© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Θα βρεθεί κανένας άνθρωπος να γράψει αυτή την ιστορία που περνάμε τώρα;» Το ημερολόγιο ενός πολέμου
Κωδικός Ιστορίας
24992
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παρασκευή Κυριακοπούλου (Π.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/07/2023
Ερευνητής/τρια
Κυριακή Θεοδώρου (Κ.Θ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Κυριακή Θεοδώρου, ερευνήτρια στο Istorima, είναι 13 Ιουλίου και είμαι εδώ με την κυρία Βιβή. Γεια σας, κυρία Βιβή.
Γεια σας.
Ευχαριστώ πολύ που θα μου μιλήσετε σήμερα.
Να είσαι καλά, κοπέλα μου. Κι εγώ σε ευχαριστώ.
Θέλετε να ξεκινήσουμε να μου πείτε για το χωριό σας, το Ψάρι Κορινθίας;
Το χωριό μου είναι ένα πολύ καλό χωριό, ορεινό βέβαια, αλλά είναι πολύ προκομμένο χωριό, πολύ προκομμένος κόσμος. Λένε ότι προπολεμικώς είχε 900 κατοίκους. Ε τώρα έχει γύρω στους 450, τόσους. Μεταναστεύσανε κόσμος και λιγοστέψανε. Ήτανε με δασκάλους δικούς τους, με παπά δικόνε τους, σχολείο δικό τους τριτάξιο. Το οποίο το ‘χουν λαϊκό μουσείο και τώρα έχουνε άλλο σχολείο, όχι τώρα, το ‘χουνε χρόνια, έχουν άλλο σχολείο φτιάξει σε άλλη περιοχή. Λοιπόν, το χωριό μου ήτανε πάντοτε αγροτικός ο κόσμος και τσοπάνηδες. Αλλά προκομμένος λαός. Καλός κόσμος και προκομμένος ο κόσμος του.
Άρα εσείς γεννηθήκατε και μεγαλώσατε εκεί στο Ψάρι.
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ψάρι. Είμαι το πέμπτο παιδί κατά σειρά απ’ την οικογένεια. Ήσανε όλα κορίτσια στον πατέρα μου. Άλλες αγρότισσες, άλλες μετά τσοπάνες. Άλλη, η μεγάλη ήτανε μοδίστρα. Εκείνη την εποχή έπιανε η μοδιστρική. Λοιπόν, η μία σπούδασε. Επτά, επτά είπα. Πέμπτη ήμουνα εγώ κατά σειρά. Λοιπόν, τι άλλο να σου πω για την οικογένειά μου; Αγρότες ήταν ο πατέρας μου, η μάνα μου, εμείς πηγαίναμε κοντά στα κτήματα και μεγαλώσαμε και εμείς άλλες με τα ζώα, άλλες με τα, με την αγροτική ζωή.
Θέλετε να μου πείτε τι κάνατε στα κτήματα;
Τι κάναμε στα κτήματα. Πρώτα-πρώτα σπέρναμε. Με τα ζώα τα χωράφια. Όσο κακοτράχηλα και αν ήσανε τα σπέρναμε. Ήτανε βουνό το χωριό μας. Είχαμε και κάμπο βέβαια. Σπέρναμε και στον κάμπο του. Τα στάρια. Ε θερίζαμε, αφού γινόσανε τα στάρια, τα θερίζαμε. Τα πηγαίναμε στ’ αλώνι και τα αλωνίζαμε τα στάρια με τα ζώα. Κλαδεύαμε τα αμπέλια, είχαμε αμπέλια. Κρασοστάφυλα, τα κλαδεύαμε, τα περιποιόμασταν όλο το καλοκαίρι και τα τρυγάγαμε. Βάζαμε το κρασί που θα ηθέλαμε για το σπίτι μας. Πουλάγαμε τον μούστο, «μούστο» το λέγανε αυτό που έβγαινε. Και τι άλλο κάναμε;
Με τα ζώα τι κάνατε;
Με τα ζώα τι κάναμε. Ο ένας ήτανε τσοπάνης με τα ζώα την ημέρα που δεν είχε δουλειά. Που δεν είχανε δουλειά τα ζώα, και ιδιαίτερα το χειμώνα. Και πηγαίνανε στο βουνό μαζί με τα ζώα και φέρνανε και ξύλα από το βουνό για να κάψουμε τον χειμώνα. Δεν είχαμε τι να κάψουμε. Και το καλοκαίρι που μαζεύαμε και θερίζαμε τα άχυρα τα αποθηκεύαμε για να ‘χουμε να περάσουμε τα ζώα μας τον χειμώνα.
Φτιάχνατε και τυρί και γάλα και τέτοια πράγματα;
Και τυρί φτιάχναμε από το γάλα, από τα πράματα που είχαμε, όσο λίγα κι αν είχαμε, φτιάχναμε λιγάκι τυράκι, μυζήθρα. Ζυμαρικά φτιάχναμε φτιαχτά. Άνοιγε, τα ζυμώνανε οι μανάδες μας, με αυγά και με γάλα και τα ανοίγανε φύλλα[00:05:00] και τα κόβανε μετά «χυλοπίτες», που τις λέγανε, και τρώγαμε τον χειμώνα, οι οικογένειες μεγάλες. Αυτό ήταν. Λοιπόν, τι άλλο να σου πω;
Οπότε μου είπατε ότι όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος-
Ναι-
Εσείς ήσασταν 8 χρονών.
Οκτώ χρονών.
Θέλετε να μου πείτε τι θυμάστε από τη μέρα που κηρύχτηκε ο Πόλεμος;
Το κλάψιμο που κάνανε οι μανάδες μας και εμείς τα παιδιά ουρλιάζαμε κοντά τους από το… Πανικός στο χωριό. Φύγανε όλοι οι άντρες να πάνε στρατιώτες. Μανάδες, γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά και τα παιδιά κλαίοντα κοντά στις μανάδες τους, που φεύγανε οι άντρες τους για στρατιώτες. Σκοτωθήκαν και παιδιά στον Πόλεμο. Τα ‘χα αναφέρει εκεί στο βιβλίο μου. Λοιπόν. Δεν ήταν ευχάριστη ατμόσφαιρα, ήταν πολύ δύσκολα, πολύ δυσάρεστη. Και κάθε μέρα στο ταχυδρομείο, στον ταχυδρόμο, να ιδούνε είχανε γράμμα απ’ τους επιστρατεύσιμους; Ζούσαν τα παιδιά τους; Τι κάνανε; Αυτό ήτανε. Όταν πήρανε Κορυτσά, Τεπελένι και Κλεισούρα χτυπάγανε οι καμπάνες χαρούμενα. Κι εμείς τα παιδάκια πηγαίναν οι ζητωκραυγές «σύννεφο», που λέει. Από τη χαρά μας. Ακούγαμε ότι κέρδισε ο Ελληνικός στρατός. Αυτό κάναμε εμείς τα παιδιά.
Μου είπατε ότι και την ημέρα της επιστράτευσης χτύπαγαν οι καμπάνες στο χωριό.
Ναι, αλλά άλλο χτύπημα κάνανε στην επιστράτευση και άλλο χαρούμενο στις νίκες που είχαν ο στρατός μας. Δεν είχαμε μέσα να επικοινωνήσει ο κόσμος, να ξεφαντώσει, να κάνει.
Δηλαδή την ημέρα της επιστράτευσης ήτανε…
Ήτανε πολύ δύσκολα κορίτσι μου τα πράματα. Δεν άκουγες τίποτα άλλο. «Να, και μένα με παίρνουνε να πάω στρατιώτης» έλεγε το κάθε παλικάρι, «Και μένα με παίρνουνε», «Και εγώ φεύγω». Και έκλαιγε η γυναίκα πίσω, έκλαιγε η οικογένεια. Δεν είχε να, πώς να παρηγορηθεί, αφού φεύγανε οι άντρες τους να πάνε στρατιώτες. Την άλλη μέρα επίταξη. Όσα μουλάρια κι αν είχες τα παίρνανε.
Και να σας ρωτήσω, εσείς μου είπατε ότι πολλές αγροτικές δουλειές τις κάνατε με τα ζώα;
Ναι.
Πώς άλλαξε η…
Πώς άλλαξε η ζωή μας; Περάσανε χρόνια κοριτσάκι μου και άλλαξε η ζωή μας. Δεν αλλάζει η ζωή από τη μια μέρα στην άλλη. Μας έπιασε χειμώνας και βάλανε πισσόχαρτο οι γονείς μας. Ένα καημένο δωμάτιο να μας προστατεύσουνε από το χιόνι και από τη βροχή και μούσκευε το πισσόχαρτο και έσταζε. Η ζωή άργησε να συνέλθει. Δεν ήταν εύκολο από τη μια μέρα στην άλλη.
Θέλετε να μου πείτε τι θυμάστε από τον Πόλεμο; Από τις μέρες εκείνες;
Τι να σου πω ρε παιδάκι μου; Όταν ερχόσαν οι Γερμανοί στο χωριό μας, κρυβόμασταν, δεν καθόμαστουνε, γιατί φοβόμαστουν να μη μας κακοποιήσουνε, να μην πάρουν τους άντρες μας, ό,τι είχανε μείνει απ’ το… Γιατί όταν ηττήθηκε ο Ελληνικός στρατός, γυρίσαν οι άντρες, όσοι σωθήκαν από τον Πόλεμο, και ήρθανε στα σπίτια τους πάλι. Όσοι σκοτωθήκανε, πάει σκοτωθήκανε. Ερχόσαν οι Γερμανοί στο χωριό, επιδρομές Γερμανών. Που θα πάμε να κρυφτούμε; Στα βουνά, στις σπηλιές. Ή έβρεχε ή χιόνιζε εκεί ήθελε πάμε να κρυφτούμε. Φοβόμαστουν. Όταν κάηκε το χωριό μας[00:10:00], που έγινε η μάχη, σκοτώσανε και πολλούς πολίτες, χωρικούς. Γιατί δε θάψανε τους νεκρούς που σκοτωθήκανε στη μάχη. Πήρανε 25 παλικάρια, τους φέρανε μακριά από εκεί που έγινε η μάχη, στο Χάνι, κι εμείς είχαμε πάει στο Χάνι και πήγαμε και τους είδαμε τους Γερμανούς. Τους είχανε γδύσει, τους είχαν αφήσει με ένα σωβρακάκι και ξυπόλυτους. Και έπειτα από πολλά χρόνια έμαθα ότι τους ρίξανε στην καταβόθρα στη Σκοτεινή. Ήρθαν την άλλη μέρα οι Γερμανοί. Βάλανε φωτιά πρώτα στο Χάνι και συνέχεια κάψαν το χωριό μας. Εκκλησίες, τα σπίτια μας, τα δεμάτια μας και σκοτώσανε και πολλούς, πολλούς, 5- 6 Ψαριώτες που τους βρήκανε μπροστά τους. Και τον παππούλη του Γιώργου τον έχουνε σκοτώσει οι Γερμανοί. Τι άλλο να σου πω;
Να σας γυρίσω λίγο πίσω.
Ναι.
Μου να είπατε ότι η στη διάρκεια του Πολέμου πηγαίνατε στην εκκλησία και κάνατε-
Παρακλήσεις, ναι.
Θέλετε να μου πείτε για αυτή την περίοδο τι θυμάστε;
Ξέραμε ότι κάθε βράδυ στον Αϊ-Γιώργη εμαζευόσανε πρώτα απ’ όλα οι μανάδες μας, οι γυναίκες των επιστρατευμένων και πηγαίνανε στην εκκλησία με τον παπά του χωριού και κάνανε τις παρακλήσεις αυτές. Για κάμποσο καιρό. Μετά, αφού κατέρρευσε ο Πόλεμος, μπήκαν οι Γερμανοί μέσα, κάναν ό,τι κάνανε, 4 χρόνια Γερμανοί. Το ‘44 τους χάσαμε, δεν τους ξαναείδαμε.
Μου είπατε ότι φτιάχνανε και φανέλες για τους στρατιώτες.
Για τους στρατιώτες. Τι να κάνανε; Ο στρατός ήτανε γδυτός και η Πίνδος είχε χιόνια δεν ήτανε… Και προσπαθούσανε να φτιάξουν καμιά φανέλα, καμιά κάλτσα με μαλλιά από τα πρόβατα που είχανε και να τα στείλουνε στον στρατό. Κάνανε συγκέντρωση και λέγανε ότι «Σήμερα θα μαζέψουμε τις φανέλες ή τα γάντια ή τις κάλτσες και θα τα στείλουμε στον στρατό».
Εσείς σαν παιδί τότε, μου είπατε, δεν πηγαίνατε σχολείο λόγω του πολέμου.
Του πολέμου. Είχαμε δασκάλους από το χωριό μας και είχαν επιστρατευτεί οι δάσκαλοι. Μετά, αφού μπήκαν οι Γερμανοί μέσα, αλλάξαν τα πράγματα, δεν ήτανε ομαλά τα πράγματα. Δεν μπορούσαν και οι δάσκαλοι να καθίσουνε στα χωριά. Και έτσι άλλοτε είχαμε δασκάλους, άλλοτε δεν είχαμε. Και μείναμε πολλά παιδιά χωρίς γνώση. Γνώσεις!
Και να σας ρωτήσω σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου πώς μαθαίνατε τι γινόταν, τις νίκες και τις ήττες;
Κατά διαδώσεις. Πώς να τις μάθεις; Πώς να τα μαθαίναμε; Κατά διαδώσεις. Ούτε μαθαίναμε ότι σκοτώθηκε ο τάδε στρατιώτης. Απαγορευότανε να γράψουνε οι συνάδελφοι που ήσαν στρατιώτες ότι «Σκοτώθηκε ο Βλάχος». Δεν το γράφανε. Τι γράφανε: «Ο Βλάχος πάει να βρει τον Παναγή τον τάδε», ο οποίος είχε πεθάνει ως πολίτης. Αυτά, αυτά γινόσανε.
Και μου είπε ότι υπήρχε και ένα ραδιόφωνο στ[00:15:00]ο χωριό.
Ένα, ναι. Ενός που είχε μαγαζί εμπορικό εκείνα τα χρόνια, αλλά πόσο να, να ακούσεις και στο ραδιόφωνο, ένα ραδιόφωνο ήτανε. Φοβότανε και ο άνθρωπος εκείνος να το εκθέσει γιατί οι Γερμανοί φτάνανε. Και το ‘κρυβε και εκείνος να μην το χάσει εντελώς.
Ωραία. Κυρία Βιβή μου, είπατε ότι πρώτα στο Ψάρι ήρθαν οι Ιταλοί.
Ναι.
Τι θυμάστε από τους Ιταλούς;
Θυμάμαι το ακορντεόν που παίζανε στα αλώνια.
Θέλετε να μου πείτε;
Ναι, όταν «Ήρθαν, ήρθαν οι Ιταλοί», λέγαν εκεί, διάδοση το χωριό, τρέχαμε εμείς τα παιδάκια. Κοντά σε όλα έτρεχα κι εγώ. Και πήγαμε στ’ αλώνια. Και είδαμε τα ακορντεόν. Δεν είχαμε ξαναδεί ακορντεόν, «Τι είναι; Τι είναι;» «Είναι ακορντεόν». Αυτό ήταν. Τι να κάναμε; Χαζέψαμε κει όσο χαζέψαμε, αυτοί δεν μιλάγανε, ούτε και εμείς μιλάγαμε και σηκωθήκαμε και πήγαμε στα σπίτια μας. Τι άλλο να κάναμε;
Σαν παιδάκι τους φοβόσασταν τους Ιταλούς;
Όταν είναι κατακτητής ο άλλος τον φοβάσαι. Μπορεί στην αρχή να μην τους φοβόμαστουν, αλλά αργότερα τους φοβόμαστουν. Κατακτητής ήτανε. Δεν του ‘χες εμπιστοσύνη. Και μας φοβίζανε και οι δικοί μας, οι γονείς μας, το χωριό μας. Είχανε χτυπήσει και ανθρώπους. Θέλανε κοτόπουλα. Θέλανε τέτοια πράγματα για να φάνε. Ήτανε στρατός, τι, τι ήθελε και εκείνος ο στρατός να φάει; Κατάλαβες;
Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί.
Καλά παιδιά.
Μου είπατε ότι ήρθανε τον Μάιο του ‘41.
Ναι.
Τι θυμάστε από αυτούς θέλετε να μου πείτε;
Τι να θυμάμαι; Μόλις ακούγαμε Γερμανούς ξεσηκωνόμαστουνε και κρυβόμαστουν. Στις αρχές όχι, αλλά μετά σκληρύναν τα πράματα, γιατί βγήκε και το αντάρτικο και με τους Γερμανούς δεν είχανε αγαθές σχέσεις οι αντάρτες. Λοιπόν, αφού ήτανε οι αντάρτες εχθροί με τους, με τους Γερμανούς σκληρύναν τα πράγματα, δεν, δεν μπορούσες να έχεις εμπιστοσύνη ούτε στους Γερμανούς, ούτε στους αντάρτες.
Θυμάστε την πρώτη φορά που ήρθαν οι Γερμανοί στο Ψάρι;
Ναι, ναι.
Θέλετε να μου το περιγράψετε;
Είπα ότι ήρθανε στο σπίτι μας. Ήτανε βράδυ. Ό,τι είχανε η μάνα μας με τη θεία μας, γιατί μένανε μαζί, τους περιποιηθήκανε και εμάς μας δώσανε γαλέτες να φάμε. Ένας Αυστριακός. Και έκλαιγε που είχε να ιδεί τα παιδιά του λέει 3 χρόνια, γιατί ήτανε στον πόλεμο.
Και μου είπατε κιόλας ότι έκαναν επιδρομές στο χωριό σας οι Γερμανοί.
Πολλές επιδρομές.
Με τανκς και μοτοσυκλέτες.
Και μοτοσυκλέτες, ναι.
Εσείς πώς νιώθατε σαν παιδάκι;
Πώς νιώθαμε; Φεύγαμε. Που να τους δούμε; Εμείς φεύγαμε στα βουνά μαζί με τους γονείς μας. Δεν έμενε κανένας στο χωριό όταν ερχόσαν οι Γερμανοί. Φεύγαν όλοι. Κι όταν ήρθαν οι Γερμανοί και κάψανε το χωριό είχε προηγηθεί η μάχη στη Στυμφαλία. Έγινε μάχη της Στυμφαλίας, σκοτωθήκανε και Γερμανοί και αντάρτες και πολύ χωρικοί, Καλλιανιώτες, από το διπλανό χωριό.
Να σας ρωτήσω πριν, πριν τη φωτιά στο χωριό σας θυμάστε πως ήτανε να πηγαίνετε στο βουνό;
Πριν τη φωτιά στο-
Πριν τη φωτιά, που φεύγατε από το χωριό σας.
Όταν ήτανε το χωριό μας και δεν είχε πόλεμο, δεν μας πείραζε, και στο βουνό πηγαίναμε και στον κά[00:20:00]μπο πηγαίναμε και με τα ζώα πηγαίναμε. Δεν μας πείραζε, γιατί είχαμε ησυχία. Δεν είχαμε, ήταν ο κόσμος αγαπημένος στο χωριό μας. Δεν είχε τίποτα που να, να μισεί ο ένας τον άλλονε. Και περνούσαμε αγαπημένα. Και καλά περνούσαμε, δεν είχαμε τίποτα που να μας χωρίζει.
Αλλά μου είπατε ότι όταν έρχονταν οι Γερμανοί στο χωριό-
Φεύγαμε-
Φεύγατε για να μην σας…
Ναι, να μη μας κακοποιήσουν. Σκοτώσανε πολίτες από το χωριό μας. Έγινε η μάχη στην Στυμφαλία, ήρθε το φυλάκιο να πιάσει το χωριό. Να κλείσει το χωριό, να τους πιάσει αιχμάλωτους. Και τι θα ‘κανε αυτός δεν ξέρουμε. Αλλά όταν ήρθε και έπιασε δυο ανθρώπους από το χωριό, δυο παλικάρια, τα οποία μου το διηγήθηκε ο ένας από αυτούς, τι θέλανε οι Γερμανοί: Να, να κλείσουνε το χωριό, να πιάσουν τον κόσμο αιχμαλώτους. Το καταλάβανε οι δύο Έλληνες και εκεί που τους πήγαν την πρώτη φορά να τους κρύψουνε τους Γερμανούς ήτανε πολύ απόμερα, πώς να το πω; Που δεν μπορούσαν να φανούν από τους Έλληνες. Και τους πήραν τη νύχτα και τους πήγανε σε ξάγναντο, σε ξέφωτο μέρος, εκεί που έγινε και η μάχη. Και εκεί που έγινε η μάχη, εμείς ήμαστουν απέναντι στον Άγιο Θόδωρο και τους είδαμε, ότι κάτι κινείτο απέναντι στο βουνό. Τι είναι; Φωνάζαμε «Τι είστε Έλληνες, Γερμανοί; Τι είστε εσείς εκεί;». Από πού να πάρεις απάντηση; Εν τω μεταξύ, μάθαμε ότι ήσαν οι Γερμανοί, γιατί όταν έπιασε η ζέστη στήσανε τις σκηνές οι Γερμανοί. Αφού στήσανε σκηνές, καταλάβαμε ότι ήσαν Γερμανοί. Το ‘μαθε ο κόσμος, έφυγε από το χωριό. Απ’ όπου και αν ήσανε συγκεντρωθήκανε και πήγανε σε, στο αντίθετο βουνό να μην είναι με τους Γερμανούς κοντά. Ένας χωρικός μας, ήταν και συμβολαιογράφος τότε, έφυγε απ’ το χωριό και πήγε στο βουνό που ήσαν οι αντάρτες και τους το ‘πε ότι «Στο τάδε σημείο είναι Γερμανοί». Οικονομόπουλος. Και σηκωθήκαν οι αντάρτες, τους βλέπαμε εμείς, ήτανε φάτσα. Σηκωθήκανε οι αντάρτες και πήγανε και τους κυκλώσανε και διήρκησε η μάχη 2 ώρες. Σκοτώσανε 5-6 Γερμανούς, σκοτωθήκανε 2 αντάρτες και σκοτώσανε και 2 σκυλιά που είχαν οι Γερμανοί. Και τους άλλους τους πιάσανε αιχμαλώτους και τους πήγανε στο Χάνι, που σας ανέφερα. Εκεί από πολλά χρόνια έμαθα μετά ότι τους πήγανε στην καταβόθρα και τους ρίξανε μέσα.
Οπότε εσείς, δηλαδή, βλέπατε τη μάχη από μακριά;
Ναι, από απέναντι, όχι πολύ μακριά. Ναι, τη βλέπαμε. Πώς τους κυκλώσανε, πώς πήγε ο άνθρωπος αυτός απ’ το χωριό μας και ειδοποίησε τους αντάρτες, πώς φύγανε οι αντάρτες από το σύνολο και πήγανε και τους κυκλώσανε, τα βλέπαμε.
Θέλετε να μου πείτε πώς νιώθατε όταν τα βλέπατε αυτά;
Κοίτα να δεις, και φόβο και δεν καταλαβαίνεις όταν είσαι μικρό παιδί. Και χαρά νιώθεις, όταν βλέπεις ότι πιάσανε τους Γερμανούς. Να ‘ναι τώρα θα δυσκολευτείς να πεις ότι κάνεις χαρά. Ε τότε όμως, αφού οι Γερμανοί ερχόσανε να μας πιάσουν εμάς, να μας σκοτώσουν, τι θα μας κάνανε, χαρά, χαρά νιώσαμε, που τους είδαμε[00:25:00] γδυτούς και ξυπόλυτους. Και την άλλη μέρα ήρθανε από την Κόρινθο Γερμανοί, μαζέψαν τους νεκρούς, βάλανε φωτιά στο Χάνι, βάλανε στην εκκλησία και σκοτώσανε και 3 Νεμεάτες για αντίποινα. Εκεί στη μάχη, στον τόπο της μάχης που έγινε.
Θέλετε να μου πείτε λίγα περισσότερα για την μέρα που βάλανε φωτιά στο Ψάρι;
Είχε όλος ο κόσμος φύγει κορίτσι μου. Όλος ο κόσμος είχε φύγει. Εκείνοι που σκοτωθήκανε ήσαν έξω από το χωριό. Μια γριούλα σκοτώθηκε που ήτανε μέσα στο σπίτι της. Και όπως εβγήκανε αυτοί στο διάσελο, γιατί το χωριό μας είναι βουνό και εβάλανε με το πολυβόλο, την πήρε ριπή τη γριούλα και τη σκότωσε. Εμείνανε οι Γερμανοί, αφού κάψανε το χωριό, εμείνανε 3- 4 μέρες εκεί. Κι όποιον βρίσκανε στο δρόμο τους, κάνανε φυλάκια έξω από το χωριό. Τον παππούλη του Γιώργου τον εσκοτώσανε. Στον δρόμο πήγαινε ο άνθρωπος από το χωράφι του στο σπίτι του. Δεν ήξερε ότι ήσανε οι Γερμανοί. Έναν άλλον παππού, που φύλαγε το περιβόλι του, πήγαν εκεί και τον ξεκοιλιάσανε. Μια γιαγιούλα πήγαινε στο δρόμο και τη, βάλανε το, το μυδράλιο και τη σκοτώσανε. Άλλους κάνα δυο ακόμη τους εσκότωσαν έτσι που ήσαν στο βουνό κοντά στο χωριό.
Και εσείς πώς, πώς καταλάβατε ότι είχανε βάλει φωτιά στο χωριό σας;
Από τον καπνό. Αφού βάλανε στο Χάνι φωτιά και την είδαμε με τα μάτια μας. Από δύο χιλιόμετρα μακριά. Κατεβήκαμε στο άλλο χωριό και είδαμε τον καπνό που έβγαινε. Και καταλάβαμε ότι ο καπνός αυτός βγαίνει απ’ το χωριό μας. Και είχα έναν θείο που ήτανε και περίεργος και ήθελε να μάθει γεγονότα ο άνθρωπος. Και ανέβηκε στο βουνό και από το βουνό φαινότανε πιο πολύ ο καπνός στο χωριό μας. Και ήρθε και μας είπε ότι δεν έχει μείνει τίποτα από το χωριό.
Και πώς, θυμάστε πώς αντέδρασε ο κόσμος, οι συγχωριανοί σας, όταν, όταν μάθατε ότι κάηκε το χωριό, όταν το βλέπατε αυτό;
Που τους βλέπαμε; Λες ότι σμίγαμε ο ένας με τον άλλονε; Ο καθένας κοίταγε πώς θα μπορέσει να βολέψει τη φαμελιά του, πώς θα μπορέσει να βολέψει τις δουλίτσες του, τι του ‘χει μείνει. Τι να, τι να, τι να κάναν ο κόσμος;
Οι δικοί σας, οι αδερφές σας, πώς νιώθατε;
Και αδελφές μου το ίδιο νιώθανε. Όπως νιώθαμε όλες νιώθανε και αυτές. Πώς να νιώθανε; Ευχάριστα δεν νιώθανε γιατί είχαμε Κατοχή. Ότι, ότι χάνανε οι Γερμανοί τον πόλεμο ούτε αυτό το μαθαίναμε. Ότι σκοτώσανε τους Γερμανούς καλά τους κάνανε. Ευχαριστιόμαστουν, πώς να στο πω; Να ‘ναι τώρα δεν ευχαριστιέσαι, γιατί έχουν αλλάξει τα πράγματα, αλλά τότε ευχαριστιόσουνα.
Κι όταν βλέπατε το χωριό να καίγεται, κυρία Βιβή;
Τι να του κάναμε; Αφού ήμαστουν πολύ μακριά. Μακριά, παιδάκι μου, δεν είχαμε το, το χωριό μας κοντά. Ήτανε πόσα χιλιόμετρα μακριά. Εκόπασε η φωτιά. Μάθαμε από διαδόσεις ότι φύγανε οι Γερμανοί και γυρίσαμε και πήγαμε στο χωριό μας, που το βρήκαμε καμένο.
Θυμάστε [00:30:00]πώς ήταν όταν επιστρέψατε στο χωριό σας, αφού είχε καεί;
Δεν καταλαβαίναμε και πολλά πράγματα, γιατί ήτο, ήτανε γενικό το κακό. Κάψανε και το άλλο χωριό, κάψανε και το άλλο σκοτώσανε και, και αλλού. Δεν μπορούσες να, να πεις ότι είτε ευχαριστιόσουνα είτε στενοχωριόσουνα. Αλλά στενοχωριόσουνα κατά κάποιον τρόπο, αφού δεν είχαμε πού να πάμε να μείνουμε.
Μου είπε ότι θυμάστε και κάτι κρασοβάρελα όταν-
Ναι, γιατί το χωριό μας έχει αμπέλια και όλα τα σπίτια είχανε μεγάλα κρασοβάρελα. Και το σπίτι το δικό μας, του πατέρα μου, είχε υπόγειο με βαρέλια κρασοβάρελα. Και όλα είχανε καεί και είχανε μείνει τα στεφάνια από τα βαρέλια. Και εγώ με το μυαλό μου είπα «Είναι σαν κοκκαλοραχιά ζώου» τα στεφάνια που ‘χανε μείνει, σωρό μέσα στο, στο υπόγειο.
Την μυρωδιά τη θυμάστε;
Μυρωδιά ήταν πολύ έντονη, δεν μπορούσες να μείνεις μες στο χωριό, γι’ αυτό και καθίσανε έξω από το χωριό. Είχαμε κήπους, είχαμε καρυδιές, είχαμε δέντρα, που σκιάζανε, γιατί ήτανε Ιούλιος μήνας. Και εκεί ανάψανε φωτιές και βάλαν τα καζάνια η μάνα μας, η θεία μας να μας ξεψειριάσουνε. Μας είχε φάει η ψείρα κι όλα και άλλα, ας τις άλλες κακουχίες ή ξυπολυσιά και όλα, και ο φόβος, αλλά και ψείρα δεν είναι λίγο πράγμα να σου πίνει το αίμα.
Θέλετε να μου πείτε πως ήτανε αυτή η μυρωδιά για να-
Βάλε κάψε τυρί τώρα, να το κάψεις όμως, και να το αφήσεις εκτεθειμένο, να δεις πώς είναι. Και διάφορα άλλα, από μάλλινα ρούχα, από πάνινα. Άσχημη μυρουδιά. Δυσοσμία, πώς να στο πω; Διάφορα από διάφορα υλικά που καήκανε στο χωριό. Ρούχα, ξύλα, λάδια, κρασιά, όλα αυτά είχανε το καθένα τη μυρωδιά του.
Οπότε, κυρία Βιβή, κάηκε και το δικό σας σπίτι;
Του πατέρα μου. Κάηκε.
Και μετά τι κάνατε;
Τι να κάναμε;
Που μένατε;
Μετά τι κάναμε; Δεν είπα; Φτιάξανε ένα δωμάτιο με πισσόχαρτο για να κοιμόμαστε. Και στο άχυρο που μας είχε μένει ένα καλυβάκι, εκεί στριμώχτηκε η μάνα μας να μαγειρεύει, ό,τι έβρισκε να μαγειρέψει κι εμείς μέσα στο άχυρο, να κοιμόμαστε. Με ένα ρούχο, ό,τι είχε μείνει. Ό,τι είχαμε βρει, όχι ό,τι είχε μείνει, δεν είχε μείνει τίποτα.
Και μιας και είπατε τώρα για τη μαμά σας ότι μαγείρευε, θέλετε να μου πείτε τι τρώγατε όλη αυτή την περίοδο;
Τι τρώγαμε; Δύσκολα πράγματα. Φασόλια, φασόλια μαυρομάτικα, αραποσίτι, σιτάρι που μας είχε μένει ένα χωράφι και δεν είχε καεί. Το αλέθανε και το κάναν αλεύρι και με το αλεύρι ό,τι φτιάχνανε. Φτιάχνανε ψωμάκι, φτιάχνανε πίτες, χορτόπιτες, κολοκυθόπιτες. Τα σπίτια στο χωριό είχανε από όλα, δεν είχανε, ήτανε βέβαια δύσκολα, γιατί είχαν τον πόλεμο, αλλά δεν παύανε να σπέρνουνε να, να φυτεύουνε, να κάνουνε. Όσο μπορούσανε. Και με αυτά βολευότανε το σπίτι. Κάνα κοτόπουλο αν είχανε να σφάξουνε. Αν είχανε. Δεν είχαμε τη διατροφή που έχουμε τώρα παιδάκι μου. Αλλά δεν παραπονιόμαστουν κιόλας.
[00:35:00]Και όταν τελείωσε ο πόλεμος, πώς ήτανε η καθημερινότητά σας, θυμάστε;
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, άρχισε ο κόσμος και συνήλθε. Πρώτα από όλα δεν είχαμε το νόμισμα που έπρεπε να είχαμε. Κυκλοφόρησε σιγά-σιγά και θυμάμαι ότι με μια δεκάρα έπαιρνες ύφασμα και το ‘κανες ένα φουστανάκι να φορέσεις. Άρχισε, κυκλοφορούσε το μακαρόνι, η ζάχαρη. Το καθετί που υπήρχε προπολεμικά άρχισε να κυκλοφορεί και μετά τον πόλεμο. Αλλά όχι αμέσως. Γιατί δεν είχαμε μόνο τους Γερμανούς, είχαμε και τους αντάρτες. Μήπως ήταν καλύτεροι οι αντάρτες; Και αυτοί τα δικά τους ηθέλανε.
Τι θυμάστε από τους αντάρτες;
Από τους αντάρτες; Πρώτα από όλα φέρανε έναν Νεμεάτη στο χωριό μας και τον εσφάξανε μέσα στην εκκλησία μας. Που η εκκλησία μας είναι στο σπίτι μας δίπλα. Και πήγαμε εμείς τα παιδάκια και είδαμε το αίμα του, χάμω στην πλάκα που τον είχανε σφάξει. Την άλλη μέρα φύγαν οι αντάρτες. Εκεί που φεύγανε, πολύ στρατός αντάρτικος, πάει ένας του ‘χανε βάλει πέτρα στο στόμα, και πάει ένας αντάρτης και του βγάζει την πέτρα και βάζει το μαντήλι του και λέει «Ρε παιδιά, μη βρεθούμε και εμείς σε κάνα πεζοδρόμιο, έτσι». Αφού φύγανε οι αντάρτες, άρχισαν να μαζεύονται τα σκυλιά του χωριού στο νεκρό. Τι να κάνουν τώρα; Οι αντάρτες είχαν οργανώσεις. Και άμα σε βλέπανε ότι βόηθαγες κάτι σε νομίζανε ότι δεν ήσουνα με τους αντάρτες. Και παίρνει ο θείος μου, δύο Ιταλοί και ένας γείτονας και τον βάλαν απάνω σε μια ξύλινη σκάλα και τον επήγανε στο νεκροταφείο και τον ταφιάσανε. Τον Νεμέατη. Νεμεάτης ήταν αυτός. Μετά οι αντάρτες θέλαν τα δικά τους. Οργανώσεις, φοβέρες, «Θα σε σκοτώσουμε» «Θα σε κάνουμε». Λαϊκά δικαστήρια είχανε. Και κάνανε και λαϊκά δικαστήρια. Εκάνανε σε ενός δασκάλου τη γυναίκα, γιατί ήταν από την Κόρινθο, δεν είχε τίποτα άλλο η γυναίκα, ενοχή. Και τη πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο. Ο κόσμος φοβότανε να μην ειπεί «Εις θάνατον». Τέλος πάντων, πέρασε από δικαστήριο, έκλαιγε ο άντρας της, ήτανε παλιά δάσκαλος, και λέει «Όχι και σε θάνατο ρε παιδιά». Μπάρμπα-Βαγγελιώς. Την αφήσανε, δεν την σκοτώσανε. Της κάνανε πολλά μαρτύρια. Πρήστηκε, την είχα δει με τα μάτια μας, την είχαμε γειτόνισσα και πρήστηκε από το πολύ ξύλο. Κι άλλα πολλά κάνανε παιδάκι μου. Φέρανε δυο παιδιά απ’ τη Νεμέα και τα σκοτώσανε. Πού τα σκοτώσανε; Στο βουνό. Κατά διαδόσεις. Εγώ δεν τα είδα, αλλά απ’ ό,τι μαθαίναμε. Τα σκοτώσανε τα παιδιά, δυο αδέρφια. Γιατί ήταν ένας μες στην οργάνωση, Νεμεάτης.
[00:40:00]Μου είπατε ότι είδατε και το, το αίμα.
Ναι το αίμα του, αυτουνού που σφάξανε, και έμεινε για πολύ καιρό βαμμένη πλάκα από το αίμα.
Πώς νιώθατε όταν το είδατε εσείς σαν παιδάκια αυτό;
Πώς νιώθαμε; Τι να, πανικό νιώθαμε. Φωνάζαμε. Άλλο έτσι, άλλα έτσι, άλλα έτσι. Χάος γινότανε τι να, τι να, τι να ευχαριστηθείς; Ούτε και εκδηλωνόσουνα όμως, γιατί είχες τον φόβο. Και τα είχα δει αυτά γιατί το σπίτι μας, τον πατέρα μου το σπίτι, ήτανε χάμου στην εκκλησία και τα είχα ιδεί. Για αυτόνε που σφάξανε, για άλλους που τους κακομεταχειριζόσανε, όλη νύχτα στο σχολείο. Ήμαστουνε κοντά. Τι να νιώσεις; Απ’ τη μια μεριά χαιρόσουνα, απ’ την άλλη, απ’ την άλλη στενοχωριόσουνα, αφού ήτανε άνθρωπος μεγάλος και τον φέραν να τον εσφάξουνε. Αφού είχε οικογένεια, αφού είχε.
Και μου είπατε, κυρία Βιβή, ότι υπήρχε φόβος όλα αυτά τα χρόνια και με τους Γερμανούς και με τους αντάρτες.
Και με τους αντάρτες, γιατί και οι αντάρτες εδούλεψε το μαχαίρι. Κατάλαβες; Δεν ήτανε ότι οι αντάρτες ήρθαν απελευθερωτές και δεν κάνανε αυτά που δεν έπρεπε. Κάναν και αυτοί τα δικά τους για να κερδίσουνε και αυτοί το δικό τους μετερίζι, πως το λένε. Το, το δικό τους αυτό που ηθέλανε.
Εσείς τι φοβόσασταν πιο πολύ;
Είχαν επιστρατεύσει γυναίκες οι αντάρτες. Και φοβόμασταν εμείς τα κορίτσια να μη μας πάρουνε ανταρτίνες. Επήρανε από γειτονικό χωριό και τις κάνανε ανταρτίνες. Και εμάς ήρθαν εκεί που είχαμε τα πρόβατα το βράδυ και μας τάζανε ότι θα μας κάνανε ομαδάρχισσες, να γίνουμε ανταρτίνες. Αλλά ευτυχώς ότι περάσανε που είχανε πάρει στο διπλανό χωριό τα κορίτσια αυτά ανταρτίνες και πέρασε ο στρατός με τα αυτοκίνητα και έγινε θόρυβος και φύγανε οι αντάρτες και δεν μας επιστρατεύσανε, γιατί τα είχαμε τα πρόβατα στο βουνό. Το άλλο βράδυ τα πήγαμε στο σπίτι στο χωριό και κρυφτήκαμε μέσα στα καλύβια να μη μας βρούνε και μας πάρουνε. Ήτανε και απ’ τη μια μεριά και από την άλλη δύσκολα τα πράγματα. Αναφέρω «Μακριά από πόλεμο», σας λέω, μέσα κει.
Να σας ρωτήσω και κάποια πράγματα ακόμα.
Να με ρωτήσεις.
Το χωριό σας που κάηκε πώς, πώς το φτιάξατε μετά;
Το χωριό μας που κάηκε, μετά από πολλά χρόνια το πήρε η Πρόνοια. Άρχισε η Πρόνοια και έφτιαξε ορισμένα σπίτια με το δικό της τρόπο με το δικό της σχέδιο, με το δικό της, με τα δικά της έξοδα. Και παραχωρηθήκανε αυτά τα σπίτια στις οικογένειες που τους είχανε καεί. Αλλά ώσπου να φτιαχτούνε τα σπίτια αυτά, το χωριό μας κάηκε το ’44, και το ‘48 άρχισε η ανοικοδόμηση στο χωριό. Ώσπου να φτιαχτούνε, όπως μπορούσε, μη νομίζεις ότι φτιάναμε σπίτια. Ένα καλύβι να στεγαστούμε, ένα καλύβι να απαγκιάζουμε από τον χειμώνα. Τι να, τι να φτιάχνανε; Αφού δεν είχε μείνει τίποτα τι να φτιάχνανε;
Και η, πώς ήτανε η καθημερινό[00:45:00]τητά σας μέσα στα, καλύβια θέλετε να μου περιγράψετε;
Πώς ήταν η καθημερινότητά μας; Η μάνα έβανε την κατσαρόλα και ό,τι είχε και «Ελάτε παιδάκια μου να φάμε», πηγαίναμε. Φασόλια είχε; Χόρτα είχε; Ό,τι είχε, δεν είχε να διαμαρτυρηθείς εκεί ότι «Δεν μ’ αρέσει αυτό. Εγώ θέλω το άλλο». Δεν είχε διαμαρτυρία. Τρώγαμε ό,τι υπήρχε και το καθένα παιδί πήγαινε στη δουλίτσα του. Άλλο με τα μουλάρια, άλλο με τα πρόβατα, άλλο στο χωράφι, άλλο να, έτσι ήταν η καθημερινότητά μας. Ερχόταν και καμιά φορά κάνας δάσκαλος, δεν προλάβαινε να ανοίξει, φοβότανε και αυτός τους αντάρτες και σηκωνότανε και έφευγε.
Οπότε άργησαν να χτιστούν σπίτια.
Άργησαν, και ακόμη καμένα είναι. Άργησαν, τι κάνανε; Εύκολο είναι να φτιάξεις σπίτι; Με τι; Αφού δεν είχε μείνει τίποτα. Πώς να το φτιάξεις στο σπίτι;
Κυρία Βιβή, μου είπατε κιόλας ότι έχετε γράψει και ένα ημερολόγιο.
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε για αυτό. Γιατί το κάνατε;
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί την τελευταία φορά στο χωριό μας, δεν τους είδαμε, δεν ξέρω αν ήρθαν και καθόλου. Εφύλαγα τα πρόβατα, τσοπανούλα, και ήρθαν οι Γερμανοί σε ένα σημείο έξω από το χωριό, που ήταν ο δημόσιος που αν ερχόσαν οι Γερμανοί θα περνούσαν από κείνο το δρόμο. Εγώ τα πήρα τα πρόβατα και τα πήγα σε ένα απόμερο μέρος. Κι εκεί σαν παιδάκι είχα αγανακτήσει. Γερμανοί, Γερμανοί, Γερμανοί, Γερμανοί, πού να κρυφτούμε, πού να πάμε; Και λέω «Άραγε θα βρεθεί κανένας άνθρωπος να γράψει για αυτό τον πόλεμο που γίνεται τώρα;» Έτσι είπα. Μόνη μου. Μικρό παιδί, όπως ήμουνα και φύλαγα τα προβατάκια, λέω «Θα βρεθεί κανένας άνθρωπος να γράψει αυτή την ιστορία που περνάμε τώρα;» Αυτό μου ‘κοψε. Μετά από πολλά χρόνια δεν ήταν εύκολο εγώ να κάτσω να γράψω. Μικρό παιδί, καταστάσεις, άλλες στενοχώριες. Κι έτσι όταν ηρέμησα, τώρα μεγάλη γυναίκα… Οι γέροι ξέρεις τι κάνουνε παιδάκι μου; Κάθονται τη νύχτα και σκέπτονται τα παλιά. Θυμόνται τα παλιά. Και αφού τα θυμόμουνα λέω «Κάτσε να τα γράψω». Και έπιασα και τα ‘γραψα, ό,τι έγραψα και ό,τι θυμόμουνα. Εκεί στον καταυλισμό που ήμαστουνε στο, στην Αλέα, έρχεται ένας αντάρτης να τον πάμε στο διπλανό χωριό με το μουλάρι. Οι άλλες αδερφάδες μου ήσαν πιο μεγάλες, φοβόσανε να πάνε με τον αντάρτη. «Ας στείλουμε τη Βιβή». Επήρα εγώ τον αντάρτη και το μουλάρι. Καβάλησε το μουλάρι ο αντάρτης κι εγώ πήγαινα τρεχάλα κοντά του. Αφού πήγαινα τρεχάλα κοντά του, φτάσαμε στο χωριό που ήθελε. Του λέει ο αντάρτης που ήταν εκεί στο χωριό, που πήγαμε. Πολύς αντάρτικος λαός. «Ρε πήρες το παιδί από τον καταυλισμό και το έφερες εδώ;» «Με πονάγανε τα πόδια μου», του είπε. Μου λέει: «Πάρε αυτό το χαρτί περίμενε να σου γράψουμε ένα χαρτί. Αυτό είναι άδεια». Μου είπε έτσι. Τι άδεια ήτανε, άντε βρες εσύ. Εγώ μικρό παιδί ήξερα από άδεια; Τέλος πάντων, το πήρα[00:50:00] το χαρτί, πήρα το μουλάρι και με πήγε στον καταυλισμό ευτυχώς. Αλλά το θυμάμαι που πήγαινα τρεχάλα κοντά του για να τον φτάσω. Αυτός το χτύπαγε το μουλάρι με τη λουρίδα του και εγώ πήγαινα τρεχάλα καλά κοντά του. Τι άλλο να σου πω;
Θέλετε να μου διαβάσετε και ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό σας;
Και δεν το φέρνεις να διαβάσω; Και τι να σου διαβάσω που είναι όλα; Τι να σου διαβάσω; Την αρχή του πολέμου;
Ό,τι θέλετε εσείς.
Ό,τι θέλω εγώ;
Όποιο κομμάτι θέλετε εσείς.
«Ο Πόλεμος, η Κατοχή στο χωριό Ψάρι Κορινθίας από την Βιβή Κυριακοπούλου ή Καλούλη. Λοιπόν, Μπολάτι, 07 Μαρτίου 2018. Είμαι η Βιβή Κυριακοπούλου, χήρα του Νικολάου Καλούλη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ψάρι Κορινθίας. Του γένους Αγγελοπούλου και του έτος 1932, γέννηση. Πατέρας μου Δημήτρης και μάνα μου Ελένη Αγγελοπούλου. Όταν κηρύχθη ο πόλεμος, ήμουν 8 χρονών παιδάκι. Μέσα ενημέρωσης δεν υπήρχαν. Τότε άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες δυνατά για την επιστράτευση. Επάγωσε ο κόσμος. Μανάδες, γυναίκες και παιδιά ούρλιαζαν απαρηγόρητοι. Αμέσως μετά έγινε επίταξη και πήραν τα μουλάρια μας. Κάθε βράδυ κάναμε παρακλήσεις στην εκκλησία. Πλέκανε οι μανάδες μας φανέλες και κάλτσες για τους στρατιώτες, και έτσι πέρναγε ο καιρός, άλλοτε με νίκες και άλλοτε με ήττες. Θυμάμαι όταν πήραμε Κορυτσά, Κλεισούρα, Τεπελένι, χτυπάγανε οι καμπάνες και εμείς τα παιδιά ζητωκραυγάζαμε στους δρόμους». Θέλεις ακόμη;
Άμα θέλετε να μου πείτε.
«Στον Πόλεμο του ‘40 σκοτώθηκαν 4 λεβέντες από το χωριό μας: Κώστας Αλεξόπουλος, αεροπόρος, ο Βλάσσης Αριστείδου Σκούρτης και Δημήτρης Παναγή Βλάχου. Και Βασίλης Σωτηρίου. Όταν ήρθαν Ιταλοί στο χωριό μας, συγκεντρώθηκαν στα κάτω αλώνια και παίζανε ακορντεόν. Σε μας τα παιδιά μας έκανε εντύπωση. Μετά άρχισαν τα δύσκολα. Επιδρομές κατακτητών, πείνα, φόβος και ξεσηκωμός, για να κρυφτούμε. Ξεσηκωμός για να κρυφτούμε Και όταν ξεσηκώθηκε αντάρτικο εναντίον των κατακτητών ήταν πολύ πιο δύσκολα. Κρυβόμασταν στα βουνά και στις σπηλιές. Έτσι πέρασαν τα χρόνια της Κατοχής. Οι Γερμανοί κάνανε πολλές επιδρομές στα χωριά μας, με tanks. Με tanks. Μία από αυτές ήταν και η μάχη της Στυμφαλίας. Οι αντάρτες είχαν πιάσει το Σούρι [Σιούρι, ρέμα] και την κορυφογραμμή Κιμπούζι. Έγινε μεγάλο μακελειό, σκοτώθηκαν και πολλοί Καλλιανιώτες που ήσαν στα χωράφια τους. Εμείς ήμασταν απέναντι στο βουνό Καθίσματα -τοποθεσία-, βλέπαμε τι γινόταν με την μάχη. Και τώρα αναφέρομαι πώς κάηκε το χωριό μας. Οι Γερμ[00:55:00]ανοί άφησαν φυλάκιο για να αιχμαλωτίσουν το χωριό μας. Είχαν συλλάβει δύο άτομα από το χωριό. Τον Χρήστο του Μπάρμπα Αντρέα του Σταύρου και τον Νίκο του Μπάρμπα Τρύφωνα Παπαδημητρίου. Σε συζήτηση που είχα κάνει με τον Χρήστο Ανδρέας Σταύρου, -Τσέκας το παρατσούκλι- το πότε κάηκε το χωριό μας. Ακριβώς δεν θυμόταν, αλλά μου είπε τι ακριβώς έγινε. Αφού το φυλάκιο ήθελε να πιάσει τον κόσμο τη νύχτα, έπρεπε να κρυφτούν. Τους πήγανε στην «Σποργές», που είναι προς τα βράχια και σκέφτηκε ότι είναι πολύ απόμερα. Και τους πήρε τη νύχτα και τους πήγε στο Μακρύ Λιθάρι, όπου έγινε και η μάχη. Εγώ με τους, με τις αδελφές μου και πολλούς Ψαριώτες ήμασταν στον Άγιο Θεόδωρο και πήραμε χαμπάρι ότι κάτι κινείτο απέναντι, αλλά δεν ξέραμε και φωνάζαμε "Τι είστε εκεί; Γερμανοί; Αντάρτες ή Γερμανοί;". Μόλις έπιασε η ζέστη, έστησαν σκηνές. Τότε καταλάβαμε ότι ήσαν Γερμανοί. Διαδόθηκε στο χωριό. Εμένα με στείλανε να πάρω ψωμί και νερό και στο χωριό είχε μαθευτεί. Εγώ πήγα και πήρα… Εγώ πήρα ό,τι πήρα και πήγα πάλι στον Άγιο Θεόδωρο. Ο Γιώργης Οικονομόπουλος, συμβολαιογράφος, έφυγε από το χωριό με τα πόδια τον παλιό δρόμο που πήγαινε στη Σκοτεινή. Ανέβηκε στο Σιούρι, που ήσαν οι αντάρτες, και τους έστειλε στο φυλάκιο των Γερμανών. Εμείς τον βλέπαμε από τον Άγιο Θόδωρο. Και έτσι έγινε η μάχη που θα κράτησε περίπου 2 ώρες. Εμείς φύγαμε από τον Άγιο Θεόδωρο και κατεβήκαμε στο Χάνι του Γατσιόπουλου. Αφού τέλειωσε η μάχη, πιάσανε τους Γερμανούς αιχμαλώτους και τους φέρανε στο Χάνι και πήγαμε και τους είδαμε. Τους είχαν γδύσει, τους είχαν με ένα σωβρακάκι και ξυπόλυτους. Θα ήταν περίπου 25 στρατιώτες. Έπειτα από πολλά χρόνια έμαθα ότι τους αιχμαλώτους Γερμανούς στρατιώτες τους έριξαν στην καταβόθρα στον κάμπο της Σκοτεινής». Θες να συνεχίσω;
Δεν χρειάζεται. Άμα θέλετε εσείς να διαβάσετε κι άλλο.
Εγώ διάβασα ό,τι διάβασα. Δεν ξέρω.
Κυρία Βιβή, ευχαριστώ πάρα πολύ που μου το είπατε όλα αυτά. Δεν χρειάζεται να μου διαβάσετε. Ευχαριστώ που μοιραστήκατε και το ημερολόγιό σας.
Όπως θέλεις κοπέλα μου, εγώ το ‘φτιαξα, δεν το ‘φτιαξα για να το κρύβω, ό,τι θυμόμουνα έγραφα.
Σας ευχαριστώ πολύ
Και εγώ σε ευχαριστώ.
Δεν ξέρω, θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο για να κλείσουμε τη συνέντευξη;
Τι να προσθέσω κοριτσάκι μου, ό,τι ήταν ένα ειπώ τα είπα.
Ωραία. Ευχαριστώ πολύ.
Τι άλλο; Κι εγώ σ’ ευχαριστώ και να έχεις δύναμη και όρεξη να ακούς και κουτά και έξυπνα από μας τους ηλικιωμένους.
Να ‘στε καλά.