© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Όταν ήρθαμε, δεν άκουγες τίποτα από ένα κλάμα μέσα στο χωριό»: Μαρτυρία για το ολοκαύτωμα των κατοίκων του Δομενίκου στο Καυκάκι στις 16 Φεβρουαρίου 1943

Κωδικός Ιστορίας
24858
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευάγγελος Χατζήνας (Ε.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/07/2023
Ερευνητής/τρια
Γεωργία Μπαϊράμη (Γ.Μ.)

[00:00:00]

Γ.Μ.:

Eίναι, λοιπόν, 17/07/2023. Είμαι με τον κύριο Χατζήνα Ευάγγελο και βρισκόμαστε στο Δομένικο Ελασσόνας. Εγώ είμαι η Μπαϊράμη Γεωργία, ερευνήτρια στο istorima, και ξεκινάμε με την αφήγησή μας. Καλημέρα σας.

Ε.Χ.:

Καλημέρα.

Γ.Μ.:

Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;

Ε.Χ.:

Μάλιστα. ‘Ημουνα το ‘43 που έγινε ο πόλεμος, η καταστροφή στο Δομένικο. Ήμουνα 12 χρονών και όταν σηκώθηκε ο πατέρας μου για να δει εκεί απέναντι -είμαστε κοντά στη μάχη που δώσανε οι αντάρτες με τους Ιταλούς- και σηκώθηκε ο πατέρας μου το πρωί και είδε φωτιά εκεί απαν’ στο καρούλι που ήταν οι αντάρτες. Είδε φωτιά και λέει: «Δεν έχουμε καλά πράγματα». Σηκωθήκαμε όλοι και κοιτούσαμε. Σε δυο ώρες περνάει η φάλαγγα. Η φάλαγγα, οι Ιταλοί, περνάνε. Μπροστά ήταν δυο μηχανές και βάζουν πυρ εναντίον της φάλαγγας. Έβαλαν να πολεμήσουν. Σκοτώνουν τον έναν. Έφυγε με μια μηχανή. Έφυγε και μια γύρισε πίσω. Την καθήλωσαν τη φάλαγγα εκεί. Έκανε μπλόκο το πολυβόλο που είχαν τα όπλα και μετά δήθεν ότι σκότωσαν έναν αξιωματικό μεγάλο και προχώρησαν οι αντάρτες και έφυγαν το ρέμα απαν’, το ρέμα απάν’ και βγήκαν στη Λεύκη, στη Σκόμπα που το λένε. Στη Σκόμπα. Εκεί σταμάτησαν και ήρθαν το βράδυ αυτοί ίσαμε δω, μας πυροβολούσαν όλη μέρα με τα αεροπλάνα. Έριχναν να μας σκοτώσουν. Ήμασταν μέσα στα σπίτια κλεισμένοι και το βράδυ ίσα με την ώρα, ήρθαν τα ζώα από τις αγέλες που είχαμε τα αγελάδια. Εμείς είχαμε τέσσερις αγελάδες και τρία βόδια και ζώα και τα ρέστα και κατέβηκε η αδερφή μου η μεγαλύτερη να δώσει τα ζώα να τα παχνιάσει, να τα βάλει να φάνε. Εκεί μπήκαν μέσα οι Ιταλοί και αμέσως ρίχτηκε ένας απάνω στην αδερφή μου. Συγνώμη που μιλάω έτσι. Ρίχτηκαν απάνω στην αδερφή μου και πετάχτηκε ο μπαμπάς μου. Του λέει: «Τι κάνεις αυτού πέρα;». Και ήξεραν Ιταλικά. Οι πιο πολλοί ήταν από το Πραιτώρι. O Οκταβιανός και τα ρέστα. Μπήκαν μέσα, μας πήραν, μας έβγαλαν όξω. «Θα κλειδώσουμε -του λέμε- τα σπίτια;». «Θα γυρίσει. Σε μια ώρα θα γυρίσει», λέει. Μας μαζεύουν κάτω στο χώρο εδώ που είχαν εδώ συγκεντρώσεως και δεν προλάβαμε να φύγουμε εκεί, το δώσαν φωτιά το σπίτι, το δώσαν φωτιά. Παρακάτω ήταν ένας κτηνοτρόφος. Είχε 80 αρνιά. Κάηκαν μέσα και αυτά. Εμείς, μας κατέστρεψαν, μας έκαψαν τα βόδια, μας έκαψαν τα αγελάδια όλα και 18 πρόβατα, 20 είχα. Εκεί μας πήγαν και μας έμασαν ώρα 10:30. Μας έμασαν φάλαγγα και μας πααίναν για Λάρισα. Στο δρόμο, μόλις βγήκαμε στο δημόσιο δρόμο,ήρθε μία μηχανή Ιταλικιά, να χωριστούν το γυναικόπαιδο από τους άνδρες . «Εμείς θα πάρουμε τους άνδρες για μια ώρα, δυο -λέει- και θα τους φέρουμε». Μας χώρισαν. Φύγαμε. Ξυπόλητοι, ταλαιπωρημένοι και πήγαμε στο Αμούρι και στο Πραιτώρι. Έφεξε εδώ ύστερα την άλλη μέρα και ήρθαμε στο χωριό. Ήρθαμε στο χωριό. Είδαμε τους νεκρούς. Μας σκότωσαν 120 άτομα. Είδαμε τους νεκρούς. Είδαμε τα ζώα εμείς καμμένα. Καίγονταν. Είδαμε τα πάντα όλα και πέρασε και το φρουραρχείο Ελασσόνος, πέρασε το φρουραρχείο Ελασσόνος αυτός που έχουμε όξω στην... Ένας διοικητής καλός και έκανε υπόμνημα προς το Ιταλικό φρουραρχείο. Έκανε υπόμνημα προς το Ιταλικό φρουραρχείο και μας άφησαν. Και μετά μπήκαμε σε άλλα πράγματα. Προχωράμε παραπέρα; Μετά μπήκαμε σε άλλα πράγματα. Μπήκαν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί. Έκαναν, τι έκαναν. Κίνησε ο πόλεμος. Ο εμφύλιος πόλεμος. [00:05:00]Σκοτωνόμασταν μεταξύ μας. Δεν κοτούσαμε να μιλήσουμε και τραβήξαμε τέτοια που δεν λέγονται. Ανίλα μεγάλη.  

Γ.Μ.:

Πολύ ωραία. Να το πάρουμε λίγο από την αρχή. Αρχικά, εσείς πόσων χρονών ήσασταν όταν έγινε το Καυκάκι;

Ε.Χ.:

12.

Γ.Μ.:

12. Και τότε πού ήσασταν; Τι κάνατε όλη η οικογένεια πριν έρθουν-

Ε.Χ.:

Δουλεύαμε. Είχαμε χωράφια. Είχαμε 80-90 στρέμματα χωράφια και ήταν άνοιξη και καθαρνούσαμε χορτάρια από τα σιτάρια, γιατί δεν είχαν ραντίσματα τέτοια με φάρμακα. Και τα έπαιρναν οι αδερφές μου μέσα και τα έβγαζαν τα χορτάρια. Έπαιρναν όργο, έπαιρναν όργο και τακτοποιούσαν και ζούσαμε. Και μετά μας λεηλάτησαν, μας σκότωσαν, μας χάλασαν τα πάντα όλα.

Γ.Μ.:

Θυμάστε να λεηλατούν το χωριό εκείνη την ημέρα;

Ε.Χ.:

Ορίστε;

Γ.Μ.:

Θυμάστε να λεηλατούν πολλά σπίτια στο χωριό;

Ε.Χ.:

Όλο το χωριό. Μέναμε τα βράδια για έναν χρόνον τέσσερις οικογένειες σε ένα δωμάτιο. Σε ένα σπίτι. Άλλοι από εδώ. Άλλοι από εκεί. Τα πάντα. Και δήθεν ήρθαν κάποτε να μας δώσουν μια βελέντζα. Μας δώσαν μια βελέντζα. Εμάς μας έδωσαν μια βελεντζούλα. Ήμασταν πέντε άτομα. Μας έδωσαν μια βελεντζούλα και μια κάπα. Κατάλαβες; Αλλά δεν πρέπει να το πω για κάπα. Κατάλαβες; Και μας έδωσαν και σκεπαζόμασταν όλο το διάστημα, ώσπου τακτοποιηθήκαμε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά. Μας βγήκε η ανάσα για να τακτοποιηθούμε. Μεγάλωσα κι εγώ και τα αδέρφια και τα πάντα. Παρακάτω. Τι θέλεις;

Γ.Μ.:

Θυμάστε… Θέλετε να μου περιγράψετε λιγάκι την καθημερινότητα στην κατοχή, πριν το Καυκάκι; Τι τρώγατε, τι αντικρίζατε όξω;

Ε.Χ.:

Ήμασταν τελείως νηστικοί. Είχαμε το ψωμί. Ζύμωναν η μάνα μας, κάθε οικογένεια από οχτώ καρβέλια ψωμί και τα βάζαν στο σκαφί. Τα βάζαν στο σκαφί, τα σκέπαζε όσο μπορούσε, αλλά ψωμί ήταν και στέγνωνε. Και το μουσκεύαμε, τρώγαμε. Πηγαίναμε στο θέρο. Θερίζαμε. Θερίζαμε και τρώγαμε σκορδάρι και λίγο τυράκι. Το βράδυ μας περίμενε η μάνα μας. Μας έφτιαχνε φαγητό. Πότε κολοκυθάκια, πότε καμιά κολοκυθόπιτα πίτα. Τα πάντα. Δε μας άφηνε. Το βράδυ έπρεπε να φάμε φαγητό. Ήταν σκληρή η ζωή. Περάσαμε δύστυχα χρόνια, αλλά είδαμε ανάσα. Τώρα είμαστε καλά. Ησυχία να έχουμε και να μας βοηθήσει όσο μπορεί η σεβαστή κυβέρνηση. Όσο μπορεί να μας βοηθήσει.

Γ.Μ.:

Την ημέρα που έγινε το Καυκάκι για ποιο λόγο, με ποια αφορμή σάς προειδοποίησαν να πάτε να συγκεντρωθείτε κάτω;

Ε.Χ.:

Κανένας δεν μας ειδοποίησε. Είχαμε τον πρόεδρο της κοινότητας στο Δομένικο. Ήταν μεγάλο το Δομένικο. Είχε 1500 άτομα. Φορτωμένο από κόσμο. Δεν κοτούσαμε να βγούμε όξω από την πόρτα.Εκεί δεν μας ειδοποίησε. Λέει: «Καθίστε», λέει ο Χώτος. Είχαμε βλάχο πρόεδρο και μας σκότωσαν. Μας έδειραν. Παιδιά του γυμνασίου. Σκότωσαν πολλά παιδιά. Κατάλαβες; Ένας ήξερε πέντε γλώσσες. Ένας τ’ Αρλαλή εδώ, ταχυδρόμος ήταν. Το σκότωσαν το παιδί. «Θα μας σκοτώσουν -λέει- πάρτε το χαμπάρι», λέει. Μας έλεγε φανερά. Περπατούσε γύρω-γύρω στους άνδρες και έλεγε: «Θα μας σκοτώσουν. Τι να κάνουμε;», λέει. Σαν να μας έλεγε: «Φευγάτε. Κάντε επανάσταση, να φύγουμε. Όσοι ζήσουν». Αλλά δεν τολμούσαμε κανένας.

Γ.Μ.:

Ήξερε ιταλικά και καταλάβαινε;

Ε.Χ.:

Ήξερε πέντε γλώσσες. Κατάλαβες; Ήξερε αμερικάνικα. Εγγλέζικα αυτά που συνήθως λέγονται, ισπανικά ξέρω ‘γω. Τέτοια. Ήξερε πέντε γλώσσες. Ιταλικά. Τα πάντα. Αυτά, κορίτσι μου.

Γ.Μ.:

Και όταν σας ανακοίνωσαν ότι θα σας πάνε κάτω στα χωριά απέδρασε κανένας; Προσπάθησε; 

Ε.Χ.:

Όταν τους φώναζαν πέντε-πέντε, εφτά-εφτά και τους σκότωναν στο Καυκάκι, κάποιος Πέτρος τόλμησε και έφυγε. Δεν τον [00:10:00]σκότωσαν. Γνώριζε. Ήταν μέσα στα πράγματα. Ήταν και αυτός στο συμβούλιο και γνώριζε τον Αδέλμο, έναν Ιταλό. Τον Αδέλμο. Και ο Βαγγέλης γλίτωσε και αυτός και αυτός γλίτωσε από τον Αδέλμο, γιατί πάαιναν, έτρωγαν σε αυτόν, έτρωγαν ψωμί σε αυτόν και τον γλίτωσαν οι Ιταλοί, ο Αδέλμο αυτός.

Γ.Μ.:

Γνωρίζονταν δηλαδή.

Ε.Χ.:

Ναι γνωρίζονταν. Πάαιναν, έτρωγαν οι Ιταλοί σε αυτόν. Τυριά, το ένα, το άλλο. Άρπαζαν μανάρια, το ένα, ό,τι ήθελαν. Έκλεβαν πολύ. Έκλεβαν πολύ. Δεν άφηναν πρόβατα, μοσχάρια. Ό,τι βρίσκαν. Σκότωναν. Το έριχναν στη μηχανή και το έπαιρναν κάτω στη Λάρισα.

Γ.Μ.:

Εσάς πέθαναν πολλοί συγγενείς σας;

Ε.Χ.:

Αν πέθαναν λέει; Πολλοί.

Γ.Μ.:

Ποιοι πέθαναν ακριβώς;

Ε.Χ.:

Πέθανε η μάνα μου το ‘40.

Γ.Μ.:

Πώς;

Ε.Χ.:

Πέθανε. Δήθεν γκαβώθηκε. Από γκαβώθηκε, την πήρε η πείνα μετά. Όχι από πείνα. Είχαμε ζα με τη μάνα μας, αλλά πέθανε σαν καρκίνος, σαν πώς θέλεις πες το. Μετά από το ‘43 σκότωσαν και τον πατέρα μου. Σκότωσαν και τον πατέρα και μείναμε πέντε αδέρφια. Πέντε αδέρφια. Πώς να δημιουργηθούν και πώς να κάνουμε και… Είχα τρεις αδερφές και δυο αδέρφια ήμασταν.  

Γ.Μ.:

Τα αδέρφια σας στο Καυκάκι ήταν μικρά παιδιά;

Ε.Χ.:

Όχι. Ήταν μεγάλα. Ο αδερφός μου ήταν έξω. Ήταν με τους αντάρτες. Οι αδερφές μου ήταν στο σπίτι. Καθόμασταν στο σπίτι, εγώ αλλά ο αδερφός μου πάαινε-ερχόταν, πάαινε-ερχόταν. Σαν σύνδεσμο. Τον είχαν σε σύνδεσμο. Προχώρα.

Γ.Μ.:

Θέλω λίγο να μας περιγράψετε πού σας πήγαν εσάς το γυναικόπαιδο; Πού σας πήγαν; Τι σας είπαν; Σας συγκέντρωσαν κάπου συγκεκριμένα;

Ε.Χ.:

Ναι, μας πήγαν μέχρι τη μάχη εκεί που έγινε στο Καυκάκι, εδώ. Όλη η φάλαγγα. Κόσμος αρκετός. Δεν λέγεται! Και πώς ήμασταν... Και μίλησε στα ελληνικά ο Ιταλός. Λέει: «Εσείς θα φύγετε». Σκότωσαν πέντε Ζαγκαίους εκεί. Εδώ στο Καυκάκι σκότωσαν αυτοί και έβαζαν τις μηχανές, γιατί έσκουζαν αυτοί. Σκότωσαν με μαχαίρι με φαίνεται. Κατάλαβες; Και έσκουζαν αυτού και τους σκότωσαν και μας είπαν ότι: «Θα φύγετε άνετα. Μη φοβάστε. Δεν σας πειράζει κανένας. Σύρτε εδώ στα δίπλα τα χωριά να κοιμηθείτε και το πρωί θα πάτε στο χωριό σας». Το πρωί, ως συνήθως, ήρθαμε στο σπίτι και τα βρήκαμε όλα ερημιά και χάος. Ούτε ρούχα στο κορμί είχαμε ούτε τίποτα, ντιπ. Τίποτα. Γύμνια, φτώχεια είχαμε μεγάλη. Γύμνια, δυστυχία. Πώς να σας πω για να καταλάβετε; Περάσαμε με μεγάλη αγωνία. Αγωνιστήκαμε για να ζήσουμε, για να φτάσουμε εδώ που είμαστε.

Γ.Μ.:

Το φαντάζομαι, ναι. Και ποιος σας ανακοίνωσε; Πώς μάθατε ότι σκότωσαν όλα αυτά τα άτομα στο Καυκάκι;

Ε.Χ.:

Οι χωριάτες. Το Δαμάσι ειδοποίησε στη Μηλόγουστα και η Μηλόγουστα ειδοποίησε εμάς ότι έγινε μεγάλο μακελειό κάτω στο Καυκάκι. Και πήγαν, τους παραχώσαμε. Ήρθαν και οι Δαμασιώτες όλοι. Διαταγή από τον φρούραρχο της Λαρίσης των Ιταλών. Πετάχτηκαν όλοι και με τις καμπάνες, τις σκεπαρνιές, με φτυάρια και τους σκέπασαν. Αυτά ήταν το αποτέλεσμα, ο πόλεμος των Ιταλών. 

Γ.Μ.:

Και πώς ήταν οι αντιδράσεις σας όταν μάθατε ότι τους σκότωσαν; Τι επικρατούσε;

Ε.Χ.:

Τι επικρατούσε; Είχαμε χρόνια -πώς να σου πω- δύστυχα. Είχαν μας βάλει σε τέτοια δουλειά η κυβέρνηση, αριστεροί και δεξιοί, και είχαμε μίσος ο ένας στο άλλον. Είχαμε μεγάλο μίσος. Ο ένας τον άλλον είχαμε μίσος. Πού θα σε έβρισκαν, θα σε σκότωναν. Σε έλεγαν: «Πού πας;». Κατάλαβες; Και εν συνεχεία, όπλισαν τα ΤΕΑ έφτιαξαν ΤΕΑ, σε όλα τα χωριά έδωσαν όπλα και δεν [00:15:00]κοτούσαν να βγουν όξω από την πόρτα. Κατάλαβες; Δεν κοτούσαμε να βγούμε όξω. Μας σταματούσαν άμα πααίναμε ώρα 10:00 και: «Πού ήσαν; Τι έκανες; Με ποιον μιλούσες;», «Με κανέναν -λέει- έρχομαι από το καφενείο όξω στο σπίτι».

Γ.Μ.:

Ήσασταν κάπως διχασμένοι.

Ε.Χ.:

Ναι, ναι, ήμασταν πολύ στριμωγμένοι. Με ζώα ζούσαμε. Τα ζώα πολύ. Πηγαίναμε στις δουλειές μας. Με τα ζώα. Φτιάξαμε ύστερα μια καμαρίτσα μικρή και μπήκαμε μέσα. Μα καλώς, μα κακώς βγάλαμε καμιά δεκαριά χρόνια, ώσπου παντρεύτηκαν οι αδερφές μου, μετά μεγάλωσα κι εγώ και όλα έγιναν εντάξει. Αυτά, κορίτσι μου.

Γ.Μ.:

Εσείς εκείνη την ημέρα στο Καυκάκι, που ήσασταν μικρο παιδάκι, θυμάστε τι νιώθατε τότε; Φοβόσασταν; Πώς ήσασταν;

Ε.Χ.:

Τότε, όταν ήρθαμε, δεν άκουγες τίποτα από ένα κλάμα μέσα στο χωριό. Να κλαίνε όλοι, γυναίκες, άντρες και γυναικόπαιδα. Κλαίγανε σαν μωρά παιδιά. Εμείς δεν μπορούσαμε να πάμε σπίτι. Καίγονταν τα βόδια. Ήταν μέσα καμένα -δηλαδή, οι αγελάδες- και δεν μπορούσαμε να... Και μας έδωσαν διαταγή πως να τα πετάξουμε και δεν μπορούσαμε να τα πετάξουμε. Κατάλαβες; Και σιγά-σιγά τα καθαρίσαμε.

Γ.Μ.:

Άρα ένας θρήνος μετά.

Ε.Χ.:

Θρήνος, μεγάλος θρήνος. Μην συζητάς. Κατάλαβες; Μεγάλος.

Γ.Μ.:

Και μετά πόσο καιρό-

Ε.Χ.:

Ο δικός σου ο παππούς σου γλίτωσε ο Καμίλης. Κατάλαβες; Για τον παραπαππού σου λέω, όχι για τον... Πολύ παλικάρι αυτός.

Γ.Μ.:

Και μετά πόσα χρόνια σας πήρε για να ξαναχτίσετε από την αρχή το χωριό;

Ε.Χ.:

Όλα τα χρόνια. Αμάν! Όλα τα χρόνια παιδευόμαστε και σπίτια της προκοπής δεν έχουμε. Κατάλαβες; Αυτά εφτιασάμε και αυτά… Παντρέψαμε τα παιδιά μας, κάναμε χίλια δυο πράγματα. Άλλο τίποτα;

Γ.Μ.:

Ναι, να σας ρωτήσω και κάτι ακόμα. Γιατί πιστεύετε ότι σκότωσαν τα περισσότερα άτομα από το Δομένικο. Συγκεκριμένα-

Ε.Χ.:

Γιατί έγινε μάχη. Σκότωσαν το Δομένικο, γιατί έγινε μάχη στο Δομένικο, εδώ στο μέρος το δικό μας. Κατάλαβες; Γι’ αυτό το κύκλωσαν το χωριό από ώρα 4:00 γιατί ήταν μικρή η μέρα. Τότε οχτώ, από ώρα 4:00 μπήκαν μέσα αυτοί. Μπήκαν μέσα. Λύσσαξαν τον κόσμο. Άλλον να βαράν, άλλον να φτιάχνουν, να τραβάν τον κόσμο. Να τους βγάζουν από μέσα. Μας έβγαλαν και μας πήγαν όλοι στο χώρο που είχαμε συγκέντρωση εκεί, για να μας μιλήσει ο διοικητής. Ανάθεμα άμα μας μίλησε τίποτα και μας είπε τίποτα. Μας πήρε τους πατεράδες μας. Σκότωσαν και έφυγαν. Μετά αρχίνησαν, έρχονταν απ’ έξω οι αντάρτες, έβαζαν νάρκες στις εκκλησίες δήθεν να πηγαίνουν τα ανεξάρτητα εκεί. Πάαιναν κόσμος δικός μας πάλι και σκοτώνονταν στις πόρτες. Σκοτώνονταν πάλι άνθρωποι απλώς. Μια φρίκη μεγάλη, ένα κακό μεγάλο ήταν.

Γ.Μ.:

Είχανε σκοτώσει και γυναίκες από εδώ πέρα όταν λεηλατούσαν τα σπίτια και παιδιά;

Ε.Χ.:

Εδώ;

Γ.Μ.:

Ναι. Θυμάστε καθόλου;

Ε.Χ.:

Ναι, να σε πω. Δυο γυναίκες σκότωσαν. Δυο γυναίκες.

Γ.Μ.:

Γιατί;

Ε.Χ.:

Η μια σκοτώθηκε -δεν θυμάμαι καλά  κι εγώ, τι να σε πω- η μία σκοτώθηκε από νάρκα. Είχαν βάλει οι αντάρτες. Η μια του Χατζούλη αυτή, η μία γυναίκα και άλλα παιδάκια με χειροβομβίδες. Με χίλια δυο πράγματα. Έκοβαν τα χεράκια. Κατάλαβες; Φοβόμασταν να κάνουμε... Βρίσκαμε ένα πράγμα και δεν το πειράζαμε. Φοβόμασταν να τους τσακώσουμε στα χέρια.

Γ.Μ.:

Θυμάστε να υπάρχουν διωγμοί και βασανιστήρια σε κατοίκους [00:20:00]του χωριού; Σε ανθρώπους που μπορεί να προσπαθούσαν-

Ε.Χ.:

Βασανιστήρια είχαμε εδώ από τα χωριά τα ανεξάρτητα. Έρχονταν και κρυβόμασταν που να βρούμε τρύπα να κρυφτούμε, γιατί άμα σε έπιαναν σε σκότωναν. Βασανιστήρια γερά. Δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε κεφάλι καθόλου απάνω. Κατάλαβες; Και όσοι ήταν λίγο ψευτοαριστεροί και έκαναν τον αριστερό, τον έβρισκαν όπου κι αν ήταν να τον σκοτώσουν. Κατάλαβες; Εμείς είχαμε καμιά δεκαριά παιδιά έξω τότε στον πόλεμο με τους αντάρτες. Όλα σκοτώθηκαν. Παιδιά, παλικάρια πήραν τα όπλα και έφυγαν. Άλλο;

Γ.Μ.:

Και μετά το Καυκάκι, πώς ήταν η ζωή; Πώς κυλούσε;

Ε.Χ.:

Ανίλα μεγάλη. Ανίλα μεγάλη. Μετά το Καυκάκι εκεί βελάξαμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Τραβήξαμε... Δεν λέγεται. Μην συζητάς. Κατάλαβες τι γίνεται; Νηστικοί. Δεν είχαμε τι να φάμε. Ξέρεις τι θα πει; Και μας βοήθησε το σπίτι ο μάστορας τότε και μας έφερνε ψάρια στεγνά το καλοκαίρι και τα μαγειρεύαμε. Παίρναμε από αυτά, μαγειρεύαμε. Πώς δεν πεθάναμε πες! Μας βοήθησαν δήθεν να μας δώσουν κάτι. Εμάς μας έδωσαν ένα μουλάρι. Δεν μπορώ να πω. Μας έδωσαν ένα μουλάρι γιατί πάθαμε ζημιά μεγάλη. Μισά πράγματα μας έδωναν. Ήταν να πάρουμε και μια σβάρνα για να σβαρνίζουν τα χωράφια και μας έδωσαν μόνο ένα φύλλο. Ένα φύλλο αυτοί. Ήταν δυο φύλλα. Τα δώσαν όλα. Εμείς πήραμε ένα φύλλο και το φαλαγκάρι. Τίποτα άλλο. Κομμάτια να γίνει. Εφτιασάμε ύστερα άλλο φύλλο και εφτιασάμε. Άλλο;

Γ.Μ.:

Θυμάστε κάτι συγκεκριμένο που φτιάχνατε να τρώτε κάθε μέρα;

Ε.Χ.:

Τίποτα δεν τρώγαμε, κορίτσι μου, τίποτα. Έρχονταν αυτοί οι βλάχοι που εμπορεύονταν. Μας έφερναν πατάτα. Πατάτα όπως είναι το τσόκαρο, μικρή. Επαιρνάμε και βράζαμε από έναν μετζέ. Και τις καθαρνούσαμε και τις τηγανίζαμε με λίγδα. Με λίγδα, κατάλαβες; Και τρώγαμε. Φτιάχναμε ζαχαροπάπαρα. Δεν είχαμε ζάχαρη. Φτιάχναμε ζαχαροπάπαρα και λέγαμε το καλύτερο φαΐ είναι η ζαχαροπάπαρα. Αλλά προκόψαμε, ζήσαμε και τα βγάλαμε πέρα. Χρόνια… Να μην ξαναρθούνε τέτοια χρόνια. Χρόνια δύστυχα πολύ. Τουλάχιστον, η Ελλάδα πέρασε, εδώ το χωριό μας μια φορά, περάσαμε ανίλα μεγάλη. Είχαμε και πολλοί άνθρωποι στριμμένοι. Δεν βοηθούσαν το Δομένικο.

Γ.Μ.:

Τι εννοείτε;

Ε.Χ.:

Δηλαδή, ήταν στα πράγματα και δεν βοηθούσαν τον κάθε άνθρωπο τι πρέπει να κάνουμε. Ήταν συμφεροντολόγοι πολύ. Άλλο τίποτα;

Γ.Μ.:

Όταν τελείωσε η κατοχή και έφυγαν τα ιταλικά στρατεύματα θυμάστε καθόλου κείνη την ημέρα;

Ε.Χ.:

Χτυπούσαν οι καμπάνες. Εμείς ήμασταν στα βουνά και όταν ακούμε οι καμπάνες από Βλαχογιάννι, από παντού βαρούσαν. «Λευτεριά -φώναζαν- Λευτεριά, λευτεριά». Και βγήκαμε όλοι. Μαζευτήκαμε στο χωριό και ήρθαν το βράδυ. Μας έβγαλαν λόγο. Στο σχολείο απέναντι μέσα στην αίθουσα, έξω μαζεύτηκε όλο το χωριό και μιλούσαν εκεί. Μιλούσε κάποιος Αυρανάς Φιλίππων από το χωριό μας. Ήταν έξω αυτός. Ήταν πολύ καλός κύριος.

Γ.Μ.:

Και είχατε χαρεί, να φανταστώ, όλο το χωριό. Φαντάζομαι θα ζητωκραύγαζαν.

Ε.Χ.:

Ήταν κι ο δικός σου ο παππούς σου απάνω να μιλήσει. Ο Καμίλης. Πέρασαν αυτά. Άλλα τέτοια να μην μας έρθουν.[00:25:00]

Γ.Μ.:

Μετά, μόλις τελείωσε ο πόλεμος, υπήρξαν κάποιες αποζημιώσεις από το ιταλικό κράτος για το ολοκαύτωμα; Αναγνωρίστηκε;

Ε.Χ.:

Ναι. Κάτι μας έδωσαν. Μας έδωσαν κι από μισή λίρα. Αυτά μας τα έδωσαν μετά. Ησύχασαν τα πράγματα. Μας έδωσαν από μισή λίρα και οι Ιταλοί μας έδωσαν και αυτοί ένα... Έβγαλαν ένα μισθό τοις χιλίοις. Έβγαλαν από 200 δραχμές. 200 δραχμές δεν ήταν τίποτα, αλλά ήταν και αυτά. Τα παίρναμε. Σκοτώναν να πάνε πληρωθούν. 200 δραχμές. Άλλο;

Γ.Μ.:

Άρα ουσιαστικά ήταν ένα μεγάλο τραύμα για την οικογένεια σας.

Ε.Χ.:

Ναι μεγάλο κακό, κορίτσι μου. Μεγάλο.

Γ.Μ.:

Το οποίο, γι’ αυτό συζητάτε ακόμα και σήμερα-

Ε.Χ.:

Τα βάζουμε με τα κορίτσια κάπου-κάπου το συζητάμε. Πώς τραβήξαμε. Τι έγινε. Και ήταν τα χρόνια. Σε έπαιρναν μέσα η αστυνομία, σε έριχναν δυο σβερκαδιές στο σβέρκο και το πρωί σου έλεγαν: «Συγγνώμη κάναμε λάθος. Δεν ήσασταν εσείς». Αλλά το έκαναν επί τούτου. Μας βάραγαν. Παρακάτω.

Γ.Μ.:

Εσείς να μου πείτε αν θέλετε κάτι άλλο-

Ε.Χ.:

Τίποτα. Εγώ αυτά που ήταν να σου πω στα είπα. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Τραβήξαμε τέτοια ζωή που δεν... Τι να σου πω! Ήμασταν χωρίς ρούχα. Πώς να σου πω; Χωρίς ρούχα. Σώβρακα δεν είχαμε. Πράγματα… Ανατριχιάζει το κορμί. Βλέπεις τώρα τις αδερφές μου, κοτζάμ κορίτσια, με ένα φορεματάκι. Αυτό το έπλεναν. Το στέγνωναν το χειμώνα στο φούρνο. Άναβαν ένα πουρνάρι και το έβαζαν να αυτώσει, στέγνωνε και το ‘βαζαν. Το σιδέρωναν και... Πέρασαν μαρτυρική ζωή. Πααινάμε για άλλα πράγματα και άλλα μας ήρθαν. Μας ήρθαν σφιχτά πράγματα πολύ. Μαρτυρικά.

Γ.Μ.:

Είχατε και αρρώστιες;

Ε.Χ.:

Ε;

Γ.Μ.:

Αρρωσταίνατε κιόλας;

Ε.Χ.:

Είχαμε ελονοσίες, είχαμε πράγματα, είχαμε… Ο καθένας πως μπορούσε να το τραβήξει και δεν μπορούσε... Κοιτούσαμε να εξασφαλίσουμε μόνο το ψωμί. Το ψωμί, κοιτούσαμε να ρίξουμε το σιτάρι μέσα. Να ρίξουμε μέσα, γιατί έρχονταν όλοι από τη Βερδικούσια, από εδώ από τα χωριά και μάζευαν στάχια από κάτω από τις καλαμιές μέσα. Σαν τα πρόβατα όλη μέρα. Κόσμος. Μαυρί από κόσμο μέσα. Πού πάει αυτός ο κόσμος; Έφυγαν όλοι στις πόλεις. Αυτά δεν τα βλέπει η κοινωνία; Να γυρίσει τον κόσμο πίσω να κάνει κανένα εργοστάσιο; Να δουλέψει ο κοσμάκος διαφορετικά; Τα μαζεύουν όλα στη Λάρισα και Αθήνα και ξέρω ‘γω… Εδώ να στρώσουν τα πράγματα. Να γυρίσει ο κόσμος, να δουλέψει η γη, τα χωράφια όλα θα μείνουν άσπαρτα. Κατάλαβες;

Γ.Μ.:

Σκέφτομαι σχετικά με αυτό που λέτε ότι λόγω του γεγονότος που έγινε στο Καυκάκι, του ολοκαυτώματος, μειώθηκε πολύ και ο πληθυσμός του Δομενίκου. Ίσως να ήμασταν περισσότεροι.

Ε.Χ.:

Έφευγναν τα παιδιά. Μάθησαν από καμιά τέχνη και έπιαναν δουλειά. Στον Τύρναβο, στη Λάρισα. [Δ.Α.] Έφυγαν τα παιδιά. Λαχτάρισαν. Ξέρεις τι θα πει; Δεν είχαμε δουλειές. Μείναμε χωρίς ζώα. Χωρίς τίποτα τίποτα. Πώς να πάρεις να ξεκινήσεις; Ούτε ξύλα δεν μπορούσαμε να φέρουμε από το ορμάνι. Πιστεύεις; Μεγάλο τέτοιο αλλά παλέψαμε. Ο άνθρωπος είναι θηρίο. Παλέψαμε.

Γ.Μ.:

Και μετά εσείς, όταν ήσασταν παιδάκι, μόλις τελείωσε ο πόλεμος, πήγατε σχολείο; Τι κάνατε μετά; Υπήρχε σχολείο;

Ε.Χ.:

Εγώ με πήρε -είχα μια μητέρα- με πήρε και με πάει στο Βόλο να μάθω επιπλοποιός, μαραγκός. Ήθελα να μάθω μαραγκός. Εγώ ήμαν... Δεν μπορούσα να πω το κύριε. Μου έλεγε το αφεντικό μου: «Σύρε πες στο καφενείο να μου φέρει έναν καφέ. Τον κύριο Ανέστη», λέει. Εγώ πάαινα μέχρι εκεί. Πώς να το πω το κύριε Ανέστη; Δεν μπορούσα να το πω. Δεν είχαμε γλώσσα, δεν [00:30:00]είχαμε. Τίποτα. Ήμασταν πίσω από τα βόδια. Εκεί πάαινα, ήπινα νερό από τον κουβά και γυρνούσα. Μια μέρα, δυο, τον φωνάζει. «Σύρε φώναξε τον κύριο Ανέστη», λέει. Τον φωνάζω: «Σας θέλει το αφεντικό». Και του είπε προσωπικά: «Τι έχεις μαζί μου;», λέει. «Τίποτα». «Γιατί δεν μου φέρνεις καφέ;». «Δεν μου είπε κανείς να φέρω». Του είπα τον Ανέστη. «Εγώ -λέω- δεν τον έλεγα. Ντρέπομαν», λέω. Άλλο;

Γ.Μ.:

Να ρωτήσω και κάτι ακόμα το οποίο είναι λίγο σαν κενό στον ιστορία. Τότε που σας κάλεσαν την ημέρα που έγινε το Καυκάκι να συγκεντρωθείτε στο χωριό... Πολλά ακούγονται για εκείνον τον πρόεδρο ότι ήταν προδότης-

Ε.Χ.:

Προδότης ήταν.

Γ.Μ.:

Ότι σας ξεγέλασε.

Ε.Χ.:

Και τον είχαμε στα όπα-όπα εδώ. Δεν ήξερε εδώ και εκεί. Εμείς τον πηγαίναμε πουρνάρια, ξύλα, το ένα, το άλλο το χωριό. Τον προσέχαμε, αλλά αυτός μας σκότωσε όλους και έζησε αυτός και έγινε το δικαστήριο μου φαίνεται. Πήγαν τότε οι μεγάλοι κάτω να δούνε. Ούτε στη φυλακή τον έβαλαν ούτε τίποτα. Ντιπ αυτοί!

Γ.Μ.:

Αυτός γιατί πρόδωσε το χωριό όμως; Τι όφελος είχε;

Ε.Χ.:

Κανένα όφελος δεν είχε. Είδε τα δεινά. Θα τον σκότωναν και αυτόν. Βλάχος ήταν. Συνεννοήθηκε με τους καραμπινιέρηδες από το Πραιτώρι πέρα και: «Πες μας ποιοι είναι εδώ;», λέει. Αλλά μετά, δήθεν ότι σκότωσαν έναν αξιωματικό μες στη φάλαγγα και δόθηκε διαταγή να μη μείνει κανένας. «Να τους σκοτώσετε όλοι». Κατάλαβες; Αυτό ήταν το ωραίο.

Γ.Μ.:

Άρα κάπως έτσι σας ξεγέλασε, να το πω, και συγκεντρωθήκατε-

Ε.Χ.:

Ε;

Γ.Μ.:

Κάπως έτσι σας ξεγέλασε και σας κάλεσε να συγκεντρωθείτε.

Ε.Χ.:

Ναι, ναι και πήγαμε ναι. Διαταγή από τον φρούραρχο να μαζευτούμε όλοι μαζί. Μαζευτήκαμε και μας έδωσε μια μπαταριά και φύγαμε. Αυτά ήταν. 

Γ.Μ.:

Πώς νιώθετε που τα αφηγείστε;

Ε.Χ.:

Ε;

Γ.Μ.:

Σήμερα πώς νιώθετε όταν τα θυμάστε αυτά;

Ε.Χ.:

Αυτά συζητάμε έξω κάθε μέρα. Τα πράγματα αυτά. Τραβήξαμε και μετά με τα αντάρτικα. Τραβήξαμε και με εκείνα φόβο μεγάλο. Δεν ξέραμε τι να πούμε. Τι είσαι; Ήσουν με τους Μάηδες ή με τους αντάρτες; Δεν γνωρίζονταν ποιος ήταν ένας, ποιος ήταν άλλος. Φεύγω. Ίδρωσα.

Γ.Μ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.

Ε.Χ.:

Να είσαι καλά.

Γ.Μ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ε.Χ.:

Σταμάτα το.