Ε, και κάνα τικ θα είπα. Δηλαδή αυτά. Μη φανταστείς πολλά-πολλά. Θυμάμαι ότι πάντως σε κάθε τέτοιο, σε κάθε, αφού τελειώνανε τα χορευτικά όλα, μετά μπορεί να βγαίναμε και να παίζαμε κιόλας, ας πούμε, να κάναμε έτσι ένα πρόγραμμα, να χορέψει ο κόσμος. Ναι, Ε, εκεί ό,τι ήθελε ο λυράρης, «Παίξε», «Ό,τι ξέρω λέω, ό,τι ξέρω δεν το λέω, άμα ξέρω κάτι και δεν το ξέρεις εσύ, αλλάζουμε». Εντάξει, εκεί ήτανε πολύ ελεύθερο το πρόγραμμα. Ναι, αλλά νομίζω ήτανε αυτό, ήτανε: «Έτερεν», «Καλόν κορίτσ’», «Τρυγόνα». Αυτά.

Μ.Κ.:

Και πώς αισθάνθηκες όταν ανέβηκες για πρώτη φορά απάνω στην εξέδρα;

Α.Π.:

[00:30:00]Την πρώτη φορά, κοίταξε, δεν το είχα συνειδητοποιήσει τόσο καλά. Βασικά, εγώ είμαι πολύ, αγχώνομαι πολύ εύκολα. Πολύ! Την πρώτη φορά ήταν, ξες, λίγο: «Ε, εντάξει, ok, θα βγω να τραγουδήσω, δικοί μας είναι εδώ, εντάξει», χα-χα, χου-χου. Το περισσότ-… ας πούμε, το περισσότερο άγχος ήρθε όταν πλέον συνειδητοποιείς ότι θέλω να το κάνω αυτό, θέλω να είμαι καλός, κάνω κάτι, πρέπει να είμαι σοβαρός, πρέπει να είμαι… να έχω καλή παρουσία, να τραγουδήσω ωραία. Και μετά, ας πούμε, κάποιες φορές που έγινε αυτό, εκεί ξεκίνησε το άγχος. Εκεί ξεκίνησε το άγχος. Δηλαδή αυτό που λένε: «Τρέμουν τα πόδια σου», τρέμουν τα πόδια σου. Τρέμουν τα πόδια σου, πώς να σ’ το πω; Ναι, ναι. Να μη μπορείς… «Τώρα», λέω, «θα βγει ή δεν θα βγει; Τι παθαίνω τώρα; Τι έγινε τώρα; Γιατί; ». Κι όμως, κι όμως συμβαίνει. Εντάξει, πιστεύω πως όσο και εμπειρία να έχεις πάνω στο πατάρι, όσο και μεγάλος τραγουδιστής να είσαι, σίγουρα προτού βγεις στη σκηνή, σίγουρα έχεις ένα άγχος. Έτσι; Σίγουρα. Σίγουρα. Εντάξει, εγώ το παραδέχομαι, αγχώνομαι πολύ. Θέλω όλα να είναι τέλεια. Όλα. Όλα. Από τον ήχο, από την ορχήστρα, από τα παιδιά που με συνοδεύουνε, από μένα τον ίδιο, θέλω όλα να πάνε βάσει προγράμματος. Εντάξει, είναι το πρώτο «Α». Με το που κάνεις το πρώτο «Α» και ακούσεις ότι όλα είναι καλά, μετά εντάξει μπαίνεις στον δρόμο σου και πας. Μπαίνεις στον δρόμο σου και πας. Έτσι; Αλλά την πρώτη φορά, όχι, δεν μπορώ να πω ότι… Ξέρεις τώρα, πιο μικρός, πιο στην πλάκα, δεν το είχα τόσο. Μετά όμως, που άρχισα να το συνειδητοποιώ, ας πούμε, ναι, μετά είχα. Όχι είχα, έχω άγχος, ακόμα και τώρα, ακόμα και τώρα. Πολύ. Πάρα πολύ. Πράγμα το οποίο, ξες, προσπαθείς να το διαχειριστείς, αλλά… Ξες, να έχουμε το άγχος το δημιουργικό. Άμα είναι εκείνο που σε παραλύει, όχι. Εκεί έχουμε πρόβλημα.

Μ.Κ.:

Και ξεκίνησες να τραγουδάς και είπες ότι ποτέ δεν σε πίεσαν από το σπίτι, αν και προέρχεσαι από τέτοιο περιβάλλον.

Α.Π.:

Ποτέ.

Μ.Κ.:

Όταν άρχισες να το πηγαίνεις πιο επαγγελματικά…

Α.Π.:

Ναι.

Μ.Κ.:

…τι άκουγες από τους δικούς σου;

Α.Π.:

Δύο κουβέντες με είπε ο πατέρας μου και το αφήσαμε εκεί. Δεν με είπε τίποτε, τίποτε άλλο. Τίποτε άλλο. Δηλαδή: «Έλα να κάνουμε ένα μάθημα. Έλα, ξέρω γω, να σου πω αυτό το τραγούδι πώς να το πεις. Έλα πώς…», τίποτα. Δύο κουβέντες, λέει: «Από τη στιγμή που θέλεις να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο, δύο κριτές έχεις: ο κόσμος και ο χρόνος. Ο κόσμος είναι αυτός που θα σε κατατάξει εκεί που πρέπει να είσαι και ο χρόνος είναι αυτός που θα σε δικαιώσει ή θα σε απορρίψει». Η μία του κουβέντα ήταν αυτή. Και η άλλη κουβέντα που μου είπε είναι πως: «Η νύχτα», με λέει, «Τάσο, δεν θέλει κακά παιδιά στην αγκαλιά της. Θέλει καλά παιδιά». Δυο πράματα με είπε. Τίποτε άλλο. Αυτά τα δύο τα κρατάω και θα τα κρατάω, γιατί όχι έχουν βάση ή έχουν νόημα, ισχύουνε! Ισχύουνε! Ο κόσμος είναι αυτός που μας κρίνει… Σου είπα και πριν ότι δεν είναι δυνατόν να είμαστε αρεστοί σε όλους, όχι. «Η αναπηρία», λέει μία παροιμία, «του ανθρώπου ξεκινάει από τη στιγμή που θέλει να είναι αρεστός σε όλους». Ε, δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Δεν γίνεται. Σε κάποιον αρέσει πώς τραγουδάει ο Τάσος, σε κάποιον αρέσει πώς τραγουδάει η Μαρία. Το θέμα είναι, όμως, να υπάρχει από όλους σεβασμός στο πρόσωπο, είτε της Μαρίας, είτε του Τάσου, είτε του ενός, είτε του άλλου. Ο σεβασμός, ο οποίος κερδίζεται. Αυτό το πράμα. Ο χρόνος είναι αυτός που μας δικαιώνει ή μας απορρίπτει. Ο χρόνος μας τα δείχνει αυτά. Εντάξει, τα κρατάω σαν… τα φυλάω, πώς λένε, σαν κόρη οφθαλμού. Δηλαδή… Και ξες κάτι; Όχι μόνο στο τραγούδι και στον καλλιτεχνικό τον χώρο. Ακόμα και σαν άνθρωπος. Έκανα ένα λάθος, έκανα λάθος. Να σου ζητήσω συγγνώμη, να το διορθώσω. Όχι, πήγα να σου τη φέρω και μετά να πάω να βγω και λάδι. Κατάλαβες; Οπότε, έτσι λειτουργώ και ως άνθρωπος και ως τραγουδιστής. Να μπορώ να σε κοιτάω στα μάτια. Δεν είναι κακό, δεν είναι κακό να κάνεις ένα λάθος. Όλοι κάνουμε λάθη. Έκανα λάθος, συγγνώμη, να το διορθώσω, πάμε να το διορθώσουμε μαζί. Αλλά να το παραδεχτώ, να έχω τη δύναμη να το παραδεχτώ και να μπορώ να σε κοιτάω στα μάτια. Έτυχε, παράδειγμα, έκανα λάθος –και όχι μόνο εγώ, πιστεύω όλοι το ’χουνε πάθει αυτό– στην ημερομηνία, στο τραγούδι. Δηλαδή την ίδια ημερομηνία έκλεισα, ας πούμε, δύο δουλειές. «Παιδιά, συγγνώμη. Έκανα λάθος, εγώ φταίω. Να το διορθώσω», όμορφα κι ωραία. Λύσεις υπάρχουνε. Διάθεση να υπάρχει. Αυτό. Δύο κουβέντες ο πατέρας μου, δεν μου είπε ποτέ τίποτε άλλο. Τίποτε άλλο. Τίποτε άλλο. Δύο πράματα. Αυτά. Τέλος.

Μ.Κ.:

Γενικότερα, από τον υπόλοιπο περίγυρο θεωρώ ότι έχεις ακούσει και θετικά και αρνητικά. Ποια υπερτερούσανε;

Α.Π.:

Απ’ τον κόσμο εννοείς;

Μ.Κ.:

Ναι, γενικά, από τους γνωστούς, από τους άγνωστους που σε άκουγαν για πρώτη φορά να τραγουδάς, ας πούμε…

Α.Π.:

Κοίταξε, όταν ξεκίνησα να τραγουδάω, κακά τα ψέματα, τα αρνητικά υπερτερ-… Τα αρνητικά; Όχι τα αρνητικά, η σύγκριση. Δηλαδή: «Τάσο, δεν το είπες καλά, γιατί ο μπαμπάς σου το είπε έτσι. Τάσο, αυτό ο θείος σου το λέει έτσι». «Παιδιά, δεν με νοιάζει. Ο ένας το λέει έτσι. Ο θείος μου το λέει έτσι. Ο πατέρας μου το λέει έτσι. Εγώ θα το πω όπως θέλω εγώ. Όπως βγαίνει εμένα. Εμένα όπως βγαίνει». Είχα πολλά τέτοια. Και, ξες, όταν είσαι και… το «δεν με νοιάζει» το λέω τώρα, που είμαι 33 χρονών και έχω κάποια πορεία. Τότε, όλο αυτό, δηλαδή το… με έσκαγε. Δηλαδή έλεγα ότι: «Ξες κάτι; Έκανα λάθος». Με φόρτιζαν τόσο πολύ και από κει που ήτανε να βγεις, ας πούμε, πάνω και να αποδώσεις από το ένα μέχρι το πέντε –έτσι;–, μ’ αυτά που άκουγα, όχι απ’ το ένα μέχρι το πέντε, εγώ πήγαινα στο μείον δέκα. Ναι. Το άκουγα πολύ έντονα αυτό. Μου ’χει τύχει και περιστατικό, μου ’χει τύχει περιστατικό δηλαδή πολύ… Στην Καβάλα, στο Κοκκινόχωμα Καβάλας. Λοιπόν, κάνουμε το soundcheck, εκεί όλα μαζί τα παιδιά, και… Εγώ τώρα, εντωμεταξύ, η ακουστική όλη μ’ αρέσει και μ’ αρέσει, ας πούμε, και ο ήχος που έχω. Έτσι; Και είμαι ενθουσιασμένος, λέω: «Θα πάει καλά». Και έρχεται κάποιος, τέλος πάντων, δίνει τα εύσημα σε όλη την ορχήστρα και αφήνει εμένα στο τέλος –χωρίς να με ξέρει! Εγώ ξέρω ποιος είναι, αυτός δεν ξέρει ποιος είμαι– και μ’ αρχίζει τώρα έναν πρόλογο: «Εσύ, αγούρι μ’…». Λέω: «Ναι». «Μιμείσαι», με λέει. «Ναι. Ποιον;», λέω γω. Με λέει: «Τον Σταθίκο τον Παρχαρίδη…». Λέω: «Ναι», λέω, «Να σου πω ποιος είμαι;». «Όχι, όχι, όχι», με λέει, «κάτσε να τελειώσω». «Τώρα, να σου πω ποιος είμαι;», όχι ότι κάποιος είμαι, αλλά να καταλάβει ότι είμαι ο γιος του. «Μιμείσαι και τον Αλεξίκο τον Παρχαρίδη» και με είπε κιόλας μιμούμαι και τον Γιώργο τον Ιωαννίδη. Ωραία. Και με λέει τώρα εκεί πέρα: «Να έχεις τη δική σου την ταυτότητα» και το ένα και το άλλο. «Ναι, ναι, ναι, ναι». Εντωμεταξύ, όταν πας, ρε συ, σε έναν νέο να τον πεις κάτι, βρες τον τρόπο αυτός ο νέος να σ’ ακούσει. Μην τον γυρνάς δηλαδή εναντίον σου. Λέει, λέει, λέει, λέει… Ω, μπω, εμένα η ψυχολογία μου και τα νεύρα μου ήτανε… Λέω: «Τι;», λέω, «Τελείωσες, ρε θείο; Να πω κι εγώ;». «Ναι». Λέω: «Ρε θείο, είμαι ο γιος του Στάθη», λέω, «και ο ανιψιός του Αλέξη. Τάσο με λένε εμένα». Εκεί πέρα πάγωσε. Λέω: «Να σε πω κάτι; Δεν μιμούμαι κανέναν και δεν θέλω να μιμηθώ κανέναν. Εγώ θέλω να τραγουδήσω αυτό που είμαι εγώ. Αν όμως», λέω, «η χροιά μου ή, ας πούμε, το τρέμουλο στη [00:40:00]φωνή, ο λαρυγγισμός, μοιάζει του πατέρα μου ή του θείου μου, ε τι να κάνουμε τώρα; Ο ένας είναι πατέρας μου κι ο άλλος… Τι να κάνουμε; Να αλλάξουμε το DNA». Και: «Ναι, αγόρι μου» και: «Ναι, αγούρι μ’, εγώ σ’ το είπα για…». Λέω: «Ναι, ρε θείο, κατάλαβα γιατί με το είπες, ok». Και από πίσω έρχεται η γυναίκα του αυτουνού, η γυναίκα του, και ξεκινάει κι αυτή τα ίδια. Ε, την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε κι έφυγε. Εντάξει, τότε ήτανε πολύ έντονα, δηλαδή και τα ’λεγα, ας πούμε, και… με ζόριζαν τόσο πολύ, που τα ’λεγα και στον πατέρα μου και στον θείο μου. Εντάξει, τώρα καταλάβαιναν… Μ’ έλεγαν: «Μην ασχολείσαι. Εσύ κάνε τη δουλειά σου και άσε… Ο κόσμος πάντα θα λέει». Το καλό είναι… Το καλό; Είναι αυτό που λένε ότι: «Ξες κάτι; Από τα δέκα κακά που ακούς, θα ακούσεις και μια καλή κουβέντα, μία, που αυτή η μία καλή κουβέντα θα σου δώσει δύναμη να συνεχίσεις, κι ας έχεις ακούσει άλλες δέκα κακές, έτσι αρνητικές». Αυτό. Τώρα, ας πούμε, τα τελευταία χρόνια, έτσι που έχω πάρει τον δρόμο μου, ας πούμε, και κάνω τη δική μου πορεία, όχι δεν μου το λένε. Δεν μου το λένε, εντάξει. Τότε όμως ήτανε δύσκολο. Τότε με ζόριζε, με έπνιγε. Με έπνιγε. Και γιατί αγχωνόμουνα πάρα πολύ, γιατί έλεγα: «Ωχ, κάτι κάνω λάθος, ωχ…», είχα στο μυαλό μου… είχα που είχα στο μυαλό μου, ας πούμε, να τραγουδήσω καλά, για να μην πούνε: «Α, κοίταξε, εκθέτει την οικογένειά του, τον πατέρα του, τον θείο του». Το είχα αυτό που το είχα εγώ στο μυαλό μου έτσι από μόνος μου, γιατί έτσι το σκεφτόμουνα, ε άκουγα κι όλα αυτά και μου κοβόντουσαν τα πόδια. Ναι. Αλλά τώρα όχι, εντάξει, δεν τα ακούω. Τότε τα άκουγα πολύ έντονα. Πολύ. Ναι.

Μ.Κ.:

Έχω ακούσει από άλλους συναδέλφους σου ότι ο κόσμος της νύχτας είναι λίγο περίεργος. Η δικιά σου η γνώμη ποια είναι για αυτό το ζήτημα;

Α.Π.:

Ότι είναι λίγο περίεργος. Κοίταξε, είναι η κουβέντα αυτή που είπε ο πατέρας μου: «Η νύχτα θέλει καλά παιδιά στην αγκαλιά της. Τα κακά παιδιά, αργά ή γρήγορα, θα τα πετάξει έξω». Εντάξει. Ναι. Έχω και προσωπική, και προσωπικές εμπειρίες, ας πούμε, και από συνάδελφο και από κάποιον άλλον, ας πούμε, που είναι μέσα στον χώρο. Έτσι; Όχι καλλιτέχνη. Το να πειράξεις εμένα, ας πούμε, θα κάνω υπομονή, μπορώ να μη δώσω σημασία, μπορεί να το καταπιώ, μπορεί, μπορεί, μπορεί, χίλια δυο μπορεί. Αν δω όμως ότι πειράζεις την οικογένειά μου –έτσι;– ή προσβάλλεις την οικογένειά μου… Αν έχω λάθος, εγώ πρώτος θα ’ρθω και θα σου ζητήσω συγγνώμη. Έτσι; Αυτό που είπα πριν. Αλλά όχι, αν πας να με κάνεις κάτι τέτοιο, εσύ, αυτός θα έχει το πρόβλημα, όχι εγώ. Εντάξει. Πάνω… Λένε πως είμαστε επαγγελματίες. Ναι. Για να είσαι σωστός επαγγελματίας, πάνω από τον επαγγελματία είναι ο άνθρωπος, πρέπει να σέβεσαι τον εαυτό σου πρώτα. Άμα δεν σέβεσαι τον εαυτό σου και να πατάς στα πόδια σου, δεν γίνεται τίποτα. Έτσι; Εντάξει, ναι, είχα κάποιες εμπειρίες. Ερχόμαστε, ερχόμαστε εδώ τώρα και λέμε ότι: «Ο κόσμος είναι αυτός που σε κατατάσσει». Μας έχει αποδείξει ο κόσμος τι δέχτηκε και τι απέρριψε. Τώρα, εντάξει, εδώ πέρα που τα λέμε μπορεί να ακούγεται γενικό. Όταν τα είπαμε πριβέ, κατάλαβες τι ήθελα να πω. Έτσι; Είναι πολύ κρίμα. Είναι πολύ κρίμα όταν βοηθάς ανθρώπους, να προσπαθούν να σου τη φέρουνε. Και πώς; Και σε ποια περίοδο; Όταν παράδειγμα είσαι γονατισμένος. Αν είσαι αρσενικός και άντρας, που θέλουμε να λεγόμαστε όλοι –έτσι;–, ναι ρε μάγκα, έλα εδώ στα ίσια, να δούμε ποιος είναι καλύτερος. Τραγούδα εσύ, θα τραγουδήσω κι εγώ. Μαζί ρε, δίπλα δίπλα. Όχι ύπουλα. Όχι ύπουλα. Ναι. Εντάξει, είναι ελάχιστοι. Είναι ελάχιστοι τέτοιοι άνθρωποι. Θέλω να πιστεύω, έτσι; Τώρα, δεν έχω και τη μεγάλη εμπειρία. Εντάξει; Είναι άλλοι, άλλα παιδιά, φίλοι, συνάδελφοι, οι οποίοι τραγουδάνε πολλά περισσότερα χρόνια, έχουνε πολύ μεγαλύτερη εμπειρία, είτε μέσα από τα μαγαζιά, είτε μέσα από τις εκδηλώσεις, από τα πατάρια κι όλα αυτά, οι οποίοι ίσως έχουνε καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη άποψη. Αλλά εγώ με αυτό που είδα στη μέχρι τώρα πορεία μου, είναι ότι… και θέλω να πιστεύω, είναι ότι είναι ελάχιστοι αυτοί. Τώρα, κριτής μας είναι ο κόσμος, το ξαναλέμε. Και, ξες, άμα… αργά ή γρήγορα, όταν ο κόσμος, εντός εισαγωγικών, «σε πατήσει σφαλιάρα», πονάει πάρα πολύ, πονάει πάρα πολύ. Αυτά.

Μ.Κ.:

Από τις συνεργασίες που έχεις κάνει μέχρι στιγμής υπάρχει κάποια που να ξεχωρίζεις;

Α.Π.:

Συνεργασίες που έχω κάνει μέχρι στιγμής; Αν ξεχωρίζω κάποια; Με γοητεύουν όλες, όλες που έχω κάνει με καλλιτέχνες της φουρνιάς του πατέρα μου. Όλες! Όλες γιατί; Θα το πάω λίγο στο πιο συναισθηματικό και θα πω ότι: ξες κάτι, αυτοί ερχόντουσαν στο σπίτι, ας πούμε, και εγώ ήμουνα μωρό, παίζαμε, παίζανε μαζί μου, παίζανε μαζί μου, και τώρα, ας πούμε, είμαστε μαζί σε βραδιά και κάνουμε μαζί τον χορό. Έτσι; Όλες είναι που η κάθε μία κάτι μου έχει αφήσει. Και απλά δεν θέλω να πω τώρα ονομαστικά με μεγάλους τραγουδιστές για να μην ξεχάσω κανέναν, ας πούμε, και αδικηθεί, και δεν θέλω. Τι να σου πω τώρα; Δηλαδή όλοι, όλοι, όλοι, όλοι, όλοι, όλοι. Δηλαδή ήτανε… Και πρόσεξε να δεις, και η συμπεριφορά, και η συμπεριφορά ενός τέτοιου καλλιτέχνη… Μιλάμε τώρα για τραγουδιστές που τραγουδάνε τριάντα πέντε-σαράντα χρόνια. Δεν είναι λίγο. Και βλέπεις ότι είναι δίπλα σ’ έναν νέο, που, ok, τον ξέρανε από μωρό, ok, ήταν φίλοι με τον πατέρα του, είναι, είναι, είναι, αλλά ένας… κάποιος άλλος μπορεί να το δει ανταγωνιστικά, εσένα τον νέο –όπως λέγαμε πριν για τους ανθρώπους τους καλούς και τους κακούς, έτσι;–, ναι, και να θέλει να σε πατήσει, ύπουλα πάντα. Αυτοί είναι δίπλα, ήτανε δίπλα μου και το ’χω παρατηρήσει ότι δεν είναι μόνο σ’ εμένα. Γενικά στηρίζουνε τη νεολαία και ποτέ δεν την υποβαθμίζουν ή ποτέ δεν κοιτάνε, παράδειγμα, να κάνουνε κάτι για να φανούν περισσότερο αυτοί ή… Δεν έχουνε τέτοια ανάγκη. Και πραγματικά αυτοί οι καλλιτέχνες και άνθρωποι αξίζουνε πολλά «μπράβο» και πολύ δυνατό χειροκρότημα. Μακάρι κι εμείς αύριο-μεθαύριο να είμαστε έτσι. Όλες οι συνεργασίες ήτανε καταπληκτικές, όλες. Είτε εδώ στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Με όλους αυτούς.

Μ.Κ.:

Συνεργασία δεν μπορείς να ξεχωρίσεις, αλλά γενικότερα έχεις κάποιον σαν πρότυπο, ας πούμε, που να τον θαύμαζες πάρα πολύ και να ’χεις μοιραστεί, δανειστεί μάλλον στοιχεία του, να τα ’χεις υιοθετήσει κι εσύ;

Α.Π.:

Κοίταξε, αρχικά, τα πρότυπά μου είναι ο πατέρας μου και ο θείος μου. Τώρα, μπορώ να σου πω και για ποιο λόγο είναι ο καθένας. Αρχικά, φωνητικά, εντάξει, ο θείος μου είναι, το έχει πάει σε άλλο επίπεδο. Έτσι; Στον πατέρα μου μ’ αρέσει πάρα πολύ η χροιά του, έχει την παραδοσιακή τη χροιά τη βαριά. Μ’ αρέσει πάρα πολύ η χροιά του και μ’ αρέσει πάρα πολύ το στήσιμό του πάνω στο πατάρι. Δηλαδή, ας πούμε, κάθεσαι από κάτω και τον βλέπεις και βλέπεις, ρε παιδί μου, έναν άντρα εκεί πέρα που γεμίζει το πατάρι και τραγουδάει και κιμπάρης ωραίος. Λοιπόν, πιστεύω πως… Καλά, για τον θείο μου τι να πω; Εντάξει, ο θείος μου τώρα… «Α» κάνει, ας πούμε, και λες: «Ώπα, τι έγινε τώρα εδώ πέρα;» Έτσι; Εντάξει. [00:50:00]Πιστεύω πως όλοι οι καλλιτέχνες έχουνε να σου προσφέρουνε κάτι. Το θέμα είναι αυτό που θα σου προσφέρουνε να το παντρέψεις αρμονικά μ’ εσένα. Μην πάμε σε αυτό που λέγαμε πριν, στη μίμηση. Έτσι; Εντάξει, εγώ είμαι φανατικός οπαδός, παράδειγμα, και δεν τον έχω ακούσει ποτέ, δεν τον έχω δει ποτέ από κοντά, εγώ είμαι φανατικός οπαδός του Θόδωρου του Παυλίδη, του Θόδωρου του Παυλίδη. Φανατικός οπαδός. Δηλαδή αν σήμερα ήτανε μαζί μας, νομίζω ότι όπου τραγουδούσε, θα ήμουνα εκεί. Ναι, και σαν σκηνική παρουσία και σαν φωνή. Σαν άνθρωπο δεν τον… ούτε σαν εικόνα, δηλαδή δεν ξέρω αν έχει έρθει και καμιά φορά από το σπίτι… Δεν νομίζω, δεν νομίζω, δεν νομίζω. Ο Θόδωρος ο Παυλίδης μ’ αρέσει πάρα πολύ. Εντάξει, ο αείμνηστος Χρύσανθος, έτσι; Και μετά, από τους νεότερους και τη φουρνιά του πατέρα μου, όλης εκείνης εκεί δηλαδή της γενιάς, ο καθένας έχει τη δική του ταυτότητα. Και ξες ποια ήτανε η διαφορά, ποια είναι η διαφορά της εκείνης γενιάς μ’ εμάς τώρα; Εκείνη τη γενιά την έκανε ο κόσμος, τραγουδιστή, καλλιτέχνη, λυράρη, νταουλτζή. Σήμερα δεν μας κάνει ο κόσμος. Σήμερα μας κάνει το Instagram, μας κάνει το TikTok, το Facebook… Και πρόσεξε να δεις, εμείς, εμείς… εγώ, εγώ κάνω fan club «Τάσος Παρχαρίδης». Ε, είναι δυνατόν; Ναι, σήμερα έτσι γινόμαστε. Σήμερα έτσι γινόμαστε. Παλιά δεν… παλιά… Παλιά; Εκείνη την εποχή, ας πούμε, υπήρχανε κριτές, υπήρχε κοινό που από κάτω γνώριζε. Γνώριζε. Δεν μπορούσες να βγεις και να πεις άλλ’ αντ’ άλλων. Και αν έβγαινες κι έλεγες άλλ’ αντ’ άλλων, έφευγες κιόλας. Κάποτε θυμάμαι είπε κάποιος, όταν κάνανε χορό στα χωριά και χόρευαν και πήγαινα εγώ, ο νεότερος, να χορέψω, που δεν ήξερα… Πρόσεξε να δεις, που δεν ήξερα, αλλά ήθελα να πιαστώ στον χορό για να χορέψω, ερχότανε ο πατέρας σου, μ’ έπιανε και μ’ έλεγε: «Χαλάντς το χορόν. Πήγαινε στην άκρη. Μάθε και έλα ξαναπιάσου». Και το κυριότερο απ’ όλα ήταν ότι ο πατέρας ο δικός μου, αν μ’ έκανε έτσι ο πατέρας σου, δεν παρεξηγιότανε. Πρόσεξε να δεις, δεν παρεξηγιότανε. Τώρα τι γίνεται; Άμα έρθει κάποιος και μου πει, ξέρω εγώ, κάτι: «Α! Τεμόν το παιδί είπες εσύ αέτς;» κι: «Α! Ου!» και παρεξηγ-… Ή, η άλλη πλευρά, επειδή εμένα ο πατέρας μου είναι –πώς να το πω;– σ’ έναν σύλλογο, δεν πά’ να λέω ό,τι θέλω, ο άλλος, για να έχει μία δουλειά τον χειμώνα και μία το καλοκαίρι σ’ αυτόν τον σύλλογο, δεν λέει τίποτα. Είναι κι αυτό ένα τέτοιο.

Μ.Κ.:

Μου είπες την προηγούμενη φορά ότι έχεις συνεργαστεί και με τον πατέρα σου. Από αυτό τι συναισθήματα έχεις, πώς σου φάνηκε;

Α.Π.:

Άγχος. Άγχος. Άσ’ τη συνεργασία. Θα σε πω όταν πήγα να ηχογραφήσω το πρώτο τραγούδι που θα έβγαζα. Δεν ήμουνα και τόσο έμπειρος, ήθελα να βγάλω ένα τραγούδι, τέλος πάντων, είχα… η μουσική ήταν του θείου μου του Αλέξη και οι στίχοι… Κάτσε τώρα, γιατί δεν θυμάμαι. Οι στίχοι ήτανε πάλι του θείου μου του Αλέξη; Ναι, ναι. Αν δεν κάνω λάθος. Τώρα μπορεί να λέω και ψέματα. Τέλος πάντων, και πάμε τώρα εκεί πέρα, έχουμε τη μουσική, εγώ το έχω κάνει πρόβα στο σπίτι, πώς θα το πω και τι θα κάνω. Λοιπόν, και πάμε στο στούντιο, μπαίνουμε μέσα… Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, στον Μπάμπη τον Κεμανετζίδη. Λοιπόν, φοράω τα ακουστικά, λύρα παίζει ο Γιάννης ο Σανίδης, ok, και θα ξεκινήσουμε τώρα. Και με το που έρχεται η ώρα να μπω, κάνω εγώ το πρώτο: «Α», να μπω, και βλέπεις έναν θείο μου κι έναν πατέρα μου: «Στοπ!». Ε, αυτό ήτανε, τέλος. Κόπηκα. Εκεί όλα, όλα σταμάτησαν εκεί πέρα και μ’ έκοψαν τα πόδια. Λέω: «Τι έκανα;». «Όχι», μου λένε, «δεν θα μπεις από κει, θα μπεις από κει, θα κάνεις έτσι, θα κάνεις…». Λέω: «Ρε παιδιά», λέω… Και στο τέλος ο Μπάμπης αναγκάστηκε τους έβγαλε όλους έξω, με είπε: «Τάσο, τραγούδα» κι έτσι το γράψαμε. Για να καταλάβεις. Εντάξει, γενικά η συνεργασία… Όσο πλάθεσαι μέσα στον χώρο, εντάξει, μετά αισθάνεσαι, ας πούμε, και μία πιο σιγουριά, πιο ελευθερία. Δηλαδή, ας πούμε, τώρα, άμα συνεργαστώ με τον πατέρα μου ή ακόμη και με τον θείο μου –έτσι;–, ναι, έχω άγχος, έχω άγχος, ένα πα-… Όταν είμαι μόνος μου, μπορεί να έχω λιγότερο. Όταν είμαι μ’ αυτούς, έχω ένα τέτοιο. Αλλά, εντάξει, αυτό το παλεύεις, μετριάζεται, μετριάζεται. Αλλά είναι ωραία, ρε συ, είναι ωραία. Το συναίσθημα δηλαδή αυτό… Εγώ, να σου πω την αλήθεια, καμαρώνω. Εγώ καμαρώνω. Εντάξει, το άγχος προσπαθώ να το παλέψω, αλλά εντάξει όσο μπορώ, όσο μπορώ. Είναι ωραίες στιγμές όμως, έτσι; Είναι ωραίες στιγμές και το πιο ωραίο είναι… ξες, βλέπεις και στα μάτια, ρε παιδί μου, του κόσμου, ας πούμε, την αγάπη, ότι σας βλέπει και σας χαίρεται. Τραγουδάς τώρα… Είναι ωραίο. Γελάνε, χαμογελάνε, ξέρω γω, πάνε λένε τον πατέρα μου για μένα ή θα πούνε, ξέρω γω, για μένα, κάτι για τον… Είναι ωραίο όλο το τέτοιο. Αλλά στις αρχές, ας πούμε, που παίξαμε, μαζί που τραγουδήσαμε, εντάξει… Αυτό το άγχος τι είναι; Ναι, κόβονται τα πόδια σου. Κόβονται τα πόδια σου. Εντάξει: «Πώς θα τα πω; Όχι, αν θα τα πω καλά; Όχι, να μην κάνω το λάθος», αυτό. Αυτό είναι. Οι σκέψεις δηλαδή αυτές είναι. Δεν είσαι τόσο συγκεντρωμένος στο να τραγουδήσεις, να πεις αυτό που θες να πεις, να βγάλεις αυτό που θες να βγάλεις από μέσα σου. Είναι αυτό: «Να τα πω καλά, να μην κάνω λάθος, να μην κάνω…». Εντάξει, ωραίες στιγμές, έντονες στιγμές, οι οποίες σε σημαδεύουν.

Μ.Κ.:

Αυτό το τραγούδι που είπες ότι πρωτοξεκίνησες για να βγάλεις, ποιο ήτανε; Θέλεις έτσι να μας πεις ένα μικρό δίστιχο, ας πούμε;

Α.Π.:

Στιχάκι; Ναι. Το τραγούδι λέγεται: «Λιβωμένον καρδόπο μ’», «Λιβωμένον καρδόπο μ’» δηλαδή «Συννεφιασμένη καρδιά». Τα λόγια… έλεγε το πρώτο στιχάκι: «Σ’ ωτία μ’ έρχουν τα λόγια σ’ και σ’ ομμάτια μ’ εικόνας ‘Εγάπη μ’’, όντες έλεες κι εφίλ’ να απέσ’ σο στόμα σ’. Αχ, κι εσύ πουθέν πα κείσαι! Βάι! Λιβωμένον καρδόπο μ’, λύεσαι και τελείσαι!». Έλεγε το πρώτο στιχάκι με το ρεφρέν. Εντάξει, ερωτικό, ερωτικό κομμάτι. Θες να κάνουμε και τη μετάφραση;

Μ.Κ.:

Όχι, δεν πειράζει.

Α.Π.:

Σίγουρα;

Μ.Κ.:

Όποιος θέλει μπορεί να το ψάξει και να το βρει.

Α.Π.:

Εντάξει, ok. Ένα από τα «αρνητικά» –Αρνητικά; Εντός εισαγωγικών αρνητικά, έτσι;– της ποντιακής διαλέκτου είναι αυτό, το ότι χάνεις, ας πούμε, την επικοινωνία με τα στιχάκια με το κοινό. Καμιά φορά, ακόμα και Πόντιος να είσαι, δεν καταλαβαίνεις τι λέει. Δηλαδή όταν θα χαθεί η επικοινωνία με το κοινό… Δηλαδή εγώ ψυχολογώ το κοινό και, ξέρω γω, θα πάμε λίγο στα ερωτικά, έτσι ξες λίγο τα ερωτικά τα πονεμένα. Ε, όσο και ερωτικό να πω, γιατί άμα δεν το καταλάβει, δεν μπορώ να τον φτιάξω που λένε, ρε παιδί μου. Κατάλαβες; Αυτό είναι ένα από τα αρνητικά της ποντιακής διαλέκτου. Δεν ξέρω αν θα διορθωθεί ποτέ.

Μ.Κ.:

Και πάμε σε αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω τώρα, για τη διάλεκτο. Κατά κάποιον τρόπο είναι μια διάλεκτος νεκρή, δεδομένου ότι δεν μιλιέται γενικότερα. Πόσο εύκολο ήτανε για ένα νέο παιδί, στην ηλικία των 15, 16, 17, να την μάθει, να την καταλάβει και όχι απλά να την καταλάβει, να μπορεί και να εκφράζεται μέσω αυτής;

Α.Π.:

Ξύπνησα μία μέρα και είπα: «Εγώ από σήμερα θα μιλάω ποντιακά». Αυτό. Αυτό! Και ξεκίνησα να μιλάω. Δεν ήτανε τίποτε [01:00:00]άλλο. Είπα: «Θα ξεκινήσω από σήμερα και θα μιλάω ποντιακά». Και είχα φτάσει σε ένα… δηλαδή ακόμα και τώρα, ας πούμε, ακόμα και τώρα, μπορεί να… ή στην πρωινή μου τη δουλειά, έτσι; Να ξεκινάω να τα λέω στα ποντιακά και… «Ώπα, πάμε ελληνικά». Δηλαδή με βγαίνει έτσι. Εντάξει, ξεκίνησα, δεν πάει να πει ότι τα μιλούσα σωστά. Έκανα λάθη, με διόρθωνε, είτε παππούς, γιαγιά… Τη γιαγιά μου τη Σοφία, ε ίσως λίγο, ίσως να την πρόλαβα, με την έννοια στο να μιλάω, για να με διορθώνει. Έτσι; Ναι. Πολύ η μάνα μου κι ο πατέρας μου, και έτσι ξεκίνησα να μιλάω ποντιακά. Ένα πρωί ξύπνησα και είπα: «Από σήμερα μιλάω ποντιακά». Μίλα, μίλα, μίλα, μίλα, μίλα, μίλα, τα έμαθα… Τα έμαθα; Εντάξει, κι εγώ μη νομίζεις ότι τα ξέρω, ακόμα και σήμερα, ας πούμε, ρωτάω. Η μητέρα μου ξέρει πάρα πολλά, πάρα πολλά, απλά δεν τα μιλάει… Δεν τα μιλάει; Αν είναι να μιλήσει, θα μιλήσει, αλλά δεν την ακούς. Ενώ, παράδειγμα, τον πατέρα μου, που τον ακούς να μιλάει ποντιακά, η μάνα μου έχει περισσότερες γνώσεις, είτε σε λέξεις είτε σε παροιμίες και τέτοια. Ναι, έτσι. Εντάξει, αυτό είναι το πώς μεγαλώνει ο νέος μέσα απ’ το οικογενειακό του περιβάλλον. Από κει θα τα πάρει αυτά. Βλέπω ότι κατά καιρούς γίνονται και κάποια μαθήματα ποντιακής διαλέκτου, έτσι; Ναι, αλλά… Πολύ σημαντικό να γίνονται και μακάρι να έχουνε απήχηση και στο κοινό και… Μακάρι. Δεν ξέρω εδώ στην Κοζάνη αν είχε γίνει κάποια προσπάθεια. Εγώ θέλω να πάω. Ναι, αλήθεια. Αλλά είναι κάτι που αυτό θα το πάρεις μέσα απ’ την οικογένεια, μέσα απ’ την οικογένεια. Μετά, εντάξει, εγώ σου είπα, ήμουνα και λίγο… δεν μ’ ενδιέφερε –πιο μικρός, έτσι;– αν ο άλλος καταλάβει τι θα πω, εγώ είπα: «Θα μιλάω ποντιακά» και θα μιλάω ποντιακά. Ξέρεις, λίγο η τρέλα της εφηβείας κι όλα αυτά. Έτσι ξε-… έτσι, ένα πρωί αυτό: «Σήμερα, από σήμερα μιλάω ποντιακά». Και το πήρα και πήγα.

Μ.Κ.:

Γενικότερα, ξέρω ότι τώρα τελευταία κυκλοφόρησε ένα τραγούδι, μαζί με τον πατέρα σου, που τραγουδάει κι εκείνος. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτό;

Α.Π.:

Για το «Σατς». Ναι. Λοιπόν, το «Σατς» είναι ένα τραγούδι το οποίο το έβγαλε ο πατέρας μου μαζί με τον Βασίλη το Φωλίνα. Συγκεκριμένα, συγκεκριμένα ο Βασίλης αυτό το έπαιζε σαν κλαδάκι, που λέμε εμείς, μέσα σε έναν άλλο σκοπό. Και τότε ήτανε με τον Κοκκινίδη τον Νίκο, στο χωριό, γιατί και ο Νίκος ο Κοκκινίδης στο χωριό μένει, στον Τετράλοφο, όπως και ο Βασίλης. Και τον Βασίλη βασικά τον μάθαινε λύρα παλιά ο πατέρας μου. Ο Βασίλης, άμα ακούσεις το πώς μιλάει για τον πατέρα μου, δάσκαλο τον ανεβάζει, δάσκαλο τον κατεβάζει. Ναι, τον σέβεται και τον υπεραγαπάει πάρα πολύ. Λοιπόν, και τον λέει ο Νίκος ο Κοκκιν-… Κοκκινά τον λέμε εμείς, ο Νίκος ο Κοκκινάς: «Πήγαινε να τ’ ακούσει ο Στάθης». Ο Νίκος μετά ήτανε… πριν αρρωστήσει ο πατέρας μου, ας πούμε, την περιπέτεια που περάσαμε, ήτανε… πηγαίνανε μαζί σε δουλειές, ήταν ο λυράρης του πατέρα μου, ο Νίκος ο Κοκκινίδης, και ο Νίκος ο Φιλιππίδης ήταν το νταούλι. Λοιπόν, και τον λέει ο Νίκος ο Κοκκινάς: «Πήγαινε να τ’ ακούσει ο Στάθης» και ήρθανε στο σπίτι στο χωριό, ήμουνα κι εγώ εκεί εντωμεταξύ –Τυχαία τώρα; Δεν ξέρω–, ήμουνα κι εγώ εκεί και παίζει τώρα ο Βασίλης εκείνον τον σκοπό που έπαιζε και κάνει αυτό το κλαδάκι, ας πούμε. Και το πιάνει ο πατέρας μου και τον λέει: «Ώπα! Ξαναπαίξ’ το, εγώ θα πω ένα στιχάκι έτσι», να ξαναπαίξ’ το, να σταμάτα, να παίξε, να θα τραγουδήσω, ωπ και ήρθε και βγήκε αυτός ο σκοπός. Θα το κυκλοφορούσε ο πατέρας μου, αλλά επειδή ήρθε αυτή η περιπέτεια, έμεινε πίσω. Έμεινε πίσω, εντάξει, και το βγάλαμε μετά την περιπέτεια του πατέρα μου. Ο πατέρας μου λέει μόνο στην αρχή το ρεφρέν κι όλο το υπόλοιπο το λέω εγώ. Ήτανε, είναι ένα κομμάτι, πραγματικά δηλαδή αγαπήθηκε τόσο πολύ από το… όχι από την… απ’ όλο τον κόσμο. Απ’ όλο τον κόσμο! Είτε Ελλάδα είτε εξωτερικό. Και έπιασε, που λέμε, ρε παιδί μου. Έτσι; Καταπληκτικό! Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα, βασικά, να βλέπεις ότι όλος ο κόσμος τραγουδάει ένα τραγούδι σου. Ακόμα συνάδελφοί σου το τραγουδάνε αυτό… Σε τιμάει, είναι τιμή σου. Είναι τιμή σου. Και εδώ θα ήθελα να πω ότι αυτοί που… όταν το κάναμε, στο αγγείο ήταν ο Βασίλης ο Φωλίνας, λύρα παίζει ο Νίκος ο Κοκκινίδης, στα πλήκτρα ήταν ο Παναγιώτης ο Γεωργιάδης, από δω από το χωριό, και στο νταούλι ήτανε ο Χρήστος ο Ασλανίδης. Ναι. Αγαπήθηκε πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ. Πήγε πάρα πολύ καλά. Ακόμα και σήμερα δηλαδή τραγουδιέται. Οπότε, εντάξει, τώρα πάμε για άλλα, ξες σιγά σιγά χτίζεις, ανεβάζεις τον πήχη, πας να κάνεις καινούργια πράγματα. Μετά το «Σατς», είχαμε κάνει κι ένα live με τον Βασίλη, τύπου έτσι συναυλιακό, που κι εκείνο πήγε πάρα πολύ καλά. Το είχαμε ανεβάσει στο ίντερνετ. Λίγο εκεί πέρα μας χτύπησε πίσω, ξες, η Covid περίοδος, γιατί τη δουλειά την κάναμε στη Θεσσαλονίκη, στο στούντιο, και… Πήγαινε, έλα, μας επιτρέπουνε, δεν μας επιτρέπουνε, χάσαμε λίγο τον ειρμό. Ναι. Αλλά κι εκείνο ήτανε καταπληκτικό.

Μ.Κ.:

Θα φτάσουμε και στην Covid εποχή. Πριν πάμε εκεί, θέλω να μου πεις ένα ρεφρέν.

Α.Π.:

Ρεφρέν; Απ’ το «Σατς»;

Μ.Κ.:

Ναι.

Α.Π.:

Προτού το τραγουδήσω, ο στίχος του ρεφρέν, τον έχει γράψει ο Γιάννης ο Βασιλειάδης από τα Αλωνάκια. Δεν είναι μαζί μας, ας πούμε. Το έγραψε αυτός. Λοιπόν: «Η πίτα αφκά σο σατς πουλί μ’, ξεροκοκκινίζ’ Αέτσ’ έν’ ο πρόσωπος σ’ τα χείλια μ’ όντες φιλείς».

Μ.Κ.:

Ωραία. Λοιπόν, τώρα, γενικά έχω την εντύπωση, από αυτά που έχω ακούσει και από άλλους συναδέλφους, ότι κάθε καλλιτέχνης ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο, δεν θα πω είδος, κατηγορία τραγουδιού. Έχεις εσύ κάποιο συγκεκριμένο που σε εκφράζει περισσότερο;

Α.Π.:

Κοίταξε, εμένα η καταγωγή μου από τον Πόντο, είμαστε από την περιοχή της Ματσούκας και συγκεκριμένα από το χωριό Καπίκιοϊ. Σίγουρα, ξέρεις, όταν ακούω σκοπούς της περιοχής της Ματσούκας και του Καπίκιοϊ, ανατριχιάζω, εντάξει. Αλλά γενικά, επειδή μ’ αρέσει η μουσική, μ’ αρέσει η μουσική, μ’ αρέσουνε όλες οι περιοχές του Πόντου. Δηλαδή ok, ναι, ξες, το DNA που λένε, το αίμα, αλλά εμένα προσωπικά με γοητεύουνε όλες οι περιοχές. Είτε είναι η περιοχή του Καρς, είτε είναι η περιοχή της Κρώμνης, είτε είναι η περιοχή της Μπάφρας, είτε είναι η περιοχή της Γαράσαρης. Μπορεί, ας πούμε, να κολλήσω και να ακούσω, και να ακούω συνέχεια έναν σκοπό, παράδειγμα, ξες, ένα ομάλι Γαράσαρης. Να κάθομαι εκεί και μόνο αυτό, να μην υπάρχει τίποτε άλλο, τίποτε άλλο. Ναι. Εντάξει, η ταυτότητα σίγουρα είναι ταυτότητα και χαρακτηρίζει έναν καλλιτέχνη, από κει και πέρα, από τη στιγμή όμως που γίνεται επαγγελματικά, δεν μπορείς να μείνεις μόνο εκεί. Έτσι; Σίγουρα θα πρέπει να αποδώσεις και τις άλλες περιοχές.

Μ.Κ.:

Το τελευταίο διάστημα ακούγεται, κατά κάποιον τρόπο, ας μου επιτραπεί η έκφραση, το «νεοποντιακό». Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτό;

Α.Π.:

[01:10:00]Πάντα υπήρχε, πάντα υπήρχε. Απλά ίσως στις μέρες μας υπερτερεί. Εντάξει, τώρα δεν θέλω να προσβάλω και κανέναν, έτσι; Σε καμία περίπτωση. Είμαι αυτό που λένε υπέρ της εξέλιξης. Ναι, υπέρ της εξέλιξης. Είμαι όμως κατά της αλλοίωσης. Ναι, να κάνουμε πράγματα, ναι, να δημιουργούμε. Εξάλλου, είχε πει κι ο μεγάλος Ψαραντώνης ότι: «Η μουσική είναι τόσο μεγάλη και δεν έχει σύνορα, μην τη φυλακίζουμε σε κουκκίδες», εννοώντας τις νότες κι όλα αυτά. Αλλά προτού τα κάνουμε όλα αυτά, θα πρέπει να γνωρίζουμε τη βάση. Τη βάση. Γιατί… Τα θεμέλια. Γιατί πολύ πιθανόν είναι, όταν θα πάμε να χτίσουμε κάτι από πάνω μη γνωρίζοντας κάτω τι έχουμε, να γκρεμιστεί όλο. Υπάρχουνε φοβεροί, φοβεροί μουσικοί σήμερα, φοβεροί δεξιοτέχνες, δηλαδή κάθεσαι και τους χαζεύεις πραγματικά, λες: «Πω ρε, τι…;». Ναι, ναι, σεβαστοί όλοι. Να ξέρουμε, όμως, τα θεμέλιά μας και πάνω σ’ αυτά να δημιουργήσουμε. Αν πάμε να χτίσουμε κάτι αυθαίρετα, σίγουρο είναι ότι θα γκρεμιστεί, σίγουρο είναι ότι θα γκρεμιστεί. Ναι, και τα νεοποντιακά ωραία είναι. Όλοι τραγουδάμε νεοποντιακά. Ποιος είναι αυτός που δεν τραγουδάει ποντιακά; Ναι. Όλοι τα λέμε. Αλλά η διαφορά είναι στο ότι πρέπει να ξέρουμε τη βάση, πρέπει να ξέρουμε τη βάση. Αυτό. Δεν θέλω να το αναλύσω παραπάνω.

Μ.Κ.:

Εντάξει, δεν επιμένω. Έχω την εντύπωση ότι είναι και απαιτητική δουλειά, δεδομένου ότι πρέπει να κάνεις προετοιμασία, έχεις ηχογραφήσεις, έχεις να κλείσεις ραντεβού, κλπ., κλπ. Αυτό πώς επηρεάζει τη ζωή σου γενικότερα;

Α.Π.:

Κοίταξε, σου είπα ότι το τραγούδι είναι το δεύτερό μου επάγγελμα. Πλέον έχω μπει σε μία καθημερινότητα η οποία τρέχει. Οι ρυθμοί είναι τόσο γρήγοροι και απαιτητικοί, που έρχονται στιγμές και λέω: «Ουφ, φτάνει». Όμως, με έναν καλό προγραμματισμό και με μία, ας πούμε, απλοποίηση των πραγμάτων, μπορείς και κρατάς ισορροπία. Το θέμα είναι πρώτα εσύ με τον εαυτό σου να ξες τι θες, να θέτεις σωστές προτεραιότητες. Ωραία; Και μετά όλα τα βάζεις σε σειρά. Τα βάζεις σε σειρά. Σίγουρα, εντάξει, το τραγούδι… όχι απαιτεί προετοιμασία, είναι κάποια πράγματα που ίσως ο κόσμος δεν τα δίνει σημασία. Ναι, αλλά εμείς πρέπει να τα προσέχουμε. Εμείς πρέπει να τα προσέχουμε. Είτε αυτό λέγεται εμφάνιση, outfit, πώς το λένε; Έτσι δεν τα λένε τώρα; Οι ορολογίες, αυτά τα… Ναι. Είτε είναι η εμφάνιση είτε είναι ακόμα, ξες, και καμιά φορά… Δεν το καταλαβαίνω, αλλά κάποιες φορές μού γίνεται. Ξες, περπατάς στον δρόμο, τώρα περπατάω εγώ με τους φίλους μου, τους κολλητούς μου, που είμαστε μαζί τώρα από μωρά, κι εμείς νομίζουμε ακόμα είμαστε, ξες, παιδιά και θα κάνουμε και τα χαζά μας και θα κάνουμε και τα πράματα, και τότε: «Εσύ δεν είσαι ο Τάσος που τραγουδάει;». Ώπα, δηλαδή κάτσε, περίμενε, πρέπει λίγο, ξες, να έχεις και… να έχεις και… όχι να είσαι ψεύτικος, αλλά να κρατάς και κάποια πράματα, γιατί πλέον είμαστε εκτεθειμένοι στον κόσμο, μας γνωρίζουνε. Είναι απαιτητικό, θέλει σωστό προγραμματισμό και όλα γίνονται. Θα προγραμματίσω με την πρωινή μου τη δουλειά πότε θα πάω για ψώνια, πότε θα πάω να κλείσω το στούντιο, ποια μέρα θα είμαι εκεί, πόσες δουλειές έχω πιο πριν, ώστε και η φωνή να μην είναι κουρασμένη, ας πούμε, για να πάω να αποδώσω εκεί. Έτσι; Θα προγραμματίσω… Τι να σου πω; Ακόμα και το service του αυτοκινήτου, με τόσα χιλιόμετρα που κάνουμε, ξες, είναι κάποια πράματα που δεν κάνεις, αλλά ναι, όμως, πρέπει να γίνουν, είναι η ασφάλεια. Σηκωνόμαστε, πάμε από δω… Την Παρασκευή που μας πέρασε ήμουν απάνω στο Νευροκόπι. Τρεις ώρες πάνε και τρεις ώρες έλα. Έτσι; Κατάλαβες. Οπότε, θέλει έναν σωστό προγραμματισμό. Έτσι; Γυμναστήριο. Είμαι και της γυμναστικής, μ’ αρέσει η γυμναστική. Πρέπει να το βάλω κι αυτό στο πρόγραμμα. Θέλει έναν σωστό προγραμματισμό και όλα γίνονται. Εντάξει, οι ρυθμοί είναι γρήγοροι, τρέχουνε, αλλά τα καταφέρνουμε. Εντάξει, είναι αυτό το «απλοποίησέ το», σαν φιλοσοφία, «απλοποίησέ», πώς μπορούμε να το κάνουμε πιο απλά. Το απλό δεν πάει να πει ότι είναι και πιο εύκολο ή πιο τέτοιο. Όχι. Πιο απλά, μεθοδολογία, για να έχουμε και το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Μ.Κ.:

Το κομμάτι αυτό της αναγνωρισιμότητας ήταν το επόμενο που θα σε ρωτούσα. Σου έχουνε τύχει έτσι περίεργα σκηνικά, δεν ξέρω, κάτι που να το θυμάσαι και να το θυμάσαι και μελλοντικά;

Α.Π.:

Ναι. Και άμα σου πω δηλαδή αυτό… Πω, πω, ναι. Είμαστε στο πανηγύρι εδώ στο Δρέπανο, έρχομαι βόλτα, περπατάω. Χαζεύω από δω, χαζεύω από κει, περπατάμε. Και έρχεται μία κοπέλα και μου λέει: «Ε, συγγνώμη»… Τώρα έτσι, ε; Λέει: «Συγγνώμη, να βγούμε μια φωτογραφία;». Πω, πω, και γυρνάω και τη λέω: «Γιατί;». Με κάνει μία: «Ο Παρχαρίδης ο Τάσος δεν είσαι;». Λέω: «Έλα, ρε κορίτσι μου», λέω, «πω, πω, ναι». Εντάξει, ένιωσα πολύ άσχημα. Με λέει: «Να βγούμε» και τη λέω: «Γιατί;». Κι εγώ γύρισα δηλαδή πολύ έτσι, με μια τέτοια… βαρεμάρα θες; Της απάντησα: «Γιατί;». Ναι. «Πω, πω, χίλια συγγνώμη», και βγήκαμε φωτογραφία. Εντάξει, η αναγνωρισιμότητα, ναι, θέλει προσοχή.

Μ.Κ.:

Πριν φτάσουμε στην Covid εποχή, που θέλω να σε ρωτήσω και για αυτό, κλείνοντας την ενότητα αυτή, λοιπόν, η οικογένεια, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είναι καθαρά μουσική, πιο μουσική δεν υπάρχει.

Α.Π.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Το τραγούδι θεωρείς ότι είναι κάτι το οποίο… η ικανότητα, μάλλον, στο τραγούδι είναι κάτι το οποίο καλλιεργείται ή είναι κάτι έμφυτο;

Α.Π.:

Και τα δύο. Και τα δύο. Ok, μπορεί να έχεις τη δυνατότητα, ας πούμε, να τραγουδήσεις, αλλά όσο το δουλεύεις, σίγουρα γίνεσαι καλύτερος. Ναι, και το διαμάντι, ας πούμε, όταν το επεξεργαστείς, βλέπεις: Ωπ! Στην αρχή τι είναι; Ένας λίθος, και μπορεί να μην τον παρατηρήσεις κιόλας. Ναι, αλλά μέσα από την επεξεργασία γίνεται αυτό που γίνεται. Έτσι είναι και το τραγούδι. Έτσι είναι. Έχεις, ας πούμε, τις δυνατότητες, μελετάς… Εγώ δεν έχω κάποια μουσική σπουδή, έτσι; Δεν έχω κάνει τίποτα. Αλλά επειδή μ’ αρέσει η μουσική, μ’ αρέσει να ακούω, μετά αυτό το παίρνω, ας πούμε, και το βάζω σ’ εμένα, έτσι όπως θέλω εγώ. Μελετάς, ακούς και δημιουργείς. Παράδειγμα, όταν στις αρχές, ας πούμε, ήμασταν τώρα στο αυτοκίνητο, οδηγούσε ο πατέρας μου και πηγαίναμε κάπου κι ακούγαμε ποντιακά. Αυτό που ακούγαμε το έλεγα εγώ, αλλά δεν κοιτ-… το έλεγα από τον τόνο που ήθελα εγώ, από τη νότα που ήθελα εγώ, όπως ήθελα εγώ, πιο αργά, πιο γρήγορα. Ο πατέρας μου: «Καλά ρε», με λέει, «τι κάνεις; Άκου». Εκεί: «Εγώ θα το πω όπως θέλω γω». Εντάξει, ναι, αυτό ήτανε… έχει να το λέει ο πατέρας μου αυτό. Λέει: «Αυτό το παιδί δηλαδή πραγματικά δεν πίστευα ότι θα τραγουδήσει». Κι όμως. Αλλά όσο το καλλιεργείς, ξες, αισθάνεσαι και σιγουριά, αλλά αναπτύσσεις και τις δυνατότητές σου.

Μ.Κ.:

Και φτάνουμε στο μακρινό 2020, που ξαφνικά τα τηλέφωνα χτυπάνε σαν τρελά από την Πολιτική Προστασία και μας ενημερώνουνε για κάτι το οποίο είναι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και παγκοσμίως. Η Covid εποχή για εσένα πώς ήτανε;

Α.Π.:

Σήμερα διάβασα ένα ωραίο στο ίντερνετ και λέει ότι: «Να φανταστείτε, πριν τρία χρόνια, η εποχή Covid, που ζούσαμε, [01:20:00]νομίζαμε ήτανε ό,τι πιο εξωπραγματικό είχαμε ζήσει». Έτσι; Σε σχέση με αυτά που γίνονται και σήμερα. Λοιπόν, κοίταξε, την Covid εποχή, οικονομικά ας πούμε, την πέρασα ανώδυνα, διότι έχω την πρωινή μου τη δουλειά, ok, δεν είχα κάποιο πρόβλημα. Μου έλειψε πολύ όμως η νύχτα. Μου έλειψε πολύ ο κόσμος, μου έλειψε πολύ η επαφή με τον κόσμο, μου έλειψε… όχι απαραίτητα το να τραγουδήσω, το να βγω όμως, να πάω σε ένα μαγαζί έξω το βράδυ, να κάτσω και να πιω, παράδειγμα, ένα ποτό. Εντάξει, όταν είναι και θέμα υγείας, ας πούμε, θέλοντας και μη, προσαρμόζεσαι. Το δυσάρεστο ήτανε όλη αυτή η αρνητική πληροφορία που δεχόμασταν από… είτε από τις ειδήσεις, είτε από το ίντερνετ, είτε από τα ΜΜΕ. Που με παίρνανε τηλέφωνο, ας πούμε, με λέγανε: «Ε, ρε Τάσο, κάνε στο σπίτι, πες δύο τραγούδια», «Ρε παιδιά», τους έλεγα, «αλήθεια σε λέω, δεν έχω διάθεση, ψυχολογία». Τι ψυχολογία να ’χεις όταν σε βομβαρδίζουνε μ’ όλα αυτά; Ήτανε ζόρι. Για όλους. Και είναι κάτι το οποίο δεν επηρεάζει, ας πούμε, μόνο εμένα. Δηλαδή όταν… Τώρα το βράδυ που θα πάμε σε έναν χορό, παράδειγμα, δεν είναι μόνο ο τραγουδιστής, ο λυράρης, αυτός που παίζει νταούλι και ο αρμονίστας. Έτσι; Είναι και ο ηχολήπτης. Είναι και αυτός που έχει τα φώτα. Είναι, παράδειγμα, το catering, που μπορεί να καλύπτει τη βραδιά. Είναι ένα σύνολο ανθρώπων δηλαδή τα οποία, ξες, είναι αλυσίδα όλο αυτό και επηρεάζει. Οπότε, δεν επηρέασε μόνο εμάς, ας πούμε, μας επηρέασε γενικά όλους. Εντάξει, ήτανε δύσκολο. Ήτανε δύσκολο, εμένα περισσότερο αυτό ήτανε που… Γιατί η νύχτα μου αρέσει, θέλω να βγαίνω έξω, την ψάχνω δηλαδή. Με ζόρισε. Αλλά ερχόταν όλο αυτό, ας πούμε, με την πληροφορία αυτήν την αρνητική και έλεγες: «Τώρα τι γίνεται εδώ πέρα;». Εντάξει. Δυο φορές κόλλησα Covid. Τι να πω; Δυο φορές κόλλησα Covid.

Μ.Κ.:

Παρά τα αρνητικά όμως, ήτανε μία περίοδος δημιουργική; Σε επίπεδο καλλιτεχνικό πάντα.

Α.Π.:

Περισσότερο μπορώ να πω, ξες, τα βρίσκεις με τον εαυτό σου. Ξες, εμένα μ’ αρέσει και λίγο η μοναξιά, το να… έτσι να… Ναι. Περισσότερο, ξες, έρχεσαι και σκέφτεσαι… Δημιουργεί καλλιτεχνικά… Ξες κάτι; Θέτεις κάποιους στόχους. Ήταν, ναι, κάποια πράγματα που τα έβαλα σε μία σειρά, που έπρεπε να μπούνε σε μία σειρά: «Θα κάνω αυτό, θα κάνω αυτό, θα κάνω αυτό, θα κάνω αυτό». Ναι, ήτανε, είναι κι αυτό ένα κέρδος, έτσι; Δηλαδή αν, παράδειγμα, συνεχίζαμε με τους πριν ρυθμούς, ίσως να μην το έκανα. Ίσως, ας πούμε, παράδειγμα, στον Covid, παράδειγμα, άκουγα πολύ, μελετούσα πολύ, αρκετά δηλαδή… Κάτι έπρεπε να γίνει. Ναι, οπότε ήτανε δημιουργική απ’ αυτό το κομμάτι. Απ’ αυτό το κομμάτι. Εντάξει, δύσκολη για όλους.

Μ.Κ.:

Και όταν έγινε η άρση των μέτρων και ξεκίνησαν πάλι οι χοροί και τα πανηγύρια κλπ., τι συναισθήματα έχεις από αυτό το σημείο;

Α.Π.:

Κοίτα, όταν έγιναν έτσι τα πράγματα, τότε που δεν μας άφηναν να χορεύουμε, και: «Θα πάτε και θα δεν θα χορεύετε», είπα ότι ίσως γίνει κι ένα ξεκαθάρισμα λίγο μέσα στον χώρο μας, γιατί από τη στιγμή που δεν μπορείς να χορέψεις, θα πρέπει να δώσεις βάση σε αυτό που ακούς. Οπότε, είπα: «Θα γίνει έτσι ένα ξεκαθάρισμα», που θα στραφούν περισσότερο στο ακουστικό μέρος της βραδιάς. Έπεσα έξω τελικά. Έπεσα έξω. Εντάξει, μετά έγινε αυτό το μπαμ, ας πούμε, που νομίζω ότι αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Δηλαδή ειδικά φέτος, και πέρσι και φέτος, δεν νομίζω ότι ήτανε κάποια εκδήλωση που δεν είχε επιτυχία. Έτσι; Εντάξει, έγινε αυτό το μπαμ, βγήκαμε όλοι έξω, ξεκινήσαμε τους χορούς και τα πανηγύρια. Αυτό.

Μ.Κ.:

Τώρα, οδεύοντας έτσι προς το τέλος, τι βλέψεις έχεις για το μέλλον;

Α.Π.:

Ένα… Κάτι… Ετοιμάζω κάτι μουσικά, έχω δηλαδή στο μυαλό μου κάτι να, κάτι να κάνω. Απλά τώρα θέλω λίγο έτσι να μου ’ρθει αυτό και να πω ότι: «Ξες κάτι; Αυτό θέλω». Έχω τις σκέψεις, τις βάζω σε σειρά, σίγουρα θα ’ρθει κάτι νέο μουσικά. Οι εκδηλώσεις δεν σταματάνε, δηλαδή και τον χειμώνα, ας πούμε… Εδώ κλείνουμε δουλειές, για να καταλάβεις, το ’25. Για να καταλάβεις τι γίνεται. Το ’25. Αυτό, δεν έχει κάτι άλλο.

Μ.Κ.:

Υπήρχε κάποια στιγμή που να σκέφτηκες να τα παρατήσεις;

Α.Π.:

Α, όχι, ξεκάθαρα όχι. Όχι. Οι δυσκολότερες διαδρομές, λέει, έχουνε την ομορφότερη θέα. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Και, ξες, άμα αρχίσει και σου μπει αυτή η σκέψη, είναι ένα μικρόβιο, ξες, που αυτό θα σε τρώει, θα σε τρώει, κι ίσως μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει. Δεν θέλω να μπω σε τέτοια διαδικασία. Όχι. Όχι, ποτέ. Είναι… Λένε ότι: «Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ μ’ αυτούς που δεν μ’ αγαπάνε, γιατί είναι πολλοί περισσότεροι αυτοί που μ’ αγαπάνε». Ένα τέτοιο πράγμα. Δεν νομίζω να μπω ποτέ σε αυτή τη διαδικασία, να πω ότι: «Ξες κάτι; Θα το σταματήσω». Και δεν είμαι άνθρωπος που… Επειδή κάνω κάτι επειδή το θέλω και επειδή το αγαπάω, θέλω να το πάω μέχρι το τέρμα, όσο γίνεται δηλαδή. Αργά και σταθερά. Έτσι; Αργά και σταθερά. Και ανοδικά.

Μ.Κ.:

Οπότε, τώρα, σε μια γραμμή, ας πούμε, μια σειρά, τι είναι για σένα η ποντιακή μουσική και η ποντιακή παράδοση;

Α.Π.:

Ε, είναι ζωή. Είναι πολιτισμός. Είναι ευλογία, γιατί φύγαμε από κει για να μην αλλαξοπιστήσουμε. Αν πάμε στην εκκλησία των Αλωνακίων, έχει κάτι εικόνες που φέρανε από την πατρίδα… Δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι… Λίγο, να μπούμε λίγο στο τέτοιο να φανταστούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι φύγανε από κει, μου λέγανε, ας πούμε, η γιαγιά μου ότι… αυτά που άκουγα απ’ τους παλιούς, είπαν ότι: «Εμείς όταν φύγαμε, τίποτα δεν πήραμε μαζί μας. Πήραμε μόνο τις εικόνες. Ταΐσαμε, ποτίσαμε, δέσαμε τα ζώα στον στάβλο», που είχανε, «και φύγαμε». Αυτό. Κι αυτοί, με όλα αυτά, φέρανε… αν πάμε στην εκκλησία, θα δούμε φέρανε κάτι εικόνες… δηλαδή πραγματικά είναι τεράστιες. Είναι τεράστιες. Το ξύλο δηλαδή που είναι η εικόνα είναι τεράστιο. Το είδα και το ’χουνε… νομίζω τα ’χουνε και στον πρόναο σαν… Πώς το λένε; Σαν βιτρίνα, μέσα σε… και λες: «Ώπα, τι γίνεται εδώ τώρα;». Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, ας πούμε, που τα… να μην τα βλέπουμε τόσο επιφανειακά. Αλλά η ποντιακή μουσική, τουλάχιστον για μένα, εγώ έτσι μπορώ να το χαρακτηρίσω: είναι τρόπος έκφρασης συναισθημάτων. Ό,τι αισθάνεσαι, ας πούμε, μπορείς να το αποδώσεις σε τέσσερις γραμμές. Μαγικό είναι αυτό.

Μ.Κ.:

Θα μας πεις τώρα, έτσι και για να κλείσουμε με ένα μουσικό κομμάτι, ένα αγαπημένο σου τραγούδι ποντιακό;

Α.Π.:

Αγαπημένο μου ποντιακό τραγούδι; Να σκεφτώ λίγο; Αγαπημένο μου ποντιακό τραγούδι.

Μ.Κ.:

Που το λες πάντα στις εμφανίσεις σου.

Α.Π.:

Πάντα στις εμφανίσεις μου. Κοίταξε, δεν θέλεις να σου πω ένα στιχάκι που λέω πάντα όταν είμαι μόνος μου;

Μ.Κ.:

[01:30:00]Ακόμα καλύτερα.

Α.Π.:

Κοίταξε, στις εμφανίσεις σίγουρα θα… επειδή τραγουδάω πολύ εκτός Κοζάνης, σίγουρα θα φροντίσω να… πέραν του ότι θα δείξω την ταυτότητά μου, ποιος είμαι, θα φροντίσω να ικανοποιήσω και τα γούστα, ας πούμε, των ανθρώπων της εκεί περιοχής. Έτσι; Οπότε, το πρόγραμμα, πάμε τώρα περισσότερο στον επαγγελματισμό, δεν είναι τόσο ποιο μ’ αρέσει πιο πολύ. Ok, ναι, θα πω κάποια που τα αισθάνομαι και τα κάνω, αλλά εκεί πέρα είμαστε πρώτα για τον κόσμο, γι’ αυτούς. Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ ένας σκοπός ο οποίος παιζότανε στο Πρωτοχώρι. Δεν ξέρω αν τον γνωρίζουνε πολλοί, γιατί δεν είχε κυκλοφορήσει στο CD τότε που είχανε κάνει. Έχει κυκλοφορήσει στο CD του… «Προσδιορισμός», λέγεται, «Σα ιχνάρα τ' Ασαλούμ'», έτσι νομίζω είναι ο τίτλος. Είναι ένας σκοπός… λέγεται…. Του Αλέξη ήταν ένας, στο τέτοιο, κι ήτανε… έτσι λέγεται ο σκοπός. Λοιπόν, και είναι ένα στιχάκι που λέει, θα το πω στα ελληνικά και μετά θα το πω στο τέτοιο, στα ποντιακά, λέει: «Τράβηξε πίσω το μαντίλι από το κεφάλι της/ και σήκωσε τους ώμους/», ας πούμε, «Χόρευε τικ χορό/ και πήρε την καρδιά μου». Δηλαδή η μετάφραση, ας πούμε, αυτό είναι. Έτσι; Και το στιχάκι στα ποντιακά λέει: «Έσυρεν οπίς το λετσέκ’, έσυρεν οπίς το λετσέκ’, Κι έσκωσεν τ’ ωμία , κι έσκωσεν τ’ ωμία. Τίκια χορόν εχόρευεν, τίκια χορόν εχόρευεν, Κι επαίρεν την καρδία μ’, κι επαίρεν την καρδία μ’». «Και μ’ έκλεψε την καρδιά» δηλαδή. «Χόρευε τικ», ας πούμε, «κι εγώ την είδα και μ’ έκλεψε την καρδιά μου».

Μ.Κ.:

Ωραία, δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω. Μ’ έχεις καλύψει πλήρως μ’ αυτά που έχουμε συζητήσει. Εσύ αν θέλεις κάτι άλλο να πεις…

Α.Π.:

Εγώ σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Είναι η πρώτη που κάνω έτσι. Μπορεί να έχω μιλήσει, ας πούμε, σε ραδιοφωνικούς σταθμούς ή σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή, αλλά έτσι εδώ ήτανε πολύ ωραία.

Μ.Κ.:

Χαίρομαι. Κι εγώ σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες την πρόσκληση.

Α.Π.:

Εννοείται.

Μ.Κ.:

Τα καλύτερα εύχομαι.

Α.Π.:

Υγεία σε όλους μας.