© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Η Λυρική είναι κομμάτι της ζωής μου»

Κωδικός Ιστορίας
24751
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Χριστόπουλος (Ι.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/07/2023
Ερευνητής/τρια
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima, είναι 10 Ιουλίου του 2023 και βρίσκομαι μαζί με τον λυρικό καλλιτέχνη, κύριο Γιάννη Χριστόπουλο. Κύριε Χριστόπουλε, γεια σας.

Ι.Χ.:

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Είναι ιδιαιτέρως τιμητική. Και είμαι στη διάθεσή σας για να απαντήσω και να μιλήσω για ό,τι αφορά τη ζωή μου σε αυτά τα πενήντα δύο χρόνια βίου που έχω ολοκληρώσει μέχρι στιγμής.

Ι.Κ.:

Δικιά μας η τιμή που δέχεστε να μας μιλήσετε.

Ι.Χ.:

Ευχαριστώ πολύ.

Ι.Κ.:

Θέλετε να συστηθείτε λίγο στους ακροατές μας;

Ι.Χ.:

Ναι, βεβαίως. Ονομάζομαι Γιάννης Χριστόπουλος. Είμαι λυρικός καλλιτέχνης, πρωταγωνιστής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την ιδιότητα του τενόρου –οξύφωνου στα ελληνικά. Έχω σπουδάσει και βυζαντινή μουσική. Μάλιστα τη μουσική και το τραγούδι, τη φωνή μου την ανακάλυψα πρώτα μέσω της βυζαντινής μουσικής και τελειώνοντας τις σπουδές μου στη βυζαντινή μουσική, χάρη στην προτροπή ενός πολύ καλού φίλου, αδελφικού φίλου, με ώθησε να ασχοληθώ και με το λυρικό τραγούδι, γιατί θεωρούσε ότι έχω τα προσόντα. Στην αρχή, ήμουν πολύ επιφυλακτικός, γιατί δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με το αντικείμενο. Όπως σας είπα, εγώ ασχολούμαι με τη βυζαντινή μουσική και είχα αφιερωθεί, κυρίως στα χρόνια της εφηβείας μου, πάρα, πάρα πολύ με τη σπουδή. Μάλιστα και σε πολύ σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, είχα διατελέσει και λαμπαδάριος –λαμπαδάριος εννοούμε τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας– σε πολύ καλούς ναούς, με πολύ κορυφαίους πρωτοψάλτες, όπως ήταν ο Απόστολος [Δ.Α.], ο Παναγιώτης Σουσούνης. Δηλαδή, είχα μπει για τα καλά στο κλίμα αυτό, το οποίο και αγαπούσα πολύ, την αγαπούσα ιδιαιτέρως τη βυζαντινή μουσική. Όπως αγαπούσα, βέβαια, γενικά το να τραγουδάω. Τι ήταν αυτό που με συνέδεσε με το λυρικό τραγούδι. Στην εφηβεία μου, δηλαδή εκεί γύρω στην Α’ Λυκείου, μου ξύπνησε η επιθυμία να γίνω ηθοποιός. Το είχα πει και στον πατέρα μου για να τον προετοιμάσω, να το αποδεχτεί. Δεν είχε πρόβλημα. Απλώς, ήθελε με οδηγήσει σε ένα είδος θεάτρου που θεωρούσε σοβαρό ο πατέρας μου. Μου είχε πει: «Κοίταξε να δεις, θα ασχοληθείς, όμως, με τραγωδίες και δεν θα πας να παίζεις σαχλαμάρες». Εν πάση περιπτώσει, εγώ ήμουνα τότε ιδιαιτέρως, έτσι, ιδιότυπα συνεσταλμένος. Κάπου ήμουν, σε κάποια θέματα ήμουν, σε κάποια θέματα δεν ήμουν. Γενικά, η αίσθηση της δοκιμασίας, ακόμα και τώρα, δεν μου κάνει, ας πούμε, καλή αίσθηση, δεν την ευχαριστιέμαι, δεν μου αρέσει να δοκιμάζομαι εύκολα. Και φαίνεται λειτούργησε εκείνη την περίοδο, με αποτέλεσμα να μην –όταν τελείωσα το σχολείο– να μην επιδιώξω να πάω στη σχολή, να δώσω εξετάσεις για το Εθνικό Θέατρο. Πιο πολύ από… ντρεπόμουν. Και παρέμεινα στον τομέα, ας πούμε, της μουσικής της εκκλησιαστικής, της βυζαντινής μουσικής, όπου είχα και την αποδοχή, μου άρεσε, έβγαζα και κάποια χρήματα σαν χαρτζιλίκι, τότε –γιατί, εντάξει, δεν ήτανε επαγγελματικοί… οι αμοιβές δεν ήταν επαγγελματικού, ας πούμε, να σε καλύψουν, περιεχομένου. Και κάποια στιγμή, επειδή πήγαινα και σε τετράφωνες χορωδίες, ενώ είχα σπουδάσει βυζαντινή μουσική, δεν ήμουνα κλειστός ή φανατισμένος, να πω ότι: «Εγώ δεν πάω στους άλλους», ξέρω ’γω. Τεχνηέντως, λοιπόν, ο φίλος μου αυτός συνεννοήθηκε με τα μέλη της χορωδίας του Γεωργίου του Καρύτση τότε, τον μακαρίτη τον Θεοφιλόπουλο τον μαέστρο και τον Αντρέα τον Πασά –κι αυτός είναι μακαρίτης– και μου λένε: «Πήγαινε να βοηθήσεις», μια Κυριακή. Ήτανε μια Κυριακή, τέλη Αυγούστου αν δεν κάνω λάθος. Εκείνη την ημέρα στη χορωδία είχε έρθει ο Μιχάλης ο Παπακωνσταντίνου. Ο Μιχάλης ο Παπακωνσταντίνου είναι ένας πολύ καλός τενόρος, ο οποίος ζούσε στη Γερμανία, σύζυγος της Σαβίνο, η ζει εδώ και είναι καθηγήτρια στο Ωδείο Αθηνών –δεν ξέρω αν είναι ακόμα, πριν κάποια χρόνια ήτανε η κυρία Σαβίνο– και καθηγητής σε μία Ακαδημία στη Γερμανία, δεν [00:05:00]θυμάμαι σε ποια πόλη τώρα… Φρανκφούρτη; Δεν θυμάμαι, μπορεί να κάνω και λάθος. Και όταν τελείωσε η Λειτουργία, μου λένε: «Έλα να σ’ ακούσει λίγο, τη φωνή σου, βρε παιδί μου, πώς είναι η φωνή σου». Πήγα, λοιπόν, πήγαμε στο σπίτι της κόρης του Τάσου του Λεμονή –καθηγήτρια πιάνου η κυρία Λεμονή. Με άκουσε. Είχε έρθει και ο μαέστρος ο Θεοφιλόπουλος και δυο-τρεις άλλοι. Και όταν έκανα κάποιες ασκήσεις που μου είπε να κάνω με τη φωνή μου –γιατί εγώ δεν ήξερα να τραγουδήσω κάποια άρια τότε, ούτε είχε κανένα νόημα να ψάλω κάτι– κλείνει το πιάνο και μου λέει: «Έχεις τη δυνατότητα να έρθεις τώρα στη Γερμανία να ξεκινήσουμε σπουδές;» Εκεί κολακευτικά εσωτερικά. Λέω μέσα μου: «Για να το λέει ο άνθρωπος τώρα αυτός, ε, κάτι αξίζει, δεν είναι… Δεν το λέει έτσι». Του λέω: «Δεν έχω τη δυνατότητα οικονομικά τώρα να υποστηρίξω κάτι τέτοιο». Μου λέει: «Καλά, δεν πειράζει, ξεκίνησε τις σπουδές σου εδώ και του χρόνου βλέπουμε». Όμως, ο Αλέκος ο Θεοφιλόπουλος, μου λέει: «Θα σε πάω στον Γιώργο τον Ζερβάνο, διότι αυτός», μου λέει, «έχει ιταλική σχολή τραγουδιού». Ήταν αυτή η αντίληψη τότε, στους παλαιότερους, ότι: «Κοίταξε, πρέπει να μάθεις και να αποκτήσεις, εφόσον τραγουδάς όπερα, την ιταλική σχολή τραγουδιού». Με πήγε ο ίδιος, αν και ήταν μεγάλος σε ηλικία, με σύστησε στον Ζερβάνο. Ο Ζερβάνος με δέχτηκε πολύ καλά. Σπουδαίος τενόρος, πρωταγωνιστής της Λυρικής Σκηνής και όχι μόνο, και στο εξωτερικό έχοντας κάνει πολλά πράγματα. Και ξεκίνησα τις σπουδές μου στο κλασσικό τραγούδι, όντας, ας πούμε, μόλις είχα τελειώσει, είχα πάρει το δίπλωμά μου στη βυζαντινή μουσική. Με το που ξεκινάω, εντάξει, φάνηκε η προδιάθεση, που λέγαμε, υπήρχε μια καλή εξέλιξη. Και κατά την περίοδο του Μαΐου, μου λέει τότε ο δάσκαλος: «Πήγαινε να κάνεις ακρόαση στη Λυρική Σκηνή για έκτακτος χορωδός» –και σύμπτωση τώρα– «κάνουν “Nabucco”» –όπως και τώρα, Ηρώδειο τότε, Ηρώδειο τώρα. Έχουν περάσει, βέβαια, τριάντα ένα χρόνια από τότε. Τριάντα δύο, ήταν 1992, τώρα είναι 2023. Λοιπόν, πάω, του λέω: «Δάσκαλε, όλο μια άρια ξέρω, με το ζόρι τώρα». «Όχι, όχι, όχι, πήγαινε», μου λέει, «διότι δεν ζητούν τελειωμένους, έτοιμους τραγουδιστές για να είναι πρωταγωνιστές. Θέλουν ανθρώπους που να έχουν ωραία φωνή, φωνή που να μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των κομματιών που πρέπει να τραγουδηθούν από τη χορωδία και γενικά, τενόροι δεν υπάρχουν πολλοί. Πήγαινε σου λέω!» Πήγα, λοιπόν, με μια άγνοια του κινδύνου. Και με πήραν. Έδωσα μια ακρόαση, τότε –ήταν, θυμάμαι, στο «Ολύμπια» και ήταν και πολλά άτομα θυμάμαι. Ήταν πολλοί άντρες, γυναίκες, θυμάμαι, πάρα πολύς κόσμος, που επειδή τους είδα, λέω: «Σιγά μην πάρουν εμένα», δεν είχα τρακ. Πάμε, λοιπόν, ξεκινάμε τις σκηνικές πρόβες, που εκεί πλέον, στις σκηνικές πρόβες, γoητεύτηκα τόσο πολύ απ’ όλη αυτή την ατμόσφαιρα… της μουσικής, των εξαιρετικών τραγουδιστών που ήταν δίπλα, ας πούμε, ήταν ο Μανουγκουέρα, Γκιουζέλεφ –ονόματα σπουδαία. Και κυρίως, για να μιλήσω προσωπικά, η αίσθηση της δράσης, της σκηνικής δράσης, που ήρθε και συνάντησε την εφηβική μου, έτσι, διάθεση να γίνω ηθοποιός. Λέω: «Αυτό θα κάνω», μέσα μου. Έτσι αποφάσισα να… Συν, για να είμαι και ειλικρινής, ότι δεν είχα πετύχει στις πανελλήνιες, λίγο πριν, να μπω στις… στις Πολιτικές Επιστήμες ήθελα να πάω. Αλλά το λέω και σε πολλά παιδιά τώρα, που δεν πετυχαίνουν στις εξετάσεις, ότι εμένα, ας πούμε, η αποτυχία της ζωής μου ήταν το εισιτήριο για να γίνω κάποιος. Γιατί δεν ξέρω, αν έμπαινα στο πανεπιστήμιο και ακολουθούσα τις σπουδές αυτές, αν θα υπήρχε αυτή η εξέλιξη. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι –το πιθανότερο είναι όχι. Διότι θα ’ριχνα το βάρος εκεί. Μη σας τα πολυλογώ –και εδώ αρχίζει το… και είναι, σαν ιστορία, δηλαδή, αστεία. Πολύ χάρηκα, τελείωσαν οι παραστάσεις, ωραία. Έρχεται το καλοκαίρι –πρέπει να ’ταν Ιούνιος όταν κάναμε την παράσταση τότε. Και τυχαία, τέλη του καλοκαιριού, τον Αύγουστο, στην Πλάκα, μπροστά στο Φανάρι του Διογένη, συναντώ ένα φίλο, τον Αντώνη τον… Αντώνη, δεν θυμάμαι το [00:10:00]επίθετό του. Και μου λέει: «Γεια σου, Γιάννη, τι κάνεις;» –είχαμε γνωριστεί στις πρόβες. Μου λέει: «Θα δώσεις», μου λέει, «εξετάσεις για τη χορωδία που θα πάρουν», λέει, «τώρα τους έκτακτους, αλλά για όλη τη σεζόν;» «Δεν ξέρω», του λέω. Λέω μέσα μου: «Θα διαβάσω μια άρια μόνος μου και θα πάω και θα δώσω ακρόαση». Όντως, έτσι έγινε. Πήγα στο βιβλιοπωλείο του Παπαγρηγορίου-Νάκα και τότε έβρισκες –και τώρα βρίσκεις, έτσι, τις άριες τις βρίσκεις μία, όπως βγάζαν τη δεκαετία του ’60-’50 που λες: «Addio, fiorito asil», Πουτσίνι, την «Butterfly», έπαιρνες την άρια –μόνο αυτή, όχι όλο το σπαρτίτο. Και λέω: «Αυτή θα πω, μ’ αρέσει, “Butterfly”», ξέρω ’γω… Είχα αρχίσει, άκουγα και μουσική τότε. Εντάξει, βέβαια, μια άρια που δεν ήτανε για τη φωνή μου τότε, ας πούμε, στυλιστικά, ας πούμε, αυτό που λένε. Αλλά δεν είχα την επίγνωση τότε, ήμουν ένας είκοσι χρονών. Εν πάση περιπτώσει, πάω, τη διαβάζω με μία πιανίστα, δίχως δάσκαλο. Πάω τον Σεπτέμβριο. Η ακρόαση τότε έγινε για τους χορωδούς τους έκτακτους, οι οποίοι, όμως, θα κάναν όλη τη σεζόν, σε όλα τα έργα. Ήταν μεγάλο σχολείο αυτό. Ήτανε στην Τζαβέλλα. Στην Τζαβέλλα, στα Εξάρχεια, εκεί έκανε πρόβες η χορωδία της Λυρικής, μέχρι κάποια εποχή της, δεν θυμάμαι πότε. Σίγουρα, μέχρι τους σεισμούς του ’99, εκεί η Λυρική ακόμα είχε χώρους και κάναν πρόβες μονωδοί και όχι μόνο. Μη σας τα πολυλογώ, δίνω ακρόαση, τότε είχα πολύ τρακ θυμάμαι. Και να ’ναι καλά η Φανή η Παλαμίδη, εξέφρασε όλη την ευαρέσκειά της, που λένε, και κατά τη διάρκεια που τραγούδαγα, ας πούμε. Σηκώθηκε όρθια, λέει: «Αυτός είναι!» –δεν θυμάμαι τώρα. Ήταν ο Νικος ο Συνοδινός, ο Λουκάς ο Καρυτινός στην επιτροπή, ο Τάκης ο Τρούσας –απ’ τη χορωδία, ως μέλος της χορωδίας τότε, του Συνδικάτου της χορωδίας. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι ήτανε, λέω τώρα αυτούς, γιατί τους θυμάμαι. Δεν θυμάμαι αν ήτανε και η περίφημη σοπράνο που ’κανε τις οπερέτες… δεν θυμάμαι, θέλω να πω κάποιο λάθος όνομα, μπορεί να μου ’ρθει στη διάρκεια. Μη σας τα πολυλογώ… Και με πήραν. Έτσι ξεκινάει η σχέση μου, πλέον, με την όπερα σε επαγγελματικό μόνο επίπεδο, χορωδού, διότι από το ’92 μέχρι το ’94, που πήγα στρατιώτης, ήμουνα σε όλα τα έργα. Αυτό ήταν ένα τεράστιο σχολείο για μένα, διότι χάρη στη σχέση με τη χορωδία και με τη σκηνή, τη ζωντανή παρουσία επί της σκηνής –ως χορωδός, δεν έχει σημασία– είχα τη δυνατότητα να ακούσω πάρα πολλά έργα, να τα βιώσω. Να δω σπουδαίους τραγουδιστές. Δηλαδή βρέθηκα, ας πούμε, ξαφνικά να είμαι δίπλα και να βλέπω πρόβες με τον Ρονάλντο Πανεράι, ας πούμε, που έκανε τον Φάλσταφ. Λέω τώρα ένα όνομα που είναι… το βλέπουμε, ας πούμε, με την Κάλλας κι αυτούς. Κι όχι μόνο, Τζιακομίνι, Μαρτινούτσι, Ντιμιτρόβα… δηλαδή, ονόματα μυθικά. Και να τους βλέπεις όχι ως κοινό, «Πήγα και τους άκουσα». Να βλέπεις πώς συμπεριφέρονται στις πρόβες. Είναι ένα μεγάλο σχολείο αυτό, να δεις πώς ο σπουδαίος τραγουδιστής συμπεριφέρεται στην πρόβα, πώς διαχειρίζεται την πρόβα, πόσο τραγουδάει, πώς κάνει οικονομία –αν κάνει οικονομία– στη φωνή. Εν πάση περιπτώσει, και να βλέπεις και πολύ καλούς μαέστρους που ερχόντουσαν, Έλληνες. Έζησα τον Οδυσσέα Δημητριάδη στο «Requiem» του Μότσαρτ, φοβερή εμπειρία. Ήταν μεγάλο σχολείο, μεγάλο σχολείο.

Ι.Χ.:

Μέχρι το ’94, που διακόπτω τη σχέση, γιατί πάω στρατιώτης. Όταν απολύομαι, ξαναδίνω ακρόαση, με ξαναπαίρνουν –γιατί εντάξει, με ήξερε η δασκάλα, κυρία Παλαμίδη. Απλώς σου λέει ότι: «Εφόσον έχεις λείψει, πρέπει να δούμε σε ποια κατάσταση είναι, πήγε στρατιώτης» και να είναι και ορθή, ως προς το γεγονός ότι: «Δεν παίρνουμε μόνο αυτούς που θέλουμε, αλλά ακόμα και αυτοί που ξέρουμε, κρίνονται». Και παραμένω μέχρι το [00:15:00]1998, όπου έχω φτάσει πλέον να τελειώνω τις σπουδές μου στην… –γιατί αυτό το διάστημα εγώ σπούδαζα, μες στη χορωδία. Δηλαδή, ήμουνα και μαθητής, ήμουνα και επαγγελματίας χορωδός. Αλλά ξέρετε τι γίνεται; Ότι η φωνή στο τραγούδι, ό,τι και να λέμε τώρα, αυτό που είχε πει ο Βέρντι ότι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να γίνει τραγουδιστής στην όπερα, είχε πει τρία πράγματα, λέει: «Φωνή, φωνή, φωνή». Είναι καταλύτης. Η φωνητική δυνατότητα. Διότι οι άλλες ανεπάρκειες –αν υπάρχουν– καλύπτονται, συν τω χρόνω, και βέβαια με την εργασία και με τη διάθεση του ανθρώπου. Η απουσία του φωνητικού ταλάντου δεν μπορεί να αναπληρωθεί με καμία εργατικότητα, καμία διάθεση. Κακά τα ψέματα, αυτή είναι μια πραγματικότητα. Είναι σαν να πεις: «Εγώ θέλω να παίξω μπάσκετ μπολ και να παίξω, ας πούμε, σέντερ φορ σε μια ομάδα». Άμα δεν είσαι πάνω από 2.05, ξέρω ’γω, δεν μπορείς. Δεν γίνεται. Αυτή είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, που ό,τι και να λέμε, δεν καλύπτεται. Έτσι, χάρη στη σχέση μου μέσα σ’ αυτό τον χώρο, γνώρισα ανθρώπους, τραγουδιστές, όλους τους Έλληνες σπουδαίους τραγουδιστές της περιόδου εκείνης. Τους άκουσα και τους γνώρισα και με πολλούς έγινα και φίλος. Είχα τη συμβουλή τους. Είναι μεγάλο πράγμα να έχεις συμβουλή ανθρώπων της δουλειάς, που ξέρουν να σου πούνε τι θα γλυτώσεις, πόσο χρόνο μπορείς να γλυτώσεις ακούγοντας έναν άνθρωπο που θα σου πει κάτι σωστό, να αποφύγεις μια λάθος επιλογή σου. Και τότε, τελειώνοντας, έχω αποφασίσει –γιατί πλέον έχω αρχίσει, κάνω κάποια ρολάκια πρωταγωνιστικά ως χορωδός στη Λυρική Σκηνή. Ας πούμε, τον Άλφρεντ πρώτη φορά. Ο πρώτος μου πρώτος μου ρόλος, για να είμαι ειλικρινής, ήταν το 1995, τον Μπόρσα στον «Rigoletto», που με έβαλε ο Ανδρέας ο Κουλουμπής –ήταν τότε υποδιευθυντής του θεάτρου, επί διευθύνσεως Άλκη Μπαλτά. Ο πρώτος μεγάλος ρόλος –μεγάλος… πρωτοδεύτερος, ας το πω έτσι– είναι στη «Νυχτερίδα» ο ρόλος του Άλφρεντ, του τενόρου, του εραστή της Ροζαλίντα, του τρελού… Όπου έχει και πρόζα πολλή και τραγούδι δύσκολο και ντουέτο και άρια, δηλαδή είναι ένας πλήρης ρόλος.

Ι.Κ.:

Αυτές οι πρώτες φορές πώς ήτανε;

Ι.Χ.:

Υπήρχε πολύ, έτσι, τρακ, κακά τα ψέματα. Βέβαια, για να σας πω την αλήθεια, μέσα μου –τώρα, δεν ξέρω, πώς να το δικαιολογήσω– είχα μια ησυχία ότι αυτό το πράγμα θα πάει. Γιατί; Γιατί όλα ερχόντουσαν εύκολα σχετικά. Είμαι τυχερός, σε μεγάλο βαθμό, και οφείλω να το ομολογήσω ότι τα πράγματα δεν μου ήρθαν δύσκολα στη ζωή. Σε αυτό που ήθελα να κάνω, οι πόρτες άνοιγαν σχετικώς εύκολα και αυτό σου δημιουργεί μια αυτοπεποίθηση, μια ασφάλεια, η οποία διαταράχθηκε αργότερα –θα φτάσουμε στην περίοδο εκείνη–, όντας τραγουδιστής –πώς το λένε;– επαγγελματίας πλέον που ήμουν. Δηλαδή, ζώντας από το τραγούδι αποκλειστικά. Είχα τη συναίσθηση, είχα πολύ ενθουσιασμό. Βασικά, ο ενθουσιασμός με προχώραγε. Δεν θα ξεχάσω, όταν έχεις τον Ευαγγελάτο, ο οποίος σκηνοθετούσε, και σου έλεγε: «Πάρ’ το πάνω σου» με αυτόν τον τρόπο που μίλαγε, έτσι: «Πάρ’ το πάνω σου. Πωπώ! Είσαι ταλεντάρα!» ξέρω ’γω, ένιωθες μεγάλη ασφάλεια. Ξέρετε τι γίνεται; Ο άνθρωπος της σκηνής –θα δανειστώ έναν, έτσι, πρωτότυπο όρο του Βασίλη του Παπαβασιλείου– ο σκηνίτης που λέει, εξαρτάται πάρα πολύ, πολύ περισσότερο –κάθε άνθρωπος, αλλά στη σκηνή, όταν δουλεύεις, είσαι σαν να είσαι γυμνός, συναισθηματικά γυμνός. Εξαρτάται πολύ από τους ανθρώπους, πώς σου συμπεριφέρονται. Δηλαδή, οι αρχιμουσικοί, οι σκηνοθέτες. Είναι σε τι περιπτώσεις θα πέσεις. Αν πέσεις σε ανθρώπους οι οποίοι είναι προβληματικοί στη συμπεριφορά τους, έχεις ζήτημα ψυχολογικό. Και αν είσαι νέος, ακόμα περισσότερο, διότι, κακά τα ψέματα, δεν έχεις την ασφάλεια τη συναισθηματική. Αισθάνεσαι ότι διαρκώς είσαι σε μία διαρκή [00:20:00]εξέταση. Ούτως ή άλλως, αυτή η δουλειά, ό,τι και να κάνεις αξιολογείσαι –εντός εισαγωγικών τη λέω τη λέξη τώρα, είναι της μόδας– διαρκώς. Διότι έχεις, καταρχάς, το κοινό, είτε ξέρει είτε δεν ξέρει, έχει δικαίωμα, πληρώνει, σε αξιολογεί. Μετά έχεις τους ανθρώπους τους υπεύθυνους, που είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της όπερας, ο αρχιμουσικός του έργου, ο σκηνοθέτης του έργου που μπορεί να πάει να γκρινιάζει στα γραφεία: «Δεν τον θέλω, τι μου τον φέρατε;» Αυτά συμβαίνουνε διαρκώς. Επομένως, ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος έχει ταλέντο, αλλά έχει και ελλείψεις –κακά τα ψέματα, κανείς δεν γεννήθηκε μαθημένος–, αν πέσει σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να έχει μεγάλο απόθεμα ψυχραιμίας και ψυχικής αντοχής για να αντέξει. Εγώ, ακόμα και σε αυτό, ήμουνα τυχερός, γιατί ήρθα σε έναν άνθρωπο σαν τον Ευαγγελάτο, τον οποίο τον ήξερα πριν καν να ασχοληθώ, ας πούμε, με την όπερα και το θέατρο, τον θαύμαζα, γιατί πήγαινα και έβλεπα παραστάσεις του, του «Αμφιθεάτρου» και του θεάτρου, των τραγωδιών που έκανε. Και τον έβλεπες σαν –πώς το λένε;– σαν τον μεγάλο σκηνοθέτη. Και όταν έβλεπες την αποδοχή του, έπαιρνες φτερά. Έπαιρνες φτερά. Γι’ αυτό, όσο μεγαλώνω, θεωρώ –και κάνω μια παρένθεση τώρα σε αυτά που λέμε, θεωρώ, πιο σημαντική από το τι έκανα εγώ, σαν επισήμανση– ότι στον χώρο της τέχνης, της σκηνικής τέχνης, δυστυχώς –δυστυχώς– υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Ενώ στην κοινωνία βλέπουμε ότι προσπαθούμε να διαμορφώσουμε ένα πολιτισμένο πλαίσιο συμπεριφοράς για να διαρθρώσουμε τις σχέσεις μας με όσο το δυνατόν ειρηνικό τρόπο –εκεί το επικεντρώνω–, ακόμα στην όπερα αυτό το πράγμα δεν έχει επιτευχθεί. Οι αρχιμουσικοί –πολλοί, όχι όλοι οι αρχιμουσικοί–, πολλοί αρχιμουσικοί και πολλοί σκηνοθέτες επιδεικνύουν συμπεριφορές απαράδεκτες, σε ανθρώπινο επίπεδο. Και γιατί είναι απαράδεκτες; Διότι, επειδή αυτοί είναι λόγιοι άνθρωποι –μορφωμένοι άνθρωποι, όχι λόγιοι, λόγιοι δεν είναι, επ’ ουδενί–, μορφωμένοι άνθρωποι, έχουν βρει ένα τρόπο, θα το πω πιο ύπουλο, να ασκούν, αυτό που λένε στην ψυχανάλυση, διαρκώς, ηθικές παρενοχλήσεις στους υφιστάμενούς τους. Με πολλούς τρόπους. Δυστυχώς ,αυτό το λέω, δεν έχει ξεπεραστεί και νομίζω ότι είναι ένα ζήτημα και κυρίως στα νέα παιδιά, που το βλέπω που ακόμα δεν… Το βλέπω και με εξοργίζει πολλές φορές. Γιατί το έχω περάσει κι εγώ νεότερος. Όσο μεγαλώνεις, πλέον, δεν… Δυστυχώς, είναι σαν τον στρατό κι αυτό. Σου μιλούνε λιγότερο… Εντάξει, εύλογο είναι. Κλείνω την παρένθεση αυτή, λοιπόν, απλώς για να δείξω ότι είχα… για την τύχη που ’χα και σε αυτή την περίπτωση. Λοιπόν, και έκανα ρόλους, που λέτε, έκανα διάφορους ρόλους. Μικρούς ή δεύτερους [Δ.Α.] στα «Ξωτικά νερά» του Καλομοίρη –τώρα, σας λέω, πριν την υποτροφία είναι όλα αυτά–, στο Ηρώδειο, έναν από τους πέντε Ιουδαίους στη «Σαλώμη» του Στράους, είχα αρχίσει τον «Nabucco», πάλι στο Ηρώδειο, με την Ντιμιτρόβα πρωταγωνίστρια τότε.

Ι.Χ.:

Και αποφασίζω να δώσω για υποτροφίες να πάω έξω. Εκεί έχει άλλη, τώρα, πλάκα το γεγονός, πάλι με την τύχη –διότι εντάξει, τώρα, δεν θέλω να μιλήσω, γιατί πολλοί ζουν από αυτή την περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, εγώ, για κάποιο λόγο –δεν θέλω να πω– δεν μπόρεσα να συμπληρώσω τα χαρτιά του φακέλου, γιατί δεν είχα συστατική επιστολή από έναν δάσκαλο έξω. Όταν είδα ότι δεν συμπληρώνονται, εν πάση περιπτώσει, εγώ είχα απευθυνθεί κάπου, το άφησα. Και τυχαία πάλι –γι’ αυτό σας λέω– βλέπω τον Δημήτρη τον Γιάκα στη συμβολή Ακαδημίας και Χαριλάου Τρικούπη, που κατέβαινε τα γραφεία της Λυρικής–ήταν εκεί τότε– και μου λέει: «Τι κάνεις; Θα δώσεις», μου λέει, «ακρόαση;» Του λέω: «Δημήτρη, δυστυχώς, δεν μπορώ γι’ αυτόν κι αυτόν τον λόγο». Λέει: «Έλα!» μου λέει, «Τι λες, ρε παιδί μου!» [00:25:00]Να ’ναι καλά όπου να ’ναι, μετά από δυο μέρες βρισκω ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του σπιτιού μου, μου λέει: «Γιάννη, μίλησα με τη Μαντικιάν και είπε ότι αν προλάβεις και βρεις και συμπληρώσεις τον φάκελο, και πέντε μέρες, ξέρω ’γω, πριν την ακρόαση, θα σε ακούσουν». Τότε, ο φίλος μου ο Τάσης ο Χριστογιαννόπουλος με βοήθησε, βρήκαμε μια επιστολή από τη δασκάλα, τη γυναίκα του δασκάλου του, του Άλντο Πρόττι, στην οποία μετά πήγα και την κέρδισα την υποτροφία και συνέχισα τις σπουδές μου εκεί. Έδωσα στις εξετάσεις. Θυμάμαι, είχα τραγουδήσει «Che gelida manina» απ’ τη «Bohème» και το «Parmi veder le lagrima» απ’ τον «Rigoletto», την άρια του Δούκα τη δεύτερη, τη δύσκολη. Ήταν επιτροπή ο Χωραφάς, η Πηλού, η Μαντικιάν. Και θυμάμαι, γιατί η ακρόαση είχε γίνει στην αίθουσα του «Μητρόπουλου», είχε έρθει και ο Λαμπράκης, ο οποίος καθόταν πίσω πίσω. Αυτή την ιστορία θα την πω μετά. Εγώ ήθελα να πάω στην Ιταλία, γιατί είχα –θεωρούσα ότι είχα– την ηθική υποχρέωση στη γυναίκα η οποία έστειλε συστατική επιστολή χωρίς να με ξέρει, πρώτον. Δευτερευόντως, και γιατί δεν ήξερα γερμανικά. Εγώ είχα ξεκινήσει, έκανε ιταλικά για τη γλώσσα. Τα γερμανικά μου φαίνονταν πολύ δύσκολη γλώσσα και δεν σας κρύβω ότι δεν με γοήτευε τίποτα στη γερμανική μουσική –ακόμα δεν με γοητεύει στη γερμανική όπερα τίποτα ιδιαιτέρως. Μπορεί να ακουστεί αυτό άσχημα, αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής πλέον με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Και δεν με γοήτευε καθόλου η προοπτική να πάω στη Γερμανία, αν και επαγγελματικά θα ήταν πολύ πιο συμφέρον για μένα, πρέπει να το ομολογήσω κι αυτό. Κάποια στιγμή, με παίρνει τηλέφωνο η Μαντικιάν η ίδια, μου λέει: «Κύριε Χριστόπουλε, συγχαρητήρια, αλλά ξέρετε, εμείς θα σας στείλουμε εκεί που θέλουμε εμείς. Συγκεκριμένα, στην κυρία Ευαγγελάτου» –την αδερφή του Σπύρου, τη Δάφνη Ευαγγελάτου, που ήτανε τότε στο Μόναχο. Δαγκώθηκα εγώ. Τι να πω τώρα; Δεν ήταν για την Ευαγγελάτου, την τιμούσα και τη σεβόμουν. Η Γερμανία ήταν το πρόβλημα, ότι θα έμπαινα σε μια διαδικασία να μάθω μια γλώσσα από το μηδέν που δεν ξέρω, θα ήμουνα σαν άσχετος εκεί πέρα τώρα –γιατί σε ένα μήνα τι να προλάβεις να κάνεις; Είχα δρομολογήσει μέσα μου όλη, ψυχολογικά, την αίσθηση ότι θα πάω στην Ιταλία, στην Κρεμόνα. Και δέχομαι ένα τηλέφωνο από την κυρία Μπίθα –η κυρία Μπίθα ήταν η γραμματέας του Λαμπράκη. Και μου λέει: «Κύριε Χριστόπουλε» –ξέρω ’γω, ήτανε… «στις 5 Ιουλίου θα σας δεχτεί ο κύριος Λαμπράκης στις πέντε η ώρα στο σπίτι του». Αμάν! Λέω: «Τι κάνουμε τώρα;» Πιάνω τη φίλη μου, την Τζούλια Σουγλάκου, που ήταν κι αυτή υπότροφος, λέω: «Τζούλια, το και το. Έχω το θέμα αυτό». Μου λέει: «Κοίταξε να δεις, θα πας με ευγένεια, θα του το πεις και μπορεί να σε ακούσει. Πες: “Εγώ γι’ αυτό τον λόγο θα ’θελα να πάω εκεί”». Εντάξει. Πάω, λοιπόν, μου λέει: «Να σας ακούσω λίγο» –είχε μια πιανίστα εκεί. Τραγουδάω κάτι ελαφρύ, μια αντίκα. Μου λέει: «Πάμε στο σαλόνι». Κάθομαι, ξεροκαταπίνω τώρα, μου λέει: «Περιμένετε». Είχε πάρει ένα πάκο με χαρτιά στον καναπέ –ήμασταν απέναντι, στην πολυθρόνα εγώ–, τα κοίταγε, είχε βάλει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και υπέγραφε. Αυτό κράτησε, ξέρω ’γω, τρία-τέσσερα λεπτά, εντάξει. Και –το θυμάμαι σαν τώρα– όπως αφήνει τα χαρτιά και βγάζει τα γυαλιά του, λέει: «Κύριε Χριστόπουλε, δυστυχώς, δεν μπορούμε να σας στείλουμε στη Γερμανία, διότι έχει κλείσει η τάξη, απ’ ό,τι μας είπε η κυρία Ευαγγελάτου. Έχετε κάπου να πάτε;» Γι’ αυτό σας λέω ότι, μερικές φορές, η ζωή είναι καλή μαζί σου, δεν μπορώ να πω. Ακόμα και στο θέμα αυτό, δεν χρειάστηκε να του πω τίποτα. Ενώ είχα πάει, είχα κάνει λόγους, εκεί πέρα, είχα καθίσει στον καθρέφτη να δω τι θα του πω, πώς θα του μιλήσω, ήρθε. Λοιπόν… Με την Ευαγγελάτου, είχα την τύχη και τη χαρά να τη συναντήσω και να τραγουδήσουμε μαζί, αργότερα πολύ, στην όπερα «Σαλώμη», όταν έκανε Ηρωδιάδα κι εγώ έκανα Νάραμποτ στη Θεσσαλονίκη, μετά το 2000 τώρα –2003 ήτανε; ’07; Δεν θυμάμαι, θα σας πω ψέματα. 2007 πρέπει να ’τανε. Ήταν μια εξαιρετική και δασκάλα και άνθρωπος, δεν το συζητώ. Αλλά σας λέω, εμένα αυτό που με [Δ.Α.] ήταν η γλώσσα, με τρόμαζε να πάω στη Γερμανία. [00:30:00]Αν και σας ξαναλέω ότι η Γερμανία για επαγγελματική αποκατάσταση συμφέρει περισσότερο από άλλες χώρες, διότι είναι η μόνη χώρα η οποία έχει σταθερές όπερες, πολλές όπερες, όπου ζητούν, έχουν ανάγκη τραγουδιστών. Και πάρα πολλοί ξένοι, και Έλληνες και Ρώσοι και –από όλες τις χώρες– και Kορεάτες βρίσκουν επαγγελματική απασχόληση εκεί, διότι υπάρχει δουλειά, αυτό που λέμε, υπάρχει δουλειά. Σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου είναι πολύ κλειστό το κύκλωμα, είναι οι μανατζαραίοι οι οποίοι κάνουν κουμάντο, εν πάση περιπτώσει… Και μετά τα άλλα θέατρα, που είναι, ας πούμε, στην Αγγλία υπάρχει, ξέρω ’γω, το Covent Garden που είναι high class θέατρο, μετά η National English Opera, η οποία όμως τα κάνει στα αγγλικά, οπότε κι εκεί είναι συγκεκριμένη η κατεύθυνση. Ενώ η Γερμανία είναι πιο εύκολη. Παρόλα αυτά, δεν μετάνιωσα. Δεν μετάνιωσα, γιατί πηγαίνοντας στην Ιταλία, προχώρησα πολύ, στην τεχνική κυρίως, στην αντοχή, στην τεχνική αντοχή. Όχι τόσο στη μουσική εμβάθυνση, όσο στη γυμναστική του πράγματος. Πρέπει να πω ότι στην Ελλάδα, σε ό,τι αφορά τη μουσική εμβάθυνση, αυτά τα εχέγγυα που είχαμε, ήτανε πολύ υψηλότερα από αυτά που νόμιζα ότι θα βρω στην Ιταλία, ήμασταν σε καλύτερο επίπεδο. Διότι οι Έλληνες έχουν μια πιο πολύπλευρη ενασχόληση, με όλο το μουσικό φάσμα, ενώ οι Ιταλοί είναι λίγο προσηλωμένοι –εννοώ για την όπερα– στην όπερα τη δική τους. Δεν έχουν ανάγκη πολλή να ασχοληθούν, δεν ασχολούνται. Και το βλέπετε κι απ’ το δραματολόγιο, πώς διαρθρώνονται τα θέατρα τα ιταλικά, τι κάνουνε και πώς είναι. Όταν τελείωσα –πήρα έναν… ένα χρόνο ήταν η υποτροφία. Τη χρονιά της υποτροφίας, είχα δώσει ακρόαση και με είχε πάρει ο μακαρίτης ο Θάνος ο Μικρούτσικος στην όπερά του «Η επιστροφή της Ελένης», που ξαναγινόταν από το 2000 –ψέματα, το 1993 είχε γίνει πρώτη φόρα και θα γινόταν το ’99 ξανά, τον Γενάρη, στο Μέγαρο και είχα πάει ως δεύτερη διανομή του Αιγίσθου της Αιγύπτου –όχι του Αιγίσθου, συγγνώμη, λάθος. Όχι ο Αίγισθος. Σταμάτησε το μυαλό μου τώρα. Ο άντρας της Ελένης, ο… Εν πάση περιπτώσει, θα το θυμηθώ κι αυτό, παθαίνω διαλείψεις. Και κάνουμε την παράσταση, τις πρόβες, ήταν ο Δημήτρης ο Παπαϊωάννου στη σκηνοθεσία, ο Αλέξανδρος ο Μυράτ. Και φεύγω, πάω, παίρνω την υποτροφία, ξεκινάω τις σπουδές και θα ξαναγινόταν η παράσταση αυτή στον «Φλωρεντινό Μάιο», στη Φλωρεντία –«Maggio Musicale Fiorentino», στο φεστιβάλ αυτό. Οπού εκεί θα τραγούδαγα εγώ, γιατί έγινε και στο Μονπελιέ, που είχε πάει ο Γερμανός ο τενόρος, που είχε κάνει την πρώτη διανομή. Εκεί ήρθε ο Λαμπράκης μετά την παράσταση, μου λέει: «Πολύ ωραία, κύριε Χριστόπουλε, θα σας δώσουμε κι άλλο έναν χρόνο. Κάντε ένα αίτημα. Πάτε καλά!» Κι έτσι, κατάφερα να καθίσω και άλλον έναν χρόνο στην Ιταλία, να συνεχίσω τις σπουδές μου με τη Μασάκο Τανάκα Πρόττι, ήταν η δασκάλα μου, η γυναίκα του Άλντο Πρόττι, του περίφημου βαρύτονου τις δεκαετίες του ’40, ’50, ’60. Τραγούδησε και μέχρι το ’80, ήτανε φοβερός τραγουδιστής. Ερχόμενος, πλέον, στην Ελλάδα από την Ιταλία, ξεκίνησα πλέον να έχω σχέση πρωταγωνιστού στην Εθνική Λυρική Σκηνή, κάνοντας τον Αλφρέντο, τον Πέρσυ –ήταν η πρώτη όπερα που έκανα– στην «Άννα Μπολένα» του Ντονιτσέτι. Και γενικά, κάθε χρόνο, τα πρώτα έξι χρόνια αυτά, από το ’90 μέχρι το… –συγγνώμη– απ’ το 2000 μέχρι το 2006, έκανα όλους αυτούς τους πρώτους ρόλους, ένα, έτσι, σοβαρό ρεπερτόριο. Και δόξα τω Θεώ, πήγαινε καλά.

Ι.Χ.:

Μετά, υπήρχε μια δοκιμασία που σας έλεγα, η οποία είναι πολύ, έτσι, δυσάρεστη εποχή –όχι μόνο για μένα, για την πλειονότητα των Ελλήνων τραγουδιστών της περιόδου εκείνης. Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε μία –θα το πω τώρα… Είμαστε [00:35:00]συμπλεγματικοί. Και είμαστε… αυτό το σύμπλεγμα, ασχέτως αν νομίζουμε ότι το ξεπερνάμε, βλέπω ότι με τα χρόνια γίνεται όλο και βαθύτερο. Και νομίζω ότι είναι κεντρική επιλογή της –πώς να το πω;– της συλλογικής μας ψυχολογίας αυτό το πράγμα. Πόσο δε μάλλον σε αντικείμενα τα οποία, εξ αντικειμένου, είναι ευρωπαϊκά, ξένα. Τότε, σε μια προσπάθεια που έγινε το 2006, με την έλευση του μακαρίτη του Στέφανου Λαζαρίδη, ξεκίνησε ένα ξεθεμελίωμα, με άθλιο τρόπο, του ελληνικού έμψυχου δυναμικού, αλλά όχι όλου, αυτό που μπορούσαν εύκολα να ξεθεμελιώσουν, των μονωδών, των τραγουδιστών. Υπήρχε μια νέα γενιά, νέων τραγουδιστών, που τώρα είμαστε… όπως ο Δημήτρης ο Πλατανιάς, ας πούμε, ο οποίος διαπρέπει σε όλη την Ευρώπη. Τον αναφέρω, γιατί κι αυτός ήτανε θύμα αυτής της πολιτικής. Και όχι μόνο, και άλλοι πολλοί. Και υπήρχαν μόνο κάποιες, έτσι, για να χρυσώνουν το χάπι, κάποια πρόσωπα που μπαίναν. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κρίση, γιατί έβλεπες, ας πούμε, στους δέκα ρόλους, οι εννιά, οι οχτώ να είναι ξένοι, μονίμως. Δηλαδή, τους Έλληνες τους απασχολούσαν στα υποδεέστερα, δεύτερα… ρόλους κομπριμαρίου και τέτοια πράγματα. Αυτό κράτησε για ένα-δύο χρόνια, δεν άντεξε, υπήρχε αντίδραση. Ήταν ο λόγος που με έκανε να ασχοληθώ και με τον συνδικαλισμό, αν και δεν είχα ποτέ τέτοια διάθεση. Αλλά επειδή τότε είχα κουράγιο και πολύ θάρρος, πάρα πολύ θάρρος, το έκανα με θάρρος και με πολύ κόστος προσωπικό. Δηλαδή, θα σας πω ότι κάποια στιγμή, επειδή είχα μια σύγκρουση, τώρα, με έναν παράγοντα μέσα εκεί –δεν χρειάζεται να πούμε ονόματα. Είχα στείλει μια επιστολή στο Διοικητικό Συμβούλιο ότι εγώ, όσο βρίσκεται αυτό το πρόσωπο εκεί, δεν πρόκειται να θέσω την καλλιτεχνική μου αξιοπρέπεια υπεράνω, ας πούμε, κάποιων καταστάσεων και δεν μ’ ενδιαφέρει να τραγουδάω με τη Λυρική Σκηνή. Διότι θεωρούσα ότι αυτή η αδικία που συνέβαινε, γιατί πότε δέχτηκα την κλήση –δέχθηκα κλήση; Όταν έγινα πρόεδρος του Σωματείου. Όσο δεν ήμουνα πρόεδρος του Σωματείου, δεν με καλούσαν. Η γνωστή τακτική που γίνεται, ας πούμε. Τη βλέπουμε και στους… πόσους συνδικαλιστές βουλευτές είδαμε, ας πούμε, μέσα στα χρόνια αυτά της Μεταπολιτεύσεως. Μη σας τα πολυλογώ, τελικά, αυτό που λένε «το άδικο δεν ευλογείται», καθάρισε αυτή η κατάσταση. Βέβαια, με τίμημα ότι για δύο-δυόμισι χρόνια, πολλοί δεν είχαμε καν επαφή. Ευτυχώς, ακόμα δεν είχε ενσκήψει η κρίση η οικονομική με τα μνημόνια κι αυτά και υπήρχε δυνατότητα. Υπήρχε η Όπερα Θεσσαλονίκης, λόγου χάρη, που μπορούσες να απασχοληθείς, ο Δήμος Αθηναίων τότε έκανε πολλά πράγματα. Και μπορούσες κάπως να επιβιώσεις και εκτός της Λυρικής. Αν αυτό συνέβαινε τώρα, δεν θα υπήρχε κανένα περιθώριο. Θα έπρεπε να αλλάξεις επάγγελμα, να κάνεις κάτι άλλο ή να προσκυνήσεις. Αλλά τι να προσκυνήσεις; Αφού δεν σε θέλανε. Λοιπόν, και ξανάρχισε σιγά σιγά πάλι η σχέση μου με τη Λυρική Σκηνή αδιάλειπτα. Στην αρχή με… όλη αυτή την περίοδο ήταν με συμβάσεις έργου, μέχρι το 2011, που ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής, ο Μύρων ο Μιχαηλίδης, με τίμησε με την πρόσκλησή του να με κάνει μέλος του Σώματος των Μονωδών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, απ’ το 2011, που δόξα τω Θεώ, μέχρι τώρα υπάρχω και συμμετέχω με όλες μου τις δυνάμεις για το καλύτερο δυνατό. Αυτή είναι, εν συντομία, ας πούμε –καλά, δεν είναι πολύ συντομία, αλλά με έναν τρόπο, ας πούμε, η πορεία μου και η σχέση μου με τη Λυρική Σκηνή, η οποία έχει καθορίσει όλη μου τη ζωή, διότι, κακά τα ψέματα, εγώ αισθάνομαι παιδί της Λυρικής Σκηνής. Για μένα, η Λυρική Σκηνή είναι ένα κομμάτι της ζωής μου πολύ σημαντικό. [00:40:00]Και γι’ αυτό δεν θα ξεχάσω ότι όταν είχα την τύχη πάλι, την τιμή να τραγουδήσω στην τελευταία παράσταση που έκανε η Λυρική Σκηνή το 2017, στην όπερα του Σαμάρα «Ρέα». Λοιπόν, μπήκα τυχαία, από απλή καραμπόλα, γινόταν και μου λένε: «Πήγαινε κάν’ το εσύ». Δεν μπορούσε να ανασάνει ο συνάδελφος που ήταν, κάτι έπρεπε να κάνει άλλο και μου λέει: «Πήγαινε εσύ». Πάλι τύχη. Δεν σας κρύβω ότι όταν έκλεισε η αυλαία, στην τελευταία στιγμή, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να κλαίω με λυγμούς για δύο-τρία λεπτά. Δεν το ’κάνα… δεν το σκεφτόμουν καν. Ήταν σαν να κλείνει… όταν έκλεισε η αυλαία του θεάτρου «Ολύμπια», ήρθε κι ο Σταμάτης ο Μπερής, κι αυτός έκλαιγε. Άνθρωποι που έχουμε μεγαλώσει μες στο θέατρο αυτό, στην παλιά Λυρική, στο παλιό κτήριο δηλαδή, που είχε μια άλλη ανθρωπιά, είχε μια άλλη αμεσότητα, κακά τα ψέματα, για μας τους καλλιτέχνες που προλάβαμε και μία γενιά που πρόλαβε το «Ολύμπια» στις δόξες του, τη δεκαετία ’60, ξέρω ’γω, ’70. Όχι ότι και μετά δεν είχε, αλλά έχει αυτή, ξέρεις… Πάντα στο παρελθόν υπάρχει μια αχλή, ας πούμε, από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων, όντας νέος, τις βλέπεις και πιο σημαντικές και μεγάλες μέσα σου. Και έτυχε να γνωρίσω αυτούς τους ανθρώπους και να μου μιλήσουν και να μου μεταλαμπαδεύσουν αυτή την αγάπη, τον θαυμασμό και αυτή την έννοια του ανήκειν σ’ αυτό τον χώρο, όχι ως έναν χώρο που απλώς εργάζομαι, αλλά σε έναν χώρο που είμαι κομμάτι του. Κάτι που, δυστυχώς, όχι μόνο εδώ, στη Λυρική Σκηνή, αλλά το πλαίσιο της εποχής πλέον αρχίζει και φθίνει και φρονώ ότι σε μερικά χρόνια, όταν θα εκλείψει και η δική μας γενιά, των πενηντάρηδων, ας πούμε, θα πάψει να υφίσταται και τα θέατρα, όπως συμβαίνει και πολύ έξω, δεν υπάρχει, ας πούμε, προσωπική σχέση. Είναι ένας χώρος, «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώστε», «Ελάτε να δείτε εσείς από κάτω αυτούς τους καλούς, τους μέτριους, τους πολύ καλούς, τους σταρς» –αναλόγως τα λεφτά που υπάρχουν. Κάτι που καλλιτεχνικά, όμως, και ανθρώπινα, τώρα, απ’ τη δική μου πλευρά, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Γι’ αυτό σας λέω ότι η Λυρική Σκηνή για μένα ήταν, εκτός από σχολείο, είναι σαν οικογένειά μου. Και με παλιούς ανθρώπους που υπάρχουν ακόμα και βλέπουμε, λέμε ιστορίες, γελάμε. Ήταν μια ωραία κατάσταση, είναι ωραίο ταξίδι.

Ι.Κ.:

Αυτή η μετάβαση από τις παλιές εγκαταστάσεις στις καινούριες-

Ι.Χ.:

Του «Ολύμπια», ναι.-

Ι.Κ.:

Πώς ήτανε; Σαν εμπειρία, ας πούμε. [Δ.Α.]-

Ι.Χ.:

Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Καταρχάς, την περίοδο που χτιζόταν το νέο κτήριο, γινόντουσαν κάποιες συναυλίες σε πολύ μικρούς χώρους, με πιάνο, έτσι, κι ερχόταν σιγά σιγά κόσμος, είχαν συνηθίσει να έρχεται προς τα κάτω. Εμείς το βλέπαμε σιγά σιγά, σιγά σιγά, σιγά σιγά να σηκώνεται. «Πωπώ!» λέω, «Θα μπούμε εκεί μέσα τώρα και πάλι θα μας πετάξουν έξω». Το σκεφτόμουν αυτό, γιατί λέω: «Τώρα σιγά, αυτό το πράγμα…» Ευτυχώς, δεν μας πετάξανε. Να μη σας τα πολυλογώ, δεν υπάρχει σχέση στο ξενοδοχειακό, ας πούμε, επίπεδο των χωρών, του τρόπου που δουλεύεις, των καμαρινιών. Όλα, όλα, είναι… Αν και δεν σας κρύβω ότι είναι η διαφορά ότι είναι πιο απρόσωπο. Είναι πιο βολικό στο να είσαι, αλλά είναι πιο απρόσωπο μέσα. Βέβαια, επειδή υπάρχει πάντα η ελληνική διαβρωτική σχέση, σιγά σιγά, ακόμα και με ανθρώπους που είναι της ασφάλειας και δεν ανήκουν, ας πούμε, στη Λυρική Σκηνή, ακόμα και με αυτούς, γιατί έχει διαμορφωθεί με κάποιους μια, έτσι, ανθρώπινη σχέση – χωρίς να [Δ.Α.] δεν το λέω έτσι. Είναι αυτό το… που εμένα, ας πούμε, αν δεν υπάρχει, δεν με απασχολεί κάτι. Δηλαδή, δεν με ενδιαφέρει να είναι κάπου που δεν περνάω καλά. Το λέω, για μένα, πρώτο κριτήριο είναι αυτό πια στη ζωή μου. Έχω αγχωθεί, έχω κουραστεί, έχω ξαγρυπνήσει με άγχος πριν από παραστάσεις, βλέπω όνειρα συγκεκριμένα, ότι ξεχνάω τα λόγια, ας πούμε, πολλές φορές πριν από μια μεγάλη παράσταση, ξέρω ’γω –πώς πάντα αυτό το όνειρο πάντα επανέρχεται, μου κάνει εντύπωση. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ πλέον, ας πούμε, να νιώθω ότι πρέπει να… Και ξέρετε, δεν είναι ότι είναι [00:45:00]για κάποιο αντικειμενικό λόγο. Αν είναι για έναν αντικειμενικό λόγο, το κατανοώ ότι υπάρχει πίεση. Η πίεση, τις περισσότερες φορές, δεν δημιουργείται από αντικειμενικά κριτήρια, που είναι για το καλό της παραστάσεως. Δημιουργείται από προβληματικά πρόσωπα, ως επί το πλείστον. Διότι, κακά τα ψέματα, οι Έλληνες τραγουδιστές είναι σε υψηλό επίπεδο, γι’ αυτό και βλέπετε πάρα πολλούς που πάνε και τραγουδούν και σε μεγάλα θέατρα έξω. Αλλά και οι παραστάσεις της Λυρικής Σκηνής –ανέκαθεν, αλλά και τώρα– είναι σε ένα επίπεδο πολύ καλό. Όποιος λέει ότι… καμώνεται ότι δεν είναι… δεν ξέρει τι του γίνεται. Και δεν το λέω με την έννοια να υπερασπίσω το σινάφι μου. Εντάξει, υπάρχουν και καλύτερα, βέβαια, ναι. Αλλά είναι, πώς λέμε… τα επίπεδα. Δεν σου λέω ότι είμαστε το enfant gâté, αλλά δεν πάει κάποιος και προσβάλλεται ή χαλιέται βλέποντας μια παράσταση της Λυρικής Σκηνής. Πράγματι, έρχονται και ξένοι κριτικοί, γράφουν πολύ καλές κριτικές. Αυτό είναι το αστείο, που θα το πω τώρα, ότι οι ξένοι κριτικοί που έρχονται, ας πούμε, έκανα τον Χόφμαν, όλοι γράψαν καλές κριτικές, εκτός από τους Έλληνες κριτικούς. Είναι αυτό που σας λέω. Δεν έχουνε… Το πρόβλημα ξέρετε πού έγκειται; Στο κριτήριο. Όταν δεν έχεις κριτήριο για ένα θέμα και καμώνεσαι ότι έχεις κριτήριο, εμπιστεύεσαι τι; Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο. Δηλαδή, είναι ο Αλάνια, παραδείγματος χάρη. Ο Αλάνια είναι εκεί, εκεί, σπουδαίος τραγουδιστής. Δεν μπορεί να πει κάποιος ότι δεν είναι σπουδαίος, είναι σπουδαίος τραγουδιστής. Αν ακούσεις κάποιον που σ’ αρέσει, αλλά δεν έχεις δει να κάνει και τίποτα σπουδαίο, ρε παιδάκι μου, «Δεν είναι και τόσο καλός», λες, «αυτός, άρα άσ’ τονα λίγο, μην…» Και μου κάνει πάντα εντύπωση αυτό, που βλέπω κριτικές από ξένους ανθρώπους, που δεν με ξέρουν, δεν τους ξέρω, δεν τους έχω δει και λένε καλά λόγια και χαίρεσαι. Και διαβάζεις δικές σου κριτικές και είναι… χλιαρές, ως επί το πλείστον, ή αδιάφορες, λες και δεν υπήρχες καν. Και λες: «Κάτι κάνω λάθος;» Δεν υπάρχει κάνεις λάθος, είναι αυτό. Καταρχήν, ουδείς προφήτης στον τόπο του. Και δευτερευόντως, ότι δεν υπάρχει κριτήριο. Ούτε στο κοινό –αυτή είναι η πραγματικότητα– ούτε και σε αυτούς που καμώνονται ότι ξέρουν. Ξέρουν επιδερμικά, την ουσία δεν την ξέρεις, γιατί εν τέλει, η μουσική είναι βίωμα. Όπως γενικά τα πράγματα είναι βίωμα. Και αν δεν βιώνεις κάτι πραγματικά, δεν μπορεί ως παρατηρητής να τον προσεγγίσεις ολοκληρωμένα. Έχεις μια εικόνα. Δεν θα ξεχάσω μια ωραία περιγραφή που έδινε ο Φραγκίσκος ο Βουτσίνος, ο μακαρίτης. Μας έλεγε: «Παιδιά», λέει, «οι κριτικοί είναι σαν τους ευνούχους. Ξέρουν τα πάντα γύρω από το σεξ, αλλά δεν μπορούν να κάνουν». Δηλαδή, είναι ένα πράγμα αντικειμενικό. Και το λέω, γιατί; Διότι αυτό στερεί τη δυνατότητα στον κόσμο να πιστέψει στον εαυτό του. Εμένα, αυτό που με απασχολεί πιο πολύ ως καλλιτέχνη, ως Έλληνα, ως άνθρωπο, ένα απλό άνθρωπο είναι ότι όσο χρόνος δημιουργικός μου απομένει ακόμα –μακάρι να ’ναι πολύς– θέλω να δω ότι η κοινωνία μας, η χώρα μας, ο λαός μας πιστεύει στις δυνάμεις της. Και δεν το λέω μόνο σε θέμα καλλιτεχνικό, το λέω γενικώς. Στις παραγωγικές της δυνάμεις, στις μορφωτικές της δυνάμεις, να πιστέψεις στον εαυτό σου, να αποδεχτείς τα στραβά που έχεις, που είναι πολλά, να τα διορθώσεις και να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Όχι να υπάρχει μια ελίτ –ας το πω έτσι– η οποία υπονομεύει ό,τι υπάρχει από κάτω για δικούς της σκοπούς, δεν ξέρω –πιστεύω ιδιοτελείς. Και να βλέπεις έναν λαό, ας πούμε, να φεύγουν τα παιδιά. Φύγαν πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, ας πούμε, νέοι, ξαφνικά, στη χώρα, γιατί δεν υπάρχει παραγωγική, ας πούμε, διαδικασία. Και κοροιδευόμαστε μετά με τα rooms to let, Airbnb κι αυτά; Δηλαδή, καταλάβατε τι εννοώ. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στην τέχνη. Δηλαδή, εγώ δεν μπορώ να δω ότι η παραγωγή, ας πούμε, ελληνικών έργων όπερας ήτανε περισσότερη πριν εκατό χρόνια απ’ ό,τι σήμερα. Πού οφείλεται αυτό; Δεν είναι μόνο τους τραγουδιστές. Γιατί δεν δίνεται βήμα στον Έλληνα συνθέτη, τον νέο; Μπορεί να μη [00:50:00]γράψει καλά. Δεν έχει σημασία. Βρες τον καλό. Αλλά δεν υπάρχει ως αίτημα αυτό, στην κοινωνία ολόκληρη. Όχι στις διευθύνσεις, στην κοινωνία. Θα κάνεις με μια ελληνική όπερα και θα πάνε δέκα νοματαίοι. Και θα ’ρθει μια σαχλαμάρα απ’ έξω, θα γράψουν πέντε παρόλες στον Τύπο και θα είναι sold out, ας πούμε, θα σε παρακαλάνε να τους βρεις πρόσκληση. Αυτή είναι η κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, τώρα έκανα μια γκρίνια, ας πούμε, αλλά είναι καλό, κάποια πράγματα που δεν λέγονται συχνά, να ακούγονται και να μένουν για να υπάρχει και σωστή αποτύπωση της πραγματικής πραγματικότητας και όχι της πραγματικότητας που θα δει κάποιος παρατηρητής άμα διαβάσει μια εφημερίδα ή ένα site στην εποχή μας. Διότι δεν ακούγονται και δεν τα βλέπουμε συχνά. Αυτό σε σχέση με τη Λυρική Σκηνή και με την εμπλοκή μου με το τραγούδι και πώς εξελίχθηκα επαγγελματικά μέχρι σήμερα. Τώρα, αν θέλετε να με ρωτήσετε κάτι, είμαι στη διάθεσή σας.

Ι.Κ.:

Μια τελευταία ερώτηση θέλω να κάνω. Μου είπατε στην αρχή ότι διάφοροι άνθρωποι σπουδαίοι σας δώσανε διάφορες συμβουλές που τις κρατήσατε. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιες τέτοιες συμβουλές;

Ι.Χ.:

Βεβαίως. Ο Κώστας ο Πασχάλης, θυμάμαι, μου έλεγε, ας πούμε, πώς θα τραγουδάω και να αποφύγω –μου ’λεγε πάντα– να αποφύγω την παγίδα του να αγαπήσεις τη φωνή σου, το ηχόχρωμά σου, αλλά να κοιτάξεις να δουλεύεις και να βελτιώνεις την τεχνική σου. Μην αρκείσαι σε αυτό το καλό που έχεις. Πάντα σου ’λεγε: «Πρέπει να έχεις μυαλό». Όντως, δηλαδή, ο τραγουδιστής, αυτό που προέχει, πιο πολύ κι απ’ τη φωνή, είναι το μυαλό του. Δηλαδή, βασικά, να μην –να το πω λαϊκά– να μην ψωνιστεί. Είναι εύκολο να ψωνίσεις σε ό,τι αφορά στη σκηνή. Και άμα είσαι και πρωταγωνιστής, πολύ πιο εύκολα. Ο Ζαχαρίου μου έδινε συμβουλές κοινωνικού περιεχομένου, τι να αποφεύγω, τι να κάνω [Δ.Α.] γενικά… Ο Δημήτρης Καβράκος, που με βοήθησε πάρα πολύ τεχνικά. Τώρα λέω αυτούς τους τρεις που είναι πολύ μεγάλοι και τρανοί ως όνομα. Και άλλοι, όχι τόσο γνωστοί. Ο δάσκαλός μου, ο Θάνος ο Πετράκης, που με βοήθησε πολύ να καταλάβω και μπορεί να διαμόρφωσε όλη τη φιλοσοφία μου, το πώς αντιμετωπίζω αυτή την τέχνη, γιατί με αυτόν είχαμε συνεχή σχέση. Και επειδή είναι ένας εξαιρετικά ποιοτικός άνθρωπος, σπάνιας πνευματικής διαύγειας και καλοσύνης, αυτό πάρα πολύ, πάντα μου έδωσε συμβουλές πολύ σημαντικές και όχι μόνο… που αφορούσαν αποκλειστικά στο πώς θα τραγουδάς. Κι άλλοι, κι άλλοι, κι ο Θέμης ο Σερμιέ, δηλαδή δεν μπορώ να πω, όλοι ήτανε –κι όλη αυτή η γενιά– ήτανε πολύ αξιόλογοι άνθρωποι. Είχαν, υπήρχε μια… κι είχαν μεγάλη αγάπη. Και στο αντικείμενο, όχι μόνο στο… Με τους εγωισμούς τους –γιατί υπάρχουν ιστορίες που μπορεί να γελάμε… Αλλά υπήρχε, όμως, πίσω απ’ όλο αυτό που έβλεπες, αυτό που έφτανε και κάποιες φορές σε υπερβολές, υπήρχε αγάπη μεγάλη για το θέμα της όπερας γιατί, κακά τα ψέματα, ήταν και ένα είδος κλειστό, κατά κάποιο τρόπο, και ήταν μια κοινότητας, ας πούμε, ανθρώπων η οποία είχανε γίνει –αυτό που σας λέω– σαν μια οικογένεια. Ο Σπύρος ο Ευαγγελάτος, μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, και όχι μόνο πρακτικά. Ήταν δάσκαλοι αυτοί οι άνθρωποι, και με το παράδειγμά τους και στη συναναστροφή μαζί τους. Τώρα, μπορεί να μου διαφεύγει κάτι, γιατί… Αλλά πιστεύω ότι –και αυτό θεωρώ– ότι χρέος δικό μας πλέον, είναι στους επόμενους που έρχονται, τα παιδιά, και είναι πολύ αξιόλογα, να μεταλαμπαδεύσουμε και τη νοοτροπία και αυτά που πήραμε εμείς από αυτούς. Η παράδοση, στα πάντα, για μένα, είναι άρα πολύ σημαντική. Εγώ πιστεύω σ’ αυτό που λέμε, ένας αταβισμός. Είναι, δηλαδή, πιστεύω ότι ο άνθρωπος ο οποίος έχει [00:55:00]καλές καταβολές, ευγενικές καταβολές, αυτές, απ’ την οικογένεια, μεταφέρεται με έναν τρόπο. Μπορεί να υπάρχει ένα απολωλός πρόβατο, δεν λέω, αλλά υπάρχει μια συνέχεια. Και στους λαούς υπάρχει αυτό, υπάρχει μια παράδοση, ας πούμε, στην τέχνη, άλλους στον πόλεμο, σε άλλους είναι πιο πολεμικοί οι άνθρωποι, πιο… Υπάρχει. Επομένως κι εμείς, ως χώρα, έχουμε μια παράδοση, την οποία τη διαμορφώνουμε και την εξελίσσουμε. Και στη βυζαντινή μουσική και στο δημοτικό τραγούδι και στο θέατρο το ελληνικό, της αρχαίας τραγωδίας και ούτω καθεξής. Αυτό, πρέπει να διαδεχθεί η μια γενιά την άλλη μέσα από μια συνεργασία. Εγώ ποτέ μου δεν πίστευα στο χάσμα των γενεών. Έχω δε μια άποψη ότι τα ορφανοτροφεία με τα γηροκομεία πρέπει να είναι μαζί, στον ίδιο χώρο. Το πιστεύω ακράδαντα αυτό, διότι ο μεγάλος άνθρωπος θα παίρνει χαρά και ζωή, δεν θα αισθάνεται… δεν θα βλέπει μια πτώση μονίμως, ανθρώπους να φεύγουν, να αρρωσταίνουν από δίπλα του, αλλά θα ξεχνιέται βλέποντας ένα παιδάκι και ένα παιδί μικρό θα βλέπει τη σοφία, θα έρθει σε επαφή με τη σοφία, θα ακούσει πράγματα, θα νιώσει τη στοργή που θα δώσει ένας μεγάλος σ’ ένα νεότερο, κάτι που μπορεί να λείπει αν είναι μόνα με τους… Εντάξει, λέω τώρα… Και να φτιάξουμε, που λέει και στην ταινία, μία ωραία ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι αυτό είναι το κλειδί της επιτυχίας. Ό,τι κάνεις να το αγαπάς και να θέλεις να το κάνεις. Για να θες να κάνεις κάτι, πρέπει να περνάς καλά. Αν δεν περνάς καλά, δεν θες να το κάνεις, οπότε δημιουργείς μία στρατιά δυστυχισμένων ανθρώπων, οι οποίοι γίνονται ανάγωγοι, δεν θέλουν να σε εξυπηρετήσουν στη δουλειά –γιατί; Γιατί δεν τους αρέσει, βρε παιδί μου. Άμα κάποιος χαίρεται αυτό που κάνει… Αυτό νομίζω. Και το ίδιο πρέπει να είναι και στη δουλειά αυτή και στον χώρο μας, εν γένει.

Ι.Κ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.-

Ι.Χ.:

Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ελπίζω να μη σας κούρασα.

Ι.Κ.:

Καθόλου.

Ι.Χ.:

Ευχαριστώ.