Ζώντας ανάμεσα σε Ικαριώτες για ένα χρόνο
Ενότητα 1
Οι πρώτες μέρες στο Καρκινάγρι – Το ιατρείο, η βοήθεια των ντόπιων και το πρώτο επείγον περιστατικό
00:00:00 - 00:13:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα, θα μου πεις το όνομά σου; Καλημέρα. Ναι, ονομάζομαι Ιωάννης Καρακατσιανόπουλος. Εντάξει, Γιάννης. Εγώ είμαι η Νικολοπούλου Γ…πάντα εκτροπή– «Κι άμα χτυπήσει και γίνει κάτι; Τι θα γίνει; Και ποιος θα μας καλύψει; Και αν μας πάρουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος;».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Γνωρίζοντας τη φιλοξενία των Ικαριωτών – Ο χειμώνας σε ένα απομονωμένο χωριό
00:13:52 - 00:29:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, κάπως έτσι, σιγά σιγά, είχα συνηθίσει το να είμαι συνέχεια στο τηλέφωνο. Άρχισα, δειλά δειλά, να βγαίνω και από το χωριό τα βράδια, …λια εγώ πάλι εφημέρευα. Δηλαδή, έχω κάνει εφημερίες, νομίζω, όλες τις γιορτές, εκτός από το Πάσχα. Οπότε κάπως εκεί, εκείνες τις περιόδους…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η παρέα με τους μόνιμους κατοίκους – Πάσχα στο Καρκινάγρι
00:29:44 - 00:38:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γενικώς, εγώ είμαι από τους πολύ τυχερούς και αυτό το έβλεπα από τη φίλη μου, που ήταν γιατρός στον Μαγγανίτη. Αυτή ήταν μόνη, δεν μπορούσε …ε χαθεί αυτό το ιδιαίτερο του χειμώνα. Δηλαδή, νομίζω, η εμπειρία του χωριού ήτανε όλη… την έδωσε όλη τον χειμώνα και σε αυτές τις στιγμές.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Απολογισμός της εμπειρίας – Η ενσωμάτωση στην τοπική κοινωνία
00:38:54 - 00:47:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Νομίζω, ας πούμε, έτσι, τώρα στο τελείωμα… Καταρχάς, είμαι πολύ σίγουρος πια ότι αν επέλεγα ξανά και μου ’λεγαν: «Πού θα έκανες τελικά αγροτ…ουν όλοι, είχε την πλάκα του. Και νομίζω ότι θα προσπαθήσω να έρχομαι όσο το δυνατόν πιο συχνά και να κρατήσω την επαφή με τους ανθρώπους.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γιατροί και οι κάτοικοι στο νησί
00:47:49 - 00:57:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου είπες πριν ότι ήσουνα και στο νοσοκομείο του Αγίου Κηρύκου και ότι είχε διαφορά από τα μεγάλα νοσοκομεία που ήσουν εσύ. Θες να μου πεις …ς Υγείας στην Ελλάδα. Απλά, στις άγονες περιοχές, φαίνεται πάρα μα πάρα πολύ και καταλήγει να είναι και πολύ επικίνδυνο για τους κατοίκους.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Οι Καρκιναγριώτες και τα ικαριώτικα πανηγύρια
00:57:09 - 01:04:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, άλλη μία ερώτηση έχω. Το ανέφερες λίγο πριν, αλλά μου είπες ότι είναι διαφορετικός ο κόσμος στο Καρκινάγρι και σε άλλα χωριά. Ναι,… Και αυτό το πράγμα, σίγουρα, είναι πολύ ιδιαίτερο. Αλλά, εντάξει, ας προτιμάμε τα πανηγύρια στα βουνά. Εντάξει, ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Οι πρώτες μέρες στο Καρκινάγρι – Το ιατρείο, η βοήθεια των ντόπιων και το πρώτο επείγον περιστατικό
00:00:00 - 00:13:52
[00:00:00]Καλημέρα, θα μου πεις το όνομά σου;
Καλημέρα. Ναι, ονομάζομαι Ιωάννης Καρακατσιανόπουλος. Εντάξει, Γιάννης.
Εγώ είμαι η Νικολοπούλου Γεωργία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, βρισκόμαστε στο Καρκινάγρι Ικαρίας, σήμερα έχουμε 20 Αυγούστου του 2023 και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Αρχικά, θα μου πεις κάποια πράγματα για τον εαυτό σου;
Ναι. Γεια σου, Γεωργία. Λοιπόν, γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Δράμα [ΔΙΑΚΟΠΗ] στρατό και εδώ και ένα χρόνο ζω και δουλεύω στην Ικαρία, και συγκεκριμένα, στο Καρκινάγρι.
Πότε ήρθες πρώτη φορά στην Ικαρία;
Λοιπόν, Ικαρία είχα έρθει, αρχικά, για διακοπές το 2016. Είχα έρθει με φίλους, δεν είχαμε έρθει στο Καρκινάγρι –δεν ήξερα καν ότι υπάρχει. Και μετά, κάπως είχα πάρει την απόφαση, όταν βγήκαν οι επιλογές για τα αγροτικά, να δηλώσω το Καρκινάγρι πρώτο. Έτσι, ήταν μία περίεργη απόφαση, αλλά νομίζω ότι ήθελα να είμαι σε ένα μικρό μέρος, ήθελα να είμαι στο νησί της Ικαρίας και, κάπως, από τα σημαντικά κριτήρια, ήτανε και το ότι αυτή η θέση έδινε και σπίτι. Έτσι λοιπόν, πέρυσι, αν δεν κάνω λάθος στις 26 Ιουλίου, ήρθα στην Ικαρία, για δουλειά πια. Πριν από αυτό, είχαν προηγηθεί, δυστυχώς, διάφορα πράγματα, ήταν μία πολύ περίεργη περίοδος της ζωής μου. Είχα τελειώσει τον στρατό, είχαν βγει τα αποτελέσματα για τα αγροτικά, οκέι, ήμουν πολύ χαρούμενος που θα ερχόμουνα στην Ικαρία, αλλά κάποια πράγματα υγείας της οικογένειας, όπως επίσης και κάποιες δυσκολίες με τα αυτοκίνητα και τα λοιπά, με έκαναν να έρθω στην Ικαρία χωρίς όχημα, χωρίς τίποτα, μόνο με μία βαλίτσα. Εντάξει, στην πραγματικότητα, ήμουν πολύ τυχερός, γιατί ήμασταν δύο. Ήρθα με την κοπέλα μου στην αρχή και βγήκαμε στο λιμάνι του Ευδήλου. Από κει, θα έπρεπε να πάμε στον Άγιο Κήρυκο, γιατί ένα μήνα θα έπρεπε να ήμουνα στο νοσοκομείο, να κάνω εκπαίδευση. Αυτό, ήδη αντιμετωπίσαμε την πρώτη δυσκολία, γιατί δεν μπορούσαμε να βρούμε ταξί να μας πάει. Με τα πολλά, κάπως καταφέραμε και βρήκαμε έναν, ο οποίος μας εξυπηρέτησε και φτάσαμε στον Άγιο Κήρυκο. Εκεί πέρα, ξαφνικά, εντάξει, ήτανε βράδυ, ήταν ένα σπίτι –δεν έβρισκα με τίποτα σπίτι στον Άγιο Κήρυκο, που είναι η πρωτεύουσα εδώ, της Ικαρίας. Δεν έδινε κανείς, ήταν πάρα πολύ ακριβά και η κοπέλα μου είχε μία φίλη από το Καρπενήσι, η οποία ήταν από την Ικαρία και κάπως έτσι, βρήκαμε ένα σπίτι, ένα δώμα, το οποίο ήταν δέκα τετραγωνικά. Αυτό, οκέι, θεώρησα και θεωρήσαμε ότι θα είχε κάποια πλάκα για ένα μήνα, αλλά ήταν πάρα πολύ ζόρικα στον Άγιο Κήρυκο. Ουσιαστικά, ήμασταν στον Άγιο Κήρυκο χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς κανένα μέσο μεταφοράς, σε ένα πολύ μικρό σπίτι, πάρα πολύ ζεστό. Και κάπως έτσι, πέρασε ένας μήνας, ο Αύγουστος ο περσινός, στον οποίο εγώ έκανα την εκπαίδευσή μου, μέναμε μαζί με την κοπέλα μου, η οποία μπορούσε και δούλευε εξ αποστάσεως. Ήταν αρκετά ζόρικα εκεί πέρα. Και μετά, ήρθαμε, τέλος Αυγούστου, στο χωριό, στο Καρκινάγρι. Δεν το είχα δει πιο πριν. Βασικά, είχα έρθει μόνο σε ένα πανηγύρι που ’κανε εδώ πέρα, το χωριό. Είχαμε έρθει με κάτι άλλους φίλους γιατρούς, μέσα στον Αύγουστο, από τον Άγιο Κήρυκο, δηλαδή, ξεκινήσαμε και ήρθαμε. Οκέι, ήταν, έτσι, περάσαμε πολύ ωραία, είχε αρκετή πλάκα. Καταλάβαμε πόσο μακριά από τον κόσμο είναι και πόσο μικρό είναι και σε τι παρανοϊκή τοποθεσία θα είμαι ένα χρόνο. Αλλά, ουσιαστικά, το πρώτο σοκ ήρθε όταν ήρθαμε εδώ πέρα για πρώτη φορά. Χαρακτηριστικά, θυμάμαι ότι είχαμε πάει στο σουπερμάρκετ και αγοράσαμε πράγματα, έτσι, καθημερινά, δηλαδή φαγώσιμα… Ήμασταν τόσο σίγουροι ότι το σπίτι, οκέι, ότι θα πάμε εκεί πέρα και… Την ίδια μέρα, είχε και ένα πανηγύρι και θα πηγαίναμε το βράδυ. Και κατευθυνόμενοι στο χωριό, αφού περάσαμε πρώτα αυτό το δύο-δυόμισι ώρες δρόμο, φτάσαμε στο χωριό και αντικρίσαμε ένα σπίτι το οποίο ήτανε χάλια! Και αυτή, νομίζω, ήταν μία τεράστια, τεράστια δυσκολία, ώστε να προσαρμοστούμε. Ουσιαστικά, αυτό δείχνει κάπως και τα καλά και τα κακά μιας τέτοιας κατάστασης, δηλαδή των αγροτικών σε αυτά τα μέρη. Δηλαδή, κοίταξε, το σπίτι ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, γιατί ο προηγούμενος το είχε αφήσει σε αυτή την κατάσταση. Αλλά το πολύ ωραίο που αντιμετωπίσαμε απευθείας, που αντικρίσαμε, ας πούμε, που ήρθαμε σε επαφή, ήτανε ο κόσμος του χωριού, το οποίο ήταν, έτσι, κάτι πολύ ιδιαίτερο. Γρήγορα, έτσι, οι άρχοντες και όχι μόνο, ο οποιοσδήποτε, οι γείτονες, απλά κόσμος ο οποίος έμαθε ότι είχα έρθει, έτρεξε εδώ πέρα για να βοηθήσει. Και κάπως έτσι, περάσαμε μία διαδικασία δύο εβδομάδων, ώστε να στήσουμε το σπίτι. Σε αυτή τη διαδικασία, ήρθαμε και σε μεγάλη τριβή με τον κόσμο του χωριού και αυτό ήταν κάτι πολύ όμορφο. Δηλαδή, μας δόθηκε σπίτι σε ένα ξενοδοχείο, εννοείται δωρεάν, και δύο εβδομάδες μέναμε εκεί πέρα. Τα προβλήματα που είχε το σπίτι, σχεδόν όλα, τα φτιάξαμε. Φτιάξαμε καινούρια κουζίνα –δηλαδή έγιναν και δουλειές οι οποίες ήταν αρκετά ακριβές–, αγοράστηκε καινούριο κρεβάτι. Η ανταπόκριση, δηλαδή, από το χωριό και ο τρόπος με τον οποίο έτρεξε να μας βοηθήσει, ήταν κάτι πολύ ωραίο. Από την άλλη, δηλαδή, έτσι, κάπως προσωπικά, ήρθα αντιμέτωπος με μια τελείως καινούρια κατάσταση. Γιατί ως τώρα, οκέι, σπούδασα, στον στρατό, οκέι, ήμουν γιατρός, αλλά τελείως διαφορετικό και μετά, από τα μεγάλα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, που ήμασταν στο έκτο έτος, κάπως, ένα μήνα ήμουνα σε ένα μικρό νοσοκομείο και λίγο παρανοϊκό για μένα, αλλά ακόμα ήταν ένα νοσοκομειακό περιβάλλον. Και ξαφνικά, την πρώτη μέρα που άνοιξα το ιατρείο, έπρεπε να δουλέψω σε ένα μέρος στο οποίο, ουσιαστικά, τι είχα; Έναν υπολογιστή παλιό, μία αργή σύνδεση στο ίντερνετ, πέντε φάρμακα και έναν καρδιογράφο, ας πούμε. Και εδώ, ξεκίνησε σιγά σιγά, έτσι, κάπως προσγειώθηκα πολύ απότομα στην πραγματικότητα, γιατί κατάλαβα ότι δεν θα δουλεύω πλέον με κάποια νοσηλεύτρια, κάποιο νοσηλευτή, θα είμαι μόνος, είμαστε πάρα πολύ μακριά από παντού. Οπότε, αυτό ήταν ένα τεράστιο άγχος, το οποίο κάθε μέρα και μεγάλωνε. Τα πρώτα πράγματα που προσπάθησα να κάνω, είναι να στήσω το ιατρείο με τέτοιο τρόπο ώστε, πρώτα και κύρια, να βολεύει εμένα. Αυτό, τώρα, ήταν κάτι πολύ καινούριο. Δηλαδή, έπρεπε να βρίσκω πράγματα, τα οποία δεν ξέρω πού είναι, δεν ξέρω από πού τα χορηγούμαι, δεν ξέρω από πού, δηλαδή, μπορώ να τα προμηθευτώ. Το μόνο που ήξερα είναι ότι, οκέι, στο νοσοκομείο είναι εκεί, σε αυτά τα ντουλάπια, σε αυτά τα συρτάρια. Εδώ πέρα, ξαφνικά, δεν τα είχα. Θυμάμαι, έτσι, μία αστεία ιστορία είναι ότι την πρώτη φορά που πήγα να αποστειρώσω γάζες και τα χειρουργικά εργαλεία, γιατί είπα: «Μην έρθει κάποιος και χρειάζεται ράμματα, να του τα κάνω εδώ, να μην τρέχει ο άνθρωπος στον Εύδηλο, ο οποίος είναι μία ώρα από δω πέρα». Έβαλα τον κλίβανο και τα έκαψα όλα. Εντάξει, τα εργαλεία δεν καίγονται, αλλά οι γάζες είχαν καεί τελείως, είχαν μαυρίσει και τις πέταξα. Αυτό ήταν, έτσι, αρκετά αστείο, αλλά έδειχνε και την πραγματικότητα, ότι δεν είχα κάποια ιδέα από αυτά τα πράγματα. Οκέι, θεωρητικά αυτά που ξέρουμε, όσα ξέρουμε –είμαι μικρός, είμαι είκοσι έξι χρονών. Ουσιαστικά, είναι η πρώτη φορά που δουλεύω και παίρνω μόνος μου τόσες ευθύνες. Αλλά πιο πολύ με ζόρισαν κάποια άλλα, πιο πρακτικά ζητήματα. Είχε πάρα πολλά ληγμένα φάρμακα, δεν είχα πιεσόμετρο, δηλαδή κάποια πράγματα ήταν, έτσι, τραγικά. Οπότε, είχε πάρα πολλή δουλειά και το να στηθεί το ιατρείο και, επίσης, το σπίτι, έτσι; Μην ξεχνάμε, κάπου έπρεπε να μείνουμε, να έχουμε τον δικό μας χώρο, γιατί και τώρα με το ξενοδοχείο, δεν γινόταν. Χαρακτηριστικά, θυμάμαι συνέχεια που συζητούσαμε ότι πρέπει να φάμε ένα μαγειρευτό και πρέπει να μαγειρέψουμε, γιατί δεν γίνεται να τρώμε κάθε μέρα ταβέρνα. Εντάξει, από κει και πέρα, όταν εγκατασταθήκαμε στο σπίτι, κάπως άρχισε να κυλάει καλύτερα και το ιατρείο. Μετά, από την πρώτη μέρα που ήρθα, είχα πάρα πολύ κόσμο. Αυτό που γίνεται σε αυτά τα μέρη, είναι ότι κάπως ο κόσμος νιώθει ότι είναι τελείως μόνος και ότι ο γιατρός που θα έρθει, τον έχουν, έτσι, πολύ ψηλά. Οπότε, αυτό που έγινε τις πρώτες μέρες –ήδη, βασικά, από την πρώτη μέρα– είναι να αρχίσει να περνάει ένας ένας, όλοι κάτι να δείξουν, κάπου να πονάνε, κάποιο πρόβλημα να έχουν. Πριν από μένα, είχε δύο μήνες [00:10:00]άδεια, νομίζω –δύο μήνες, τέλος πάντων, ήταν άδειο το ιατρείο. Οπότε, με το που ήρθα εγώ, πέρασε όλο το χωριό, το οποίο ήταν ήδη πάρα πολύ. Και στην αρχή, δεν μπορούσα να το οριοθετήσω. Δεν προλάβαινα, προφανώς, να τους δω στο ωράριό μου, ερχόντουσαν πολύ πρωί, ερχόντουσαν τα απογεύματα, ήθελαν να γράφω φάρμακα το σαββατοκύριακο. Και κάπως έτσι, προσπάθησα σιγά σιγά να κερδίσω τον χώρο μου στο χωριό. Σίγουρα, στην αρχή, βοήθησε που ήμουνα εδώ πέρα με την κοπέλα μου και κάπως, τουλάχιστον –γιατί είχα ακούσει από παλιούς γιατρούς ότι τους χτυπούσαν και στο σπίτι και ήταν τελείως διαφορετικά. Οπότε, εμείς τουλάχιστον, κάπως κερδίσαμε αυτό το πράγμα, ότι το σπίτι ήταν κάπως λίγο πιο απομονωμένο από το ιατρείο. Παρότι… να πω σε αυτό το σημείο ότι το σπίτι είναι μία μεσοτοιχία με το ιατρείο και, ουσιαστικά, ανοίγεις μία πόρτα –κανονικά, σαν ελληνική ταινία, ας πούμε. Κάπως έτσι, ήρθα αντιμέτωπος με τα προβλήματα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στις άγονες περιοχές. Εδώ πέρα είμαστε πάρα πολύ μακριά από το νοσοκομείο. Οκέι, τηλεφωνικά σε καλύπτουν οι γιατροί, γιατί ξέρουν ότι είσαι πολύ καινούριος γιατρός και ότι δεν τα ξέρουμε και όλα. Αυτό το πράγμα είναι και παράδοξο, δεν μπορεί κανείς να τα ξέρει όλα. Είμαστε αγροτικοί γιατροί, προσπαθούμε να κάνουμε τα καλύτερά μας, αλλά, εντάξει. Οπότε, στο πρώτο επείγον περιστατικό μου, ήταν ένας κύριος –αν θυμάμαι καλά– ο οποίος ήταν καρκινοπαθής κιόλας και εγώ δεν έχω και καθόλου εμπειρία με αυτά τα περιστατικά, δεν είναι και στο πεδίο που με ενδιαφέρει. Είχε έρθει, έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο και παίρνω τηλέφωνο να κανονίσω τη διακομιδή –αυτό Σεπτέμβριο ακόμα, τέλος Σεπτεμβρίου– παίρνω τηλέφωνο να κανονίσω τη διακομιδή με το ΕΚΑΒ και το ασθενοφόρο μου λέει ότι θα έρθει σε τέσσερις ώρες. Οπότε, τώρα, είμαι εγώ με ένα περιστατικό, το οποίο δεν είναι και τόσο σταθερό, τέσσερις ώρες. Και εκεί ξεκινάνε, έτσι, και τα παράδοξα. Δηλαδή, οκέι, έκανα ό,τι μπορούσα, προσπάθησα να σταθεροποιήσω τον ασθενή, τον έκανα μια νοσηλεία, μία βραχεία νοσηλεία και μετά αρχίζεις και σκέφτεσαι και λες: «Τώρα, έχω έναν ασθενή στο ιατρείο μου». Μετά λες: «Στο ιατρείο μου. Δηλαδή, μέσα στο σπίτι μου». Ουσιαστικά, θυμάμαι ότι πήγαινα μέσα, έτρωγα και έπινα νερό και μετά έβγαινα έξω και είχα ασθενή, συγγενείς. Το οποίο, αυτό, πρώτη φορά που συνέβη, ήτανε τρομερό. Ήταν, έτσι, πάρα πολύ περίεργο. Ουσιαστικά, μπαινόβγαινε μέσα στο σπίτι σου κόσμος, οι συγγενείς του κυρίου, ο κύριος ήταν ξαπλωμένος εκεί πέρα και εγώ θα έπρεπε να τον παρακολουθώ τέσσερις ώρες και να τον υποστηρίζω. Αυτά τώρα είναι τα προβλήματα, τα προβλήματα της ζωής στο νησί, τα οποία, οκέι, πρώτα και κύρια, επηρεάζουν τους μόνιμους κατοίκους και όχι εμένα. Αλλά σίγουρα, επηρεάζουν και τη δουλειά μου, γιατί γίνεται δυσκολότερη και αρκετά πιο επικίνδυνη, ας πούμε. Πρέπει να είσαι συνέχεια σε μία εγρήγορση, πρέπει συνέχεια να προσπαθείς. Ουσιαστικά, ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουν αυτά τα ιατρεία είναι ότι κάνεις το πρωινό σου το ωράριο κανονικά και μετά, πρέπει όλη τη μέρα να είσαι στο τηλέφωνο, διαθέσιμος, και άμα γίνει κάτι επείγον, σοβαρό, να παρέμβεις. Αυτό δημιουργεί, τώρα, τρομερούς περιορισμούς. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι συζητούσαμε με τη συνάδελφο από τον Μαγγανίτη ότι: «Πώς θα το κάνουμε αυτό;» και «Πώς ένα χρόνο θα είμαστε μόνο στο χωριό μας;» Στην αρχή, φοβόμασταν πολύ να βγούμε, να πάμε θάλασσα, γιατί λέγαμε ότι: «Κι άμα χτυπήσει το τηλέφωνο; Και άμα…» –ουσιαστικά, το σταθερό το έχω πάντα εκτροπή– «Κι άμα χτυπήσει και γίνει κάτι; Τι θα γίνει; Και ποιος θα μας καλύψει; Και αν μας πάρουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος;».
Ενότητα 2
Γνωρίζοντας τη φιλοξενία των Ικαριωτών – Ο χειμώνας σε ένα απομονωμένο χωριό
00:13:52 - 00:29:44
Λοιπόν, κάπως έτσι, σιγά σιγά, είχα συνηθίσει το να είμαι συνέχεια στο τηλέφωνο. Άρχισα, δειλά δειλά, να βγαίνω και από το χωριό τα βράδια, με το άγχος ότι άμα γίνει τίποτα, να τρέξω πίσω γρήγορα. Ναι, τώρα, σε αυτή την περίοδο, όταν είχα έρθει στο χωριό, είχαμε αυτοκίνητο. Άρχισε σιγά σιγά να ρολάρει και το ιατρείο. Και ένα πρόβλημα που υπήρχε από την αρχή που ήρθα στο Καρκινάγρι, ήταν οι εφημερίες. Οι εφημερίες, ουσιαστικά, εδώ πέρα, γίνονται στον Εύδηλο. Κι έτσι, είχα μία ώρα δρόμο για να πηγαίνω στη δουλειά, στην εφημερία μου, και μία ώρα να γυρνάω. Αυτό, δεν ήταν ότι ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα για μένα, όσο για τους κατοίκους, οι οποίοι ήθελαν να είσαι εδώ πέρα συνέχεια διαθέσιμος, να μη φεύγεις από το χωριό, τσακώνονται, μαλώνουν και υπάρχει όλη αυτή η φάση, που πρέπει να είσαι στη μέση. Είτε, δηλαδή, είτε στηρίζεις την υπεύθυνή σου και το λάθος του να τραβάνε τον γιατρό στον Εύδηλο είτε είσαι με το χωριό και «Να μη φεύγεις» και «Εμείς θα σε προπηλακίσουμε» και «Θα μαλώσουμε» και θα κάνουμε και θα ράνουμε. Αυτό ήταν μία κατάσταση στην οποία προσπάθησα να μην εμπλακώ, με μία μεσοβέζικη στάση, γιατί επηρέαζε άμεσα την καθημερινότητά μου, το αν θα είμαι μαλωμένος με τους κατοίκους ή όχι. Και είσαι σε ένα νέο περιβάλλον και δεν ξέρεις ο καθένας πώς θα πάρει κάποια πράγματα τα οποία θα πεις. Αλλά εντάξει, σιγά σιγά, είχαν συνηθίσει και αυτό με τις εφημερίες. Αλλά τα προβλήματα δεν σταμάτησαν, έτσι; Η Ικαρία δεν ήθελε να είναι καλή μαζί μας. Τον Σεπτέμβριο, στο τέλος του Σεπτεμβρίου, το αυτοκίνητο που είχα κατεβάσει από τη Δράμα –του αδερφού μου συγκεκριμένα– και τη μέρα που θα έφευγε από το νησί η κοπέλα μου, κάηκε το αυτοκίνητο. Όχι τελείως. Έτσι, έπαθε μία μεγάλη βλάβη, εν πάση περιπτώσει. Οπότε, ήμουν πάλι χωρίς όχημα και, χαρακτηριστικά, θυμάμαι ότι είχα κάνει μία εφημερία εκείνες τις μέρες και είχα γυρίσει με οτοστόπ. Και είχα περπατήσει –βασικά, έτσι, προσπάθησα να γυρίσω με οτοστόπ, έφτασα μέχρι ένα σημείο, μέχρι τον Νάνουρα, και είχα περπατήσει από τον Νάνουρα μέχρι το Αμάλου. Δηλαδή, που ήταν, έτσι, και πολύ παρανοϊκό. Περπατούσα μία-μιάμιση ώρα; Και μετά από το Αμάλου, με είχε βρει ένας από το χωριό και λέει: «Καλά τι κάνεις; Πού πας;» Και λέω: «Δεν έχω όχημα», λέω, «γυρνάω από τον Εύδηλο». Και μου λέει: «Γυρνάς από τον Εύδηλο χωρίς αμάξι;» Και λέω: «Ε, έτυχε». Οπότε, εκεί πέρα ήταν πάλι… έτσι, σιγά σιγά, άρχισαν οι ωραίες ιστορίες και άρχισε να φαίνεται η καλοσύνη των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, εδώ στο ιατρείο, μαζί μ’ εμένα, δουλεύει και μία γραμματέας, η οποία εκείνη –δεν είχα πει σε κανέναν για το αυτοκίνητο. Οκέι, το κατάλαβαν, με ρωτούσαν κάποια άτομα. Και όταν έφυγε η κοπέλα μου από το νησί, άρχισε σιγά σιγά να με καλούν όλοι στα σπίτια τους για φαγητό. Ήδη, από την αρχή, ακουγόταν ότι: «Θα σε ταΐσουν, θα σε κάνουν, θα σε ράνουν». Τον Σεπτέμβριο δεν το είχαμε ζήσει καθόλου –απ’ ό,τι μάθαμε, γιατί ο προηγούμενος γιατρός δεν πήγαινε, όποτε είχαν θυμώσει. Και τώρα, ξεκίνησαν δειλά δειλά, όταν έφυγε η κοπέλα μου, να με καλούν στα σπίτια. Έτσι, το πρώτο σπίτι, νομίζω, ήτανε στο σπίτι εδώ, της κοπέλας που δουλεύουμε μαζί, της γραμματέα. Όταν ο πατέρας της έμαθε ότι δεν έχω αυτοκίνητο, μου έδωσαν το αυτοκίνητό τους, οπότε, νομίζω, πήγα δύο φορές εφημερία με το αυτοκίνητό τους. Και αυτό ήταν, έτσι, πολύ τρελό. Δηλαδή, τώρα, να δώσεις αυτοκίνητο σε κάποιον ξένο. Οκέι, εντάξει, καταλαβαίνω ότι όλα αυτά ακούγονται λίγο ότι ίσως είχα και μια θέση ισχύος ή με είχαν κάπως ανάγκη, αλλά, έτσι, δεν το ’χω συνηθίσει αυτό και ούτε είναι κάτι που μου αρέσει και επιζητώ, οπότε μου φαινόταν πολύ περίεργο. Έλεγα ότι: «Μα ακόμα δεν με γνώρισε, δεν ξέρει πώς οδηγάω, μήπως κάνω κάτι το αυτοκίνητο». Και έτσι, μου είχε δώσει το αυτοκίνητο και ήταν μία πολύ όμορφη κίνηση. Μετά, εντάξει, αγόρασα μηχανή, οπότε το λύσαμε το πρόβλημα της μετακίνησης. Οπότε, τον Οκτώβριο, ήμουνα μόνος εδώ πέρα και τα πράγματα, έτσι, είχαν αρχίσει και γινόντουσαν διαφορετικά. Αρχικά, θυμάμαι, όταν άρχιζε να νυχτώνει, ξαφνικά, δεν είχε φώτα στο χωριό. Να πω σε αυτό το σημείο λίγο τα ωράρια των καταστημάτων, γιατί εγώ ξυπνούσα εδώ και οχτώ η ώρα ήμουνα στο ιατρείο και νόμιζα ότι κάτι θα γίνεται, αλλά τα μίνι μάρκετ, σουπερμάρκετ –τέλος πάντων, όπως θέλετε πείτε τα– ανοίγουν εννιάμισι-δέκα. Κλείνουνε τέσσερις και μετά, το απόγευμα, ανοίγουν εφτά η ώρα. Οπότε, θυμάμαι να βγαίνω εξίμισι η ώρα, να ψιλοβραδιάζει και να είναι κλειστά τα πάντα. Να μην κυκλοφορεί ψυχή, να μην έχει κανένα φως στον δρόμο, το οποίο ήταν, έτσι, τώρα, τρομερό. Δεν θυμάμαι κιόλας τι ήθελα να πάρω, αλλά, έτσι, γύρισα πίσω και περίμενα να πάει εφτά-εφτάμισι για να ανοίξουν τα μαγαζιά να πάρω κάτι. Άρχισε, έτσι, να αλλάζει τελείως το χωριό. Εγώ δεν το πρόλαβα κιόλας στα καλά του. Μου ’λεγαν κιόλας ότι γεμίζει –εντάξει, το βλέπω κιόλας φέτος, ότι τώρα είμαστε φουλ κόσμο. Αλλά τον Οκτώβριο, πραγματικά, ήταν το κάτι άλλο. Ξαφνικά, ήμασταν ούτε εκατό. Κατεβαίναμε… κατέβαινα κάτω στο μαγαζί και δεν ήταν κανείς. Εκεί που είχε κάθε βράδυ πράγματα, κάθε Τετάρτη λουκουμάδες. Έτσι, έχει και πολλά event το χωριό, είναι, έτσι, πολύ κοσμοπολίτικο. Οπότε, άρχισαν αυτά τα… Να υπάρχουν πάλι, έτσι, υπήρχαν τα ραντεβού, αλλά δεν υπήρχε καθόλου κόσμος. Και ξαφνικά, συνειδητοποιώ ότι ο πιο μικρός του χωριού, ας [00:20:00]πούμε, κάπως είμαι εγώ και μετά από μένα είναι μία κοπέλα, που είναι ένα κοριτσάκι που είναι Δ’ Δημοτικού, η οποία είναι και πιο κοντά απ’ όλους στο χωριό στην ηλικία μου. Δηλαδή, αυτή θα ήταν μάλλον η παρέα που θα έπρεπε να κάνω. Εντάξει, ευτυχώς, το μόνο που δεν σου λείπει σε αυτό το χωριό είναι η παρέα. Έχει και ένα σχολείο. Εκεί πέρα έχει δύο δασκάλες και μία νηπιαγωγό. Κάπως κάναμε παρέα με τη μία δασκάλα και τη μία νηπιαγωγό, έτσι, συναντιόμασταν πού και πού. Όχι τακτικά, δηλαδή δεν ήταν ακριβώς παρέα παρέα. Πιο πολύ ήταν ότι θα είμαι κάπου εγώ και θα είναι κάπου κι αυτές, αλλά μέχρι εκεί. Οπότε, άρχισα εγώ να πηγαίνω –αυτό που είπαμε για τα σπίτια, τα καλέσματα. Έτρωγα, νομίζω, ένα μήνα, μέχρι να… Και δεν μπορούσες να πεις –όχι απλά δεν μπορούσες να πεις «όχι», δεν μπορούσες να το αποφύγεις με τίποτα. Δηλαδή, τηλέφωνο: «Σήμερα θα είσαι σ’ εμένα». «Όχι, σήμερα δεν μπορώ, έχω να πάω σε άλλο σπίτι». «Εντάξει, έλα αύριο». Όποτε, πήγαινα από σπίτι σε σπίτι, το οποίο ήταν… Στην αρχή λες –την πρώτη φορά που πας– λες: «Ουάου». Την επόμενη φορά, λες: «Οκέι». Μετά λες: «Δεν γίνεται να το κάνω αυτό κάθε μέρα». Δηλαδή, κάθε μέρα έκλεινα το ιατρείο –κάποιοι βιαζόντουσαν κιόλας, έπρεπε μιάμιση να είμαι εκεί, γιατί «Μιάμιση ώρα τρώμε». Και αυτό το πράγμα άρχισε να με ζορίζει και έπρεπε να απεμπλακώ από αυτή τη συνθήκη. Οπότε, επί ένα μήνα, έτρωγα σε άλλα σπίτια, άλλα φαγητά, κάποια, έτσι, βαριά, κάποια να μην είναι νόστιμα. Τώρα, δεν μπορείς να πεις και κάτι, τώρα, ξέρω ’γω; Αλλά, εντάξει, τον Νοέμβριο άρχισα να λέω και ψέματα –εντάξει, όχι ψέματα. Ουσιαστικά, εγώ έκανα και γερμανικά αυτή την περίοδο, οπότε είχα διάβασμα και προσπαθούσα να το αποφύγω. Προσπαθούσα να έχω και μία καθημερινότητα, δηλαδή κάπως να μαγειρεύω, να τρώω, να κάνω τις εφημερίες μου, να είμαι εδώ πέρα, να διαβάζω. Να αποκτήσω μία καθημερινότητα, να μην είμαι, έτσι, σε μία κατάσταση διακοπών ή παράνοιας. Οπότε κάπως, εντάξει, συνέχισα να κατεβαίνω κάτω στο μαγαζί, οκέι, κάναμε παρέα και με τα παιδιά. Νομίζω τον Οκτώβρη, βασικά, δεν βγήκα καθόλου από το χωριό, δεν έφυγα καθόλου. Είχα αγοράσει και μία τηλεόραση, οπότε το έζησα λίγο Netflix and chill. Σίγουρα, ήταν μια αρκετά καταθλιπτική περίοδος, γιατί ήμουνα μόνος, ήμουνα στο πουθενά, είχε και αρκετή δουλειά. Εντάξει, έπεφτε η δουλειά στο ιατρείο, ερχόταν λιγότερος κόσμος. Αλλά είχε τα επείγοντά του τα βράδια, τρεις η ώρα έρχονταν, σου χτυπούσαν το παντζούρι, οι εφημερίες ήταν –εντάξει, οι εφημερίες πάντα είχανε δουλειά στο Κέντρο Υγείας του Ευδήλου. Οπότε, νομίζω ότι στην αρχή, έτσι, με πήρε λίγο από κάτω. Ζοριζόμουν με το μέρος, ζοριζόμουν με τη ζωή, άρχισε να νυχτώνει, το οποίο ήταν, έτσι, πολύ σημαντικό εδώ στο νησί, που: «Ω! Ζωή στο νησί! Ζωή στο νησί!» Τώρα, εντάξει, τι να σου πω; Εγώ είμαι και από ένα μέρος που δεν έχει καν θάλασσα. Οπότε τώρα, ξαφνικά, εδώ πέρα άρχισε… Καλό καιρό είχε τον Οκτώβριο, αλλά τον Νοέμβριο, έτσι, άρχισε να έχει αέρα και να μην πέφτει για πέντε μέρες. Να βγαίνεις, να ανοίγεις την πόρτα και να σε κουνάει ο αέρας. Και το βράδυ, το μόνο που άκουγε… δηλαδή, να βγαίνεις έξω και να είναι πίσσα νύχτα, να μην ανάβει κανένα φως στο χωριό, κανένα. Κανένα σπίτι στο χωριό να μην έχει φως. Δηλαδή προσπαθούσα, έτσι, να κάνω κάποια βόλτα, να περπατήσω… Ξέρω ποια σπίτια τον χειμώνα μένουν. Μπορώ να σου πω ότι αυτό, αυτό, αυτό κι αυτό, αυτοί μένουν τον χειμώνα εδώ πέρα, σε αυτά τα σπίτια. Μόνο και μόνο επειδή ήταν τα μόνα που κάνουν φώτα. Οπότε ήταν, έτσι, ένα σκοτεινό μέρος, με πάρα πολύ αέρα και τη θάλασσα να λυσσομανάει. Δηλαδή, το μόνο που ακούς, ήτανε όχι ένα απαλό αεράκι και ένα τέτοιο… Δηλαδή, καθόλου ρομαντική φάση, τώρα, πιο πολύ –τι να πω;– αποκαλυπτική. Εντάξει, μετά τον Νοέμβριο, είχα πει ότι: «Εντάξει, δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Οκέι, εδώ θα μείνω ένα χρόνο, έχει και κάποια πλάκα, δεν θα το ξανακάνω φαντάζομαι, οπότε ας το ζήσουμε». Το καλό είναι με την Ικαρία, έτσι, αυτό που ακούγεται και, φαντάζομαι, είναι γνωστό παντού, είναι τα πανηγύρια. Δεν σταματάνε ούτε τον χειμώνα. Σχεδόν, νομίζω, κάθε μήνα, έχει δυο με τρεις χοροεσπερίδες –ή τέλος πάντων, δεν τους αρέσει να τα λέμε και πανηγύρια. Αλλά συναντιόμασταν. Και είχα πει ότι δεν θα με περιορίσει η απόσταση και θα πηγαίνω όπου κι αν είναι. Οπότε, κάπως, συναντιόμασταν και με τους υπόλοιπους γιατρούς και ξαφνικά ήμασταν σε κάποια μέρη –δηλαδή και πολύ μακριά, μπορεί να ήταν δύο ώρες από το χωριό, μία ώρα από το χωριό. Και πλάκα είχε ότι πάντα, όποτε είχε κάτι, συναντιόμασταν οι ίδιοι και οι ίδιοι. Δηλαδή, ξέραμε ότι θα ήταν… «Αυτοί θα είναι οι γιατροί», «Αυτοί θα είναι οι δασκάλες», «Αυτοί είναι οι ΕΚΑΒίτες», «Αυτή είναι μια παρανοϊκή παρέα από τις Ράχες, που μένουν εδώ πέρα». Οπότε, κάπως έτσι, ήρθε σ’ εμένα το κεφάλαιο «κουτσομπολιό». Ξαφνικά, αρχίσαμε… Εντάξει, από χωριό είμαι, ρε παιδί μου, αλλά όχι τόσο κλειστή κοινωνία. Δεν μπορείς να πεις, τώρα, το μέρος που είμαι ότι είναι τόσο κλειστή κοινωνία. Δηλαδή, εν τέλει, το χωριό μου έχει όσους κατοίκους έχει όλη η Ικαρία. Οπότε, ξαφνικά, μαθαίναμε ότι: «Αυτή έκανε κάτι με αυτόν», «Αυτός…» –τρελά πράγματα, έτσι, τώρα, βαριά κουτσομπολιά να ακούγονται στο τραπέζι. Να έρχονται να μας τα λένε, να μας λένε: «Προσέξτε, γιατροί, αυτό, προσέξτε εκείνο», το οποίο δεν είχε καθόλου φάση. Δηλαδή, ήταν και περίεργο. Στο χωριό, τώρα, να μας λένε πράγματα για μεγάλους ανθρώπους, για πενηντάρηδες, για εξηντάρηδες, για σαραντάρηδες, τα οποία δεν μας αφορούσαν και καθόλου. Αλλά, έτσι, θα ερχόντουσαν να σ’ το πούνε και να μπεις τώρα σε ένα τέτοιο κλειστής κοινωνίας, μετά να πεις ότι: «Μήπως πρέπει κι εμείς να είμαστε, έτσι, λίγο πιο κόσμιοι;» Δηλαδή, όταν κουτσομπολεύουν τόσο πολύ, φαντάζομαι, περιμένεις να κουτσομπολέψουν κι εσένα. Δεν μπορούσαμε να βγαίνουμε και να ήμασταν άνετοι, γιατί λέγαμε ότι: «Εντάξει, μετά θα λένε ότι: “Οι γιατροί το ένα”, “Οι γιατροί το άλλο”». Αλλά, εντάξει, νομίζω ότι κι αυτό είναι κάτι το οποίο το ξεπερνάς σιγά σιγά. Ουσιαστικά, το όλο θέμα είναι ότι, οκέι, δεν γινόντουσαν τραγικά πράγματα, ίσως… Δεν γινόντουσαν τραγικά πράγματα, απλά εμείς τα ζούσαμε σίγουρα πιο τραγικά και πιο δραματικά, γιατί ζούσαμε σε αυτή τη μικροκοινωνία. «Ζούσαμε» το λέω, γιατί τώρα, ουσιαστικά, τελειώνω. Σήμερα είναι και η τελευταία μου μέρα στο χωριό. Ο Δεκέμβρης ήταν ακόμα χειρότερος, γιατί ο καιρός είναι χειρότερος. Τον Δεκέμβρη, νομίζω, δεν είχε γενικά τίποτα και επίσης, εγώ εφημέρευα και τα Χριστούγεννα. Το οποίο, αυτό, ήταν η πρώτη φορά που μου είχε κακοφανεί. Η κοπέλα μου είχε γυρίσει, είχε κατέβει λίγο στο νησί. Ουσιαστικά, είχε πάει στη Γερμανία, είχα πάει κι εγώ λίγο στη Γερμανία, μία βδομάδα, κάπου εκεί, μέσα Οκτώβριο-Νοέμβριο και μετά, κάπου τον Δεκέμβριο, κατέβηκε για μία εβδομάδα και έφυγε πριν από τις γιορτές και επιστρέψαμε μετά τις γιορτές μαζί. Και τα Χριστούγεννα ήμουν εδώ πέρα και οι υπόλοιποι γιατροί είχαν φύγει, εγώ εφημέρευα Χριστούγεννα και ήμουνα μαζί με την υπεύθυνή μου και έναν άλλο γιατρό. Ουσιαστικά, ήμουνα τελείως μόνος στο νησί, δεν ήμουν και στο χωριό, είχα πάει στον Εύδηλο, γιατί έβαλα τις εφημερίες μου μαζί και μετά από τα Χριστούγεννα –26, άμα δεν κάνω λάθος– πετούσα. Και τα Χριστούγεννα ήταν, έτσι, πολύ περίεργα, γιατί κάναμε, έτσι, βιντεοκλήσεις, έκανα βιντεοκλήσεις με την κοπέλα μου, έκανα βιντεοκλήσεις με τους φίλους μου, έκανα βιντεοκλήσεις με την οικογένειά μου, έτσι, ο αδερφός μου έχει και δύο παιδιά. Ήταν, έτσι, πολύ φορτισμένα τα Χριστούγεννα, γιατί ήμουνα σε ένα νησί, το οποίο, νιώθεις και λίγο εγκλωβισμένος τον χειμώνα, γιατί, ουσιαστικά, όσες φορές πέταξα για να φύγω από το νησί, πάντα κάτι έγινε. «Σήμερα δεν πέταξε επειδή είχε αέρα». Άντε να βρω κάπου να μείνω στον Άγιο για να πάρω το αεροπλάνο την άλλη φορά. Οπότε, λες: «Θα φύγω; Δεν θα φύγω αύριο; Θα καταφέρω να πάω, ας πούμε, στις 28 σπίτι μου; Μήπως βγει απαγορευτικό για μία εβδομάδα;» Δηλαδή, δεν είναι καθόλου fun, όπως το καλοκαίρι. Και εμείς έχουμε επαφή μόνο –με τα νησιά– μόνο το καλοκαίρι. Τον χειμώνα δεν είναι καθόλου έτσι. Καθόλου. Αυτό με τη μετακίνηση είναι τρομερό. Να μην έρχεται, τώρα, δύο εβδομάδες το Blue Star και να μην μπορείς να βρεις πουθενά μαρούλια. Δηλαδή, αυτό ήταν τρελό! Νομίζω ότι δύο μήνες δεν είχε μαρούλια. Επίσης, δεν μπορείς να βρεις πουθενά μαϊντανό στο νησί –ούτε στα μεγάλα σουπερμάρκετ, ίσως στον Άγιο Κήρυκο– και άνηθο. Είναι τρομερό. Όλοι οι μαϊντανοί και οι άνηθοι είναι κίτρινοι. Αυτό, έτσι, το λέω με τόσο πάθος, γιατί ήταν ένα τρομερό πρόβλημα ο μαϊντανός και ο άνηθος. Εν πάση περιπτώσει, πάλι νομίζω ότι είχα μια-δυο μέρες καθυστέρηση των πτήσεων και κατάφερα και έφυγα από το νησί μετά από τα Χριστούγεννα, τα οποία ήμουν εφημερία και πολύ χάλια, και ψυχολογικά πολύ πεσμένος. Έκατσα δέκα μέρες στην πόλη μου, έτσι, λίγο, βασικά, στη Δράμα και λίγο στη Θεσσαλονίκη, με τους φίλους μου και το ξανασυνήθισα. Οπότε, μετά μου φαινόταν πάλι βουνό το να ξανακατέβω. Δηλαδή, πάλι βουνό το να κατέβω, τη μέρα που κατέβαινα είχα και εφημερία. Ευτυχώς, τουλάχιστον, κατέβηκα με την κοπέλα μου, η οποία κιόλας, κάπως έτσι το καταφέραμε κι έκατσε και μέχρι τέλους. Οπότε, η επόμενη περίοδος ήταν αρκετά καλή. Τον Ιανουάριο πάλι δεν είχε τίποτα. Τον Φεβρουάριο κάπως ήταν καλύτερα, είχε και τα καρναβάλια. Στα καρναβάλια εγώ πάλι εφημέρευα. Δηλαδή, έχω κάνει εφημερίες, νομίζω, όλες τις γιορτές, εκτός από το Πάσχα. Οπότε κάπως εκεί, εκείνες τις περιόδους…
Γενικώς, εγώ είμαι από τους πολύ τυχερούς και αυτό το έβλεπα από τη φίλη μου, που ήταν γιατρός στον Μαγγανίτη. Αυτή ήταν μόνη, δεν μπορούσε να καθίσει καθόλου στο χωριό. Ήταν σε ένα χωριό πολύ, πολύ πιο αφιλόξενο. Δηλαδή, εγώ ήμουν τυχερός και [00:30:00]στο μέρος που ήμουνα και, εκατό τα εκατό, που ήμουνα με την κοπέλα μου. Αυτό βοήθησε πάρα πολύ στην προσαρμογή και στην ιδιωτικότητα και γενικά, στην καθημερινότητα, είχες μία παρέα στο χωριό. Και αυτή η κοπέλα, έτσι, συνέχεια πήγαινε στον Άγιο Κήρυκο, συνέχεια πήγαινε στον Εύδηλο, προσπαθούσε να μένει σε άλλους, δηλαδή σε άλλους γιατρούς, σε άλλους φίλους μας, γιατί δεν παλευόταν καθόλου η κατάσταση. Τουλάχιστον, εμείς εδώ ήταν λίγο καλύτερα. Βέβαια, εδώ είναι πιο μακριά. Δηλαδή, δεν είχα και αυτή τη δυνατότητα να το κάνω. Όντως, ποτέ δεν έφυγα από δω, να πω: «Θα φύγω για ένα καφέ και θα γυρίσω», γιατί είναι μία ώρα δρόμος. Ουσιαστικά, ήμασταν απομονωμένοι, έτσι, εδώ πέρα, δύο άτομα, μόνο μεταξύ μας κάναμε παρέα. Εντάξει, το καλό ήταν ότι αρχίσαμε –και γενικά, νομίζω, όσες μέρες ήμασταν στο χωριό, κάναμε αρκετά παρέα με μεγάλους ανθρώπους, το οποίο ήταν, έτσι, πολύ ιδιαίτερο και μας έφερε… Ήρθαμε σε επαφή με μία τελείως διαφορετική αισθητική και ουσιαστικά –έτσι, να το ονομάσω και λίγο υπερβολικά, ας πούμε– με μία τελείως διαφορετική κοσμοθεωρία. Από κει που είμαι εγώ, μετά τα εβδομήντα πέντε, ο κόσμος κάθεται στο σπίτι του και περιμένει, ουσιαστικά, να πεθάνει. Δηλαδή, τι να σου πω; Η γιαγιά μου ξυπνάει το πρωί, θα μαγειρέψει, θα φάει, μετά θα πλύνει κάνα πιάτο, θα δει πάρα πολλή τηλεόραση και τέλος. Εδώ πέρα, όλα ήταν διαφορετικά. Όλα ήταν διαφορετικά. Στα καφενεία ήταν άτομα ογδόντα πέντε, ενενήντα χρόνων. Δηλαδή, το εβδομήντα πέντε είναι νεολαία. Όλοι είχαν σχέσεις. Δηλαδή, αυτό ήταν πάρα πολύ ιδιαίτερο. Την πρώτη φορά που το μάθαμε, ρε παιδί μου, και αρχίζαμε και ακούγαμε ιστορίες. Ουσιαστικά, νομίζω, η πιο καλή ιστορία που έχω ακούσει, ήταν μια κυρία, η κυρία Μόσχα ας πούμε –έτσι, έχει ωραίο όνομα, γι’ αυτό το θυμάμαι– η οποία ήταν με τον άντρα της, πέθανε ο άντρας της, γύρισε στο χωριό και εδώ πέρα, ήτανε ένας παιδικός της έρωτας, του οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει κι αυτή, οπότε τώρα είναι μαζί. Και αυτό δεν είναι η μόνη ιστορία. Δηλαδή, πολύς κόσμος εδώ πέρα έχει μία συντροφιά, έτσι, έναν καινούριο σύντροφο μετά τα εβδομήντα, μετά τα εβδομήντα πέντε, στα ογδόντα, στα ογδόντα πέντε. Δηλαδή, αυτό ήταν τρομερό και ήταν φοβερά καινούριο για μένα. Οπότε στα καφενεία, έτσι κι αλλιώς, δεν είχες με ποιον άλλον να καθίσεις, δεν μπορούσαμε πια να καθόμαστε… δεν καθόμασταν και μόνοι μας, εντάξει, όλοι μας καλούσαν στα τραπέζια, μας κερνούσαν πάρα πολύ. Αυτό που λένε για το χωριό, ότι πίνουν πολύ, ισχύει. Πίνουν πάρα πολύ, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Οπότε, καθόμασταν και ακούγαμε, έτσι, τις ιστορίες τους. Και ιστορίες από έναν άλλον κόσμο, γιατί δεν έχω εγώ καμία επαφή με θάλασσες, καράβια. Οπότε, ακούγαμε για άτομα τα οποία είχαν πάει στο εξωτερικό, γύρισαν, δούλεψαν σε πέντε-έξι χώρες, έφευγαν με τα πόδια από το χωριό και πήγαιναν για να σαλπάρουν και στα δεκατέσσερα, στα δώδεκα. Οπότε, όλες αυτές οι ιστορίες ήταν… Κάπως άρχισε αυτό να μου αρέσει. Δηλαδή, κάπως άρχισε αυτό να μου αρέσει περισσότερο και από το να κάνουμε παρέα με άλλους γιατρούς και να συζητάμε για τα περιστατικά ή ξέρω ’γω για ποδόσφαιρο και τέτοιες χαζές συζητήσεις, ένα τσιτ-τσατ, το οποίο δεν βγάζει και κανένα νόημα. Έτσι, από αυτούς τους ανθρώπους, νομίζω ότι πήραμε πολλά. Πολλές ιστορίες, πολλά πράγματα. Ήταν χαλαροί, δεν τους ένοιαζε. Έπιναν, χόρευαν. Ξεκινήσαμε –νομίζω αυτό ήτανε τον Φεβρουάριο, εκεί γύρω γύρω από τα καρναβάλια. Πίσσα σκοτάδι, καθόλου κρύο. Εγώ, δηλαδή, που είμαι από τη Δράμα, εδώ πέρα δεν κρύωσα ποτέ. Δεν φόρεσα, νομίζω, μπουφάν ποτέ, μόνο στη μηχανή. Αρχίσαμε, κάπως, όποτε κατεβαίναμε κάτω στο μαγαζί, να γίνεται γλέντι. Αυτό ήταν τρομερό! Δηλαδή, είχε γίνει πλέον συνήθεια, ότι θα κατέβουμε, μπορεί να έρθει και κανένας από τον Εύδηλο –είχε γίνει, ξαφνικά, είχε γίνει το place to be το Καρκινάγρι. Ερχόνταν και άλλοι γιατροί, «Πού θα πάμε; Τετάρτη», «Τετάρτη έχει λουκουμάδες». Μπαπ, Καρκινάγρι. Καθόμασταν μέχρι το βράδυ. Χορεύαμε, πίναμε, τραγουδούσαμε. Αυτό ήταν τρομερό. Ήταν, έτσι, μία πολύ, πολύ, πολύ καλή περίοδος. Κάπως έτσι, από αυτή τη ροπή, τότε αρχίσαμε να περνάμε πολύ ωραία στο χωριό. Έτσι, στο χωριό, λίγο στις Ράχες, δεν περιμέναμε πια να έχει κάποιο πανηγύρι να πάμε, αλλά το κάναμε μόνοι μας. Εμείς κι οι ογδοντάχρονοι. Είπαμε θα κάτσουμε εδώ για Πάσχα. Είχαν έρθει και κάποιοι φίλοι μου. Το Πάσχα εν τω μεταξύ ήταν νωρίς. Δηλαδή, προσπαθούσαμε να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα, έτσι, για να πούμε: «Κάναμε μπάνιο», μπήκαμε κάνα-δυο, τρεις φορές, αλλά δεν ήταν και πολύ ευχάριστο. Οπότε, το Πάσχα που κάναμε εδώ πέρα, αυτό κι αν ήταν παρανοϊκό! Δηλαδή, είχε έρθει κόσμος καινούριος, που δεν τους ήξερες. Δηλαδή, ξαφνικά, είχε γεμίσει το χωριό –όχι τόσο πολύ βέβαια– και λέμε εμείς: «Εντάξει, θα το ζήσουμε έξτρα. Θα πάμε, θα κάνουμε περιφορά. Θα πάμε να κάνουμε και την περιφορά». Τώρα, δεν θυμάμαι κι εγώ πόσα χρόνια έχω να πάω σε περιφορά Επιταφίου. Πάμε στον Επιτάφιο και είμαστε εγώ, τρεις φίλοι μου –ή δύο φίλοι μου; Τρεις φίλοι μου. Εγώ, οι τρεις φίλοι μου, που είχαν έρθει για το Πάσχα, ήμασταν πίσω από τον Επιτάφιο, ήταν ο παπάς, έτσι, ντυμένος με τα χρυσά, ένα φως τον φώτιζε, από κινητό, και ένας ψάλτης και πάρα πολύς κόσμος στην εκκλησία και στην περιφορά ήμασταν πέντε άτομα. Δηλαδή, οι τρεις ήμασταν εμείς και ήταν άλλοι πέντε-έξι; Και περνάμε ξαφνικά από το καφενείο –δηλαδή, τώρα, τελείως βουκολική κατάσταση– περνάμε από το καφενείο και είναι τίγκα γεμάτο, Μεγάλη Παρασκευή, τέρμα η μουσική, περνάει ο Επιτάφιος, δεν σηκώνεται κάνεις. Δηλαδή, τώρα, όλα αυτά πολύ πρωτόγονα –πολύ πρωτόγνωρα, όχι πρωτόγονα, πρωτόγνωρα. Και ουσιαστικά, από αυτούς που ήμασταν εδώ πέρα τον χειμώνα, δεν ήταν στον Επιτάφιο κανένας! Ούτε στην εκκλησία ούτε στον Επιτάφιο. Αυτό είχε πολλή πλάκα. Έτσι, είναι και λίγο αριστεροχώρι. Οπότε, αυτό μας άρεσε πάρα πολύ. Μετά, την Ανάσταση… Την Ανάσταση πάμε στην εκκλησία, καθόμαστε, εντάξει, «Χαχαχα», «Χουχουχου», «Το Άγιο Φως» –αν και δεν νομίζω να είχαμε λαμπάδες, εντάξει, μην το χέσουμε– και αρχίζει αυτή η κατάσταση με τα πυροτεχνήματα και τα βεγγαλικά και τα δυναμιτάκια, το οποίο είναι τρομερό! Μισή ώρα έριχναν δυναμιτάκια, λες και ήταν πόλεμος, λες και ήμασταν στη Βαγδάτη. Αυτό ήταν τρομερό! Και μετά, εννοείται ότι ήμασταν καλεσμένοι σε όλα τα σπίτια για κατσίκια, αρνιά και τέτοια. Ήταν ωραίο το Πάσχα. Ήταν, έτσι, πολύ διαφορετικό από το Πάσχα στα μέρη μας. Δεν είχε κάτι παραδοσιακό βέβαια, να πω την αλήθεια, εντάξει. Αλλά είχε κάποιο fun. Και μετά το Πάσχα, σιγά σιγά, άρχισε να έρχεται κόσμος στο νησί και να ανοίγουν τα σπίτια, να έρχονται όλο και περισσότεροι. Αυτό δεν επηρέασε, να πω, κάπως την καθημερινότητά μας. Δηλαδή, δεν μπορώ να πω ότι κάναμε καινούριες παρέες. Απλά, εντάξει, άρχισαν να ανοίγουν τα μαγαζιά, αρχίσαμε να βγαίνουμε πιο πολύ. Αρχίσαμε να φεύγουμε πιο πολύ από το χωριό, γιατί, εντάξει, είχα συνηθίσει, ουσιαστικά, δεν έγιναν και πολλά περιστατικά. Οπότε, κάπως άρχισα να φεύγω, με εμπιστευόταν περισσότερο το χωριό, οπότε εμπιστευόταν και τις τηλεφωνικές μου οδηγίες, όποτε ήμασταν πιο άνετοι. Και αρχίσαμε αυτό, το να περιμένουμε να ανοίξουν τα μαγαζιά. Και δεν ανοίγανε ποτέ. Δηλαδή, τώρα, μπιτσόμπαρα –που εντάξει, δεν περίμενα τα μπιτσόμπαρα, αλλά δείχνουν πότε ανοίγουν και τα υπόλοιπα μαγαζιά, έτσι, μαγαζιά του καλοκαιριού που λέμε. Εδώ στην Ικαρία άνοιξαν 25 Ιούνη. Μέχρι 25 Ιούνη πάλι δεν ήταν τίποτα ανοιχτό. Αλλά, εντάξει, τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Ο καιρός είχε αλλάξει, η μέρα ήταν μεγαλύτερη και ουσιαστικά άρχισε, ρε παιδί μου, το καλοκαίρι, πηγαίναμε και θάλασσα. Βέβαια, είχα και περισσότερη δουλειά. Οπότε, είχε κάποια πλάκα αυτό. Μετά, στο χωριό ήρθαν και φίλοι μου, ήρθαν φίλοι της κοπέλας μου, ερχόταν γενικά κόσμος να μας επισκεφτεί, να κάνει και τις διακοπές του. Στο χωριό άρχισε να έχει πιο μικρό κόσμο, που ψιλοκάναμε παρέα, τέλος πάντων, τους συναντούσαμε, έτσι, κάπως έξω. Ήταν πιο κοντά στην αισθητική που είχαμε συνηθίσει, ότι βγαίνω σε ένα μαγαζί να πιω το ποτό μου και έχει άτομα της ηλικίας μου, μπορεί να πω και δύο-τρεις χαιρετούρες, δεν χρειάζεται να κάτσω και να πω την ιστορία της ζωής μου, όπως με τους παππούδες. Το οποίο, να σου πω την αλήθεια, οκέι, περνούσαμε να πω καλύτερα; Αλλά, σίγουρα, είχε χαθεί αυτό το ιδιαίτερο του χειμώνα. Δηλαδή, νομίζω, η εμπειρία του χωριού ήτανε όλη… την έδωσε όλη τον χειμώνα και σε αυτές τις στιγμές.
Νομίζω, ας πούμε, έτσι, τώρα στο τελείωμα… Καταρχάς, είμαι πολύ σίγουρος πια ότι αν επέλεγα ξανά και μου ’λεγαν: «Πού θα έκανες τελικά αγροτικό;» Θα έλεγα: «Στο Καρκινάγρι». Αυτό είναι αλήθεια. Δηλαδή, δεν το αλλάζω. Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες και, εντάξει, δεν ήταν –προφανώς– όλοι οι άνθρωποι, δεν ήτανε όλοι βοηθητικοί. Σίγουρα, κάποιοι είχαν πολύ μεγάλες απαιτήσεις από σένα, κάποιοι δεν σεβόντουσαν το ωράριό σου, δηλαδή σε βλέπουν σαν ότι είσαι εδώ, δεν έχεις προσωπική… Δηλαδή, αυτό το «Είσαι ο γιατρός του χωριού»… εντάξει, μπορεί έτσι να το βλέπω εγώ, αλλά είναι κάτι το οποίο εμένα δεν μου αρέσει. Κάπως δεν μου αρέσει και καθόλου, να σου πω την αλήθεια. Εκτός από τις ευθύνες που έχεις, από ένα άγχος, το οποίο έχεις συνέχεια, το οποίο δεν το καταλαβαίνεις. Εγώ αυτό το άγχος το κατάλαβα πολύ μετά, ότι μου έκανε πολύ κακό το όλη την ώρα να είμαι σε κάποια εγρήγορση. Δηλαδή, να χτυπάει το τηλέφωνό σου… Είχε χτυπήσει ενώ ήμουνα σε άδεια, ας πούμε, στη Γερμανία, είχε χτυπήσει το τηλέφωνό μου. Δεν μπορείς να μη [00:40:00]βοηθήσεις, δηλαδή είναι οι άνθρωποί σου πια, τους ξέρεις όλους ονοματικά, χτυπάει το τηλέφωνό σου και θες να βοηθήσεις, όπως μπορείς να βοηθήσεις, απ’ όπου κι αν είσαι. Και θυμάμαι τώρα να είμαι στο Γκέτινγκεν και να κανονίζω διακομιδή στο Καρκινάγρι. Έτσι, το έζησα και λίγο… δέθηκα με πολύ κόσμο, αλλά, εντάξει, άλλος κόσμος… Αυτοί που ερχόντουσαν μετά από την Αθήνα είχαν πιο πολλές απαιτήσεις. Κάπως δεν είναι ζυμωμένοι με το χωριό και πώς είναι εδώ τα πράγματα. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι –έτσι, μου αρέσει να το λέω κιόλας– ότι ο κόσμος σε φωνάζει: «Γιατρέ», «Γεια σου, γιατρέ», «Καλώς τον, γιατρό», «Τι κάνεις, γιατρέ;» το οποίο, εμένα προσωπικά, δεν μου αρέσει καθόλου, καθόλου. Δηλαδή, τώρα, χάνεις τον εαυτό σου, ρε παιδί μου. Δηλαδή, ξαφνικά, δεν είσαι ο Γιάννης, είσαι ο γιατρός. Και θα πεις: «Είναι αυτό κακό;» ή ξέρω ’γω «Άλλους τους γοητεύει». Ναι, όχι εμένα. Εμένα καθόλου. Και πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι με όποιον κόσμο, ανεξαρτήτως ηλικίας, είχα κάπως καλύτερη σχέση, όλοι με έλεγαν Γιάννη, κάποιοι Γιαννάκη –το οποίο ήταν και λογικό, ας πούμε, οι άνθρωποι είναι ογδόντα-ογδόντα πέντε χρόνων και οι περισσότεροι… και αυτοί είναι, ουσιαστικά, οι κάτοικοι που ήμασταν εδώ πέρα τον χειμώνα. Και ζήσαμε πράγματα. Δηλαδή, προσπάθησα να γίνω μέλος του χωριού. Να κατεβαίνω κάτω, να κάθομαι μαζί τους, να ακούω τις ιστορίες τους, να κάνω τα πράγματα που κάνουνε. Έχω πάει σε πολλά μνημόσυνα –έτσι τα λένε εδώ, δεν είναι το ίδιο με το μνημόσυνο μετά από μία κηδεία. Κάπως, κάποιου αγίου μικρού κάνουν ένα μνημόσυνο, τα οποία είναι μικρά τραπέζια, φαγοπότια. Οπότε, πηγαίναμε εκεί πέρα. Έτσι και με την κοπέλα μου, δηλαδή, το προσπαθήσαμε πολύ να γίνουμε μέρος αυτού του συνόλου και να μην είμαστε «ο γιατρός και η κοπέλα του γιατρού», να είμαστε, ας πούμε, «ο Γιάννης και η Γεωργία». Το οποίο, αυτό, ήταν πολύ καλύτερο, εννοείται. Δηλαδή, να καταφέρουμε ότι: «Οκέι, είναι δύο άτομα που μένουν εδώ πέρα, ο ένας είναι ο γιατρός», οκέι, αυτό. Τώρα, εντάξει, έτσι, από χοντρά σκηνικά, ναι, έχω μαλώσει κιόλας. Να με παίρνει κόσμος από την Αθήνα και να λέει: «Γιατρέ, γράψε μου αυτά τα φάρμακα, κάνε μου αυτό, κάνε μου εκείνο», να ζητάνε χάρες. Βασικά, δεν ζητάνε χαρές, να το απαιτούν, να σου λένε, έχεις την απαίτηση: «Εγώ είμαι από το χωριό, ανεξαρτήτως από πού είμαι, πού μένω, είμαι από το χωριό, θα σε πάρω τηλέφωνο, εσύ είσαι εκεί και οφείλεις να το κάνεις. Στείλε μου mail αυτό, στείλε μου mail εκείνο» και κάπως, εντάξει. Αυτό, πιστεύω ότι βασίζεται πάρα πολύ στο ότι είμαστε μικροί. Δεν νομίζω ότι παίρνουν κάποιον –σίγουρα όχι ιδιώτη, γιατί θα θέλει και λεφτά–, αλλά δεν παίρνουν την υπεύθυνή μου στον Εύδηλο, ας πούμε, να το κάνουν. Το κάνουν σ’ εμάς, που είμαστε μικρά παιδιά. Τα φαρμακεία ζητούσαν χάρες. Και από την άλλη ήταν ότι εγώ επειδή προσπαθούσα πάρα πολύ και ήμουν πάρα πολύ ανοιχτός στον κόσμο και εξυπηρετούσα και… Δεν τα ξέρουμε όλα, αλλά προσπαθούσα, πάνω στα περιστατικά που αντιμετωπίζω, να μαθαίνω περισσότερα, να τους βοηθάω όσο μπορώ. Εκείνη την ώρα, δηλαδή, διάβαζα, προσπαθούσα να ασχολούμαι όσο το δυνατόν περισσότερο με τους ασθενείς μου. Μετά είχαμε το άλλο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο, δηλαδή, μόνο σαν αστείο μπορώ να το πω, είναι ότι είχε πάει μία γυναίκα, ήταν στην Αθήνα, έκανε κάτι εξετάσεις, κάποια πράγματα δεν ήταν καλά και τα λοιπά και λέει: «Γιατρέ, ήρθα εδώ πέρα να σ’ τα δείξω σ’ εσένα». Και η απάντησή μου, έτσι, πολύ αυτόματα, έτσι, με ειλικρίνεια, ήταν: «Πάτε καλά;» Δηλαδή, είστε στην Αθήνα, δείξτε τα σε κάποιον γιατρό, κανονικό γιατρό. Εντάξει, αστειεύομαι και λίγο, αλλά όντως της είχα πει αυτό, της είχα πει: «Πάτε καλά;» Αλλά εντάξει, ο κόσμος, εμένα δηλαδή, με εμπιστεύτηκε. Μου έδωσε πολλά πράγματα. Με βοήθησε όσο το δυνατόν περισσότερο. Και στα ιατρικά. Δηλαδή, αυτό που έχουν εδώ πέρα, είναι τα πανηγύρια βγάζουν λεφτά, τα κάνουν οι Σύλλογοι και βγάζουν λεφτά. Οπότε για το ιατρείο, το συγκεκριμένο το ιατρείο το έχουν πολύ ψηλά. Ό,τι ζητούσα, και για το ιατρείο και για το σπίτι, γινόταν. Πήραμε πιεσόμετρο, προσπαθήσαμε να κάνουμε… φτιάξαμε, σίγουρα, το σπίτι ανακαίνιση, κάποια φάρμακα που δεν είχε και δεν τα είχε ούτε στο Κέντρο Υγείας, εμείς εδώ πέρα τα αγοράσαμε με λεφτά του Συλλόγου. Κι αυτό ήταν, έτσι, πολύ ιδιαίτερο. Ο κόσμος, ουσιαστικά, σέβεται πολύ το ιατρείο και τον γιατρό, νομίζω, αρκεί να είναι… Δηλαδή, το πιο σημαντικό σε αυτές τις θέσεις είναι να είσαι διαθέσιμος και κοντά στον κόσμο. Πιστεύω ότι γι’ αυτό κιόλας τώρα όλοι περνάνε και στεναχωριούνται που φεύγω και έρχονται εδώ να με χαιρετήσουν. Όχι, δεν θεωρώ ότι είμαι ο καλύτερος γιατρός που πέρασε από δω πέρα, ούτε ότι είμαι τόσο καλός γιατρός, ας πούμε –έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν πιστεύω ότι σημαίνει κάτι. Αλλά το ότι προσπάθησα να γίνω μέρος του συνόλου, και ακόμα και με την κοπέλα μου, έτσι, το κάναμε αυτό το πράγμα, είχαμε δηλαδή τη θέση μας στο χωριό, ήταν, έτσι, σημαντικό γι’ αυτούς. Ήμασταν διαθέσιμοι, ήμουνα διαθέσιμος, μιλήσαμε με πολύ κόσμο, μπαινοβγαίναμε στα σπίτια τους, πηγαίναμε στα πανηγύρια, χορεύαμε στα πανηγύρια. Έτσι, προσπαθήσαμε να το ζήσουμε όσο το δυνατόν πιο ικαριώτικα μπορούμε. Βέβαια, οκέι, στην ερώτηση αν θα το έκανα ξανά, θα έλεγα: «Σίγουρα ναι», αλλά αν θα καθόμουν έτσι δυο-τρία χρόνια εδώ πέρα, θα έλεγα: «Όχι». Νομίζω ότι ήταν πολύ καλό για ένα χρόνο, αλλά πιο πολύ σαν εμπειρία ζωής. Πώς λες ότι: «Αυτό το ταξίδι είναι εμπειρία ζωής»; Ότι: «Πάω ένα μήνα κάπου και είναι εμπειρία»; Νομίζω ότι έτσι το βλέπω, ότι πήγα ένα χρόνο κάπου σαν εμπειρία. Οκέι, δούλεψα, ήταν, έτσι, και λίγο role playing, ότι οκέι, ήμουν ο γιατρός σε ένα χωριό που, σε μια φάση, είχε εβδομήντα άτομα. Δηλαδή, ήταν εβδομήντα άτομα και ο γιατρός. Αυτό, σίγουρα, είχε πολλή πλάκα. Αλλά κάπως έτσι, σαν εμπειρία, ρε παιδί μου, αυτό. Ούτε νομίζω ότι θα επιστρέψω –γιατί εντάξει, πολύς κόσμος αναφέρει ότι: «Θα έρθω όταν μεγαλώσω, θα πάω να κάνω τις ειδικότητες και τα λοιπά και θα έρθω να ανοίξω ιατρείο εδώ πέρα». Όχι. Και νομίζω ότι δεν θα ήθελα να ξαναζήσω σε νησί. Έτσι, πολύ οριακά, η Κρήτη. Άσ’ το, μόνο για διακοπές. Αυτό πλάκα έχει. Πιστεύω ότι θα ήταν σημαντικό –δηλαδή, αυτό που θέλω πολύ και αυτό που σκέφτομαι τώρα, είναι να κρατήσω τις σχέσεις που έχω κάνει με το χωριό και την επαφή που έχω. Ρε παιδί μου, δεν ξέρω γιατί, νομίζω ότι επειδή έζησα ένα χρόνο εδώ πέρα, έτσι, αποκλειστικά εδώ πέρα, και επειδή το ζούσα, έτσι, και πολύ δραματικά, δεν ξέρω… να σου πω την αλήθεια, έτσι, νιώθω σαν να είμαι από αυτό το χωριό. Νιώθω ότι σαν να είναι το χωριό μου. Δηλαδή, νιώθω πράγματα που δεν ένιωσα στο κανονικό χωριό μου, που μεγάλωσα εκεί πέρα. Έτσι, θα ήθελα να έρχομαι, θα ήθελα να έρχομαι. Τώρα, δεν ξέρω κάθε χρόνο, αλλά… Όχι στην Ικαρία, να έρχομαι στην Ικαρία, να έρχομαι για τα πανηγύρια, για τις θάλασσες και τις παραλίες –που δεν έχει. Θα ήθελα να έρχομαι στο χωριό, να κρατάω αυτή την επαφή. Δηλαδή, για μένα, ο κόσμος ήταν η κυρία Μαρία, ο κύριος Σούλης, ο Καβάλας… Κι αυτό με τα υποκοριστικά που έχουν όλοι, είχε την πλάκα του. Και νομίζω ότι θα προσπαθήσω να έρχομαι όσο το δυνατόν πιο συχνά και να κρατήσω την επαφή με τους ανθρώπους.
Μου είπες πριν ότι ήσουνα και στο νοσοκομείο του Αγίου Κηρύκου και ότι είχε διαφορά από τα μεγάλα νοσοκομεία που ήσουν εσύ. Θες να μου πεις τι διαφορά είχε και τι προβλήματα είχε;
Καλή ερώτηση. Κοίτα, γενικώς, η διαφορά είναι η μέρα με τη νύχτα, οπότε δεν νομίζω ότι το νόημα είναι να συζητήσουμε για τη διαφορά, γιατί εξ ορισμού, τώρα, τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία είναι φουλ εξοπλισμένα, με ειδικές εξετάσεις, μεγάλες κλινικές, γιατρούς. Το ζήτημα δεν είναι να υπάρχει ένα Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο στην Ικαρία. Το ζήτημα είναι το νοσοκομείο που υπάρχει να είναι λειτουργικό. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, έτσι, το τραγικό της υπόθεσης, είναι ότι όσο ήμουν εγώ στο νοσοκομείο –και γενικώς, και για πολύ καιρό, μέχρι πριν από κάτι μήνες– δεν είχε αναισθησιολόγο, το οποίο είναι τρομερό. Δηλαδή, ένα νοσοκομείο χωρίς αναισθησιολόγο σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε διασωληνώσεις και τέτοια. Σε ένα νησί το οποίο έχει συνέχεια τροχαία. Εγώ προσωπικά έχω δει πάρα πολλά τροχαία –μηχανάκια, μετά από πανηγύρια… Δηλαδή, είναι πολύ κλασσικά τα τροχαία στην Ικαρία. Και δεν έχει αναισθησιολόγο, μεγάλη περίοδο δεν είχε χειρουργό. Δηλαδή, το πρόβλημα είναι, καθαρά, υποστελέχωσης. Και όχι μόνο το νοσοκομείο. Δηλαδή, και το Κέντρο Υγείας έχει τόσες θέσεις για γιατρούς και δεν καλύπτονται. Και να σου πω την αλήθεια, δεν είναι μόνο ότι… Γιατί οι προκηρύξεις ανοίγουν, αλλά δεν έρχονται γιατροί. Αυτό είναι μια κατάσταση, γενικά, που ισχύει στα νησιά. Και να σου πω και κάτι; Είναι και λογικό. Δηλαδή, τώρα, άμα ένας άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει, δεν μπορεί να βρει σπίτι, τον ξεσπιτώνουν το καλοκαίρι, δεν έχει σπίτι, τα νοίκια είναι μεγάλα. Και όχι μόνο σε αυτά τα νησιά, δηλαδή αυτά τα προβλήματα είναι όχι μόνο στην Ικαρία, αυτά τα προβλήματα είναι και σε όλα τα νησιά. Οι γιατροί δεν μπορούν να βρούνε σπίτια. Η συνάδελφος η αγροτικός δεν μπορούσε να βρει σπίτι για τον Αύγουστο. Ο άλλος αγροτικός κατέβηκε τον Σεπτέμβριο, γιατί για τον Αύγουστο δεν έβρισκε σπίτι. Κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Δηλαδή, ναι, πρέπει να δίνεται σπίτι. Πρέπει να δίνονται κάποια κριτήρια, γιατί όλοι θέλουν να δουλεύουν στην Αθήνα –Αθήνα-Θεσσαλονίκη, τέλος πάντων, στα κέντρα–, είναι πιο εύκολα. Η ζωή στο νησί είναι δύσκολο. Πρέπει, ας πούμε, κάποια πράγματα να γίνονται. Καταλαβαίνω ότι, οκέι, παίρνω αρκετά χρήματα, δεν [00:50:00]είναι θέμα χρημάτων. Δεν βρίσκεις σπίτι. Δεν μπορεί, τώρα, κάποιος ειδικός, που θα είναι τώρα σαράντα-πενήντα χρόνων, να έρθει εδώ πέρα, να μην μπορεί να βρει σπίτι, να μην μπορεί να εγκατασταθεί με την οικογένειά του. Είναι πάρα, μα πάρα, μα πάρα πολύ δύσκολο. Και υπάρχουν διάφορα τέτοια προβλήματα. Γι’ αυτό κιόλας εμείς καλύπτουμε τις θέσεις και πηγαίνουμε και κάνουμε εφημερίες στον Εύδηλο. Ο Εύδηλος, ό,τι περιστατικό βλέπουμε, πηγαίνει στον Άγιο Κήρυκο. Ουσιαστικά, ας πούμε, δεν υπάρχει Ακτινολογικό στον Εύδηλο. Ενώ στα χαρτιά υπάρχει, δεν έχει ακόμα εγκατασταθεί, τα καινούρια μηχανήματα, και τα έχουν μέσα στον Εύδηλο σε κουτιά. Αυτά τα πράγματα είναι απαράδεκτα και με αυτόν τον τρόπο και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Στον Εύδηλο το βράδυ δεν μπορούμε να κάνουμε βιοχημικές εξετάσεις, γιατί δεν έχουμε εργαστήριο. Τι είναι, ας πούμε, να γίνουν άλλες δύο προσλήψεις; Δεν ξέρω. Τέλος πάντων, δεν είναι ότι εγώ έχω τη λύση, αλλά εγώ βλέπω και βιώνω καθημερινά τα προβλήματα και του νοσοκομείου και του Κέντρου Υγείας. Και αυτό είναι σε όλα τα νησιά. Σε όλα τα νησιά, δηλαδή, δεν μπορούν οι γιατροί να βρούνε σπίτια, υπάρχει τεράστια υποστελέχωση, τα νοσοκομεία είναι χάλια, στο έλεος του Θεού, τα περιφερειακά ιατρεία είναι χάλια, χειρότερα από αυτά, τα σπίτια των αγροτικών γιατρών δεν είναι βιώσιμα. Και το δικό μου, οκέι, σαν κτήριο, ήταν καλό, δεν είχε, δηλαδή, δομικά προβλήματα. Τα προβλήματα που είχε, τα λύσαμε, γιατί και ο κόσμος –είπαμε για τον κόσμο, νομίζω, αρκετά. Αλλά σε άλλα μέρη, ο Μαγγανίτης, το σπίτι από πίσω έχει αντί για τοίχο βράχο, είναι μέσα στην υγρασία, ένα ημιυπόγειο. Έχω φίλους στη Μυτιλήνη, φίλους στη Σάμο, τα σπίτια είναι χάλια, χωρίς παράθυρα, τρύπες. Ουσιαστικά, ιατρεία, που τα κόβουν στη μέση, σαν κι αυτό, και το κάνουνε σπίτι, αλλά δεν είναι βιώσιμο. Δηλαδή, γιατί να πάει ο άλλος εκεί πέρα; Αυτό, πιστεύω, δηλαδή το ότι αυτές οι θέσεις καλύπτονται –δίνονται οικονομικά κριτήρια, οκέι–, αλλά πιστεύω ότι καλύπτονται επειδή είμαστε μικρά παιδιά και έχουμε ανοχή στην ταλαιπωρία. Δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος τριάντα χρόνων να έρθει και να ζήσει εδώ στο Καρκινάγρι –που είναι από τα καλά. Δηλαδή, από άποψη εγκαταστάσεων, είναι καλό. Και αυτή τη στιγμή, το αφήνουμε και σε πολύ καλή κατάσταση. Σε συνεργασία εμένα με τον Σύλλογο και με διάφορο κόσμο, έγιναν κάποιες δουλειές, αλλάχτηκαν κάποια πράγματα, στήθηκε το ιατρείο σωστά. Άλλα ιατρεία δεν βλέπονται. Δεν είναι λειτουργικά, τα σπίτια δεν είναι βιώσιμα, ο κόσμος ταλαιπωρείται, οι γιατροί παραιτούνται. Είναι ένα συνολικό πρόβλημα των άγονων περιοχών. Έτσι είναι, δυστυχώς. Γι’ αυτό κιόλας, αυτές τις θέσεις τις πιάνουνε μικρά παιδιά. Εκεί βασίζεται, στο ότι είμαστε μικροί. Δηλαδή, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, και στο νοσοκομείο, στο ΕΚΑΒ. Δεν γίνεται ένα νησί με τόσο μεγάλες χιλιομετρικές –όχι χιλιομετρικές αποστάσεις, αλλά τόσο μεγάλες αποστάσεις από θέμα ώρας, να μην έχει βάρδια συνέχεια, και από τον Εύδηλο και από τον Άγιο Κήρυκο. Κάποια πράγματα, πιστεύω, μπορούν να λυθούν, αλλά δεν λύνονται. Παντού υπάρχουν προβλήματα, όντως. Αλλά αυτά του νησιού που είναι, τα βλέπουμε, τα ζούμε και μας δυσκολεύουν, πρώτα εμάς –πρώτα, βασικά, τους κατοίκους και αυτούς που μένουν εδώ πέρα και μετά εμάς, σαν γιατρούς. Γιατί αν εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν μπορώ και κάπως να βοηθήσω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να το στείλω στο νοσοκομείο. Αυτό.
Όταν συζητούσαμε, μου είπες ότι το να υπάρχει αγροτικός γιατρός δεν είναι τόσο θέμα, όσο το να υπάρχει μέσο διακομιδής.
Ναι. Εντάξει, αυτό είναι δικιά μου άποψη. Δηλαδή, θεωρώ ότι έτσι που το έζησα ένα χρόνο, ο κύριος όγκος της δουλειάς στο ιατρείο ήτανε να γράφω συνταγές. Οκέι, είναι σημαντικό ο κόσμος να έχει τις συνταγές του, να γίνεται η συνταγογράφηση σωστά, να παίρνει τα φάρμακά του, οκέι, αλλά δεν πιστεύω ότι είμαστε εδώ για αυτό τον λόγο. Γι’ αυτό κιόλας εγώ ήθελα να κάνω εφημερίες, γιατί στις εφημερίες ένιωθα ότι βοηθάω, ένιωθα ότι είμαι εκεί πέρα, κάνω επείγοντα και μπορώ να κάνω. Εδώ, τώρα, τα περιστατικά που μου τύχαιναν, αυτό που πρέπει να γίνεται, είναι… Δηλαδή, τι έκανα εγώ; Μία σταθεροποίηση και γρήγορα πήγαιναν στον Εύδηλο. Εκεί πέρα είναι… Δηλαδή, χωρίς αιματολογικές τι να κάνεις; Χωρίς αιματολογικές, χωρίς απεικονιστικές, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σε ένα επείγον περιστατικό. Οκέι, καταλαβαίνω ότι ο κόσμος νιώθει μία ασφάλεια επειδή έχει το χωριό γιατρό, αλλά νομίζω ότι είναι και λίγο, έτσι, ψυχολογικό, ότι νιώθουν ότι «Οκέι, είναι κάποιος εδώ πέρα, έχουμε τους απινιδωτές και τα λοιπά». Αλλά στην πραγματικότητα, ένα επείγον περιστατικό πρέπει να διακομιστεί γρήγορα. Και βλέπω ότι το πρόβλημα είναι εκεί πέρα. Ναι, θεωρώ ότι θα ήταν πολύ σημαντικό να μπορούσε, να υπήρχε ένα μέσο εδώ πέρα, που γρήγορα να διακομίζει στο νοσοκομείο. Εντάξει, τώρα, τι να σου πω; Σίγουρα, υπάρχει ένας δρόμος από δω πέρα, χωματόδρομος, που εγώ τον έχω κάνει πολλές φορές με τη μηχανή, που φτάνεις στον Άγιο Κήρυκο σε μία ώρα. Αν αυτός ήταν άσφαλτος, θα ήταν τελείως διαφορετική η κατάσταση. Άλλο μία ώρα και άλλο δύο. Γιατί δύο, δύο ώρες για να έρθει, δύο ώρες να φύγει, τέσσερις. Και επειδή πάντα αργεί –δηλαδή, την προηγούμενη φορά, μου είχε έρθει στις τέσσερις ώρες το ασθενοφόρο και άλλες δύο, στην καλύτερη, να πάει πίσω. Μιλάμε, για έξι ώρες το περιστατικό ήταν στον δρόμο. Αυτό το πράγμα είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Κατάλαβες; Δηλαδή, γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ένα μέσο διακομιδής, το οποίο να διακομίζει γρήγορα. Τώρα, δεν ξέρω τι γίνεται με τα πλωτά μέσα, με κινητές μονάδες, αλλά είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει. Ξέρω ότι μία άποψη που υπάρχει, έτσι, από ένα πολιτικό κόμμα, είναι να υπάρχει μόνιμα γιατρός εδώ πέρα, ο όποιος να μην εφημερεύει στον Εύδηλο, να υπάρχει σε μόνιμη βάση νοσηλεύτρια και ασθενοφόρο. Τώρα, καταλαβαίνω ότι κάποια πράγματα, ναι, μπορεί να ζητάμε –τι να σου πω;– ότι να έχει νοσοκομείο το Καρκινάγρι. Αλλά, εντάξει, δεν είναι έτσι. Και το να έχει γιατρό 24/7 το χωριό, είναι και λίγο απάνθρωπο. Δηλαδή πρέπει… Αυτή η συνθήκη εργασίας είναι τρομερή, το ότι εσύ 24/7 πρέπει να βλέπεις περιστατικά και πρέπει να είσαι σε ετοιμότητα. Και δεν υπάρχει πουθενά. Εγώ προσωπικά κιόλας, μετά από αυτό τον χρόνο εδώ, δουλεύοντας δηλαδή στο ΕΣΥ, έχω πάρει την απόφαση να φύγω στο εξωτερικό. Και να σου πω την αλήθεια, δεν είναι για τα λεφτά. Είναι πιο πολύ για τις συνθήκες εργασίας. Δεν μου αρέσει αυτό το τυχαίο, το «Οκέι, 24/7 θα κάνεις ετοιμότητα, δεν θα πληρώνεσαι για αυτή την ετοιμότητα. Επειδή κάνεις ετοιμότητα, δεν θα σου τύχει και κάτι». Δηλαδή, είναι κάπως όλα πολύ στην τύχη. Κατάλαβες; Αυτό δεν μου αρέσει καθόλου, ότι: «Οκέι, μετακινείσαι μία ώρα, αλλά το βράδυ κοιμάσαι στις εφημερίες». Και άμα δεν κοιμηθώ σε μία εφημερία; Να, τον Αύγουστο, ας πούμε, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Πώς να γυρίσω μία ώρα από τον Εύδηλο άυπνος; Τα προβλήματα είναι πολλά και δεν είναι μόνο εδώ πέρα. Και είναι ακόμα μεγαλύτερα για το νοσοκομείο, ακόμα μεγαλύτερα για τους ειδικευόμενους και, γενικά, είναι συνολικό το πρόβλημα της Υγείας στην Ελλάδα. Απλά, στις άγονες περιοχές, φαίνεται πάρα μα πάρα πολύ και καταλήγει να είναι και πολύ επικίνδυνο για τους κατοίκους.
Λοιπόν, άλλη μία ερώτηση έχω. Το ανέφερες λίγο πριν, αλλά μου είπες ότι είναι διαφορετικός ο κόσμος στο Καρκινάγρι και σε άλλα χωριά.
Ναι, αυτό που βίωσα στο Καρκινάγρι, δεν το βίωσα πουθενά αλλού στην Ικαρία. Δεν έχω ζήσει –έχω ζήσει μόνο στον Άγιο Κήρυκο ένα μήνα, που εκεί τα πράγματα, εντάξει, εννοείται ότι έχει Ικαριώτες, αλλά έχει και άτομα… έχει στρατιωτικούς από διάφορα μέρη της Ελλάδος, έχει… Αρχικά, είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι οι περισσότεροι Ικαριώτες που έχω μιλήσει, δεν έχουνε έρθει στο Καρκινάγρι. Είναι περίεργο. Και αντίστοιχα, όλοι οι Καρκιναγριώτες δεν πηγαίνουν πουθενά. Πουθενά! Είναι μόνο στο χωριό τους, βγαίνουν στο χωριό τους, στα πανηγύρια που είναι γύρω από το χωριό τους. Δύσκολα θα βγουν, ας πούμε. Μόνο σε πιο μικρές ηλικίες, θα πάνε μέχρι τις Ράχες. Εγώ προσπάθησα να το γυρίσω όλο το νησί. Πιστεύω ότι τα κατάφερα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Νομίζω ότι έχω πάει, βασικά, παντού. Και σίγουρα, στις εφημερίες στον Εύδηλο βλέπεις ανθρώπους από παντού, από άλλα χωριά, από άλλα μέρη της Ικαρίας. Κιόλας, επειδή το Κέντρο Υγείας Ευδήλου εξυπηρετεί πάρα πολύ μεγάλο μέρος του νησιού, όπως και στο νοσοκομείο έχω κάνει εφημερίες, εκεί βλέπεις τη διαφορά, βλέπεις τη διαφορά. Εδώ στο χωριό είναι αλλιώς οι άνθρωποι. Δεν μπορώ ακριβώς να το εξηγήσω. Αυτό που υπάρχει στο μυαλό του κόσμου, ότι είναι ο Ικαριώτης, ο χαλαρός και τα λοιπά και τα λοιπά, οκέι, ισχύει σίγουρα και σε όλη την Ικαρία είναι… ίσως είναι και πρόβλημα. Αλλά εδώ στο χωριό, το ζεις τελείως. Δηλαδή, πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στην αρχή, όταν ήρθαμε εδώ, συζητούσαμε ότι πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος δουλεύει στο χωριό; Δηλαδή, ήταν τρομερό αυτό το πράγμα. Ποιος δουλεύει στο χωριό; Εγώ θεωρώ ότι δεν δουλεύει κανείς. Βλέπεις συνέχεια τα ίδια άτομα στο… Οκέι, έχουν τα ζώα τους, κάνουν κάποιες γύρες, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που λίγο πάνε στα ζώα τους, λίγο κάνουν… Και μετά τους βλέπεις όλους στα καφενεία. Αλλά αυτό με το… Δηλαδή, πιστεύω ότι στο χωριό παίρνεις την κανονική εμπειρία. Τα ωράρια. Δηλαδή, τώρα αυτό με το μαγαζί και τις εφτά η ώρα το απόγευμα είναι τρομερό. Και να κάθεται μέχρι τις δώδεκα. Δώδεκα η ώρα στο μαγαζί μπορείς να ψωνίσεις και εννιά η ώρα το πρωί όχι. Δώδεκα η ώρα το βράδυ, έτσι; Δώδεκα η ώρα το βράδυ μπορείς να αγοράσεις κάτι από το σουπερμάρκετ, κανονικά, και εννιά η ώρα το πρωί όχι. Οκέι, δεν ισχύει αυτό που λένε, που ανοίγουν το απόγευμα και τα λοιπά, αλλά όντως, τα ωράρια είναι λίγο πειραγμένα. Και η προσωπική μου εμπειρία ήταν πολύ χάλια. Δηλαδή, έχει χαβαλέ το να πάω στην ταβέρνα «Χα χα χα, χου χου χου, είμαι στην Ικαρία», έρχεται το φαγητό σε μία ώρα. Ναι, αυτό δεν επηρεάζει κανέναν. Αλλά εγώ, που έχω πάθει… έχω περάσει τα πάνδεινα όσον αφορά τα οχήματά μου βασικά –δηλαδή service [01:00:00]στο αμάξι, για ένα απλό, μια εβδομάδα να κάθεται. Έχω πάθει λάστιχο με τη μηχανή και είχα τη μηχανή μου στον μάστορα, εδώ στο χωριό, τέσσερις μέρες. Ρε, αυτό το πράγμα, καταλαβαίνω ότι έχει το καλτ της υπόθεσης, αλλά όταν έχεις δουλειά και πρέπει να γίνει, είναι τραγικό. Τραγικό! Δηλαδή, σίγουρα, αυτό το πράγμα είναι πολύ δύσκολο. Και σίγουρα, είναι πολύ δύσκολο να το ζεις σε καθημερινή βάση, γιατί κι εγώ είμαι πολύ διαφορετικός. Αν δεν αγχώνονται εδώ πέρα, στην Ικαρία, εγώ είμαι τελείως το αντίθετο. Αλλά, σίγουρα, το χωριό έχει, έτσι, πιο χαλαρούς ρυθμούς, έχει αυτό με τους ανθρώπους. Οι παππούδες είναι διαφορετικοί. Υπάρχει, έτσι, μία έκφραση που λένε… ουσιαστικά, τον κόσμο του Καρκιναγρίου τον λένε, ονομάζονται «Παπιστάνοι», από τον Κάβο Πάπα, που είναι ο φάρος. Και λέγονται «Παπιστάνοι». Και αυτό που λένε είναι ότι οι Παπιστάνοι είναι ερωτύλοι. Και αυτό το βλέπεις σε μεγάλες ηλικίες, εκτός από τη συντροφικότητα της υπόθεσης, βλέπεις ότι υπάρχει τρομερό φλερτάρισμα, παντού, σε όλες τις ηλικίες, όλες τις ώρες. Και αυτό το πράγμα, σίγουρα, είναι πολύ ενδιαφέρον. Το οποίο δεν το βλέπεις, η αλήθεια είναι, σε άλλα μέρη. Αλλά νομίζω έτσι είναι πιο… Τη διαφορά μπορείς μόνο να την… Μπορείς να την καταλάβεις μόνο ζώντας εδώ πέρα. Δεν μπορώ να σου πω ότι θα δει κάποιος τους ανθρώπους στον Εύδηλο και μετά θα έρθει στο Καρκινάγρι και θα πει: «Εδώ είναι διαφορετικά». Αλλά ζώντας και έχοντας τριβή με τον κόσμο σε καθημερινή βάση, νομίζω υπάρχει τρομερή διαφορά. Γι’ αυτό κιόλας δεν το αλλάζω το χωριό. Είναι το πιο απομακρυσμένο, είναι το πιο δύσκολα προσβάσιμο, μπορώ να σου πω κιόλας ότι είναι το πιο παρανοϊκό, αλλά δεν το αλλάζω, ναι.
Τελευταία ερώτηση, για να κλείσουμε. Έχεις πάει και σε χειμερινά πανηγύρια και σε καλοκαιρινά-
Ναι, έχω πάει σε όλα.
Τι διαφορά έχουν;
Νομίζω ότι έχω πάει σε είκοσι πανηγύρια. Προσπάθησα να πάω σε όσο περισσότερα μπορούσα. Εντάξει, τον χειμώνα είναι… Κοίταξε, εξαρτάται τι θες. Εμένα κάποια καλοκαιρινά δεν μου άρεσαν. Έτσι, όλοι έχουμε ακούσει τη Λαγκάδα, το μεγαλύτερο –δεν θέλω να κάνω δυσφήμιση, ίσα ίσα, όντως, αυτό που λένε, να το ζήσεις τη Λαγκάδα και να δεις έξι και εφτά κύκλους και πάρα πολύ κόσμο και τα λοιπά, ισχύουν. Αλλά δεν είναι κάτι που αρέσει σ’ εμένα, ρε παιδί μου. Δηλαδή, εγώ θέλω να χορεύω στο πανηγύρια, να έχεις τον χώρο σου να χορέψεις, να έχεις τη θέση σου να καθίσεις, να φας, να μη φοβάσαι ότι θα σηκωθείς και θα σου κλέψουν τα φαγητά, τα ποτά, να έχει καλό κρασί. Ουσιαστικά, στα χειμωνιάτικα, είχε παντού καλό κρασί, παντού δεν είχε χρόνο αναμονής και παντού χορεύαμε. Βέβαια, εντάξει, ήταν σε κλειστά μέρη. Κάποια μέρη δεν ήταν καλά. Δεν μπορώ να πω ότι είναι καλύτερα τα χειμερινά από τα καλοκαιρινά. Σίγουρα, τα καλοκαιρινά είναι καλύτερα. Ίσως όχι τα καλοκαιρινά, αλλά αυτά που είναι στο μεταίχμιο, τα ανοιξιάτικα και τα φθινοπωρινά. Βασικά, έτσι, η δικιά μου η άποψη, έτσι, γιατί μου αρέσουν κιόλας τα βουνά, είναι πιο κοντά σε αυτό που έχω ζήσει, είναι ότι όποιο πανηγύρι γίνεται ψηλά και γίνεται στα βουνά, ήταν πιο ωραίο. Έτσι, είχε τη θέα του, ήταν ημερήσια, που μου αρέσει και το ημερήσιο, γιατί κάθεσαι στο ημερήσιο, πέφτει ο ήλιος, ξαφνικά έχει δροσιά και κάθεσαι, ουσιαστικά… Δηλαδή, εγώ έχω καθίσει σε πανηγύρια δεκατέσσερις και δεκαπέντε ώρες μόνο σε ημερήσια. Τώρα, στο βραδινό δεν γίνεται. Βγαίνει ο ήλιος το πρωί, σπάει το πανηγύρι, έτσι; Στο ημερήσιο κάθεσαι, τρως, τρως πολλή ώρα, χορεύεις πολλή ώρα. Οπότε, θεωρώ ότι τα πιο ωραία είναι αυτά που γίνονται εκεί, άνοιξη και Σεπτέμβριο, και στα βουνά. Αυτό. Τώρα, τα καλοκαιρινά, κάποια είναι πολύ ζόρικα. Εντάξει, πανηγύρια έχει πολλά. Δηλαδή, κάποια είναι τουριστικά, κάποια δεν είναι τουριστικά. Όταν είσαι εδώ πέρα και τα βιώνεις, καταλαβαίνεις και αρχίζεις και έχεις άποψη, ρε παιδί μου. Δηλαδή, ναι, έχω άποψη. Μπορώ να σου πω ότι τα πανηγύρια που δεν είναι σε αγίους δεν είναι καλά. Τα πανηγύρια που γίνονται από το… τα πανηγύρια των χωριών –τώρα, υπάρχει και αυτό το… Τα πανηγύρια των χωριών, αυτά είναι, έτσι, κάπως παλεύονται. Αλλά τα πανηγύρια που γίνονται random, ότι «Πανηγύρι εκεί, τάδε του μηνός», δεν είναι καλά. Τα καλά τα πανηγύρια είναι τα πανηγύρια των αγίων, θεωρώ, τα ημερήσια. Εντάξει, ημερήσια το καλοκαίρι δεν γίνεται να γίνεται, το καταλαβαίνω, δεν γίνεται να γίνονται. Αλλά, έτσι, μου αρέσουν πιο πολύ τα ημερήσια, να βλέπεις τον ήλιο. Ουσιαστικά, έχω καθίσει σε πανηγύρι που είδαμε τη δύση του ηλίου και την ανατολή. Και αυτό το πράγμα, σίγουρα, είναι πολύ ιδιαίτερο. Αλλά, εντάξει, ας προτιμάμε τα πανηγύρια στα βουνά.
Εντάξει, ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ.
Περίληψη
Ο Γιάννης είναι από τη Δράμα και το καλοκαίρι του 2022 βρέθηκε, ως αγροτικός γιατρός, στο Καρκινάγρι Ικαρίας, όπου και παρέμεινε ένα χρόνο. Μέσα σε αυτούς τους μήνες, ήρθε αντιμέτωπος με πολλές δυσκολίες που αφορούν τη ζωή στο νησί, αλλά και με πολλά παράδοξα. Γνώρισε τους μόνιμους κατοίκους, τον τρόπο ζωής τους, τα πανηγύρια τους και την όρεξή τους για ζωή. Τελικά, αγάπησε το Καρκινάγρι και, όπως λέει, το νιώθει πια σαν χωριό του.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Καρακατσιανόπουλος
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Νικολοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2023
Διάρκεια
64'
Περίληψη
Ο Γιάννης είναι από τη Δράμα και το καλοκαίρι του 2022 βρέθηκε, ως αγροτικός γιατρός, στο Καρκινάγρι Ικαρίας, όπου και παρέμεινε ένα χρόνο. Μέσα σε αυτούς τους μήνες, ήρθε αντιμέτωπος με πολλές δυσκολίες που αφορούν τη ζωή στο νησί, αλλά και με πολλά παράδοξα. Γνώρισε τους μόνιμους κατοίκους, τον τρόπο ζωής τους, τα πανηγύρια τους και την όρεξή τους για ζωή. Τελικά, αγάπησε το Καρκινάγρι και, όπως λέει, το νιώθει πια σαν χωριό του.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Καρακατσιανόπουλος
Ερευνητές/τριες
Γεωργία Νικολοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2023
Διάρκεια
64'