© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Μέσα εδώ γράφεται μία ιστορία περίπου 100 ετών»: Ένα μουσείο από τον Σύλλογο Κυψέλης Ημαθίας

Κωδικός Ιστορίας
25188
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ζωή Βεσυροπούλου (Ζ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/08/2023
Ερευνητής/τρια
Μαρία Αλεξίου (Μ.Α.)
Μ.Α.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Ζ.Β.:

Καλημέρα, Μαρία.

Μ.Α.:

Πώς ονομάζεστε;

Ζ.Β.:

Το όνομά μου είναι Ζωή Βεσυροπούλου

Μ.Α.:

Κυρία Ζωή, με ποιο αντικείμενο ασχολείστε;

Ζ.Β.:

Είμαι καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, απόφοιτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδικότητα στον παραδοσιακό χορό.

Μ.Α.:

Πού βρισκόμαστε σήμερα;

Ζ.Β.:

Σήμερα βρισκόσαστε σε ένα απ' τα χωριά του Ρουμλουκιού, σε ένα μικρό χωριό του Ρουμλουκιού. Ρουμλούκι σημαίνει τόπος, όπου κατοικούν Έλληνες, δόθηκε απ' τους ίδιους τους Τούρκους η ονομασία, όταν ήρθαν και κατέκτησαν την περιοχή και είδαν ότι εδώ μέναν γηγενείς Έλληνες. Βρισκόμαστε στην πλευρά τη βόρεια του Ρουμλουκιού, βορειοανατολική, όπου στη συνέχεια ακολουθεί ο Νομός Πιερίας. Είμαστε το τελευταίο χωριό του Νομού Ημαθίας και ακολουθεί ο Νομός Πιερίας. Το Ρουμλούκι περιλαμβάνει περίπου 40 χωριά μικρά και μεγάλα, με πιο μεγάλα τη Μελίκη, την Αλεξάνδρεια και το Μακροχώρι και έχοντας διάφορα άλλα χωριά, όπως Καμποχώρι, Κεφαλοχώρι, Επισκοπή, Αγκαθιά, Παλιός Πρόδρομος, Νιόκαστρο, Καβάσιλα, Σταυρός, Νησελούδι, Νησέλι, Νησί, Κλειδί. Όλα αυτά ανήκουν στο Ρουμλούκι. Το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η μουσική. Οι άνθρωποι οι Ρουμλουκιώτες χορεύουν με μία ζυγιά, που αποτελείται, απαρτίζεται από ένα μεγάλο νταούλι και δύο ζουρνάδες. Ο ζουρνάς αρχαιοελληνικό όργανο, το οποίο κρατήθηκε και διατηρήθηκε μέχρι στις μέρες μας. Και το δεύτερο κοινό γνώρισμα του Ρουμλουκιού είναι η φορεσιά, η οποία -γυναικεία φορεσιά συγκεκριμένα- μας παραπέμπει στα χρόνια του Μέγα Αλέξανδρου και στη μακεδονική περικεφαλαία. Υπάρχει και ένας μύθος σχετικά με την περικεφαλαία. Σε κάποια μεγάλη μάχη που δόθηκε στην περιοχή, που έλειπε ο μεγάλος στρατηλάτης -άλλοι λένε ο Φίλιππος, άλλοι λένε ο Μέγας Αλέξανδρος- οι γυναίκες πήραν τα όπλα και έδιωξαν τους εχθρούς. Επιστρέφοντας, λοιπόν, ο βασιλιάς στη Μακεδονία και μαθαίνοντας για τον θρίαμβο, για τη νίκη και για τον αγώνα των γυναικών ζήτησε από τους ίδιους τους άντρες να βγάλουν τις περικεφαλαίες και να τις φορέσουν στις γυναίκες. Οι γυναίκες τότε προς τιμήν του ίδιου του βασιλιά για την τιμή που τους έκανε έφτιαχναν ένα περίτεχνο κατασκεύασμα, το οποίο ονομάζεται κατσούλι, το οποίο αποτελείται από φούντες, μαντίλια, λουλούδια, καρφίτσες, κοσμήματα και μας παραπέμπει και μοιάζει πάρα πολύ με τη μακεδονική περικεφαλαία. Αυτά είναι τα δύο κοινά γνωρίσματα του Ρουμλουκιού, στα οποία έχουν κοινή μουσική, κοινά ήθη, κοινά έθιμα, κοινή φορεσιά και κοινό τρόπο ζωής. Στο Ρουμλούκι, λοιπόν, όπου κατοικούμε πλέον σε ένα μικρό χωριό που λέγεται Κυψέλη, είναι ένα χωριό το οποίο ναι μεν ανήκει στα όρια του Ρουμλουκιού, ναι μεν κατοικείται από Ρουμλουκιώτες κατοίκους, αλλά μέσα στην κοινότητα του μικρού μας χωριού, Κυψέλη -παλαιότερα Νεοχώρι, Σφηνίτσες- υπάρχουν και πρόσφυγες, οι οποίοι ήρθαν απ' την Ανατολική Θράκη, απ' την περιοχή της Τσατάλτζας, ανταλλάξιμοι το 1924, τον Σεπτέμβριο του 1924. Ήρθαν και εγκαταστάθηκαν έξω από τα όρια της σημερινής κοινότητας και το 1932 μετά απ' τις έντονες πλημμύρες που γινόταν στην περιοχή αποφάσισαν να μετακινηθούν και να 'ρθουν στη σημερινή τοποθεσία. Το ίδιο έκαναν και οι Καλυβιώτες σε ένα χωριό που υπάρχει μέσα στον κάμπο πηγαίνοντας προς Αλεξάνδρεια, 2 χιλιόμετρα περίπου έξω από δω, οι οποίοι πνίγηκαν και αυτοί από τις εκβολές και το σπάσιμο του Αλιάκμονα ποταμού, ήρθαν λοιπόν στην περιοχή και έχτισαν το χωριό. Το οποίο χωριό στους πρόσφυγες τότε δόθηκαν χρήματα από τον αποικισμό, από τον σύνδεσμο αποικισμού που υπήρχε, για να χτίσουν διώροφα σπίτια ή και με έναν όροφο και να αρχίσουν τη σημερινή τους ζωή στον νυν τόπο. Λίγο αργότερα, περίπου κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, κατέβηκαν και οι Σφηνιτσιώτες, οι άνθρωποι δηλαδή που κατοικούσαν πάνω στο χωριό Σφήνιστα, Άνω και Κάτω Σφήνιστα, οι οποίοι ήταν χουσμεταραίοι, δηλαδή υπάλληλοι του μοναστηριού της Σφήνιστας και εγκαταστάθηκαν στο χωριό που είναι σήμερα. Έτσι λοιπόν, το χωριό απαρτίζεται απ' τους Σφηνιτσιώτες, ντόπιους Ρουμλουκιώτες, απ' τους Καλυβιώτες και Συρμελιώτες, δύο πολύ μικρά χωριά που υπήρχαν στον κάμπο, επίσης ντόπιοι Ρουμλουκιώτες, και απ' τους ανθρώπους που ήρθαν απ' την Ανατολική Θράκη και απ' την περιοχή της Τσατάλτζας. Στην αρχή το όνομα του χωριού ήταν Νεοχώρι, επειδή όμως γινόταν σύγχυση με το Νεοχώρι του Σχοινά, οι άνθρωποι αποφάσισαν να δώσουν το όνομα Κυψέλη, καθότι αποτελούνταν από μία κυψέλη διαφόρων φυλών, ας το πούμε. Έτσι λοιπόν, το χωριό μετονομάστηκε στη δεκαετία του '60 ως Κυψέλη και που διατηρεί το σημερινό όνομα.

Μ.Α.:

Κυρία Ζωή, είπατε για συγκέντρωση πολλών φυλών εδώ στην Κυψέλη, οπότε θέλω να ρωτήσω ξέρετε ποια ήταν η σχέση τους, οι ντόπιοι, οι γηγενείς με τους πρόσφυγες;

Ζ.Β.:

Σίγουρα τα πρώτα χρόνια οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Οι άνθρωποι οι ντόπιοι δεν ήθελαν τους πρόσφυγες, δεν ήθελαν τους Θρακιώτες. Φυσικά υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, οι άνθρωποι που τους λυπήθηκαν, που τους αγκάλιασαν, που τους έδωσαν ένα κομμάτι ψωμί. Στην αρχή υπήρχαν δυσκολίες στις σχέσεις, να φανταστείτε ότι παίζαν ποδοσφαιρικούς αγώνες τα παιδιά στο δημοτικό και χωριζόταν στους πρόσφυγες και στους ντόπιους. Υπήρχε η έκφραση: «Αν δεν φας το φαγητό, θα 'ρθει να σ' το φάει ο πρόσφυγας», δηλαδή τους έβλεπαν σαν κάτι εξωπραγματικούς, σαν κάτι ζητιάνους, σαν κάτι κακούς. Και μάλιστα, οι πρώτοι γάμοι που έγιναν μεταξύ Θρακιωτών και ντόπιων με πάρα πολλές δυσκολίες, γιατί οι παλιότεροι Ρουμλουκιώτες δεν δεχόταν τα παιδιά τους να πάρουν νύφες ή γαμπρούς Θρακιώτες. Με την πάροδο του χρόνου, οι σχέσεις εξομαλύνθηκαν, έγιναν κοινοί γάμοι, απέκτησαν παιδιά. Οι παλιότερες γενιές, αυτοί που ακόμα είναι 80 και 90 ετών, έχουν μέσα τους αυτό, τις κουβέντες που δηλώνουν. Φυσικά, οι νεότερες γενιές, όπως είναι η δικιά μου η γενιά, ποτέ δεν χωριστήκαμε σε Θρακιώτες και Ρουμλουκιώτες, αλλά τα πρώτα χρόνια σίγουρα ήταν δύσκολα. Τα πρώτα χρόνια για τους Θρακιώτες, οι οποίοι άφησαν πατρίδα, περιουσίες, κτήματα, καταστάσεις, σπίτια ολάκερα, αμπέλια και έφυγαν, ήταν πάρα πολύ δύσκολες εδώ. Πλήγηκαν από την ελονοσία και από τη φυματίωση, χάθηκαν πάρα πολλά άτομα σε μικρό χρονικό διάστημα, έμειναν πολλές γυναίκες χήρες, αναγκάστηκαν να κάνουν δεύτερους γάμους για να μπορέσουν να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, γιατί τότε μην ξεχνάτε ότι οι γυναίκες δεν δούλευαν, δεν είχαν ταμείο, είχαν λιγοστά χωράφια που τους έδωσε το κράτος, ο Σύλλογος Αποικισμού και ξεκίνησαν τη νέα τους ζωή. Το μόνο ευτύχημα σ' αυτούς τους Θρακιώτες είναι ότι δεν έφυγαν κυνηγημένοι, μπόρεσαν να πάρουν τα υπάρχοντά τους, βέβαια έχοντας πάντα τα μάτια στραμμένα στην Ανατολή, το βλέμμα στην Ανατολή και το μυαλό στη Δύση, ευελπιστώντας ότι κάποια στιγμή θα γυρίσουν στα πάτρια εδάφη τους. Γιατί όταν ζούσαν εκεί στο Νεοχώρι Τσατάλτζας, 2-3 φορές πάλι είχαν αναγκαστεί να φύγουν με τον πόλεμο τότε, με τον Πρώτο Παγκόσμιο, με τους Μπολσεβίκους που μπήκαν στην περιοχή και επέστρεψαν. Ζούσαν, λοιπόν, με την ελπίδα ότι φεύγοντας το 1924 απ' την πατρίδα τους ότι πάλι θα γυρίσουν. Λιγοστοί απ' αυτούς πήγαν και επισκέφθηκαν στη δεκαετία του '60 και του '70. Και κάποια στιγμή το 2009 αποφάσισα μαζί με τον πολιτιστικό σύλλογο να οργανώσουμε μία εκδρομή, επισκεφθήκαμε το χωριό περίπου 50 άτομα με ιδιαίτερη συγκίνηση, με ιδιαίτερη σύγχυση, με ιδιαίτερη στεναχώρια, χαρμολύπη μαζί, χαρά και λύπη γι' αυτό που βλέπαμε, γι' αυτό που αντικρίζαμε και συναντήσαμε ανθρώπους οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα τα ελληνικά, καθότι ήταν ανταλλάξιμοι και αυτοί, Βαλάδες απ' τα χωριά των Γρεβενών, της Δράμας και της Νεάπολης Κοζάνης. Και από τότε διατηρούμε μία έντονη σχέση μαζί τους, τους αντιμετωπίζουμε και μας αντιμετωπίζουν σαν μακρινούς συγγενείς χωρίς να μας συνδέει τίποτα περισσότερο, απλά η λέξη πατρίδα. Πατρίδα γι' αυτούς είναι η Νεάπολη Κοζάνης, πατρίδα για τους Θρακιώτες του χωριού μου είναι το Νεοχώρι Τσατάλτζας. Από τότε, λοιπόν, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωριών είναι ιδιαίτερα σημαντικές, έρχονται άνθρωποι, πάμε εμείς εκεί και για εμένα είναι ιδιαίτερη τιμή, Μαρία, το ότι η γιαγιά μου, γιατί η γιαγιά μου η Ζωή -ενώ η υπόλοιπη οικογένειά μου είναι Ρουμλουκιώτες- η γιαγιά μου η Ζωή κατάγεται από κει και δεν κατάφερε ποτέ να πάει, δεν κατάφερε ποτέ να περάσει και να μπει μέσα στο τουρκικό έδαφος και να δει τα εδάφη της, να δει το σπίτι της, τη βρύση που έπινε νερό, το πλατάνι που έπαιζαν τα παιδιά, το σχολείο, την εκκλησία και εγώ τριγυρνάω μέσα στα στενά του χωριού και μου φωνάζει ο κόσμος: «Καλώς ήρθες Ζωή», «Καλώς ήρθες Ζωή, έλα να σε κεράσουμε καφέ και σπανακόπιτα». Και φεύγοντας από κει, πάντα φεύγω με δάκρυα στα μάτια, γιατί είμαι τρίτη γενιά Θρακιωτών και εγώ κατάφερα αυτά που δεν κατάφερε η πρώτη γενιά και έφυγε με τον καημό της πατρίδας. 

Μ.Α.:

Πολύ ωραία. Εδώ στην Κυψέλη είπατε πριν -πηγαίνω λίγο πίσω τη συζήτηση- ότι έχει πλούσια παράδοση και ρουμλουκιώτικη παρακαταθήκη. Πώς καταφέρνετε να διατηρήσετε την παράδοση εδώ στις μέρες μας;

Ζ.Β.:

[00:10:00]Η αλήθεια είναι ότι οι Ρουμλουκιώτες κράτησαν πολύ περισσότερο τα ήθη τους απ' ό,τι οι Θρακιώτες. Στο μόνο που επηρεάστηκαν απ' τους Θρακιώτες είναι επειδή οι άνθρωποι απ' τη Θράκη ήρθαν με ευρωπαϊκά ρούχα και καλοντυμένοι, να φανταστείς ότι είχαν τότε εσώρουχα, είχαν κάλτσες μεταξωτές, είχαν παλτά, γιατί ζούσαν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη και δεν φορούσαν φορεσιές. Οι άνθρωποι εδώ οι ντόπιοι απαρνήθηκαν ή "πέταξαν" -εντός αποσιωπητικών- πιο γρήγορα τα ρουμλουκιώτικα, τους σαγιάδες και τα κατσούλια, ενώ στα άλλα χωριά βλέπουμε στη δεκαετία του '40, του '50, ακόμα και του '60 καμιά γιαγιά -και του '70- να φοράει σαγιάδες, ναι μεν χωρίς κατσούλι βέβαια, αλλά μαφέσι, μαφεσωμένη. Εδώ στην Κυψέλη βγάλαν πολύ πιο γρήγορα τα ρούχα και τα 'δωσαν στην Αγκαθιά σε συγγενείς και φίλους τους, επειδή επηρεάστηκαν ότι έβλεπαν τις γυναίκες αυτές καλοντυμένες, με χτενίσματα, με μαλλιά περιποιημένα, με τσιμπιδάκια στα μαλλιά, κοκαλάκια. Πώς κρατάει το Ρουμλούκι την παράδοση; Θεωρώ πολύ σημαντικό ρόλο στην Κυψέλη έπαιξε ο πολιτιστικός σύλλογος, ο οποίος σήμερα είναι 29 χρόνια. Του χρόνου συγκεντρώνουμε 30 χρόνια συνεχόμενα σε ένα μικρό χωριό με αξιόλογες παρουσίες εντός νομού και εκτός, αναβιώνοντας και διατηρώντας τα ήθη και τα έθιμα όπως τη «χελιδόνα», όπως τα «Ρογκάτσια», όπως την πανήγυρη της Αγίας Παρασκευής, όπως τις «Λαζαρίνες», όπως τον «Κλήδονα». Δεν ήταν εύκολο τα πρώτα χρόνια, γιατί να φανταστείς πριν 30 χρόνια υπήρχε μια απαξίωση και μια άρνηση προς τον παραδοσιακό χορό. Τα τελευταία χρόνια ευτυχώς τα παιδιά και οι νέοι που ασχολούνται με την παράδοση είναι πάρα πολλά, αγάπησαν τη μουσική μας, αγάπησαν τον ζουρνά. Θυμάμαι τα εφηβικά μου χρόνια, μάλλον τα φοιτητικά μου, που τριγυρνούσα σε ταβέρνες για να συναντήσω παππούδες σε χωριά να χορεύουν με ζουρνά. Ο πατέρας μου μου έλεγε: «Ωχ μωρέ κι εσύ μ' αυτά τα παλιακά», εμένα όμως από πολύ μικρή ηλικία, καθετί παλιό, καθετί... Στο άκουσμα ιστοριών παλιών είτε ήταν προσφυγικά είτε ήταν τα ρουμλουκιώτικα, εμένα με προσελκούσε, με τραβούσε, με έλκυε. Τρελαινόμουνα να συμμετέχω και να ακούω και να μαθαίνω πράγματα που ήταν των προηγούμενων ετών. Πρωτοστάτης ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού με ένα συμβούλιο που είναι κάποιοι άνθρωποι 29 χρόνια -και χορευτές 29 χρόνια- οι οποίοι αγάπησαν την παράδοση, οι οποίοι συμμετείχαν σε γλέντια, οι οποίοι συμμετείχαν σε έθιμα. Με τον σύλλογο κάναμε αξιόλογα ταξίδια και ήταν αυτό ένα κίνητρο. Να φανταστείς ένα χωριό 400 κατοίκων τότε -γιατί τώρα έχει μειωθεί αρκετά ο πληθυσμός, φτάσαμε στα 300- να 'χει επισκεφθεί φεστιβάλ που γίνεται στη Λευκάδα, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλλονιά, στο Ναύπλιο, στην Τζιά, στη Νάξο, στην Κυπαρισσία. Ένα μικρό τότε χωριό με παιδιά 25 και 30 στο σύνολό τους, και ηλικίες από 15 ως 25, να πηγαίνουν κάθε καλοκαίρι τετραήμερα και πενθήμερα ταξίδια ήταν ένα κίνητρο και αυτό τους κρατούσε και έγιναν μια παρέα και ήταν η αιτία να είναι κοντά στον σύλλογο και να κρατάνε την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα. Ο σύλλογος να φανταστείς ότι παρόλο που είναι μικρός, διαθέτει περίπου 100 φορεσιές. Και αυτά έγιναν όλα γιατί υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι με όρεξη και μεράκι, οι οποίοι έτρεχαν για το σύνολο και ακολουθούσαν τα παιδιά, γιατί τους άρεσε η όλη διαδικασία, τα ταξίδια, η αναβίωση εθίμων, η ομαδικότητα και η συλλογικότητα.

Μ.Α.:

Πολύ ωραία. Κυρία Ζωή, επισκεπτόμενη εδώ το χωριό της Κυψέλης, επισκέφτηκα το μουσείο που έχετε δημιουργήσει πρόσφατα, πείτε μας λίγα λόγια γι' αυτό.

Ζ.Β.:

Η ιδέα αυτής της λαογραφικής έκθεσης, φωτογραφικής -και μέσα σε αποσιωπητικά- του "μουσείου", γιατί κακά τα ψέματα δεν μπορεί να είναι ένα μουσείο ανάλογο με του Γιώργη του Μελίκη που είναι πλάι μας ή του Λαογραφικού της Κοζάνης κτλ. Είναι ένα μουσείο ας το πούμε ή μία λαογραφική έκθεση που θέλουμε μέσα σ' αυτήν την έκθεση να προβάλλουμε και να δείξουμε τα υπάρχοντα του χωριού, τα παλιά αντικείμενα, τα σκεύη που υπήρχαν για τις αγροτικές καλλιέργειες, για το μαγείρεμα, για την υφαντική κτλ. Η σκέψη ήταν πολλών ετών και τα πράγματα συγκεντρωνόταν. Μόλις έβλεπα κάποιον που να πεθαίνει, κάποια γιαγιά ηλικιωμένη και το σπίτι να κλείνει, πήγαινα μάζευα πράγματα, μάζευα φωτογραφίες, τριγυρνούσα απ' τα σπίτια και μάζευα φωτογραφίες από παλιά χρόνια και υπήρχαν, τα είχα κάνει ψηφιοποίηση. Μόλις κάποιος πετούσε πράγματα στα σκουπίδια, έτρεχα μαζί με τη φίλη μου τη Σόφη την Κοκκινοπούλου... Και αξίζει να αναφέρω ότι η Σόφη η Κοκκινοπούλου, ο Μάκης ο Κοροραίας, ο Θωμάς ο Μπασμαλής, η Ιουλία η Παυλοπούλου, ο Αποστόλης ο Κοκκινόπουλος και η γυναίκα του η Αθηνά η Τσαλικιώτη είναι απ' τα παιδιά που είμαστε στον σύλλογο και βοηθάμε και τρέχουμε. Βέβαια, πέρασαν και άλλα άτομα, συμβούλια αξιόλογα που βοήθησαν, ειδικά η οικογένεια του Νίκου του Κάργα βοήθησε στο να στηθεί το μουσείο μας. Μαζευόταν, λοιπόν, και κάποια στιγμή το 2018, πριν 5 χρόνια περίπου, είπαμε ή τώρα ή ποτέ πρέπει να κάνουμε την έκθεση. Εργαστήκαμε έναν μήνα περίπου, να συντηρηθούν, να καθαριστούν, να βαφτούν, να εκτυπωθούν οι φωτογραφίες, να στηθούν, να γραφτούν ονόματα, να γράψουμε καρτέλες. Η αλήθεια είναι, Μαρία, ότι ο χώρος είναι μικρός, αλλά υπάρχει μέσα το μεράκι, η αγάπη, η φροντίδα γι' αυτό που κάνουμε και βγήκε πάρα πολύ όμορφο το αποτέλεσμα. Όταν το τακτοποιούσαμε ώρες ατελείωτες μέσα εδώ, δεν πιστεύαμε και εμείς στα μάτια μας ότι τελικά τα πράγματα που 'χαμε συγκεντρώσει ήταν τόσα πολλά. Όταν κάναμε τα εγκαίνια και τον αγιασμό και ήρθαν οι παπάδες του χωριού μας για να διαβάσουν αγιασμό, το τι συγκίνηση και το τι χαρά συγχρόνως υπήρχε στα μάτια των ανθρώπων δεν μπορείς να φανταστείς. Γιατί πολλοί απ' αυτούς δεν θυμόταν τις φωτογραφίες που μου είχαν δώσει ή πολλοί μου είχαν δώσει φωτογραφίες που ήταν τα ξαδέρφια τους, οι παππούδες τους, οι θείοι τους, οπότε έβλεπαν αγαπημένα τους πρόσωπα, τη γιαγιά τους, τη θεία τους, την ξαδέρφη τους, τη μάνα τους νύφη, που 'χαν πεθάνει, είχαν φύγει απ' τη ζωή. Οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα εδώ, ερχόταν 2 και 3 και 5 φορές και παράδειγμα, χαρακτηριστικά έλεγα σε κάποιους: «Καλά χτες δεν ήσουν εδώ;» και μου 'λεγε: «Μα αυτό για να το χορτάσουμε πρέπει να κάτσω μία βδομάδα να βλέπω μία μία». 3 μέρες το είχαμε συνεχώς μέρα νύχτα και μέχρι το βράδυ αργά 11 και 12:00 η ώρα, μας παίρναν τηλέφωνο απ' τα διπλανά χωριά άνθρωποι που έχουν εδώ την οικογένειά τους, που κατάγονται από δω, και ερχόταν να το δουν και συγχρόνως γυρνούσαν πίσω στο σπίτι, την άλλη μέρα ή την παράλλη ή την ίδια, και έφερναν κάτι και έλεγαν: «Γράψε το όνομά μου, αυτό είναι απ' τη δικιά μου οικογένεια. Γράψε μου κάτι και για μένα, θέλω να υπάρχει του πατέρα μου το όνομα». Συγγνώμη που συγκινούμαι, αλλά όταν κάνεις κάτι με κόπο και βλέπεις ότι υπάρχει ανταπόκριση και χαρά του κόσμου, ξέρεις σε ξεκουράζει. Έτσι λοιπόν, συγκεντρώθηκαν ακόμα περισσότερα πράγματα και έχουμε πολύ περισσότερα απ' αυτά που βλέπεις, σε σημείο που φτάνω να λέω: «Ρε παιδιά, δεν θέλω άλλες σκάφες -ας πούμε- ή δεν θέλω άλλα δρεπάνια, έχουμε πάρα πολλά». Όλοι όμως θέλουν κάτι να προσφέρουν στον χώρο για να υπάρχει το όνομα της οικογένειάς τους. Μην ξεχνάς ότι τα χωριά μας μικραίνουν, ο ελληνικός πληθυσμός χάνεται και πάρα πολλά σπίτια και οικογένειες έχουν χαθεί από το χωριό. Οπότε όταν η τάδε απ' τη Θεσσαλονίκη ερχόταν και έβλεπε εδώ πέρα φωτογραφία τον πατέρα της και το όνομα του μπαμπά της, η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Εγώ θα προσπαθήσω να μαζέψω κι άλλα πράγματα, γιατί κάποια στιγμή ζούμε με ένα μεγάλο όνειρο, o πέτρινος συνεταιρισμός που υπάρχει στο πίσω μέρος του σχολείου να γίνει ένα όμορφο μουσείο, ένας πιο μεγάλος χώρος, με περισσότερη άνεση, που θα μπούνε και άλλα πράγματα, θα μπούνε και γεωργικά μηχανήματα και να αναδείξουμε ακόμα περισσότερο την παράδοση αυτού του τόπου.

Μ.Α.:

Ωραία. Το "μουσείο" -έτσι σε αποσιωπητικά που είπατε- που έχετε δημιουργήσει, ποιος είναι ο ρόλος του στην τοπική κοινωνία και ευρύτερα;

Ζ.Β.:

Θα θέλαμε πάρα πολύ να το κάνουμε επισκέψιμο σε σχολεία και να έρχονται και να δημιουργούνται και προγράμματα εδώ πέρα πολιτιστικά. Η αλήθεια είναι ότι όμως δεν είναι κάτι τόσο εύκολο. Γιατί όλοι που ασχολούμαστε με τον χώρο του μουσείου και τον χώρο μάλλον του συλλόγου μας είμαστε άνθρωποι που έχουμε ακόμα δουλειές, που δουλεύουμε, εγώ -παράδειγμα- είμαι δημόσιος υπάλληλος, άλλοι είναι ιδιωτικοί υπάλληλοι, άλλοι είναι στρατιωτικοί, οπότε δεν είναι τόσο εύκολο. Αυτό που κάνουμε με μεγάλη χαρά είναι οποισδήποτε τηλεφωνεί και θέλει να το δει, τον ανοίγουμε και συννενοούμαστε, τον κάνουμε ξενάγηση, του δείχνουμε τις φωτογραφίες, τα υλικά. Φυσικά, έχει επισκεφτεί ένα φροντιστήριο αγγλικών, έχει επισκεφτεί ένα σχολείο, λίγοι ξένοι, οι συγγενείς, οι χωριανοί, οι άνθρωποι που κατάγονται από δω, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή να τηλεφωνήσουν, έρχονται, ανοίγουμε. Και φυσικά, την εβδομάδα των εκδηλώσεων που κάνουμε τριήμερες εκδηλώσεις, αλλά μια εβδομάδα είμαστε εδώ και προετοιμαζόμαστε και οργανωνόμαστε, είναι ανοιχτά και έρχεται και το επισκέπτεται..., άνθρωποι απ' όλη την περιοχή.

Μ.Α.:

Οι δράσεις και οι τρόποι λειτουργίας του μουσείου;

Ζ.Β.:

Μαρία, δεν θα μπορέσω να σου πω ότι έχουν ιδιαίτερες δράσεις το μουσείο. Η δράση του και μόνο ήταν..., σκοπός ήταν να μαζέψει πράγματα για να θυμίζει παλιές καταστάσεις. Σκέψου ότι υπάρχουν 3.000 φωτογραφίες, από το 1904 η πρώτη, πριν φύγουν οι Θρακιώτες από την πατρίδα, μέχρι το 1900 βάλαμε, δεν το επεκτείναμε περισσότερο. Δεν έχουμε κάποια ιδιαίτερη δράση, εκτός την επίσκεψη, που έρχονται οι άνθρωποι, βλέπουν, φέρνουν πράγματα, κάθονται, συναντάνε τους ανθρώπους τους. [00:20:00]Μια φορά άκουσα μια γιαγιά να μιλάει και τη λέω: «Με ποιον μιλάς;», λέει: «Με τη θεία μου, τη βλέπω και μιλάω μαζί της». Δεν μπορούμε αυτήν τη στιγμή, σε αυτήν τη φάση της ζωής μου, να κάνω κάποια εκπολιτιστικά προγράμματα εδώ μέσα, κάποια προγράμματα που θα μπορούσαμε. Κάποια στιγμή όμως μελλοντικά το 'χουμε στόχο και σκοπό. Αυτήν τη στιγμή η δράση του είναι να θυμίζει στους ανθρώπους το όμορφο χωριό, γιατί στη δεκαετία του ΄50, ΄60 και ΄70, το χωριό μου έσφυζε από ζωή. Υπήρχε απ' το 1949 ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία έπαιζε με μπλούζες κανονικά, με καταστατικά με, με… Το 1933 συνεταιρισμός αγροτικός. Το 1956-'60 θεατρική ομάδα που τριγυρνούσε στα χωριά και έκανε παραστάσεις για να συγκεντρώνει χρήματα για να βοηθάει την εκκλησία και το σχολείο, με πολλά καφενεία, με πολλές ταβέρνες. Περνούσε ο παλιός επαρχιακός -μάλλον συγγνώμη- διεθνής δρόμος Αθηνών-Θεσσαλονίκης μέσα απ' το χωριό και το χωριό έσφυζε από ζωή και είχε ανθρώπους πρωτοποριακούς. Γιατί οι άνθρωποι από τη Θράκη ήταν πρωτοποριακοί, τους ακολούθησαν και οι Ρουμλουκιώτες που ήταν πιο ανοιχτόμυαλοι και το χωριό έσφυζε από ζωή. Υπήρχε κινηματογράφος στο χωριό, υπήρχαν σχεδόν όλα τα επαγγέλματα, οι άνθρωποι αυτοεξυπηρετούνταν. Τώρα, δυστυχώς, το χωριό έχει λιγοστούς κατοίκους, έχουμε μείνει πολύ λίγα άτομα. Αυτοί όμως που μείναμε αγαπάμε πάρα πολύ τον τόπο μας και προσφέρουμε σ' αυτόν. Μακάρι τα όνειρά μου να γίνουν πραγματικότητα και όλα αυτά που σκέφτομαι γι' αυτό το μικρό χωριό -που ήταν ένα απ' τα όνειρα που ήταν και αυτό το μουσείο- να γίνουν πραγματικότητα και αυτά.

Μ.Α.:

Είπατε και πιο πριν ότι η Κυψέλη ανήκει στο Ρουμλούκι, επομένως, δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω, ποια είναι η σχέση του Ρουμλουκιού σήμερα με το μουσείο;

Ζ.Β.:

Η σχέση του Ρουμλουκιού με το μουσείο... Μέσα στο μουσείο υπάρχουν πάρα πολλές φωτογραφίες που δείχνει τον τρόπο ζωής των Ρουμλουκιωτών. Παράδειγμα, υπάρχουν φωτογραφίες από τους γάμους, τη νύφη που προσκυνάει, τη νύφη που σπάζει το κουλίκι, απ' τους ζουρνατζήδες, υπάρχουνε πράγματα που ανήκουν στον παλιό τρόπο ζωής των Ρουμλουκιωτών. Υπάρχουν το στρωμένο τραπέζι που είναι από ρουμλουκιώτικη οικογένεια, υπάρχει το κρεβάτι που είναι από ρουμλουκιώτικη οικογένεια. Δηλαδή τα αντικείμενα που εκθέτουμε, πάρα πολλά είναι από ρουμλουκιώτικες οικογένειες, όπως και οι φωτογραφίες. Είναι μία άυλη, θα μπορούσα να πω, όχι δεν είναι άυλη, συγγνώμη, είναι υλική κληρονομιά που υπάρχει μέσα -των Ρουμλουκιωτών- μέσα σ' αυτόν τον χώρο.

Μ.Α.:

Τι άλλο φιλοξενεί το μουσείο;

Ζ.Β.:

Το μουσείο φωτογραφίες, γύρω στις 3.000, αντικείμενα οικιακής χρήσης, γεωργικά αντικείμενα, αντικείμενα του σπιτιού, έπιπλα, διακοσμητικά είδη. Φυσικά, δεν είναι όλα των ίδιων δεκαετιών. Αλλά κατ' αρχήν, να σου πω ότι υπάρχουν και αντικείμενα που έχουν έρθει απ' την πατρίδα, που τα 'χουν φέρει από κει και τα εκθέτουμε, με τα δικά τους ονόματα, γιατί οι Ρουμλουκιώτες με τους Θρακιώτες δεν έχουν ακριβώς την ίδια διάλεκτο σε κάποια πράγματα. Δηλαδή, παράδειγμα, το ποτήρι οι Ρουμλουκιώτες το λένε «κουκούμι», ενώ οι Θρακιώτες το λένε «μαστραπά». Οπότε θα δεις γράφω «μαστραπάς», γιατί μου το 'δωσε Θρακιώτης, ενώ αν μου δώσει Ρουμλουκιώτης γράφω «κουκούμι», για να καταλάβεις μία διαφορά. Προίκες πολλά, υφαντά, κιλίμια, στρωσίδια, φλοκάτες συνθέτουν αυτήν τη μεγάλη μας έκθεση. 

Μ.Α.:

Ωραία. Τώρα θέλω λίγο να ξεκινήσουμε πιο περιγραφικά την έκθεση, θέλω να μας αφηγηθείτε λίγα πράγματα για το σχολείο στα παλιά χρόνια, που υπάρχει και έκθεμα αντίστοιχο εδώ.

Ζ.Β.:

Ο χώρος που φιλοξενούμαστε τώρα, που είναι το καινούργιο δημοτικό σχολείο, χτίστηκε το 1998. Κρίθηκε ακατάλληλο το προηγούμενο, παρόλο που ήταν πέτρινο και προσωπική μου άποψη ήτανε έπρεπε να αντικατασταθεί μόνο η σκεπή και τα παράθυρα και να μην γκρεμιστεί. Τέλος πάντων, έτσι αποφάσισαν τότε οι αρχές. Ο χώρος, λοιπόν, χτίστηκε το 1998, το παλιό δημοτικό σχολείο χτίστηκε από προσπάθειες και αγώνες όλων των κατοίκων που τότε εγκαταστάθηκαν στο χωριό το 1933. Πέτρινο σχολείο με ένα ιδιαίτερο τότε πάτωμα, ένα ψηφιδωτό πάτωμα πανέμορφο με δύο μεγάλες αίθουσες που άνοιγαν με έναν ξύλινο διάκοσμο και γινόταν ενιαίος χώρος. Γινότανε μέσα οι συνελεύσεις του αγροτικού συνεταιρισμού, οι συνελεύσεις της αγροτικής [Δ.Α.] -είναι οι μηχανές που υπήρχαν κάποια στιγμή, βαμβακομηχανές στο χωριό- οι γιορτές οι εθνικές την 25η Μαρτίου, την 28η Οκτωβρίου και έξω είχε μία χτιστή εξέδρα, όπου γινόταν τα πανηγύρια και οι χαρές των ανθρώπων του χωριού και των εκδηλώσεων, φυσικά, του σχολείου. Το παλιό δημοτικό σχολείο, περίπου ως το 1998, ομόρφαινε το κέντρο του χωριού, έχουμε πάρα πολλές φωτογραφίες και πολλές θυμήσες. Εγώ τελείωσα το διθέσιο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης και το λέω με καμάρι, ένα δημοτικό σχολείο μικρό, όμορφο, παλιό, στο οποίο έχω ιδιαίτερες θυμήσες, πολλά συναισθήματα μέσα στο μυαλό μου, τους φίλους μου, τους συμμαθητές μου, τα παιδιά του χωριού που μεγαλώσαμε μαζί, που μας ενώνουν πάρα πολλά και κάθε πέτρα και να σηκώσεις, έχουμε από κάτω κάτι να θυμηθούμε. Αυτό είναι το καλό ότι σε κάθε κοινωνία οι άνθρωποι πρέπει να 'ναι ενωμένοι και αγαπημένοι, γιατί τους ενώνουν πολλά πράγματα απ' τα παιδικά τους χρόνια. Το παλιό δημοτικό σχολείο, λοιπόν, χτίστηκε από τις προσπάθειες των ανθρώπων οι οποίοι έκαναν εράνους, δωρεές για να συγκεντρώσουν χρήματα για να μπορέσουν -φυσικά, βοήθησε και το κράτος- για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν και να δημιουργήσουν το παλιό δημοτικό σχολείο. Το νυν έγινε από τη νομαρχία και δυστυχώς λειτούργησε για λίγα χρόνια, γιατί μειώθηκαν οι άνθρωποι του χωριού με αποτέλεσμα μειώθηκαν και τα παιδιά και μεταφερθήκαν στο Δημοτικό Σχολείο Αγκαθιάς και έχει πλέον την επωνυμία «Δημοτικό Σχολείο Αγκαθιάς-Κυψέλης». Υφίσταται σαν σχολείο, αν κάποια στιγμή μαζευτεί ο ανάλογος αριθμός, μπορεί να ξαναλειτουργήσει.

Μ.Α.:

Θέλω να σας πάω χρόνια πίσω να μου πείτε τι θυμάστε από τα μαθητικά σας χρόνια, εδώ στο διθέσιο δημοτικό.

Ζ.Β.:

Θυμάμαι χαρούμενα παιδιά, ξέγνοιαστα παιδιά, κορίτσια με μπλε ποδιές, σεμνά ντυμένα, χωρίς κοντά παντελονάκια και χτενισιές στα μαλλιά και βαμμένα μαλλιά που συναντάμε τώρα στα δημοτικά. Αγοράκια με κοντά παντελονάκια, όχι πολύ κοντά, σκαφτά, και μακριά παντελόνια, να παίζουν, να προσπαθούν να μάθουν. Αυστηροί δάσκαλοι, δάσκαλοι μιας άλλης εποχής, καθότι είμαι εκπαιδευτικός μπορώ να κρίνω. Λιγοστές γνώσεις, λιγοστά πράγματα μάς δίνανε, γιατί δεν υπήρχαν τα μέσα. Αλλά υπήρχαν άνθρωποι, παιδιά που μέσα από δω αποφοίτησαν και σπούδασαν, ασχολήθηκαν με την πολιτική, πήραν πτυχία, δούλεψαν σε ανώτερες σχολές, σε αξιόλογες υπηρεσίες, γιατί υπήρχε πάντα η χαρά. Τα παιδιά, λοιπόν, αυτά είχαν μεράκι και ζήλο να μάθουν γράμματα, εξάλλου τους παρακινούσαν και οι γονείς τους. Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια τους δικούς μου γονείς να λένε: «Να σπουδάσεις, να φύγεις από δω, να φύγεις απ' τη γεωργία», εξάλλου ήταν μια γενιά που είχε δουλέψει για τους γονείς τους, γι' αυτούς και για τα παιδιά τους. Οπότε παρότρυναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν και να φύγουν. Συνετέλεσε σε αυτό το ότι ήταν και πολύ ανοιχτόμυαλοι και άνθρωποι που πήγαιναν γυμνάσιο, όταν έφυγαν απ' την πατρίδα, οι Θρακιώτες, οι οποίοι οι ίδιοι σε παλιότερες γενιές τούς παρακινούσαν. Δηλαδή να φανταστείς ότι έχουμε ανθρώπους που είναι 90 χρονών στο χωριό, που έχουν σπουδάσει δάσκαλοι, γεωπόνοι, πολιτικοί μηχανικοί, καθότι οι δικοί τους άνθρωποι ήταν ανοιχτόμυαλοι, λίγα χωράφια τούς έδωσε τότε το κράτος να δουλεύουν, προσπαθούσαν να χτίσουν τις ζωές. Έτσι λοιπόν, από μικρή ηλικία, βλέποντας πρότυπο άλλους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν πολύ μεγαλύτεροι από μένα, 50 χρονών τότε και 60, μορφωμένοι και σπουδαγμένοι, αλλά ακόμα και τα άλλα τα παιδιά, εικοσάρηδες που σπούδαζαν στα πανεπιστήμια, πολλά παιδιά απ' το χωριό σπούδασαν, γιατί είχαν πρότυπο μεγαλύτερους ανθρώπους, που να φανταστείς λίγο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, μπόρεσαν και τα κατάφεραν να σπουδάσουν σε ανώτατες σχολές του ελληνικού κράτους.

Μ.Α.:

Ωραία, μία άλλη θεματική που αναπτύσσει το μουσείο εδώ είναι ο γάμος στο Ρουμλούκι.

Ζ.Β.:

Ναι. Υπάρχουν φωτογραφίες, φυσικά, από τα έθιμα του γάμου. Υπάρχουν..., είναι ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα στις νύφες: την ώρα που προσκυνά, την ώρα που φεύγει απ' το σπίτι και κόβει το κουλίκι, το κλίκι, την ώρα που κάνει τον τελευταίο χορό έξω απ' το πατρικό της, την ώρα που ρίχνει το μήλο, γιατί παλιότερα οι Ρουμλουκιώτισσες έριχναν και μήλο στην είσοδο της εκκλησίας ή άλλες στην είσοδο του σπιτιού. Έχουμε κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στις νύφες της εποχής, των παλαιότερων ετών, και έχουμε πάρα πολλές φωτογραφίες να χορεύουν με τους [00:30:00]ζουρνάδες ή με το ακορντεόν, γιατί οι Θρακιώτες χόρευαν με ακορντεόν, οι Ρουμλουκιώτες με ζουρνάδες. Τα γλέντια που γινόταν μετά που επέστρεφαν απ' την εκκλησία, γιατί τότε οι γάμοι, ξέρεις, γινόταν Κυριακή μεσημέρι και επέστρεφαν μετά στο πατρικό του άντρα, τους υποδεχόταν η μάνα, τους κερνούσε γλυκό, να είναι γλυκή η ζωή τους, τους βάζαν να πατάνε σε σίδερο για να 'ναι σιδερένιος ο γάμος τους, να έχει καλές βάσεις. Και εκεί δώριζε η νύφη τα δώρα στον πεθερό, στην πεθερά, στον κουνιάδο, στις κουνιάδες, στα μπατζανάκια, στις συννυφάδες και γινόταν ένα γλέντι, τραπέζια στρωμένα με σουφράδες, με πιάτα, με πιρούνια και γινόταν ένα δεύτερο γλέντι. Βασικά τότε ήταν το γλέντι ουσιαστικά του γάμου και υπάρχουν άπειρες φωτογραφίες έξω απ' την εκκλησία ή στα γλέντια μετά που επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού.

Μ.Α.:

Η διαδικασία...;

Ζ.Β.:

Ακόμα, ξέχασα και με τα προικιά. Φωτογραφίες που κουβαλάνε τα προικιά της νύφης, φωτογραφίες που με τα κάρα πηγαίνουν τη νύφη και τα προικιά ακολουθούν, φωτογραφίες που κάποιες αργότερα, λίγο νεότερες, να πηγαίνουν τα προικιά λίγες μέρες πριν. Φωτογραφίες απ' το δείξιμο της προίκας γιατί ήταν έθιμο τότε να δείχνουν και την προίκα και να πηγαίνουν οι συγγενείς και η γειτονιά και οι φίλοι και να επισκέπτονται και να ασημώνουν, να κερνάνε την προίκα και τη μάνα που τα 'φτιαξε όλα αυτά και τη νύφη, την υποψήφια νύφη. Έχει δηλαδή απ' όλες τις φάσεις του γάμου, ακόμα και φωτογραφίες που έχουν που πλένουν τα προικιά και προετοιμάζονται για να τα δείξουν και να πάει ο κόσμος να τα επισκεφτεί.

Μ.Α.:

Το στρώσιμο του κρεβατιού της νύφης;

Ζ.Β.:

Το στρώσιμο του κρεβατιού της νύφης δεν γινόταν έντονα εδώ στο Ρουμλούκι, γινόταν απ' τους Θρακιώτες περισσότερο. Εμείς εδώ, τουλάχιστον στο χωριό μου, στρώσιμο νύφης δεν θυμάμαι να γινόταν ιδιαίτερα. Θυμάμαι ότι όταν έστρωναν την προίκα που έβαζαν ένα αγοράκι να περπατήσει πάνω στο νυφικό κρεβάτι για να γεννήσει η νύφη αγόρι, να 'ναι το πρώτο της παιδί αγόρι. Δεν θυμάμαι ιδιαίτερα να υπάρχει έμφαση και ιδιαίτερη τελετή κατά τη διάρκεια του στρωσίματος απ' τους Ρουμλουκιώτες, απ' τους Θρακιώτες, ναι.

Μ.Α.:

Σίγουρα έχετε συμμετάσχει σε πάρα πολλά γλέντια και τώρα και παλιότερα και ως μικρή, πώς γινόταν τα γλέντια εδώ στο Ρουμλούκι;

Ζ.Β.:

Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό τώρα είναι στον γάμο της πρώτης μου ξαδέρφης, να είμαι 9 χρονών, και εκεί που παίζω με τα πιτσιρίκια στην αυλή σαββατόβραδο, προγλέντι ας το πούμε, πριν τον γάμο, και την άλλη μέρα ακολουθούσε ο γάμος, μία τεράστια αυλή με τραπέζια στρωμένα, οι γυναίκες να τηγανίζουν σε μεγάλες κατσαρόλες -να θυμηθώ τη λέξη, όχι κατσαρόλες- μπακράτσες, πατάτες, να ζυμώνουν και να τηγανίζουν κεφτεδάκια, να ψήνουν κοτόπουλα στους φούρνους της γειτονιάς. Θυμάμαι, λοιπόν, ένα τέτοιο γλέντι, 9 χρονών, στης πρώτης μου ξαδέρφης και ξαφνικά να ακούω τον ζουρνά να σταματάει και να τραβάνε στο γλέντι μία γιαγιά, μία ηλικιωμένη, να την κρατάνε 2-3 άτομα και να χορεύει έναν παλιακό. Χόρευε μάλλον ή «μπόεμτσα» ή «της Μαρίας», ένα από τα δύο, δεν ξέρω ποια ήταν η αγαπημένη της μελωδία, γιατί ήμουν πολύ μικρή. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τις κινήσεις των χεριών της, τις κινήσεις του μαντιλιού. Μάλιστα, την κοιτούσα με τόσο θαυμασμό και τόσο δέος, που νόμιζα έκανε ότι κάτι το εξωπραγματικό, πού να ξέρω ότι μετά από 15-20 χρόνια θα μιμούμαι αυτήν τη γιαγιά, θα χορεύω όπως την μπάμπω, τη γιαγιά τη Μαρίκα την Κοκκινοπούλου, η Πούλιου -το πειραχτικό της οικογενείας- και να χορεύω σαν αυτή. Είναι μια εικόνα που μ' έχει αποτυπωθεί μέσα στα μάτια. Και μετά ένα παππού, τον παππού τον μπαρμπα-Θύμιο τον Κωστόπουλο ή Καλυβιώτη, να βγαίνει και να χορεύει της «γκάιντας», τη μελωδία της «γκάιντας» και να γίνεται πανικός από χειροκροτήματα και από κεράσματα στα όργανα. Δεν πρόλαβα μεσοχώρια, φυσικά, τα παλιά τα μεσοχώρια γινόταν στο κέντρο του χωριού, μαζευόταν κάθε απόγευμα, Κυριακή απόγευμα. Οι γυναίκες τραγουδούσαν, χόρευαν, σ' εμάς εδώ γινόταν κοντά στο σπίτι του Φώτη του Βεσυρόπουλου που είχε ένα μεγάλο δέντρο και εκεί μαζευόταν και χόρευαν και τραγουδούσαν, άλλοτε με τη συνοδεία γκάιντας, άλλοτε με τη συνοδεία ζουρνά και άλλοτε με το στόμα. Εγώ θυμάμαι τα γλέντια και τα πανηγύρια στους γάμους που όλη τη νύχτα παίζαμε, όλη τη νύχτα χορεύαμε, πιανόμασταν και εμείς εκεί πίσω να χορέψουμε «συρτό», να προσπαθήσουμε να μάθουμε «πατινάδα», «πατρώνα». Και θυμάμαι να κοιμόμαστε στις καρέκλες, γιατί να κοιμάται τώρα ένα παιδί στην καρέκλα ήταν πάρα πολύ συνηθισμένο στα πανηγύρια, να κοιμόμαστε στις καρέκλες και να μας ξυπνάνε αργά τα ξημερώματα οι γονείς μας για να πάμε σπίτι, να επιστρέψουμε. Ή γάμους πολλών ξάδερφών μου, γιατί τυγχάνει ο πατέρας μου ήταν πιο αργότερα παντρεμένος και είχα πολλά πρώτα και δεύτερα ξαδέρφια που παντρεύτηκαν, όταν εγώ ήμουν μικρό παιδί, να περπατάω στον δρόμο και να χορεύω «συρτό» ή να με μαθαίνει η μάνα μου «συρτό» και «πατινάδα» για την ώρα που φεύγουμε απ' τον γάμο ή την ώρα που πηγαίνουμε. Και εμείς ώρες ατελείωτες να τριγυρνάμε γύρω απ' τα τραπέζια, να ακούμε μουσική, να παίζουμε κρυφτό, να πηγαίνουμε να χορεύουμε. Εγώ ειδικά μ' άρεσε πολύ να χορεύω και όταν γινόταν γλέντια και γάμοι, πω πω πω τι χαρά που είχα που θα πάω να πιαστώ και καμάρωνα ότι κατάφερνα τα βήματα, γιατί είχα το ρυθμό έντονα μέσα μου, οπότε μπορούσα να πιάσω τα βήματα του «συρτού» ή της «γκάιντας» ή της «πατινάδας» και να χορέψω. Θυμάμαι γλέντια στα καφενεία του χωριού που να 'ρχονται οι ζουρνάδες στα πανηγύρια και να χορεύουν, να χορεύει ο κόσμος. Όμορφα, παλιά χρόνια, ξέγνοιαστα χρόνια, χρόνια αγνά. Θεωρώ ότι δεν υπήρχε τόσο πολύ το μίσος, υπήρχε αλληλοβοήθεια του κόσμου. Πήγαιναν στα χωράφια, αλληλοβοηθούσε ο ένας τον άλλον, στα καλαμπόκια, στα παντζάρια. Τώρα έχουν αλλάξει τα δεδομένα, είμαστε αλλιώς. Πάντως τα πανηγύρια και οι γάμοι είναι αποτυπωμένοι μέσα στα μάτια μου και μέσα στο μυαλό μου και όταν κλείνω πολλές φορές και έρχομαι και σκέφτομαι παλιές καταστάσεις, θυμάμαι αυτούς τους ηλικιωμένους να χορεύουν, γύρω γύρω να 'ναι τα όργανα, οι ζουρνάδες. Ο συγχωρεμένος ο Θωμάς ο Πάτμος, ο Παναγιωτόπουλος, ο Γιώργης, ο Ζαφειρίου ο Γιώργης, αυτούς έτσι πιο πολύ θυμάμαι στα παλιά χρόνια και να παίζουν παλιακά τραγούδια και να χορεύουν. Θυμάμαι στους γάμους που πήγαιναν με τα όργανα στην εκκλησία, βέβαια ακόμα και τώρα, αλλά πιο παλιά υπήρχε να κουβαλάνε τις μπομπονιέρες, κουβαλάνε τα δώρα της νύφης, του γαμπρού. Μπροστά τα όργανα, ακόμα πιο μπροστά ο κόσμος που χόρευε τις «πατινάδες». Θυμάμαι να κερνάνε στους γάμους τα τσίπουρα και τα κουφέτα, να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, να καλούν με τσίπουρο και κουφέτο. Και ήταν το παράπονό μου που δεν τα κατάφερα να το κάνω στον δικό μου γάμο, γιατί μας συνέβη ένα πένθος και δεν μπόρεσε ο φίλος μου που μου είχε υποσχεθεί να κεράσουμε και να καλέσουμε έτσι χωρίς προσκλητήρια και μπομπονιέρες, αλλά με ρακί, τσίπουρο στα χέρια και ποτηράκια και κουφέτα μέσα σ' ένα μπολ και να κερνάς και να καλείς για τον γάμο. Θυμάμαι να γυρνάνε απ' την εκκλησία στα σπίτια και να πηγαίνουμε εμείς πιτσιρίκια, αν ήμασταν καλεσμένοι, μέσα στην αυλή, αν ήμασταν ακαλεσμένοι, έξω απ' την αυλή και να κοιτάμε όλο το τελετουργικό της επιστροφής του γαμπρού, των νεόνυμφων, στο πατρικό του. Εντάξει, δεν είμαι πάρα πολύ μεγάλη, αλλά δεν είμαι και μικρή, πρόλαβα, πρόλαβα μαγιές Ρουμλουκιωτών που τώρα δεν υπάρχουν, πρόλαβα ανθρώπους που χόρευαν Ρουμλούκι. Έμαθα από παλιούς παππούδες, έμαθα από παππούδες απ' τη Μελίκη, απ' την Κυψέλη, απ' την Αγκαθιά, απ' την Επισκοπή, απ' το Λουτρό, απ' την Ξεχασμένη, που χόρευαν τα παλιακά και ήταν οι μεγάλοι μας δάσκαλοι. Αυτοί μας έμαθαν πώς να κουνάμε το μαντίλι, πώς να παίρνουμε το ύφος του Ρουμλουκιού, πώς να βγάζουμε την κίνηση απ' το μαντίλι, τα εσώψυχά μας, πώς να κάνουμε τα μικρά βήματα, πώς να κάνουμε τις φιγούρες, πώς να κάνουμε τα τσαλίμια, πώς να κάνουμε τις φούρλες, τα καθίσματα και όλα αυτά τα σχετικά.

Μ.Α.:

Τι ήταν αυτό που σας τραβούσε στους παππούδες και θέλατε να μάθετε κι εσείς απ' αυτούς να χορεύετε;

Ζ.Β.:

Το ανάφερα πριν ότι καθετί παλιό, καθετί που είχε περάσει και είχε ξεθωριάσει με τον χρόνο με τραβούσε και με προσέλκυε. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα αφηγηματική, αλλά ήταν ιδιαίτερα αφηγηματική η φίλη της, η Ελένη η Σλαβούδη, ή ο παππούς ο Συμαγώνης ο Κουτάκος, είναι ο Κουτάκος, που ερχόταν σπίτι μου και έλεγε ώρες ατελείωτες ιστορίες, πώς έφυγαν απ' την πατρίδα, πώς καθόταν στην πατρίδα, πώς ανέβηκαν στο τρένο, πώς τους πετροβολούσαν οι Τούρκοι, πώς ανέβηκαν στο καράβι, πώς κατέβηκαν στην Καλαμαριά, πώς τους απολύμαναν, πώς πήγαν στο Χαρμάνκιοϊ και μένανε σε μεγάλες σκηνές του στρατού, πώς πήραν τον δρόμο για να βρουν το χωριό να μείνουν εδώ, πώς ήρθαν, πώς τους έδιωχναν οι ντόπιοι, πώς έπιασε βροχή και έγιναν μούσκεμα, πώς ξεκίνησαν να χτίζουν τα πρώτα σπίτια, πώς έχαναν τις οικογένειές τους, τους ανθρώπους τους, τους φίλους τους, με πόσες δυσκολίες ξεκίνησαν τη νέα ζωή, πώς ζητιάνευαν, πώς αναγκάστηκαν να ζητιανέψουν. Και τα άκουγα με ανοιχτό το στόμα και τα παρακολουθούσα. Μάλιστα, με είχαν καταλάβει αυτοί ότι εγώ μου άρεσαν και με έλεγαν: «Εσύ νομίζεις ότι τώρα είναι παραμύθι αυτό που σου λέμε, ε; Αλλά εμάς είναι..., αυτά τα ζήσαμε, αυτά περάσαμε». Καθετί παλιό, καθετί παλιά ιστορία, καθετί παλιό αντικείμενο, καθετί παλιά φωτογραφία, με τραβούσε, με προσέλκυε, με μαγνήτιζε, με κεντρούσε το ενδιαφέρον. Συνέβαλε πάρα πολύ ότι πέρασα ΤΕΦΑΑ και εκεί μπλέχτηκα πιο [00:40:00]έντονα με τον παραδοσιακό χορό. Είχαμε τότε έναν σύλλογο στο χωριό, που για λίγο καιρό δραστηριοποιήθηκε, ο ίδιος σύλλογος που είμαστε και τώρα. Οπότε πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, με δόθηκαν άλλες ευκαιρίες, πήγα και στη Θρακική Εστία Θεσσαλονίκης, γνώρισα παιδιά που ασχολούνταν με τον χορό, γνώρισα παιδιά που αγαπούσαν την παράδοση, γνώρισα παιδιά που είχαν μουσικά όργανα, παίζαν μουσική. Και αφού μπήκα στα ΤΕΦΑΑ και με προσέλκυε και με μαγνήτιζε και με ενδιέφερε και άρχισα να λατρεύω, να αγαπάω, να νοιάζομαι, να θέλω να ασχοληθώ μόνο μ' αυτό που λέγεται παραδοσιακός χορός, και μου δόθηκε η δυνατότητα, έχοντας δάσκαλο τον μεγάλο και μοναδικό δάσκαλο, τον Γιάννη τον Πραντσίδη απ' το Αιγίνιο Πιερίας, να μπω μέσα στην ειδικότητα, να μυηθώ στον χορό, να μάθω πράγματα, να αλλάξω τρόπο σκέψης, να γίνω επαγγελματίας χοροδιδάσκαλος. Τα πρώτα χρόνια θεωρώ πως έκανα και λάθος στη διδασκαλία μου σε πολλά πράγματα, αλλά με την τριβή, με την πάροδο του χρόνου, με την αγάπη, με τον σεβασμό, όλα αυτά που με δίδαξαν και όλα αυτά που με ενέπνεε και μ' έβγαζε ο παραδοσιακός χορός, ασχολήθηκα επαγγελματικά εδώ και 29 χρόνια. Διδάσκω σε σεμινάρια στην Ελλάδα, στο εξωτερικό, έχω διδάξει στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στη Στουτγκάρδη, στη Ζυρίχη, στη Βενετία..., στη Βασιλεία, στο Αμβούργο, στο Μόναχο. Με έχουν κάνει πρόσκληση για τον Καναδά, αλλά κάποιο τυχαίο συμβάν εκεί, οι ομογενείς, δεν τα κατάφερα. Στην Ελλάδα έχω διδάξει στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στο Αγρίνιο, στην Καρδίτσα, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά, στη Λευκάδα, στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Κατερίνη, στη Λάρισα και σε πάρα πολλούς άλλους συλλόγους, που αυτήν τη στιγμή μού διαφεύγουν, σε Έλληνες που ασχολούνται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με τον παραδοσιακό χορό, αλλά και σε πολλά σεμινάρια που γίνονται στο εξωτερικό. Είναι τρόπος ζωής πλέον, είναι τρόπος καθημερινότητας. Χωρίς παραδοσιακό χορό, χωρίς μουσική, χωρίς ζουρνάδες, χωρίς νταούλια, χωρίς γκάιντες και κλαρίνα, δεν υπάρχει για μένα ζωή. Ακόμα και η μουσική μέσα στο αυτοκίνητο -θα μ' ακούσεις- έτσι ακούω. Αυτό που κάνω το λατρεύω, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Στη ζωή μου λάτρεψα δύο πράγματα: τον γιο μου και την παραδοσιακή μουσική και φυσικά την οικογένειά μου. Ήμουν πολύ τυχερή θεωρώ, διορίστηκα στα 5 μου πρώτα χρόνια, δούλεψα ως ιδιωτικός υπάλληλος σε γυμναστήρια, σε συλλόγους και μετά λόγω του ΑΣΕΠ τα κατάφερα και διορίστηκα, αλλά πιο σημαντική είναι ότι γνώρισα ανθρώπους όπως τον Αχιλλέα τον Τσιάρα, όπως τον Γιώργη το Μελίκη που γίναμε μία παρέα. Μπλέχτηκα με τα σεμινάρια του Γιάννη του Πραντσίδη, γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους μέσα εκεί, τον Λευτέρη τον Κορναράκη, τον Βαγγέλη τον Τσαγανό, τον Αποστόλη τον Σκρέκα, τον Γιώργο τον Πολίτη και άλλα παιδιά που με διαφεύγουν τώρα τα ονόματά τους, τον Βασίλη τον Τερζή και όλοι αυτοί γίναμε μια παρέα, αναπτύξαμε τον παραδοσιακό χορό, τον μεγαλειώσαμε, του δώσαμε άνοδο, πασχίσαμε γι' αυτόν. Όταν εγώ ξεκίνησα αυτόν τον σύλλογο με τα υπόλοιπα παιδιά που σου ανάφερα το συμβούλιο πριν, εδώ δεν υπήρχε μία καρφίτσα. Και όμως, με λαχεία, με χορούς, με εράνους, με προσπάθειες, με παρακαλητά, με αιτήματα, με διαβήματα, υπουργεία, νομαρχίες, δήμους, καταφέραμε να έχουμε μία πλούσια ιματιοθήκη, καταφέραμε να ζωντανέψουμε τη μικρή κοινωνία του χωριού. Και όλο αυτό που έκανα εγώ το 'καναν και άλλοι δάσκαλοι σε όλη την Ελλάδα, προσπαθήσαμε να κρατήσουμε ατόφιο τον παραδοσιακό χορό, χωρίς υπερβολές, χωρίς χορογραφίες, αλλά όπως τα μαθαίναμε και τα βλέπαμε απ' τους ηλικιωμένους παππούδες και γιαγιάδες που επισκεπτόμασταν τα χωριά.

Μ.Α.:

Όσον αφορά τις αγροτικές ασχολίες εδώ στην περιοχή, εδώ το μουσείο φιλοξενεί πάρα πολλά αγροτικά αντικείμενα.

Ζ.Β.:

Και έχουμε βρει κι άλλα, Μαρία, αλλά δεν έχουμε τον χώρο να τα βάλουμε. Φυσικά δεν υπήρχαν τότε οι μηχανές, με τα χέρια οι άνθρωποι, με τα δρεπάνια, με τα φτυάρια, με τις δαγκάνες, και τώρα τα άλλα που μου διαφεύγουν τα ονόματα, σκεπάρνια. Προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τη γη, να φυτέψουν, να σπείρουν, να θερίσουν, να μαζέψουν, να πουλήσουν. Μηχανές που κάνουν το καλαμπόκι, που το ξεσπυρνάνε, καπνομηχανή έχουμε βρει. Έχουμε βρει πάρα πολλά πράγματα, πατητήρια που πατούσαν, βαρέλια, που βάζαν μέσα το τσίπουρο -κολλάω στο όνομα τώρα, κόλλησα συγγνώμη- ντραμιτζάνες, που κάνανε, γιατί είχαμε πολλά αμπέλια πάνω εδώ στο χωριό, είχαν ο καθένας από ένα στρέμμα αμπέλι και έσπερνε αμπέλια. Τότε μην ξεχνάς ότι οι άνθρωποι προσπαθούσαν αυτά που καλλιεργούν να τους καλύπτουν και τις καθημερινές τους ανάγκες. Σιτάρι για να 'χουν το αλεύρι για το ψωμί τους, έσπερναν φασόλια, τα θέριζαν, έχω φωτογραφίες που θερίζουν φασόλια για να έχουν να... ή ρεβίθια για να τρέφονται, είχαν αμπέλια για να μπορούν να κάνουν το κρασί τους και για φρούτα, πάνω στα αμπέλια είχε πολλές αχλαδιές για να πηγαίνουν να παίρνουν φρούτα το καλοκαίρι να τρώνε. Είχαν μεταξοσκώληκες στα σπίτια τους για να παίρνουν το μετάξι, έκαναν εκτροφή μεταξοσκώληκα για να κάνουν τα ρούχα τους. Έσπερναν στο λαχανόκηπό τους κρεμμύδια, πράσα, σκόρδα, μαϊντανό, μαρούλια για να μπορέσουν να τρέφονται καθημερινά, είχαν ροδιές στα σπίτια τους. Οι άνθρωποι, λοιπόν, έπρεπε αναγκαστικά, αφού καλλιεργούσαν μόνοι τους τη γη, να βρούνε μηχανήματα των χεριών για να μπορέσουν να έχουν καλύτερη απόδοση. Με την πάροδο του χρόνου, φυσικά, μπήκε και η βιομηχανική επανάσταση, άλλαξε ο τρόπος ζωής, άρχισαν να μπαίνουν οι μηχανές, να σταματάνε τα χέρια και να εξελίσσεται η γεωργία. Εγώ θυμάμαι στη δεκαετία που ήμουν μικρό παιδί, στη δεκαετία του ΄70, ο μπαμπάς μου είχε ένα μικρό τρακτεράκι με πλατφόρμα και τώρα στο πατρικό μου το σπίτι μέσα ο αδερφός μου έχει 5 τρακτέρ, 5 αγροτικά, 10 καρούλια και άλλα τόσα. Κάποτε κουβαλούσαμε τους σωλήνες γραμμή γραμμή για να ποτίσουν και τώρα έχουν καρούλια, έχει αλλάξει ο τρόπος και έχει εξελιχθεί, όπως σε όλους τους τομείς, έτσι και η γεωργία. Η αλήθεια είναι ότι βρήκαμε πολλά πράγματα στα σπίτια, γιατί ο κάθε άνθρωπος είχε τα δικά του. Δεν δανειζόταν το δρεπάνι απ' τον γείτονα, είχε τα δικά του δρεπάνια, τις δικές του τσάπες, τις δικές του κοσές, τις δικές τους... σκεπάρνια και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.

Μ.Α.:

Εδώ οι κάτοικοι του χωριού πώς αντιλαμβανόταν τον θεσμό της οικογένειας, τον είχανε βαθιά ριζωμένο μέσα τους;

Ζ.Β.:

Ναι, ναι, ναι. Και τιμούσαν τα κουμπαριά, τιμούσαν τον παππού, πήγαιναν Χριστούγεννα, Πάσχα να τον επισκεφτούν. Να σκεφτείς ότι εγώ γεννήθηκα το 1972, την ίδια μέρα πέθανε ο προπάππους μου στο σπίτι μου, 107 χρονών. Πήγαιναν Χριστούγεννα να τον πούνε: «Χρόνια πολλά» και να τον πούνε τα κάλαντα, τον πήγαιναν φαγητό οι υπόλοιποι της οικογενείας, τα εγγόνια του, οι γιοι του, οι κόρες του. Πήγαιναν πάντα Αποκριές να του πούνε συγχωρεμένα, την Κυριακή της Συγχωρέσεως, και να κάνουν το έθιμο με τη "χάσκα". Τιμούσαν τον παππού και τη γιαγιά, του φιλούσαν το χέρι, δείχναν τον σεβασμό, γονάτιζαν ακόμα και μπροστά του για συγχώρεση, όταν ήταν να κοινωνήσουν πήγαιναν έλεγαν συγχωρεμένα. Εντάξει, ήταν πιο διαφορετικά τότε η σχέση των ανθρώπων. Όλες τις καταστάσεις, τις ανθρώπινες σχέσεις, κοινωνικές, τις τιμούσαν. Φιλούσαν τον μεγαλύτερο. Εγώ θυμάμαι περπατούσαμε στον δρόμο, λέγαμε: «Καλημέρα, καλησπέρα» τους ηλικιωμένους, θυμάμαι να βγαίνει ο παπάς του χωριού και να τρέχουμε να τον φιλήσουμε το χέρι, πράγματα που τώρα δεν τα συναντάς. Περπατάς στον δρόμο, πάω στο σχολείο και αναγκάζομαι να πω: «Καλημέρα, ευχαριστώ. Καλημέρα, καλή εβδομάδα». Δεν με λένε τα παιδιά: «Καλημέρα», με κάνει φοβερή εντύπωση. Και εμείς αν περνούσαμε από ένα σπίτι με τα ποδήλατα το απόγευμα 20 φορές, 20 φορές λέγαμε: «Καλησπέρα». Καταντούσε και χαζό, τέλος πάντων, αυτό που κάναμε. Αλλά είχαμε μάθει να λέμε: «Καλημέρα». Θυμάμαι ότι φεύγαμε απ' το σχολείο και πηγαίναμε στον δρόμο και έπρεπε να πούμε: «Καλησπέρα» και αν έλεγε..., κάποιος δεν χαιρετούσε, φώναζε ο παππούς, ο τάδε παππούς, άσχετος, ο γείτονας, «Την καλησπέρα τη φάγατε;». Δεν υπήρχε περίπτωση να μη σεβαστείς τον ηλικιωμένο, τον μεγάλο, τον παπά, ακόμα περισσότερο τον πατέρα σου, τη μάνα σου, τους γονείς σου, αλλά και τον παππού και τη γιαγιά. Υπήρχε ο σεβασμός. Θυμάμαι όταν ήταν να πεθάνει ο παππούς μου, ήμουν 18 χρονών, που ήταν ετοιμοθάνατος και ήρθαν τα αδέρφια του στο σπίτι, τα ανίψια του, εμείς, η οικογένεια, να τον φιλήσουμε το χέρι και να τον αποχαιρετίσουμε. Πράγματα που δεν τα συναντάς τώρα.

Μ.Α.:

Πολύ ωραία. Το σπίτι έτσι εδώ στο Ρουμλούκι πώς ήτανε διαμορφωμένο; Γιατί είδα ότι υπάρχει εδώ πέρα ένα ακριβώς δωμάτιο που παρομοιάζεται με το σπίτι εκείνης της εποχής.

Ζ.Β.:

Κοίταξε, υπάρχουν μέσα στο χωριό ακόμα παλιά σπίτια και μάλιστα ένα είναι κατοικήσιμο, του ΄33 και ένα του ΄40. Έχει 2-3 κατοικήσιμα. Άλλα είναι..., τα περισσότερα, όχι τα περισσότερα, τα ρουμλουκιώτικα έχουν μπρόστια μπροστά, έμπαινες κάτω, απ' τη μία πλευρά είχαν ζώα, αποθήκες και απ' την άλλη μεριά ζούσαν οι άνθρωποι. Με τζάκια μέσα στο σπίτι για να ζεσταίνονται, αμπάρια απ' την άλλη πλευρά και υπόγεια καμιά φορά για να βάζουν τα τρόφιμά τους, γιατί τότε δεν υπήρχαν ψυγεία ή τα λεγόμενα κλουβιά που βάζαν μέσα τα φαγητά τους για να μην πηγαίνουν οι μύγες. Ρεύμα φυσικά στο χωριό ήρθε [00:50:00]πολύ αργότερα το ΄67-΄68, αν δεν κάνω λάθος, ήρθε το ρεύμα στην περιοχή μας, εδώ στο χωριό. Τα διώροφα πάνω είχαν σάλα κεντρική, γύρω γύρω τα δωμάτια για να μένουν. Στα θρακιώτικα τα σπίτια κάτω μέναν οι άνθρωποι και πάνω βάζαν με σκάλα τα ζώα, ήταν τελείως διαφορετικά. Οι Ρουμλουκιώτες και αυτοί βάζαν, θυμάμαι που με έλεγαν ο παππούς μου ότι στο ένα δωμάτιο είχαν και τις αγελάδες και στο απέναντι ζούσαν. Εντάξει τότε τριτοκοσμικές καταστάσεις, με πηγάδια μέσα στο χωριό, χωρίς σύστημα ύδρευσης, χωρίς σύστημα άρδευσης, χωρίς σύστημα ΔΕΗ, ηλεκτρισμού. Εντάξει, οι άνθρωποι πέρασαν πολλά, τριτοκοσμικές καταστάσεις, δύσκολα χρόνια, άγονη γη που έπρεπε να τη σκάψουν για να την καλλιεργήσουν και να την κάνουν εύφορη. Και πραγματικά ήταν εύφορη, απλά ήταν ακαλλιέργητη. Πολλοί ήταν κτηνοτρόφοι μέσα στο χωριό, είχαν ζώα και πολλές φορές και με τα ζώα, κάτι που ξέχασα να πω πριν, τα είχαν για να καλύπτουν το γάλα τους, το τυρί τους, το κρέας τους, γουρούνια είχε ο καθένας μέσα στο σπίτι για να το σφάζει τα Χριστούγεννα, να πάρει το δέρμα να κάνει τσαρούχια, να κάνει λουκάνικα, να κάνει παστό το κρέας, να πάρει το λίπος να το κάνει λίγδα για να μαγειρεύει. Ένα γουρούνι είχε..., για 10 χρήσεις το χρησιμοποιούσαν. Ακόμα και την κύστη, παίρναν και τη φουσκώναν για να παίζουν τα παιδιά μπάλα, γιατί τότε δεν υπήρχαν μπάλες ποδοσφαίρου, όπως υπάρχουν τώρα οι δερμάτινες. Σκοπός, λοιπόν, ήταν η αυτοεξυπηρέτηση. Ακόμα και μέσα στο χωριό εγώ θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια να 'χουν ζώα μέσα στο χωριό. Ο παππούς μου είχε, δεν μπορούσε να αποφύγει τόσο εύκολα απ' τον τρόπο, κτηνοτροφικό, που ήταν στα παιδικά του χρόνια που βοσκούσε πρόβατα του μοναστηριού, της Σφήνιστας. Και επίσης, να σου πω ότι η Σφήνιστα με το μοναστήρι μας είχε ιδιαίτερη σχέση. Ο Άγιος Αθανάσιος είναι Σφηνίτσης και όχι Άγιος Αθανάσιος Βεροίας που συνηθίζουν να γράφουν τώρα. Είναι Άγιος Αθανάσιος Σφηνίτσης, παντού πάντα από τη μέρα που χτίστηκε και οι φωτογραφίες που έχουμε πάνω στο μοναστήρι είναι άπειρες, γιατί υπήρχε ιδιαίτερη σχέση των Σφηνιτσιωτών με το μοναστήρι μας.

Μ.Α.:

Κυρία Ζωή, η γυναίκα του τότε έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ενδυμασία της;

Ζ.Β.:

Κοίταξε Μαρία, οι Ρουμλουκιώτισσες κάναν τα ρούχα μόνες τους. Υφαίναν στον αργαλειό με βαμβάκι και μαλλί, κάναν τα υφάσματα και μετά υπήρχαν ραφτάδες στην περιοχή και κεντητές που τους έραβαν τα ρούχα. Παραμονή του γάμου, μαζευόταν 2-3 μήνες πριν στο σπίτι της νύφης, να υφάνουν μαζί, να κάνουν τα υφάσματα, να τα κόψουν, να τα ράψουν οι ραφτάδες για να ετοιμαστεί η νύφη να πάει. Σίγουρα οι πιο πλούσιες είχαν πιο πλουμιστά ρούχα, πιο πλουμιστά κοσμήματα, πιο καλοντυμένες, πιο καλοκεντημένες, όσο πιο πλούσια και φαινόταν και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας, απ' τα ρούχα, απ' τα κοσμήματα, απ' τα κεντήματα. Οι γυναίκες, λοιπόν, εδώ πέρα, οι Ρουμλουκιώτισσες, είχαν τα υφαντά και τα βαμβακερά που κάναν στον αργαλειό. Σίγουρα δίναν σημασία και σίγουρα η καθεμιά τους, όσο πιο ελεύθερη είσαι τόσο πιο θες να περιποιείσαι, τόσο καλοντυμένη, να κάνεις την εντύπωση, να βγεις να χορέψεις, να είσαι καλοντυμένη και άμα είσαι και πλούσια, ακόμα πιο έντονα. Βέβαια, υπήρχαν και οι φτωχές οικογένειες που παντρευόταν με λίγα υπάρχοντα, με λίγα ρούχα, με λίγα στρωσίδια, με μικρή προίκα. Εμείς στο χωριό, αν δεις οι φωτογραφίες που υπάρχουν μέσα, να δεις του '25 φωτογραφίες, του '20, του ΄21 που έγινε η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και έχω φωτογραφία μέσα, που οι γυναίκες εκεί έφεραν άλλον αέρα, άλλο ντύσιμο. Ήρθαν με τα καπέλα τους, ήρθαν με τα υφάσματά τους τα μεταξωτά, θα σου πω ότι μου έχουν πει ότι οι Ρουμλουκιώτισσες δεν ήξεραν τότε τι θα πει η λέξη εσώρουχο. Και όταν ήρθαν αυτές από κάτω απ' την Πόλη, απ' την Κωνσταντινούπολη, απ' την Τσατάλτζα, είχαν εσώρουχα, τα οποία είχαν και δαντέλες κάτω, πιπίλες, και τις είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Και μάλιστα, όταν ήρθαν, λέει, έπιασε μια μεγάλη βροχή, αυτοί κατασκήνωσαν έξω απ' το χωριό, μέσα σε ψηλά δέντρα, και έπιασε μια μεγάλη βροχή εκείνο το βράδυ. Ήταν η παραμονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού με το παλιό ημερολόγιο. Δηλαδή 14 και 13 γύρω στις 27 Σεπτεμβρίου. Και έπιασε μία μεγάλη βροχή και έγιναν μούσκεμα τα μπαούλα τους με τα υπάρχοντά τους. Και το πρωί σηκώθηκαν και άπλωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν να στεγνώσουν. Και περνούσαν οι Ρουμλουκιώτες να πάνε στο μοναστήρι, γιατί στο μοναστήρι της Σφήνιστας 14 Σεπτεμβρίου γινόταν μεγάλη λειτουργία και μαζευόταν όλος ο κάμπος και τους έκανε εντύπωση που βλέπαν αυτά τα ρούχα. Είχαν φορέματα, είχαν παλτό, είχαν ζακέτες, ήταν πολλές μοδίστρες από αυτές, κάτι που δεν συνέβαινε εδώ. Στις φωτογραφίες συναντάς μέσα στο μουσείο δύο διαφορετικούς κόσμους, τον κόσμο της Θράκης τον εξευγενισμένο, τον ευρωπαϊσμένο, τον προχωρημένο και τον κόσμο του Ρουμλουκιού που έχει άλλο τρόπο ζωής, άλλο τρόπο αντίληψης, άλλο τρόπο ντυσίματος. Βέβαια, το καθένα έχει την ομορφιά του. Εδώ έγινε ένα κράμα. Δέθηκαν οι δύο φυλές και το αποτέλεσμα ήταν ένα πανέμορφο χωριό στη δεκαετία '50, '60, '70.

Μ.Α.:

Πιστεύετε ότι οι γυναίκες της μίας καταγωγής επηρέαζαν τις γυναίκες της άλλης καταγωγής;

Ζ.Β.:

Ναι, ναι. Γι' αυτό και είπα και πριν ότι βγάλαν πολύ γρήγορα τα φορέματα, τους σαγιάδες και βάλαν τα ευρωπαϊκά. Ελάχιστες έμειναν, οι ηλικιωμένες, που δεν θα απαρνιούνταν στο τέλος της ζωής τους τους σαγιάδες. Χαρακτηριστικά με έλεγε ο ξάδεφός μου, η θεία μου παντρεύτηκε το ΄55, Θρακιώτισσα, και πήρε ντόπιο, έναν απ' τους πιο πλούσιος ντόπιους. Και όταν η γιαγιά μου πήγε με ψηλή λεπτή κάλτσα, καλσόν, και φόρεμα και χτενισμένη στη συμπεθέρα, η συμπεθέρα την άλλη μέρα είπε: «Σήκω, σήκω, πήγαινε πάρε με ρούχα -είπε τον άντρα της- στείλε τον υπάλληλό μας -ήταν πλούσια οικογένεια- να φέρει ρούχα απ' τη Θεσσαλονίκη ή την Αλεξάνδρεια. Η συμπεθέρα ήρθε με φόρεμα και εγώ φοράω τα υφαντά και τα πλεκτά τα μάλλινα σκουφούνια και τα υφαντά τα ρούχα τα βαριά και φαρδιά». Και πραγματικά πήγε ο άντρας της και την πήρε καλό φόρεμα για να περιποιηθεί και αυτή, γιατί ένιωθε μειονεκτικά απέναντι στη συμπεθέρα που το '55, δεν σου μιλάω για το '25 που ήρθαν, '24, για το '55, 30 χρόνια μετά ήταν τελείως διαφορετικά. Καλοντυμένη, με μαλλιά μαζεμένα κότσο, με χτενάκι, ενώ αυτή φορούσε μαντίλι στο κεφάλι και ήταν διαφορετικά ντυμένη.

Μ.Α.:

Τι συναισθήματα δημιουργούνται στον επισκέπτη, όταν βλέπει αυτά τα εκθέματα;

Ζ.Β.:

Νοσταλγία, αγάπη, συγκίνηση, χαρά, χαρμολύπη, το ανάφερα και πριν. Για κάποιους είναι πρωτόγνωρο γιατί έρχονται και βλέπουν φωτογραφίες που δεν τις έχουν δει, που είναι οι ίδιοι, που συγκινούνται, που κλαίνε, που βλέπουν τους γονείς τους, που βλέπουν τα ξαδέρφια τους, τους θειους τους, που βλέπουν στιγμές που έζησαν οι ίδιοι και τους είχαν ξεχάσει. Δεν περίμενα ότι θα συγκινούσε τόσο πολύ το φωτογραφικό υλικό, γιατί πραγματικά μέσα εδώ γράφεται μία ολόκληρη ιστορία, μία ιστορία περίπου 100 ετών. Δεν περίμενα πραγματικά ότι θα 'φερνε τόσο συγκίνηση απ' την πρώτη στιγμή που μπαίναν μέσα εδώ και βλέπαν αυτές τις φωτογραφίες, κάτι που με εντυπωσίασε. Βέβαια, όταν το σκεφτόμουν, αντιλήφθηκα. Ξέρω ΄γω, λένε: «Πω πω αυτή τι ωραίο νυφικό το ΄50», βλέπουν και συγκρίνουν και τα νυφικά. Είναι ωραία συναισθήματα. Όταν πρωτοξεκινήσαμε και ήρθε ο κόσμος, χαρά, υπήρχε και ο "διαγωνισμός" -εντός εισαγωγικών- φωτογραφιών. Δεν γνώριζα και όλα τα πρόσωπα. Κάποια φωτογραφία έχει μέσα 50 πρόσωπα από Πρωτομαγιά. Κάποιους δεν τους γνώριζα και ερχόταν ο πιο μεγάλος και έλεγε: «Τους γνώρισα εγώ. Είναι αυτός, αυτός, αυτός» και έλεγε ο άλλος: «Τι λες ρε; Δεν είναι αυτός, είναι αυτός». Υπήρχε και διαγωνισμός ποιος θα γνωρίσει τα πρόσωπα.

Μ.Α.:

Οι φωτογραφίες και τα αντικείμενα που φιλοξενείτε εδώ στο μουσείο από πότε περίπου χρονολογούνται;

Ζ.Β.:

Οι φωτογραφίες είναι απ' το 1904 και μετά, μέχρι το 1900 περίπου έχουμε βάλει. Και τα αντικείμενα, κάποια είναι και πολύ πριν, γιατί ήρθαν απ' την πατρίδα, τα 'φεραν οι άνθρωποι και τα χάρισαν εδώ. Τα αντικείμενα άλλα είναι..., υπάρχουν και του ΄60 και του ΄70. Ακόμα, ας πούμε, και τηλέφωνο του ΄80 κρατήσαμε, κατάλογο τηλεφωνικό, πράγματα που θυμίζουν όλες τις παλιές εποχές.

Μ.Α.:

Έτσι, οι παλιοί που σας αφηγούνταν για τον ξεριζωμό τους σας έλεγαν τι έπαιρναν μαζί τους από κει;

Ζ.Β.:

Το πρώτο πράγμα που κουβάλησαν ήταν τα εκκλησιαστικά είδη. Εικόνες, καμπάνα, εξαπτέρυγα, δισκοπότηρα, Ευαγγέλια. Οι μισοί Θρακιώτες έμειναν εδώ, μάλλον οι λιγότεροι έμειναν εδώ, και μία πολύ μεγάλη μερίδα πήγαν στον Τζουμά, στη λεγόμενη Χαραυγή Κοζάνης. Και μοιράστηκαν τα σκεύη. Πήραν οι μισοί που έφυγαν για τον Τζουμά. Η εκκλησία που υπήρχε εκεί του Αγίου Γεωργίου ήταν βυζαντινή, πολύ παλιά, του 1800, και είχαν πάρα πολλά πράγματα. Βιβλία έχουν φέρει, δίσκους που γράφουν τις χρονολογίες 1868, εικόνες. Και μάλιστα, κάποιες εικόνες έχουν και χτυπήματα από μαχαίρια. Προσπάθησαν οι Τούρκοι να τις καταστρέψουν και αυτοί τις πήραν, τις έβαλαν στο κάτω μέρος που καθόταν, τις σκέπασαν με μία κουρελού, με ένα σεντόνι και κάθισαν πάνω τους για να μπορέσουν να τους σώσουν απ' τους Τούρκους. Έφεραν οι άνθρωποι λιγοστά πράγματα, τα ρούχα τους, τα κειμήλια απ' την εκκλησία όλα, μέχρι και βιβλία έχουμε πάρα πολλά από κει, εκκλησιαστικά βιβλία και κάποια πράγματα απ' τα υπάρχοντά τους, οικιακής χρήσης. Να σκεφτείς τότε σε ένα κάρο [01:00:00]ανέβαιναν και 7 και 8 και 10 και 15 άτομα, τι να πρωτοπάρεις; Φωτογραφίες όμως φέραν πολλές και αυτό με έκανε εντύπωση. Μέσα στις βαλίτσες τους, μέσα στους μπόγους τους, βάλαν τις φωτογραφίες τους και τις θυμήσες τους. Βρήκα πάρα πολλές φωτογραφίες που ήρθαν από κει, πράγμα που δεν περίμενα, γιατί οι άνθρωποι κόντεψαν να πεθάνουν, τις φωτογραφίες θα κοιτούσαν; Και όμως, κουβάλησαν τις φωτογραφίες τους.

Μ.Α.:

Το άμεσο μέλλον του μουσείου το έχετε σκεφτεί;

Ζ.Β.:

Σκέψεις πολλές υπάρχουν, δεν ξέρω κατά πόσο μπορούν να πραγματοποιηθούν άμεσα. Ελπίζω να τα καταφέρουμε.

Μ.Α.:

Η διατήρηση της παράδοσης πιστεύετε στις μέρες μας είναι υποχρέωση ή μεράκι;

Ζ.Β.:

Και τα δύο. Και τα δύο. Αν δεν έχεις μεράκι, Μαρία, σε τίποτα δεν καταφέρνεις στη ζωή σου. Και αν δεν έχεις μεράκι γι' αυτό που κάνεις και το αγαπάς σε οποιοδήποτε αντικείμενο και να είσαι, δεν είσαι πετυχημένος. Υποχρέωσή μας είναι όλοι μας να κρατήσουμε φυσικά ζωντανή την παράδοση, να διατηρήσουμε αυτές τις ρίζες μας, να θυμηθούμε την ιστορία αυτού του τόπου που είναι τόσο μεγάλη και τόσο σημαντική και να τη μεταφέρουμε από γενιά σε γενιά. Είμαστε υπόχρεοι γι' αυτό που μας χάρισε ο Θεός, μια πανέμορφη χώρα, μια χώρα με πολλή παράδοση, με πολλά ήθη, με πολλά έθιμα, ένα μωσαϊκό μουσικής, εθίμων, χορών, άλλα στη Θράκη, άλλα στην Ήπειρο, άλλα στο Ρουμλούκι, άλλα στις Σέρρες, άλλες στην Επισκοπή, άλλα στην Ήπειρο, άλλα στη Θεσσαλία, άλλα στην Κρήτη, άλλα στα Δωδεκάνησα, άλλα στο Ιόνιο. Ένα τεράστιο μωσαϊκό με διαφορετικούς χορούς, με διαφορετικό χρώμα, με διαφορετικό ύφος, με διαφορετικές μελωδίες, με διαφορετικά τραγούδια, αλλά έχοντας πολλά κοινά, κοινή ρίζα, κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία και αυτά πρέπει να τα μεταφέρουμε από γενιά σε γενιά. Εύχομαι άνθρωποι που έχουν προσφέρει -σε ανάφερα πριν κάποιους μεγάλους δασκάλους στην περιοχή και λαογράφους, όπως και πανελληνίως- να μπορέσουμε να τα μεταλαμπαδεύσουμε αυτό το μεράκι και την αγάπη και στις νεότερες γενιές και να προσφέρουν τα μισά απ' αυτά που προσφέραμε και σώσαμε εμείς.

Μ.Α.:

Τα νέα παιδιά δείχνουν ενδιαφέρον;

Ζ.Β.:

Νομίζω πως ναι. Γιατί θυμάμαι στα παλιότερα γλέντια που ήμασταν με ζουρνάδες, ήμασταν 10 και 15 και 20 άτομα και χορεύαμε μεταξύ μας και τώρα σε κάθε γλέντι που ανταμώνουμε έχει και 200 άτομα. Κάποια στιγμή ο ζουρνάς στο Ρουμλούκι, Μαρία, πήγε να χαθεί. Γύρω στο 2000 ήταν που καταλάβαμε ότι αν πεθάνει ο Θωμάς ο Πάτμος, μένει μόνο ο Διονύσης ο Πάτμος και τελειώνει. Μία παρέα, τότε ήταν ο Αχιλλέας ο Τσιάρας, εγώ, ο Νίκος ο Τριανταφυλλόπουλος, ο Βαγγέλης ο Αναστασόπουλος, η Κατερίνα η Μουλοπούλου, ο Μάκης ο Κοροραίας, ο Μυλωνάς ο Θωμάς απ' το Μακροχώρι, τώρα κι άλλοι είναι και μου διαφεύγουν τα ονόματα, μαζί με τη Φανή τη Μαυροπούλου, ζητήσαμε απ' τον Δήμαρχο Αλεξάνδρειας τότε να βοηθήσει και μπήκε μέσω προγράμματος ΟΑΕΔ, ΙΚΑ -δεν θυμάμαι ακριβώς- και πήρε τον Θωμά τον Πάτμο και άρχισε να μαθαίνει ζουρνά στους ανθρώπους, στη νέα γενιά. Ξέρεις, κάποτε ήταν κοινωνικοταξικό ταμπού να ασχοληθεί μη Αθίγγανος με ζουρνά. Έπρεπε να είσαι Αθίγγανος. Βγήκαν καινούργια παιδιά που δεν είναι Ρομά, δεν είναι Αθίγγανοι, είναι Ρουμλουκιώτες, που παίζουν ζουρνά, ακολούθησε και του Διονύση του Πατμου ο γιος..., ο εγγονός, συγγνώμη, και θεωρώ ότι κάτι σώσαμε απ' το Ρουμλούκι. Βέβαια, δεν έχουμε τους οργανοπαίχτες που έχει στην Κρήτη, που έχει 100 λυράρηδες, αλλά τουλάχιστον δεν καταστράφηκε, δεν χάθηκε το Ρουμλούκι στα επόμενα 20 χρόνια. Εύχομαι να υπάρχουν οι ζουρνάδες, γιατί ο Ρουμλουκιώτης είναι δεμένος συναισθηματικά, βιωματικά. Είναι τρόπος ζωής να χορεύει με ζουρνά και νταούλι. Όταν πηγαίνω σε παιδικά φεστιβάλ τα μικρά τα παιδάκια της Κυψέλης και τα βάζω πρώτη φορά εδώ πέρα να χορέψουν «της Μαρίας» ή «πατρώνα» ή «συρτό» ή «πατινάδα» -σου μιλάω για τραγούδια τώρα του Ρουμλουκιού- με κλαρίνο και όχι με ζουρνά, με κοιτάνε σαν να μιλάω αγγλικά, σαν να μιλάω ρώσικα και δεν καταλαβαίνουν. Εγώ γελάω κάθε φορά και τους λέω: «Ξέρω, σας δυσκολεύει». Έχουν μάθει να χορεύουν με ζουρνά, είναι στα βιώματά τους ο ζουρνάς, έχουν μάθει στα γλέντια, στα «Ρουγκάτσια», στα πανηγύρια, στους γάμους να χορεύουν με ζουρνά και τους φαίνεται πολύ δύσκολο ότι ακούν κάτι άλλο, ότι δεν είναι δικό τους, δεν είναι οικείο. Και μέχρι να το συνηθίσουν, κάνουν 3-4 πρόβες αναγκαστικά με κλαρίνο, γιατί όταν θα πάνε εκεί να μην τους φανεί ότι είναι κάτι άλλο. Το οποίο είναι κάτι άλλο, αλλά τέλος πάντων, να το έχουν πιο οικείο.

Μ.Α.:

Επειδή τώρα έτσι σήμερα μιλήσαμε αρκετά για το μουσείο εδώ της Κυψέλης, θα ήθελα να σας κάνω μια προσωπική ερώτηση. Ποια φωτογραφία ή ποιο αντικείμενο είναι αυτό που για σας έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία;

Ζ.Β.:

Ωραία ερώτηση. Οι φωτογραφίες μου είναι πάρα πολλές που είναι αγαπημένες, τις βλέπω και τις χαίρομαι. Υπάρχει όμως μία φωτογραφία, η οποία κάθε φορά που τη βλέπω με συγκινεί. Είναι ο προπάππους μου, της γιαγιάς μου ο μπαμπάς, ο Σταύρος, μαζί με τον ξάδερφό του, τον Χατζή, η πρόγιαγιά μου είχε καφενείο στην πατρίδα. Είναι καθισμένοι γύρω στα 20 άτομα έξω απ' το καφενείο, είναι παραμονή, 7 Ιουλίου φύγανε, 6 το βράδυ, κάνουν το τελευταίο γλέντι στην πατρίδα. Στο πρόσωπό τους δεν υπάρχει χαμόγελο. Υπάρχει κλαρίνο, βιολί στη φωτογραφία. Αυτοί είναι καθιστοί, κάθονται. Τη φωτογραφία μου την έδωσε μία ξαδέρφη της γιαγιάς μου και έτσι ανακάλυψα το καφενείο αυτό, υπάρχει στην πατρίδα, στο χωριό. Είναι η αγαπημένη μου φωτογραφία, είναι το γλέντι πριν φύγουν απ' την πατρίδα. Επειδή είναι συναισθηματική είναι η αγαπημένη μου, όμως έχω πάρα πολλές φωτογραφίες που τις λατρεύω. Φωτογραφίες οικογενειακές, αλλά ακόμα και ξένων. Παράδειγμα, έχει μία φωτογραφία που είναι ένας παππούς, ο παππούς ο Πρόδρομος, ο Πρότσος ο Θεολόγης, ο οποίος είναι με τα βουβάλια και την κόρη του και οργώνουν με τα βουβάλια. Μ' αρέσει πάρα πολύ αυτή η φωτογραφία που τη βλέπω, με ξετρελαίνει. Ή έχει μία φωτογραφία που περπατάει η νύφη, είναι πάνω σε κάρο η νύφη και από πίσω είναι η προίκα, είναι η Θεολόγη η Μαρίκα -νομίζω, αν δεν κάνω λάθος- οικογένεια Θεολόγου-Νάσιου. Δηλαδή έχει πολλές φωτογραφίες που με ξετρελαίνουν, που μ' αρέσουν, αλλά εκείνη είναι συναισθηματικά δεμένη φωτογραφία μου. Τώρα όσον αφορά από αντικείμενα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο. Όλα μ' αρέσουν, όλα έχουν μία ιστορία, όλα έχουν μια ταυτότητα, όλα έχουν από πίσω τους κάποιο όνομα, κάποιο γεγονός. Το καθένα έχει την αξία του. Δεν μπορώ να πω ότι ξεχωρίζω κάποιο αντικείμενο, σίγουρα όμως ξεχωρίζω εκείνη τη φωτογραφία.

Μ.Α.:

Ωραία. Κυρία Ζωή, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Εύχομαι ό,τι καλύτερο για το μουσείο και μακάρι να το επισκεφτούν από παντού.

Ζ.Β.:

Μακάρι κάποια στιγμή να γίνει κι αυτό. Εγώ χαίρομαι που ήσουν εδώ, χαίρομαι που πήρες μία συνέντευξη για να δείξεις την προσπάθεια και τον αγώνα του Πολιτιστικού Λαογραφικού Συλλόγου Κυψέλης Ημαθίας. Είμαστε ένα μικρό χωριό, αλλά γράφει μεγάλη ιστορία στο θέμα του πολιτισμού και της παράδοσης. Ένας μικρός σύλλογος, αλλά με μεγάλη προσφορά.