Παιδικές αναμνήσεις από την Καρδίτσα της δεκαετίας του '40
Ενότητα 1
Η οικονομία της οικογένειας
00:00:00 - 00:03:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι 14 Ιουλίου 2023, είμαι η Βασιλική Κοράκη, ερευνήτρια του Istorima, είμαστε στην Πεζούλα, είμαι μαζί με την κυρία… Ελένη Μαλέτσικα. …α χωράφια βέβαια. Τριφύλλια κόβαμε με την κοσιά και φτιάχνανε δεμάτια για τα ζώα. Είχαμε και γίδια και πρόβατα και αγελάδες και όλα. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Στην Κατοχή και στον Εμφύλιο
00:03:55 - 00:31:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ακούστηκε μια… ειδοποίησαν ότι θα έρθουν οι Γερμανοί… οι Ιταλοί μάλλον πρώτα, θα έρθουν οι Ιταλοί και λένε: «Τι λαός είναι αυτός; Εί…ι μεταξύ τους αν συζητούσαν και έβαζαν αυτοί τα παιδάκια και μας είχαν του κλότσου και του μπάτσου, που λένε. Αλλά δε βαριέσαι, καλά, όταν–
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ
00:31:09 - 00:35:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, θέλετε να πείτε και κάτι ακόμα; Να σας πω για την εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ. Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στην Πεζούλα, είναι η γεν… να πω. Νομίζω τα είπαμε όλα. Έτσι. Ωραία, ευχαριστώ πολύ! Και εγώ ευχαριστώ, να είσαι καλά και εσύ και όλος ο κόσμος! Να είστε καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι 14 Ιουλίου 2023, είμαι η Βασιλική Κοράκη, ερευνήτρια του Istorima, είμαστε στην Πεζούλα, είμαι μαζί με την κυρία…
Ελένη Μαλέτσικα.
Πολύ ωραία.
Κόρη του Ιωάννου Κρανιά και της Αριάδνης.
Πολύ ωραία. Και...
Γεννήθηκα στην Πεζούλα, 12 Σεπτέμβρη το ’35. Μεγαλώσαμε κατοχικά, αφού δεν υπήρχαν δουλειές, μόνο στα κτήματα. Αγρότης ήταν ο πατέρας μου και μετά έφτιαξε ένα μαγαζί, μπακάλικο, που ήταν όπως είναι τα σουπερμάρκετ σήμερα: από βελόνι, μέχρι αλεύρια, τσιμέντα, υφάσματα, παπούτσια, μουλινέδες να κεντάνε οι κοπέλες, ήταν το ύφασμα που έπαιρναν. Αυτά. Και βοηθούσα και εγώ τον μπαμπά, μικρούλα ήμουν. Και είχαν –πώς να το πω;– είχαν βήχα τα παιδάκια και έλεγε ο πατέρας μου, έλεγε τον γονιό που είχε το παιδάκι από τα χεράκια, λέει: «Φέρ’ το μέσα να το δώσω πετροζάχαρη». «Τι είναι αυτό;» ρωτούσαν. Ήταν μια ζάχαρη, μια μάζα ζαχάρεως, ροζ το χρώμα και άμα μασούσαν τούς άφηνε ο βήχας. Και πήγαινα και εγώ: «Μπαμπά, βήχω και εγώ», ψέματα! Και έλεγε η μάνα μου: «Δεν ακούς το κορίτσι που βήχει να το δώσεις και αυτό να το περάσει ο βήχας;» Και αυτά. Εδώ μεγάλωσα κοντά στον πατέρα μου και στη μάνα μου. Στα χωράφια σκαλίζαμε, θερίζαμε. Η πεδιάδα αυτή που έγινε η λίμνη ήταν καλλιεργήσιμη. Είχαμε χωράφια όλοι οι χωριανοί, και από τη Φυλακτή και από το Βουνέσι, και δουλεύαμε όλοι μαζί. Πηγαίναμε το πρωί, και εγώ κοντά, ένα ξυλάκι να χτυπάω το γαϊδουράκι και πηγαίναμε κάτω εκεί που είναι η λίμνη τώρα, η Λίμνη Πλαστήρα, και ό,τι μπορούσα και εγώ. Έπαιρνα το τσαπί να σκαλίσω, αλλά είχα δυνάμεις; Δεν είχα. Και ερχόμασταν… πηγαίναμε με τα πόδια και ερχόμασταν με τα πόδια. Τώρα μηχανές, αυτοκίνητα, αγροτικά αφτού, και πάλι «ευχαριστώ» δεν λένε τα παιδάκια. Τότε εμείς περνούσαμε άσχημα. Αυτά. Λοιπόν, ο πατέρας μου μετά, αφού είδε ότι με την αγροτιά δε γινόταν, έσκυβε να θερίσει το στάρι και έλεγε η γιαγιά, η μάνα του: «Γιάννη μου, διάλεξέ το κιόλας, γιατί έχει ήρα», ένα ζιζάνιο που έβγαινε μαζί με το στάρι, έπρεπε να φύγει από μέσα. Και έλεγε: «Μάνα, εγώ δεν μπορώ, εγώ θα κάνω άλλο επάγγελμα». Και έφτιαξε το μαγαζί, το οποίο ήταν, που σας είπα πριν, σουπερμάρκετ και δούλευε εδώ και στα χωράφια βέβαια. Τριφύλλια κόβαμε με την κοσιά και φτιάχνανε δεμάτια για τα ζώα. Είχαμε και γίδια και πρόβατα και αγελάδες και όλα. Αυτά.
Λοιπόν, ακούστηκε μια… ειδοποίησαν ότι θα έρθουν οι Γερμανοί… οι Ιταλοί μάλλον πρώτα, θα έρθουν οι Ιταλοί και λένε: «Τι λαός είναι αυτός; Είναι καλός; Θα μας σκοτώσουν; Τι θα μας κάνουν;» Όχι, είναι καλός λαός, ήταν στην ουσία πολιτισμένος λαός, δεν ήταν σαν τους Γερμανούς. Ήρθαν εδώ και καθόταν στο σχολείο από την κάτω μεριά και ένας Ιταλός, τον λέγανε Αντώνη, και με φώναζε εμένα: «Έλενα, έλα εδώ, κάτι θα σου δώσω» και με έδωνε κουραμάνα, ψωμί. Πήγαινα εκεί και μου έλεγε, είχε και διερμηνέα βέβαια γιατί δεν ήξερε τα ελληνικά, λέει: «Έχω και εγώ ένα κοριτσάκι, το λένε Έλενα. Θα σε βγάλω μια φωτογραφία και άμα μπορέσω, θελήσει ο Θεός και γυρίσω στην πατρίδα μου, θα την εμφανίσω και θα σε στείλω μια φωτογραφία, τη δι[00:05:00]κή σου», που με φωτογράφισε. Και, τέλος πάντων, έφυγε, είπε τον πατέρα μου: «Γράψε σε ένα φάκελο τη σύστασή σου, “Ιωάννης Κρανιάς, Πεζούλα Καρδίτσας”, και αυτόν το φάκελο θα τον βάλω στην τσέπη μου και θα εμφανίσω τη φωτογραφία και θα στείλω την κορούλα σας». Και με την έστειλε, πήγε τελικά στην Ιταλία, στην πατρίδα του, και την εμφάνισε τη φωτογραφία και με έστειλε και την έχω στο σπίτι. Αυτά λοιπόν. Ερχόταν οι Ιταλοί εδώ να ψωνίσουν στον πατέρα μου και τι να πουν ιταλικά, ούτε ο πατέρας μου ήξερε ούτε αυτοί ελληνικά να τον πουν. Και μερικοί ήταν… ήθελαν να παίρνουν μόνοι τους, όχι να τα παίρνουν με το ζόρι, να μην τα πληρώνουν, τα πλήρωναν οι άνθρωποι, αλλά λέει ο πατέρας μου: «Πρέπει», λέει, «να βγάλω μια πλάκα τζάμι να κάθονται απέξω, να μην έρχονται μέσα». Γιατί άμα δεν μπορείς να συνεννοηθείς, τι; Δεν είχε νόημα. Και έλεγε… άπλωνε το χέρι ένας Ιταλός και έλεγε: «Κύριε, c’è uva secca;» Τι να πει ο πατέρας μου; Τι ήταν το uva secca; Ήταν τελικά η σταφίδα. Την έβλεπε τη σταφίδα που είχε ο πατέρας μου στα συρτάρια, σταφίδα, μακαρόνια, ρύζια τέλος πάντων, είχε… Και «C’è uva secca;» «Τι είναι αυτό;» «Να, να!» έδειχνε με το δάχτυλο. Τέλος πάντων, τον έδωσε ο πατέρας μου, χάρηκε, σου λέει τώρα… Αυτά λοιπόν με του Ιταλούς. Έφτιαχναν, ήθελαν να φτιάχνουν έργα για να τους θυμόμαστε, λέει, «Γιατί εμείς ήρθαμε… δεν ήρθαμε για κακό». Πήγαινε ο πρώτος στο ποτάμι και ο τελευταίος απάνω στο τέλος του χωριού, όπως πάμε για τη Νεράιδα –η Νεράιδα είναι συνοικισμός Πεζούλας– και ήθελαν αυτοί να φτιάξουν έργα για να δείξουν ότι ήταν λαός πολιτισμένος. Έπαιρνε ο πρώτος την πέτρα από το ποτάμι, την έδωνε στο δεύτερο και συνέχεια ο ένας στον άλλον, ανέβαζαν τις πέτρες και έφτιαχναν καλντερίμια στο χωριό παντού. Και έλεγε ο αξιωματικός, τους λέει: «Θα φτιάξουμε να φτάσουμε και στη Νεράιδα». Και άκουσα εγώ και έλεγα τον πατέρα μου: «Μπαμπά, τι είναι η Νεράιδα;» «Είναι», λέει, «συνοικισμός της Πεζούλας και θα πάμε καμιά μέρα να δεις». Και με πήρε ο πατέρας μου από το χεράκι και πήγαμε στη Νεράιδα και μου έλεγαν εκεί οι γυναίκες: «Θα μας φέρεις βύσσινα, Ελενίτσα;» «Θα σας φέρω». Και τα έβαζε η μάνα μου στο καλάθι, μάζευε και αυγά και πήγαινα μαζί με άλλα παιδάκια και τα έδωνα εκεί. «Ευχαριστώ», με έλεγαν, «να σου δώσουμε και λεφτά». Χαίρομαν εγώ, λέω: Άντε, θα πάρω και λεφτά από τα βύσσινα! Κάθε μέρα την έλεγα τη μάνα μου: «Μάνα, μάζεψε να ξαναπάω». «Όχι», λέει η μάνα μου, «δεν γεννάει η βυσσινιά το βράδυ να μαζέψεις πάλι εσύ!» Αυτά. Τελικά ήρθαν οι Γερμανοί. Άμα ακούσαμε για Γερμανούς, τότε πήγαν οι συγγενείς και γείτονες από εδώ από το χωριό και έφτιαξαν καλύβα μέσα στο δάσος και άρχισαν και κουβαλούσαν πράγματα. Τι να αδειάσει το μαγαζί του πατέρα μου, το μπακάλικο, που ήταν φίσκα; Να τα κουβαλήσει αυτά τα πράγματα να τα πάει πού; Στο δάσος. Τέλος πάντων, κουβάλησε αρκετά και ο πατέρας μου και οι άλλοι. Οι γυναίκες, η μάνα μου και οι άλλες μάνες που ήταν μαζί, ζύμωναν το βράδυ το ψωμί και το έψηναν μέσα εκεί στην καλύβα, απέξω βέβαια για να μη βλέπουν τα αεροπλάνα και μας βομβαρδίζουν. Οι άντρες φεύγαν τη μέρα μην τυχόν κανένας Γερμανός έρθει απάνω και μας βρει. Και περάσαμε πολύ άσχημα, δύστυχα χρόνια τότε με τους Γερμανούς. Εμείς παιδάκια ήμασταν, χαιρόμασταν, λέμε «Θα πάμε εκδρομή». Αυτά. Πήραν μετά και έκαψαν όλο το χωριό, όλο το χωριό, όλα τα σπίτια, άφησαν μόνο… Έ[00:10:00]καψαν και δύο… σκότωσαν μια κοπέλα 18 χρονών, Αντωνάκη Γεωργία, του Κώστα Αντωνάκη ήταν, τη σκότωσαν και την πέταξαν στο ποτάμι, στη γέφυρα. Και ήρθε ο πατέρας μου τη νύχτα έτσι από εδώ από εκεί να πάρει μερικά πράγματα και την είδε, μια κοπελάρα μέσα στο ποτάμι τώρα να τη σέρνει το νερό. Τέλος πάντων. Απέναντι κάποιοι Μαλετσικαίοι τούς κάψανε μέσα, ήταν το παιδί ανάπηρο και δεν μπορούσαν να το πάρουν μαζί και έκατσε και η μάνα. Φεύγει η μάνα τώρα και να αφήσει το παιδί; Και τους έκαψαν μέσα και αυτούς, τη μάνα και το παιδί. Και κάποιον Αποστόλη Μαυρογιάννη, από δω από δίπλα, τον πήραν από το σπίτι του και τον έβαλαν μέσα στην εκκλησία. Η Παναγία είναι Κοίμησης Θεοτόκου που είναι δίπλα εδώ στο σπίτι. Και τον έβαλαν μέσα και την έκαψαν την εκκλησία μαζί με τον Μαυρογιάννη αυτόν. Μετά από πολλές μέρες είπαν ότι έφευγαν οι Γερμανοί, έφευγαν και πήραμε θάρρος –πήραν οι γονείς, εμείς τα παιδάκια…– πήραν θάρρος και ήρθαμε σιγά σιγά. Τι να δούμε; Το σπίτι αυτό ήταν… όχι το δικό μας μόνο, όλα τα σπίτια, χωρίς στέγη, ένα μέτρο στάχτη μέσα και τίποτε άλλο. Άντε να φτιάξεις από την αρχή. Ήρθε όμως το κράτος και βοήθησε κάπως. Έφτιαξαν… δεν έφτιαξαν τα σπίτια όπως ήταν, ίσα ίσα να μπουν μέσα οι οικογένειες.
Μύριζε καμένο;
Το σπίτι; Αφού εμείς… αυτό το μαγαζί είχε τρεις πόρτες, τα παράθυρα ήταν πόρτες, και λέει ο πατέρας μου: «Άντε, μας άνοιξαν τρεις πόρτες οι Γερμανοί», λέει, «ενώ είχαμε μια». Και λέει η μάνα μου: «Γελάς, Γιάννη μου;» τον λέει. «Εμ τι να κάνω; Πέσε να κλάψουμε», λέει. «Γίνεται;» Και περάσαμε δύσκολα, φτώχιες. Μετά από του Γερμανούς…
Το χτίσατε μετά πάλι το μπακάλικο;
Μετά ναι, αλλά τα τείχη δεν πέσανε, στέγη και ό,τι είχε μέσα. Είχε πει ο πατέρας μου τη μάνα μου, λέει: «Θα πάω, θα πάρω το γαϊδουράκι και θα πάω μήπως δεν το βάλανε φωτιά να πάω να πάρω κανένα πράγμα ακόμα από μέσα». Και μόλις ήρθε στο χωριό, στο Σατάνι που λέγαμε μια τοποθεσία, εκεί είδε που έβγαζε καπνό το σπίτι, εκείνη την ώρα καίγονταν. Και γύρισε στην καλύβα και έκλαιγε και λέει τη μάνα μου, «Γιατί κλαις;» λέει η μάνα μου. Λέει: «Τι να μην κλάψω; Τώρα αυτή τη στιγμή καίγονταν το σπίτι μας». Έβγανε μαύρο καπνό από τα παπούτσια που είχε ο πατέρας μου και τα υφάσματα, όλα τα πράγματα, αλλά «Έβγαζε μαύρο καπνό», λέει, «δεν πήγα καθόλου», λέει. Και αυτά. Μετά μας διώξανε από εδώ, ήρθε ο εμφύλιος. Μας έλεγαν: «Θα σας σκοτώσουν οι αντάρτες, θα σας σκοτώσουν ο στρατός». Πού; Κατά πού να πάμε; Μας άρεζε τίποτα να φύγουμε από τα σπίτια; Μετά λένε: «Θα σας… να πάτε όπου έχετε γνωστούς», κάτω στη Μητρόπολη, στην Καρδίτσα. Και η μάνα μου –εγώ ήμουν 11 χρονών– λέει: «Εσύ θα πάρεις τα γελάδια», λέει η μάνα μου, «από το σκοινί και θα προχωρήσεις». Δεν υπήρχε τότε δρόμος καλός, ούτε αυτοκίνητα, ένα φορτηγό ερχόταν και ήταν όλο χαράδρες μέσα ο δρόμος. «Αυτόν τον δρόμο θα ακολουθήσεις να πας στο μοναστήρι της Κορώνας κάτω, εκεί θα μαζευτούμε όλοι οι χωριανοί και θα δούμε πού θα πάμε». Εμάς μας είπε μια γνωστή από το Βλάσδο, Μηλιώνη Όλγα λεγόταν, λέει τη μάνα μου, λέει: «Αριάδνη, πάρε τα παιδιά και έλα, εγώ θα σε δώσω, θα φύγω εγώ από το κρεβάτι μου και θα βάλω εσάς». Και πήγαμε σε αυτήν λίγες μέρες. Μετά πήγαμε στη Μητρόπολη, εκεί μας κοιτούσαν με το ένα το μάτι, όχι με τα δύο. Λέει: «Τι ήρθαν αυτοί εδώ; Ποιοι είναι;» «Καταδιωκόμενοι, έφυγαν από τα σπίτια τους και ήρθαν [00:15:00]εδώ». «Εγώ», έλεγε μια Καραγκούνα εκεί, «εγώ δεν τους θέλω, να πάνε όπου θέλουν». Και καθίσαμε 15 μέρες στο καμπαναριό από κάτω από την παλιά εκκλησία της Μητροπόλεως, στη Μητρόπολη, 15 μέρες. Και κοιμόμασταν εμείς τα παιδάκια πάνω στα τσουβάλια με τα πράγματα – άλλο τσουβάλι είχε καρύδια, άλλο στάρι, άλλο… 15 μέρες. Μετά μας έφτιαξαν κάτι παράγκες απέξω μεριά έτσι από το χωριό και καθόμασταν εκεί. Παιδάκια νηστικά, παππούδες χωρίς καφέ. Τώρα ξυπνάει ο παππούς και αμέσως η εγγονή ή η νύφη, ξέρω γω, η γυναίκα φτιάχνει καφέ τον παππού. Πού να δουν καφέ τότε οι παππούδες; Κανένας, τίποτα. Μετά ήρθε μια ειδοποίηση, λέει: «Άμα θέλετε να πάτε και στην Καρδίτσα». Τι να κάνουμε στην Καρδίτσα, μέσα στην πόλη; Αφού δε μας ήθελαν στη Μητρόπολη που ήταν χωριό, στην Καρδίτσα; «Ε θα πάτε εκεί, κάπου θα βρείτε». Τέλος πάντων, πήγαμε, νοίκιασε ο πατέρας μου ένα σπίτι… σπίτι; κουζίνα. Μας έβαλαν εκεί κάτω, είχε πλακάκια, και έβαλε και τα πράγματα και έλεγα εγώ με την αδελφή μου, Όλγα Μαυρογιάννη η αδερφή μου, «Εγώ», λέει, «θα κοιμηθώ κάτω». Ήταν τα πλακάκια με κέντημα και χαιρόμασταν, αφού εμείς εδώ δεν είχαμε πλακάκια τότε, με σανίδια και… Λοιπόν, «Εγώ θα κοιμηθώ κάτω», έλεγε η Όλγα, «μ’ αρέσει στα κεντημένα τα πλακάκια». Καθίσαμε εκεί αρκετό καιρό. Σχολείο πηγαίναμε στην Αγία Ευαγγελίστρια, μεγάλη η χάρη της, που και σήμερα είναι στην Καρδίτσα. Στο γυναικωνίτη της εκκλησιάς εκεί μας κάνανε εμάς τα καταδιωκόμενα ο δάσκαλός μας, Τηλέμαχος Λιαπής ο δάσκαλος. Εκεί μαθαίναμε τα γράμματα και μας έφτιαχναν και πρωινό, συσσίτιο, σταφιδόψωμο με γάλα κακάο και κακάο. Εγώ, 11 χρονών ήμουν, θεώρησα καλό να γελάσω το δάσκαλο την Πρωταπριλιά – τότε δε γίνεται; Το μαγειρείο ήταν 15-20 μέτρα μακριά, λέω «Κύριε…» Πολύζου λεγόταν η μαγείρισσα – τώρα δεν πιστεύω να είναι στη ζωή, μακάρι να είναι, αλλά άμα πέθανε… Μας είχε όλα, και τα παιδάκια από την Καρδίτσα τα χαίρονταν η γυναίκα, ήταν μεσόκοπη γυναίκα, αλλά εμάς μας αγκάλιαζε, έλεγε: «Να σας δώσω και δεύτερο κύπελλο γάλα». Και λέω, σκέφτηκα, λέω: Σήμερα Πρωταπριλιά, θα γελάσω το δάσκαλο! Τι με είπε το μυαλό! Λέω: «Κύριε, σας ζητάει η Πολύζου στα μαγειρεία». Έτρεξε ο δάσκαλος, σου λέει: Κάτι συμβαίνει τώρα. Πήγε, λέει: «Τι με θέλετε, κυρία Πολύζου;» Λέει: «Δεν είπα τίποτα εγώ». Λέει: «Μήπως είπες τη μαθήτρια αυτή, την Ελένη Κρανιά;» Λέει: «Όχι», λέει, «δεν είπα τίποτα». Έρχεται, με λέει: «Έλα εδώ, Ελένη, ποιον βρήκες να πεις ψέματα;» Λέω: «Κύριε, δεν έχει παρεξήγηση σήμερα», ήμουν και ζωηρή. «Τι να παρεξηγηθείς», λέω, «δε γελάνε αυτή τη μέρα;» «Δεν πειράζει», λέει, «ευχαριστώ», με είπε ο δάσκαλος. Και αυτά που λες. Μαθαίναμε τραγουδάκια, μας πήγαινε στο κατηχητικό μια κοπέλα εκεί που ήταν του κατηχητικού. Και προχθές θυμήθηκα το τραγούδι που μας έλεγαν στο κατηχητικό. Είμαι ένα μικρό παιδάκι ταπεινό και σε υμνώ, Θεέ μου, κάνε η προσευχή μου να ανεβεί στον ουρανό. Στείλε μου άγγελο προστάτη που η ψυχή μου λαχταρά, στείλε, Θεέ μου, να με βάλει κάτω από τα άσπρα του φτερά. Δείξε μου τον ίσιο δρόμο και τη στράτα την καλή, κάνε να αγαπώ τον κόσμο και από μένα πιο πολύ. Ό,τι συλλάμβανα, άμα τα άκουγα… Και έχω να σας πω και το ποίημα που έλεγα στην τετάρτη δημοτικού. Είναι λίγο μεγαλούτσικο, μπορεί να σας κουράσω, αλλά το θυμάμαι, θα το πω, για τα χελιδόνια το φθινόπωρο που φεύγουν. Τα χελιδόνια δοκιμάζουν τα σπαθωτά τους τα [00:20:00]φτερά και για ταξίδια τα ετοιμάζουν μεγάλα και καματερά. Και ενώ μας δείχνουν τη χαρά τους με φτερουγίσματα τρελά, στρέφουν, θωρούν ολόγυρά τους τα άνθη να σβήνουν απαλά. Άνθη, γιατί να μαραθείτε από το βοριά και από το νοτιά; Γιατί δε θέλετε να ’ρθείτε μαζί με εμάς στην ξενιτιά; Θα πάμε εμείς σε μία χώρα μυριανθισμένη, καρπερή, την άνοιξη αγκαλιάζει τώρα και καλοκαίρι καρτερεί. Ανθούν εκεί με αχνό καμάρι χιλιάδες άνθη ζηλευτά και θα σας κάνουμε τη χάρη να σας γνωρίσουμε με αυτά. Και τα άνθη αποκριθήκαν όχι, εμείς δεν έχουμε πατρίδα, δεν έχουμε δική μας γη, και μόνο της ζωής η ελπίδα μόνον αυτή μας οδηγεί. Αυτά είναι τα ποιήματά μου, τα λόγια μου. Και τι να θυμηθώ άλλο; Φτώχεια–
Το λέγατε αυτό όταν ήσασταν τετάρτη δημοτικού;
Τετάρτη δημοτικού και το θυμάμαι ακόμα. Και τώρα είμαι… δεν είπα πόσο χρονών, είμαι το ’35. Αν είπα δεν θυμάμαι, είμαι 88 χρονών, 88 και το θυμάμαι. Και ξέχασα να πω, όταν είχε ο πατέρας μου το μαγαζί, δεν ερχόταν κανένας με λεφτά να ψωνίσει. Τον έλεγαν: «Γιάννη, δώσε μου», το κρέας αυτό που ήθελαν, το λάδι, το σαπούνι. Ένα σαπούνι, ένα κομμάτι σαπούνι το έπαιρνε η μάνα για να πλύνει όλα τα ρούχα της οικογένειας στο ποτάμι. Έβαζαν καζάνια εκεί και ξύλα και έπλεναν. Έρχεται ένα παιδάκι από την απέναντι πλευρά, γιατί το χωριό το διασχίζει ποτάμι, από την απέναντι μεριά ένα παιδάκι. Εμένα ο πατέρας μου είχε ένα βαρέλι του Κατσακούλη από τη Μυτιλήνη με ελαιόλαδο, το καλύτερο, και το είχε πίσω από την πόρτα και μια τρούμπα που έβγαζε λάδι. Και λέει: «Θείο, με είπε η μάνα μου να μας δώσεις λάδι». Είχε 4 αυγά στα χέρια το παιδάκι και με αυτά τα αυγά να πάρει λάδι. Γύρισε ο πατέρας μου και λέει τη μάνα μου: «Τι να το δώσω, βρε Αριάδνη;» λέει. «Τι να το δώσω;» «Δώσε για την ψυχή σου», λέει, «δώσε, βάλ’ το στη μέση το μπουκάλι για να μαγειρέψει η γυναίκα». Ήταν 11 άτομα οικογένεια. Και εμείς τώρα, τώρα περνάμε μια χαρά και τα παιδιά και εμείς οι γέροι θυμόμαστε τη δυστυχία που περάσαμε και λέμε: «Άι ρίξε λάδι εκεί, τουλάχιστον να φάμε τώρα». Και το έδωσε ο πατέρας μου, που λες, λάδι με το μισό το μπουκάλι. Και λέει: «Μας έδωσες πολύ, θείο», τον λέει τον πατέρα μου. «Όχι, δε σας έδωσα πολύ. Πες τη μαμά, είμαστε και συγγενείς», λέει, τη μάνα του την είχε ξαδέρφη ο πατέρας μου, λέει, «είμαστε και συγγενείς, πες την όσο έκαναν τα αυγά» –που τίποτα τα αυγά– «άλλη φορά να έρθει να τα γράψω στο τεφτέρι ό,τι θα πάρετε και τα αυγά να τα κρατήσει, να σας δώσει να τρώτε εσείς». Αυτά που λες.
Εσείς πηγαίνατε εκεί στο μπακάλικο με τον πατέρα σας; Βλέπατε εκεί που ερχόταν κόσμος–
Ναι, ναι, εδώ επιτόπου–
…τι αγόραζαν.
Τι αγόραζαν… Τα μακαρόνια τότε ήταν σε ένα χάρτινο, όπως είναι τα χαρτοκιβώτια, σε χαρτί τυλιγμένα και μεγάλα, μισό μέτρο, τόσο, και τραβούσε ο πατέρας μου λίγα μακαρόνια, τα έσπαζε στη μέση και τα έβαζε στη ζυγαριά, τα ζύγιζε και έτσι. Δεν υπήρχαν τότε πακέτα. Όλα χύμα: ρύζι, κριθαράκι, μακαρόνια, αφτού όλα.
Και τα υφάσματα, δεν είχαν ρούχα έτοιμα τότε.
Όχι, όχι. Υφάσματα… η πλευρά η μια είχε παπούτσια το μαγαζί και η άλλη είχε υφάσματα. Και είχε μέτρο, το οποίο το έχω και σήμερα, που μετρούσε ο πατέρας μου με το μέτρο. Όπως είναι ο πήχης, ναι, είχε ένα μέτρο και αν ήταν και μισό έβανε. Και κοιτούσαν οι γυναίκες, είχε παντόφλες ωραίες με φούντα. Έρχονταν μια συγγενής και έλεγε «Θείο …» Ο πατέρας μου… Νερά δεν υπήρχαν μέσα τότε στα σπίτια. Πηγαίναμε πόσα μέτρα να σου πω; 200-500, εκεί, ήταν μία βρυσούλα που έβγαζε λίγο νεράκι και πήγαινε με το γκιούμι και το έβα[00:25:00]ζε, ερχόταν εδώ και πήγαινε να δει αν γέμισε να το φέρει. Και έφτιαχνε καφέδες εδώ στο μαγαζί. Και ήταν… πόσο ήταν τότε; τι να σου πω; δεν θυμάμαι ακριβώς. Σχολνούσε η εκκλησία και ήταν το μαγαζί μέσα και έξω γεμάτο κόσμο και έφτιαχνε καφέδες και ποτό λικέρ και έβαζε και μία καραμελίτσα μέσα – ψαράκι την λέγαν, μαλακή καραμελίτσα. Και αυτά.
Και, είπατε, είχε έρθει μία συγγενής να πάρει παντόφλες;
Ναι, ναι. Τον είπε τον πατέρα μου, λέει: «Θείο, θέλεις να σε πλύνω τα φλιτζάνια να με δώσεις παντόφλες, γιατί λεφτά δεν έχω;» Και λέει: «Πώς θα τα πλύνεις;» λέει. «Θα τα πάρεις να πας στη βρύση;» 500 μέτρα και παραπάνω. «Θα τα βάλεις», λέει, «σε μία κανίστρα, σε ένα πανέρι και θα τα πάρω στη βρύση, θα τα πλύνω. Αλλά, θείο, θα με τις δώσεις τις παντόφλες!» «Πάρ’ τες από τώρα», έλεγε ο πατέρας μου, «προκαταβολή!» Και τα πήρε τα παντόφλια. Ελένη τη λέγανε, από δω, Παπαθανασίου, η οποία παντρεύτηκε στην απέναντι μεριά του χωριού, πήρε κάποιον Σωτήρη Δημητρίου και…
Μάλιστα.
Αυτά.
Αλλά ήταν δύσκολα χρόνια, πεινούσατε, ειδικά με τους Γερμανούς τότε–
Μόνο; Ξέραμε εμείς τότε από κρουασάν, από βούτυρα; Και βούτυρα κοπάνιζαν το γάλα οι μάνες μας και είχαμε το γνήσιο βούτυρο, όχι τέτοια βούτυρα που έχουν τώρα. Και βάζαμε στη φέτα και τρώγαμε, αλλά όχι όλοι όμως.
Εδώ στο χωριό δεν πηγαίνατε σχολείο; Κατευθείαν πήγατε κάτω στην Καρδίτσα ή πηγαίνατε και εδώ;
Πήγαινα, πήγαινα, πήγαινα. Και το ’46 καθόμασταν στα Καλύβια, ’42 καήκαμε από τους Γερμανούς και πηγαίναμε στα Καλύβια, είχαμε κι άλλο σπιτάκι εκεί και πήγαμε. Διόρθωσε εκείνο ο πατέρας μου που ήταν πιο μικρό, τούτο εδώ δεν μπορούσε να το συντηρήσει, τέλος πάντων, ήταν μεγάλο και καθόμασταν εκεί. Και ήταν δάσκαλος, Θυμιόπουλος Απόστολος του Χρήστου, και πηγαίναμε στο σπίτι από αυτόν στα Καλύβια, είχε ένα μεγάλο αλώνι και εκεί μας μάζευε. Καθόμασταν, άλλα κάτω στη σκόνη, άλλα σε κάτι ξύλα πάνω, να μάθουμε τα γράμματα στο σπίτι του δασκάλου εκεί.
Ήσασταν πολλά παιδιά;
Πολλά, πολλά, καμιά εξηνταριά, εβδομήντα. Πιο πριν ήταν εκατόν είκοσι και εκατόν πενήντα σε τούτο το σχολείο. Και παίρναμε, μας έδιναν οι μάνες μας ένα αυγό ή λίγο τυράκι να φάμε στο διάλειμμα. Και εκεί γύρω ο δάσκαλος είχε κήπο και είχε κλαριά, είχε κάτι μηλιές, φιρικιές που είχαν μικρά μηλάκια, και τα κοιτούσαμε και έλεγε: «Παιδάκια, άμα θα γίνουν θα σας δώσω, μην τα κοιτάτε τώρα, είναι άγουρα». Τα κοιτούσαμε εμείς και έλεγε… τηγάνιζε λουκάνικο η μάνα του, αφού ήταν στο σπίτι τους για να φάει το παιδί της, ο δάσκαλος, στο διάλειμμα. Και πήγε μέσα και τη λέει: «Μάνα, μην τηγανίζεις τώρα και μυρίζει στα παιδάκια, αφού τα πιο πολλά δεν έχουν μαζί τίποτα, μην τηγανίζεις». «Παιδάκι μου, δεν το σκέφτηκα», λέει η Αγαπούλα, την έλεγαν Αγάπη τη γιαγιά, «δεν το σκέφτηκα αυτό, δεν το ξανακάνω. Θα το τηγανίζω από το βράδυ για να σε δίνω». «Καλύτερα», λέει, «να καθίσω νηστικός, γιατί με κοιτάζουν όλα τα παιδάκια στα μάτια». Όλα…
Δεν είχαν να φάνε.
Δεν είχαν, δεν είχαν, από πού να το έχουν;
Μάλιστα, οπότε μετά από τα Καλύβια κατεβήκατε στο σχολείο στην Καρδίτσα.
Ναι, ναι.
Στη Μητρόπολη και μετά στην Καρδίτσα. Και εκεί, στην Καρδίτσα, δεν ήσασταν όλα τα παιδάκια μαζί;
Όχι, όχι, ο καθένας γονιός, όπου γνώριζε, όπου…
Οπότε λέγαμε για την Καρδίτσα, για το σχολείο ότι–
Δεν μας άφηναν ούτε να πλησιάσουμε με τα παιδιά–[00:30:00]
Που ήταν από Καρδίτσα.
…της πόλης, ναι. Έλεγαν: «Όχι, όχι, έχουν ψείρες», μας έλεγαν, «έχουν ψείρες τα…» Μας έλεγαν: «Δεν τα θέλουμε». Στην ίδια αυλή τώρα μας ξεχώριζαν, στην αυλή της Αγίας Ευαγγελιστρίας μάς ξεχώριζαν, έλεγαν: «Μην πάτε, μην πάτε προς τα εκεί, είναι τα καταδιωκόμενα».
Στο σχολείο, στην Καρδίτσα–
Στην Καρδίτσα. Αλλά τι να πεις; Αφού ήταν η τύχη τέτοια να τρέχουμε από χωριό σε χωριό; Πρώτα στη Μητρόπολη και μετά στην Καρδίτσα –καλά, η Καρδίτσα είναι πόλις, δεν είναι χωριό–, αλλά μας είχαν…
Οι δάσκαλοι ή και τα παιδάκια έτσι…
Τα παιδάκια. Τώρα οι δάσκαλοι δεν πιστεύω να…
Τα παιδάκια.
Τα παιδιά. Αλλά τι ήξεραν τα παιδιά τώρα αν είμαστε εμείς καταδιωκόμενοι; Άρα τα συζητούσαν στα σπίτια τους ή και οι δάσκαλοι μεταξύ τους αν συζητούσαν και έβαζαν αυτοί τα παιδάκια και μας είχαν του κλότσου και του μπάτσου, που λένε. Αλλά δε βαριέσαι, καλά, όταν–
Ωραία, θέλετε να πείτε και κάτι ακόμα;
Να σας πω για την εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ. Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στην Πεζούλα, είναι η γενέτειρα του αγίου εδώ, Πεζούλα Καρδίτσης Θεσσαλίας, έτσι γράφαμε. Και επειδή ήταν ένα εκκλησάκι 2 επί 2, εκεί είχαμε την εικόνα, και ήταν κοντά στο σπίτι του παππού μου, στη γενέτειρα της μάνας μου… Ιωάννης Φλώρος ο παππούς μου, ήταν συνταξιούχος, είχαν σκοτωθεί δύο παιδιά του στην Αλβανία και έπαιρνε μια σύνταξη. Και έλεγε τη γιαγιά: «Τι να τα κάνω τα λεφτά εγώ; Τα παιδιά μου έρχονται; Εγώ θα κάνω μια αφιέρωση, θα δώσω λεφτά να φτιάσω τον Άγιο Σεραφείμ μια εκκλησία». Και σε αυτό το μέρος που έφτιαξαν την εκκλησία, έδωσε ο παππούς μου δεν ξέρω πόσες λίρες. Τις μετρούσε και εμείς κοιτούσαμε και λέγαμε… ξέραμε τι θα πει λίρα; Και έλεγε τη γιαγιά: «Αυτές τις λίρες θα τις δώσω να φτιάσουν εκκλησία». Και τις έδωσε, δεν ξέρω πόσες ακριβώς. Είχαμε παπά, παπα-Πέτρος Ευθυμιόπουλος ο παπάς, και έλεγε: «Θα σ’ τα δώσω εσένα, πάτερ», τον έλεγε, «να φτιάσεις εκκλησία, την εκκλησία». Όμως σε αυτό το μέρος που ήταν να γίνει η εκκλησία, είχε σπίτι ο Μαυρογιάννης. Και λέει: «Θα τον δώσουμε όσα λεφτά ζητήσει, να πάει απέναντι», ήταν ένα σπίτι από κάτι γυναίκες, Μπαλασκόλη λεγόταν. «Θα δώσουμε λεφτά να μείνουν εκεί, για να φτιάξουμε την εκκλησία». Και έφτιαξαν εκκλησία ωραιότατη, την οποία θα γίνει και επισκέψιμη η εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ. Μόνο που δεν έχει έτσι καλό δρόμο για να πας. Και αυτά. Άλλο;
Αυτό, για τον Άγιο Σεραφείμ, κάτι είχατε αναφέρει ότι κάηκε; Η εικόνα;
Κάηκε η εικόνα, ναι, δεν είπα. Μαζεύαμε… δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε ολόκληρο κερί εμείς τα παιδάκια να ανάψουμε και μαζεύαμε τα καμένα τα κεριά και τα βάζαμε εκεί στο μανάλι. Και εκεί σπίρτα πού να βρούμε; Έλεγε ένα παιδάκι: «Έχει η μάνα μου στο σπίτι, θα πάω εγώ να πάρω». Και έβαλε, πήρε τα σπίρτα, τα βάλαμε φωτιά και κάναμε πλάκα τώρα, όλα τα κεριά μαζί κάνουν φλόγα μεγάλη. Και την κάψαμε την εικόνα, κάηκε. Αλλά είδε η γιαγιά η Φλώραινα που ήταν κοντά, λέει «Γιάννη», τον λέει τον παππού, «κάτι καπνίζει». Πήγε ο παππούς εκεί και είδε, «Καίγεται η εικόνα», λέει. «Αχ», μας είπε, «τομάρια, τα βάλατε φωτιά». Και αυτά. Και η εικόνα βρίσκεται ακόμα καμένη πάνω στην εκκλησία. Έφτιαξαν την εκκλησία ωραιότατη, τέλεια, με όλα, ό,τι χρειάζεται. Κάνουμε και του Αγίου Σεραφείμ τις 4 Δεκέμβρη που γιορτάζει και των Μυροφόρων, έρχεται και ο δεσπότης από την Καρδίτσα. Και τα κάναμε, που λες,[00:35:00] την εκκλησία ωραία.
Πολύ καλά, μια χαρά. Έχετε να πείτε κάτι άλλο;
Τι να πω; Τα ποιήματα σου τα είπα, ό,τι ήξερα. Τώρα, μια άλλη φορά αν θυμηθώ...
Τα 'πατε, ναι. Ό,τι θυμάστε.
Άμα με θυμίσεις κάτι να πω.
Νομίζω τα είπαμε όλα.
Έτσι.
Ωραία, ευχαριστώ πολύ!
Και εγώ ευχαριστώ, να είσαι καλά και εσύ και όλος ο κόσμος!
Να είστε καλά!
Φωτογραφίες

Ενδεικτικό, Α τάξη
Ενδεικτικό της αφηγήτριάς μας με διαγωγή κ ...

Απολυτήριο δημοτικού σχο ...
Η αφηγήτριά μας κρίθηκε άξια απολύσεως με ...

Η αφηγήτρια με τον πατέρ ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Ελένη Μαλέτσικα μοιράζεται ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια. Αναφέρεται στην απόφαση του πατέρα της να αλλάξει επάγγελμα και από αγρότης να γίνει μπακάλης. Θυμάται ιστορίες από το μπακάλικο, τι αγόραζε ο κόσμος τότε, πώς πλήρωνε και τη φτώχεια που υπήρχε εκείνη την εποχή. Μοιράζεται τις επιπτώσεις της άφιξης των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, καθώς οι τελευταίοι έκαψαν το σπίτι και το μπακάλικο της οικογένειας. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, τρέχανε από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Εκείνο το διάστημα πήγε σχολείο στην Καρδίτσα, όπου τα παιδιά του χωριού ήταν απομονωμένα και τα αποκαλούσαν "καταδιωκόμενα". Τέλος, αναφέρεται στην ιστορία της εκκλησίας του Αγίου Σεραφείμ, γενέτειρα του οποίου είναι το χωριό της, η Πεζούλα, καθώς και στην εικόνα του αγίου που κάηκε.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Μαλέτσικα
Ερευνητές/τριες
Βασιλική Κοράκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2023
Διάρκεια
35'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις ερευνήτριας:
Βλάσδο: παλιά ονομασία για το χωριό Μοσχάτο
Το ποίημα που θυμάται η κυρία Νίτσα είναι «Τα Χελιδόνια» του Ιωάννη Πολέμη.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Ελένη Μαλέτσικα μοιράζεται ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια. Αναφέρεται στην απόφαση του πατέρα της να αλλάξει επάγγελμα και από αγρότης να γίνει μπακάλης. Θυμάται ιστορίες από το μπακάλικο, τι αγόραζε ο κόσμος τότε, πώς πλήρωνε και τη φτώχεια που υπήρχε εκείνη την εποχή. Μοιράζεται τις επιπτώσεις της άφιξης των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, καθώς οι τελευταίοι έκαψαν το σπίτι και το μπακάλικο της οικογένειας. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, τρέχανε από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Εκείνο το διάστημα πήγε σχολείο στην Καρδίτσα, όπου τα παιδιά του χωριού ήταν απομονωμένα και τα αποκαλούσαν "καταδιωκόμενα". Τέλος, αναφέρεται στην ιστορία της εκκλησίας του Αγίου Σεραφείμ, γενέτειρα του οποίου είναι το χωριό της, η Πεζούλα, καθώς και στην εικόνα του αγίου που κάηκε.
Αφηγητές/τριες
Ελένη Μαλέτσικα
Ερευνητές/τριες
Βασιλική Κοράκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2023
Διάρκεια
35'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις ερευνήτριας:
Βλάσδο: παλιά ονομασία για το χωριό Μοσχάτο
Το ποίημα που θυμάται η κυρία Νίτσα είναι «Τα Χελιδόνια» του Ιωάννη Πολέμη.