«Μια στιγμή μπορεί να πέσω κάτω και την άλλη στιγμή να σηκωθώ πάλι»: Από τη Βλάστη στην Καστοριά
Ενότητα 1
Η ζωή στο χωριό και μνήμες από τον Εμφύλιο Πόλεμο
00:00:00 - 00:04:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κ αλημέρα σας, πώς ονομάζεστε; Ονομάζομαι Μαγδαληνή Κουμπάνη. Κι αν είστε έτοιμη, κυρία Μάγδα, να ξεκινήσουμε την ιστορία σας, την αφήγ…άλωσα, δεν έχουν τις γνώσεις που έπρεπε να έχουν. Δεν προσέχουν, δεν ξέρω τι γίνεται. Και έτσι μεγαλώσαμε στο χωριό μέχρι τα 15 μου χρόνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Εγκατάσταση στην Καστοριά: γουναράδικα και γάμος
00:04:04 - 00:23:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αδέρφια έχετε; Ήμαστε τέσσερα αδέρφια, δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Είχαμε την ατυχία να πεθάνει η μαμά μου 29 χρονών το ’49, μέσα στον Εμφύλι…γαλα πέρα. Ναι, δόξα τω Θεώ. Τώρα μεγάλωσαν τα εγγόνια μου, είναι όλα μεγάλα, πάντρεψα, δισέγγονα έχω... Είμαι γεμάτη, δηλαδή, δόξα τω Θεώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ζωή στην Καστοριά σήμερα
00:23:21 - 00:31:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κυρία Μάγδα, η ζωή σας τώρα πώς είναι; Τώρα; Πώς περνάτε την καθημερινότητά σας; Εγώ είμαι άνθρωπος με– Είμαι ο άνθρωπος που αυτή τη στιγ…ώ; Δεν ξέρω πώς είναι. Αυτά, κορίτσι μου. Πολύ ωραία. Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που μου αφιερώσατε. Τελειώσαμε; Να είστε καλά. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Κ[00:05:00]αλημέρα σας, πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Μαγδαληνή Κουμπάνη.
Κι αν είστε έτοιμη, κυρία Μάγδα, να ξεκινήσουμε την ιστορία σας, την αφήγησή σας.
Ναι, κορίτσι μου, πολύ ευχαρίστως.
Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Εγώ γεννήθηκα το 1942 το Φεβρουάριο στη Βλάστη Κοζάνης, σε ένα χωριό 1.300 μέτρα υψόμετρο που τα χιόνια το χειμώνα ήταν μέχρι 2 μέτρα και δεν υπήρχε ούτε ρεύμα, ούτε νερό, ούτε καμιά ευκολία, ούτε τηλέφωνο υπήρχε τότε... Μεγαλώσαμε χωρίς καμιά ευκολία. Παρόλα αυτά, στο σχολείο πηγαίναμε άνοιγαν οι γονείς μας– Ο πατέρας μου, γιατί εγώ δεν είχα μητέρα, ο πατέρας μου άνοιγε δρόμο μπροστά –όλοι οι πατεράδες– για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο, γιατί δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ το χιόνι. Είχαμε, όμως, πολλά παιδιά. Όταν ήμουν εγώ στο δημοτικό στη Βλάστη ήταν τριακόσια πενήντα παιδιά στο δημοτικό. Πολλά παιδιά. Γιατί ερχόταν την άνοιξη, ερχόταν και οι κτηνοτρόφοι και το σχολείο μεγάλωνε. Εμείς τα παιδιά στο σχολείο, τώρα... Ήταν εξατάξιο. Ήταν, οι τρεις δάσκαλοι ήταν απ’ τη Βλάστη, μας φέρνανε τότε και μας δίνανε γάλα και τυρί το πρωί στο σχολείο, τάιζαν τα παιδιά τότε με συσσίτια. Το χαιρόμασταν πολύ αυτό, γιατί στο χωριό δεν ήταν και ό,τι καλύτερο και να έχεις στο σπίτι γάλα και τυρί. Ήταν στο σχολείο, όμως. Είχαμε πολύ καλούς δασκάλους, μαθαίναμε γράμματα τότε, γιατί εγώ τελείωσα το δημοτικό, δεν μπόρεσα να πάω πιο κάτω, παρόλο που ήμουνα καλή μαθήτρια... Ήμουνα ορφανή, ο μπαμπάς μου δούλευε αλλού, η γιαγιά μας μεγάλωνε, το θεωρούσαν... Δεν ήταν σοβαρό πράγμα να σπουδάσεις. Και μετά, μόλις τελείωσα το δημοτικό, πήγα στη μοδίστρα για ένα-δύο χρόνια, γιατί τότε ήταν αυτό το επάγγελμα που μπορούσες να κάνεις...
Κυρία Μάγδα, να σας ρωτήσω λίγο. Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;
Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, η μαμά μου οικιακά, τι, δεν είχε κάτι καλύτερο. Όμως περάσαμε καλά παιδικά χρόνια, υπήρχε αγάπη τότε, οι συμμαθηταί, οι συμμαθήτριες μαζευόμασταν στα σπίτια να παίξουμε, ο πατέρας μου μας άνοιγε σπηλιές μέσα στο χιόνι και ανάβαμε φωτιά μέσα εκεί για να παίξουμε. Το χαιρόμασταν, όμως, δεν ξέραμε πιο πέρα απ’ το χωριό τι υπήρχε. Εγώ, να φανταστείτε, θάλασσα είδα αφού παντρεύτηκα, δεν είχα δει. Εκτός απ’ την Πτολεμαΐδα δεν είχα πάει πουθενά. Οι δάσκαλοι ήταν, σας είπα, πολύ... Μαθαίναμε πολλά. Εγώ τέλειωσα το δημοτικό και σήμερα στις εγγονές μου δείχνω αρχαία. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν στο γυμνάσιο και εγώ έλεγα τα αρχαία πώς είναι, γιατί τότε εμείς αρχαία κάναμε στο σχολείο, δεν ήμασταν δημοτική. Δηλαδή, «εις εν χωρίον της Ελλάδος εδιορίσθη νέος δημοδιδάσκαλος», έτσι μαθαίναμε. Και ήταν πολύ δύσκολα τα δικά μας τα χρόνια, γι’ αυτό και ξέρουμε... Δηλαδή, σαν έκτη δημοτικού εγώ, ξέρω πολλά πράγματα κι από ορθογραφία και από... Γιατί μαθαίναμε. Δεν ξέρω, οι δάσκαλοι ήτανε έτσι, τα παιδιά πρόσεχαν πολύ... Δεν ξέρω τι. Αλλά εγώ αισθάνομαι τώρα απ’ ό,τι βλέπω τα εγγόνια που μεγάλωσα, δεν έχουν τις γνώσεις που έπρεπε να έχουν. Δεν προσέχουν, δεν ξέρω τι γίνεται. Και έτσι μεγαλώσαμε στο χωριό μέχρι τα 15 μου χρόνια.
Αδέρφια έχετε;
Ήμαστε τέσσερα αδέρφια, δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Είχαμε την ατυχία να πεθάνει η μαμά μου 29 χρονών το ’49, μέσα στον Εμφύλιο πόλεμο, και να μείνουμε τέσσερα ορφανά παιδιά, τα οποία μας μεγαλώσαν οι γιαγιάδες, του μπαμπά μου η μαμά και της μαμάς μου η μαμά.
Πώς ήτανε η ζωή με τις γιαγιάδες; Έχετε μνήμες;
Με τις γιαγιάδες... Μας αγαπούσαν οι γιαγιάδες, αλλά ήταν κουρασμένες από πολλά. Και θεωρούσαν το παιδί κάτι που δε χρειάζεται και τόσο πολύ.
Στον αυτόματο, δηλαδή, μόνο του...
Να μεγαλώσει. Δηλαδή, η γιαγιά μου η μία, ήταν μαμή, ξεγεννούσε. Και γράφαμε πόσα παιδιά, είχε ξεγεννήσει δυόμισι χιλιάδες παιδιά η γιαγιά μου.
Στο χωριό;
Στο χωριό. Στα χρόνια που ήτανε, γιατί στο τέλος άρχισε να με παίρνει κι εμένα να με μάθει. Να με μάθει την επιστήμη.
Πώς ήταν αυτό; Πώς πήγε;
Πώς ήταν; Γεννούσαν οι γυναίκες στα γόνατα, καθόταν στα γόνατα και γεννούσαν. Και μ’ ένα ψαλίδι που έφκιανες όλες τις δουλειές, κόβαν το... Ήταν κάτι... Γιατί όταν η γιαγιά μου έμαθε ότι εγώ γέννησα ξάπλα, δεν μπορούσε να το διανοηθεί. «Είναι δυνατόν», έλεγε, «να βγει το παιδί αν είσαι ξάπλα; Αν δεν είσαι στα γόνατα να δώσεις δύναμη να πέσει το παιδί...». Έτσι τα γεννούσαν, έτσι ήξερε, αυτό. Μας αγαπούσε η γιαγιά, αλλά ήταν και τα χρόνια δύσκολα. Βέβαια, εμείς δε ζήσαμε φτωχά, γιατί ο μπαμπάς μου δούλευε, ήταν σαν εργολάβος, ήταν πολύ καλός. Πήγαινε στα χωριά και σχολεία έφκιανε και γέφυρες, ήταν πολύ καλός. Αλλά, παρόλα αυτά, η γιαγιά... Δηλαδή, τρώγαμε το μεσημέρι και έλεγε– Μπορώ να το πω αυτό;
Βεβαίως, ό,τι θέλετε.
Έλεγε: «Τώρα να φύγετε και, όταν θα χτυπήσει ο παπάς την καμπάνα για εσπερινό, να ξαναγυρίσετε». Παίζαμε σ’ όλο το χωριό, δεν υπήρχε πρόβλημα φόβου. Πού θα πηγαίναμε. Και όταν χτυπούσε την καμπάνα ο παπάς, τρέχαμε όλα και μόλις μας έβλεπε, έλεγε: «Να τον πέσουν τα χέρια τον παπά που βάρεσε την καμπάνα». Και πήγαμε να φάμε πάλι. Έτσι, έτσι ήταν τα χρόνια, ήταν μέσα στον Εμφύλιο, ήταν φτώχεια, ήταν, δεν...
Από τον Εμφύλιο έχετε μνήμες. Μπορείτε να μοιραστείτε μερικές μαζί μας;
Πολύ λίγες. Στο σπίτι το πατρικό μου ήταν δύο αντάρτισσες και δύο αντάρτες. Εμείς ήμασταν μικρά με την αδερφή μου και μας αγαπούσαν, μας αγκάλιαζαν. Υπήρχε απέναντι ένα μαγειρείο που έκαμναν, μαγείρευαν, και ένας απ’ τους αντάρτες αυτός αρρώστησε με πυρετό. Και μου λέει: «Να πας να πεις το μάγειρα να σου δώσει ένα κεφαλάκι βρασμένο, για να μου το φέρεις να φάω, είμαι άρρωστος». Εγώ ήμουνα τότε 7 χρονώ, 6,5-7. Πηγαίνω, λέω –Τσάκαλο τον έλεγαν, θυμάμαι το όνομά του–, λέω: «Ο Τσάκαλος είπε να μου δώσεις ένα βρασμένο κεφάλι από αρνί». Μου το βάζει αυτός μέσα και εγώ κάθομαι στο ντουβάρι εκεί, βγάζω το κεφάλι, τα τρώω τα μάτια, τη γλώσσα, τ’ αφήνω μόνο το κεφάλι. Το πάω επάνω. Όταν το είδε, τρόμαξε. Λέει: «Έτσι σ’ το ‘δωσε;». Λέω: «Έτσι». «Τώρα», λέει, «να πάω να δεις». Μικρό ήμουν, αλλά, θέλω να πω, αυτό θυμάμαι. Μετά, φύγανε οι αντάρτες. Μέσα στο χωριό δεν έγινε ούτε πόλεμος, ούτε τίποτα.
Εκεί γιατί βρισκόταν στο σπίτι σας το πατρικό;
Γιατί εκεί είχαν και Διοικητήριο, της γιαγιάς μου το σπίτι ήταν διοικητής. Ήταν μαζεμένοι αντάρτες για να κάνουν εξορμήσεις, δηλαδή πηγαίναν το βράδυ στην Πτολεμαΐδα, μάζευαν οι κορίτσια, τρόφιμα, δεν ξέρω τι έκαναν και επανερχόταν στο χωριό ξανά. Όταν καταλάγιασε κάποιο κάπως αυτό, πήραν όλους τους αυτούς και φύγαν απ’ το χωριό. Αυτό ήταν μόνο. Δεν έκαναν τίποτα, ούτε μέσα απ’ το χωριό πήραν κορίτσια και έτσι. Αυτά τα παίρναν... Γιατί έλεγαν την γιαγιά μου: «Αν την κρατήσεις τη Νίνα εδώ, δεν θα την πάρουμε, αν τη στείλεις στην Πτολεμαΐδα...». Η γιαγιά μου φοβήθηκε και την έστειλε και το βράδυ την πήραν απ’ την Πτολεμαΐδα και την έφεραν στο χωριό.
Η Νίνα είναι;
Η αδερφή της μαμάς μου. Ναι, ναι.
Οπότε την πήρανε.
Την πήραν από Πτολεμαΐδα, όμως, όχι απ’ τη Βλάστη. Αυτό. Δεν έγινε κάτι στο χωριό, αλλά υπήρχαν πολλοί αντάρτες, σου λέω, ήταν και διοικητής, ήταν Διοικητήριο σε ένα σπίτι. Ήμασταν μικρά για να θυμόμαστε πιο πολλά, αλλά τους θυμάμαι, Μίρκα λέγαν και τη δασκάλα, να, το όνομα το θυμήθηκα με τη μια. Μίρκα και Τσάκαλος. Αυτά. Ήμασταν πολύ μικρά και μετά, δεν ξέρω πιο πολλά πράγματα.
Και τελειώνουν... Και τελειώνει ο Εμφύλιος και οι συγκρούσεις και η ζωή πώς κυλάει;
Κοίταξε, δεν είχαμε καμιά σύγκρουση εμείς και καμιά... Ήμασταν φιλήσυχη οικογένεια ο πατέρας μου, δεν είχαμε περαιτέρω κάτι, ούτε να μας πάρουν όπως παίρνανε στην αστυνομία, για να... Δεν είχαμε τίποτα. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας άνθρωπος που δεν ανακατευόταν σε τίποτα, ήταν ήσυχο άτομο. Και δεν ξέρω αν σε διαφέρει να πω ότι μας έδιναν ρούχα τότε απ’ την ΟΥΝΤΡΑ, που λέγανε. Έφερναν και μας μοίραζαν ρούχα. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ έξυπνο άτομο, ο πατέρας μου, και βρήκε μια σύσταση μέσα σε μια τσέπη από ένα κουστούμι. Και πήρε και έγραψε ένα γράμμα σ’ αυτή τη διεύθυνση. Αυτό το γρά[00:10:00]μμα ήταν μιας δασκάλας που ήταν λυκειάρχης στην Αμερική, στη Βιρτζίνια. Όμως, δεν ήξερε ελληνικά και ρώτησε στην τάξη αν υπάρχουν δύο αδέρφια, ο Γιώργος και ο Νίκος. Λέει: «Οι γονείς μας είναι Έλληνες». Πήραν το γράμμα το διάβασαν και άρχισαν να μας στέλνουν γράμματα και δέματα, και η δασκάλα, γιατί βλέπαμε τις φωτογραφίες με τα κορίτσια απ’ τα λύκεια και μετά τα ίδια φορέματα τα είχαμε εμείς. Εμείς μεγαλώσαμε σαν αμερικανάκια, γιατί κάναμε αυτή τη σχέση με τη δασκάλα. Οι Έλληνες πάλι, η Χρυσούλα και ο –πώς τον έλεγαν τον άντρα της– δεν είχαν κορίτσια και σαν να μας υιοθέτησαν απ’ την Αμερική. Και έλεγε η κυρία Χρυσούλα: «Είχα παράπονο απ’ το Θεό που δεν είχα κορίτσια, αλλά έχω δύο στην Ελλάδα, την Αφρούλα μου και τη Μάγδα μου». Και μας στέλναν πολλά δέματα και τρόφιμα και ρούχα και σχολικά... Εμείς, μας δανειζόταν όλα τα κορίτσια, σβήστρες, ξύστρες, γιατί μας στέλναν απ’ την Αμερική και είχαμε, ήμασταν πάντα γεμάτα σαν παιδάκια, δηλαδή, δε στερηθήκαμε, δεν ήμασταν φτωχά παιδάκια. Και έτσι, μ’ αυτό το... Και στο τέλος, αυτή η δασκάλα ήρθε και στην Ελλάδα αργότερα.
Αποκτήσατε, δηλαδή, μία συγγένεια και μία σχέση;
Μια συγγένεια και μια σχέση. Και ήρθε στην Ελλάδα η δασκάλα αυτή και ήρθε στην Πτολεμαΐδα, η νύφη μου ήξερε αγγλικά –του αδερφού μου– τη γνωρίσαμε, μας γνώρισε, την ευχαριστήσαμε για ό,τι έκανε τότε, μας γνώρισε κι εμάς η κυρία. Και έτσι, περάσαμε αυτά τα δύσκολα χρόνια και στο σχολείο σαν τα πιο πλούσια απ’ όλα τα παιδάκια... Και έτσι μεγαλώσαμε. Αυτή ήταν η ζωή στο χωριό μου μέχρι τα 15 μου τα χρόνια.
Εκεί, κυρία Μάγδα, ξεκινάει μία καινούργια ζωή για εσάς. Έρχεστε στην Καστοριά.
Ναι. Επειδή δεν έμαθα γράμματα, θεώρησαν η γιαγιά μου να μου φέρει εδώ σε ένα θείο μου να μάθω γούνα. Αυτό το κάναν πολλά παιδιά απ’ το χωριό μου, και αγόρια και κορίτσια. Εγώ είχα την τύχη να ‘ρθώ σε πρώτο ξάδερφό του πατέρα μου. Με δέχτηκε στο σπίτι η γυναίκα του, πάρα πολύ καλή η θεία μου, η Πανωραία, ζει και τώρα, είναι 92 χρονών και την έχω σαν μαμά. Έμαθα τη γούνα, αλλά καθόμουνα μέσα στο σπίτι. Είχε και δύο παιδάκια κι αυτή, βοηθούσα και εγώ. Γιατί τα κορίτσια απ’ τα χωριά ήταν πιο έμπειρα στις δουλειές, γιατί κάναμε δουλειές στο χωριό. Και στα 15 μου χρόνια, ένας πρώτος ξάδερφος του θείου μου, ερχόταν κι αυτό το παιδί εκεί πέρα. Και με ρώτησε ο θείος μου: «Θέλεις; Θέλει να παντρευτεί ο Γιάννης», αν και ήταν κι αυτός πολύ μικρός 18 χρόνων ήταν. Εγώ 15. Ορφανό ήμουνα... Λέει: «Θέλεις; Ο Γιάννης είναι πολύ καλό παιδί». Και εγώ είπα το «ναι». Στα 15!
Πριν συνεχίσουμε, έτσι, στο γάμο, θέλω λίγο να σας ρωτήσω για τη γούνα τι ακριβώς κάνατε, τι δουλειά κάνατε;
Η γούνα. Εγώ έμαθα κατευθείαν μηχανή. Τα πιο πολλά κορίτσια συνήθως ήταν στη μηχανή να μάθουμε. Τα αγόρια καθόταν στο τεζιάκι, που λέει, να χρωματίσουν, να κόψουν. Εμείς– Εγώ έμαθα μηχανή στην αρχή. Κάθισα εκεί μέσα, μάθαμε τη γούνα, ήταν άλλα τρία παιδιά, πάλι συγγενείς –τέσσερα παιδιά απ’ το χωριό μου κι εγώ, πέντε– και μας είχε στο μαγαζί ο θείος μου. Δεν καθόταν όλοι μέσα, μόνο εγώ. Και έτσι μάθαμε τη γούνα. Η γούνα τότε ήταν στα ύψη, ήταν πάρα πολύ χρήμα εδώ στην Καστοριά, γι’ αυτό ερχόταν και τα παιδιά, γιατί ο πατέρας μου όταν άρχισαν τα έργα στην Πτολεμαΐδα, έλεγε τον αδερφό μου να μπει εκεί, αλλά εδώ έβγαζε πολλά λεφτά. Και ήρθε. Στο τέλος, ο μικρός που πήγε στη ΔΕΗ, βγήκε 50 χρονών στη σύνταξη με εφάπαξ μεγάλο και ο άλλος εδώ δούλευε ως τα 70τόσο ακόμη. Αυτό. Δυστυχώς, η γούνα τώρα δεν υπάρχει, εμείς ήμασταν στα καλά χρόνια της γούνας. Και ο άντρας μου ήταν γουναράς.
Αυτό ήθελα να ρωτήσω... Πώς ήταν οι συνθήκες, οι πληρωμές τότε; Μπορούσε, δηλαδή, ένα κορίτσι 15 χρονών είναι ανεξάρτητο;
Μη φαντάζεσαι ότι μας πλήρωναν αυτό που δουλεύαμε. Ειδικά όταν κάθεσαι και μέσα στο σπίτι, θα σε δίνει ένα χαρτζιλίκι. Καλά, εγώ είχα την τύχη γιατί με πάντρεψε ο θείος μου και προίκα μου έδωσε και, ας πούμε, μες το σπίτι τον παντρεύτηκα, αλλά δεν ήταν τότε... Μα και μετά, χρόνια πολλά, δεν υπήρχε[00:15:00] η ασφάλεια τότε στη γούνα. Πήγαινες απ’ το πρωί, σχολούσες το βράδυ... Και το Σάββατο, όμως, πληρωνόταν. Κάθε Σάββατο πληρωνόταν, έτσι ήταν οι γουναράδες. 12:00 η ώρα σχολούσαν το μεσημέρι για φαγητό, 2:00 η ώρα έπιαναν δουλειά και ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος... Δεν είχαν ωράριο. Έτσι δούλευαν τότε, ήταν δύσκολα χρόνια.
Κυρία Μάγδα, μου είπατε πριν ότι είχατε πάει για λίγο καιρό για μοδίστρα. Αυτό σας βοήθησε στη γούνα, στη δουλειά;
Βέβαια. Είχαμε... Όταν ξέρεις να ράβεις στη μηχανή εκείνη, η μηχανή στη γούνα ήταν πιο εύκολη. Αλλά και σε όλα, γενικά με βοήθησε. Και να ράψω κάτι, μια φούστα να κοντύνω, να μακρύνω, βέβαια... Ένα χρόνο πήγα στη μοδίστρα. Μετά, δεν... Έπρεπε να σου πω ότι μετά οχτώ χρόνια ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε. Πήρε... Η μητριά μου ήταν απ’ τα Σέρβια, ήταν μορφωμένο άτομο, μεγαλοκοπέλα ήταν. Ήρθε στο χωριό. Εγώ, βέβαια, έμεινα δύο χρόνια με τη μητριά μου και μετά έφυγα για τη γούνα. Η αδερφή μου έζησε. Αλλά πάλι ο πατέρας μου ήταν άτυχος, γιατί πέθανε και εκείνη νέα και έμεινε πάλι μόνος του, είκοσι δύο χρόνια χήρος πάλι. Ήταν στην Πτολεμαΐδα και τον κοιτούσε η αδερφή μου και ο αδερφός μου. Εγώ με τον άλλο αδερφό μου ήμαστε στην Καστοριά όλα τα χρόνια εδώ.
Να σας ρωτήσω τώρα. Αφού δουλεύατε στο θείο σας γούνα, η ζωή πώς ήτανε; Υπήρχε διασκέδαση μετά, σ΄ αυτήν την ηλικία;
Όχι, κορίτσι μου, ποιος έβγαινε έξω; Δεν υπήρχε καν στην Καστοριά διασκέδαση. Πού; Τι υπήρχαν; Ούτε καφετέρια υπήρχε, ούτε τίποτα. Η Καστοριά ήταν να δουλεύεις το πρωί να πας στο σπίτι το βράδυ... Δεν υπήρχε τίποτα. Εγώ και τα παιδιά μου δεν– Και στα παιδιά μου ακόμη δεν υπήρχε αυτό να βγουν τα παιδιά έξω. Δεν είχε... Δεν υπήρχε καφετέρια στην Καστοριά.
Οι συναναστροφές σας πώς ήταν; Μόνο με τους ανθρώπους του σπιτιού;
Εγώ προσωπικά όταν... Μέσα εκεί που ήμουνα, η θεία μου είχε δυο μωρά παιδιά, τη βοηθούσα στα παιδάκια. Μετά που αρραβωνιάστηκα, η πεθερά μου είχε οχτώ παιδιά. Ο άντρας μου ήταν ο δεύτερος. Οι κουνιάδες μου οι δύο ήταν παντρεμένες –τις πάντρεψε κι η πεθερά μου 14 χρονών κι αυτές– και είχα μπει σ’ αυτό το σπίτι μετά, στην πεθερά μου. Έφυγα απ’ το θείο μου αφού παντρεύτηκα, ήρθα στην πεθερά μου. Έφυγε ο άντρας μου, γέννησα τον γιο μου το ’58. Ο άντρας μου έφυγε φαντάρος μετά που γέννησα τον γιο και τότε ο στρατός δεν ήταν εύκολος, κορίτσι μου. Είχε κάνει έξι μήνες να ‘ρθεί ο άντρας μου με άδεια, δεν τους δίνανε άδεια και ήτανε πάνω στα σύνορα, στην Αλβανία... Και όταν πήγε να ζητήσει μια άδεια, ο διοικητής τον είπε: «Εγώ σε είπα να παντρευτείς;». Λέει: «Θέλω να πάω να δω το γιο μου, μεγάλωσε και...». «Εγώ σε είπα», λέει, «να παντρευτείς; Ας μη παντρευόσουνα». Και όταν απολύθηκε ο άντρας μου, ο γιος μου δεν τον γνώριζε, τον φοβόταν σαν φαντάρο. Και τότε φορούσαν και στρατιωτικά οι φαντάροι, όχι πολιτικά. Έτσι, γύρισε και ο άντρας μου απ’ το στρατό, εγώ δούλευα, εν τω μεταξύ, γούνα μέσα στην πεθερά μου, γιατί καθόμουν μες την πεθερά μου, ώσπου να ‘ρθεί ο άντρας μου, να απολυθεί.
Σε ποια περιοχή μένατε;
Πώς;
Σε ποια περιοχή μένατε;
Στο ΙΚΑ επάνω, στο Τζαμί. Και τώρα μένω εκεί εγώ, αλλά τώρα εγώ είναι κι από κάτω– Απ’ το «Αιολίς», είναι δύο σπίτια παρακάτω, γράφει «Κουμπάνης» με αυτό, εκεί μένω.
Κυρία Μάγδα, 15 χρονών παντρευτήκατε. Πώς αισθάνεται, πώς νιώθει ένα κοριτσάκι 15 χρονών; Το θέλει; Έτσι ήταν η εποχή και έτσι έπρεπε να γίνει;
Εγώ αν σου πω ότι δεν κατάλαβα ούτε πώς παντρεύτηκα, ούτε αν παντρεύτηκα, ούτε... Επειδή, όμως, ήμουνα στο χωριό, για μένα ήταν κάτι καλό που έζησα στην πόλη. Έφυγα απ’ το χωριό που δεν υπήρχε νερό τότε. Κουβαλούσαμε το νερό με τα γκιούμια, που λέει. Μου άρεσε, γιατί ήρθα στην πόλη, ήρθα εδώ. Η αδερφή μου και τα αδέρφια μου, πλέον, αφού παντρεύτηκε ο μπαμπάς μου, κατεβήκαν στην Πτολεμαΐδα, είχαμε σπίτι. Φύγαν κι αυτοί απ’ το χωριό. Εγώ ήρθα εδώ, εκείνοι ήρθαν, πήγανε εκεί. Και εγώ το θεώρησα καλό ότι ήρθα στην πόλη και... Έπειτα μπήκα σε ένα σπίτι, στην πεθερά μου, που ήταν πάρα πολύ θρησκευτικοί άνθρωποι. Μ’ αγάπησε η πεθερά μου πολύ σαν τα κορίτσια της. Βρήκα μια ζεστή αγκαλιά στην πεθερά μου, στον πεθερό μου, στις κουνιάδες μου. Ο πεθερός μου ήταν απ’ τη Βλάστη, η πεθερ[00:20:00]ά μου ήταν Καστοριανή. Ο πεθερός μου είχε έρθει το ‘35 και είχε ανοίξει ένα μαγαζί, μπακάλικο, εδώ. Και έπαιρνε το γάλα, έβγαζε το βούτυρο, το τυρί και μετά πουλούσε τη μπενίτσα, το ξινόγαλο δηλαδή. Και γι’ αυτό έχουμε το παρατσούκλι στην Καστοριά σαν «Μπενίτσα» εμείς, δε μας ξέρουν πολλοί «Κουμπάνη». «Ποιοι είναι; Του Μπενίτσα», θα σου πούνε, «η κόρη; Ποια είχες; Του Μπενίτσα;». Έτσι μας... Ο πεθερός μου. Αλλά είχε, άνοιξε καλό μαγαζί, πήρε την πεθερά μου, έζησαν καλά, κάναν οχτώ παιδιά, όλα πολύ καλά παιδιά. Και εγώ μπήκα σ’ αυτό το σπίτι, βρήκα μια μαμά, βρήκα έναν πατέρα, ο άντρας μου πάρα πολύ καλό παιδί. Ζήσαμε πάρα πολύ καλά. Παρόλο που ήμασταν μικρά παιδιά, κάναμε τέσσερα παιδιά, τα μεγαλώσαμε πολύ σωστά. Αλλά είχα την ατυχία τριάντα χρόνια γάμου εγώ– Αρραβωνιάσαμε τον μεγάλο μου το γιό και πήγαμε στην Παναγία της Κλεισούρας εδώ σε ένα μοναστήρι και, αφού σχόλασε η εκκλησία, βγήκαμε έξω στον ήλιο, γιατί είχε λίγο κρύο –8 Σεπτεμβρίου, που γιορτάζει η Παναγία της Κλεισούρας– και καθίσαμε εκεί στον ήλιο και κύλησε ένα αμάξι από πάνω χωρίς χειρόφρενο και τον σκότωσε τον άντρα μου εκεί που καθόταν. Ήταν 47 χρονών αυτός και ήμουνα εγώ 42. Τον σκότωσε επί τόπου και έμεινα με τέσσερα παιδιά. Σήμερα, που σου μιλάω, είμαι σαράντα χρόνια χήρα με τέσσερα παιδιά. Αλλά, δόξα τω Θεώ, επειδή είχα μπει –δεν ξέρω, εγώ έτσι πιστεύω–, μέσα στην εκκλησία και με την πρόνοια του Θεού, μεγάλωσα τα παιδιά μου, σπούδασα δύο γιατρούς, ο ένας είναι ορθοπεδικός, ο άλλος είναι μικροβιολόγος στην Κρήτη, παντρεύτηκε... Καλά παιδιά, βοηθάει ο ένας τον άλλο. Η κόρη μου– Έχω οχτώ εγγόνια και δύο δισέγγονα εγώ αυτή τη στιγμή, απ’ την εγγονή, της κόρης μου την κόρη. Τώρα, από δω και πέρα, είμαι 81 χρόνων, ό,τι θέλει ο Θεός πλέον.
Σαράντα χρόνια χήρα, λοιπόν. Δυσκολία πολλή στην αρχή, έτσι;
Πάρα πολλή, πάρα πολλή...
Μετά βρήκατε τα πατήματά σας.
Δούλεψα πάρα πολύ. Τότε είχαμε εμείς... Ο άντρας μου ήταν γουναράς και είχαμε δικό μας μαγαζί. Πεθαίνοντας ο άντρας μου, συνέχισα εγώ κάμποσα χρόνια μόνη να δουλεύω, επειδή ήξερα όλη τη... Όλη τη γούνα την ξέρω. Αλλά σταμάτησε η γούνα ξαφνικά και μετά έμεινα... Ο ένας γιος είχε φύγει να σπουδάσει, ο άλλος θα τέλειωνε το λύκειο, γιατί ο μικρός μου γιος, όταν πέθανε ο άντρας μου, ήταν δευτέρα λυκείου. Όταν τέλειωσε το λύκειο, πήγε να δουλέψει γούνα, δεν τον άρεσε και επειδή ο μεγάλος σπούδαζε, ήθελε κι αυτός να σπουδάσει. Και άρχισα έναν αγώνα, κορίτσι μου, πολύ μεγάλο. Παιδάκια μεγάλωσα, γάστρες πούλησα, δεν μπορώ να σου πω τι μπορώ να κάνω. Μόνο μάνα και πατέρα δεν πούλησα, τ’ άλλα όλα τα πέρασα απ’ τα χέρια μου.
Προσπαθήσατε για τα παιδιά σας.
Δόξα τω Θεώ, όμως, τα έβγαλα πέρα. Ναι, δόξα τω Θεώ. Τώρα μεγάλωσαν τα εγγόνια μου, είναι όλα μεγάλα, πάντρεψα, δισέγγονα έχω... Είμαι γεμάτη, δηλαδή, δόξα τω Θεώ.
Κυρία Μάγδα, η ζωή σας τώρα πώς είναι;
Τώρα;
Πώς περνάτε την καθημερινότητά σας;
Εγώ είμαι άνθρωπος με– Είμαι ο άνθρωπος που αυτή τη στιγμή μπορώ να κλάψω πολύ και την άλλη στιγμή να γελάσω. Είμαι άνθρωπος που κάνω τους άλλους να γελάνε. Δηλαδή, αν πάω σε μια εκδρομή, θα πάρω το μικρόφωνο και, ώσπου να φτάσω εκεί, μπορώ να πω... Έχω πεντακόσια ανέκδοτα γραμμένα, δηλαδή, και είμαι άνθρωπος ανοιχτός. Είμαι, ήμουν πρόεδρος του Συλλόγου Βλατσιωτών εδώ στην Καστοριά, τριάντα χρόνια, τριάντα πέντε, δεν ξέρω πόσα. Είμαι ταμίας στους πολύτεκνους, είμαι αντιπρόεδρος στους συνταξιούχος του ΤΕΒΕ, έχω δραστηριότητες, δεν κάθομαι, έχω...
Ασχολείστε με σωματεία.
Ασχολούμαι, ασχολούμαι με τα σωματεία, αλλά ασχολούμαι και με... Δηλαδή μια γιαγιά που δεν έχει κανέναν, θα πάω λίγο να τη βοηθήσω, να την κάνω λίγο παρέα. Κάνω κι αυτά, γιατί είμαι μόνη μου τώρα, δεν έχω κανέναν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, τα εγγόνια μεγάλωσαν. Είχα το γιο μου εδώ δίπλα μου, τώρα κι αυτός πήγε στην Κρήτη, για την εποχή λίγο να δουλέψει εκεί. Και είμαι μόνη, αλλά ‘ντάξει.
Πείτε μου λίγο για την εκπαίδευσή σας τώρα πια εδώ.
Ναι, αφού τελείωσα και σπούδασα και τα εγγόνια όλα, άνοιξαν εδώ τα Ανοιχτά Πανεπιστήμια που ερχόταν. Και πήγα και τελείωσα τρία πανεπιστήμια. Έχω τρία πτυχία.
Τι αντικείμενο;
Στην ιστορ[00:25:00]ία το ένα, το άλλο γεωλογία, για τη γη, για το... Ναι... Και επειδή λέω πολλά ανέκδοτα... Δεν ξέρω αν, να σ’ το πω...
Βεβαίως.
Μπορείς να το κόψεις. Αφού τέλειωσε ο καθηγητής –νέο παιδί– μας είπε το νερό πώς λιγοστεύει. Το τραβάμε κι αυτό, είπε τα πολλά-πολλά. Αφού τελείωσαν τα μαθήματα, λέει: «Τώρα θέλω την κεντρική ιδέα. Ποια θα μου πει την κεντρική ιδέα του μαθήματος;». Εγώ σηκώνω το χέρι, λέω: «Εγώ». Επειδή δεν ντρέπομαι κιόλα, δεν ξέρω γιατί... «Εγώ». Πάω κοντά του, όμως, λέω: «Για να σου πω την κεντρική ιδέα, πρέπει να σου πω πρώτα κάτι», λέω. Λέει: «Ό,τι θέλεις». Λέω: «Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, οι Πόντιοι, πήγανε νεοσύλλεκτοι φαντάροι. Και ο λοχαγός», λέω, «τους έκανε μάθημα. Μια μέρα, τους έκανε μάθημα για τη σημαία. Τους είπε ότι: “H σημαία είναι το λάβαρο της πατρίδας, πρέπει να το προσέχετε, να το αγαπάτε, να μην καταπατήσει ο εχθρός. Kαι για να καταλάβεις”, τον λέει τον Κωστίκα, “τι αξία έχει η σημαία, είναι σαν τη μάνα σου. Όπως αγαπάς τη μάνα σου και τη σέβεσαι, θα σέβεσαι και τη σημαία”. “Εντάξει”. Τελείωσε», λέω, «το μάθημα ο λοχαγός, ρωτάει: “Tώρα, ποιος θα μου πει την κεντρική ιδέα του μαθήματος;”. Σηκώνει ο Γιωρίκας το χέρι και λέει: “Για πες μου”, λέει, “τι είναι η κεντρική ιδέα;”. “Εγώ, κυρ-λοχαγέ, κατάλαβα απ’ το μάθημα που μ’ έκανες ότι η σημαία είναι η μάνα του Κωστίκα”. Αυτό κατάλαβε». Και εγώ λέω τώρα: «Απ’ τις εκατό που είμαστε εδώ, αν μας πεις για την κεντρική ιδέα, θα σου πούμε», λέω, «ότι απ’ όλα τα μαθήματα που μας έκανες, καταλάβαμε ότι το νερό λιγοστεύει». Και να σου πω ότι ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Προφανώς.
Και λέει: «Εσένα θέλω», λέει, «να πάμε, να βγούμε να φάμε. Θέλω να σημειώσω ωραία ανέκδοτα. Ορισμένα ανέκδοτα». Είμαι ανοιχτός άνθρωπος. Σου λέω, τη μια στιγμή μπορεί να πέσω κάτω και την άλλη στιγμή να σηκωθώ πάλι. Δεν έβαλα κάτω. Είπα: «Θα δουλέψω». Είπα: «Θα σπουδάσω τα παιδιά», ήθελαν να σπουδάσουν. Δούλεψα πάρα πολύ. Όταν λέω «δούλεψα», δούλεψα πολύ, πολλές δουλειές. Και την άλλη ώρα είμαι, ξεκουράζομαι και προχωρώ πάλι.
Τι σας έκανε και ξεκινήσατε, έτσι, αυτά τα πτυχία που λέτε. Τι σας ώθησε σ’ αυτό;
Ήθελα να μάθω, ρε παιδί μου, να ακούσω, γιατί είχα ώρες, δηλαδή...
Και όρεξη.
Και όρεξη. Γιατί να μην πάω δηλαδή; Αφού υπήρχε, δωρεάν ήταν και υπήρχε ώρα να πάω και μπορούσα.
Τα μαθήματα πώς γινόταν;
Στο δημαρχείο, στην αίθουσα του δημαρχείου κάθε μέρα ερχόταν τα μαθήματα κι άλλος καθηγητής. Και στο τέλος ρωτούσε, μαθαίναμε, σημειώναμε. Αυτά.
Υπήρχανε με πολλές ηλικίες, υπήρχε ποικιλία;
Υπήρχε ποικιλία, από νέα μέχρι μεγάλες. Εγώ τώρα... Έχει χρόνια αυτό, θα ήμουνα 75 χρονών, μπορεί και λίγο μικρότερη, έχει χρόνια που... Τώρα έχω, λέω, τα πτυχία να τα κάνω κάδρα, να τα έχουν τα παιδιά μου.
Κυρία Μάγδα, τόσα πολλά που είπαμε για τη ζωή σας... Έτσι, τώρα υπήρχε κάτι, υπάρχει κάτι που θα αλλάζετε; Που θα κάνατε διαφορετικά;
Κοίταξε... Ίσως, ίσως να μην παντρευόμουνα τόσο μικρή. Όχι γιατί δεν πέτυχα, στο γάμο μου πέτυχα πολύ. Αλλά παιδικά χρόνια δεν έζησα. Όταν είσαι 15 χρονών... Aνήλικο ήμουνα 15 χρονών. Tώρα 17 είναι και σου λέει: «Είναι ανήλικη». Ήμουνα πολύ μικρή, αλλά, σου λέω, δεν μετάνιωσα για ό,τι έκανα και ούτε ήθελα να αλλάξω κάτι, καλά ήμουν, μια χαρά. Έζησα καλά, δε στερήθηκα. Ο άντρας μου, είχαμε καλή δουλειά. Εγώ το ‘60 πήγαμε στη θάλασσα, που η Καστοριά δεν ήξερε αν υπήρχε θάλασσα. Γιατί είχαμε μια δασκάλα απ’ την Κατερίνη, τη γνωρίσαμε, μια νηπιαγωγός στα παιδιά μου και μας πήρε εκείνη. Και θυμάμαι, ήταν ένα οικόπεδο 4 στρέμματα, 20 χιλιάδες τα δίνανε. Και έλεγε η Μέλα: «Πάρ’ το, κύριε Γιάννη». Και ο άντρας μου έλεγε: «Στον άμμο θα πάρω οικόπεδο; Τι να το κάνω;». Ήταν άγνωστη η θάλασσα. Γι’ αυτό σου λέω, έζησα καλά, δεν στερήθηκα τίποτα. Και όταν έφυγε ο άντρας μου, ήμουνα γεμάτη. Εμείς αυτοκίνητο πήραμε το ‘61, αγοράσαμε αμάξι εμείς εδώ στην Καστοριά. Έζησα καλά, δεν μετάνιωσα για τίποτα. Είμαι... Τα παιδιά μου, δόξα τω Θεώ, είναι πολύ καλά. Έχω τρία αγόρια και ένα κορίτσι, δόξα τω Θε[00:30:00]ώ. Τα εγγόνια μου...
Τα ταξίδια, κυρία Μάγδα, που είπατε ότι ασχολιόσασταν με συλλόγους... Τι ρόλο παίζουν στη ζωή σας, ταξιδεύατε; Κάνετε εκδρομές, πηγαίνετε;
Και τώρα πάω, πολλές πάρα πολλές. Εκδρομές έκαμνα με το Σύλλογο Βλατσιωτών, εκδρομές με τους πολύτεκνους, εκδρομές με το ΤΕΒΕ τώρα τελευταία, δύο το χρόνο. Εφταήμερες, μία τον Ιούνιο, μία τον Σεπτέμβριο.
Τώρα τον Ιούνιο πήγατε;
Τώρα θα πάω.
Πού;
Στον Τολό θα πάμε, ναι. Αλλά θα κάνουμε, έτσι, γύρα και ίσως τα νησιά, στην Ύδρα, στις Σπέτσες, δεν ξέρω πού θα πάμε.
Τέλεια. Αλλάζεις παραστάσεις, βλέπεις πράγματα.
Σου λέω, εγώ είμαι και λίγο ανοιχτός άνθρωπος, έτσι, γιατί, δεν ξέρω, αυτό είναι– Έτσι είμαστε όλοι, και τα αδέρφια μου και ο πατέρας μου. Αυτό το χιούμορ το έχουμε όλη η οικογένεια, δεν... Βγαίνει από μέσα, ξέρω κι εγώ; Δεν ξέρω πώς είναι. Αυτά, κορίτσι μου.
Πολύ ωραία. Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που μου αφιερώσατε.
Τελειώσαμε;
Να είστε καλά. Ναι.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η κυρία Μάγδα Κουμπάνη αφηγείται τη ζωή της. Γεννημένη στο χωριό Βλάστη τη δεκαετία του '40, έζησε σε δύσκολες εποχές, με τον Εμφύλιο να διαδέχεται το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιλά για την καθημερινότητα ενός παιδιού στο χωριό, την επίταξη της οικογενειακής εστίας από τους αντάρτες, την απώλεια της μητέρας της και τη βίαιη ενηλικίωση που επέφερε η μετεγκατάστασή της στην Καστοριά για εργασία στα γουναράδικα. Η κυρία Μάγδα παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία, έκανε τέσσερα παιδιά, τα μεγάλωσε, χήρεψε νωρίς και πορεύτηκε στη ζωή μόνη της. Δεν το έβαλε κάτω, επιμορφώθηκε παρακολουθώντας μαθήματα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με την προσφορά, δραστηριοποιούμενη σε πολιτιστικούς συλλόγους.
Αφηγητές/τριες
Μαγδαληνή Κουμπάνη
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μαλεγκάνου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2023
Διάρκεια
31'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η κυρία Μάγδα Κουμπάνη αφηγείται τη ζωή της. Γεννημένη στο χωριό Βλάστη τη δεκαετία του '40, έζησε σε δύσκολες εποχές, με τον Εμφύλιο να διαδέχεται το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιλά για την καθημερινότητα ενός παιδιού στο χωριό, την επίταξη της οικογενειακής εστίας από τους αντάρτες, την απώλεια της μητέρας της και τη βίαιη ενηλικίωση που επέφερε η μετεγκατάστασή της στην Καστοριά για εργασία στα γουναράδικα. Η κυρία Μάγδα παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία, έκανε τέσσερα παιδιά, τα μεγάλωσε, χήρεψε νωρίς και πορεύτηκε στη ζωή μόνη της. Δεν το έβαλε κάτω, επιμορφώθηκε παρακολουθώντας μαθήματα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με την προσφορά, δραστηριοποιούμενη σε πολιτιστικούς συλλόγους.
Αφηγητές/τριες
Μαγδαληνή Κουμπάνη
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μαλεγκάνου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2023
Διάρκεια
31'