«Υπάρχει Θεός;». Ψάχνοντας την απάντηση στο Μοναστήρι της Σουρωτής
Ενότητα 1
Το μοναστήρι στη Σουρωτή
00:00:00 - 00:21:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα έχουμε 31/08/2023, βρίσκομαι στη Λάρισα με την κυρία Ελένη Θεοδούση. Εγώ ονομάζομαι Σοφία Σουφλιά, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima, κ…έει «Όχι, σου έδωσα το κομποσκοίνι, γιατί πολύ απλά το ζήτησες». Κι από εκεί και πέρα, άρχισα μετά να καταλαβαίνω διαφορετικά τα πράγματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το πνευματικό ταξίδι
00:21:39 - 00:52:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου είπαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να βρω έναν πνευματικό γιατί- κι ότι πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσω την Καινή Διαθήκη, που σημαίνει... και ειδ… δυσκολίες. Δεν είναι ένας δρόμος ρόδινος, να τα έχω όλα στρωμένα, γιατί κι ο σταυρός του Κυρίου και η ζωή του Χριστού μας δεν ήταν ρόδινη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Τα εμπόδια, οι δυσκολίες και τα θαύματα
00:52:05 - 01:17:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχει έναν σταυρό. Άρα, όταν εγώ θα πω ότι θα αποφασίσω να είμαι με τον Χριστό, ξέρω ότι θα έχω έναν σταυρό κι εγώ. Γι' αυτό θεωρώ πάρα πολύ …κό να είσαι σταθερός σε κάτι, να πεις ότι «Ναι, έχω διαβάσει. Ναι, πιστεύω στον Χριστό. Είμαι εκεί και προσπαθώ να κάνω αυτά που μου λέει».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Σκέψεις και συμβουλές για όσους δεν πιστεύουν
01:17:25 - 01:53:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω, έτσι, τώρα αυτό που πήγες να πεις πριν. Ότι, ας πούμε για- τι θα έλεγες σε κάποια άτομα που δεν πιστεύουν; Εφόσον…στα λόγια, στην ψυχή σας, και εγώ επίσης να συνεχίσω. Τον γνωρίζω και εγώ, γιατί κάθε μέρα τον γνωρίζω. Πολύ ωραία. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Σήμερα έχουμε 31/08/2023, βρίσκομαι στη Λάρισα με την κυρία Ελένη Θεοδούση. Εγώ ονομάζομαι Σοφία Σουφλιά, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Γεια σας.
Γεια σας.
Θα θέλατε, έτσι, να μας πείτε λίγα λόγια σας;
Ναι, ονομάζομαι Ελένη Θεοδούση. Είμαι 50 χρονών. Μεγάλωσα σε ένα χωριό της Αγιάς, Νερόμυλοι Αγιάς. Η οικογένεια μου -δεν έχω γνωρίσει τον μπαμπά μου-, να πω λίγα πράγματα για μένα. Όταν εγώ γεννήθηκα, πέθανε ο μπαμπάς μου. Άρα μεγάλωσα σε μια οικογένεια μόνο με τη μητέρα, αλλά με πάρα πολλή αγάπη. Η μητέρα ήταν και πατέρας, με έναν μεγαλύτερο αδερφό ο οποίος με προστάτευε. Μετά συνέχισα τις σπουδές μου, πήγα στη Θεσσαλονίκη, σπούδασα Τεχνολόγος-Γεωπόνος. Τα έφερε έτσι η ζωή, επέστρεψα πάλι στη Λάρισα. Τώρα δουλεύω στο Δημοτικό Γηροκομείο, δόξα τω Θεώ. Αυτά, εν ολίγοις, για τη ζωή μου.
Ήθελα εγώ να ρωτήσω, έτσι, ποια ήταν η σχέση σας στο παρελθόν με τη θρησκεία και με τον Θεό;Ε.Θ.: Ναι, πέρασα από διάφορα στάδια. Αν ξεκινήσουμε από την πολύ μικρή ηλικία μου είχα την... να πω το πλεονέκτημα να είμαι από μια οικογένεια που ήταν κοντά στη θρησκεία. Δηλαδή, ο αδερφός της μαμάς μου ήταν ιερέας. Ο παππούς μου ήταν αστυνομικός, αλλά πριν παντρευτεί ήταν στο Άγιο Όρος, κι ο αδερφός του ήταν μοναχός. Άρα, εγώ επειδή μεγάλωσα με τον παππού, μέσα στο σπίτι, θυμάμαι τον παππού να πάμε στην εκκλησία πρώτοι και να φεύγουμε τελευταίοι, γιατί ήταν και ψάλτης. Είχα κάποια τέτοια βιώματα. Λέω «κάποια» βιώματα, γιατί η ουσία δεν είναι να πάω απλά στην εκκλησία ή να νηστεύω Τετάρτη και Παρασκευή. Είναι κι αυτό, αλλά δεν είναι η ουσία αυτή. Άρα, εγώ σαν μικρό παιδάκι πήγαινα συχνά στην εκκλησία. Θυμάμαι πάντα τη μαμά μου να νηστεύει. Θυμάμαι τη μαμά μου να νηστεύει, όταν εμείς δεν μπορούσαμε να νηστέψουμε, νήστευε αυτή για μας, για να πάμε να κοινωνήσουμε. Αλλά μέχρι εκεί. Μετά μεγάλωσα στο χωριό, έβγαινα έξω, έπαιζα. Δηλαδή, είχαμε όμως στο σπίτι αυτά τα βιώματα, τα οποία βιώματα, ειδικά με τη νηστεία, το έχω μέχρι τώρα στη ζωή μου. Δηλαδή, όταν εγώ πήγα να σπουδάσω στα 17, που έφυγα από το σπίτι, αυτό το βίωμα που μου πέρασε η μητέρα μου, το είχα και σε εκείνη τη ζωή. Δηλαδή, πάντα νήστευα είτε τρώγαν οι άλλοι είτε όχι, πάντα πήγαινα στην εκκλησία, είτε πηγαίναν οι άλλοι είτε όχι. Δηλαδή, μου έμεινε και στην επόμενη ζωή σε μένα. Τι θα σου πω τώρα; Εγώ σπούδασα στη Θεσσαλονίκη, δόξα τω Θεώ, πήγαινα στην εκκλησία, πήγαινα στον Χριστό, πάντα τον είχα σαν αποκούμπι, με την έννοια ότι όταν είχα ένα πρόβλημα θα έπρεπε να πάω να προσευχηθώ. Πάντα πίστευα ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη η οποία μας βοηθάει. Πάντα ένιωθα μια ηρεμία στην ψυχή μου, όταν πήγαινα στην εκκλησία. Μια ηρεμία που δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά αλλού, την έβρισκα μόνο στην εκκλησία, αλλά ο Χριστός επί της ουσίας δεν είναι να πάω μόνο στην εκκλησία να ανάψω ένα κεράκι. Αυτό για να το καταλάβω τώρα, έπρεπε να περάσω πάρα πολύ δύσκολα κάποια στιγμή, ώστε να καταλάβω πραγματικά τι είναι ο Χριστός. Τα ‘φερε έτσι η ζωή μου που έπρεπε να επιστρέψω στη Λάρισα για οικογενειακούς λόγους, έπαθε ένα ατύχημα ο αδερφός μου. Τέλος πάντων, έπρεπε να γυρίσω πίσω. Κάποια στιγμή στη ζωή μου, το 2005, όταν εγώ ήμουν 30-32, πέρασα μια πολύ δύσκολη φάση, γιατί ζητούσα πράγματα από τον Θεό, προσευχόμουν, αλλά δεν γινόταν, γιατί ήταν τα δικά μου θέλω. Αυτά που ήθελα εγώ, άσχετα αν ήταν σωστά ή όχι για την ψυχή μου, ήταν όμως αυτό που ήθελα εγώ να κάνω, και ήθελα να γίνουν τώρα, κατάλαβες; Με αποτέλεσμα να έχω φτάσει σε ένα σημείο, που να λέω «Υπάρχει Θεός; Γιατί δεν με ακούει, γιατί δεν με βοηθάει, αφού του το ζητάω, τι κάνω λάθος;». Κι έφτασα σε ένα κομβικό σημείο, που ενώ «πίστευα», έκανα τη νηστεία μου, πήγαινα στην εκκλησία κάθε Κυριακή, έλεγα «Μα υπάρχεις; Με ακούς; Πού είσαι;». Τότε ήρθε στη ζωή μου -πάλι θεωρώ ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο-, ήρθε στη ζωή μου ένας άνθρωπος, μια φίλη μου, η οποία την έχω ακόμα και τώρα φίλη, που δουλεύω μαζί στην ίδια δουλειά, αυτήν όχι πολύ κοντά στην εκκλησία, αλλά με ένα δικό της τρόπο πίστευε. Ήθελε να πάει στην Τήνο, σε διάφορα τέτοια προσκυνήματα. Και πιάσαμε μια κουβέντα και μου λέει «Θέλεις να πάμε στη Σουρωτή, στον Άγιο Παΐσιο; Στον γέροντα Παΐσιο -τότε δεν είχε γίνει ακόμα Άγιος- γιατί είναι μοναχή η αδελφή μιας φίλης μου». Εκείνη την περίοδο εγώ είχα διαβάσει ένα βιβλίο, μάλλον είχα πολλά χρόνια ένα βιβλίο με τον Άγιο Παΐσιο, ένα που λέγεται «Σκεύος Εκλογής». Μου το είχε χαρίσει ένας φίλος μου, που δεν του είχα δώσει πάρα πολλή σημασία. Το είχα αφήσει στη βιβλιοθήκη, και λέω όταν σε μια δύσκολη στιγμή θα το διαβάσω. Εκείνη την εποχή, το είχα πάντα κάτω από το μαξιλάρι μου. Κάθε βράδυ το διάβαζα. Και μου έδινε πάρα πολλή δύναμη, γιατί στο συγκεκριμένο βιβλίο μιλούσε πολύ λίγο για τον γέροντα, αλλά μιλούσε για βιώματα ανθρώπων που έγιναν καλά με μέσο τον γέροντα, δηλαδή με το Άγιο Πνεύμα βοηθήθηκαν κι έγιναν καλά. Και το είχα κάθε μέρα κάτω από το προσκεφάλι μου. Θυμάμαι κάθε μέρα κάτω από το μαξιλάρι μου, το αγαπούσα πάρα πολύ, προσευχόμουν κι έλεγα «Θεέ μου, πώς θα γίνει να πάω;». Και με άκουσε ο Θεός κι έφερε αυτήν τη φίλη μου στη ζωή μου. Έτσι, πήγα στη Σουρωτή. Πήγαμε σαν προσκύνημα, μια παρέα με ένα αυτοκίνητο, στο χαβαλέ σε εισαγωγικά, προσκυνήσαμε, ανάψαμε το κεράκι μας. Οι φίλες μου, θυμάμαι, είχαν φύγει κάτω, εγώ καθόμουν εκεί στον τάφο του Αγίου. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ήταν μια μοναχή, η οποία καθάριζε τον τάφο του Αγίου.Και πάω και της λέω «Συγγνώμη, πώς σας λένε;» λέω στη μοναχή. Δεν μου απαντούσε. Εγώ δεν έφευγα και της έλεγα «Συγγνώμη, πώς σας λένε;». Επέμενα να μιλάω να- όπου κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει «Τι σημασία έχει, παιδί μου, το όνομά μου;». Και λέω «Μήπως ξανάρθω και σας ξαναβρώ». Δεν μου απάντησε και την ώρα που πήγα να φύγω, μου λέει «Αδερφή Ειρήνη». Έμεινε αυτό στο δικό μου το μυαλό. Καθώς κατεβήκαμε κάτω στο Αρχονταρίκι, λέει η φίλη μου «Θα βρω την αδερφή της φίλης μου που είναι μοναχή». Μιλήσαμε λίγο μαζί της, της λέμε «Μπορούμε να έρθουμε, να μείνουμε κάποια στιγμή εδώ;». «Πάρτε, λέει, τηλέφωνο κάποια στιγμή και αν μπορούμε θα σας φιλοξενήσουμε». Γυρνώντας στη Λάρισα, ήμασταν μια παρέα 4 ατόμων, εμένα μου είχε κολλήσει στο μυαλό ότι πρέπει να ξαναπάω, να ξανανάψω κεράκι, να ξαναπροσευχηθώ. Κάτι με τραβούσε εσωτερικά να ξαναπάω. Λέω την άλλη τη φίλη μου τη Βάσω «Θέλεις, μήπως, να ξαναπάμε;». Μου λέει «Ναι, κι εγώ θέλω». Από τα 4 τα άτομα ήμασταν οι 2 που ήταν σαν να είχαμε ένα κάλεσμα, ας πούμε, σε εισαγωγικά τη λέξη κάλεσμα, ότι πρέπει να πάμε στον Άγιο Παΐσιο. Την επόμενη Παρασκευή, ξαναπαίρνουμε τηλέφωνο, λέμε «Μπορούμε να έρθουμε να μείνουμε;». «Ναι, ναι, λέει, ελάτε». Το μοναστήρι της Σουρωτής, στη Σουρωτή ο «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» λέγεται το μοναστήρι και εκεί υπάρχει ο τάφος του Αγίου Παϊσίου, για όσους δεν ξέρουν το λέω για να- μήπως δεν το ξέρει κι ο κόσμος όλος. Έχει ένα, έχει ένα σαν ευλογία από τον Άγιο Παΐσιο, τη φιλοξενία πρώτον, και τη φιλοξενία του Αβραάμ, και το είχε σαν πρότυπο αυτό να φιλοξενούν κόσμο. Έτσι κι εγώ την επόμενη, το επόμενο σαββατοκύριακο με τη Βάσω ξανανεβήκαμε πάνω στη Σουρωτή, μείναμε εκεί, καθίσαμε εντάξει, οκέι, πήγαμε στην εκκλησία, προσευχηθήκαμε. Κάποια στιγμή λέω «Θέλω να δω τη γερόντισσα». Μου λέει «Την ξέρετε;». Λέω «Όχι». Εγώ είχα διαβάσει στα βιβλία του Αγίου Παϊσίου, που ο Άγιος Παΐσιος τους δεχόταν όλους με πάρα πολλή αγάπη και λέω αφού δεχόταν ο Άγιος Παΐσιος, θα δεχθεί και η γερόντισσα, δηλαδή θεωρούσα ότι ήταν όλα δεδομένα, ενώ δεν είναι έτσι. Η γερόντισσα βγαίνει σπάνια, εντάξει, είχε ένα άλλο πρότυπο. Σε μένα βγήκε. Την επομένη το πρωί, που πήγα μέσα στην εκκλησία έρχεται η μοναχή και μου λέει «Ζήτησες να δεις τη γερόντισσα Φιλοθέη;». Λέω «Βεβαίως, ζήτησα να δω τη γερόντισσα». «Εντάξει, μου λέει, θα πάτε, θα σας φωνάξω εγώ και θα πάτε εκεί στη γωνία, στον διάδρομο στην αυλή». Πάω κι εγώ στην αυλή και βλέπω μια μοναχή μ' ένα μαντηλάκι κάτι πολύ απλό. Λέω «Πώς θα την καταλάβω τη γερόντισσα;». Μου λέει «Θα το καταλάβεις». Εγώ φαντάστηκα ότι θα είναι καμία γερόντισσα που θα φοράει τίποτα, κανένα σταυρό, κάτι, ξέρεις, κάτι πολύ ουάου. Και πάω και βλέπω μια μοναχή, η οποία είχε ένα μαντηλάκι, ένα ρασάκι. Λέω «Θα έρθει αυτή η μοναχή να με πάει στη γερόντισσα». Με το που πάω εκεί, μου λέει «Είσαι η Ελένη;». Λέω «Ναι» και με φιλάει στο μέτωπο και λέω «Είστε η γερόντισσα;». Και μου λέει «Ναι». Έτσι κατάλαβα ότι είναι η γερόντισσα, από την αγάπη της, από την[00:10:00] απλότητά της, από όλο αυτό. Μου λέει «Ζήτησες να με δεις. Γιατί ήθελες να με δεις;». Και της λέω «Μία ερώτηση θα σας κάνω;Μόνο. Τίποτα άλλο». Λέω «Υπάρχει Θεός;». Και μου λέει «Μπορείς να μείνεις εδώ 2 μέρες, για να καταλάβεις αν υπάρχει Θεός;». Λέω «Τώρα δεν μπορώ, έχω πάρα πολύ δουλειά». «Εντάξει, μου λέει, όταν θα έχεις ρεπό από τη δουλειά σου, θέλω να έρθεις να μείνεις εδώ 2 μέρες, και να καταλάβεις αν υπάρχει Θεός». Και μου λέει «Υπάρχει, αλλά θέλω να το ζήσεις μόνη σου». Φεύγω, αλλά εμένα στην ψυχή μου είχε μπει αυτό το θέλω να πάω. Δηλαδή, με τραβούσε κάτι να το ζήσω, να το ανακαλύψω, να δω αν- δηλαδή, ήθελα μέσα ψυχικά, ας πούμε, κάτι με τραβούσε. Πέρασε λίγος καιρός, πάλι είχα τα ίδια προβλήματα, πάλι δεν λυνόταν τα προβλήματά μου, πάλι είχα άγχος πάρα πολύ, οικογενειακά, προβλήματα υγείας, τέλος πάντων, και πάλι έλεγα «Μα Θεέ μου, δεν μπορείς να μου τα λύσεις;». Γιατί εγώ στο μυαλό μου είχα το εξής, ότι όποιος αγαπάει τον Χριστό και προσεύχεται, θα του λύσει και όλα τα προβλήματα ο Κύριος, και θα είναι μια ζωή ρόδινη, που δεν ισχύει αυτό βέβαια, έτσι. Αλλά εγώ αυτό είχα στο μυαλό μου, έτσι το φανταζόμουνα. Γι’ αυτό και λέω ότι, ναι, είχα σχέση με την εκκλησία, πήγαινα στην εκκλησία αλλά δεν είναι- ο Χριστός είναι διαφορετικός. Η ουσία είναι αλλού, δεν είναι ότι θα πάω θα ανάψω απλά ένα κεράκι. Είναι κι αυτό, αλλά δεν είναι ο Χριστός αυτό. Να μην τα πολυλογώ, μετά από ενάμιση μήνα, ξαναπήρα τηλέφωνο. Ήθελα να πάω, με ξαναδέχτηκαν πάλι να μείνω. Θυμάμαι πήγα Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, τριήμερο. Το Σάββατο πήγα εκεί, μείναμε στον ξενώνα με κάτι άλλα παιδιά, με κάτι άλλα κορίτσια, γιατί είναι μόνο γυναικείο το μοναστήρι, μόνο γυναίκες δέχεται. Δεν δέχεται άντρες. Καθίσαμε εκεί, δεν κατάλαβα και κάτι, ας πούμε. Μιλούσαμε. Απλά μου είχε κάνει εντύπωση η ιστορία μιας κοπέλας, η οποία, αν μου επιτρέπεις να την πω, δεν θα πω τα ονόματα βέβαια, ήταν μια κοπέλα που ήταν από την Πάτρα. Είχε πάθει ένα ατύχημα ο μπαμπάς της και είχε τυφλωθεί, και ήταν στα όρια να αυτοκτονήσει, και ζητούσε βοήθεια από τον Χριστό. Και μια φίλη της είχε έναν ξάδερφο, ο οποίος ήταν στρατιωτικός, και τη βοήθησαν με πνευματικά βιβλία κτλ., και τελικά αυτός ο στρατιωτικός την παντρεύτηκε κι άλλαξε όλη η ζωή της. Κι ήταν μια ιστορία που με είχε συγκλονίσει. Δηλαδή, θυμάμαι αυτήν την κοπέλα σαν πρότυπο. Έλεγα, κοίταξε να δεις αυτή η κοπέλα έφτασε σε αυτό το σημείο να αυτοκτονήσει, κι ο Θεός τής έφερε έναν άνθρωπο να τη σώσει, την τελευταία στιγμή, και μου είχε κάνει εντύπωση αυτή η κοπέλα. Και μάλιστα, εκείνο το σαββατοκύριακο, έλεγε «Ο άνδρας μου, ο σύζυγός μου πάει στο Άγιο Όρος, με άφησε εμένα Σουρωτή για 2 μέρες, και όταν επιστρέψει θα με πάρει πάλι, και θα κατέβουμε στην Πάτρα» και μου είχε μείνει. Μου είχε μείνει σαν να- στο μυαλό μου αυτή η ιστορία, γιατί λέω κοίταξε είχε φτάσει στα όρια της αυτοκτονίας, και τη βοήθησε ο Θεός να ξανακάνει τη ζωή της από την αρχή. Γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί ότι ο μπαμπάς της έμεινε τυφλός και δεν μπορούσε και στην οικογένειά της είχε θέμα. Εντάξει. Δεν είδα κάτι το ιδιαίτερο σε μένα. Την Κυριακή επίσης πήγαμε στην εκκλησία, προσευχηθήκαμε, κάναμε ένα διακόνημα. Διακόνημα στην πνευματική ζωή σημαίνει ότι κάνουμε ένα- μια εργασία, π.χ. για να πω, για να καταλάβει ο κόσμος, μπορεί να έκανα εγώ τα λουκούμια ή να έκανα τα λαδάκια. Το βράδυ ξανακοιμήθηκα. Πάω, κάποια στιγμή, στο μοναστήρι, πάω στον τάφο του Άγιου Παϊσίου, θυμάμαι, Κυριακή, έτσι βραδάκι ήταν, 09:00 κάπου εκεί. Και λέω «Βρε Άγιε, βρε γέροντα» τότε ήταν το 2005, το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Η πρώτη φορά ήταν το 2005, τον Σεπτέμβριο, κι εγώ είχα πάει τον Νοέμβριο του 2005 επίσης, να μείνω. Το θυμάμαι γιατί ήταν πολύ σημαδιακή αυτή η μέρα. Μου είχε χαραχτεί στο μυαλό μου και στην ψυχή μου. Λέω «Βρε γέροντα, αν εσύ ζούσες τώρα, και ήσουν εν ζωή», αυτά τα έλεγα στον τάφο του Αγίου Παϊσίου, «δεν υπάρχει περίπτωση να με έβρισκες να σου έλεγα ότι θέλω κάτι από σένα, ότι σε αγαπάω και να μην- και δεν θα με βοηθούσες. Άρα, αν ζούσες, θα με βοηθούσες 1000%». Ήμουν σίγουρη, αυτό το πίστευα. «Επειδή όμως εγώ, αμφιταλαντεύομαι, δεν πιστεύω, δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός κτλ. θέλω να μου δείξεις ένα σημάδι, ώστε να πιστέψω. Να μην αμφιβάλλω ποτέ ξανά στη ζωή μου. Και θέλω ότι αν ζούσες, θα μου έδινες ένα κομποσκοίνι δικό σου. Θέλω ένα κομποσκοίνι δικό σου». Το ‘λεγα, το ξανάλεγα στον τάφο, το ‘λεγα, το ξανάλεγα στον τάφο. Μόνο έτσι θα πιστέψω κάπως, δηλαδή θα αλλάξει η ψυχολογία μου. Και λέω «Αν ζούσες, θα μου έδινες ένα κομποσκοίνι δικό σου». Το αν ζούσες, εννοούσα, γιατί ο γέροντας ζει το πνεύμα του και μας ακούει, είναι Άγιος, εγώ εννοούσα αν ζούσε, αν ήταν στη μορφή, αν τον είχα μπροστά μου, αν του μιλούσα ας πούμε. Έλεγα συνέχεια αυτό το πράγμα, δεν ξέρω για ποιο λόγο το ‘λεγα έτσι, το ένιωθα όμως πάρα πολύ, και ήταν και η πρώτη φορά που στη ζωή μου έκλαψα πάρα πολύ, όμως με την ψυχή μου. ‘Οχι αυτό που πάω, το επιφανειακό που πάω, θα πω κάτι και θα τελειώσω. Όταν λέμε ότι έκλαψα, έκλαψε η ψυχή μου, για να το πω έτσι πιο απλά. Τέλος πάντων, φεύγω από τον τάφο του Αγίου Παϊσίου, πάω στον ξενώνα, κοιμάμαι. Εκεί πέρα έχουνε σαν να- σαν πρόγραμμα να πω να σηκώνονται 04:00 το βράδυ και να κάνουν προσευχή. Όποιος από τους καλεσμένους, τους φιλοξενούμενους θέλει να πάει, πηγαίνει. Εγώ ήθελα να πάω. Ήθελα να το ζήσω κι αυτό. Άρα, σηκώθηκα 04:00, πήγα κι εγώ στην εκκλησία μαζί τους, άκουσα τον Όρθρο, τη Θεία Λειτουργία. Παρακολούθησα όλο αυτό που πρέπει να γίνει. Προτού φύγουμε, ήμουν εγώ κι οι άλλες οι κοπέλες. Ήμασταν 3-4 άτομα που φιλοξενούμασταν στον ξενώνα. Προτού φύγουμε όμως, μου πέρασε από τη σκέψη να πάω τελευταία να πάρω την ευχή της γερόντισσας, και να της ζητήσω να μου δώσει μία εικονίτσα, κάτι, να έχω μαζί μου σαν φυλακτό, τώρα που θα γυρίσω στη Λάρισα. Φανταστείτε κάποια εικόνα της Παναγίας, του Αγίου, ώστε να την έχω ως φυλακτό. Όντως πραγματικά πήγα στο δωματιάκι τελευταία. Αυτό ήταν λίγο, δεν ξέρω πονηράδα, δεν ξέρω τι να το πω. Πάντως πήγα τελευταία, για να της μιλήσω κιόλας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, Σοφία, στο μυαλό μου όσα χρόνια και να ζήσω, τη σκηνή αυτή. Που βλέπω μια γερόντισσα μπροστά μου, έτσι, ψηλή, ωραία, αρχοντογυναίκα, αρχοντιά είχε κι εγώ ένα παιδάκι, τέλος πάντων, που ψαχνόμουνα και της λέω «Γερόντισσα, θέλω την ευχή σας». Μου λέει «Πώς τα πέρασες;». «Καλά», λέω, «δεν κατάλαβα και κάτι. Θα φύγω τώρα». Της λέω «Θέλω όμως να μου δώσετε κάτι, ώστε όταν γυρίσω στη Λάρισα να έχω κάτι σαν φυλαχτό, να θυμάμαι κάτι σαν φυλαχτό». Εκείνη την ώρα, βγάζει από την τσέπη της ένα κομποσκοίνι, μου το βάζει στο χέρι και μου λέει «Αυτό το κομποσκοίνι είναι δικό μου και μου το έχει φτιάξει και μου το έχει δώσει ο Άγιος Παΐσιος. Το θέλεις;». Λέω εγώ «Ναι, το θέλω.» Με ρωτάει «Καταλαβαίνεις, παιδί μου, τι σου δίνω;». «Ναι, ναι» δεν κατάλαβα, εγώ επί της ουσίας δεν καταλάβαινα, να ξέρεις. «Ναι, ναι, γερόντισσα, καταλαβαίνω». Και μου λέει «Είναι το τηλέφωνό σου. Όταν έχεις κάποιο πρόβλημα, θα κάνεις κομποσκοίνι, και θα σου απαντάει ο Άγιος». Με ξαναρωτάει «Καταλαβαίνεις;». «Ναι, ναι». Φεύγω. Εκείνη την ώρα, γίνονταν όλα μηχανικά. Δεν καταλάβαινα. Τελειώνει η Θεία Λειτουργία, πάω στον ξενώνα, μαζεύω τα πράγματά μου, έπρεπε να φύγω. Είχα μια απίστευτη χαρά. Πετούσα, για κάποιες μέρες. Που μετά διαβάζοντας και καταλαβαίνοντας κάποια πράγματα, κατάλαβα ότι ήταν η θεία χάρις, το Άγιο Πνεύμα που έγινε αυτό που ζήτησα. Τότε, όμως, δεν το καταλάβαινα. Και έτσι ήρθε στα χέρια μου ένα κομποσκοίνι του Αγίου Παϊσίου, το οποίο το είχε η γερόντισσα και μου το έδωσε. Στην αρχή, δεν καταλάβαινα τι είχα στα χέρια μου και τι είχε γίνει. Το κατάλαβα μετά. Άρα εμένα ο Άγιος Παΐσιος, την προηγούμενη μέρα, του ζήτησα το κομποσκοίνι, και την επόμενη μέρα μου το έκανε. Λογικά, με τη λογική, δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω ένα κομποσκοίνι του Αγίου εγώ, γιατί ο Άγιος Παΐσιος ήταν πεθαμένος, είχε πεθάνει, [00:20:00]δεν υπήρχε εν ζωή. Άρα, εγώ δεν θα μπορούσα να είχα ποτέ στα χέρια μου ένα τέτοιο κομποσκοίνι. Και του το ζήτησα τη μια μέρα, και την επόμενη μέρα μού το έκανε, και μάλιστα [Δ.Α.] της γερόντισσας. Δηλαδή, κατά θαυμαστό τρόπο. Άρα το πρώτο σημάδι ότι υπάρχει Θεός και με ακούει, δόθηκε. Επειδή όμως, δεν ήμουνα πνευματικά ώριμη για να καταλάβω κάποια πράγματα, και επειδή πιστεύω ότι στη ζωή μας οι άνθρωποι που έχουμε δίπλα μας μπορούν να μας βοηθήσουν και να πάμε ψηλά, ή μπορούν να μας κατεβάσουν ένα επίπεδο. Δυστυχώς ή ευτυχώς εγώ είχα ανθρώπους δίπλα μου που δεν ήταν τόσο πνευματικά ανεβασμένοι, ώστε να με βοηθήσουν κι εμένα. Το είπα στην πιο κολλητή μου, ξέρω γω. Και μου λέει «Θα στο έδωσε, μωρέ, γιατί σε λυπήθηκε. Επειδή εσύ είσαι ορφανή». Κατάλαβες; Και αυτό εμένα δούλεψε αντίστροφα μέσα στην ψυχή μου. Δεν δούλεψε ότι «Τι ευλογία είναι αυτό;». Επειδή δούλεψε όμως αντίστροφα, κι επειδή ψαχνόμουν όμως, κι ο Θεός δεν μας αφήνει, ξανανεβαίνω στη Σουρωτή, μετά από λίγο καιρό. Και το ρωτάω στη Γερόντισσα και λέω «Συγγνώμη, μου δώσατε το κομποσκοίνι επειδή με λυπηθήκατε;». Και μου λέει «Όχι, σου έδωσα το κομποσκοίνι, γιατί πολύ απλά το ζήτησες». Κι από εκεί και πέρα, άρχισα μετά να καταλαβαίνω διαφορετικά τα πράγματα.
Μου είπαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να βρω έναν πνευματικό γιατί- κι ότι πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσω την Καινή Διαθήκη, που σημαίνει... και ειδικά το Ευαγγέλιο του Λουκά, που σημαίνει ότι πρέπει να διαβάσουμε όλοι την Καινή Διαθήκη, όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι, για να ξέρουμε τι πιστεύουμε. Κι έχουμε μετά και την επιλογή και την απόφαση να πάρουμε την απόφαση «Ναι, θέλω να πιστέψω στον Κύριο. Να είμαι χριστιανή ορθόδοξη. Δεν το δέχομαι. Θέλω να γίνω κάτι άλλο». Δηλαδή, έχουμε όλοι το δικαίωμα, την ελεύθερη βούληση, να αποφασίσουμε να πάμε σε μια άλλη θρησκεία ΟΚ, αλλά εμείς που γεννηθήκαμε στην Ελλάδα και είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι και μας βαφτίσανε, θα πρέπει να ξέρουμε τι πιστεύουμε. Κάτι που εγώ, ναι μεν, πήγαινα εκκλησία, ναι μεν, πήγαινα άναβα το κεράκι μου, επί της ουσίας δεν ήξερα τι πιστεύω, δεν ήξερα τι είναι ο Θεός, ο Χριστός. Δεν τον πίστευα επί της ουσίας. Ήμουν επιφανειακά. Στη ζωή μου, δηλαδή, τον είχα επιφανειακά τον Κύριο, δεν τον είχα επί της ουσίας. Ο Χριστός, αν καθίσουμε όλοι και διαβάσουμε την Καινή Διαθήκη, να μιλήσω έτσι με απλά λόγια για να με καταλάβει όλος ο κόσμος, γιατί έτσι απλά είμαι κι εγώ, κι έτσι κατάλαβα κι εγώ αυτά που έζησα, σου λέει ότι θα πέσεις στην αμαρτία, θα κάνεις πράγματα, θα κάνεις λάθη, θα, θα, θα, αλλά σου δίνει το ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως, της μετανόησης, της συγχωρήσεως, που σου λέει «Παιδάκι μου, θα πέσεις, αλλά θα μετανοήσεις και θα αλλάξεις, για να πας ένα βήμα παραπέρα». Δεν έχει νόημα εγώ να κάνω συνήθως το ίδιο λάθος, να εξομολογούμαι και μετά ξανά να κάνω τα ίδια. Δηλαδή, είναι σαν να κοροϊδεύω τον εαυτό μου πρώτα, και μετά τον Χριστό και όλους τους γύρω μου. Έτσι, μου είπαν ότι πρέπει να βρω πνευματικό. Εγώ επειδή όμως είχα θείο ιερέα, σου έχω πει, ο οποίος εκοιμήθη κάποια στιγμή όταν ήμουν εγώ στο Λύκειο, κι επειδή είχα δει κάποια πράγματα δεν είχα και την καλύτερη άποψη για τους ιερείς. Και έλεγα στον τάφο του Αγίου Παϊσίου, έλεγα «Οκέι, θα βρω, αλλά δεν θέλω να είναι παπάς έγγαμος». Θέλω να βρω κάτι, κάτι άλλο, έναν μοναχό, κάτι διαφορετικό που να μου αγγίξει την ψυχή. Πού να το βρω όμως εγώ, μέσα στο κέντρο της Λάρισας, αυτό το διαφορετικό που ήθελα εγώ για να αλλάξω. Και πάλι εκεί η προαίρεση του Χριστού ήταν τόση, που με αγαπάει τόσο πολύ, και πάλι αυτή είναι η καλή μου η φίλη, μου λέει η Βάσω -καλή ώρα να είναι καλά όπου είναι-, μου λέει «Θα πάω στη Ραψάνη, είναι η πεθερά μου σε ένα χωριό έξω από τη Λάρισα. Θέλεις να έρθεις να με κάνεις παρέα;». Λέω εγώ «Ναι, πάμε». «Σε πειράζει» μου λέει «Να περάσουμε από ένα μοναστήρι, να πάρω κάποια πράγματα και να επιστρέψουμε;» λέω «Οκέι δεν με πειράζει». Πάμε εκεί, τυχαίο γεγονός κι αυτό. Εκείνη την ώρα, ήταν η γερόντισσα έξω στο μοναστήρι, καθόμαστε, κι άρχισε η γερόντισσα -ήταν θυμάμαι αρχές Νοεμβρίου όλα αυτά-, αρχίζουμε να μιλάμε με τη γερόντισσα. «Πώς σας λένε;» να μας ρωτάει για τη ζωή μας και τα λοιπά και να λέει «Κάνουμε πολλές ετοιμασίες, γιατί περιμένουμε έναν γέροντα να έρθει» και λέω εγώ «Ποιον γέροντα περιμένετε να έρθει;». «Έχουμε έναν γέροντα, λέει, τι να σου πω; Έρχεται από το Άγιο Όρος, φοβερός και είναι πνευματικό παιδί του γέροντα Εφραίμ, από την Αριζόνα». Εγώ εντυπωσιάστηκα, λέω «Και εξομολογεί αυτός ο γέροντας;». «Ναι». Λέω «Μπορώ να έρθω εγώ να εξομολογηθώ;». «Βεβαίως» μου λέει «Πάρε μας τηλέφωνο. Γιατί έρχεται ο γέροντας, λέει, στις -αν δεν κάνω λάθος-, στις 15 Νοεμβρίου, γιατί κάνει το Σαρανταλείτουργο». Πάντα η εκκλησία μας στη νηστεία των Χριστουγέννων που είναι 40 ημέρες κάνει ένα Σαρανταλείτουργο, που σημαίνει ότι κάνουν 40 Θείες Λειτουργίες συνεχώς, κάθε μέρα, και διαβάζει τα ονόματα και των κεκοιμημένων και των ζωντανών. Εντυπωσιάστηκα εγώ. Ήθελα άντε λέω «Θα πάω να δώσω τα ονόματα να μου τα διαβάσει» και να δω αυτόν τον γέροντα από το Άγιο Όρος και τα λοιπά. Φεύγοντας, λέω «Εντάξει» λέω «Θα πάω σε αυτόν τον γέροντα, με βοήθησε ο Θεός. Βρήκα έναν πνευματικό». Κλείνω κατ’ ευθείαν ραντεβού. Λέω «Πότε έρχεται ο γέροντας;». «Στις 15 του μηνός». Λέω εγώ «Πότε μπορώ να έρθω;». «Στις 16 Ιουλίου» μου λέει αυτή. Επειδή εγώ ήθελα πάρα πολύ να πάω, λέω «Θα με βάλετε πρώτη για να πάω να εξομολογηθώ». «Ναι, μου λέει, 05:00 η ώρα, θα είσαι η πρώτη» μου λέει. «Θα ‘ρθείτε 5 παρά. Από 05:00 ως 09:00 εξομολογεί ο γέροντας, 05:00 η ώρα θα είσαι η πρώτη, μου λέει, για να εξομολογηθείς». Και όλα καλά, χαρά εγώ μεγάλη, χαρά, αλλά και ταυτόχρονα και ερωτηματικό «Πώς θα είναι;». Είχα διαβάσει όμως πολλά βιβλία έτσι και δεν- ξέχασα να πω ότι με το που μου είπε η γερόντισσα ότι πρέπει να διαβάσω το ευαγγέλιο του- την Καινή Διαθήκη, το ευαγγέλιο του Αγίου Λουκά, με το που γύρισα στο σπίτι, πήρα αμέσως Καινή Διαθήκη και άρχισα να διαβάζω. Δηλαδή εγώ, με το που γυρνούσα από τη δουλειά μου, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να διαβάζω, για να μάθω. Είχα μια δίψα μάθησης, ήθελα να μάθω, ρε παιδί μου, για τον Χριστό. Να δω τι πιστεύω. Και αν πιστεύω, και αν πρέπει να πιστεύω. Δηλαδή, άρχισε να αλλάζει μέσα η ψυχή μου, ήθελα να γνωρίσω περισσότερο τον Χριστό. Τέλος πάντων, ήρθε 16 του μηνός, πάω να εξομολογηθώ, πάμε από τις πρώτες. Θυμάμαι είναι ένα τεράστιο αρχονταρίκι, βλέπω πάρα πολύ κόσμο, αυτοί ήμασταν γύρω στα 10 άτομα που έπρεπε να εξομολογηθούμε. Ήμουν εγώ η πρώτη, λέει η αδελφή Μακρίνα «Ελένη, να ξέρεις ότι είσαι πρώτη. 05:00 η ώρα εσύ θα μπεις μέσα, είναι 04:50. Θα έρθει τώρα ο γέροντας να πιείτε ένα- να πιει έναν καφέ, ξέρω γω, ένα τσάι μαζί σας. Θα μπεις πρώτη. Καλά;». «Καλά». Περιμένω κι εγώ να δω έναν γέροντα, έτσι, τον είχα φανταστεί ψηλό, δυναμικό να μπει μέσα, επιβλητικό. Είχα φανταστεί αυτό το πράγμα. Και βλέπω έναν γέροντα, έναν κοντούλη, αδυνατούλη, με το κεφάλι σκυμμένο, με ένα ρασάκι. Δηλαδή, τι να σου πω τώρα; Εγώ είχα απογοητευτεί τελείως με το που τον είδα. Ένας αδύνατος, τελείως μιλάμε, με ένα ρασάκι, έτσι και το κεφαλάκι, κάτι ωραία μπλε ματάκια, αλλά το κεφαλάκι, έτσι, κατεβασμένο με ένα τεράστιο κομποσκοίνι. Αυτός είναι ο γέροντας; Εγώ περίμενα κανέναν ψηλό, κανέναν δυναμικό, κανέναν... Απογοητεύτηκα. Λέω πώς να φύγω τώρα, και ήμουν πρώτη, δεν μπορούσα να φύγω, γιατί ήμουν η πρώτη. Αν ήμουν πιο πίσω, θα ΄φευγα. Τέλος πάντων, μου λέει η αδελφή Μακρίνα «Ελένη, θα μπεις εσύ πρώτη, λέει, γιατί σε περιμένει». Σοφία, να σου πω την αλήθεια τέτοια απογοήτευση που ένιωσα όταν τον είδα, λέω, ας μπω τώρα, λέω, να μόνο πάρω την ευχή και να φύγω. Όταν μπήκα μέσα, μετά από 5 λεπτά, ο γέροντας αυτός, ο οποίος λέγεται γέροντας-μοναχός Θεοφάνης είχε σκύψει στα γόνατα, είχε πάρε ένα κομποσκοίνι και έκανε προσευχή. Μπαίνω κι εγώ, κάθομαι στην καρέκλα, και απλά τον κοιτούσα. Κάποια στιγμή, μετά από 5 λεπτά, του λέω «Συγγνώμη, θα μου μιλήσετε;» και σηκώνει το κεφάλι του και βλέπω ένα πανέμορφο πρόσωπο με μπλε ματάκια, χαρούμενο, τα γυαλάκια του, και μου λέει «Παιδί μου, εσένα περιμένω να μου μιλήσεις». Εκεί αρχίζω και συνειδητοποιώ ότι μάλλον αλλιώς τα περίμενα εγώ, τα περίμενα πολύ κοσμικά τα πράγματα, κι αλλιώς είναι τα πνευματικά τα πράγματα. Δηλαδή, αρχίζω και αντιλαμβάνομαι ότι κάτι κάνω λάθος. Με ρωτάει «Πώς ήρθες εδώ;». Του εξήγησα ότι έτυχε να περάσουμε μια μέρα από το μοναστήρι και μας είπε η γερόντισσα και ήρθα. Και μου λέει «Κι όταν με είδες, απογοητεύτηκες;». Και λέω εγώ «Ναι, γέροντα. Μάλλον δεν θα ξέρω εγώ πώς είναι οι μοναχοί, λέω, στο Άγιο Όρος. Γιατί εγώ είχα [00:30:00]στο μυαλό μου έναν κοσμικό ιερέα και μάλλον, λέω, δεν ξέρω εγώ πολύ καλά». «Καλά, παιδί μου, λέει, δεν πειράζει. Τι θέλεις να μου πεις;». Εγώ ήδη επηρεασμένη από την προηγούμενη ώρα που δεν μου άρεσε, του λέω «Τίποτα, λέω, εγώ είμαι καλός άνθρωπος». Το «τίποτα», ο «καλός άνθρωπος», Σοφία, έκατσε μια ώρα και μιλούσε για τις αμαρτίες του. Εντάξει. Δηλαδή, το «Τίποτα, είμαι καλός άνθρωπος. Μετά άρχισε να με ρωτάει κάποια πράγματα. Και μετά στην πορεία, ξέρω γω, και όλες οι αμαρτίες βγήκανε. Ο καλός άνθρωπος έκατσε μια ώρα, δεν τον έφτασε η μια ώρα. Καλός άνθρωπος, τι έλεγα, Θεέ μου. Τελείωσα. Μου είπε μετά «Αν θέλεις πάρε το τηλέφωνό μου. Αν θέλεις να ξανάρθεις, αν θέλεις να μιλήσουμε». Μου εξήγησε κάποια πράγματα για τη νηστεία. Μου εξήγησε κάποιες απορίες που είχα και μου λέει «Αν θέλεις να ξανάρθεις, να σε ξαναβοηθήσω, να ξαναπείς ό,τι έχεις να πεις». Και λέω «Ναι. Φέρτε το τηλέφωνό σας και θα το σκεφτώ». Περιττό να σου πω ότι μέχρι και το ‘19, μέχρι τον Cοvid δηλαδή, που δεν μπορούσα να τον δω να έρθει, από το 2000 μέχρι τότε, δηλαδή 12, 13 χρόνια, δεν τον άλλαζα. Ήταν ο πατέρας που δεν είχα. Δεν ήταν πνευματικός μου. Αυτός εξελίχτηκε ο άνθρωπος σαν τον πατέρα που δεν είχα σε όλη τη ζωή μου. Εκεί πέρα, όταν έφυγα μετά και ήρθα στη Λάρισα, άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα. Άρχισα να διαβάζω και να καταλαβαίνω ότι ο πνευματικός μας, δεν είναι απλά ο πνευματικός που θα πας θα πεις δύο αμαρτίες και θα φύγεις. Η σχέση μετά, γι’ αυτό λέγεται και πνευματικός πατέρας, είναι μη σου πω πιο μεγάλη από τον πατέρα τον βιολογικό μας. Είναι κάτι σαν πιο ανώτερο. Γιατί ο πνευματικός συγχωρεί τις αμαρτίες, με το ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως, αλλά ταυτόχρονα όμως, σου λέει κι αυτά που θέλει να σου πει ο Χριστός. Και πάνω από τον Χριστό δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος. Υπάρχει μόνο ο Χριστός, και ο Χριστός δεν κάνει ποτέ λάθος. Δηλαδή, δεν μπορεί να κάνει λάθος ο Χριστός. Εμείς, με το μυαλό μας και με το εγώ μας μπορούμε να κάνουμε, αλλά ο Χριστός δεν πρόκειται να κάνει λάθος. Βέβαια αυτό, με πήρε πολλά χρόνια να το καταλάβω, γιατί; Γιατί είχα μάθει να θέλω. Να λέω εγώ, εγώ θέλω, εγώ κάνω. Κι ενώ πήγαινα να εξομολογηθώ, έλεγα τις αμαρτίες μου, έλεγα κάποια πράγματα κι έλεγα « Γέροντα, εγώ θέλω κι εκείνο» και μου έλεγε «Ναι, αλλά το θέλει ο Κύριος αυτό;». «Ναι, αλλά εγώ θέλω». Δηλαδή, για να κόψω το θέλημά μου πέρασα από πολλά στάδια. Δεν μου ήταν εύκολο να το κόψω μια κι έξω το εγώ. Αυτός ο άνθρωπος ερχόταν, ο πνευματικός μου, ο πάτερ Θεοφάνης, ερχότανε Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι, ερχόταν από το Άγιο Όρος σε αυτό το μοναστήρι, και καθόταν πολλές ημέρες. Εγώ συνεχώς πήγαινα. Τα πρώτα 2-3 χρόνια, οφείλω να σου πω ότι ψαχνόμουνα. Δηλαδή, είχα πάρα πολλές ερωτήσεις, διάβαζα, τις έγραφα και μου τις απαντούσε. Στην πορεία όμως των χρόνων, τι να σου πω, όλα τα προβλήματα που είχα, έλεγα «Πάτερ Θεοφάνη, έχω κι αυτό το πρόβλημα, να κάνω μια προσευχή;». Άρχισα να μαθαίνω πώς είναι η ζωή μου με τον Χριστό. Γιατί η προηγούμενη ζωή μου ήταν εγώ θέλω αυτό και θα κάνω αυτό. Ο στόχος μου είναι αυτό π.χ., ας πούμε, δεν έλεγα «Θεέ μου, εγώ θέλω αυτό. Είναι θέλημά σου να με βοηθήσεις να γίνει αυτό για το καλό μου;». Για να περάσω από το ένα στάδιο στο άλλο, χρειάστηκε πάρα πολύς χρόνος. Και για να σου πω την αλήθεια, χρειάστηκε να φτάσω, σε εισαγωγικά, πάτο. Δηλαδή, πολλές φορές έλεγα «Θέλω να πάρω ένα αυτοκίνητο» π.χ. ας πούμε. Γινόταν, όμως, κάποια πράγματα στη ζωή μου, που δεν μπορούσα να το πάρω το αυτοκίνητο οικονομικά είτε γιατί είχα χάσει τη δουλειά μου είτε γιατί είχα ένα πρόβλημα υγείας, κι έπρεπε να δώσω εκεί τα λεφτά μου. Πάει να πει ότι δεν ήταν η ώρα να το πάρω, πρώτον, και δεύτερον, είχα αυτόν τον εγωισμό. Εγώ θέλω! Που θα ‘πρεπε αυτό το «Εγώ θέλω» να σταματήσει και θα έπρεπε να πω «Θεέ μου, σε ευχαριστώ που είμαι υγιής, που έχω την οικογένειά μου, που σε γνωρίζω και θέλω να κάνω και αυτό. Σε παρακαλώ πάρα πολύ, αν είναι θέλημά σου, άνοιξέ μου τον δρόμο να κάνω και αυτό. Να πάρω ένα αυτοκίνητο, να πάρω κάτι που θέλω. Να κάνω στη ζωή μου κάποια πράγματα». Για να φτάσω σε αυτό, πέρασα από πολλά στάδια, από πολλές δυσκολίες για να καταλάβω ότι μόνο αν θέλει ο Θεός γίνεται κάτι. Αν δεν θέλει ο Θεός να γίνει κάτι, όσο και να προσπαθείς εσύ, Σοφία, θα μπαίνουν πάντα εμπόδια. Και πολλές φορές υπήρχαν τα εμπόδια και εγώ εκεί επέμενα, «Όχι θα το κάνω». Δεν είναι έτσι όμως. Απλά, για να περάσεις σε αυτό το στάδιο πρέπει να περάσεις κάποια εμπόδια και για να αλλάξεις εσύ σαν χαρακτήρας, πρέπει να ταπεινωθείς, να περάσεις πολλές δυσκολίες, να μπεις σε μια διαδικασία προσευχής, να καθίσεις να διαβάσεις πνευματικά βιβλία, και να καταλάβεις επί της ουσίας ότι ο Κύριος ό,τι κάνει το κάνει για το καλό μας. Ακόμα και από ένα άσχημο γεγονός, θα βγει πάντα κάτι καλό. Εγώ δηλαδή για να σταματήσω αυτήν την γκρίνια «Γιατί έγινε αυτό σε μένα;», «Γιατί εγώ να αρρωστήσω;», «Γιατί εγώ να πάω εδώ;», «Γιατί εγώ να πάω σε αυτήν τη δουλειά και να έχω αυτόν;» δηλαδή αυτό το γιατί, γιατί, αυτήν τη γκρίνια να τη σταματήσω, πέρασα από πάρα πολλά στάδια, ώστε να πω «Να είναι ευλογημένο. Θα πάω εκεί και βοήθησέ με, Θεέ μου, σε αυτήν τη δουλειά να τα πάω καλά. Βοήθησέ με, Θεέ μου, να πάω και να βρω αυτούς τους ανθρώπους. Να περάσω την αρρώστια μου, να την περάσω έτσι». Το «Να ‘ναι ευλογημένο», να φτάσω να πω «Να 'ναι ευλογημένο» πέρασα πάρα πολλά στάδια. Αλλά, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, άλλαξα μόνο όταν περνούσα άσχημες καταστάσεις. Όταν γινόταν κάτι, κάτι που ήθελα, και γινόταν εύκολα, έλεγα «Τι καλά! Να ‘ναι ευλογημένο. Με βοηθάει ο Θεός». Το έπαιρνα πολύ, το έπαιρνα πολύ, έτσι, φευγαλέα και έλεγα «Με βοηθάει ο Θεός, είμαι καλός άνθρωπος. Με βοηθάει ο Θεός». Ενώ δεν ήταν έτσι. Θα έπρεπε να πω «Θεέ μου, σε ευχαριστώ γι' αυτό που μου έχεις δώσει. Να ‘ναι ευλογημένο. Είμαι ευλογημένη που έχω την υγεία μου, καταρχήν εγώ και οι δικοί μου» γιατί πάνω από την υγεία δεν υπάρχει κάτι πιο ιερό, και όσοι μόνο τη χάνουν καταλαβαίνουν τι δώρο Θεού είναι η υγεία, και των δικών τους ανθρώπων, όχι μόνο των δικών μου και της οικογένειάς μου, γιατί αυτό επηρεάζει τη ζωή μας. Και όλα τα άλλα είναι ψιλο-προβλήματα, τα οποία μπορούμε να τα λύσουμε. Ενώ το πρόβλημα υγείας είναι το πιο δύσκολο, ίσως, να διαχειριστεί ο άνθρωπος, και όχι μόνο οικονομικά, ψυχικά να το διαχειριστεί, εννοώ έτσι. Γιατί η ψυχή μας υποφέρει. Υποφέρουμε από μια αρρώστια, υποφέρουμε ψυχικά, γιατί βλέπουμε τον αδερφό μας, τη μάνα μας, τους συγγενείς μας άρρωστους και δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Δηλαδή, πέρασε ένα πρόβλημα υγείας ο αδερφός μου και δεν είχα τη δυνατότητα, δεν μπορώ να- όχι, οικονομική, τον πήγα στους καλύτερους γιατρούς. Όμως, δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Και ψυχικά υπέφερα και έπρεπε να καταλάβω ότι μπορώ να τον βοηθήσω μόνο με την προσευχή μου, μόνο με το να είμαι δίπλα του και να τον στηρίζω, όχι με τη γκρίνια «Τι πάθαμε;». «Γιατί να το πάθουμε εμείς αυτό;». Αυτό το «Γιατί το πάθαμε» αυτό το κοσμικό το γεγονός, να αντιμετωπίζουμε όλα, δηλαδή, τα πράγματα κοσμικά —το «κοσμικά» το βάζω σε εισαγωγικά—, «Τι έπαθα εγώ;», «Γιατί εκείνο;», αυτό πρέπει να το αποβάλλουμε και να το αποβάλλουμε αυτό, όμως, θέλει πάρα πολύ δουλειά, γιατί έτσι είμαστε σαν άνθρωποι. Έτσι μάθαμε κι έχουμε και τέτοια βιώματα στη ζωή μας. Τουλάχιστον εγώ τέτοια βιώματα είχα. Και θα πρέπει να πούμε οκέι έχουμε μια αρρώστια, τι κάνουμε; Προσευχή. Το παλεύουμε, πάμε στους καλύτερους γιατρούς, αλλά πάμε και στον Χριστό να το- να μας βοηθήσει να το αντιμετωπίσουμε, να εξομολογηθούμε, να το δούμε πνευματικά, να κοινωνήσουμε, να κάνουμε όλα αυτά που θέλει ο Θεός. Να μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας και να ζητήσουμε τη βοήθειά του, ώστε να το ξεπεράσουμε και να γίνουμε υγιείς, αν είναι θέλημά του. Για να φτάσω, όμως, σε αυτό το επίπεδο να το σκέφτομαι έτσι, πέρασαν πάρα πολλά χρόνια γιατί είχα το εγώ, είχα ότι εγώ θέλω τώρα να γίνω καλά και θέλω να γίνω τώρα καλά, δεν θέλω να με ταλαιπωρήσεις και πάρα πολύ. Και πέρασα από πάρα πολλά στάδια, για να καταλάβω ότι ο Χριστός επί της ουσίας μας αγαπάει όλους και ό,τι μας δίνει στη ζωή μας είναι για καλό μ[00:40:00]ας. Βέβαια αυτό, επειδή δεν είχα οικογένεια, δεν έχω σύζυγο, αλλά ακόμα και οικογένεια να είχα, θεωρώ ότι πάλι δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει ο σύζυγός μου εκτός αν ήταν κι αυτός του πνευματικού, σε εισαγωγικά το βάζω κι αυτό, με βοήθησε πάρα πολύ η Σουρωτή, το μοναστήρι της Σουρωτής. Άρχισα να έχω μια σχέση, από το 2005 και μετά, αφού βρήκα και τον πνευματικό μου, μια σχέση σαν να το έχω ησυχαστήριο, όχι σαν, το ησυχαστήριό μου. Σαν αποκούμπι, πώς να το πω, σαν να έχω την αδερφή που δεν είχα, είχα την αδελφή Ειρήνη, την αδελφή Θεοδούλη, σαν να ήταν οι αδερφές που δεν είχα στη ζωή μου.Με αποτέλεσμα να πηγαίνω πολύ συχνά πάνω. Με το όποτε είχα άδεια, πήγαινα δυο μέρες. Είχα ένα πρόβλημα, έλεγα «Θέλω να κάνετε προσευχή γι' αυτό το πρόβλημα. Να μας δείξει ο Θεός τι θέλει». Κι άρχισα να αναπτύσσω μια σχέση, που την έχω εγώ ακόμα μέχρι και σήμερα, από το ‘05 ως το 2023, δηλαδή 18 χρόνια συνέχεια, ακόμα και με τον Covid που δεν μπορούσαμε να κινηθούμε ή να πάμε, διότι και οι αδελφές δεν δεχόταν κόσμο, είχα τη δυνατότητα να πάρω τηλέφωνο, και να μιλήσω με κάποια αδερφή ή να πω «Μεταφέρετέ το αυτό. Κάντε προσευχή γι' αυτό το θέμα που έχω» και με βοηθήσανε πάρα πολύ αυτές οι αδερφές. Δηλαδή, με βοήθησε ο χώρος αυτός, γιατί αυτός ο χώρος είναι για μένα άγιος. Υπάρχει αγιοσύνη, γιατί υπάρχουν τα λείψανα του Αγίου Αρσενίου εκεί. Υπάρχει ο τάφος του Αγίου Παϊσίου εκεί, που είναι για μένα άγιος. Ήταν και τότε που τον γνώρισα, και μετά το ‘15 που αγιοποιήθηκε, γιατί το 2015 ο γέροντας Παΐσιος έγινε άγιος. Αγιοποιήθηκε εννοώ και με την εκκλησία, με το να τον δέχεται και η εκκλησία. Για όλους εμάς που τον γνωρίσαμε πριν το 2015, τον θεωρούσαμε άγιο. Αλλά πλέον και στους κόλπους της Εκκλησίας, θεωρείται άγιος. Κάθε φορά που πήγαινα πάνω, πάντα ζούσα ένα μικρό θαύμα σε εισαγωγικά. Ή θα γνώριζα κάποιον που είχε πάθει κάτι κι έγινε καλά, ή θα γινόταν κάτι στη ζωή μου, ή θα γινόταν με μια φίλη μου. Στη ζωή μου μετά, έτυχε ο Θεός να μου φέρει και ανθρώπους δίπλα μου κι εγώ αυτό που ζούσα ήθελα να το μεταφέρω, να το πω ότι «Ξέρετε κάτι; Εγώ πάω εκεί και βρίσκω ανάπαυση, ανάπαυση ψυχική, ηρεμία ψυχής. Θέλετε να πάτε κι εσείς εκεί;». Και δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο, προφανώς δεν ήταν τυχαίο, το λέω και ανατριχιάζω. Δεν ήταν τυχαίο, ήταν- μου έφερνε ο Θεός ανθρώπους οι οποίοι είχαν την καλή προαίρεση να αλλάξουνε, να πάνε κοντά στον Κύριο, στον Χριστό. Να μάθουν για τον γέροντα Παΐσιο, να τον αγαπήσουν ή γιατί τον είχαν ακούσει και τον αγαπούσαν. Και απλά πηγαίναμε μαζί. Κι έτσι έχω ζήσει πάρα πολλά θαύματα. Δηλαδή, έτυχε μέχρι το 2015 να έχω, που είχα το κομποσκοίνι, που το έχω ακόμα, αλλά είχα το κομποσκοίνι και το έδινα. Δηλαδή, μου έλεγε θυμάμαι μια φίλη μου «Θα δώσει εξετάσεις η κόρη μου…», μου έλεγε η Αγγελική, «για τον στρατό, μπορείς να μου δώσεις σε παρακαλώ πολύ το κομποσκοίνι 5 μέρες, 10, που θα δώσει τα μαθήματα στις Πανελλαδικές, ώστε να προσεύχομαι να της πάνε όλα καλά;». Το ‘δινα. Περνούσε η κοπέλα εκεί. Έλεγε η Αγγελική ευχαριστώ στον Άγιο Παΐσιο, ανεβαίναμε πάνω. Μετά κάποια άλλη ήθελε να κάνει μια εγχείρηση, είχε κάποιο όγκο, γινόταν καλά. Δηλαδή, μέσω εμένα, με το κομποσκοίνι του Αγίου, γινόταν και κάποια θαύματα γύρω στους ανθρώπους που είχα δίπλα μου, και μετά αυτοί πήγαιναν κι ευχαριστούσαν και τον Άγιο. Δηλαδή, ζούσα και μικροθαύματα, όχι απλά στην οικογένειά μου και στους γύρω μου ανθρώπους, στους φίλους μου που αγαπούσα. Θυμάμαι, όμως, ένα πολύ χαρακτηριστικό που θέλω να το πω έτσι για να- θέλω να το πω για να το ξέρεις. Θυμάμαι όταν πήγα εγώ το 2005, ήταν το ‘06 περίπου, εγώ επέμενα πάρα πολύ να πάει ο αδερφός μου στη Σουρωτή. Ήθελα πάρα πολύ να πάει να γνωρίσει τη γερόντισσα, να γνωρίσει τον Άγιο και τα λοιπά. Κάθε φορά που τον έλεγα, ο αδερφός μου κι αυτός πηγαίνει εκκλησία, αλλά χωρίς πνευματικό. Είχε τα ίδια βιώματα με μένα. Αγαπάει πάρα πολύ την Παναγία, πηγαίνει κάθε μέρα σε μια Παναγία, ανάβει ένα κεράκι, αλλά χωρίς πνευματικό, χωρίς επί της ουσίας να ξέρει για τον Χριστό. Θυμάμαι τότε είχα μια έτσι αγάπη κι έλεγα «Όχι, ρε παιδί μου, να πάω και τον Δημήτρη πάνω. Να δει και ο Δημήτρης, να μάθει» και επέμενα πάρα πολύ στο «Εγώ θέλω να πάει και ο Δημήτρης». Έλεγα έναν χρόνο, δύο, τίποτα ο Δημήτρης. Μ’ έλεγε «Μας έχεις τρελαίνει με αυτόν τον Άγιο Παΐσιο. Δεν μπορώ άλλο, δεν θέλω να πάω». Κάποια στιγμή, εγώ στεναχωριόμουνα, θυμάμαι ακόμα και στη βασιλόπιτα που κόβαμε, εγώ θα έβαζα μετά τον Χριστό, την Παναγία, έβαζα κι ένα κομμάτι για τον Άγιο Παΐσιο, και πάντα θυμάμαι τα τελευταία 3-4 χρόνια, το κέρδιζε, έβγαινε στον Άγιο. Δηλαδή, κέρδιζε ο Άγιος κι έλεγα «Είδατε; Ο Άγιος μας προστατεύει, είδατε ο Άγιος είναι στο σπίτι μας, είναι μαζί μας, πρέπει να πάμε πάνω». Ο αδερφός μου, όχι. Κάποια στιγμή πάω στη γερόντισσα, έτσι πολύ προβληματισμένη είχα ανεβεί στη Σουρωτή και λέω «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έρχεται» και μου λέει «Δεν θα τον ξαναπείς απολύτως τίποτα». Θυμάμαι ήταν Σεπτέμβριος που είχα πάει πάνω. «Θα κάνεις μόνο προσευχή. Θα του ανάβεις κεράκι και θα λες Άγιε μου, όταν είναι η ώρα του, ας έρθει κι αυτός πάνω. Αλλά δεν θα τον ξαναπείς τίποτα για τον Άγιο Παΐσιο. Δεν θα τον ξαναμιλήσεις». «Εντάξει», λέω εγώ, γιατί είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε και υπακοή σ’ αυτά που μας λένε. Δηλαδή, αν εγώ πήγαινα, μου έλεγαν άλλα, κι εγώ έκανα άλλα, δεν έχει και νόημα να πας. Στην ουσία είναι σαν να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου και αυτούς. Ωραία, έκανα υπακοή, δεν ξαναείπα τίποτα. Εκείνη τη χρονιά, θυμάμαι χαρακτηριστικά, είχαν χαλάσει τα πάντα, δηλαδή είχαν χαλάσει το αυτοκίνητο, είχαν χαλάσει τα τρακτέρ που είχαμε, γιατί ασχολούμαστε με τα κτήματα. Είχαν χαλάσει τα μήλα, είχαν χαλάσει τα κεράσια, είχαν χαλάσει τα αχλάδια. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, μα τόσο πολύ, δηλαδή θα πω σε εισαγωγικά, γκαντεμιά δεν ξαναείχαμε ποτέ. Κάποια στιγμή, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι από τον Θεό, ώστε να γυρίσει ο Δημήτρης μόνος του. Εγώ δεν είπα τίποτα και θυμάμαι ότι ήταν Αύγουστος, Δεκαπενταύγουστος, τρώγαμε όλοι μαζί και λέει ο αδερφός μου μόνος του «Πάμε σε αυτόν τον Άγιο Παΐσιο να ανάψω ένα κεράκι. Δεν αντέχω άλλο, μου χάλασαν τα πάντα». Άρα για τον αδερφό μου ήταν πάρα πολύ σημαντικό η σοδειά του να είναι υγιής, ώστε να έχει εισόδημα κι ώστε να έχει οικονομική δυνατότητα, κάτι που εκείνη τη χρονιά του είχε χαλάσει. Μα μόνο σε εμάς! Ήταν φοβερό αυτό που γινόταν. Είχαν χαλάσει τα πάντα, είχαν σαπίσει, είχαν βγάλει μύκητες, δηλαδή ένα πράγμα, λες και δεν ήταν φυσιολογικό, ας πούμε, αυτό. Δεν είχε οικονομική δυνατότητα καθόλου, είχε φτάσει, ας πούμε, πάτο οικονομικά και μετά είπε «Θέλω να πάω να ανάψω ένα κεράκι». Τότε, δηλαδή, ήθελε μόνος του. Ανεβήκαμε πάνω, γνώρισε τη γερόντισσα κι εκεί, κατά θαυμαστό τρόπο, ενώ πάντα υπήρχε μια μοναχή στον τάφο, η αδελφή Ειρήνη που μιλούσε μ' εμένα, εκείνη τη φορά δεν ήταν καλά, δεν ήταν αυτή. Ήταν μία άλλη μοναχή, κι ευτυχώς ήταν μία άλλη μοναχή που μας δέχτηκε, γιατί εκείνη η μοναχή ήξερε από κτήματα, ήταν από αγροτική οικογένεια, και μπορούσε να μιλήσει πολύ πιο ωραία με τον αδερφό μου. Επικοινωνούσε πιο καλά με τον αδερφό μου. Γιατί κι αυτές εκεί πάνω έχουν ελιές κι άρχισε να του λέει για τις ελιές, ο αδερφός μου να μιλάει για τα κτήματα. Άρα μέχρι κι εκεί ο Άγιος μάς βοήθησε, γιατί ήταν για την ψυχή του Δημήτρη, έπρεπε να βγει η συγκεκριμένη μοναχή να μιλήσει, γιατί επικοινωνούσαν καλύτερα. Και το κατάλαβα μετά κι αυτό και λέω «Θεέ μου, σε ευχαριστώ πάρα πολύ, μέχρι κι αυτό τακτοποίησες». Και με αυτό το παράδειγμα, θέλω να πω ότι η ώρα του κάθε ανθρώπου είναι διαφορετική. Η ώρα, εννοώ, που θα γνωρίσει τον Χριστό, που θα αγαπήσει τον Χριστό επί της ουσίας, που θα πάει στον Άγιο Παΐσιο που ήθελα εγώ τόσο πολύ, που αγαπούσα να παν κι άλλοι. Είναι διαφορετική, δεν είναι ίδια ώρα για όλους. Εμένα ήταν τότε, ο αδερφός μου ήταν μετά από 3 χρόνια, κι έπρεπε να τύχει αυτό. Σε κάποιους άλλους φίλους μου, ήταν μετά πιο αργά, ήταν πολύ πιο εύκολο. Δεν είναι η ώρα ίδια. Ο Χριστός είναι και για όλους. Μας περιμένει, έχει απέραντη αγάπη, είναι η αγάπη του, είναι σαν το πέλαγος, έχει τόσο μεγάλη αγάπη για όλους μας. Αλλά μας έχει αφήσει, όμως, και το ελεύθερο, την ελεύθερη βούληση να πάμε, όποτε θέλουμε εμείς, εκεί. Δεν μας εξαναγκάζει να πάμε μαζί του. Απλά πρέπει να ξέρουμε τι πιστεύουμε, να έχουμε διαβάσει τι πιστεύουμε, και όταν αποφασίσουμε ότι αυτό είναι που μας καλύπτει εμάς, και το θέλουμε στην ψυχή μας, να τον ακολουθήσουμε. Δεν έρχεται κάποιος με το ζόρι να μας πάρει να λέει «Έλα δω». Όχι. Εμείς πρέπει να πάμε, με ηρεμία ψυχής και αγάπη, και να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Και στην πορεία όμως της ζωής μας, με διάφορες καταστάσεις που θα ζήσουμε, θα τον γνωρίσουμε. Είναι ένα πνευματικό, το[00:50:00] πνευματικό ταξίδι του καθενός είναι διαφορετικό, δεν είναι ίδιο. Άλλος είναι πολύ πιο έξυπνος και τα παίρνει, όχι τα παίρνει αμέσως, τα παίρνει αμέσως και πηγαίνει. Άλλος, μπορεί να είναι, όπως λέει ο πνευματικός μου «Γαϊδούρι, που τον τραβάς και δεν θέλει και θα του έρθουν κάποιες ατυχίες στη ζωή του ώστε να πάει». Δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Δεν έχουμε την ίδια ψυχή. Δεν έχουμε τον ίδιο χαρακτήρα, δεν έχουμε τον ίδιο εγωισμό. Όλοι, όμως, έχουμε εγωισμό. Όλοι ανεξαιρέτως. Δυστυχώς. Άλλοι λίγο περισσότερο, άλλοι λίγο λιγότερο. Όλοι, όμως, έχουμε και όλοι έχουμε αυτό το εγώ μας, εννοώ, ότι θέλουμε, εγώ μέσα, θέλω αυτό. Δεν λέμε «Θεέ μου, πρώτα εσύ και μετά εγώ. Μπροστά εσύ και μετά εγώ». Για να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο, να το πούμε αυτό, θα πρέπει να αγαπήσουμε τον Χριστό, να δούμε τις εντολές του, να δούμε τη ζωή του και να πούμε «Τι μπορούμε να κάνουμε;». Έλεγα, θυμάμαι, έλεγα στον πνευματικό μου τον πρώτο κι έλεγα «Συγγνώμη, εγώ δεν μπορώ να τα κάνω όλα αυτά». Και κάτι άλλο που θα πω τώρα που θυμήθηκα, μου λέει ο πνευματικός μου, πάω μια μέρα και του λέω «Τα ‘κανα όλα. Αλλά δεν- μόνο μια αμαρτία δεν έκανα» στην αρχή, όταν πρωτοείχα πάει. Με λέει «Ποια;». «Δεν σκότωσα άνθρωπο» και μου λέει «Είσαι σίγουρη;». Λέω «Πώς εγώ;». Λέω «Δεν σκότωσα» και μου λέει «Έκτρωση έχεις κάνει;» και λέω «Όχι, ποτέ». Γιατί ζούσα κοσμικά και η ζωή μου ήταν διαφορετική. Άρα, η πνευματική ζωή είναι ένα ταξίδι το οποίο για τον κάθε άνθρωπο είναι τελείως διαφορετικό. Έχει τόσες χαρές πνευματικές, τις οποίες δεν μπορείς να αντιληφθείς, αλλά έχει όμως και πάρα πολλές δυσκολίες. Δεν είναι ένας δρόμος ρόδινος, να τα έχω όλα στρωμένα, γιατί κι ο σταυρός του Κυρίου και η ζωή του Χριστού μας δεν ήταν ρόδινη.
Έχει έναν σταυρό. Άρα, όταν εγώ θα πω ότι θα αποφασίσω να είμαι με τον Χριστό, ξέρω ότι θα έχω έναν σταυρό κι εγώ. Γι' αυτό θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό στο να διαβάσουμε τι είναι, στο να ξέρουμε τι πιστεύουμε. Κι επίσης θεωρώ σημαντικό όταν ξέρεις τι πιστεύεις και είσαι αποφασισμένος, μετά, και δεν έχεις την ολιγοπιστία, γιατί εγώ ένα διάστημα πέρασα, ναι μεν, αλλά ήμουν στα λόγια, γιατί στην πράξη είναι λίγο δύσκολο, δεν είναι εύκολο. Ήμουν λίγο ολιγόπιστη. «Ναι, ναι, έλεγα, θα το κάνω», αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα να το κάνω στην ουσία αυτό. Δηλαδή, να σου πω ένα παράδειγμα, το πολύ απλό. Όταν μου λέει Τετάρτη και Παρασκευή θα νηστέψεις και θα είναι αλάδωτη, θα είναι αλάδωτη. Εκτός κάποιες ημέρες που έχει λάδι. Όταν σου λέω κάτι πολύ απλό, τη νηστεία. Όταν λέω ότι εγώ πρέπει να νηστέψω και αγαπώ τον Χριστό ή πρέπει να κάνω νηστεία, εγώ Τετάρτη και Παρασκευή μπορεί να έβγαινα με φίλους μου έξω, και θα έπρεπε να φάω. Θα έπρεπε να πιω ποτά ή θα έπρεπε να φάω σουβλάκι και τα λοιπά. Άρα, αυτόματα αυτές τις 2 μέρες τις έχω εκτός. Άρα, αυτόματα θα μου λείψουν οι φίλοι μου. Άρα, αυτόματα θα πρέπει να πω όχι ή θα πρέπει να έχω τη λεβεντιά και την παλικαριά να πω «Ναι, θα βγω μαζί σας, αλλά εγώ θα πιω χυμό. Ή εγώ δεν θα φάω». Στην αρχή, όμως, εγώ ντρεπόμουν να το πω γιατί οι φίλοι μου δεν ήταν- ήταν κοσμικοί και ντρεπόμουνα, πώς να το πω, κατάλαβες; Είχα κι αυτά τα «Μήπως με κοροϊδέψουν; Μήπως...», είχα κι αυτές τις ανασφάλειες. Τότε, θυμάμαι, ήταν η κυρία Σταυρούλα, η οποία είχε ένα μαγαζί βιβλιοπωλείο, και πήγαινα πολύ συχνά να πάρω πνευματικά βιβλία, και με βοηθούσε. Και θυμάμαι μου είχε πει χαρακτηριστικά ένα παράδειγμα. Την έβλεπα φορούσε -είχε 5 παιδιά- έβλεπα φορούσε φούστες, στη δικιά μου ηλικία, όχι πολύ μεγάλη. Δηλαδή, παντρεύτηκε πολύ μικρή, η οποία δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και μετά έκανε παιδιά. Έκανε μια θεραπεία κι έκανε παιδιά. Όταν μου είπε τη ζωή της, είχα εντυπωσιαστεί, και μου έλεγε στην αρχή, λέει «Κι εγώ ντρεπόμουνα με αυτές τις φίλες. Μετά, όταν έβγαινα έξω έλεγα, αυτές έτρωγαν κρέας κι εγώ έτρωγα καλαμαράκια. Ήταν σε περίοδο νηστείας, ρε παιδί μου, το Σαββατοκύριακο κι έτρωγα καλαμαράκια. Ή έτρωγα νηστίσιμα, έτρωγα πατάτες τηγανητές, κολοκυθάκια κτλ.». Λέω ένα πολύ απλό παράδειγμα με τη νηστεία, για να δεις ότι στη ζωή μας παίζουν όλα ρόλο. Μετά έλεγε η κυρία Σταυρούλα «Έλεγα, εγώ μπορώ να το κάνω. Εσείς μπορείτε;». Εκεί, λοιπόν, που ένιωθα άσχημα, άρχισα να το δουλεύω διαφορετικά. Γι' αυτό και λέω ότι πρέπει να έχουμε, είναι σημαντικό οι άνθρωποι που έχουμε δίπλα μας, πόσο μπορεί να μας βοηθήσουν. Εμένα η κυρία Σταυρούλα με βοήθησε και άρχισα να το βλέπω κι εγώ διαφορετικά, με επηρέασε και λέω «Έχει δίκιο η κυρία Σταυρούλα. Εγώ μπορώ. Οι άλλοι μπορούν;». Γιατί να νιώθω εγώ άσχημα; Και άρχισα μετά, όχι με εγωισμό όμως, να λέω ναι, είναι η ζωή μας έτσι. Όλοι βγαίνουν, τρώνε. Οι φίλοι μου είναι έτσι, δεν μπορώ εγώ να τους πιέσω τους φίλους μου να τους φέρω να τους κάνω με το ζόρι να αγαπήσουν, να κάνουν τη νηστεία. Θα είναι η ώρα τους να το κάνουν, αλλά εγώ δεν θα καταπιέσω και τον εαυτό μου γι' αυτό που θέλω να κάνω. Είναι περίοδος νηστείας. Θα κάνω τη νηστεία μου, τέλος. Μετά, με βοήθησε κι ο πνευματικός μου να το διαχειριστώ. Μου έλεγε «Δεν θα λες ότι νηστεύεις, θα βγαίνεις έξω ταπεινά. Αν οι άλλοι τρώνε ή πίνουν κάτι, εσύ θα πιεις τον χυμό σου, δεν θα πίνεις». Γιατί, ας πούμε, δεν επιτρέπεται για ένα διάστημα να πιεις μπύρες, ξέρω γω, και ποτά διάφορα. Άρα, θα έπρεπε και τη ζωή μου όλη την κοσμική να την προσαρμόσω, να την αλλάξω. Θυμάμαι μια φορά, μετά το ‘05, το ’08, θυμάμαι ήταν 3-4 χρόνια, είχα απογοητευτεί και είχα πάει στον πνευματικό μου και λέω «Μα καλά, λέω, δεν αλλάζει τίποτα. Δεν μπορώ να το καταλάβω» και μου λέει «Μα δεν άλλαξαν οι άλλοι, εσύ άλλαξες». Εγώ, επειδή άλλαξα εγώ, περίμενα να αλλάξουν και οι γύρω μου. Όμως δεν ήταν έτσι. Δηλαδή, δεν θα άλλαζε η μητέρα μου, δεν θα άλλαζε ο αδερφός μου, δεν θα άλλαζε η φίλη μου που είναι κοσμική. Θα άλλαζαν, όποτε ήθελε ο Χριστός να αλλάξουν. Όχι επειδή εσύ άλλαξες, θα αλλάξουν κι αυτοί. Κι εκείνη την ώρα το σκέφτηκα και λέω «Έχετε δίκιο. Εγώ άλλαξα». Εγώ δεν πάω, δεν πάω, ξέρω γω, ας πούμε Σάββατο βράδυ, επειδή Κυριακή ήθελα να πάω εκκλησία, έπρεπε να μην ξενυχτήσω μέχρι το πρωί. Άλλαξα εγώ τον τρόπο ζωής μου, και τον προσάρμοσα με αυτά που λέει ο Χριστός. Γιατί; Γιατί ο Χριστός μάς λέει κάποιες εντολές. Αυτές τις εντολές, δεν ξέρω αν μπορούμε να τις κάνουμε όλοι, όλα, και ταυτόχρονα. Και θυμάμαι που έλεγε ο πνευματικός μου «Παιδί μου, δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Αν τα έκανες όλα ταυτόχρονα, θα ήσουν αγία. Θέλω όμως από σένα να είσαι ειλικρινής απέναντι στον Χριστό, να μην κοροϊδεύεις κανέναν και πάνω από όλα τον Χριστό. Να λες Χριστέ μου, εγώ μπορώ να κάνω ένα, π.χ. τη νηστεία. Αυτό μπορώ να κάνω. Δώσε μου όμως, δύναμη και φώτιση να μπορώ να κάνω, τον επόμενο μήνα, και κάτι άλλο, και κάτι άλλο, και κάτι άλλο». Δηλαδή έχει δρόμο, δεν είναι τόσο απλά. Θέλει δουλειά με τον εαυτό μας, με την ψυχή μας. Δεν μπορούμε όλοι ξαφνικά να κάνουμε και τις 10 εντολές. Μακάρι να μπορούσαμε όλοι και όλοι να είμαστε άγιοι. Γιατί ο σκοπός είναι αυτός, κατά εικόνα και ομοίωση του Κυρίου, να μοιάσουμε με τον Χριστό. Κάτι το οποίο μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε όλοι. Κι έτσι μέσα από όλα αυτά, άρχισα να αλλάζω εγώ. Π.χ. ένα άλλο παράδειγμα που εγώ πάρα πολύ ζορίστηκα, καταπίεσα τον εαυτό μου, καταπιέστηκα εγώ, ήταν στο φόρεμα το να- ήταν στον τρόπο του ντυσίματος. Δηλαδή, λέει ο Κύριος, πρέπει να φοράς φόρεμα. Τα κοριτσάκια τα φορεματάκια και τα αγοράκια τα παντελονάκια. Η ζωή μας όμως είναι τόσο διαφορετική που όλοι φοράμε παντελόνια. Εντάξει. Εγώ οι άνθρωποι που φοράνε φορέματα, σε αυτήν τη ζωή που ζούμε τώρα, τους θεωρώ πάρα πολύ δυνατούς. Όχι δυνατοί, δυνατοί μυϊκά, δυνατοί στην ψυχή, γιατί δεν τους επηρεάζει κανείς. Και είναι πολύ σημαντικό να μη σε επηρεάζει κανείς και να λες ότι «Εγώ αυτό, λέω ένα παράδειγμα για το φόρεμα π.χ. γιατί είναι κάτι πολύ απλό, αλλά είναι πολύ σημαντικό στη σημερινή εποχή μας, εγώ αυτό το κάνω για τον Χριστό». Κατάλαβες; ‘Οτι εγώ θα κάνω μια θυσία σε εισαγωγικά; Ναι, γιατί όλοι μάθαμε με τα παντελόνια, τα κολάν, τα σορτσάκια μας. Όλοι μάθαμε έτσι. Λες «Εγώ θα κάνω για τον Χριστό αυτό, γιατί μου το είπε ο Χριστός, γιατί τον αγαπάω, γιατί το θέλω». Αυτούς τους ανθρώπους εγώ τους θεωρώ δυνατούς και τους θεωρώ ότι έχουν φοβερή πίστη, και είναι ένα δείγμα ότι αγαπάνε τον Χριστό. Θυμάμαι, είχα επηρεαστεί από μια φίλη μου για τη νηστεία. Τώρα σε πάω από το ένα θέμα στο άλλο, απλά σου λέω βιώματα που σκέφτομαι.
Δεν πειράζει.
Και μ' έλεγε μία φίλη μου «Και τι πειράζει η νηστεία; Εδώ μιλάμε, εδώ κρίνουμε. Η νηστεία, τώρα, θα μας βοηθήσει;», κι επηρεαζόμουν κι έλεγα «Έχεις δίκιο, ναι, ρε παιδί μου, τώρα αφού κρίνουμε είτε μέσα στη ζωή μας ή μέσα, ξέρω γω, στη δουλειά μας κρίνουμε, η νηστεία τώρα είναι κάτι;». Και θυμάμαι είχα πάει στη Σουρωτή, να μείνω στη Σουρω[01:00:00]τή κι εκεί που τρώγαμε στην τραπεζαρία με τις μοναχές, γιατί έχει μια διαδικασία στην τραπεζαρία τους. Όταν τρώμε όλοι μαζί, υπάρχει και κάποια μοναχή, η οποία λέει κάτι, μιλάει και λέει κάτι πνευματικό. Κι εκείνη τη μέρα λέει «Νηστεία. Η νηστεία είναι ομολογία πίστεως» και αυτόματα μου έλυσε την απορία και λέω «Τέλος, ό,τι και να μου πει ο άλλος τώρα, εγώ θα νηστεύω, τέλος». Δεν θα σου πω ότι δεν έχω πέσει και σε παραπτώματα. Δεν θα σου πω ότι επειδή είμαι άνθρωπος, δεν λύγισα. Στη ζωή μου ήρθε ένα πάρα πολύ δύσκολο γεγονός που έχασα τη δουλειά μου. Εκεί πέρα λύγισα. Έφτασα, ενώ είχα βιώματα τόσα πολλά, το ‘15 έχασα τη δουλειά μου, το ‘13. Από το ‘05 έως το ‘13 ήταν 8 χρόνια, που είχα πολλά βιώματα και πολλά θαύματα στη ζωή μου, και λογικά δεν θα έπρεπε να πέσω. Κι όμως κι εγώ έπεσα, λύγισα κι είπα «Γιατί, Χριστέ μου, να τη χάσω; Γιατί αυτό;» και έφαγα και δεν μπορώ να πω, δεν θέλω να σου λέω ψέματα ότι ξέρεις ότι δεν θα φάω κάποια στιγμή. Θα πέσω, αλλά θα ξανασηκωθώ, θα γυρίσω και θα πάω στον πνευματικό μου, θα μετανοήσω, θα πω «Συγγνώμη, λύγισα» μπορεί κι εκείνη τη μέρα να μη νήστεψα, μπορεί- είμαστε άνθρωποι, μπορεί να κάνουμε κι ένα λάθος, μπορεί- αλλά θα το καταλάβω, θα ζητήσω συγγνώμη και θα ξανασηκωθώ και θα ξαναπροσπαθήσω.Θα πάω μπροστά, δηλαδή, δεν θα μείνω στάσιμη στην πνευματική μου ζωή, θα το παλέψω. Κι επίσης όταν έχασα τη δουλειά μου, πάλι κατά θαυμαστό τρόπο, είχα γνωρίσει -πιστεύω πάλι ότι το σχέδιο του Θεού είναι τέλειο, δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς αυτό-, στη ζωή μου είχα γνωρίσει μια οδοντίατρο, τέλος πάντων, που την είχα σαν φίλη. Μέσω αυτής της οδοντιάτρου είχα γνωρίσει μια άλλη φίλη της την κυρία, την Κατερίνα. Και όταν τη γνώρισα, τη γνώρισα που περνούσε η Κατερίνα μια δύσκολη φάση στη ζωή της, λόγω ότι είχε χάσει τη μαμά της, και τη γνώρισα πάλι μέσω της Ανθής, της κοινής μας γνωστής, γιατί λέγαμε για τον Άγιο Παΐσιο. Όταν γνώρισα την Κατερίνα, τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ το ’08, το ’09, το ‘10 κάπου εκεί. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε. Το ‘10, ‘11 κάπου εκεί, πριν το ’10; Και πάλι μιλούσαμε για τη Σουρωτή, πάλι μιλούσαμε με την Ανθή για τον Άγιο Παΐσιο, και πάλι πήγαμε. Όταν πήγαμε, η Ανθή είχε αυτοκίνητο, είχα πάει εγώ η Ανθή, η Ξανθίππη και η Κατερίνα κι εγώ, πήγαμε στον Άγιο Παΐσιο να προσκυνήσουμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο πίσω κάθισμα καθόμουν με την Κατερίνα, είχε ένα κομποσκοίνι, είχε χάσει τη μαμά της, δεν περνούσε καλά, είχε διάφορα, ξέρω γω, έτσι επειδή αγαπούσε πολύ τη μαμά της, και μου τα έφερε ο Θεός έτσι, ώστε να γνωρίσω αυτό το άτομο μέσω μιας κοινής γνωστής μας, πάλι για να πάμε στον Άγιο Παΐσιο, πάλι για πνευματικά. Μετά έγινα φίλη με την Κατερίνα, μιλούσαμε για πνευματικά γεγονότα, και τα ‘φερε έτσι ο Θεός, ώστε όταν έχασα τη δουλειά μου χωρίς να ξέρω η κυρία- η Κατερίνα τι είναι, ούτε τι ήταν ο μπαμπάς της ούτε αν είχε κάποιες γνωριμίες, γιατί ήμουνα τότε σε ένα επίπεδο που- γενικά πάντα έτσι ήμουν σαν άνθρωπος, δεν μπορούσα να σου πω, δεν ασχολούμουν πολύ με κουτσομπολιά, να ρωτήσω «Τι κάνει αυτός;». Δηλαδή, δεν κοιτούσα την προσωπική ζωή του αλλουνού και τι έχει. Δηλαδή, αυτά τα προσπερνούσα πάρα πολύ, δεν με ενδιέφεραν ποτέ αυτά, από όταν ήμουν μικρή δεν με ενδιέφεραν, γι’ αυτό και στο χωριό δεν μπορούσα να μείνω, αλλά δεν με ενδιέφεραν και στη μετά ζωή μου. Δηλαδή, δεν καθόμουν σπίτι μου «Αυτή είναι η Κατερίνα, ναι, τι έχει, είναι έτσι, έχει λεφτά;» κτλ., κτλ. Δεν μπορούσα, δεν ήξερα ότι έχει, τέλος πάντων. Έτυχε αυτή η Κατερίνα να είναι από μια οικογένεια πολύ καλή της Λάρισας, με κάποιους γνωστούς, ο μπαμπάς της ήταν σε κάποια, και ο άντρας της να είναι γνωστός, τέλος πάντων, χωρίς να το ξέρω εγώ. Και πώς τα έφερε ο Θεός έτσι ότι όταν έχασα τη δουλειά μου, εγώ της συμπαραστάθηκα πνευματικά με τον Άγιο Παΐσιο, να μιλάμε πνευματικά, κι όταν εγώ έχασα τη δουλειά μου να με συμπαρασταθεί η Κατερίνα, με αποτέλεσμα ο μπαμπάς της να είναι η αιτία ώστε να έχω τη σημερινή μου δουλειά. Δηλαδή, αν καθίσω και βάλω σε μια σειρά τη ζωή μου και σκεφτώ κάποια γεγονότα, στην πορεία της ζωής μου, θα καταλάβω ότι μέσω του Χριστού, του Αγίου Παϊσίου, με έφερε πόσα άτομα ο Άγιος Παΐσιος στη ζωή μου, τα οποία με βοήθησαν και μετέπειτα στη ζωή μου. Γνώρισα, δηλαδή, μέσω Ανθής, την Κατερίνα και πήγαμε στον Άγιο Παΐσιο. Εγώ τότε είχα δουλειά και ήμουν καλά, και ούτε καν περνούσε από το μυαλό μου κάτι. Τα έφερε, όμως, έτσι ο Θεός, μετά από 4-5 χρόνια να χάσω τη δουλειά μου, να μην είμαι καλά και η Κατερίνα να είναι, και ο μπαμπάς της, ο κύριος Γιώργος, να είναι η αιτία η οποία εγώ έχω βρει τη σημερινή μου δουλειά. Γιατί ο μπαμπάς της έτυχε να είναι στο Δ.Σ., στη δουλειά που είμαι τώρα, στο γηροκομείο, και να μπορέσει να με βάλει. Και πάντα λέω ότι εγώ δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να κάνω κάτι, αλλά πάντα λέω ότι εύχομαι ο Χριστός να ανοίξει μια πόρτα στον κύριο Γιώργο από μένα, μια πόρτα του Παραδείσου να ανοίξει από μένα. Πάντα θα τον μνημονεύω, γιατί με έχει βάλει σε αυτήν τη δουλειά και συνεχίζεται η ζωή μου, έτσι. Το περίεργο με τον κύριο Γιώργο που με έβαλε σε αυτήν τη δουλειά, είναι το εξής. Ότι σαν να τα είχε όλα προγραμματισμένα ο Κύριος, ο οποίος πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία στα 100, να πάμε μαζί στο Γηροκομείο, δηλαδή ένα περίεργο πράγμα. Όταν εγώ το ‘14 έχασα τη δουλειά μου κι έψαχνα δουλειά, ο κύριος Γιώργος ήταν 99, πήγαινε στα 100. Δηλαδή, ήταν μιας μεγάλης ηλικίας, είχε πολλά προβλήματα υγείας, δεν ήταν καλά στην υγεία του. Θα μπορούσε να έχει, ας πούμε, κοιμηθεί και πιο νωρίς. Λες, όμως, ότι ο Θεός τον κρατούσε τόσο, τον κρατούσε σε εισαγωγικά, να με βοηθήσει ώστε να μπω εγώ στο Γηροκομείο και μετά ταυτόχρονα, δηλαδή Απρίλιο πέθανε ο κύριος Γιώργος, 27 Απριλίου το θυμάμαι χαρακτηριστικά, και πρώτη Μαΐου πήγα εγώ στο Γηροκομείο. Δηλαδή, κι επειδή έχει, και ο τάφος του είναι στο Γηροκομείο, είναι σαν να πήγαμε μαζί, όχι σαν, μαζί πήγαμε. Και σχεδόν κάθε μέρα πάω, γιατί στο Δημοτικό Γηροκομείο της Λάρισας, υπάρχει η Αγία Αικατερίνη, η Εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, η Κατερίνα, λοιπόν, τέλος πάντων, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η κοπέλα, δηλαδή η φίλη μου, λέγεται Κατερίνα, η Εκκλησία είναι της Αγίας Αικατερίνης. Ο μπαμπάς της έχει κοιμηθεί το ‘15, που πήγα κι εγώ, και ο τάφος του είναι εκεί δίπλα από την Αγία Αικατερίνη. Ευτυχώς πηγαίνω κάθε μέρα τον ανάβω το καντήλι. Δηλαδή, το λιγότερο που μπορώ να κάνω για τον κύριο Γιώργο είναι αυτό. Κι αν καθίσω και σκεφτώ, ακόμα κι αυτό είναι σαν να είναι έτοιμο, προγραμματισμένο. Μαζί να πάμε στο γηροκομείο, δηλαδή όλα ήταν τόσο σχεδιασμένα, που πριν δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Και μετά από χρόνια, να έρθει και η Κατερίνα σαν διευθύντρια στο Γηροκομείο. Δηλαδή, ένα σχέδιο του Χριστού που αν με έλεγες το ‘10 που τη γνώρισα, θα ‘λεγα απλά γνώρισα μια κυρία και απλά είναι φίλη μου και μιλάμε πνευματικά. Και τότε, ας πούμε, τη βοηθούσα εγώ πνευματικά, αλλά στην πορεία όμως, με βοήθησε αυτή. Άρα, θέλω να πω ότι ο Χριστός είναι στη ζωή μας καθημερινά, κι έχει ένα, μας ξέρει, μας έχει ένα πρόγραμμα, μας έχει- τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή μας. Και οι γνωριμίες που κάνουμε πάντα για καλό μας είναι, ακόμα και το άσχημο, πάντα για καλό μας είναι. Απλά εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε, εκείνη τη χρονική περίοδο. Το καταλαβαίνουμε μετά από καιρό. Τώρα λέω 2-3 γεγονότα, έτσι όπως τα θυμάμαι εγώ στη ζωή μου, που είναι έτσι λίγο σημαδιακά, που είναι σημαδιακά, ας πούμε. Αυτό με τον κύριο Γιώργο το έχω σκεφτεί πάρα πολλές φορές, πώς έτυχε να πάμε με τον κύριο Γιώργο μαζί στο Γηροκομείο; Είναι φοβερό. Δηλαδή, λες κι ο Θεός τον άφηνε, τον έδινε παράταση ζωής για να πάμε μαζί, δηλαδή αυτό είναι, δεν ξέρω, είναι κάτι που δεν- ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα- δεν το έχει περάσει ποτέ από το μυαλό μου ότι θα με βοηθήσει. Και πάντα λέω αυτό το πράγμα «Θεός σχωρέσ' τον και να είναι καλά, και μια πόρτα να ανοίξει από μένα» το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι προσευχή, και για τους κεκοιμημένους, και για τους ζωντανούς. Δηλαδή, άνθρωποι που πολλές φορές μπορεί να μας βοηθήσουν στη ζωή μας, είτε είναι στη ζωή είτε όχι, και δεν μπορώ να τους βοηθήσω, δεν μπορώ να τους βοηθήσουμε πέρα από την προσευχή, πέρα από το να γράφουμε τα ονόματά τους να διαβάζονται στα Σαρανταλείτουργα, στις Θείες Λειτουργίες, στο Άγιο Όρος, σε κάποια μοναστήρια που πάμε εμείς, σε εκκλησίες και τα λοιπά. Ή να κάνουμε και μόνοι μας προσευχή, κομποσκοίνι και να λέμε «Υπέρ υγείας, σοφίας», «Υπέρ υγείας, Αικατερίνης» π.χ. λέω και οτιδήποτε. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε γι' αυτούς, αλλά είναι νομίζω και το σημαντικότερο, γιατί επί της ουσίας προσευχόμαστε στον Κύριο, να τους έχει καλά, να τους αγαπάει, να τους προστατεύει, να τους βοηθάει. Και για μένα[01:10:00], αυτό είναι το πιο σημαντικό, Σοφία. Και όσο περνάει ο καιρός, και μεγαλώνω, και φτάνω σε μια κομβική ηλικία των 50, και λέω «Πόσα χρόνια να ζήσω; 5-10; Άλλα 50;», που δεν νομίζω, άντε να φτάσω κι εγώ 100, σαν τον κυρ Γιώργο, μακάρι. Αλλά επί της ουσίας αυτό που σου μένει μετά από μια ηλικία και ωριμάζεις είναι «Τι θα κάνουμε; Το μετά; Θα πεθάνω; Πού θα πάω; Τι;». Όλα αυτά. Όλα αυτά τα ερωτηματικά, όλα «Τι έχω κάνει στη ζωή μου; Δηλαδή, έχω προσφέρει κάτι καλό, δεν έχω προσφέρει κάτι καλό;». Δηλαδή, όλα αυτά είναι ένας δρόμος κι ένα ταξίδι που κάνει ο καθένας μόνος του. Δεν υπάρχει, αυτό το ταξίδι πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Γιατί όταν πεθαίνουμε, μόνοι μας θα είμαστε, και όταν θα πάμε στον Χριστό πάνω, πάλι μόνοι μας θα είμαστε. Και θα είμαστε τυχεροί αν έχουμε ανθρώπους δίπλα μας να μας βοηθάνε κι είναι ένα ταξίδι που πρέπει όλοι να το κάνουμε, κι εύχομαι όλοι οι άνθρωποι να γνωρίσουν τον Χριστό, να αποφασίσουν να είναι μαζί με τον Χριστό, να έχουν έναν πνευματικό, να τους καθοδηγεί, να κάνουν υπακοή, που είναι πάρα πολύ σημαντική η υπακοή. Έλεγε ο γέροντας, άμα διαβάσεις τα βιβλία του Αγίου Παϊσίου, έλεγε πόσο σημαντική είναι η υπακοή. Ο γέροντας ξεχώριζε για 2 πράγματα, για την αγάπη, που τους αγαπούσε όλους, μαύρους, άσπρους, πλούσιους, φτωχούς, τα πάντα όλα. Έδινε αγάπη πάρα πολύ, που την αγάπη την αντιλαμβάνεσαι. Εγώ μπορεί να αγαπάω κάποιον, κι ας μην έχω πολύ καλή σχέση μαζί του. Όμως αυτός θα το αντιληφθεί, θα το καταλάβει, γιατί την αγάπη, όπως και την κακία, την καταλαβαίνεις, και μαζεύεσαι. Λες «Αυτός, ρε παιδί μου, δεν με συμπαθεί» καταλαβαίνεις κάτι, μια αύρα, βλέπεις ότι νιώθεις, ότι κάτι, όπως και την αγάπη την αντιλαμβάνεσαι. Και ο Χριστός είναι μόνο αγάπη. Δεν είναι κάτι άλλο. Κι αν εμείς έχουμε αγάπη και δίνουμε στον συνάνθρωπό μας και υπάρχει κι αυτή η αγάπη θα είναι και καλύτερος ο κόσμος. Αλλά το πιο σημαντικό για μένα, σαν Ελένη, είναι ότι θα είμαστε καλύτεροι άνθρωποι εμείς. Θα έχουμε ηρεμία ψυχής. Πιστεύω πάρα πολύ, σαν Ελένη, ότι αν κάνεις το καλό, σου ξαναέρχεται. Όπως επίσης όταν κάνεις και το αρνητικό, το άσχημο σου ξανάρχεται. Ο Θεός δεν είναι άδικος, είναι δίκαιος. Δεν μπορεί να μας- δεν μας αδικεί. Και έχω την πεποίθηση πλέον στο 50, ότι κάνω καλό και έχω και ηρεμία ψυχής ότι κάνω το καλό, κάνω το κακό κι έχω μέσα μου μια ταραχή. Όποιος κάνει σε εισαγωγικά θα πω κουτοπονηριές, κακό, πράγματα και τα λοιπά, και μου πει ότι είναι ήρεμος, δεν τον πιστεύω. Μέσα του έχει πρόβλημα. Θυμάμαι τώρα, σε μια περίοδο της ζωής μου, με είχε αδικήσει μία σχέση που είχα. Κάποιος με είχε αδικήσει, μια φιλική σχέση, κι έλεγα στον πνευματικό μου «Μα καλά, είναι δυνατόν; Πώς με έχει αδικήσει έτσι; Μα δείχνει ότι είναι πολύ καλά και…», και γυρίζει και μου λέει «Τι δείχνει στον κόσμο δεν ξέρουμε. ΟΚ, μπορεί να είναι καλά, αλλά δεν μπορεί κανείς να κρυφτεί. Μπορεί να κρυφτεί από τον κόσμο, αλλά δεν μπορεί να κρυφτεί από τη συνείδησή του». Που σημαίνει ότι η συνείδησή μας, μέσα μας, ξέρουμε τι είναι σωστό, τι είναι λάθος, ό,τι και να λέμε στους άλλους, όποιον και να κοροϊδέψω, και τον εαυτό μου, και να λέω «Ναι, δεν το έκανα». Αφού το έκανα. Η συνείδησή μου μέσα όμως ξέρει κι αυτό κάποια στιγμή στη συνείδησή μας θα βγει. Δηλαδή, θα το καταλάβουμε. Θα γίνει κάτι άσχημο στην οικογένειά μας, κάπου θα το δούμε, δηλαδή θα βγει, δεν θα- θα βγει. Θα το πω με απλά λόγια. Όποιος πιστεύει, θα πει ότι είναι η δικαιοσύνη του Κυρίου, και ό,τι δίνουμε, παίρνουμε. Όποιος δεν πιστεύει, θα πει ότι είναι κάτι της ζωής, ό,τι καλό κάνεις, το παίρνεις, και ό,τι δεν είναι καλό. Κάνεις κακό, κακό θα πάρεις. Είναι, πώς να σου πω, αυτό που ανταμείβει η ζωή, ας πούμε, που μου έρχεται πίσω. Γυρίζει, δηλαδή, είναι ένας κύκλος και γυρίζει. Γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που μπορεί να μην πιστεύουνε τώρα, να είναι στη φάση που- πάντως εγώ δεν ξέρω αν μας ακούσει κάποιος και όποιος με ακούσει, θα ακούσει κι αυτά. Εγώ θα πω ότι και εγώ ήμουνα παιδί που πήγαινα, αλλά δεν πίστευα επί της ουσίας, ήμουν ολιγόπιστη, είχα πάρα πολλά προβλήματα, ένα παιδί, εντάξει, εποχής. Όταν πήγα πρώτη φορά στη Σουρωτή, ξέχασα να στο πω, πήγα με ξεσκισμένο τζιν. Ένα τζιν ξεσκισμένο, ό,τι να 'ναι, αλλά δεν με κάναν παρατήρηση. Με πάρα πολύ αγάπη μου λένε «Θέλουμε να φορέσεις μια φουστίτσα. Έχεις;». «Ναι» λέω και είχα φούστα μίνι, πάνω από το γόνατο και μου λέει «Θέλω σε παρακαλώ πολύ να φορέσεις μια φουστίτσα, πάνω από αυτή. Είναι μακριά. Σε πειράζει;». Λέω «Όχι, δεν με πειράζει» και φόρεσα. Όταν ξαναπήγα να μείνω, πάλι ξαναπήγα με τζιν, αλλά είχα πάρει όμως μαζί μου ήδη μια φούστα μακριά, για να μπορώ να κινηθώ άνετα στους χώρους του μοναστηριού. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, από τις πολλές φορές που πήγαινα δεν το ξέρω, είναι πράγματα που δεν ξεχνάω, θυμάμαι ότι ήταν χειμώνας κι έφευγα Δευτέρα πρωί, μετά τον 'Ορθρο. Είχα φάει και το πρωινό μου πάρα πολύ ωραία, και έξω από το μοναστήρι είναι οι τουαλέτες. Πήγα να αλλάξω και βάζω το παντελόνι και βγάζω τη φούστα και ήρθε μια μοναχή, η αδελφή Ευδοκία, και μου λέει «Ρε παιδί μου, είσαι ωραία με το παντελόνι, αλλά είσαι πολύ ωραία με τη φούστα» και έφυγε. Δεν χρειάστηκε να μου πει κάτι. Και μου το είπε με τόσο πολλή αγάπη. «Άντε» μου λέει «Καλό ταξίδι, να μας ξανάρθεις» και έφυγε. Δεν χρειάστηκε ούτε να με φωνάξουν, ούτε να με μαλώσουν, ούτε- μου το είπαν τόσο ωραία που εγώ, βέβαια, ποτέ δεν ξαναπήγα με παντελόνι στο μοναστήρι. Θα μου πεις τώρα «Ελένη, στη σημερινή ζωή που ζούμε και είναι όλοι έτσι», όχι. Υπάρχουν και πάρα πολύ ωραίες φούστες με πολλά χρώματα, υπάρχουν και πολύ ωραία φορεματάκια. Δεν σου λέω να φορέσεις τη φούστα τη μακριά και το ζιβάγκο. Δεν εννοώ αυτό. Είναι ότι μπορούμε να προσαρμοστούμε στη ζωή μας, στη σημερινή που έχουμε, και με τον Χριστό. Δηλαδή, κι όποιος θέλει, κι άμα θέλει. Και ήταν τότε η ώρα μου, δηλαδή, να φορέσω φόρεμα. Βέβαια, στη ζωή μου μετά, ξαναφόρεσα παντελόνι, ξαναγύρισα σε αυτό. Μιλάω γι' αυτό που δεν είναι πολύ σημαντικό αυτό τώρα, για μένα, το παντελόνι, αλλά είναι ένα στοιχείο που δείχνει την αγάπη και την πίστη που έχεις στον Χριστό, και πόσο δύσκολο είναι στη σημερινή εποχή, γιατί έχουν μάθει όλοι με τα παντελόνια. Και λέω ότι αυτοί που δεν φοράνε και στη ζωή τους έξω, που το προσπαθούν τουλάχιστον, για μένα είναι πάρα πολύ δυνατοί άνθρωποι, κι έχουν πολλή πίστη. Είναι σταθεροί και είναι πολύ σημαντικό να είσαι σταθερός σε κάτι, να πεις ότι «Ναι, έχω διαβάσει. Ναι, πιστεύω στον Χριστό. Είμαι εκεί και προσπαθώ να κάνω αυτά που μου λέει».
Εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω, έτσι, τώρα αυτό που πήγες να πεις πριν. Ότι, ας πούμε για- τι θα έλεγες σε κάποια άτομα που δεν πιστεύουν; Εφόσον έχεις περάσει όλα αυτά.
Εγώ τους- εγώ θα ‘λεγα να το ψάξουν. Δηλαδή, αυτοί που δεν πιστεύουν, θα έλεγα να προσευχηθούν και να πουν, όπως έκανα εγώ «Χριστέ μου, δεν πιστεύω. Είμαι σε μια φάση που, πραγματικά, δεν ξέρω αν υπάρχεις ή όχι». Είχα περάσει αυτό το στάδιο. «Θέλω να μου δείξεις τον δρόμο αν πραγματικά υπάρχεις ή όχι». Να το πουν με την ψυχή τους όμως, να κλάψουν γι' αυτό, να το ζητήσουν. Και είμαι σίγουρη, 1000% ότι ο Χριστός θα τους φέρει στον δρόμο, δηλαδή θα τους φέρει καταστάσεις, θα τον γνωρίσουν. Βέβαια, κάθε άνθρωπος έχει το δικό του ταξίδι, τον δικό του δρόμο. Σε μένα μπορεί να βγει στον Άγιο Παΐσιο, άλλος μπορεί να του βγει ο Άγιος Νεκτάριος. Άλλος κάτι άλλο. Θα τους δείξει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, διάβαζα για τον- έβλεπες το Παρά Πέντε; Όχι, το Παρά Πέντε, έβλεπες αυτόν τον Άρη τον- που γυρίστηκε η εκκλησία, γυρίστηκε το έργο του Αγίου Νεκταρίου τώρα, και παίζει ένας ηθοποιός που δεν θυμάμαι, ο Άρης ο- δεν θυμάμαι καθόλου. Αν μπω στο Google θα το δω, που έπαιζε σε ένα έργο, δεν θυμάμαι καθόλου. Ο Άρης έπαιξε τον Άγιο Νεκτάριο τώρα, κι έπαιζε σε ένα έργο πριν πολλά χρόνια. Άρης Σερβετάλης ναι, η εντυπωσιακή αλλαγή του. Αυτός έπαιζε παλιά σε ένα έργο που έπαιζε έναν αναρχικό, με μία κόμπρα, με μια σαύρα, δεν θυμάμαι καλά. Αν τα θυμάμαι καλά, κι ήταν πάρα πολύ κοσμικός. Προκαλώ όλους να μπουν μέσα στο Google, να διαβάσουν τι λέει αυτός. Εμένα με εντυπωσίασε η αλλαγή του. Με εντυπωσίασε το πόσο άλλαξε και μάλιστα άλλαξε κι αυτός, όταν είχε φτάσει πάτο. Όταν δεν είχε τίποτα. Όταν αμφισβητούσε τα πάντα. Και προκαλώ όλους να μπουν μέσα και να διαβάσουν τι λέει αυτός ο
[01:20:00] Άρης Σερβετάλης, που έχει κάνει τώρα πλέον στροφή προς τον Χριστό, αγαπάει πολύ τον Χριστό, ζει πλέον, έχει παίξει και τον ρόλο του Αγίου Νεκταρίου πέρυσι. Και προκαλώ όλους αυτούς να μπουν μέσα και να διαβάσουν και να το ψάξουν και απλά, με απλά λόγια, να προσευχηθούν και να πουν «Θεέ μου, δεν ξέρω αν υπάρχεις ή όχι. Μπορείς σε παρακαλώ να μου δείξεις τον δρόμο. Δείξ' τον μου. Αν υπάρχεις, θα μου τον δείξεις». Και είμαι σίγουρη ότι θα δείξει μικρο-θαύματα στη ζωή του καθενός. Θα βρει τον τρόπο που θα αγγίξει την ψυχή του καθενός. Γιατί δεν είναι μόνο στα λόγια, Σοφία. Εντάξει, οκέι, πιστεύω, πάω στην εκκλησία. Δεν είναι αυτό. Είναι θέμα ψυχής, πώς να στο εξηγήσω; Ηρεμεί η ψυχή σου, νιώθεις μια ηρεμία, νιώθεις μια αγάπη, βλέπεις μικρο-θαύματα, αλλάζει όλη η ζωή σου. Δεν έχεις άγχος, δεν έχεις κάτι. Καταρχήν, δεν πρέπει να αγχωνόμαστε για το αύριο, δεν ξέρουμε αν θα ζούμε αύριο, βασικά. Πρέπει να τα αφήνουμε όλα στον Χριστό και να λέμε «Θεέ μου, μπροστά εσύ και πίσω εγώ».Και αν τα αφήσουμε στον Χριστό και προσευχηθούμε, θα μας τα φέρει όλα, έτσι όπως πρέπει να στα φέρει, για τη δική μας ζωή. Καθένας έχει τον δικό του δρόμο, δεν είναι, δεν έχουμε όλοι τον ίδιο δρόμο. Καθένας έχει τη δική του πορεία, αλλά μέσα από αυτήν την πορεία, όλοι θα γνωρίσουμε τον Χριστό είτε στα 20, είτε στα 50, είτε στα 70. Θυμάμαι, διάβαζα στο γεροντικό εγώ μετά- εγώ όταν ξεκίνησα το 2005 και πήγαινα στη Σουρωτή, διάβασα όλα τα βιβλία του Αγίου Παϊσίου, και προτείνω σε όλους να διαβάσουν από ένα βιβλίο, ειδικά την ιστορία, τη ζωή του Αγίου. Και μετά διάβαζα διάφορα βιβλία «Μεταξύ Ουρανού και Γης». Μετά άρχισα να διαβάζω διάφορα, κάποια γεροντικά, άρχισα να θέλω να μάθω. Τώρα πλέον, τότε δεν ήταν το Google τόσο εύκολο. Τώρα πλέον μπορείς να μπεις μέσα και στο Ίντερνετ, στο Google, και να δεις τη ζωή του, να διαβάσεις πράγματα, ήταν πολύ πιο εύκολο ή να τα ακούς. Τώρα πλέον, μπορείς να κάνεις δουλειές, και να ακούς ταυτόχρονα. Τότε εγώ διάβαζα πάρα πολύ, και θυμάμαι που διάβαζα που έλεγε κάποιος, ήταν 65 χρονών, όχι ψέματα ήταν 70. Το θυμάμαι το 70, και τότε άρχισε να ψάχνει, αρρώστησε και πέθανε η γυναίκα του, πέθανε κάποια από τα παιδιά του, κάτι πολύ άσχημο, τέλος πάντων, και άρχισε να γνωρίζει τον Χριστό. Και λέει σε έναν φίλο του «Όταν κοιμηθώ και πεθάνω, θέλω να γράψεις στον τάφο. Ένας αμαρτωλός που στα 70, που έζησε από τα 70 ως τα -πέθανε στα 75- που έζησα 5 χρόνια, από τα 70 στα 75, που έζησα μόνο 5 χρόνια». Που με αυτό, τι θέλει να μας πει; Ότι η προηγούμενη ζωή του ήταν ανούσια σε εισαγωγικά, γιατί η ουσία είναι μετά θάνατον τι θα κάνουμε, η ουσία είναι να είμαστε μαζί με τον Χριστό, όχι μόνο εδώ, είναι και η μετά ζωή μας. Εμείς που πιστεύουμε στον Χριστό, πιστεύουμε στον παράδεισο, στην κόλαση, τα πιστεύουμε όλα αυτά. Άρα, εμείς αγωνιζόμαστε εδώ για να κερδίσουμε τον παράδεισο, για να είμαστε μαζί με τον Κύριο. Κάνουμε την ελεημοσύνη, γιατί είναι μια εντολή του Κυρίου Χριστού και πρέπει να την κάνουμε κι εμείς. Δεν την κάνουμε την ελεημοσύνη, την κάνουμε με ένα απώτερο σκοπό, ώστε και να βοηθήσουμε τον συνάνθρωπό μας, γιατί κι αυτός είναι καθ' ομοίωση Κυρίου, αλλά και για να έχουμε και στην επόμενη ζωή κάτι. Όλα τα κάνουμε για κάποιο- για να κερδίσουμε τον παράδεισο. Τα κάνουμε για κάποιο λόγο, έχει νόημα η ζωή μας, γιατί εμείς θέλουμε να πάμε κοντά στον Χριστό. Δεν έχει νόημα η ζωή μας μόνο να τρώμε, να πίνουμε, να περνάμε καλά, εντάξει. Λέει μια φίλη μου, έλεγε μια φίλη μου «Τα έχω βαρεθεί όλα» με λέει. «Έχω βγει, έχω πάει ταξίδια, έχω λεφτά, δεν έχω ένα νόημα, ρε παιδί μου, έχω ένα κενό». Κι έλεγε ο Άγιος Παΐσιος «Ο άνθρωπος που τα έχει όλα και του λείπει κάτι, του λείπει ο Χριστός. Είναι σε λάθος δρόμο». Εγώ αυτήν την κοπέλα την πήγα, τη βοήθησα, την έδειξα τον δρόμο. Από εκεί και πέρα, αν θέλει να συνεχίσει αυτή, η οποία συνέχισε βέβαια μετά, είναι δικό της. Είναι η ελεύθερη βούληση που έχουμε. Καθένας πρέπει να κάνει ό,τι θέλει. Ο άνθρωπος, μετά ο Θεός, ο Χριστός, μας φέρνει ανθρώπους δίπλα μας που μας βοηθάνε, όταν έχουμε την ανάγκη. Όταν, δηλαδή, κάποιος θα πει «Θεέ μου, βοήθησέ με», θα του φέρει κάποιον άνθρωπο δίπλα, κάποιον γνωστό, κάποιον φίλο, απ’ τη δουλειά, κάτι θα γίνει. Αυτός πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία, και να τον γνωρίσει τον Χριστό. Δηλαδή, κάποιον θα μας φέρει που να μας δείξει τον δρόμο. Από εκεί και πέρα, όμως, η πορεία είναι δικιά μας. Δεν θα κάνω εγώ τον αγώνα- ο πνευματικός αγώνας είναι δικός μου, δεν θα μου το κάνει τον δικό μου τον αγώνα κάποιος άλλος. Δηλαδή, εγώ δεν θα κάθομαι στον καναπέ και θα λέω «Εντάξει, οκέι, άμα σου κάνει ο πνευματικός προσευχή, εντάξει, θα σωθώ» ή «Εντάξει, πήγα στον Άγιο Παΐσιο, τώρα είμαι καλή». Όχι, δεν είμαι καλή. Έκανε ο Άγιος Παΐσιος έναν πνευματικό αγώνα, τον έχω διαβάσει, τον έχω δει, μου έχει δείξει πέντε πράγματα. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο βιβλίο που έχουν γράψει οι μοναχές. Οι μοναχές στη Σουρωτή έχουν γράψει πάρα πολλά βιβλία, τα οποία είναι- που λέγεται «Περί Προσευχής» το ένα. Είναι ερωτήσεις που κάνουν στον Άγιο Παΐσιο και τις απαντήσεις. Και αυτές, που τις είχαν οι μοναχές σε όλη την πορεία της ζωής τους, την κάναν και σε βιβλίο. Ένα βιβλίο πάρα πολύ ωραίο, που μου άρεσε πάρα πολύ εμένα, είναι «Ο Πνευματικός Αγώνας» η πνευματική αφύπνιση, που σημαίνει ότι ο πνευματικός αγώνας τι πρέπει να κάνουμε. Κι ένα που μου άγγιξε πάρα πολύ την ψυχή και προτείνω σε όλους, αν θέλουν να το κάνουν, να το πάρουν, να το διαβάσουν, είναι το «Περί Προσευχής» από τη Σουρωτή. Αυτό το «Περί Προσευχής», στην ουσία οι μοναχές είχαν κάποιες ερωτήσεις, στην πορεία της ζωής τους ή και στον μοναχικό βίο, τις κάνουν στον Άγιο Παΐσιο, κι ο Άγιος όταν ήταν εν ζωή, τους έδινε την απάντηση. Όταν το διάβασα αυτό το βιβλίο με έχει κάνει εντύπωση σε ένα σημείο του βιβλίου που λέει μια μοναχή « γέροντα, έχουμε φύλακα άγγελο;». «Ναι» λέει. «Μα, εγώ τον- και πρέπει να τον-». «Και μας βοηθάει πάντα» λέει ο γέροντας. «Ναι, λέει, αλλά γιατί δεν με βοηθάει; Αφού τον έχω δίπλα μου από την ώρα που γεννιέμαι, και παίρνω το βάπτισμα με το ιερό μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος, έχω έναν φύλακα δίπλα μου.Τον έχω σε όλη τη ζωή μου, είναι εδώ δίπλα μου» του λέει. «Γιατί; Αφού με βλέπει ότι ταλαιπωρούμαι. Δεν με βοηθάει». Και λέει «Γιατί δεν του το ζήτησες» λέει. «Του το ζήτησες ποτέ;» λέει. «Τι εννοείς;». «Δεν του το ζήτησες ποτέ». Δηλαδή, έχουμε έναν φύλακα άγγελο δίπλα μας που μας βοηθάει πάντα, που είναι δίπλα μας, που μας αγαπάει και απλά πρέπει να του το ζητάμε. Με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ αυτό το- αυτό που είχα διαβάσει και λέω «Καλά, έχω έναν φύλακα άγγελο δίπλα μου. Είναι δίπλα μου και δεν του το ζητάω;», δηλαδή, είναι δυνατόν; Και θυμάμαι τότε, είχα πάει στη Σουρωτή πάλι, γιατί πάρα πολλές απορίες που είχα και πάρα πολλά πράγματα που διάβαζα, με βοηθούσαν πάρα πολύ οι μοναχές, πήγαινα και ήθελα απάντηση. Και θυμάμαι πάω στη γερόντισσα και της λέω «Καλά, λέω, δεν ήξερα ότι έχουμε έναν φύλακα άγγελο, είναι δίπλα μας, και ότι πρέπει να του ζητήσουμε για να μας βοηθήσει». Λέω «Πώς θα του το ζητήσω;». Και με λέει «Με την προσευχή». Και ούτε ήξερα επίσης ότι υπάρχει το βιβλίο το «Μέγα Ωρολόγιο», που στο «Μέγα Ωρολόγιο» μέσα υπάρχουν διάφορες προσευχές, και υπάρχει μια προσευχή που είναι για τον φύλακα άγγελο. Και προκαλώ όσους θέλουνε να το διαβάσουν, να το διαβάζουν κάθε βράδυ, και θα δείτε πόσο μεγάλη διαφορά θα έχει ζωή σας. Εγώ, δηλαδή, στις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής μου, τα διάβασα, τον παρακάλεσα κι είδα και βοήθεια. Τώρα, αν με ακούει κάποιος θα λέει «Τρελή είναι αυτή τώρα». Θα λέει «Εντάξει, λίγο ψιλο-βλαμμένη θα είναι». Φαντάζομαι τώρα τι θα λένε κάποιοι που δεν πιστεύουν. Κάποιοι που πιστεύουν θα πούνε «Οκέι. Το ξέρουμε» ή «Ναι, ναι, όντως, υπάρχει ο φύλακας άγγελος. Όντως μας βοηθά, όντως είναι δίπλα μας». Κάποιοι όμως που δεν- θα λέει «Αυτή δεν πάει καλά, έχει πρόβλημα, ξέρω γω», το φαντάζομαι. Γιατί κι εγώ μπορεί να το ‘λεγα αυτό παλιά. Θα έλεγα «Γίνεται αυτό που μου λέει;». Κι όμως, εγώ προκαλώ τους ανθρώπους αυτούς να πάρουν το Μέγα Ωρολόγιο, να διαβάσουν την προσευχή του φύλακα Άγγελου για ένα διάστημα, και να μου πουν μετά πώς θα νιώσουν την παρουσία. Θα συμβαίνουν πράγματα στη ζωή μας, που θα μας προστατεύουνε και θα λες «Πώς τη γλίτωσα, έτσι; Με προστάτεψε κάτι» ή λες καμιά φορά, λες «Άγιο είχα. Φύλακα είχα». Αυτό δεν είναι τυχαίο που το λέμε από παράδοση, που το λέγαν οι γιαγιάδες μας ή οι γονείς μας, που κατάλαβες; Που το ακούμε και το λέμε κι εμείς στην πορεία της ζωής μας. Για κάποιο λόγο γίνεται. Ναι, προκαλώ κι αυτούς που δεν πιστεύουν να το πάρουνε και να κάνουν μια δοκιμή. Να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Εγώ, Σοφία, πάρα πολλά ερωτηματικά είχα, πάρα πολλά. Πάρα πολλές μεταπτώσεις ψυχικές, κι έτσι κι αλλιώς, ήταν σαν να παλεύω με το καλό και το κακό, κι έλεγα «Ναι, υπάρχει και δεν υπάρχει», δηλαδή πάρα πολλά. ‘Όμως, με βοήθησε πάρα πολύ ο πνευματικός μου. Πάρα πολύ. Μου ‘φευγε ένα βάρος στο να πηγαίνω να εξομολογηθώ, και έλεγα τις αμαρτίες μου, και με βοήθησε πάρα πολύ, και με βοήθησε πάρα π[01:30:00]ολύ αυτό το αποκούμπι που λέω εγώ, το μοναστήρι στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Οτιδήποτε είχα, το ‘γραφα, πήγαινα, ρωτούσα, μου έδιναν την απάντηση των προβλημάτων μου, αλλά την έβλεπα, όμως, και στην πορεία της ζωής μου μετά. Δεν ήταν μόνο στα λόγια. Ήταν και στην πράξη. Δηλαδή, έβλεπα αυτά που μου λέγαν να γίνονται. Κι έφτασα σε ένα σημείο, που να σου πω την αλήθεια, που είπα κάτι που έτυχε τώρα να γίνει, ξέρω γω και λέω «Τέλος, αν μου πει ο πνευματικός μου κι ο Χριστός να πάω εκεί, θα πάω εκεί». 100 άτομα να μου λένε όχι, εγώ θα κάνω αυτό που λέει ο Χριστός, κι αυτό που λέει ο πνευματικός μου. Δηλαδή, έφτασα σε ένα σημείο να λέω «Δεν πάν' να λένε. Εγώ εκεί θα πάω, τέλος». Γιατί πιστεύω, πλέον, ότι αυτό που λέει ο πνευματικός μου στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως είναι αυτό, έχει φώτιση εκείνη τη στιγμή. Η εξομολόγηση δεν είναι κάτι απλό, όπως κάνουμε εμείς τώρα μια συνέντευξη ή μιλάμε. Είναι ένα μυστήριο, ιερό μυστήριο εξομολόγησης. Είναι, ίσως είναι μετά τη Θεία Λειτουργία, είναι πολύ σημαντικό. Και ο πνευματικός μας, εκείνη τη στιγμή, όταν σου λέει κάτι, είναι σα να σου το λέει, έχει τη φώτιση απ’ το Άγιο Πνεύμα, και στο λέει ο Χριστός. Είναι ποτέ δυνατόν να κάνει λάθος ο Χριστός; Όχι. Άρα, αυτό που μου λέει πνευματικός μου είναι το σωστό. Άρα, εγώ κάνω υπακοή σε αυτό που μου λέει ο πνευματικός, άρα σε αυτό που μου λέει ο Χριστός, άρα, δεν πρόκειται ποτέ να κάνω λάθος. Όσο και να μην το θέλω να το κάνω, γιατί μπορεί το εγώ μου να θέλει κάτι άλλο, αλλά θα πρέπει να το κάνω και στην πορεία της ζωής μου, θα μου βγει κάτι καλό. Έχω να σου πω ότι εγώ σαν άνθρωπος, ειδικά στις σχέσεις μου τις προσωπικές, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν έκανα πάντα υπακοή. Έκανα κι αυτό που ήθελα εγώ, ρε παιδί μου. Όσες φορές δεν έκανα υπακοή, το μετάνιωσα. Κι όσες φορές έκανα υπακοή στον πνευματικό μου, μου βγήκαν έτσι τα πράγματα, που λέω «Αυτό έπρεπε να κάνω». Δηλαδή, με προστάτεψε και λέω «Πω, πω, ρε παιδί μου, αν πήγαινα από εκείνο τον δρόμο, θα είχα εκείνα τα πράγματα, ενώ τώρα με προστάτεψε εδώ». Δηλαδή, βλέπω στην πορεία της ζωής μου ότι με προστατεύει από πολλά πράγματα. Θα ξαναπώ πάλι το ίδιο και το ίδιο. Όσοι δεν πιστεύουν, είναι απόλυτα σεβαστό. Πέρασα κι εγώ από αυτό. Αν όμως έχουνε την παραμικρή αμφιβολία, κι έχουν αυτήν την απορία «Αν υπάρχει ο Χριστός», το πιο απλό πράγμα που μπορούν να κάνουν, είναι να πάνε σε μία εκκλησία και να πούνε «Υπάρχεις; Δείξε μου τον δρόμο για να σε πιστέψω», τίποτα άλλο. Και είμαι σίγουρη ότι ο Χριστός θα τους φέρει ανθρώπους, καθένα διαφορετικό βέβαια, και θα τους δείξει τον δρόμο, και θα τους ανοίξει. Αρκεί, βέβαια, να έχουν αυτήν την καλή προαίρεση. Αυτό το θέλω, να το θέλουν. Γιατί αν εγώ δεν θέλω κάτι, Σοφία μου, ό,τι και να μου φέρει ο Χριστός και 100, δεν θα γίνει. Δεν θα θέλω, θα είμαι πάλι στο αρνητικό. Ας αφήσουν, όμως, τον εαυτό τους, τη ζωή τους, την ψυχή τους να τον γνωρίσουν. Να δουν, θα αλλάξει κάτι; Και μετά, Σοφία, να σου πω την αλήθεια, είναι αυτά τα βιώματα ψυχής που ζούμε, που είναι ανεκτίμητης αξίας, που δεν μπορείς τόσο εύκολα να τα μεταφέρεις σε άλλους να τα ζήσουνε, κι ούτε να τα καταλάβουν. Και είναι αυτά που ζεις μόνος σου. Είναι αυτό στην ψυχή σου, ρε παιδί μου. Μ' έλεγε μια φίλη μου «Θέλω να πάω στο Ισραήλ. Τι ένιωσες;». Εγώ το 2011 ήθελα πάρα πολύ να πάω στο Ισραήλ, στα Ιεροσόλυμα, ήθελα να δω εκεί που πάτησε ο Κύριος, ήθελα να το ζήσω όλο αυτό. Και μου λέει, ήθελε μια φίλη μου τώρα να πάει, μου λέει «Πες μου τι έζησες;». Και της λέω, άκου «Αυτό, τα Ιεροσόλυμα, το Ισραήλ είναι ένα ταξίδι ψυχής. Δεν είναι ταξίδι αναψυχής, άρα ό,τι και να σου πω εγώ, είναι λίγο». Πρέπει να πας μόνος σου και πρέπει να πας όταν είσαι έτοιμος, να ξέρεις για ποιο λόγο πας; Θα πας μόνος σου και να το ζήσει η ψυχή σου όλο αυτό. Και να δεις πράγματα, να δεις τον τάφο του Κυρίου, της Παναγίας. Όλα αυτά πώς θα αγγίξουν τη δική σου την ψυχή. Δεν είναι ταξίδι αναψυχής. «Θα πάω, θα περάσω καλά, θα πιω», είναι τελείως διαφορετικό. Είναι ταξίδι ψυχής. Άρα το ταξίδι της ψυχής δεν μπορούμε να το βάλουμε με λόγια. Είναι μόνο συναισθήματα. Νιώθεις μια ηρεμία, μια αγάπη, μια χαρά, μια αισιοδοξία, ένα πράγμα. Καταρχήν, όταν πας εκεί, ξεχνάς να πάρεις τηλέφωνο τους δικούς σου, ένα περίεργο πράγμα που έπαθα εγώ, και το έπαθαν και όλοι, σαν να μην υπήρχε ζωή στην Ελλάδα. Σαν να είχαμε ξεχάσει τους- μας είχε απορροφήσει τόσο πολύ όλο αυτό που είχαμε ξεχάσει. Το βράδυ, παίρναμε ένα τηλέφωνο να πούμε ότι είμαστε καλά. Είχαμε ξεχάσει τα προβλήματά μας, τις έγνοιές μας, τα πάντα όλα. Σαν να ζούσαμε μόνο εκεί. Να ρουφήξουμε την κάθε στιγμή, ρε παιδί μου.Θέλαμε να ρουφήξουμε το κάθε λεπτό, να δούμε, να ζήσουμε. Ένα πράγμα, το οποίο πραγματικά εύχομαι να πάνε όλοι και να το ζήσουνε. Να είναι, ας πούμε, ένα ταξίδι ζωής που να το κάνουν όλοι, είτε στα 50, είτε στα 20, είτε στα 80. Να μπορέσουν όλοι να πάνε να το ζήσουνε. Δεν ξέρω αν θες να με ρωτήσεις κάτι άλλο. Ίσως τα νέα παιδιά αν μας ακούνε, οι πιο μικρές ηλικίες, που είναι και λίγο έτσι πολύ κοσμικοί και τα λοιπά, που μπαίνουν μες το Google και είναι πολύ πιο εύκολο να βρουν πράγματα. Αυτοί ας μπουν μέσα κι ας δουν αυτόν τον Άρη. Ας δουν ανθρώπους, θυμάμαι, ο Νίκος Ανιδιώτης πάλι ο ηθοποιός, ο Οικονομόπουλος, να! Ορίστε, διάβαζα προχθές για τον Οικονομόπουλο τον τραγουδιστή. Ο οποίος Οικονομόπουλος πιστεύει πάρα πολύ κι έκανε μια συνέντευξη ο Οικονομόπουλος, δεν ξέρω όσοι δεν το έχετε δει, προκαλώ αυτά τα νέα παιδιά που είναι πολύ αρνητικά κτλ. να το δούνε. Ο Οικονομόπουλος έκανε μια συνέντευξη μες στην εκκλησία, και δάκρυσε η Παναγία, μπροστά στην κάμερα, μπροστά-μπροστά. Ένα θαύμα έζησε ο Οικονομόπουλος και ήθελε να το μοιραστεί, να το δείξει και σε όλο τον κόσμο. Άνθρωποι οι οποίοι είναι νέοι, άκου λέω τον Οικονομόπουλο, λέω τον Άρη, λέω τον Ανιδιώτη, ηθοποιούς που είναι νέα, μοντέρνα παιδιά. Δεν πάει να πει ότι ο Χριστός θα είμαστε, και είναι αυτό το παλιό που έχουμε με τη φούστα τη μακριά, με τον κότσο, ξέρω γω, κατάλαβες, όλο αυτό το πολύ κλειστό, το πολύ- υπάρχει και νέος κόσμος. Ο Χριστός εμφανίζεται σε όλους μας, δεν κάνει διακρίσεις. Και στους νέους. Δεν βάζει καλούπια. Είναι για όλους μας. Προκαλώ, ας πούμε, τα νέα παιδιά που έχουνε, που είναι λίγο έτσι και δραστικά και τώρα μπαίνουν στο Google και μπαίνουν στο Ίντερνετ, να δουν πράγματα, να δουν αυτό το βίντεο με τον Οικονομόπουλο, αυτούς τους νέους ηθοποιούς, να δουν πράγματα. Προκαλώ τα νέα παιδάκια, και όλους όσους δεν πιστεύουν, όχι μόνο τα νέα παιδιά, να δούνε αυτό για τον Άγιο Παΐσιο. Να δουν αυτό, γίνεται ένα σίριαλ, είχε γυριστεί και έγινε πέρσι στην τηλεόραση, ήταν ο Άγιος Παΐσιος, η ζωή του Αγίου Παϊσίου, δηλαδή, στην τηλεόραση και συνεχίζεται και φέτος ο δεύτερος κύκλος. Στον Άγιο Παΐσιο, στο έργο του Αγίου Παϊσίου με έκανε εντύπωση ένα πράγμα, επειδή εγώ ό,τι υπάρχει με τον Άγιο Παΐσιο κάθομαι, ασχολούμαι, το διαβάζω, το βλέπω, δηλαδή το αγαπώ πάρα πολύ. Μου είχε κάνει εντύπωση ένα πράγμα. Θέλαν να κάνουν τη ζωή του Αγίου Παϊσίου, απ’ όταν ήτανε μικρή, απ’ όταν ήταν βρέφος, μετά ξεκίνησε όταν ήταν στην εφηβεία, και ψάχναν να βρούνε ένα παιδί και το έχει μέσα στο Google αυτό, και προκαλώ όλους να- που δεν με πιστεύουνε να το δούνε, να το πατήσουν και να το δουν στο Google, Ψάχναν να βρουν ένα παιδί που να- κάναν κάποια κάστινγκ, πώς- ποιος θα παίξει τον Άγιο Παΐσιο σε μικρή ηλικία, στην εφηβεία, και πήγαν αυτοί, πήγαν στην Κύπρο συγκεκριμένα, και πήγαν σε μια κατασκήνωση. Προσπάθησε αυτός ο σκηνοθέτης να πάει σε μία κατασκήνωση χριστιανική, ώστε να δει κάποια πράγματα. Στην κατασκήνωση αυτή που πήγανε, τους έκανε εντύπωση ένα παιδάκι. Τα άλλα παίζαν, γελούσαν, τους έκανε εντύπωση ένα παιδάκι που ήταν έτσι μελαχρινό, ένα πανέμορφο παιδάκι, μια απλή αύρα στο πρόσωπό του. Γιατί εγώ πιστεύω ότι αυτό που έχουμε στην ψυχή, βγαίνει και στο πρόσωπο. Και δεν ήταν πάρα πολύ κοσμικό, δεν γελούσε, καθόταν σε μια γωνιά, ήταν πιο συνεσταλμένο. Πάνε εκεί πέρα στην κατασκήνωση, αυτοί κοιτούσαν όλα τα παιδάκια και τους έκανε εντύπωση αυτό, και μιλούσε ο σκηνοθέτης με τον άλλον, τον βοηθό, και λέει «Να, αυτό το παιδάκι μάς κάνει φοβερή εντύπωση». Πάνε στον υπεύθυνο της κατασκήνωσης και λένε «Ξέρετε, ψάχνουμε», τους είχαν πει ότι ψάχνουμε για τον Άγιο Παΐσιο κάποιο παιδάκι να κάνει τον ρόλο του Αγίου Παϊσίου και λέει «Ξέρετε κάτι; Δεν θέλουμε να μας προτείνετε εσείς, θέλουμε να δούμε εμείς τα παιδάκια, και θέλουμε εμείς να διαλέξουμε» και λέει αυτός ο υπεύθυνος «Ναι». Κοιτάνε και λένε «Αυτό το παιδάκι θέλουμε, αυτό το συνεσταλμένο» και λέει ο υπεύθυνος της κατασκήνωσης «Αυτό θα σας έλεγα κι εγώ και κατά σύμπτωση, λέει, το λένε Παΐσιο». Προκαλώ όλοι να μπουν μέσα στο Google να το διαβάσουν. Κι αυτός ο σκηνοθέτης έμεινε άφωνος, με ανοιχτό το στόμα και λέει «Λέτε αλήθεια[01:40:00];». «Ναι, το λέν' Παΐσιο, είναι ταμένο στον Άγιο Παΐσιο». Η ιστορία αυτού του παιδιού αν το δείτε, έχει ένα πρόσωπο φανταστικό. Ο πατέρας αυτού του παιδιού πήγαινε στον Άγιο Παΐσιο, έχει γνωρίσει τον Άγιο Παΐσιο, έταξε το παιδάκι του στον Άγιο Παΐσιο, και αυτός ο Παΐσιος, δηλαδή το παιδάκι, ήταν πιο συνεσταλμένο με την προσευχή του, με τα βιβλιαράκια του, γιατί έτσι είχε μάθει από το σπίτι. Πήγαινε στην κατασκήνωση και τα 'φερε έτσι ο Άγιος που έπαιξε και τον ρόλο του Αγίου, στη μικρή εφηβική εκκλησία, στην εφηβική περίοδο της ζωής του, κι έπαιξε και στο έργο. Άρα, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ακόμα για το έργο του Αγίου Παϊσίου, ακόμα και ποιος θα παίξει, επέλεξε ο Άγιος. Ότι αυτό το παιδί θα παίξει. Δηλαδή, όλα ήταν προσχεδιασμένα, και μου είχε κάνει τόσο πολύ εντύπωση ότι κοίταξε να δεις πήγαν σε μια κατασκήνωση, και βρήκαν παιδί που το λένε και Παΐσιο. Δηλαδή, που λες «Αυτά δεν γίνονται, ρε παιδί μου, είναι... τόσο πολύ;». Κι όμως τόσο πολύ. Αν θέλει ο Θεός κάτι, είναι όλα προγραμματισμένα. Έτσι, γι' αυτούς τους νέους που μπαίνουνε στο Google, θα έλεγα «Μπείτε μέσα. Μην κοιτάτε. Δέστε νέους ανθρώπους, όπως είναι ο Οικονομόπουλος, όπως είναι οι ηθοποιοί αυτοί. Δέστε αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί πιστεύουν αυτοί; Αναρωτηθείτε, τι έχουν αυτοί, και πιστεύουν». Τώρα λέω για τον Οικονομόπουλο. Χιλιάδες κόσμος πάει στον Οικονομόπουλο κι όμως ο Οικονομόπουλος πιστεύει. Θυμάμαι στον Covid που έλεγε ο Οικονομόπουλος, ο τραγουδιστής ο Οικονομόπουλος, ο Νίκος Οικονομόπουλος, τον ρωτούσαν «Θα μεταλαβαίνατε;» και λέει «Ναι, δεν έχω πρόβλημα», λέει «Θα μεταλάβω και μπροστά μου ο πιο- να είναι μπροστά μου ο πιο- με λέπρα να έχει, την πιο χειρότερη αρρώστια να έχει, να μεταλάβει πρώτα αυτός και μετά θα πήγαινα εγώ». «Μα, θα μεταλάβετε επί περίοδο Covid κτλ;» και έλεγε «Ναι». Πόσο πίστη είχε; Προκαλώ αυτά τα παιδιά τα πιο νέα να μπουν στον Οικονομόπουλο, να μπουν στον Άρη, να μπουν σ' αυτούς τους ηθοποιούς που είναι νέοι, να δουν γιατί αλλάξαν, όπως αλλάξαν, και ίσως κι αυτά επηρεαστούν. Και είμαι σίγουρη, Σοφία, όχι εγώ, δεν το λέω με το εγώ, το λέω γιατί ξέρω τον Χριστό. Είμαι σίγουρη ότι όποιος ζητήσει τη βοήθεια του Χριστού, θα την έχει. Είναι απέραντη η αγάπη του. Πώς είναι η θάλασσα απέραντη, η θάλασσα έτσι είναι και η αγάπη του Χριστού απέναντί μας. Θα την έχει. Δεν υπάρχει περίπτωση να ζητήσουμε κάτι και να μην γίνει από τον Χριστό. Αρκεί να το θέλουμε και να το ζητήσουμε έτσι, με απλά λόγια, και να αφήσουμε την ψυχή μας ελεύθερη. Ας τα αφήσουμε, ρε παιδί μου, όλα στον Χριστό. Θα γίνει, δεν χρειάζεται να- και να μη βάζουμε και πολλά καλούπια «Πρέπει να είμαι έτσι, πρέπει να είμαι με τον κότσο, πρέπει να φοράω τα φορέματα» όχι, άστα. Πώς έλεγε ο Χριστόδουλος «Ελάτε, σας πάω. Ελάτε όλοι», έλεγε ο Χριστόδουλος ο Μακαριστός, ο Χριστόδουλος έλεγε «Ελάτε, σας πάω όλους, έτσι όπως είστε». Αυτό που έλεγε, εννοούσε τα παιδιά, τους αγαπούσε όπως είναι με αυτήν- δηλαδή τους αγαπούσε, τους έδινε αγάπη, να ‘ρθουν όπως είναι. Δεν χρειάζεται να σ’ αλλάξω εγώ για να σε αγαπάω. Να βάλεις τη φούστα, να βάλεις τον κότσο, δεν χρειάζεται, σ’ αγαπώ έτσι όπως είσαι. Απλά, όταν επιλέξουμε να είμαστε κοντά στον Χριστό, και διαβάσουμε τις εντολές του, και διαβάσουμε τι είναι αυτό που πιστεύουμε, έχει και κάποια, πώς να στο πω, κάποια πράγματα που πρέπει να κάνουμε και εμείς. Αλλά αυτά να ξέρεις, τα κάνουμε μετά μόνοι μας, γιατί θέλουμε εμείς, όχι γιατί μας το λένε οι άλλοι. Δηλαδή, εγώ θέλω και νηστεύω γιατί αγαπάω τον Χριστό. Όχι γιατί θα μου το πει ο παπάς, να στο πω έτσι απλά, γιατί κάποιος θα πει «Με αυτά που ακούμε την εκκλησία, με τους παππάδες» ούτε εγώ τα πάω καλά με τους ιερείς. Άλλο ο Χριστός, άλλο οι ιερείς. Θα μου πει «Με αυτά που ακούω…». Όχι, εγώ θα κάνω υπακοή σε αυτά που μιλάει ο Χριστός, όχι σε αυτά που μου λέει ο κάθε ιερέας, ο κάθε- τον σέβομαι τον κάθε ιερέα, γιατί όντως αντιπροσωπεύει τον Χριστό, αλλά εγώ θα κάνω υπακοή σ’ αυτά που μου λέει ο Χριστός, θα νηστέψω γιατί μου το λέει ο Κύριος, όχι γιατί μου το λέει ο ιερέας. Θα πάω στην εκκλησία γιατί μου το λέει ο Χριστός, και θα πάω εκεί που αναπαύομαι εγώ. Δεν είναι όλες οι εκκλησίες το ίδιο, δεν είναι όλα τα μοναστήρια το ίδιο, δεν αναπαυόμαστε όλοι παντού. Άλλη ψυχή έχω εγώ, άλλη εσύ. Θα πάμε εκεί που- άλλα θα μας πάει αυτός, δηλαδή αν αφήσουμε τη ζωή μας και την ψυχή μας στον Χριστό, να ξέρεις ότι θα μας πάει αυτός, δηλαδή θα μας πάρει. Ας σκεφτούμε τώρα ότι στην πνευματική ζωή μας ότι είμαστε σαν μικρά παιδάκια που δεν ξέρουμε τίποτα, και μας έχει κάποιος από το χέρι και μας- και όταν είμαστε μικροί δεν μας παίρνει η μαμά από το χέρι και μας περπατάει; Έτσι πρέπει να τα αφήσουμε όλα, να πούμε «Χριστέ μου, δεν ξέρουμε κάτι. Πάρε μας απ’ το χεράκι και πήγαινέ μας» και θα μας πάει. Είμαι 1000% σίγουρη, δεν υπάρχει, δεν αμφιβάλλω γι' αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να ζητήσουμε βοήθεια ή να ζητήσουμε να τον γνωρίσουμε και να μη μας δεχτεί. Να μη μας αγκαλιάσει ο Χριστός; Να μη μας αγαπήσει ο Χριστός; Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Απλά, να έχουμε όμως αυτήν την καλή προαίρεση, και στην πορεία θα τα βρούμε όλα, με τον πνευματικό μας, θα τα βρούμε όλα. Θα βρούμε τον Χριστό, βασικά. Βασικά, θα πρέπει να αγαπήσουμε τον Χριστό, πρέπει να τον βρούμε. Και μετά όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Και Σοφία μου, τα πάντα «Ματαιότης ματαιοτήτων». Όλοι περαστικοί είμαστε. Δεν είμαστε γι΄ αυτόν τον κόσμο, είμαστε για τον άλλο κόσμο. Και πρέπει να κάνουμε εδώ έναν αγώνα, ελεημοσύνη σε οτιδήποτε λέει ο Κύριος, ώστε να πάμε στη μεταθανάτιο ζωή να πάμε κοντά του. Γιατί η ουσία αυτή είναι, κάποια στιγμή είτε θέλουμε είτε όχι, κάποια στιγμή όλοι θα φύγουμε. Δεν έχω να πω κάτι άλλο, δεν- αν θες, μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θες, δεν με πειράζει. Πάρα πολλά βιώματα, πάρα πολλά θαύματα στη ζωή μου, πάρα πολλές καταστάσεις που έλεγα «Χριστέ μου, βοήθησέ με και τώρα κάνε κάτι» και μου το ‘φερνε. Σου ‘πα 2-3 πιο σημαντικά, και με τον αδερφό μου που είχε πρόβλημα υγείας, έγινε καλά, κι εγώ που έχασα τη δουλειά μου, έφερε ο Θεός έτσι κάποιους ανθρώπους που να με βοηθήσουνε πριν, το σχέδιο του Κυρίου ήταν αυτό, να τους γνωρίσω και να με βοηθήσουν. Δηλαδή, πράγματα που γίνονται και λέω «Γιατί γίνονται τώρα, μωρέ, αυτά;» και μετά από λίγο καιρό λέω: «Ευτυχώς έγιναν αυτά, ήξερε ο Κύριος». Πάντα γίνεται για το καλό μας, πάντα όμως. Αρκεί, όμως, και εμείς να κάνουμε μια προσπάθεια, να κάνουμε την προσευχή μας, να λέμε: «Θεέ μου, βοήθησέ μας». Δεν μπορεί να είμαστε απαθείς στον καναπέ, να μην κάνουμε τίποτα και να λέμε γιατί μας έγινε αυτό. Ο Άγιος Παΐσιος λέει «Η μιζέρια φέρνει μιζέρια. Και η αρχοντιά φέρνει αρχοντιά». Εννοεί μιζέρια ψυχής, γκρίνια, μιζέρια στη ζωή μας και αρχοντιά ψυχής, αρχοντιά στη ζωή μας. «Ναι, είμαι έτσι. Ναι, προσπαθώ. Ναι, θα πάω παρακάτω», ναι, ναι. Άρα, εμείς θα επιλέξουμε τι θα κάνουμε. Επιλογή μας είναι, ελεύθερη βούληση έχουμε ή θα πάμε με τη μιζέρια, με την γκρίνια ή θα πάμε με το καλό, με την αρχοντιά, με τον Χριστό, όλα αυτά. Δική μας απόφαση είναι, κανένας δεν μπορεί να μας πιέσει γι' αυτό. Εύχομαι όλοι, έλεγε ο Άγιος Παΐσιος «Όλοι στον παράδεισο ή κανείς στην κόλαση». Δηλαδή, να πάμε όλοι στον παράδεισο. Με αυτό θα κλείσω κι εγώ, και θα πω όσοι αμφιβάλλετε, αφήστε την ψυχή σας στον Κύριο, ζητήστε το με πάρα πολύ απλά λόγια, απλά να μιλάει η ψυχή σας, τίποτα άλλο, μόνο με την ψυχή σας. Μην κοιτάτε τίποτα άλλο, μόνο με την ψυχή σας, πείτε «Θεέ μου, βοήθησέ με και δείξε μου τον δρόμο. Θέλω να σε γνωρίσω», τίποτα άλλο και θα γίνει. Κι εύχομαι όλος ο κόσμος και τα παιδάκια και οι πιο νέοι και όλοι και όλοι να γνωρίσουν τον Άγιο Παΐσιο, να δουν τη ζωή του, το έργο του, την αγάπη που είχε και είμαι σίγουρη ότι όλοι θα αλλάξουν. Όταν ζούσε ο Άγιος Παΐσιος, στο Άγιο Όρος πήγαινε πάρα πολύς κόσμος, το μέρος που ζούσε το κελάκι του λεγόταν Παναγούδα. Πήγαινε πάρα πολύς κόσμος και όλοι φεύγανε αλλαγμένοι. Αν δεις πόσος κόσμος είναι και πόσα θαύματα έχουν πει κι αναρχικοί και, και- δεν πήγαιναν μόνο οι καλοί άνθρωποι που πιστεύαν, πήγαιναν και πιο πολλοί που ήταν άπιστοι, για να γνωρίσουν τον Χριστό, και αυτοί που ήταν άπιστοι ήταν καλύτεροι μετά απ’ τους αυτούς που ξέραν τον Χριστό, κατάλαβες; Έπαιρναν πιο καλή προαίρεση, είχαν πιο καλή προαίρεση και αλλάζανε. Εύχομαι όλοι να γνωρίσουν τον Άγιο Παΐσιο, αυτοί που είναι άνδρες και μπορούν να πάνε στο Άγιο Όρος, να πάνε στην Παναγούδα, να καθίσουν εκεί στα υπέροχα κούτσουρα που είχε ο Άγιος, γιατί είχε τα κούτσουρα και καθόταν και τους έδινε λουκουμάκι, και τους έλυνε όλα τα προβλήματα που είχανε, γιατί έκανε πάρα πολλά θαύματα ο Άγιος με τη θεία χάρη, και όσοι δεν μπορούμε γιατί δεν μπορούμε να πάμε στο Άγιο Όρος, γιατί είμαστε γυναίκες, είτε μικροί είτε μεγάλοι να πάνε στ[01:50:00]η Σουρωτή, στο μοναστήρι της Σουρωτής, να καθίσουνε στον τάφο του Αγίου -ανατριχιάζω- να προσκυνήσουνε με πίστη, να τους λύσει το πρόβλημα και όσοι μπορούν, γιατί φιλοξενούν οι μοναχές, να καθίσουν να φιλοξενηθούνε, να δουν και την άλλη οπτική πώς ζουν, πώς είναι η μοναχική ζωή, γιατί έχει κι εκεί στο μοναστήρι της Σουρωτής, υπάρχει ένα δέντρο μεγάλο, μια ελιά και από κάτω έχει κούτσουρα, όπως είχε ο παπούλης στην Παναγούδα, και όλες οι γυναίκες να πάνε να καθίσουν σε αυτό το κούτσουρο και να πουν τα προβλήματα στο γέροντα, στον Άγιο Παΐσιο και να τα λύσει όλα. Εύχομαι μέσα από την καρδιά μου όλος ο κόσμος, όλος ο κόσμος όμως, και εύχομαι όσο πιο σύντομα, όσο πιο νέος είσαι στην ηλικία και γνωρίσεις τον Χριστό, τόσο καλύτερα θα είναι για σένα, για τη ζωή σου. Εύχομαι όλοι να γνωρίσουν τον Χριστό, όχι την εκκλησία, μην μπερδευόμαστε με τους παπάδες, τον Χριστό. Πόσο πολύ μεγάλη αγάπη έχει ο Χριστός. Να τον βάλουμε στη ζωή μας όλοι. Να αλλάξουμε σαν άνθρωποι προς το καλύτερο και τότε θα δούμε αλλαγές στη ζωή μας, που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν τις πιστεύουμε. Πρώτα θα αλλάξουμε εμείς και μετά η ζωή μας. Και όλοι, μα όλοι, εύχομαι να γνωρίσετε τον Άγιο Παΐσιο και θα κλείσω με αυτό που έλεγε ο Άγιος, όλοι στον παράδεισο ή κανείς στην κόλαση. Αυτά είχα να πω, μπορεί να κούρασα τώρα λίγο.
Καθόλου.
Αν θέλεις να με ρωτήσεις κάτι, μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις ή αν έχεις κάποια απορία. Το ‘πα και θα το ξαναπώ, η κάθε πορεία του ανθρώπου είναι μοναδική, είναι δικιά του, πρέπει να τη ζήσει αυτός. Τα βιώματα είναι δικά του, δεν περιγράφονται τα συναισθήματα ψυχής που ζούμε κοντά στον Χριστό ούτε τα θαύματα. Μπορεί να σου πω ένα μικρό θαύμα και να μου πεις «Ναι, έγινε», αλλά άλλο να σου το πω κι άλλο να το ζήσεις, να το ζήσεις όμως. Και μετά στη ζωή μας θα γίνονται κάθε μέρα μικρο-θαύματα. Και πάλι όλα γίνονται για το καλό μας, όσο άσχημο και να ‘ναι αυτό. Αρχοντιά, παλικαριά, δεν χρειάζεται μιζέρια. Όχι μιζέρια στη ζωή μας. Δεν- ο Θεός δεν είναι μίζερος. Γιατί ειδικά τώρα μετά τον Covid, βλέπω πάρα πολύ κόσμο πολύ προβληματισμένο, πολύ μελαγχολικό, πολύ στεναχωρημένο, πολύ μίζερο, πολύ, πολύ, πολύ, τα βλέπω πολύ δίπλα μου αυτά και δεν είναι έτσι. Πρέπει να είμαστε λίγο- για κάποιο λόγο έγινε κι αυτό, επέτρεψε ο Κύριος για κάποιο λόγο. Πάμε παρακάτω, όμως, συνεχίζουμε. Δεν σταματάμε εκεί. Και εύχομαι όλοι να γνωρίσετε τον Χριστό στην ψυχή σας όμως, όχι επιφανειακά ούτε στα λόγια, στην ψυχή σας, και εγώ επίσης να συνεχίσω. Τον γνωρίζω και εγώ, γιατί κάθε μέρα τον γνωρίζω.
Πολύ ωραία. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Ελένη Θεοδούση μεγάλωσε στους Νερόμυλους Αγιάς κοντά στη θρησκεία και το Θεό. Δίχως πατέρα, και αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες στη ζωή της, έφτασε στο σημείο να αναρωτηθεί αν πραγματικά «Υπάρχει Θεός;». Η αναζήτηση, λοιπόν, ξεκινάει από το Μοναστήρι της Σουρωτής και ως συνοδοιπόροι την ακολουθούμε σε αυτό το πνευματικό της ταξίδι. Από τον τάφο του Αγίου Παϊσίου μέχρι και τα Ιεροσόλυμα, αποτυπώνει βιώματα, εμπειρίες, και ανακαλύπτει την απάντηση που έψαχνε.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Θεοδούση
Ερευνητές/τριες
Σοφία Σουφλιά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/08/2023
Διάρκεια
113'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Ελένη Θεοδούση μεγάλωσε στους Νερόμυλους Αγιάς κοντά στη θρησκεία και το Θεό. Δίχως πατέρα, και αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες στη ζωή της, έφτασε στο σημείο να αναρωτηθεί αν πραγματικά «Υπάρχει Θεός;». Η αναζήτηση, λοιπόν, ξεκινάει από το Μοναστήρι της Σουρωτής και ως συνοδοιπόροι την ακολουθούμε σε αυτό το πνευματικό της ταξίδι. Από τον τάφο του Αγίου Παϊσίου μέχρι και τα Ιεροσόλυμα, αποτυπώνει βιώματα, εμπειρίες, και ανακαλύπτει την απάντηση που έψαχνε.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Θεοδούση
Ερευνητές/τριες
Σοφία Σουφλιά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/08/2023
Διάρκεια
113'