© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Από τα παιδικά χρόνια στην Καβάλα και το Λύκειο Ελληνίδων, έως τις επιχειρήσεις γούνας στην πρώην Γιουγκοσλαβία

Κωδικός Ιστορίας
25181
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστάσιος Βελλίδης (Α.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/08/2023
Ερευνητής/τρια
Ιωάννα Βελλίδου (Ι.Β.)

[00:00:00]

Ι.Β.:

Καλησπέρα.

Α.Β.:

Καλησπέρα.

Ι.Β.:

Θα μας πεις το όνομά σου;

Α.Β.:

Ονομάζομαι Βελλίδης Αναστάσιος.

Ι.Β.:

Είναι Τετάρτη, 2 Αυγούστου του 2023. Είμαι η Ιωάννα Βελλίδου, ερευνήτρια για το Istorima. Είμαι μαζί με τον Τάσο Βελλίδη στο σπίτι του στη Χίο και ξεκινάμε. Πατέρα, θα μας πεις λίγα πράγματα για εσένα;

Α.Β.:

Λοιπόν, γεννήθηκα το 1961 στη Δράμα, επειδή η μητέρα μου ήταν από εκεί. Αλλά μέναμε σε ένα χωριό έξω από την Καβάλα που λεγόταν Παλαιοχώρι. Εκεί μεγάλωσα, τρία χρόνια μείναμε εκεί, μέχρι και το ‘64. Και μετά πήγαμε μέσα στην πόλη, γιατί ο πατέρας μου ήτανε χωροφύλακας και πήρε μετάθεση μέσα στην πόλη της Καβάλας. Και μέχρι τα 24 μου χρόνια ζούσα στην Καβάλα, γιατί μετά από το ‘84 και μετά μετακομίσαμε στην Καστοριά, όπου ήταν και η γενέτειρα του πατέρα μου. Και μέχρι και σήμερα ζούμε στην Καστοριά.

Ι.Β.:

Ανέφερες ότι ο πατέρας σου ήταν χωροφύλακας. Σε ξεχώριζε αυτό από τα υπόλοιπα παιδιά;

Α.Β.:

Όχι, δεν με ξεχώριζε γιατί στην παρέα μας ήδη είχαμε ένα άλλο φίλο που και αυτουνού ο πατέρας ήταν χωροφύλακας και αυτός, ίδια ηλικία με τον πατέρα μου. Αλλά όχι, δεν μπορώ να πω ότι με ξεχώριζε. Ειδικά στην παρέα μου, όχι. Ήμασταν μια παρέα αγόρια και κορίτσια γύρω στα 13-14 άτομα. Ήμασταν γύρω στα 8 αγόρια και 6 κορίτσια. Μεγαλώσαμε θυμάμαι, ας πούμε, από Β’ Γυμνασίου και μετά, μέχρι που πήγαμε για σπουδές οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη, ήμασταν αχώριστοι φίλοι. Τώρα, τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι κάποια πράγματα από τα παιδικά μου χρόνια. Θα ξεκινήσω από τη μικρή ηλικία των 3 χρόνων, που το λέγαμε με τους γονείς πολλές φορές και γελούσαμε, γιατί ήταν μια αστεία περίπτωση. Όταν ήμουν 3 χρονών και μέναμε στο Παλαιοχώρι Καβάλας –μέναμε, νοικιάζαμε μάλλον– σε ένα σπίτι που οι ιδιοκτήτες ήταν αγρότες, η γιαγιά του σπιτιού –όπως τότε όλες οι γιαγιάδες είχαν την επιμέλεια του σπιτιού– είχε τις κοτούλες της, τον μπαξέ της, είχε κάποια κατσικάκια. Γιατί τότε στα χωριά το κάθε σπίτι είχε 3-4 ζώα, κατσίκια ή πρόβατα, τα οποία πάντα υπήρχε ένας βοσκός στο χωριό τα οποία τα μάζευε όλα μαζί και τα πήγαινε, ας πούμε, κάθε μέρα για να φάνε στα λιβάδια. Και στην επιστροφή ερχόταν από τις γειτονιές και σιγά-σιγά άφηνε σε κάθε σπίτι τα ζώα που αναλογούσαν σε κάθε σπίτι. Και θυμάμαι –μικρούλης, 3 χρονών ήμουνα– είχα βγει εγώ στην εξώπορτα και έτσι όπως πέρασε το κοπάδι, τα ζώα αφόδευαν και αυτά τα λέγαμε εμείς κακαράντζες, το ονομάζαμε. Και ήτανε σε σχήμα στρογγυλό και νόμιζα εγώ μάλλον ότι πρέπει να είναι σοκολατάκι και τα μάζεψα με το χέρι μου, τα έβαλα στην τσέπη και μετά, όταν πήγαμε στο σπίτι –από ό,τι μου έλεγαν οι δικοί μου– τα έβγαλα από την τσέπη και άρχισα να τα τρώω. Αλλά αυτό που μου έμεινε σαν ανάμνηση –γιατί τα άλλα μου τα είχαν πει οι γονείς μου– θυμάμαι τον βίαιο τρόπο που έβαζε η μάνα μου το δάχτυλό της μέσα στο στόμα για να με τα βγάλει. Λοιπόν, αυτή ήταν έτσι το πρώτο που θυμάμαι από πολύ μικρή ηλικία. Μια μέρα, με τον πατέρα μου είχαμε πάει σε μια περιοχή έξω από την Ασπροβάλτα. Εκεί είχε έναν φίλο ο οποίος είχε νοικιάσει από το κράτος μία λιμνοθάλασσα και το είχε κάνει ιχθυοτροφείο. Και τον είχε πει: «Όταν έχεις χρόνο, έλα να ψαρέψεις. Ό,τι ψαριά βγάλεις, θα τα πάρεις για σένα». Και έτσι, εκείνο το καλοκαίρι με πήρε και μένα –ήμουν τότε 13 χρονών– και πήγαμε για ψάρεμα. Καθίσαμε εκεί, ψαρέψαμε, μας έκανε και το τραπέζι ο άνθρωπος –πολύ φίλος του πατέρα μου– και το απόγευμα επιστρέφαμε για Καβάλα, περιμέναμε το λεωφορείο της γραμμής, το υπεραστικό. Και μπήκαμε στο λεωφορείο και περίπου στο ύψος στο χωριό Μουσθένη, από ό,τι θυμάμαι, ανήκει στην περιοχή του Παγγαίου. Είχε ανοιχτό ραδιόφωνο ο οδηγός και ακούσαμε τότε για το πραξικόπημα στην Κύπρο, ότι ανέλαβε ο Σαμψών κτλ. Και αυτό που θυμάμαι, ας πούμε, ότι υπάρχει μία βουβαμάρα μέσα στο λεωφορείο, κοιτιόταν ο ένας με τον άλλο. Αυτό το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Και μετά, ένα άλλο που θυμάμαι όταν έγινε η επιστράτευση, εμένα η γειτονιά μου είναι ένας παράλληλος δρόμος κάτω από τον κεντρικό, που έρχεται ο δρόμος από Θεσσαλονίκη για να συνεχίσει να πας για Ξάνθη, Κομοτηνή κτλ. Από εκεί περνούσαν όλα τα ΡΕΟ τα στρατιωτικά, που είχανε τους επίστρατους που τους πήγαιναν στα σύνορα. Και θυμάμαι ότι όλα τα πιτσιρίκια εκεί της γειτονιάς, μας είχαν δώσει οι μάνες μας μπισκότα, νερά –τότε τα νερά τα είχαμε σε γυάλινα μπουκάλια θυμάμαι– καραμέλες, μαστίχες και πηγαίναμε εμείς επάνω στον κεντρικό τον δρόμο και τα πετούσαμε στους στρατιώτες, στους επίστρατους. Και έτσι θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια ΡΕΟ που περνούσαν, που έγραφαν στα πλαϊνά, στους μουσαμάδες των φορτηγών επάνω, που έγραφαν ότι «Ερχόμαστε για να πάρουμε την Κωνσταντινούπολη. Το βράδυ θα είμαστε στην Αγία Σοφία» κτλ. Αυτά τα θυμάμαι πολύ καλά. Αυτά είναι, έτσι, κάποια που μου έμειναν από τα πολύ παιδικά μου χρόνια. Μετά, είναι το πώς μεγάλωσα με την παρέα μου, τι δραστηριότητες είχα κάνει στην Καβάλα. Σου είπα ότι ήμασταν μια πολύ μεγάλη παρέα, ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι μεταξύ μας. Αφού να φανταστείς ότι γύρω στα 4 άτομα –4 φίλοι μου, μάλλον– παντρεύτηκαν κιόλας με 4 φίλες που ήταν στην παρέα. Για δες, εγώ ξεκίνησα να κάνω παρέα μαζί τους ενώ ήμασταν από διαφορετικές περιοχές μέσα στην πόλη, σε άλλες γειτονιές. Εγώ ίσως ήμουνα πιο μακριά από όλους τους άλλους –έμενα στον Βύρωνα– αλλά γνωριστήκαμε πρώτα μέσω αθλητισμού, με κάποιους ήμασταν αθλητές στον Α.Ο. Καβάλας. Εγώ τότε ήμουν αθλητής του άλματος εις ύψος, έγινε η γνωριμία από εκεί, με 3-4 άτομα συνεχίσαμε και με τους υπόλοιπους δεθήκαμε όταν πλέον μπήκαμε και γίναμε χορευτές στο χορευτικό Λύκειο Ελληνίδων, όπου γνωριστήκαμε και με τα υπόλοιπα παιδιά και από τότε ενωθήκαμε και γίναμε μία πολύ μεγάλη παρέα. Αυτά είναι περίπου, μέχρι που φύγαμε στη Θεσσαλονίκη. Οι μισοί πήγαμε Θεσσαλονίκη που σπουδάζαμε εκεί, κάποιοι άλλοι πήγαν Αθήνα για σπουδές και όπως γίνεται πάντοτε στις μεγάλες παρέες –για τα αγόρια μεσολάβησε και ο στρατός, μετά πήγαμε στρατό– και κάπως έτσι οι παρέες μετά αραιώνουν. Αλλά μέχρι τα 19 μας ήμασταν σχεδόν όλοι μαζί.

Ι.Β.:

Μου μίλησες για το περιστατικό στο λεωφορείο, με το πραξικόπημα.

Α.Β.:

Ναι.

Ι.Β.:

Τι συναισθήματα θυμάσαι να σου δημιουργούνται;

Α.Β.:

Δεν θυμάμαι συναισθήματα, γιατί ήμουνα τόσο μικρός, ήμουνα 13 χρονών, που δεν καταλάβαινα. Γιατί λόγω της φύσεως της δουλειάς του πατέρα μου, υπήρχαν συζητήσεις πριν, μέσα στο σπίτι με τη μάνα μου, την έλεγε. Γιατί συνέχεια ο πατέρας μου έλειπε, τους βάζανε σε επιφυλακή. Ήταν δύσκολη εποχή, αλλά κοιτούσαν να μην λένε εμάς πολλά πράγματα, γιατί ήμασταν μικροί. Εγώ ήμουν 13, η αδερφή μου ήταν 16 –εντάξει, ήταν λίγο πιο μεγάλη– αλλά ήταν μια ηλικία και ειδικά ήτανε κιόλας και καλοκαίρι, που παίζαμε, μας ενδιέφερε το παιχνίδι, μας ενδιέφεραν άλλα πράγματα. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι είχα συναισθήματα. Δηλαδή το άκουγα, το άκουσα δηλαδή μέσα στο λεωφορείο και δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Απλώς μου έκανε εντύπωση που υπήρχε αυτή η βουβαμάρα μέσα στο λεωφορείο και κοιταζόταν ο κόσμος ο ένας με τον άλλο. Και κάποιες συζητήσεις που γίναν –δεν θυμάμαι ακριβώς τι έλεγαν– αλλά έγινε κάποιο σούσουρο εκεί μέσα. Αυτό το θυμάμαι, έτσι σαν φωτογραφία. Δεν νομίζω, δεν είχα άλλα έτσι συναισθήματα, δεν κατάλαβα δηλαδή. Και στην επιστράτευση πηγαίναμε και βοηθούσαμε, δίναμε κάποιες προμήθειες στους επίστρατους και εκεί το βλέπαμε –πώς να σου πω;– σαν παιχνίδι. Δεν είχαμε καταλάβει γιατί ο κόσμος ξέρεις τους χειροκροτούσε, που περνούσαν τα φορτηγά γεμάτα με φαντάρους. Τους χειροκροτούσαν, ζητωκραύγαζαν, έκαναν και εμείς χαιρόμασταν σαν παιδιά. Φυσικά, μετά όταν αρχίσαμε, πηγαίναμε στο γυμνάσιο, αρχίσαμε να μαθαίνουμε τι είχε γίνει εκείνη την περίοδο, σιγά σιγά. Σιγά σιγά. κάποιοι από τους φίλους μου, φυσικά μετά την Γ’-Δ’ Γυμνασίου άρχισαν να πολιτικοποιούνται κιόλας. Αλλά εντάξει, ήταν μια εποχή που εμάς μας ενδιέφεραν άλλα πράγματα και λόγω ηλικίας. Οπότε αυτές είναι οι αναμνήσεις εκείνης της [00:10:00]εποχής.

Α.Β.:

Τώρα, αν με ρωτήσεις τι ακριβώς δραστηριότητες κάναμε όσο ήμασταν νέοι. Εκτός από τον αθλητισμό τον οποίο τον ακολούθησα πιστά μέχρι που είχα φύγει στη Θεσσαλονίκη, ήμουν στο άλμα εις ύψος, είχα πάρει μέρος σε πολλά πανελλήνια πρωταθλήματα και ο συγκάτοικός μου ο Σπύρος ο Γραμμάτος είχε καταφέρει να μπει και στην Εθνική Εφήβων. Απλώς εγώ, την πρώτη χρονιά που είχαμε πάει Θεσσαλονίκη, επειδή τότε η Εθνική Ομάδα είχε κλιμάκια, ήταν το κλιμάκιο του Βορρά και το κλιμάκιο του Νότου. Στο κλιμάκιο του Βορρά εντασσόμασταν εμείς, οι αθλητές στον Βορρά –Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρος– και είχαμε προπονητή τον ομοσπονδιακό τον κύριο Χειμωνίδη. Και επειδή πλησίαζε το πανελλήνιο, είχαμε πολύ σκληρή προπόνηση, πράγμα το οποίο εμένα δεν μου άρεσε, γιατί τρώγαμε γύρω στις 4 με 5 ώρες την ημέρα, μετά πηγαίναμε στη σχολή, μετά θέλαμε διάβασμα και δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Και εκεί σταμάτησα, δηλαδή το ‘80 είχα σταματήσει τον αθλητισμό. Φυσικά, ο συγκάτοικός μου συνέχισε, είχε μπει και στην Εθνική Ομάδα. Ένα ήταν αυτό, σαν δραστηριότητα. Παράλληλα, όπως σου είχα πει, ότι επέλεξα να πάω και στο Λύκειο Ελληνίδων της Καβάλας. Το Λύκειο Ελληνίδων είναι παράρτημα του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών, γιατί το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών είναι η μητέρα όλων των άλλων. Σε όλες τις πόλεις – σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας– υπάρχουν παραρτήματα του Λυκείου Ελληνίδων. Εκεί, πραγματικά, επειδή βρήκαμε και την άλλη μισή παρέα μας, κοινωνικοποιηθήκαμε πιο πολύ. Εκτός αυτού μάθαμε χορούς, που για μένα με βοήθησε πάρα πολύ. Και από την άλλη δίναμε πολλές παραστάσεις. Εγώ δεν θυμάμαι, μπορεί να έχω δώσει και 60, 70 παραστάσεις όσα χρόνια ήμουν στο χορευτικό το Λύκειο. Αλλά και από την άλλη, είχαμε και επιβράβευση. Γιατί; Γιατί κάναμε και ταξίδια στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, έχω πάει 2 μεγάλα ταξίδια, το ένα ήταν στην Ιταλία και το άλλο ήταν στην Ολλανδία. Το πρώτο ήταν στην Ιταλία. Για να σου πω τώρα αυτά τα ταξίδια πώς γινόταν. Πάντοτε, στα ξένα κράτη γινότανε φολκλορικά φεστιβάλ και στέλνανε στο Υπουργείο Τουρισμού κάποιες προσκλήσεις τα κράτη και ζητούσαν, ας πούμε, κάποια συγκροτήματα φολκλορικά να πάρουν μέρος στα φεστιβάλ. Και φυσικά, το Υπουργείο τα μετέφερε κατευθείαν, ας πούμε, αυτά τα αιτήματα στο Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών. Με τη σειρά του, το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών –εντάξει, επέλεγε και αυτό κάποια φεστιβάλ να πάει τις δικές της ομάδες, γιατί το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών έχει πάρα πολλές ομάδες– και τις υπόλοιπες προτάσεις τις έστελνε σε όλα τα παραρτήματα και από εκεί και πέρα επέλεγαν τα παραρτήματα βάσει τω . Τότε είχε γίνει ένα χρόνο πριν ο σεισμός στο Έμπολι, στην Κάτω Ιταλία, και είχαν διοργανώσει αυτοί ένα φεστιβάλ εκεί, στην Κάτω Ιταλία. Και συγκεκριμένα εμείς μέναμε στο Καταντζάρο, αλλά είχαμε κάνει και εκδηλώσεις και στο Σαν Τζιμινιάνο και στο Έμπολι. Περάσαμε υπέροχα, η φιλοξενία ήταν πάρα πολύ καλή. Εμείς, με το που φτάσαμε εκεί, νομίζαμε ότι βρισκόμαστε ακόμη στην Ελλάδα, γιατί μοιάζουμε πάρα πολύ με τους Κάτω Ιταλούς. Στα χωριά συναντήσαμε παππούδες και γιαγιάδες, οι οποίοι μιλούσαν τα Greco και τους καταλαβαίναμε, δηλαδή κάποιες κουβέντες τις καταλαβαίναμε. Αλλά γενικά και η νεολαία μας υποδέχθηκε πάρα πολύ καλά. Να φανταστείς ότι μέναμε σε ξενώνες φοιτητικής εστίας της Γεωπονικής Σχολής του Καζαντζάνο και είχαμε επαφή, γιατί ήταν εθελοντές όλοι οι φοιτητές. Και αμέσως μας αγκάλιασαν, εξοικειωθήκαμε αμέσως. Περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, μείναμε 15 μέρες εκεί. Αλλά, επειδή αυτά τα ταξίδια χρηματοδοτούνται από τις χώρες που σε καλούν –εσύ δεν ξοδεύεις κάποια λεφτά, ας πούμε– το είχαμε προγραμματίσει από πριν φύγουμε ότι: «Εντάξει, θα πάμε Ιταλία, αλλά να δούμε μόνο τη Νότιο Ιταλία;». Και έτσι αποφασίσαμε, όλα τα παιδιά, είπαμε να χρηματοδοτήσουμε τη διαμονή μας, τη διατροφή μας και το λεωφορείο, υποτίθεται για άλλες 15 μέρες. Έτσι βάλαμε ο καθένας από ένα ποσό κι έτσι πετύχαμε να μείνουμε άλλες 15 μέρες και γυρίσαμε σχεδόν –όχι σχεδόν– όλη την Ιταλία. Δηλαδή ξεκινήσαμε από το Νότο και φτάσαμε μέχρι το Βορρά. Μείναμε 3 μέρες στη Ρώμη, ανεβήκαμε πάνω, θυμάμαι, Μιλάνο και στα περίχωρά του άλλες 3 μέρες, 2 μέρες στη Φλωρεντία, άλλες 2 μέρες Βενετία. Είδαμε, ας πούμε, όλη την Ιταλία. Και φυσικά η επιστροφή τότε γινόταν οδικώς που ήμαστε, με λεωφορείο έγινε μέσω Γιουγκοσλαβίας τότε. Το δεύτερο ταξίδι που είχα πάει, πάλι με το χορευτικό λύκειο, ήταν στην Ολλανδία. Εκείνο ήταν πάρα πολύ μεγάλο φεστιβάλ, να φανταστείς ότι συμμετείχαμε 32 χώρες από όλο τον κόσμο. Εμείς εκπροσωπούσαμε την Ελλάδα και είχε γίνει στην πόλη που μετά έγινε γνωστή, στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας. Είναι μια μικρή πόλη σχετικά, δεν είναι μεγάλη. Αυτοί διοργάνωναν φεστιβάλ κάθε χρόνο, το είχαν παράδοση αυτό το πράγμα. Και είχανε 3 μεγάλους χώρους, είχαν κάνει 2 υπαίθρια πάρκινγκ που είχαν κλείσει –όπως είναι τα τσίρκο, με τις τέντες που είναι έτσι κλειστά– και ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ. Μιλάμε τώρα για χώρους μεγάλους, που έπαιρναν γύρω στους 2,5 με 3.000 θεατές και κάθε μέρα βάζανε 5-6 συγκροτήματα από διαφορετικές χώρες και έδιναν παραστάσεις. Χορεύαμε περίπου το κάθε συγκρότημα –η κάθε χώρα δηλαδή– χόρευε περίπου γύρω στη μια ώρα. Χορεύαμε γύρω στους, περίπου δέκα χορούς. Και η φιλοξενία γινόταν σε κάποιες παλιές εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ, σε ξενώνες των αξιωματικών, σε μία πολύ ωραία περιοχή. Και εκεί καθίσαμε αρκετές μέρες, γύρω στις 18 μέρες απ’ ότι θυμάμαι και πήγαμε 2-3 φορές Άμστερνταμ, άλλες κάνα 2 φορές Ρότερνταμ. Δηλαδή γυρίσαμε αρκετά μέρη στην Ολλανδία και η επιστροφή μας έγινε μέσω Γερμανίας. Είχαμε, θυμάμαι, είχαμε μείνει άλλες 1 ή 2 –ή 1 βραδιά στο Μόναχο νομίζω και μια βραδιά στο Γκρατς της Αυστρίας– και η επιστροφή πάλι μέσω Γιουγκοσλαβίας. Αυτά ήταν τα δύο έτσι, μεγάλα ταξίδια που είχα κάνει με το χορευτικό λύκειο. Φυσικά, οι παραστάσεις που δώσαμε στο εσωτερικό της χώρας ήταν πάρα πολλές, γι’ αυτό είπα μπορεί να είναι και 65-70, δεν τις μετρούσα. Σχεδόν έχω πάει σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, σε φεστιβάλ που γινόταν. Αυτά νομίζω. Δηλαδή, δεν έχω κάτι έτσι άλλο να θυμηθώ από το χορευτικό λύκειο. Πάντως, ήταν πάρα πολύ καλές στιγμές, ήμασταν όλοι φίλοι. Να φανταστείς, ας πούμε, ήμασταν 4 ομάδες, 4 ομάδες είναι γύρω στα 48 άτομα, έτσι; Κρατούσαμε επαφές μεταξύ μας. Νομίζω της Καβάλας είναι ένα από τα καλύτερα Λύκεια στη χώρα. Μετά, το άλλο που έχω να πω είναι ότι το βεστιάριο που έχουμε, έχουνε πολύ παλιές στολές, οι οποίες αυτή τη στιγμή νομίζω ότι ξεπερνούν –μπορεί να ξεπερνούν– ας πούμε και τις 200-300.000€. Είχαμε δικό μας –μάς το είχε παραχωρήσει μάλλον ο δήμος– είχαμε δικό μας χώρο που κάναμε τις πρόβες, το οποίο μετά, από ό,τι θυμάμαι, το είχε κάνει θεατρικό εργαστήρι ο Δήμος Καβάλας. Τώρα ακριβώς τώρα πού βρίσκεται, πού στεγάζεται, δεν ξέρω, δεν έχω μάθει.

Ι.Β.:

Ανάφερες ότι χρηματοδοτήσατε το ταξίδι στην Ιταλία. Πόσο δύσκολο ήταν για μία οικογένεια εκείνης της εποχής να διαθέσει αυτό το ποσό για να ταξιδέψουν τα παιδιά;

Α.Β.:

Λοιπόν, θα πω κάτι που ίσως σήμερα τους νέους τους παραξενέψει. Εμείς, εκείνη την εποχή –τώρα μιλάω για τη δεκαετία του 70, έτσι;– τα καλοκαίρια σχεδόν όλα τα παιδιά δουλεύανε. Οπότε, είτε δουλεύανε στους γονείς τους που είχαν δικές τους δουλειές… Δηλαδή, για να σου δώσω να καταλάβεις, εγώ όταν ήμουνα μικρούλης –δηλαδή πρέπει να ήμουν ΣΤ’ Δημοτικού– απ’ ό,τι θυμάμαι στη γειτονιά μου ήμασταν μια γειτονιά μεσαίας τάξης, εργατογειτονιά, μικροί επιχειρηματίες, δηλαδή ο σιδεράς, ο ηλεκτρολόγος, ο ξέρω κι εγώ, ελαιοχρωματιστής, ο μαρμαράς. Σε αυτές τις οικογένειες, τα παιδιά το καλοκαίρι πήγαιναν στους γονείς τους και δουλεύανε, τους απασχολούσαν και τους δίνανε κάποια λεφτά. Εγώ, επειδή ο πατέρας μου –η μητέρα μου δεν δούλευε, ήτανε οικιακά και δούλευε μόνο ο πατέρας μου– ήταν χωροφύλακας, οπότε εγώ το καλοκαίρι –άρα [00:20:00]δεν είχε δουλειά, για να με πάρει κάπου να με βάλει ο πατέρας μου, αφού ήταν δημόσιος υπάλληλος– οπότε εγώ το καλοκαίρι έμενα σχεδόν μόνος στη γειτονιά και τότε είχα παρακαλέσει τον πατέρα μου, λέω: «Ρε μπαμπά, δεν γίνεται. Πρέπει κι εγώ κάπου -λέω-, έχεις τόσους φίλους, τόσους γνωστούς -λέω- στην Καβάλα. Πες κάποιον να με πάρει λίγο, να δουλέψω». Στην αρχή ήταν αντίθετος, γιατί έλεγε ο καημένος: «Να, τι θα πουν στην υπηρεσία; Ότι έβαλε το γιο του να δουλεύει τόσο μικρό;» κτλ. Αλλά έτυχε εκείνη την εποχή είχε έρθει η θεία μου, η αδερφή της μάνας μου από την Αθήνα και αυτή, ας πούμε, παρότρυνε και λέει: «Όχι -λέει-, καλά θα κάνει το παιδί να αρχίσει να δουλεύει». Αλλά, θέλω να σου πω ότι από την ΣΤ’ Δημοτικού, όλα τα καλοκαίρια μέχρι που έβγαλα το γυμνάσιο, δηλαδή μέχρι που έγινα 18 χρονών, δούλευα όλα τα καλοκαίρια. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι φίλοι μου, άρα είχαμε λεφτά σαν παιδιά. Γιατί, ξέρεις και τότε δεν είχαμε έξοδα, δηλαδή και το ντύσιμο μας ήτανε απλό, δηλαδή δεν ξοδεύαμε πάρα πολλά λεφτά. Οι έξοδοί μας ήταν –επειδή ήμασταν παρέα μεγάλη– πιο πολύ εγώ θυμάμαι, είχαμε κάνει στέκι τον βραχίονα, εκεί στο φάρο της Καβάλας, που πηγαίναμε τα βράδια όλοι μαζί με τις κιθάρες, με αυτά. Καφετέριες και αυτά πηγαίναμε μία φορά, δύο φορές την εβδομάδα. Μετά έγινε μόδα οι ντισκοτέκ, θα πηγαίναμε, ας πούμε, το Σάββατο ή την Κυριακή και όλοι είχαμε. Αλλά, εκτός αυτού, όταν κάνεις τώρα τέτοιες εκδρομές εντάξει, τα σπίτια, οι οικογένειες πάλι βοηθούσαν, δίνανε, γιατί το θεωρούσαν, ας πούμε, ότι σου λέει τώρα: «Πότε θα ξαναβγεί το παιδί στην Ευρώπη να δει τέτοια μέρη;». Οπότε το οικονομικό δεν έπαιζε τόσο πολύ μεγάλο ρόλο. Κάποιοι μπορεί να δυσκολεύονταν, αλλά τελικά τα δίνανε τα λεφτά.

Ι.Β.:

Ο πατέρας σου γιατί ήταν αντίθετος να εργαστείς; Ήταν κάτι μεμπτό;

Α.Β.:

Ναι, εκείνη την εποχή εντάξει, ήταν και δύσκολα χρόνια. Υπήρχε, ας πούμε, τώρα η ιδέα στην υπηρεσία γιατί εντάξει, η Χωροφυλακή δεν ήτανε όπως είναι σήμερα η Αστυνομία. Σχολίαζαν πολλά πράγματα και εντάξει, δεν ήθελε να συζητιέται μέσα στην υπηρεσία ότι ο γιος του Κώστα δουλεύει, ενώ είναι μικρούλης κτλ.. Αλλά εντάξει, αυτή ήταν η εντύπωση του πατέρα μου, όχι ότι ίσχυε αυτό το πράγμα. Εντάξει και ο πατέρας μου ο καημένος ξεκίνησε από μία φτωχή οικογένεια. Όταν έφυγε από την Καστοριά και πήγε στο σώμα της χωροφυλακής το ’50, τι ήταν; Ο παππούς ήταν κτηνοτρόφος, είχαν λίγα ζώα. Εντάξει, είχαν άλλη φιλοσοφία, βλέπανε αλλιώς τη ζωή και ήταν έτσι πιο διστακτικός, πιο συγκρατημένος. Αλλά εντάξει, όλα καλά, τελικά πέρασε το δικό μας, οπότε πήγα και δούλεψα.

Ι.Β.:

Η θέση που απολάμβανε στην κοινωνία της Καβάλας πιστεύεις ότι σε βοήθησε να βρεις την πρώτη σου δουλειά;

Α.Β.:

Την πρώτη μου τη δουλειά δεν τη βρήκα εγώ, την βρήκε ο πατέρας μου από έναν φίλο που είχε πρατήριο βενζίνης. Και θυμάμαι το τι χαρά έκανα, γιατί με το που πήγαμε εκεί μού δώσανε στολή –ήταν ένα πρατήριο της Shell– μού δώσανε στολή, φόρμα, καπέλο με το σήμα της Shell και ένιωθα, δηλαδή, ότι κάτι κάνω, ρε παιδί μου, κάτι σημαντικό. Αφού, να φανταστείς, όταν σχολούσα το μεσημέρι–. Βασικά η δουλειά τι ήτανε; Καθάριζα τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, έβαζα βενζίνα, ξέρω κι εγώ, καμιά φορά τους βοηθούσα να μεταφέρουμε τα λάδια στα ράφια, να ξεσκονίσω. Αυτή ήταν η δουλειά, για ένα παιδί τώρα 12-13 χρονών. Αλλά έτσι αισθανόμουνα όμορφα, γιατί όταν έμπαινα το μεσημέρι, σχολούσα και έμπαινα στο λεωφορείο για να πάω στο σπίτι, όλοι με κοιτούσαν, γιατί εγώ φορούσα τη στολή της Shell με το καπέλο. Και εντάξει, δεν το έκανα πιο πολύ για τα λεφτά, το έκανα επειδή μου άρεσε να δουλεύω. Μου έδιναν, ξέρω και εγώ, 30 δραχμές την εβδομάδα, αλλά έβγαζα μπουρμπουάρ, ας πούμε. Είχαμε πελάτες, δικηγόρους, γιατρούς. Αυτοί, όταν τους καθάριζα το παρμπρίζ, οι καλοί πελάτες μπορεί να μου δίνανε και μια δραχμή, μιάμιση δραχμή. Αφού, να φανταστείς, το εισιτήριο που πήγαινα με το λεωφορείο έκανε μια δεκάρα, επειδή ήμουνα μικρός. Δηλαδή είχανε κάποια αξία τότε τα λεφτά. Φυσικά, όσο μεγάλωνα και με βλέπανε στην πιάτσα… Γιατί στις επαρχιακές πόλεις αυτό είναι το καλό, ότι όταν δουλεύεις στο κέντρο σε μαγαζιά, σε γνωρίζει κόσμος, σε γνωρίζουν οι επαγγελματίες. Και από κόσμο που έχει εμπλακεί με σένα, ακούνε καλά λόγια ή δεν ακούνε καλά λόγια αντίστοιχα, ότι ξέρεις, «Αυτό το παιδί δεν είναι καλό». Εγώ ήμουνα πολύ καλός, δηλαδή, ό,τι και να μου λέγανε, ποτέ δεν έλεγα όχι. Ήμουνα και φιλότιμος και μετά, μεγαλώνοντας μπήκα και σε πιο έτσι δύσκολες δουλειές. Δηλαδή μπήκα σε καφετέριες σερβιτόρος, σε ένα από τα μεγαλύτερα καφενεία της Καβάλας, προς το λιμάνι μπροστά. Το λέγανε «Λιμανάκι», τώρα έχει αλλάξει, δεν ξέρω τι ονομασία έχει. Και επειδή είχα γλυκαθεί και με τα λεφτά, μου άρεσε, όποτε έκλειναν τα σχολεία είτε Χριστούγεννα είτε και Πάσχα, σε αυτό εδώ το καφενείο που το είχε ένας Αρμένιος –ο κυρ Τάκης, θυμάμαι με αγαπούσε πολύ–, μόλις έκλειναν τα σχολεία, μας έπαιρνε για 15 μέρες δουλειά. Οπότε εγώ είχα φτάσει σε μια ηλικία 18 χρονών να έχω βιβλιάριο, που είχα λεφτά μέσα στο βιβλιάριο.  Καλά, όταν ήμουνα 17-18 χρονών, μετά άρχισα να δουλεύω και στην ντισκοτέκ και πριν φύγω φαντάρος, το ’81 κρατούσα το μπαρ μίας από τις μεγαλύτερες ντισκοτέκ της Καβάλας. Και δούλευα πιο πολύ για να έχω λεφτά όταν θα ήμουνα φαντάρος. Γιατί μην ξεχνάμε, τότε κάναμε και 24 μήνες φαντάροι, 2 χρόνια δηλαδή. Αυτά νομίζω ότι με βοήθησε στη συνέχεια της ζωής. Γιατί από μικρός δούλευα, δηλαδή μου αρέσει η δουλειά και ήθελα να είμαι αυτόνομος, να έχω τα δικά μου τα λεφτά. Φυσικά, οι γονείς μου δεν με άφησαν έτσι. Και σπούδασα και έστελναν λεφτά και με βοηθούσαν. Αλλά πάντα ήθελα να ήμουνα σίγουρος ότι έχω κάποια λεφτά εγώ. Οτιδήποτε ήθελα να κάνω, ένα μηχανάκι που είχα πάρει, μία βέσπα, την αγόρασα με δικά μου λεφτά. Εντάξει, διακοπές έφτιαχνα πάλι με δικά μου λεφτά. Έτσι, δηλαδή, μου άρεσε πάρα πολύ.

Ι.Β.:

Τα πρώτα σου χρήματα πώς τα αξιοποίησες;

Α.Β.:

Τα πρώτα μου χρήματα που ήμουνα σε αυτή τη δουλειά που σου λέω, που ήμουνα στο βενζινάδικο, το θυμάμαι πολύ καλά. Επειδή είχε η γιαγιά μας στην Καστοριά –του πατέρα μου, δηλαδή, η μάνα– η γιαγιά η Ντότα, όπως όλες οι γιαγιάδες προίκιζαν τις εγγονές. Και είχε στείλει μία ωραία φλοκάτη στην αδελφή μου. Λοιπόν και θυμάμαι την πρώτη χρονιά που την είχε στείλει, τον πρώτο χειμώνα την είχε σκεπαστεί η αδερφή μου και έλεγε πόσο ζεστή είναι κτλ. και όταν της ζητούσα εγώ να με σκεπάσει η μαμά με τη φλοκάτη, μου έλεγε: «Όχι. Αυτό είναι προίκα της αδερφής σου». Και δεν ντρέπομαι να το πω, όταν τελείωσα τη δουλειά όλο το καλοκαίρι και κόντευε ο καιρός για να ανοίξουν τα σχολεία να πάω –Α’ Γυμνασίου θα πήγαινα– την είπα τη μάνα μου –γιατί τα λεφτά τα έδινα στη μητέρα μου–, την λέω: «Φτάνουν τα λεφτά για να πάμε να αγοράσουμε μία φλοκάτη για εμένα;». Και γελούσαν και πήγαμε σε έναν φίλο του πατέρα μου που είχε εμπορικό κατάστημα και μας την έδωσε και σε καλή τιμή. Και θυμάμαι πήρα μια άσπρη φλοκάτη, την οποία την κρατούσα μέχρι που παντρεύτηκα και την έδωσα στη γυναίκα μου για προίκα. Αυτά ήταν τα πρώτα λεφτά και τα αξιοποίησα έτσι. Αλλά έκανα και πολλά πράγματα. Πήγαινα τα ταξίδια και έφερνα δώρα, ας πούμε, έφερνα στους γονείς μου, στην αδερφή μου. Ας πούμε, ένα πράγμα έτσι που θυμάμαι σημαντικό είναι ότι, όταν παντρεύτηκε η αδερφή μου το ’81, ο γαμπρός μου είχε 4 αδέλφια, έτσι; Εμείς ήμασταν μόνο 2. Ξέρω και εγώ καθένας είπε: «Εγώ θα πάρω, ξέρω κι εγώ, ένα σερβίτσιο». Ο άλλος: «Θα πάρω…», δεν θυμάμαι, ξέρω κι εγώ. Αλλά δώρα όχι πολύ ακριβά. Και όταν ήρθε η αδερφή μου λέει: «Εσύ, ρε Τάσο, τι δώρο θα μας κάνεις;». Λέω: «Δεν ξέρω -λέω-, τι έχετε ανάγκη;». Εντάξει, οι γονείς μου την είχαν πάρει πράγματα, έτσι; Είχαν και το ψυγείο τους, είχαν και την κουζίνα, είχαν και το πλυντήριο. «Να -λέει-, μας λείπει μία τηλεόραση». Και το ‘81 έβγαλα από το βιβλιάριό μου –για να φανταστείς τώρα για τι λεφτά μιλάμε, ήταν ακριβές οι τηλεοράσεις– είχα βγάλει 62.000 δραχμές και τους πήρα την τηλεόραση. Και θυμάμαι πολύ καλά που έλεγε ο γαμπρός μου ότι: «Δεν ντρέπονται τα αδέρφια μου; Ένα παιδί 20 χρόνων μας πήρε τόσο ακριβό δώρο!». Αλλά δεν με πείραζε γιατί μου έδινε χαρά. Δηλαδή, όχι ότι θα τα ξόδευα τα λεφτά και τι θα έκανα μετά κτλ.  Σου λέω, είχα βιβλιάριο, από 15 χρονών είχα βιβλιάριο, το οποίο συνέχεια αυγάτιζε. Δηλαδή εντάξει, αυτά που έκανα, ό,τι έκανα, εκδρομές ξέρω ‘γω, ή έπαιρνα κάποια ρούχα, παπούτσια, αλλά περίσσευαν πάρα πολλά λεφτά. Και μέχρι και που ήμουνα Θεσσαλονίκη και πήγαινα στη σχολή, σε πολλές περιπτώσεις πηγαίναμε και δουλεύαμε, βρίσκαμε δουλειές στη Θεσσαλονίκη και πηγαίναμε, κάναμε μεροκάματα. Εντάξει, κλασικά τότε όλα τα παιδιά κοιτούσαν να δουλεύουν για να έχουν μια καλύτερη έτσι, [00:30:00]οικονομική άνεση. Γιατί τα σπίτια τους εντάξει, μέχρι ένα ορισμένο σημείο τους κάλυπταν τα έξοδα. Από εκεί και πέρα τώρα, όταν είσαι φοιτητής και θέλεις να κάνεις και λίγο ζωή, να πας ένα βράδυ σε μια ταβέρνα, ή να πας ας πούμε ένα βράδυ σε ένα μπαρ κτλ., ήθελες κάποια χρήματα. Αυτά θυμάμαι.

Ι.Β.:

Τη ζωή σου–, πώς ισορροπούσες το σχολείο, τη δουλειά και τον αθλητισμό;

Α.Β.:

Για δες, ο αθλητισμός μάς έμαθε πειθαρχία, το πιο βασικό, έτσι; Δηλαδή πειθαρχία και προγραμματισμό. Ήταν επίπονη κατάσταση. Γιατί τότε, ξέρεις, δεν υπήρχαν εκεί τα μέσα, δηλαδή οι γονείς μας δεν είχαν αυτοκίνητο όπως είναι σήμερα, που θα πάρει το παιδί, θα το πάει στο φροντιστήριο, θα το πάει στο γυμναστήριο. Εμείς δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Οι μετακινήσεις μας γίνονταν περισσότερο με τα πόδια και οι μεγάλες αποστάσεις με το λεωφορείο, το αστικό. Να φανταστείς ότι εγώ έμενα στην άλλη πλευρά, στην αντίθετη μάλλον πλευρά με το γήπεδο της Καβάλας. Έμενα στον Βύρωνα, που είναι στην πρώτη είσοδο της πόλης, όπως έρχεσαι από Θεσσαλονίκη και το γήπεδο ήταν από την άλλη πλευρά, στην έξοδο για Ξάνθη και άλλαζα 2 λεωφορεία για να πάω. Οπότε καταλαβαίνεις, σχολούσα από το γυμνάσιο το μεσημέρι, έπαιρνα το λεωφορείο για να πάω στο γήπεδο, έκανα 2 ώρες προπόνηση, έπαιρνα μετά πάλι το λεωφορείο, άλλαζα 2 λεωφορεία για να πάω στο σπίτι. και μετά να καθίσω, να διαβάσω κτλ. Οι πρόβες τώρα στο χορευτικό το Λύκειο γινόταν ανά τμήματα. Δηλαδή, χωριζόμασταν ανά τμήματα βάσει των υποχρεώσεων που είχαμε και επιλέγαμε ποιες μέρες. Γιατί τους χορούς τους μαθαίναμε όλους. Δηλαδή εγώ μπορεί να χόρευα στην ομάδα που ήμουνα σαν τσολιάς –δηλαδή που φορούσα τη στολή του τσολιά– αλλά σε κάποιες παραστάσεις ντυνόμουνα και με τη μακεδονική στολή, ας πούμε, έτσι; Χόρευα τους μακεδονικούς χορούς. Άρα, μαθαίναμε όλους τους χορούς, αναγκαστικά μαθαίναμε 60-70 χορούς. Οπότε δεν είχε σχέση με ποια ομάδα θα κάνεις στην προπόνηση, ας το πούμε. Απλώς χωριζόμασταν σε τμήματα και κάναμε δύο –το πολύ τρεις– πρόβες την εβδομάδα, οπότε μπορούσαμε και να διαχειριστούμε και τον χρόνο μας. Δεν έμενε πολύς χρόνος, η αλήθεια είναι αυτή. Φυσικά, όταν δούλευα απλώς σταματούσα και τον αθλητισμό, σταματούσα κάπως και… Εντάξει, το χορευτικό δεν το σταματούσα γιατί γινόταν αργά οι προπονήσεις στο Λύκειο Ελληνίδων, δηλαδή μετά τις 20:00-20:30 η ώρα, οπότε εντάξει, με πολύ τρέξιμο. Αλλά δεν μας έπιανε ούτε άγχος ούτε τίποτα, γιατί κάναμε όλοι το ίδιο πράγμα, οπότε δεν είχαμε πρόβλημα.

Ι.Β.:

Το άθλημα αυτό πώς το επέλεξες;

Α.Β.:

Αυτό το άθλημα δεν το επέλεξα εγώ. Η αλήθεια είναι, όταν πήγαμε στο γυμνάσιο –να φανταστείς, από το δημοτικό για το γυμνάσιο δώσαμε εξετάσεις για να μπούμε– στην Α’ Γυμνασίου μας είχε ένας καθηγητής, ο κύριος Πίτσας θυμάμαι, πολύ καλός γυμναστής, ο οποίος την πρώτη χρονιά, Α’ Γυμνασίου, μας χώριζε στις ομάδες: «Εσείς θα κάνετε στη γυμναστική βόλεϊ, εσείς θα κάνετε μπάσκετ, εσείς θα κάνετε όργανα». Και στη Β’ Γυμνασίου είχε πλέον σχηματίσει άποψη γιατί ήταν και προπονητής στο αθλητικό σωματείο της Καβάλας –στον Α.Ο. Καβάλας– και είχε σχηματίσει άποψη ποια παιδιά μπορεί να τα προωθήσει στον αθλητισμό. Γιατί πραγματικά, το μάθημα της γυμναστικής τότε, στα γυμνάσια γινόταν κανονικό μάθημα, έτσι; Ήταν υποχρεωτικό, δεν είχε… Δηλαδή, κουβαλούσαμε σάκο μαζί μας, με τα αθλητικά μας τα παπούτσια μέσα, με το σορτσάκι μας, με το φανελάκι μας, πηγαίναμε αλλάζαμε, δεν κάναμε με τα ρούχα μας κανονικά γυμναστική, ήταν κανονικό μάθημα. Και έτσι έγινε η επιλογή. Επέλεξε, ας πούμε, από τη δικιά μου τάξη 4-5 άτομα και εμένα λόγω του ύψους, επειδή ήμουνα ψηλό παιδί, αδύνατο και ψηλό, μου είπε ότι «Εσύ θα κάνεις άλμα εις ύψος». Και έτσι ήταν και αυστηρός, μας είχε από πολύ κοντά, δεν μας άφηνε. Στην αρχή, ξέρω κι εγώ, ζορίστηκα, αλλά μετά εντάξει. Μας βοηθούσε όμως κιόλας, η αλήθεια είναι ότι για να προλαβαίνουμε, πολλές φορές μας έπαιρνε με το αυτοκίνητό του και μας πήγαινε στο κέντρο της Καβάλας, για να μην καθυστερούμε. Πάντως, έτσι ξεκίνησα τον αθλητισμό και μετά κόλλησα. Δηλαδή, ο αθλητισμός είναι κόλλημα μεγάλο.

Ι.Β.:

Αν είχες δική σου επιλογή, πιστεύεις ότι θα άλλαζες άθλημα;

Α.Β.:

Για δες, η αλήθεια είναι ότι πήγα και σε άλλα αθλήματα παράπλευρα, δηλαδή δοκίμασα και το βόλεϊ και το μπάσκετ αλλά δεν ξέρω. Επειδή ξεκίνησα ένα ατομικό άθλημα και μου άρεζε πιο πολύ το ατομικό άθλημα, δηλαδή ότι βασιζόμουν στις δικές μου δυνάμεις, δηλαδή δεν περίμενα να βοηθηθώ από την ομάδα, ας πούμε. Το ποδόσφαιρο δεν μου άρεσε καθόλου, δηλαδή και στη γειτονιά, έτσι μικροί που παίζαμε, δεν έπαιζα, δεν μου άρεσε. Το θεωρούσα, ας πούμε, πολύ έτσι σκληρό άθλημα. Αλλά πέρασα και από το βόλεϊ και από το μπάσκετ, αλλά δεν με ενθουσίασαν, ας πούμε. Και μου άρεσε πολύ δηλαδή και το στυλ προπόνησης, έτσι; Και η τεχνική, δηλαδή το άλμα εις ύψος είναι πιο πολύ τεχνικό άθλημα, δηλαδή δεν είναι το δυναμικό άθλημα, έτσι; Φυσικά γυμνάζεις κάποια μέρη του σώματός σου πάρα πολύ κτλ., αλλά παίζει ρόλο η τεχνική. Γι’ αυτό μου άρεσε και πιο πολύ και έτσι παρέμεινα.

Ι.Β.:

Όταν λες ότι ο αθλητισμός είναι κόλλημα, τι ακριβώς εννοείς;

Α.Β.:

Εννοώ ότι είναι σαν το ναρκωτικό. Δηλαδή, άμα σου λείψει μία μέρα, τρελαίνεσαι. Δηλαδή, κοιτάς να μη χάσεις προπονήσεις. Δηλαδή, εκείνο το δίωρο που θα πας, ψυχολογικά και πνευματικά σε ξεκουράζει. Γιατί κάνεις άλλα πράγματα από την καθημερινή σου ζωή, είσαι εσύ και ο εαυτός σου. Οπότε το ζητάς, θέλεις να πηγαίνεις δηλαδή, να μη χάνεις τις προπονήσεις σου. Αυτό το έχουν όλοι οι αθλητές νομίζω, δεν υπάρχει αθλητής –ο οποίος κάνει χρόνια αθλητισμό, έτσι, όχι περιστασιακά– που να μην έχει κόλλημα με αυτό που κάνει. Το έβλεπα κάνει πάρα πολλές περιπτώσεις, δηλαδή και από γνωστούς από φίλους, αλλά και από τα ίδια μου τα παιδιά που ακολούθησαν μετά, έγιναν κωπηλάτες, το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, άμα μπεις στον αθλητισμό και τον πάρεις έτσι σοβαρά, είναι αυτό που λέμε, «κολλάς».

Ι.Β.:

Μου είπες ότι δόθηκε η ευκαιρία σε έναν φίλο σου να συμμετέχει στην Εθνική Ομάδα. Είχες κάποια αντίστοιχη ευκαιρία;

Α.Β.:

Ναι, είχα, γιατί σου είπα ότι με το που πήγαμε Θεσσαλονίκη, ενταχθήκαμε στο Κλιμάκιο Βορείου Ελλάδος, που ήταν παράρτημα της Εθνικής. Δηλαδή ήταν δύο τα κλιμάκια, το Νότιο, ο Βορράς και ο Νότος. Εκεί γινόταν οι προπονήσεις από τον ομοσπονδιακό προπονητή, να προετοιμαστούν τα άτομα τα οποία θα πλαισιώσουν την Εθνική Ομάδα –τότε ήταν η Εθνική Ομάδα εφήβων, την ηλικία που είχαμε εμείς ας πούμε. Αλλά έπρεπε να κάνεις όλες τις προπονήσεις, μέχρι να επιλέγεις. Απλώς εμείς επιλεγήκαμε για να είμαστε σ’ εκείνο το team, αλλά δεν ήτανε σίγουρο ότι θα έμπαινα εγώ στην Εθνική. Αλλά μπήκε ο συγκάτοικός μου, ο Σπύρος ο Γραμμάτος, ο οποίος και συνέχισε μετά, είχε φτάσει και ανδρών. Ο οποίος είχε, εντάξει είχε πολύ καλή πορεία. Αλλά απλώς εγώ σταμάτησα, σου είπα για ποιους λόγους προηγουμένως. Και εντάξει, δηλαδή δεν στεναχωρήθηκα, γιατί ήταν και σε μία ηλικία μετά που θα έφευγα φαντάρος, θα έβλεπα λίγο το επαγγελματικό, να δω τι θα κάνω με τη δουλειά κτλ., γι’ αυτό δεν το… Αλλά το ότι με έκανε ο αθλητισμός καλό, με έκανε, εντάξει.

Ι.Β.:

Από την εμπειρία που άντλησες από τον αθλητισμό, τι πιστεύεις ότι σου πρόσφερε τελικά;

Α.Β.:

Όπως είπα, ο αθλητισμός, το πιο βασικό είναι ότι με έχτισε χαρακτήρα. Δηλαδή αγωνιστικότητα, δηλαδή να μην παρατάω πράγματα στη ζωή, ήταν ένα βασικό. Και γι’ αυτό σου είπα ότι μέχρι και που πήγα φαντάρος, αποζητούσα να δουλεύω, να κάνω δικό μου κουμάντο οικονομικό. Σε, ξέρω κι εγώ, προγραμματισμός που μπορείς να βάλεις, γιατί πρέπει να έχεις πρόγραμμα στον αθλητισμό, με πρόγραμμα προχωράς. Οπότε και αυτό είναι ένα εφόδιο για τη ζωή σου, να μπορείς να προγραμματίσεις. Νομίζω αυτά τα 2 τα στοιχεία ήταν τα βασικά που μπορεί να σε προσφέρει ο αθλητισμός. Διαμορφώνεις χαρακτήρα και οπωσδήποτε μπορείς και αξιολογείς πράγματα που αλλιώς δεν θα μπορούσες να τα αξιολογήσεις, με πιο καθαρό μυαλό, αυτό. Πιο οργανωτικός είσαι, αυτά νομίζω, δεν είναι κάτι άλλο.

Ι.Β.:

Οι γονείς σου σε ενθάρρυναν να συνεχίσεις;

Α.Β.:

Οι γονείς μου δεν μου έφεραν αντίρρηση. Απλώς κάποιες φορές ερχόταν στιγμές[00:40:00], ας πούμε, που καθυστερούσα πολύ, δεν είχα χρόνο να διαβάσω. Δηλαδή έφτανα–, για να φανταστείς, εκείνα τα χρόνια 22:00 η ώρα κοιμόμασταν, έτσι; Δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις. Ένα ραδιόφωνο υπήρχε, ας πούμε, στη δεκαετία του ’70 και… Τουλάχιστον στην επαρχία, έτσι; Στην Αθήνα, στα τέλη του ‘70 είχαν και τηλεοράσεις, αλλά εμείς. Οπότε μέχρι τις 22:00 έπρεπε να τελειώσω και τα μαθήματά μου, έτσι; Και κάποια φορά η μάνα μου λίγο γκρίνιαζε: «Να, πας τώρα στο γήπεδο και δεν προλαβαίνεις και αύριο θα πας αδιάβαστος». Εντάξει, τα συνηθισμένα που συνήθως κάνουν οι γονείς. Αλλά όχι, εντάξει, δεν έφερναν αντίρρηση. Σε γενικές γραμμές τους άρεσε, με θαύμαζαν κιόλας στους αγώνες.

Ι.Β.:

Ταξίδεψες ποτέ πουθενά με τον αθλητισμό;

Α.Β.:

Ταξίδεψα στις γύρω πόλεις, δηλαδή οι αγώνες, οι ημερίδες που δίναμε ήτανε στη Βόρεια Ελλάδα. Γι’ αυτό σου είπα, η συμμετοχή μας ήταν μόνο στο πανελλήνιο δηλαδή που κατεβήκαμε. Εγώ είχα κατέβει στους μαθητικούς αγώνες, σαν εκπρόσωπος, ας πούμε, του Γυμνασίου μου, που ήταν πανελλήνιο πρωτάθλημα. Και μία φορά πάλι, που είχαμε κατέβει σαν Σύλλογος, σαν Α.Ο. Καβάλας, πάλι σε πανελλήνιο, που ήταν όλοι οι σύλλογοι φυσικά, συμμετείχαν όλοι οι σύλλογοι. Αυτό ήτανε, δηλαδή τα περισσότερα ταξίδια ήταν εκεί, στη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Δράμα, Σέρρες, όπου γινόταν αγώνες, πηγαίναμε.

Ι.Β.:

Ας πάμε λίγο στο Λύκειο Ελληνίδων. Πώς εντάχθηκες σε αυτό;

Α.Β.:

Στο Λύκειο Ελληνίδων εντάχθηκα γιατί ο προπονητής που μας είχε στον κλασικό αθλητισμό ήταν και χοροδιδάσκαλος, μαζί με έναν άλλον γυμναστή στο Λύκειο Ελληνίδων. Και όπως σου είπα τώρα, εγώ λόγω ύψους, επειδή στο χορευτικό πάντοτε κοιτούσαν τα αγόρια και τα κορίτσια να έχουν κάποιο ύψος. Γιατί ξέρεις, φορώντας τις στολές κτλ., πρέπει να έχεις κάποιο ύψος για να φανεί και η στολή. Και τότε μας είχε πει, εμένα και άλλα δύο άτομα, «Αν θέλετε, να έρθετε στο Λύκειο Ελληνίδων να σας εντάξουμε στην ομάδα, να μάθετε χορούς και θα κάνετε παραστάσεις κτλ. Αν σας αρέσει, να μείνετε». Και έτσι πήγα, δηλαδή ο ίδιος ο προπονητής που με είχε στον κλασικό αθλητισμό, τον είχα και χοροδιδάσκαλο στο Λύκειο Ελληνίδων.

Ι.Β.:

Μέχρι τότε είχες κάποια επαφή με τον χορό;

Α.Β.:

Όχι, καμία, καμία. Και με φαινόταν και πολύ παράξενο. Όταν πήγα, δυσκολευόμουνα πολύ για να μάθω τα βήματα, τις φιγούρες. Εντάξει, όλοι στην αρχή δυσκολεύονται, ας πούμε, είναι κάτι πρωτόγνωρο. Αλλά μιλάμε για πολύ σκληρή δουλειά, έτσι; Δηλαδή να χορεύεις επί μία ώρα, δηλαδή χειρότερο και από την προπόνηση που έκανα στο γήπεδο. Αλλά μετά, όταν μάθαμε τους χώρους κτλ., εντάξει, γινόταν μία συντήρηση στην ουσία. Αλλά στην αρχή, τον πρώτο χρόνο πραγματικά ήταν πολύ σκληρή δουλειά, πολύ ιδρώτας. Αλλά μετά γινόταν συντήρηση, είχες μάθει πλέον όλους τους χορούς. Απλώς πηγαίναμε ίσα-ίσα για να συντηρηθούμε. Καμιά φορά αλλάζαμε κάποιες φιγούρες. Αυτά.

Ι.Β.:

Πες μας δυο λόγια για το Λύκειο Ελληνίδων. Τι ήτανε, πώς ιδρύθηκε;

Α.Β.:

Για δες, το Λύκειο Ελληνίδων είχε ιδρυθεί στην Αθήνα από κάποιες κυρίες. Σε όλα τα Λύκεια Ελληνίδων τα διοικητικά συμβούλια είναι γυναίκες, έτσι; Και είχαν κάνει, είχαν δημιουργήσει αυτόν τον φορέα και είχαν εντάξει και το χορευτικό τμήμα μέσα. Γιατί κάνει κι άλλα πράγματα, έτσι, το Λύκειο Ελληνίδων όταν είχε ξεκινήσει. Και με τα χρόνια παρότρυναν και άλλες κυρίες σε άλλες πόλεις και έτσι δημιουργήθηκαν τα παραρτήματα. Εντάξει, τώρα την ιστορία, βαθιά την ιστορία του Λυκείου Ελληνίδων δεν την ξέρω πάρα πολύ καλά. Πάντως αυτή ήτανε η ας πούμε, η διαδρομή ήταν αυτή, ότι ξεκίνησε από την Αθήνα και μετά σιγά-σιγά εξαπλώθηκε σε πάρα πολλές πόλεις της χώρας. Εμείς είχαμε ένα, το Λύκειο Ελληνίδων Καβάλας. Εκεί γύρω ήταν το Λύκειο Ελληνίδων Δράμας, Σερρών. Υπήρχαν, ας πούμε, παραρτήματα. Και εντάξει, δηλαδή νομίζω είναι ο μεγαλύτερος φορέας σε φολκλόρ χορούς στην Ελλάδα και με πολύ μεγάλη ιστορία, έτσι; Εκατό χρόνια δηλαδή ιστορία έχει.

Ι.Β.:

Το δικό σας παράρτημα είχε συμμετοχή;

Α.Β.:

Ναι, βέβαια είχε πολύ μεγάλη συμμετοχή. Δηλαδή και τώρα που ενημερώνομαι – φυσικά τώρα ενημερώνομαι μέσω facebook, έτσι; Και στη σελίδα που έχουν κάνει του Λυκείου Ελληνίδων Καβάλας, συνεχίζουν με τον ίδιο ζήλο, με τον ίδιο ρυθμό. Πολλά παιδιά, πολλές εκδηλώσεις, προσφορά, προσφέρουν και στην πόλη. Ναι, βέβαια. Δεν νομίζω ότι δηλαδή αυτός ο ας το πούμε σύλλογος δεν έκανε ποτέ κοιλιά. Πάντα είχε δραστηριότητες πάντα. Αλλά και φυσικά είχε και πολύ καλά συμβούλια, δηλαδή οι κυρίες οι οποίες αναλάμβαναν τα διοικητικά συμβούλια. Αλλά είχε πολλά παιδιά, δηλαδή τραβούσε τα παιδιά, τη νεολαία την τραβούσε και ακόμα την τραβάει. Δηλαδή, από ό,τι βλέπω οι ομάδες είναι πάλι μεγάλες, μπορεί να έχει πάλι 40-50 χορευτές, νέα παιδιά. Φυσικά έχουν και τα τμήματα των ενηλίκων, δηλαδή κάποιοι που είναι σήμερα 35, ας πούμε, 40 χρονών έχουν κάνει και αυτοί κάποιες ομάδες, οι οποίοι και αυτοί, ας πούμε, συμμετέχουν, προσφέρουν σε κάποιες εκδηλώσεις. Αλλά είναι σαν ένας πολύ ζωντανός οργανισμός.

Ι.Β.:

Πόσο συχνά πήγαινες μέσα στο εβδομάδα στο Λύκειο Ελληνίδων;

Α.Β.:

Στην αρχή, όταν πρωτοξεκινήσαμε γινότανε τρεις φορές όταν πρωτοξεκινήσαμε, για να μάθουμε τους χορούς. Μετά, αργότερα, όταν πλέον είχαμε ενταχθεί στις ομάδες, γίναμε κανονικά, ανήκαμε σε ομάδες χορευτικές –γιατί η κάθε ομάδα είχε γύρω στα 12 άτομα, έτσι;– τότε γινόταν η συντήρηση, που λέμε. Δηλαδή, για να μην ξεχνάμε τις φιγούρες και αυτά, γινόταν μετά μία φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο, γιατί βόλευε. Δεν είχαμε, ας πούμε, σχολείο, ήτανε μία κενή ημέρα δηλαδή. Το απόγευμα μπορούσαμε, είχαμε την άνεση να πηγαίνουμε, οπότε γινότανε μετά κάθε Σάββατο.

Ι.Β.:

Όσον αφορά τις παραστάσεις στο εξωτερικό, μου είπες ότι σου έκανε εντύπωση η Ολλανδία. Για ποιο λόγο σου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση;

Α.Β.:

Για δες, εγώ ήταν η δεύτερη φορά που είχα βγει στο εξωτερικό. Η πρώτη φορά ήταν στην Ιταλία, η δεύτερη ήταν στην Ολλανδία. Γενικά και η Γερμανία, αλλά και η Ολλανδία μου έκαναν εντύπωση πρώτον οι δρόμοι τους. Δηλαδή, μπήκαμε στα λεγόμενα autobahn [αυτοκινητόδρομος], που για μένα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, δηλαδή να βλέπω τόσα πολλά αυτοκίνητα που να πηγαίνουν με μια σχετική αυξημένη ταχύτητα και να μη συμβαίνει τίποτα. Μου αρέσει η φύση, έχουν πάρα πολύ καλή φύση. Μου άρεσαν οι πόλεις, η ρυμοτομία των πόλεων που είχαν με φαρδείς, ωραίους δρόμους, πολλή καθαριότητα την οποία τότε εγώ δεν την έβλεπα στην Ελλάδα. Η Ολλανδία –μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι– μία πολύχρωμη χώρα, πολλά χρώματα είχε. Φυσικά ο κόσμος δεν πολύ μου άρεσε, από ποια άποψη; Ότι είναι έτσι λίγο ψυχροί, δηλαδή στην Ιταλία είχαμε περάσει πάρα πολύ καλά, είχαμε δεθεί, ας πούμε, με τον κόσμο εκεί. Ήτανε ευγενείς και τυπικοί, δηλαδή θα σε έβρισκαν στο δρόμο, θα σου έλεγαν, ας πούμε, «Καλημέρα. Καλησπέρα». Αλλά από εκεί και πέρα τίποτα. Δηλαδή, για να πιάσεις κουβέντα μαζί τους ήτανε λίγο πολύ δύσκολο. Ειδικά και με τη νεολαία, ήταν λίγο πιο απόμακρη. Αυτό δηλαδή, η Ολλανδία έτσι μου άρεσε σαν χώρα. Πιο προηγμένη, έβλεπα πράγματα που δεν τα έβλεπα στην Ελλάδα. Εντάξει, γενικά εκείνοι τώρα σε όλα τα παιδιά εκείνης της ηλικίας, όταν βγαίνουν στο εξωτερικό, σε πιο προηγμένες χώρες, εντυπωσιάζονται περισσότερο. Έτσι τα κτίρια τους, τα παλιά τους τα κτίρια και επειδή πάντα περνούσαμε και από τη Γερμανία, δηλαδή και η Γερμανία με εντυπωσίασε. Ειδικά το Μόναχο με είχε εντυπωσιάσει, η Αυστρία. Γιατί μέχρι να βγούμε, κατέβουμε Ελλάδα, περάσαμε πολλές χώρες, ας πούμε. Περάσαμε όλη τη Γιουγκοσλαβία, η Αυστρία με εντυπωσίασε πολύ. Αυτά δηλαδή. Εντάξει, εκείνη η ηλικία είναι καλό να ταξιδεύεις στο εξωτερικό. Βλέπεις πράγματα που λίγοι τα βλέπουν σε εκείνη την ηλικία.

Ι.Β.:

Τα ταξίδια αυτά πώς τα οργανώνατε;

Α.Β.:

Αυτά τα οργάνωνανε το Διοικητικό Συμβούλιο του Λυκείου Ελληνίδων. Έτσι κλείνανε το τουριστικό λεωφορείο, είχαμε ένα μουσικό συγκρότημα τ[00:50:00]ο οποίο μας ακολουθούσε σε όλες τις εκδηλώσεις. Αυτοί ήταν από τις Σέρρες, σε αυτό το συγκρότημα. Αυτοί ήταν μόνιμοι συνεργάτες του Λυκείου Ελληνίδων της Καβάλας, γιατί ξέρανε όλους τους χορούς. Έτσι, γιατί όλοι οι χοροί υπήρχαν μέτρο, σε όλους τους χορούς δηλαδή δεν βαρούσανε όπως να 'ναι, βαρούσαν με ρυθμό, γιατί έπρεπε να ακολουθούν τα βήματα κτλ., οπότε ήτανε χρόνια συνεργάτες του Λυκείου. Και έτσι δηλαδή, η οργάνωση γινόταν από το Διοικητικό Συμβούλιο. Εμείς το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να κάνουμε τις βαλίτσες μας, να έχουμε καλή διάθεση και να πάμε το ταξίδι και να πάμε να χορέψουμε. Από εκεί και πέρα σου λέω, οργάνωναν το ταξίδι, από πού, σε ποια μέρη θα περάσουμε, πού θα διανυκτερεύσουμε, ποιο τουριστικό γραφείο θα πάρουν για να συνεργαστούν για να μας μεταφέρει, το μουσικό συγκρότημα που ερχόταν μαζί μας, επιμέλεια των στολών φυσικά, ερχόταν και δύο κυρίες από το Διοικητικό Συμβούλιο οι οποίες ήταν υπεύθυνες για τον ρουχισμό, για τις στολές. Γιατί, να φανταστείς, κουβαλούσαμε, ας πούμε, μαζί μας 50 στολές οι οποίες άξιζαν πολλά λεφτά, ήταν όλες χειροποίητες, παραδοσιακές χειροποίητες. Όλη την οργάνωση την κάνανε το Διοικητικό Συμβούλιο, εμείς τίποτα. Εμείς το μόνο καλή διάθεση και το ταξίδι.

Ι.Β.:

Στην παραμονή σας σε αυτές τις χώρες, ακολουθούσατε κάποιο πρόγραμμα;

Α.Β.:

Ναι, ναι. Πάντα υπήρχε πρόγραμμα. Πάντα υπήρχε πρόγραμμα, γιατί χωρίς πρόγραμμα δεν γινόταν. Δηλαδή ποια συγκεκριμένη ώρα έπρεπε να ξυπνήσουμε και να πάμε όλοι για πρωινό, μετά κάποια ώρα, γιατί οι παραστάσεις πάντα γινότανε απόγευμα ή βράδυ, έτσι; Άρα το πρωί το είχαμε διαθέσιμο. Μετά, ας πούμε, πού θα πηγαίναμε, σε κάποια μέρη για να γίνει ξενάγηση, για να δούμε, αφού ήμασταν σε ξένες χώρες. Τι ώρα θα φάμε το μεσημέρι. Πάντα έβγαινε πρόγραμμα, δηλαδή βάσει προγράμματος γινότανε από τους υπεύθυνους, δηλαδή από τους 2 χοροδιδασκάλους που ήταν μαζί μας και από τις 2 κυρίες του Διοικητικού Συμβουλίου. Μόνοι μας δεν κάναμε κάτι, δηλαδή δεν μπορούσαμε να βγούμε μόνοι μας, ας πούμε, σε κάποια πόλη και να κάνουμε βόλτες. Πηγαίναμε σαν ομάδα, όλοι μαζί, ας πούμε. Ήμασταν 40 άτομα, ξέρω κι εγώ, όλοι μαζί. Και πάντοτε, σε κάθε χώρα που πηγαίναμε είχαμε και τους ξεναγούς μας. Πήγαμε να επισκεφτούμε τα μουσεία, να επισκεφτούμε κάποιους άλλους χώρους, υπήρχε οργάνωση.

Ι.Β.:

Υπάρχει κάποιο περιστατικό που να σου έχει μείνει στο μυαλό από τα ταξίδια εκεί;

Α.Β.:

Δεν, έτσι τώρα κάτι συγκεκριμένο δεν νομίζω, δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Εντάξει, περιστατικά γινότανε, αλλά δεν ξέρω τώρα πόσο το πόσο σημαντικά μπορεί να είναι. Αλλά εντάξει, έτσι κάτι πολύ-πολύ συγκεκριμένο δεν θυμάμαι κάτι συγκλονιστικό να έγινε. Μάλλον –τώρα θυμήθηκα– είχαμε πάθει κάποια βλάβη, το λεωφορείο μας όταν επιστρέφαμε από την Ολλανδία και είχαμε μπει σε ένα πολύ μεγάλο τούνελ πριν το Γκρατς της Αυστρίας και είχε πάθει μια βλάβη στα ηλεκτρικά το λεωφορείο και είχαν σβήσει τα φώτα. Ναι, αυτό το θυμάμαι, τώρα το θυμήθηκα. Και με το που βγήκαμε από το τούνελ, μας περίμενε η αστυνομία. Οι οποίοι ήτανε με τα αυτόματα, λες και είχαμε κάνει δεν ξέρω τι! Ήμασταν τρομοκράτες; Μας πήγαν εκεί σε ένα πάρκινγκ και μας υποχρέωσαν να μείνουμε όλο το βράδυ εκεί στο πάρκινγκ και το πρωί να πάρουμε το λεωφορείο, να το πάμε στο συνεργείο, για να κάνουμε τα φώτα. Αυτό το θυμάμαι γιατί ήμασταν σχεδόν στις Άλπεις επάνω και θυμάμαι ήταν καλοκαίρι και πάνω μπορεί να έκανε 12°C. Δηλαδή, εμείς ήμασταν όλοι με καλοκαιρινά και πεθαίναμε στο κρύο. Ναι, αυτό το θυμάμαι, ένα έτσι περιστατικό. Αλλά και πολλά που περάσαμε έτσι πολύ όμορφα στην Ιταλία και τα θυμάμαι τα παιδιά και οι παρέες. Εντάξει, αλλά εντάξει, όχι πάρα πολύ σημαντικά πράγματα.

Ι.Β.:

Με σχήματα χορευτικά από το εξωτερικό είχατε επαφή όσο μένατε εκεί;

Α.Β.:

Ναι, ναι, είχαμε. Γνωρίσαμε και πολλά παιδιά κράτησαν και επαφές με κάποιους άλλους από τις άλλες χώρες. Ειδικά, ας πούμε, τα κορίτσια μας αλληλογραφούσαν κιόλας. Εντάξει, τότε ξέρεις, ήταν η αλληλογραφία πιο πολύ. Αλλά ήταν αρκετοί που κρατήσαν επαφές και κάποιοι άλλοι, κάποιοι γνωστοί μου πήγαν κάποιες άλλες χρονιές και τους φιλοξένησαν, ας πούμε. Είχαν γνωρίσει κάποιους Γάλλους. Θυμάμαι κάποιοι φίλοι μας που πήραν στη Λυών και τους φιλοξένησαν χορευτές που τους είχαμε γνωρίσει στην Ολλανδία. Κάποιοι άλλοι είχαν πάει Αγγλία. Υπήρχαν σχέσεις, ναι, υπήρχαν.

Ι.Β.:

Ας πάμε νοερά τώρα σε μια παράσταση στο εξωτερικό. Τι συναισθήματα σου δημιουργούνταν όταν χόρευες ελληνικούς χορούς μπροστά σε ξένους;

Α.Β.:

Για δες, το ότι να εκπροσωπείς τη χώρα σου με παραδοσιακούς χορούς είναι σημαντικό πράγμα. Γιατί οι περισσότεροι που σε παρακολουθούν, ίσως βλέπουν το ελληνικό φολκλόρ για πρώτη φορά. Και αισθανόσουνα και ωραία, γιατί έβλεπες τον ενθουσιασμό του κόσμου και χόρευες με περισσότερο ζήλο. Αισθανόσουν πάρα πολύ όμορφα. Εγώ, δηλαδή, σε όλες τις παραστάσεις δεν υπολογίζαμε καθόλου τη κούραση. Γιατί να φανταστείς ότι μπορεί να ήμασταν και μια ώρα επάνω στη σκηνή. Δηλαδή, μπορεί κάποιοι να λένε: «Χορεύατε». Είναι σα να κάνουμε μαραθώνιο δρόμο. Δηλαδή, τα βήματα που κάνεις και το τρέξιμο που κάνεις επάνω στη σκηνή είναι σαν να τρέχεις μαραθώνιο.

Ι.Β.:

Και τι συναισθήματα σου δημιουργούνταν όταν χόρευες;

Α.Β.:

Τα συναισθήματα ήταν ότι… Συναισθήματα χαράς, έτσι συναισθήματα – πώς να το εξηγήσω, ρε παιδί μου; Χόρευα για τη χώρα μου, δηλαδή ότι κάνω γνωστή τη χώρα μου στο εξωτερικό. Αυτή ήταν η ικανοποίησή μου, ας πούμε. Ότι έδινα την εικόνα ποιοι είμαστε πραγματικά, δηλαδή παραδοσιακά ποιοι είμαστε για τους ξένους. Αυτό δηλαδή, αισθανόσουν έτσι μια ευφορία και χόρευες. Ναι, ξέρεις, δεν αισθανόσουν ότι χορεύεις σε έναν πολύ μεγάλο χώρο, που σε κοιτάνε 3-3.5 χιλιάδες θεατές, ας πούμε, δεν το έβλεπες έτσι. Γιατί εμείς όταν χορεύαμε, ξέρεις, κοιταζόμασταν στα μάτια με τους συγχορευτές μας. Πάντοτε έπρεπε να είμαστε χαμογελαστοί, αυτό ήταν το πιο βασικό, δηλαδή να παρουσιάσουμε ένα πολύ καλό καθαρό πρόσωπο στο θεατή. Αυτό μας το μάθαιναν από την αρχή, ότι πρέπει το χαμόγελο να υπάρχει πάντα στα χείλη μας και να δίνουμε κέφι. Δηλαδή χορεύαμε με κέφι, αυτό ξεσήκωνε και τον κόσμο, έτσι; Και η διαφορά με άλλες χώρες, γιατί άλλες χώρες έχουν στατικούς χορούς έτσι, άλλες χώρες έχουνε πάρα πολύ γρήγορο βηματισμό. Δηλαδή οι Σλάβοι, παραδείγματος χάριν, έχουν πιο πολύ γρήγορο βηματισμό, πιο γυμναστική χορευτική κάνουνε, ας πούμε, ενώ εμείς είχαμε πιο έτσι παραδοσιακές φιγούρες και οι γυναίκες και οι άντρες. Και νομίζω ότι –δηλαδή στις παραστάσεις που πήγαμε και στις 2 χώρες– νομίζω ότι εισπράξαμε έτσι πολύ καλές εντυπώσεις από τον κόσμο. Δηλαδή τους άρεσε πάρα πολύ. Ειδικά όταν βγαίναμε, μάς ανακοίνωναν από τα μεγάφωνα ότι το επόμενο συγκρότημα είναι η Ελλάδα, γινόταν, ξέρεις, χειροκρότημα, σφυρίγματα, τέτοια, φωτογραφίες. Ναι, ναι, αυτά ήταν τα συναισθήματα.

Ι.Β.:

Σε τι πιστεύεις ότι σε βοήθησε ο χορός;

Α.Β.:

Για δες, το βασικό, το πρώτο είναι ότι κοινωνικοποιείσαι. Δηλαδή, μπαίνεις σε ένα μεγάλο σύλλογο, γνωρίζεις πάρα πολλά άτομα, ειδικά της ηλικίας σου, έτσι; Εγώ, εντάξει, επειδή ήμουνα και αθλητής, είναι και ένας τρόπος αθλητισμού, έτσι; Το να κάνεις δυο-τρεις φορές την εβδομάδα χορό επί μία-μιάμιση ώρα, ανάλογα, είναι αθλητισμός και αυτό. Αυτά, δηλαδή πιο πολύ η κοινωνικοποίηση και το ότι βοήθησε και το γεγονός ότι είδες και πολλά μέρη. Δηλαδή εγώ τότε γνώρισα σχεδόν όλη την Ελλάδα, μόνο Πελοπόννησο δεν είχα πάει. Δηλαδή οι παραστάσεις που δίνουμε μέσα στην Ελλάδα, σχεδόν όλες τις πόλεις τις είχαμε γυρίσει. Δηλαδή φτάναμε μέχρι ξέρω κι εγώ, μέχρι Λαμία, οπότε ήταν και μια προσφορά. Δηλαδή πήρα πολλά από το χορευτικό λύκειο, έτσι; Μου έδωσε πάρα πολλά. Εγώ το μόνο που έδωσα στο χορευτικό λύκειο ήταν η παρουσία μου, το ότι βοήθησα τις ομάδες να συμπληρώνουν και να χορεύουν.

Ι.Β.:

Και μέχρι πότε έμεινες ενεργός;

Α.Β.:

Ενεργός έμεινα μέχρι το ’81 που πήγα φαντάρος. Εκεί φυσικά έχασα και το ταξίδι στο Κουβέιτ, γιατί όταν παρουσιάστηκα εγώ στο στρατό –μάλλον εγώ παρουσιάστηκα Σεπτέμβριο στον στρατό, η αποστολή θα έφευγε τέλη Αυγούστου– αλλά θα γυρνούσε μετά από 20 μέρες. Εγώ έπρεπε να παρουσιαστώ, οπότε το έχασα εκείνο το ταξίδι και απ’ ότι μου είχαν πει τα παιδιά που είχαν πάει στο Κουβέιτ, πέρασαν πάρα πολύ καλά. Και εντάξει, μετά αναγκαστικά είχα σταματήσει. Όταν κατέβαινα Καβάλα με καμία άδεια και γινόταν κάποια εκδήλωση στην Καβάλα πήγαινα, χόρευα, ας πούμε. Και μετά σταμάτησα μετά, γιατί από ό,τι σου ε[01:00:00]ίπα, το ‘84 μετακόμισα, έφυγα για Καστοριά.

Ι.Β.:

Και αυτή την απόφαση για τη μετακόμιση πώς την πήρες;

Α.Β.:

Η μετακόμιση έγινε έτσι ξαφνικά, ας το πούμε, από ποια άποψη; Ότι εγώ τελειώνοντας το στρατιωτικό, τη θητεία μου, σκοπός μου ήταν να βρω δουλειά στην Καβάλα. Έβλεπα ότι μπορούσ με κάποιον φίλο που έτσι κάναμε παρέα –είχε σπουδάσει και αυτός λογιστικά– να ανοίγαμε ένα γραφείο λογιστικό. Ήταν η άλλη περίπτωση, το ότι μπορούσα να δουλέψω και στα πετρέλαια Καβάλας, γιατί είχα πάει δύο μήνες πριν πάω φαντάρος, είχα δουλέψει σε μια ισπανική εταιρεία που έφτιαχνε συντηρήσεις στην πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου στον Πρίνο. Τέλος πάντων, προσπαθούσα να βρω κάτι για ξεκίνημα, αλλά τότε είχε ήδη αποστρατευτεί ο πατέρας μου –το ‘82 είχε αποστρατευτεί– και ο καημός του ήταν να γυρίσει πάλι πίσω στο χωριό, το είχαν αποφασίσει με τη μητέρα μου. Και μου είπαν, ας πούμε, ότι: «Ξέρεις, καλά είναι να πάμε στην Καστοριά». Αλλά αυτό που με ώθησε το να φύγω, έτσι να πάρω την τελική απόφαση, ήταν ο πρώτος μου ξάδερφος, ο οποίος ήταν γουναράς. Ο Φάνης, ο οποίος είχε μία εταιρεία που ήταν εξαγωγική εταιρεία, έκανε παλτά για τη Γαλλία και μου είπε ότι εδώ είχε τόσο πολλή δουλειά η Καστοριά, γιατί είχε φοβερή ανάπτυξη τότε στη γούνα. Μου λέει: «Γιατί να κάθεσαι στην Καβάλα από τη στιγμή που θέλουν να έρθουν οι δικοί σου εδώ; Έλα και εσύ». Και έτσι δηλαδή, η τελευταία σπίθα που άναψε ήταν από τον ξάδερφό μου, γιατί θα πήγαινα σίγουρα σε κάποια δουλειά που θα ήταν στάνταρ για μένα, ήταν ο πρώτος μου ξάδερφος. Και έτσι πήραμε την απόφαση και φύγαμε και στην Καβάλα έμενε η αδερφή μου, που παντρεύτηκε και έκανε και δυο παιδιά και πηγαίναμε και τους βλέπαμε μετά.

Ι.Β.:

Αυτή την αλλαγή πώς τη βίωσες;

Α.Β.:

Ήταν εύκολη αλλαγή για μένα, γιατί κατά καιρούς πήγαινα πολλές φορές στο χωριό. Αφού, να φανταστείς, ο πατέρας μου όλα μας τα δικαιώματα τα είχε στο χωριό, δηλαδή και όταν σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, στις εκλογές πήγα και ψήφισα στο χωριό, έτσι; Δηλαδή όλα μας τα δικαιώματα ήταν εκεί. Μετά, όταν ήμουνα στη Θεσσαλονίκη και καμιά φορά ήθελα έτσι να ξεσκάσω, έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα Καστοριά στους θείους μου που με υπεραγαπούσαν όλοι οι θείοι μου και είχα κάνει και φίλους στο χωριό. Οπότε με το που πήγα στην Καστοριά, ήταν για μένα ένα μέρος πολύ οικείο. Να φανταστείς το μισό το χωριό είναι σόι μου, ξαδέρφια δεύτερα, τρίτα, κουμπαριά ξέρω κι εγώ και πάντα είχαμε σχέσεις. Οπότε δεν πήγα σε ένα μέρος που ήμουνα ο άγνωστος μεταξύ αγνώστων, η μετάβαση έγινε πολύ φυσιολογική. Και είχα δυο-τρεις φίλους από πιο νεαρή ηλικία που τους έβλεπα και κάποιους συνέχισα να τους βλέπω και στη Θεσσαλονίκη, γιατί έτυχε να σπουδάζουν και αυτοί. Οπότε είχα επαφή και πραγματικά ήταν η μετάβασή μου, ήταν πολύ ομαλή. Δηλαδή, το αποδέχθηκα πολύ, έτσι… Δηλαδή, σαν να μην άλλαξα πόλη, να σου το πω έτσι απλά. Δηλαδή, σαν να συνέχιζα τη ζωή μου, σαν να ήμουνα στην Καβάλα. Εντάξει, η Καβάλα όμως μου λείπει, μου λείπουν οι παρέες μου, έτσι; Πέρασα όλα μου τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια, όλη τη νιότη μου την πέρασα εκεί. Αλλά άλλο τώρα όταν μεγαλώνεις και μπαίνεις στη διαδικασία της εργασίας και της δημιουργίας κτλ., εντάξει, είναι μία άλλη ζωή, είναι ένα άλλο κομμάτι της ζωής. Οπότε στην ουσία είναι η νιότη και είναι και η ενηλικίωση. Τα βλέπεις τα πράγματα πολύ διαφορετικά.

Ι.Β.:

Και στην κοινωνία του χωριού με ποιους τρόπους εντάχθηκες;

Α.Β.:

Όταν πήγα, όταν έφθασα στο χωριό, το ότι κατευθείαν με αγκάλιασαν κάποιοι γνωστοί που είχα έτσι στην ηλικία μου και φυσικά η παρέα και του ξαδέρφου μου, που είχε πολύ μεγάλη παρέα. Μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ και εκεί με το χορό. Είχα 2 ξαδέλφια τα οποία… Πρέπει να πω ότι παλιά στα χωριά υπήρχε ένας οργανισμός –τώρα δεν θυμάμαι πού ανήκει αυτός ο οργανισμός– είχαν το Σπίτι του Παιδιού, που λέγαμε. Αυτός ο οργανισμός τον είχε φτιάξει παλιά η βασίλισσα η Φρειδερίκη απ’ ό,τι θυμάμαι και σε όλα τότε τα χωριά υπήρχανε τα Σπίτια του Χωριού, που τα λέγαμε. Τους είχανε κάνει κτίρια πέτρινα, τα οποία πήγαιναν τα παιδάκια εκεί και κάνανε διάφορες δραστηριότητες, ας πούμε. Ζωγράφιζαν, υπήρχε βιβλιοθήκη, επιτραπέζια παιχνίδια παίζαμε. Και είχανε και ας πούμε στο δικό μου το χωριό, είχαν και ένα τμήμα παιδικό, που μάθαιναν χορούς παραδοσιακούς. Και είχα αυτά τα 2 μου τα ξαδέρφια, πιο μικρά φυσικά από μένα, και όταν πήγα, είχαν πάλι έναν χοροδιδάσκαλο, μετά σταμάτησε και μου είπανε, λέει: «Δεν έρχεσαι να συνεχίσουμε, να κάνουμε πάλι την ομάδα;». Και έτσι είχε έρθει η υπεύθυνη, η κυρία Μαριγούλα, τότε θυμάμαι και με παρακάλεσε: «Αν γίνεται να έρθεις, να βοηθήσεις την ομάδα». Και έτσι πήγα.  Ξεκίνησαν πάλι, ήρθαν τα παιδάκια, γιατί ήταν όλα σε μικρή ηλικία, ήταν παιδιά δημοτικού και κάνα δυο-τρία αν πήγαιναν γυμνάσιο. Και άρχισα, έκανα περίπου έξι-εφτά μήνες και τα ετοίμαζα, ας πούμε, για να πάμε να κάνουμε κάποια παράσταση, έτσι δειλά-δειλά. Αλλά μετά άρχισαν οι υποχρεώσεις με τη δουλειά, δεν προλάβαινα, γιατί έτρωγα πάρα πολλές ώρες στη γούνα και δεν ήθελα, ας πούμε, τα παιδιά έτσι να τα απογοητεύω. Δηλαδή θυμάμαι τον πρώτο καιρό ακύρωνα συνέχεια τις πρόβες. Δηλαδή λέγαμε 19:00 η ώρα την Παρασκευή θα κάνουμε, ενώ εγώ την Παρασκευή είχα φουλ πρόγραμμα στο μαγαζί, να βγάλω παραγγελίες, γιατί έπρεπε να κάνω εξαγωγή το Σάββατο το πρωί. Δεν μπορούσα να αφήσω τη δουλειά μου και έτσι μετά το σταμάτησα και για καλό δικό μου, αλλά και για καλό των παιδιών. Και μετά, θυμάμαι μετά από καιρό ανέλαβε κάποιος άλλος –ήταν γυμναστής– και το ξαναξεκίνησε, ας πούμε. Μετά οι δραστηριότητές μου –γιατί πάντα έτσι ήθελα να είμαι μέσα στην κοινωνία– είναι ότι ασχολήθηκα με όλους τους συλλόγους. Στην αρχή ξεκίνησα με τον Πολιτιστικό Σύλλογο, ήμουνα και αντιπρόεδρος. Καθιερώσαμε –μάλλον δεν το καθιερώσαμε– ήταν καθιερωμένος ο χορός του Δεκαπενταύγουστου. Όχι, μάλλον έκανα λάθος, ο χορός του Δεκαπενταύγουστου ήταν του αθλητικού σωματείου, μετά θα το πούμε αυτό. Καθιερώσαμε για την Καθαρά Δευτέρα, έχουμε ένα μέρος στο χωριό το οποίο είναι σε ύψωμα και υπάρχει εκεί και μία εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, το οποίο είχε έναν πολύ μεγάλο χώρο έξω και εκεί διοργανώσαμε τα Κούλουμα, κάθε χρόνο. Δηλαδή παίρναμε, πήγαμε και αγοράσαμε καζάνια –από τα Γιάννενα θυμάμαι, παραδοσιακά–, φτιάχναμε τη φασολάδα, κάναμε τους ταραμάδες, τις λαγάνες κτλ. και έτσι από τότε καθιερώθηκε και γινόταν κάθε χρόνο. Μετά κάναμε δενδροφυτεύσεις, κάναμε περιηγητικά μονοπάτια γύρω από το χωριό που βάλαμε ξύλινα παγκάκια με συνεργασία με το Δασαρχείο. Χρηματοδοτήσαμε σαν σύλλογος, ας πούμε, να διορθωθούν οι ποτίστρες για τα ζώα, γιατί το χωριό μας είχε ακόμα εκείνα τα χρόνια κτηνοτρόφους. Μετά αυτοί οι κτηνοτρόφοι φυσικά τα ζώα τους τα κάνανε σταβλίσια, δηλαδή δεν βγαίνανε, γιατί απαγορεύεται και η βοσκή στα βουνά. Είχα τέτοιες δραστηριότητες και μετά μπήκα και στο Διοικητικό Συμβούλιο της ποδοσφαιρικής ομάδας, έκατσα εκεί γύρω στα 5-6 χρόνια και εκεί αντιπρόεδρος. Κάναμε πολλά πράγματα εκεί στο γήπεδο, το αναβαθμίσαμε, από ξερό το κάναμε με χλοοτάπητα, βάλαμε προβολείς στο γήπεδο, κάναμε καινούργια αποδυτήρια με μπάνια, με ηλιακούς θερμοσίφωνες, κάναμε αυτόματο πότισμα του γηπέδου. Είχαμε καλή παρουσία, η ομάδα πήγαινε καλά. Αυτός ήταν ο δεύτερος σταθμός προσφοράς μου στο χωριό. Και ο τρίτος και πιστεύω ήταν εκεί από τους πιο σημαντικούς, ήταν η δημιουργία ραδιοφωνικού σταθμού στο χωριό. Εγώ, με έναν πρώτο ξάδερφο της γυναίκας μου, οι παλιοί ραδιοερασιτέχνες, μας άρεσε το ραδιόφωνο, είπαμε πώς μπορούμε –εκείνη την εποχή γινόταν πολλοί, ξέρεις, δημοτικοί σταθμοί κτλ., τώρα σου μιλάω για μια περίοδο γύρω στο ’91, κάπου εκεί, το ‘90 με ‘91– και είπαμε «Πώς μπορούμε να κάνουμε έναν σταθμό, αλλά να είναι δικός μας σταθμός, να είναι του χωριού», ας πούμε. Και σκαρφιστήκαμε, εγώ τότε με τον Φώτη τον Τσόπρα, να μαζευτούμε όλοι οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι των γύρω χωριών και να κάνουμε έναν κεντρικό σύλλογο, που θα εκπροσωπεί όλους τους συλλόγους, έναν πολυσύλλογο δηλαδή. Και τα ιδρυτικά μέλ[01:10:00]η να είναι αυτοί οι σύλλογοι. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να πάρουμε χρηματοδότηση και τους άρεσε αυτό, στους άλλους συλλόγους. Αλλά τους είχαμε πει ότι η έδρα πρέπει να είναι η Κορησός, το χωριό μας δηλαδή. Είχαμε και μέρος, είχαμε τα γραφεία μας, τα στούντιο και αυτά, τα οποία μας τα είχε παραχωρήσει τότε η Κοινότητα. Φυσικά είχαμε γίνει Δήμος Αγίων Αναργύρων, τότε είχε γίνει η συνένωση των χωριών. Λοιπόν και είχαμε πει ότι θα βάλουμε όλοι από ένα κεφαλαίο στην αρχή, συν το ότι θα έδινε και ο δήμος σαν πολυμετοχικό, ας πούμε. Και έτσι ξεκίνησε το ραδιόφωνο. Πήραμε τα πρώτα μηχανήματα, πήραμε τον πρώτο πομπό, ανεβήκαμε στο βουνό, στο πιο ψηλό σημείο της περιοχής μας, βάλαμε την πρώτη κεραία, χτίσαμε το πρώτο μας σπιτάκι για να μπούνε τα μηχανήματα μέσα και άρχισαν οι εκπομπές. Οι οποίες εκπομπές ήτανε πιο πολύ τοπικού ενδιαφέροντος και ήρθαν και μας αγκάλιασαν πάρα πολλά άτομα μετά από τα γύρω χωριά, που είχαν σχέση. Είχε έρθει κάποια κυρία, η οποία ήταν παιδαγωγός και έκανε την Κυριακή παιδικό θέατρο, διάβαζε παιδικά, θεατρικά έργα. Είχαμε κάποιον, τον Στέφανο τον Λιούζα που ήταν υπάλληλος του ΟΤΕ, ο οποίος ήτανε πολύ με τον κινηματογράφο. Εκείνος έκανε δύο εκπομπές, γιατί ήτανε και στον Σύλλογο των Φίλων του Κινηματογράφου της Καστοριάς και το δεύτερο ήταν ότι είχε και οικολογικά ενδιαφέροντα, ήταν και οικολόγος. Μετά είχαμε μία κοπέλα η οποία έκανε έτσι δημοσιογραφικές κάθε πρωί κάποιες εκπομπές. Πήγαινε πολύ καλά το ραδιόφωνο. Εμείς φυσικά πιο πολύ οργανωτικά το στηρίζαμε και εγώ κάποια βράδια, όταν έτσι, μου άρεσε, πήγαινα έβαζα έτσι μουσική. Και κρατήθηκε, αυτό το ραδιόφωνο κρατήθηκε μέχρι και το ‘99. Μετά σταμάτησε, δεν υπήρχε ενδιαφέρον. Εμείς, ας πούμε, εντάξει ό,τι είχαμε να προσφέρουμε, το προσφέραμε. Μετά αναλάβανε κάποια άλλα παιδιά, πιο νέα. Μετά κάποια στιγμή σταμάτησε ο δήμος το έκλεισε, και από εκεί και πέρα έγινε μια Οδύσσεια, πουλήθηκαν τα μηχανήματα, δεν ξέρουμε ποιος τα πήρε. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η πορεία του ραδιοφώνου, που ήταν καθαρά προσωπική μας, Δηλαδή, δυο άτομα την ξεκινήσαμε και γι’ αυτό τη θεωρώ ότι ήτανε η καλύτερη προσφορά στο χωριό. Αυτά ήταν τα τρία που έκανα σαν προσφορά, ας πούμε, και σαν τέτοιο στο χωριό μας.

Ι.Β.:

Ποια ερεθίσματα σας ώθησαν στο να ιδρύσετε το ραδιόφωνο;

Α.Β.:

Σου είπα ότι εμείς σαν παλιοί ραδιοερασιτέχνες, μας άρεσε. Και τότε είχε γίνει μόδα με τα δημοτικά ραδιόφωνα, δηλαδή ξεπεταγόταν σε κάθε δήμο και ραδιόφωνο. Και έτσι βρήκαμε την ευκαιρία για να κάνουμε και εμείς το ραδιόφωνο. Γιατί ήμασταν ίσως και το μοναδικό ραδιόφωνο στην Ελλάδα που ήταν σε χωριό. Δηλαδή, ήμασταν πρωτότυποι. Και ξέχασα να πω ότι είχαμε και συνεργασία με την ΕΡΤ. Δηλαδή, γινόταν δημοσιογραφικές εκπομπές και έκαναν σύνδεση με εμάς και κάποιες εκπομπές τις αναμεταδίδαμε και εμείς, της ΕΡΤ. Είχαμε υπογράψει και ειδικά συμβόλαια με αυτούς, δηλαδή γινόταν όλα νόμιμα, έτσι; Και είχε δηλαδή και καλή ακροαματικότητα, τα πρώτα χρόνια είχε πάρα πολύ καλή ακροαματικότητα. Αγοράζαμε έτοιμες εκπομπές, μαγνητοφωνημένες από εταιρείες της Αθήνας, μουσικές από πολύ καλούς παραγωγούς, ας πούμε. Και δηλαδή είχε ζωντανό πρόγραμμα το ραδιόφωνο, δεν έπαιζε δηλαδή αυτόματα το computer, που λέμε, όπως γίνονται τώρα οι περισσότεροι σταθμοί. Είχε κοινό, δηλαδή όσοι κάναμε εκπομπές ήταν αφιλοκερδώς, έτσι; Δεν πληρωνόταν κανένας. Μόνο το πρωί που ερχόταν αυτή η κοπέλα που έκανε δημοσιογραφική εκπομπή, την πληρώναμε μόνο τις βενζίνες της, γιατί ερχόταν από την Καστοριά και έκανε πρόγραμμα δυο-τρεις ώρες. Όλοι οι άλλοι κάνανε προσφορά, δεν πληρωνόταν κανένας. Και από την άλλη είχε έσοδα ο σταθμός, γιατί έκανε τις διαφημίσεις. Δηλαδή εκτός των εξόδων που είχαμε, ρεύματα, εντάξει τον φόρο που πληρώναμε για τις διαφημίσεις που εισπράτταμε κτλ., έμενε αρκετό κέρδος. Αναβαθμίσαμε μηχανήματα, μεγαλώσαμε τη δισκοθήκη του σταθμού. Να φανταστείς, τότε παίζαμε δίσκους και cd, έτσι; Καλά, όταν ανοίξαμε έγινε μεγάλη προσφορά από τους συγχωριανούς, δηλαδή όλοι δώσανε από κάποιους παλιούς δίσκους που είχαν από κάποια CD κτλ. Αλλά φτάσαμε να έχουμε, τουλάχιστον σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό ήμασταν πλήρεις, ήμασταν ένα καλό ραδιόφωνο.

Ι.Β.:

Πώς κατάφερε ένας μικρός, επαρχιακός σταθμός να κάνει όλα αυτά τα πράγματα; Να έχει όλη αυτή την απήχηση;

Α.Β.:

Ναι, γιατί υπήρχε η αγάπη, γιατί τα άτομα που ασχολήθηκαν το αγαπούσαν αυτό, το θέλανε να γίνει. Και εκτός αυτού, το πήραμε και λίγο έτσι τοπικιστικά το θέμα, ότι «Είμαστε οι πρώτοι», δηλαδή δεν υπάρχει. Και ξέρεις, επειδή τα πρώτα, ό,τι έσοδα ερχότανε γινόταν αναβάθμιση στα μηχανήματα. Και μετά αλλάξαμε και τοποθεσία με τις κεραίες, τις βάλαμε πλέον πάνω από την πόλη της Καστοριάς, σε ένα πολύ πιο ψηλό βουνό, το οποίο είχε και μεγαλύτερο άνοιγμα και ήμασταν οι πρώτοι που αγοράσαμε και τα πιο μεγαλύτερα μηχανήματα και ακουγόμασταν και στους διπλανούς νομούς, έτσι; Κοζάνη, Πτολεμαΐδα κτλ., Γρεβενά. Και άκουγε ο κόσμος, γιατί μετά τον μετονομάσαμε τον σταθμό. Ενώ λέγαμε πρώτα «Σύλλογος Πολιτιστικών Συλλόγων» κτλ., ήτανε πολύ μακρυνάρι, μετά το μετατρέψαμε. Γιατί συνεργαστήκαμε με τον «984» των Αθηνών, το δημοτικό ραδιόφωνο και εμείς το κάναμε «Α984», το μικρύναμε λίγο το όνομα, εντάξει, για λόγους γι’ αυτό, για να μην είναι πολύ μακρινάρι, δηλαδή στην εκφώνηση να μην τρώει πολύ χρόνο. Και το είχαμε κάνει έτσι, «Α984». Και συνεργαστήκαμε τότε και με το ραδιόφωνο το δημοτικό των Αθηνών, μας έστελναν και αυτοί εκπομπές ηχογραφημένες. Αλλά υπήρχε δηλαδή ενδιαφέρον από όλους, ειδικά από τη νεολαία κτλ., βοηθούσαν όλοι. Ήταν δηλαδή κάτι που δεν το έκανε κανένας άλλος και το κάναμε εμείς. Δηλαδή ένα χωριό 1.500 κατοίκων και από τα γύρω χωριά άλλοι 1.000, δηλαδή 2.500 κάτοικοι καταφέραμε να κάνουμε ένα ραδιόφωνο, το οποίο στην ουσία κράτησε για 8 χρόνια, έτσι; Και πρόσφερε και ενημέρωση, αλλά και διασκέδαση, μουσική.

Ι.Β.:

Με τον Πολιτιστικό Σύλλογο πώς ανακατεύτηκες;

Α.Β.:

Για δες, όταν γίνονται εκλογές στα χωριά για τους συλλόγους, επειδή είναι λίγα τα άτομα, έτσι, πάνε και ψηφίζουν όλοι. Και εγώ τότε και πιο νέος που ήμουν εκεί, ήμουνα και φρέσκος , στο χωριό, με παρότρυναν όλοι οι γνωστοί κτλ., «Βάλε και εσύ υποψηφιότητα». Φυσικά όποιος έβαζε υποψηφιότητα έβγαινε, δεν υπήρχε πρόβλημα, και έτσι… Αλλά εντάξει, μου άρεσε γιατί ήτανε δραστηριότητες μέσα στο χωριό, δεν έκανες κάτι που–. Δηλαδή, στην ουσία για τον ίδιο σου τον εαυτό, για την ίδια σου την ποιότητα ζωής και μέσα το ότι πήγαμε, κάναμε δενδροφυτεύσεις, το ότι πηγαίναμε, καθαρίζαμε τους κεντρικούς, ας πούμε. Γιατί εντάξει, η Κοινότητα τότε δεν είχε και τις δυνατότητες, δεν είχε πολλούς υπαλλήλους. Είχε μια γραμματέα, έναν κλητήρα, έτσι; Ο καθαρισμός γινόταν για όλα τα χωριά από ένα συνεργείο. Εμείς σαν σύλλογος, βάζαμε κάποιους που τους πληρώναμε και καθάριζαν τους κεντρικούς δρόμους. Κάναμε δενδροφυτεύσεις όπως είπα προηγουμένως, αναβαθμίσαμε τη βιβλιοθήκη, κοιτούσαμε, πήραμε περισσότερα βιβλία. Ο ίδιος ο Πολιτιστικός Σύλλογος αυτός –φυσικά πριν έρθω εγώ– είχε κάνει και το γυμνάσιο στο χωριό, δηλαδή στην περιοχή μας ήταν το πρώτο γυμνάσιο που είχε γίνει, δηλαδή με τα ίδια τα λεφτά των μελών του Συλλόγου είχε χτιστεί και με δωρεές φυσικά, και ο μεγαλύτερος δωρητής ήτανε ο κύριος Κωνσταντινίδης, τα αδέρφια Κωνσταντινίδη. Και τον Άγιο Διονύσιο που χτίστηκε η εκκλησία, πάλι έτσι από το σύλλογο. Η συντήρηση γινόταν από εμάς, βοηθούσαν. Αυτές ήταν οι ασχολίες, δηλαδή, στην ουσία αναβάθμιζες την ποιότητα ζωής τη δικιά σου μέσα στο χωριό.

Ι.Β.:

Ποιες διαφορές εντόπισες μεταξύ της Καβάλας και του χωριού;

Α.Β.:

Εντάξει, η Καβάλα πρώτον ήταν μεγαλούπολη, έτσι; Όταν ζούσα εγώ, η Καβάλα είχε 70.000 κόσμο και ξαφνικά πήγα εγώ σε ένα χωριό που είχε γύρω στους 1.500. Δηλαδή, και οι γάτες και τα σκυλιά σε γνώριζαν, έτσι; Στην Καβάλα πέρα από την γειτονιά σου, δεν γνώριζες. Εντάξει, εκτός από τις φιλίες που είχες κτλ., αλλά μια τεράστια, πολύ με[01:20:00]γάλη, εντάξει. Πιο κοντά με τον κόσμο, οι διαφορές ήταν αυτές. Και η πόλη μέσα της Καστοριάς και αυτή ήταν μικρή, δεν ήταν μεγάλη πόλη. Οι διαφορές ήταν ότι η Καστοριά έχει πιο πολλή φύση. Αυτό που δεν με πείραξε και μάλλον και με κράτησε κιόλας, ήταν ότι υπήρχε και το υγρό στοιχείο, δηλαδή αν δεν υπήρχε λίμνη της Καστοριάς, ίσως με έλειπε το υγρό στοιχείο, επειδή εγώ μεγάλωσα στην Καβάλα, με τη θάλασσα. Η ομοιότητα ήταν αυτή, ότι υπήρχε υγρό στοιχείο. Αλλά με εντυπωσίασε η φύση, δηλαδή ο νομός έχει πάρα πολλή φύση. Ειδικά τα καλοκαίρια, συνέχεια τα Σαββατοκύριακα ανεβαίναμε στο Γράμμο, στο Βίτσι, τον χειμώνα πηγαίναμε στα χιονοδρομικά, κάναμε σκι. Πιο, έτσι, φυσική ζωή, κάτι που δεν το έκανα στην Καβάλα. Η Καβάλα ήταν εντάξει, μία πόλη που είχε πιο πολύ έτσι άλλα ενδιαφέροντα. Δηλαδή, ξέφευγες μόνο με τον αθλητισμό και αυτά που σου είπα, ας πούμε, δεν είχε κάτι άλλο να κάνεις, δεν είχε άλλες δυνατότητες. Ενώ στην Καστοριά έχεις πάρα πολλά πράγματα να κάνεις. Δηλαδή, αυτό που λέγαμε, το να γυρνάς μέσα στη φύση, αυτό είναι ανεπανάληπτο πράγμα. Εγώ δηλαδή, ίσως όταν –αυτό το έλεγα και το λέω ακόμα στο χωριό– εγώ όταν είχα έρθει, είχα τόση δίψα για να δω μέρη, που τους έλεγα: «Εγώ μέσα σε τέσσερα-πέντε χρόνια γύρισα όλο το νομό της Καστοριάς, πήγα σε όλα τα βουνά, σε όλα τα τέτοια και εσείς δεν έχετε πάει ούτε στα μισά». Γιατί μου άρεσε, δηλαδή είχα εντυπωσιαστεί. Αυτές ήταν οι διαφορές.

Ι.Β.:

Παρότι το περιβάλλον ήταν γνώριμο στο χωριό για σένα, ένιωσες ποτέ διαφορετικός σε σύγκριση με τους συγχωριανούς σου;

Α.Β.:

Όχι, σε καμία περίπτωση. Σου είπα, υπήρχε η επαφή. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν το αισθάνθηκα, ποτέ. Δηλαδή, με αγκάλιασαν κατευθείαν και καινούργιες παρέες έκανα. Μετά παντρεύτηκα γρήγορα, δηλαδή το ‘84 αρραβωνιάστηκα, το ‘85 παντρεύτηκα, μετά από ένα χρόνο. Εντάξει, οι παρέες μου μετά ήτανε με ζευγάρια παντρεμένα. Εντάξει, εκεί δεν υπάρχει ούτε συναγωνισμός ούτε τίποτα. Ήμασταν σχεδόν οι περισσότεροι στο ίδιο επάγγελμα, ήμασταν γουναράδες, αυτό. Δεν νομίζω, δεν αισθάνθηκα ποτέ δηλαδή έτσι να ζοριστώ. Και είχα πολύ καλές σχέσεις με όλους.

Ι.Β.:

Ποια ήταν η δουλειά για την οποία πήγες τελικά στο χωριό;

Α.Β.:

Η δουλειά ήταν αυτή, το ότι με προσκάλεσε ο ξάδερφός μου, ο πρώτος μου ξάδερφος, να πάω να δουλέψω μαζί του –στο μαγαζί του δηλαδή– και να μάθω τη γούνα. Εγώ με τον ξάδερφό μου έκατσα περίπου γύρω στους 8 με 9 μήνες. Επειδή ξέρω και εγώ, ήξερα τα λογιστικά, τα είχα σπουδάσει, τους είχα οργανώσει λίγο στο μαγαζί. Πήγαινα τράπεζες, εφορία κτλ. και συνάμα μάθαινα και γούνα, μάθαινα την τεχνική της γούνας. Μετά, όταν παντρεύτηκα, επειδή είχε ο πεθερός μου δικιά του βιοτεχνία, αναγκαστικά πήγα εκεί. Αλλά επειδή ήθελα να μάθω γιατί υποτίθεται ότι ήταν δουλειά μαζί με τον πεθερό μου, άρα ήτανε δουλειά αφεντικού στην ουσία, αλλά έπρεπε να μάθω τη δουλειά, δεν μπορούσα δηλαδή να διευθύνω εγώ μία βιοτεχνία από τη στιγμή που δεν είχα εμπειρία στο είδος. Και έτσι πήγα σε ένα διπλανό χωριό που είχε ένα φίλο ο πεθερός μου, ο οποίος ήταν παλιός γουναράς αυτός και δούλευε πάρα πολύ με Αμερική και έκανε ιδιαίτερα παλτά. Και προτίμησα να πάω σε αυτόν γιατί για μένα ήταν ο πιο καλός δάσκαλος, ας πούμε. Και έτσι έμαθα, έκατσα χωρίς να πληρώνομαι, πήγαινα κάθε μέρα από το πρωί μέχρι τις 15:00-16:00 η ώρα το μεσημέρι. Πήγαινα και έμαθα τη δουλειά από το άλφα μέχρι το ωμέγα. Δηλαδή έκατσα περίπου 8 μήνες –δεν θυμάμαι, αρκετό καιρό πάντως– και την έμαθα τη δουλειά, σα να ήμουνα γουναράς πέντε-έξι χρονών, ας πούμε. Κι έτσι μετά ανέλαβα και το μαγαζί. Μετά κάναμε πολύ εμπόριο γούνας, δηλαδή αγοράζαμε κάποια παλτά και τα μεταπωλούσαμε στη Γερμανία. Και μετά έγιναν πολλά πράγματα στη δουλειά επάνω, δεν ξέρω άμα θες να τα αναφέρουμε.

Ι.Β.:

Ναι, θα τα αναφέρουμε. Αλλά πριν από αυτά, γιατί σου κέντρισε το ενδιαφέρον η πρόταση του ξαδέρφου σου να αναλάβεις τη δουλειά;

Α.Β.:

Γιατί υπήρχε κάτι συγκεκριμένο. Δηλαδή, ήξερα ότι ο αδερφός μου είχε μια πάρα πολύ καλή δουλειά, πήγαινε πάρα πολύ καλά, έτσι; Ήξερα ότι τα λεφτά που διακινούνται είναι τεράστια, τα ποσά, αλλά ήτανε και αυτοί που δούλευαν στη γούνα σαν εργάτες, ας πούμε, αμείβονταν πάρα πολύ καλά. Δηλαδή, να φανταστείς ότι μία οικογένεια μπορεί να δουλεύανε και τα 4 άτομα, τα 2 παιδιά και οι γονείς. Και αν οι μισθοί τότε, εκείνη την εποχή ήτανε ξέρω και εγώ 120.000 το άτομο, έτσι; Ο εργάτης γουναράς μπορεί να έβγαζε και 250.000, δηλαδή τα διπλάσια και υπερδιπλάσια λεφτά και για αυτό και πολλά παιδιά τότε, από τη δεκαετία του ‘60 μέχρι τέλη του ’80, ήταν πάρα πολλά παιδιά που πήγαιναν γυμνάσιο και μετά σταματούσαν γιατί συνέχιζαν στη γούνα, γιατί βγάζανε πολλά λεφτά. Και γι’ αυτό είχε και ανάπτυξη, ας πούμε, η Καστοριά. Δηλαδή γίνανε περιουσίες, και σαν εργάτες κάνανε περιουσίες, που δεν έγινε πουθενά σε όλη τη χώρα, αυτό γινόταν στην Καστοριά. Απλώς με τράβηξε αυτό, ότι δεν θα έψαχνα. Πήγα κατευθείαν για δουλειά και μια καλή δουλειά και μου άρεσε το γεγονός ότι θα μάθω κάτι διαφορετικό, έτσι; Απλώς όταν πήγα είχα και στο μυαλό μου–. Επειδή, σου λέω, στην αρχή με τα λογιστικά και με αυτά βοηθούσα λίγο τον ξάδερφό μου κτλ., μου είχε πει επειδή ήταν εξαγωγική εταιρεία και μπήκα και στη διαδικασία να πηγαίνω να κάνω τα χαρτιά, για να γίνει ο εκτελωνισμός κτλ. και μου είχε μπει και η ιδέα να δώσω εξετάσεις για εκτελωνιστής. Γιατί τότε έδινες εξετάσεις, ήτανε κλειστές οι εξετάσεις για να πάρεις το πτυχίο του εκτελωνιστή. Αλλά όταν μπαίνεις τώρα σε αυτό το επάγγελμα, όλα τα άλλα δεν σου φαίνονται, ας πούμε. Γιατί οι οικονομικές απολαβές ήταν τόσο μεγάλες που εντάξει, ήταν μια ιδέα που με πέρασε, δεν έγινα εκτελωνιστής. Έτσι, αυτό με τράβηξε πιο πολύ, η σταθερότητα και η πολύ καλή οικονομική απολαβή της δουλειάς.

Ι.Β.:

Τι θυμάσαι από το χωριό και από την Καστοριά γενικότερα εκείνη την περίοδο, όσον αφορά τη γούνα και το χρήμα που έρρεε;

Α.Β.:

Για δες, η Καστοριά σαν υποδομές δεν έδωσε βάση. Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή της πόλης μέσα… Ας πάρουμε, ας πούμε, την Καστοριά. Εντάξει, τα χωριά δεν είχαν πολλές αλλαγές, μείνανε παραδοσιακά, τα ίδια, λίγα πράγματα γίνανε. Αλλά η πόλη, ενώ είχε πάρα πολλή δουλειά, οι υποδομές ήτανε ανύπαρκτες. Όταν άρχισε η κρίση της γούνας, άρχισε η πόλη να αλλάζει. Δηλαδή καταλάβανε ότι πλέον η γούνα αρχίζει να φθίνει και πρέπει να δούνε την πόλη να την προωθήσουν για κάποιο άλλο τομέα. Και ποιος ήταν ο τομέας; Ήταν ο τουρισμός. Και άρχισαν να γίνονται δρόμοι, να γίνει το οδικό δίκτυο, να κοιτάξουν να κάνουνε το πράσινο μέσα στην πόλη, γενικά να ομορφύνουν την πόλη, να δώσουν πολλή σημασία στη λίμνη κτλ. Όταν πήγα εγώ, δηλαδή το ’84, μετά από μια δεκαετία η πόλη είχε αλλάξει. Δηλαδή μετά το ‘95 κτλ., δεν είχε καμία σχέση. Το μόνο που με στεναχωρούσε ήταν αυτό, ενώ υπήρχε πλούτος, ιδιωτικός πλούτος, η πόλη ήταν έρμαιο, έτσι; Χάλια δρόμοι, ακόμη δεν είχαν τελειώσει το αρδευτικό τους δίκτυο, τον βιολογικό καθαρισμό, φωτισμός δεν υπήρχε σωστός μέσα και έξω από την πόλη. Δηλαδή, πολλά πράγματα που δεν τα έβλεπα εγώ στην Καβάλα, είχα μεγαλώσει διαφορετικά. Αλλά ήταν ο ατομικός πλούτος που αυτό τους κρατούσε. Δηλαδή, δεν κοιτούσαν να ασχοληθούν με την πόλη τους, κοιτούσαν πώς θα βγάλουν περισσότερα λεφτά. Γι’ αυτό και οι Καστοριανοί έχουν πολλή ατομική ιδιοκτησία, έτσι; Όλοι, θα δεις, έχουν το σπίτι τους στην Καστοριά, έχουν 1-2 διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη τα οποία τα νοικιάζανε, άλλοι έχουν ένα εξοχικό στη Χαλκιδική ή ξέρω κι εγώ, προς το Ιόνιο. Δηλαδή, ό,τι λεφτά έβγαλαν, τα επένδυσαν. Και δεν μιλάμε τώρα για τους επιχειρηματίες, δηλαδή αυτή η κατάσταση γινόταν εκεί από τους εργάτες. Γιατί, σου λέω, οι αμοιβές ήταν τεράστιες επειδή ήταν ειδικοί τεχνίτες και υπήρχε εξειδίκευση σε ένα είδος, το κομματιαστό που λέγαμε, που γινόταν από αποκόμματα από τη γούνα, δεν γινόταν από όλο το μέρος του ζώου. Η οποία τεχνική την ξέρανε μόνο οι Καστοριανοί, πουθενά αλλού στον κόσμο, έτσι;

Ι.Β.:

Την κρίση αυτή, δηλαδή, χρονολογικά πού θα την τοποθετούσες;

Α.Β.:

Για δες, η κρίση η μεγάλη ξεκίνησε τέλη του ‘88. Μικρές κρίσεις γινότανε από τότε που ξ[01:30:00]εκινήσει η γούνα, από τη δεκαετία του ’60, έτσι; Αλλά γινότανε κρίσεις μικρές, δηλαδή του ενός χρόνου, από σεζόν σε σεζόν γινότανε ανά 4-5 χρόνια. Αλλά δεν το καταλάβαινες, έτσι; Αλλά τέλη του ’88 που ξεκίνησε η κρίση, κράτησε μέχρι το ‘93. Αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι βγήκανε πλέον από τη μόδα η γούνα, την είχανε βγάλει οι μεγάλοι μόδιστροι. Ξεκίνησε το οικολογικό κίνημα, αμέσως-αμέσως χάθηκαν αγορές όπως ήταν η Γερμανία, η Σουηδία, η Γαλλία. Αυτές οι αγορές άρχισαν να χάνονται. Αυτές που κρατιόταν ήταν λίγο Καναδάς και Αμερική. Αλλά το ξεκίνημα πάλι της γούνας έγινε μόλις έπεσε η Σοβιετική Ένωση και μπόρεσαν οι Ρώσοι να έρχονται ελεύθερα πλέον, να ταξιδεύουν στην Ευρώπη. Και έτσι από το ‘93 και μετά ξεκίνησε πάλι η γούνα σαν πελάτες, βασικούς πλέον, τους Ρώσους. Οι οποίοι, ας πούμε, μέχρι και πριν από ένα χρόνο έρχονταν συνέχεια στην Ελλάδα και για τουρισμό, αλλά και για αγορά γούνας. Αλλά τώρα με τον πόλεμο πλέον της Ουκρανίας έχουν σταματήσει και αυτοί και υπάρχει μεγάλο πρόβλημα πλέον στην Καστοριά. Έχουν κλείσει σχεδόν οι μισές και παραπάνω επιχειρήσεις.

Ι.Β.:

Όντας πλέον διαχειριστής μιας επιχείρησης, όπως ήταν αυτή στη γούνα, πώς διαχειρίστηκες αυτή την κρίση που είχε ξεσπάσει;

Α.Β.:

Για δες, αναγκαστικά όταν έχεις μία κρίση και δεν βλέπεις φως –για κοντινά, μελλοντικά– ψάχνεις να βρεις τρόπους για να μειώσεις τη χασούρα σου, που λέμε. Έτσι εμείς, λόγω της κρίσεως τότε, ενώ αντέξαμε με πολύ μικρές παραγγελίες ‘89-‘90, στέλνοντας λίγα κομμάτια στη Γερμανία, κάποια λίγα στην Αμερική, δηλαδή ίσα-ίσα που συντηρούμασταν σαν βιοτεχνία. Είχαμε μειώσει φυσικά και κατά πολύ το προσωπικό και αναγκαστήκαμε να βρούμε καινούργιες αγορές και έτσι ξεκινήσαμε και πήγαμε στη Γιουγκοσλαβία. Το πιο κοντινό μέρος για εμάς ήτανε, που μπορούσαμε να το δουλέψουμε και επιλέξαμε, ας το πούμε, να έχουμε σαν βάση το Νις της Σερβίας. Ανήκει στη Σερβία το Νις, γιατί και χιλιομετρικά μας ερχόταν πιο κοντά και ήταν μια πόλη η οποία μας έμοιαζε πολύ με τη Θεσσαλονίκη. Είχε πάρα πολλούς Έλληνες φοιτητές και, εντάξει, θεωρήσαμε, ας πούμε, τι είναι το πιο κατάλληλο μέρος για να ξεκινήσουμε εκεί. Έτσι πήγαμε, δημιουργήσαμε εταιρεία νόμιμη, είχαμε κάποιον ας το πούμε μακρινό θείο τότε, που είχε φύγει με το παιδομάζωμα, ο οποίος ήταν στο Επιμελητήριο στο Βελιγράδι, ο οποίος μας βοήθησε να κάνουμε όλα τα χαρτιά για να κάνουμε μια νόμιμη εταιρεία, την οποία την κάναμε θυγατρική των εταιρειών που είχαμε στην Καστοριά εγώ με τον ξάδερφό μου. Άλλη εταιρεία είχε ο ξάδερφός μου στην Καστοριά, άλλη είχα εγώ, αλλά αυτή στο Νις την κάναμε θυγατρική των εταιρειών με αναφορά στα δικά μας ονόματα στην Ελλάδα. Και επειδή ήταν και πιο μικρή η πόλη, έγινε και πιο εύκολη γνωριμία με το γνωστό τελωνείο της πόλεως. Γνωρίσαμε τον τελώνη και οπότε μπορούσαμε να περνάμε και τα εμπορεύματα με πιο χαμηλές τιμές, να μην πληρώνουμε πολύ μεγάλο φόρο και το είχαμε έτσι σαν βάση. Κάναμε πρώτα τη βιτρίνα και την αποθήκη. Μετέπειτα φυσικά κάναμε και εργαστήριο, γιατί μπορέσαμε και δικαιολογούσαμε τα φορολογικά μας έσοδα. Γιατί σου έδινε τη δυνατότητα τότε το γιουγκοσλαβικό κράτος –γιατί ήταν ακόμη Γιουγκοσλαβία, δεν είχε γίνει ο πόλεμος– να επιδοτεί όλη την ασφάλεια του εργαζόμενου και ένα μέρος από το μισθό το κράτος και το υπόλοιπο να το πληρώνεις εσύ. Απλώς σου έβαζαν όριο να έχεις το λιγότερο πέντε εργαζόμενους, οπότε εμείς αναγκαστικά ανεβάσαμε μηχανήματα από την Ελλάδα εκεί και δεν πήραμε μόνο πέντε γυναίκες, πήραμε δέκα γυναίκες γιατί ήταν τόσο φθηνό το μεροκάματο. Και φέραμε εμπόρευμα από την Ελλάδα –κομματιαστά που τα λέγαμε, φθηνά, φθηνό εμπόρευμα– και τους μαθαίναμε να ράβουν. Εμείς το κάναμε αυτό για να είμαστε καλά με το κράτος, νόμιμοι. Όχι ότι ποντάραμε στην παραγωγή, ότι θα τους κάνουμε αυτούς τους τεχνίτες της γούνας. Απλώς ήταν τόσο λίγα τα έξοδα που δεν μας ενδιέφερε, απλώς να υπάρχει προσωπικό. Αλλά όμως, καταφέραμε να έχουμε την καλή μας την πελατεία, γιατί ο σκοπός μας ήταν το χονδρεμπόριο, δεν ήτανε να κάνουμε λιανικές πωλήσεις. Δηλαδή, τη βιτρίνα που ανοίξαμε και το εργαστήριο ήταν για να μπορούμε να μπούμε στο κράτος, στο σύστημα δηλαδή, να μπορούμε να δουλεύουμε νόμιμα. Εντάξει, η βιτρίνα πουλούσε, αλλά δεν ήταν αυτό που οραματιζόμασταν εμείς να κάνουμε, τα πολλά κέρδη. Πόσο θα πουλήσει ένα μαγαζί, πόσες γούνες; Οπότε κοιτούσαμε το χονδρεμπόριο, οπότε ανοιχτήκαμε σε όλη τη Γιουγκοσλαβία και καταφέραμε να βγάλουμε πελάτες και από την Κροατία και από τη Σλοβενία, κατά το πλείστον ήταν Εβραίοι οι περισσότεροι, οι οποίοι ήταν παλιοί βιτρινάδες που λέγαμε, που είχαν βιτρίνες γούνες και μας προτίμησαν γιατί; Γιατί τους πηγαίναμε νόμιμα παλτά. Αυτοί ό,τι ψώνιζαν, είτε από Ελλάδα παλιά είτε από Γερμανία, πάντα τα φέρνανε παράνομα. Έτσι και τάχα δικαιολογούσαν ότι τα φτιάχνανε αυτοί, αλλά ήταν παράνομα τα παλτά και πολλές φορές τους πιάνανε και τους βάζανε πρόστιμα. Και εμείς ξαφνικά βρεθήκαμε σε μια κατάσταση ότι τους φέρναμε παλτά με τιμολόγια και με την ίδια τιμή που αγόραζαν αυτά τα μαύρα τα παλτά, υποτίθεται τα παράνομα και έτσι αποκτήσαμε πάρα πολύ μεγάλη πελατεία. Είχαμε κάνει αποσβέσεις σε όλο τον εξοπλισμό που είχαμε ανεβάσει επάνω, που αγοράσαμε μηχανήματα κτλ., το μαγαζί που κάναμε, το εργαστήριο, ένα πολύ σημαντικό μέρος των παλτών, τα οποία δεν τα είχαμε κάνει εμείς, απλώς τα αγοράσαμε από άλλες βιοτεχνίες από μέσα από την Καστοριά, αυτά, ας πούμε, πουλήθηκαν, οπότε μην κάνετε κέρδη. Και όσο λέγαμε ότι θα ανοιχτούμε για να κάνουμε και άλλες μπίζνες στη Γιουγκοσλαβία–. Δηλαδή εγώ πήγα και έκλεισα μια πολύ καλή συμφωνία με το Εμπορικό Επιμελητήριο του Βελιγραδίου, να δίνουμε εμείς γούνες έτοιμες, παλτά και να μας δίνουν αυτοί ξυλεία. Είχαν πάρα πολλή ξυλεία από Σλοβενία και η Κροατία ήταν η οικοδομική ξυλεία και προμήθευαν σχεδόν όλη την Ευρώπη, είχαν πάρα πολύ ξύλο και είχα έρθει τότε στην Ελλάδα και με κάποιες γνωριμίες που είχα από φίλους από την Καβάλα κτλ. που είχαμε ασχοληθεί με το εμπόριο ξυλείας κτλ. βρήκαμε ενδιαφέρον, ώστε όταν θα φέρναμε την ξυλεία, να μπορούσαμε να την πουλήσουμε. Είχαμε βρει και χώρους που να μπορούμε –εντάξει, δεν θα μπορούσες να πουλήσεις όλο το εμπόρευμα αμέσως– βρήκαμε και κάποιους, ώστε όταν θα φέρναμε την ξυλεία, να μπορούσαμε να την πουλήσουμε. Αμέσως βρήκαμε και κάποιους χώρους στη βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης να το αποθηκεύουμε, αλλά ήμασταν άτυχοι το ότι μας βρήκε ακριβώς η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί πραγματικά χάσαμε, δηλαδή τα όνειρά μας άρχισαν να καταστρέφονται. Γιατί ενώ είχαμε φτάσει πλέον στο σημείο να καθιερωθούμε και να γίνουμε οι μοναδικοί εκεί στο είδος μας και να ανοίξουμε και άλλους ορίζοντες στη δουλειά μας, να έχουμε και από αλλού έσοδα, το παλέψαμε, ας πούμε, καθίσαμε γύρω στους τέσσερις-πέντε μήνες. Μετά αναγκαστήκαμε, δηλαδή δεν αντέχαμε να μείνουμε, ειδικά εγώ δεν άντεχα να μείνω παραπάνω, η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, γίνανε πολλά τότε με τον πόλεμο στη Βοσνία  και αναγκαστικά εγώ πήρα την απόφαση να φύγω. Αλλά με τη διαφορά ότι φυσικά κλείσαμε και το μαγαζί, κλείσαμε και τη βιοτεχνία. Δεν μπορούσαμε να ανέβουμε πάνω στους πελάτες μας πλέον, γιατί πλέον γίνανε σύνορα και δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Μία φορά που επιχειρήσαμε να το κάνουμε, κοντέψαμε να χάσουμε και το εμπόρευμα. Πολλά μπλόκα ήταν στο δρόμο, δεν μας πιστεύανε. Τέλος πάντων, και έτσι εγώ είχα πει ότι τελικά είναι ένα χαρτί το οποίο κάηκε και πρέπει να φύγουμε. Δεν μας έδινε καμία σιγουριά και εξασφάλιση η Πρεσβεία μας τότε, ενώ ήμασταν καθημερινά σε επαφή το πώς μπορεί να μας προστατεύσει, τι να κάνουμε κτλ., ήταν προσωπική μας ευθύνη. Αλλά λόγω του ότι ο ξάδερφός μου τελικά είχε παντρευτεί την προηγούμενη χρονιά μία Σερβίδα, είχε αποφασίσει, λέει: «Εγώ θα μείνω εδώ». Είχε ένα σπίτι, μία βίλα, ο πεθερός του έξω από το Νις που είχε μεγάλα υπόγεια και έτσι με αυτό τον τρόπο μεταφέραμε και τα μηχανήματα εκεί και όλα μας τα έτοιμα τα παλτά που είχαμε και με την προϋπόθεση ότι όταν θα ηρεμήσει η κατάσταση, να είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Αλλά η κατάσταση –από ό,τι ξέρεις κι εσύ– είχε γίνει πολύ πιο δύσκολη, πέρασαν τα χρόνια. Φυσικά μετά απ[01:40:00]ό κάποια διάστημα αποζημιώθηκα εγώ από τον ίδιο μου τον ξάδερφο, δηλαδή όποια ήταν συμμετοχή μου, με πλήρωσε. Γιατί αυτός έστω μέσα στον πόλεμο δειλά-δειλά, σε κάποιους πουλούσε κτλ. Και έτσι σταμάτησε εκείνο το όνειρο και από τη στιγμή μετά που επέστρεψα στην Ελλάδα, είχε ήδη ξεκινήσει ο τουρισμός από τη Ρωσία. Και λόγω του ότι ήδη είχα μπλεχτεί με Σερβία εγώ και άρχισα δηλαδή, γνώριζα τον κόσμο τον ξένο για να πουλάω –δεν πουλούσα σε Έλληνες υποτίθεται– πήρα την απόφαση να κάνω μια βιτρίνα στη Θεσσαλονίκη, γιατί ο πρώτος σταθμός που κατεβαίνανε οι Ρωσίδες ήταν η Θεσσαλονίκη.

Α.Β.:

Και μετά από λίγο καιρό είχε ανοίξει και η παραλία της Κατερίνης, γιατί τα τουριστικά γραφεία που τους φέρνανε, κοιτούσαν να τους πάνε κάπου που να είναι λίγο πιο φθηνά, να μπορούν να κάνουν και διακοπές και είχαν επιλέξει τότε την Κατερίνη. Και εγώ πήγα, έκανα μια βιτρίνα που ήταν ανάμεσα στα μεγάλα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, δίπλα στο Capsis το ξενοδοχείο θυμάμαι και έτσι ξεκίνησα να πουλάω σε Ρώσους πλέον. Είχα εμπόρευμα αρκετό, έτοιμα παλτά και έφτασε μετά και η στιγμή, γιατί πάντα ήθελα, δεν ήθελα να είμαι στατικός, ήθελα πάλι να εξερευνώ άλλες αγορές κτλ., να μπορούσε να ανοίξω τη δουλειά. Γιατί δεν με πήγε μια δουλειά, βρήκα μια άλλη, δεν με πήγε η δεύτερη, κοιτούσα να πάει η τρίτη. Και επειδή στο μαγαζί–, μάλλον το μειονέκτημα με τους Ρώσους ήταν ότι δεν μιλούσανε ξένη γλώσσα, έπρεπε να ξέρεις ρωσικά και αναγκαστικά τότε σε όλα μας τα μαγαζιά, όλοι οι γουναράδες που είχαμε κάνει βιτρίνες στη Θεσσαλονίκη και στην Κατερίνη, είχαμε πάρει Έλληνες Πόντιους που ζούσαν παλιά στη Ρωσία. Εγώ είχα γνωρίσει κάποιον κύριο ο οποίος έγινε φίλος μου αργότερα, ο Γιώργος, ο οποίος ήταν μαθηματικός, ήταν στη Γεωργία, ο οποίος τον χρησιμοποιούσα σαν μεταφραστή. Τον είχα στο μαγαζί και όταν ερχόταν πελάτισσες, αυτός μετέφραζε. Τον έστελνα στο αεροδρόμιο, γιατί κάποιες πελάτισσες ερχότανε με free πτήση, δεν ερχόταν με γκρουπ. Πώς να τις πάρει το βράδυ, να τις βγάλουμε έξω, να τις κεράσουμε. Τέλος πάντων και κάποια στιγμή –ήξερα, μου έλεγε ιστορίες από Ρωσία– και κάποια στιγμή άρχισε να μου λέει ποιες είναι οι επαφές του στη Μόσχα, γνωρίζει κάποια άτομα τα οποία… Και λέω: «Δεν πάμε;». Ήταν ακόμα στο ξεκίνημα, ήταν νωρίς το ‘94, ας πούμε, ‘95 κάπου εκεί. Λέω: «Και δεν πάμε στη Ρωσία να δούμε τι γίνεται;». Μου λέει: «Θα πάμε -λέει- αλλά θα απελπιστείς, γιατί δεν υπάρχουν τώρα -λέει- μαγαζιά. Είναι σε λαϊκές αγορές, πουλάνε τις γούνες». Ξέρεις, ήταν ακόμη στη μετάβαση προς τον καπιταλισμό η Ρωσία και θυμάμαι είχαμε φύγει έναν Σεπτέμβριο, ανεβήκαμε πάνω στη Μόσχα. Είχαμε πάρει μαζί μας γύρω στα τρία-τέσσερα παλτά, δεν θυμάμαι, τέσσερα παλτά νομίζω. Λέω: «Εντάξει, θα βρούμε εκεί κάποιους να τα πουλήσουμε, να καλύψουμε τα έσοδά μας κτλ.». Και πήγαμε. Όντως, ο ένας ο φίλος του, αυτός ο οποίος και μας βοήθησε, μας άνοιξε πόρτες, που λέμε, αυτός ήτανε υπάλληλος της KGB. Ο οποίος μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έκανε ιδιωτική εταιρεία security και είχε αναλάβει νομίζω δυο-τρεις ξένες τράπεζες, μία αγγλική, μία γερμανική και μία άλλη. Ο οποίος όμως είχε φοβερές γνωριμίες ως υπάλληλος της KGB παλιός, ήξερε τους πάντες. Και μας γνώρισε τον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου της Μόσχας και κλείσαμε ραντεβού κτλ. και πήγαμε, συναντηθήκαμε και είπαμε: «Τι μπορούμε να κάνουμε;». Εμείς λέμε ότι «Το μόνο που, αυτό δηλαδή που κάνουμε είναι να πουλάμε και να φτιάχνουμε γούνες, να φτιάχνουμε και να πουλάμε γούνες. Εσείς τι μπορείτε να κάνετε; Μπορείτε να παίρνετε τα παλτά και να τα πουλάτε, να κάνετε τα δικά σας τα μαγαζιά; Τι;». Και τότε αυτοί κάνανε μία συνεργασία με το Καζακστάν. Τους στέλνανε μηχανήματα, γεωργικά μηχανήματα, ό,τι είχε σχέσεις με τους εξοπλισμούς και είχανε σχέσεις, γιατί με το που έγινε το Καζακστάν ξεχωριστό κράτος, μοίραζαν και τον κλήρο στους πολίτες και κάποιες φάρμες που υπήρχαν, τελικά τις πήραν οι ιδιώτες, αλλά σε στυλ συνεταιρισμού. Δηλαδή, είχανε φάρμες με ζώα, με αγελάδες, με αυτά. Κάνανε συνεταιρισμούς και τα πήρανε οι ίδιοι οι αγρότες, γίνανε στην ουσία αφεντικά από εργάτες. Και έτσι πέρασαν και οι φάρμες των γουνοφόρων ζώων σε συνεταιρισμούς και ο συγκεκριμένος συνεταιρισμός γουνοφόρων ζώων στο Καζακστάν ήτανε ο πρόεδρός τους, δηλαδή αυτός που τους προμοτάριζε ήταν παγκόσμιος αθλητής του χειμερινού σκι κατάβασης. Αυτοί, ξέρεις, οι Καζακστανοί είναι σχιστομάτηδες, σαν Μογγόλοι είναι. Και τον ειδοποίησε και σε δυο μέρες ήρθε, πήρε το αεροπλάνο, ήρθε και κλείσαμε συμφωνία. Ποια ήταν συμφωνία; Εγώ τους έκανα πρόταση. Αυτοί στην αρχή, μάλλον, μας είχανε πει ότι «Έχουμε τόσες χιλιάδες ζώα. Αν μπορούμε να τα αγοράσουμε». Το πρόβλημά τους ήταν ότι δεν είχαν τροφές, γιατί τα ζώα της φάρμας, τα γουνοφόρα θέλουν ειδικές τροφές, με ειδικές βιταμίνες, επεξεργασία τροφής κτλ. Και αυτές τις κάναμε εισαγωγή, συνήθως τις κάναμε είτε από Νορβηγία, είτε από Σουηδία. Και τους είπα ότι «Εγώ δεν μπορώ να αγοράσω όλες αυτές τις ποσότητες, αλλά εγώ το μόνο που μπορώ να σας κάνω είναι να συνεργαστούμε. Να μου στείλετε εσείς τα ζώα, αφού τα σφάξετε», ας πούμε, δεν είχαν βυρσοδεψεία για να τα κατεργάσουν, αλλά «να μου στείλετε τα ζώα, να τα κάνω βυρσοδεψία εγώ και να τα κάνω έτοιμα παλτά και να τα στείλω είτε σε εσάς να τα πουλήσετε, ή να σας τα πουλήσω εγώ στην Ελλάδα και η ανταμοιβή μου θα είναι σε είδος. Δεν θέλω, αφού δεν έχετε λεφτά, δεν θέλω να με πληρώνετε. Αλλά στα 3 δέρματα που θα δουλεύω, το ένα το δέρμα θα είναι δικό μου, καθαρό κέρδος και τα 2 θα είναι για εσάς». Και έτσι έκλεισε η συμφωνία, η οποία ήταν τεράστια συμφωνία στην ουσία. Γιατί; Γιατί εγώ έπαιρνα ένα δέρμα που άξιζε περισσότερο, το διπλάσιο από την τελική τιμή δουλειάς που θα έκανα, αλλά από τα 2 δέρματα που θα δούλευα για αυτούς, που θα τους επέστρεφα σε στυλ έτοιμου παλτού, ας πούμε, όλα τα υποκατάστατα του δέρματος… Γιατί σε ένα παλτό που είναι με ολόκληρα δέρματα, δουλεύεις μόνο το σώμα, το κεφάλι δεν το δουλεύεις, τα πόδια δεν τα δουλεύεις, την ουρά δεν τη δουλεύεις, αυτά πάνε χώρια. Από τη στιγμή που εγώ αφαιρούσα όλα αυτά για να κάνω πάλι το μονό από δέρματα για να τους στείλω έτοιμα παλτά, όλα τα υποκατάστατα του δέρματος –κεφάλι, πόδια, ουρά– έμεναν σε μένα. Τα οποία εγώ τα πουλούσα σαν κομμάτι σε τεχνίτες γουναράδες, οι οποίοι κάνανε παλτά μόνο από ούρα, μόνο από πόδια ή μόνο από κεφάλια. Οπότε το κέρδος ήταν τεράστιο, ήταν πολύ καλή συμφωνία. Κατεβήκαμε Ελλάδα, μετά από ένα μήνα άρχισαν αυτοί να σφάζουν ζώα και να στέλνουν τις πρώτες παρτίδες. Θυμάμαι όταν είχε κατέβει το cargo στο αεροδρόμιο της Καστοριάς, πήγε ο εκτελωνιστής μου για να εκτελωνίσει τα δέρματα και μου λέει: «Καλά», με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει, «Καλά ρε, τι, όπλα έφερες από το Καζακστάν;». Λέω: «Γιατί;». «Γιατί είναι -μου λέει- σε κάσες ξύλινες, όπως έχουμε τα όπλα -λέει- στο στρατό. Με σφραγίδες -λέει- μαύρες από πάνω κτλ». Και λέω: «Εντάξει είναι τα δέρματα». Πήραμε τα δέρματα, τα στείλαμε στο βυρσοδεψείο, τα κατεργάσαμε, κάναμε τα πρώτα παλτά, την πρώτη παρτίδα. Δηλαδή μέσα στον πρώτο μήνα, 40 μέρες τους στείλαμε τα πρώτα δείγματα. Τους είχαμε στείλει γύρω στα 10-15 παλτά, βιζόν και αλεπούδες. Ένα είδος αλεπούς ήταν αυτά τα γκρι-άσπρα που είναι, τα αρζεντέ που τα λένε, ενθουσιάστηκαν και μας είπαν ότι «Μέχρι να τελειώσετε τα υπόλοιπα δέρματα, εμείς θα σας στείλουμε και την υπόλοιπη παρτίδα». Στο σύνολο θα ήταν 10.000 δέρματα. Εντωμεταξύ, όσο εμείς δουλεύαμε και την υπόλοιπη παρτίδα, αλλά πάντα ενδιαφερόμασταν, γιατί τότε μιλούσαμε με φαξ, δεν υπήρχαν τότε ούτε ίντερνετ ούτε τίποτα δεν υπήρχε, ας πούμε. Στέλναμε φαξ, απαντούσαν αυτοί και λέγαμε: «Τι κάν[01:50:00]ετε;». Αν υπάρχει ενδιαφέρον, δηλαδή, «Πού τα δίνετε» κτλ. Λέει: «Δειγματίσαμε, πουλήσαμε κάποια». Τέλος πάντων, κάνουμε και τη δεύτερη παρτίδα εμείς, όσο την είχαμε τελειώσει και τις στέλναμε επάνω, είχαν έρθει και τα υπόλοιπα δέρματα, μπήκαμε πάλι στη διαδικασία να γίνει βυρσοδεψία, να αρχίσουμε να το δουλεύουμε, να τα κάνουμε παλτά. Και κάποια στιγμή τους λέμε ότι –δεν μπόρεσαν να τα πουλήσουν, όλα τους είχαν μείνει, κάποια κομμάτια– και τους λέμε: «Αν είναι, αφήστε τα εδώ στην Ελλάδα να τα δώσουμε εμείς σε βιτρίνες, γιατί ανοίξανε πάρα πολλές βιτρίνες και έρχονται πάρα πολλοί Ρώσοι λοιπόν, να πουλιούνται εδώ τα παλτά και να σας στέλνουμε κατευθείαν τα χρήματα και να αγοράζετε τις τροφές». Γιατί είχανε πρόβλημα αυτοί, θέλανε να ρευστοποιήσουν για να αγοράσουν τροφές, για να μπορέσουν να μεγαλώσουν τις επόμενες παρτίδες. Και τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται, τους πλησίασε εκείνο το διάστημα μέχρι να πάρουν την απόφαση, τους είχε πλησιάσει μάλλον η ρωσική μαφία και τους έταξε σχεδόν την διπλάσια τιμή να αγοράσουν τα παλτά τους. Ότι «Θα σας τα πουλάμε εμείς τα παλτά στα δικά μας τα μαγαζιά και θα σας δίνουμε αντί για 1.200 δολάρια –που λέγαμε εμείς ότι τόσο πωλούνται στην Ελλάδα–, θα σας δίνουμε 2.500 δολάρια». Και μας στείλανε μήνυμα, λέει: «Όλη την παραγωγή που θα κάνετε -λέει-, στείλτε την επάνω, γιατί κάναμε πάρα πολύ καλό deal». Εμείς τους επισημάναμε ότι: «Προσέχετε. Από την στιγμή που δεν παίρνετε λεφτά, δεν πρέπει να δίνετε παλτά. Δηλαδή, κάποια στιγμή δώσατε 10 παλτά; Εάν έρθουν και σας ζητήσουν και άλλα παλτά, πρέπει να πληρωθείτε για εκείνα τα παλτά. Δεν πρέπει να ξαναδώσετε άλλα παλτά». Τέλος πάντων, αλλά παράλληλα τέλος πάντων, το θέμα ήταν ότι δεν ήταν έμποροι και κάποια στιγμή μας στείλανε μήνυμα ότι ψάχνουν να τους βρουν και δεν μπορούν να τους βρουν. Τους είχαν πάρει όλα τα παλτά, αυτοί αλλάξανε, δηλαδή είχανε κάνει κάποιες βιτρίνες και μέσα σε ένα βράδυ τα διαλύσανε τα μαγαζιά, πήραν τα παλτά, σηκώθηκαν, εξαφανίστηκαν και έτσι οι άνθρωποι χάσανε. Οπότε μετά μας είπαν αν μπορούμε να αναλάβουμε εμείς τις φάρμες επάνω –ίσως που το μετάνιωσα κιόλας τότε– ήταν ότι εντάξει, το κόστος ήταν μεγάλο, μπορούσα να κάνω επαφή με την τράπεζα, να δανειοδοτηθώ, ώστε να πάρω τις τροφές και να τις στείλω επάνω, γιατί νομικά καλυπτόμουν. Γιατί θα με είχαν κάνει, ας πούμε, σαν ιδιοκτήτη των φαρμαδόρων εκεί. Εντάξει και δεν υπήρχε πρόβλημα, γιατί ήταν αξιόπιστα άτομα. Αλλά δεν ξέρω τότε, εκείνη την εποχή, επειδή είχα στο μυαλό μου να κάνω και κάτι άλλο, δηλαδή είχα κουραστεί από το τρέξιμο της γούνας τόσα χρόνια κτλ. και το άφησα έτσι και έτσι έκλεισε και εκείνη η σελίδα, τελευταία σελίδα. Και μετά περιορίστηκα πλέον στην Καστοριά με κάποιες γνωριμίες που είχα, ερχόταν από την Ρωσία, τους πουλούσα κάποια παλτά, μέχρι το ‘99 που πλέον σταμάτησα και είπα ότι: «Μέχρι εκεί. Δεν συνεχίζω άλλο με τη γούνα». Είχα ήδη ξεκινήσει ένα κτίριο, μία οικοδομή μεγάλη και επειδή άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά σιγά-σιγά η περιοχή, είπα να κάνω ένα ξενοδοχείο. Και έτσι άλλαξα πλέον, από κατασκευαστής γούνας έγινα ξενοδόχος.

Ι.Β.:

Εκτός από τις γνωριμίες, τι άλλο ήταν αυτό που σας βοήθησε να κάνετε αυτά τα ανοίγματα στο εξωτερικό;

Α.Β.:

Για δες, βοήθεια δεν έχεις. Η βοήθεια είναι καθαρά ο αγώνας ο δικός σου. Δηλαδή το πόσο μπροστά μπορείς να δεις –έτσι;– και το τι ρίσκο θα πάρεις. Μιλάμε τώρα για δουλειές, οι οποίες δεν έχουν στάνταρ. Δηλαδή, η γούνα είναι ένα είδος χρηματιστηριακό. Πολλοί, ας πούμε, για να σου δώσω παράδειγμα, χάσανε λεφτά καθαρά από τη χρηματιστηριακή αξία του προϊόντος. Δηλαδή, όταν είχε πάρα πολλή ζήτηση η γούνα και οι φαρμαδόροι μεγάλωναν την παραγωγή τους, δηλαδή παράγαν παραπάνω ζώα. Όταν έφτασε η περίοδος της κρίσης, οι τιμές πέφτανε. Εάν εσύ την προηγούμενη χρονιά είχες αγοράσει παραπάνω από αυτά που θα είχες παραγγελία, την επόμενη χρονιά έπεφταν οι τιμές, οπότε δεν μπορούσες πάλι να πας στις δημοπρασίες, να αγοράσεις, γιατί είχες ήδη προϊόντα με αυξημένη τιμή. Ήτανε ρίσκο. Εμείς μόνο μία φορά το περάσαμε αυτό αλλά εντάξει, ανεπαίσθητα, δεν μας κόστισε πολύ. Αλλά ήτανε το πόσο μπροστά, δηλαδή τα ανοίγματα που κάναμε και στη Σερβία μετά και στη Θεσσαλονίκη που πήγαμε με βιτρίνα και στη Ρωσία ήταν καθαρά ότι δεν περιμέναμε να έρθει ο πελάτης και ψάχναμε εμείς να τον βρούμε. Μόνο έτσι μπορείς να κάνεις, δηλαδή να κάνεις κάτι διαφορετικό, κάτι να προχωρήσεις τη δουλειά σου δηλαδή. Αλλά το να κάθεσαι και να περιμένεις με εμπόρευμα και πότε θα έρθει ο πελάτης για να πουλήσεις, δε νομίζω ότι είναι αυτό που μπορεί να σε βγάλει από το αδιέξοδο κάποια στιγμή.

Ι.Β.:

Όταν ανοίξατε το κατάστημα στη Σερβία, τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε;

Α.Β.:

Όταν λες προκλήσεις, τι εννοείς;

Ι.Β.:

Δυσκολίες, όσον αφορά–.

Α.Β.:

Δυσκολίες ήταν το πώς μπορούσαμε από την αρχή να προσαρμοστούμε, να μπούμε στη λογική της αγοράς της Σερβίας. Δηλαδή, καθαρά διαδικαστικά θέματα. Δηλαδή, το πώς θα πληρωνόμασταν από τους πελάτες, γιατί εκεί υπήρχε μια άλλη διαδικασία, δεν ήταν όπως ήταν εδώ στην Ελλάδα. Παραδείγματος χάριν, όλοι οι υπάλληλοι πληρωνόταν σε τσεκ, τα οποία τα εξαργύρωναν στα καταστήματα. Εμείς, σαν επιχειρήσεις είχαμε ένα πλαφόν, δεν μπορούσαμε να εξαργυρώσουμε από ένα ποσό και πάνω. Αλλά επειδή το είδος μας ήταν ακριβό, τα τσεκ ήταν πολλά. Εκεί τι κάναμε; Σιγά-σιγά γνωριστήκαμε, κάναμε φιλίες κτλ., μπλέξαμε ξέρω και εγώ με κάτι φίλους που ήταν τραπεζικοί οι οποίες μας τις παίρνανε τα τσεκ και μας βοηθούσανε, τις μεταχρονολογούσαν παραδείγματος χάριν και μας δίνανε, γιατί εμείς πληρωνόμασταν στην ουσία σε δολάρια ή σε μάρκα. Τα τσεκ ήταν όμως σε δηνάρια, οπότε γινόταν αυτό, δηλαδή τέτοιες δυσκολίες στην αρχή. Στην αρχή, μέχρι να βάλουμε στο κόλπο και τον τελώνη, να μπορεί να μας τα βγάζει λίγο με πιο χαμηλό φόρο και εκεί δηλαδή χρειάστηκε κάποιο χρονικό διάστημα, ένα-δυο μήνες. Πήραμε τη γυναίκα του στη δουλειά, δηλαδή κάναμε τέτοιες κινήσεις. Εντάξει, ξέραμε ότι πας σε μια ξένη χώρα. Εντάξει, είχαμε την αβάντα του ότι αυτός ο τέλος πάντων, θείος μας, μακρινός θείος μας, θα μας είχε κάνει τη νόμιμη εταιρεία στο Βελιγράδι, όλα τα χαρτιά κτλ. Είχαμε προσλάβει και λογιστή και αυτά, αλλά από εκεί και πέρα έπρεπε να λειτουργείς με τα πρότυπα τα δικά τους. Αλλά εντάξει, προσαρμοζόμασταν και εγώ και ο αδερφός μου προσαρμοζόμασταν γρήγορα. Δηλαδή προσπαθούσαμε να είμαστε ευέλικτοι, δεν καθόμασταν να το σκεφτούμε πολύ. Κάποια πράγματα που έπρεπε να γίνουν, γινόταν. Έπρεπε να γίνουν και γινότανε ακριβώς την ώρα που δημιουργούνταν το πρόβλημα. Δεν το ψάχναμε πολύ. Δηλαδή, μπορεί να μας κόστιζε κάποιο πράγμα οικονομικά, αλλά το τελειώναμε και πηγαίναμε παρακάτω. Αυτά. Δηλαδή, προσαρμοστήκαμε νομίζω σχετικά γρήγορα.

Ι.Β.:

Οι άνθρωποι εκεί πώς σας αντιμετώπισαν;

Α.Β.:

Φιλικά πολύ, πολύ φιλικοί. Γνωρίσαμε μετά και ανθρώπους οι οποίοι, ας πούμε, κάναμε σχέσεις με κάποια ζευγάρια –φυσικά πιο μεγάλοι από εμάς, έτσι;– που είχαν φύγει τότε με τον Εμφύλιο. Κάποιοι προτίμησαν να μείνουν Σερβία, κάνανε τις οικογένειες τους εκεί, τα παιδιά τους. Και γενικά, όμως, οι Σέρβοι μας αντιμετώπιζαν εντάξει. Τους αγαπούσαν πολύ τους Έλληνες, δεν είχαμε πρόβλημα. Δηλαδή, τα προβλήματα δημιουργήθηκαν όταν φτάσανε στο σημείο να διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία. Δηλαδή, για να σου δώσω ένα παράδειγμα, τότε, παραδείγματος χάριν, στην Αστυνομία, τα ανώτατα στελέχη της Αστυνομίας ήταν Κροάτες. Εμείς, ας πούμε, είχαμε ένα περιστατικό με την αστυνομία. Εγώ, επειδή λόγω του ότι είχα το μαγαζί, την επιχείρηση στη Σερβία, στη Γιουγκοσλαβία είχα ανοιχτή βίζα. Δεν έπαιρνα βίζα, είχα μία ανοιχτή βίζα να καθίσω γιατί ήμουνα επιχειρηματίας, είχα επενδύσει στο κράτος τους. Αλλά όταν έφερνα εγώ τη γυναίκα μου επάνω, έπαιρνα βίζα για να ανέβει επάνω, έπαιρνα τρίμηνη βίζα. Τότε όταν ήταν στα πρόθυρα για να γίνει ο διαχωρισμός, τότε μας κάλεσε μία μέρα και σφράγισε το διαβατήριο της γυναίκας μου, ότι πρέπει μέσα σε τρεις μέρες να εγκαταλείψει τη Γιουγκοσλαβία. Και αυτό γιατί; Γιατί ήρθε η γυναίκα του μας ζητούσε δουλειά, να δουλέψει στη βιτρίνα και εμείς της είπαμε ότι δεν χρειαζόμαστε άλλους υπαλλήλους κτλ. Και το έκανε εκδικητικά αλλά ήταν Κροάτης. Μετά τη διάλυση της Γιου[02:00:00]γκοσλαβίας, όλοι αυτοί φυσικά φύγανε, έτσι; Μείνανε μόνο οι Σέρβοι. Τέτοια είχαμε γενικά με τον κόσμο. Κάναμε και κουμπαριές, κάναμε δηλαδή ο ξάδερφός μου, ο κουμπάρος του που τον πάντρεψε ήταν Σέρβος. Βάπτισε παιδιά ο ξάδερφός μου. Εντάξει, εγώ δεν έκανα κουμπαριά, αλλά πολλούς φίλους οι οποίοι μετά κατέβαιναν κάτω τα καλοκαίρια συναντιόμασταν στην Ελλάδα. Αλλά εντάξει, ήτανε πολύ με εμάς τους Έλληνες, πολύ φιλικοί. Δεν αντιμετωπίσαμε έτσι προβλήματα, προσαρμοστήκαμε πολύ γρήγορα.

Ι.Β.:

Από την έναρξη του πολέμου, ποια ήταν η πρώτη σου ανάμνηση εκεί;

Α.Β.:

Η πρώτη μου ανάμνηση ήταν ότι ήρθαν σχεδόν όλα τα παιδιά στο μαγαζί. Γιατί, να φανταστείς, εγώ εκτός το ότι έκανα συνέχεια ταξίδια, κατέβαινα Ελλάδα, έπαιρνα παλτά. Είχα τότε ένα φορτηγό διαμορφωμένο μέσα που κρεμούσα τα παλτά, επειδή συνέχεια παίρναμε παραγγελίες και ανεβοκατέβαινα συνέχεια. Δηλαδή, το Καστοριά-Νις το έκανα 5 φορές το μήνα. Μιλάμε για πολλά χιλιόμετρα. Και επειδή πολλά παιδιά σπούδαζαν από την Καστοριά στο Νις –άλλοι ήταν γιατροί, άλλοι Γυμναστική Ακαδημία, είχαμε πολλούς φοιτητές, Οδοντιατρική ο άλλος– και οι γονείς μου φέρνανε πάντοτε πακέτα, να τους ανεβάσω φαγητά ξέρω κι εγώ, διάφορα πράγματα τους έστελναν, πακέτα και λεφτά. Γιατί μέσω τραπέζης δικαιούνταν να στείλουν μόνο ένα συγκεκριμένο ποσό και μου δίνανε τους φακέλους με τα λεφτά και τα πήγαινα στα παιδιά. Οπότε τους είχα σε καθημερινή βάση, αν θα περνούσαν από το μαγαζί να με χαιρετήσουν, να κάνουν, να δουν αν ήρθε κανένα δέμα κτλ. Και το θέμα ήταν ότι τι θα κάνουμε; Οι σχολές είχαν κλείσει, δεν τους απαντούσε η Πρεσβεία. Εγώ μετά ανέβηκα επάνω, με παρακάλεσαν κιόλας γιατί ανεβήκαμε επάνω Βελιγράδι κτλ. και τους λέω: «Και οι φοιτητές είναι κάτω, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Αλλά και εμείς τώρα σαν επιχείρηση τι να κάνουμε; Θα παραμείνουμε; Πώς τα βλέπετε τα πράγματα; Θα μας εξασφαλίσετε, ξέρω κι εγώ, να περάσουμε τα σύνορα, αν φορτώσουμε όλο το εμπόρευμα κτλ.; Κάποιος να έρθει από την Πρεσβεία μαζί μας συνοδεία, μη μας σταματήσουν στα σύνορα, μας κάνουν πλιάτσικο;». Γιατί ήταν και το πρόβλημα των Σκοπίων πιο κάτω μετά.  Τέλος πάντων και είπαν ότι: «Εντάξει, εσάς σαν επιχείρηση δεν μπορούμε να βοηθήσουμε -λέει-. Το μόνο που μπορούμε να σας πούμε είναι ότι αν θέλετε να μείνετε, μείνετε με δικιά σας ευθύνη. Αν θέλετε να φύγετε, φύγετε». Όσο για τους φοιτητές, θα έμπαινε ένα τρένο κάποια μέρα και μας είπαν ότι: «Θα σας ειδοποιήσουμε, θα μαζέψουμε όλους τους φοιτητές από Βελιγράδι, Νις κτλ. και θα τους κατεβάσουμε στην Ελλάδα». Και έτσι έγινε, ας πούμε, τα παιδιά φύγανε, κάποιοι στην ουσία χάσανε και ένα χρόνο από τις σπουδές τους, γιατί μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση και ξανανέβουν επάνω. Αυτά ήταν δηλαδή εκείνη την περίοδο των αναταραχών.

Ι.Β.:

Από τα επεισόδια τι θυμάσαι πιο έντονα;

Α.Β.:

Για δες, από τα επεισόδια το ότι γίνανε, ας πούμε, κάποιες έτσι κινήσεις στα περίχωρα, ακουγόταν και πυροβολισμοί και αυτά, ας πούμε, έτσι δεν είδαμε… Εντάξει, κινήθηκε στρατός μέσα στην πόλη, υπήρχε η επιστράτευση, αλλά πάλι δεν νιώσαμε, γιατί δηλαδή στο Νις δεν γινόταν κάτι. Γινόταν πιο επάνω, από το Βελιγράδι και πάνω. Εμείς το μόνο που είχαμε ταμπουρωθεί αναγκαστικά στο σπίτι, προσπαθούσαμε να πιάσουμε στα βραχέα ελληνικούς σταθμούς, γιατί δεν μπορούσαμε να ακούσουμε από πουθενά αλλού ελληνικά, μόνο από τα βραχέα. Συγκεκριμένα, ακούγαμε έναν από την Αριδαία, έναν σταθμό τον οποίο μετά μπορέσαμε και ήρθαμε σε επαφή με το τηλέφωνο και τον είπαμε να μας ενημερώνει και ότι τον ακούνε και οι φοιτητές. Είχαμε περάσει έτσι δηλαδή μια κατάσταση πολεμική, με την ανησυχία τι θα γίνει και ότι πρέπει κάποια στιγμή να φύγουμε. Δηλαδή, τα πράγματα όσο πήγαιναν και χειροτέρευαν.

Ι.Β.:

Τη διάσπαση αυτή μεταξύ Κροατών και Σέρβων, τη βλέπατε μέσα στην κοινωνία;

Α.Β.:

Ναι, στην κοινωνία την είδαμε. Εντάξει, ήταν πολύ λίγοι οι Κροάτες, έτσι; Αλλά αυτό που είδαμε ήταν με τους Βόσνιους, γιατί και στο Νις είχε αρκετούς μουσουλμάνους οι οποίοι ξαφνικά φύγανε. Είπανε, εντάξει τότε έχουν ειπωθεί πολλά πράγματα, έτσι; Ότι τάχα τους κυνήγησαν οι Σέρβοι κτλ., ότι τάχα γίνανε κάποιες δολοφονίες, αλλά δεν ξέρω. Πάντως ότι υπήρχαν Βόσνιοι και Κροάτες στο Νις, εκεί που μέναμε δηλαδή, υπήρχαν. Μετά τα γεγονότα πλέον είχαν φύγει, αλλά το πιο λυπηρό ήταν το εξής, παραδείγματος χάριν εγώ, μέναμε, είχαμε νοικιάσει ένα διώροφο σπίτι. Τον έναν τον όροφο τον είχαμε, μέναμε εμείς και τον άλλον τον είχαμε κάνει εργαστήριο. Και μας το νοίκιαζε ένας Σέρβος ονόματι Μπέλι –Μπέλι τον λέγανε– που η κόρη του ήτανε παντρεμένη με Κροάτη. Εντωμεταξύ, ο Κροάτης δεν μπορούσε να μείνει όμως μετά τα γεγονότα στη Σερβία, γιατί και πρώτον ως, ας πούμε, δημόσιος υπάλληλος δεν θα μπορούσε να συνεχίσει στη Σερβία και από την άλλη, μπορεί και αντίποινα, να μην τον κάνουν κάτι οι Σέρβοι. Γιατί οι Σέρβοι, εδώ που τα λέμε, δεν τους θέλανε τους Κροάτες, τους είχανε μανιάτικο από τότε, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αναγκαστικά, ας πούμε, φύγανε στην Κροατία. Δηλαδή, Σερβίδα η γυναίκα του, στην ουσία απαρνήθηκε τη Σερβία για να σώσει την οικογένειά της πήγε στην Κροατία. Δηλαδή, γίνανε τέτοια πράγματα, τα οποία ήταν λυπηρά. Γιατί πάρα πολλοί έτσι ήταν. Κάποιοι, ας πούμε, μουσουλμάνοι οι οποίοι κάνανε πολιτικό γάμο με χριστιανές, έτσι; Αυτό επιτρεπόταν, ήταν συνηθισμένο εκεί στη Σερβία. Ερωτευμένοι, εντάξει, σου λέει: «Εγώ μουσουλμάνος, εσύ χριστιανή. Αλλά θα κάνουμε». Γιατί πιο πολύ πολιτικούς γάμους φτιάχνανε εκεί, περισσότερο. Και αυτοί εξαφανίστηκαν κάποια στιγμή. Αλλά εντάξει, έγιναν όλα τόσο γρήγορα και ήταν και τόσο θολό το τοπίο που εντάξει, αναγκαστήκαμε φύγαμε. Και εντάξει που λέμε κάποια στιγμή ρίξαμε μαύρη πέτρα, γιατί γίνανε μετά χειρότερα τα πράγματα και δεν είχαμε καθόλου στο μυαλό μας για να γυρίσουμε. Φυσικά μετά άνοιξε η δουλειά με τη Ρωσία, οπότε δεν είχαμε καμία πλέον πιθανότητα να ξαναγυρίσουμε στη Σερβία.

Ι.Β.:

Και πώς ένιωσες που έχασες αυτό το κομμάτι της ζωής σου;

Α.Β.:

Εντάξει, σου είπα ότι έκανα πολλές αλλαγές στη ζωή μου. Αλλά αν είναι να κάθεσαι να σκέφτεσαι το τι έχασα και τι μπορούσα να κάνω και τι εντάξει, δεν προχωράς. Πρέπει να βρεις τον επόμενο στόχο. Δηλαδή, το ότι έχασες μία πολύ καλή ευκαιρία, μία πολύ καλή δουλειά, εκεί που πήγες στην ουσία και έδωσες όλο σου τον εαυτό, έχτισες 2 χρόνια κάτι και όσο άρχισε αυτό το κάτι να αποδίδει και να αποδίδει καλά… Εντάξει, τι μπορείς να κάνεις; Δεν μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα. Συνεχίζεις, πας στο παρακάτω, σχεδιάζεις την επόμενη κίνηση.

Ι.Β.:

Σκέφτηκες ποτέ να επιστρέψεις στην Καβάλα;

Α.Β.:

Όχι. Η Καβάλα δεν με προσέφερε από θέμα δουλειάς. Η Καβάλα κατάντησε τη δεκαετία του 2000 να έχει πρόβλημα. Δηλαδή, μείναν κι εκεί, έκλεισαν τόσα εργοστάσια, η αγορά τους άρχισε να φθίνει. Δεν είχε. Η Καβάλα ήταν κάποτε μία πόλη δηλαδή και ο τουρισμός τώρα τα τελευταία χρόνια που άρχισαν να έρχονται οι Τούρκοι, ας πούμε, που έχω ακούσει. Αλλά σαν μεγαλούπολη δεν–. Εμένα προσωπικά δεν είχε να με προσφέρει κάτι, επαγγελματικά δηλαδή. Και δεν μπορώ τώρα να σβήσω 30 χρόνια στην Καστοριά, με τόσο δουλειά, κόπο και ιδρώτα που έριξα. Για ποιο λόγο να γυρίσω στην Καβάλα; Εντάξει, τους φίλους μου, τους τέτοιους κατά καιρούς τους έβλεπα και τους βλέπω. Αλλά από εκεί και πέρα…

Ι.Β.:

Είχες όνειρα που δεν πραγματοποίησες;

Α.Β.:

Όνειρο πού, στη δουλειά;

Ι.Β.:

Γενικότερα, κάποιο στόχο που να είχες θέσει από μικρός που να μην τον κατάφερες;

Α.Β.:

Μπα, όχι, όλα γινότανε. Για δες, δεν έβαζα στόχους, απλώς στην πορεία εξελισσόταν τα πράγματα. Δηλαδή, έβλεπα και έφτιαχνα. Δεν έβαλα ποτέ στόχους. Δηλαδή και το ότι ήθελα να πάω να σπουδάσω στην Ιταλία, δεν ήταν στόχος, απλώς ήταν η ευκαιρία τότε, επειδή έκανα παρέα με κάποιους οι οποίοι ήταν πολύ μεγαλύτεροι από μένα και ένιωσα την ανάγκη. Ο ένας, για να σου δώσω να καταλάβεις, ήτανε συντηρητής βυζαντινών εικόνων, ο οποίος ήτανε μία σχολή τότε στην Αθήνα –κρατική μεν, αλλά μετά έκλεισε– και όσοι είχαν βγει από αυτούς είχαν καλό πτυχίο, αλλά αυτός ήθελε να πάει και αρχιτεκτονική και είχε επιλέξει –εγώ τότε ήμουν 18 και αυτός ήταν 27-28 χρονών– και είχε επιλέξει να πάει στην Ιταλία να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Γιατί τον παίρνανε κατά διαστήματα στο Αρχαιολογικό Μου[02:10:00]σείο, αλλά με συμβάσεις. Και λέει: «Θα πάω να κάνω αναβάθμιση και το πτυχίο μου, αρχιτεκτονική» κτλ. Και έτσι είχα αποφασίσει να πάω μαζί του. Μεγάλος αυτός, πιο πιτσιρικάς εγώ, με άφηναν και οι γονείς μου να πάω να σπουδάσω στην Ιταλία. Αλλά όσο το οργανώναμε για να μπορέσουμε να φύγουμε, τον ήρθε ο διορισμός στην Αρχαιολογία και έγινε μόνιμος. Και το άλλο που το πέρασα έτσι πολύ χαλαρά, επειδή στην ουσία δεν το ήθελα ήταν ότι επειδή ήταν ο πατέρας μου στη Χωροφυλακή, ήθελε και αυτός να δώσω εξετάσεις για αξιωματικός της Χωροφυλακής. Πήγα τότε, πέρασα τα αθλήματα, τους γιατρούς, τα τεστ κτλ. και όταν ήτανε να δώσω εξετάσεις, σηκώθηκα και έφυγα, δεν πήγα να δώσω εξετάσεις. Γιατί δεν ήθελα, γιατί αυτά που πέρασα σαν παιδί, δηλαδή, βλέποντας τον πατέρα μου 32 χρόνια να τυραννιέται σε αυτή τη δουλειά, γιατί δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, δεν ήθελα. Αυτό, κάτι άλλο δεν θυμάμαι.

Ι.Β.:

Και αν θα ξεχώριζες κάτι που σου έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή σου, ποιο θα ήτανε αυτό;

Α.Β.:

Ότι έκανα δύο παιδιά.

Ι.Β.:

Σήμερα πώς ένιωσες που μοιράστηκες την ιστορία σου;

Α.Β.:

Εντάξει, είναι μια αναδρομή που δεν την κάνεις τακτικά. Ή την κάνεις όταν συναντάς κάποιον παλιό φίλο, κάποιον παλιό συνεργάτη, θυμάσαι τα παλιά. Εντάξει, είναι πράγματα τα οποία τα μοιράζεσαι με κάποιους για να υπάρχει μία συνέχεια, να ακουστούν και σε άλλους.

Ι.Β.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ που μου είπες την ιστορία σου.

Α.Β.:

Να είσαι καλά.