«Το σχολείο ήταν το καταφύγιό μου»: Η κυρία Μαρία αφηγείται τη ζωή της
Ενότητα 1
Ανασκόπηση της ζωής της αφηγήτριας
00:00:00 - 00:36:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας. Καλημέρα. Εγώ λέγομαι Καλεμκερίδου Μαρία, ο μήνας έχει 21, είναι Ιούλιος του 2023 και είμαστε στο χωριό Μηλίτσα, με την κυ…α γυρίσουν όλοι στις δουλειές τους. Αυτά εν ολίγοις τα καλλιτεχνικά και τα λίγα που μπορούσα να πω για τη ζωή μου. Θέλεις κάτι άλλο, Μαρία;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας
00:36:28 - 00:59:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με συγκινήσατε πάρα πολύ, με το ζόρι κρατιέμαι. Θέλω να το πάρουμε έτσι λίγο από την αρχή. Ας ξεκινήσουμε με τα παιδικά σας χρόνια, τότε… Ν…πώ, δεν θέλω να πουν οι καθηγητές μου ότι: «Ήρθε για να περάσει τη σχολή έτσι», θέλω να μάθω και θέλω να ανταποκρίνομαι σε αυτό που ζητάνε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Εργασία σε γουναράδικα της Καστοριάς, επιστροφή στο σχολείο και ενασχόληση με τη συγγραφή
00:59:55 - 01:35:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε, σας πάω λίγο πάλι πίσω, σε τι πόστο σάς είχανε βάλει; Κατευθείαν μπήκα ως μηχανικός στα δέρματα, κατευθείαν…ι τα καλύτερα και, όπως σου είπα, να είσαι καλότυχη. Μαζί με όλα τα άλλα τα προσόντα που έχεις, σου εύχομαι να είσαι καλότυχη. Ευχαριστώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα.
Εγώ λέγομαι Καλεμκερίδου Μαρία, ο μήνας έχει 21, είναι Ιούλιος του 2023 και είμαστε στο χωριό Μηλίτσα, με την κυρία…
Μαρία Διαμαντίδου.
Η οποία θα μας μιλήσει για τη ζωή της. Εγώ να πω ότι είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Κυρία Μαρία, ο λόγος σ’ εσάς.
Σας καλωσορίζω στο σπίτι μου, στη Μηλίτσα Καστοριάς. Ευχαριστώ που με επιλέξατε για να δώσω συνέντευξη. Και να ξεκινήσω να σας πω για τη ζωή μου. Γεννήθηκα στο Μαυροχώρι Καστοριάς το 1964, στις 6 Ιουνίου, γεννήθηκα στο πατρικό μου, με ξεγέννησε η προγιαγιά μου, η Αθηνά Χαϊνά-Κυριλλίδου, η οποία είχε έρθει από την Τουρκία ως πρόσφυγας στην υποχρεωτική ανταλλαγή. Μητέρα μου είναι η Αγγελική Λιάπη-Κυριλλίδου, γεννημένη το 1933, η οποία βρίσκεται στη ζωή, και πατέρας μου ήταν ο Θεόφιλος Κυριλλίδης, που γεννήθηκε το 1930 και πέθανε το 1967, από καρκίνο στα κόκαλα. Να αναφερθώ λίγο στις οικογένειες της μητέρας μου και του πατέρα μου. Ο πατέρας μου προέρχεται από προσφυγική οικογένεια, ποντιακής καταγωγής. Η μητέρα του, Μαρία Κυριακίδου, από την Τραπεζούντα και ο πατέρας του Γεώργιος Κυριλλίδης, από το Ασχασούρ της Νεοκαισάρειας. Η οικογένεια του πατέρα μου άφησε πίσω τρεις νεκρούς, τους θείους μου Καλλιφρόνη, Αναστάσιο και Αλέξανδρο Κυριλλίδη, οι οποίοι σκοτώθηκαν από τους Τούρκους, γιατί είχαν αρχίσει να αντιστέκονται σε αυτό που γινόταν. Ο Καλλιφρόνης είχε συνεργασία με τον Βενιζέλο και τον κρεμάσανε στο Νισχάρ. Η οικογένεια της γιαγιάς μου, Μαρίας Κυριλλίδου, ήρθε από την Τραπεζούντα. Ο πατέρας της λεγόταν Παναγιώτης Κυριλλίδης, είχε κεντρικό φούρνο σε πλατεία της Τραπεζούντας και λεγόταν Πάναγας, γιατί ήταν πάρα πολύ καλά οικονομικά εκεί που ζούσαν. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα, ο παππούς μου, ο πατέρας της χώρισε τη μαμά της, γιατί έδωσε την άλλη της την αδερφή σε κάποιον που δεν ήθελε ο παππούς, παντρεύτηκε άλλη γυναίκα και ζούσαν κάτω στην Αθήνα. Με την καινούρια κόρη που έκανε, από τον καινούριο του γάμο, είχαμε μεγάλη σχέση και ακόμη έχω με έναν ξάδερφό μου, που ζει στο Καπανδρίτι. Η οικογένεια της μητέρας μου… Η μητέρα μου είναι γηγενής, γεννήθηκε στο Μαυροχώρι. Ο πατέρας της, Δαμιανός Λιάπης, ασχολούνταν με τα αγροτικά και η μητέρα της, Θεοδότα Κωνσταντινίδου, από το Δισπηλιό Καστοριάς. Ο παππούς μου, Δαμιανός Λιάπης, πολέμησε το 1918 στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάσανε μαζί… ήταν και ο αδερφός του, Γεώργιος Λιάπης, ο οποίος πέθανε από φυματίωση εκείνον τον καιρό, 18 χρονών, φτάσανε μέχρι την Άγκυρα. Οι αναμνήσεις από τους παππούδες μου είναι οι εξής. Ο παππούς μου που πολέμησε, δηλαδή ως Έλληνας στρατιώτης, μου έλεγε ιστορίες από κει και μου έλεγε ότι ο πόλεμος είναι πολύ κακός και κάνουν τον άνθρωπο άγριο. Ο παππούς μου ο Πόντιος δεν ανέφερε ποτέ τι γινότανε και τι έγινε. Ίσως ήταν πάρα πολύ δύσκολες οι συνθήκες και οι αναμνήσεις που είχαν και δεν άκουσα στην οικογένειά μου ποτέ, ούτε από τη γιαγιά μου τη Μαρία, την Πόντια, ούτε από τον παππού μου τον Γιώργο, να μας λένε το τι τραβήξανε. Υπήρχε μία σιωπή. Ίσως ήταν ο φόβος. Αυτά τα λίγα για αρχή. Στα 3 μου τα χρόνια έμεινα ορφανή από τον πατέρα μου. Όπως είπα, πέθανε το ’67. Τότε, μόλις πέθανε ο πατέρας μου, 7 Δεκεμβρίου του ’67, ο φίλος του και δάσκαλος του χωριού, ο μακαρίτης Παναγιώτης Βουίτσης, με πήρε κατευθείαν στο σχολείο, το Δημοτικό, το εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο Μαυροχωρίου, το οποίο ήταν το νέο σχολείο, το οποίο είχε χτιστεί το 1927. Υπήρχε σχολείο στο χωριό, μέσα στο κέντρο του χωριού. Πρέπει να αναφέρω ότι στο χωριό μου ζούσανε Έλληνες και Τούρκοι, το μισό χωριό δηλαδή ήταν Τούρκοι και το άλλο μισό χωριό ήταν Έλληνες. Όταν έγινε η υποχρεωτική ανταλλαγή, φύγανε οι Τούρκοι και στα σπίτια τους ήρθαν οι πρόσφυγες. Ήρθαν εβδομήντα δύο οικογένειες, Καππαδόκες, τουρκόφωνοι δηλαδή, Πόντιοι, Μικρασιάτες, και εγκατασταθήκανε στα σπίτια των Τούρκων και σταδιακά τα γκρεμίζανε και χτίζανε τα καινούρια. Το σχολείο, λοιπόν, για μένα… Επειδή στο σπίτι μου υπήρχε μεγάλο πένθος, μεγάλη στεναχώρια, η μαμά μου ήτανε συνεχώς στεναχωρημένη, με ένα μαύρο μαντίλι κρεμασμένο μπροστά στα μάτια της, από τον θάνατο του πατέρα μου, το σχολείο ήταν το καταφύγιό μου. Ξέχασα να αναφέρω ότι έχω έναν αδερφό, τον Γιώργο Κυριλλίδη, εφτά χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ο οποίος στη συνέχεια ήταν ο άντρας του σπιτιού. Το σχολείο, λοιπόν, ήταν καταφύγιο. Παρόλο που τα χρόνια ήταν δύσκολα και στο σχολείο οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί, σ’ εμένα δεν υπήρχε αυτή η αντιμετώπιση, πλην μίας δασκάλας, η οποία με είχε χτυπήσει μια φορά σε μικρή ηλικία. Πήγε η μητέρα μου και της είπε: «Δεν θα την ξανακουμπήσεις τη Μαρία» και σταμάτησε η βία σ’ εμένα. Όχι όμως στον αδερφό μου ή στα άλλα αγόρια, τα οποία τα ’βλεπα και με στεναχωρούσε πάρα πολύ. Ξύλο δηλαδή στη σκάλα του σχολείου, Δευτέρα πρωί, με βίτσα. Ήτανε κάθε Δευτέρα, τα παιδιά, τα αγόρια τρώγανε ξύλο. Το παραβλέπω αυτό, γιατί έβλεπα μόνο τα θετικά του σχολείου μου. Το σχολείο μου ήτανε πρότυπο σχολείο. Είχε στους διαδρόμους του ζωγραφισμένους –από τον δάσκαλο, τον Μπότη τον Βουίτση, που ήταν και διευθυντής– τους ήρωες της πατρίδος. Είχε πάρα πολύ μεγάλο πίνακα ζωγραφισμένο τον Παύλο Μελά. Είχε βιτρίνες με ζώα τα οποία ήτανε βαλσαμωμένα, χελώνες, φωλιές με αυγουλάκια… Δηλαδή όταν κάναμε Φυσική Ιστορία, τα παίρναμε και τα βλέπαμε μπροστά μας. Όταν κάναμε Γεωγραφία, υπήρχε στην 5η και 6ητάξη μία μεγάλη αμμοδόχος όπου ήταν σχηματισμένη η πατρίδα μας, τα βουνά, οι πεδιάδες, τα ποτάμια, οι μεγάλες πόλεις –το βλέπω τώρα–, και μαθαίναμε την Ιστορία βλέποντας την αμμοδόχο. Στην αυλή υπήρχαν μηλιές, τις οποίες γινόταν η συγκομιδή τον Σεπτέμβριο με Οκτώβριο και είχαμε τον χειμώνα, στο μεγάλο διάλειμμα, μήλα και όλα τα παιδιά τρώγαμε μήλα. Υπήρχε ένας χώρος όπου φύτευε ο δάσκαλός μας πατάτες και τις πουλούσε για να έχει το σχολείο έσοδα. Υπήρχε μια μεγάλη αποθήκη όπου είχε τα εργαλεία του για τον κήπο και επάνω είχε μελίσσια. Στο μεγάλο διάλειμμα, λοιπόν, μετά που τελειώνανε τα μήλα, τρώγαμε μέλι με κερήθρα, ώσπου να τελειώσει δηλαδή. Και το στολίδι του σχολείου μας ήτανε η αίθουσα των εκδηλώσεων. Ο δάσκαλός μας, ο Παναγιώτης, την είχε στολίσει πάρα πολύ ωραία και όταν γινόταν οι εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου και 28 Οκτωβρίου, το χωριό ανέβαινε επάνω, οι γυναίκες ταιριασμένες, περιποιημένες πάρα πολύ ωραία, σαν να πηγαίνανε στο θέατρο τώρα. Στην αυλή του σχολείου πρέπει να πω ότι ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, η σημαία και το μαγειρείο, όπου μαγείρευαν… Εγώ όταν πήγα είχε σταματήσει, όμως τα παιδιά, πριν δηλαδή, τρώγανε το φαγητό για να συντηρηθούν, επειδή είχαμε βγει από τον πόλεμο και δεν υπήρχε σωστή σίτιση στα παιδιά. Τελειώνοντας το Δημοτικό σχολείο, πρέπει να αναφέρω και τον [00:10:00]δάσκαλό μου τον Ηλία τον Δασκαλόπουλο, ο οποίος μας είχε στην 5η και 6η τάξη. Και τον αναφέρω τον Ηλία τον Δασκαλόπουλο, από τον Αχλαδόκαμπο Ηλείας, γιατί στην 6η τάξη μού έδωσε από τη βιβλιοθήκη του σχολείου –θέλω να πω ότι στη βιβλιοθήκη του σχολείου έμπαινα και την καθάριζα και έπαιρνα βιβλία και διάβαζα–, μου έδωσε το βιβλίο «Ένα παιδί μετράει τα άστρα», του Μενέλαου Λουντέμη. Το βιβλίο αυτό άλλαξε όλη την ψυχοσύνθεσή μου, και όχι μόνο σ’ εμένα, αλλά πιστεύω σε πολλές γενιές Ελλήνων. Διάβασα επίσης από τη βιβλιοθήκη του σχολείου το «Χωρίς Οικογένεια» του Μαλό, και «Με Οικογένεια», «Θυμωμένα Στάχυα». Σε ηλικία 12 χρονών δηλαδή είχα διαβάσει τρία-τέσσερα βιβλία σημαντικά, τα οποία με ακολουθούν μέχρι σήμερα στη ζωή μου. Μετά το Δημοτικό, με εξετάσεις πέρασα στο Γυμνάσιο, στο εξατάξιο Γυμνάσιο Καστοριάς. Εκεί πηγαίναμε με το λεωφορείο, τρία λεωφορεία ερχότανε, αστικά λεωφορεία, και ήτανε γεμάτα με νέους οι οποίοι… Τα αγόρια πηγαίνανε και δουλεύανε στη γούνα. Δεν πήγαν πολλοί από το χωριό μου να σπουδάσουν στο Γυμνάσιο κι αυτό γιατί είχε άνθιση η γούνα και τα παιδιά πηγαίνανε για το μεροκάματο. Το κόμιστρο ήτανε μιάμιση δραχμή και ήτανε πολλά για μία οικογένεια. Τελειώνοντας… Να πω για το εξατάξιο Γυμνάσιο της Καστοριάς, όπου ήταν τελείως διαφορετικό από το Δημοτικό. Δεν είδα εκεί βία, ήταν πιο απρόσωπο, γιατί τους καθηγητές δεν τους γνωρίζαμε, ήταν παιδιά από όλον τον νομό, ήταν στο κέντρο της πόλης, επάνω στο Τσαρσί. Ήταν πάρα πολύ ωραία τα χρόνια εκεί που πέρασα. Και τελείωσα την 1η Γυμνασίου το καλοκαίρι του ’77. Μετά, επειδή έφυγε ο αδερφός μου φαντάρος, έπρεπε να δουλέψω και μπήκα στη βιοτεχνία της γούνας. Δούλεψα στο μαγαζί των θείων μου, του αδερφού του πατέρα μου και του αδερφού της μητέρας μου, του Παναγιώτη Κυριλλίδη και του Γεώργιου Λαμπρόπουλου, και εκεί σταμάτησε η πορεία μου στη μάθηση. Με κανέναν τρόπο η μητέρα μου δεν ήθελε να με ξαναστείλει στο σχολείο, θεωρώντας ότι το κορίτσι πρέπει να είναι για το σπίτι, ότι η γυναίκα δεν είναι για τα γράμματα… Κάτι που με στεναχώρησε πάρα πολύ, τολμώ να πω ότι δεν τη συγχώρεσα για χρόνια γι’ αυτό που έγινε, μέχρι πρόσφατα, πριν από τρία χρόνια, όταν πλέον πέρασα στο Πανεπιστήμιο, σε αυτή την ηλικία, και με ζήτησε συγνώμη. Ήρθε στο σπίτι… Όταν πήρε την απόφαση να μη με στείλει στο σχολείο, στο Γυμνάσιο, ήρθε στο σπίτι ο δάσκαλός μου, ο Παναγιώτης ο Βουίτσης. Την παρακάλεσε να μην το κάνει. Ήταν ανένδοτη. Υπάρχει ένα άλλο παράδειγμα στη γειτονιά μου όπου χήρα πάλι γυναίκα, με δύο κορίτσια, πάλι ο δάσκαλος ήρθε και της είπε ότι ήταν πολύ καλές μαθήτριες και έπρεπε να συνεχίσουν τα παιδιά, με δυσκολίες η γυναίκα, πουλούσε τα χωράφια της και σπούδασε τα κορίτσια της. Το αφήνω αυτό, το παραβλέπω, γιατί είναι περισσότερα τα καλά που έχω δεχτεί από τη μητέρα μου, και πάμε παρακάτω. Σε ηλικία 18 χρονών παντρεύτηκα τον Παύλο τον Διαμαντίδη. Ήμουν τυχερή γιατί πήρα έναν πολύ σοβαρό κύριο. Με σεβασμό και αγάπη πορευτήκαμε τώρα σαράντα δύο χρόνια μαζί. Είμαστε μαζί από το 1981. Κάναμε δύο παιδιά, τον Βασίλη και τον Θεόφιλο. Όλα αυτά τα χρόνια εργαζόμουν στη γούνα. Είχα ένα μικρό εργαστήριο στο σπίτι μας, στην Καστοριά. Δίπλα από το σπίτι ήταν το εργαστήριο και συγχρόνως δούλευα και πρόσεχα τα παιδιά μου και τα του σπιτιού. Τα παιδιά σπουδάσανε, ο Βασίλης είναι Τεχνολόγος Γεωπόνος, τελείωσε το ΤΕΙ της Σίνδου, και ο Θεόφιλος Τεχνολόγος Γεωλόγος, τελείωσε το ΓΕΩΠΕΣ στο ΤΕΙ της Κοζάνης. Και είναι παντρεμένα, ο Βασίλης έχει δύο κόρες, παντρεμένος με τη Χριστίνα την Σιούτκου, και ο Θεόφιλος με την Ευγενία την Καψημάλη, έχει έναν γιο. Όταν πλέον σταμάτησα να δουλεύω, γιατί υπήρχε ένα πρόβλημα με το χέρι μου, μετά από τριάντα πέντε χρόνια, έγινε συγχρόνως και η μετακόμισή μας από την Καστοριά, όπου ζήσαμε είκοσι εφτά χρόνια, στο χωριό του άντρα μου, στη Μηλίτσα, το 2009. Εκεί, λοιπόν, άρχισε να… Δεν σταμάτησε ποτέ στην ψυχή μου να υπάρχει η θέληση για μάθηση. Εκεί, λοιπόν, άρχισα να σκέφτομαι ότι έπρεπε να πάω στο Εσπερινό Γυμνάσιο και Λύκειο, για να συνεχίσω αυτό που είχα ως όνειρο, και το όνειρό μου ήταν να γίνω δασκάλα. Οι δομές υπήρχαν, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια υπάρχει Εσπερινό Γυμνάσιο και Λύκειο στην Καστοριά, υπάρχει Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, υπάρχει Εσπερινό ΕΠΑΛ. Εγώ επέλεξα να πάω στο Εσπερινό Γυμνάσιο και αφού πήρα το χαρτί από… Τώρα! Τότε το πήρα το χαρτί, το 2015, την προαγωγή μου στη Β’ Γυμνασίου, με βαθμό 14,7. Πήγα και γράφτηκα μαζί με τον σύζυγο στο Εσπερινό Γυμνάσιο. Εκεί με υποδέχτηκε ο καθηγητής Κώστας Ευαγγέλου και είδε τη χαρά μου που πήγα στο σχολείο και το σχολίασε. Και είπε ο σύζυγός μου: «Έχει μεγάλη αγάπη για τη μάθηση και είναι πολύ στεναχωρημένη που δεν τελείωσε το σχολείο όταν έπρεπε». Οι καθηγητές μου με ρώτησαν όταν ξεκίνησε η σχολική χρονιά – γράφτηκα, λοιπόν, το 2015: «Γιατί ήρθες, Μαρία, στο σχολείο;». Γιατί πολλοί πηγαίνανε για να τελειώσουν τυπικά, για να μπούνε σε κάποια δημόσια υπηρεσία, για να ενισχύσουν τη θέση που είχανε, ώστε να ανέβει ο μισθός τους, έχοντας και το απολυτήριο του Γυμνασίου. Τους είπα ότι: «Ήρθα γιατί θέλω να μάθω. Μην κοιτάτε την ηλικία μου, θέλω να μου δείξετε να μάθω, γιατί θέλω να προχωρήσω». Και όντως αυτό έγινε. Και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο οι καθηγητές μου με βοήθησαν πάρα πολύ –ακόμη έχω τις σημειώσεις από τον Κώστα τον Ευαγγέλου, είναι φιλόλογος, για τη γραμματική. Αποχαιρετώντας το Γυμνάσιο λοιπόν, πήγα στο Λύκειο, συστεγάζονται τα δύο σχολεία, με άριστες επιδόσεις. Και εκεί τελείωσα το Λύκειο με 20 και βραβεύτηκα από τον Σύλλογο Ομόνοιας των Καστοριανών της Νέας Υόρκης με ένα χρηματικό ποσό, περίπου 600 ευρώ –εγώ και άλλοι αριστούχοι των Λυκείων της Καστοριάς–, σε μια εκδήλωση πάρα πολύ ωραία στην Καστοριά, στην αυλή του Μακεδονικού Μουσείου. Και έδωσα Πανελλήνιες και πέρασα στο Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης στη Φλώρινα, με 11.950 μόρια, πρώτη. Η βάση για τα Εσπερινά ήταν 6.000. Όταν λέμε Πανελλήνιες, οι Πανελλήνιες δινόταν πιο παλιά ξεχωριστά τα σχολεία τα Εσπερινά. Πλέον ήταν όμως ίδιες οι ερωτήσεις με τα σχολεία των πρωινών. Δηλαδή εμείς κάναμε λιγότερες ώρες στα… Και λιγότερη ύλη στα Εσπερινά, απ’ ότι στα πρωινά. Παρ’ όλα αυτά, πήγα πάρα πολύ καλά και θέλω να αναφέρω ότι θέμα στην Έκθεση ήταν η ανάγνωση και ανέφερα το βιβλίο που μου είχε δωρίσει ο δάσκαλός μου, ο Ηλίας ο Δασκαλόπουλος, «Ένα παιδί μετράει τα άστρα», και πώς, όταν γινόταν η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, άλλαξε τη δική μου σκέψη και τη δική μου ψυχοσύνθεση. [00:20:00]Ξέχασα να αναφέρω και κάτι άλλο. Το καλοκαίρι, το καλοκαίρι –θέλω να πω για τη ζωή μου σαν παιδί–, το καλοκαίρι η μητέρα μου δούλευε στα χωράφια και τον χειμώνα έπλεκε προίκες. Και πρέπει να αναφέρω ότι ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας και είχαμε τη σύνταξη του πατέρα μου και μπορούσαμε να ζούμε. Έπλεκε, λοιπόν, πλεκτά για προίκες, που ετοιμάζανε οι γυναίκες για τα κορίτσια τους, και ερχότανε στο σπίτι κυρίες από την Καστοριά, πάρα πολύ ωραίες, περιποιημένες –πάντα το μάτι μου πήγαινε σε αυτές τις όμορφες κυρίες, με Μερσεντές έξω από το σπίτι–, και εγώ ήμουν ένα χαρούμενο παιδί, που καθόμουν εκεί και άκουγα τους μεγάλους που μιλούσαν. Ήταν Χριστούγεννα. Ήρθε μία κυρία για να πάρει αυτά που είχε ετοιμάσει η μητέρα μου κι εγώ ήμουν πάρα πολύ στεναχωρημένη και καθόμουν στη γωνία και δεν μιλούσα. Ρώτησε: «Γιατί η Μαρία δεν μιλάει; Γιατί είναι στεναχωρημένη;». Και είπε η μαμά μου: «Η Μαρία είπε: ‘Όλα τα παιδιά έχουν μπαμπά και θα τους πάρει κάποιο δώρο κι εμένα μου φέρνει η Πρόνοια δώρο’». Μας έστελνε η Πρόνοια μία μεγάλη σακούλα δώρο, που πήγαινα την έπαιρνα κάτω, από το Κοινοτικό Γραφείο. Η κυρία, λοιπόν, αυτή μου είπε το εξής, το οποίο κι αυτό καθόρισε την πορεία μου, μου είπε ότι: «Μαρία, μέσα στη θάλασσα, στον πάτο της θάλασσας, υπάρχουνε κάτι μικρά κοχυλάκια που ζούνε μόνα τους, αλλά κι αυτά τα προσέχει ο Θεός και τα δίνει την τροφή για να φάνε. Και έτσι κι εσένα ο Θεός, παρόλο που είσαι ορφανή, δεν θα σε αφήσει ποτέ». Το πίστεψα. Από τότε και μέχρι σήμερα, ανοίγω το παράθυρο το πρωί που ξυπνάω και ευχαριστώ τον Θεό που με προσέχει. Συνεχίζοντας τώρα με το σχολείο. Κάνοντας, λοιπόν, το όνειρο πραγματικότητα και βγαίνοντας τα αποτελέσματα και βλέποντας ότι πέρασα στο Παιδαγωγικό, γράφτηκα και ήταν η εποχή που ξεκίνησε ο κορονοϊός, το 2020. Η πρώτη χρονιά, λοιπόν, γινότανε διαδικτυακά. Μία καινούρια μορφή μάθησης. Πώς όμως μπόρεσα να ανταποκριθώ σε αυτό; Παρακολούθησα με τον σύζυγό μου σεμινάρια για κομπιούτερ, σε προγράμματα διά βίου μάθησης, που έγιναν και στην πόλη της Καστοριάς, αλλά και στον Δήμο του Άργους Ορεστικού, δύο σεμινάρια. Πήραμε και βεβαιώσεις ότι τα παρακολουθήσαμε και έτσι μπόρεσα να ανταποκριθώ στα ζητούμενα της καινούριας εκπαίδευσης πλέον. Με εργασίες από το κομπιούτερ και ήταν κάτι πρωτόγνωρο δηλαδή για μένα. Αλλά με πολλή χαρά έβλεπα ότι ανταποκρίνομαι. Είχα πάρα πολύ ωραία συνεργασία με τους συμφοιτητές μου και με τη Μαρία Καλεμκερίδου, στην οποία δίνω τη συνέντευξη, γνωρίστηκα μέσω της αδερφής της, της Δήμητρας Καλεμκερίδου, σε μία εργασία που κάναμε σε ένα υποχρεωτικό μάθημα με την κυρία Τάχου, στο μάθημα της Ιστορίας, και έτσι γνώρισα και τη Μαρία και τη Δήμητρα και έχει εξελιχθεί σε μία αμοιβαία εκτίμηση και φιλία, μπορώ να πω, μεταξύ μας. Θέλω να αναφέρω και για κάτι άλλο εκτός από τα του σχολείου. Το 2015 έγινε ένα σεμινάριο στην Καστοριά Δημιουργικής Γραφής. Πάντα έγραφα ποιήματα και μικρές ιστοριούλες. Έγραφα ποιήματα από το Δημοτικό. Πιστεύω ότι έγραφα ποιήματα, γιατί έζησα στο Δημοτικό μία κατάσταση –τώρα λέγεται bullying–, μία κατάσταση που με στεναχωρούσε. Δηλαδή με κοροϊδεύανε για την καταγωγή μου, την ποντιακή μου καταγωγή, και με κοροϊδεύανε και γιατί ήμουνα ορφανή και δεν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω στη ζωή μου. Κι έτσι έγραφα αυτό που η ψυχή μου… αυτό που βάραινε την ψυχή μου έβγαινε στο χαρτί. Όταν, λοιπόν, είδα ότι γίνονται τα σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής, τα οποία τα οργάνωσε ο Σύλλογος Ατόμων με Σκλήρυνση Κατά Πλάκας και το Παιδαγωγικό Νηπιαγωγών της Φλώρινας, με τον κύριο Κωτόπουλο Τριαντάφυλλο, πήγα και γράφτηκα. Εκεί, λοιπόν, μπήκα σε μια άλλη διαδικασία, να μάθω πώς να γράφω. Από εκεί προέκυψε ένα βιβλίο συλλογικό, το βιβλίο «Η τελευταία μέρα», όπου είκοσι έξι συγγραφείς από την Καστοριά γράφουμε μέσα, δόθηκε ένα θέμα και γράφουμε μέσα αυτά που έχει ο καθένας στην ψυχή του. Θέλω να σας διαβάσω το ποίημα από το… Έχω γράψει ένα πεζό, το οποίο… Να σας πω και αυτό γιατί το έγραψα. Εκείνο το διάστημα βλέπαμε στην τηλεόραση τους πρόσφυγες να έρχονται και συγκεκριμένα μία εικόνα, ένα μωρό στα βότσαλα ακουμπισμένο, νεκρό, γιατί είχε πνιγεί στο ναυάγιο πηγαίνοντας προς την καλύτερη ζωή. Και το πεζό είναι πάνω σ’ αυτό το θέμα, αλλά και το ποίημα που έχω είναι σ’ αυτό το θέμα. Είναι «Μύριαμ, στη μικρή μου αδερφή»: «Τι κοιτάς, μικρή μου κόρη, με το βλέμμα σου κενό; Τι περίμενες, τι ζητούσες και έκανες το ταξίδι αυτό; Από ποιον έφυγες κυνηγημένη, τρομαγμένη από τη ζωή; Πέρασες τεράστια κύματα με φόβο, για να γλιτώσεις από τον φθόνο. Την πρώτη της ζωής σου μέρα στης μάνας σου τη γλυκιά αγκαλιά, με όνειρα και ευτυχία σε κοιτούσε στα μάτια τρυφερά. Και τώρα μόνη, παγωμένη, από του διασώστη την αγκαλιά, εκεί στα βότσαλα ακουμπισμένη περιμένεις της μάνας την αγκαλιά. Έφυγες και αυτή φοβισμένη πήγε σε χώρα άλλη, μακρινή. Τι να περιμένει, τι να προσμένει από ανθρώπους που βάλανε φωτιά στη γη; Σου κλείνω τα μάτια μικρή μου κόρη, ντύνω το γυμνό σου κορμί με φουστάνι λευκό, όπως θα ήταν το όνειρό σου, όταν ξεκίνησες το ταξίδι αυτό. Στον άλλο κόσμο ίσως υπάρχει αγάπη, συμπόνια και χέρια ζεστά Να σ’ αγκαλιάσουν, να σε ζεστάνουν, να νιώσεις αγάπη και να βρεις χαρά». Πιστεύω ότι είναι διαχρονικό και βλέποντας το παιδί στα βότσαλα, ακόμη και σήμερα τα τραγικά που βλέπουμε στην τηλεόραση, με το φευγιό που κάνουν οι άνθρωποι από τις δύσκολες καταστάσεις που ζούνε στις πατρίδες τους, έρχονται στη μνήμη μου αυτά που έζησαν οι δικοί μου. Και ένας λόγος που δίνω συνέντευξη στο Istorima είναι για να μείνουν κάποια πράγματα, γιατί ενώ στο σχολείο μάς λέγανε: «Τουρκόσπορους», αν δεν είχαν μείνει κάποια στοιχεία από την Τραπεζούντα, από το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, ότι τότε οι Έλληνες εκεί είχαν σχολεία, τα παιδιά τους τα σπουδάζανε, ακόμη εδώ θα πιστεύανε ότι εμείς είμαστε Τουρκόσποροι και όχι Έλληνες που φτάσαμε πριν τρεις χιλιάδες χρόνια εκεί και δημιουργήσαμε έναν πολιτισμό, τον οποίο φέραμε κι εδώ και αλλάξαν καταστάσεις. Λοιπόν, συνεχίζω με το σεμινάριο. Μετά το σεμινάριο, λοιπόν, και το βιβλίο, που βγήκε το 2017, έκανα ένα βήμα μόνη μου να γράψω ένα δικό μου παραμύθι και να το εκδώσω, να γίνει αυτοέκδοση. Ήρθα σε επαφή με τις Εκδόσεις Φυλάτος και με τον κύριο Κωνσταντίνο Φυλάτο και με τη μητέρα του, την Άννα Παππά, την κυρία Άννα Παππά, η υπεύθυνη, και έστειλα το παραμύθι μου «Η Ροδοπέταλη, ένας υπέροχος γάμος» να το ελέγξουν, αν τους αρέσει, για να μπορεί να εκδοθεί. Τους άρεσε πάρα πολύ και ξεκίνησε η διαδικασία να εικονογραφηθεί. Θέλω [00:30:00]να πω ότι στο βιβλίο που σας ανέφερα προηγουμένως και στο ποίημα που σας διάβασα, έγινε μία εικονογράφηση από τον Νικόλα τον Στεργιόπουλο, έναν νεαρό ο οποίος γεννήθηκε το 2020 [2000]. Έγινε, λοιπόν, από τον δεκαεφτάχρονο νεαρό Νικόλα τότε ένα σκίτσο όπου δείχνει –είναι στο βιβλίο μέσα– δυο πόδια να πατούν σε μια γη και μια μάνα, μαύρη, να κοιτάει το πέλαγος, μια βάρκα να είναι στην ακτή. Είναι δηλαδή… Έχει αποτυπώσει, αυτά που έγραφα εγώ ο Νικόλας τα έχει αποτυπώσει στη ζωγραφιά του, στο σκίτσο του. Θεώρησα ότι ο Νικόλας μπορεί να εικονογραφήσει το παραμύθι μου και έτσι έγινε. Όταν το είδε ολοκληρωμένο ο εκδότης, ενθουσιάστηκε και ζήτησε να συνεργαστεί με τον Νικόλα και όταν του είπαν ότι είναι ένας ερασιτέχνης νεαρός σε ένα χωριό μικρό της Καστοριάς, δεν το πίστευε, πίστευε ότι έχει τελειώσει κάποια σχολή. Το παραμύθι, λοιπόν, έχει πρωταγωνιστές τα τριαντάφυλλα. Τα τριαντάφυλλα είναι οι φυλές της γης, που ο καθένας έχει, όπως γράφω και πίσω, στο οπισθόφυλλο: «Τα πανέμορφα χρωματιστά Τριαντάφυλλα είναι οι φυλές της γης, που η κάθε μία είναι περήφανη για την καταγωγή της και την εμφάνισή της. Ο Μαύρος Ιππότης είναι το διαφορετικό τριαντάφυλλο στο οποίο αντιδρούν οι υπέροχοι και οι σίγουροι. Στην ιστορία μας, από τη συνύπαρξη όλων καταφέρνει και νικά ο καλύτερος εαυτός μας και ομορφαίνει τους κήπους της γης». Το βιβλίο λοιπόν –όπως σας είπα ότι ό,τι πληγώνει τον άνθρωπο και μπορεί να το αποτυπώσει σε κάποιο χαρτί– είναι ο Μαύρος Ιππότης ο πατέρας μου, ο μελαχρινός Πόντιος, και η Ροδοπέταλη Κόκκινη Τριανταφυλλιά είναι η γαλανή μάνα μου, που οι μεν δικοί του λέγανε: «Θα πάρεις μία Βουλγάρα», οι δε δικοί της λέγανε: «Θα πάρεις έναν Τούρκο». Η πορεία είναι ότι, όπως λέω και μέσα στο παραμύθι, διότι αυτός ο γάμος έγινε και όσα χρόνια ήταν μαζί ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι: «Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε το Βελούδινο Φιλί, ένα Βαθυκόκκινο Τριαντάφυλλο που ομορφαίνει τους κήπους. Όταν το βλέπει κάποιος, από την ομορφιά που έχει και τη μοναδική ευωδία, θέλει να το φιλήσει. Ναι, αλήθεια λέω παιδιά, τόσο όμορφο και ευωδιαστό είναι. Και μόλις το φιλήσει, γίνεται ένα θαύμα. Ανοίγουν όλα τα μπουμπούκια και γίνονται ολάνθιστα βελούδινα τριαντάφυλλα. Έτσι μάθαμε κι εμείς, παιδιά, πώς πήραν το χρώμα τους αυτά τα τριαντάφυλλα, από την αγάπη και τον γάμο του Μαύρου Ιππότη και της Ροδοπέταλης Κόκκινης Τριανταφυλλιάς. Τα ωραιότερα πράγματα στον κόσμο, παιδιά μου, γίνονται από την αγάπη και μόνο με την αγάπη. Μην το ξεχάσετε ποτέ. Γεια σας, καλά μου παιδιά, η γιαγιά Μαρία σας χαιρετά». Το βιβλίο αυτό το έχω αφιερωμένο στην εγγονή μου Μαρία, το πρώτο μας εγγόνι από τα τρία που έχουμε τώρα. Το βιβλίο βγήκε, όπως είπαμε… Όχι, δεν είπαμε. Το βιβλίο βγήκε το 2020, τον Φεβρουάριο. Έτυχε πάνω στον κορονοϊό, στην πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, έχει πουλήσει γύρω στα τριακόσια-τετρακόσια βιβλία, έχουν φτάσει δηλαδή τετρακόσια βιβλία περίπου σε βιβλιοθήκες και στα χέρια των παιδιών. Το πρώτο άτομο που παρουσίασε το βιβλίο μου είναι η Μαρία η Καλεμκερίδου, η οποία το διάβασε στον καιρό της πανδημίας στο ΚΔΑΠ, όπου εργαζόταν, μου το έστειλε και το είδα στο κινητό. Δεύτερη παρουσίαση, πάλι διαδικτυακά, έγινε στο νηπιαγωγείο της εγγονής μου της Μαρίας, στους «Μικρούς Εξερευνητές» στην Καστοριά. Η τρίτη παρουσίαση διαδικτυακά έγινε πάλι από τη Μαρία Καλεμκερίδου στη Χαλκίδα, στο 11ο Νηπιαγωγείο, όπου υπηρετούσε ως νηπιαγωγός. Στη συνέχεια έγιναν παρουσιάσεις στο Μαυροχώρι, απ’ όπου κατάγομαι, εδώ στη Μηλίτσα, από τους Συλλόγους που με στηρίξανε. Στο Πανεπιστήμιο, μου έκανε παρουσίαση η κυρία Άννα Βακάλη, η οποία ήταν μία από τους καθηγητές οι οποίοι μας δείχνανε τη Δημιουργική Γραφή. Ο κύριος Σταύρος Καμαρούδης, στο τμήμα Δημοτικής, ο αγαπημένος αυτός καθηγητής, ο οποίος κι αυτός με βοήθησε και παρουσιάσαμε το παραμύθι. Και ο κύριος Γαργαλιάνος, Σταμάτης Γαργαλιάνος, όπου πέρυσι τα Χριστούγεννα έγινε μία εκδήλωση και παρουσίασα το παραμύθι μου κι εκεί και διάβασα και τρία από τα ποιήματα που γράφω. Τώρα έχω έτοιμα τρία παραμύθια και ένα ποίημα, το οποίο θα συνοδεύει τα παραμύθια. Μέσα στους επόμενους μήνες θα γίνει η εκτύπωσή τους. Θέλω να πω ότι το παραμύθι «Η Ροδοπέταλη, ένας υπέροχος γάμος» βγαίνει τώρα πλέον και στα αγγλικά. Τη μετάφραση την έκανε η καθηγήτριά μου στο Εσπερινό Λύκειο και Γυμνάσιο, η κυρία Ντίνα Μυλωνά, και είναι έτοιμο, μου το ’χουν στείλει από τον εκδοτικό οίκο και θα γίνει παρουσίαση τον Σεπτέμβριο, όταν πλέον θα γυρίσουν όλοι στις δουλειές τους. Αυτά εν ολίγοις τα καλλιτεχνικά και τα λίγα που μπορούσα να πω για τη ζωή μου. Θέλεις κάτι άλλο, Μαρία;
Με συγκινήσατε πάρα πολύ, με το ζόρι κρατιέμαι. Θέλω να το πάρουμε έτσι λίγο από την αρχή. Ας ξεκινήσουμε με τα παιδικά σας χρόνια, τότε…
Ναι.
Είπατε ότι οι παππούδες δεν θέλανε να μιλάνε για όσα ζήσανε. Γενικά, όμως, πράγματα μαζί τους είχανε φέρει ή σας λέγανε για άλλες καταστάσεις ή για βιώματα δικά τους εκεί;
Επειδή πρόσφατα έγραψα την ιστορία… Είχαμε μάθημα με τον κύριο… Πώς τον λένε τον καθηγητή; Κασκαμανίδη! Τον κύριο Ιωάννη Κασκαμανίδη. Είχαμε εργασία για τα… «Τα αντικείμενα μιλάν», για κάποια αντικείμενα που φέρανε οι πρόσφυγες από τον τόπο τους. Ψάχνοντας, λοιπόν, στην οικογένειά μου να βρω κάποιο αντικείμενο, δεν υπήρχε κανένα. Ρωτώντας τη θεία μου, η οποία είναι τώρα γύρω στα 80, μου είπε ότι ήρθανε γυμνοί, ήρθαν με τα ρούχα που φορούσαν. Το μόνο που θυμάμαι μέσα στο σπίτι –δεν ξέρω αν ήρθε αυτό από την Πατρίδα εκεί– ήταν ένας πίνακας, μια ζωγραφιά πρέπει να ήταν, με μία χανούμισσα, που την είχε ο παππούς μου… την είχε η γιαγιά στο δωμάτιο που καθόμασταν. Κάτι άλλο δεν ήρθε. Ρωτώντας, λοιπόν, τη θεία μου, μου είπε ότι όταν ήρθαν –και γι’ αυτό ίσως και δεν μιλούσαν–, όταν ήρθαν, τους βάλανε στο Χάνι να καθίσουν και πηγαίνανε οι γηγενείς και τους βλέπανε σαν αξιοθέατο, σαν τα ζώα που ήρθαν και: «Ποιοι είναι αυτοί;». Δηλαδή γι’ αυτό δικαιολογώ ότι δεν λέγαν κάτι, γιατί δεν αισθανόταν καλά. Εκεί ήταν Έλληνες και εδώ ήταν Τούρκοι. Αυτό δηλαδή… Δεν φέραν τίποτα, δεν φέραν τίποτα. Αγωνίστηκαν όμως πολύ. Δεν θυμάμαι δηλαδή κάτι άλλο, μόνο αυτή την εικόνα έχω, με τη χανούμισσα στον τοίχο. Αυτά από τους παππούδες.
Παραμύθια, ας πούμε, ή ποιήματα ή τραγούδια, κάτι, έχετε κάποια ανάμνηση τέτοιου τύπου;
Από τους παππούδες τους Πόντιους, όχι. Από τους άλλους τους παππούδες μου, όχι. Μόνο… Η γιαγιά μου, της μητέρας μου η μαμά, ήταν λιγόλογη. Τα μόνα που μου έλεγε ο παππούς μου ήταν για τον πόλεμο εκεί, όταν πήγε, και συγκεκριμένα μου είχε πει –να σου το πω κι αυτό δηλαδή–, πήγανε σε ένα χωριό… Πώς γίνεται ο άνθρωπος θηρίο; Πριν την Κόκκινη Μηλιά, που λέγανε δηλαδή την Άγκυρα, είχαν φτάσει, ένα σώμα με αξιωματικούς, σε ένα χωριό της Τουρκίας. Εκεί τους υποδέχτηκαν οι Τούρκοι, τους βάλαν και φάγαν και οι άνθρωποι χαλάρωσαν και πίστευαν ότι θα αντιμετωπιστούν διαφορετικά. [00:40:00]Το βράδυ υπήρχε ένα δάσος με λεύκες, με λευκάδια, καρφώσανε όλους τους αξιωματικούς στα λευκάδια με καρφιά και επειδή ήταν όλοι αξιωματικοί, τους βάλαν πέταλα στους ώμους. Δηλαδή όπως έχει ο αξιωματικός τα άστρα ή το σιρίτι, που λέμε. Όταν πήγε το σώμα του παππού μου και είδε αυτή την κατάσταση, δηλαδή ήταν περίπου εκατό αξιωματικοί καρφωμένοι, έδωσε διαταγή ο επικεφαλής σε τρεις ώρες να καταστρέψουν το χωριό. Και τότε, το ’λεγε κι έκλαιγε, και τότε γίναν θηρία. Κάψαν, σκοτώσανε, έγκυες γυναίκες… βγάζαν τα παιδιά, μου ’χε πει, με τη χατζάρα από την κοιλιά και σε τρεις ώρες σταματήσαν. Αλλά καταστράφηκε και το χωριό. Δηλαδή το ένα κακό φέρνει το άλλο. Εκεί που πας για μια ιδέα, για τη Μεγάλη Ιδέα, να πολεμήσεις, γυρνάς ράκος. Κι αυτό το βλέπουμε και τώρα και πρόσφατα δηλαδή. Και όταν γυρνούσαν… έχουμε ακούσει όταν γυρνούσαν από το Βιετνάμ οι Αμερικάνοι ότι όλοι ήτανε τρελαμένοι κι έπαιρναν ναρκωτικά για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Και από το Ιράκ όσοι γύρισαν πίσω. Και γενικά ο πόλεμος δηλαδή αφήνει πληγές. «Και γι’ αυτό», έλεγε ο παππούς μου, που πολέμησε, ο γηγενής, «δεν πρέπει να πολεμάτε». Δεν μιλούσε ο παππούς μου πολύ, δηλαδή δεν ανακατευόταν με τα πολιτικά καθόλου, δούλευε στα χωράφια πάρα πολύ, ήταν πολύ εργατικός, και έπινε. Ίσως έπινε για να ξεχάσει. Δηλαδή βλέποντας κάποιους ανθρώπους να πίνουν ή έστω και να παίρνουν ναρκωτικά τώρα, κάτι προσπαθούν να καλύψουν. Αυτά από τους παππούδες μου.
Γενικά, εσείς ως παιδί τι αναμνήσεις έχετε; Σε επίπεδο παιχνιδιού. Έχουμε συνδέσει, ας πούμε, την παιδική ηλικία με το παιχνίδι. Θυμάστε αντίστοιχες…;
Πάρα πολύ ωραίες, πάρα πολύ ωραίες αναμνήσεις. Πολύ παιχνίδι στη γειτονιά, μεγάλη γειτονιά, πολλά παιδιά. Πρέπει να πω ότι το χωριό μου είναι κεφαλοχώρι. Είχαμε ζώα, στο σπίτι μας εμείς είχαμε αγελάδα, από την οποία μας έτρεφε η μαμά μας. Υπήρχε ο κήπος στο σπίτι, που μπορούσαμε να συντηρηθούμε το καλοκαίρι. Υπήρχαν σαράντα κότες. Υπήρχε το ποτάμι, υπήρχε η λίμνη, που ήταν τα ψάρια. Και θέλω να πω, στο παιχνίδι, εκτός από το παιχνίδι της γειτονιάς, υπήρχε το παιχνίδι στη λίμνη. Εμείς μπαίναμε μόνο στη βάρκα, τα κορίτσια, αλλά τα αγόρια στην αποβάθρα ριχνόταν από πολλά μέτρα και υπήρχε κίνδυνος και να σκοτωθούν, αλλά το κάναν. Το χωριό μου ήτανε… Υπήρχαν μεταγωγικά πλοιάρια, πλοία, «καραβάκια», που τα λέγαμε, που πηγαίνανε στην πόλη της Καστοριάς. Πρέπει να πω ότι το Μαυροχώρι ήταν επίνειο της Καστοριάς. Και τα παιχνίδια στο ποτάμι. Εδώ μπορώ να σας πω, έχω γράψει και μία εργασία στο Λύκειο, η οποία είναι στη βιβλιοθήκη του Λυκείου, «Η καθαριότητα του Σαββάτου και τα παιχνίδια στο ποτάμι». Το ποτάμι μας λέγεται Σταραρέκα και υπάρχει αυτή η σλαβική ονομασία, γιατί έχουν περάσει πάρα πολλοί κατακτητές από την περιοχή μας. Και το ποτάμι λέγεται Ξηροπόταμος και εκεί, λοιπόν, πηγαίναμε τα Σάββατα, οι μαμάδες μας να πλένουν τα ρούχα κι εμείς τα παιδιά να παίζουμε. Είναι οι καλύτερες αναμνήσεις που έχω. Εγώ έμαθα κολύμπι κάτω από τη γέφυρα, που ήταν πιο βαθύ, τα αγόρια ψαρεύανε τα πολλά ψάρια στις όχθες και οι μαμάδες ανάβαν φωτιά, βάζαν τον τενεκέ με τα ρούχα μέσα, πλένανε τα ρούχα στις πλατιές τις πλάκες εκεί, και τα κιλίμια τους, όταν κάναν τη γενική καθαριότητα. Και μετά, στο τέλος, αφού παίρναμε τα ψάρια, είχαμε τα ρούχα καθαρά από τις μαμάδες, οι οποίες μεγάλο αγώνα… Φυσικά είχαν και τα κουτσομπολιά τους εκεί και τα γέλια τους. Κάναμε το λούσιμο, μας λούζανε κι εμάς, μας καθαρίζανε τα βρόμικα πόδια, γιατί ήμασταν όλη μέρα στα χώματα, με μία κεραμίδα, δηλαδή η απολέπιση τώρα γινόταν από τότε με κεραμίδα, και γυρνούσαμε στο σπίτι, κατάκοποι μεν, αλλά ευτυχισμένοι. Δηλαδή κάθε Σάββατο ήτανε το καλύτερο. Τα παιδικά μου χρόνια, γιατί το χωριό μου, όπως είπα, είναι μεγάλο, είχαμε πολλές γιορτές. Τρεις μέρες γλέντι τα Χριστούγεννα και τον Άγιο Βασίλη, γινόταν παρέλαση με καρναβαλιστές, υπήρχαν εφτά καφενεία γεμάτα με κόσμο, με χορό, γινότανε το μεγάλο πανηγύρι τον Σεπτέμβριο, δύο εβδομάδες, από τις 16 του Σεπτέμβρη μέχρι… μετά από δύο βδομάδες πήγαινε στο Άργος. Πάρα πολύς κόσμος. Δηλαδή τα παιδικά μου χρόνια ήτανε… Παρόλο που υπήρχε, όπως προείπα, μεγάλη στεναχώρια στο σπίτι και πάντα η έλλειψη του πατέρα. Είναι να απορείς, δηλαδή υπήρχε μία έλλειψη παρούσα. Κάθε μέρα γινότανε αναφορά από τη μαμά μου για τον μπαμπά μου. Κάθε μέρα. Ακόμη και τώρα, μετά από πενήντα πέντε χρόνια που έχει πεθάνει, θα τον αναφέρει κάθε μέρα. Κι αυτό δείχνει και την αγάπη που υπήρχε. Και την έχω μεταφέρει και στο παραμύθι. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ωραία, ήτανε δηλαδή… Το καλοκαίρι, εκτός από τα παιχνίδια, είχαμε και μία υποχρέωση: τα παιδιά της 5ης και 6ης τάξης, οι μαθητές δηλαδή της 5ης και 6ης τάξης, είχαμε υποχρέωση να πηγαίνουμε να ποτίζουμε τον λουλουδόκηπο του σχολείου μας. Γύρω γύρω από το σχολείο υπήρχε παρτέρι με κάθε λογής λουλούδια, τριανταφυλλιές, ντάλιες, μαργαρίτες, και πηγαίναμε ποτίζαμε, για να μην ξεραθεί. Αυτό μας έδινε και μια υπευθυνότητα, την οποία είχαμε και μετά σαν ενήλικες. Τα καλύτερα έχω να θυμάμαι απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Αυτά.
Γενικά, στις δουλειές του σπιτιού, ας πούμε, είπατε ότι είχατε ζώα δικά σας, κήπους κλπ., συμμετείχατε;
Το ζώο που είχαμε στο σπίτι ήτανε η αγελάδα, η οποία πουλήθηκε κάποια στιγμή. Συμμετείχα σε όλες τις δουλειές. Δηλαδή στο τάισμα στις κότες, στο μάζεμα τα αυγά, στο χωράφι πήγαινα μικρή… Και στο χωράφι πήγαινα μικρή… Κι αυτό θα το αναφέρω. Φεύγοντας από το Δημοτικό σχολείο, η απόσταση ήταν περίπου ενάμισο χιλιόμετρο για να πάω στο χωράφι, μέσα από χωράφια. Μου έλεγε λοιπόν η μαμά μου: «Όταν θα ’ρχεσαι, θα τραγουδάς». Και της έλεγα: «Γιατί;». «Θα τραγουδάς». Μεγαλώνοντας, μου είπε ότι: «Όταν περάσεις από κάπου και ακούσει κάποιος ότι περνάς, αυτός που θέλει να σε κάνει κακό, δεν θα σε κάνει, γιατί ο άλλος θα έχει ακούσει ότι η Μαρία πέρασε την τάδε ώρα». Δηλαδή κάποιες σκέψεις προστασίας σε ένα παιδί το οποίο 8-9 χρονών έκανε μια διαδρομή μες στα χωράφια, στον δρόμο δηλαδή για τα χωράφια, για να πάει στη μαμά του η οποία δούλευε στο χωράφι με τη γιαγιά τη Μαρία, να φάω το μεσημεριανό. Και εκεί βοηθούσα τη μαμά μου, έβλεπα και τον κόπο της και βοηθούσα τη μαμά μου. Και στο φυτώριο που είχαμε, γιατί ήταν πάρα πολύ εργατική, είχε φυτέψει μόνη της φυτώριο, 3 στρέμματα. Είχε φασόλια, είχε κήπο, όλα αυτά για το σπίτι. Είχε γουρούνι, το είχαμε στο σπίτι. Το φοβόμουν αυτό, δεν το πλησίαζα, ήταν άγριο. Τον κήπο του σπιτιού τον πότιζα κάθε βράδυ και βοηθούσα πολύ στις δουλειές του σπιτιού. Από 9 χρονών έπλενα πιάτα, με ένα σκαμνάκι, και γινόταν αυστηρός έλεγχος, σκούπιζα, καθάριζα και κεντούσα. Έτσι ήτανε. Μία σωστή γυναίκα για να μεγαλώσει, ένα σωστό κορίτσι για να μεγαλώσει έπρεπε να μάθει να σκουπίζει, να πλένει και να υπακούει. Κάτι δύσκολο μ’ εμένα, αλλά ήμουνα λίγο αντιδραστική. Θέλω να πω μια περίπτωση, ότι είχα μαλώσει μια φορά πάρα πολύ άσχημα με τον αδερφό μου και έφυγα από το σπίτι και βρήκα καταφύγιο στο σχολείο, καθόμουν στην αυλή του σχολείου. Με ψάχνανε σε όλο το χωριό, ήμουν 13 χρονών, με ψάχνανε σε όλο το χωριό και τελικά με βρήκαν στο σχολείο –γι’ αυτό είπα και το σχολείο ήταν το καταφύγιό μου. Καθόμουν στην αυλή για να ηρεμήσω. [00:50:00]Θέλω να πω σε σχέση με το τότε, με το τώρα, πόσο δύσκολη ήταν η δικιά μας η ζωή τότε από άποψη της ελευθερίας. Δεν το καταλαβαίνεις όταν είσαι… Αντιδράς μεν, αλλά δεν το καταλαβαίνεις πόσο περιορισμός υπήρχε και πόσο επιβολή της κοινής γνώμης. Δηλαδή τι θα πει ο δίπλα. Τώρα χαίρομαι που βλέπω τις κοπέλες να μη νοιάζονται, το χαίρομαι. Έχει ξεφύγει λίγο η κατάσταση στο ότι τα κορίτσια τώρα δεν πολυνοιάζονται. Ίσως κι αυτό κάνει κακό και στα ίδια τα κορίτσια, αλλά για μένα, καλά κάνουν. Γιατί άμα ζεις με το τι θα πει ο δίπλα, τι θα πει ο θείος, δηλαδή… Ένα άλλο παράδειγμα: 13 χρονών πήγα στον θείο μου, τον αδερφό του πατέρα μου, να πάρω άδεια να φορέσω παντελόνι. Δεν το συγχωρώ στον εαυτό μου ακόμη και τώρα, δεν το συγχωρώ. Πήρα άδεια να φορέσω παντελόνι. Γιατί όποιος φορούσε παντελόνι τότε… ήτανε μεμπτό. Αυτά.
Οπότε υπήρχε έλεγχος όχι μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας, αλλά και από θείους κλπ.
Βέβαια, βέβαια. Πάρα πολύ έλεγχος. Και ένα άλλο που θέλω να πω, γιατί όταν πήρε απόφαση η μαμά μου να μην πάω σχολείο, ότι κανένας θείος, παρόλο που είχαν ζήσει στο εξωτερικό, κανένας θείος δεν ήρθε να πει –είχαν δει την αλλαγή εκεί: «Όχι, άφησέ την. Να πάει, να συνεχίσει. Τι θα πει: “Κορίτσι είναι και δεν επιτρέπεται”;». Τι να πω; Υπήρχε έλεγχος και καλώς σταμάτησε αυτός ο έλεγχος. Η επανάσταση που έκανε η γυναίκα με βρίσκει σύμφωνη. Με βρίσκει σύμφωνη! Δεν μπορεί να παίρνεις άδεια… Ακόμη κι από τους γονείς σου, δηλαδή μέχρις ένα όριο. Από εκεί και μετά πρέπει να έχεις και τη δική σου βούληση.
Και ξεκινάτε το σχολείο. Εκεί τι άλλες εικόνες έχετε, αναμνήσεις; Από τις πρώτες τάξεις, που είναι… λίγο πιο εύκολες θα τις χαρακτήριζα, και μετέπειτα μεγαλώνοντας.
Στο Δημοτικό;
Στο Δημοτικό.
Όπως σου είπα, πήγα σχολείο γύρω στα 3μισι. Όλα μού ήτανε τόσο ευχάριστα, τόσο ευχάριστα, και με τους συμμαθητές μου. Παρόλο που υπήρχε, σε καταστάσεις έντασης, όταν μαλώναμε σαν παιδιά, ότι υπήρχε το εύκολο: «Είσαι αούτισα» ή τον αδερφό μου: «Τουρκάκι», «Εσείς είστε…». Τώρα το «αούτισα», όταν πλέον μεγάλωσα και έμαθα ότι το «αούτος» είναι αρχαίο, δηλαδή ναι. Κάπου καταλαβαίνεις ότι κι αυτά δεν ξέρανε, αυτά ακούγανε στο σπίτι τους, αυτά λέγανε. Όλα στο σχολείο μου ήταν υπέροχα, όλα. Εκτός το ξύλο που δίνανε στα παιδιά. Και έχει φάει ο αδερφός μου πάρα πολύ ξύλο, γιατί κάνανε ζαβολιές. Στο χωριό μου θέλω να σου πω ότι τότε υπήρχε σινεμά. Τα παιδιά 12 χρονών, 11 χρονών, θέλανε να πάνε σινεμά. Απαγορευόταν, παρόλο που το έργο δεν ήτανε ακατάλληλο. Όταν κάποιος έλεγε ότι πήγαν τα παιδιά κρυφά σινεμά, τη Δευτέρα τρώγαν ξύλο. Θέλω να πω ότι στο χωριό γινότανε κάθε Σάββατο πάρα πολύ μεγάλο παζάρι, κατέβαιναν όλα τα χωριά. Δηλαδή ήταν ένα χωριό το οποίο ήταν ανοιχτό σε όλους. Και όμως το ογδόντα τοις εκατό των παιδιών της ηλικίας μου δεν πήγε σχολείο. Ενώ άλλα χωριά, πάνω ψηλά στα βουνά, όπου οι γονείς τους ήτανε με τα πρόβατα, με κοπάδια από πρόβατα, όλα τα παιδιά έχουν σπουδάσει. Να πω ένα παράδειγμα, ένα χωριό, τη Λάγκα, εδώ στην περιοχή μας, είναι όλοι δικηγόροι και γιατροί. Ενώ το Μαυροχώρι, δίπλα από την… είκοσι λεπτά είναι με το αστικό λεωφορείο η Καστοριά, τα παιδιά πήγαιναν στην Καστοριά μόνο για να δουλέψουν και όχι να πάν’ σχολείο. Και όσες οικογένειες στείλαν τα παιδιά τους, δηλαδή εγώ τους βγάζω το καπέλο, τους δίνω συγχαρητήρια. Υπήρχε οικογένεια με τέσσερα παιδιά, ο πατέρας ψαράς στη λίμνη… Γιατί η λίμνη έδινε, δούλευαν, υπήρχε σύλλογος με εξήντα μέλη, υπήρχαν βάρκες μέσα. Βγαίνανε τα καράβια το πρωί, υπήρχε σκάλα, γινότανε… ζυγιζότανε, γινόταν δημοπρασία από εμπόρους και μετά φεύγανε τα ψάρια Φλώρινα, Καστοριά, Κοζάνη. Δηλαδή υπήρχε κίνηση στο χωριό, πηγαίνανε σε άλλες περιοχές, αλλά δεν μπορούσαν να σκεφτούν ότι το βήμα είναι η μόρφωση, είναι το σχολείο, είναι τα όπλα που πρέπει να δώσεις στο παιδί σου. Υπήρχε, λοιπόν, οικογένεια όπου ο πατέρας ήτανε ψαράς και σπούδασε και τα τέσσερά του τα παιδιά καθηγητές. Η μία, η Μάχη, έναν χρόνο μεγαλύτερη από μένα, τώρα βγαίνει στη σύνταξη ως διευθύντρια Λυκείου. Υπήρχαν και οικογένειες… Κι αυτό θέλω να το πω, ότι πόσο πολύ με επηρέασαν κι οι παρέες που έκανα. Υπήρχε μία κυρία που είχε τρία κορίτσια κι αυτή τα σπούδασε, ήμουνα φίλη με τη Μαρία τη Γκέτσιου, τη μία της την κόρη, έναν χρόνο μικρότερη, και πήγαινα στο σπίτι τους και έβλεπα το άλλο επίπεδο. Τα παιδιά να μαθαίνουν κιθάρα, τα παιδιά να ’χουν φροντιστή στο σπίτι για κάτι καλύτερο στην εκπαίδευσή τους, ενώ στο δικό μου σπίτι, όταν δεν καταλάβαινα κάτι –και τώρα να πάω σε αυτό που ρώτησες για το σχολείο–, ενώ στο σχολείο μου περνούσα υπέροχα, στο σπίτι, λοιπόν, όταν έλεγα τη μαμά μου να μου δείξει, να μου λύσει κάποια απορία που είχα στο μάθημα, έπαιρνε το βιβλίο και το πετούσε. Καταλάβαινα ότι ήτανε σε… Ίσως και δεν ήξερε, αλλά και όλη αυτή η πίεση που είχε, που είχε μείνει μόνη της κι έπρεπε να μεγαλώσει δύο παιδιά και το γύρω γύρω από πιέσεις, από οικογενειακές καταστάσεις… Εμένα όμως… Δεν το ’βαζα κάτω. Υπήρχε στη γειτονιά η Νίνα η Αντωνιάδου, η οποία είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και ήταν βοηθός μικροβιολόγου στην Καστοριά, ακριβώς δίπλα από το σπίτι μου. Έπαιρνα το βιβλίο μου, 7 χρονών, και πήγαινα στη Νίνα και η Νίνα μού έδειχνε ποιο είναι το σωστό. Και όταν, λοιπόν, βρισκόμουνα σε δυσκολία, είτε στα μαθηματικά, είτε σε κάποιο άλλο μάθημα, δεν ρωτούσα πλέον τη μαμά μου, έπαιρνα το βιβλίο και πήγαινα στη Νίνα, η οποία –να ’ναι καλά, βρίσκεται στον Καναδά– με βοήθησε πάρα πολύ. Βρίσκεις λύσεις όταν θέλεις κάτι. Έχω… Εκτός ότι δίνω… βάζω ότι έκανε λάθος η μαμά μου όταν με σταμάτησε απ’ το σχολείο, και στον εαυτό μου βάζω το λάθος, ότι έπρεπε να επιμείνω. Έπρεπε να επιμείνω, γιατί αμέσως μόλις εγώ ξεκίνησα να δουλεύω, στο χωριό μου έγινε Γυμνάσιο. Όταν, λοιπόν, εγώ πήγαινα… Το χωριό μου έχει μια μεγάλη πλατεία και όταν εγώ πήγαινα στο μαγαζί για να δουλέψω, στους θείους μου, κατέβαιναν τα παιδιά απ’ το Γυμνάσιο. Κι εγώ, όταν προσπερνούσα τα παιδιά και έφευγα να πάω στο μαγαζί, έκλαιγα. Δηλαδή δεν ήτανε ούτε η μιάμιση δραχμή που θα ήταν το βάρος στα κόμιστρα, στο αστικό. Είχε έρθει πλέον το σχολείο στο σπίτι, μες στο χωριό. Και τον εαυτό μου δεν τον δικαιολογώ. Και πολλές φορές, επειδή είπα ότι γράφω, σ’ ένα ποίημα σε μια δύσκολη στιγμή, έγραψα: «Θα άλλαζα της ζωής μου όλα τα δεδομένα και θα κράταγα μόνο τα παιδιά μου κι εσένα». Και το είχα αφιερώσει στον άντρα μου, ο οποίος μου λέει ότι: «Μη στεναχωριέσαι, γιατί όλα αυτά πέρασαν». Θέλω να πω ότι σε όλη την προσπάθεια, στην προσπάθειά μου τώρα στο Πανεπιστήμιο, έχω στήριγμα τον άντρα μου. Είναι μαζί μου τις τρεις μέρες που ανεβαίνουμε επάνω, με βοηθάει, με συμπαραστέκεται, χαίρεται για αυτό που κάνω και έτσι μπορώ κι εγώ είμαι πιο ελεύθερη, δεν έχω δηλαδή κάποιο αρνητικό συναίσθημα, να πω ότι κάτι με πιέζει από πίσω ή δίπλα μου, προχωρώ και τα πάω και πολύ καλά στο σχολείο, γιατί αυτό που κάνω το αγαπώ, δεν θέλω να πουν οι καθηγητές μου ότι: «Ήρθε για να περάσει τη σχολή έτσι», θέλω να μάθω και θέλω να ανταποκρίνομαι σε αυτό που ζητάνε.
Ενότητα 3
Εργασία σε γουναράδικα της Καστοριάς, επιστροφή στο σχολείο και ενασχόληση με τη συγγραφή
00:59:55 - 01:35:08
Όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε, σας πάω λίγο πάλι πίσω, σε τι πόστο σάς είχανε βάλει;
[01:00:00]Κατευθείαν μπήκα ως μηχανικός στα δέρματα, κατευθείαν στα δέρματα, γιατί υπήρχανε… Η βιοτεχνία της γούνας, να πω λίγα λόγια γι’ αυτό, το ογδόντα τοις εκατό των κατοίκων της πόλης και των γύρω νομών, ήρθαν πάρα πολλοί και εγκαταστάθηκαν στην Καστοριά λόγω της γούνας, και από Καστοριά και από Φλώρινα και από Γρεβενά. Λοιπόν, τα ζώα αυτά εκτρέφονται, είναι τα μινγκ. Κάποια στιγμή υπήρχαν και οι λαγοί, υπήρχε και το άγριο κυνήγι, το οποίο απαγορεύτηκε μετά, όπως ήταν η λυγξ, όπως ήταν οι λύκοι, αυτά απαγορευτήκανε. Λοιπόν, παίρνεις το ζώο, εκτρέφεται το ζώο, όπως δηλαδή εκτρέφονται οι κότες, τα γουρούνια κτλ., και μετά παίρνεις το δέρμα και γίνεται η επεξεργασία. Υπάρχει επεξεργασία μετά, όταν έρθει στο εργαστήριο, γίνεται το σταμάτωμα, δηλαδή παίρνει κάποια μέτρα, 60 πόντους, και μετά κόβεται σε μηχανή 5 χιλιοστά, 4.5 χιλιοστά, κόβεται αυτό το δέρμα που έχουμε και πρέπει αυτό να ραφτεί σε μια μηχανή ειδική και να πάρει τα μέτρα που θέλει ένα παλτό. Πρέπει να πω ότι όλοι όσοι δουλεύανε στη βιοτεχνία της γούνας δουλεύανε με το εξωτερικό. Τα παλτά φεύγαν Αμερική, Ευρώπη, Γερμανία, Γαλλία, και λίγα παλτά στην Ελλάδα, γιατί το κρύο ήτανε δυνατό. Δεν είχε βγει η συνθετική γούνα. Και το λέω αυτό γιατί έχει κατηγορηθεί η γούνα από τους οικολόγους… Είναι οικολογικό προϊόν, διαλύεται, ενώ η συνθετική γούνα είναι πλαστικό, δεν διαλύεται. Το ότι σκοτώνονται τα ζωάκια είναι… ναι μεν σκοτώνονται τα ζωάκια με κάποιον τρόπο, διότι δεν πρέπει να χαλάσει το τρίχωμα, στέλνουνε… αέρια στην αρχή βάζαν, τώρα δεν ξέρω πώς τα θανατώνουν. Υπάρχει όμως το άλλο, ότι πρέπει να ζεσταθείς. Και αυτό φάνηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, όταν πλέον άνοιξε η αγορά της Ρωσίας και όταν ήρθαν οι Ρώσοι εδώ, οι οποίοι έχουνε μείον 30 και μείον 25, και άνοιξε η αγορά και φεύγανε κατά χιλιάδες τα παλτά. Εγώ, λοιπόν, εργαζόμουνα στη μηχανή αυτή. Πρέπει να πω ότι μετά το σταμάτωμα, τα παίρνει κάποιος που τα χρωματίζει, ρίχνει το χρώμα δηλαδή στο τρίχωμα –τεχνίτης εδώ ήταν ο άντρας μου, και πάρα πολύ καλός τεχνίτης–, και μετά το ’παιρνε ο μηχανικός. Αφού ενωνότανε και γινότανε ένα παλτό, το ’παιρνε ο σταματωτάς, το ’φερνε στα μέτρα του παλτού και του μοντέλου, και μετά ενωνότανε σαν παλτό και το ’παιρνε μετά η φοδραρίστρα και περνούσε τη φόδρα και το ετοίμαζε έτοιμο παλτό. Δηλαδή υπήρχαν στάδια, έξι-εφτά στάδια, ώσπου να φτάσει να γίνει ένα παλτό. Εγώ εργαζόμουνα στη μηχανή και έραβα δέρματα. Ξεκίνησα δηλαδή, όταν πήγα στο εργαστήριο των θείων μου, κατευθείαν ως μηχανικός. Κι εκεί γινότανε ο έλεγχος. Δούλευα μαζί με άλλα δύο κορίτσια, τη Χάρη τη Γώγου, η οποία έγινε μετά νύφη μου, την παντρεύτηκε ο αδερφός μου, και τη Ρίτσα τη Σουμαλιά, και αυτές τέσσερα χρόνια μεγαλύτερες από μένα. Εγώ ξεκίνησα 13 χρονών. Γινότανε λοιπόν έλεγχος και πάρα πολύ μεγάλος… Πώς να το πω; Μας μαλώνανε πάρα πολύ, ώστε να μάθουμε να δουλεύουμε σωστά. Ήμουνα πάρα πολύ καλή στη δουλειά μου, δούλεψα πάρα πολλά χρόνια και πάρα πολλές ώρες. Υπήρχε τότε πάρα πολλή δουλειά. Στο σπίτι μου, δούλευα μέσα στο σπίτι, με τον αδερφό μου και τη νύφη μου, και οι τρεις μηχανικοί, και όταν παντρεύτηκα –όπως είπα, μέναμε στην Καλλιθέα, στην Καστοριά–, ήταν το σπίτι μας και δίπλα είχα το εργαστήριο, όπου είχα τη μηχανή μου και ερχότανε τα αφεντικά, που λέγαμε τότε, οι εργοδότες, και μαλώνανε από ποιον θα δουλέψω. Ο δε ένας με προπλήρωνε, για να μη δουλέψω από τους άλλους. Να ’ναι καλά ο Κώστας ο Παπάζογλου, έχει πεθάνει τώρα, όπου βρίσκεται. Αυτά με την εργασία.
Πόσο εύκολο ήτανε για ένα παιδί 13 χρονών να δουλεύει σε κάτι τέτοιο;
Δεν ήταν εύκολο. Βλέπω τώρα τα παιδιά 13 χρονών, που παίζουν στην πλατεία εδώ, και θυμάμαι να δουλεύω από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ, με μία ώρα ξεκούραση. Δεν ήταν εύκολο, αλλά ήταν ότι ήταν όλα τα παιδιά. Δεν βλέπαμε δηλαδή… Το ογδόντα τοις εκατό, όπως σου είπα, απ’ το χωριό μου ήμασταν εργάτες στη γούνα. Και έτσι… Συν ότι βγάζαμε λεφτά, γιατί άφηνε μεροκάματο. Δηλαδή να σου πω ένα παράδειγμα: εγώ κάποια στιγμή, δουλεύαμε στο σπίτι, στο Μαύροβο, όταν ήμουνα ακόμη ελεύθερη, και μας φέρνανε οι εργοδότες από την Καστοριά τα παλτά στο σπίτι, ούτε καν είχαμε μετακίνηση. Ένας από τους εργοδότες ήταν ο άντρας μου, έτσι γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε. Εγώ, λοιπόν, δούλευα από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ, έβγαζα τον μήνα 30.000, 13-14 χρονών, το ’78-’79. Ένας υπάλληλος στην τράπεζα έπαιρνε 2.700 τον μήνα. Δηλαδή τα λεφτά ήταν πάρα πολλά.
Τα χρήματα αυτά τα διαχειριζόσασταν εσείς ή πηγαίναν στο ταμείο του σπιτιού;
Τα χρήματα τα διαχειριζόμουν εγώ, έδινα ένα χιλιάρικο τη μαμά μου την εβδομάδα για τα έξοδα του σπιτιού και τα άλλα τα έβαζα στην τράπεζα, για να έχω για την προίκα που λέγανε, ντυνόμουν, ό,τι ήθελα να πάρω στο σπίτι, κάτι έξτρα από τα 1.000 ευρώ που έδινα. Βοηθούσα δηλαδή το σπίτι, αλλά τη διαχείριση των χρημάτων την είχα εγώ.
Και συνεχίσατε εκεί για πολλά χρόνια, απ’ ό,τι είπατε.
Ναι.
Και κάποια στιγμή έρχεται η στιγμή και ξεκινάτε το Εσπερινό. Αυτό πώς το…; Μου είπατε και πριν ότι ήτανε κάτι που σας έτρωγε. Πώς ήτανε μετά από τόσα χρόνια να καθίσετε ξανά στα θρανία;
Υπέροχα! Υπέροχα! Πρέπει να πω ότι στο Εσπερινό ήτανε διευθύντρια η κυρία Στέλλα Τέγου-Στεργιοπούλου, με την οποία είμαστε ξαδερφοσυνυφάδες, οι άντρες μας είναι πρώτα ξαδέρφια και ήταν αγαπημένα, τώρα ο Γιώργος ο Στεργιόπουλος έχει πεθάνει, εδώ και δύο χρόνια, σχεδόν ενάμιση χρόνο, όχι δύο. Λοιπόν, μου έλεγε η Στέλλα σε συναντήσεις μας: «Έλα στο σχολείο. Έλα στο σχολείο», αλλά ήταν τόσες πολλές οι υποχρεώσεις που δεν μπορούσα να πάω πιο μικρή. Πήγα λοιπόν 51 χρονών. Ήταν υπέροχα! Υπέροχα! Οι καθηγητές, το σχολείο, οι συμφοι-… Μπορώ να σου πω δηλαδή, στη 2α Γυμνασίου ήμασταν οχτώ μέσα. Ήταν τρεις νεαροί, ο ένας αλβανικής καταγωγής, και δύο άλλοι, που ήταν πάρα πολύ ζωηροί. Πάρα πολύ ζωηροί! Μιλάμε κρεμιόταν από τις πόρτες. Και μου λέει ο καθηγητής: «Μαρία, μην ανησυχείς», λέει, «εμείς θα τους προσέχουμε αυτούς». Ε, μία φορά κρεμαστήκαν από την πόρτα, δύο φορές κρεμαστήκαν απ’ την πόρτα, τρεις φορές από τα παράθυρα, ε μια μέρα σηκώθηκα, χτύπησα δυο φορές το χέρι στο θρανίο, μπροστά στον καθηγητή, τα παιδιά μετά μαζεύτηκαν και γίναμε και φίλοι και περνούσαμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Από όλες τις απόψεις, και από αυτό που μου έδινε το σχολείο και από τους καθηγητές και από… και από τις δομές. Γιατί πρέπει να το αναφέρουμε κι αυτό. Όποιοι ήταν έξω από την πόλη της Καστοριάς, υπήρχε η δυνατότητα, μας δίναν τη δυνατότητα να πηγαίνουμε στο σχολείο με ταξί. Αυτό είχε μία έκταση χιλιομετρική, ακόμη δηλαδή και κοντινά χωριά, του Βοΐου, ερχότανε στο Εσπερινό της Καστοριάς. Έτσι, λοιπόν, ερχόταν κάθε απόγευμα το ταξί έξω από την πόρτα, εδώ στη Μηλίτσα, και [01:10:00]έπαιρνε εμένα, την κυρία Αγνή Στεργιοπούλου, η οποία είχε προηγηθεί και έτσι ακολούθησα κι εγώ, και την κυρία Αλέκα Λουμιάκη, η οποία κι αυτή ήρθε μετά από μένα και έχει τελειώσει, και πηγαίναμε και οι τρεις στο σχολείο.
Πόσο εύκολο ήταν να διαχειριστείτε όλα όσα κάνατε; Είχατε οικογένεια, δουλεύατε και ήτανε και το σχολείο ταυτόχρονα. Και πιο πριν, πριν ξεκινήσετε το σχολείο, πώς τα προλαβαίνατε;
Όπως σου είπα, υπάρχει… Είμαι οργανωτική πολύ. Έχω πολλή θέληση, πολλή θέληση. Και έχω τον σύζυγο, ο οποίος με στηρίζει σε όλες μου τις αποφάσεις. Είναι πολύ έντονη προσωπικότητα, αλλά έχουμε μία συνεννόηση πάρα πολύ καλή και έτσι, επειδή δεν υπήρχε η γκρίνια, δεν υπήρχε η γκρίνια, υπήρχε μια οργάνωση, υπήρχε μία θέληση και υπήρχε ένα αποτέλεσμα, που αυτό το θετικό αποτέλεσμα ήταν βάση για το επόμενο βήμα. Βάση για το επόμενο βήμα και έτσι φτάσαμε αυτή τη στιγμή στο Πανεπιστήμιο, στο Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης στη Φλώρινα. Και σε όλα τα άλλα, γιατί και για τη «Ροδοπέταλη» η χρηματοδότηση δηλαδή ήρθε από τον σύζυγο. Αυτοέκδοση μεν, αλλά αφού είχα σταματήσει να δουλεύω… Με πολλή χαρά το διάβασε, έκανε την κριτική του, πριν το στείλω, και μου είπε: «Προχώρα το, μπορείς!».
Έχετε βιώσει μήπως σκηνικά, και στο σχολείο και στο Πανεπιστήμιο τώρα, που να σας έκαναν εντύπωση, αλλά με αρνητικό τρόπο; Κάτι άσχημο, να σας άφησε κάτι άσχημο.
Στο σχολείο… Από το Δημοτικό να πούμε; Στο Δημοτικό…
Και στο Δημοτικό και μετέπειτα.
Στο Δημοτικό είπαμε ότι υπήρχε το ξύλο, που δεν μου άρεσε καθόλου και καλώς σταμάτησε. Και τώρα, σε μια εργασία που είχα… Σταμάτησε με προεδρικό διάταγμα το 1998. Πρόσφατα. Λοιπόν, αρνητικό… από τους καθηγητές κανένα αρνητικό δεν είδα. Είχαν μεράκι. Εσπερινό σχολείο με ενήλικες μέσα. Είχε και λίγα μικρά παιδιά, μέχρι 18, τα οποία τα είχαν διώξει από όλα τα πρωινά και είχαν έρθει τα παιδιά εκεί. Το μόνο που μου έκανε έτσι λίγο άσχημη εντύπωση, ότι ερχόταν στο σχολείο μόνο για να περνάει η ώρα. Δηλαδή δεν εκτιμούσαν ότι εκεί πας και: «Μάθε κάτι. Κάτι! Κάτι». Αυτό ήταν δηλαδή το μόνο αρνητικό που είδα, να περνάει η ώρα. Ή για κάποιο σκοπό, όπως είπα, να ανέβει ο μισθός, αν ήτανε κάποιος δημόσιος υπάλληλος. Δηλαδή ήταν ένας, ο οποίος ήταν στο νοσοκομείο τραυματιοφορέας, που ήταν από Γυμνάσιο, είχε μπει με απολυτήριο Γυμνασίου και ήθελε το απολυτήριο του Λυκείου και αμέσως ο μισθός θα ανέβαινε 100 ευρώ. Γι’ αυτό τον λόγο δηλαδή. Αυτό το βλέπω σαν αρνητικό, αλλά εντάξει, θα υπάρχουν και αρνητικά.
Είπατε σε κάποιο σημείο ότι η συγγραφή –γράφατε ποιήματα, και γράφετε– λειτουργούσε για εσάς κατά κάποιον τρόπο σαν θεραπεία, ήτανε καταφύγιο. Αυτό το κάνατε από πολύ μικρή;
Πολύ μικρή.
Γράφατε από πολύ μικρή;
Από πολύ μικρή. Το πρώτο ποίημα που είχα γράψει ήτανε στην 6η Τάξη και ήταν η «Προσφυγοπούλα». Και είχα ζωγραφίσει κιόλας μία ποντιακή λύρα. Όταν έφυγα, όταν παντρεύτηκα, η μαμά μου όλα αυτά που είχα εκεί, γιατί έκανα συλλογή γραμματοσήμων, χαρτοπετσέτες –τότε ήτανε της μόδας–, όλα αυτά τα πέταξε και χάθηκε το ποίημα. Να σου πω πώς αντιδράει η ψυχή μου. Στο σχολείο, στο Λύκειο, έγραψα δύο ποιήματα μέσα στην τάξη την ώρα του μαθήματος. Το ένα ήτανε στα Θρησκευτικά, όταν μας… Τώρα αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει, βάλαν άλλο βιβλίο. Όταν η κυρία Τσάντζου διάβασε στην 1ηΛυκείου: «Ο δικός μου Θεός», ήτανε το πρώτο μάθημα, και μας έβαλε ως τραγούδι το τραγούδι του Θαλασσινού. Την ώρα, λοιπόν, που γινόταν το μάθημα εγώ έγραψα ποίημα. Και το διάβασα μετά στην κυρία Τσάντζου, η οποία μου είπε ότι μπορώ να σταθώ και μέσα σε αίθουσα Πανεπιστημίου. Ήταν η πρώτη που μου το είπε, εκεί. Θέλεις να σου το πω;
Βεβαίως.
«Ο δικός μου Θεός έχει δίκαια γνώμη και ζητάει συγγνώμη όταν λάθος μιλά. Ο δικός μου Θεός θέλει γέλια και αγάπη, θέλει πάντα να έχει τα δυο χέρια αγκαλιά. Ο δικός μου Θεός τα ορφανά προστατεύει, το σκοτάδι του Άδη με το φως του σκορπά. Ο δικός μου Θεός θα χορτάσει την πείνα, θα ανοίξει μια πόρτα για να πας μακριά. Ο δικός μου Θεός είναι όλος ο κόσμος, που κοιτάζει τα πάντα με καθάρια ματιά. Ο δικός σου Θεός, εάν γίνει ο δικός μου, τα δικά μας πιστεύω θε να γίνουν φτερά». Αυτό την ώρα… γιατί με ακούμπησε το τραγούδι και όλο το μάθημα των Θρησκευτικών. Και ένα άλλο που έγραψα αντιδρώντας… Έγραψα τέσσερα, αλλά αυτά ήταν τα πιο… αυτά που θυμάμαι τώρα να σου τα πω. Κάναμε μάθημα στο μάθημα των Κειμένων, με την κυρία Κική Λαζαρίδου, και είχαμε μάθημα τον Ζορμπά, κάναμε το κείμενο του Ζορμπά. Όπου ρωτάει ο Ζορμπάς τον Καζαντζάκη, μετά τον θάνατο της… γυρίσανε από την κηδεία της Γαλλίδας, που ήτανε: «Τι είναι η ζωή;», ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, κοιτώντας τα αστέρια. Και ο Καζαντζάκης: «Τι να σου πω; Τι να πω;», λέει, «Ότι η ζωή είναι μία κάμπια πάνω σε ένα φύλλο, που όταν φτάσει στην άκρη θα πέσει;». Και σηκώνω το χέρι και λέω: «Δεν δέχομαι ότι είμαστε κάμπια πάνω σ’ ένα φύλλο». Και μου λέει: «Γιατί, Μαρία; Καζαντζάκης είναι». «Ε, καλά, δεν θα πούμε και όχι στον Καζαντζάκη;». Και ενώ μιλούσε και έλεγε, εγώ έγραφα. Και της λέω: «Τώρα θα σας πω κι εγώ το δικό μου, τι είναι η ζωή, έτσι όπως το πιστεύω εγώ». Θέλεις να σου το πω;
Εννοείται.
«Ύπαρξη». «Γεννήθηκα κλαίγοντας, αλλά με πήραν αγκαλιά. Περπάτησα πέφτοντας, αλλά με σήκωσαν ξανά. Μεγάλωσα θέλοντας, λίγα μου δώσαν, ήθελα πολλά. Τα χέρια μού δέσαν, έλυσα τα δεσμά. Τοίχο μου χτίσαν, κοίταξα ψηλά, είδα ελεύθερο ένα πουλί να πετά. Κατάλαβα, αφού ένιωσα αυτό που με κρατά, η ζωή που μου δόθηκε αξίζει πολλά. Με πνοή και με πνεύμα θα προσπαθήσω ξανά. Η πορεία μου είναι να πηγαίνω μπροστά. Δεν κλαίω για όταν φύγω, το ότι υπάρχω μετρά». Και έτσι κάναμε μία αντιπαράθεση με τον Καζαντζάκη εκεί, ότι δεν είμαστε κάμπια πάνω σ’ ένα φύλλο.
Όλα τα ποιήματα, και τώρα αυτά που είπατε και άλλα που έχω διαβάσει δικά σας, είναι πολύ συναισθηματικά. Η έμπνευση από πού πηγάζει;
Αυτό που ακουμπάει την ψυχή μου ή αυτό που ακουμπάει τη λογική μου. Δηλαδή έχω γράψει ποίημα βλέποντας τον άντρα μου να οδηγεί, έτσι σε μία δύσκολη κατάσταση, πώς έπιασε το τιμόνι και σώθηκε μία κατάσταση και μετά, όταν γύρισα στο σπίτι, έγραψα ποίημα: «Τα χέρια σου». Συνήθως ποιήματα γράφουμε όχι όταν είμαστε πολύ χαρούμενοι, γράφουμε όταν είμαστε λυπημένοι. Και πιστεύω, χωρίς να το γενικεύω, ότι όλοι όσοι γράφουν έχουν περάσει κάποια δυσκολία ή κάτι τους έχει στεναχωρήσει. Για μένα μπορεί να είναι δυσκολία κάτι και για σένα να μην είναι, αλλά ό,τι ακουμπά την ψυχή μου… Δηλαδή για μένα η ορφάνια ήτανε κάτι που επηρέασε την ψυχή μου. Δηλαδή ακόμη θυμάμαι όταν πήγαινα να πάρω… Γιατί από πολύ μικρή η μαμά μου μ’ έστελνε να πάρω τη σύνταξη του μπαμπά μου, που ερχότανε, ας πούμε, στο ταχυδρομείο του χωριού μου, και έγραφε: «Χήρα Αγγελική. Ορφανή Μαρία». Μαχαιριά. Μαχαιριά! Και ίσως γι’ αυτό η ψυχή μου είναι έτσι… τόσο ευαίσθητη να πω; Που δεν είμαι τόσο ευαίσθητη ως άνθρωπος, θέλω να πιστεύω ότι είμαι πιο απαιτητική από τη ζωή. Δηλαδή τους ευαίσθητους ανθρώπους τους φανταζόμαστε και λίγο να τους κάνει ο άλλος κι ό,τι θέλει. Δεν είναι εύκολο μ’ εμένα, δεν παρασύρομαι εύκολα, να με κάνει ο άλλος ό,τι θέλει. Αλλά ό,τι με ακουμπάει θα το γράψω.
Σ’ όλα αυτά τα σκηνικά που αναφέρατε και πιο πριν, ας πούμε στο bullying, εφόσον ορίζεται έτσι, ας το πούμε έτσι, είχατε υποστήριξη από το σπίτι ή το βιώνατε μόνη σας;
Το βίωνα μόνη μου. Να σου πω ότι 13 χρονών έμαθα ποντιακά να χορεύω, γιατί δεν ήθελα. Και αυτό γιατί άλλαξε; Γιατί, όπως λες ότι αυτό το δίπλα σου, μία θεία μου ποντιακής καταγωγής, η [01:20:00]Θεοδώρα η Κυριακίδου, συγγενής του πατέρα μου και μετέπειτα γυναίκα του θείου μου από της μαμάς μου, αδερφό της μαμάς μου… Δηλαδή άρχισαν να παντρεύονται και τις πρόσφυγες και τους πρόσφυγες. Όταν λοιπόν κατάλαβε ότι με πονούσε αυτό, ήταν στην Αμερική και είχε γυρίσει, και μου λέει: «Κοίταξε να δεις», μου εξήγησε τι γινότανε, τι κάνανε οι Έλληνες στον Πόντο, πώς ήρθαν, τον πολιτισμό τους και όλα αυτά. Η μαμά μου δεν τα ’ξερε όλα αυτά για να μου τα πει, ο μπαμπάς μου δεν υπήρχε, οι θείοι μου δεν έδιναν σημασία, η γιαγιά κι ο παππούς δεν μιλούσε και έτσι το μόνο που άκουγα ήτανε: «Αούτισα», «Παλάλα», «Τουρκάκι», «Τουρκόσπορο», «Ήρθατε και μας πήρατε τα χωράφια», «Ήρθατε και μας πήρατε τα σπίτια» κι ό,τι μπορείς να φανταστείς. Όταν, λοιπόν, μου το είπε αυτό η θεία μου και συγκεκριμένα μου είπε: «Αν σου ξαναπούνε: “Αούτο το παιδίον έφαγε το λαχανίον”, εσύ θα πεις: “Εσείς να φάτε το σκατίον”»… Δεν ξέρω αυτό αν το περάσεις. Λοιπόν, άρχισα να καταλαβαίνω τι ήτανε η γενιά μου, τι ήτανε το σόι μου, οι ρίζες μου. Και τότε άρχισα… Στα 13 έμαθα ποντιακά.
Το κλίμα γενικότερα ήτανε δύσκολο δηλαδή. Υπήρχαν έτσι περίεργα σκηνικά ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους γηγενείς εδώ; Θυμάστε;
Παρόλο το χωριό μας που… Εδώ στη Μηλίτσα, ας πούμε, στο χωριό του άντρα μου, δεν δεχόταν, δεν ήρθαν οι Πόντιοι. Σ’ εμάς ήρθαν, στο Μαύροβο, γιατί προϋπήρχαν τα σπίτια τα τουρκικά, αν και ήταν το χωριό, σου λέω, ανοιχτό∙ πανηγύρια, παζάρια, είχανε επικοινωνία και με σλαβόφωνους πληθυσμούς κτλ. Παρόλο αυτό, όμως, αυτό που λες… σκηνικά να πω, πάλι για μένα θα μιλήσω. Στην εφηβεία μου δηλαδή και στα φλερτ που υπήρχαν, οι μαμάδες έλεγαν: «Την αούτισα θα πάρεις; Την αούτισα θα πάρεις;». Και ήρθα σ’ ένα σπίτι, οι οποίοι δεν είχαν σχέση με Πόντιους, και βρήκα μία πεθερά –που πρέπει να την αναφέρω– κι έναν πεθερό που έλεγαν τον άντρα μου, ειδικά η πεθερά μου: «Τη Μαρία και τα μάτια σου». Βρήκα μία αποδοχή το τι είμαι, όχι μόνο από τον άντρα μου, αλλά από την πεθερά μου και τον πεθερό μου, που δηλαδή άλλαξε η ζωή μου. Ενώ στο χωριό ήμουνα «η Πόντια», «η ορφανή», «Δεν θα πάρουμε αυτή την…», «Καλή, όμορφη η Μαρία, αλλά είναι Πόντια»… Ύστερα, γι’ αυτό είπα να ’στε καλότυχες οι νέες οι κοπέλες, να μην πάτε κάπου που να λέν’… Γιατί έχουν γίνει, να είναι παντρεμένο ένα ζευγάρι… Όπως σου είπα, η μαμά μου. Η γιαγιά μου την έλεγε «Βουλγάρα» και οι δικοί της έλεγαν τον πατέρα μου «Τούρκο». Δηλαδή εγώ δεν το ’ζησα αυτό, μετά που παντρεύτηκα. Ίσα ίσα, βρήκα μια αποδοχή και άλλαξε και την… σταμάτησα και να είμαι και τόσο… Γιατί αυτό το συναισθηματικό, που λες, είχα βγάλει και ψυχοσωματικό, δηλαδή είχε ανοίξει το στομάχι μου, είχα πόνους στο στομάχι από 14 χρονών. Τότε δεν ξέραν ότι αυτά είναι ψυχοσωματικά. Ναι, αυτό δηλαδή ένιωσα, καταστάσεις άλλες, δύσκολα δηλαδή γενικά, δύσκολα παίρναν Πόντιες. Όχι ότι δεν παίρναν, αλλά πρέπει να τα ακούς μετά, τα άκουγες, στην πορεία της ζωής σου.
Όπως είπατε, άλλαξε η ζωή σας. Υπήρχαν εκείνοι οι οποίοι ίσως θα ήταν επικριτικοί ή θα φτάνανε σε σημείο να κατακρίνουν αυτά που κάνατε; Υπήρχαν αυτές οι αρνητικές φωνές;
Ναι, ναι. Και κοροϊδευτικές φωνές: «Πού θα πας τώρα, σ’ αυτή την ηλικία, και τι θα κάνεις;». Αλλά όπως σου είπα, το αποτέλεσμα το θετικό, η αποδοχή… η παραδοχή από τους καθηγητές σου, τα καλά λόγια που ακούς κι αυτό που βγαίνει στην κοινωνία μετά, ότι δεν πας μόνο για να πας, να ξεφύγεις από την κουζίνα και από τις υποχρεώσεις σου, πας γιατί θέλεις να μάθεις και αυτό που κάνεις το αγαπάς, που σέβεσαι αυτούς που σ’ το διδάσκουν, νομίζω ότι σταμάτησαν τα αρνητικά. Δηλαδή η κατάσταση ήρθε, και η θέληση η δική μου κι η κατάσταση, τα αποτελέσματα κάναν όλους όσους ήταν αρνητικοί τώρα να καμαρώνουν.
Υπήρξε φορά που να θέλετε να το παρατήσετε;
Όχι, όχι. Όχι, όχι, δεν υπήρξε. Το σχολείο, μετά που βγήκε η απόφαση, δεν… Ίσα ίσα, σου είπα και προηγουμένως, όταν με ρώτησε ο Κώστας ο Ευαγγέλου και οι άλλοι μου οι καθηγητές: «Γιατί ήρθες;», «Γιατί θέλω να προχωρήσω, θέλω να σπουδάσω. Βοηθήστε με να μπορώ να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις που θέλουν οι Πανελλήνιες». Κι εκεί με βοήθησαν πολύ, κάναμε προεργασία με την κυρία Λαγού, μου ’φερε δηλαδή ένα χαρτί, πώς είναι το χαρτί που μας δίνουν όταν γράφουμε Πανελλήνιες: «Έτσι θα γράψεις, θα αφήσεις κενά, μήπως ξεχάσεις κάτι…». Δηλαδή με βοήθησαν πάρα πολύ οι καθηγητές μου, ακόμη και σε αυτό.
Θα σας μεταφέρω λίγο στα περί βιβλίου, στα περί συγγραφής. Η διαδικασία του να το… –εντάξει, το γράψατε, είναι η ιστορία των γονιών σας και η δική σας, κατά κάποιον τρόπο– του να βρείτε εκδοτικό οίκο και να το προωθήσετε, ήταν εύκολη;
Εύκολο ήταν. Καταρχήν, εδώ και οι δικοί μου, που λες… Πρέπει να αναφέρω… Ναι, γιατί είναι και οι δικοί μου μέσα. Πρέπει να αναφέρω ότι έχω σε μια σελίδα… αναφέρω και ως κηπουρό του ροδώνα τον κύριο Παύλο, ο οποίος αγαπάει και φροντίζει τα τριαντάφυλλα του σπιτιού του, του παλατιού λέω εδώ, και φυσικά αναφέρομαι στον άντρα μου. Με τον εκδοτικό οίκο, πρώτη φορά είδα τον εκδότη όταν ήρθε στην παρουσίαση του βιβλίου «Η σκληρή κυρία Πλάκα» της Βερόνικας Αποστόλου, η οποία είναι πρόεδρος των ατόμων με σκλήρυνση κατά πλάκας, και εκεί τον γνώρισα. Και μετά ρώτησα την… Γιατί σκεφτόμουν πώς να το εκδώσω, πού να απευθυνθώ, ρώτησα τη Βερόνικα και με κατατόπισε και πήρα κατευθείαν τηλέφωνο. Μετά πήγα και στα γραφεία, πήρα ταξί από δω και πήγα στα γραφεία με την εικονογράφηση του Νικόλα, μετά που είχαμε συμφωνήσει φυσικά πώς θα προχωρήσουμε. Και είναι πολύ υποστηρικτικοί, δηλαδή είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη. Σε ό,τι ζητήσω, είναι πάρα πολύ υποστηρικτικοί. Στις παρουσιάσεις που γίνονται θα μου στείλουν υλικό, θα μου στείλουν βίντεο. Ήταν εύκολο.
Ακόμα και σε αυτό, υπήρχανε αρνητικές φωνές;
Ναι, ναι, υπήρχαν αρνητικές φωνές, «Τι θα κάνεις τώρα και γιατί και πώς;». Και αυτές οι φωνές σταματήσανε γιατί η θέληση ήτανε πολύ μεγάλη, δεν άκουσα κανέναν. Απ’ τη στιγμή που είχα τον Παύλο δίπλα μου και ήταν θετικός και μου είπε: «Θα κάνεις αυτό που θες και εγώ είμαι εδώ, μη στεναχωριέσαι και για τα οικονομικά και όλα αυτά θα τα καλύψω εγώ», δεν σταμάτησα.
Ωραία. Τώρα, κλείνοντας, τι βλέψεις έχετε για το μέλλον, σ’ όλα τα επίπεδα;
Να πω πρώτα προσωπικά, θα ’θελα να ’χω υγεία, να ’μαι μαζί με τον άντρα μου μέχρι τα βαθιά γεράματα, να ’ναι καλά τα παιδιά μου, οι νύφες μου, τα εγγόνια μου και όλοι όσοι αγαπάω και όλος ο κόσμος. Να ζούμε σε ειρήνη, να υπάρχει πρόοδος σε όλους. Ως προσωπικές βλέψεις για το μέλλον, αφού τελειώσω με το καλό τη σχολή, τέτοιον καιρό του χρόνου θα έχω ορκιστεί και θα είμαι δασκάλα, σκέφτομαι να διδάξω. Κατά πόσο εύκολο είναι, δεν ξέρω. Αυτό που λέω τον σύζυγο, ο οποίος μου λέει: «Τώρα, Μαρία, που θα τελειώσεις τη σχολή, πού θα πηγαίνουμε;»… Γιατί το κάνουμε και σαν βόλτα. Πηγαίνουμε καθόμαστε, όπως προείπα, τρεις μέρες στο ξενοδοχείο, στο «Ελληνίς». Εγώ είμαι στη σχολή, ο Παύλος με περιμένει στο ξενοδοχείο. Του λέω: «Μετά θα δηλώσω νησί και θα πάμε στα νησιά». Αυτό είναι το επόμενο βήμα. Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, σκέφτομαι να ανοίξω κι ένα ΚΔΑΠ. Αν δεν μπορέσω δηλαδή να διδάξω στο Δημόσιο, σε δημόσιο σχολείο, σκέφτομαι να ανοίξω [01:30:00]ΚΔΑΠ, να είναι μέσα και η νύφη μου η μικρή, που έχει… Η νύφη μου η μεγάλη είναι λογίστρια και έχει το γραφείο της… Να είναι οικογενειακό δηλαδή έτσι… Και άλλες κοπέλες… Το ΚΔΑΠ το ξέρεις, έχεις δουλέψει. Δύο είναι δηλαδή οι στόχοι. Θα δούμε ανάλογα πώς θα πάει.
Να συνεχίσετε τις σπουδές σας το σκέφτεστε;
Το σκέφτηκα, αλλά… Νομίζω θα τελειώσω 60 χρονών, τώρα είμαι 59. Νομίζω θα κουράσω τον εαυτό μου για κάτι περισσότερο, για ένα μεταπτυχιακό, ας πούμε. Το συζητήσαμε κι αυτό με τον σύζυγο, αλλά νομίζω ότι πρέπει τώρα πλέον… Γιατί μπαίνοντας, με την πρακτική που κάνουμε στο Πανεπιστήμιο στη Φλώρινα και μπαίνουμε απ’ το 2ο έτος μέσα στις τάξεις, με ενθουσίασε τόσο… Δηλαδή παρόλο που είναι δύσκολη δουλειά, πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, τόσα πολλά παιδιά, με τόσες απαιτήσεις, να είσαι εσύ εκεί και να μαθαίνεις, να διδάσκεις στα παιδιά, εγώ φεύγοντας απ’ τις διδασκαλίες, ήμουν ανακουφισμένη, ήμουν ευχαριστημένη. Και θα ’θελα να το ζήσω αυτό. Γι’ αυτό το μεταπτυχιακό δεν το σκέφτομαι ακόμη, αλλά δεν ξέρω, μπορεί. Σκέφτομαι τώρα στα πανεπιστήμια θέλω να μπω, σε σεμινάρια που δίνουν, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, θα μπω του χρόνου, γιατί δεν δεχότανε… έπρεπε να έχεις τελειώσει, να ’χεις κάποιο πτυχίο για να μπεις. Ήθελα να μπω στην Ειδική Αγωγή, αλλά θέλανε να είσαι επαγγελματίας, γράφανε. Δεν ξέρω αν έκανα λάθος και δεν το κοίταξα.
Θα σας πω γι’ αυτό. Οπότε, τώρα, για εσάς η διδασκαλία, σε μια γραμμή, τι είναι;
Σε μια γραμμή με πόσες λέξεις;
Το αφήνω πάνω σας.
Εκτός από τη διδασκαλία, πρώτα θα πούμε η μάθηση. Η μάθηση είναι το παν και η διδασκαλία είναι η προσφορά που κάνει ένας δάσκαλος στις νέες γενιές. Προσφέρει δηλαδή τη γνώση, για να έχουν εφόδια οι νέοι. Τη διδασκαλία λοιπόν, αν τη συνοψίσουμε σε δύο, τρεις, τέσσερις λέξεις, είναι η προσφορά στη γνώση, η προσφορά στη νέα γενιά.
Νομίζω δεν θα μπορούσαμε να το κλείσουμε καλύτερα όλο αυτό. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτά που μοιραστήκατε μαζί μας. Εγώ δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω, ίσως κάτι άλλο που θέλετε να πείτε εσείς και δεν σας το ρώτησα; Δεν ξέρω.
Νομίζω καλυφθήκαμε. Εγώ ευχαριστώ που ήρθες, που έκανες τον κόπο και ήρθες από την Κοζάνη στην Καστοριά. Σ’ ευχαριστώ που ήσουν η πρώτη που παρουσίασες το βιβλίο μου –δύο φορές κιόλας. Ευχαριστώ το Istorima για την τιμή, για την τιμή που κάνει σε όποιους θέλουν να πουν την ιστορία τους. Και δεν ξέρω αν το ανέφερα αυτό, το ανέφερα, ότι είναι έργο σωστό γιατί θα μείνει και κάποιοι αργότερα, ίσως σε πενήντα, εξήντα, εκατό χρόνια, να τα ακούν και να ξέρουν τι γινότανε το 2023 ή και το 1964 που γεννήθηκα εγώ, μέχρι το 2023, τι γινόταν στην πατρίδα μας, στην κοινωνική ζωή. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες και πάλι, σου εύχομαι τα καλύτερα και, όπως σου είπα, να είσαι καλότυχη. Μαζί με όλα τα άλλα τα προσόντα που έχεις, σου εύχομαι να είσαι καλότυχη.
Ευχαριστώ!
Φωτογραφίες

Η Ροδοπέταλη, ένας υπέρο ...
Το παρόν βιβλίο περιγράφει κατά κάποιον τρ ...

Η τελευταία μέρα
Ο Σύλλογος Ατόμων με Σκληρυνση κατά Πλάκας ...

Μύριαμ, στην μικρή μου α ...
Το παρόν σκίτσο αποτυπώνει οπτικά το ποίημ ...

Η αφηγήτρια, Μαρία Διαμα ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
«Το σχολείο ήταν το καταφύγιό μου» αναφέρει κάποια στιγμή στην αφήγησή της η κυρία Μαρία Διαμαντίδου και στη συνέχεια εξηγεί τον σημαντικό ρόλο που είχε πάντα για εκείνη η μόρφωση. Ως παιδί προσφύγων, στιγματίστηκε πολλές φορές για την ποντιακή της καταγωγή, μα πείσμωσε περισσότερο. Σταμάτησε το σχολείο στα 13 και για δεκαετίες εργάστηκε ως μηχανικός σε εργαστήριο γούνας στην Καστοριά. Ωστόσο, η αγάπη της για τη μάθηση και το όνειρο να γίνει δασκάλα την ώθησαν στο να παρακολουθήσει μαθήματα σε Εσπερινό Γυμνάσιο και Λύκειο και να δώσει Πανελλήνιες εξετάσεις. Και κάπου εκεί ξεκίνησε το όνειρο, αφού πλέον είναι τεταρτοετής φοιτήτρια, έχει εκδώσει ένα δικό της παραμύθι και προετοιμάζεται για την έκδοση άλλων τριών.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Διαμαντίδου
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καλεμκερίδου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/07/2023
Διάρκεια
95'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
«Το σχολείο ήταν το καταφύγιό μου» αναφέρει κάποια στιγμή στην αφήγησή της η κυρία Μαρία Διαμαντίδου και στη συνέχεια εξηγεί τον σημαντικό ρόλο που είχε πάντα για εκείνη η μόρφωση. Ως παιδί προσφύγων, στιγματίστηκε πολλές φορές για την ποντιακή της καταγωγή, μα πείσμωσε περισσότερο. Σταμάτησε το σχολείο στα 13 και για δεκαετίες εργάστηκε ως μηχανικός σε εργαστήριο γούνας στην Καστοριά. Ωστόσο, η αγάπη της για τη μάθηση και το όνειρο να γίνει δασκάλα την ώθησαν στο να παρακολουθήσει μαθήματα σε Εσπερινό Γυμνάσιο και Λύκειο και να δώσει Πανελλήνιες εξετάσεις. Και κάπου εκεί ξεκίνησε το όνειρο, αφού πλέον είναι τεταρτοετής φοιτήτρια, έχει εκδώσει ένα δικό της παραμύθι και προετοιμάζεται για την έκδοση άλλων τριών.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Διαμαντίδου
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καλεμκερίδου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/07/2023
Διάρκεια
95'