Η ποντιακή μουσική και παράδοση μέσα από τα μάτια του τραγουδιστή Παναγιώτη Θεοδωρίδη
Ενότητα 1
Τα παιδικά-εφηβικά χρόνια και τα πρώτα βήματα στο ποντιακό τραγούδι
00:00:00 - 00:17:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, το ανοίγω. Καλημέρα! Καλημέρα, καλημέρα, Μαρία. Λοιπόν, βρισκόμαστε στην Κοζάνη με τον κύριο Παναγιώτη Θεοδωρίδη. Ο μήνας έχει 3…ι σήμερα καλλιτεχνικά. Γιατί αν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν θα είχα αυτά τα εφόδια, για να τραγουδάω σήμερα ποντιακά με τον τρόπο που τραγουδάω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Αναμνήσεις από τους παππούδες και σχέση με την ποντιακή παράδοση
00:17:08 - 00:43:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία! Ας τα πάρουμε λίγο από την αρχή και να τα αναλύσουμε λίγο περισσότερο. Ζούσατε σε ένα χωριό καθαρά ποντιακό, μου είπατε, και ζούσατε …κέπτομαι τα χωριά, είναι αυτός, ότι ακούω ζωντανή την ποντιακή μας διάλεκτο. Είναι ζωντανή, ζει, είναι ζώσα. Αυτό με τρελαίνει, με γεμίζει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Αναστοχασμός για τη μέχρι τώρα καλλιτεχνική πορεία
00:43:26 - 01:21:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάπου εκεί στα 14-15 μού είπατε ότι ξεκινήσατε το τραγούδι, και στο πλαίσιο της χορωδίας και μετέπειτα. Τι συναισθήματα έχετε από αυτό το κο…άν’ κάπου και να μη μπορούνε. Εμείς ίσα ίσα χαιρόμαστε και επιδιώκουμε αυτή την αγάπη κι αυτό το συναίσθημα που εισπράττουμε από τον κόσμο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η περίοδος του Covid, η μετα-Covid εποχή και ευχαριστίες
01:21:14 - 01:44:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και φτάνουμε στη σύγχρονη εποχή και στο 2020, που χτυπάνε τα τηλέφωνα όλων, έρχεται μήνυμα από την Πολιτική Προστασία ότι η κατάσταση είναι …μαι αυτά που σου είπα, κάπου, κάποιον να τον αγγίξουν, να του φανούν έτσι χρήσιμα. Έστω κι έναν άνθρωπο, κέρδος θα ’ναι. Να είστε σίγουρος!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Λοιπόν, το ανοίγω. Καλημέρα!
Καλημέρα, καλημέρα, Μαρία.
Λοιπόν, βρισκόμαστε στην Κοζάνη με τον κύριο Παναγιώτη Θεοδωρίδη. Ο μήνας έχει 3, είναι Αύγουστος του 2023. Εγώ να πω ότι λέγομαι Καλεμκερίδου Μαρία και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Κύριε Παναγιώτη, ο λόγος σε εσάς.
Για πείτε μας, τι θέλετε να εξιστορήσουμε;
Να μας πείτε για τη ζωή σας.
Μάλιστα… Λοιπόν, εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα αμιγώς παραδοσιακό χωριό, το Πρωτοχώρι Κοζάνης. Είναι γνωστό στον ποντιακό κόσμο ως Πορτοράζ. Πορτοράζ μάλλον είναι μια σλάβικη λέξη που σημαίνει «πέρασμα». Ήτανε πέρασμα το χωριό και εκεί εγκαταστάθηκαν το 1923 πρόσφυγες, κυρίως προερχόμενοι από τα χωριά της επαρχίας Τραπεζούντας και πιο συγκεκριμένα από χωριά της Ματσούκας. Αλλά παρ’ όλα αυτά, έχει και αρκετούς άλλους που είναι από την… λιγότερους βέβαια, που προήλθανε από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη στο χωριό μας. Αυτό που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, μεγαλώνοντας στο χωριό, είναι το γλυκό νανούρισμα της γιαγιάς μου, της Ποινής, πώς λέμε τη Δέσποινα στα ποντιακά, που με νανούριζε στα ποντιακά, με τραγούδια έτσι και μοιρολόγια ποντιακά. Αυτοί οι ήχοι έχουνε περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια και λες και δεν έχουνε φύγει ποτέ από μέσα μου, από τα αυτιά μου, από το κεφάλι μου. Δηλαδή καμιά φορά ξαπλώνω, λίγο προτού κοιμηθώ, και ξες, έρχονται έτσι απρόσκλητοι αυτοί οι ήχοι και γεμίζουνε το συναισθηματικό μου, ας το πούμε, τοπίο και φορτίο. Ναι, λοιπόν, όταν τα άλλα παιδιά, ίσως στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα νανούριζαν οι γονείς τους ή οι γιαγιάδες τους με τα κλασικά που ακούνε όλα τα παιδιά, εγώ είχα την ευλογία, θέλω να πω, να με νανουρίζει η γιαγιά μου στα ποντιακά, να μου τραγουδάει ποντιακά. Αυτό άρχισε να μπολιάζεται μέσα μου και πιτσιρικάκι ακόμα θυμάμαι, έτσι έχω αρκετές εικόνες από παππούδες που ερχόντουσαν στο σπίτι, και μάλιστα πολλές φορές βάρβαρες ώρες, αργά το βράδυ, φεύγανε από το καφενείο, είχανε μία λύρα, παρέα, καθόντουσαν, τραγουδούσανε. Και με κάνει εντύπωση πως, όσες φορές θυμάμαι αυτό το σκηνικό, θυμάμαι μία γιαγιά, ακόμη και να κοιμάται, ή η μητέρα μου κτλ., να τινάζονται όρθιες εκεί, για να μαγειρέψουν, να… ας το πούμε, να σερβίρουνε τους καλεσμένους. Οι οποίοι πίνανε τα τσίπουρά τους, τα κρασιά τους, παίζανε λύρες, τραγουδούσανε. Μάλλον ήτανε και οι περισσότεροι λίγο υπό την επήρεια του τσίπουρου από το καφενείο κτλ. και, τέλος πάντων, το ξενυχτούσανε. Είναι μία δεύτερη εικόνα που μου έχει μείνει έντονα χαραγμένη στη μνήμη. Ε, μετά ακολούθησαν τα χρόνια, ξέρετε, στο Δημοτικό σχολείο, στην εφηβεία, που πάντα υπήρχαν έντονες οι ποντιακές παραστάσεις, η συμμετοχή μας στον Σύλλογο του χωριού, που πηγαίναμε όλοι για να μάθουμε τα πρώτα μας βήματα στους ποντιακούς χορούς, να φορέσουμε την ποντιακή στολή, να συμμετέχουμε σε διάφορες εκδηλώσεις. Χριστούγεννα… Συγνώμη, την περίοδο του δωδεκαημέρου, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, βγαίναμε στο χωριό, ψέλναμε τα ποντιακά κάλαντα, υπήρχε το πανάρχαιο δρώμενο, το έθιμο των Μωμογέρων, που αναβίωνε ανελλιπώς στο χωριό μου, στο Πρωτοχώρι. Που δειλά-δειλά, πιτσιρικάκια, ακολουθούσαμε τους Μωμόγερους και έτσι εντυπωσιαζόμασταν από τον χορό τους, από τους αυτοσχέδιους διαλόγους που υπήρχανε από τη θεατρική ομάδα των διαλόγων. Επί της ουσίας ήτανε ένα θέατρο οι Μωμόγεροι χωρίς σενάριο κι αυτό ήτανε εντυπωσιακό και ήτανε και διαδραστικό. Δηλαδή με τον κόσμο που ακολουθούσε γινόταν ένα παιχνίδι που δεν σ’ άφηνε αδιάφορο, ακόμη και πιτσιρίκος να ’σουνα. Ξέρεις, μετά λίγο στο Γυμνάσιο, αρχίσαμε να μπαίνουμε στην εφηβεία, μπήκανε και άλλα ακούσματα στο ρεπερτόριό μας. Θυμάμαι τότε υπήρχαν οι κασέτες ήχου και με την παρέα –γιατί συνήθως ακολουθείς την παρέα και ό,τι κάνει η παρέα– ακούγαμε πολύ Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Γυρίσαμε, αλλάξαμε λίγο το ρεπερτόριο. Αρχίσαμε να ακούμε ξένη μουσική, Scorpions θυμάμαι, Guns N’ Roses, κάποια έτσι τραγούδια. Αλλά αυτό διήρκεσε λίγο και στα πλαίσια της παρέας, γιατί στα 13 μου, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δημιουργήθηκε στο χωριό μου, στο Πρωτοχώρι, ένα τμήμα, στους κόλπους του Συλλόγου, ποντιακής χορωδίας. Εκεί υπήρχε ένας άλλος συγχωριανός μου, ήδη τότε φτασμένος καλλιτέχνης, γνωστός στο ποντιακό κοινό, ο Γιώργος Σοφιανίδης, ο οποίος είχε την ιδέα να κάνει μια παιδική ποντιακή χορωδία. Η οποία ήτανε κάτι το πρωτότυπο για τα δεδομένα της εποχής, έχω την αίσθηση ότι δεν υπήρχε πουθενά στην Ελλάδα. Και τι έκανε λοιπόν ο Γιώργος; Ένα ωραίο απόγευμα, δεν ήμασταν και πολλά παιδιά στο χωριό, ας ήμασταν στο ηλικιακό διάστημα από 10 μέχρι 15, σαράντα-σαράντα πέντε παιδιά. Μας λέει: «Θα ’ρθείτε στον Σύλλογο και θα έχουμε ακρόαση». Εμείς τι ακρόαση; Χαμπάρι δεν είχαμε από αυτά τα πράγματα. Και είχε τη λύρα του, το θυμάμαι χαρακτηριστικά, πάνω στο γραφείο εκεί του Συλλόγου και έμπαινε ένα-ένα παιδάκι, έπαιζε έναν σκοπό και έβλεπε, ρε παιδί μου, κατά πόσον κάποια παιδιά ξέρουν, κάποια δεν ξέρουν, πώς είναι η φωνή τους κτλ. Ένα casting, όπως είναι σήμερα, που μας έχουνε πλημμυρίσει στις οθόνες μας με όλα αυτά τα reality με τα νέα ταλέντα στη μουσική κτλ. Ήτανε μία μικρογραφία εκείνο. Ο Γιώργος κάτι διέκρινε μάλλον στη φωνή μου τότε και με επέλεξε ως σολίστα, ως ερμηνευτή, σε κάποια τραγούδια στην ποντιακή χορωδία. Το πρώτο τραγούδι που είπα, πρέπει να ήμουνα κοντά στα 14, ήτανε «Τη Τρίχας το γεφύρ’», ένα γνωστό ακριτικό τραγούδι, που έλεγα έτσι τρία ημιστίχια εκεί, κάτι ερωταποκρίσεις που είχε, και απαντούσε η χορωδία, δηλαδή τα υπόλοιπα παιδιά. Ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα με μικρόφωνο, δημόσια, σε κόσμο. Η φορά που τραγούδησα σε κόσμο, ας το πούμε, ως τραγουδιστής ήτανε λίγο αργότερα, δύο χρόνια, 16 χρονών ήμουνα, στο κέντρο «Κοσμοκίνηση», έξω από την Κοζάνη, ένα μεγάλο κέντρο, που είχε πάλι τον χορό του ο Σύλλογός μας, ο Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος Πρωτοχωρίου, και με βάλαν και στην αφίσα τότε, με μια μικρή φωτογραφία, λέει: «Θα τραγουδήσει κι ο πιτσιρικάς ο δικός μας, το δικό μας το παιδί». Εκεί, Μαρία, δεν σου κρύβω ότι δεν κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ. Έτρεμαν τα γόνατά μου, τρομερό άγχος, δίπλα σε μεγαθήρια της ποντιακής μουσικής τότε, ο αείμνηστος Γιώργος Αμαραντίδης ήτανε, ο επίσης αείμνηστος Πόλιος Παπαγιαννίδης, ο Στάθης ο Νικολαΐδης, ο Αλέξης ο Παρχαρίδης, ο Γιώργος ο Σοφιανίδης, που ήταν ήδη… συγχωριανοί μου οι δύο οι τελευταίοι, αλλά ήδη φτασμένοι καλλιτέχνες. Και μάλιστα με είχε παρουσιάσει κι ο Αλέξης τότε, σε εκείνο τον χορό. Μάλλον με ανέχτηκε ο κόσμος εκείνο το βράδυ, αλλά ευτυχώς ήτανε νωρίς, ξες, στην έναρξη του προγράμματος, τραγούδησα εκεί ένα τέταρτο, ένα εικοσάλεπτο. Και από κει και πέρα μετά πήραν όλα τον δρόμο τους. Μπήκε ήδη –ας μου επιτραπεί η έκφραση– το μικρόβιο για τα καλά μέσα μου και δεν είχα άλλη έγνοια, δηλαδή τελειώναμε το σχολείο και το μόνο που μας ενδιέφερε είναι ή να παίξουμε μπάσκετ, που ήταν η άλλη μεγάλη αγάπη, ή να βρεθούμε η πιτσιρικαρία του χωριού και να πάμε σ’ ένα παλιό κουζινάκι, απ’ τα παλιά σπίτια τότε που μένανε οι γιαγιάδες και οι παππούδες, και επειδή οι περισσότεροι φεύγανε από τη ζωή, μένανε αυτά τα σπίτια κι εμείς τα είχαμε ως καταφύγιο. Πηγαίναμε εκεί η πιτσιρικαρία, καμιά δεκαριά άτομα, άλλος έπαιζε λύρα, άλλος ψευτοχτυπούσε το νταούλι, εγώ ψευτοτραγουδούσα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, επειδή [00:10:00]καθόμασταν ώρες πολλές, ατελείωτες, πηγαίναμε στο παντοπωλείο του χωριού, στον Αδριανό, βάζαμε όλοι ό,τι λεφτά είχαμε, ο καθένας… ξες, τότε ήταν και δραχμές ακόμα, ό,τι περίσσευμα είχε ο καθένας, ό,τι μπορούσε να πάρει από τους γονείς χαρτζιλίκι, τα βάζαμε κάτω, τα ενώναμε και παίρνανε κονσέρβες για να φάμε. Πηγαίναμε από κάναν κήπο παίρναμε ντομάτες, τέτοια, και αρχίζαμε και κουτσοπίναμε. Τι άλλο θα ’παιρνες; Ή κάνα τσίπουρο ή καμιά μπίρα στην καλύτερη των περιπτώσεων, άμα μας περίσσευαν τα λεφτά. Και καθόμασταν με τις ώρες και ξημεροβραδιάζαμε με έναν σκοπό, δεν ξέραμε να παίζουμε κι άλλον. Τραγουδούσαμε. Αλλά περνούσαμε ωραία, μας άρεσε. Κατόπιν, επειδή ήδη, ας το πούμε, είχαμε ξεκινήσει, είχαμε μία παρέα που έπαιζε και τραγουδούσε στα μουχαπέτια, έτσι λεγόντουσαν, έτσι λέγονται μάλλον, αρχίσαμε να γινόμαστε έτσι αποδεκτοί και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Δηλαδή επί της ουσίας η ενασχόλησή μας με το ποντιακό τραγούδι, έστω στον βαθμό που υπήρχε εκείνη την περίοδο, στην εφηβική μας ηλικία, ήταν το διαβατήριό μας για να πηγαίνουμε στο καφενείο. Γιατί κι όταν οι μεγάλοι κάνανε παρέες κτλ. και παίζανε και τραγουδούσανε, τους εντυπωσίαζε το γεγονός… κι εγώ θα ’λεγα μάλλον τους ενθουσίαζε ότι υπάρχει μία συνέχεια, ότι έρχεται από πίσω μία νέα γενιά στο Πρωτοχώρι, νέα παιδιά, τέταρτης προσφυγικής γενιάς, που συνεχίζουνε στα χνάρια των παλιών. Κι άρα αυτό, αν μη τι άλλο, διασφάλιζε τη συνέχεια κι απ’ ό,τι έλεγαν… Ακόμα ηχούνε αυτές οι ατάκες στα αυτιά μου που λέγαν οι παππούδες όταν τραγουδούσαμε. Χαιρόντουσαν, φούσκωναν κι έλεγαν: «Κι θα χάμες ποτέ», δηλαδή «Δεν θα χαθούμε ποτέ», όταν μας άκουγαν να τραγουδάμε και να παίζουμε. Και για μας ήτανε, ξες, κάτι σαν ιεροτελεστία, τώρα να είσαι συμμέτοχος επί ίσοις όροις σε ένα τραπέζι με μεγάλους, ογδοντάρηδες κτλ., που τους βλέπαμε έτσι σαν… Υπήρχε σέβας τότε, δεν… Έλεγες: «Καλημέρα», «Καλησπέρα» και ντρεπόσουνα τον μεγαλύτερο, υπήρχε ένας σεβασμός, υπήρχε ένας μύθος, αν θέλεις, γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ήτανε για μας κατάκτηση και ήτανε πολύ εντυπωσιακό. Αυτό όμως, Μαρία, επί της ουσίας ήτανε αρχικά το μεγαλύτερο σχολείο μου σ’ αυτό που καλείται ποντιακή μουσική παράδοση. Γιατί; Γιατί εκεί μέσα ψήθηκα. Δεν αρκεί μόνο το τάλαντο ή να ’χει κάποιος ένα χάρισμα φωνητικό. Το ποντιακό είναι, όπως και όλα τα παραδοσιακά προφανώς, είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό, σ’ ό,τι αφορά τον τομέα της μουσικής κομμάτι, και πολύ δύσκολο. Εάν δεν είσαι ζυμωμένος, εάν δεν έχεις βιωματική σχέση, για την προφορά, πώς λέγεται ο στίχος, για τη μουσική, για την έκφραση, για τη χροιά, είναι σαν να πάει κάποιος σήμερα και να μαθαίνει κινέζικα και να πάει να τραγουδάει κινέζικα. Δεν μπορεί με τίποτα να τα πει όπως θα τα ερμηνεύσει μία Κινέζα τραγουδίστρια. Απλά μαθαίνει κάτι παπαγαλία και πάει και προσπαθεί να το… Αυτό λοιπόν ήτανε το μεγαλύτερο σχολείο μου. Γιατί; Γιατί άκουγα τους παλιούς, ρωτούσα, μάθαινα. «Θείο, ντο θελ να λέει αούτο η λέξη;», δηλαδή «Τι σημαίνει αυτή η λέξη». «Θείο, αούτο το δίστιχο για πέατο αλλομίαν», «Πες το άλλη μια φορά». Δεν μου χαλούσανε ποτέ χατίρι. Ήτανε γλυκύτατοι, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα τους. Κι εκεί, θέλεις δεν θέλεις, όταν είναι η καθημερινότητά σου αυτή, δεν μπορεί παρά να εντυπωθεί όλο αυτό μέσα σου, να είναι κτήμα σου πλέον και να βγαίνει από μέσα σου, όσο περνάν τα χρόνια, αβίαστα κι αυθόρμητα και πολύ όμορφα. Είναι πολλά, είναι πολλές ιστορίες. Τώρα ό,τι μου ’ρχεται στον νου μοιράζομαι μαζί σου, Μαρία, αλλά έχω την αίσθηση ότι ώρες και μέρες ατελείωτες θα μπορώ να σου μιλώ γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Δηλαδή η αγάπη που εισπράξαμε από αυτούς τους ανθρώπους, η συμπεριφορά τους, ο τρόπος τους, αυτό το δέσιμο που έβλεπες ότι είχανε, αυτό τον σεβασμό… Άνθρωποι που τράβηξαν πάρα πολλά για να επιβιώσουν, γιατί μην ξεχνάμε ότι τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων εδώ υπήρχανε πάρα πολλές δυσκολίες. Οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε πρωτίστως να αγωνιστούν για την επιβίωση. Είχανε οικογένειες, είχανε πολλά παιδιά, έπρεπε να δούνε πού θα κοιμηθούνε, τι θα κάνουν, πώς θα βγάλουνε το μεροκάματο, για να τα πάρουνε ένα κομμάτι ψωμί, να τα μεγαλώσουνε, αργότερα, όσοι είχαν τη δυνατότητα, να τα σπουδάσουνε… Και μάλιστα πάρα πολλά παιδιά εκείνης της εποχής κατάφεραν οι γονείς τους, με το τίποτα, να τα σπουδάσουν και σήμερα να ’ναι κορυφαίοι επιστήμονες ανά την Ελλάδα και ανά το εξωτερικό. Αυτά όλα, πέρα απ’ το κομμάτι της μουσικής παράδοσης, αλλά περισσότερο και οι αξίες που απορρέουνε μέσα από την παράδοσή μας, δηλαδή ο σεβασμός, η αλληλεγγύη, η αλληλοϋποστήριξη, το εμείς πάνω από το εγώ, το ότι τους έβλεπες, παρότι ήτανε φτωχοί, τρώγαν… μπορεί να τρώγαν από ένα πιρούνι στο τραπέζι ή στο γλέντι, να πίναν από ένα ποτήρι, ήταν ευτυχισμένοι, ήτανε γεμάτοι. Με τα λίγα ήταν ικανοποιημένοι. Και έρχεσαι στο σήμερα και κάνεις μία, ας το πούμε, αντιπαραβολή και λες: «Γιατί; Πώς; Τι έγινε και…; Γιατί χάλασε έτσι αυτός ο κόσμος; Γιατί έγινε έτσι αυτός ο κόσμος;». Που έχουμε τα πάντα και μας φταίνε τα πάντα. Κι αυτοί δεν είχανε τίποτα και τους έβλεπες ήτανε τόσο κιμπάρηδες, τόσο όμορφοι άνθρωποι. Και λες: «Μάλλον κάτι δεν κάνουμε σωστά, μάλλον κάτι πάει στραβά». Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή όταν μιλάω για αυτούς, πραγματικά συγκινούμαι, γιατί επί της ουσίας, αν θέλεις, σ’ όλους αυτούς που σε προανέφερα οφείλω και την καλλιτεχνική μου ύπαρξη σήμερα και το γεγονός ότι βρίσκομαι έστω εδώ που βρίσκομαι σήμερα καλλιτεχνικά. Γιατί αν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν θα είχα αυτά τα εφόδια, για να τραγουδάω σήμερα ποντιακά με τον τρόπο που τραγουδάω.
Ωραία! Ας τα πάρουμε λίγο από την αρχή και να τα αναλύσουμε λίγο περισσότερο. Ζούσατε σε ένα χωριό καθαρά ποντιακό, μου είπατε, και ζούσατε με τους παππούδες. Τι αναμνήσεις έχετε άλλες, από τη γιαγιά και τον παππού, ας πούμε, καθημερινές σκηνές;
Κοίτα, επειδή τότε όλα τα παιδιά, σχεδόν τα περισσότερα παιδιά μεγαλώσαμε στο χωριό με παππούδες και γιαγιάδες, γιατί οι γονείς δούλευαν και έπεφτε, ας το πούμε –όχι ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες δεν δούλευαν, αυτοί κι αν δεν δούλευαν–, στους παππούδες και στις γιαγιάδες. Αλλά από την άλλη επιδιώκαμε κι εμείς να περνάμε όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες με τον παππού και τη γιαγιά, γιατί είχαμε μία αίσθηση ελευθερίας, ας το πούμε, από την πειθαρχία του σπιτιού. Και επειδή, πώς λέει ο θυμόσοφος λαός, «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου», δεν μας χαλούσανε χατίρια και οι παππούδες και οι γιαγιάδες, τέλος πάντων, θέλαμε κι εμείς οι ίδιοι. Δηλαδή Σαββατοκύριακα θέλαμε να κοιμόμαστε στον παππού και στη γιαγιά. Ή τα καλοκαίρια, με το που τελειώναμε τα σχολεία. Πρόλαβα όμως εικόνες, Μαρία, πολύ δυνατές. Για παράδειγμα, ακόμη έχω στον ουρανίσκο μου τις γεύσεις της γιαγιάς. Όταν μαγείρευε… Είχε ένα κουζινάκι στο χωριό και είχε μία ξυλόσομπα μέσα κι είχε ένα ντιβάνι. Εγώ συνήθως, όταν έμενα στη γιαγιά, μου άρεσε εκεί να ξαπλώνω, εκεί να κοιμάμαι. Ερχόταν η γιαγιά το πρωί, πρωί-πρωί… Είχανε βενζινάδικο τότε στο χωριό ο παππούς κι η γιαγιά και ξυπνούσανε πρωί. Ο παππούς ξυπνούσε 6μισι η ώρα, εγώ θυμάμαι έκανα ότι κοιμάμαι στο ντιβάνι, στο ντιβανομπάουλο, και τον κοιτούσα. Έκανε έναν ελληνικό καφέ πάντα, έψηνε τον καφέ του τον ελληνικό στο μπρίκι και ανακάτευε, και έβαζε και πολύ λίγο, στα μικρά τα σφηνακοπότηρα, τσίπουρο, τον χειμώνα. Ετοίμαζε τον καφέ του, τον ακουμπούσε πάνω στο τραπεζάκι εκεί το ξύλινο, έβαζε και πολύ λίγο τσίπουρο στο σφηνακοπότηρο, έπινε το τσίπουρο μονοκοπανιάς και έπινε τον καφέ του και [00:20:00]άναβε αμέσως το τσιγάρο του, δηλαδή «εφουστάλιζεν το τσιγάρον», που λέμε εμείς οι Πόντιοι. Μετά, η γιαγιά ερχότανε, θα άναβε τη σόμπα περισσότερο, για να μαγειρέψει, τα κατσαρολικά της εκείνα τα ασημένια, τα θυμάμαι ακόμα, δεν είχανε χύτρες και τέτοια τότε, στην κατσαρόλα μαγείρευαν και στο τηγάνι. Εκείνο σιγόβραζε, άκουγες και τον θόρυβο, πώς κόχλαζε το φαγητό. Αλλά, Μαρία, εσκουττούλιζεν ο τόπον, δηλαδή μοσχοβολούσε ο τόπος. Εκείνο το κουζινάκι μοσχοβολούσε γεύσεις και αρώματα, χρώματα, με τα παλιά τα σκεύη που είχανε, τα πιάτα. Και θυμάμαι ότι το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, του παππού του Πάντζιου, που πήρα και το όνομά του, και της γιαγιάς της Ποινής, είχες την αίσθηση ότι ήταν ένα διαρκώς κέντρο διερχομένων. Δηλαδή περνούσαν τα παιδιά τους, τα ανίψια τους, οι συγγενείς τους, τα αδέρφια τους κτλ.: «Ποινή, α πίνωμεν ένα ρακίν;», ετοίμαζε η γιαγιά τα μεζεδάκια, ερχόντουσαν αδέρφια του πατέρα μου, ο πατέρας μου εκεί. Υπήρχε ένα μεγάλο δέσιμο οικογενειακό και στην επέκταση της οικογένειας, δηλαδή στο σόι, αλλά και στους φίλους του παππού και της γιαγιάς. Και ήτανε πολύ όμορφη εικόνα. Δηλαδή μια μέρα ερχόντουσαν σ’ εμάς, άλλη πήγαιναν στον άλλον και ούτω καθεξής. Αυτές οι εικόνες υπάρχουν έντονα από τον παππού και από τη γιαγιά και από τη ζωή στο Πρωτοχώρι στα παιδικά μου χρόνια και στα εφηβικά μου χρόνια. Αυτό θα μπορούσα να ξεχωρίσω, ότι το σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό, μια γιαγιά πάντα πρόθυμη να μαγειρεύει και να… έν το απιταχτέρ’ ολωνών, όπως λένε οι Πόντιοι, χωρίς διαμαρτυρίες. Τώρα οι γυναίκες σηκώνουν και λίγο το φρύδι άμα κάτι δεν τους αρέσει, δηλαδή δεν σηκώνουν και πολλά-πολλά. Τίποτα, η γιαγιά κουρασμένη ήτανε, άυπνη ήτανε, πτώμα ήτανε, άρρωστη ήτανε, ερχότανε κόσμος στο σπίτι, τέλος, υπήρχε ένας άγραφος νόμος να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να κάνουν τον καλεσμένο να περάσει… Αυτό που λέμε η απόλυτη αίσθηση της φιλοξενίας, που χαρακτηρίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον ποντιακό λαό, είναι αλήθεια αυτό. Αυτά, αυτά έτσι… Και τα πρώτα μου δίστιχα… Τώρα βλέπεις, κουβεντιάζουμε και αναμοχλεύοντας τη μνήμη μου μού ’ρχονται διάφορα. Τότε δεν είχε λάπτοπ, iPhone, ιστορίες, να γράψεις στο σημειωματάριο ό,τι θες ανά πάσα στιγμή. Όταν γινόντουσαν εκλογές, περίσσευαν πολλά ψηφοδέλτια και τα παίρνανε στο χωριό. Άλλος στο καφενείο, για να γράφουν εκεί που παίζανε τα χαρτιά, ο παππούς μου είχε βενζινάδικο, τα ’παιρνε σαν σημειωματάρια κτλ., τα είχε στο βενζινάδικο, άλλος είχε φούρνο, κρεοπωλείο, παντοπωλείο, και για να μην τα πετάξουνε, τους λέγανε να μην πάνε άχρηστα, τα είχαν ως σημειωματάρια. Και από τη μια μεριά ήταν τα ψηφοδέλτια των κομμάτων και από την άλλη σημειωματάρια. Τα πρώτα λοιπόν δίστιχα που μου έγραψε ο παππούς μου τότε για να μάθω, όταν ξεκίνησα να τραγουδάω και να βγαίνω, ας το πούμε, και λίγο παραέξω, ήτανε σε τέτοια, σε ψηφοδέλτια. Τα ’χω ακόμα, Μαρία, τα ’χω κρατημένα στο αρχείο μου. Έγραφε, για παράδειγμα, πίσω από ένα ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας στίχους, πίσω από ένα ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ στίχους, του ΚΚΕ στίχους, με τα γράμματα του παππού. Τα γράμματά του, που μου ’γραφε ο παππούκας μου ο αείμνηστος δίστιχα, για να ξέρω και να μη λέω τα ίδια και τα ίδια εκεί που τραγουδάω. Είδες τώρα, αυτό μου ’ρθε στο μυαλό. Μετά, η γιαγιά, όταν οι ίδιοι κατάλαβαν ότι αυτή την οδό θα ακολουθήσω, σε κάθε ευκαιρία μου ’λεγε… τραγουδούσε α καπέλα, για να αποτυπώνω και το ηχόχρωμα. Ένα απ’ τα δίστιχα που θυμάμαι… Εκεί που καθόμασταν δηλαδή… Τρώγαμε, μ’ έβαζε να φάω δηλαδή, με περιποιόταν, και εκεί που εκάθουμνες, έσκωνεν τα χέρια ψηλά, σήκωνε τα χέρια, και μ’ έλεγε: «Ε, τ’ αρνί μ’ επαρεξέγκε με ους τα δύο λιθάρια/ τα δάκρυα, Θεέ, κυλίουσαν άμον μαργαριτάρια», μ’ αυτήν τη φωνούλα της την ωραία. Και εγώ ρωτούσα, δεν ντρεπόμουνα, λέω: «Γιαγιά, τι σημαίνει αυτό; Τι σημαίνει το άλλο; Τι σημαίνει το άλλο;» και μ’ εξηγούσε. Είναι πολύ βασικό, επειδή η ποντιακή διάλεκτος έχει τις δυσκολίες της, όταν τραγουδάς ή όταν μιλάς, να ξέρεις ακριβώς τι λες, γιατί έτσι μπορείς να το αποδώσεις και πολύ καλύτερα. Αυτά ήτανε τα… Αυτά και πολλά άλλα στα παιδικά μας χρόνια. Σου λέω, άμα μου ’ρθει και κάτι άλλο στην πορεία της συνέντευξής μας, της αφήγησής μας, θα το μοιραστώ.
Πριν σας ρωτήσω για τα δίστιχα, να το πάμε λίγο στο φαγητό, επειδή το ποντιακό παραδοσιακό φαγητό είναι αναμφισβήτητα από τα καλύτερα που υπάρχει. Θυμάστε ποιο ήταν το αγαπημένο σας, που το έκανε η γιαγιά και το περιμένατε πώς και πώς;
Κοίτα, εμείς τότε ήμασταν πιτσιρικάκια και τρελαινόμασταν για τα τσιριχτά. Είτε με το αυγό, που τα ’κανε η γιαγιά, είτε με ζάχαρη και με μέλι. Και ήτανε και πιο, ας το πούμε… γινότανε και πιο γρήγορα, πιο εύκολο, και μας έκανε η γιαγιά συνέχεια τσιριχτά. Ή τώρα αυτό που λέμε το… σαν πιροσκί με το τυρί, που μας έφτιαχνε η γιαγιά. Όταν μεγάλωσα και επειδή μ’ αρέσει έτσι να πειραματίζομαι με τις γεύσεις, ξετρελαινόμουνα πάρα πολύ για τα μαύρα λάχανα με τα φασούλια, που με μαγείρευε στην κατσαρόλα στη σόμπα, και για τα κοχλίδια, τα σαλιγκάρια που λέμε. Έχω φάει έκτοτε πάρα πολλές φορές στη ζωή μου αυτά τα πιάτα, σαν τα πιάτα της γιαγιάς δεν υπάρχουν πουθενά. Μπορώ να τα συγκρίνω, ναι, εννοείται, παρόμοια, με άλλες γιαγιάδες που ζούνε σ’ άλλα χωριά εδώ στην περιοχή μας, λίγες μείνανε, που ναι, σου θυμίζουν, λες: «Θαρρώ κι ελέπω την καλομάνα μ’ να μαερεύνε», «Λες και βλέπω τη γιαγιά μου να μου μαγειρεύει». Αυτά. Ναι, τα τσιριχτά ήτανε must. Πεντανόστιμα. Είτε με τα αυγά, είτε με μέλι, βάζαμε, τα γεμίζαμε, εκεί τα ρίχναμε σε ένα πιάτο με ζάχαρη και δώσ’ του!
Υπάρχει κάτι που να σας έλεγαν οι παππούδες σας σχετικά με την καταγωγή ή, ας πούμε, αναμνήσεις που είχαν από τους δικούς τους γονείς και παππούδες, από την Πατρίδα;
Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Το 2001, όταν ξεκίνησα να παρουσιάζω και να επιμελούμαι σ’ ένα περιφερειακό κανάλι εδώ της Δυτικής Μακεδονίας, το West Channel, το οποίο ήτανε πολύ στα πάνω του εκείνη την περίοδο –και γενικά η περιφερειακή τηλεόραση ήτανε πολύ ανεβασμένη εκείνη την περίοδο–, που αναγκαστικά, επειδή είχα την επιμέλεια και την παρουσίαση μίας εκπομπής αναφορικά με τον πολιτισμό, την ιστορία και την παράδοση των Ποντίων, εκεί αναγκαστικά πλέον και οι παππούδες από μόνοι τους, αλλά και εγώ που το ’ψαχνα λίγο παραπάνω, ρωτούσα πράγματα, και μου λέγανε έτσι διάφορες ιστορίες, μοιραζόντουσαν μαζί μου. Μας μιλούσανε για τους γονείς τους, που ήρθανε από τον Πόντο, για τον Πόντο, μας λέγαν έτσι διάφορα. Γιατί οι περισσότεροι… σχεδόν σε όλες τις οικογένειες υπήρχε έτσι μία ιδιαίτερη ιστορία σε ό,τι αφορά την προσφυγιά και τον ξεριζωμό και τη γενοκτονία, γιατί ήταν και πολλές οικογένειες που χάσανε κόσμο, δηλαδή ξεκληρίστηκαν οικογένειες, ήρθανε παιδιά πεντάρφανα. Μην τα λέμε τώρα, άσχημες στιγμές, που τις γνωρίζουμε από τις περιγραφές εμείς. Αλλά, ναι, ήταν, οι μνήμες ήτανε βαρυφορτωμένες σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Δηλαδή τις έβλεπες ακόμη και στην έκφραση του προσώπου τους, στην κουβέντα τους. Θυμάμαι τότε η γιαγιά… ο παππούς –συγνώμη– μου είχε πει μία φράση, που τότε δεν την πολυκατάλαβα, αλλά τώρα, όσο περνάνε τα χρόνια, την εμπεδώνω όλο και καλύτερα. Ξέρεις, Μαρία, αυτοί οι άνθρωποι δεν πήγανε καλά-καλά σε τρεις-τέσσερις τάξεις του Δημοτικού κι όμως μέσα τους είχανε μία συμπυκνωμένη σοφία, που είναι να τους θαυμάζεις, πρ[00:30:00]αγματικά. Δηλαδή ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει πάει στο σχολείο να λέει κάποιες ατάκες που να έχουνε μέσα τους τόσο μεγάλη σοφία και τόσο δυνατό περιεχόμενο, που να σε συγκλονίζουν. Με είχε πει τότε ο παππούς, στις πολλές κουβέντες που φτιάχναμε: «Αγούρι μ’, σην ζωή σ’ δύο πράματα κι θα σύρτσ’ ατά, γιατί άμα σύρτσ’ ατά, κι θα επορείς να παίρτσ’ ατά οπίς: λόγια και λιθάρια», «Στη ζωή σου», δηλαδή, «παιδί μου, δυο πράγματα δεν θα ρίξεις, γιατί άμα τα ρίξεις, δεν θα μπορέσεις να τα πάρεις πίσω: πέτρες και λόγια». Εγώ τότε, εντάξει, κατάλαβα τι είπε, αλλά δεν εμβάθυνα, δεν μπήκα στην ουσία. Περνώντας τα χρόνια, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε ο παππούς και, ξέρεις, αυτό λίγο έτσι όταν ερχότανε στο μυαλό μου, σε προστατεύει, να είσαι λίγο περισσότερο προσεκτικός, γιατί όντως ισχύει σε μέγιστο βαθμό και όντως μπορείς να αποφύγεις και πολλές κακοτοπιές και να χαλάσεις και τη διάθεσή σου, τις περισσότερες φορές χωρίς λόγο, ή να χαλάσεις και τη διάθεση κάποιου άλλου συνανθρώπου σου χωρίς λόγο. Λέγανε, λέγανε πολλά οι παλιοί. Ήτανε… Είναι αυτό που λέμε: ο θυμόσοφος λαός. Που όλα αυτά μείνανε με την πάροδο του χρόνου και γιατί μείνανε; Γιατί είχανε αξία. Τότε δεν υπήρχανε τα μέσα που υπάρχουν σήμερα, λες κάτι, τραγουδάς κάτι, καταγράφεται αμέσως. Τότε, για να επιβιώσει κάτι και να μείνει, να περάσει από γενιές σε γενιές, υποτίθεται ότι είχε μια αξία και διά του προφορικού λόγου, από στόμα σε στόμα, έμενε. Κι έτσι διασώθηκαν και πάρα πολλά δίστιχα, που είναι διαμάντια και τα τραγουδάμε μέχρι σήμερα. Γιατί τα περισσότερα που βγάζουμε σήμερα… Ναι, υπάρχουνε και καλά δίστιχα, υπάρχουνε άνθρωποι χαρισματικοί, που γράφουν ωραίο στίχο, αλλά τα περισσότερα είναι, ξέρεις, έτσι αυτά τα… Πώς τα λένε; Τα εύπεπτα, που εντάξει, λέμε για να λέμε ή γράφουμε για να γράφουμε. Είχανε, αυτοί οι άνθρωποι είχανε ατάκες τρομερές. Είχαμε έναν παππού γείτονα, Πιπέρτς λεγότανε, Ιωάννης Πιπερίδης, με καταγωγή από το Γιαννακάντον του Πόντου. Αυτός ο παππούς ο συγχωρεμένος ήτανε πολύ νευρικός και ήταν έτσι άγριος. Ήταν εκεί στην αυλή του και κάτι πολεμούσε εκεί με τα άλογα, με το κάρο, και είχε και ζέστη και ήτανε μες στα νεύρα. Πάνε κάποιοι κύριοι εκεί με κάτι τσάντες, κρατούσαν έτσι κάτι τσάντες, ντυμένοι έτσι ωραία, νομίζω ένας άντρας και μια γυναίκα ήταν: «Γεια σας, κύριε». Αυτός τίποτα, δεν αποκρίνεται, πολεμούσε εκεί στο… σου λέει: «Τι είναι αυτοί τώρα; Τι να θέλουν τώρα αυτοί από μένα;». «Γεια σας, κύριε!». Εκείνος τίποτα. «Καλημέρα σας», του λένε, «είμαστε Μάρτυρες του Γιαχωβά». Και γυρίζει αυτός μ’ ένα… ήτανε τρομερά ετοιμόλογος: «Ναι;», λέει, «Και ντο εποίκεν ο Γιαχωβάς κι εσέγκε σας μαρτύρτσ’;» «Και τι έκανε δηλαδή ο Γιαχωβάς και σας έβαλε μάρτυρες;». Οι άνθρωποι, σου λέει: «Μπλέξαμε τώρα εδώ, πάμε να φύγουμε από δω». Δηλαδή γεννούσανε, ρε παιδί μου, ήταν τρομερά ετοιμόλογοι αυτοί οι άνθρωποι. Δεν υπήρχανε. Είχαν ένα χιούμορ, έναν αυτοσαρκασμό, που πραγματικά λες: «Τι γίνεται τώρα; Πώς τα βγάζουν αυτά; Πώς τα σκέφτονται; Τι μυαλά είναι αυτά;». Είχαν χάρισμα, οι παλιοί είχανε χάρισμα. Πολλές τέτοιες ιστορίες, Μαρία, πολλές, πολλές. Ακόμη και ένα πρωινό σε ένα καφενείο που πήγαινες, που τους άκουγες να μιλάνε ποντιακά ή τις συζητήσεις που κάνανε, το περιεχόμενο των συζητήσεων… Εντάξει, αυτή η ντοπιολαλιά είναι και τόσο όμορφη που ηχεί… τα χαϊδεύει τα αυτιά σου. Θα μου πεις τώρα: «Ρε Παναγιώτη, μα μου το λες εξαιτίας της καταγωγής σου», εντάξει, η αλήθεια είναι ότι για τους περισσότερους ανθρώπους το κέντρο της γης είναι η γενέτειρά τους, ο τόπος καταγωγής τους. Και κάπου είναι και λογικό και κάπου είναι και ωραίο, γιατί έτσι μόνο κρατιούνται κάποια πράγματα και δεν ισοπεδώνονται. Δηλαδή εγώ βλέπω τώρα τα παιδιά μου, τις κόρες μου, και σε κάποια θέματα λίγο τρομάζω. Δεν μου αρέσει αυτή η ισοπέδωση των πάντων, δηλαδή να ξεχάσουμε τα πάντα, από πού είμαστε, από πού ήρθαμε, ποιοι είμαστε. Προφανώς και υπάρχει η εξέλιξη, καλοδεχούμενη, προς Θεού! Και σε πάρα πολλά πράγματα μας έχει βοηθήσει, μας έχει εξελίξει. Εννοείται δεν αφορίζουμε την εξέλιξη, για όνομα του Θεού. Αλλά λίγο αυτή η ισοπέδωση, αυτό που προσπαθούνε δηλαδή όλα να τα κάνουνε μία παγκόσμια μουσική βιομηχανία, έτσι κάτι να ακούμε όλοι τα ίδια, δηλαδή χωρίς έτσι… Κάπου με τρομάζει αυτό το πράμα. Αλλά από την άλλη βλέπω αντιστάσεις και βλέπω αντιστάσεις και σε παιδιά που ανήκουνε στο ηλικιακό διάστημα, σε νέους ανθρώπους δηλαδή, από 15 μέχρι 30, κι αυτό είναι ιδιαίτερα παρήγορο και ελπιδοφόρο. Που λέω ότι τελικά αυτό το DNA, αυτό το γονίδιο είναι πολύ ισχυρό, που όσο και να προσπαθήσουν κάποιοι να ισοπεδώσουν, να αφομοιώσουνε τα πάντα, δεν θα τους περάσει. Δεν θα τους περάσει. Είναι σαν τα κάρβουνα, που νομίζεις ότι έσβησε η φωτιά, αλλά λίγο, όταν τα ταράζεις τα τσιλίδια, που λέμε εμείς οι Πόντιοι, ξαναναζωπυρώνει, ξαναφουντώνει.
Είπατε ότι η γιαγιά σας σάς νανούριζε με τραγούδια ποντιακά, παραδοσιακά. Θυμάστε κάποιο μέχρι και σήμερα;
Ε, ναι, εντάξει, συνήθως έλεγαν δίστιχα τότε, παλιά, ή τα τραγουδούσανε στην επιτραπέζια μορφή τους ή πιο μακρόσυρτα. Και ξέρεις κάτι; Νομίζω ότι το κάνανε περισσότερο γιατί δεν ξέραν κι άλλα. Δηλαδή τώρα η γιαγιά δεν νομίζω να ήξερε να μου πει: «Ύπνε, που παίρνεις τα παιδιά» κτλ. Μπορεί να έλεεν με, για παράδειγμα: «Ε, κοιμέθ’ αρνί μ’, κοιμέθ’ πουλί μ’», δηλαδή «Κοιμήσου αρνί μου, κοιμήσου πουλί μου», σιγά μην ήξερε να μου πει η γιαγιά τώρα ή ο παππούς… Ε, λέγανε κάποια από τα δίστιχα που λέγανε σε πιο έτσι ήπιο, πιο μακρόσυρτο τόνο, μελωδία μάλλον. Εμείς δεν θέλαμε και πολύ, κοιμόμασταν κατευθείαν. Αλλά, ναι, αυτή η διάλεκτος, αυτή η ποντιακή ντοπιολαλιά, είναι στα αυτιά… είναι, ξες, είναι από κάποιες στιγμές, που είμαστε 2, 3, 4, 5 χρονών, που τις θυμόμαστε και σου κάνει εντύπωση πώς έχουνε μείνει στη μνήμη σου χαραγμένες και λες: «Μα, δεν θυμάμαι πράματα που γίναν πριν από πέντε-δέκα χρόνια, πώς υπάρχουν αυτές οι εικόνες, αυτές οι σκηνές, αυτοί οι ήχοι στα αυτιά μας και στα μάτια μας;». Κι όμως υπάρχουν.
Άρα, να υποθέσω ότι μέσα στο σπίτι ακουγόντουσαν μόνο ποντιακά.
Από γιαγιά και παππού ή ο μπαμπάς όταν μιλούσε με τους δικούς του, ναι. Η μητέρα μου τα καταλάβαινε, αλλά δεν… τα καταλάβαινε όλα, μπορεί να συμμετείχε και σε κάποιες συζητήσεις, αλλά στο χωριό τότε όλοι ποντιακά μιλούσανε, δεν… δηλαδή σπάνιο. Βέβαια σήμερα δεν ισχύει αυτό στο Πρωτοχώρι. Όμως, υπάρχουν κάποια χωριά που ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και χαίρομαι. Για παράδειγμα, στην Ακρινή, στο Κλείτος, μιλάνε ποντιακά και τα μωρά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου αρέσει αυτό το πράμα. Χαίρομαι πραγματικά και ζηλεύω με την καλή έννοια, θέλω να συνεχιστεί στη μορφή που προϋπήρχε και στο χωριό μου. Αλλά ξέρετε, περνάν τα χρόνια, οι κοινωνίες έτσι, επειδή είναι και κοντά στην Κοζάνη, αστικοποιούνται πιο εύκολα, έρχεται πολύς κόσμος, ήρθε πολύς κόσμος στο χωριό, που έχτισε, από άλλες περιοχές, απ’ την Κοζάνη, απ’ τα Γρεβενά κτλ., και λίγο μεγάλωσε το χωριό πλέον. Και το πιο βασικό απ’ όλα, Μαρία, είναι ότι έχει εκλείψει το «[00:40:00]Κοινό των Ασπρομάλληδων», δηλαδή άνθρωποι πρώτης προσφυγικής γενιάς πλέον δεν υπάρχουν. Νομίζω στο χωριό ίσως αυτή τη στιγμή μπορεί να είναι μία γυναίκα πρώτης προσφυγικής γενιάς. Ακόμη και δεύτερης προσφυγικής γενιάς άρχισαν… έχουν πάρει ήδη τη στράτα να συναντήσουν τον Δημιουργό τους. Και, ξες, όσο περνάνε τα χρόνια, όσο δεν μιλιέται σε καθημερινή βάση μία διάλεκτος, είναι απολύτως λογικό… Εξάλλου πάρα πολλοί γλωσσολόγοι, επιστήμονες δηλαδή του είδους, έγκριτοι, είναι πολύ απαισιόδοξοι για τη διατήρηση όχι μόνο της ποντιακής διαλέκτου, ακόμη και διαλέκτων ή γλωσσών που, ας το πω, που μιλιόντουσαν και από περισσότερο κόσμο. Εδώ βλέπεις μιλάμε συνήθως και τα μισά είναι Greeklish, πετάμε και το αγγλικό στη μέση. Καλά-καλά εγκαταλείπουμε την ελληνική γλώσσα, η ποντιακή θα παραμείνει; Αλλά έχουμε μια ελπίδα ότι αν ήτανε να αφανιστεί σε λίγα χρόνια ή σε λίγες δεκαετίες, θα εμφανιστεί σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Αυτό θέλουμε να ελπίζουμε, δεν θα ζούμε να το δούμε, αλλά ευχή είναι.
Πόσο εύκολο ήτανε για ένα παιδί, στα 5, στα 6, να καταλαβαίνει και να μιλάει; Γιατί μιλάτε κιόλας.
Κοίτα, καταρχήν, έρχονται όλα αβίαστα, δηλαδή είναι η καθημερινότητά σου, είναι στάση ζωής. Κάποιες στιγμές αναγκαζόσουνα, για να συνεννοηθείς κιόλας. Δηλαδή εγώ θυμάμαι ότι και με τα παιδιά που πηγαίναμε στο σχολείο, ακόμη και η δική μας η γενιά, που είναι νεότερη, πετούσαμε εκεί και στις κουβέντες μας ποντιακές έτσι ατάκες. Γιατί; Γιατί είναι απολύτως φυσιολογικό. Όταν μεγαλώνεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον και ακούς κάθε μέρα να μιλάνε ποντιακά γύρω σου, από την οικογένεια μέχρι το κοινωνικό και το φιλικό έτσι περιβάλλον, ε κι εσύ θα το βλέπεις σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό. Δηλαδή δεν ήτανε… Πώς να σου πω; Δεν το κάναμε… όλο αυτό δεν προήλθε από αυτοσκοπό, δηλαδή ναι, ήταν μία φυσιολογική εξέλιξη, ήταν στάση ζωής αυτό το πράγμα. Έτσι ζούσαμε. Εντάξει, μετά λίγο μεγαλώσαμε, φύγαμε. Όσο απομακρύνεσαι από το χωριό και από τη βάση, τόσο ας το πούμε… Όταν ζεις στην Κοζάνη, όταν είσαι σε μεγάλα αστικά κέντρα, ε άμα δεν ξέρει και ο άλλος να μιλήσει ποντιακά, δεν μπορείς να μιλάς. Πώς θα…; Αλλά στα χωριά, ένας από τους λόγους που τρελαίνομαι κάθε φορά που επισκέπτομαι τα χωριά, είναι αυτός, ότι ακούω ζωντανή την ποντιακή μας διάλεκτο. Είναι ζωντανή, ζει, είναι ζώσα. Αυτό με τρελαίνει, με γεμίζει.
Κάπου εκεί στα 14-15 μού είπατε ότι ξεκινήσατε το τραγούδι, και στο πλαίσιο της χορωδίας και μετέπειτα. Τι συναισθήματα έχετε από αυτό το κομμάτι της ζωής σας;
Κοίταξε, Μαρία, είχα ξεκινήσει, ναι, σ’ εκείνη την ηλικία δειλά-δειλά να εμφανίζομαι. Όχι βέβαια σε μεγάλη συχνότητα εμφανίσεων ή χορών ή εκδηλώσεων, αλλά από το χωριό, τα γύρω χωριά, η Λευκόβρυση θυμάμαι τότε μ’ έπαιρνε, τίποτα γάμους που λέγαμε κάνα τραγούδι, έτσι μας φώναζαν οι μεγαλύτεροι να πούμε 5-10 λεπτά, 20, να κάνουμε ένα πρόγραμμα. Κοίτα, άρχισαν να πέφτουν και τα πρώτα χαρτζιλίκια. Είναι δύσκολο για ένα νέο παιδί στην ηλικία των 15-16 χρονών να μπορέσει να το διαχειριστεί αυτό. Γιατί; Ε, γιατί είσαι ένα παιδί στην εφηβεία και ξαφνικά αρχίζουνε και μπαίνουνε στην τσέπη σου 20.000 δραχμές τότε, 25. Ξαφνικά μπαίνεις έτσι σε… Πώς να σου πω; Αρχίζεις γίνεσαι λίγο, λίγο λίγο γνωστός, μπορείς να κάτσεις σε ένα τραπέζι από έναν παππού, από έναν καθηγητή πανεπιστημίου μέχρι οποιονδήποτε άνθρωπο. Προφανώς και οι άνθρωποι δεν τους χαρακτηρίζουμε ανάλογα με τις επαγγελματικές τους ταμπέλες, αλλά θέλω να πω ότι… εννοώ με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, που μπορεί σε ένα τραπέζι να ήσουνα με έναν άνθρωπο που είναι φούρναρης, ο άλλος είναι βοσκός, ο άλλος είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ο άλλος είναι γιατρός κτλ., εξαιτίας του τραγουδιού. Αυτό θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή σε αυτές τις τρυφερές ηλικίες, για να μη χάσεις, ας το πούμε, τη μπάλα, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Εγώ, για παράδειγμα, ήμουνα πάρα πολύ καλός μαθητής, όμως στη Β’ Λυκείου, στο τέλος της Β’, δηλαδή στην πιο κρίσιμη χρονιά επί της ουσίας, που θα ’δινα τις Πανελλήνιες Εξετάσεις μου, επειδή άρχισα να ανεβαίνω στο τραγούδι και ψιλογλυκάθηκα λίγο από αυτή την κατάσταση και, προφανώς, επειδή δεν κατάφεραν οι γονείς μου να μου επιβληθούνε και μου πούνε: «Στοπ! Κομμένα τα αστεία, ο στόχος είναι αυτός, η ακαδημαϊκή σου μόρφωση», για παράδειγμα, ε τα φόρτωσα στον κόκορα και απέτυχα παταγωδώς στις εξετάσεις προς έκπληξη πολλών. Εγώ όμως ήξερα, μάλλον μετέπειτα κατάλαβα για ποιο λόγο έχασα το ακαδημαϊκό μου εισιτήριο, αλλά για να ’μαι ειλικρινής, δεν το μετάνιωσα με την εξέλιξη που επακολούθησε. Έχω όμως ένα κενό μέσα μου, αυτό του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, που ήθελα να το ζήσω όπως οι άλλοι συνομήλικοί μου. Ήθελα να το βιώσω αυτό. Βέβαια δεν ξέρω, για παράδειγμα, αν γινόμουνα ένας πολιτικός μηχανικός ή ένας δικηγόρος ή ένας κάτι άλλο, εάν θα ακολουθούσα με το ίδιο σθένος και με την ίδια, ας το πούμε, δυναμική αυτό που ακολούθησα μετέπειτα με το τραγούδι και με τη δημοσιογραφία, ας το πούμε. Είναι… εντάξει, είναι δύσκολο, κακά τα ψέματα τώρα, και ιδίως όταν ζεις και μεγαλώνεις σε μικρές τοπικές κοινωνίες, σε κλειστές τοπικές κοινωνίες, που δεν έχουμε πολλές παραστάσεις και λίγο παραμυθιαζόμαστε είναι η αλήθεια. Δηλαδή κινδυνεύεις να διακατέχεσαι και από μία έπαρση καμιά φορά, που πρέπει να έχεις ανθρώπους γύρω σου που να σε τραβήξουν και να σε προσγειώσουν, να σε πουν: «Σιγά μωρέ, δεν κάνεις και κάτι το τόσο σπουδαίο, για να πετάς στα σύννεφα». Και όντως έτσι είναι. Δηλαδή όταν υπάρχουν άνθρωποι που ανοίγουνε σήμερα κεφάλια και σώζουνε ζωές, ή καρδιές, δηλαδή αυτοί… Αν νιώθει έπαρση και αλαζονεία ένας οποιοσδήποτε του ’δωσε ένα χάρισμα ο Θεός, ή μια ευλογία, και λέει καλά πέντε τραγούδια, αυτοί οι άνθρωποι τότε τι θα πρέπει να νιώθουν; Γι’ αυτό λέω πρέπει να σκεφτόμαστε κάπως έτσι, για να ερχόμαστε λίγο στα ίσια μας και να πούμε: «Εντάξει, δεν κάνουμε τίποτα το σπουδαίο. Όπως ένας άνθρωπος σηκώνεται το πρωί να πάει στη δουλειά του, για να κάνει το ψωμί, τα γλυκά ή να βοσκήσει τα πρόβατά του, και είναι καλός στη δουλειά του, το ίδιο είμαστε κι εμείς», θέλω να πιστεύω, «καλοί στη δουλειά μας». Κι ότι δεν κάνουμε κάτι σπουδαίο.
Υπήρχε κάποιος καλλιτέχνης που να είχατε σαν πρότυπο, που να αντιγράφατε –με την καλή έννοια– το στήσιμο, τη φωνή, τα γυρίσματα κλπ.;
Εννοείται. Πολλοί ήτανε αυτοί οι καλλιτέχνες. Στις αρχές ήτανε οι καλλιτέχνες του χωριού μας, δηλαδή που τους ζούσαμε κιόλας, τους βλέπαμε. Ήτανε ο Γιώργος ο Σοφιανίδης, που σε αυτόν οφείλω τα πρώτα μου βήματα, ήτανε ο Αλέξης, τότε που τραγουδούσε, ο Παρχαρίδης, ο Στάθης ο Παρχαρίδης τραγουδούσε τότε –καλλιτέχνες και οι τρεις από το χωριό, από το Πρωτοχώρι. Αργότερα, όταν αρχίσαμε έτσι να ασχολούμαστε λίγο πιο, ας το πούμε, συστηματικά, να μπαίνουμε καλύτερα στο θέμα, αυτός που μου άρεσε πάρα πολύ, εξαιτίας και της καταγωγής, και με ξετρέλαινε ήτανε ο Γιώργος ο Αμαραντίδης, ο Σιμούλτς. Ήταν ο Γεωργούλης ο Λαφαζανίδης. Αείμνηστοι και οι δύο. Συγκλονιστικά μελωδικός και ο Γεωργούλης ο Λαφα[00:50:00]ζανίδης, από τον Διπόταμο της Καβάλας. Και προφανώς, ο πρώτος των πρώτων, όπως μου αρέσκεται να χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση, ο κορυφαίος ερμηνευτής της ποντιακής μούσας όλων των εποχών, ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης. Που, εντάξει, ο Χρύσανθος ήταν ένα τεράστιο σχολείο, ήτανε… Για τη φωνή του δεν χρειάζεται να πούμε κάτι εμείς, έχουνε μιλήσει γι’ αυτόν πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι ανά τον κόσμο, για τις δυνατότητες της φωνής του και για την έκταση και το μέγεθος της φωνής του. Αυτοί. Τώρα, μπορεί να ξεχνάω και κάποιον. Βασικό, είχα πάρα πολλούς ήρωες από το χωριό και απ’ τα γύρω χωριά. Δηλαδή παππούδες που με ξετρέλαινε ο τρόπος που τραγουδάνε. Αυτή η έκφρασή τους, ο αυθορμητισμός τους, το πώς μπαίνανε στο τραγούδι, πώς κλείνανε τα μάτια τους, πώς βγάζαν τη φωνή τους, πώς σηκώνανε τα χέρια τους. Που μπορεί να είναι ανώνυμοι, άγνωστοι στο ευρύ κοινό, αλλά σ’ εμένα είναι οι καλλιτεχνικοί μου ήρωες. Τους θαύμαζα, και μέχρι σήμερα δηλαδή. Έχω στοιχεία από τον καθένα. Και ιδίως στο χωριό παππούδες τώρα. Τρομερή έκφραση είχανε, ιδίως το ιδίωμα το δικό μας, το πορτοραζέτικο, αυτό το ματσουκέτικο που λέμε, αξεπέραστοι.
Τότε, όταν πρωτοξεκινήσατε, ας το ξεκινήσω εκεί και θα το δούμε και στην πορεία, υπήρχανε οι αρνητικές φωνές, να σας κρατάνε πίσω; Ότι… να σου πει: «Πού πας τώρα εσύ;».
Κοιτάξτε, δεν θα το ’λεγα τόσο από τον κόσμο ή από τους συγχωριανούς μου, που σχεδόν η συντριπτική πλειοψηφία έβλεπε με πολύ καλό μάτι ότι ένα νέο παιδί, ας το πούμε, ακολουθεί τα χνάρια της παράδοσης και κάνει τις προσπάθειές του στο τραγούδι, μετέπειτα στην τηλεόραση. Περισσότερο οι φωνές αυτές που βάζαν έτσι μία τροχοπέδη, ας το πούμε, ήτανε από την οικογένεια, για να μην παρασυρθείς λίγο και ξεφύγεις. Ή ίσως θεωρούσαν ότι μάλλον δεν θα είχα κι αυτή την εξέλιξη που, δόξα τω Θεώ, είχα μέχρι σήμερα και θέλανε να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα ή να ασχοληθώ με κάτι που θα μου διασφάλιζε στη συνέχεια τα προς ζην, να σπουδάσω, για παράδειγμα. Γιατί αργότερα σπούδασα δημοσιογραφία. Περισσότερο έτσι από την οικογένεια, που θέλανε… «Ναι, εντάξει, ωραία, εντάξει, καλός είσαι, αλλά λίγο πιο χαλαρά». Γιατί αυτή η δουλειά, αυτή η ενασχόληση απαιτεί και πολύ ξενύχτι. Εντάξει, τώρα φαντάζομαι δεν πετούσε και στα σύννεφα η μάνα μου όταν μ’ έβλεπε 16 χρονών και 17 να γυρνάω το πρωί στο σπίτι. Υπάρχει η έγνοια: «Τι κάνει; Πού είναι; Με ποιους είναι;». Εντάξει, ένιωθε την ψυχολογική ασφάλεια, ήξερε ότι σ’ ένα ποντιακό περιβάλλον δεν μπορεί να ξεφύγει ο άλλος… Δηλαδή και μέχρι σήμερα, δόξα τω Θεώ, είναι ένας πολύ υγιής χώρος τα ποντιακά. Και γι’ αυτό και όλοι οι γονείς, και γενικά σε ό,τι έχει να κάνει με την παράδοση, ανεπιφύλακτα συστήνουν τα παιδιά τους και τα σπρώχνουνε και στους συλλόγους και στην παράδοση κτλ., γιατί εκεί μέσα υπάρχει υγεία. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν θα δεις παρατράγουδα εκεί μέσα, σ’ αυτούς τους χώρους, δεν θα συναντήσεις. Αλλά πάλι υπάρχει η έγνοια του γονέα, ότι: «Τι κάνει; Πού πάει; Ξενυχτάει; Πίνουνε; Τι κάνουνε, πού είναι;». Αυτό.
Βλέπετε διαφορά στο τότε με το τώρα; Είπατε ότι ήτανε επιφυλακτικοί και προσπαθούσαν να σας αποτρέψουν. Με το πέρασμα των ετών και έχοντας κάνει αυτή την πορεία, έχοντας συμπληρώσει αυτή την πορεία που έχετε, να σας είπαν ότι: «Κάναμε λάθος τότε»;
Κοίταξε, Μαρία, σύμφωνα με το σκεπτικό του γονέα, έτσι όπως τα βλέπω εγώ τώρα και λίγο πιο ώριμα και πιο ξεκάθαρα, γιατί γίναμε κι εμείς γονείς, τους καταλαβαίνω, ότι δεν κάνανε λάθος, ότι μάλλον αυτό έπρεπε να κάνουν. Από τη στιγμή που δεν με βάλανε φρένο, να μου το κόψουνε, και με άφησαν να διαλέξω τον δρόμο που θέλω, δεν κάναν λάθος, σωστό ήταν. Έπρεπε να κάνουνε και αυτές τις ενστάσεις και αυτές τις επισημάνσεις και να βάζουνε και να τραβάνε λίγο το χαλινάρι, γιατί προείπαμε τι κίνδυνοι ελλοχεύουνε, ας το πούμε, από αυτή την ενασχόληση, μάλλον απ’ αυτού του είδους τις ενασχολήσεις. Σήμερα όμως ξέρεις τι; Βλέπω τρομερές διαφορές στον τρόπο, αν κάνω μία σύγκριση στη δική μας τη γενιά τότε, δηλαδή μέσα δεκαετίας ’80, αρχές δεκαετίας ’90, με τη σημερινή γενιά, διαπιστώνω τρομερές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόντουσαν τότε οι γονείς τα παιδιά τους, σε σχέση με το σήμερα. Τότε μπορεί να ήσουνα χρυσάφι και να σε απέτρεπαν, επειδή υπήρχε ένας μεγαλύτερος συντηρητισμός κτλ. Δηλαδή μπορεί ένα παιδί –να μη μιλήσουμε μόνο για το τραγούδι– να έπαιζε τη μπάλα, να ήταν ο παιχταράς, και να τους βάζαν φρένο απ’ την οικογένεια: «Πού θα πας και πού θα παίξεις;». Και πάρα πολλά ταλέντα χάθηκαν. Σήμερα έχω την αίσθηση ότι επικρατεί το εκ διαμέτρου αντίθετο, δηλαδή πάρα πολλές μετριότητες παιδιά, βλέπεις την αγωνία των γονιών να τα σπρώξουν παραπάνω από εκεί που αξίζουν να είναι επί του παρόντος. Και, άθελά τους, τα κάνουν τεράστιο κακό, διότι όταν δεν είσαι έτοιμος να κάνεις κάτι, μπορεί ο γονέας να σε ονειρεύεται ή να σε φαντάζεται ή με το μυαλό του να σχηματίζει διάφορα, όταν όμως βγεις στο πάλκο ή μπεις στο γήπεδο να παίξεις μπάλα, εκεί πέφτουν οι μάσκες και εκεί αποδεικνύεις αν όντως αξίζει να είσαι εκεί που είσαι ή αν κάποιοι σε σπρώχνουν ή προσπαθούνε μάλλον να σε σπρώξουν. Αυτό μου κάνει τρομερή εντύπωση. Προφανώς και δεν είναι όλοι έτσι, δεν το συζητάμε, αλλά αν τότε ήταν η εξαίρεση στον κανόνα, δηλαδή πριν τριάντα χρόνια, τριάντα πέντε, να σπρώξουν τα παιδιά τους για να κάνουν κάτι, σήμερα είναι η εξαίρεση στον κανόνα να βάλουνε φρένο στα παιδιά. Τώρα, ας μην είμαστε απόλυτοι, δεν ξέρουμε ποιο είναι το σωστό ή ποιο είναι το λάθος και ούτε είμαστε τιμητές των πάντων, αλλά αν θα μπορούσαμε να εκφράσουμε μία άποψη, μία προσωπική άποψη, εμένα εκείνο μου άρεσε περισσότερο. Εκείνο το φρένο μου άρεσε περισσότερο. Γιατί; Γιατί και μέσα σου κάπου και ερχόσουνα στα ίσα σου, αλλά πείσμωνες και δούλευες και περισσότερο για να αποδείξεις ότι: «Με αδικείτε. Αξίζω! Αξίζω να κάνω αυτό που κάνω, θα κάνω μία προσπάθεια παραπάνω για να σας το αποδείξω». Σήμερα, με το τίποτα, θέλουν όλοι να γίνουν τραγουδιστές, θέλουν όλοι να γίνουν λυράρηδες, θέλουν όλοι να παίξουνε μπάλα, θέλουν όλοι να γίνουνε παρουσιαστές, θέλουν να πάνε στην τηλεόραση σ’ ένα απ’ αυτά τα ριάλιτι να τους μάθει όλος ο κόσμος σε μια μέρα. Πέφτει όλη η δημοσιότητα πάνω τους για τέσσερις-πέντε μέρες, κλείνει η κάμερα, κλείνει η τηλεόραση, δεν τους δίνει σημασία μετά κανένας και όλα τα παιδιά αυτά ρέπουν στη μελαγχολία. Προφανώς κι είναι παιδιά που είχανε μια αξία και που μέσα απ’ τα ριάλιτι πρόκοψαν και προόδευσαν, αυτό είναι μια άλλη κατηγορία, αλλά είναι ελάχιστοι. Δηλαδή αυτός ο υπερκαταναλωτισμός του να βγάλω… πώς πας στο σούπερ μάρκετ και παίρνεις ένα γάλα ή έναν χυμό, έτσι θέλουν να βγάζουνε καλλιτέχνες στη σοουμπίζ ή μοντέλα ή ηθοποιούς. Αέτς. Βλέπεις, λες, σε τρομάζει, λες: «Τι γίνεται, ρε παιδί μου; Τι είναι αυτό το πράμα;». Είναι οι περίφημοι διάττοντες αστέρες, που όταν σβήνουν και πέφτουν, μετά αρχίζουν τα δύσκολα.
Κάποια στιγμή ξεκινήσατε να κυκλοφορείτε και τα δικά σας τραγούδια. Θέλετε να μας πείτε και γι’ αυτό το κομμάτι μερικά πράγματα;
Αυτό έγινε πολύ αργότερα, γιατί ντρεπόμουνα, δεν τολμούσα να γράψω, και έγινε τώρα, τα τελευταία χρόνια, ας το πούμε, που επήλθε, αν μου επιτρέπεις την έκφραση, και μία καλλιτεχνική ωρίμανση και μία συμπυκνωμένη εμπειρία, που μπολιάστηκε και επί της ουσίας έβαλε στο χέρι μου το στυλό και το μολύβι, να αρχίσω να [01:00:00]γράφω κάποια δίστιχα στη γλώσσα των προγόνων μου ή και να έρχονται στο μυαλό μου έτσι κάποιες μουσικές, τις οποίες έτσι διασκευάζοντάς τες λίγο, να βγάλουμε κάποιες άλλες μελωδίες. Το ταξίδι όμως στη δισκογραφία ξεκίνησε το 1999. Ήμασταν-δεν ήμασταν 20 χρονών, μία παρέα, με άγνοια κινδύνου θα το ’λεγα εγώ: εγώ, ο Θεόφιλος ο Πουταχίδης, ο Κώστας ο Φουλίδης και ο Θανάσης ο Σωτηριάδης, μπήκαμε στο λεωφορείο και κατεβήκαμε στην Αθήνα, για να γράψουμε τον πρώτο μας δίσκο, στην εταιρεία Cronos Music, που έκανε τότε παραδοσιακά ποντιακά. Μπήκαμε λοιπόν στο λεωφορείο τέσσερα παιδιά από την Κοζάνη για να πάν’ στην Αθήνα. Είχαμε κλείσει κι ένα ξενοδοχείο, θυμάμαι, τότε στην Πάρνηθα, μ’ ένα… Άγνοια κινδύνου, μπαίνουμε τώρα σε κάτι στουντιάρες, αλλά είχαμε μέσα μας την υπέρμετρη αγάπη για τη μουσική, είχαμε πολύ ενθουσιασμό. Ο ενθουσιασμός της νιότης και σ’ αυτό που κάναμε νιώθαμε… Τι να σου πω; Νταλάρες. Γράψαμε και… δεν ξέρω, βοήθησε ο Θεός, από κείνη τη δισκογραφία βγήκανε δυο-τρία τραγούδια που αγαπήθηκαν πάρα πολύ από τον κόσμο και έχουνε χιλιοτραγουδηθεί, μέχρι σήμερα δηλαδή τραγουδιούνται σχεδόν σε όλους τους χορούς. Αυτή ήταν η πρώτη δισκογραφική απόπειρα, το 1999. «Τσ’ αγάπης το μυστικόν» ήταν ο τίτλος, πολύ όμορφα τραγούδια. Ο Θεόφιλος εκεί και ο Θανάσης κάναν πολύ ωραία δουλειά κι ο Κώστας. Έκτοτε ακολούθησαν άλλες έξι-εφτά, δεν θυμάμαι, μέχρι σήμερα και πολλές συμμετοχές σε άλλες έτσι δισκογραφικές εργασίες. Το δισκογραφικό ταξίδι μού έχει αφήσει πολύ όμορφες αναμνήσεις και πολύ ωραία τραγούδια. Ξέρεις, τώρα όσο μεγαλώνουμε, επειδή και οι παραστάσεις είναι περισσότερες και ο συναισθηματικός μας κόσμος έτσι αλλάζει λίγο, μας βγαίνει και στο χαρτί και στη μουσική να γράφουμε και δικές μας έτσι δημιουργίες, στίχους, πάντα όμως με σημείο αναφοράς και κέντρο την παραδοσιακή μας ποντιακή μουσική, γιατί είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, το ποντιακό, η ποντιακή μουσική έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δεν είναι ούτε pop, ούτε ραπ, ούτε… Πώς τα λέν’; Τέκνο, μέκνο, ούτε… Τα ποντιακά είναι ποντιακά. Τώρα άμα θέλει κάποιος να πάρει μία λύρα ή να πάρει ένα μικρόφωνο και να νομίζει ότι είναι ο Ρουβάς ή ο Βέρτης ή ο οποιοσδήποτε άλλος ή ο Αργυρός, δεν είναι. Τα ποντιακά είναι πανηγύρι, είναι συγκεκριμένες εκδηλώσεις και είναι και κάποιες συναυλίες που θα κάνεις σοβαρές, που θα παίξεις ποντιακά. Τώρα, όλο αυτό που προσπαθούμε μέσα στο ποντιακό να φέρουμε, να κάνουμε ένα κακό copy-paste του τι κάνει ο Βέρτης, ο Αργυρός, που είναι κορυφαίοι στο είδος τους, κι εμείς να προσπαθήσουμε να το παίξουμε Βέρτηδες ή Αργυροί στο ποντιακό, εμένα μου προξενεί –και πολύ κόσμο– γέλιο. Αλλά πρόσεξε, σέβομαι την καλλιτεχνική δημιουργία, σέβομαι αν ένας καλλιτέχνης, αν ένας συνάδελφος θέλει να διαλέξει έναν ξεχωριστό δρόμο, είναι αναφαίρετο δικαίωμά του. Εκεί που επέρχεται όμως η ένσταση και η κάθετη διαφωνία είναι ότι αυτό το πράγμα που θέλεις να κάνεις δεν είναι ποντιακό και δεν μπορείς να το πουλάς εσύ ως ποντιακό. Και γιατί το πουλάς ως ποντιακό; Γιατί, Μαρία, σήμερα, όσο συρρικνώνεται, αυτό που λέγαμε πριν, το «Κοινό των Ασπρομάλληδων», όλο και λιγότερος κόσμος γνωρίζει την ουσία και το βάθος της ποντιακής μουσικής, της ποντιακής μουσικής παράδοσης και ούτω καθεξής. Και άρα, όταν υπάρχει, ας το πούμε, μία ημιμάθεια ή μία άγνοια σ’ ένα πολύ μεγάλο κομμάτι και ιδιαίτερα στα νεότερα ηλικιακά στρώματα, ο καθένας μπορεί να βαφτίζει το κρέας ψάρι και να προσπαθεί να περάσει ό,τι θέλει. Όμως, η ιστορία απέδειξε ότι όλες αυτές οι απόπειρες ή οι προσπάθειες, ας το πούμε, για αλλοίωση ή για να περάσουνε κάτι διαφορετικό από την πηγή, από το παραδοσιακό το ποντιακό, είχαν ημερομηνία λήξεως. Δηλαδή κρατάνε για ένα ορισμένο διάστημα και μετά ο κόσμος επιστρέφει εκεί που πρέπει, δηλαδή στην πηγή. Και όταν μιλάμε για παράδοση, μιλάμε για πηγή, μιλάμε για καθαρότητα, μιλάμε για αλήθεια, μιλάμε για αξία, μιλάμε για τη μαεστρία της απλότητας. Μία λύρα, ένα τραγούδι, ένα νταούλι, μία παρέα, ένα γλέντι, ένα πανηγύρι. Ναι, θα βάλουμε κι άλλα όργανα, εξελισσόμαστε, κάνουμε, συνοδευτικά όμως, να γεμίσουνε λίγο το ηχόχρωμα, να εμπλουτίσουν, και θα παίζουμε ποντιακά. Δεν θα βαφτίζουμε, όπως είπα πριν, το κρέας ψάρι, να παίρνω εγώ λαϊκά ή ισραηλίτικα ή τούρκικα κτλ. και επειδή ταιριάζει ο ρυθμός, να το βαφτίζω ποντιακό. Εντάξει, αν θέλεις να ακολουθήσεις μία τέτοια καριέρα είναι αναφαίρετο δικαίωμά σου, αλλά αν έχεις τα κότσια, πάνε και κάν’ την αυτή την καριέρα στα λαϊκά. Μην εκμεταλλεύεσαι τον συναισθηματισμό των Ποντίων, τον ποντιακό δηλαδή, και με ταμπέλα αυτό προσπαθείς, γιατί… ας μη μασάμε τα λόγια μας, γιατί κάνουμε κακό. Και όλοι μας δηλαδή μπορεί να πέσουμε σ’ αυτή την παγίδα, και ο ομιλών, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από αυτό. Αλλά πρέπει να ’χουμε μία επίγνωση του τι κάνουμε και του τι θέλουμε να περάσουμε προς τα έξω. Είναι, αυτό το κομμάτι είναι πολύ ευαίσθητο και πολύ μεγάλη κουβέντα και καμιά φορά παρεξηγιέσαι όταν εκφράζεις έτσι, με τόσο ωμό τρόπο, την άποψή σου, γιατί προφανώς σε πολλούς δεν αρέσει. Αλλά χίλιες φορές να είσαι αυθεντικός και να είσαι αυτό που… αυτό που νιώθεις και αυτό που πιστεύεις να το λες δημόσια, επαναλαμβάνω: σεβόμενος τη διαφορετικότητα και τις επιλογές των άλλων, αλλά υπάρχουν και κάποιες κόκκινες γραμμές. Δηλαδή, δεν ξέρω, εγώ το βλέπω, αν θέλεις, και σαν ένα χρέος απέναντι στους προγόνους μου, δηλαδή στον παππού και στη γιαγιά, που μ’ έμαθαν να τραγουδάω αυτά. Όχι στους δικούς μου μόνο, σ’ όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες που συναναστράφηκα και ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για εμένα. Τα ποντιακά έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τέλος. Τα ποντιακά είναι ποντιακά, τα άλλα είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Πριν αρχίσετε να γράφετε τα δικά σας τραγούδια, αυτά που είχατε ηχογραφήσει τότε, σε πρώτη φάση, πώς τα εντοπίσατε; Ήτανε, ας πούμε, τραγούδια που ακούγατε από τους παππούδες στο χωριό ή…;
Πολλά τέτοια, ναι, είναι παραδοσιακά ακούσματα, παραδοσιακές καταγραφές, και στη μουσική και στον στίχο. Κάποια άλλα, συνάδελφοι μουσικοί, είναι δικές τους δημιουργίες, δηλαδή μου λέν’: «Παναγιώτη, έχουμε αυτό το τραγούδι, σ’ αρέσει; Ωραία, πες το, τραγούδησέ το». Αλλά τα περισσότερα είναι παραδοσιακά, δηλαδή από ακούσματα από τους παλιούς. Που μπορεί να κουμπώσαμε σ’ αυτά κάποιον νέο στίχο, που μπορεί να γράφτηκε στο σήμερα, αλλά γράφτηκε με κωδικούς του χθες, δηλαδή το ακούς και λες ότι: «Σαν να γράφτηκε στην Πατρίδα, στον Πόντο».
Και ξεκινήσατε σιγά σιγά να γίνεστε μεγάλο όνομα. Πώς είναι ο χώρος αυτός;
Κοίτα, ήτανε κάτι που ειλικρινά, Μαρία, δεν κατάλαβα πώς έγινε, δηλαδή… Καταρχήν, ποτέ μου δεν είπα, στα 15 μου ή στα… όταν ξεκίνησα να τραγουδάω, ότι… Μάλλον δεν το φανταζόμουνα ή δεν το ονειρευόμουνα ότι θα υπάρχει αυτή η εξέλιξη που υπάρχει σήμερα, δηλαδή που μου ’δωσε τη δυνατότητα να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο με το τραγούδι και να πάω παντού να τραγουδήσω ποντιακά, όπου υπάρχουν Έλληνες, όπου υπάρχουνε Πόντιοι. Ήρθε έτσι χωρίς να το καταλάβω, αν θέλεις. Εντάξει, ως χώρος έχει απαιτήσεις. Γενικά ο καλλιτεχνικός χώρος έχει απαιτήσεις, σε οποιοδήποτε είδος μουσικής και αν αναφερόμαστε. Γιατί; Γιατί όσο είσαι, ας το πούμε, ψηλά κι έχεις μία αξία, θα πρέπει, όσο κόπο κι όσο [01:10:00]αγώνα έχεις δώσει για να φτάσεις μέχρι εκεί, χρειάζεται άλλο τόσο κόπο και άλλο τόσο αγώνα για να μπορέσεις να σταθείς. Και πολύ περισσότερο σήμερα, με την έξαρση των social media, που βλέπεις, σκρολάρουμε και τρεις και λίγο εμφανίζεται στην αρχική μας οθόνη μουσική, μουσική, μουσική, μουσική, διάφοροι, διάφοροι, διάφοροι. Πρέπει να δουλεύεις αρκετά για να κρατηθείς σε ένα επίπεδο. Και μην ξεχνάμε ότι σε όλους τους χώρους υπάρχουνε τα όμορφα, υπάρχουνε και τα άσχημα. Υπάρχει και ο αθέμιτος ανταγωνισμός πολλές φορές, υπάρχουνε και οι κακοπροαίρετοι, υπάρχουνε και οι εμπαθείς –δεν μας αγαπάει όλος ο κόσμος. Υπάρχει και κόσμος που ενδεχομένως να μη χαίρεται με την προσωπική σου ανέλιξη και, αντί να προσπαθήσει να γίνει καλύτερος, να προσπαθήσει να σε βάλει τρικλοποδιές ή… ή… ή… Εγώ, εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά τα θεωρώ μάταια, γιατί πιστεύω πολύ, έτσι από θέση αρχής, σε δύο πράματα: ότι εάν είσαι καλός και αξίζεις κάπου, δεν υπάρχει περίπτωση να μη δικαιωθείς, να μην πάρεις αυτό που σου αναλογεί, εν πάση περιπτώσει, κι ότι, μία δεύτερη, ότι στον μικρόκοσμό μας είναι πραγματικά πολύ αχρείαστη πολυτέλεια να αναλώνουμε τον εαυτό μας με ανούσιες και άγονες έτσι αντιπαραθέσεις και με κακίες κτλ. Γιατί επί της ουσίας το πρώτο που κάνουμε, το μεγαλύτερο κακό, είναι ο εαυτός μας. Ναι, κάνουμε τις επιλογές μας με ποιους ανθρώπους συνεργαζόμαστε, κάνουμε παρέα κτλ., τους αγαπάμε όλους, τους σεβόμαστε όλους. Όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο, πρέπει να… είσαι υποχρεωμένος να δέχεσαι και την κριτική, ακόμη κι αν προέρχεται με όρους εμπάθειας ή κακοπροαίρετης κριτικής και ούτω καθεξής. Τι να κάνουμε; Υπάρχει κι αυτός ο κόσμος. Αλλά πρέπει να δούμε λίγο έτσι πιο χαλαρά, να φιλοσοφήσουμε, αν θέλεις, λίγο έτσι καλύτερα αυτό που κάνουμε σε σχέση και με τη ζωή μας. Γιατί κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει. Όπως, δόξα τω Θεώ, μας έχει δώσει απλόχερα ένα χάρισμα, ένα τάλαντο, δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο-μεθαύριο, άρα ζεις την κάθε στιγμή, απολαμβάνεις την κάθε στιγμή, κοιτάς να δουλεύεις διαρκώς, να εξελίσσεσαι, και κοιτάς, πρωτίστως, να μην κάνεις αυτό που δεν θα σου άρεσε να σου κάνουν. Είναι πολύ βασικό, για να τα ’χεις πρώτα καλά με τον εαυτό σου. Και μετά, αν μπορείς κάπου να βοηθήσεις, να δώσεις κάτι παραπάνω, δώσ’ το, θα σ’ το δώσει από πάνω απλόχερα, θα σ’ το ανταποδώσει. Είμαι αυτής της αρχής και το ’χω βιώσει αρκετές φορές και είμαι πραγματικά ευγνώμων για μέχρι σήμερα, για ό,τι έχει έρθει στο διάβα μου, στην πορεία μου.
Από τις συνεργασίες που έχετε κάνει μέχρι στιγμής υπάρχει κάποια που να ξεχωρίζετε;
Κάθε συνεργασία, και δεν το λέω έτσι από τυπικότητα, αλλά το λέω με πλήρη συνείδηση, είχε κάτι το ξεχωριστό, κάτι το ιδιαίτερο. Με όλους τους καλλιτέχνες που βρεθήκαμε, είτε δισκογραφικά είτε επί σκηνής. Επομένως, κρατάω τις όμορφες στιγμές, τα θετικά από όλες αυτές τις συνεργασίες. Ήτανε μία σχέση δούναι και λαβείν, έδωσα και πήρα απ’ όλους τους συνεργάτες, και έτσι πρέπει… εκεί πρέπει να στηρίζεται μία υγιής σχέση, και πρωτίστως καλλιτεχνική. Και συνεχίζουμε, δεν σταματάμε εδώ. Δεν ξέρουμε αύριο-μεθαύριο σε τι στράτες θα βρεθούμε, τι συνεργασίες θα προκύψουν, και είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις προτάσεις που έχουν έτσι ένα ενδιαφέρον και που βαδίζουνε σύμφωνα και με το δικό μας έτσι αξιακό, ας το πούμε, περιβάλλον στον χώρο της παραδοσιακής ποντιακής μουσικής.
Η ανταγωνιστικότητα και τα κακώς κείμενα που υπάρχουνε στον κλάδο τον δικό σας και γενικά σε όλους τους κλάδους, σας έφερε ποτέ σε σημείο που να πείτε ότι… να αμφιβάλετε μάλλον γι’ αυτό που κάνετε, να σας επηρεάσει αρνητικά σε πολύ μεγάλο βαθμό;
Υπάρχουν, όπως σ’ όλες τις δουλειές, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση και το τραγούδι ή η καλλιτεχνία, να μην έχεις να αντιμετωπίσεις τέτοιες καταστάσεις. Πολλές φορές κι εσύ ο ίδιος κάνεις λάθη και στεναχωρείς ή δυσαρεστείς ανθρώπους στο περιβάλλον σου. Όλοι μας κάνουμε λάθη, το ζητούμενο είναι, όταν αντιλαμβανόμαστε ότι κάπου ίσως σφάλουμε περισσότερο, να ’χουμε το θάρρος και το κιμπαριλικί και την παρρησία να ζητήσουμε μία συγνώμη, μία ειλικρινή συγνώμη, την οποία θα την αποδείξουμε όχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις, και να συνεχίσουμε. Πολύ δε περισσότερο όταν, ας το πούμε, ζεις και σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, εκεί πολλές φορές και κάποιες καταστάσεις μπορεί να πάν’ να ξεφύγουν. Εκεί πλέον εξαρτάται από την παιδεία σου, από την ποιότητά σου ως άνθρωπος, από την ψυχική σου κατάσταση και ηρεμία, από τη σωφροσύνη, το πώς θα το αντιμετωπίσεις και πώς θα κάνεις, ας το πούμε, πέρα στην οργή. Εντάξει, δεν είναι ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος, και ιδίως ο καλλιτεχνικός. Υπήρξανε και δύσκολες στιγμές και υπάρχουν δύσκολες και θα υπάρξουνε δύσκολες στιγμές, το θέμα είναι να ’χεις τη δυνατότητα και την τέχνη, αν θέλεις, να τα ξεπερνάς όλα αυτά και να τα αφήνεις πίσω. Και να είσαι συγκεντρωμένος και επικεντρωμένος σε αυτό που κάνεις, στη δουλειά σου. Ο κόσμος σε κρίνει και σε αγαπά γι’ αυτό που εισπράττει από σένα, από τη δουλειά σου, είτε είναι πάνω στο πάλκο όταν βρίσκεσαι, είτε στο πανηγύρι, είτε ανάμεσα σε όλο τον κόσμο όταν τραγουδάς, ιδρώνεις και τραγουδάς και κυλιέσαι κάτω μαζί τους, είτε μέσα απ’ τη δισκογραφία, είτε μέσα απ’ την τηλεόραση, είτε από παντού. Ο κόσμος είναι ο κριτής. Ο κόσμος σε κρίνει, ο κόσμος σε ανεβάζει, ο κόσμος σε κατεβάζει. Εκεί πρέπει να επικεντρωθείς και αυτή την αληθινή σχέση πρέπει να επιζητάς. Και δεν χρειάζεται όλος ο κόσμος να μας λέει: «Μπράβο» ή να μας χτυπάει παλαμάκια και να μας ευλογεί. Χρειάζονται κι αυτοί που θα κάνουν και την κατάκριση και την αρνητική κριτική. Κι αυτοί μας βοηθάνε, ίσως άθελά τους, αλλά μας βοηθάνε. Ίσως μας προστατεύουνε κιόλας από κάποιες κακοτοπιές. Όλοι χρειάζονται, δεν μπορεί να αρέσουμε σε όλους. Αυτό πρέπει να το έχουμε σαν το πρώτο μας, ας το πούμε, μότο, το πρώτο μας σύνθημα. Και το σημαντικότερο, ιδίως όταν λέμε ότι θέλουμε να υπηρετούμε την παράδοση, αυτό δεν συνεπάγεται ότι: «Παναγιώτη, πρέπει να υπηρετείς την παράδοση, να ’σαι μόνο καλός καλλιτέχνης, να τραγουδάς καλά ποντιακά ή να κάνεις ενδεχομένως κάποια καλά ντοκιμαντέρ ή κάποιες καλές παραγωγές». Πρέπει πρωτίστως να έχεις μπροστά όλες αυτές τις αξίες που κουβαλά και απορρέουνε από την παράδοσή μας, που κουβαλάει η παράδοσή μας: τον σεβασμό, το ήθος, τη συναδελφικότητα… Αυτό που είχαν οι παλιοί, αυτό που χαρακτήριζε τους παλιούς μας. Θα μου πεις, Μαρία: «Γιατί, ρε Παναγιώτη, αυτοί δεν είχαν προβλήματα ή δεν είχαν αντιπαραθέσεις;». Ναι, είχανε, αλλά ήτανε άλλη πάστα ανθρώπων, ήτανε άλλο υλικό, άλλο καλούπι. Σήμερα, έχω την αίσθηση ότι είμαστε περισσότερο ψεύτικοι, περισσότερο fake, δηλαδή μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο το «φαίνεσθαι» από το «είναι», από την ουσία, και εκεί εγκλωβιζόμαστε. Παραμυθιαζόμαστε απ’ τα social media, τι αποδοχή έχουμε, τι απήχηση, πόσα like, πόσο τα story μας, τα έτσι μας, τα βίντεό μας, και χάνουμε την ουσία και στη ζωή, αλλά και στο έργο μας. Ναι, δεν αφορίζουμε τα social media, γιατί εμείς οι ίδιοι τα χρησιμοποιούμε για να διαφημιστούμε, για να κάνουμε, αλλά μέχρι εκεί. Είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τη δουλειά μας, προς Θεού, αλλά μέχρι εκεί. Βλέπεις ότι είμαστε όλη την ώρα έτσι, το κινητό στο χέρι, τι ανέβασα, τι αποδοχή έχει ή τι δεν έχει. Δεν το κάνουν όλοι, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία. «Τι έκανε; Τι η Μαρία, τι ανέβασε; Τι ο…;», δηλαδή εγκλωβίζεσαι. Και τι χάνεις; Χάνεις και ενέργεια και πολύτιμο χρόνο από το να κάτσεις, να μιλήσεις, να δουλέψεις, να ασχοληθείς μ’ αυτό που κάνεις, για να γίνεις καλύτερος.
Το κομμάτι αυτό της αναγνωρισιμότητας πώς το διαχειρίζεστε;
Εντάξει, δεν είμαστε και ο Βέρτης ή ο Αργυρός.
Εντάξει, αλλά στον κύκλο τον ποντιακό έχετε όνομα.
Ναι. [01:20:00]Κοίταξε, μέχρι στιγμής εγώ δεν έχω νιώσει ποτέ άβολα. Γιατί; Γιατί λίγο-πολύ είμαστε μία τεράστια ποντιακή οικογένεια ανά τον κόσμο που γνωριζόμαστε και αναμεταξύ μας και αυτό που… Είναι, Μαρία, είναι… δεν μπορώ να σου περιγράψω με λόγια πόσο όμορφο συναίσθημα είναι να νιώθεις την αγάπη του άλλου. Δηλαδή να μη σε ξέρει ο άλλος και επειδή καλλιτεχνικά, ας το πούμε, σε γνωρίζει, ή μέσα από τα social media, να ανοίγει το σπίτι του για να σε φιλοξενήσει. Και να το κάνει μ’ όλη του την καρδιά, να το εισπράττεις δηλαδή, να το νιώθεις. Αυτό δεν περιγράφεται και δεν ανταλλάσσεται. Είναι αυτό που λέμε η ηθική ικανοποίηση πάνω σ’ αυτό που κάνεις, ότι νιώθεις ότι κάτι κάνεις καλά. Αλλά, εντάξει, σ’ το ξαναλέω, εμείς τώρα δεν είμαστε και βεληνεκούς άλλων καλλιτεχνών, που να τους ξέρει, ας το πούμε, όλος ο κόσμος ή το να πάν’ να φάν’ κάπου και να μη μπορούνε. Εμείς ίσα ίσα χαιρόμαστε και επιδιώκουμε αυτή την αγάπη κι αυτό το συναίσθημα που εισπράττουμε από τον κόσμο.
Και φτάνουμε στη σύγχρονη εποχή και στο 2020, που χτυπάνε τα τηλέφωνα όλων, έρχεται μήνυμα από την Πολιτική Προστασία ότι η κατάσταση είναι επικίνδυνη κλπ. Πώς σας επηρέασε εσάς αυτό;
Αυτά τα δύο χρόνια, δεν ξέρω, τρία, που βιώσαμε αυτό το πρωτόγνωρο με την πανδημική κρίση και τον covid, είναι το απόλυτο σκοτάδι για τους καλλιτέχνες. Είμαστε ο κλάδος που πρώτος πλήρωσε το μάρμαρο της κρίσης αυτής και τελευταίος βγήκε από αυτήν. Δηλαδή ενώ άρχισαν να ανοίγουν όλα, να δουλεύουν σιγά, σιγά, σιγά όλα τα επαγγέλματα, τελευταίο που άρχισε να παίρνει μπροστά ήτανε ο χώρος των καλλιτεχνών. Και ο πρώτος ο οποίος έκλεισε, όταν εμφανίστηκε αυτό, ήταν… Ήτανε, σε ό,τι αφορά το κομμάτι το καλλιτεχνικό, μία λέξη, αυτό που σου είπα πριν, το απόλυτο σκοτάδι, ό,τι χειρότερο. Βέβαια, μέσα σ’ όλο αυτό το αρνητικό της πανδημικής κρίσης είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου και αυτό σημαίνει ότι, επειδή το είχαμε και ανάγκη κιόλας, λίγο να ξεχαστούμε, να κάνουμε, βρεθήκαμε κοντά σε αγαπημένα μας πρόσωπα, στην οικογένεια περισσότερο, και επίσης είχαμε και απεριόριστο χρόνο να δημιουργήσουμε, να ψάξουμε το αρχείο μας, να γράψουμε ενδεχομένως μία μουσική, έναν στίχο κτλ., να ασχοληθούμε περισσότερο. Όμως, εδώ έρχεται να κουμπώσει η επιβίωση. Πάρα πολλοί συνάδελφοι οι οποίοι ενδεχομένως δεν είχαν άλλους πόρους και είχανε μόνο την τέχνη τους, με το τραγούδι ή με κάποιο όργανο, σαν οργανοπαίκτες, και ιδίως αυτοί που ζούνε στα μεγάλα αστικά κέντρα, αντιμετώπισαν τρομερό πρόβλημα επιβίωσης. Πάρα πολλοί αναγκάστηκαν να αλλάξουνε δουλειές. Δηλαδή ένας άνθρωπος που μέχρι τα 40 του, 45 του, ήξερε μόνο να παίζει κιθάρα, για παράδειγμα, ή κλαρίνο αναγκάστηκε να πάει να δουλέψει security ή να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο ή… που δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του. Αυτό δημιούργησε ένα πρόβλημα στην ψυχολογία. Και, ξέρεις, πάρα πολλοί καλλιτέχνες στη μετα-covid εποχή δεν ασχολούνται άλλο με την καλλιτεχνία, γιατί… Ίσως επειδή λίγο ξεχώρισε και η ήρα από το στάρι, γιατί πλέον επιβιώνουν, ας το πούμε, αυτοί που έχουνε μία μεγαλύτερη αξία ή μία μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα, και άλλοι τους στοίχισε μελαγχολικά, δηλαδή τους δημιούργησε ακόμη και τάσεις μελαγχολίας, που δεν θέλουν πλέον να παίζουνε, όσο κι αν σου ακούγεται κάπως αυτό. Δεν τα βγάζω από το μυαλό μου, ξέρω περιπτώσεις συναδέλφων καλλιτεχνών. Προσπαθήσαμε τώρα κάτι να κάνουμε τάχα, αυτά με τα ιντερνετικά κτλ., περισσότερο για να ξεγελάμε τον εαυτό μας, να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας, αλλά τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το live. Την καλύτερη ιντερνετική συναυλία να κάνεις, με τα καλύτερα μηχανήματα, όταν απέναντί σου… στο μεγαλύτερο θέατρο του κόσμου να ’σαι και να τραγουδάς, όταν απέναντί σου έχεις άδεια καθίσματα και έχεις μόνο την ψυχρή εικόνα και τις κάμερες, αυτό δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τίποτα τη σκόνη του πανηγυριού και τον ιδρώτα και τον κόσμο και την κάπνα και την τσίκνα και την επιδοκιμασία ή και την αποδοκιμασία, αν θέλεις. Δεν αλλάζεται αυτό το πράμα. Αυτό το πράμα σε δίνει ενέργεια που σε απογειώνει. Το άλλο ήτανε… έγινε για να γίνει, επειδή δεν είχαμε άλλη διέξοδο. Και έστω ήτανε μία διέξοδος και μία… Και μην ξεχνάς, το είχε ανάγκη κι ο κόσμος τότε. Δηλαδή κλεισμένοι στα σπίτια τους, όλη την ώρα ήτανε με την… Η τηλεόραση ήταν απαγορευτική να την ανοίξεις, γιατί γίναμε όλοι επιδημιολόγοι, μάθαμε και τα πάντα, γίναμε όλοι γιατροί και λοιμωξιολόγοι, και σε βομβάρδιζε διαρκώς με πρόβλημα, με πρόβλημα, με πρόβλημα, που σε καθήλωνε, και άρα είχαμε ανάγκη να ακούσουμε ένα τραγούδι, μία μουσική, να δούμε κάτι, ένα ωραίο βίντεο, μία ωραία ταινία κτλ. Κοντολογίς, να πάνε και να μην ξανάρθουν εκείνα τα χρόνια ποτέ, ποτέ, γιατί εντάξει, βρε συ, τι να λέμε τώρα, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Η φυλακή, όσο όμορφη και να ’ναι, είναι φυλακή. Ελάχιστα θετικά, κι αυτό περισσότερο με τον χρόνο που έχεις για να βρεθείς με τα άτομα που αγαπάς, αλλά όλο το άλλο ήταν ένα απόλυτο σκοτάδι.
Όταν έγινε άρση των μέτρων και ανεβήκατε ξανά στις εξέδρες για να τραγουδήσετε, πώς αισθανθήκατε;
Εκεί… πώς να σου πω; Πώς τυχαίνεις το Τζόκερ; Πώς κάνεις όταν γεννιέται το παιδί σου και πας το βλέπεις, το παίρνεις μάλλον στην αγκαλιά; Έτσι, νιώθεις σαν μωρό. Ιδίως στα πρώτα live, θυμάμαι, κάναμε σαν χαζοί. Δηλαδή, καταρχήν, είχαμε και μια ανασφάλεια: «Θα τραγουδήσω; Δεν θα τραγουδήσω; Θα βγει η φωνή μου; Τα θυμάμαι; Τα ξέχασα; Τα έκανα; Τι γίνεται τώρα;». Αλλά με το που ανάβουν τα φώτα και βγαίνεις πάνω και παίρνεις το μικρόφωνό σου, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα, και ιδίως όταν βλέπεις κι από κάτω την ανταπόκριση του κόσμου. Γιατί στις πρώτες… Δηλαδή το περσινό καλοκαίρι, το οποίο, δόξα τω Θεώ συνεχίζεται και φέτος, Μαρία, γίνεται χαμός. Δηλαδή πηγαίναμε καθημερινές τραγουδούσαμε και είχε κόσμο ο σύλλογος που έκανε την εκδήλωση που δεν είχε ποτέ στα χρονικά. Δεν είχαν καρέκλες, για να σου δώσω να καταλάβεις. Τελειώνανε τα κρέατά τους πολύ νωρίς, γιατί δεν περίμεναν τόσο κόσμο. Αυτό είναι ένα από τα θετικά. Γιατί, ξέρεις, όταν κάτι σου λείπει, τότε το εκτιμάς περισσότερο, και νομίζω ότι στην περίπτωσή μας αυτό υφίσταται. Τώρα, μπορεί να περάσουν τα χρόνια και να βαρεθούμε πάλι και να ’ρθουμε στα τετριμμένα, εύχομαι να μη συμβεί, αλλά αυτό που εισπράττουμε φέτος και αυτό που εισπράξαμε πέρυσι το καλοκαίρι είναι πρωτόγνωρο. Πολύ μεγάλη συμμετοχή του κόσμου και… Κάπου υπάρχει και μία άλλη δικαιολογία, ότι η παραδοσιακή μουσική, τα παραδοσιακά γλέντια, είναι και μια φθηνή διασκέδαση. Δηλαδή μπορεί… είναι μία διασκέδαση για όλα τα βαλάντια. Δεν είναι αποτρεπτική για κάποιον να πάει, να ακούσει έτσι όμορφα, να περάσει ωραία, να φάει ένα σουβλάκι, να πιει μια μπίρα, για παράδειγμα, μια ρετσίνα και να χορέψει δέκα χορούς και να ξαλαφρώσει, να ξεσκάσει. Παίζει ρόλο και αυτό, ότι είναι μία διασκέδαση για όλα τα βαλάντια.
Τώρα, οδεύοντας προς το κλείσιμο, υπάρχει κάτι που έχετε μετανιώσει ή θα αλλάζατε, από τη μέχρι τώρα πορεία σας;
Προφανώς. Δηλαδή κάποια λάθη που έχω κάνει στο παρελθόν, είτε καλλιτεχνικά είτε επαγγελματικά, εννοείται ότι θα ’θελα να τα αποφύγω και να τα αλλάξω. Αλλά ακόμη και μέσα από τα λάθη και τις παραλείψεις, εγώ κρατάω ότι είναι διδακτικά. Όσο σε προστατεύουνε και προφανώς όσο δεν τα επαναλαμβάνεις. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Από την [01:30:00]άλλη, είναι όλα αυτά που σου περιέγραψα, αυτές οι στιγμές, αυτές οι εικόνες κι άλλες τόσες που δεν μου ’ρχονται τώρα στον νου και που δεν έχουμε και χρόνο, θα θέλουμε μέρες για να τα λέμε όλα, που δεν θα τις άλλαζα με τίποτα. Δηλαδή εγώ πραγματικά νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη, νιώθω πολύ ευλογημένος, καταρχήν, από τον Θεό, με βάση αυτά που έχω ζήσει μέχρι σήμερα στη ζωή μου και με το χάρισμα που μου ’δωσε, και νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη όχι μόνο απέναντι στο Θείο και τις δυνάμεις του, αλλά και απέναντι στον κόσμο γι’ αυτή την πολύ μεγάλη αγκαλιά που εισπράττω και αυτή την πολύ μεγάλη αγάπη. Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτή είναι η κινητήριος δύναμη, η αγάπη και η τεράστια αγκαλιά του κόσμου, η αποδοχή, που σου λέει: «Ναι, κάτι κάνεις καλά, Παναγιώτη, προχώρα και είμαστε δίπλα σου». Την καλύτερη φωνή να έχεις, την καλύτερη λύρα να παίζεις, ο καλύτερος στον κόσμο να είσαι, εάν αυτό δεν συνοδεύεται από την ειλικρινή, την ανιδιοτελή αγάπη και την αγκαλιά του κόσμου, δεν θα ’σαι ποτέ γεμάτος. Καλύτερα να ’σαι πιο χαμηλά και να ’σαι γεμάτος όταν νιώθεις και εισπράττεις όλα αυτά τα συναισθήματα, από τη Μαρία, τον Κώστα, τον Γιάννη, την Ελένη, τον κόσμο, που καλά-καλά τους περισσότερους μπορεί να μην τους γνωρίζεις ή να τους γνωρίζεις φυσιογνωμικά, όμως ένα βλέμμα τους και μια αγκαλιά τους να σε ανεβάζουνε στα ύψη. Και αυτό δεν αλλάζεται, δεν εκτιμάται και δεν εξαγοράζεται με τίποτα. Χρήματα έρχονται, παρέρχονται. Άλλος λιγότερα, άλλος περισσότερα. Όσο ζούμε με μία αξιοπρέπεια, μια χαρά είμαστε. Όσο μπορούμε να ζούμε με μία αξιοπρέπεια, για εμάς και για την οικογένειά μας, για τους φίλους μας, για τον περίγυρό μας. Τα άλλα τα συναισθήματα, όσα χρήματα και να ’χει ο άλλος, δεν μπορεί να τα εξαγοράσει, αν δεν τα νιώσει στο διά ζώσης, σ’ αυτό που λέμε, στην επικοινωνία, στην ανθρώπινη επαφή, στη σχέση, σ’ αυτή την αλήθεια, που κοιτάς τον άλλον μες στα μάτια. Αυτό είναι η παράδοσή μας, η αλήθεια που βγάζει, κι αυτό επιβίωσε και παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί ήταν αληθινό και δυνατό. Όταν κάτι είναι αληθινό και δυνατό, δεν σβήνει ποτέ και εσύ είσαι φουλ μέσα σου γεμάτος. Κι όταν είναι fake και υποκατάστατο και, και, και, και άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, έχεις ένα ψεύτικο χαμόγελο προς τα έξω, για τα μάτια του κόσμου, και μέσα έχεις την απόλυτη μελαγχολία, το απόλυτο σκοτάδι. Ε, διαλέγεις και παίρνεις, απλά είναι τα πράματα. Και, ξες, καμιά φορά εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι βάζουμε τρικλοποδιές στους εαυτούς μας από μόνοι μας. Γιατί; Γιατί υπάρχει αυτή η βουλιμική τάση στον άνθρωπο α για το κάτι παραπάνω, α για το κάτι παραπάνω, α για το κάτι παραπάνω, που τις περισσότερες φορές, αν κάτσουμε και το σκεφτούμε ψυχρά, θα πούμε: «Κάτσε, ρε μεγάλε! Πόσο περισσότερο ευγνώμων πρέπει να νιώθεις για όλα αυτά που έχεις;». Αλλά πότε ερχόμαστε στα ίσια μας; Όταν μας τυχαίνει μία στραβή και λέμε: «Επ! Τώρα τι γίνεται;». Γι’ αυτό τι κάνουμε; Χαμογελάμε έξω μας και μέσα μας κι όταν νιώθουμε κάπως, παίρουμε την κεμεντζέ, παίρουμε το τουλούμ’, το αγγείο, πάμε στο βουνό μας, με το τσιπουράκι μας, λίγο τυρί, λίγο ντομάτα, λίγο ελιά, το λαδάκι μας το ωραίο, και παίζουμε και τραγουδάμε και βγαίνει έτσι από μέσα μας και συγκινούμαστε και κλαίμε και χαιρόμαστε και κάνουμε και αδειάζουμε και γεμίζουμε το μέσα μας. Αυτό, τίποτ’ άλλο. Και, πίστεψέ με, είναι αρκούντως ικανοποιητικό, είναι μια χαρά.
Για το μέλλον τι βλέψεις έχετε;
Κοίτα, υπάρχουν κάποια, ας το πούμε, επαγγελματικά πλάνα και καλλιτεχνικά, έτσι κάποιες σκέψεις, και ήδη δουλεύω σε κάποια έτσι από αυτά τα project, γιατί δεν γίνεται τίποτα στην τύχη, τα είπαμε και στην κουβέντα μας νωρίτερα, θέλει δουλειά. Δεν μπορεί μ’ ένα κουμπί, πατάς ένα κουμπί και γίνονται όλα. Αλλά πλέον, τα τελευταία χρόνια, αυτό που βιώνω είναι ότι κάποια πράματα αρχίζουν και έρχονται από μόνα τους. Δηλαδή μάλλον ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για όλα αυτά που σπείραμε όλα αυτά τα χρόνια και να αρχίσουμε και να θερίζουμε. Αλλά επειδή είμαι από τη φύση μου έτσι ανήσυχο πνεύμα, δεν επαναπαύομαι. Γιατί; Γιατί αυτό το πράμα είναι η ζωή μου, Μαρία, έτσι μεγάλωσα, από μωρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, μες στα ποντιακά. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα ’ρθει κάποιος που θα μου πει: «Κοίταξε, Θεοδωρίδη, σου δίνω 15.000 ευρώ τον μήνα, δεν θα κάνεις τίποτα, δεν θα ασχολείσαι όμως καθόλου με ποντιακά και τέτοια. Τίποτα». Νομίζω ότι… Άντε, μπορεί έναν μήνα να αντέξω, άντε ας σου πω και δύο, βαριά, δεν θα το δεχτώ όμως με τίποτα, γιατί αυτό το πράμα είναι η ζωή μου, έτσι έμαθα, έτσι μεγάλωσα. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι το ποντιακό, ότι αυτά που κάνω στην τηλεόραση, τα ντοκιμαντέρ, αυτά, δεν θα υπάρχουνε στη ζωή μου. Με γεμίζει. Δεν με κουράζει, με γεμίζει αυτό το πράμα, με ευχαριστεί, με κάνει άλλο άνθρωπο. Αλλά απ’ την άλλη, δεν έχω αυτή την αγωνία και το άγχος: «Ωχ! Πρέπει να σχεδιάσω, να κάνω αυτό, να γίνει το άλλο, να βγει το άλλο, να βγει το παράλλο, να πάω πιο ψηλά, να κάνω…», όχι. Γιατί θεωρώ ότι ό,τι είναι να σου ’ρθει θα σου ’ρθει και την κατάλληλη στιγμή θα ’ρθει το πλήρωμα του χρόνου. Γιατί πολλές φορές όταν έχουμε μία έτσι άχρηστη και ανούσια αγωνία και μια βουλιμία έτσι να τα κατακτήσουμε όλα, να κάνουμε, πολλές φορές πετυχαίνεις και τα αντίθετα αποτελέσματα. Σταθερά, όμορφα βήματα και δουλειά. Δεν επαναπαύεσαι ποτέ, και ιδίως σ’ αυτόν τον χώρο, τον καλλιτεχνικό.
Οπότε, για να κλείσουμε, θα μας πείτε ένα δίστιχο αγαπημένο σας;
Ωχ, τώρα είναι πολλά. Ποιο να σου πω; Τώρα είδες, μ’ έπιασες… Δεν θα σου πω ένα δίστιχο αγαπημένο, γιατί είναι πάρα πολλά και πραγματικά δεν ξέρω ποιο να πρωτοπώ, θα σου πω όμως ότι πίσω από τα δίστιχα κρύβονται τεράστιες, πολύ μεγάλες ιστορίες, αληθινές ιστορίες. Για παράδειγμα, ήμασταν σ’ ένα χωριό και τραγούδησε ένας ηλικιωμένος εκεί στην παρέα ένα δίστιχο που έλεγε: «Ποπά και ντε στεφάνωνες και το στεφανωμένον,/ απόθεν έρθε σε χαπέρ’ ντο είμαι αποθαμένον». Εντάξει, όταν το ακούς αυτό το δίστιχο, λες: «Ένα δίστιχο», απλό, κοινότυπο, δεν σου κάνει… Δεν το ακούς και λες: «Ουάου, τι δίστιχο είναι αυτό;». Όταν στη διάρκεια του μουχαπετιού, της παρέας, ρώτησα αυτό τον άνθρωπο: «Αούτο…», μάλλον μου είπε: «Παναή, αούτο το δίστιχο έχει ιστορία». Λέω εγώ: «Ώπα! Ιστορία, τι εννοείς ιστορία; Για εξήγησέ μου». Και μου λέει: «Στην Ανταλλαγή ήρθε μία πανέμορφη κοπέλα με την οικογένειά της εδώ, σ’ ένα από τα χωριά της Κοζάνης», για ευνόητους λόγους ας μην αναφέρουμε το χωριό, γιατί θα καταλάβουν όλοι πρόσωπα και καταστάσεις, «Αυτή επειδή ήτανε πανέμορφη, ήτανε παντρεμένη, αλλά ο άντρας της είχε μείνει στον Πόντο, δεν κατάφερε να ’ρθει μαζί τους στην Ανταλλαγή, γιατί ήταν εξορία. Αυτή επειδή ήτανε πανέμορφη, από τον πρώτο κιόλας χρόνο πέφταν οι προτάσεις για να την πάρουν εκεί στο χωριό, να την παντρευτούν άλλοι. Γιατί τότε παντρευόντουσαν κιόλας επειδή χρειαζόντουσαν και εργατικά χέρια, κι από μικρές ηλικίες μάλιστα. Αυτήν όμως η γυναίκα ήτανε πολύ ερωτευμένη και δεν ήθελε να προδώσει τον γάμο της, τον άντρα της, και αρνιόταν πεισματικά, παρότι ήτανε δύσκολα για την εποχή τότε, ξες, να κάνεις παρακοή στον γονιό ή στους μεγαλύτερους ή στους… ξες, του χωριού: “[01:40:00]Όχι, θα ’ρθει ο άντρας μου, θα ’ρθει ο άντρας μου, τον περιμένω” κτλ. Τον περίμενε ως πιστή Πηνελόπη. Δεύτερος χρόνος, δεν εμφανίζεται ο άντρας της, πάλι τα ίδια, πιέσεις κτλ.: “Πρέπει να παντρεύεις, να εφτάς”, το ’να, τ’ άλλο. Τρίτος χρόνος… Τον τρίτο χρόνο έρχεται ο παπάς του χωριού και της λέει: “Κοίταξε να δεις, ήρθανε τα μαντάτα από την Πατρίδα, από τον Πόντο, ότι ο άντρας σου δεν ζει”. Η γυναίκα το παίρνει απόφαση μετά από καιρό: “Έχασα τον άντρα μου”. Ποιος ξέρει πώς ένιωθε η καημένη, αλλά και η ζωή είναι αμείλικτη, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Δεν ζούσανε σε κοινωνία αγγελική, έπρεπε να αγωνιστούνε για να επιβιώσουν, τα προβλήματα ουκ ολίγα. Εν πάση περιπτώσει, μετά από πολλές πιέσεις αναγκάζεται και την παντρεύουνε με έναν άλλον. Έλα που περνάνε δύο-τρία χρόνια που ο άντρας της στον Πόντο ρωτάει: “Πού πήγανε οι δικοί μας από κείνο το χωριό; ”, “Πήγαν εκεί” κτλ., και μαθαίνει πού πήγε. Και πάει στο χωριό και τη βρίσκει. Και μένει σύξυλος… σύξυλη αυτή πρωτίστως, γιατί της είπανε ψέματα και μάλιστα βάλανε και τον παπά να πει ψέματα ότι πέθανε ο άντρας της, και εκείνος μένει σύξυλος, γιατί μετά από πόσα χρόνια συνάντησε τη γυναίκα του και έμαθε ότι έκανε την οικογένειά της, έκανε τα παιδιά της κτλ. Αυτός ο άνθρωπος, προφανώς επειδή κι αυτός είχε τόσο μεγάλο έρωτα, δεν μπόρεσε να το καταπιεί, να το δεχτεί ποτέ, και στις παρέες, όταν παίζανε και τραγουδούσανε, έλεγε αυτό το δίστιχο: “Ποπά και ντε στεφάνωνες και το στεφανωμένον,/ απόθεν έρθε σε χαπέρ’ ντο είμαι αποθαμένον”, δηλαδή: “Ποπά, πώς δέχτηκες, παπά, και στεφάνωσες την ήδη στεφανωμένη; Ποιος σου ’στειλε το μαντάτο ότι έχω πεθάνει; ”. Και το έλεγε έτσι με πίκρα, γιατί τον έκαιγε τον άνθρωπο». Θέλω να σου πω ότι πάρα πολλά δίστιχα απ’ αυτά που τραγουδάμε έχουνε μια ολόκληρη ιστορία από πίσω τους και όταν σε κάποια απ’ αυτά τη γνωρίζεις, τότε και το δίστιχο αποκτά άλλο νόημα. Είναι η δύναμη και ο πλούτος της παράδοσής μας αυτός. Η δύναμη και ο πλούτος της ντοπιολαλιάς μας, της διαλέκτου μας. Που άλλωστε τι είναι τα τραγούδια, επί της ουσίας; Τον πόνο του, τον καημό του, τη χαρά του, την καψούρα του, τον έρωτά του τον έφτιαχνε δίστιχο και τον τραγουδούσε. Και κάποια απ’ αυτά τα δίστιχα ήτανε διαμάντια και μείνανε μέχρι τις μέρες μας. Αυτό, σε κάποια άλλη εργασία σου, πρέπει να κάνεις μία εργασία με σημείο αναφοράς τα ποντιακά δίστιχα και τις ιστορίες που υπάρχουν από πίσω, έχει πολύ ενδιαφέρον.
Οπότε, για εσάς η παράδοση, σε μια γραμμή, τι είναι;
Η παράδοση είναι αλήθεια, είναι φως, είναι ζωντάνια, είναι τα πάντα. Είναι φάρος φωτεινός, είναι οδηγός, που μας δείχνει τη στράτα.
Εγώ δεν έχω κάτι άλλο να σας ρωτήσω, αν θέλετε να πείτε κάτι εσείς…
Όχι, νομίζω τα είπαμε όλα.
Οπότε, κάπου εδώ θα κλείσουμε. Ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτά που μοιραστήκατε μαζί μας…
Να είσαι καλά, Μαρία. Κι εγώ ευχαριστώ, γιατί μου ’δωσες τη δυνατότητα να γυρίσω χρόνια πίσω, αναμόχλευσα τη μνήμη μου, θυμήθηκα έτσι στιγμές. Κάποιες τις θυμάμαι ακόμα και συγκινούμαι, έτσι γεμίζω μέσα μου, και εύχομαι αυτά που σου είπα, κάπου, κάποιον να τον αγγίξουν, να του φανούν έτσι χρήσιμα. Έστω κι έναν άνθρωπο, κέρδος θα ’ναι.
Να είστε σίγουρος!
Περίληψη
Η ποντιακή παράδοση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους μουσικούς της. Ένας φορέας και λειτουργός της είναι και ο κύριος Παναγιώτης Θεοδωρίδης, ο οποίος, μεγαλωμένος σε ένα ποντιακό περιβάλλον, καλλιέργησε την έμφυτη κλίση του στο τραγούδι. Στην παρούσα αφήγηση αναφέρεται στο ξεκίνημά του, δηλαδή στην ποντιακή παιδική χορωδία του Πρωτοχωρίου Κοζάνης στην οποία συμμετείχε, και στα χρόνια που ακολούθησαν. Σχολιάζει τις δισκογραφικές του απόπειρες, τις σχέσεις με τους συναδέλφους του και τις συνεργασίες του. Ακόμη, μιλάει για τις ιστορίες των παππούδων του και για την αγάπη του για την παράδοση. Κλείνοντας, αναφέρεται στο σήμερα, στην πανδημία του κορονοϊού, που έπληξε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον κλάδο του, και στη μετα-Covid εποχή.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Θεοδωρίδης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καλεμκερίδου
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/08/2023
Διάρκεια
104'
Περίληψη
Η ποντιακή παράδοση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους μουσικούς της. Ένας φορέας και λειτουργός της είναι και ο κύριος Παναγιώτης Θεοδωρίδης, ο οποίος, μεγαλωμένος σε ένα ποντιακό περιβάλλον, καλλιέργησε την έμφυτη κλίση του στο τραγούδι. Στην παρούσα αφήγηση αναφέρεται στο ξεκίνημά του, δηλαδή στην ποντιακή παιδική χορωδία του Πρωτοχωρίου Κοζάνης στην οποία συμμετείχε, και στα χρόνια που ακολούθησαν. Σχολιάζει τις δισκογραφικές του απόπειρες, τις σχέσεις με τους συναδέλφους του και τις συνεργασίες του. Ακόμη, μιλάει για τις ιστορίες των παππούδων του και για την αγάπη του για την παράδοση. Κλείνοντας, αναφέρεται στο σήμερα, στην πανδημία του κορονοϊού, που έπληξε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον κλάδο του, και στη μετα-Covid εποχή.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Θεοδωρίδης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καλεμκερίδου
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/08/2023
Διάρκεια
104'