© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ζακυνθινές αγιογραφίες στα πέρατα του κόσμου

Κωδικός Ιστορίας
25091
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Μπιάζης-Σεντής (Ν.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/07/2023
Ερευνητής/τρια
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima, είναι 26 Ιουνίου του 2023 και βρίσκομαι μαζί με τον αγιογράφο και ζωγράφο, κύριο Νίκο Μπιάζη-Σεντή. Καλησπέρα, κύριε Νίκο. 

Ν.Μ.:

Καλησπέρα.

Ι.Κ.:

Θέλετε να μας συστηθείτε, να σας γνωρίσει το κοινό μας;

Ν.Μ.:

Όπως είπες, αγαπητέ Πορφύρη –φίλε, θα έλεγα εγώ, γιατί γνωριζόμαστε αρκετό καιρό– είμαι ο Νίκος ο Μπιάζης-Σεντής. Τυχαίνει να έχω δύο επώνυμα, γιατί στη Ζάκυνθο, σε πολλές περιπτώσεις που οικογένειες έχουνε ίδιο επώνυμο, προκειμένου κάποιος να ξεχωρίζει από ποια οικογένεια είναι, ακολουθεί εκείνο που λέμε παρατσούκλι ή παρόνομα, οπότε πολλές φορές γίνεται δεύτερο επώνυμο. Οπότε, το Σεντής είναι ένα δεύτερο, πλέον, επώνυμο για μένα. Ο περισσότερος κόσμος, βέβαια, με ξέρει σαν Νίκος Μπιάζης. Και είμαι, όπως είπες, ζωγράφος, κυρίως αγιογράφος. Και όταν λέω κυρίως, γιατί ως επί το πλείστον, ο κύριος όγκος εργασίας μου έχει να κάνει με τις εκκλησίες και όχι μόνο. Έχω γεννηθεί στη Ζάκυνθο, έχω μεγαλώσει στη Ζάκυνθο, αν εξαιρέσουμε τα χρόνια που, μετά το Λύκειο, έφυγα προκειμένου να κάνω κάποιες σπουδές, άσχετες με την αγιογραφία –και νομίζω, στην πορεία, θα σας πω. Και κατόπιν, αφού τελείωσα και τη θητεία μου, επέστρεψα πάλι στο νησί. Τώρα, φαντάζομαι, θα αναρωτιέται ο καθένας πώς ξεκίνησα με την αγιογραφία και γενικότερα, με τη ζωγραφική. Η αλήθεια είναι ότι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, από μικρό παιδάκι, απ’ τις πρώτες πρώτες μνήμες που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, θυμάμαι πάντα να έχω ένα μολύβι στο χέρι και χαρτιά. Τώρα, δεν ξέρω αν έφταιγε ότι υπήρχε κάτι, αυτό που λένε στο DNA, αν υπήρχε κάποια κληρονομικότητα ή όχι. Πιθανολογώ ότι ίσως, καθώς ο παππούς μου, το επώνυμό του ήταν Γιατράς και αν κανείς να ανατρέξει στο λεξικό του Ζώη, θα δει ότι το επώνυμο Γιατρά προέρχεται, σαφώς από τα ορεινά της Ζακύνθου, αλλά υπήρξαν κάποιοι αγιογράφοι με το επώνυμο –και ζωγράφοι, γενικότερα– με το επώνυμο Γιατράς. Και ακόμα και σήμερα υπάρχουν, όπως γνωρίζεις. Πιθανόν, λοιπόν, να υπήρχε στο DNA. Αλλά εκτός αυτού, θυμάμαι, στα παιδικά μου χρόνια, η γιαγιά μου και η μητέρα μου, επειδή έκαναν πολλές χειροτεχνίες –και κατά παραγγελία, τις περισσότερες–, κυρίως κοφτά κεντήματα, αν γνωρίζεις, σχεδίαζαν συνέχεια, πάνω σε σεντόνια, πάνω σε καμβάδες, προκειμένου να κεντηθούνε κι όλα αυτά. Και μάλιστα, επειδή νωρίς είχαν αντιληφθεί ότι μπορώ να σχεδιάσω με μια άνεση ίσως καλύτερη από εκείνη που έχουν κάποια άλλα παιδάκια, πολλές φορές, μου ζητούσαν κάτι μικρό να το μεγαλώσω, να το κάνω μια μεγέθυνση. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν και τα φωτοτυπικά, που μπορούσε κανείς να πάει και να κάνει μια μεγέθυνση. Και όλο αυτό, εμένα μου άρεσε, που έβλεπα μες στο σπίτι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη γιαγιά μου, η οποία νομίζω ότι έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο –όπως, νομίζω, και κάθε γιαγιά για τα παιδάκια–, που μου έλεγε πολλές φορές ότι με θυμάται μόνιμα με ένα μικρό σκαμνάκι –αυτόν τον πάγκο που λέμε–, να το χρησιμοποιώ όχι για να κάθομαι, καθώς ήμουνα μικρός, αλλά σαν γραφειάκι. Να κάθομαι, δηλαδή, κατάχαμα, χάμω και να χρησιμοποιώ τον πάγκο για γραφειάκι, να βάζω κάποια χαρτιά και να σχεδιάζω συνέχεια. Το δε αστείο, που μου έλεγε πάρα πολλές φορές και το έλεγε και σε άλλους, προκειμένου να δείξει ίσως τη φαντασία ή τον τρόπο σκέψης, ξέρω ’γω, κι όλα αυτά, ήταν ότι κάποια στιγμή που η γιαγιά είχε αρρωστήσει, προφανώς από κάποια ίωση, εγώ κάθισα και σχεδίασα την κηδεία της. Αν είναι δυνατόν, θα μου πεις. Φαντασία του παιδιού. Και το έλεγε πολλές φορές. Εντάξει, ίσως ήταν, ενδεχομένως, και οι πρώτες αναζητήσεις περί θανάτου, γιατί είναι ένα θέμα που με απασχολεί –και μας απασχολεί, νομίζω, όλους. Θα μου πεις, από τόσο νωρίς; Ενδεχομένως, λέω, δεν ξέρω. Έτσι, λοιπόν, μέσα στο σπίτι νομίζω υπήρχε χειροτεχνία, υπήρχε το σχέδιο, και όλα αυτά, σίγουρα, νομίζω επηρέασαν. Και δεν θυμάμαι τον εαυτό μου ούτε στιγμή να μη μ’ αρέσει να σχεδιάζω. Επίσης, επειδή με την αδερφή μου υπάρχει μια διαφορά ηλικίας, ας πούμε –όχι τεράστια, πέντε-έξι χρόνια– κάποιες φορές, στο Γυμνάσιο νομίζω, της είχαν ζητήσει, σε κάποιες σχολικές γιορτές, να γίνουν κάποια σχέδια. Επί παραδείγματι, θυμάμαι έντονα, είχα κάνει ένα μεγάλο πορτραίτο –από μικρογραφία δηλαδή– του Δροσίνη, που το είχαν χρησιμοποιήσει –του ποιητή του Δροσίνη– που το είχαν χρησιμοποιήσει σε μια γιορτή σχολική, το είχε χρησιμοποιήσει η αδερφή μου, δηλαδή, το τμήμα της αδερφής μου εκείνη την εποχή. Ή θυμάμαι, σε σχολικές γιορτές κατόπιν, δικές μας, ας πούμε, όταν ήμουν εγώ στο Γυμνάσιο ή στο Λύκειο, που πολλές φορές έκανα τα σκηνικά, ζωγράφισα κάτι πίσω –με τον τρόπο που μπορούσα να το ζωγραφίσω, βέβαια, τότε, έτσι; Τίποτα το σπουδαίο και αξιόλογο. Αλλά, όμως, κάλυπτε τις ανάγκες της γιορτής, ας πούμε. Τελειώνοντας, λοιπόν, το Λύκειο, έφυγα στην Αθήνα. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι νομίζω –δεν ξέρω αν έχει αξία να ακουστεί ή όχι– ότι κάποια κυρία που κάποιες στιγμές μας έκανε μάθημα, ας πούμε, σ’ εμάς, σαν παιδάκια, στο σπίτι, βοηθούσε δηλαδή την κατάσταση, είδε το ταλέντο, ας το πούμε –αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε ένα ταλέντο σ’ εμένα. Και είχε μιλήσει στον πατέρα μου και στη μητέρα μου να με πήγαιναν στον Χρήστο τον Ρουσσέα, τον γνωστό ζωγράφο και αγιογράφο, με ένα πολύ σπουδαίο έργο στη Ζάκυνθο, όπως γνωρίζεις, προκειμένου για να πάρω κάποια μαθήματα. Όμως, ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος. Δεν ήθελε, επ’ ουδενί, να ασχοληθώ με το θέμα ζωγραφικής. Και φαντάζομαι –όπως άλλωστε, κατά καιρούς, έτσι, μου άφηνε να καταλάβω– ότι δεν το ήθελε, γιατί πίστευε ότι ο ζωγράφος πεινάει. Ότι δεν μπορεί να έχει, δηλαδή, μία επαγγελματική αποκατάσταση τέτοια, που να μπορέσει να του αποδώσει στο μέλλον μια καλή ζωή τουλάχιστον, αξιοπρεπή ζωή. Κι έτσι, ποτέ δεν πήρα, στα μαθητικά μου χρόνια, κάποια μαθήματα σχετικά με τη ζωγραφική. Ήταν ίσως, αν θέλεις, και το μεγάλο μου παράπονο. Δηλαδή, κάτι που με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί να μην το κάνω, να το ξεκινήσω από νωρίς. Έστω και σαν λίγα μαθήματα, αυτό που σήμερα το κάνουμε όλοι στα παιδιά μας. Τέλος πάντων, άλλα μυαλά, άλλες εποχή, έτσι; Και αν θέλεις, με έπεισαν οι γονείς μου ότι πρέπει να κάνω ένα επάγγελμα τέτοιο, που να μπορεί κανείς να έχει μια καλή οικονομική, τουλάχιστον, άνεση. Έτσι, λοιπόν, σπούδασα τεχνικός ηλεκτρονικών επικοινωνιών –ηλεκτρονικός που λέμε. Τελείωσα τις σπουδές στην Αθήνα, έμεινα στον Πειραιά, τον οποίο Πειραιά τον αγάπησα ιδιαίτερα, ίσως γιατί είχε τη θάλασσα που έχει Ζάκυνθος. Εμένα το σπίτι μου, άλλωστε, είναι στην παραλία, στα δέντρα του Άμμου, οπότε η θάλασσα ήταν κάτι που δεν έλειπε από τα μάτια μου, καθημερινά. Και επειδή στον Πειραιά τη βρήκα πάλι, τον αγάπησα τον Πειραιά. Είχα πολύ καλούς συγγενείς πάνω στον Πειραιά, οπότε ένιωσα πάλι οικεία, οικογενειακά. Και αφού τελειώσανε οι σπουδές στην Αθήνα και έκανα και τη θητεία μου, επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο, εκείνη την εποχή, είχε δημιουργηθεί –ότι είχε δημιουργηθεί, δηλαδή, ίσως μια… εγώ λέω μια μαγική, μια θεϊκή συγκυρία. Είχε δημιουργηθεί ένα τμήμα Ζωγραφικής και Αγιογραφίας στα ΝΕΛΕ. Και ένας φίλος οικογενειακός, που γνώριζε ότι μου αρέσει να σχεδιάζω και να ζωγραφίζω –το γνώριζαν, άλλωστε, όλοι. Θυμάμαι τώρα, έτσι, ανατρέχει το μυαλό μου, ακόμα κι όταν ήμουν στην Αθήνα, κάθισα και σκιτσάρισα έναν θείο μου, το πορτραίτο του δηλαδή, με μολύβι και λίγο κάρβουνο. Και το είχε δει η νύφη του, η οποία ασχολείται και ήταν σε σχολή Ζωγραφικής τότε, στη Βακαλό, και όταν το είδε μου λέει: «Καλά, τι κάνεις; Γιατί ασχολείσαι με αυτό το πράγμα που ήρθες να κάνεις εδώ και όχι μ’ εκείνο που σ’ αρέσει;». Άρα, γνώριζαν πολλοί ότι μου άρεσε, οπότε και επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο, όπως σου είπα, ένας οικογενειακός φίλος, μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Πήγαινε, αν μη τι άλλο, για σένα, για να πάρεις κάποια μαθήματα». Εντάξει, ήμουνα και σε μια φάση που ψαχνόμουν να δω τι θα κάνω επαγγελματικά. Χρόνος ελεύθερος, καθώς ότι είχα έρθει στη Ζάκυνθο κι όπως όλοι οι νέοι, λίγο γυρίσουμε, λίγο προσπαθούμε να χαλαρώσουμε, αν θέλεις, και από τη θητεία που έχουμε κάνει –εκείνη την εποχή η θητεία ήτανε και αρκετούς μήνες, δεν ήταν εννιά, όπως είναι τώρα.

Ν.Μ.:

Και πήγα, πραγματικά. Εκεί έκανε μαθήματα ο Γιάννης ο Τσολάκος, ο πολύ αξιόλογος και για μένα σημαντικός ζωγράφος και αγιογράφος. Νομίζω ότι ήταν εκείνη η στιγμή που θεωρώ [00:10:00]θεϊκή για μένα –το ’87 νομίζω, ’88 αυτό. Και ένα χρόνο μετά, ο Γιάννης, ο δάσκαλός μας, πήρε δουλειά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου να κάνει τα σταυροθόλια που είναι δεξιά και αριστερά. Και χρειάστηκε κάποιους βοηθούς. Όπως καταλαβαίνεις –και δεν θέλω να περιαυτολογήσω– επειδή τότε στο τμήμα ήμασταν καμιά δεκαπενταριά άτομα, ξεχώριζα εγώ και μια κυρία, η Σούλα. Ήτανε, όπως καταλαβαίνεις, ευνόητο να έρθει να μας πει: «Θέλετε να με βοηθήσετε; Να έρθεις να με βοηθήσεις;». Ξέχασα να σου πω –και νομίζω ότι έχει αξία– ότι σαν παιδάκι, επειδή το σπίτι μου βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, θυμάμαι τις σκαλωσιές. Μια πολύ έντονη ανάμνηση. Τις σκαλωσιές και φώτα, γιατί υπήρχανε νάιλα, που κάλυπταν τις σκαλωσιές –προφανώς, για να μην πέφτουν χρώματα κάτω από τους αγιογράφους, που έκαναν επάνω δουλειά. Οπότε, πίσω από τα νάιλα, έβλεπα φώτα και έλεγα: «Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι πάνω; Πώς ζωγραφίζουνε; Τι γίνεται;» Ήτανε κάτι που έντονα με είχε σημαδέψει. Όπως, επίσης, στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, φώναξαν τη μητέρα μου –η οποία, όπως σου είπα, έκανε κοφτά κεντήματα– στο μοναστήρι της Ελευθερώτριας, εδώ στη Ζάκυνθο, που είναι γυναικεία μονή, γυναικείο μοναστήρι, προκειμένου να δείξει σε κάποιες καλόγριες, να τις διδάξει το κοφτό κέντημα. Και είχα πάει μαζί αυτές τις φορές –τουλάχιστον κάποιες από αυτές τις φορές που είχε πάει και η μητέρα μου. Οπότε, εκεί, είδα κάποια γερόντισσα, κάποια μοναχή να αγιογραφεί. Νομίζω ότι ήτανε η καταλυτική στιγμή που είπα μέσα μου: «Θέλω να γίνω αγιογράφος», όσο κι αν σου ακούγεται παράξενο. Κι αυτό έλεγα και στους φίλους μου, εκεί και στη γειτονιά, στα παιδιά. «Τι θα γίνεις;» «Αγιογράφος. Και θα φεύγω από τη Ζάκυνθο και θα πηγαίνω να φτιάχνω εκκλησιές». Χωρίς να ξέρω καν τι είναι ο αγιογράφος. Απλά, η φαντασία, αν θέλεις; Το υπέθετα ότι μπορεί να φεύγει αυτός από τον τόπο του και να πηγαίνει και κάπου αλλού; Οπότε, ξαναέρχομαι σε αυτό που έλεγα, ότι όταν βρέθηκα πάνω στη σκαλωσιά, πλέον, σαν βοηθός του Γιάννη του Τσολάκου στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, σε αυτό που έβλεπα παιδάκι, ήταν για μένα μαγικό. Τα συναισθήματα, δεν ξέρω, ακόμα και σήμερα με ακολουθούν, ας πούμε. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξεχάσω, δεν νομίζω ότι… Μάλλον θα σβήσει το ίδιο το συναίσθημα αυτό, όταν θα σβήσω κι εγώ. Και πραγματικά, δούλεψα μαζί του, κάναμε τα σταυροθόλια, κυρίως εμείς τις διακοσμήσεις. Για τρία, νομίζω, χρόνια. Συνάμα, είχα γνωρίσει και τον Μπάμπη τον Γιατρά σε ένα σεμινάριο, έναν άλλο αξιόλογο αγιογράφο και ζωγράφο Ζακυνθινό. Εγώ θα τον έλεγα έναν μεγάλο δάσκαλο, γιατί έχει διδάξει αρκετούς. Και κάποια στιγμή, όταν υπήρχε μία παύση από την εκκλησία, από τις εργασίες, δηλαδή, της αγιογράφησης του ναού του Αγίου Διονυσίου, ο Μπάμπης ο Γιατράς έρχεται και μου λέει: «Ξέρεις, έχω μια μεγάλη δουλειά στην Αθήνα. Θέλεις να έρθεις να με βοηθήσεις;» Όπως καταλαβαίνεις, δεν είπα όχι, με τίποτα. Και δεν είπα όχι, γιατί θα είχα τη δυνατότητα να δω και τον τρόπο που δουλεύει και ένας άλλος αγιογράφος. Σαφώς, είχα διδαχθεί αρκετά πράγματα δίπλα στον Γιάννη. Και φεύγω, πάω στην Αθήνα –δεν ξέρω, Πορφύρη, αν μακρηγορώ. Φεύγω, πάω στην Αθήνα. Όντως, ο Μπάμπης δούλευε με έναν διαφορετικό τρόπο, όχι ως προς την τεχνική, αλλά το ύφος του κάθε αγιογράφου διαφέρει. Και είχα τη χαρά και την τύχη, όχι μόνο να τον γνωρίσω και να τον εκτιμήσω σαν άνθρωπο, αλλά να μου διδάξει και πάρα πολλά πράγματα. Δηλαδή, δεν σου κρύβω ότι του χρωστάω πάρα πολλά πράγματα. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δοτικός. Μπορούσε να αφήσει τη δουλειά και να σου πει: «Κατέβα από τη σκαλωσιά να σ’ το δείξω αυτό που κάνουμε και μετά να πάμε να το κάνουμε σωστά» Κι ας χάναμε χρόνο από τη δουλειά μας. Όμως, εκείνο το χρονικό διάστημα, είχα γνωρίσει τη σύζυγό μου. Θα μου πεις, πολύ μικρός. Ναι, καμιά φορά, δεν ξέρεις, η τύχη μπορεί να σου χτυπήσει –η τύχη, ως προς το θέμα του γάμου– να σου χτυπήσει πολύ νωρίς την πόρτα ή πολύ αργά. Εμένα ίσως τη χτύπησε πολύ νωρίς. Είχα γνωρίσει, λοιπόν, εκείνο το διάστημα τη γυναίκα μου. Όταν έφυγα λοιπόν –το ’90, νομίζω– στην Αθήνα, είχαμε ήδη αρραβωνιαστεί –λογοδώσει μάλλον. Οπότε, όταν πέρναγε ο καιρός πάνω στην Αθήνα, δεν ήταν εύκολο για μένα να μείνω. Δεν μου άρεσε και τόσο και η ζωή, αν θέλεις, της πρωτεύουσας. Οι ρυθμοί της και τα λοιπά. Ο Μπάμπης, βέβαια, μου πρότεινε να μείνω μόνιμα επάνω και να συνεργαστούμε και σε άλλη βάση. Αλλά όταν το σκέφτηκα με το μέσα μυαλό, είπα: «Όχι, δεν μ’ ενδιαφέρει μια ζωή, ας πούμε, τέτοιου τύπου, δηλαδή σε μια πρωτεύουσα, που θα πηγαίνω στο σπίτι μόνο και μόνο για έναν ύπνο». Γιατί οι ώρες εργασίας, ας πούμε, στον ναό ήταν πάρα πολλές. Γιατί μόνο έτσι μπορούσαμε να βγάλουμε όγκο εργασίας. Δηλαδή, ξεκινούσαμε εννιά το πρωί, μπορούσαμε να τελειώνουμε εννιά το βράδυ, δέκα το βράδυ, με ένα σάντουιτς στο χέρι ή να σταματάμε, ξέρω ’γω, να πεταχτούμε σ’ ένα ταβερνάκι για να φάμε. Παρόλα αυτά, όσο κι αν ακούγεται αυτό… είναι όμορφο. Ακόμα και σήμερα, όταν βρίσκουμαι σε ναό μέσα και σε σκαλωσιά, αυτό το πράγμα κάνω. Δηλαδή, ξεκινάω το πρωί και φεύγω το βράδυ, έχοντας μαζί μου κάτι για να κολατσίσω, ας πούμε. Οπότε, δεν ήταν εύκολο να μείνω στην Αθήνα και αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Όταν ήρθα στη Ζάκυνθο, δούλευα στο εργαστήριο του Μπάμπη κάνοντας κάποια διακοσμητικά, τα οποία τα ανεβάζαμε, τα έστελνα στην Αθήνα. Και αν θυμάμαι καλά, δεν με απατά η μνήμη μου, και ο Μπάμπης όταν ήρθε στη Ζάκυνθο… ναι, νομίζω είχαμε… τον είχα βοηθήσει, είχα πάει σαν βοηθός του να τελειώσει κάποιο τμήμα που του ζήτησαν στην εκκλησία του Παντοκράτορα στο Γαϊτάνι, ύστερα σε ένα παρεκκλήσι κάτω, στο μετόχι του Αγίου Διονυσίου στο Βασιλικό. Κατόπιν, ξαναδούλεψα πάλι σαν βοηθός και στον Γιάννη –τον Γιάννης τον Τσολάκο– στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου ξανά, στις αγιογραφίες, στις τοιχογραφίες, δηλαδή, του νοτίου τοίχου. Αλλά –δεν θυμάμαι τώρα πώς, ειλικρινά– γύρω στο ’94, αποφάσισα να δουλέψω πλέον μόνος μου. Ίσως γιατί είχα πολύ νωρίς παραγγελίες. Δηλαδή, μπορεί να δούλευα σαν βοηθός στους δύο δασκάλους μου, αλλά παράλληλα είχα και… με είχαν γνωρίσει κάποιοι, οπότε είχα και παραγγελίες. Δηλαδή, είχα κάποιες φορητές εικόνες, που τις έφτιαχνα στο σπίτι, έχοντας διαμορφώσει το δωμάτιό μου σε ένα πρόχειρο εργαστήριο. Φαντάσου ότι υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι να κοιμάμαι, ένα μονό κρεβάτι, και όλο το υπόλοιπο δωμάτιο είχε μέσα το καβαλέτο, τα τραπέζια, τα χρώματα και ό,τι χρειάζεται για να γίνει μια εικόνα. Και μάλλον επειδή οι παραγγελίες είχαν αρχίσει να γίνονται περισσότερες, γύρω στο ’94, αποφάσισα πλέον να οργανώσω το δικό μου εργαστήριο και να ξεκινήσω να δουλεύω, πλέον, αυτόνομα. Βέβαια, σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα –το διάστημα, δηλαδή, μέχρι το ’94– δεν έπαψα να γυρίζω γύρω γύρω, κυρίως στη Ζάκυνθο, και με μια φωτογραφική μηχανή –όχι πολύ σπουδαία μηχανή, όπως έχουμε σήμερα τις ψηφιακές και τα λοιπά– να φωτογραφίζω ό,τι έβλεπα στο ναό και μου άρεσε. Και κυρίως, ό,τι είχε να κάνει με τη δουλειά των Ζακυνθινών αειμνήστων αγιογράφων, Πλέσσα, Νίκα ή του Ταμβάκη ή του Πλέσσα του Ψίνια, του παππού του Παναγιώτη Νίκα. Γιατί πρώτη φορά είχα δει δυο εικόνες που με σημάδεψαν, κυριολεκτικά με σημάδεψαν, στον ναό του Αγίου Διονυσίου –στη μονή μάλλον, στο μοναστήρι, μάλλον, μέσα του Αγίου Διονυσίου, στην τραπεζαρία. Ήταν μια εικόνα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και μια της Κοίμησης της Θεοτόκου, που κυρίως η Κοίμηση, δεν ξέρω πόση ώρα είχα μείνει και την κοιτούσα. Είχα σαστίσει, κυρίως με το αρχιτεκτονικό που είχε. Δεν ξέρω αν την έχεις υπόψη σου, αλλά φαντάζομαι πως θα την έχεις. Και αναρωτιόμουν τι τρόπος είναι αυτός, πώς έχουν δουλέψει έτσι. Γιατί εμείς, εντάξει, είχαμε διδαχτεί τη Βυζαντινή αγιογραφία. Αν θέλεις, και με τον Μπάμπη δουλεύαμε και λίγο πιο Κρητικοβυζαντινά, που ήταν και ένας τρόπος που υιοθέτησα και μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί λατρεύω την Κρητική Σχολή –την Κρητικοβυζαντινή ή Κρητικοβενετσιάνικη, για κάποιους άλλους– τη λατρεύω. Αλλά αυτές οι δυο εικόνες, δεν ξέρω, μου άνοιξαν τα μάτια προς κάτι διαφορετικό. Επίσης, ήταν δυο φίλοι που ερχόντουσαν πάρα πολύ συχνά στο [00:20:00]δωμάτιό μου –εκείνο το εργαστηριάκι, ας το πούμε έτσι. Ο λογοτέχνης και ακόμη και σήμερα φίλος, ο Διονύσης ο Φλεμοτόμος και ο αείμνηστος γείτονάς μου και πολύ καλός φίλος, ο ιερέας ο Γεράσιμος Σκαρτσής. Και ο ένας, σαν ιερωμένος, αλλά και ο άλλος, σαν λογοτέχνης, με μπόλιαζαν με τον τρόπο τους: «Παράτησε αυτό που κάνεις» –δηλαδή το βυζαντινό στυλ– «και κοίταξε τα δικά μας», μου έλεγαν, «Στρέψε λίγο το βλέμμα σου προς αυτά που έχουμε εμείς». Και σε συνάρτηση ίσως, και σε συνδυασμό ίσως, με αυτές τις δύο εικόνες, πράγματι, εκείνο το διάστημα άρχισα να φωτογραφίζω οτιδήποτε είχε να κάνει με Επτανησιακή –αν θες να την πούμε έτσι– Σχολή, και κυρίως αυτών των τριών καλλιτεχνών. Θυμάμαι, μάλιστα, προκειμένου να μην έχω και πρόβλημα με τους ιερείς στους ναούς, εκεί που θέλω να φωτογραφίσω –γιατί ακόμα ήμουν, ας πούμε, στα πρώτα μου βήματα. Ναι μεν με ήξεραν, ας πούμε, σαν βοηθό αγιογράφου εκεί, σιγά σιγά και σαν αγιογράφο, αλλά κι εγώ, για να είμαι τυπικά εντάξει, θυμάμαι που πήγαινα κάθε τόσο στον τότε Μητροπολίτη Παντελεήμονα και του ζητούσε άδεια για να φωτογραφίσω στους ναούς. Οπότε, κάποια στιγμή, είχε απαυδήσει μάλλον ο Σεβασμιώτατος και μου λέει: «Να σου δώσω, παιδί μου, μια μόνιμη άδεια και πήγαινε βγάλε ό,τι θέλεις, απλά να μη δημοσιεύονται», ας πούμε, και τα λοιπά. «Το ξέρω», λέει, «ότι το θέλεις για χρήση προσωπική». Και έτσι, έφτιαξα και το πρώτο μου αρχείο, αν θέλεις. Και με εικόνες από διάφορους ναούς της Ζακύνθου, αλλά και με εικόνες, σιγά σιγά, απ’ το μουσείο, και όλο αυτό το χρονικό διάστημα που μαθήτευα δίπλα στους δυο δασκάλους. Παράλληλα, έκανα, αν θέλεις, και κάποιες μελέτες πάνω στην Επτανησιακή τέχνη –που νομίζω ότι ακόμα και σήμερα κάνω. Δεν θεωρώ, δηλαδή, και σήμερα ότι ξέρω. Νομίζω ότι βρίσκομαι μόνιμα σε μια κατάσταση του να μάθω κάτι επιπλέον, του να κάνω, αν θέλεις, κάτι καλύτερο. Και έτσι, σιγά σιγά, μπήκα… αυτή είναι, έτσι, η διαδρομή του πώς μπήκα στην αγιογραφία, του πώς μπήκα και στην Επτανησιακή, αν θέλεις, αγιογραφία. Αυτά, δεν ξέρω. 

Ι.Κ.:

Τι το γοητευτικό έχει η Επτανησιακή ζωγραφική από τη Βυζαντινή, που συναντάται και στη Ζάκυνθο, αλλά σε έχει γοητεύσει ιδιαίτερα κι εσένα; 

Ν.Μ.:

Ναι. Κοίτα, η Βυζαντινή τέχνη είναι μια πολύ σπουδαία τέχνη. Και ίσως και λίγο παρεξηγημένη. Και παρεξηγημένη, θεωρώ, γιατί τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια φωτοτυπική, θα έλεγα, αναπαραγωγή κάποιων πραγμάτων και έτσι, έχει πάψει –σε εισαγωγικά το «έχει πάψει», γιατί υπάρχουν αξιόλογες, η αλήθεια είναι, προσπάθειες και αναφορές– έχει πάψει, θα λέγαμε, μια εξέλιξή της. Αλλά σε όλη την πορεία της αγιογραφίας, όπως και στην πορεία της τέχνης, πάντα υπήρχαν κάποιοι διάλογοι, οι οποίοι έφερναν ένα καινούριο βήμα. Στην τέχνη το βλέπουμε, άλλωστε, πολύ έντονα, δηλαδή στη ζωγραφική. Στην αγιογραφία δεν ήταν τόσο τεράστιοι οι βηματισμοί. Ενδεχομένως, για να μην σκανδαλιστεί ο πιστός, το εκκλησίασμα. Αλλά, όμως, υπήρξαν βήματα, που σιγά σιγά, η Βυζαντινή αγιογραφία δημιούργησε σχολές, τις λεγόμενες σχολές. Όπως ήταν η Μακεδονική, η Κωνσταντινουπολίτικη, αργότερα και στην Κρήτη, αυτό που έγινε, καθώς έπρεπε οι Κρητικοί ζωγράφοι να είναι αρεστοί και στους εκεί –δηλαδή στους Έλληνες, στους ορθόδοξους–, αλλά και στους καθολικούς, ενδεχομένως, που υπήρχαν, επειδή ήταν βενετοκρατούμενη η Κρήτη, όπως και η Ζάκυνθος. Και έτσι, είχαν μια μανιέρα, alla greca –όπως λεγόταν– και alla latina, ας πούμε. Μπορούσαν να ζωγραφίσουν και κατά τον ελληνικό τρόπο, της Βυζαντινής τέχνης –γιατί, ουσιαστικά, αυτό είναι Βυζαντινή τέχνη, είναι ο ελληνικός τρόπος ζωγραφικής, αν θέλουμε να το δούμε στην πραγματική του διάσταση–, αλλά και με τον τρόπο της Δύσης, της Αναγέννησης, που ξεκινούσε σιγά σιγά. Και έγινε ένα πάντρεμα κάποιων στοιχείων εκεί, στην Κρήτη, που δημιουργήθηκε αυτή η Σχολή, που για μένα είναι ίσως το τοπ –για μένα. Ενώ κάποια στιγμή, όταν το 1669 πλέον, η Κρήτη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, ο Χάνδακας πέφτει στα χέρια των Τούρκων, πολλοί καλλιτέχνες Κρήτες περνάνε στα Επτάνησα και –όπως κανείς μπορεί να ψάξει και να δει– δημιουργείται πλέον… Περνώντας εδώ, ξαναοργανώνουν κάποια εργαστήρια πολλοί σπουδαίοι Κρήτες ζωγράφοι και διδάσκουν κι εδώ πέρα ή συνεχίζουν τη δουλειά τους εδώ. Αλλά εδώ –ενδεχομένως, πιο κοντά στη Δύση ή και οι απαιτήσεις, πλέον, των πελατών ήταν τέτοιες– σιγά σιγά, στράφηκε ακόμα περισσότερο η τέχνη της αγιογραφίας στο να δεχτεί περισσότερα δυτικά στοιχεία και έτσι να δημιουργηθεί αυτή η λεγόμενη Επτανησιακή Σχολή. Για μένα, είναι σπουδαίες και οι δύο, δεν το συζητάω, και γι’ αυτό και τις κάνω και τις δυο –δηλαδή και τις τρεις, αν θέλεις να βάλω και την Κρητική Σχολή. Κυρίως, βέβαια, επειδή οι περισσότεροι γνωρίζουν τη δουλειά μου πλέον, μου ζητούν να κάνω είτε Επτανησιακή τέχνη είτε Κρητικοβυζαντινή. Η διαφορά είναι ότι η Ζακυνθινή ή Επτανησιακή –γιατί εγώ τη λέω και Ζακυνθινή… ή μάλλον τη λέμε και Ζακυνθινή, αλλά Επτανησιακή, τέλος πάντων, αγιογραφία– έχει πολύ έντονο το στοιχείο της ζωγραφικής. Και τι εννοώ. Ενώ κανείς μπορεί να πάρει κάποια μαθήματα και αυτά τα μαθήματα να έχουν μια σειρά, «άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα», προκειμένου να μάθει να κάνει μια βυζαντινή εικόνα –μια στοιχειώδη έστω βυζαντινή εικόνα–, στην Επτανησιακή αγιογραφία δεν είναι και τόσο εύκολο. Και πολλές φορές, κι εγώ αναρωτιέμαι, σήμερα, που έχω μαθητές, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να διδάξω σε ένα μαθητή μου την Επτανησιακή ζωγραφική. Πρέπει να βγαίνει και λίγο από μέσα σου, να βγαίνει λίγο και το ζωγραφικό στοιχείο. Αυτό, αν θες, εμένα με γοητεύει. Δηλαδή, ίσως εκεί βρήκα και μια διέξοδο στην Επτανησιακή αγιογραφία –ζωγραφική, γιατί τελικά αγιογραφία, ζωγραφική, το ίδιο πράγμα είναι. Είναι ένας νεολογισμός, στην ουσία, ο όρος «αγιογράφος». Δεν υπήρχε ποτέ, τα τελευταία χρόνια, νομίζω, έχει εισβάλει στη ζωή μας, ίσως από τον Κόντογλου και μετά. Ουσιαστικά, πάντα ζωγράφος ήταν αυτός που έκανε και τις εικόνες. Σ’ εμένα, λοιπόν, νομίζω λειτουργεί μαγικά το γεγονός ότι στην Επτανησιακή τέχνη μπορώ να βάζω και ζωγραφικά στοιχεία και να δουλεύω και λίγο ελεύθερο, αν θέλεις. Γιατί η τέχνη της Βυζαντινής Αγιογραφίας απαιτεί να υπάρχει ένας κανόνας και να σέβεται κανείς κάποια πράγματα, όπως τον φωτισμό, την προοπτική. Για παράδειγμα, η Βυζαντινή τέχνη έχει ανάποδη προοπτική. Και δεν γίνεται, βέβαια, τυχαία. Αν θέλουμε να ζωγραφίσουμε, δηλαδή, ένα πηγάδι, συνήθως θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχει ένα σημείο φυγής στον ορίζοντα, ας πούμε, και το πηγάδι ακολουθεί το σημείο φυγής. Δηλαδή, θα δει κανείς πιο φαρδύ το πίσω μέρος από το μπροστινό, το ανάποδο δηλαδή, έχει μια ανάποδη προοπτική. Και αυτό –έτσι, για να πούμε το «γιατί»– προκειμένου να αισθάνεται ο πιστός ότι δεν υπάρχει χώρος, αλλά η εικόνα έρχεται προς το μέρος του, έρχεται να τον συναντήσει και να γίνει κι αυτός μέρος της εικόνας. Πολύ λειτουργικό αυτό. Πολύ λειτουργικό για αυτό που θέλει η αγιογραφία και η Εκκλησία. Στην Επτανησιακή, όμως, ζωγραφική, έχοντας οι Επτανήσιοι καλλιτέχνες πάρει στοιχεία από τη Δύση, υπάρχει, αν θέλεις, βάθος. Υπάρχει ο φωτισμός από κάποιο σημείο –γιατί στη Βυζαντινή, πάλι, αγιογραφία, καλό είναι να πούμε ότι το έργο δεν φωτίζεται από μια συγκεκριμένη πηγή φωτός, αλλά το φως έρχεται από παντού, για να δείξει ότι το θεϊκό φως είναι διάχυτο. Στην Επτανησιακή, όμως, τέχνη, το φως μπορεί να έρχεται από κάπου και να δημιουργεί σκιές τέτοιες, που να υπάρχει ένα θεατράλε, να υπάρχει μία θεατρικότητα μέσα στο έργο και να δημιουργούνται, έτσι, άλλου τύπου συναισθήματα. Να γίνεται και λίγο πιο γήινο, πιο ανθρώπινο. Κι εμένα αυτό, ξέρεις, μ’ αρέσει. Άκουσα κάτι στην τελευταία έκθεση που έκανα στο «Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων» που μου άρεσε. Ότι: «Τα πρόσωπα που κάνεις είναι πολύ ανθρώπινα». Και μου άρεσε, γιατί; Δεν ξέρω, μπορεί να ακούγεται λίγο αιρετική η δουλειά μου, σε σχέση με τη Βυζαντινή τέχνη, αλλά μου άρεσε, γιατί; Γιατί είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να νιώσει ότι κι εγώ σαν άνθρωπος μπορώ να φτάσω στη θέωση. Που είναι ένα βασικό, νομίζω… μια βασική αρχή για τον καθένα μας. Αυτό, νομίζω, πρέπει να αναζητούμε όλοι, το να μπορέσουμε να πετύχουμε τη θέωση. Δύσκολο, αλλά νομίζω θα πρέπει καθημερινά να το αποζητούμε. [00:30:00]Αν, λοιπόν, μπορείς να δείξεις στον θεατή σου, σε αυτόν που θα έρθει να δει το έργο σου ότι: «Ξέρεις κάτι; Αυτό το πρόσωπο, που σήμερα το βλέπεις άγιο, έχει μία ανθρώπινη υπόσταση, άρα θεώθηκε ο άνθρωπος, μπορείς να το πετύχεις κι εσύ» –όσο μπορούμε να πούμε ότι μπορούμε να το πετύχουμε. Και έτσι, με μαγεύει εμένα η Επτανησιακή τέχνη. Βρήκα μια διέξοδο, δηλαδή, να κάνω ζωγραφική μαζί με αγιογραφία. Γιατί, ουσιαστικά, αυτό είναι. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει να δουλεύω και πιο Βυζαντινά, ας το πούμε, πιο Κρητικά. Γιατί, όπως σου είπα και πριν, είναι μια εξαιρετική τέχνη, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίον αποδίδονται και οι μορφές στην Κρητική Σχολή κι ειδικά στην Κρητικοβενετσιάνικη. Ακόμα και το χρυσό πίσω, ο κάμπος, που κι εκείνος, ξέρω ’γω, έχει, αν θες, και την ταλαιπωρία του στο να σου πετύχει ένα καλό χρύσωμα ή και αυτό που δίνει, την υπόσταση που δίνει στην εικόνα, γιατί αρχίζει και γίνεται πιο, πλέον, διαχρονικό το έργο, ας πούμε, δηλαδή δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα χρόνο. Κάτι που είναι πολύ σημαντικό για τη λειτουργικότητα της εικόνας. Δηλαδή, θα πρέπει κανείς να νιώθει, μία Γέννηση που πάει να προσκυνήσει, ότι έγινε τότε, έγινε και χτες, γίνεται σήμερα, θα γίνει και αύριο. Όχι ότι δεν μπορεί να το επιτύχει κανείς και στην Επτανησιακή αγιογραφία. Δηλαδή, νομίζω ότι σε κάποια έργα του Καντούνη και του Κουτούζη, που βλέπει κανείς τις μορφές να βγαίνουν μέσα από το σκοτάδι και πίσω να μη διακρίνει ένα βάθος, παρά ίσως μόνο ένα βάθος στον ουρανό, με ένα φως που έρχεται από κάπου ψηλά, δεν νομίζω ότι δεν δίνει την ίδια αίσθηση, μιας διαχρονικής μορφής, που στέκεται και βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και αποκτά ξαφνικά φως –αν δει κανείς, ας πούμε, και τον συμβολισμό του. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό. Και αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των δυο –δεν θα ’λεγα σχολών, δεν θα το ’λεγα εγώ, αλλά των δύο τρόπων να ζωγραφίσεις, γιατί ουσιαστικά, τρόποι είναι οι σχολές. Και θεωρώ ότι θα πρέπει και να αλλάζουν λίγο οι τρόποι –και θα εξηγήσω κατόπιν τι εννοώ. Μ’ αρέσει, δηλαδή, είναι για μένα, έτσι, εξαιρετικό το ότι μπορώ κάποιες φορές να κάνω κάτι με τη μία περίπτωση ή με την άλλη. Βέβαια, πάντα, αυτό εξαρτάται από το τι θέλει κι ο πελάτης. Γιατί δεν σου κρύβω ότι δύσκολα δουλεύω ελεύθερα. Και λέω δύσκολα, γιατί έχοντας, πλέον, ο κόσμος μάθει, ξέρω ’γω, έχω αρκετές παραγγελίες, δόξα τω Θεώ. Κι έτσι, δεν έχω εύκολα ελεύθερο χρόνο για να κάνω κάτι δικό μου. Ή τουλάχιστον, ξεκλέβω χρόνους για να κάνω κάτι δικό μου. Και αν το καταφέρω, νιώθω και λίγο ότι ξέφυγα και λίγο όμορφα. Γιατί η παραγγελία, κακά τα ψέματα, πολλές φορές επαναλαμβάνεται. Δηλαδή, τώρα, φαντάσου να φτιάξεις έναν Χριστό, να θεωρηθεί όμορφος, να το δει ο επόμενος και να πει: «Ξέρεις, θέλω κι εγώ απ’ τον ίδιο» και να αναγκαστείς να το κάνεις δυο φορές. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι, ξέρεις… «Να το ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή, χωρίς να έχεις κάνει τίποτα». Και ότι επειδή το κάθε έργο έχει τη δική του προσωπικότητα –και νομίζω ότι έτσι συμβαίνει, έχει τη δική του προσωπικότητα. Ακόμα και δίπλα δίπλα να τα κάνεις, την ίδια στιγμή δυο έργα, δεν είναι απόλυτα ίδια. Πείθω, λοιπόν, τον εαυτό μου ότι: «Το ξεκινάς πάλι από την αρχή και προσπάθησε να το κάνεις καλύτερο ή και να είναι λίγο διαφορετικό». Βασικό, βέβαια, κομμάτι όταν έχω μια παραγγελία, νομίζω ότι είναι να προσεγγίσει και να είναι αρεστό στον πελάτη, και κυρίως στις ανάγκες του πελάτη, για τον λόγο για τον οποίο γίνεται. Γιατί, έτσι, να περάσουμε και σε ένα άλλο κομμάτι, αν θέλεις, η αγιογραφία είναι και ένα είδος προσευχής, μιας διαρκής προσευχής, εγώ θα έλεγα –το λέω πολλές φορές δηλαδή. Ότι νιώθω ότι βρίσκομαι σε μία μόνιμη… επαφή θέλεις; Σε μια μόνιμη προσευχή θέλεις; Με το θείο ή με τον άγιο τον συγκεκριμένο που μπορεί να φτιάχνω εκείνη τη στιγμή. Και υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση. Δηλαδή, ο αγιογράφος με το πρόσωπο που κάνει εκείνη τη στιγμή, που αγιογραφεί εκείνη τη στιγμή, έχει μια επαφή και θα πρέπει να νιώθει την ανάγκη εκείνου που έρχεται να κάνει την παραγγελία. Είτε το θέλει σαν τάμα, να το πάει σε ένα ναό, είτε το θέλει για δική του, προσωπική χρήση, για τη δική του προσευχή. Άρα, εσύ τι γίνεσαι; Γίνεσαι το μέσον –και γι’ αυτό και το «χείρ», πολλές φορές, που λέμε. Δηλαδή, ουσιαστικά, εσύ είσαι το μέσον, χρησιμοποιείται το χέρι σου για να αποδοθεί το θείο, δεν το κάνεις εσύ. Αυτό συμβολίζει, ας πούμε, το… λέμε: «Χείρ τάδε». Γίνεσαι, λοιπόν, το μέσον για να μπορέσει αυτός που παράγγειλε, ο πιστός, να προσευχηθεί στο πρόσωπο εκείνο που θέλει να φτιάξει. Κι έτσι, εσύ είσαι το ενδιάμεσο στοιχείο της προσευχής, άρα ο κρίκος, ο μεσαίος κρίκος. Δηλαδή, έχουμε τον πρώτο κρίκο, τον πιστό, έχουμε την εικόνα, κι εσύ είσαι ο ενδιάμεσος κρίκος, που θα τους συνδέσει αυτούς τους δυο. Άρα, δεν μπορεί να μην είσαι μέρος αυτής της διαδικασίας και αυτής της προσευχής. Και μ’ αρέσει αυτό, ξέρεις, που συμβαίνει, γιατί θεωρώ τον εαυτό μου αρκετά, έτσι… θρήσκο να το πω; Μπορεί να είμαι και λιγότερο απ’ όλους. Μπορεί να είμαι και ο πιο αιρετικός απ’ όλους. Αλλά νομίζω ότι από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια, επειδή είχα μια γιαγιά πολύ κοντά στην Εκκλησία –και ξέρεις, οι γιαγιάδες, όπως το ’πα και στην αρχή της συζήτησής μας, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών. Και ενδεχομένως… Και πάρα πολύ κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου –κι εμείς οι Ζακυνθινοί με τον άγιο Διονύσιο έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, ο άγιος είναι ζωντανός ανάμεσά μας. Έτσι, νομίζω ότι είμαι κοντά στη –όχι μόνο γιατί είμαι αγιογράφος, αλλά είμαι κοντά στη… Τουλάχιστον, προσπαθώ να είμαι. Και τουλάχιστον, προσπαθώ να γίνομαι και καλύτερος άνθρωπος –δύσκολο, εντάξει. Αλλά νομίζω ότι κάνω την προσπάθειά μου. 

Ι.Κ.:

Εκτός από τις παραγγελίες για φορητές εικόνες, όπως είπες, έχεις κάνει και έργα μεγάλης κλίμακας, όπως αγιογραφίες. Μια ερώτηση λίγο πιο γενική τώρα, για να καταλάβουν και λίγο το ύφος της ζακυνθινής εκκλησίας και τέχνης και διακόσμησης οι ακροατές μας. Γιατί στη Ζάκυνθο δεν συναντάμε πολλές αγιογραφημένες εκκλησίες; 

Ν.Μ.:

Όταν λες πολλές αγιογραφημένες- 

Ι.Κ.:

Αγιογραφημένες με τοιχογραφίες.- 

Ν.Μ.:

Με τοιχογραφίες, το κατάλαβα.- 

Ι.Κ.:

Να το θέσω καλύτερα.- 

Ν.Μ.:

Ναι, ναι, σωστά, με τοιχογραφίες. Κοίταξε, η Ζάκυνθος είχε –έχει– την ευλογία να είναι ένα πανέμορφο νησί, από τα πιο όμορφα της Ελλάδας, αλλά έχει και την ατυχία να είναι ίσως στο μεγαλύτερο ρήγμα –σεισμογενές ρήγμα– της Ελλάδας, ίσως και της Ευρώπης. Κι έτσι, ενώ γινόντουσαν παλιότερα τοιχογραφίες, και ακόμα έχουμε σπαράγματα τοιχογραφιών, ας πούμε, να έχουμε καταστροφές. Δηλαδή, μια τοιχογραφία που είχε γίνει παλιότερα χρόνια, με τους μεγάλους σεισμούς να έχει καταστραφεί. Συνάμα, όπως λέγαμε και προηγουμένως, επειδή οι ανάγκες στην τέχνη άλλαξαν και στη Δύση υπήρχε το πορτραίτο, υπήρχε ο πίνακας και όλα αυτά, αυτά υιοθετήθηκαν και στα Ιόνια. Οπότε, άλλαξε για δύο λόγους. Και για τον λόγο ότι δεν θα μπορούσαν εύκολα οι τοιχογραφίες να μείνουν σε ένα ναό –δες ότι δεν υπάρχουν στη Ζάκυνθο ναοί με τρούλους, μόνο δυο. Γιατί τρούλος δεν ήταν εύκολο να σταθεί με τους σεισμούς. Μόνο η Σκοπιώτισσα και νομίζω ο Άγιος Ανδρέας, πάλι εκεί, στο βουνό, στον Σκοπό. Δεν θυμάμαι το σημείο τώρα ακριβώς, μου διαφεύγει. Οπότε, ήταν από τη μια μεριά ανάγκη στατικότητας, από την άλλη μεριά ήτανε η τάση που υπήρχε στη Δύση. Κι εμείς πλέον πολύ κοντά στη Δύση –όχι πολύ κοντά στη Δύση, Δύση περισσότερο, γιατί δεν υπήρξε ποτέ Τούρκος, δεν ήμασταν τουρκοκρατούμενη ποτέ η Ελλάδα, άρα ήταν δίπλα στις εξελίξεις της Ευρώπης, ακολουθούσε το τι συνέβαινε στην Ευρώπη. Η Γαλλική επανάσταση, δηλαδή, ουσιαστικά, ήταν τα χνώτα της εδώ. Και ακολουθώντας όλες τις εξελίξεις της Ευρώπης, δεν ήταν δυνατόν να μην ακολουθεί και αυτό που συνέβαινε στην τέχνη. Άρα, κι εκεί, όπως και στη Δύση, λοιπόν, βλέπουμε τα λεγόμενα ταπέτσα, τις ουρανίες, με τα ξυλόγλυπτα κι όλα αυτά και πηγαίνοντας εκεί, οι καλλιτέχνες τα έβλεπαν και τα θαύμαζαν, φαντάζομαι, προσπαθούσαν να το εφαρμόσουν και εδώ. Και γι’ αυτό βλέπουμε ότι αλλάζει λίγο το εικονογραφικό. Όχι τόσο το εικονογραφικό πρόγραμμα, όσο ο τρόπος με τον οποίον γίνεται ο διάκοσμος μιας –όπως είπες– ζακυνθινής ή επτανησιακής εκκλησίας. Δηλαδή, βλέπουμε μεγάλους επιτοίχιους πίνακες και –πολύ σωστά– το έχω κάνει κι εγώ, και εδώ, στο Μπανάτο που βρισκόμαστε, στον ναό της Παναγούλας, αλλά και όχι μόνο. Τώρα μου διαφεύγουνε, γιατί είναι αρκετά τα έργα που έχω κάνει. Δηλαδή, έχω κάνει, ας πούμε, στη Βιγλατσούρα ή στον Άγιο Νικόλαο του Μώλου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, μεγάλους επιτοίχιους πίνακες, ναι, ή και φορητές εικόνες, πάνω σε μουσαμά όμως, που τοποθετούνται πλέον στους τοίχους, δεξιά και αριστερά, και πλαισιώνονται με ξυλόγλυπτες κορνίζες. Ή και [00:40:00]στην ουρανία ακόμα, δηλαδή στο ταβάνι της εκκλησίας, που λέμε –οι ουρανίες, ας πούμε, τα ταπέτσα τα λεγόμενα. Κι εκεί πάλι, με τον ίδιο τρόπο. Να γίνονται μεγάλοι πίνακες πάνω σε μουσαμά, που κατόπιν, τα πλαίσια να είναι ξυλόγλυπτα. Και μάλιστα, τις περισσότερες φορές, με μπαρόκ ξυλόγλυπτα, με μια πολύ βαριά διακόσμηση που επιχρυσώνεται. Και γι’ αυτό είναι πολύ ιδιαίτεροι οι ναοί. Νομίζω ότι θα είναι τυχερός κανείς, όταν θα ’ρθει στη Ζάκυνθο, να μπει στην εκκλησία της Φανερωμένης, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά τον σεισμό του ’53, που έχει αντιγραφεί ακριβώς όπως ήταν πριν. Αποτελούσε ένα κόσμημα για τη Ζάκυνθο πριν το ’53 και νομίζω ότι και σήμερα πάλι… Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο ναός. Δηλαδή κι εδώ, στο Βανάτο, έχει γίνει μία τρομερά αξιόλογη και όμορφη δουλειά, με τα ταπέτσα στους τοίχους, με τα ξυλόγλυπτα, τους επιτοίχιους μεγάλους πίνακες κι όλα αυτά, ακριβώς όπως πρέπει να είναι μια επτανησιακή εκκλησία. Και χαίρομαι, ξέρεις, όταν συμβαίνει αυτό, γιατί νομίζω ότι πρέπει οι εκκλησίες του νησιού μας –και των Επτανήσων, γενικότερα– να έχουν τον δικό τους χαρακτήρα. Όσο και αν κάποιοι άλλοι, στην υπόλοιπη Ελλάδα, μπορεί να λένε, ξέρεις: «Δυτικότροπα, δεν είναι ορθόδοξα;» Εντάξει, το καταλαβαίνω, αλλά κάθε τόπος πρέπει να κρατάει την παράδοσή του. Γιατί αν αποκοπούμε από τις ρίζες μας, δεν έχουμε συνέχεια. Είναι σαν το δέντρο που θα αφήσεις να ξεραθούν οι ρίζες του. Είναι αδύνατον μετά να έχει ένα πλούσιο φύλλωμα. Είναι αδύνατον να μεγαλώσει το κλαδί του. Και νομίζω ότι θα πρέπει να μεγαλώσουμε τα κλαδιά μας, να υπάρχει συνέχεια σε αυτό που είμαστε. Οπότε, καλό είναι να κρατάμε τις ρίζες μας και την παράδοσή μας. Και εντάξει, η διαφορά, βέβαια, με την εικόνα τη βυζαντινή, είναι ότι γίνεται και σε ένα άλλο φορέα, αν θέλεις, η πιο βυζαντινή εικόνα ή η κρητικοβυζαντινή εικόνα, γίνεται σε έναν πιο στέρεο φορέα, γιατί εκεί δουλεύουμε με αυγοτέμπερα και η αυγοτέμπερα, αν δεν είναι πάνω σε κάτι σταθερό, θα κρακελάρει. Ενώ αυτούς τους… η Επτανησιακή τέχνη, αυτούς τους πίνακες, δηλαδή, τους μεγάλους που μπορεί να κάνουμε στα Επτάνησα ή και τους πιο μικρούς, γιατί δεν είναι πάντα μεγαλομεγέθεις οι πίνακες, υπάρχουν και μικρότεροι, αναλόγως τη διακόσμηση, το εικονογραφικό πρόγραμμα της εκκλησίας –και θα πω τι εννοώ όταν λέω εικονογραφικό πρόγραμμα.

Ν.Μ.:

Αναλόγως, λοιπόν, τις διαστάσεις, και οι μικρότερες, σε μουσαμά μπορεί να γίνουν. Ο μουσαμάς έχει μια ελαστικότητα και έτσι δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει αυγοτέμπερα, γιατί, από τη φύση της, θα κρακελάρει. Οπότε, εκεί δουλεύουμε περισσότερο είτε με ακρυλικά, αλλά κυρίως με λάδι, τη λεγόμενη ελαιογραφία. Και μιας και το αναφέρω, έτσι, νομίζω έχει μια αξία να ακουστεί, ότι η εικόνα έχει μια διαδικασία χρονοβόρα, κάτι που ο πελάτης –ίσως ο πιο αδαής, γιατί δεν είναι πάντα όλοι έτσι– δεν το καταλαβαίνει. Δηλαδή ακούει, ενδεχομένως, και μια τιμή κάποια και λέει: «Μα τόσο πολύ μια μικρούλα εικόνα;» ή ξέρω ’γω. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι πρέπει να επιλέξεις πρώτα απ’ όλα το ξύλο. Βέβαια, σήμερα έχουμε την τύχη να έχουμε τα λεγόμενα σύνθετα, ξέρεις, συνθετικά ξύλα, αυτά τα κόντρα πλακέ και τα λοιπά, που προσφέρουνε μια πολύ καλή αντοχή σε υγρασίες ή μεγάλες επιφάνειες, προκειμένου να μπορέσουμε να κάνουμε διαστάσεις επιθυμητές. Παλιότερα, θα έπρεπε να πάρει κανείς, να επιλέξει το ξύλο, να είναι κατάλληλο, δηλαδή, για να γίνει πάνω εργασία, να το μοντάρει, γιατί ήταν σανίδι-σανίδι, προκειμένου να κάνει την επιφάνεια που θέλει, το μέγεθος που θέλει, να μπορέσει στην πίσω πλευρά να το κρατήσει, να το συγκρατήσει, με τις λεγόμενες τραβέρσες ή τρέσες, ώστε να αποφευχθούν ανοίγματα από συστολές-διαστολές. Αυτό το κάνουμε και σήμερα παρόλα αυτά. Ακόμα και στις επιφάνειες αυτές τις μεγάλες και εύκολο πλέον να επιλέξεις τα μεγέθη, τα κόντρα πλακέ θαλάσσης, που είναι μια πολύ καλή ποιότητα και έχουν αποδείξει ότι έχουν αντοχή –τουλάχιστον για την ώρα. Δουλεύουμε με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, με το να κολλήσουμε τον μουσαμά ή το τουλουπάνι πάνω, να φτιάξουμε την κόλλα μας, να γυψώσουμε το σανίδι. Κι αυτό, γιατί; Γιατί η αυγοτέμπερα –και όχι μόνο, και τα ακρυλικά πολλές φορές– είναι ευπαθή στη συστολή-διαστολή και έχουμε τα λεγόμενα κρακελαρίσματα. Οπότε, με τον τρόπο αυτό, αν θέλεις, ελαχιστοποιούμε τις ζημιές που μπορεί να επέλθουν. Αλλά αυτό, όπως καταλαβαίνεις, είναι χρονοβόρο. Γιατί δεν μπορείς να το κάνεις μέσα σε μια μέρα. Και πολλές φορές, δεν σου κρύβω ότι δεν το κάνω ξύλο-ξύλο. Περιμένω να μαζευτούν δυο-τρεις παραγγελίες, για να γίνει –εκτός, βέβαια, και αν είναι κάτι βιαστικό. Ενώ στην περίπτωση της ελαιογραφίας, εκεί, εντάξει, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όχι ότι και εκεί δεν θέλει το χρόνο του, γιατί θα πρέπει να φτιαχτεί το τελάρο, να γίνει ένας καλός μουσαμάς. Εγώ πολλές φορές μάλιστα επιλέγω να μην αγοράσω έτοιμους μουσαμάδες, αλλά αφού έχω μάθει τον τρόπο να φτιάχνω δικό μου μουσαμά, να τον κάνω εγώ. Και μάλιστα, πολλές φορές, και διπλό. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί λέω διπλό; Γιατί έναν μεγαλομεγέθη πίνακα, ένας ψιλός μουσαμάς –να το πω, έτσι, πιο απλά–, ένας ελαφρύς μουσαμάς μπορεί να σακουλιάζει, να κάνει… να παίζει δηλαδή. Και προσπαθώ να το αποφεύγω αυτό, με διπλούς μουσαμάδες και με καλά τελαρώματα. Οπότε, αυτό απαιτεί και πάλι ένα χρόνο, έτσι, η προετοιμασία. Άρα, δεν… Το λέω, δηλαδή, για να μην έχει κανείς την αίσθηση ότι παίρνουμε το ξύλο και αμέσως ξεκινάμε να ζωγραφίζουμε, να βάζουμε χρώματα.

Ι.Κ.:

Ένας αγιογράφος είναι και ξυλουργός ταυτόχρονα. 

Ν.Μ.:

Ναι. Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Και μετά, πάλι δεν σημαίνει ότι, εντάξει, ενώ φτιάξαμε το ξύλο μας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε να ζωγραφίζουμε. Θα πρέπει να σχεδιάσουμε, να γίνει επιλογή του σχεδίου –σαφώς, ας πούμε, νομίζω θα έχει γίνει ήδη, εκ των προτέρων. Γιατί εφόσον ξέρω τι θα κάνω, έτσι, έχω πορευτεί και στο μέγεθος που θέλω. Με καθοδηγεί, δηλαδή, το θέμα στο μέγεθος. Αλλά θα πρέπει να το σχεδιάσω. Στο σχέδιο θα πρέπει να κάνω τις αλλαγές εκείνες που απαιτούνται. Θα πρέπει, για την εικόνα της αυγοτέμπερας, την πιο βυζαντινή, να χρυσώσω, που κι εκεί πάλι απαιτείται ένας χρόνος. Και μιας και λέω να χρυσώσω, τώρα γυρίζει το μυαλό μου πίσω και θυμάμαι τι όμορφες στιγμές ήταν για μένα, εκεί, στα πρώτα μου βήματα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, όταν πολλές φορές έπρεπε να χρυσώσουμε, και επειδή το χρύσωμα απαιτεί κάποιες συγκεκριμένες ώρες –δηλαδή, βάζεις τώρα την κόλλα σου για το χρυσό, αλλά θα πρέπει να περάσουν δώδεκα ώρες ή έξι ώρες, αναλόγως τι κόλλα έχεις επιλέξει. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι πολλές φορές βάζαμε να χρυσώσουμε τη νύχτα, δηλαδή τότε, αν είχε όρθρο. Οπότε, πηγαίναμε τη νύχτα, μόνοι μας μέσα στον ναό, με πολύ λίγα φώτα –βέβαια, τα φώτα πάνω στη σκαλωσιά για να δουλέψουμε, σαφώς. Και κάτω να ακούς τον όρθρο, μόνοι τους οι μοναχοί κι εμείς πάνω να δουλεύουμε. Ήταν μαγικές στιγμές. Έτσι, παρένθεση, μιας κι έλεγα για το χρυσό. Οπότε, επανέρχομαι. Θες να χρυσώσεις την εικόνα, θες να σχεδιάσεις. Έχει, λοιπόν, μια ολόκληρη διαδικασία, πριν καλά καλά φτάσεις να βάλεις την πρώτη πινελιά, το πρώτο χρώμα. Αλλά και με το χρώμα όταν ξεκινήσεις, δεν βγαίνει μέσα σε μια μέρα δηλαδή, δεν είναι μια δουλειά που τελειώνει εύκολα. Και μάλιστα εγώ, αν θέλεις, επειδή έχω ένα ελάττωμα –και λέω είναι ελάττωμα, γιατί… το λέω γιατί αυτό, ξέρεις, εις βάρος μου λειτουργεί και θα σου εξηγήσω τι εννοώ. Έχω ένα ελάττωμα, το να τελειώνω κάτι ή να το φτάνω στα τελειώματα και να μη μ’ αρέσει. Και αρχίζω μετά να διορθώνω εκείνο που δεν μου αρέσει. Και λέω λειτουργεί εις βάρος μου αυτό, γιατί; Γιατί ενώ έχω υπολογίσει ότι μια εικόνα θα κάνει, ξέρω ’γω, δεκαπέντε-είκοσι μέρες να τελειώσει, μετά φτάνω στον μήνα, τα χρήματα που έχω πει, ξέρω ’γω, στην παραγγελία, που υπολογίζω να βγάλω, ξέρω ’γω, τα μεροκάματα μου για είκοσι μέρες, μετά, στις τριάντα ή στις τριάντα πέντε αρχίζουν και γίνονται λιγότερα. Αλλά είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει, ειλικρινά. Με ενδιαφέρει να φύγει όσο γίνεται καλύτερα από τα χέρια μου. Βέβαια, θα μου πεις, πόσες είναι εκείνες που έχουν φύγει καλύτερες από τα χέρια σου; Νομίζω καμία. Δεν είμαι πολύ ευχαριστημένος με τη δουλειά που κάνω. Νομίζω ότι αυτό ίσως είναι και… απορρέει από μια τέτοια μανία που ενδεχομένως με διακρίνει ή από την ανάγκη και την αγωνία να γίνεται κάτι καλύτερο. Να προοδεύω ίσως, αυτό, να προοδεύσω τη δουλειά μου κι άλλο. Αλλά αυτή η εγρήγορση, αν θέλεις, με κρατάει ακόμα πιο κοντά σε αυτή τη δουλειά, δηλαδή με κάνει να την αγαπάω ακόμα περισσότερο. Που έτσι κι αλλιώς, για μένα, είναι θεία ευλογία το ότι κάνω αυτή τη δουλειά. Και μάλιστα θεωρώ συγκυρία, έτσι, ας το πούμε θεϊκή, ας το πούμε ανώτερης προέλευσης, το να συμβαίνουν κάποια μαγικά πράγματα κάποιες στιγμές. Δηλαδή, το να έρχεται κάποιος και να σου λέει, απ’ το εξωτερικό: «Α, είδα αυτή τη δουλειά σου και μου αρέσει και θέλω κάτι αντίστοιχο». Κάτι που έγινε και τώρα, πρόσφατα. Ένας πελάτης, που εδώ, κάποια χρόνια πριν, είχε πάρει εικόνα μου και μου στέλνει μήνυμα –γιατί τώρα έχουμε και [00:50:00]την τεχνολογία, που βοηθάει πάρα πολύ. Και μου στέλνει κάτι περίπου που ήθελε και λέει: «Θέλω να μου το ξανακάνεις εσύ, γιατί όσοι το είδανε έχουνε να πουν τα καλύτερα». Νομίζω ότι αυτό είναι εκείνο, τελικά, που αξίζει. Κι όχι τα χρήματα, γιατί τα χρήματα –το ξέρουμε– έρχονται και παρέρχονται, δεν μπαίνουν στην τσέπη μας. 

Ι.Κ.:

Πού έχουν φτάσει τα έργα; Σε ποια σημεία του κόσμου; 

Ν.Μ.:

Σε ποια σημεία του κόσμου. Όσα μπορώ να θυμηθώ. Τελευταία… Η παραγγελία που σου είπα τώρα θα φύγει για Ελσίνκι. Βέβαια, δεν την έχω ξεκινήσει ακόμα, αλλά ήδη, δηλαδή, είχα κάνει στο Ελσίνκι δουλειές. Έχω κάνει, έχω στείλει δουλειά μου στην Αυστραλία –πιο μακρινές, δηλαδή–, Αυστραλία, Νέα Υόρκη. Ιταλία αρκετές, Ελβετία, Ολλανδία, Κύπρο –δεν μπορώ να θυμηθώ. Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια. Μάλιστα ήταν και λίγο, έτσι, αν θέλεις, μαγικό, το ότι μέσα από αυτές τις δυο-τρεις παραγγελίες, γνώρισα και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και εκτίμησε πάρα πολύ τη δουλειά μου, σε σημείο που με συγκίνησε και κάποια στιγμή, φαντάζομαι το γνωρίζεις –νομίζω ότι ήτανε για μένα κάτι που ενδεχομένως και να μην το άξιζα–, το ότι με παρασημοφόρησε με τον Σταυρό του Τάγματος του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Ναι. Δεν θυμάμαι αλλού, αλλά νομίζω και σε άλλα μέρη. Θυμάμαι, όμως… Και δεν ξέρω, βέβαια, και την πορεία τους από κει και πέρα. Δηλαδή, χαρακτηριστικά, μια εικόνα Παναγίας Γλυκοφιλούσας –αυτό που λέμε εμείς στη Ζάκυνθο «Αμόλυντος»–, που την έκανα για έναν πελάτη στην Ιταλία, μετά την είδα στη Βραζιλία, σε μια πόλη της Βραζιλίας. Γιατί; Γιατί αυτός την έκανε για τους γονείς του που ζουν εκεί και την έστειλε εκεί πέρα. Και μάλιστα τους άρεσε πάρα πολύ και υπάρχει μια επαφή και μάλλον κάτι θα ξαναστείλω κι εκεί τώρα. Και αυτό, ξέρεις, δεν ξέρω πώς συμβαίνει. Γιατί το να φεύγεις δύσκολα απ’ το νησί σου –και λέω δύσκολα, όχι ότι δεν μετακινούμαι, όχι ότι δεν δουλεύω και εκτός Ζακύνθου, αλλά όταν έχεις εδώ την έδρα σου, όταν έχεις εδώ το εργαστήριό σου και χρειάζονται πάρα πολλές ώρες για να βγει η δουλειά… Και όντως είναι πάρα πολλές οι ώρες. Δηλαδή, σκέψου ότι ξεκινάω εννιά-δέκα το πρωί, σταματάω τις τρεις το μεσημέρι, θα ξαπλώσω, θα φάω, θα ξαπλώσω και θα συνεχίσω από τις πέντε-έξι το απόγευμα μέχρι τις τρεις τη νύχτα. Οπότε, όταν θες τόσες ώρες για να βγάλεις τις εργασίες σου, είναι λίγο δύσκολο να μετακινείσαι κάθε τόσο. Αλλά ναι, συμβαίνει, δηλαδή το να είμαι εδώ και να φεύγουν οι δουλειές μου μακριά. Άλλο ένα όμορφο πράγμα που έχω νιώσει μέσα από την τέχνη αυτή που, δόξα τω Θεώ, κάνω. Και βέβαια, δουλειές μου δεν είναι μόνο στο εξωτερικό, είναι πάρα πολλές εκτός Ζακύνθου. Σαφώς, στις περισσότερες εκκλησίες της Ζακύνθου, θα υπάρχει έστω μια εικόνα μου. Νομίζω τις περισσότερες δουλειές τις έχω εδώ, στο Βανάτο. Γιατί έχουν δουλέψει και στις δυο εκκλησιές, και όχι μόνο. Και στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών και Αγίου Νικολάου. Ο εφημέριος εδώ, του ναού, με τίμησε με το να κάνω όλες τις εικόνες εκεί πέρα, του τέμπλου. Τέλος πάντων, όμως δεν είναι μόνο στο νησί. Έχω κάνει και πάρα πολλές και εκτός Ζακύνθου. Δηλαδή Αθήνα αρκετές, ξέρω ’γω, στη Φθιώτιδα, Κρήτη. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Αλλά και τοιχογραφίες δηλαδή. Στη Νάουσα, τοιχογραφίες σε ναό, στις Σπέτσες πάλι. Και τώρα πάλι, ετοιμάζω δουλειά που πρέπει να φύγει για τις Σπέτσες. Και μ’ αρέσει. Δηλαδή, μου αρέσει το γεγονός ότι δεν μένει η δουλειά μόνο εδώ. Και όσο, βέβαια, γνωρίζει κανείς τη δουλειά μου και αρέσει –γιατί, τουλάχιστον, νομίζω ότι από εκεί ξεκινάει– τόσο μπορεί να έρθει και κάποια δουλειά από άλλο μέρος. Κάπως έτσι, ας πούμε, συνέβη όταν έστειλα μια δουλειά σε ένα μοναστήρι, σε μια μονή Αγίας Τριάδας, στη Φθιώτιδα. Και από μια παραπλήσια εκκλησία, εκεί, στο μέρος, ο ιερέας πήρε τηλέφωνο και μου παρήγγειλε. Και μάλιστα μου παράγγειλε κάτι που μου έκανε εντύπωση. Σώμα για Επιτάφιο Χριστού και Παναγίας. Κάτι που δεν το φτιάχνουν εύκολα στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Γιατί εμείς στη Ζάκυνθο, και θεματολογικά –κυρίως στη Μεγάλη Εβδομάδα– διαφέρει από κάποια… από άλλα μέρη της Ελλάδος. Δηλαδή, η Επτανησιακή τέχνη έχει και λίγο, αν θέλεις, μια διαφορετική θεματολογία ή τουλάχιστον κάποια πράγματα διαφέρουν. Όπως, παράδειγμα, στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχει η εικόνα της Mater Dolorosa, της Παναγίας του Πάθους, που για μας, τουλάχιστον, τους Ζακυνθινούς, είναι αδιανόητο να μην είναι κάτω από το μπαλτακίν στη λιτανεία του Εσταυρωμένου τη Μεγάλη Παρασκευή. Είναι συνδεδεμένη απόλυτα με το Θείο Πάθος. Ή ο Εσταυρωμένος ο δικός μας διαφέρει πάρα πολύ από τους Εσταυρωμένους της υπόλοιπης Ελλάδας. Δηλαδή, εμάς έχει μία φυσικότητα το σώμα, μια μεγαλύτερη, αν θέλεις, τραγικότητα, μεγαλύτερη… πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση, αν θέλεις, παρά στη θεϊκή. Θα μου πεις, αυτό δεν είναι λίγο αιρετικό; Δεν ξέρω. Δεν είμαι ο κατάλληλος για να το απαντήσει, ας το κρίνουν άλλοι. Και έτσι, λοιπόν, βρίσκονται δουλειές μου και εκτός Ζάκυνθου και στο εξωτερικό.

Ι.Κ.:

Πώς είναι να είσαι το μέσο που ταξιδεύει η ζακυνθινή τέχνη στον κόσμο; 

Ν.Μ.:

Τι όμορφα που το θέτεις! Ναι, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι, αλλά είναι πολύ όμορφο όπως το λες: «Να ταξιδεύει η ζακυνθινή τέχνη», ναι. Ναι, είναι κάτι που μου αρέσει, τώρα, έτσι όπως το θέτεις. Και νομίζω ότι ήταν και… είναι και κάτι που, ενσυνείδητα ή όχι, το επιδιώκω. Και τώρα μου θύμισες κάτι. Εδώ και χρόνια, έπεσε στην αντίληψή μου ότι γίνεται μια έκθεση με διαγωνιστικό χαρακτήρα στη Θεσσαλονίκη. Και λέω: «Δεν έχω να χάσω τίποτα. Αν μη τι άλλο, μια έκθεση επιπλέον ομαδική». Και δεν ήταν μόνο αγιογραφίες, ήταν και ζωγραφικής, ξυλογλυπτικής και τα λοιπά. Είχε, δηλαδή, αρκετά εικαστικά. Και παίρνοντας τηλέφωνο να μάθω πληροφορίες, λέω: «Εντάξει». Λέει: «Μπορείς να στείλεις μέχρι δυο έργα σου» και τα λοιπά –δυο-τρία, δεν θυμάμαι πόσα. Και ρωτάω: «Μπορώ να στείλω τέχνη Επτανησιακή ή μόνο θέλετε Βυζαντινή;» Μου απαντούν: «Ό,τι θέλεις». Έστειλα, λοιπόν, κάποια έργα, περίμενα κάποια απάντηση, πλησίαζε η ημερομηνία που θα γινόντουσαν τα εγκαίνια, περίμενα κάποια απάντηση και τα λοιπά, τίποτα. Δυο μέρες πριν –δηλαδή ήταν Σάββατο τα εγκαίνια… Τρεις μέρες πριν, για την ακρίβεια, Τετάρτη βράδυ, ανοίγοντας τον υπολογιστή μου, αργά τη νύχτα, τρεις η ώρα, ότι τελείωσα, δηλαδή, και είπα: «Κλείνω το εργαστήριο και άντε να δω τα μηνύματά μου, να δω τα email», που λέμε, βλέπω ένα μήνυμα, ότι: «Μεθαύριο που γίνονται τα εγκαίνια, παίρνεις το δεύτερο βραβείο». «Αμάν», λέω, «τώρα τι γίνεται; Πώς να πάω πάνω;». Ήθελα να πάω, η αλήθεια είναι, θα μπορούσα και να μην πάω. Για καλή μου τύχη, εκείνη την εποχή, η ανιψιά μου σπούδαζε Οδοντιατρική στη Θεσσαλονίκη, οπότε είχα κάπου και να μείνω –που ήταν το λιγότερο βέβαια, γιατί θα μπορούσα να μείνω σε ένα ξενοδοχείο, αλλά ήταν κι αυτό, έπαιξε ένα ρόλο να το σκεφτώ να φύγω. Οπότε, είχε και την επόμενη μέρα λεωφορείο –γιατί είχε Πέμπτη, νομίζω, και Κυριακή λεωφορείο απευθείας για Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, έλειπε η σύζυγός μου, ήταν στην Πάτρα, όπου σπούδαζε η κόρη μου. Την παίρνω ένα τηλέφωνο μες στη νύχτα και λέω: «Έτσι κι έτσι». Μου λέει: «Να πας». Λέω: «Μα δεν έχω τώρα ρούχα έτοιμα και τα λοιπά». «Έλα, καημένε», λέει, «θα βάλεις κάτι μες στη βαλίτσα και θα πας». Και πραγματικά, ξεκινάω την άλλη μέρα, πάω πάνω. Πού θέλω να καταλήξω; Φτάνω στα εγκαίνια, συστήνομαι στον πρόεδρο, μου λέει: «Α, εσύ είσαι; Έλα εδώ», μου λέει, «έλα δω, έλα δω». Με πηγαίνει στη γραμματέα, λέει: «Κοίταξε, αυτός είναι που τσακωνόμασταν». Λέω: «Τι τσακωνόσαστε;» «Έλα δω», λέει, «Για σένα, επί μισή ώρα και, την ώρα που κάναμε κρίσεις τι θα δώσουμε, είχαμε σκοτωθεί αν θα πάρεις το πρώτο ή το δεύτερο βραβείο. Και καταλήξαμε», λέει, «στο δεύτερο, γιατί δεν είσαι τόσο κοντά στην παράδοση» –εννοώντας, ας πούμε, στη Βυζαντινή τέχνη. Λέω: «Ναι, αλλά εγώ, όταν σας πήρα τηλέφωνο, σας ρώτησα τι να στείλω. Και εν πάση περιπτώσει, μου είπατε: “Εντάξει, ό,τι θέλεις, στην κρίση σου είναι” και θεώρησα ότι θέλω να δείξω αυτό που γίνεται στο νησί μου». «Ναι, εντάξει», λέει, «συμφωνούμε» και τα λοιπά, «αλλά, ξέρεις, ήτανε λίγο… διίσταντο», λέει, «οι απόψεις, οπότε…» και τα λοιπά. Βέβαια, για μένα ήταν τιμητικό, όπως και να ’χει, ας πούμε. Όχι μόνο το γεγονός ότι τσακωνόντουσαν για μένα, προς Θεού. Αλλά το γεγονός ότι έτσι κι αλλιώς, βραβεύτηκα. Μ’ αρέσει, αν θέλεις –όχι μ’ αρέσει. Νομίζω ότι είναι και απαραίτητο να φαίνεται η τέχνη του νησιού μας και των Επτανήσων, ας πούμε, και πιο πέρα. Και δεν σου κρύβω ότι στεναχωριέμαι κάποιες φορές, όταν βλέπω στο νησί μας να έρχονται εικόνες… δεν θα το ’λεγα βυζαντινές –μακάρι να ερχόντουσαν βυζαντινές, καλές βυζαντινές–, αλλά κακότροπες. Γιατί, δυστυχώς, υπάρχει και η κακή αγιογραφία. Και θα εξηγήσω τι εννοώ. Να έρχονται, λοιπόν, εικόνες τέτοιες και να μη γίνεται η τέχνη η δική μας, να μην ακολουθείται η παράδοση. Ενώ αντίστοιχα, εκτός Ζακύνθου, να μου ζητούν να κάνω. Δηλαδή, μια εικόνα που [01:00:00]ετοιμάζω τώρα –και μάλιστα με ένα θέμα που δεν το έχω ξανακάνει και είναι όμορφο, ας πούμε, ξέρεις, να κάνεις καμιά φορά κάτι καινούριο, έστω κι αν ψάχνεις κάποια πρότυπα. Γιατί δεν υπάρχει παρθενογένεση, προς Θεού. Βρίσκουμε κάποια πράγματα, προσπαθούμε μετά πάνω σε αυτά να… απ’ αυτά, δηλαδή, να πάρουμε μια γραμμή και να στήσουμε μετά το δικό μας. Και τώρα κάνω, ας πούμε, τη Μετάσταση –συγγνώμη, τον Ευαγγελισμό της Μεταστάσεως. Δηλαδή, η Παναγία στέκεται στο Όρος των Ελαιών και πάει ο άγγελος τρεις μέρες πριν την Κοίμησή της, τη Μετάστασή της και της αναγγέλλει ότι θα φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Οπότε, όλα τα δέντρα γέρνουν προς το μέρος της και την προσκυνούν. Μια εικόνα που δεν την είχα ξανακάνει. Και τη θέλουν σε επτανησιακό χαρακτήρα, πιο δυτικό. Και λέω: «Κοιτάξτε τώρα, ας πούμε. Γιατί εκτός να το εκτιμούνε και εδώ όχι;» Δεν ξέρω, είναι μια τάση που τα τελευταία χρόνια, εδώ στο νησί μας, επικρατεί. Και ακόμα πιο στενάχωρο, είναι να βλέπεις ούτε καν να έρχεται μια κακότεχνη εικόνα, βγαλμένη μέσα από ένα χέρι, αλλά να τοποθετούνται στις εκκλησιές χάρτινες φωτογραφίες ή μεταξοτυπίες. Θα μου πεις, μια μεταξοτυπία είναι άσχημη αν είναι φτιαγμένη μέσα από μια ωραία εικόνα; Όχι, αλλά νομίζω ότι λείπει αυτό που είπαμε προηγουμένως. Λείπει ο ενδιάμεσος κρίκος προκειμένου να επιτευχθεί, ας πούμε, η επαφή με το θείο. Ή ο ψυχισμός, ας πούμε, που μπορεί να βγάλει ο ζωγράφος πάνω σε αυτό το έργο και που μπορεί να έχει και τον ψυχισμό, αν θέλεις, που του έχει μεταφέρει ο δωρητής, αυτός που θέλει να κάνει τη δωρεά ή ο ιερέας του ναού, που την κάνει για τις ανάγκες, ας πούμε, ξέρω ’γω, του εικονογραφικού προγράμματος της εκκλησίας. Θα πρέπει κάποια πράγματα να λειτουργούν, νομίζω, διαφορετικά. Φοβάμαι ότι τα τελευταία χρόνια, και δεν ξέρω πώς ακούγεται που το λέω, αλλά έχει περιθωριοποιηθεί λίγο η αγιογραφία. Γενικότερα, η ζωγραφική. Δηλαδή, παίζει έναν διακοσμητικό ρόλο στη ζωή μας. Ενώ παλιότερα ήταν πολύ πιο οργανικός ο ρόλος της, πολύ πιο λειτουργικός στη ζωή μας. Σήμερα όχι τόσο. Και για να είμαι πιο σαφής, εάν λείψει από τη ζωή μας η μουσική, νομίζω θα μας στοιχίσει, πάρα πολύ. Αν λείψει, όμως, η εικαστική τέχνη, αν λείψει η ζωγραφική, η αγιογραφία, οτιδήποτε, δεν νομίζω και τόσο να μας πειράξει. Εντάξει, ίσως να μας ενοχλήσει ότι δεν έχουμε στον τοίχο μας κάτι, αλλά σαν διακόσμηση και όχι σαν λειτουργικό μέσο, ας πούμε. Που, αν μη τι άλλο, η εικόνα είναι ένα λειτουργικό μέσο του πιστού με το θείο. Δεν νοείται, δηλαδή, να δούμε, βέβαια, μια εκκλησία χωρίς εικόνες. Αν μη τι άλλο, θα υπάρχουν έστω οι τέσσερις εικόνες του τέμπλου, που είναι απαραίτητες, αλλά αν δεν υπάρχει ο υπόλοιπος ναός, δεν θα μας πειράξει και τόσο. Ακόμα κι εκεί δηλαδή. Βέβαια, είναι και δύσκολες, θα μου πεις, οι εποχές, προκειμένου να αγιογραφηθούν οι ναοί απ’ άκρη σ’ άκρη, γιατί απαιτείται κόστος. Εντάξει, το καταλαβαίνω, αλλά δεν είναι και ό,τι καλύτερο να γίνεται πρόχειρα. Καλύτερα να γίνει λίγο λίγο και αυτό που θα γίνει να γίνει σωστά, παρά να γίνει κάτι πολύ πρόχειρο, που όμως θα μείνει και θα μας ακολουθεί, που όμως θα μείνει και θα το βλέπουν τα παιδιά μας και δεν θα έχουν τίποτα να πάρουν από αυτό. Εμείς σήμερα στη Ζάκυνθο –και εγώ προσωπικά– είμαστε περήφανοι για αυτό το νησί και για όσα έδωσε πάνω στην τέχνη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι από δω ξεκινάει η νεοελληνική ζωγραφική, με τη στροφή που κάνει ο Δοξαράς στις ουρανίες του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα και στης Φανερωμένης στη Ζάκυνθο και με τις προσωπογραφίες που κάνει ο Κουτούζης και τον τρόπο που περνάει τον ψυχισμό του προσώπου και τα χαρακτηριστικά του προσώπου μέσα στην προσωπογραφία –επηρεάζουν αυτές οι προσωπογραφίες τη μετέπειτα ελληνική ζωγραφική. Μην ξεχνάμε ότι ένας από τους πρώτους δασκάλους στο νέο ελληνικό Κράτος ήταν ο Τσόκος, ο οποίος ήταν Επτανήσιος, και μάλιστα Ζακυνθινός, μαθητής του Καντούνη. Έχουμε μία τεράστια Ιστορία πάνω στη ζωγραφική και πάνω στην τέχνη και πάνω στην αγιογραφία, όχι μόνο… Και στην ξυλογλυπτική και τα λοιπά. Και νομίζω ότι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό το πράγμα. Και αναρωτιέμαι, τα παιδιά μας για τι θα είναι περήφανοι από αυτό που θα αφήσουμε εμείς πίσω μας; 

Ι.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συνέντευξη. 

Ν.Μ.:

Εγώ σε ευχαριστώ. Εγώ σε ευχαριστώ, πέρασα πάρα πολύ όμορφα.