© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Στην τηλεόραση μπορεί να γίνει ουσιαστική δουλειά»

Κωδικός Ιστορίας
25110
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης (Μ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/07/2023
Ερευνητής/τρια
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima, είναι 8 Ιουλίου του 2023 και βρίσκομαι μαζί με τον ηθοποιό Μάρκο Παπαδοκωνσταντάκη, ο οποίος θα μας μιλήσει για τη ζωή του, μπορώ να πω. Καλησπέρα, Μάρκο.

Μ.Π.:

Ναι. Καλησπέρα, καλησπέρα. Το είπες όλο το επίθετο, μπράβο. Λοιπόν, τι να πω;

Ι.Κ.:

Πες μας δυο πράγματα για σένα, αρχικά, να σε γνωρίσουμε.

Μ.Π.:

Ναι, ναι. Λοιπόν είμαι ο Μάρκος. Είμαι ένας πολίτης της Αθήνας, γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ, στου Παπάγου. Είναι υπέροχη αυτή η συνοικία, που είναι σαν να μεγαλώνεις σε χωριό, όχι ακριβώς στην πόλη, μες στο δάσος… Αυτό έχει να κάνει με την τέχνη, πολύ, δηλαδή… Και όχι, εντάξει, έχει… Εγώ νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που τους μπαίνει το μικρόβιο, πραγματικά, να ασχοληθούν με την τέχνη, είναι άνθρωποι που ζούνε πιο πολύ και υπομένουνε σε πιο ευγενικά περιβάλλοντα. Έτσι θέλω μάλλον να φαντάζομαι, ξέρεις. Δηλαδή, και ο Ελύτης και ο Σεφέρης και πολλοί άνθρωποι που αγαπάω, ζήσανε και μεγάλωσαν σε πολύ ευγενικά περιβάλλοντα, στη φύση μέσα, ξέρεις. Όπως και φιλόσοφοι –ο Νίτσε, ο Φρόιντ. Γιατί τα λέω όλα αυτά, τώρα; Για να πω ότι μεγάλωσα στου Παπάγου, να δυναμώσω λίγο τη συνοικία, που την αγαπάμε πολύ. Και μεγάλωσα, πήγα στο σχολείο και τα λοιπά. Κάπως στη ζωή μου, γενικά, μπήκε η μουσική πολύ γρήγορα. Δηλαδή εγώ, στην πραγματικότητα, στ’ αλήθεια, αρχικά, μουσικός ήθελα να γίνω, γιατί είχα μία έφεση στη μουσική, στο πιάνο. Ας πούμε, έπαιζα πιάνο από μικρός, από πολύ μικρός. Ο παππούς μου, όντας στρατιωτικός, αλλά και με ευαισθησίες ως προς την τέχνη, ας πούμε, ήταν και μουσικός. Ασχολούνταν με το πιάνο, και κάπως κρυφά, κάπως φανερά ήτανε και στρατιωτικός της μουσικής, αλλά και κάπως, με έναν τρόπο, κρυφά, ήθελε να εμφυσήσει αυτό το μικρόβιο, ας πούμε, της τέχνης και στα παιδιά του –δηλαδή στη μάνα μου και στα αδέρφια της. Η μάνα μου και τα αδέρφια της δεν το πήρανε πολύ και το εγγόνι έπρεπε κάπως να ξεκινήσει με τη μουσική και τα λοιπά, γιατί κι αυτές οι οικογένειες είχαν… γαλλικά, πιάνο, είχαν και λίγο αυτό το profile. Και με έβαλε από πολύ μικρό να παίξω πιάνο. Στο πιάνο είχα μία έφεση, πραγματικά. Δηλαδή ακουστικά, άκουγα πράγματα, τα έπαιζα, από πολύ μικρός, χωρίς να χρειάζεται να βλέπω ακριβώς παρτιτούρες. Ξεκίνησα στην αρχή, δειλά δειλά, να παίζω, αλλά μετά άρχισα να ακούω ήχους και να τους αναπαράγω στο πιάνο. Δηλαδή, και το πιάνο ήταν μια σχέση που δεν είχε δέσμευση, ενώ όλα τα άλλα γύρω μου –δηλαδή το σχολείο, μαθήματα, η Γλώσσα, Μαθηματικά, Εμείς και ο κόσμος– είχαν μια τύπου δέσμευση, η οποία δεν μου πολυάρεσε. Δεν καταλάβαινα μάλλον το ερωτικό στοιχείο μέσα σε αυτή τη δέσμευση, ενώ ο παππούς μου μου εμφύσησε, με έναν τρόπο, μέσα μου, έναν έρωτα για το πιάνο, που αυτός μετουσιώθηκε σε πραγματική σπουδή, δηλαδή όντως σπούδασα στο ωδείο το τοπικό. Σπούδασα μουσική και μουσικός ήθελα να γίνω. Αλλά τελειώνοντας και το σχολείο, μην μπορώντας και να τα καταφέρω πολύ καλά με όλο αυτό που λέγεται δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα, γιατί δεν είχα το ερωτικό στοιχείο, που το έβλεπα κυρίως στο πρόσωπο του καθηγητή. Δεν το βρήκα αυτό μπροστά μου, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων. Μιας δασκάλας, της Λένας, που την είχα στο Δημοτικό, η οποία μας έδινε και εξωσχολικά πράγματα να διαβάζουμε. Εκεί βρήκα, πραγματικά, μια λαχτάρα για τη μόρφωση, για αυτό που λέγεται μόρφωση. Ποίηση πολλή. Εγώ την είχα από το σπίτι μου, γιατί διαβάζαμε ποίηση και αυτά. Και μετά, αυτά τελειώσανε. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο δεν υπήρχε καθόλου αυτό το κομμάτι του εξωσχολικού, της λογοτεχνίας, της ποίησης, ανθρώπων οι οποίοι να ενδιαφέρονται για όλα αυτά τα πράγματα. Ούτε του θεάτρου φυσικά, δεν είχα καμία επαφή με το θέατρο. Δηλαδή, ό,τι με πήγαιναν οι γονείς μου, και δεν μου άρεσε και οριακά αυτό που έβλεπα. Μ’ άρεσε πιο πολύ μουσική και είχα χαθεί σε αυτό το σύμπαν και μετά τις σπουδές. Όχι τόσο πολύ πάλι ακαδημαϊκά, αλλά πιο πολύ να διερευνήσω και τον εαυτό μου μέσα από αυτό. Δηλαδή, καθόμουνα μόνος μου στο πιάνο, θυμάμαι, κάτι μεσημέρια, έπαιζα, αυτοσχεδίαζα, ξεκίναγα από Χατζιδάκι, έπαιζα άλλα πράγματα, δικά μου, που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή. Έβγαινε η γειτόνισσα με το καφεδάκι της, τώρα, στο μπαλκόνι, μου ’λεγε η μάνα μου: «Συνέχισε να παίζεις, συνέχισε να παίζεις, βγήκε η Λίλα απέναντι, βγήκε η Λίλα να σε ακούσει», έπαιζα εγώ, συνέχιζα. Άρχισα να λέω: «Γιατί δεν το κάνεις επάγγελμα, αφού βγαίνει η γειτονιά στα μπαλκόνια… Γιατί δεν πληρώνεσαι, τέλος πάντων; Γιατί δεν φωνάζεις στη Λίλα: “Λίλα, δώσε ένα δεκάρικο”;» Και προσπαθώντας αυτό το πράγμα να το [00:05:00]ακολουθήσω, κάπως αναχαιτίστηκε και αυτή η ορμή. Κάπως εκεί, στην Γ’ Λυκείου, τα παράτησα όλα, μαθήματα, μουσικές, τα πάντα. Επειδή μάλλον μίσησα το σχολείο πολύ, μίσησα και όλα τα άλλα, ό,τι είχε να κάνει εκείνη την περίοδο με το οτιδήποτε. Οπότε έφυγα. Έφυγα, πήγα στον στρατό, μετά από ένα χρόνο. Δούλευα οπουδήποτε, έκανα οτιδήποτε και έψαχνα να βρω κάπως τι θα κάνω στη ζωή μου. Και κάπου εκεί, κάπως ήρθε το θέατρο. Γιατί ήταν ένα σκηνικό, θυμάμαι –το έχω πει και στην κόρη του, ενός πολύ διάσημου ηθοποιού, του Καρακατσάνη, ενός παλιού ηθοποιού, του Θεάτρου Τέχνης. Καρακατσάνης, Καρακατσάνης… Καρακατσάνης, νομίζω, Θόδωρος. Ο οποίος ήταν πολύ, πολύ… και πολύ διάσημος ηθοποιός κι αυτά. Και παίζανε τότε στο θέατρο Άλφα, εγώ είχα πάει και δούλευα σε ένα φαστφουντάδικο δίπλα, που πούλαγε σουβλάκια, έντεκα το βράδυ με έξι το πρωί – κάτι ωράρια πολύ βάρβαρα. Εκεί γνώρισα και ήρθα και σε επαφή με την Πατησίων και μετά με τη νυχτερινή Πατησίων – αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Και εκεί, τελειώνοντας οι ηθοποιοί το θέατρο, ερχόντουσαν δίπλα και τρώγανε σουβλάκια. Και πώς ήρθε ένας ηθοποιός, ο Θανάσης ο Βισκαδουράκης, και μου λέει: «Αυτό και τα λοιπά, εσύ είσαι φάτσα, γιατί δεν ασχολείσαι λίγο με το θέατρο;» και τα λοιπά. «Έχεις δει καθόλου θέατρο;» «Έχω δει» και τα λοιπά. «Γιατί δεν ασχολείσαι λίγο με αυτό το πράγμα να δεις;» αυτό και τα λοιπά. Επειδή κάπως είχα και μια εξωστρέφεια, κάπως μια χαζή ενέργεια εξωστρέφειας και μια τέτοια κατάσταση. Μου λέει: «Γιατί δεν ασχολείσαι με το θέατρο;» Λέω: «Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ». Και λέω: «Ναι, θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο», χωρίς κανέναν λόγο. Πραγματικά, εκείνη την ώρα, δεν κατάλαβα γιατί του απάντησα έτσι. Και βγαίνοντας ο ηθοποιός αυτός, γυρνάει και του λέει: «Κύριε Καρακατσάνη, το παιδί θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο». Γυρνάει με ένα ύφος, έτσι, πολύ, πάρα πολύ, θυμάμαι, πολύ δηκτικό και κακό ύφος: «Να μην το λέει, να το κάνει». Και λέω: «Α, για να είπε αυτός: “Να μην το λέει, να το κάνει”, σημαίνει ότι είναι κάτι που αν δεν το λες, το κάνεις. Αν το λες, δεν το κάνεις». Οπότε, κατάλαβα πρώτη φορά στη ζωή μου ότι: «Κάτι πρέπει να κάνεις». Αυτό κάπως μέσα μου μου είπε ότι: «Κάνε κάτι, τέλος πάντων. Μη μιλάς και κάνε, πράξη». Και από κει, άρχισα λίγο, δειλά δειλά, να βρίσκομαι σε μια σχολή, τότε, θυμάμαι, τη «Θεοδοσιάδη», μία ιδιωτική σχολή, γιατί κι εγώ ψάχνοντας, ας πούμε, προσπαθούσα να βρω τρόπο. Είχα δώσει και στο Εθνικό. Και στη «Θεοδοσιάδη», κάπως, μου είπε ένας καθηγητής εκεί πέρα ότι: «Αγόρι μου, εδώ πέρα…» Κάπως, έκανα και κάποιο καιρό εκεί πέρα μαθήματα κι αυτά και μου είπε ότι: «Επειδή βλέπω ότι έχεις ορμή γι’ αυτό το πράγμα και εδώ πέρα δεν έχουνε όλοι, μήπως να επιμείνεις στο Εθνικό Θέατρο και να δίνεις μέχρι να περάσεις σε αυτή τη σχολή;» Εγώ βέβαια, πιτσιρικάς, επειδή δεν είχα επαφή με το θέατρο και μου έδωσε μία αβάντα η «Θεοδοσιάδη», δεν μπορούσα και ακριβώς εύκολα… δεν περνάς εύκολα στο Εθνικό Θέατρο. Δηλαδή, ακόμα ζητάνε μία εμπιστοσύνη από τους αυτούς που κάνουν εισαγωγικές εξετάσεις εκεί, δηλαδή ότι έχεις κάνει κάτι πριν, έχεις μία επαφή. Δηλαδή, εγώ είχα συμμαθητές οι οποίοι, θυμάμαι, είχαν κάνει και δέκα χρόνια πριν, πέντε χρόνια, στα σχολεία τους, θέατρα –κυρίως από τα ιδιωτικά σχολεία. Που εκεί κατάλαβα κιόλας πόσο σημαντική δουλειά κάνουν τα ιδιωτικά σχολεία, το Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη, το Κολλέγιο Αθηνών εδώ. Κάνουν σημαντική δουλειά, γιατί έχουνε την… δίνουν την ευκαιρία στα παιδιά να ασχοληθούν πραγματικά με την τέχνη, με ομάδες θεατρικές. Και μέσα στη σπουδή εκεί, βάζουν και τη σπουδή του θεάτρου, παράλληλα, και κάνουν και παραστάσεις –και παραστάσεις φοβερές, με ομάδες πολύ δυνατές και τα λοιπά. Και θυμάμαι ότι αυτό ήταν μία πίκρα μου σε σχέση με το δημόσιο σχολείο. Μια πίκρα σε σχέση με το δημόσιο σχολείο, γιατί έβλεπα τα παιδιά από τα ιδιωτικά –τουλάχιστον αυτούς που είχα συμφοιτητές εγώ– πόσο υψηλό επίπεδο είχανε, πόσο ποιοτικοί άνθρωποι ήταν, πόσο καλά στεκόντουσαν απέναντι σε αυτό που λέμε, ρε παιδί μου, δραματική τέχνη. Εν τέλει, τέλος πάντων, έδωσα στο Εθνικό και πέρασα, με χίλιους κόπους. Και από κει και πέρα, άρχισε η πορεία στο θέατρο. Που μετέπειτα, ας πούμε… θυμάμαι την πρώτη μέρα που μπήκα στη σχολή –επίσης, φοβερό αυτό, ότι ήταν η Φιλαρέτη Κομνηνού στην τάξη. Και λέει, σε σχέση, ρε παιδί μου, με τον καταραμένο καλλιτέχνη και το πώς οι γονείς δεν θέλουν το θέατρο ή πώς το θέλουν και τα λοιπά. Και θυμάμαι στην τάξη –και αυτό είναι ίδιον της κοινωνίας που ζούμε– δηλαδή, πραγματικά, στεναχωρέθηκα ταυτόχρονα με το ότι ήμουνα πολύ χαρούμενος που οι δικοί μου γονείς μου επιτρέψανε –όχι μου επιτρέψανε. Με κάποιο τρόπο, θέλαν πάρα πολύ να ασχοληθώ με την τέχνη, επειδή βλέπαν την ορμή μου. Και [00:10:00]είχα σοκαριστεί, γιατί μπήκα και λέει η Φιλαρέτη Κομνηνού, ρωτάει τα παιδιά: «Πώς και με την τέχνη και τα λοιπά, πώς το πήραν οι γονείς; Πώς το εκλάβαν οι γονείς; Θέλανε να ασχοληθείτε με αυτό το πράγμα;» «Όχι, εμένα μου είπε ο πατέρας μου: “Θα φύγεις έξω από το σπίτι”», και τα λοιπά, «Εμένα με χτύπησε», «Εμένα μου ’κανε», «Η μάνα μου εμένα με πίεσε να ασχοληθώ με την άλλη μου σχολή, γιατί αυτό δεν είναι δουλειά, δεν θα γίνω ποτέ κάτι» και τα λοιπά. Και άκουγα αυτό το πράγμα και, πραγματικά, έλεγα: «Χριστέ μου, τι γίνεται; Τι γίνεται; Δηλαδή, εδώ είναι οριακά αντάρτικο αυτό που συμβαίνει». Δηλαδή, σε μία σχολή η οποία έχει μία ελίτ. Δηλαδή, δίνουνε χίλια-κάτι παιδιά, οχτακόσια –δηλαδή, τη δικιά μου χρόνια δίναν χίλιοι εκατό, ένας αριθμός απίστευτος, ας πούμε, και αυτοί που μπαίναν στη σχολή ήταν οχτώ άντρες, οχτώ γυναίκες. Δηλαδή, ήτανε σοκαριστικά… είναι σοκαριστικά μικρός ο αριθμός. Οπότε, είναι μια ελίτ που λες: «Δεν μπορεί…» ή «Δεν μπορεί να είναι τόσοι πολλοί αυτοί που οι γονείς τους δεν το θέλανε». Αλλά, τελικά, αυτό είναι και ένα τροχοπέδη που σε κάνει να πεισμώσεις, εν τέλει, και να το πάρεις μόνος σου πάνω σου και είναι, τελικά, λειτουργεί αντίστροφα σε αυτό που θέλουν οι γονείς. Και τέλος πάντων, λέει η Φιλαρέτη Κομνηνού, λέει: «Εσύ, αγόρι μου;» «Εγώ, με χτύπαγε ο πατέρας μου», «Εσύ, αγόρι μου;» «Εμένα η μάνα μου ήθελε να διώξει από το σπίτι», «Εγώ έφυγα από το σπίτι και ήρθα στην Αθήνα από την επαρχία». Και μου λέει: «Εσύ;» Και λέω: «Εγώ, τι να σας πω; Εμένα η μάνα μου είπε: “Ή θα γίνεις ηθοποιός ή έξω από το σπίτι, αγόρι μου”», ξέρεις. Σε φάση: «Αν δεν γίνεις καλλιτέχνης, δεν σε θέλουμε εδώ». Γιατί εμένα, στο δικό μου το σπίτι, κάπως τους καλλιτέχνες πάντα τους είχαν πολύ ψηλά. Και σαν πνευματικές οντότητες και σαν πνευματικές μονάδες και νομίζω ότι το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι γονείς μου, με ένα τρόπο, ήτανε η καλή μαγιά, αυτό που λέμε ορθόδοξοι χριστιανοί. Γιατί και μετέπειτα –θα σου πω γιατί το λέω αυτό– γιατί μετέπειτα κατάλαβα, και έχοντας μια κουβέντα τώρα με τον Περικλή τον Μουστάκη, με τον Νίκο τον Καραθάνο… Είναι άνθρωποι οι οποίοι, ξέρεις, μοιραζόμαστε κάπως κοινά βιώματα, που τους ακούω να μιλάνε και τα λοιπά, «Ήμουνα παπαδάκι μικρός και κάπως έτσι ξεκίνησε, μπήκε το μικρόβιο του θεάτρου». Γιατί στην πραγματικότητα, κι εγώ, όταν άρχισαν να μου το λένε αυτό, λέω: «Κοίτα να δεις που κι εγώ, επειδή ήμουν παπαδάκι μικρός και υπήρξα, σαν παπαδάκι, μέσα στη Θεία Λειτουργία και μέσα στο Ιερό Μυστήριο» –άρα, μέσα και σε κείμενα ποίησης και μέσα και σε ανθρώπους οι οποίοι κάνανε, σαν άλλοι ραψωδοί, σαν άλλοι ποιητές, σαν άλλοι ηθοποιοί, ας πούμε, μια λειτουργία, η οποία έχει αυτά ακριβώς τα στοιχεία που έχει μια παράσταση, ας πούμε. Κι εγώ δεν ξέρω –τώρα θα σου πω, ξέρεις, κάποια στιγμή είπα: «Δεν ξέρω πώς έγινα ηθοποιός». Μετέπειτα, όμως, είπα ότι έχω υπάρξει σε τελετή πολύ μικρός. Άρα, για να προλάβω αυτό το, ξέρεις, το: «Τελικά, πώς το μικρόβιο;» νομίζω ότι μπήκε από κει. Από το μικρόβιο της Εκκλησίας, που ήταν κάπως, στην αρχή, ακαταλαβίστικα τα κείμενα, μετά άρχισαν να γίνονται ποίηση για μένα, λόγω και των γονιών μου, γιατί μου εξηγούσαν, αυτό. Και μετά, κάποια στιγμή, θυμάμαι και εκδηλώσεις που κάναμε με το Κατηχητικό, που διάβαζα Παπαδιαμάντη –μετά μου ερχόντουσαν αυτά. Και έλεγα: «Από πάντα το ’χα, όντως». Δηλαδή «Ο Χριστός στο Κάστρο», διάφορα. Ας πούμε, διάβαζα «Απομνημονεύματα» από τον Μακρυγιάννη, δηλαδή κάτι περίεργα πράγματα, που λες: «Σε ηλικία δέκα χρονών τα έκανες αυτά; Άρα τι ήθελες να γίνεις;» ξέρω ’γω; Γιατρός; Δικηγόρος; Ούτε καν μουσικός, δηλαδή το… Άρα, όλα με οδήγησαν με μαθηματική… ήταν μαθηματικά βαθμολογημένα στο να φτάσω να κάνω αυτό το επάγγελμα. Και μετέπειτα άρχιζα να, ξέρεις, να κριτικάρω για αυτό που κάνει ο ίδιος ιερέας, ξέρεις. Άρχισα να λέω: «Άρα, κι εδώ η Θεία Λειτουργία πρέπει κάπως, με ένα τρόπο, να αποκτήσει μια μεγαλύτερη ακρίβεια, να αποκτήσει μια μεγαλύτερη σύνδεση, να γίνει πιο λιτή, να φύγουν τα μικρόφωνα». Ξέρεις τέτοια πράγματα. Το τέμπλο, σκηνογραφίες, τα ενδύματα. Και άρχισα να βλέπω και αυτά πια. Πώς η νεοελληνική γλώσσα μπορεί να μπει μέσα σε αυτό, πόσο… Και αρχίζουμε και κουβεντιάζουμε με ανθρώπους που είναι και στην τέχνη πάρα πολύ δυνατοί, ας πούμε, και σκηνοθέτες και αυτό. Δηλαδή, ειδικά με τον Περικλή τον Μουστάκη, που έχω μεγάλη αγάπη και θα κάνουμε και μια παράσταση, μετά τα γυρίσματα που θα έχω μέχρι του χρόνου τον Φεβρουάριο, θα κάνουμε μια παράσταση τον Μάρτιο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, με τον Χάρη τον Φραγκούλη. Και είναι άνθρωποι οι οποίοι, ξέρεις, πέραν του χώρου του θεάτρου, ασχολούνται και με αυτό τον χώρο, που κι εγώ ήμουν από μικρός σ’ αυτόν και προσπαθούσα να βρω τη φιλοσοφία μου και φιλοσοφούσα τον εαυτό μου και μέσα από αυτά τα κείμενα και μέσα από διάφορα κείμενα άλλα. Και μετά, κατάλαβα ότι τελικά το μικρόβιο αυτό είναι μικρόβιο σύνδεσης της Εκκλησίας, της λογοτεχνίας και της μουσικής. Δηλαδή, αυτά τα τρία, η τριάδα αυτή, σύνθεσε τον εαυτό μου, που είναι τώρα και παλεύει, ας πούμε, να γίνει ηθοποιός – δεν είναι ακόμα, αλλά παλεύει να γίνει.

Ι.Κ.:

Μου είπες για την [00:15:00]πρώτη σου μέρα στη σχολή. Την πρώτη σου παράσταση τη θυμάσαι;

Μ.Π.:

Ναι, ναι. Ναι. Ήτανε μια… ήταν στο Μέγαρο, στην «Τριάντη» –στην αίθουσα «Τριάντη». Ωραία παράσταση, πολύ. Με τον Κωνσταντίνο τον Ρήγο, «Το καμπαρέ». Μαρία Ναυπλιώτου, Δημήτρης Λιγνάδης, Τάνια Τσανακλίδου. Είχαμε πολύ ωραίο θίασο εκεί πέρα και χτίσαμε μια φοβερή παράσταση, έτσι, μιούζικαλ και τα λοιπά. Θυμάμαι, ήταν η πρώτη φορά που απελευθερώθηκα, κάπως έκανα και έναν ομοφυλόφιλο, έτσι, κάπως, ο οποίος ήταν μέσα σε ένα πάρτι, που ήτανε λίγο κονφερανσιέ κιόλας. Και άρχισα να απελευθερώνομαι και στο κομμάτι, ξέρεις, της σεξουαλικής ταυτότητας και όλα αυτά, άρχιζα να βρίσκω πράγματα μέσα σε αυτά. Ναι. Και επειδή και μάλλον ήμουνα και πολύ πιο έξτρα φουλ του άσου, δηλαδή κάπως τον είχα κάνει αυτόν τον χαρακτήρα και κάπως κάρακτερ και ήμουνα και πολύ έξαλλος για κάποιο λόγο [Δ.Α.] δεν θυμάμαι, και του άρεσε του Ρήγου αυτό. Θυμάμαι, είχε έρθει η μάνα μου στην πρώτη παράσταση αυτή –αυτό off the record, δεν ξέρω αν πρέπει να γραφτεί– και μου λέει: «Αγόρι μου…» –ενώ όλοι μου έλεγαν: «Τι ωραίος που ήσουν! Μαγικός!» αυτό, και: «Σαν να πέταγες» κι αυτά. Έρχεται η μάνα μου και μου λέει: «Αγόρι μου, δεν θέλω να παίζεις έτσι τους ομοφυλόφιλους. Δείχνεις πως δεν τους σέβεσαι». Και λέω: «Άκου τι είπε! Μάλλον πρέπει να αρχίσω να κάνω πιο λιτή την υποκριτική μου και πιο ουσιαστική», ξέρεις, και άρχισα αυτά τα πράγματα. Αλλά, εντάξει τώρα, αυτή είναι και μια άποψη. Τέλος πάντων, δεν την ενστερνίστηκα ακριβώς, γιατί με εκνεύρισε, αλλά, ναι. Είναι πολύ αυστηρή η μάνα μου, πολύ, πολύ.

Ι.Κ.:

Θες να κάνουμε μία μικρή αναδρομή στις παραστάσεις σου;

Μ.Π.:

Ναι. «Καμπαρέ», με τον Κωνσταντίνο Ρήγο. Μετά, κατευθείαν, με τον Γιάννη τον Κακλέα, «Συρανό ντε Μπερζεράκ», επίσης φοβερή εμπειρία. Θυμάμαι, ο Γιάννης είναι φοβερός στην πρόβα, πάρα πολύ αστείο όλο αυτό που συμβαίνει στην πρόβα, δηλαδή είναι μια γιορτή, πραγματικά, πολύ αστείος σαν άνθρωπος, έχει φοβερό χιούμορ και σου δίνει και μεγάλες ελευθερίες, τέλος πάντων. Μετά, ήταν μια περίοδος που έπαιζα διάφορα πράγματα, έκανα και πολλά ταυτόχρονα και έκανα λίγο στη Λυρική με τον Πάολο Πόντα, είχα κάνει ένα performance στο Ηρώδειο, μετά «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, ταυτόχρονα με την «Ηλέκτρα» του Στράους. Και είναι και τόσα πολλά, γενικά. Έχω παίξει τόσα πολλά πράγματα –παιδικά, βραδινά– που δεν τα… ξέρεις, τώρα, κάνω μία αναδρομή, δεν τα θυμάμαι και ακριβώς. Το «Αnimals», θυμάμαι ότι είχα κάνει μια πολύ ωραία σπουδή σε ένα ρόλο, έναν νεοναζί μικρό, πιτσιρικά. Προσπαθούσε να ξεφύγει από την κατάσταση, κιόλας, των νεοναζί και δεν μπορούσε να ξεμπλέξει και τελικά, στο τέλος, πέθανε. Στον Νέο Κόσμο, με πολύ γνωστούς ηθοποιούς. Με τον Ερρίκο τον Λίτση, με τον Στάθη τον Σταμουλακάτο, με την Τζένη τη Μπότση, ένα πράγμα, την Ιωάννα την Κολιοπούλου. Πέρασα από πολλά πράγματα, αλλά ένας μεγάλος σταθμός στην πορεία μου – και το θυμάμαι αυτό με αγάπη, γιατί ήταν μια φάση της ζωής μου, πάλι στον χώρο, μετά από πέντε χρόνια στο επάγγελμα, που είπα: «Θέλω κάπως να ανανεώσω την υποκριτική μου, να αλλάξω κάπως level στα πράγματα, να αρχίσω να ορίζω εγώ την κατάσταση και όχι να με ορίζουν ακριβώς τα γύρω μου, οι γύρω μου, να μην εκτελώ απλά δουλειές». Και εκεί πάνω, άρχισα… είπα να κάτσω, να μείνω άνεργος ένα καλοκαίρι, να σκεφτώ τι θέλω να κάνω, να δουλέψω το σώμα μου, να δουλέψω, να διαβάσω, να διαβάσω πολύ. Και εκεί πάνω, βρεθήκαμε με τη Θάλεια την Παπακώστα και τον Δημήτρη τον Μπογδάνο και είπαμε να κάνουμε μια παράσταση. Και σκαρφιστήκαμε τον μύθο του Ορφέα. Δεν ξέρω, κάπως ήμασταν στο Verde και του ’πα εγώ του Δημήτρη να κάνουμε μια παράσταση, να είναι αυτό. Και του είπα Οβίδιο στην αρχή, του είπα «Θεογονία». Και μετά του λέω: «Ας κάνουμε τον Ορφέα». Μου λέει: «Τον Ορφέα; Ναι». Αλλά δεν υπήρχαν και κείμενα, έπρεπε να κάνουμε σύνθεση κειμένων, από Σάρα Ρουλ, από διάφορα άλλα που είχαν γίνει, από μύθους που υπήρχανε, αρχαίους μύθους. Και το λέω αυτό γιατί; Γιατί έκανα μια σπουδή σε αυτό τον ρόλο –και προς όλους τους νέους ηθοποιούς θέλω να το πω αυτό, ότι δεν αρκεί η δουλειά στην πρόβα και πρέπει να δουλεύεις και στο σπίτι πάρα πολύ. Και εγώ, θυμάμαι, δούλεψα πάρα πολύ στο σπίτι για αυτό τον ρόλο. Δηλαδή, το έκανα οριακά στούντιο το σπίτι. Δούλεψα το σώμα πολύ, δούλεψα τις προθέσεις, δούλεψα αυτά, τον λόγο. Και κοίτα να δεις που, αυτό, από το Δώμα του Νέου Κόσμου, από μια δουλειά που κάναμε τρεις φίλοι μαζί και τα λοιπά, από αυτό, πήρε μια τόσο μεγάλη, ας πούμε, διάσταση όλο αυτό, που πήγα, τελικά, στα βραβεία Χορν από το πουθενά, ας πούμε. Πήγα με υποψηφιότητα στα βραβεία Χορν που, κανονικά, στα βραβεία Χορν, παίρνεις τυπικά, αν είσαι σε μία main παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, στο Φεστιβάλ Αθηνών –και έτσι γίνεται. Αλλά και το που ήτανε στον Νέο Κόσμο, στο Δώμα κιόλας, με σαράντα άτομα. Και αυτό πήρε και μια έκταση τρομερή. Μετά, θυμάμαι, το πήγαμε στο Θησείο, βάζαμε εκατόν είκοσι άτομα μέσα. Πράγματα, ας πούμε, που αν τα σκεφτώ [00:20:00]τώρα, είναι και για την εποχή αυτή, ξέρεις, είναι πολύ ελπιδοφόρα και, δηλαδή, λες ότι όλα μπορείς να τα κάνεις, άμα έχεις πίστη και αφοσιωθείς πραγματικά σε κάτι και θες να το προχωρήσεις. Να αλλάξεις το επίπεδο με το οποίο κινείται ο μέσος όρος στην τέχνη και να το πάρεις –αυτό που έλεγε ο Τσαρούχης, ότι: «Κυνηγά το άμοιαστο, μην είσαι… Μη γίνεις ο κοινός παρονομαστής, κυνηγά το άμοιαστο». Όλοι πρέπει να κυνηγάμε το άμοιαστο. Αυτό.

Ι.Κ.:

Και ήρθε η στιγμή, όμως, μέσα στις παραστάσεις να αλλάξεις ρόλο.

Μ.Π.:

Θα σου πω, ναι. Αυτό ήτανε… πολλά χρόνια μου στέλνανε σενάρια. Και ήταν και μια εποχή της τηλεόρασης, που η τηλεόραση η ίδια δεν είχε επίπεδο, είχε χάσει το επίπεδό της, γιατί είχε χάσει λεφτά. Και είναι λογικό, όταν φεύγουν από ένα χώρο λεφτά, όταν φεύγουν οι επιχορηγήσεις, ας πούμε, από τον χώρο του θεάτρου, θεωρώ ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνεις θέατρο ή πολύ πιο δύσκολο να κάνεις σινεμά με λίγα λεφτά. Μπορείς να κάνεις, υπάρχει μια ζύμωση, αλλά δεν κάνεις και… σε ένα μέσο όρο, δεν μπορείς να κάνεις πολύ υψηλού επιπέδου πράγματα. Αυτό θεωρώ, μπορεί και να κάνω και λάθος. Αλλά δεν μου άρεσαν τα σενάρια που μου στέλνανε και μου στέλνανε και για κάμποσα χρόνια, διάφορα σενάρια. Τα οποία εγώ τα απέρριπτα, και όχι λόγω του ότι δεν ήθελα ακριβώς να κάνω τηλεόραση. Πίστευα και λίγο ότι σου φθείρει το υλικό, αλλά αυτό είναι μια λανθασμένη άποψη που είχα και που έχουν οι πιο πολλοί ηθοποιοί, που θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις. Δεν είναι ένα πράγμα το οποίο μπορεί να είναι μια συνολική κατάσταση στον χώρο της τηλεόρασης. Και θα σου πω για ποιο λόγο. Γιατί εμένα, κάποια στιγμή, μου ήρθε ένα σενάριο στα χέρια μου, των «Άγριων μελισσών», του τρίτου κύκλου –μίλαγε για τη δικτατορία και τα λοιπά. Πάρα πολύ αξιόλογο σενάριο, ενώ τα παιδιά τότε, θυμάμαι κιόλας, η Μελίνα και ο Πέτρος, απ’ ό,τι θυμάμαι, αυτά που μου λένε, είναι ότι την τελευταία σεζόν τη γράφανε, οριακά, στο πόδι, ενώ ήταν πολύ καλή η γραφή της. Δηλαδή στο πόδι, αλλά με πολύ μεγάλη ουσία, έτσι; Γιατί έπρεπε να γυρίσουν επεισόδια, να γυρίσουν… Δεν ήταν σαν την πρώτη σεζόν, που είχαν ένα διάστημα και τα λοιπά, να γράφουν κι αυτά. Πολύ μεγάλη ουσία. Και μου έκανε εντύπωση το σενάριο και ο ρόλος μου άρεσε πολύ και λέω, οκέι. Μικρός ρόλος, σε σχέση με αυτά που μου προτείνανε στο παρελθόν, αλλά με μια ουσιαστική, ας πούμε, ρoή, δραματουργία και ωραίους συναδέλφους και τα λοιπά –γιατί όλα αυτά παίζουν ρόλο. Και μπήκα, τελικά, σε αυτό, πήγα, έκανα ένα κάστινγκ. Ο Λευτέρης με ήθελε και μπήκα, τελικά, στον στίβο αυτό της τηλεόρασης, ενώ έλεγα: «Είναι πολύ δύσκολο για μένα να μπω» και τα λοιπά, μπήκα. Και έπαιζα με τον Οδυσσέα τον Παπασπηλιόπουλο, ο οποίος είναι εξαιρετικός ηθοποιός ο Οδυσσέας, δηλαδή τι να σου πω. Πρίμα βίστα κάναμε κάποιες σκηνές, θυμάμαι, είχε ένα πρόβλημα κάποια στιγμή η Μαρία η Κίτσου και έπρεπε εμείς να συμπληρώσουμε το κενό της Μαρίας. Και φεύγοντας, μου λέει ο σκηνοθέτης: «Πρέπει να κάνουμε πέντε σκηνές». Και λέω εγώ με τον Οδυσσέα: «Έλα να κάνουμε πέντε σκηνές». Και αρχίσαμε να διαβάζουμε τις σκηνές και πήγαμε και όντως τις κάναμε, όντως ήμασταν εκεί πολύ και ήταν οριακά πρίμα βίστα, βγαίναν πέντε σκηνές που ήταν πρίμα βίστα. Ήταν εκείνη τη στιγμή, δηλαδή, τις… Και πολλά λόγια που ήταν αυτοσχεδιασμός. Αλλά θέλοντας να σου πω ότι και με τον Νίκο τον Κουρή, δηλαδή, δουλέψαμε πάρα πολύ. Αυτό το κομμάτι της τηλεόρασης, μου άνοιξε ένα κομμάτι να δουλέψω με ανθρώπους οι οποίοι ήταν στο θέατρο. Δηλαδή, εγώ μπήκα σε μια δουλειά, όντας με ανθρώπους που ήταν στο θέατρο και μπήκαν στην τηλεόραση, με πολύ ποιοτικούς ηθοποιούς. Οπότε, αυτό με έκανε κι εμένα καλύτερο και πήγα πολύ… μπήκα σε έναν πολύ ουσιαστικό δρόμο στην τηλεόραση και μαθαίνοντας την κάμερα. Γιατί εμείς δεν την σπουδάζουμε, σαν Έλληνες ηθοποιοί, κάμερα. Είναι πολύ δύσκολο, είναι άλλο επάγγελμα, οριακά, η υποκριτική –άλλο επάγγελμα… Ναι, είναι, με έναν τρόπο, άλλο επάγγελμα. Η ακρίβεια της κάμερας είναι τελείως διαφορετικό πράγμα με αυτό που λέμε, ρε παιδί μου, performance στο θέατρο, έχει πολύ μεγάλη διαφορά. Κι εκεί άρχισα, μέσα σε αυτή τη διαδικασία, ξέρεις, μπήκα σε αυτή τη διαδικασία –είχα κάνει και ένα άλλο σίριαλ, βέβαια, πιο παλιά, δυο άλλα σίριαλ, τη «Ζωή εν τάφω» και κάποια γκεστ, ας πούμε. Αλλά τώρα, εκεί μέσα σπούδασα πιο πολύ την ταχύτητα των σκηνών, το πόσο πρέπει γρήγορα να ’σαι… να είσαι πολύ γρήγορα έτοιμος να το παράξεις, αυτό που λέει Στέλλα Άντλερ, μία πολύ μεγάλη καθηγήτρια του Actor Studio, και που έχει σχολή στην Αμερική, που λέει ότι: «You have to be able to produce it right now», δηλαδή δεν περιμένει, κανένας δεν σε περιμένει, κάν’ το τώρα. Ενώ εμείς μεγαλώσαμε, επειδή σπουδάσαμε θέατρο, ότι θέλουμε χρόνο για να συμβούν τα πράγματα. Εν τέλει, εγώ σπούδασα και το: «Σε δευτερόλεπτα μέσα πρέπει να το παράξεις, οπωσδήποτε». Και αυτό ήταν ένα μεγάλο σχολείο που πήρα απ’ την τηλεόραση. Και συνεχίζω να το παίρνω, γιατί μετά από τις «Άγριες Μέλισσες», ο Λευτέρης –και προς τιμήν του, επειδή έχουμε και μια πάρα πολύ καλή σχέση με τον Λευτέρη τον Χαρίτο και με τους σεναριογράφους– με [00:25:00]έβαλε, μου έδωσε ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην καινούργια σειρά που κάνει, «Τη μάγισσα». Και κατέληξα, τελικά, να λέω «όχι» στο θέατρο, γιατί είμαι σε δεκάωρα γυρίσματα και δεν μπορώ να κάνω και δύο ρόλους ταυτόχρονα, φυσικά, και τα λοιπά, για να είμαι στη σειρά. Γιατί και γίνεται και πολύ ουσιαστική δουλειά σε αυτή τη σειρά και δούλεψα και πολύ εγώ τον ρόλο για αυτή τη σειρά και είδα ότι και στην τηλεόραση, τελικά, μπορεί να γίνει ουσιαστική δουλειά και πολλές φορές πιο ουσιαστική από τη διαδικασία του θεάτρου –για μένα. Και σπουδάζω και ένα άλλο πράγμα, που λέγεται υποκριτική στην κάμερα τώρα…

Ι.Κ.:

Άλλη μια εμβληματική σειρά των τελευταίων ετών που έχεις συμμετάσχει, ήταν «Η νύχτα του Αυγούστου».

Μ.Π.:

«Η νύχτα του Αυγούστου», καλά, αυτή ήτανε… ναι, δεν την ξέχασα, τώρα, επειδή μπήκα στη ροή του να πω για τον Λευτέρη, για τις «Μέλισσες» και αυτή τη σειρά που την αγαπώ τώρα πάρα πολύ. Αλλά και τη «Νύχτα του Αυγούστου» την αγάπησα πάρα πολύ, γιατί… και λόγω ρόλου, αλλά και πολύ, πολύ λόγω της Ζωής της Σγουρού, της σκηνοθέτιδας της σειράς αυτής. Ήταν βοηθός του Παπαδουλάκη στο «Νησί» και αυτό είναι η συνέχεια, το «Νησί 2», ουσιαστικά, και υπήρξε σκηνοθέτις σε αυτή τη σειρά. Μία καταπληκτική γυναίκα, φοβερή, φοβερά μεθοδική. Που, ξέρεις, αυτό που λένε, «οι γυναίκες πρέπει να παίρνουν τα ηνία» και τα λοιπά, αυτή αποδεικνύει, πραγματικά, πάνω στο process ότι μπορεί η γυναίκα να είναι και καλύτερη από τον άντρα στη διαχείριση του υλικού. Γιατί εμείς, εντάξει, είμαστε σε μια χώρα που τώρα αρχίζει να πιστεύει στη γυναίκα, να μην τρελαθούμε. Δεν πιστεύει στη γυναίκα, εδώ και χρόνια. Το λέω αυτό γιατί, ξέρεις, και στην πολιτική συμβαίνει αυτό και στον χώρο της τέχνης, το έχω δει κι εγώ με τα μάτια μου. Αλλά αυτή, τέλος πάντων, η δουλειά ήταν πολύ, πολύ αγαπημένη μου δουλειά και λόγω, πάρα πολύ, της Ζωής. Γιατί η Ζωή με έβαλε σε μια διαδικασία… καταρχάς, με επέλεξε, πρώτα απ’ όλα, και δεύτερον, με έβαλε και σε μια διαδικασία, και εμένα και τον Χρήστο –κάναμε ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι εκείνη την εποχή, το ’60 κιόλας, που οι άνθρωποι αυτοί τραβούσαν τα πάνδεινα. Και επειδή η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που δεν είναι στρέιτ ή είναι οτιδήποτε άλλο και τώρα αρχίζει και αυτό και το βρίσκει και τα λοιπά, ότι ήταν πάρα πολύ καταπιεσμένοι. Δηλαδή λοβοτομές, όλα αυτά που πάνε μαζί με αυτό το κομμάτι και ήταν πολύ συγκινητική ιστορία. Και εγώ ήμουν ένας λιμενεργάτης, ο οποίος δεν είχε βρει την ταυτότητά του ακριβώς. Πήγαινε φαινομενικά με γυναίκες, γιατί έπρεπε να δείξει αυτό το πρόσωπο, αλλά τελικά του άρεσαν οι άντρες και τελικά όχι, όμως, όλοι οι άντρες. Έναν έρωτα βρήκε, σε ένα πρόσωπο. Και επίσης, αυτό μου αρέσει πολύ, γιατί πήγε… δεν πήγε στο πάλι να δείξουμε τον έρωτα άντρα με άντρα ή τον έρωτα γυναίκας με γυναίκα. Πήγε στο να δείξει το ότι το πρόσωπο φέρει τον έρωτα και δεν έχει να κάνει με φύλα, τελικά. Δηλαδή, και αν πάμε προς τα εκεί, θα ξεχάσουμε και τι θα πει, τελικά, σεξουαλικός προσανατολισμός και τα λοιπά. Ότι κατ’ ουσίαν, δύο μάτια, σε δύο μάτια μέσα χάνεσαι και δεν υπάρχουνε τα άλλα. Και γι’ αυτό μου άρεσε και πολύ αυτή η δουλειά, ήτανε φοβερά φροντισμένη, εκεί γνώρισα πολύ ωραίους –και που είναι και φίλοι μου πια– ηθοποιούς επίσης, τον Γιώργο τον Καραμίχο, τη Μαρία την Καβογιάννη, που θέλουμε να δουλέψουμε και μαζί στο θέατρο. Πολύ ωραίους ανθρώπους κι εκεί, ξέρεις, είδα στην τηλεόραση, ρε παιδί μου, ξέρεις, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι χορτασμένοι και επίσης, είναι πάρα πολύ καλοί ηθοποιοί. Πάρα πολύ καλοί ηθοποιοί. Ξέρεις, αυτό, εγώ νόμιζα πριν ότι δεν ισχύει. Δηλαδή, ότι οι ηθοποιοί που παίζουν στην τηλεόραση, σε ένα μεγάλο ποσοστό, είναι οι ηθοποιοί οι οποίοι δεν τα έχουν καταφέρει στο θέατρο με κάποιο τρόπο –δεν ξέρω τι, από πού μου ’ρθε, προέκυψε αυτή… Πώς είχα εγώ αυτόν τον μολυσματικό νου και χρειάστηκε να το αντιμετωπίσω αυτό και να δω μπροστά μου ανθρώπους, οι οποίοι είναι εξίσου συγκλονιστικοί ηθοποιοί με τους ηθοποιούς του θεάτρου. Και ήταν και αυτός ο λόγος που αγάπησα πολύ τη δουλειά, οι συνάδελφοι. Και πολύ η αισθητική της δουλειάς, πολύ, πολύ. Δηλαδή τα φώτα, η κινηματογράφηση, ότι η κάμερα στον ώμο, ότι ήταν πιο πολύ ταινία, δεν ήταν τόσο σειρά. Ναι, ήτανε φοβερή διαδικασία. Είχε πολύ μεγάλη ακρίβεια σαν σκηνοθέτις, είχε πολλή μεγάλη σιωπή το σετ, η παραγωγή ήταν καταπληκτική, είχε βάλει πιτσιρίκια, τρέχανε γύρω γύρω, ήταν πολύ fresh η δουλειά αυτή, πολύ fresh. Και μου ’δωσε πολύ μεγάλο… λειτούργησε, τελικά, και ως ένα μεγάλο σκαλοπάτι για να ανέβω στο σκαλοπάτι αυτής της σειράς, τώρα που θα προβληθεί, που είναι ένας ρόλος που είναι πάρα πολύ δύσκολος, περνάει από πολλά πράγματα για να σηκώσω, τέλος πάντων, ένα πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί δεν είχα ποτέ υπάρξει σε πρωταγωνιστικό στην τηλεόραση και τα λοιπά. Αυτό. Ήταν πολύ μεγάλο εφόδιο αυτό, της ζωής.

Ι.Κ.:

Τώρα που μιλάμε, η σειρά [00:30:00]γυρίζεται, αλλά επειδή η συνέντευξη αυτή θα μείνει, ό,τι μπορείς να μας πεις για τον ρόλο σου. Δεν θέλουμε σπόιλερ, δεν είμαστε τέτοιοι, αλλά να μας εξηγήσεις λίγο τον ρόλο σου.

Μ.Π.:

Ναι, εντάξει, σιγά σιγά βγαίνει και το promotion. Τώρα βγήκε το πρώτο τρέιλερ χθες, πολύ μεγάλη χαρά μας είναι, δηλαδή εντάξει, είναι… Εντάξει, εμείς είχαμε δει και δύο-τρία πράγματα, αλλά τώρα αυτό βγήκε, ας πούμε, και δέχομαι και τηλεφωνήματα για τη σειρά και τα λοιπά. Η σειρά… καταρχάς, εγώ θέλω να πω ότι την περίμενα σαν τρελός αυτή τη… Δηλαδή, με είχε πάρει ο Λευτέρης ο Χαρίτος από το Μάιο –πέρσι το Μάιο δηλαδή– και μου είχε πει ότι: «Θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά» και τα λοιπά και ότι: «Σε θέλω στο σετ, να είσαι εκεί, στο καστ». Και ήμουνα φοβερά ενθουσιασμένος. Μετά υπήρξε ένα διάστημα που ήτανε… επειδή ήταν δύσκολη παραγωγή, πέσαν πάρα πολλά λεφτά, ήταν πολύ… είναι risky δουλειά πολύ, έχει πολύ ρίσκο μέσα της. Για να οργανωθεί, ήθελε ένα πράγμα… ατελείωτες κουβέντες, ατελείωτα ρεπεράζ, έκανε, ο Χαρίτος έκανε –και επειδή είναι και από τους σκηνοθέτες που κάνει κάστινγκ και γι’ αυτό τον λατρεύω, γιατί βρίσκει ανθρώπους που είναι, στο τέλος, οι ρόλοι, δηλαδή είναι τρομερό. Κάνει typecast, αλλά επειδή κάνει μεγάλη… βλέπει πάρα πολλούς ηθοποιούς στα κάστινγκ του. Και την περίμενα πώς και πώς, σε ακραίο βαθμό αυτή τη σειρά, σε ακραίο βαθμό. Με είχαν πιάσει και τα ψυχολογικά μου, θα γίνει, δεν θα γίνει. Μετά βρεθήκαμε, εκεί που μπήκε σε μια ροή το πράγμα, βρισκόμασταν, θυμάμαι, και κάναμε –πριν καν να πάρουμε σενάρια– κάναμε μαθήματα ιππασίας και τα λοιπά, με τον Ψαρά, με τον Νίκο τον Ψαρά, με τον Τάσο τον Νούσια, που τους λατρεύω και τους δύο, με τον Γιώργο τον Γάλλο, που έχουμε κάνει φοβερό παρεάκι εκεί πέρα. Και κάναμε και λέγαμε: «Θα γίνει η σειρά; Δεν θα γίνει;» Όλοι λέγαμε, ξέρεις: «Τώρα, ο ΑΝΤ1 θα το κάνει; Δεν θα το κάνει; Γιατί είναι μεγάλο πρότζεκτ…» και αυτό. Είχε μπει σε μια ροή, τελικά έγινε. Εγώ είπα εκείνη την περίοδο, για προτάσεις που δέχτηκα, «όχι». Και όλοι μου λέγανε: «Όχι; Και πού θα ’σαι;» Κι έλεγα: «Στη “Μάγισσα”». Λέγανε, ξέρεις, με ρωτάγανε: «Γιατί, αυτό θα γίνει τελικά;» Και όντως, ρίσκαρα –όπως όλα τα παιδιά, αυτοί που είμαστε στο πρωταγωνιστικό team– ρισκάραμε, για μια περίοδο, και την ανεργία μη σου πω, πολύ μεγάλη περίοδο ανεργίας, για να είμαστε σε αυτό το… Γιατί δεν ήξερε κανείς πότε αρχίζει, πόσο μεγάλη δέσμευση θα έχει, μας λέγανε ότι θα ξεκινήσει τον Οκτώβριο, δεν ξεκίνησε τον Οκτώβριο, μετά μας λέγανε Νοέμβρη, δεν ξεκίνησε τον Νοέμβρη… Και τελικά, δόξα τω Θεώ, πήγε, ξεκίνησε από τα τέλη Ιανουαρίου και μπήκαμε σε αυτή τη διαδικασία τώρα. Και το λέω αυτό, για να πω ότι η εποχή, δεν έχει ακουμπήσει ποτέ κανείς, απ’ ό,τι θυμάμαι, αυτή την εποχή σεναριακά. Είναι δύσκολο να την προσεγγίσει, γιατί θέλει πάρα πολύ μεγάλη μελέτη. Αναφέρεται στη Μάνη του 1817, λίγο πριν να ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821, που στην πραγματικότητα, ξέσπασε, που ξεκίνησε από την Αρεόπολη, που είναι στη Μάνη, έτσι; Εμείς ξέρουμε ότι σηκώθηκε αλλού το μπαϊράκι, ενώ στην πραγματικότητα, η Ιστορία και οι ιστορικοί όλοι συγκλίνουν στο ότι ξεκίνησε από την Αρεόπολη, με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να σηκώνει το λάβαρο της Επανάστασης. Και είμαστε προεπαναστατικά. Δεν ξέρω, δεν νομίζω ότι θα μπούμε στην Επανάσταση, εν τέλει. Αλλά δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει, γιατί είναι μια σειρά, κάπως, ένα sci-fi εποχής, και κάπως, όχι θρίλερ, αστυνομικό θρίλερ. Δηλαδή, χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, ας πούμε, γίνεται ένα τέτοιο πράγμα. Έχουμε μια βεντέτα, που η Μάνη ήτανε… δηλαδή, οι άνθρωποι αυτοί ζούσανε πάρα πολλά χρόνια μέσα σε εμφύλιους πολέμους, δηλαδή βεντέτες μεταξύ τους. Γι’ αυτό και ήταν η πρώτη μαγιά της Ελληνικής Επανάστασης. Εμείς λέμε πώς η Ελληνική Επανάσταση ανδρώθηκε και πώς οι Έλληνες ήταν τόσο… και πώς ήταν τόσο νικηφόρα τα χτυπήματα και τα λοιπά. Ενώ ξέρουμε, ιστορικά, ότι σε αυτό, σε ένα μεγάλο μέρος του, βοήθησαν οι στρατιώτες της Μάνης, γιατί οι Μανιάτες ζούσαν μέσα στον πόλεμο. Οπότε, αυτή ήταν μια διαδικασία, η διαδικασία της βεντέτας, που ήταν τρόπος ζωής πια. Εμείς, λοιπόν, σε αυτό το σήριαλ, έχουμε μια βεντέτα με τους Γερακάρηδες, με την αντίπαλη… με το αντίπαλο δέος. Οι Λασκαραίοι, λοιπόν, με τους Γερακάρηδες κάνουν μια βεντέτα για πολλά χρόνια, αποφασίζουν να κάνουν ειρήνη και, στη Μάνη, η ειρήνη γινόταν με δύο τρόπους. Είτε κάνανε ψυχικό, δηλαδή ή ο γιος της μίας οικογένειας –ο πρωτότοκος, ο οποίος, συνήθως, ξεκινούσε τη βεντέτα, ήταν αυτός, ο κάλλιος που λέγανε, αυτός που θα κονταροχτυπηθεί με τον άλλον, τον κάλλιο της άλλης οικογένειας. Δίναν πολύ μεγάλη σημασία στους γιους, όχι φαλλοκρατικά, όπως εμείς νομίζουμε, αλλά επειδή, πρακτικά, ήταν στρατός, κάνανε στρατό –δηλαδή τουφέκια τα λέγαν τα παιδιά, τα αγόρια. Και άρα, αν είχες στρατό, μπορεί να ήσουν πάρα πολύ φτωχός και να ανέβαινες, ταξικά, πάρα πολύ. Δηλαδή, αν είχες πολλούς γιους –εξού και ο Πετρόμπεης ο Μαυρομιχάλης, που έγινε μπέης της Μάνης– έχαιρες μεγάλης εκτίμησης, γιατί είχες και ήσουνα [00:35:00]φόβητρο, είχες στρατό, δηλαδή, στην οικογένειά σου, γιατί τότε ήταν οι φατρίες, οι οικογένειες, λειτουργούσαν… Λοιπόν, γίνεται… με τον ένα τρόπο γίνεται το ψυχικό και η τρέβα, δηλαδή το τέλος που λέμε, ο σασμός που λένε οι Κρητικοί, ότι ειρήνη. Ο άλλος τρόπος είναι να παντρέψεις, να δέσεις με συμβόλαιο γάμου τις δυο οικογένειες. Δηλαδή, παντρεύεις το παιδί, τον πρωτότοκο, με την κόρη την πρωτότοκη ή με οποιανδήποτε κόρη και δένεις και γίνεται αυτό. Αυτό συμβαίνει στη δική μας σειρά. Εγώ, που είμαι ο πρωτότοκος γιος της μίας οικογένειας, παντρεύομαι την κόρη τον Γερακάρηδων –του Νούσια– και κάνουμε ένα παιδί, το οποίο είναι και αγόρι και πρωτότοκο. Αυτό το παιδί χάνεται από την κούνια του και, απ’ ό,τι μαθαίνουμε, δολοφονείται. Το μαθαίνουμε στο πρώτο επεισόδιο, πολύ γρήγορα, δεν είναι σπόιλερ αυτό. Το βρίσκουμε πνιγμένο σε ένα ποτάμι, οπότε από κει αρχίζει μια ιστορία και τα λοιπά. Αυτό. Εγώ είμαι ένας ρόλος, ο οποίος είναι ένας χαρακτήρας, κάπως ένας Άμλετ της κατάστασης εκεί. Γιατί είναι ένα παιδί, το οποίο ναι μεν είναι ένας πρωτότοκος γιος, ο οποίος ζει σε μια οικογένεια Νικλιάνων. Οι Νικλιάνοι –πολύ γρήγορα– είναι οικογένειες Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίες μετοίκησαν στη Μάνη, όπως οι Μούρτζινοι, που είναι οι Παλαιολόγοι, όπως είναι οι Κατακουζηνοί. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, φύγαν και βρήκαν καταφύγιο στη Μάνη, στα βουνά της Μάνης, γιατί η Μάνη ήταν άσυλο εκείνη την εποχή, και κυρίως βενετικό, ήταν με τους με τους Ενετούς, γι’ αυτό και έγινε αυτή η σύνδεση. Και τέλος πάντων, είμαι γόνος Νικλιάνικης οικογένειας, δηλαδή γόνος αυτοκρατορικής οικογένειας. Άρα, κάπως, με έναν τρόπο, αν το θες, πρίγκιπας –γι’ αυτό το συνδέω με τον Άμλετ. Ο οποίος, όμως, ενώ είναι μέσα στο σύστημα αυτό, ο βασικός του σκοπός είναι να φύγει με τον έρωτα της ζωής του, που είναι η Θεοφανώ –η Έλλη η Τρίγγου– να φύγει, να φύγει από αυτή τη ζωή στην οποία τον έχουν δέσμιο. Είναι ένα παιδί που διαβάζει και πράγματα, ένα παιδί που ονειρεύεται ένα μέλλον εκτός Μάνης. Κάπως, γι’ αυτό σου λέω Άμλετ λίγο. Και δεν πιστεύει μόνο στο αίμα, πιστεύει και στο μελάνι πολύ. Δηλαδή, τείνει περισσότερο προς τη διανόηση, παρά προς το πολεμιστής, ενώ είναι πολύ δεινός πολεμιστής, όπως ο Άμλετ, και ο οποίος, στο τέλος, όπως και ο Άμλετ –όχι… δεν ξέρω εγώ τι θα γίνει, γιατί δεν το ξέρουμε το τέλος– αλλά και ο Άμλετ, κάπως, στο τέλος, πεθαίνει από σπαθί, δεν πεθαίνει από μυαλό, κατάλαβες τι εννοώ. Κάπως έτσι, αυτή είναι η αίσθηση που μπορώ να σου δώσω, μέχρι στιγμής, του ρόλου. Είναι κάπως ένας ρόλος σαν τον –και εξελίσσεται κάπως έτσι– σαν τον Μάικλ Κορλεόνε, ας πούμε. Ένα παιδί το οποίο είναι από μία οικογένεια, πρέπει να υποστηρίξει αυτή την οικογένεια και τελικά, παίρνει τα ηνία της οικογένειας μέσα από ένα ατύχημα, βρίσκεται στην κορυφή των πραγμάτων και τελικά, καταλαβαίνει ότι αυτή την ηγεσία την είχε μέσα του, δεν βρέθηκε τυχαία εκεί. Αυτό.

Ι.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συνέντευξη.

Μ.Π.:

Εγώ ευχαριστώ πολύ.