Τα καπνά στο Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του '90
Ενότητα 1
Η ενασχόληση με τα καπνά. Το φυτό, τα βαντάκια και οι δυσκολίες εξεύρεσης νερού
00:00:00 - 00:17:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, θα μου πείτε το όνομά σας; Καλησπέρα, λέγομαι Ντζάνης Δημήτριος. Είναι Κυριακή, 27 Νοεμβρίου 2022, βρίσκομαι με τον Δημήτρη Τ…κατοστά πλάτος, τα συναρμολογούσαν, ένα κοντά στο άλλο τα βάζανε και μετά πηγαίνανε στον αργαλειό και αυτή που είχε τον αργαλειό τα ύφαινε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ποικιλίες καπνού. Η τεχνολογία στον αγροτικό τομέα. Φροντίδα του φυτού και κατάλληλες καιρικές συνθήκες
00:17:30 - 00:33:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας πάω λίγο πίσω. Τι ποικιλίες καπνών υπάρχουν; Ποικιλίες καπνών τότε σε εμάς εδώ ήταν το μυρωδάτο. Το μυρωδάτο είχε, ήταν το κοκκινολ…ι τότε που δεν είχαμε τα νάιλον και μετά με τα νάιλον, όσο, άμα είχε συννεφιά, αργεί και δεν έβγαινε και καλή ποιότητα, άμα έχεις συννεφιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ασθένειες του φυτού. Άλλες ασχολίες των ανθρώπων της εποχής
00:33:40 - 00:44:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από τι κινδύνευε το φυτό; Ήταν ο περονόσπορος, μετά ήτανε η μελίγκρα που ρουφούσε τις ίνες στις κορυφές του καπνού και ρουφούσε τους χυμού… οι μπάλες ήταν καλύτερες που τις δένανε με αυτήν, με την μηχανή, γιατί φορτωνόταν καλύτερα και έπιανε και λιγότερο χώρο στην αποθήκη μέσα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Επιδοτήσεις και αποζημιώσεις. Ευτράπελα. Οι έμποροι καπνού και ο Οργανισμός Καπνού
00:44:10 - 00:57:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να ρωτήσω, παίρνετε επιδοτήσεις για τα καπνά; Εγώ δεν πήρα επιδότηση, γιατί για να πάρεις επιδότηση έπρεπε να έχεις ορισμένες προϋποθέσεις…νίζαμε όλοι. Είχατε επηρεαστεί από την ενασχόλησή σας με τα καπνά; Όχι, όχι, το θεωρούσαμε μαγκιά. Το να καπνίζουμε το θεωρούσαμε μαγκιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Γνωστές καπνοβιομηχανίες, το τέλος της ενασχόλησης με τα καπνά και απολογισμός
00:57:48 - 01:04:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η πιο γνωστή καπνοβιομηχανία ποια ήταν; Ήταν ο Παπαστράτος. Ήταν ο Παναγόπουλος, αλλά ο πρώτος ήταν ο Παπαστράτος. Παναγόπουλος, Ηλιού, τώ…να προσθέσω, εκτός και αν θέλετε να με ρωτήσετε κάτι άλλο εσείς. Όχι, εγώ είμαι καλυμμένη. Ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να 'στε καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η ενασχόληση με τα καπνά. Το φυτό, τα βαντάκια και οι δυσκολίες εξεύρεσης νερού
00:00:00 - 00:17:30
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα, λέγομαι Ντζάνης Δημήτριος.
Είναι Κυριακή, 27 Νοεμβρίου 2022, βρίσκομαι με τον Δημήτρη Τζάνη στην Ματαράγκα, εγώ ονομάζομαι Στέκα Μαρία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για την ζωή σας;
Γεννήθηκα το 1953, μεγαλώσαμε δύσκολα, πήγα δημοτικό, πήγα μία χρονιά γυμνάσιο, δεν ήθελα να προχωρήσω, μετά πήγα για τέχνη. Στην αρχή πήγα σε μία σχολή για μηχανικός αυτοκινήτων, δεν έβρισκα συνεργείο να κάνω πρακτική και διέκοψα και ήρθα εδώ, στο χωριό, στην Ματαράγκα, και πήγα σε ξυλουργείο και έμαθα την τέχνη του επιπλοποιού και Μαραγκού. Παράλληλα, βάζαμε και καπνά.
Πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με τα καπνά;
Με τα καπνά ασχολούμασταν από πολύ μικροί, ήταν δύσκολη δουλειά και επίπονη πιο πολύ για τους γονείς μας και εμείς και για εμένα και για τα δύο αδέρφια που είχα. Δηλαδή ξεκινήσαμε από ηλικία έξι χρονών να δουλεύουμε, αναλόγως τις δυνάμεις μας και όσο μεγαλώνουμε τόσο πιο εντατικά. Ήταν δύσκολα τα χρόνια, πολύ δύσκολα τα χρόνια, δεν υπήρχαν τα μέσα. Κινούμασταν με τα ζώα. Είχε ο πατέρας μου ένα άλογο και έναν γάιδαρο, με το άλογο έβρισκε άλλον έναν που είχε κι αυτός άλογο και του δίνανε σέμπρι όπως λεγόταν και κάνανε τα χωράφια, οργώνανε τα χωράφια τους, τα σβαρνίζανε, γιατί τότε δεν υπήρχαν τρακτέρ, ένα τρακτέρ ήταν και δεν έφτανε για τον χώρο της Ματαράγκας, οπότε πολλή δουλειά γινόταν με τα ζώα, ήταν πάρα πολύ κουραστικό. Ξεκινούσαμε με τα καπνά τον Φεβρουάριο περίπου, βάζαμε τα φυντάνια σε βραγιές, σπέρναμε τον σπόρο, τα φροντίζαμε, τα βοτανίζαμε να μην έχουν ζιζάνια, χόρτα, τα ποτίζαμε και τον Απρίλιο ξεκινούσαμε το φύτεμα. Μία δύσκολη, επίσης, διαδικασία. Βγάζαμε από την βραγιά το φυντάνι, το φυτό, το βάζαμε σε κοφίνια. Την άλλη μέρα το χωράφι ήταν, εφόσον είχε οργανωθεί, σβαρνιστεί, μετά πηγαίναμε με το άροτρο και το κάναμε αυλακιές παράλληλα και μετά κατεβατά το λέγαμε, κάθετες αυλακιές περίπου ανά δύο μέτρα. Κι αυτά τα λέγαμε κατεβατά. Επειδή ήταν, είχαμε και δυσκολία με τα νερά, πολλές φορές ανοίγαμε στα ενδιάμεσα κάποιες γούρνες και βάζαμε το νερό μέσα και με τις ποτίστρες ποτίζαμε τις αυλακιές και από πίσω ερχόταν οι άλλοι και φύτευαν τον καπνό. Αυτό το κάναμε, γιατί να μην βάλουμε μέσα το νερό στην αυλακιά και πιει πολύ και πατηθεί, μετά θα ήταν δύσκολο στο σκάλισμα. Και όταν τελειώναμε αυτήν την διαδικασία, νιώθαμε ότι τα χέρια μας μάκρυναν, ήταν πολύ κουραστικό. Λοιπόν, εν συνεχεία τα σκαλίσματα. Και κατά τις διακοπές του Πάσχα και Σαββατοκύριακα που δεν είχαμε σχολείο, τις Κυριακές, γιατί τότε κάναμε και τα Σάββατα σχολείο, πηγαίναμε, βοηθούσαμε στο σκάλισμα. Μετά, όταν γίναμε, όταν μεγάλωνε το καπνό και ήταν η εποχή για μάζεμα, παίρναμε, είχαμε τα κοφίνια, καλάθες τις λέγαμε, ήταν πλεγμένες με λυγαριές και με καλάμια, τα φορτώναμε στα ζώα και πηγαίναμε στο χωράφι. Ξυπνούσαμε στις 2:00 την νύχτα με την κανονική ώρα, όχι με την θερινή ώρα που έχουμε τώρα δύο ώρες, τότε υπήρχε μία ώρα. Ξυπνούσαμε στις 2:00 την νύχτα, παίρναμε τα ζωντανά και πολλές φορές παίρναμε και τα μαρτίνια που τα λέγαμε, τις κατσίκες, κάνα αρνί για να βοσκήσουν εκεί, γιατί τα χορτάρια δεν ήταν εύκολο για να τα ταΐσουμε. Οπότε τα παίρναμε μαζί μας. Ξεκινούσαμε το μάζεμα και έφεγγε καλά, πολλές φορές μας έπαιρνε να μαζεύουμε καπνό και 21:00 η ώρα, μετά τα φορτώναμε στα ζώα, ερχόμασταν στο σπίτι εδώ ήταν άλλο πάλι δύσκολο. Καθώς ερχόμασταν. πλέναμε λιγάκι τα χέρια μας, τρώγαμε λίγο κολατσιό, καμιά ντομάτα, γάλα από τις κατσίκες και μετά στρωνόμασταν κάτω, είχαμε τις βελόνες, ήταν πλακέ περίπου μήκους, πάχους, φάρδους ένα εκατοστό και πάχος ενάμισι χιλιοστό, μπορεί να ήταν η και ένα χιλιοστό και είχαν μία τρύπα στην άκρη και μπροστά ήτανε σουβλερή. Πολλές φορές μας έκοβε η βελόνα, άμα δεν προσέχαμε, περνούσαμε φύλλο - φύλλο μέσα στην βελόνα. Στην τρύπα που είχε δέναμε μία κλωστή, στην κλωστή στη μία, στην άκρη όταν ξεκινούσαμε, βάζαμε την γκλίτσα και όταν γέμιζε η βελόνα, το αδειάζουμε, το τραβούσαμε λίγο-λίγο, το περνάγαμε στην κλωστή. Και όταν γέμιζε η κλωστή, που ήταν συγκεκριμένο μέτρο για να μπορεί να έρθει στις λιάστρες που φτιάχναμε, να τις απλώσουμε για να ξεραθούν, βάζαμε και την άλλη γκλίτσα την αφήναμε. Αυτή η διαδικασία κράταγε πολλές φορές και με το βράδυ και καμιά φορά έμενε και για την άλλη μέρα, αλλά τότε εδώ το θεωρούσαμε προσβολή για να μείνει την άλλη μέρα, γιατί μας κορόιδευαν οι γειτόνοι και θυμάμαι χαρακτηριστικά λέγανε ένα: «Θα σου μείνει ο καπνός για ταχιά του Άι Λιός». Ταχιά σημαίνει αύριο. Του Άι Λιός, γιατί όταν ήταν παραμονές το είχαμε κακό να μας μείνει καπνό, θέλαμε να πάμε στον Άι Λιά που έχουμε εδώ πάνω, στο βουνό.
Το φυτό πώς ήταν; Μπορείτε να μου το περιγράψετε;
Το φυτό ήταν περίπου στα δέκα εκατοστά νορμάλ, μπορεί να γίνει και μεγαλύτερο και μικρότερο. Στα δέκα εκατοστά, ήταν πυκνό στις βραγιές, ήταν σαν δυο οδοντογλυφίδες περίπου ή σαν ένα καλαμάκι, στην καλύτερη περίπτωση σαν ένα καλαμάκι που πίνουμε καφέ στην καλύτερη περίπτωση. Αυτό το βγάζαμε, είχε τις ρίζες του και μετά πηγαίναμε εκεί και το φυτεύαμε, εκεί που ήταν βρεγμένο το χώμα το φυτεύαμε, ρίχναμε λίγο ξερό χώμα από πάνω για να κρατάει την υγρασία και αυτό σιγά-σιγά μεγάλωνε. Και όταν έφτανες ύστερα από καμιά δεκαπενταριά μέρες, τότε ξεκινούσαμε το σκάλισμα με το τσαπί. Και αυτή δύσκολη δουλειά, ειδικά αν είχε, το χωράφι το βάζαμε, γιατί δεν τα βάζαμε όλα να τα ποτίζουμε με τις ποτίστρες, σε πολλές, πιο πολλές φορές βάζαμε το νερό μέσα. Εκεί άμα έσφιγγε, αν είχαμε νερό το ξαναποτίζαμε πάλι για να μαλακώσει για να το σκαλίσουμε και αν δεν είχαμε, το σκαλίζαμε έτσι, πάρα πολύ δύσκολη. Κι μετά, όταν μεγάλωνε, ξεκινούσαμε το μάζεμα, όπως είπαμε, στις 2:00 την νύχτα μέχρι το πρωί. Μετά παίρναμε τις αρμάθες, τις βάζαμε στις λιάστρες, τότε δεν είχαμε, είχαμε για περίπτωση βροχής, δεν είχαν βγει ακόμη τα νάιλον, είχαμε κάτι πανιά κι άμα έβλεπαν συννεφιές και αυτά, πηγαίναμε, τα απλώναμε τα πανιά και είχε, στα πλάγια είχε κορδόνια και τα δέναμε, είχαμε, στις λιάστρες είχαμε τον πάτο στα πασάλια που[00:10:00] είχαμε δέσει καλάμια και από 'κεί τα δέναμε. Πολλές φορές βρεχόταν, γιατί δεν είχαμε, υπήρχε φτώχεια, δεν είχαν τον τρόπο να αγοράσουν πανιά, πολλά πανιά, και βρεχόταν. Ή όταν τα είχαμε μετά, όταν ξεραινόταν, τα φτιάχναμε τα λεγόμενα βαντάκια. Μαζεύαμε, αναλόγως το μέγεθος από το φύλλο του καπνού, από έξι μέχρι οκτώ αρμάθες και τα κάναμε, τα κλείναμε και τα κάναμε βαντάκια. Και αυτά για να πάρουν ακόμα, να ξεραθούν καλύτερα και να πάρουνε χρώμα είχαμε τους βαντακολόγους τα βάζαμε.
Τι είναι το βαντάκι;
Το βαντάκι είναι έξι με οκτώ αρμάθες μαζί καθώς η αρμάθα, ας πούμε, περίπου ήταν στο ενάμισι μέτρο περίπου, ίσως και περισσότερο. Αυτά το διπλώναμε, κομποθιάζαμε τις κλωστές από όλες τις αρμάθες από τις δύο άκρες και το κλείναμε κι αυτό το λέγαμε βαντάκι. Το κρεμούσαμε στο βαντακολόγι για λίγο και μετά κάποιο πρωινό που είχε δροσιά το παίρναμε και το βάζαμε στα σπίτια. Και δεν είναι υπερβολή όταν, δεν είχαν αποθήκες και αυτά και τα σπίτια δεν είχανε ταβάνια, εκεί έβαζαν καλάμια από πάνω από τα ξύλα της σκεπής, κρεμάγαμε τα βαντάκια και σε πολλές περιπτώσεις από κάτω κοιμόμασταν κι εμείς, από τα βαντάκια. Δεν είχαμε σπίτια, ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια. Σιγά σιγά εξελίχθηκε, πήραμε μηχανές, είχε γίνει το αρδευτικό έργο, μετά πήραμε μηχανές, αντλούσαμε το νερό και ποτίζαμε με τις μηχανές. Σιγά σιγά πήραμε αυτοκίνητα, καταργήσαμε τα ζώα, βγήκαν και μηχανές αρμαθιάσματος, μας ξεκούρασαν πολύ και είχαμε και μεγαλύτερη απόδοση σε αυτά. Αλλά παρέλειψα να σου πω, πολλές φορές με τα ζώα για να μην χάσουμε χρόνο, θα δέσουμε και τα ζωντανά κάτω στον κάμπο για να βοσκήσουν, τον γάιδαρο και το άλογο ή τις κατσίκες, τα αρνιά που είχαμε, πηγαίναμε και κοιμόμασταν κάτω. Μαζεύαμε από καλαμιές, γιατί τότε βάζανε και σιτάρια, από τα σιτάρια τα θερισμένα καλαμιές, φτιάχναμε κάπως παχύ, καμιά δεκαριά πόντους παχύ, μετά στρώναμε καμία κουρελού και κοιμόμασταν εκεί όλοι μαζί με καμία κουρελού ξανά σκεπασμένοι, με καμία βελέντζα και κοιμόμασταν εκεί. Και τρώγαμε εκεί καμιά ντομάτα, λίγο τυρί, αν υπήρχε από τις κατσίκες, αρμέγαμε τις κατσίκες και τρώγαμε το γάλα κατευθείαν από την κατσίκα, δεν υπήρχε πολυτέλεια να καθίσουμε να βράσουμε το γάλα. Τρίβαμε ψωμί μέσα και τρώγαμε και μετά πέφταμε και κοιμόμασταν. Σβήναμε, καμιά φορά μαζεύαμε και από το βράδυ καπνό και μετά ξυπνούσαμε την νύχτα, παίρναμε το ξυπνητήρι μαζί μας και ξυπνούσαμε την νύχτα και συνεχίζαμε την δουλειά για να 'ρθούμε στο σπίτι, να ξεκινήσει πάλι αυτή η δουλειά, το αρμάθιασμα. Ήταν πολύ δύσκολα τότε, γιατί δεν είχαμε και νερό για να πλυθούμε, ήταν δύσκολα, έπρεπε να βγάλουμε από τα πηγάδια και για να πιούμε κι αυτά. Δεν έχει ο καθένας πηγάδι, πηγαίναμε εδώ στη γειτονιά, καμιά φορά ο ιδιοκτήτης, δεν είχε και αυτός τον τρόπο, είτε να πάρουμε κουβά είτε να πάρουμε σχοινί που κατέβαζαν τον κουβά κάτω και και πιάναμε νερό και βάζαμε ρεφενέ όλοι και παίρναμε νερό. Το νερό τότε ήταν καθαρό από τα πηγάδια και ήταν και πολύ δροσερό, δεν υπήρχαν ψυγεία τότε. Όταν πηγαίναμε και βγάζαμε νερό από το πηγάδι, δεν το χορταίναμε το νερό, γιατί δεν είναι διψάσαμε λίγο, ανοίγουμε το ψυγείο, παίρνουμε το νερό. Διψούσαμε πολύ, στερούμασταν και αυτό, πόσω μάλλον για το πλύσιμο. Καλά, για το πλύσιμο, για να πλύνουν τα ρούχα και αυτά, είχαμε μία πηγή εδώ πιο πάνω, στη γούρνα το λέγαμε, εκεί πηγαίναμε και έκαναν την μπουγάδα. Άναβαν φωτιά, φτιάχνανε το κοφίνι. Το κοφίνι γινότανε από στάχτη, την στραγγίζανε την στάχτη με ένα πανί και τα βάζανε τα ρούχα εκεί και βοηθά για να καθαρίζουν τα ρούχα, δεν υπήρχαν απορρυπαντικά, υπήρχαν τότε ένα απορρυπαντικό που το λέγανε, μάλλον δύο απορρυπαντικά, το ένα ήτανε - τρία. Το ένα ήταν το σαπούνι το πράσινο, το άλλο ήταν η βαρκίνα που ήταν ένα υγρό που μύριζε περίπου όπως το χλωρίνη και το άλλο ήτανε το τυρνάρι το λέγανε. Αυτό ήτανε σαν ζάχαρη, με αυτά πάλευαν για να πλύνουν τα ρούχα και άμα ήτανε και τα χοντρά τα ρούχα, χρησιμοποιούσαν, είχαν μία πλάκα, βάζανε παράδειγμα την κουρελού πάνω και της έριχναν αυτό το λίγο το απορρυπαντικό που είχανε εκεί και με τον κόπανο. Ο κόπανος ήταν ένα ξύλινο, φτιάχνανε, πίσω ήταν περίπου στο ογδόντα εκατοστά περίπου το μήκος του, μπροστά ήταν πλατύ, το πελεκούσανε έτσι το ξύλο, ήταν λίγο πλατύ μπροστά και πλακέ από την μία πλευρά και πίσω ήταν λίγο στρογγυλό για να μπορείς να το πιάνεις. Και κοπανούσαν με αυτό το ρούχο, την κουρελού ή το χειράμι που τα λέγανε τότε. Αυτά ήτανε πλεκτά όλα στον αργαλειό, δεν είχαμε κουβέρτες και τέτοια, είχαμε, αυτά ήταν, η κουρελού, το χειράμι και η βελέντζα και αυτά τα φτιάχνανε, δεν υπήρχανε, με διάφορα παλιά ρούχα, τα κόβανε με το ψαλίδι περίπου δύο εκατοστά πλάτος, τα συναρμολογούσαν, ένα κοντά στο άλλο τα βάζανε και μετά πηγαίνανε στον αργαλειό και αυτή που είχε τον αργαλειό τα ύφαινε.
Ενότητα 2
Ποικιλίες καπνού. Η τεχνολογία στον αγροτικό τομέα. Φροντίδα του φυτού και κατάλληλες καιρικές συνθήκες
00:17:30 - 00:33:40
Να σας πάω λίγο πίσω. Τι ποικιλίες καπνών υπάρχουν;
Ποικιλίες καπνών τότε σε εμάς εδώ ήταν το μυρωδάτο. Το μυρωδάτο είχε, ήταν το κοκκινολούλουδο που λέγαμε και ήταν, που έκανε κόκκινο λουλούδι στην κορυφή και ήταν και το άλλο που έκανε άσπρο. Το κοκκινολούλουδο ήταν πιο αποδοτικό, γιατί έκανε πιο πυκνά τα φύλλα από το άσπρο, δηλαδή θα προτιμούσε άλλος το κοκκινολούλουδο κι άλλος το ασπρολούλουδο. Αυτά για την ποικιλία. Απέναντι τώρα στα, περιοχή Αγρινίου, Παραβόλα, Παναιτώλιο, Καινούριο, Παραβόλα, αυτά, βάζανε τα τσεμπέλια αυτοί εκεί πέρα. Εμείς ξεκινούσαμε με τα μυρωδάτα μέχρι πολύ αργότερα που φέρανε τα μπετζίνια. Εμείς δεν βάζαμε μπετζίνια, γιατί ήθελε πολύ προσωπικό, ήθελε υποδομές, ήθελε να έχεις εργαλεία κι αυτά και έπρεπε και να συνεταιριστείς και με άλλον. Ήταν άλλη αυτή η κατηγορία κι εμείς έτσι με τα μυρωδάτα, όταν μπορέσαμε και πήραμε αυτοκίνητο, είχαν βγει και οι αρμαθευτικές μηχανές και ήτανε ήταν και τα νάιλον που μας βοηθούσαν πάρα πολύ, εκτός ήμασταν ξέγνοιαστοι, άμα έπιανε βροχή, έπειτα ξεραινότανε στο νάιλον, από κάτω από το νάιλον έπιανε μεγάλες θερμοκρασίες, στέγνωνε το καπνό, ξεραίνονταν πιο εύκολα το καπνό, για αυτό είχαμε και μεγαλύτερη απόδοση. Και τότε μας μένανε, παλιότερα δεν μας μένανε λεφτά, ελάχιστα, δεν καλυπτόταν. Θυμάμαι ο πατέρας μου ήταν μόνιμα χρεωμένος και όταν εμείς, τα αδέρφια, ας πούμε, πηγαίναμε, τελειώσαμε το σχολείο, το δημοτικό βασικά, και πηγαίναμε για τέχνες με το χαρτζιλίκι σιγά - σιγά το δίναμε στους γονείς και σιγά[00:20:00] - σιγά άρχισαν να ξεχρεώνουν από τον συνεταιρισμό και από την τράπεζα που είχαμε εδώ, ΑΤΕ λεγότανε, η σημερινή «Πειραιώς» λεγότανε ΑΤΕ, Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτοί παίρνανε δάνεια για να καλλιεργήσουν, καλλιεργητικό το λέγανε, παίρνανε πλασματικό, αν θυμάμαι καλά, αυτό που παίρνανε Χριστούγεννα, παραμονές Χριστουγέννων και έτσι γινότανε, αλλά μετά σιγά - σιγά αυξήθηκε η ποσότητα της καλλιέργειας λόγω εκσυγχρονισμού οχήματος και μηχανής, η αρμάθα. Και έζησε, νομίζω, ο κόσμος κάπως καλά και έφτιαξε περιουσίες. Εγώ, για παράδειγμα, το σπίτι πού μένω τα καπνά μού το έφτιαξαν. Δούλευα βέβαια στην δουλειά παράλληλα και προσπαθούσα να μείνει το καπνό ξεχρέωτο. Και σιγά - σιγά μάζεψα τα λεφτά κι έφτιαξα το σπίτι. Το σπίτι βέβαια με πολλές ελλείψεις, αλλά τότε, όταν δεν έχεις πού να μείνεις, δεν κοιτάς πολυτέλειες μεγάλες και, εντάξει, αυτό ήτανε με τα καπνά.
Πόσα στρέμματα βάζατε;
Στην αρχή βάζαμε μέχρι όταν ζούσε ο πατέρας μου και ήμασταν και εμείς μικροί, βάζαμε μέχρι πέντε - έξι στρέμματα. Μετά εγώ, εφόσον είχαμε εκσυγχρονιστεί με την γυναίκα μου, βοηθάνε και τα παιδιά, έχω φτάσει μέχρι έντεκα στρέμματα και από 'κεί που έκανε ο πατέρας μου πεντακόσια, το ανώτερο που είχε φτάσει ο πατέρας μου που ήμασταν και εμείς ενήλικοι που βοηθούσαμε, ήταν μέχρι οκτακόσια κιλά το μεγαλύτερο. Κι εγώ με την γυναίκα και τα παιδιά που ήταν τα μεγάλα, οι δύο κόρες, είχαμε φτάσει μέχρι τρεισήμισι τόνους, αν θυμάμαι καλά, μεγάλη διαφορά. Βέβαια η σκληρή δουλειά και τότε, γιατί δουλεύαμε, θυμάμαι, μία φορά καθώς ξεκινήσαμε το μάζεμα πιο πολλές φορές και πρωί και απόγευμα, εξήντα μέρες, ούτε Κυριακή υπήρχε, ούτε Σάββατο υπήρχε, ούτε τίποτα. Εξήντα μέρες συνεχόμενες μέχρι να τελειώσουμε. Αυτά με τα καπνά.
Ποια εποχή βάζατε τα καπνά;
Τα καπνά ξεκινούσαμε το φυντάνι, είπαμε, τον Φεβρουάριο και τον Απρίλιο αρχίζαμε, από μέσα Απριλίου και μέχρι μέσα Μαΐου τα πιο όψιμα ξεκινούσαμε, τα φυτεύαμε στο χωράφι και περίπου σε σαράντα μέρες, σαράντα πέντε, άντε πενήντα το πολύ, γινότανε για μάζεμα και κρατούσε, πολλές φορές μας έπαιρνε και 10 Αυγούστου. Από Ιούνιο, ξεκινούσαμε αρχάς Ιουνίου περίπου τα τελευταία χρόνια, πρώτα ξεκινούσαμε λίγο πιο αργά, ξεκινούσαν 10 - 15 Ιουνίου και τελειώναμε εκεί, τέλος Ιουλίου μέχρι 10 Αυγούστου, οι πιο πολλοί.
Δουλεύανε άτομα από την οικογένεια ή είχατε και εργάτες;
Καμιά φορά στα φυτέματα βάζαμε και εργάτες. Παλιότερα δεν βάζαμε εργάτες, μαζευόταν οι οικογένειες και πηγαίνανε σήμερα στο δικό μου το χωράφι, την άλλη μέρα στου αλλουνού το χωράφι, την άλλη μέρα στου αλλουνού, δανεικά τα λέγαμε εμείς, με δανεικαριές. Αλλά μετά εάν δεν έβρισκες έτσι να κάνεις δανεικό, πορωνόμασταν και βάζαμε ειδικά για το φύτεμα, καμιά φορά και για το σκάλισμα και για το μάζεμα, αλλά πιο πολύ για το φύτεμα, αυτό ήταν το πιο αναγκαίο. Αν βρίσκαμε για το σκάλισμα, βάζαμε και μετά για το σκάλισμα είχανε βγει και τα πρεσάκια τα μικρά, τα σκαλιστικά που λέγαμε, και μας ξεκούραζαν και αυτά πιο πολύ. Βγήκαν και τα ψεκαστικά που παραγγέλναμε, γιατί το καπνό θέλει ράντισμα, που τα ραντίζουμε με τα ψεκαστικά και για αυτό είχαμε μεγαλύτερες αποδόσεις.
Μετά από πόσα χρόνια μπήκε η τεχνολογία στη ζωή σας;
Η τεχνολογία στη ζωή μας μπήκε από το, περίπου από το '75 και μετά. Δηλαδή εγώ αυτοκίνητο πήρα το '78 το αυτοκίνητο. Τη μηχανή με την αντλία για να ποτίζουμε την είχα. Μετά, αργότερα πήρα ψεκαστικό, γιατί πρώτα πήγαινα με το ψεκαστήρι που φορτωνόμασταν στην πλάτη. Δεκαπέντε κιλά περίπου νερό έπαιρνε μέσα, φάρμακο δηλαδή, ραντίζαμε με αυτά, αλλά το ψεκαστικό είχε μεγαλύτερη απόδοση και γινόταν και καλύτερη δουλειά. Μετά πήρα το ψεκαστικό, γιατί για να πάρεις ψεκαστικό έπρεπε να έχεις και αυτοκίνητο να το φορτώσεις με το βυτίο πάνω, να πηγαίνεις. Περίπου εκεί στην, εγώ εξοπλίστηκα περίπου στην δεκαετία του '80 με αυτά τα εργαλεία. Αυτά.
Τι φροντίδα χρειάζεται το φυτό;
Το φυτό τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχαν ασθένειες για το φυτό, ήθελε πότισμα και ελάχιστο ράντισμα. Μετά, πρέπει να ήταν δεκαετία '60, τώρα δεν θυμάμαι, τώρα, να ήταν '65; Που έπεσε περονόσπορος, μεγάλος περονόσπορος εδώ στην περιοχή και κατέστρεψε τα καπνά. Και τότε ο μακαρίτης ο πατέρας μου αναγκάστηκε, πήγαινε και δούλευε στην ΔΕΗ, κουβαλούσαν τους στύλους της ΔΕΗ τους ψηλούς εκείνους που ήταν ποτισμένοι με πίσσα, γιατί τα καπνά δεν τα μάζευαν που ήταν έτσι, γιατί φοβήθηκαν μην μείνουν απούλητα, ήταν πολύ ελάχιστα το καπνό που μαζέψαμε, αλλά μετά υπήρχε έλλειψη και τελικά αν τα μαζεύανε κι αυτά που ήταν αρρωστημένα, θα τα πουλούσαν, αλλά δεν το ξέρανε και τα παράτησαν στο χωράφι και πήγε και βρήκε μεροκάματο, δούλευε σκληρή δουλειά, καλοκαίρι, αναλόγως τον στύλο και τα έβαζε εκεί στον ώμο να τα πηγαίνουν και σε δύσκολα σημεία, όπως είναι η Κλεισούρα, να τα πηγαίνουν εκεί στον ώμο και θυμάμαι από την πίσσα εδώ ο ώμος που είχε κάνει εγκαύματα. Ερχόταν κάθε Σάββατο εδώ, παρότι ήταν κοντά, δεν βόλευαν οι συγκοινωνίες και ερχόταν κάθε Σάββατο εδώ, να πλυθεί λιγάκι, να ξεκουραστεί λίγο και μετά ξανά. Πέρασε και αυτός τότε πολύ δύσκολα και θυμάμαι το έλεγε και η μάνα μου που έλεγε: «Καλύτερα να μου πέθαινε ένα παιδί, παρά που έμεινε καλλιέργεια, γιατί με την καλλιέργεια μπορούν να πεθάνουν όλα», ήταν τόσο δύσκολες οι καταστάσεις.
Ο περονόσπορος που είπατε τι είναι ακριβώς;
Ο περονόσπορος είναι μία ασθένεια που πειράζει πολλά φυτά, τα κλήματα, δηλαδή το κλήμα, άμα το πάρεις, δεν το ραντίσεις και το πάρει περονόσπορος, δεν είναι ότι χάνεις αυτήν την χρονιά, μπορεί να ξεραίνεται το δέντρο, άμα δεν το προλάβεις, ή τμήματα του δέντρου. Είναι μία άσχημη ασθένεια, είναι μύκητας πρέπει να είναι αυτό σαν, εντάξει, δεν είμαι γεωπόνος να τα ξέρω αυτά, αλλά είναι και μεταδίδεται από φυτό σε φυτό[00:30:00] κι αν δεν το βρει ραντισμένο, κάνει ζημιά.
Οι καιρικές συνθήκες έπαιζαν ρόλο;
Σίγουρα έπαιζαν έπαιζαν ρόλο, όπως και τώρα παίζουν, σε όλες τις καλλιέργειες. Τότε επειδή δεν είχαμε νερά, δεν είχε γίνει το αρδευτικό που έγινε, αν θυμάμαι καλά, το αρδευτικό που είχαμε εδώ το '64. Τότε προσπαθούσαν οι πιο πολλοί, όχι οι πιο πολλοί, οι μισοί σχεδόν είχαν αυλάκι από το ρέμα, μπουλά το λέμε, βγάζανε το νερό και πότιζαν τα χωράφια και επειδή δεν έφτανε το νερό, θυμάμαι δύο μερόνυχτα είχε ο πατέρας μου, γιατί ήτανε λίγο το νερό, για να ποτίσει περίπου στα τρεισήμισι - τέσσερα στρέμματα καπνού, ήταν λίγο. Και, αλλά υπήρχαν και πηγάδια που είχαν αντλίες με... Οι αντλίες, την αντλία την είχαν κατεβασμένη κάτω στο πηγάδι περίπου, ανάλογα το βάθος που είχε το πηγάδι και ο κινητήρας που έδινε δύναμη, κίνηση στην αντλία ήταν από πάνω και με λουριά. Βάζανε το λουρί στην αντλία και μετά στον κινητήρα βάζανε μπροστά τον κινητήρα και αντλούσαν το νερό και πηγαίνανε και πότιζαν τα χωράφια και του χρεώνανε με την ώρα το νερό. Πηγάδια ήταν αρκετά, τώρα φυσικά έχουν εγκαταλειφθεί αυτά τα πηγάδια, τώρα εγκαταλείφθηκε και το αρδευτικό έργο και αυτοί οι παραγωγοί που μένουν που βάζουν λίγα καπνά, όχι αυτήν την ποικιλία που είχαμε, βάζουν ένα άλλο, μία άλλη ποικιλία καπνού, δυσκολεύονται να τα ποτίσουν, όπως και τα τριφύλλια και τα καλαμπόκια και τα κηπευτικά δεν τα - προσπαθούμε από το δίκτυο της ύδρευσης να φτιάξουμε να πουλήσουμε κανένα, γιατί το αρδευτικό είναι κατεστραμμένο από κακοδιαχείριση και αυτά και είναι και παλαιό.
Ποιες ήταν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες για το φυτό, που ήταν ιδανικές για το φυτό;
Η ζέστα. Το φυτό αυτό ήθελε ζέστα, αλλά ήθελε και νερό. Άμα είχε νερό και ζέστα, αναπτύσσονταν και γινόταν και καλή ποιότητα, και ποσότητα και καλή ποιότητα με τον καπνό, με το νερό και με την ζέστη. Και λιαζόταν και καλύτερα και γρηγορότερα, άμα έκανε ζέστη. Όπως και τότε που δεν είχαμε τα νάιλον και μετά με τα νάιλον, όσο, άμα είχε συννεφιά, αργεί και δεν έβγαινε και καλή ποιότητα, άμα έχεις συννεφιά.
Από τι κινδύνευε το φυτό;
Ήταν ο περονόσπορος, μετά ήτανε η μελίγκρα που ρουφούσε τις ίνες στις κορυφές του καπνού και ρουφούσε τους χυμούς και μετά ήτανε - εμείς το λέγαμε στάχτη ή πρέντζα, επιστημονικά λέγεται ιωδίου, κάπως έτσι το λένε. Εμείς το ξέραμε, δηλαδή άμα πάρεις το φάρμακο δεν γράφει ούτε στάχτη ούτε πρέντζα, πρέντζα που το λέγαμε εμείς, γιατί το φύλλο αυτό, αυτή η ασθένεια άσπριζε το φύλλο από πάνω και το έπιανες στα χέρια και έτριζε, δεν ήταν ελαστικό όπως ένα υγιές φύλλο από ένα υγιές φυτό, αυτό έτριζε και έσπαγε και άμα το μάζευες, δεν έπιανε καλή ποιότητα. Ήταν άχρηστο ούτε ο έμπορας όταν, γιατί περνούσαν οι έμποροι, όταν κάναμε την δεματοποίηση και αυτό να το πούμε. Το φθινόπωρο, όταν έπιανε φθινόπωρο κι αλλάζει ο καιρός, μαλάκωναν τα καπνά, έπιαναν οι βροχές και μαλάκωναν τα καπνά, τα ξεκρεμούσαμε από τις αποθήκες και από τα σπίτια που τα είχαμε κρεμασμένα, τα ανοίγαμε κάτω, τα χωρίζαμε στην μέση, τα κόβαμε τις κλωστές στις άκρες που ήτανε κομποθιασμένες και στην μέση με ένα ψαλίδι. Και άλλοι εν τω μεταξύ το κάνανε, μπαστιά το λέγαμε, στρώνανε από κάτω αρμάθες, αναλόγως τον χώρο που είχανε, τρία μέτρα μήκος και έφτιαχναν. Μετά είχανε τάβλες κατά τακτά διαστήματα, βάζανε τις τάβλες, μετά βάζανε και βάρος από πάνω, συνήθως πέτρες, πέτρες βάζανε να πατιέται. Και όταν έφτανε σε ένα ορισμένο σημείο, το ξαναπλάκωναν και μετά το παίρνανε αυτό που ήταν πιεσμένο, το βάζανε, είχαμε καλούπια ξύλινα. Το στρώναμε κάτω, τσόλια τα λέγαμε, το τσόλι είναι μία λινάτσα, πώς είναι το τσουβάλι, ανοιγμένο. Το βάζαμε κάτω, βάζαμε το καλούπι από πάνω, στρώνουμε κάτω, βάζαμε το καλούπι από πάνω, όχι όλο, το τσόλι εξείχε από το καλούπι και όταν το καλούπι γέμιζε, σταδιακά το πάταγαν πάλι αυτό και όταν γέμιζε, το ξαναπάταγαν πάλι, μετά έβγαζαν το καλούπι κι έπαιρναν αυτό το τσόλι που εξείχε, το γυρνούσαμε και το ράβανε το δέμα για να μη σκορπίσει. Δηλαδή το ράβανε, το τσόλι κάλυπτε τρεις μεριές και από την άλλη μεριά ήταν τα σχοινιά που το ράβανε, επίσης το ράβανε και από 'δώ και από 'κεί, από τις όψεις που ήτανε το κοτσάνι, γιατί το φύλλο του καπνού πήγαινε προς τα μέσα και τα κοτσάνια εξείχαν από τις δύο πλευρές. Το κάναμε δεματοποίηση, μετά τα αποστιάζαμε μέχρι να έρθει ο έμπορος, τα γυρνούσαμε αυτά τα δέματα να μη μουχλιάσουν. Θυμάμαι μία φορά με τη γυναίκα μου δεύτερη μέρα, γιατί είχε πολλούς νοτιάδες και δεύτερη μέρα Χριστουγέννων που είχε βάλει έναν βοριά, πάω να δω τα δέματα, να τα γυρίσω, κοιτάω, είχανε μουχλιάσει ορισμένα και Χριστούγεννα κάναμε στην αποθήκη καθαρίζοντας τα δέματα από την μούχλα. Ήταν και αυτή πολύ δύσκολη περίοδος.
Οι άνθρωποι ζούσαν αποκλειστικά από τα καπνά ή έκαναν κι άλλες δουλειές;
Έκαναν κι άλλες δουλειές. Όταν έπιανε ο Ιούνιος κοίταζες κάτω, γιατί εκείνα τα παλιά τα χρόνια δεν βάζανε μέχρι κάτω, τώρα μετά βάζανε μέχρι τη λίμνη κάτω βάζανε καπνό, δεν βάζανε τότε μέχρι κάτω καπνό. Σιτάρια, καλαμπόκια και τριφύλλια, πολλά σιτάρια βάζανε και τον Ιούνιο, τον λένε και θεριστή, τα θέριζαν με τα δρεπάνια, έχω δρεπάνια πέρα στην αποθήκη. Καθάριζαν, πηγαίναν εκεί, τα θέριζαν, έπαιρναν, με το ίδιο το σιτάρι έπαιρναν δέκα στάχυα μαζί καθώς ήταν μαλακά και το δένανε δεμάτι το σιτάρι και μετά αυτά τα φόρτωναν με τα ζώα και τα μεταφέρανε εδώ σ' εμάς, τα μεταφέρανε εδώ πιο πέρα που είναι τα Τραγουλέικα τώρα, δεν ήταν σπίτια τότε εκεί και τα μεταφέρανε οι παραγωγοί και μετά ερχότανε η μηχανή και αυτήν την μηχανή την έσερνε τρακτέρ και με το τρακτέρ έδινε κίνηση στην μηχανή με λουριά και βγάζανε τα σιτ[00:40:00]άρια και θυμάμαι πιτσιρικάδες εμείς πηγαίναμε και κάναμε - ούτε τα αγάνια να μας τρώνε, ήμασταν σκληραγωγημένοι, γιατί το αγάνι πιάνει φαγούρα, εμείς τίποτα, κάναμε, παίζαμε μέσα στα άχυρα, σωρό το άχυρο, πάνω κάναμε βουτιές μέσα στα άχυρα. Παίρνανε τον καρπό, τον βάζανε, τον λιάζανε, μετά πλένανε το σιτάρι και πηγαίνανε στον μύλο και το θυμάμαι χαρακτηριστικά, έφτιαχναν, μπουγάτσα το λέγανε, ένα ψωμί χωρίς προζύμι που ήτανε νοστιμότατο, με φρέσκο σιτάρι. Και είχαν το σιτάρι εκεί και όποτε δεν είχανε αλεύρι πήγαιναν στον νερόμυλο, γιατί υπήρχε νερόμυλος εδώ στην Γραμματικού τώρα, πού είναι τα πλατάνια, από κάτω υπήρχε νερόμυλος ήτανε και στο Κεράσοβο, ήτανε, πήγαιναν εκεί και το αλέθανε το σιτάρι. Επίσης, η διαδικασία ήτανε και με το καλαμπόκι. Άμα ήτανε λίγο, καθόμασταν και το ξεφλουδίζουμε με το χέρι, το μεταφέραμε με τα ζώα με τα κοφίνια μ' αυτές τις καλάθες που μεταφέραμε και τον καπνό τα μεταφέραμε στο σπίτι, σε μία αυλή καθόμασταν όλοι, ειδικά τα βράδια, την ημέρα έκαναν άλλες δουλειές. Τα βράδια ξεφλουδίζαμε το καλαμπόκι και μετά με κανένα ξύλο το στουμπούσαμε, «Πάμε να στουμπήσουμε καλαμπόκι» λέγαμε, για να φύγουνε, να ξεκολλήσει, όταν λιαζόταν, άμα λιάζεται, ξεκολλάει ο καρπός από το κοτσάνι ή άμα ήταν λιγότερο, το κάναμε με το χέρι για τα ζώα και φτιάχναμε και αλεύρι. Με τα τριφύλλια πάλι είχαμε τις λεγόμενες κοσσές. Η κοσσά είναι μία λάμα περίπου στα εβδομήντα εκατοστά μήκος με έξι εκατοστά φάρδος την προσαρμόζουμε σε ένα σε ένα ξύλο και με αυτό πηγαίνανε και κόβανε τα τριφύλλια και πηγαίναμε μετά με καλούπια, βάζαμε μέσα στο καλούπι, το καλούπι πρέπει να 'ταν ένα επί πενήντα ή επί εξήντα κι άλλο ένα βάθος, βάζαμε μέσα από μία αγκαλιά, ανεβαίναμε απάνω, το πατούσαμε, μετά ξανά και ξανά και ξανά και μετά, εφόσον είχαμε στρώσει σύρματα από κάτω, το βγάζαμε, το δέναμε με τα σύρματα και μετά το βγάζαμε από το καλούπι και γίνονταν μπάλες. Αλλά υπήρχαν και ορισμένες μηχανές χειροκίνητες που έφτιαχναν μπάλες, όπως φτιάχνουνε σήμερα τα σύγχρονα μηχανήματα, οι πρέσες. Εκεί ένας τάιζε την πρέσα και ο άλλος ήταν μία μανιβέλα που το πίεζε, το πίεζε, το πίεζε και όταν - είχαν περασμένα σύρματα - και όταν γινόταν το δέμα, το δένανε, στρίβανε τα σύρματα και το βγάζανε έξω και μετά συνέχιζαν έτσι. Αυτές έπιαναν, οι μπάλες ήταν καλύτερες που τις δένανε με αυτήν, με την μηχανή, γιατί φορτωνόταν καλύτερα και έπιανε και λιγότερο χώρο στην αποθήκη μέσα.
Ενότητα 4
Επιδοτήσεις και αποζημιώσεις. Ευτράπελα. Οι έμποροι καπνού και ο Οργανισμός Καπνού
00:44:10 - 00:57:48
Να ρωτήσω, παίρνετε επιδοτήσεις για τα καπνά;
Εγώ δεν πήρα επιδότηση, γιατί για να πάρεις επιδότηση έπρεπε να έχεις ορισμένες προϋποθέσεις, να δηλώνεις τα στρέμματα, ερχόταν έλεγχος, όχι σε όλους, αλλά άμα ερχόταν έλεγχος, έπρεπε να αποδείξεις ότι... Με αποτέλεσμα εγώ που είχα και την δουλειά, που δούλευα στην ΔΕΗ, οικονόμαγα, έβγαινα έξω, έκανα διάφορες δουλειές με την ΔΕΗ. Στην αρχή με είχαν προσλάβει για ένα κυλικείο που είχαν, μετά τους έκανα ξυλουργικές δουλειές με την θέλησή μου, δεν μπορούσαν να μου το επιβάλλουν και μετά κι άλλες δουλειές εκεί απ’ την υπηρεσία, καλούπια, μπετά, σε υποσταθμούς να κόβουμε χόρτα, γιατί ο υποσταθμός θα έπρεπε να είναι καθαρός, να ραντίζουμε πάλι με ζιζανιοκτόνα, οπότε δεν με συνέφερε και την είχα δώσει την άδεια του καπνού, την είχα πουλήσει, οπότε δεν έπαιρνα επιδοτήσεις. Αυτοί που την κράτησαν έπαιρναν και δεν ξέρω αν παίρνουν ακόμα επιδοτήσεις.
Σε περίπτωση καταστροφής παίρνετε αποζημιώσεις;
Σε περίπτωση καταστροφής, αν έπεφτε χαλάζι, μόνο με χαλάζι παίρναμε αποζημίωση. Τώρα, μία χρονιά μάς τα έριξε κάτω σε δύο σημεία που είχα, γιατί τα περιποιήθηκα καλά, πήγαινα, τα σκάλιζα με το φρεζάκι με το σκαλιστικό που είχα, τα σκάλισα καλά και ήταν πολύ αφράτο το χώμα. Είχε πιάσει η βροχή, ήπιε νερό και μετά με τον αέρα και τα έστρωσε όλα κάτω. Όταν πέφτει κάτω το καπνό, είναι πιο ευαίσθητο στα ζιζάνια και στην στάχτη αυτή και στον περονόσπορο, σε όλα. Και δεν μαζεύεται και εύκολα, γιατί εκεί που θα πέσει κάτω, μετά θα κάνει μία καμπύλη, το φυτό ξανασηκώνεται, θέλει να σηκωθεί όρθιο, αλλά το μισό είναι κάτω και δυσκολευόμασταν πολύ για μάζεμα και θυμάμαι εκείνη την χρονιά, όταν πήγα εκεί, με έπιασε απελπισία. Ήρθα, το είπα εδώ στην γυναίκα, έβαλε τα κλάματα, «Και τι θα κάνουμε;», αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε να κάνουμε υπομονή να το μαζέψουμε, γιατί ήμουνα χρεωμένος, είχα ξεκινήσει το σπίτι και χρώσταγα λεφτά και έκανα υπομονή και, δόξα τω Θεώ, τον μαζέψαμε όλο τον καπνό, δεν πετάξαμε καπνό. Το είχα ραντίσει καλά για να μην αρρωστήσει και σιγά-σιγά ξεκινούσαμε από την νύχτα, την νύχτα είχαμε φως βέβαια, αλλά δεν μπορούσες να κάνεις, αλλά παρόλα αυτά, την ημέρα μάζευαν πιο πολύ, όταν έφεγγε, μάζευαν πιο πολύ και τα καταφέραμε και το μαζέψαμε, γιατί ήταν δύσκολο, γιατί και στο αρμάθιασμα ήταν δύσκολο, γιατί στράβωνε και το κοτσάνι από το φύλλο του καπνού. Αυτά, για αυτό δεν έδινε, ο ΟΓΑ δεν έδινε αποζημίωση για αυτό, μόνο αν έπεφτε χαλάζι, τότε έδινε αποζημίωση, κάποια αποζημίωση.
Κάποια όμορφη ανάμνηση;
Όμορφη ανάμνηση και νοσταλγία ήταν που πηγαίναμε και κοιμόμασταν κάτω το βράδυ, ήταν υπέροχα. Βέβαια, μας κακοφαίνονταν τη νύχτα που ξυπνούσαμε, να βγεις τώρα από τη ζέστα μέσα και να έχει και δροσιά και αυτά, αλλά ήταν ωραία όμως. Ειδικά όταν πηγαίναμε για άλλες δουλειές ή για να δέσουμε τριφύλλι, περιμέναμε πότε θα πέσει η δροσιά να μαζέψουμε το τριφύλλι με τις τσουγκράνες και τα δεκριάνια. Να το μαζέψουμε και σιγά - σιγά το πρωί να το δέσουμε και τότε, όταν σουρούπωνε, έπαιρνε να νυχτώνει, είχαμε φτιαγμένο το γιατάκι που λέγαμε, με καλαμιά από τα σιτάρια, γιατί, είπαμε, υπήρχαν πολλές καλαμιές τότε από τα σιτάρια και θυμάμαι μία φορά είχε ένα φεγγάρι, κοιμόμασταν και τότε οι βοσκοί τα πρόβατα τα βόσκανε και τη νύχτα που είχε δροσιά και έπαιζε πιο πάνω ένας φλογέρα, μία φλογέρα, αυτή ήταν η καλύτερη ανάμνηση.
Θυμάστε κάποιο ευτράπελο να είχε συμβεί στα διαλείμματα που κάνατε;
Πολλά γινόταν τότε. Όταν πηγαίναμε στον καπνό, λέγαμε όποιος ήθελε να ενεργηθεί, να τον βγάλει το στομάχι του, πηγαίναμε εκεί που είχαμε μαζέψει καπνό. Κάνει ο αδερφός μου μία φορά, πάει εκεί μπροστά που ήταν αμάζευτο το καπνό. Εμένα με ενοχλούσε η μέση, από παιδί με ενοχλούσε η μέση και ήθελα να πάω να, ξάπλωνα για λίγο μέσα στην αρμαθιά του καπνού για να ξεκουραστώ. Εκεί που ξάπλωσα πήγα να καθαριστώ εδώ στο στήθος μου[00:50:00] και όταν πήγα στο φως, «Κάτι μυρίζει, κάτι μυρίζει», λέγανε όλοι και όταν πήγα στο φως, την γκαζολίνη το λέγαμε, το γκαζολίνη ήταν ένα εργαλείο, είχε, ήταν σε τρία μέρη αυτό. Στο ένα μέρος βάζαμε μέσα το κάρβουνο, την ασετυλίνη, μετά το κουπώναμε, το βάζαμε σε ένα άλλο σαν κουβαδάκι και βάζαμε νερό εκεί μέσα και τότε η ασετυλίνη άρχισε να βγάζει αέριο, μόλις έκανε από το νερό. Μπροστά είχαμε το μπεκ και το ανάβαμε και φώτιζε καλά. Καλά, εντάξει. Και όταν πήγα εκεί, πού να βρεις νερό να πλυθείς, δεν είχαμε κι άλλα ρούχα να αλλάξουμε εκεί. Με κάτι παλιοχόρτα, με χώμα, έριχνα απάνω, αυτά ήταν από τα πιο ευτράπελα.
Πώς γινόταν η επιλογή τότε των καπνών για το εμπόριο; Ποια ήταν η διαδικασία;
Η επιλογή ερχόταν εδώ, όταν τα είχαμε κάνει δέματα και το βαθμολογούσαν αναλόγως την ποιότητα. Αν είχες καλή ποιότητα, έπαιρνες και καλή τιμή. Πάντα δεν συνέβαινε πάντα έτσι, γιατί στην Ελλάδα ζούμε, δεν ήταν αντικειμενικοί, μπορεί να είχες καλή ποιότητα και να μη σου βάλει καλή τιμή και ένας άλλος που να είχε κατώτερη ποιότητα να πάρει καλύτερη τιμή από εσένα. Έτσι γινόταν και όταν ξεκίναγε, την άνοιξη που ξεκίναγε συνήθως η αγορά των καπνών, εκεί γινόταν τα παζάρια. Έδειχναν ενδιαφέρον, όποιος πλήρωνε περισσότερα, τα δίναμε τα καπνά.
Αυτό με τους εμπόρους πόσα χρόνια κράτησε;
Αυτό με τους εμπόρους κράτησε μέχρι '90, αν θυμάμαι καλά. Και ακόμα υπάρχουν έμποροι που παίρνουν αυτά τα, που βγάζουν τώρα, αυτήν την ποικιλία που βγάζουν τώρα. Δηλαδή τότε έδινε έδινε μία τιμή το κράτος, αλλά έδινε και κάποια, ένα μέρος ο Οργανισμός Καπνού και όσα καπνά δεν τα ήθελε να τα πάρει ο έμπορος, δεν ήταν καλής ποιότητας, αυτό ήταν το άσχημο, που ερχόταν ο Οργανισμός Καπνού και τα έπαιρνε όλα. Και στο τέλος τα έκαιγε, γιατί δεν ήταν εμπορεύσιμα και αυτό ήτανε, δεν ήτανε καλό αυτό, γιατί ο άλλος λέει: «Απούλητο δεν μου μένει» και κοίταζε ποσότητα, δεν κοίταζε ποιότητα. Ήταν από τα αρνητικά αυτά.
Αυτός ο Οργανισμός Καπνού που είπατε τι ήτανε και τι αρμοδιότητες είχε;
Είχε αυτήν την αρμοδιότητα, προστάτευε κατά κάποιον τρόπο τους παραγωγούς από τους εμπόρους, δηλαδή ήταν σαν - πώς να το πούμε τώρα; - σαν εγγυητής Αν δεν σου το πάρει ο έμπορος, θα σου το πάρει ο Οργανισμός Καπνού, φυσικά όχι, με κατώτερη τιμή, αλλά ο άλλος άμα είχε ποσότητα, δεν κοίταζε ποιότητα κι είχε ποσότητα, τον συνέφερε. Και έκανε κακό, ο Οργανισμός Καπνού σε αυτήν την περίπτωση έκανε κακό, έπρεπε να μην παρεμβαίνει, για να υπάρξει ενδιαφέρον από όλους να βγάζουν καλή ποιότητα.
Σας έχει τύχει έμπορος που να προσπάθησε να σας εξαπατήσει;
Εγώ δεν θυμάμαι προσωπικά, αλλά οι έμποροι συνήθως, το εμπόριο είναι αισχρό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ερχότανε εδώ, στο δικό μας, στην δικιά μας την αποθήκη, κοίταζε τον καπνό. Μετά έβγαζε ορισμένες αρμάθες δήθεν για δείγμα, αυτοί δεν έβγαζαν αυτό, γιατί μία αρμάθα από μένα, μία από τον άλλον, μία από τον άλλον, γινόταν κάποια ποσότητα και την ωφελούνταν αυτοί, δήθεν για δείγμα.
Το κέρδος από τα καπνά ήταν αρκετό; Επίσης, από τι εξαρτιόταν το κέρδος που θα είχατε;
Το κέρδος βασικά ήταν από την ποσότητα. Και από την ποιότητα και από την ποσότητα, για αυτό είπαμε, όταν εκσυγχρονιστήκαμε, είχαμε το μέσο μεταφοράς, είχαμε το ραντιστικό, είχαμε το σκαλιστικό, είχαμε την αρμαθιαστική μηχανή, κάναμε μεγάλη παραγωγή, είχαμε περισσότερα κέρδη. Παλιά δύσκολα τα φέρναμε βόλτα όλοι, γιατί πώς να πας με ζώα; Ερχόμασταν, πηγαίναμε κουρασμένοι, ερχόμασταν κουρασμένοι, άντε μετά να καθίσεις με τη βελόνα, δεν είχαμε απόδοση και κουραζόμασταν πιο πολύ και δεν είχαμε απόδοση, αλλά μετά κουραζόμασταν, αλλά είχαμε απόδοση. Βάζαμε περισσότερα στρέμματα, αλλά πηγαίναμε εκεί, μαζεύαμε, καλά, για το φύτεμα μετά βγήκανε και οι φυτευτικές μηχανές, το φύτεμα με μηχανές. Κι αυτό μεγάλο όφελος με τις μηχανές. Ο εκσυγχρονισμός ήτανε και ξεκούραση και κέρδος. Κουραζόμασταν και τότε με τον εκσυγχρονισμό, αλλά όχι τόσο πολύ. Δεν μας έπαιρνε να ανάβουμε το φως να αρμαθιάσουμε ή να μας μείνει για την άλλη μέρα, είχαμε την μηχανή εκεί, πέφταμε πάνω καταπάνω, μεσημέρι συνήθως τελειώναμε. Το πηγαίναμε μετά, φορτώναμε τις αρμάθες, πηγαίναμε στην λιάστρα, κολώναμε το αυτοκίνητο στην λιάστρα, τις απλώνουμε, μετά ερχόμασταν εδώ, κάναμε το μπανάκι μας, τρώγαμε και πέφταμε για ύπνο, το απόγευμα ξαναξεκινούσαμε πάλι.
Στην οικογένειά σας υπήρχαν άτομα τα οποία κάπνιζαν;
Φυσικά, πρώτος ήταν ο πατέρας μου. Μετά από μικρός άρχισα εγώ, περίπου στα δεκατέσσερα και μετά και τα άλλα, και ο αδερφός μου που ήταν μεγαλύτερος, έναν χρόνο μεγαλύτερος, όλοι. Τώρα από την μάνα μου, τρεις άντρες που ήμασταν, τέσσερις άντρες που ήμασταν στο σπίτι καπνίζαμε όλοι.
Είχατε επηρεαστεί από την ενασχόλησή σας με τα καπνά;
Όχι, όχι, το θεωρούσαμε μαγκιά. Το να καπνίζουμε το θεωρούσαμε μαγκιά.
Ενότητα 5
Γνωστές καπνοβιομηχανίες, το τέλος της ενασχόλησης με τα καπνά και απολογισμός
00:57:48 - 01:04:49
Η πιο γνωστή καπνοβιομηχανία ποια ήταν;
Ήταν ο Παπαστράτος. Ήταν ο Παναγόπουλος, αλλά ο πρώτος ήταν ο Παπαστράτος. Παναγόπουλος, Ηλιού, τώρα δεν θυμάμαι ποιοι άλλη ήταν, αυτοί.
Γνωρίζετε τίποτα για αυτές τις καπνοβιομηχανίες;
Ναι, ο Παπαστράτος είχε αποθήκες και ο Παναγόπουλος είχε στο Αγρίνιο. Όταν τα αγόραζε απ' εμάς, τα πήγαιναν εκεί. Είχε εργάτες που τα επεξεργαζόταν εκεί μέσα, τώρα ακριβώς την επεξεργασία που κάνανε, τα κάνανε μικρά δέματα, δεν ξέρω ακριβώς. Ή κάνανε κάποια κατάταξη. Δούλευε πολύς κόσμος σε αυτές τις αποθήκες και μετά από εκεί, πρώτον, τα πήγαιναν στα εργοστάσια Πειραιά, Καλαμάτα, δεν ξέρω πού ήταν εκεί τα εργοστάσια που έφτιαχναν τα τσιγάρα.
Γνωρίζετε κάποιον που δούλευε στην καπνοβιομηχανία αυτήν;
Ναι, ήταν ένας Κατσιγιάννης Αθανάσιος λεγόταν, ο οποίος πέθανε, γιατί αυτοί μέσα στην καπναποθήκη ήταν πολύ ανθυγιεινή η δουλειά, όπως ανθυγιεινό ήταν που είχαμε κι εμείς τα βαντάκια κι από κάτω κοιμόμασταν, κάτω από τα βαντάκια κοιμόμασταν, ήταν πολύ ανθυγιεινά. Χαρακτηριστικά θυμάμαι αυτά. Ήταν ο μπάρμπα Τάσος Καρέτσας, τώρα δεν υπάρχει κανένας από αυτούς, έχουνε πεθάνει. Ο μπαρμπα Τάσος ο Καρέτσας που δούλευε εκεί μέσα και μετά συνέχισε και ασχολούνταν, ήταν μεσίτης σε έμπορο, γιατί ο έμπορος σε κάθε χωριό είχε τον άνθρωπό του. Είχε τον μεσίτη του. Άλλοι ήταν αισχροί οι μεσίτες, ο μπάρμπα Τά[01:00:00]σος ο Καρέτσας ήταν από τους καλούς ανθρώπους, τους καλούς μεσίτες, δεν κοίταζε να εκμεταλλευτεί τον παραγωγό.
Πότε σταματήσατε να βάζετε καπνά;
Εγώ δεν θυμάμαι ακριβώς, δεκαετία του ‘90 πρέπει να σταμάτησα να βάζω καπνό, γιατί είχανε φύγει τα παιδιά μου. Έμεινα εγώ και η γυναίκα μου, ο γιος μου ήταν μικρός τότε, οπότε τράβαγα με το κάρο και παράλληλα εγώ είχα και τη δουλειά. Και κοίταγα, ούτε δεν με συνέφερε να μη βγαίνω έξω εκτός έδρας, γιατί όταν έβγαινα με την δουλειά μου εκτός έδρας, έπαιρνα καλά λεφτά, οπότε δεν με συνέφερε να βάλω καπνό, για αυτό πούλησα την άδεια και σταμάτησα να βάζω καπνό και κυνηγούσα εκεί, την δουλειά, όπως είπαμε, διάφορους, πότε σε υποσταθμούς να ραντίζω χόρτα, να κόβω χόρτα, πότε να φτιάχνουμε καλούπια και να ρίχνουμε μπετά, λίγες ξυλουργικές τα πρώτα χρόνια που ασχολήθηκα ειδικά που φτιάξαμε ξυλουργείο στη δουλειά. Τα πρώτα χρόνια έφτιαχνα διάφορα εκεί για την υπηρεσία, εδώ για τον τομέα που ήμασταν, αλλά και για τους υποσταθμούς που είχε ο τομέας. Διάφορα, ό,τι θέλανε, τραπέζια θέλανε, ντουλάπια, ταβάνια θέλανε, βιβλιοθήκες θέλανε, γραφεία θέλανε, έχω φτιάξει πολλά. Σε ένα κτήριο που φτιάξανε εκεί κάτω τελευταία έφτιαξα όλες τις πόρτες. Μετά, με στέλνουν να πάρω προσφορά από μία εταιρεία, το "sato" και από άλλες εταιρείες για γραφεία και τέτοια, τους πήγα την προσφορά και μου λέει ο διευθυντής: «Μπορείς να τα φτιάξεις;», λέω: «Βεβαίως μπορώ» και τους έφτιαξα πολλά γραφεία όπως τα θέλανε σχεδιασμένα και πιο ανθεκτικά, γιατί είχανε πάρει από μία άλλη εταιρεία, τα είχαν επισκευάσει όλα. Από αυτά τους έφτιαξα εγώ, δεν χρειάστηκε να επισκευαστεί ποτέ κανένα, ακόμα τώρα τα έχουν.
Τώρα που τα θυμηθήκατε όλα αυτά, πώς νιώθετε;
Νιώθω δικαιωμένος, γιατί κατάφερα, πάντρεψα τα παιδιά, φυσικά προίκες σε ρευστό δεν είχα να τους δώσω ούτε σπίτια, αλλά τα έπιπλά τους, τα ρούχα τους, ό,τι χρειάζεται ένα σπίτι για να ανοίξει, τα ηλεκτρικά τους, τα γυαλικά τους, τα πάντα, ό,τι χρειάζεται ένα σπίτι εκτός από σπίτι. Και στο γυμνάσιο τα έστειλα ασχέτως, και στο λύκειο, ασχέτως που δεν προχώρησαν και για ξένες γλώσσες τα έστειλα ασχέτως αν δεν πήγαιναν καλά, δεν μάθανε ξένες γλώσσες. Εγώ προσπάθησα, οπότε είμαι δικαιωμένος με την δουλειά που έκανα. Και σπίτι έφτιαξα που δεν είχαμε σπίτι, δίναμε μάχες με τα ποντίκια στο παλιό σπίτι που ήμασταν, μοιραζόμασταν το ψωμί χωρίς υπερβολή. Είναι ευτύχημα που δεν πάθαμε καμία λεπτοσπείρωση, γιατί δεν είχαμε σπίτι Η μάνα μου ήτανε ιδιότροπη, μας πέταξε έξω από μία κουζινούλα που είχαμε και αναγκάστηκα να φτιάξω ένα πρόχειρο σε ένα υπόγειο που είχαμε. Εκεί ήταν η κουζίνα και υπνοδωμάτιο, θυμάμαι, και δίπλα το είχαμε σαν αποθήκη και να ακούς τα ποντίκια, είχα φτιάξει μία ψευτοδιαίρεση και ένα ψευτοταβάνι και να ακούς από πάνω από το ταβάνι έκαναν παρέλαση δίπλα από την αποθήκη που είχαμε το ψωμί. Τα ποντίκια έβρισκαν τρόπο και πήγαιναν και έβαζαν χέρι στο ψωμί.
Αν δεν έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο πάνω σε αυτό, θα κλείσουμε.
Δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω, εκτός και αν θέλετε να με ρωτήσετε κάτι άλλο εσείς.
Όχι, εγώ είμαι καλυμμένη.
Ωραία.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να 'στε καλά.
Περίληψη
Μέσα στα καπνά μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Οι νεότεροι λίγα πράγματα γνωρίζουν για τον τομέα αυτόν που για κάποιους αποτέλεσε και το μοναδικό τους εισόδημα. Ο κύριος Δημήτρης μοιράζεται μαζί μας τις εμπειρίες της ζωής του και μας αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία για τα καπνά, καθώς και το πώς ήταν η ζωή όσων επιδόθηκαν σε αυτές τις εργασίες. Καταθέτει τη διαδικασία φυτέματος και συγκομιδής, αλλά και τις αντιξοότητες που καλούνταν οι παραγωγοί να αντιμετωπίσουν. Τέλος, μιλάει για τις συνθήκες που επικρατούσαν ως προς την αξιολόγηση και την πώληση του προϊόντος, καθώς και για γνωστές καπνοβιομηχανίες κλείνοντας με έναν θετικό απολογισμό για όσα ο ίδιος κατάφερε.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Ντζάνης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Στέκα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/11/2022
Διάρκεια
64'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο Αφηγητής είναι ο παππούς της Ερευνήτριας.
Περίληψη
Μέσα στα καπνά μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Οι νεότεροι λίγα πράγματα γνωρίζουν για τον τομέα αυτόν που για κάποιους αποτέλεσε και το μοναδικό τους εισόδημα. Ο κύριος Δημήτρης μοιράζεται μαζί μας τις εμπειρίες της ζωής του και μας αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία για τα καπνά, καθώς και το πώς ήταν η ζωή όσων επιδόθηκαν σε αυτές τις εργασίες. Καταθέτει τη διαδικασία φυτέματος και συγκομιδής, αλλά και τις αντιξοότητες που καλούνταν οι παραγωγοί να αντιμετωπίσουν. Τέλος, μιλάει για τις συνθήκες που επικρατούσαν ως προς την αξιολόγηση και την πώληση του προϊόντος, καθώς και για γνωστές καπνοβιομηχανίες κλείνοντας με έναν θετικό απολογισμό για όσα ο ίδιος κατάφερε.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Ντζάνης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Στέκα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/11/2022
Διάρκεια
64'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο Αφηγητής είναι ο παππούς της Ερευνήτριας.