© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η λαογραφία, οι γεύσεις και οι μυρωδιές του Κρόκου Κοζάνης μέσα από τα μάτια της Ιωάννας Κύρου

Κωδικός Ιστορίας
24929
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννα Κύρου (Ι.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/07/2023
Ερευνητής/τρια
Θανάσης Καραμπατζιάς (Θ.Κ.)
Θ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πείτε το όνομά σας; 

Ι.Κ.:

Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Ιωάννα Κύρου. Είμαι εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, γεννήθηκα και ζω στον Κρόκο Κοζάνης. 

Θ.Κ.:

Ωραία. Είναι Πέμπτη, 20 Ιουλίου, είμαι με την κυρία Ιωάννα Κύρου, βρισκόμαστε στον Κρόκο Κοζάνης. Εγώ είμαι ο Αθανάσης Καραμπατζιάς, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. 

Ι.Κ.:

Θα σας μιλήσω για το βιβλίο μου. Το βιβλίο μου ξεκίνησε από ένα χαλβά. Χαλβάς είναι ένα παραδοσιακό γλυκό που κάνουμε εμείς στον τόπο μας και το πηγαίνουν συνήθως σε χαρμόσυνα γεγονότα. Παλαιότερα ήταν ένα δώρο της πεθεράς προς τη νύφη, που γινότανε τις μέρες που είχαμε το πανηγύρι το μεγάλο, το Νιάημερο. Ο Νιάημερος λεγόταν έτσι γιατί κρατούσε εννιά μέρες. Σ’ αυτό λοιπόν το πανηγύρι πήγαινε η κάθε πεθερά που είχε φρεσκοαρραβωνιασμένα παιδιά και έπαιρνε χαλβά, τον έβαζε σε ένα καλό ταψί, τον στόλιζε... τον σκέπαζε με το καλό της το χειροποίητο και το ‘στελνε στη νύφη. Αυτό λοιπόν ήταν ένα ευχάριστο, ένα γλυκό δώρο κέρασμα για τη νύφη κι η νύφη γυρνούσε πάλι κάτι στην πεθερά. Εγώ δεν το πήγα στη νύφη μου, το πήγα στην κουμπάρα μου. Ετοιμαζόμασταν να βαφτίσουμε ένα παιδάκι και έπρεπε για να -κατά κάποιο τρόπο- για να επικυρώσουμε την κουμπαριά, να πάμε στο σπίτι του μωρού ένα γλυκό και κάποια δώρα. Έτσι το ‘χουμε λοιπόν έθιμο. Έφτιαξα λοιπόν ένα χαλβά και τον στόλισα όσο μπορούσα πιο όμορφα με αμύγδαλα. Πήγα το χαλβά στο... στο σπίτι, περάσαμε όμορφα, έγινε η βάφτιση, όλα καλά. Την περίοδο του κορονοϊού που ήμουν μέσα στο σπίτι μου κλεισμένη και έχοντας -μ’ αρέσει πάρα πολύ να γράφω -ξεκίνησα να γράφω τις συνταγές, τη συνταγή του χαλβά. Εκεί συνειδητοποίησα ότι κάποια γλυκά, κάποια φαγητά, συνδέονται με έθιμα που έχουμε στον τόπο μας. Δηλαδή ας πούμε ο χαλβάς είναι ένα ευχάριστο δώρο που πηγαίνει σε μωρό, σε νύφη και τα λοιπά. Όταν ας πούμε έχουμε μια γέννηση, άλλα, κάνουμε άλλα πράγματα, όταν έχουμε γάμο, άλλα πράγματα. Σε κάθε μήνα, που έχουμε πολλά έθιμα, φκιάχνουμε κι ένα φαγητό. Για παράδειγμα: όταν έρχεται ο Σεπτέμβρης που έχουμε τον Τρύγο, το φαγητό του Τρύγου είναι οι κεφτέδες με κρεμμύδια, και μάλιστα τα παλιότερα χρόνια που οι οικογένειες ήταν πολυμελείς αναλάμβανε να κάνει το φαγητό αυτό η μεγάλη γυναίκα του σπιτιού, «η μάλη» όπως λέγανε, δηλαδή η μαμά του άντρα, ή αν δεν μπορούσανε το έκανε η μεγάλη νύφη. Και μάλιστα δεν ήτανε ένα ταψί μόνο, ήτανε 3-4 ταψιά, γιατί στον Τρύγο οι πολυπληθείς οικογένειες έπρεπε να φαν, αλλά ταυτόχρονα υπήρχανε και οι βοϊστάδες, δηλαδή συγγενικά και φιλικά πρόσωπα που ερχόταν αφιλοκερδώς και βοηθούσαν, μαζεύαν τα σταφύλια, αλλά υπήρχαν και σε ανθρώπους που είχαν πολλά αμπέλια και οι επί πληρωμή άνθρωποι που είχαν τα μεροκάματα. Αυτοί όλοι έπρεπε να φάνε. Το φαγητό του Τρύγου λοιπόν ήτανε ο... τα... οι κεφτέδες με τα κρεμμύδια. Το φκιάχναν λοιπόν και πηγαίναν και το τρώγανε. Επίσης υπήρχαν φαγητά συγκεκριμένες εποχές που τα... ας πούμε το... τα Χριστούγεννα κυριαρχούσε το χοιρινό, κάθε σπίτι είχε ένα γουρούνι, κάθε σπίτι είχε κάποιον που αναλάμβανε να το σφάξει και κείνη τη μέρα γινόταν η Γουρνοχαρά. Γουρνοχαρά ήτανε -όχι χαρά για το γουρούνι βέβαια- χαρά για τους ανθρώπους γύρω, γιατί ήτανε σαν γιορτή: μαζευότανε, θυμιατίζαν το γουρούνι πριν το σφάξουνε, ο ειδικός έκανε την όλη... όλη τη σφαγή ας πούμε και οι γυναίκες αναλαμβάναν να κομματιάσουν και να μοιράσουν τα κρέατα όπως έπρεπε. Κάνανε... και οι άντρες ας πούμε βρίσκανε ευκαιρία να μαζευτούν και να πιούν ένα κρασί. Είπαμε, ο κάθε μήνας είχε κάτι. Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω τα έθιμα και σε μια φάση είδα ότι το βιβλίο μεγάλωνε πάρα πολύ. Αποφάσισα -γιατί ερχότανε και φίλες μου- βέβαια εν μέσω κορονοϊού δεν μπορούσαμε και να βρισκόμαστε, αλλά τηλεφωνικά, με βιντεοκλήση και τα λοιπά και μου λέγανε: «Να σου δώσω μια συνταγή να τη βάλεις στο βιβλίο, να σου δώσω κι εγώ μια συνταγή;» Κι άρχισα να μαζεύω και συνταγές από φίλες, από συγγενικά πρόσωπα και είδα ότι το βιβλίο μεγάλωνε. Αποφάσισα λοιπόν να το κάνω στη μέση. Να κάνω δύο βιβλία. Το ένα θα είχε τα έθιμα του κάθε μήνα και συνταγές που μου δίνανε οι φίλες μου και το άλλο θα είχε τα έθιμα που ακολουθούν τη γέννηση, το θάνατο, το γάμο και άλλες εκδηλώσεις που ‘χουν σχέση με τη ζωή. Όταν τελείωσε ο κορονοϊός, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να γίνει αυτό το βιβλίο με συνεργασία. Πήρα λοιπόν μια φίλη μου τηλέφωνο, που ξέρω ότι το χέρι της πιάνει πάρα πολύ καλά και μαγειρεύει πάρα πολύ ωραία, και της είπα να αναλάβει το πρακτικό μέρος του βιβλίου, δηλαδή κάποια φαγητά που δεν θα [00:05:00]τα ‘κανα εγώ, που δεν θα τα μαγείρευα, θα τα μαγείρευε αυτήν, για να δούμε πώς θα βγουν. Εγώ ανέλαβα να γράψω τα έθιμα και αυτήν ανέλαβε κάποιες συνταγές που εγώ δεν θα τις έκανα. Και πιστεύω ότι είναι καλό να μάθουμε εμείς οι Έλληνες να συνεργαζόμαστε. Κι όντως βγήκε πολύ ωραία η συνεργασία μας, γιατί... για παράδειγμα κάναμε μια μέρα τα ορεκτικά. Κάποια ορεκτικά τα έκανα εγώ, κάποια ορεκτικά τα έκανε αυτήν. Κάναμε ένα μεγάλο τραπέζι με ορεκτικά, το φωτογραφίσαμε και βρήκαμε τι λάθη γίνονται, τι δεν βάλαμε, τι έπρεπε να συμπληρώσουμε στο βιβλίο και τα... και έγινε μια πολύ ωραία εργασία από δύο άτομα μαζί. Ήθελα να σας πω ότι το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον, μάλλον για μένα, κάποια φαγητά τα οποία έχουνε... που δεν υπάρχουν. Ήταν οι ανάγκες τέτοιες στα χρόνια των γιαγιάδων μας που δημιουργούσαν αυτά τα φαγητά. Για παράδειγμα ας πούμε είναι... ένα φαγητό που τρώγαν για πρωινό, ήταν ας πούμε η νταλαμάνγκα, που ήταν γιαούρτι με ψωμί ή η λιγδοπαπάρα. Τότε δεν είχαν βούτυρα και ελαιόλαδο, το ελαιόλαδο ήτανε... το παίρναν σε μπουκαλάκι, ήταν σαν όπως... ήταν σπάνιο, ήταν ακριβό, δεν μπορούσαν να πάρουν ελαιόλαδο. Δεν είχαμε ελιές στο μέρος μας εμείς στη Μακεδονία, αλλά είχαμε τη λίγδα από το γουρούνι, που μέσα στη λίγδα κιόλας συντηρούσαν και κάποιο μέρος του κρέατος και φκιάχναν ας πούμε... σηκωνόταν ο άντρας το πρωί να πάει στη δουλειά, του ‘φκιαχνε η γυναίκα λιγδοπαπάρα, δηλαδή κομμάτια λίγδας με... σε νερό και ψωμί, έτρωγε και το ‘παιρνε. Η κρασοπαπάρα κι αυτό ήταν πάλι ένα φαγητό. Το σκορδάρι. Το σκορδάρι ήτανε... ήτανε σκόρδο μπόλικο, ήτανε ξύδι, ήταν νερό και κομμάτια -λάδι- και –λίγδα, συγγνώμη- και κομμάτια μέσα από ψωμί. Αυτό ήταν δροσιστικό, το τρώγανε συνήθως... το σκορδάρι το τρώγανε στο... όχι στον Τρύγο, στο... όταν πήγαιναν να μαζέψουνε τα στάχυα, όταν θερίζανε, συγγνώμη, όταν θερίζανε. Τότε είχαν τη φτσέλα που ήτανε ξύλινη, είχε κρύο νερό, τη βάζανε μάλιστα, τη σκεπάζανε μ’ ένα μάλλινο για να μη ζεσταίνεται και φκιάχναν το σκορδάρι που τους ξεδιψούσε. Τέτοια φαγητά λοιπόν δεν υπάρχουν στην εποχή μας, γιατί αντικαταστάθηκαν από άλλα. Επίσης οι ραντιστές. Ραντιστές ήταν ένα φαγητό πολύ πρόχειρο, ήτανε κομμάτια, ήτανε σταλαγματιές από τα δάχτυλά τους πάνω σε ένα ξύλινο που είχανε απλώσει αλεύρι. Κουνούσαν αυτό το ξύλινο, το αλεύρι γινόταν μπιλίτσες μικρές κι ήταν ένα πρόχειρο ζυμαρικό. Τότε οι γυναίκες, οι γιαγιάδες μας, προσπαθούσαν να ταΐσουνε τις οικογένειές τους με απλά πράγματα. Δεν είχανε τις πολυτέλειες που έχουμε εμείς. Και ταΐζανε όχι ένα και δυο παιδιά, αλλά ταΐζαν και δέκα παιδιά, γιατί τότε δεν τα κεχωρίζανε, γιατί όλες οι νύφες ζούσανε μαζί σ’ ένα σπίτι. Αυτά λοιπόν τα φαγητά καταγράφονται σ’ ένα κεφάλαιο που ονομάζεται «Τα Παλιούκαιρα» και ακολουθούν κι άλλα κεφάλαια, όπως είναι τα ορεκτικά, το βασικό φαγητό, όπως είναι τα γλυκά, τα νηστίσιμα. Και έγινε ένα καινούριο κεφάλαιο που δεν είναι... δεν ανήκει βέβαια στην παράδοση, αλλά είναι στη σύγχρονη εποχή. Αυτό το κεφάλαιο αφορά τον κρόκο. Ο κρόκος παρ’ όλο που από πολύ... από το 17ο αιώνα πιστεύουμε καλλιεργείται στην περιοχή μας, δεν χρησιμοποιούνταν στη μαγειρική. Το μόνο... εκεί μόνο που είχαν τον κρόκο και τον χρησιμοποιούσαν ήταν στο τσίπουρο. Όταν δηλαδή οι άντρες κάθονταν να πιουν τσίπουρο βάζαν 2-3 γίνες κρόκου μέσα, το αφήναν να κιτρινίσει καλά και το πίνανε. Πουθενά αλλού δεν βάζαν κρόκο. Στα χρόνια τα τωρινά όμως οι γυναίκες της ηλικίας μου ανακαλύπτοντας, βάζοντας ας πούμε, άλλες συνταγές, προσπαθούσαν να βάλουν και τον κρόκο μέσα, βάζαμε ας πούμε χοιρινό με άσπρη σάλτσα. Βάζαμε και κρόκο μέσα. Έδινε ένα άλλο χρώμα ή φτιάχναμε ρυζόγαλα με κρόκο ή κρέμα με κρόκο ή φτιάχναμε παγωτό με κρόκο. Γιατί θέλαμε να το βάλουμε στη μαγειρική μας. Και ένα από τα καλά που κάναμε με την Αναστασία τη Σακκούλα, τη φίλη μου που κάνουμε το βιβλίο, ήταν ότι δημιουργήσαμε και συνταγές που έχουν κρόκο. Και μάλιστα φτιάξαμε και ένα ποτό που περιέχει -δροσιστικό πολύ- που περιέχει σαμπάνια Αμυνταίου και κρόκο, τσάι με κρόκο και ανανά. Αυτό το τσάι με κρόκο βράστηκε, ανακατεύτηκε με τη σαμπάνια και μπήκε μέσα σε μπόλικο, με μπόλικα παγάκια κι έγινε ένα πολύ ωραίο ποτό, καλοκαιρινό, που μπορεί να συνδυαστεί, να δροσίσει αρκετούς που θα το δοκιμάσουν. Προσπαθήσαμε λοιπόν το βιβλίο να ξεκινάει από τα χρόνια των γιαγιάδων μας, από τα φαγητά που χάθηκαν, από τον τρόπο... από τα φαγητά που βρήκαμε που είχαν οι γιαγιάδες μας, και [00:10:00]θεωρώ ότι οι γιαγιάδες μας είναι οι ρίζες αυτού του βιβλίου. Προχωρήσαμε στις συνταγές των μαμάδων μας που είναι ο κορμός, οι γιαγιάδες είναι οι ρίζες, οι μαμάδες είναι ο κορμός που εκεί στηριζόμαστε, γιατί αρχίσαμε να μαθαίνουμε απ’ τις μαμάδες μας τις συνταγές και προχωρήσαμε σε μας που είμαστε τα κλαδιά αυτού του δέντρου της μαγειρικής τέλος πάντων και προσθέσαμε και στο βιβλίο κάποια άνθη που είναι τα κορίτσια μας, οι κόρες μας, που έχουν πιο μοντέρνες συνταγές, ακολουθούν και τις δικές μας συνταγές και των μαμάδων μας και των γιαγιάδων μας μερικές φορές. Όνομα βέβαια δεν έχουμε βρει ακόμα για το βιβλίο μας, αλλά πιστεύω ότι θα έχει κάτι σχέση μ’ ένα δέντρο, που έχει ρίζες, έχει κορμό, έχει κλαδιά, έχει και άνθη. Αυτό λοιπόν το βιβλίο ξεκίνησε, είναι το μισό τα έθιμα του χωριού μου, του Κρόκου, και το άλλο μισό είναι συνταγές, γιατί σας είπα ότι το ξεκίνησα να το γράφω. Και παρόλο που ήταν ο κορονοϊός και ήταν αρκετές οι δυσκολίες να πάω σε κάποια σπίτια να δω πώς τα κάνουν, υπήρχε βέβαια το τηλέφωνο, η βιντεοκλήση και μετά, όταν αρχίσαμε πια να βγαίνουμε με επιφυλάξεις και με μάσκες και μ’ αυτά, προστέθηκαν αρκετές συνταγές. Και μάλιστα με χαρά μου τις δίνανε χωρίς να κρύβουν τίποτα, γιατί θέλανε και να παραμείνουνε αυτές οι συνταγές και να συνεχιστούν. Έτσι λοιπόν το βιβλίο μας γέμισε και με εθίματα... με έθιμα του χωριού που συνδέονται με συνταγές. 

Θ.Κ.:

Πολύ ωραία. Θέλω τώρα να κάνω κάποιες ερωτήσεις πάνω σε όλα αυτά που μου είπατε, αν και τα καλύπτετε μέσα στην αφήγησή σας. Ήθελα να ρωτήσω σχετικά με την έρευνα τη δική σας, όλες αυτές τις συνταγές εσείς τις ξέρατε από τη δική σας τη μαμά ή από τη γιαγιά σας ή υπήρξανε και συνταγές τις οποίες τις βρήκατε που δεν... όπως είπατε που δεν ήταν γνωστές; Αυτές ας πούμε πώς τις βρήκατε και..., δηλαδή η έρευνα αυτή πώς έγινε, πέρνατε τηλέφωνο και λέγατε: «Θέλω να μου δώσεις μια συνταγή;» Πώς το κάνατε. 

Ι.Κ.:

Ε κοιτάξτε. «Τα Παλιούκαιρα» που λέω, το κεφάλαιο «Παλιούκαιρα» είναι βασισμένο σε 2-3 ανθρώπους, ένας κύριος και δυο κυρίες, οι οποίες ήταν συγγενείς μου και πήγα στο σπίτι τους μετά τον κορονοϊό και τους ρωτούσα: «Τι τρώγατε ας πούμε τότε. Τι παίρνατε στο χωράφι όταν πηγαίνατε να βγάλετε κρόκο;» Ή: «Τι... όταν κάνατε δουλειές στο χωράφι τι παίρνατε μαζί;» Κι αυτές καθόταν και μου λέγανε και τα ‘γραψα. Με βοήθησαν πάρα πολύ οι γονείς μου, και ο πατέρας μου ειδικά, γιατί του αρέσει να αφηγείται από παλιά, και η μητέρα μου που αυτήν τα μαγείρευε και ήξερε δοσολογίες και τι πρέπει να κάνουμε, τι πρέπει να προσέξουμε και πώς τα μαγειρεύουμε και τα λοιπά, αλλά κυρίως και τ’ άλλα 2-3 άτομα που είναι τώρα σε μεγάλη ηλικία, είναι 80 χρονών, 80-85, και θυμόταν τα μικρά τους τα χρόνια, τι μαγείρευαν οι δικές τους οι μαμάδες, να φανταστείτε. Και μου ‘λέγαν ας πούμε: «Φτιάχναμε αυτό, φτιάχναμε το άλλο, όταν πηγαίναμε Λαζαρίνες τα κορίτσια κάναν με το Μπλιαγκούρι». Το Μπλιαγκούρι είναι το πληγούρι που το μαγειρεύαν όπως μαγειρεύουμε εμείς το ρύζι. Τότε νηστεύαν τα κορίτσια που ήταν Λαζαρίνες, μαζευόταν σε ένα κονάκι και φέρνανε τα δικά τους τα φαγητά, έφερνε η καθεμιά από κάτι, έφερνε φασόλια, φέρνανε... κάναν και τσουκνιδόπιτα, φέρνανε αλεύρι. Και η νοικοκυρά αναλάμβανε να μαγειρέψει. Όπως τα κορίτσια μαζευόταν στις Λαζαρίνες και μαγειρεύαν φαγητά παραδοσιακά, το μπλιαγκούρι και την τσουκνιδόπιτα -εμείς στον Κρόκο κάναμε τσουκνιδόπιτα- έτσι και τ’ αγόρια, όταν ‘λέγαν τα Κόλιαντα τους δίνανε λίπος, χοιρινό, κομμάτι από κρέας. Τα βάζαν σ’ έναν τορβά, μάλλινος δηλαδή σάκος, και μαζευόταν στο κονάκι που είχαν τ’ αγόρια και μαγείρευε η νοικοκυρά που ήτανε και είχε το κονάκι, μαγείρευε ό,τι κρέατα φέρναν τ’ αγόρια και τους έφτιαχνε πάλι μια πίτα με  -κρεατόπιτα βέβαια- που είχε μέσα το κρέας. Παλιότερα τα παιδιά ήταν πιο δεμένα. Δηλαδή και οι Λαζαρίνες ένωναν τα κορίτσια και τα Κάλαντα και τα Σούρβα ενώναν τ’ αγόρια. Αυτά λοιπόν, αυτές τις πληροφορίες τις πήρα από τα άτομα τα μεγάλα, που είναι τώρα σε μεγάλη ηλικία. Πολλά τα κάνω κι εγώ, βέβαια τις συνταγές τις πήρα από τη μαμά μου κι απ’ τη γιαγιά μου, και αρκετά... πέρα απ’ τα παλιόκαιρα, τα τωρινά ας πούμε, τα... μου τα δώσανε οι θείες μου, οι συγγενείς μου, έβαλε και η Αναστασία αρκετές δικές της συνταγές, η άλλη η φίλη μου, και κάναμε κεφάλαια. Κάναμε νηστίσιμα, κάναμε γλυκά, κάναμε παραδοσιακά, κάναμε πίτες, κάναμε... και κάποια ψάρια και παρόλο που είναι μέρος που δεν έχει θάλασσα, πέντε, ας πούμε 25 Μαρτίου τρώγαμε μπακαλιάρο σκορδαλιά, όπως όλη η Ελλάδα βέβαια. [00:15:00]Αλλά... επίσης κάναμε γριβάδι και τριρώνια εμείς εδώ. Είχαμε τα τσιρώνια που ήταν οι πλακίτες, ένα ψάρι που ήταν πολύ φτηνό και το κάναν ψαρόσμο. Ο ψαρόσμος είναι η σάλτσα, η κόκκινη σάλτσα με σκόρδο, ρίγανη και δάφνη και ξεκίνησε να λέγεται... ξεκίνησε με ψάρια, τις πλακίτες, τα τσιρώνια που λέμε. Και γι’ αυτό λέγεται και ψαρόσμος, γιατί είχε ψάρια μέσα. Αργότερα βάζανε κομμάτια κρέατος, που ανέβηκε λίγο και το οικονομικό επίπεδο ας πούμε και μπορούσαν να αγοράσουν κρέας. Όχι κάθε μέρα βέβαια όπως εμείς τρώμε, δηλαδή αγοράζαν μια φορά στο τόσο κρέας. Και βάζανε μέσα σ’ αυτήν την κόκκινη σάλτσα κρέας. Και έμεινε να λέγεται ψαρόσμος, να είναι ένα φαγητό που έχει μέσα κομμάτια κρέατος με κόκκινη σάλτσα, αλλά ξεκίνησε με ψάρια, γι’ αυτό λεγόταν έτσι. Δεν έχουμε πολλά ψάρια λοιπόν, εμείς έχουμε 3-4 ψάρια στις συνταγές, και μόνο αυτά βάλαμε. Βάλαμε επίσης πολλά νηστίσιμα, γιατί οι παλιοί κρατούσαν τις νηστείες. Κρατούσαν όλες τις νηστείες και μάλιστα και οι άντρες. Πήγαιναν στο χωράφι και οι γυναίκες βέβαια. Καλά οι γυναίκες μάλιστα κρατούσαν και το τριομέρι. Τριομέρι ήταν τρεις μέρες δεν τρώγαν τίποτα μετά την Καθαρά Δευτέρα. Την Καθαρά Δευτέρα την Τετάρτη μπορούσαν να φαν, αφού κοινωνούσαν. Είναι έθιμα που έχουν χαθεί, που έχουν σταματήσει, αλλά συνεχίζουνε. Ήταν λίγο δύσκολα με τον κορονοϊό, να πούμε την αλήθεια. Βέβαια ήταν και θετικό αυτό ότι ήμουνα μέσα κλεισμένη και είχα όλη την ηρεμία, δεν δούλευα... δούλευα βέβαια έκανα διαδικτυακά μάθημα, αλλά ήμουνα στο σπίτι μου και μπορούσα να βάλω σε μια σειρά το βιβλίο. Όταν βέβαια τελείωσε ο κορονοϊός και βγήκαμε έξω και συνεργάστηκα με την Αναστασία, πηγαίναμε και σε κάποια σπίτια και παίρναμε συνταγές μαζί. Κάποια τα μαγειρεύαμε στο σπίτι να δούμε πώς θα βγούνε. Βέβαια αλλιώς η νοικοκυρά που το ‘χει κάνει δεκαπέντε φορές κι αλλιώς εμείς που το κάναμε πρώτη φορά και κυρίως δυσκολευτήκαμε στις πίτες, γιατί η πίτα θέλει εμπειρία. Αλλά εμείς προσπαθήσαμε να τα γράψουμε ακριβώς πώς μας τα δίνουν οι νοικοκυρές, ώστε όποιος πάρει το βιβλίο μας να ξέρει περίπου πώς να το κάνει, τι... πόσο αλεύρι, πόσο θα το ψήσει, και βάζουμε και λεπτομέρειες για να βοηθήσουμε να γίνουν επιτυχημένα αυτά που κάνουμε. 

Θ.Κ.:

Ωραία. Τώρα, πάνω στο πρακτικό μέρος και στις συνταγές που είπατε ότι μαγειρεύατε, αν και αναφέρατε αρκετά πράγματα πάνω σ’ αυτό, πώς γινόταν; Δηλαδή λέγατε ότι «Σήμερα θα συναντηθούμε και θα μαγειρέψουμε;» 

Ι.Κ.:

Ε κοιτάξτε, μου έλεγε μια θεία μου ή μάλλον πήγαινα εγώ σε μια θεία και έλεγα: «Θεία, τι καλό κάνεις; Ποιο είναι... τι πίτα καλή κάνεις;» Και μου έλεγε: «Ξέρεις τι, εγώ θα σου κάνω αρμόπιτα». «Δεν θέλω να μου την κάνεις την αρμόπιτα, θέλω να μου δώσεις συνταγή». «Ναι», μου λέει, «εγώ βάζω κουτουρού». Αυτές οι παλιές δεν μπορούσαν να σου πουν, ξέρω γω, 700 γραμμάρια αλεύρι ή, ξέρω γω, τόσο αρμιά. Αρμιά είναι ένα τοπικό που το φτιάχνουμε εμείς εδώ, είναι λάχανο τουρσί. Βάζουνε του Άι Φίλιππα, του Αγίου Φιλίππου, λάχανα σ’ ένα μεγάλο καδί με νερό και αλάτι, ξέρουν οι παλιοί, μας είχαν πει τη διαδικασία πώς γίνεται. Αυτό το κλείνουν και το ανοίγουν όταν θα φτιάξουν τα γιαπράκια το... που είναι τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα έχει γίνει πια η αρμιά, έχει γίνει το λάχανο τουρσί και χρησιμοποιούν αυτό το λάχανο και το ζουμί μέσα, τον αρμόζουμο που λέμε, για να κάνουνε τα γιαπράκια τα Χριστουγεννιάτικα. Δεν υπάρχει σπίτι στον Κρόκο που να κάνει... να μην κάνει γιαπράκια με αρμιά. Ας πούμε μου ‘λεγε αυτήν η συγκεκριμένη θεία: «Εγώ κάνω αρμόπιτα», δηλαδή ετοίμαζε το ζυμάρι και είχε ειδική... και έβαζε μέσα αρμιά. Κάποιες βάζαν και κρέας μέσα. Μου λέει: «Θα το κάνω και θα σου πω». Της λέω: «Θέλω ακριβώς να μου πεις ακριβώς πόσο αλεύρι». Και όταν την ξαναέφτιαχνε μετρούσε, προσπαθούσε να μετρήσει το αλεύρι και όταν πήγαινα την επόμενη φορά εγώ μου είχε γραμμένο: «Ξέρεις τι; Βάζω ένα κιλό αλεύρι και έβαλα και δυο ποτήρια». Και έτσι κατέγραψα κι εγώ τις πίτες πώς γίνονται. Οι πίτες ήταν το πιο δύσκολο, τα άλλα λίγο πολύ τα κάναμε κι εμείς. Επίσης, πέρα από τα παραδοσιακά, ένα δύσκολο κεφάλαιο ήταν και αυτό με τον κρόκο. Ήταν δημιουργική μαγειρική πια αυτήν, γιατί, είπαμε, δεν χρησιμοποιούσαν οι μαμάδες μας καθόλου κρόκο, εμείς βάλαμε όμως συνταγές, όπως ας πούμε το ρυζόγαλο με κρόκο, τα τσουρέκια με κρόκο, δηλαδή στη συνταγή που ήταν τα τσουρέκια, μέσα στο γάλα που φτιάχναμε τα τσουρέκια προσθέσαμε 7 γίνες κρόκου, όχι παραπάνω. Παραπάνω πικρίζει, μυρίζει άσχημα, λιγότερο δεν φαίνεται. Κάναμε δυο δοκιμές, τρεις, στην τρίτη δοκιμή μας είπε ότι -μας είπε- καταλάβαμε ότι 7 γίνες με κρόκο μετρημένες, σε συγκεκριμένα υλικά που έχουμε, είναι ό,τι καλύτερο. Έτσι λοιπόν φκιάχναμε... κάποιες φορές τα φκιάχναμε στο σπίτι, κάποιες φορές πηγαίναμε στα σπίτια των φιλενάδων μας, των συγγενικών μας προσώπων και τα φκιάχναν αυτές και βλέπαμε πώς τα κάνουν, σημειώναμε λεπτομέρειες και τα καταγράφαμε στο βιβλίο.

Θ.Κ.:

[00:20:00]Ωραία. Κάτι άλλο που αναφέρατε πριν... πιο πριν ήταν η γουρνοχαρά, οι γουρνοχαρές που έκαναν παλιά. Σήμερα γίνονται γουρνοχαρές; 

Ι.Κ.:

Όχι πια. Όχι πια. Είναι πολύ σπάνιο να έχει κάποιος πια γουρούνια, καταρχήν να έχεις ένα γουρούνι στο σπίτι είναι δύσκολο. Παλιά δεν υπήρχε σπίτι να μην έχει γουρούνι. Και μάλιστα φκιάχναν το σπίτι και φκιάχναν δίπλα... κάναν και το γουρνοκόμασο, δηλαδή το κουμάσι, το χώρο που θα είχαν το γουρούνι. Το παίρναν, πήγαιναν οι μεγάλες και το διαλέγαν το γουρούνι, δεν έπαιρνε άσχετος να το διαλέξει, δηλαδή ήταν οι μεγάλες οι γυναικες, γιατί ξέραν, να ‘χει μεγάλα πόδια, να είναι γερό, να μην είναι ασθενικό. Γιατί αυτό το γουρούνι ήταν η περιουσία τους. Αυτό το γουρούνι θα έτρεφε την οικογένεια για πολύ καιρό. Ήταν το κρέας που θα τρώγανε. Οι μεγάλες το διαλέγαν, οι νύφες όμως αναλάμβαναν να το καθαρίζουν, να το ταΐζουν, να το προσέχουν. Και μάλιστα μερικές φορές αυτά όταν ήταν και σε... αν δεν το είχαν, αν δεν το ευνούχιζαν, ήτανε αγρίευε, έβγαινε το γουρούνι έξω κι έψαχνε να βρει θηλυκό, αν είχαν αρσενικό. Τα ευνούχιζαν κιόλας για να μη φεύγουν και να πάρουν και βάρος. Οι νύφες λοιπόν αναλάμβαναν το δύσκολο κομμάτι του να μεγαλώσουν και να προσέχουν το γουρούνι, ενώ οι άντρες αναλάμβαναν τη σφαγή. Ήταν ομαδικές δουλειές, δηλαδή ο καθένας είχε το ρόλο του. Και αυτό γινόταν πριν τα Χριστούγεννα, και μάλιστα υπήρχανε άτομα συγκεκριμένα που κάνανε τη σφαγή. Και συγκεκριμένα άτομα που κάνανε και τον ευνουχισμό σ’ αυτό. Ήτανε μια περιουσία το γουρούνι γι’ αυτούς. Γουρνοχαρές πια δεν γίνονται, αλλά υπάρχουν άτομα που εκτρέφουν γουρούνια εδώ στα μέρη μας και μάλιστα έχει μπει και χορηγός μας ένας κύριος που εκτρέφει γουρούνια, και στην παρουσίαση θα μας δώσει να  κάνουμε τσιγαρίδες. Έχουμε ήδη κάνει τσιγαρίδες μια φορά στο σπίτι. Ήταν πολύ ωραία, ήταν πολύ νόστιμες και τις συνδυάσαμε με καλό κρασί, με ντόπιο κρασί.

Θ.Κ.:

Πολύ ωραία. Τώρα σχετικά με το ποτό που είπατε, που βάζετε κρόκο. Αυτό πώς προέκυψε; 

Ι.Κ.:

Αυτό προέκυψε, θέλαμε να... εγώ γράφω... έχω γράψει κι ένα άλλο βιβλίο που είχε παραδοσιακά τραγούδια του Κρόκου. Στην παρουσίαση που έκανα ήθελα να κεράσω τον κόσμο που ήρθε να με... να μου ευχηθεί και να γνωρίσει το βιβλίο μου. Συνεννοήθηκα με την Αναστασία και κάναμε 2-3 δοκιμές. Θέλαμε ένα ντόπιο προϊόν να συνδυαστεί με τον κρόκο, με το σαφράν, με το τσάι του κρόκου. Όπως ξέρετε, ο Κρόκος, ο [Δ.Α.] συνεταιρισμός βγάζει τσάγια. Βγάζει κάποιες συσκευασίες με τσάι, το οποίο που είναι συνδυασμένο με διάφορα: με μπαχαρικά, με πορτοκάλι, με λεμόνι, με διάφορα. Εμείς διαλέξαμε το... διαλέξαμε το τσάι που είχε μέσα ανανά και κρόκο. Αυτό το βράσαμε, κάναμε μια μεγάλη ποσότητα, γιατί είχαμε να κεράσουμε πολύ κόσμο και πήρα σαμπάνια. Μέσα στη σαμπάνια βάλαμε αυτό το συγκεκριμένο τσάι και μπόλικα παγάκια και κομμάτια από φρούτο, από μήλο. Μας άρεσε περισσότερο αυτός ο συνδυασμός, κάναμε και 2-3 άλλα πειράματα, αλλά αυτός ο συνδυασμός μας άρεσε περισσότερο. Κεράσαμε τον κόσμο που ήρθε στην παρουσίαση του βιβλίου του λαογραφικού, που σ’ ανέφερα πριν, και είδαμε ότι άρεσε πάρα πολύ. Ήταν και δροσιστικό, είχε πολύ ωραία τη γεύση του... και του κρόκου και του ανανά και της σαμπάνιας. Η σαμπάνια ήταν Αμυνταίου, θέλαμε ένα τοπικό προϊόν να κάνουμε. 

Θ.Κ.:

Κατάλαβα. Αυτό σκέφτεστε να γίνει... να γίνει εμπορεύσιμο ή έγινε απλά- 

Ι.Κ.:

Εμείς το προτείνουμε. Όπως και όλες τις συνταγές που έχουμε κάνει με το σαφράνι, με τον κρόκο, ας πούμε γαλακτομπούρεκο με κρόκο. Μπορεί κάποιος να κάνει ένα απλό γαλακτομπούρεκο και να προσθέσει γίνες. Απλά εμείς επειδή το δοκιμάσαμε, λέμε πόσες γίνες πρέπει να βάλει στο γάλα. Επίσης κάνουμε γαλατόπιτα με κρόκο. Το έθιμό μας εδώ που αφορά τις γαλατόπιτες και γίνεται την ημέρα της Πεντηκοστής και είναι αφιερωμένη στους νεκρούς μας, στους κεκοιμημένους, είναι γαλατόπιτες αλμυρές με δυόσμο και ανοιχτές επάνω, όχι κλειστές. Οι γαλατόπιτες αυτές δεν έχουν κρόκο, αλλά στο κεφάλαιο που έχουμε με το σαφράνι, με τον κρόκο, εμείς προτείνουμε μια γαλατόπιτα, γλυκιά τώρα πια, η οποία έχει μέσα κρόκο. Επίσης φκιάχνουμε και ρύζι, ρυζόγαλο με κρόκο. Είναι απλές συνταγές τις οποίες φτιάχνουμε όλοι, αλλά αν προσθέσουμε τον κρόκο δίνουμε την πινελιά την ξεχωριστή. Και το χρώμα γίνεται πιο κίτρινο, ας πούμε τα τσουρέκια με κρόκο είναι φανταστικά, γιατί παίρνουν ένα ωραίο κίτρινο χρώμα.  Και λίγο η γεύση και να μην ξεχνούμε και τις ιδιότητες τους κρόκου, που είναι πολύ ωφέλιμες και πρέπει όλοι να δοκιμάζουμε φαγητά με κρόκο, και γιατί να μην ενισχύσουμε ένα τοπικό προϊόν που δίνει δουλειά σε 1.000 οικογένειες. Είναι 1.000 κροκοπαραγωγοί και υπάρχουν οικογένειες που ζουν απ’ αυτό. Και σπουδάσαν και παιδιά και συντηρούνται και πρέπει... δεν πρέπει να το αφήσουμε, πρέπει να το βάλουμε όλοι στη μαγειρική μας, για να μπορέσει ο κρόκος να... να αυξηθούν οι κροκοπαραγωγοί. Αυτό θέλω να πω. 

Θ.Κ.:

[00:25:00]Ναι. Σχετικά με το έθιμο της Πεντηκοστής που είπατε, τι ακριβώς γίνεται εκεί; 

Ι.Κ.:

Αυτό ξεκινάει από πολύ παλιά. Η μεγάλη νύφη αναλάμβανε να φκιάξει την... μια πίτα. Αυτήν η πίτα λοιπόν ήτανε με φύλλο, άνοιγε το φύλλο, έπαιρνε ένα μεγάλο ταψί και έπαιρνε γάλα το οποίο το δίνανε τότε οι τσελιγκάδες, οι... αυτοί που είχαν πρόβατα. Το δίναν δωρεάν, για τις ψυχές το δίναν, δεν παίρναν λεφτά. Έπαιρνε λοιπόν από γνωστούς που είχανε πρόβατα, έπαιρνε το γάλα, έβαζε αυγά μέσα, δυόσμο, ήταν αλμυρή αυτήν η πίτα και έβαζε αυτή τη γέμιση πάνω στο φύλλο που είχε ανοίξει. Την έψηνε την πίτα και όταν ψηνότανε την έβαζε... έβαζε το ταψί, το στόλιζε με ένα ωραίο πλεχτό ή κεντητό και το πήγαινε στην εκκλησία. Ταυτόχρονα, έβαζε πάνω και κεράσια. Αυτές λοιπόν οι πίτες, και ήταν και πολύ όμορφη εικόνα απ’ ό,τι μου είχε πει μια κυρία, να βλέπεις όλη την εκκλησία να έχει ταψιά κεντητά με άσπρα εργόχειρα, σκεπασμένα αυτά... αυτές οι πίτες, και πάνω να υπάρχουν κεράσια. Ο παπάς λοιπόν, αφού έκανε όλη την... ξέρετε στην Πεντηκοστή γονατίζουμε τρεις φορές, γονατίζουμε τρεις φορές πάνω σε φύλλα καρυδιάς. Η καρυδιά συμβολίζει την πίκρα μας. Η πίκρα είναι... η καρυδιά είναι το δέντρο του Πλούτωνα πιστεύανε στην Αρχαιότητα, είναι έθιμα που δεν είναι ξεκάρφωτα, είναι... συνεχίζονται απ’ την Αρχαιότητα. Το δέντρο του Πλούτωνα ήταν η καρυδιά, σε φύλλα καρυδιάς γονατίζουμε τρεις φορές, διαβάζει ο παπάς κάποια συγκεκριμένα λόγια που αναφέρονται στους κεκοιμημένους και πιστεύαν ότι τότε οι κεκοιμημένοι γυρνούν πίσω στον Άδη. Έχουν ανοίξει οι πύλες του Άδη όταν αναστήθηκε ο Χριστός, το βράδυ της Ανάστασης, έχουν βγει όλες οι ψυχές έξω, γιατί σύμφωνα με το μύθο η Παναγιά παρακάλεσε το γιο της να αφήσει τις ψυχές να βγουν για λίγο, να παν στους δικούς τους να τους δουν, και μετά ο Χριστός θέλησε να κάνει το χατίρι της μάνας του και τις άφησε. Άνοιξε τις πύλες του Άδη, βγήκαν οι ψυχές έξω, πιστεύουμε ότι βγαίνουν έξω, παν στους δικούς τους, περιπλανούνται και κοιμούνται πάνω στα κλαδιά, γι’ αυτό μέχρι την Πεντηκοστή δεν κλαδεύουμε, γιατί πιστεύουμε ότι οι ψυχές είναι πάνω στα κλαδιά κοιμούνται ή είναι στα πηγάδια μέσα και δεν κάνει να δούμε το πρόσωπό μας, να γυρίσουμε και να δούμε... να σκύψουμε και δούμε πηγάδι, γιατί τότε είναι μια ψυχή εκεί μέσα και μας βλέπει. Μέχρι την Πεντηκοστή λοιπόν δεν κλαδεύουν οι άνθρωποι. Οι ψυχές κάθονται λοιπόν στα κλαδιά. Και όταν έρχεται η μέρα της Πεντηκοστής, τότε γυρνούν πάλι πίσω στον Άδη. Εκείνη τη μέρα λοιπόν εμείς πάμε στην Εκκλησία, πάμε τις πίτες να τις μοιράσουμε, τις γαλατόπιτες τις αλμυρές, για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα μας και γονατίζουμε τρεις φορές πάνω σε φύλλα καρυδιάς. Το έθιμο αυτό, λόγω του κορονοϊού, σταμάτησε δυστυχώς. Δεν μοιράζεται πια... δεν μοιράζονται πια γαλατόπιτες στην εκκλησία, αλλά επειδή δεν θέλαμε να το σταματήσουμε μοιράζονται γαλατόπιτες σε σπίτια. Δηλαδή η θεία μου ας πούμε, η αδερφή της μαμάς μου, έκανε γαλατόπιτα και τη μοίρασε, για να συγχωρεθούν τα δικά της πεθαμένα. Δυστυχώς αυτό το έθιμο δεν θα μπορούσε και πρακτικά να γίνει, γιατί τώρα πια δεν παίρνουν και εύκολα κέρασμα στην εκκλησία, αλλά θυμάμαι έντονα τις γιαγιάδες που μου λέγαν: «Να πηγαίνεις», μου λένε, «στην εκκλησία και να βλέπεις όλος πάνω ο γυναικωνίτης να είναι γεμάτο πίτες». Γαλατόπιτες οι οποίες μοιραζόταν στον κόσμο για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα. Το έθιμο βέβαια, το γονάτισμα στα φύλλα καρυδιάς υπάρχουνε... υπάρχει ακόμα, γιατί πιστεύουν ότι γυρνούν οι πεθαμένοι στον Άδη.

Θ.Κ.:

Μάλιστα. Θα σας γυρίσω πάλι πίσω, μιας που πιάσαμε και τα έθιμα. Αναφερθήκατε πριν στις Λαζαρίνες και είπατε για κάποιες συνταγές που γινόταν στις Λαζαρίνες. Θέλετε να μου μιλήσετε και για τις Λαζαρίνες; 

Ι.Κ.:

Οι Λαζαρίνες είναι ένα αρχαιοελληνικό έθιμο. Πιστεύω ότι κατάγεται από τα αρχαία Παρθένια. Τα αρχαία Παρθένια ήταν χοροί που κάναν μικρά κορίτσια, παρθένες, προς τιμή του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Μαζευόταν λοιπόν τα κοριτσάκια, εμείς στον Κρόκο ξεκινάμε ένα μήνα πριν. Μετά τη Σταυροπροσκύνηση. Μαζεύονται τα κορίτσια και λεν πόσα θα είμαστε, σε ποιες γειτονιές θα πάμε και κανονίζουνε πώς θα γίνει. Η πρώτη Κυριακή είναι αυτήν. Η δεύτερη Κυριακή είναι η Κυριακή με το μπλιαγκούρι. Μαζευότανε παλιά τα κορίτσια και κάνανε το πλιγούρι, δηλαδή μαγειρεύανε όλες μαζί και κάνανε... και τρώγανε. Όταν μαζευόταν λοιπόν σε ένα μέρος, σε ένα κονάκι όπως το λέγανε, τραγουδούσανε. Μαθαίναν τα τραγούδια, τους χορούς. Γιατί οι Λαζαρίνες μας έχουνε και χορούς. Αυτή ήταν η δεύτερη [00:30:00]Κυριακή. Η τρίτη Κυριακή ήταν πιο σημαντική. Όχι πιο σημαντική, ήταν εξίσου σημαντική και ήτανε η Κυριακή της Αυγόπετσας. Αυγόπετσα είναι ο όρκος που κάναν οι Λαζαρίνες. Παίρνανε μια... έναν τρίποδα, μια πυροστιά, βάζανε πάνω μια κεραμίδα, πάνω στην κεραμίδα βάζανε τσουκνίδες μάλλον, λίγες τσουκνίδες, ένα κλούβιο αυγό και μια γκαγκαράτσα, δηλαδή ένα... ένα... την κοπριά από μια κατσίκα. Μία μία, ξεκινώντας απ’ τη μικρότερη, πηδούσανε πάνω από την πυροστιά που είχανε αυτά τα έτσι συμβολικά αντικείμενα και ορκιζόταν. Και λέγανε: «Ας περάσω κι ας κακιώσω». Αυτό σημαίνει περνάω και δεν θα μαλώσω με τις φίλες μου. Περνάγαν λοιπόν από τις μικρότερες, ξεκινούσαμε απ’ τις μικρότερες και φτάναμε... και τελειώναμε στην τελευταία που ‘ταν η μεγαλύτερη. Η μεγαλύτερη αναλάμβανε να σπάσει με το πόδι της το κλούβιο το αυγό, και όλες μαζί λέγανε: «Όποια... όποια... Όποια κακιώσ’ να πρασινίσ’ σαν την... να πρασινίσ’ σαν την τσουκνίδα, να βρωμίσ’ σαν την γκαγκαράτσα και να...», ήταν ένας όρκος δηλαδή, γιατί «δεν πρέπει να μαλώσουμε». Κι αυτός είναι ένας όρκος «Να πρασινίσω σαν την τσουκνίδα και να μυρίσω σαν το κλούβιο το αυγό». Μετά παίρναν αυτά τα σύμβολα και τα πηγαίνανε σε μια εκκλησία, στο «Άργανο». Εκεί λοιπόν τα θάβανε, να μην τα ακουμπήσει κανένας. Αγόρια δεν συμμετείχαν στο έθιμο, μόνο κορίτσια. Αφού λοιπόν τα θάβανε, χορεύανε... πρώτα ασπαζόταν τις εικόνες, γιατί μπορεί να είναι αρχαιοελληνικό το έθιμο, αλλά όταν μπήκε ο χριστιανισμός, ντύθηκε με το μανδύα του χριστιανισμού. Πήγαιναν στις εκκλησίες πάντα, παίρναν πρώτα την ευχή, τραγουδούσαν στην εκκλησία και πήγαιναν και στον παπά. Πήγαιναν την Παρασκευή που ακολουθεί πάνε πρώτα στον παπά, απ’ τον παπά ξεκινούσαν. Λεν τραγούδια, κάλαντα, δηλαδή καλά... με καλά λόγια για τον παπά και μετά ξεκινούσαν κι έκαναν όλα τ’ άλλα. Είμαστε στην τρίτη Κυριακή, στην αυγόπετσα, που δίναν τον όρκο να μη μαλώσουνε και τη μέρα πριν τον Λάζαρο, την Παρασκευή πριν τον Λάζαρο πήγαιναν στη μεγάλη την εκκλησία τη δικιά μας, στον Άι Νικόλα, μαζευόντουσαν όλες, και μετά πηγαίναν πρώτα πρώτα και λέγαν στην πρώτη νοικοκυρά του χωριού, στην Παναγία, το πρώτο τραγούδι. Το πρώτο τραγούδι λοιπόν ήταν αφιερωμένο στην Παναγία. Το τραγούδι αυτό είναι το: Καλή μερά σου, Παναγιά, καλώς τις Λαζαρίνες. Αυτό το τραγούδι είναι ένα μικρό μοιρολόι που λέει ότι καθόταν η Παναγιά και της είπαν το κακό νέο για το γιο της, και μοιάζει πάρα πολύ με το μεγάλο μοιρολόι που λέμε τη Μεγάλη Πέμπτη και το τραγουδούν οι γυναίκες του χωριού γύρω απ’ τον Σταυρωμένο Χριστό και αναφέρεται... έχει κάποια λόγια παρόμοια μ’ αυτά που λένε οι Λαζαρίνες έξω απ’ την Εκκλησία της Παναγιάς. Έτσι λοιπόν. Την τρίτη Κυριακή οι Λαζαρίνες, αφού ορκιστούν και θάψουν αυτά τα αντικείμενα πάνω στα οποία ορκίστηκαν, χορεύουν όλες μαζί και τραγουδούν τραγούδια, όπως «Κάμπο κίνησα να πάω», «Σιντζιρό γαϊτάνι κι αργυρό κουμπί», και τραγουδούν και χορεύουν στο χώρο της εκκλησίας. Οι χοροί μας είναι αργοί χοροί, γιατί τότε οι κοπέλες έπρεπε να είναι σεμνές, δεν χοροπηδούσαν. Άλλωστε η βαριά φορεσιά του Κρόκου δεν επιτρέπει και πολλά στριφογυρίσματα. Και μάλιστα, επειδή ήταν αδύνατα και τότε τα κοριτσάκια, φορούσαν και δυο φούστες, μια και δυο, και τρεις μερικές φορές, για να φαίνονται πιο γεμάτες, γιατί τότε οι γεμάτες ήτανε οι όμορφες. Την τρίτη λοιπόν Κυριακή συγκεντρώνονται και κανονίζουν τις λεπτομέρειες. Είναι είπαμε η Κυριακή με το μπλιαγκούρι. Την Παρασκευή που ακολουθεί, την παραμονή δηλαδή του Λαζάρου, οι κοπέλες συναντιούνται στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου και ξεκινούν με τα πόδια να παν στην Αγία Παρασκευή. Εκεί θα πουν τα πρώτα κάλαντα στη μεγάλη νοικοκυρά, που είναι η Παναγία. Φτάνουν λοιπόν στην εκκλησία, γεμίζει η είσοδος με κόκκινα μαντήλια και τραγουδούν δυνατά: Καλή μερά σου, Παναγιά, Καλώς τις Λαζαρίνες. Αυτό είναι ένα τραγούδι που θυμίζει το μεγάλο μοιρολόι που λεν οι γυναίκες τη Μεγάλη Πέμπτη γύρω από το Σταυρωμένο Χριστό. Αφού λοιπόν οι Λαζαρίνες χορέψουν στο προαύλιο της Εκκλησίας, φεύγουν και παν στο σπίτι του παπά. Εκεί ξεκινάν να λεν παινέματα για τον παπά και την παπαδιά: Εδώ στ’ αφέντη τις αυλές και στης κυράς τις πόρτες τρία δεντρίτσια φύτρωναν. Είναι το τραγούδι που λεν. Χορεύουνε, τραγουδάν κι ο παπάς τους κερνάει ή κι η παπαδιά. Τελειώνουν λοιπόν απ’ τον παπά και τα παλιότερα χρόνια πήγαιναν και στον παπά και στον πρόεδρο. Όταν ξημερώνει το Σάββατο του Λαζάρου, πρωί πρωί, στολισμένες με τα καλά τους, κρατώντας καλαθάκια γεμάτα λουλούδια, έχουν μοιράσει τις γειτονιές και ξεκινάνε το κάθε μπλίκ’, η κάθε ομάδα δηλαδή, να πηγαίνει στη γειτονιά που [00:35:00]έχουν ορίσει. Εκεί ανάλογα με την επιθυμία της νοικοκυράς λεν και το αντίστοιχο τραγούδι. Στο σπίτι ας πούμε που ‘χαν γιο, λέγανε: «Η μάνα που ‘χει έναν υγιό υγιό και κανακάρη τον έντυνε τον στόλιζε και στο σχολειό τον στέλνει». Σε σπίτι που είχαν μικρή κόρη έλεγαν: Μωρή μικρή μου τσαπουρνιά τι στέκεις στολισμένη. Σε σπίτι που είχαν σε ηλικία γάμου έλεγαν: «Εδώ έχουμε κόρη για παντρειά κόρη για αρραβώνα. Σε σπίτι που είχαν ξενιτεμένο έλεγαν το: Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο. Ανάλογα τι τους ζητούσε η κάθε νοικοκυρά. Οι νοικοκυρές ευχόταν στα κορίτσια: «Μ’ έναν καλό γαμπρό», «Να είστε γερές», και τους δίναν άβαφα αυγά, μαζί με ένα φιλοδώρημα ή ένα κέρασμα. Τα κορίτσια, αφού τελειώνανε, μαζευόταν στο κονάκι τους, μαζεύαν τα αυγά, τα μοιράζανε, γλεντούσαν, τραγουδούσαν, γελούσαν, αναπτύσσανε φιλίες που κρατούσαν χρόνια και περνούσαν καλά. Στα χρόνια τα δικά μα το έθιμο των Λαζαρίνων γίνεται ακόμα, το έχει αγκαλιάσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος, κονάκι πια είναι το στέκι του Πολιτιστικού Συλλόγου και τα άτομα του Πολιτιστικού Συλλόγου είναι αυτά που τρέχουν και βοηθάν τα κορίτσια ό,τι θελήσουνε. Είναι ένα έθιμο που το περιμένουν τα κορίτσια πώς και πώς, οι μαμάδες τους έχουν έτοιμες τις φορεσιές οι οποίες είναι κεντημένες και φτιαγμένες στον αργαλειό από τις γιαγιάδες τους  και υπάρχουν φορεσιές πάρα πολύ παλιές και με χαρά τα κορίτσια τις φοράν, χορεύουν και τραγουδούν. Και κάθε χρόνο, αφού ανταμώσουν και τελειώσουν το έθιμο, χαιρετιούνται αγαπημένες και εύχονται να βρεθούν ξανά του χρόνου γερές και να το συνεχίσουνε.

Θ.Κ.:

Ναι. Να σας ρωτήσω λίγο, για λίγο πιο πριν, την Κυριακή που λέγαν τον όρκο, που είπατε ότι θάβουνε στο προαύλιο της εκκλησίας. 

Ι.Κ.:

Ναι. 

Θ.Κ.:

Είναι κάποια συγκεκριμένη αυτήν η εκκλησία που πηγαίνουν; 

Ι.Κ.:

Ναι, είναι η θέση... είναι η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης και λέγεται «Άργανο». Το όνομα «Άργανο» είναι επειδή μοιάζει μ’ ένα όργανο. Έτσι τ’ ονομάσαν οι παλιοί, τώρα δεν ξέρω τι ακριβώς όργανο, εμένα μου φέρνει πιο πολύ βιολί έτσι όπως είναι πάνω, αλλά, εντάξει, ήταν... οι παλιοί το είχαν ονομάσει έτσι και ονομάζεται Άργανο. Έχουμε συνηθίσει να το πηγαίνουμε εκεί. Οι γιαγιάδες μας πηγαίναν εκεί κι εμείς συνεχίζουμε να πηγαίνουμε ακόμα εκεί πέρα. Ένα πολύ μεγάλο έθιμο που έχουμε πάλι στο μέρος μας και είναι η συνέχεια από τις Λαζαρίνες, δηλαδή οι μικρές πάνε στις Λαζαρίνες, που προέρχεται από τα αρχαία Παρθένια. Πιστεύουμε ότι το έθιμο του Μάη, της Πρωτομαγιάς, προέρχεται από τα αρχαία Ανθεσφόρια. Τα Ανθεσφόρια ήταν μια γυναικεία γιορτή που είχε σχέση με τη γονιμότητα και γινότανε προς τιμήν της Θεάς Δήμητρας, γιατί τότε εκείνο το διάστημα ανέβαινε η Περσεφόνη από τον Άδη και συναντούσε τη μάνα της. Έτσι λοιπόν κι εμείς οι γυναίκες οι μεγάλες, οι παντρεμένες, όχι οι ελεύθερες, γιορτάζουν και υποδέχονται τον Μάη. 

Θ.Κ.:

Να σας κάνω μια ερώτηση. 

Ι.Κ.:

Παρακαλώ. 

Θ.Κ.:

Να πάρετε λίγο το χρόνο σας. Όλα αυτά τα έθιμα που αναφέρετε τώρα γίνονται όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή είναι κάτι που κι εσείς το ζείτε, κάτι που το ζούσαν κι οι παλιότεροι; Γίνονται όλα αυτά τα χρόνια, συνεχίζονται δηλαδή κανονικότατα; 

Ι.Κ.:

Κοιτάξτε, και το έθιμο των Λαζαρίνων και το έθιμο του Μάη που είναι αγαπητά έθιμα και τα δύο δεν σταμάτησαν ποτέ. Σε δύο μόνο περιόδους σταμάτησαν για ένα δύο χρόνια. Όταν είχαμε Κατοχή και στον Εμφύλιο. Τότε αυτά τα έθιμα δεν γίνανε. Και μάλιστα υπάρχει και αναφορά για τον Μάη ότι ξεκίνησαν να χορεύουν οι γυναίκες και κάποιος τους σταμάτησε, τότε στον Εμφύλιο, και λέει ότι «Οι άλλοι σκοτώνονται κι εσείς χορεύετε;». Υπάρχει αναφορά το όνομα αυτού του παππού που είπε ότι «Γιατί να χορέψετε ενώ γίνεται... σφάζεται ο κόσμος, γίνονται εμφύλιος», και σταμάτησε για κάποια χρόνια είχε σταματήσει. Μετά όμως, επειδή το αγαπούν οι ντόπιοι αυτό το έθιμο, ξαναέγινε. Το έθιμο λοιπόν του Μάη πιστεύουμε ότι προέρχεται απ’ τα αρχαία Ανθεσφόρια και αφορά μόνο τις μεγάλες γυναίκες, τις παντρεμένες. Όπως η Θεά Δήμητρα χαίρεται που ξανασμίγει με την κόρη της την Περσεφόνη, έτσι και οι παντρεμένες γυναίκες του Κρόκου ξεκινούν πολύ πρωί, ντύνονται με τα καλά τους, στολίζονται, βάζουν όλα τους τα φλουριά και κατεβαίνουν στο Λάκκο. Εκεί θα δέσουν τη μέση τους με λυγαριά, θα σπάσουν ένα ή θα δαγκώσουν ένα σκόρδο, θα ρίξουν νερό να είναι κρέχτες, να είναι δροσερές δηλαδή, να είναι... να έχουν νιάτα, έτσι, το νερό πιστεύουν ότι τους δίνει δύναμη, αντλούν δύναμη από τη φύση για να είναι σιδερένιες, πατούν σίδερο πριν κατεβούν, να είναι γερές όλο το χρόνο. Εκεί λοιπόν αφού κάνουν αυτά τα... αυτές τις κινήσεις, δηλαδή πατούν σίδερο, τσακίζουν, παίρνουν ένα σκόρδο, βάζουν λυγαριά στη μέση τους, πιάνονται και τραγουδούν αντιφωνικά τραγούδια. Δηλαδή οι μισές τραγουδούν πρώτα κι οι άλλες μισές [00:40:00]συνεχίζουν να λεν το ίδιο ακριβώς τραγούδι. Τα τραγούδια που τραγουδούν είναι αγάπης, είναι έρωτα, είναι λεβεντιάς, είναι αναφορά σε διάφορα ιστορικά γεγονότα και κυρίως τραγούδια που αναφέρονται στον Μάη. «Ο Μάης αρραβωνιάστηκε», «Τώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι» κι άλλα τραγούδια του Μαγιού. Αυτά ακολουθούν, πιάνονται πρώτα οι παντρεμένες, ακολουθούν οι αρραβωνιασμένες και στο τέλος ακολουθούν οι μικρές Λαζαρίνες. Ο ρόλος του άντρα εδώ είναι ένας ρόλος απλός, ένας θεατής. Δεν επεμβαίνει, δεν χορεύει, δεν συμμετέχει. Κοιτάν μόνο τις γυναίκες. Οι γυναίκες λοιπόν αφού χορέψουν τον Μάη κερνούν αυγά, τα οποία -ξέχασα να σας πω ότι βάφουν τα μάγουλά τους κόκκινες- και κερνούν αυγά και βάφουν ειδικά αυγά για εκείνη τη μέρα για την Πρωτομαγιά και κερνιούνται μεταξύ τους. Τον αγαπούν πάρα πολύ τον Μάη και έχει απ’ τα καλύτερα τραγούδια που αναφέρονται κυρίως στον έρωτα. 

Θ.Κ.:

Ας πούμε... είπατε σε ποια θέματα αναφέρονται τα τραγούδια του Μάη, θυμάστε ας πούμε κάποιους στίχους από κάποιο τραγούδι κάτι;

Ι.Κ.:

Τώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι τώρα κι ο ξένος βόλιασε να πάει στα δικά του νύχτα σελώνει το μαύρο του, νύχτα το καλιγώνει βάζει τα πέταλα αργυρά και τα καρφιά ασημένια και τα καλιγασφύρια του να γνέσ’ μαργαριτάρι. Αυτό το λέγαν γιατί είχαμε πάρα πολλούς ξενιτεμένους. Αγαπημένο τραγούδι είναι: Μωρή περδίκα του Μαγιού, περδίκα μου γραμμένη σ’ όλο τον κόσμο ήμερες σε μένα στέκεις άγρια». Ερωτικό τραγούδι καθαρά που αναφέρεται στις κοπέλες. Η περδίκα πάντα είναι η κοπέλα. Ένα τραγούδι που δείχνει τη ματαιότητα είναι: Ο Μάης αρραβωνιάστηκε και παίρνει τον Απρίλη. Και κάλεσαν την άνοιξη να ‘ρθει να τους παντρέψει. Κι η Άνοιξη δεν δέχτηκε με τα πολλά λουλούδια. Μην καμαρώνεις άνοιξη με τα πολλά λουλούδια. Θα ‘ρθει χειμώνας και Βοριάς και θα σου τα μαράνει. Δηλαδή κατηγορούν την Άνοιξη που δεν δέχτηκε να τους παντρέψει, γιατί όλα είναι μάταια. Θα ‘ρθει ο χειμώνας, θα μαράνει τα λουλούδια της άνοιξης. Κι άλλα τραγούδια, όπως και το: «Ψες είδα στον ύπνο μου στον ύπνο που κοιμόμουν», ότι πήγε στον Παράδεισο, δεν θυμάμαι τώρα τη λεπτομέρεια απ’ τον άλλο στίχο. Ήθελα να πάω στον Παράδεισο να δω τους πλούσιους πώς περνούν, τη φτώχεια πώς περνιέται. Δηλαδή ότι όλοι εκεί θα πάμε κι αυτό δείχνει ας πούμε τη ματαιότητα. Πολλά τραγούδια όπως το: Άσπρο τριαντάφυλλο φορώ βολιούμαι να το βάψω. Κι αν τα πετύχω στη βαφή πολλές καρδιές θα κάψω. Είναι τραγούδια του έρωτα. 

Θ.Κ.:

Και σχετικά με τον Μάη ή και με τις Λαζαρίνες, αναφέρατε πριν και τον Πολιτιστικό Σύλλογο. Πώς διοργανώνεται όλο αυτό, δηλαδή πώς το κάνετε, μαζεύεστε, είστε συνεννοημένοι από πριν, λέτε ότι κάθε χρόνο είναι το ραντεβού σας; Πώς γίνεται;

Ι.Κ.:

Όπως σας είπα πρώτα, τραγουδούν και χορεύουν οι μεγάλες. Ακολουθούν μικρές. Οι μικρές ακολουθούν, χορεύουν, τα βήματα είναι πάρα πολύ απλά. Αλλά καθώς ακολουθούν μαθαίνουν και τα τραγούδια. Όχι ότι δεν γίνονται κάποιες συναντήσεις πριν για να... που λέμε τα τραγούδια και κάποια που δεν τα ξέρουμε τα λέμε για να τα μάθουμε κι εμείς σωστά. Τα λεν πρώτα οι παλιές κι εμείς ακολουθούμε. Η όλη διαδικασία γίνεται λίγες μέρες πριν, που μαζευόμαστε και τραγουδάμε. Αλλά η μάθηση, η κυρίως μάθηση, γίνεται όλα τα χρόνια που παίρνουμε μέρος στο έθιμο, εγώ ας πούμε δεν τα ήξερα πρώτα τα τραγούδια αυτά. Τα γνώρισα όταν έκανα μία λαογραφική εργασία. Όταν ήμουνα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είχα έναν πολύ καλό καθηγητή, τον Αριστοτέλη Βρέλλη, ο οποίος μας έβαλε να μαζέψουμε τραγούδια του τόπου μας, να τα γράψουμε σε κασέτες, όπως περίπου κάτι που κάνετε εσείς και να τα... του τα πάμε. Εγώ μάζεψα εξήντα τραγούδια. Τα περισσότερα ήταν Μαγιάτικα, Μαήσια που λέμε εμείς. Αυτά λοιπόν τα τραγούδια -τότε ήταν η πρώτη μου επαφή μ’ αυτά τα τραγούδια- δεν τα ήξερα. Όταν ας πούμε τα κατέγραψα, είδα ότι μ’ αρέσουν πάρα πολύ και αποφάσισα μια χρονιά να πάρω μέρος στο έθιμο. Πιάστηκα κι εγώ στο χορό, δεν ήξερα κανένα τραγούδι να πω, και σιγά σιγά όμως καθώς χρόνο με το χρόνο έπαιρνα μέρος στο έθιμο, τα ‘μαθα και τα βήματα και τα τραγούδια. Κι έτσι πιστεύω κάνουν κι οι μικρές. Ακολουθούν τις μεγάλες. 

Θ.Κ.:

Τώρα που... εφόσον το αναφέρατε, δεν μπορώ να μη ρωτήσω. Η έρευνα τότε, για να βρείτε τα τραγούδια, πώς έγινε, θυμάστε πώς έγινε;

Ι.Κ.:

Ναι. Κασετοφωνάκι παλιό, μάζεψα κάποιες κυρίες που ήξεραν να τραγουδούν, και ειδικά 2-3 ήτανε φοβερές και από φωνή και από μνημονικό, θυμόταν λεπτομέρειες, ας πούμε, για τραγούδια, θυμόταν πότε λέμε το ένα, πότε λέμε το άλλο και μου είχαν πει [00:45:00]εξήντα τραγούδια θυμάμαι. Και μερικά, τα λέγαν όλες μαζί και κάποια μία μία. Ανάλογα τι ήθελε. Αυτά τα τραγούδια εγώ τα κατέγραψα, τα έδωσα στον κύριο Αριστοτέλη Βρέλλη και πιστεύω έγινε μια πολύ μεγάλη -τα κατέγραψε κι αυτός- κι έγινε μια μεγάλη έρευνα απ’ όλη την Ελλάδα, γιατί ήμασταν πολλά παιδιά. 

Θ.Κ.:

Μάλιστα. Οπότε συμμετέχετε ενεργά σε αυτά τα έθιμα εσείς. 

Ι.Κ.:

Μ’ αρέσουν πολύ. Μ’ αρέσει η λαογραφία πολύ, και παρ’ όλο που εργάζομαι ψάχνω χρόνο να βρω, γιατί δεν σας ξέβω ότι η άλλη μου αγάπη είναι η συγγραφή. Έχω... γράφω δύο βιβλία, ταυτόχρονα, όσο περίεργο και να... πέρα από το βιβλίο αυτό της μαγειρικής, που αυτό είναι σαν έρευνα θα το ‘ λεγα, μαζεύουμε συνταγές, τις βάζουμε και καταγράφω εγώ τα, καταγραφή εθίμων. Ταυτόχρονα όμως γράφω και δύο βιβλία τα οποία είναι διηγήματα.

Θ.Κ.:

Πολύ ωραία. 

Ι.Κ.:

Και είναι λαογραφικά και τα δύο. 

Θ.Κ.:

Ναι ε; 

Ι.Κ.:

Ναι. 

Θ.Κ.:

Πολύ ενδιαφέροντα. Με το καλό να βγούνε κι αυτά να- 

Ι.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ. 

Θ.Κ.:

κυκλοφορήσουνε. Τώρα θέλω πάλι να σας γυρίσω πίσω, να σας πάω σε δύο έθιμα τα οποία τα αναφέρατε πιο πριν, γιατί αναφέρατε και για τα κορίτσια. Είπατε και για τα Κόλιαντα και για τα Σούρουβα, στα οποία απ’ ότι είπατε συμμετείχαν αγόρια; Αυτά πώς γινόταν; 

Ι.Κ.:

Ναι, μόνο αγόρια. Δεν... τα κορίτσια τότε δεν παίρναν, κατ’ αρχήν δεν κυκλοφορούσαν τα κορίτσια, ήτανε μες στο σπίτι. Τα αγόρια βγαίνανε. Να ξεκινήσουμε από τα Κόλιαντα, Τα Κόλιαντα ήτανε χριστουγεννιάτικο έθιμο. Μαζευόταν τα αγόρια πάλι σε ένα κονάκι και το κάθε παιδάκι, το κάθε αγόρι είχε ένα ξύλο, το οποίο... μ’ αυτό το ξύλο χτυπούσανε τις πόρτες, για να τους ανοίξουν οι νοικοκυρές. Βγαίναν στην πλατεία και φώναζαν «Κόλιαντα Κόλιαντα», για να καταλάβουν οι άλλοι ότι ξεκινάν τα Κόλιαντα. Έτσι λοιπόν είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πηγαίνανε... πηγαίναν όλα... πηγαίνανε στο κάθε σπίτι και εκεί πέρα χτυπούσαν την πόρτα. Αφού χτυπούσαν την πόρτα φώναζαν: «Κόλιαντα Κόλιαντα, Χριστός γεννιέται», τους άνοιγαν, μπαίνανε μέσα κι έλεγαν: Κόλιαντα μπάμπου Κόλιαντα και μένα Κουλιαντίνα. Χριστός γεννιέται σήμερα στους ουρανούς απάνω. Αγγέλοι όλοι χαίρονται και τα δαιμόνια σκάζουν. Κι αν δεν με δώσεις Κόλιαντα σε κλέβω τ’ θυγατέρα. Θα τη φιλώ να την τσιμπώ να με ζεσταίν’ το βράδυ. Έλεγαν αυτό, τους άνοιγαν οι νοικοκυραίοι. Και πηγαίνανε... Πήγαινε ο αδερφός της παρέας στον πυρομάχο. Ο πυρομάχος ήτανε το τζάκι ας πούμε του σπιτιού. Εκεί πέρα μ’ ένα ξύλο χοντρό σκάλιζε τη φωτιά, έκανε ζιάρ’ δηλαδή, και σ’ αυτό το τζάκι εκεί είχε ένα μεγάλο ξύλο, το Χριστόξυλο που λέμε. Αυτό το μεγάλο ξύλο έκανε... έκαιγε μέρες μερικές φορές, εάν ήταν αρκετά μεγάλο. Σ’ αυτό το ξύλο λοιπόν έκανε ζάρ, το κουνούσε να πέσουνε, να πέσουν καμένα και φώναζε: «Καλημέρα στην αφεντιά σας, σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε σας φέρνουμε υγεία, χαρά, ευτυχία, γαμπρούς καλούς, νύφες προκομμένες, γερά παιδιά, σιτάρι, καλή σοδειά στον κρόκο, προκοπή στ’ αμπέλια, στα ζωντανά, οι γελάδες να δίνουν γάλα, τα πρόβατα να βγάζουν... να γεννούν πολλά, οι κότες να γεννούν αυγά», ό,τι καλό μπορούσαν να ευχηθούν το έλεγε ο αρχηγός της παρέας σκαλίζοντας τη φωτιά. Αφού έλεγαν λοιπόν αυτά, κάνα δυο παιδιά καθόταν κιόλας κάτω, έλεγαν: «Τσουρμπιά», έτσι έλεγαν, «μια κλωσαριά με τα πλιά». Αυτό ήταν ένα έθιμο για να έχουνε, να ‘ρθουν τα γεννήματα στο σπίτι. Ευχαριστημένος πια ο νοικοκύρης κι η νοικοκυρά τους δίνανε, τους γεμίζαν με Κολιαντίνες, που ήταν ψωμάκια φτιαγμένα ειδικά γι’ αυτήν την περίπτωση, ξυλοκέρατα, κάστανα, μήλα, καρύδια, αμύγδαλα, ό,τι είχε ο καθένας. Και αφού λοιπόν τους έδιναν πήγαιναν σε άλλο σπίτι. Χτυπούσαν πάλι την πόρτα και ευχότανε με τον ίδιο τρόπο, σκαλίζοντας τη φωτιά. Αυτά είναι τα κόλλυβα. Τα σούρβα γινόταν την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πήγαιναν πάλι τ’ αγόρια σ’ ένα κανάκι, παίζανε διάφορα παιχνίδια, και όταν... και το πρωί πριν ξημερώσει και πηγαίναν στα σπίτια και φωνάζαν: «Σούρβα Σούρβα κι Άι Βασίλης». Μόλις τους ανοίγαν λοιπόν... δεν έπρεπε να παν σε άλλο σπίτι, πήγαιναν σ’ ένα σπίτι μία παρέα, δεν έπρεπε να πάει άλλη παρέα, γι’ αυτό έλαγαν: «Μας τα ‘παν, μας τα ‘παν άλλοι». Γι’ αυτό προσπαθούσαν να σηκωθούν πολύ νωρίς να παν να πουν τα Σούρβα. Αυτό τα... αυτά τα λέγαν τα παιδάκια. Τα Σούρβα όμως, την ίδια μέρα το απόγευμα, μόλις χτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό του νέου έτους παρέες από άντρες πήγαιναν σε φιλικά σπίτια να πουν τα σούρβα. Πέρα απ’ αυτά που λέγαν τα παιδάκια, υπήρχαν και παρέες των αντρών. Οι άντρες λοιπόν πήγαιναν σε ένα συγκεκριμένο σπίτι, σε φιλικό σπίτι συνήθως, και δεν είχε δικαίωμα να πάει άλλη παρέα. Πήγαιναν και καθόταν αυτοί. Καθόταν λοιπόν και λέγανε: Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει. Βασίλη, μ’ πόθεν έρχεσαι και πόθεν ξημερώνεις. Λέγαν ένα τραγούδι για τους νοικοκυραίους. Στο τέλος βέβαια, [00:50:00]αφού λέγανε για τον Άι Βασίλη, παινεύαν το νοικοκύρη. Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, σε τούτο το σαράι, που όχει τα χίλια πρόβατα, τα πεντακόσια γίδια, που όχει το νοικοκύρη, το νοικοκύρη του άξιο δουλευτάρη. Λέει, παινεύαν το νοικοκύρη.                                                                          Μετά λέγαν για τη νοικοκυρά. Ξανά πάλι: «Άγιος Βασίλης έρχεται», λέγαν την ιστορία του Άγιου Βασίλη, και στο τέλος έλεγαν: Πολλά ‘παμε τ’ αφέντη μας να πούμε της κυράς μας. Κυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά γαϊτανοφρύδα. Κυρά μου, όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου. Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη. Έλεγαν λοιπόν και για τη σπιτινοικοκυρά ένα... ένα καλό τραγούδι. Κι αφού τελείωναν τα παινέματα, έλεγαν: Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού...

Ι.Κ.:

Στο βιβλίο μας, όπως είπαμε, υπάρχουν και πολλές συνταγές με κρόκο. Παρόλο που παλιά δεν χρησιμοποιούσαν τον κρόκο, παρά μόνο στο τσίπουρο βάζαν οι άντρες και πίνανε, εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε συνταγές που να έχουνε μέσα κρόκο. Το χωριό μας είναι ξεχωριστό, επειδή καλλιεργεί τον κρόκο. Πιστεύουμε ότι το φέρανε οι κυρατζήδες το 17ο αιώνα ή, σύμφωνα με μια άλλη δεύτερη εκδοχή, υπήρξε ένας Τούρκος μερακλής αξιωματούχος από τη Σαφρανούπολη που δεν μπορούσε να φάει το ρύζι του χωρίς σαφράνι, του φαινότανε πολύ άνοστο, κι έφερε από την πατρίδα του τον ευλογημένο βολβό, για να τον καλλιεργήσουν οι τότε ντόπιοι κάτοικοι εδώ, οι Γκομπλιτσιώτες, και να παραμείνει για τόσα χρόνια να καλλιεργείται. Ο κρόκος είναι... ο κόκκινος κρόκος, είναι ένα... αποτελεί ένα από τα εξήντα συστατικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του Αγίου Μύρου και κάθε λουλούδι του είναι και μια μετάνοια. Πόσες μετάνοιες δεν έχουν γίνει σ’ αυτά τα ευλογημένα χώματα; Κι εμείς παιδάκια θυμάμαι, πολλά χρόνια, από μικρή δηλαδή με παίρναν στο χωράφι να μαζέψω κρόκο. Δεν είχαμε γιορτές 28η Οκτωβρίου και παρελάσεις, εμείς είχαμε κρόκο τότε. Έβγαινε ο κρόκος κι έπρεπε όλη η οικογένεια, μικροί μεγάλοι, να πάμε στο χωράφι να μαζέψουμε. Έτσι λοιπόν ο κρόκος χαρακτηρίζει το χωριό μου. Η καλλιέργεια του κρόκου είναι απ’ το 17ο αιώνα, πιστεύουμε. Δεν σταμάτησε ποτέ, παρά μόνο στα χρόνια της Κατοχής. Μειώθηκε πάρα πολύ, επειδή τότε οι άνθρωποι κοιτούσαν να βάλουν δημητριακά για να έχουν τροφή να φάνε. Πολύ λίγοι, λίγες οικογένειες κράτησαν τον κρόκο και ήταν πάρα πολύ έξυπνοι, πιστεύω, αυτοί που τον κράτησαν, γιατί πουλούσαν σε εμπόρους στην Κοζάνη, σε έναν Εβραίο μάλλον, δεν θυμάμαι τώρα πώς μου το είπαν το όνομά του, ο οποίος τους έδινε λάδι. Δηλαδή δίναν τον κρόκο και παίρναν λάδι. Που ‘ταν φοβερό πράγμα για την Κατοχή τότε αυτό το πράγμα. Και έτσι όμως και χάρη σ’ αυτούς που διέσωσαν τον κρόκο, μπόρεσε να μείνει, ας πούμε, η μαγιά και να βγουν κι άλλοι βολβοί και να πάρουν κι άλλοι τα υπόλοιπα μέλη... οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού και να φτάσουμε να έχει ο συνεταιρισμός στα χρόνια μας γύρω στους χίλιους κροκοπαραγωγούς, δηλαδή χίλιες οικογένειες καλλιεργούν κρόκο και κάποιες οικογένειες ζουν μόνο απ’ τον κρόκο. Δηλαδή έχουν αρκετά στρέμματα, παράγουνε κρόκο και συντηρούνται απ’ αυτό. Η συγκομιδή ξεκινάει τον Οκτώβρη, αλλά το κάθε σπίτι ετοιμάζεται νωρίτερα. Τελειώνουν βέβαια πρώτα τον τρύγο, δεν αφήνουν καθόλου να υπάρχει αμπέλι ατρύγητο και ξεκινάν να καθαρίζουν τα σπίτια και να ετοιμάζονται για τον κρόκο. Τα λούδια, όπως λέμε, είναι ένας μικρός πόλεμος. Πρέπει να τα κυνηγήσεις να μην τα μαράνει ο ήλιος, να τα προλάβεις να μη μείνει ούτε ένα στο χωράφι. Γιατί αν μείνει μαραίνεται και μαραμένο λουλούδι δεν μπορείς να το... να το επεξεργαστείς, να βγάλεις την κόκκινη, τον κόκκινο κρόκο και είναι για πέταμα. Και πολλές φορές έτυχε να μαζέψουμε κρόκο, όχι με ήλιο αλλά με χιόνι. Θυμάμαι που ήμουνα μικρή, μια φορά είχε χιονίσει, εμείς να ‘χουμε ξυλιάσει κι αυτά να είναι μια χαρά, συντηρημένα ωραιότατα. Μας περιμέναν στο χωράφι να τα μαζέψουμε. Δεν είχαν πάθει τίποτα. Τα μαζέψαμε, τα πήγαμε σπίτι, κι αμέσως τα καθαρίσαμε και κάναμε όλη την επεξεργασία. Όταν είναι η περίοδος του κρόκου, που καλλιεργούμε τον κρόκο, που μαζεύουμε τον κρόκο, αν περάσεις απ’ τις γειτονιές, μυρίζουν τα σπίτια μια ειδική μυρωδιά που έχει ο κρόκος. Δηλαδή καταλαβαίνεις ότι εδώ καλλιεργούν κρόκο, εδώ καθαρίζουν κρόκο. Όλα τα σπίτια μυρίζουν αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά, η οποία μας έχει γίνει πια, μετά από τόσα χρόνια, και πολύ αγαπητή. Το μάζεμα διαρκεί μέχρι τη δύση του ήλιου και συνήθως τα χέρια είναι γυναικεία, θέλει λεπτά δάχτυλα για να μαζεύουν τον κρόκο. Και παλιά, τα παλιότερα χρόνια, και εμείς είχαμε εργάτες, εργάτριες μάλλον στο σπίτι μας. Από άλλα χωριά ερχόταν κορίτσια, τα φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας, καθόταν μαζεύαμε το πρωί όλο μέχρι τ’ απόγευμα τον κρόκο και καθόταν στο σπίτι το δικό μας. Τα ταΐζαμε, είχαμε όλη τη φροντίδα τους και τα λοιπά και πολλά [00:55:00]κορίτσια παντρεύτηκαν στο χωριό. Ήταν δηλαδή... γίναν... έγιναν... έγιναν γάμοι από εργάτριες που ερχόταν να μαζέψουνε και αγόρια του χωριού. Δηλαδή έγιναν γάμοι μικτοί. Αυτό που ξεχωρίζει τον κρόκο είναι η φινετσάτη μυρωδιά του, το χρώμα που δίνει σε οτιδήποτε μπει, δίνει δηλαδή... αν το βάλεις στο ρύζι και το κιτρινίζει, αν το βάλεις μες στο γάλα πάλι το δίνει το ίδιο χρώμα και αρχίσαμε σιγά σιγά να το χρησιμοποιούμε κι εμείς. Και στο βιβλίο μας θα βρείτε αρκετές συνταγές που έχουν κρόκο, γιατί κάναμε δημιουργική μαγειρική, μαγειρεύαμε, προσθέταμε λίγες γίνες, βλέπαμε πόσες χρειάζονται, πόσες δεν χρειάζονται, και πιστεύω ότι θα είναι... και πρέπει να τον ενισχύσουμε τον κρόκο. Να είναι ένα συστατικό που θα χρησιμοποιείται στην καινούρια μας κουζίνα.

Θ.Κ.:

Ναι. Αναφέρατε πιο πριν ότι παλιότερα δεν τον χρησιμοποιούσαν τον κρόκο και κυρίως τον έβαζαν στο... στο τσίπουρο. Οπότε τότε τον κρόκο γιατί τον καλλιεργούσαν; 

Ι.Κ.:

Ερχότανε ένας Εβραίος και τον αγόραζε. Και μάλιστα είχε ένα πακέτο μακαρόνια, λεν οι παλιοί... Όχι ένα πακέτο μακαρόνια, είχε μια πέτρα, μια συγκεκριμένη πέτρα. Και πήγαινε στο μπακάλικο του χωριού και μ’ αυτή την πέτρα ζύγιζε κι έπαιρνε τον κρόκο. Και μάλιστα γινόταν και πολλοί τσακωμοί στα σπίτια, γιατί οι γυναίκες παίρναν κρυφά και τον πουλάγανε σ’ αυτόν τον Εβραίο για να κάνουν τις προίκες από τα κορίτσια τους. Ενώ οι άντρες θέλαν να τον πουλήσουν για να πάρουν... να πάρουν ένα βόδι, να πάρουν ένα γαϊδούρι, να πάρουν εργαλεία, οι γυναίκες όμως κοιτάγαν να προικίσουν τα κορίτσια τους. Πήγαιναν λοιπόν στο μπακάλικο κρυφά και δίναν λίγο κρόκο και παίρναν ας πούμε ένα ποσό για να αγοράσουνε προικιά. Αυτός ο Εβραίος ερχότανε μέχρι το ’30, άμα θυμάμαι καλά, και είχε ανεβάσει, πριν τον πόλεμο, μέχρι το ’38, τόσο, είχε ανεβάσει πολύ καλά την τιμή και μάλιστα θυμάμαι ότι... λέγαν ότι ένας... ότι ένα βόδι στοίχιζε όσο ένα κιλό κρόκος. Τόσο δηλαδή, κάπως έτσι. Μετά έγινε ο πόλεμος, σταμάτησαν να το καλλιεργούν, λίγες οικογένειες τον καλλιεργούσαν, αλλά ευτυχώς μετά πήρε πάλι τα πάνω του. Και τώρα ο συνεταιρισμός προσπαθεί να κάνει ανοίγματα και στην Κίνα, να κάνει και σε άλλες χώρες, να μπορέσει το προϊόν να το γνωρίσουν και οι άλλοι.

Θ.Κ.:

Μάλιστα. Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Έχετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο; 

Ι.Κ.:

Για τον κρόκο πάλι θα πω. Ο Νοέμβρης ήταν ο μήνας του καθαρίσματος. Αφού τον μαζεύαν τον κρόκο τον Οκτώβρη και τον στεγνώνανε, όλες οι γυναίκες τον Νοέμβρη καθότανε σε ένα ταψί και καθαρίζανε τον κρόκο. Τον κίτρινο από δω, τα σκουπιδάκια στη μέση και στην άκρη ο κρόκος, ο κόκκινος, γιατί τον κόκκινο πουλάγανε. Τον κίτρινο, παρόλο που κι αυτός είναι σημαντικός, δεν... δεν έχει τόσο αξία και δεν τον πουλούσαν. Όλο λοιπόν τον Νοέμβρη οι γυναίκες καθαρίζανε κρόκο και μάλιστα κάναν και νυχτέρια. Οι παλιότερες με τις λάμπες και οι νεότερες με τα φώτα, κανονικά. Δηλαδή μαζευόταν πολλές γυναίκες σ’ ένα σπίτι, έφερνε η καθεμιά το ταψί της και τον κρόκο της, και τον καθαρίζανε. Και ξημέρωνε η μέρα έχοντας καθαρίσει. Και μάλιστα ήταν πολύ ωραία γιατί έχω ζήσει κι εγώ κάτι τέτοιο, να τραγουδάν οι γυναίκες, να λεν τραγούδια, και να λεν... κάνουν πειράγματα η μια με την άλλη, να λένε αστείες ιστορίες, να λένε από συνταγές, μέχρι τα νέα του χωριού κι εγώ παιδάκι που ήμουνα έπαιρνα να καθαρίσω λίγο κρόκο, αλλά μετά μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Γιατί αυτές αντέχανε, αλλά εμείς παιδάκια πού να αντέξουμε. Αλλά θυμάμαι ότι τραγουδούσανε, δηλαδή, αυτά τα τραγούδια κι εγώ κοιμόμουνα. Κι αυτές βέβαια με τη λάμπα καθαρίζανε κρόκο. Ο Νοέμβρης είναι ο μήνας που κάναμε τα καζάνια, οι άντρες κάναν τα καζάνια για το τσίπουρο δηλαδή, και οι γυναίκες κάναν το καθάρισμα του κρόκου. Μόνο οι γυναίκες καθαρίζαν κρόκο. 

Θ.Κ.:

Και στη συγκομιδή, που αναφερθήκατε και πιο πριν-

Ι.Κ.:

Πάλι οι γυναίκες, τα γυναικεία χέρια προτιμούνται. Όχι ότι δεν μαζεύουν και οι άντρες, απλά οι άντρες κουβαλάγαν τα αργαλίκια, κάναν... ετοιμάζαν, λυχνίζανε, κάναν άλλες δουλειές. Αλλά ο κρόκος θέλει λεπτά δάχτυλα, γιατί είναι σκύψιμο πολλών ωρών και κόψιμο σε συγκεκριμένο σημείο για να μπορέσει να φύγει το πέταλο και να μείνει η γίνα. 

Θ.Κ.:

Μάλιστα. Έχετε να συμπληρώσετε και πάνω σ’ αυτά κάτι άλλο; 

Ι.Κ.:

Με το καλό να πάει καλά το βιβλίο μας, ελπίζω να σας αρέσει. Έχει πολλές συνταγές, και παλιές και καινούριες και σύγχρονες.

Θ.Κ.:

Εύχομαι κι εγώ να είναι καλοτάξιδο. 

Ι.Κ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Θ.Κ.:

Και να σας ευχαριστήσω και πάρα πολύ. 

Ι.Κ.:

Καλή συνέχεια στη δουλειά σας. 

Θ.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ.