«Εγώ θα γίνω γιατρός αιματολόγος, ώστε να γιατρεύω ανθρώπους που πάσχουν από λευχαιμία»: Μια φοιτήτρια Ιατρικής αφηγείται
Ενότητα 1
Η παιδική ηλικία, οι αναμνήσεις από το σχολείο και τους φίλους και οι πρώτες Πανελλήνιες εξετάσεις
00:00:00 - 00:31:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλ ησπέρα. Καλησπέρα. Θα μου πεις το όνομά σου; Ναι, είμαι η Καλλιμάνη Πανδώρα, αλλά με φωνάζουν Ντόρα. Είναι Παρασκευή, 14 Ιουλίου 20…ρασα. Κάποιοι μ’ έλεγαν κιόλας: «Μην λες ότι πέρασες τελευταία». Εγώ έλεγα: «Όχι, θα το πω», γιατί πραγματικά ήμουνα χαρούμενη που πέρασα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι δεύτερες Πανελλήνιες εξετάσεις και η επίτευξη του στόχου
00:31:01 - 00:35:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εντέλει, ξεκίνησε η δεύτερη χρονιά. Θυμάμαι κάθε βράδυ 10:00, 10:30 έκλεινα τα βιβλία και έβλεπα «Άγριες Μέλισσες», που μ’ άρεζε πάρα πολύ σ…πολύ χαρούμενη, μετά βγήκαν οι βάσεις, το περίμενα ότι θα ’χω περάσει, οπότε δεν ήτανε... Ουσιαστικά εμένα η χαρά μου ήτανε στους βαθμούς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 3
Η φοιτητική ζωή της αφηγήτριας στη Θεσσαλονίκη και οι εμπειρίες από τις σπουδές της
00:35:50 - 00:50:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τον Σεπτέμβριο ξεκίνησε η φοιτητική ζωή. Η αλήθεια είναι ότι, ενώ Θεσσαλονίκη είναι τόσο κοντά στην Αλεξάνδρεια, ενώ οι περισσότεροι θέλ… κάνουν να νομίζουμε ότι είναι μεγάλα, δεν είναι τόσο, αλλά τα βιώνουμε ως μεγάλα και μας επηρεάζουν. Σε ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η παιδική ηλικία, οι αναμνήσεις από το σχολείο και τους φίλους και οι πρώτες Πανελλήνιες εξετάσεις
00:00:00 - 00:31:01
Καλ[00:00:00]ησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πεις το όνομά σου;
Ναι, είμαι η Καλλιμάνη Πανδώρα, αλλά με φωνάζουν Ντόρα.
Είναι Παρασκευή, 14 Ιουλίου 2023, βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη μαζί με την Ντόρα Καλλιμάνη. Eγώ ονομάζομαι Θεοδωρίδης Ηλίας, είμαι ερευνητής του Istorima και ξεκινάμε. Θα ήθελες να αρχίσουμε λέγοντας κάποια πράγματα για εσένα;
Ναι, εγώ κατάγομαι απ’ την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα. Ήρθα μετά στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω. Οι γονείς μου είναι από κει, οπότε δεν έχω ζήσει κάπου αλλού, ούτε χωριό έχω, μόνο την Αλεξάνδρεια. Ήμασταν εκεί, έχουν οι γονείς μου τα μαγαζιά τους. Εγώ... έχω και έναν αδερφό που είναι τρία χρόνια μικρότερός μου, τρεισήμισι, τώρα έδωσε και τις Πανελλήνιες, θα είναι και αυτός φοιτητής. Αυτά. Τώρα…
Τι μαγαζιά έχουν οι γονείς σου;
Λοιπόν, η μαμά μου έχει μαγαζί με είδη δώρων και ο μπαμπάς μου σκυλοτροφές, ζωοτροφές, τέτοια διαφορά και τα μαγαζιά είναι στο ίδιο, στον ίδιο δρόμο. Οπότε, και όταν ήμασταν μικροί πηγαίναμε απ’ το ένα μαγαζί στο άλλο, επειδή οι γονείς μου δούλευαν και πρωί και απόγευμα. Ουσιαστικά δεν έχει και πολύ, δεν έχει άδειες αυτή η δουλειά. Οπότε ήμασταν εκεί όλο τον χρόνο, εκτός απ’ τις Κυριακές, μέχρι και το Σάββατο δηλαδή το πρωί, το μεσημέρι. Και για να μην βαριόμαστε πηγαίναμε μια στο ένα μαγαζί, μια στο άλλο μαγαζί. Απέναντι απ’ το μαγαζί της μαμάς μου έχει και μία πλατεία, που είχε τότε μια... σαν ταβερνούλα, ας πούμε, και μαζευόντουσαν εκεί τα παιδιά από την ταβέρνα του ιδιοκτήτη, εγώ με τον αδελφό μου, το παιδί της διπλανής κυρίας, που είχε δίπλα στο μαγαζί της μαμάς μου, και παίζαμε. Δηλαδή ειδικά τα καλοκαίρια, που είχε και καλό καιρό και δεν είχαμε και σχολείο, ήμασταν συνέχεια εκεί. Εντάξει, μετά σχολείο, σιγά σιγά χάθηκε και αυτή η παρέα —βέβαια, έχουμε κρατήσει επαφές με τους περισσότερους— και αλλάξανε οι παρέες, πήγαμε στο σχολείο. Εγώ πήγαινα στο 4ο Δημοτικό Αλεξάνδρειας, που νομίζω βγάζει και τα καλύτερα παιδιά, τέλος πάντων. Εκεί είχα την τύχη να είμαι μαζί με την συμμαθήτρια, στην ίδια τάξη δηλαδή, μαζί με την κόρη της νονάς του αδερφού μου και κολλητής τότε της μαμάς μου. Οπότε, ήμασταν και επειδή ήμασταν και από μικρά μαζί, ήμασταν και συμμαθήτριες και στο νηπιαγωγείο και μετά στο δημοτικό, οπότε αυτό ήτανε και πολύ βοηθητικό, είχα δηλαδή παρέα. Θυμάμαι να πηγαίνουμε κιόλας με τα ποδήλατα στο καναλάκι, που είναι πίσω στα Αμπελοτόπια, το καλοκαίρι ειδικά, και να βουτάμε μέσα. Τέλος πάντων, εντάξει, εκεί τώρα παιδιά ήμασταν, κάναμε τέτοια, ήταν όμως έτσι πολύ ωραία. Στο σχολείο, βασικά ναι, στο σχολείο καλή μαθήτρια ήμουνα. Γενικά, ο μπαμπάς μου είχε έτσι πολύ, ήθελε πάντα να είμαστε σε πρώτη φάση συνεπείς, μετά να είμαστε και καλοί μαθητές. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι πάντα να γυρνάω από την πρώτη δημοτικού στο σπίτι και να με διαβάζει ο μπαμπάς μου. Αργότερα μετά που έπρεπε, ας πούμε, να μάθω και Ιστορία, δηλαδή είχε πιο πολύ θεωρία, μου κρατούσε και το βιβλίο, με βοηθούσε να το μάθω το μάθημα και στα διαγωνίσματα πάντα ήτανε εκεί να κάνουμε μαζί τις επαναλήψεις. Ο μπαμπάς βοήθησε πάρα πολύ σ’ αυτό, γιατί μέχρι και το γυμνάσιο είχε αναλάβει και τα Μαθηματικά να μου τα κάνει και μάλιστα τα καλοκαίρια, κυρίως μετά σε μεγαλύτερες τάξεις, είχε, έπαιρνε βοηθήματα το καλοκαίρι, διάβαζε, ώστε να ‘ρθει μετά ο Σεπτέμβριος να είναι έτοιμος για την ύλη που πρόκειται εγώ να διδασκόμουν. Οπότε, να μου τα... Να με βοηθάει, να μπορεί να με βοηθάει μετά στο σπίτι. Είχε γενικά, έτσι, με το διάβασμα... Είναι πολύ έτσι... Ήθελε να είμαστε καλοί σε αυτό. Αγγλικά μάς πήγαινε και μάλιστα εγώ είχα αλλάξει και φροντιστήριο, δηλαδή ήθελε να μας αρέσει και ο χώρος και το περιβάλλον. Έκανα και πολλά αθλήματα τότε μικρή για κάποιο λόγο, ενώ δεν είμαι και ιδιαίτερα της γυμναστικής. Προσπάθησαν να με μυήσουν σ’ αυτόν τον χώρο με μεγάλη αποτυχία. Εντάξει, έκανα στίβο, μπαλέτο, έκ[00:05:00]ανα... βόλεϊ. Βέβαια, αυτά ήτανε... Δηλαδή, ένα χρόνο, ένα χρόνο, ένα χρόνο στο ένα στο άλλο, δηλαδή δεν είναι ότι είχα μείνει σε κάποιο. Όπως είπα, δεν είμαι ιδιαίτερα αθλητικός τύπος. Αυτό έτσι και από δραστηριότητες, όπως είπα, ήμουνα πάντα καλή μαθήτρια, του 10 στο δημοτικό, μετά του 20 στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Στο δημοτικό ήμουν και παραστάτρια, αλλά τότε είχε γίνει κλήρωση, γιατί εγώ είχα και λίγο καλύτερο βαθμό απ’ τον σημαιοφόρο, αλλά, εντάξει, τι να κάνουμε; Είχε γίνει μία κλήρωση και ήμουνα παραστάτρια. Στο δημοτικό, μάλιστα, είχα την τύχη να έχω και πολύ καλούς δασκάλους. Θυμάμαι από την πρώτη μέχρι και την έκτη δημοτικού... Γενικά ήμαστε ένα τμήμα που αλλάζαμε και συνεχώς δασκάλους. Δηλαδή, δεν είχαμε κάποιον, όπως σε άλλα τμήματα, που μπορεί να τους έχουνε και δύο ή και τρία συνεχόμενα χρόνια. Εμείς μια φορά έτυχε να ’χουμε δύο χρόνια τον ίδιο, όλα τα άλλα χρόνια είχαμε και από έναν διαφορετικό. Ειδικά στη δευτέρα δημοτικού είχα μια δασκάλα, η οποία πέθανε πρόσφατα, η οποία ήτανε πάρα πολύ... Της άρεζε πάρα πολύ το θέατρο. Οπότε, είχαμε και την τάξη διακοσμημένη γύρω έτσι και από το θέατρο και από έναν τρόπο διδασκαλίας που δεν είναι τόσο συνηθισμένος. Είχαμε, ας πούμε, τη γωνιά του μαθητή, το θέατρο της Δευτέρας μέσα στην τάξη και είναι και μια δασκάλα, η οποία μέσα σ’ ένα χρόνο και μικρά παιδιά του δημοτικού μάς έβαλε και ανεβάσαμε μια παράσταση, την οποία την παρουσιάσαμε και στο θέατρο «Άνεσις», στην Αλεξάνδρεια. Ήτανε «Ανέβα στη στέγη» νομίζω λεγόταν το θεατρικό, δεν είμαι πολύ σίγουρη. Που ουσιαστικά ήτανε και τύπου μιούζικαλ. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι να βγαίνω μπροστά και να τραγουδάω στα πλαίσια του ρόλου μου. Και μάλιστα μαζί της κάναμε και μία ταινία, «Τα μπλε γυαλιά», που είναι του... Δε θυμάμαι ποιανού είναι. Του Τριβιζά; Όχι, δε θυμάμαι. Είναι, υπάρχει πάντως στο διαδίκτυο, απ’ όσο θυμάμαι τουλάχιστον, και ουσιαστικά είναι, έχει να κάνει με το θέμα του bullying που υπάρχει στο σχολείο. Σκηνοθέτης ήτανε και ο πατέρας ενός συμμαθητή μας. Έγινε όλο στον χώρο του σχολείου, γυρίστηκε όλο στο χώρο του σχολείου. Ακόμα και οι δάσκαλοι που υπάρχουνε στην ταινία αυτή είναι μαθητές ουσιαστικά. Είμαστε, δηλαδή, όλοι της ίδιας ηλικίας, απλώς κάποιοι αναλάμβαναν να κάνουνε τον δάσκαλο ή τον γονέα. Ήτανε γενικά μια δασκάλα, η οποία έχει μείνει χαραγμένη μέσα μου, γιατί πραγματικά είχε ασχοληθεί πάρα πολύ. Θυμάμαι κιόλας είχε κάνει και μια επισήμανση στη μαμά μου για τα γράμματά μου, ότι δεν είναι πολύ ωραία και θα πρέπει να τα αλλάξω. Δηλαδή, ακόμα και αυτό ως δασκάλα ήθελε να βελτιώσει και το πρόσεχε. Μετά, απ’ το δημοτικό δεν έχω κάτι άλλο, έτσι, τόσο… Απ’ όσο θυμάμαι δηλαδή. Πιο πολύ ήταν το θεατρικό και η ταινία τα πολύ έντονα. Μετά στο γυμνάσιο, εκεί έγινε για μένα και μια μεγάλη μετάβαση, δηλαδή και από την άποψη των παρεών, αλλά και γενικά άρχισα να διαμορφώνομαι και πιο πολύ σαν άνθρωπος. Γενικά, δηλαδή, ενώ ήμουνα και ένα πιο κλειστό παιδί, σταδιακά άρχισα και λίγο να ανοίγομαι. Και εκεί ήμουνα άριστη και παραστάτρια και σημαιοφόρος στην τρίτη γυμνασίου. Ήτανε ίσως και τα πιο ωραία, απ’ τα πιο ωραία χρόνια μάλλον —όχι και τα πιο ωραία—, γιατί περνούσαμε και καλά και με τα παιδιά, έτσι, ήμασταν ωραία και στο σχολείο και στο φροντιστήριο μετά που πηγαίναμε ήτανε, έτσι, ωραία. Σιγά σιγά μεγαλώναμε, βγαίναμε. Το χαρακτηριστικό το στέκι μας, το οποίο ήτανε μετά και στο λύκειο, ήτανε η «Αγροτική», η τότε «Αγροτική», πλέον «Τράπεζα Πειραιώς». Εκεί μαζευόταν όλη η Αλεξάνδρεια, από την ώρα που έπεφτε ο ήλιος —ακόμα και τον χειμώνα, παγώναμε αλλά ήμασταν εκεί—, απ’ την ώρα που έπεφτε ο ήλιος μέχρι και αργά το βράδυ. Ήμασταν εκεί πέρα πάρα πολλά άτομα και μετά μπορεί αυτό να μετατοπιζόταν στα «ξύλινα» πιο πίσω και στο πρώτο και στο δεύτερο, που και εκεί γινόταν χαμός, πραγματικά ήμασταν πάρα πολλά παιδιά, παίζαμε, μιλούσαμε, ήταν έτσι πολύ ωραία χρόνια. Πλέον αυτά έχουνε... Πλέον δεν πηγαίνουν εκεί τα παιδιά και απορούμε γιατί δεν πηγαίνουν εκεί τα παιδιά. Δηλαδή, εμείς περνούσαμε τέλεια.
Όταν[00:10:00] λες «ξύλινα» τι εννοείς;
Είναι κάτι κιόσκια, ουσιαστικά καλυμμένα με παγκάκια —μας βόλευε και για όταν δεν είχε καλό καιρό—, αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Δηλαδή, είναι και... Έχει και παγάκια γύρω γύρω, επομένως ήτανε πραγματικά πάρα πολλά άτομα. Πιο δίπλα έχει το πάρκινγκ του Κέντρου Υγείας, οπότε και άλλα άτομα πηγαίνανε σε εκείνα τα παγκάκια, και ήτανε εκεί μια γειτονιά, βγαίναν, θυμάμαι, μας κάνανε παρατήρηση οι κάτοικοι και τότε δεν τους καταλαβαίναμε και λέγαμε: «Μα καλά, τι τόσο κακό κάνουμε;». Τώρα που έχω εδώ πέρα κάτω απ’ το σπίτι στη Θεσσαλονίκη ένα πάρκο, οριακά δεν έχω κάνει μήνυση ακόμη, πραγματικά. Τους καταλαβαίνω απόλυτα τώρα, τότε δεν τους καταλάβαινα, αλλά, εντάξει, κι εμείς παιδιά ήμασταν, μιλούσαμε, γελούσαμε, όσο να ‘ναι θέλαμε έτσι να... Δε μας ενδιέφερε τι θα λένε οι άλλοι. Αυτό. Στο σχολείο, όπως είπα, εντάξει, ήμουνα καλή μαθήτρια, τότε πήρα και τα… Πήρα και Lower και Proficiency στο γυμνάσιο και είχα ήδη αρχίσει... Επειδή από μικρή ήξερα τι ήθελα να γίνω, είχα πει δηλαδή ότι ήθελα να περάσω Ιατρική, είχα ήδη αρχίσει και σιγά σιγά μια προετοιμασία, ας πούμε, όχι απαραίτητα για την τρίτη λυκείου, αλλά για να μην έχω κενά, ώστε να πάω πιο προετοιμασμένη μετά στην τρίτη λυκείου. Επανα... Θα το ξαναπω, δηλαδή το επαναλαμβάνω ότι ο μπαμπάς μου, ειδικά σ’ αυτό το θέμα, ήτανε πάντα εκεί να... Για φροντιστήρια, για ό,τι χρειαζόμασταν. Οπότε, ήρθε το λύκειο, που μπαίνουμε και σιγά σιγά στην τελική ευθεία, που λένε όλοι. Εγώ, όπως είχα πει, ήξερα ότι θέλω να πάω για Ιατρική. Στην αρχή κάποιοι το ήξεραν, κάποιοι δεν το ήξεραν και εγώ δεν το πολυέλεγα, έλεγα: «Μην με ματιάξουν», αλλά, εντάξει, εντέλει αυτά δεν μετράνε και τόσο, αλλά τότε, εντάξει, δεν ήθελα και πολύ να το λέω. Και εκεί ήμουνα καλή μαθήτρια, συνεπής. Εκεί άρχισα, εκεί... Επειδή, όπως είπα, άρχισα σιγά σιγά να αλλάζω και σαν χαρακτήρας στο γυμνάσιο, στο λύκειο πλέον είχα απελευθερωθεί τελείως. Δηλαδή, ήμουνα και πιο ανοιχτή και είχα και πολλές παρέες και μπορούσα να βγω στην «Αγροτική», ας πούμε, που λέει ο λόγος, χωρίς παρέα και να βρω παρέα να κάτσω. Ήτανε, ήμουνα σ’ αυτή τη φάση. Στην… Η πρώτη λυκείου μού είχε φανεί αρκετά δύσκολη, μπορώ να πω, νομίζω μου είχε φανεί πιο δύσκολη απ’ ό,τι η μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Παρ’ όλα αυτά, τα καταφέραμε, την περάσαμε, μετά πήγα και στην δευτέρα λυκείου, όπου εκεί πλέον είχα αρχίσει και την προετοιμασία την κανονική για την τρίτη λυκείου. Τότε, θυμάμαι, στη δεύτερα λυκείου στο φροντιστήριο πήγαινα στο «Δημόκριτο» και ακριβώς απέναντι έχει και μια εκκλησία και με μια φίλη μου συμμαθήτρια στο, στο φροντιστήριο. Αυτή είχε το ποδήλατό της και μ’ ανέβαζε στα πατηράκια και μπαίναμε μες στο προαύλιο της εκκλησίας, στο διάλειμμα απ’ το φροντιστήριο, και κάναμε εκεί πέρα γύρες, ήταν αυτά τα ευχάριστα διαλείμματα. Επίσης, τώρα που το θυμήθηκα, κάτι άλλο που κάναμε πάρα πολύ εμείς και πιστεύω και άλλοι είναι ότι κάναμε συνέχεια εκπλήξεις στα γενέθλια ο ένας στον άλλον. Δηλαδή, ακόμα και αν ο άλλος οριακά μπορεί και να το ήξερε με τον τρόπο που θα το κάναμε, δεν θα το χαλούσαμε, θα τον κάναμε έκπληξη στα γενέθλιά του, στα γενέθλιά της. Ήμουνα και μάλιστα σε μια παρέα μεγάλη, ήμασταν δέκα κορίτσια, μπορεί και παραπάνω, τώρα δεν τις έχω μετρήσει. Τα «κολλητουμπινάκια» λεγόμασταν τότε. Εντάξει, τι να κάνουμε, μικρά παιδιά… που τελείως διαφορετικές μεταξύ μας. Παρ’ όλα αυτά, κάπως ταιριάζαμε και βέβαια υπήρχαν και πολλές... Κάποιες φεύγαν, κάποιες μπαίνανε, συνέχεια υπήρχε αυτό. Αλλά αυτή η παρέα, ας πούμε, ήτανε... Το περίμενα και μάλιστα κάποια στιγμή μου είχαν κάνει μια τούρτα που έλεγε: «Όσο εσύ διαβάζεις, τόσο εμείς σ’ αγαπάμε», ήταν πολύ γλυκό. Τι άλλο; Για το φροντιστήριο είπα. Επίσης, εκτός από αυτήν την παρέα, είχα και άλλη, είχα διάφορες παρέες. Κάποιες έχουν μείνει ακόμα, κάποιες όχι, κάποιες προέκυψαν μέσα από, έτσι, συγκυρίες. Ας πούμε, τότε μου άρεζε εμένα κάποιος και επειδή —ήτανε έναν χρόνο μεγαλύτερος—, και επειδή μια φίλη μου είχε φίλες που ήταν ίσα μ’ αυτόν, άρχισα εγώ να δένομαι και μαζί τους και εντέλει καταλήξαμε να είμαστε έτσι και πλέον ακόμα φίλες.[00:15:00] Αυτά. Μετά ήρθε η τρίτη λυκείου και εκεί ξεκινάει... Νομίζω ίσως είναι πραγματικά για μένα το σημείο τομής αυτό, η τρίτη λυκείου, και σαν χρονιά, αλλά κυρίως το αποτέλεσμα. Δηλαδή, η έκβασή της, ας πούμε. Ξεκινάω τρίτη λυκείου, ήξερα είπαμε πολλές φορές ότι ήθελα Ιατρική, επομένως και η προετοιμασία φροντίσαμε να είναι η καλύτερη που γινόταν. Οι γονείς μου είχανε ψάξει πάρα πολύ, είχανε ρωτήσει, είχαμε δει και για φροντιστήρια στην Αλεξάνδρεια και για ιδιαίτερα. Εντέλει κατέληξα να κάνω και στη Βέροια κάποια μαθήματα σε φροντιστήριο εκεί, προκειμένου, όπως είπα, να ’χω και το κατάλληλο, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είχα αρχίσει λίγο σιγά σιγά και να απομονώνομαι, απομονω… απομονώνομαι, γιατί ήθελα, έτσι, πιο πολύ να διαβάσω, ήθελα οπωσδήποτε να περάσω και ήρθε και ο Covid τότε, που νομίζω ότι αυτό ήτανε που… Ήτανε ένα... μια περίοδος που λίγο ή πολύ ή και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλους μας άλλαξε. Δηλαδή, δεν υπήρχε κάποιος που να βγήκε από εκείνη την καραντίνα, την πρώτη καραντίνα, που ήταν και η πρώτη φορά που το διαχειριζόμασταν όλο αυτό, και να ήταν ίδιος. Παράδειγμα, κάποιοι μπορεί να μην διάβαζαν τόσο, γιατί χαλάρωσαν, γιατί και τα μαθήματα την πρώτη χρονιά, επειδή δεν ήταν τόσο οργανωμένο το, το... Μας βρήκε εξαπίνης, δεν το περιμέναμε. Οπότε δεν γινόντουσαν και μαθήματα ή και να γινόντουσαν ήταν προαιρετικά, ενώ στη δεύτερη καραντίνα, απ’ ό,τι ξέρω, γιατί δεν πήγαινα σχολείο, ήταν υποχρεωτικά με παρουσίες. Οπότε, είχαμε κάπως χαλαρώσει, δεν μπαίναμε στα μαθήματα, τουλάχιστον στο δικό μας το σχολείο δεν ήταν υποχρεωτικά. Επομένως, κάποιοι επωφελήθηκαν, κάποιοι όχι. Εγώ δεν μπορώ να πω ούτε ότι επωφελήθηκα, ούτε ότι δεν επωφελήθηκα. Δηλαδή, δε θεωρώ ότι άλλαξε κάτι τόσο πολύ. Τότε κιόλας θεωρούσα ότι με συμφέρει, γιατί είχα και περισσότερη ώρα για διάβασμα. Δεν έβγαινα πολύ μες στην καραντίνα, κάποιες βόλτες μόνο έκανα μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές αυτές. Και ουσιαστικά εκεί ήτανε και που έγινε και ένα ξεκαθάρισμα πάρα πολύ στις ανθρώπινες σχέσεις, γιατί δεν είναι και υποχρεωμένοι όλοι να ακολουθούν τους δικούς σου ρυθμούς ούτε και να καταλάβουν. Επομένως, κάποιοι έμειναν, κάποιοι έφυγαν. Και έρχονται οι Πανελλήνιες, όπου εκεί, ενώ είχα και ένα προαίσθημα ότι ΟΚ κάτι θα… κάτι κάνουμε, με κατέβαλε πάρα πολύ το άγχος. Μια μέρα πριν είχα, με παίρναν διάφοροι τηλέφωνο να μου πούνε: «Καλή επιτυχία» κτλ. Κάποια στιγμή με παίρνει ένας καθηγητής, μου λέει μεταξύ άλλων... Καθηγητής σχολείου, ο οποίος ήτανε γενικά πολύ κοντά στους… Ήταν πολύ κοντά στους μαθητές και τους έπαιρνε σχεδόν όλους τηλέφωνο και με παίρνει να μου πει, τέλος πάντων, μεταξύ άλλων: «Καλή επιτυχία» και μου λέει κιόλας: «Κοιμήσου καλά το βράδυ, κοιμήσου καλά, γιατί αύριο δίνεις, πρέπει να ’σαι ξεκούραστη». Αυτό ήταν για μένα, έκανε την... Πώς το λένε; Εκείνο το σημείο, τέλος πάντων, βρήκε και πριν από κάθε μάθημα —τέσσερα μαθήματα δώσαμε—, τα τέσσερα εκείνα βράδια δεν είχα κλείσει μάτι. Ενώ ενδιάμεσα, επειδή εμείς ήμασταν μες στην καραντίνα, τα μαθήματα δεν ήτανε μέρα πάρα μέρα, αλλά ήτανε, είχαν μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους. Ας πούμε, εγώ στο πεδίο της υγείας έδινα Δευτέρα-Παρασκευή, Δευτέρα-Παρασκευή. Επομένως, ενώ το βράδυ της Κυριακής δε θα κοιμόμουν, το βράδυ της Δευτέρας, της Τρίτης, της Τετάρτης θα κοιμόμουνα υπέροχα. Με είχε λοιπόν καταβάλει το άγχος, έρχεται το πρώτο μάθημα, τότε ήτανε και... Η Έκθεση ήτανε ένα νέο σύστημα εξέτασης και δομής, δηλαδή ήτανε όλο τελείως διαφορετικό. Επομένως, ίσως δεν ήμασταν και τόσο καλά προετοιμασμένοι, δεν ξέρω. Τέλος πάντων, ήρθε ένα θέμα λίγο περίεργο, το γράφω, συνεχίζω, πάμε στο δεύτερο μάθημα —νομίζω ότι ήτανε η Βιολογία—, που η Βιολογία ήτανε, η αλήθεια είναι το αγαπημένο μου μάθημα, επειδή το ’χω γενικά λίγο με το να αποστηθίζω. Ήμουνα αρκετά αισιόδοξη και θεώρησα ότι όντως έγραψα καλά. Δυστυχώς το μάθημα της Δευτέρας ήταν η Φυσική, το θυμάμαι ακόμα. Θυμάμαι και τους βαθμούς μου ακόμα. Εκεί είχα αρρωστήσει, από το πρωί δεν ήμουνα πολύ καλά και όταν πήγα ε[00:20:00]κεί θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά, επειδή στο σχολείο, —εγώ πήγαινα στο 2ο Γυμνάσιο-Λύκειο—, στο σχολείο είχε δίπλα έναν μαραγκό; Δεν ξέρω, όχι μαραγκό, τέλος πάντων, έκανε μια δουλειά, η οποία ήτανε και αρκετά... Έβγαζε, ήταν, έκανε πολύ θόρυβο και θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά να κάνει θόρυβο ο κύριος αυτός, οι επιτηρητές να ανοιγοκλείνουν τα παράθυρα, γιατί είχε και ζέστη, ήταν καλοκαίρι, είχαν αργήσει να ξεκινήσουν και οι Πανελλήνιες λόγω του κορονοϊού. Οπότε, υπήρχε γενικά μια ένταση στο χώρο. Ζήτησα να κατέβω να πάω λίγο στην τουαλέτα. Είχα, ένιωθα ότι ανεβάζω πυρετό, δηλαδή το κατάλαβα. Η κυρία που με κατέβασε, η οποία δεν έμαθα και το όνομά της, μου είπε: «Εντάξει, ηρέμησε, όλα καλά θα πάνε, τα ίδια είναι για όλους». Ανεβαίνω εγώ πάνω, λύνω ένα θέμα λάθος, εντέλει μετά το ξαναπιάνω να το ξαναλύσω, κατάλαβα το λάθος μου. Επικρατούσε γενικά και στο γραπτό μου, εγώ πιστεύω όποιος το είδε θα κατάλαβε και μία ένταση σ’ αυτόν που το γράφει, γιατί όντως υπήρχε ένταση γενικότερη. Και γυρνάω από την Φυσική και όλη την υπόλοιπη μέρα ήμουνα σαν να έχω πέσει σε κώμα, ήμουν στον καναπέ με πυρετό, δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Το θυμάμαι, δηλαδή, η μητέρα μου να κάνει κομπρέσες, τηλέφωνα, γιαγιάδες, παππούδες: «Τι έγινε, τι να κάνουμε;», πώς να γίνω καλά, γιατί παράλληλα έρχεται και το επόμενο μάθημα, δεν είχα τελειώσει. Γενικά, το καλό είναι ότι δεν τα παράτησα να πω: «Δεν πάω», γιατί θα μπορούσα να το πω και απ’ το πρώτο μάθημα, δεν το ‘κανα. Να πω ότι τα βράδια που δεν κοιμόμουνα... Α, βασικά να πω ότι και στα φροντιστήρια στη Βέροια με πηγαινοέφερνε η μαμά μου και γι’ αυτό τα φροντίζανε συνήθως να ‘ναι μεσημέρι, γιατί όπως είπα, έχει η μαμά μου μαγαζί και δεν γινόταν ούτε το πρωί ούτε το απόγευμα να λείπει, επομένως τα κάναμε μεσημέρι. Και κάποιες φορές πήγαινα και με το λεωφορείο, γενικά βολεύει, Βέροια-Αλεξάνδρεια είναι και κοντά και οικονομικά, οπότε δεν ήτανε επιβάρυνση. Και επειδή τα Σάββατα έφτανα νωρίς, πήγαινα και έπαιρνα καφέ στο «Coffee Island» εκεί στη Βέροια, στον Άγιο Αντώνιο. Ναι. Τα βράδια, λοιπόν, που δεν κοιμόμουνα στις Πανελλήνιες ήταν η μητέρα μου βόλτες με το αυτοκίνητο, βγαίναμε στο μπαλκόνι μήπως κοιμηθώ στο μπαλκόνι, μ’ είχε δώσει η θεία μου τον «Μικρό Νικόλα», τα βιβλία, να διαβάζω «Μικρό Νικόλα». Εγώ πιστεύω πάρα πολύ, οπότε πόσες προσευχές, πόσα παρακαλητά στην Παναγία να μπορέσω να κοιμηθώ. Θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά στην Βιολογία, το βράδυ πριν τη Βιολογία, να κλείνω τα μάτια μου και να βλέπω μια —την οποία θυμάμαι ακόμα—, μια συγκεκριμένη σελίδα του βιβλίου. Δηλαδή, έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα αυτή τη σελίδα, έλεγα: «Θα πέσει αυτή η σελίδα», δεν έπεσε. Αλλά πραγματικά ήτανε... ήταν όλο αυτό πάρα πολύ έντονο. Στη Φυσική έκλεινα τα μάτια μου και —το βράδυ πριν της Φυσικής— έκλεινα τα μάτια μου και έλυνα ασκήσεις φυσικής. Δηλαδή, πραγματικά είχα... Το κεφάλι μου δεν ξέρω τι επικρατούσε εκείνη την περίοδο στο κεφάλι μου, πραγματικά. Μετά, λοιπόν, τη Φυσική και με τους πυρετούς και μ’ αυτά ξεμπερδεύουμε, ξεκινάω να γράψω τη Χημεία, ΟΚ. Δεν ήμουνα και ιδιαίτερα αισιόδοξη από τα θέματα και από αυτά, αλλά ό,τι είχε γίνει τώρα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Και βγαίνουν οι βαθμοί και βλέπω βαθμούς, κάνω την —θυμάμαι ήμουν στο μαγαζί της μαμάς μου—, μου έρχονται οι βαθμοί. Τότε δεν είχε συντελεστές και τέτοια, επομένως ήταν ένας απλός μέσος όρος, μια πρόσθεση, διαίρεση και βγαίνουν τα μόριά σου και βλέπω 16.750, νομίζω, και λέω: «Αποκλείεται, κάποιος μου κάνει πλάκα». Λέω: «Δε γίνεται να γράψεις 16.000 μόρια, 17.000.». Και επειδή ακριβώς δεν το πίστευα, ενώ είχα ενημερωθεί, πάω στο σχολείο να το δω γραμμένο, να δω ότι όντως αυτό που έβλεπα ισχύει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την ώρα που πάω και διαβάζω τους πίνακες —εννοείται ήτανε σωστοί οι βαθμοί— να έρχεται μια καθηγήτρια από πίσω μου και να με αγκαλιάζει. Εντάξει, εγώ εννοείται είχα ήδη αρχίσει να κλαίω. Ήμουνα... Δεν το περίμενα, δεν ήτανε και τότε... Βασικά θα το πω μετά. Παράλληλα, άρχισαν να κατεβαίνουν και οι καθηγητές, προσπαθούσαν πραγματικά όλοι τους, όλοι τους να με κάνουν να νιώσω καλύτερα, ότι: «Δεν πειράζει, θα ξαναδώσεις ή από εκεί που είσαι θα κάνεις μετά κατατακτήριες» ή, επειδή ακριβώς ήθελα Ιατρι[00:25:00]κή, μήπως να πάω στη Βουλγαρία. Εγώ έλεγα ότι, και πριν τις Πανελλήνιες και αφότου βγήκαν οι βαθμοί, οι γονείς μου με είχαν ρωτήσει αν θέλω να πάω στην Βουλγαρία. Είχα πει: «Ή στην Ελλάδα ή πουθενά». Οπότε, σ’ αυτό δεν άλλαξε, δεν το ξανασκέφτηκα ποτέ ούτε όταν είχαν βγει οι βαθμοί. Ποτέ δεν είπα: «Μήπως να πάω…», ποτέ. Είχα πει: «Ή στην Ελλάδα με την αξία μου ή πουθενά». Οι καθηγητές πραγματικά τους ένιωθα ότι στεναχωριόντουσαν μαζί μου, δηλαδή το έβλεπα ότι... Και μάλιστα κάποιος μ’ είχε πει ότι δε γίνεται —επειδή εγώ είχα στην Έκθεση χαμηλό βαθμό, είχα 13, όχι ότι οι άλλοι ήτανε ιδιαίτερα καλοί, αλλά ήτανε ο πιο χαμηλός—, ότι δεν γίνεται σε τέτοια μαθήματα, σε τέτοια πεδία να μετράει τόσο πολύ η Έκθεση, ισάξια με τα άλλα. Πραγματικά, προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να με κάνουν να νιώσω καλύτερα. Δεν τα κατάφεραν. Τότε λίγο και στο σπίτι τα πράγματα δεν ήταν ιδιαίτερα, έτσι, ευχάριστα, γιατί με τα μόρια αυτά που είχα γράψει δεν περιμέναμε μεγάλη πτώση βάσεων, η οποία εντέλει ήρθε. Αλλά με τα τότε μόρια εγώ θα περνούσα σε μια σχολή, Μοριακή Βιολογία ίσως. Όχι ότι είναι άσχημη σχολή, απλώς ήταν αρκετά μακριά από αυτό που εγώ ήθελα. Επομένως, το αποτέλεσμα φαινόταν σαν να... Δε θα πω να έχω αποτύχει, όπως κάποιοι χρησιμοποίησαν τότε, αλλά πραγματικά σαν να είμαι πολύ μακριά. Δηλαδή, δεν αξίζει κιόλας να το προσπαθήσω. Εντέλει, εγώ την ίδια μέρα αποφάσισα ότι θα ξαναδώσω. Θυμάμαι είχα πάει στον φούρνο μίας φίλης μου τότε, εκείνη δούλευε —είναι δικός της ο φούρνος—, δούλευε εκεί. Οπότε, είχα πάει εκεί, ήτανε πραγματικά δύο οι φίλες μου, που δεν περίμενα ότι θα με στηρίξουν, αλλά με στήριξαν και τις το ‘χω πει πολλές φορές και στις δύο και προσπαθώ ακόμα να... Ακόμα και αν, επειδή δεν κάνουμε παρέα, έστω με κάποια απλά πράγματα να τους το δείχνω ότι τις ευχαριστώ. Παράδειγμα, τη μία την πέρασα ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο. Αυτό ίσως δεν έπρεπε να το πω, γιατί… Εντάξει, δεν ήταν και τόσο σημαντικό μάθημα για το πτυχίο. Με την άλλη προσπαθώ να βγαίνω, να κρατάω επαφές, δεν μπορώ να τη βοηθήσω κάπως. Αν μπορούσα, θα το έκανα πραγματικά, τις έχω ευχαριστήσει πολλές φορές που ήταν εκεί. Είχα ήδη, λοιπόν, αποφασίσει, το μεσημέρι πήγα στον φούρνο, μετά όμως κλείστηκα στο σπίτι, δεν έβγαινα. Δεν βγήκα για τέσσερις μέρες, νομίζω, και ο λόγος που δε βγήκα δεν είναι γιατί ήμουνα... Έλεγα, ας πούμε, θα βγω, θα με ρωτήσουν: «Τι έγραψες;», θα πω «17.000 μόρια» και θα πουν: «Ρε συ, τέλεια, μπράβο, συγχαρητήρια!» και εγώ θα αρχίσω να κλαίω, γιατί προφανώς και είναι πολύ καλός βαθμός, αλλά δεν ήταν αυτό που εγώ ήθελα για να μπορέσω να πετύχω τον στόχο μου. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ ήρθε και μια φίλη μου, έφερε σουβλάκι. Όπως είπα, δεν είμαι ιδιαίτερα της γυμναστικής, είμαι του σουβλακίου, οπότε μου έφερε να φάω ένα σουβλάκι. Εκείνη την περίοδο δεν είχα και άτομα που ήθελα δίπλα μου, συγκεκριμένα μία φίλη μου, δεν ήταν εκεί. Από τη μία, το καταλαβαίνω, γιατί στην τελική ούτε και εγώ ήμουνα εκεί όταν αυτή... Ότι μπορεί να... Βασικά δε θυμάμαι κιόλας. Αλλά, τέλος πάντων, εκεί όντως έγινε ένα ξεκαθάρισμα σχετικά με το ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι. Όπως είπα πριν, είχα πολλές παρέες. Εντέλει από αυτές τις παρέες εκείνη την περίοδο που εγώ περνούσα όντως πάρα πολύ δύσκολα, λίγοι ήταν ουσιαστικά δίπλα μου. Ενδεχομένως να φταίω κι εγώ, δηλαδή λίγους να άφησα να είναι δίπλα μου, έτσι; Εννοείται αυτό. Απλώς κάποιοι που ήθελα δεν ήταν. Βγήκα μετά από τέσσερις μέρες, όπως είπα, πήγα σ’ ένα ψηστήρι που κάναμε ως, έτσι, τελετή αποφοίτησης, ας πούμε, τα παιδιά της τρίτης λυκείου. Όπως είχα πει, είχα ήδη αποφασίσει ότι θα ξαναδώσω Πανελλήνιες. Εκείνο το καλοκαίρι δεν είχα κάνει κάτι ιδιαίτερο και μετά μπήκα... Μετά τον δεκαπενταύγουστο ξεκίνησα τη Χημεία, που είχα κάποια κενά, και σταδιακά μετά ξεκίνησα και Έκθεση, Βιολογία και Φυσική. Η δεύτερη χρονιά ήτανε πολύ πιο ήρεμη. Θυμάμαι, δηλαδή, και, εντάξει, προφανώς ήτανε και μια δεύτερη επανάληψη. Δηλαδή, δεν είναι ότι έβγαζα ύλη, οπότε ήτανε και πιο εύκολη και απ’ αυτή την άποψη. Αλλά σίγουρα, επειδή το είχα περάσει μία… Α, εντέλει να πω κιόλας πέρασα Φαρμακευτική στο Αριστοτέλειο τελευταία και ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη τότε, γιατί έλεγα: «Κατάφερα και πέρασα τελευταία στη Θεσσαλονίκη». Η Θεσσαλονίκη για μας εδώ στην Αλεξάνδρεια είναι γενικά η κορυφαία πόλη. Δηλαδή, οι περισσότεροι θέλουνε να περάσουν Θεσσαλον[00:30:00]ίκη. Επίσης, κάτι που ξέχασα να πω, πολλές φορές όταν ήμασταν στο γυμνάσιο και στο λύκειο με τις φίλες μας παίρναμε το τρένο και ερχόμασταν αυθημερόν στη Θεσσαλονίκη για έναν καφέ, για ψώνια, για φαγητό. Το είχαμε, ήτανε... Για μας ήτανε πολύ συνηθισμένο με το τρένο των 12:00, 12:15 μετά πήγε; Ερχόμασταν, παίρναμε το 3Κ απ’ τον σταθμό —το 3 τότε, μετά έγινε 3Κ— και ερχόμασταν κέντρο. Και πραγματικά... θεωρώ ότι στην Αλεξάνδρεια τα τρένα τα ‘χουμε σε ιδιαίτερη εκτίμηση, δηλαδή τα χρησιμοποιούσαμε πάρα πολύ. Οπότε αυτό, ναι, τη Θεσσαλονίκη γενικά την είχαμε σε πάρα πολύ μεγάλη εκτίμηση, δηλαδή όλοι, οι περισσότεροι θέλαν να περάσουν Θεσσαλονίκη. Επομένως, όταν είδα ότι περνάω Φαρμακευτική Θεσσαλονίκης τελευταία και δε θα χρειαζόταν να πάω στην Πάτρα, όχι ότι έχω κάτι με την πόλη, απλώς ήταν Θεσσαλονίκη και ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενη που πέρασα. Κάποιοι μ’ έλεγαν κιόλας: «Μην λες ότι πέρασες τελευταία». Εγώ έλεγα: «Όχι, θα το πω», γιατί πραγματικά ήμουνα χαρούμενη που πέρασα.
Εντέλει, ξεκίνησε η δεύτερη χρονιά. Θυμάμαι κάθε βράδυ 10:00, 10:30 έκλεινα τα βιβλία και έβλεπα «Άγριες Μέλισσες», που μ’ άρεζε πάρα πολύ σαν σειρά. Την έβλεπα αποσπασματικά την πρώτη χρονιά, τη δεύτερη χρονιά, όμως, μπορούσα να τη δω και την είδα όλη. Γενικά, σαν χρονιά η δεύτερη χρονιά, επειδή ήτανε και η μεγάλη καραντίνα, είχε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, ήτανε πάλι αρκετά ήσυχη, δεν είναι, δηλαδή, ότι έβγαινα πολύ ή έκανα διάφορα πράγματα. Και αρκετοί φίλοι μου είχανε, επίσης, φύγει. Βέβαια, και αρκετοί είχανε μείνει λόγω της καραντίνας. Κάποιοι είχανε φύγει κιόλας, να πάνε να σπουδάσουν. Και ήρθε... Ήρθαν οι Πανελλήνιες, εκείνη η χρονιά πέρασε πραγματικά πολύ ανώδυνα και πολύ ωραία, μπορώ να πω. Ήταν, έτσι, αρκετά ήρεμη χρονιά. Ήρθαν οι Πανελλήνιες... Να πω εγώ εδώ ότι είχαμε προετοιμαστεί και επειδή γενικά είχα κάποιες διαταραχές και στον ύπνο, έπαιρνα κάποια φυτικά χαπάκια για να μπορώ να κοιμάμαι το βράδυ. Και όντως —βέβαια, δεν ξέρω αν έπαιξε και αυτό ρόλο ή αν έπαιξε ρόλο και το ότι ήμουνα και δεύτερη χρονιά— πριν τα μαθήματα κοιμόμουνα σαν πουλάκι. Ξεκινάμε, λοιπόν, δίνω Έκθεση... Δε θυμάμαι, τη δεύτερη χρονιά, ενώ ήταν η καλή χρονιά, δεν τη θυμάμαι καθόλου. Ενώ την πρώτη, δηλαδή τη θυμάμαι και λεπτομέρειες, είναι πραγματικά... Λοιπόν, έρχεται λοιπόν η Έκθεση, δε θυμάμαι καν τι θέμα είχε πέσει, ενώ της πρώτης... Ούτε της πρώτης θυμάμαι, αλλά τη θυμάμαι πιο έντονα. Βιολογία, Φυσική, Χημεία, κλασικά. Εκεί ήξερα ότι... Δηλαδή, το ένιωθα ότι τα ‘χω πάει καλά όταν έβγαινα από κάθε μάθημα και, ενώ την πρώτη χρονιά δεν έβλεπα και τους βαθμούς, τη δεύτερη χρονιά τους… Όχι τους βαθμούς, τις λύσεις. Τη δεύτερη χρονιά έμπαινα και λίγο στο τρυπάκι, γιατί ήμουνα αρκετά σίγουρη ότι τα ’χω πάει αρκετά καλά. Οπότε, έλεγα: «ΟΚ, θα μπω να δω», γιατί δεν φοβόμουν κάτι. Όντως βγήκανε οι βαθμοί, τα ‘χα πάει πάρα πολύ καλά και έγραψα 18.966. Με μεγάλη βεβαιότητα περνούσα Ιατρική δηλαδή, εφόσον κάτι δεν γινόταν, θα περνούσα Ιατρική, όπως και έγινε... στο Αριστοτέλειο. Εννοείται τότε ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενη. Θυμάμαι, εντάξει, η μάνα μου… Θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά, ήμουν στο μαγαζί της μαμά μου πάλι, λέω: «Θα το πάμε έτσι» λέω και έτσι πως καθόμαστε μού λέει η μαμά μου: «Τι πιστεύεις ότι θα έχεις γράψει;». Λέω: «Κοίτα», λέω «μαμά» —ξεκινάω με την Έκθεση—, λέω, «15 στην Έκθεση μού είναι τέλειο, δε θέλω παραπάνω πραγματικά, δε θέλω να είμαι αχάριστη. Με ένα 15 από 13, δηλαδή αν ανέβω στο 15, θα ήμουνα υπερευχαριστημένη». Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω, μου λέει η μαμά μου... Η μαμά μου γενικά ήτανε, όχι απλώς υποστηρικτής, εντάξει, οριακά το ’φτανε λίγο και σ’ ένα σημείο, εντάξει, να λες. Δεν είμαι και τόσο καλή. Οπότε, και καθ’ όλη και την πρώτη χρονιά και τη δεύτερη χρονιά πίστευε τόσο πολύ σ’ εμένα, που κάπου ήτανε και λίγο κουραστικό. Και μου λέει, λοιπόν: «Έκθεση 16,5», λέω: «Μαμά, είπαμε 15 στην Έκθεση, δε χρειάζεται», λέω, «τόσο πολύ, τόσο παραπάνω», λέω, «Εντάξει, και με 15 είμαστε μια χαρά». «Όχι», μου λέει, «σου λέω τους βαθμούς σου». Τέλος πάντων, το «Έκθεση 16,5» το θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά, ανέβηκα σε όλα. Όταν την πρώτη χρονιά έδωσα, κάποιοι λέγαν ότι δε θα μπορέσω να ανεβάσω τους βαθμούς μου σε όλα τα μαθήματα, γιατί, ας πούμε, τη Βιολογία την είχα πολύ καλή και λέγαν ότι πόσο πιο πολύ να την ανεβάσω στη δεύτερη χρονιά; Προκειμένου να καταλήξουν στο ότι δεν αξίζει να δώσω δεύτερη χρονιά. Εντέλει, ακόμα και τη Βιολογία την ανέβασα, που ήταν ήδη [00:35:00]πολύ, πολύ καλή. Ανέβηκα σε όλα, σε άλλα περισσότερο, σε άλλα λιγότερο, και εντέλει πέρασα. Θυμάμαι, λοιπόν, να είμαι στο μαγαζί, μετά ήρθε και μια καθηγήτριά μου, που μ’ έκανε Βιολογία, η οποία άρχισε να κλαίει και λέω, λέει: «Εσύ γιατί δεν κλαις;», λέω: «Εντάξει, είμαι τόσο χαρούμενη», λέω, «που... είμαι τόσο χαρούμενη που, εντάξει, τώρα δε μου έρχεται να κλάψω. Δηλαδή, έκλαιγα όταν ήμουν στεναχωρημένη, θα κλάψω και τώρα που είμαι χαρούμενη;». Ήτανε, λοιπόν, πολύ ωραία και εννοείται κατευθείαν σχεδόν μετά ξεκινήσαμε να ψάχνουμε και σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Τώρα είμαι κάτοικος Τριανδρίας, θα είμαι και για τα υπόλοιπα τέσσερα χρόνια. Θα ’ρθει και ο αδερφός μου και θα είμαστε στην Τριανδρία μαζί. Εντάξει, ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενη, μετά βγήκαν οι βάσεις, το περίμενα ότι θα ’χω περάσει, οπότε δεν ήτανε... Ουσιαστικά εμένα η χαρά μου ήτανε στους βαθμούς.
Ενότητα 3
Η φοιτητική ζωή της αφηγήτριας στη Θεσσαλονίκη και οι εμπειρίες από τις σπουδές της
00:35:50 - 00:50:59
Και τον Σεπτέμβριο ξεκίνησε η φοιτητική ζωή. Η αλήθεια είναι ότι, ενώ Θεσσαλονίκη είναι τόσο κοντά στην Αλεξάνδρεια, ενώ οι περισσότεροι θέλανε τη Θεσσαλονίκη, δεν είχα φίλους στη Θεσσαλονίκη, δεν είχα παρέα. Επομένως, έπρεπε να δημιουργήσω παρέες απ’ την αρχή. Θυμήθηκα τα παλιά καλά χρόνια και ξεκίνησα να... Πρώτα ξεκινήσαμε σε μια φάση να συναντηθούμε εδώ τα παιδιά της Τριανδρίας, μετά σιγά σιγά τα παιδιά της σχολής. Επομένως, άρχισα σιγά σιγά να κάνω και παρέες. Η σχολή, επίσης, βοηθάει να κάνεις παρέες, γιατί είμαστε χωρισμένοι, πέρα απ’ τα αμφιθέατρα, έχουμε και εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά είναι των είκοσι περίπου ατόμων. Επομένως, θέλοντας και μη, γνωρίζεις άτομα πιο στενά, είσαι μαζί τους πιο συχνά, σε σχέση με τα αμφιθέατρα, και πιο κοντά. Δεν είναι τόσο απρόσωπο, όπως το αμφιθέατρο. Επομένως, έκανα παρέες και από το αμφιθέατρο, την φίλη μου τη βασική τη γνώρισα απ’ την πρώτη μέρα εντελώς τυχαία, ψάχναμε ένα αμφιθέατρο, το οποίο δεν ξέραμε... Εντάξει, τη σχολή δεν την ξέραμε, ψάχναμε ένα αμφιθέατρο, το οποίο δεν ξέραμε πώς να πάμε, τη βρήκα τυχαία και μετά ξαφνικά αρχίσαμε η μία να κρατάει θέση στην άλλη, κάπως έτσι έγινε. Και εντέλει είμαστε ακόμα δυάδα, όταν λείπω εγώ τη ρωτάνε: «Πού είναι η Ντόρα;», και όταν λείπει αυτή με ρωτάνε εμένα αντίστοιχα πού είναι εκείνη. Έχουμε ταιριάξει και πάρα πολύ. Η σχολή μπορώ να πω ότι ισχύει αυτό που λένε ότι το θέμα είναι —στη συγκεκριμένη σχολή, στις άλλες δεν ξέρω— άντε μπαίνεις, πώς την τελειώνεις; Είναι ιδιαίτερα απαιτητική, έχουμε τα εργαστήρια, όπως είπα, τα οποία είναι υποχρεωτικά, έχουμε τα αμφιθέατρα αρκετές ώρες, έχουμε εξετάσεις εργαστηρίων και την κλασική εξεταστική. Δυστυχώς, επίσης, μας κάνουν και λίγο ψυχολογικό πόλεμο και την εξεταστική του εαρινού την τελειώνουμε βαθύ καλοκαίρι. Την πρώτη χρονιά, το πρώτο έτος τελειώσαμε 21 Ιουλίου, είχαμε αρχίσει 4 και τελειώσαμε 21, και φέτος αρχίσαμε 27 και τελειώσαμε 14 —27 Ιουνίου— και τελειώσαμε 14 Ιουλίου. Είμαστε οι μόνοι που το πάμε τόσο αργά και είναι αρκετά ψυχοφθόρο. Γενικά, στη σχολή μπορώ να πω ότι τα δύο πρώτα έτη μέχρι στιγμής, γιατί αυτά έχω βιώσει, είναι αρκετά γενικά τα μαθήματα. Δηλαδή, εάν κάποιος θέλει Ιατρική, μην περιμένει απ’ το πρώτο εξάμηνο, και απ’ το δεύτερο έτος, να νιώσει τόσο πολύ ότι σπουδάζει Ιατρική. Θεωρώ ότι απ’ το τρίτο έτος που θα αρχίσουμε να μπαίνουμε και στις… και στις κλινικές, τότε θα αρχίσουμε να νιώθουμε πραγματικά ότι σπουδάζουμε Ιατρική. Τα πράγματα είναι όντως απρόσωπα, όπως λένε, για αυτά τα μεγάλα πανεπιστήμια, όπως Θεσσαλονίκης ή Αθήνας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και καλοί καθηγητές, οι οποίοι είναι κοντά στους φοιτητές, σου δίνει τη δυνατότητα το εργαστήριο να ’ρθεις κοντά με καθηγητές, οπότε να τους ρωτήσεις κάτι, αν κάτι σε απασχολεί. Επίσης, έχει ξεκινήσει και κάτι καινούριο. «Ακαδημαϊκός σύμβουλος» νομίζω λέγεται, αν δεν κάνω λάθος. Κάθε καθηγητής έχει τέσσερις φοιτητές και ουσιαστικά αναλαμβάνει σε όλη την ακαδημαϊκή τους αυτή πορεία να τους συμβουλεύει. Δηλαδή, δεν έχει να κάνει με τα μαθήματα μόνο, αλλά και με το αν κάτι χρειάζονται, γιατί ουσιαστικά είμαστε και παιδιά σε μια πόλη μακριά απ’ το σπίτι μας, όπως και να ’χει. Εγώ, βέβαια, δεν είμαι τόσο μακριά και αυτό είναι πάρα πολύ βοηθητικό. Οι γονείς μου κάθε δεκαπέντε μέρες έρχονται. Δεν έχω ιδέα από μαγειρική, η μαμά μου φέρνει φαγητά και τα βάζει στην κατάψυξη και τρώω. Η αλήθεια είναι ότι θα ζοριζόμουν πάρα πολύ σ’ αυτό το κομμάτι. Επίσης, εδώ πέρα πηγαίνω γυμναστή[00:40:00]ριο, έτσι κάνω διάφορα τέτοια. Αράζουμε, έτσι, καμιά φορά σε σπίτι, πιο σπάνια βέβαια, γιατί οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Οπότε, είναι και απόφαση τώρα να πάω σπίτι της φίλης μου και μετά να πρέπει να γυρίσω με ταξί. Όσο να ‘ναι, είναι και λίγο μια ταλαιπωρία, έχουμε και το διάβασμα όλη μέρα και στη σχολή λίγο κουραζόμαστε. Τι άλλο;
Τι σε έκανε να θέλεις τόσο πολύ να σπουδάσεις Ιατρική;
Ναι, αυτό δεν το είπα, ενώ κάποια στιγμή πήγε η κουβέντα προς τα εκεί. Όταν εγώ ήμουνα δευτέρα δημοτικού, πέθανε ο παππούς μου από λευχαιμία. Επομένως, αυτό δεν έρχεται ξαφνικά, είναι μια ασθένεια, η οποία τραβάει χρόνια. Επομένως, είχε να μπαινοβγαίνει σε νοσοκομεία, μπαινοβγαίναμε και εμείς, ήρθα δηλαδή από μικρή ηλικία πολύ κοντά σε αυτόν τον τομέα και όταν εντέλει πέθανε, είπα: «Εγώ θα γίνω γιατρός-αιματολόγος, ώστε, ας πούμε, να γιατρεύω ανθρώπους που πάσχουν από λευχαιμία». Και ήξερα από τότε ειδικότητα και τώρα έτυχε να πάω σε μια καθηγήτρια να ασχοληθώ με ένα ερευνητικό κομμάτι και όταν με ρώτησε ποια ειδικότητα με ενδιαφέρει και απάντησα κατευθείαν «Αιματολόγος», μου λέει: «Πρώτη φορά», λέει, «ακούω φοιτητή σε τόσο πρώιμο έτος να λέει ότι θέλει την τάδε ειδικότητα και μάλιστα», λέει, «τη συγκεκριμένη ειδικότητα, που δεν την ξέρουν και πολλοί». Γιατί, η αλήθεια είναι αυτή, ότι τον αιματολόγο πολλοί τον μπερδεύουνε και με τον μικροβιολόγο και δεν είναι τόσο σαφές το τι ακριβώς κάνει ο συγκεκριμένος γιατρός, δεν είναι τόσο συνηθισμένος. Βέβαια, αρχίζει να γίνεται σιγά σιγά. Επομένως, πραγματικά είχε μείνει και αυτή έκπληκτη, αλλά εγώ πραγματικά απ’ τη δευτέρα δημοτικού είχα πει ότι θα γίνω γιατρός. Τότε ήθελα στρατιωτικός γιατρός, γιατί και ο παππούς μου ήτανε στο «424», στο νοσοκομείο το στρατιωτικό της Θεσσαλονίκης, αλλά έχω... Εντάξει, είχα από —έχω ακόμα— πολλή μυωπία, επομένως αυτό ήτανε κατευθείαν... Όχι απαγορευτικός απλώς παράγοντας, με απορρίπτει, δεν πληρώ τις προϋποθέσεις, αλλά δε με χάλασε καθόλου, γιατί θα ’πρεπε να κάνω και τα αθλήματα και, όπως είπα και πριν, αθλητικός τύπος εγώ δεν είμαι. Και, βέβαια, όλα για κάποιο λόγο γίνονται, γιατί στην αρχή δεν το ‘χα πάρει και τόσο καλά. Εντάξει, δεν είχα στεναχωρηθεί και πάρα πολύ, το περίμενα, γιατί ερχόταν σιγά σιγά, αυξανόταν, αυξανόταν, αυξανόταν, κάποια στιγμή λέω θα φτάσει, δεν γίνεται. Και όντως έφτασε και το ξεπέρασε το όριο. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ήρθε και έτσι σταδιακά και επειδή ουσιαστικά κάτι δεν αλλάζει και τόσο πολύ, ίσως και καλύτερα τώρα λέω, γιατί το να είμαι και κλεισμένη μέσα σε μια σχολή και μαζί με τη σχολή, που είναι έτσι και αλλιώς απαιτητική, να έχω και υπηρεσίες, διαβίωση και όλα αυτά, δεν ξέρω και αν θα μου ήτανε εύκολο. Οπότε, τώρα είμαι μια χαρά... Κάτι ήθελα να πω, το ξέχασα. Α, για τη σχολή, πάντως... Δεν είναι αυτό αλλά... Είναι μια σχολή, η οποία, ενώ είμαστε μικροί όταν μπαίνουμε, κατευθείαν μας βάζει στα... Μας βάζει μάλλον, όχι στα βαθιά, αλλά μας βάζει σε μία διαδικασία να διαχειριστούμε καταστάσεις που παιδιά στην ηλικία μας δε θα διαχειριστούν. Παράδειγμα, στο δεύτερο εξάμηνο, στο πλαίσιο του μαθήματος της Ανατομίας, έπρεπε να έχουμε οστά ανθρώπου, κατά προτίμηση πραγματικά οστά, στο σπίτι μας, προκειμένου να διαβάσουμε την οστεολογία. Δηλαδή, μορφώματα, ακρολοφίες, εντυπώματα, που έχει πάνω του ένα οστό, δημιουργούνται από μύες από αρτηρίες κτλ. Στην αρχή, λοιπόν, όταν έπρεπε να ’χω τα οστά στο σπίτι μου, τα είχα στο σαλόνι, εγώ ήμουνα στο δωμάτιο, ερχόμουν στο σαλόνι λίγο, έβλεπα τι ήθελα, γρήγορα γρήγορα να πάω στο δωμάτιο να μην τα βλέπω. Μετά σιγά σιγά άρχισα να τα βάζω στο δωμάτιο, να διαβάζω και μετά να τα μεταφέρω στο σαλόνι. Εντέλει, κατέληξα να τα βάζω και κάτω απ’ το κρεβάτι ακόμα και να κοιμάμαι ή και να τα αφήνω και πάνω στο γραφείο, γιατί λέω: «Τώρα, αφού θα τα διαβάσω και αύριο, γιατί να τα βάλω μέσα; Θα τα αφήσω πάνω στο γραφείο» —τι είναι; Ένα κρανίο είναι, δεν είναι και κάτι τόσο τραγικό— «και να διαβάζω από κει». Ήταν, η αλήθεια είναι, μια ιδιαίτερη εμπειρία. Βέβαια, η κορυφαία μέχρι στιγμής εμπειρία ήρθε στο τρίτο εξάμηνο με την επαφή με το πτώμα, στα πλαίσια πάλι του μαθήματος της Ανατομίας, προκειμένου να μάθουμε όλες τις αρτηρίες, τα νεύρα, τους μύες, τις φλέβες. Υπάρχουνε πτώματα από δωρεές ή μας είχανε πει ότι είναι και άτομα ίσως που δεν τα έχει ψάξει κανείς. Επομένως, πέθαναν και τα πήρε η Ιατρική Σχολή. Γίνεται η συντήρησή τους από άτομα της σχολής και εμείς... Οι ανατόμοι κάνουνε τομές, το πάνε με τις στιβάδες, δηλαδή [00:45:00]ξεκινάμε σιγά σιγά να φτάσουμε προς το βάθος, προκειμένου να δούμε όλο το σώμα, όλες τις αρτηρίες, όλους τους μυς, να φτάσουμε μέχρι την καρδιά. Η αλήθεια είναι ότι ήτανε αρκετά... Στην αρχή ήμασταν όλοι από μακριά, μπαίνοντας μας προετοίμασαν ότι: «Αν κάποιος δεν νιώσει καλά, έχουμε ένα κρεβάτι δίπλα. Πείτε, πιάστε το διπλανό σας», γιατί είναι πάρα πολύ έντονη η μυρωδιά της φορμόλης και σαν θέαμα είναι λίγο περίεργο. Οπότε, μας είχαν προετοιμάσει και γι’ αυτό. Όλο το εξάμηνο, όμως, το βγάλαμε εκεί, κάποια στιγμή φτάσαμε να μαλώνουμε για το ποιος θα ‘ναι πιο κοντά στο πτώμα και πάνω απ’ το πτώμα, ώστε να μπορέσουμε να διαβάσουμε, γιατί θα εξεταζόμασταν στο πτώμα. Και τώρα στο τέταρτο εξάμηνο ήρθαμε σε επαφή, στα πλαίσιο του μαθήματος της Εμβρυολογίας, με νεκρά έμβρυα. Η αλήθεια είναι ότι μας ήρθε από κει που δεν το περιμέναμε, γιατί δεν... Μας ήρθε από κει που δεν το περιμέναμε, γιατί ΟΚ, ξέραμε ότι το μάθημα είναι Εμβρυολογία, κάνουμε για τα έμβρυα, αλλά δεν φανταζόμαστε ότι υπάρχει στο εργαστήριο μέρος, το οποίο έχει έμβρυα μέσα σε φορμόλη, τα οποία μπορεί να έπασχαν από διάφορα σύνδρομα, παράδειγμα το Σύνδρομο του Κύκλωπα ή της Γοργόνας, ας πούμε. Υπήρχανε αποβολές και αυτά έχουνε διατηρηθεί ακόμη, μπορεί να ‘ναι και πολλών χρόνων, και ουσιαστικά είναι σε κοινή θέα για τους φοιτητές, προκειμένου να έρθουμε κοντά με αυτό. Η αλήθεια είναι ότι είναι μία αρκετά... Κάποιοι φοιτητές, κάποιοι λέγανε: «Δεν θέλω να πάω, μήπως στεναχωρηθώ πολύ», είναι όλα αυτά λίγο έντονα. Πολλές φορές δεν μας ρωτάνε κιόλας για να τα διαχειριστούμε, αλλά είναι και εμπειρίες που σίγουρα μας διαμορφώνουν και μας κάπως... Ας πούμε, εγώ από αυτό, ενώ γενικά τον θάνατο τον φοβόμουν πάρα πολύ, τώρα κάπως έχω αρχίσει και να εξοικειώνομαι μαζί του. Θυμάμαι —να γυρίσω λίγο στα χρόνια στην Αλεξάνδρεια— είχε πεθάνει κάποια στιγμή ο γείτονάς μας. Ήτανε 22 χρονών ή 21, δεν θυμάμαι, ήταν πολύ νέος, είχε πεθάνει από ανακοπή. Εγώ θυμάμαι εκείνα τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ, μετά μου έμεινε φοβία και έλεγα: «Θα...», έλεγα: «Θα πάθω κι εγώ τίποτα». Δηλαδή, πραγματικά είχα... Με είχε στιγματίσει πάρα πολύ. Εντάξει, δυστυχώς αυτά τα βιώματα είναι και λίγο δυσάρεστα, η μητέρα του ήτανε και η καθηγήτριά μου στο φροντιστήριο, ήμασταν και αρκετά... Γείτονες, τον ήξερα από μικρό, καθηγήτρια στο φροντιστήριο, ήμασταν αρκετά δεμένοι, δεμένες, εγώ και εκείνη ιδιαίτερα. Οπότε, όσο να ‘ναι, επηρεάστηκα πάρα πολύ τότε απ’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, όπως είπα, η σχολή σε βοηθά να συνειδητοποιήσεις διάφορα πράγματα, μεταξύ άλλων και να έρθεις κοντά και στο θάνατο, που είναι όσο να ‘ναι βοηθητικό. Τώρα κάτι άλλο απ’ τα παλιά χρονιά, τα παλιά χρόνια, τα νεανικά, δεν ξέρω, δε θυμάμαι.
Τι στόχους έχεις για το μέλλον;
Για το μέλλον θα ήθελα σε πρώτη φάση να πάρω το πτυχίο μου στην ώρα μου, γιατί έχουμε και μετά και αγροτικό και ειδικότητα και αναμονές. Οπότε, δεν έχω και πολύ μεγάλο περιθώριο να καθυστερήσω, ας πούμε. Και όσο μπορώ να το εξελίξω, όσο μπορώ να γίνω καλύτερη σε αυτό. Και, βέβαια, δεν είναι μόνο η σχολή, θα ήθελα να... και σαν άνθρωπος να εξελιχθώ και να μπορέσω να... Οικογένεια και τέτοια δεν έχω βλέψεις να κάνω. Τώρα, αν προκύψει δεν ξέρω, εγώ δεν το ‘χω σαν στόχο, ποτέ δεν το είχα. Αλλά να έχω δίπλα μου ανθρώπους, έναν, τέλος πάντων, ένα περίγυρο συγκεκριμένο, σταθερό, που να πορεύομαι μαζί του, θα το ήθελα πολύ, αυτό. Και να πω ευχαριστώ στους γονείς μου, γιατί, ΟΚ, καμιά φορά μας εκνευρίζουν, μπορεί να ακούσουμε πράγματα από αυτούς που δε θες να τ’ ακούσεις, γιατί είναι και γονιός σου. Αλλά, όπως έχω ακούσει πολλές φορές να λένε, εντάξει, και κανένας δεν είναι τέλειος και κανένας δεν έχει μάθει να ‘ναι και γονιός. Οπότε, όσο να’ ναι, να τα δικαιολογούμε, να μας δικαιολογούνε και αυτοί και να πορευόμαστε. Για μένα οι γονείς μου, ο καθένας στο κομμάτι του, έχουνε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαν, μου τα ’χουνε προσφέρει όλα. Δεν έχω κανένα παράπονο, και υλικά και πνευματικά αγαθά, ποτέ δεν μας έλειψε τίποτα. Πάντα, δηλαδή, ό,τι θέλαμε και με το παραπάνω. Όχι ότι είμαστε πλούσιοι, αλλά γινόταν τέτοι[00:50:00]α διαχείριση, προκειμένου ακριβώς να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας και εμείς στις δικές μας και οι γονείς μας στις δικές τους και να μπορούμε να έχουμε και το καλύτερο αποτέλεσμα. Οπότε τους ευχαριστώ. Αυτά.
Θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι άλλο;
Όχι, όχι, τα συμπλήρωσα όλα.
Πώς σου φάνηκε η εμπειρία της συνέντευξης;
Ήτανε πολύ ωραία. Στην αρχή ήμουνα λίγο αγχωμένη, γιατί λέω τώρα θα αρχίσω να μιλάω και τι να πω; Και στην τελική, εντάξει, και πόσα να πω; Δεν έχω και τόσες πολλές εμπειρίες. Εντέλει, όμως, αυτές οι λίγες είναι και αρκετά έντονες και θεωρώ αφορούν αρκετά άτομα, γιατί η αλήθεια είναι ότι είναι θέματα που μας κάνουν να νομίζουμε ότι είναι μεγάλα, δεν είναι τόσο, αλλά τα βιώνουμε ως μεγάλα και μας επηρεάζουν.
Σε ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Περίληψη
Η Ντόρα Καλλιμάνη ξεκινάει την αφήγησή της περιγράφοντας τα παιδικά και σχολικά της χρόνια στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, όπου είχε εκφράσει την έντονη επιθυμία της να περάσει στην Ιατρική Σχολή ήδη από τη δευτέρα δημοτικού. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην όλη προετοιμασία και στις πανελλαδικές εξετάσεις που έδωσε την πρώτη φορά, περνώντας στο πανεπιστημιακό τμήμα της Φαρμακευτικής. Καθώς δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε, ύστερα από δυσκολίες που αντιμετώπισε, αποφάσισε να δώσει δεύτερη φορά πανελλαδικές εξετάσεις, καταφέρνοντας να μπει στην Ιατρική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. Τέλος, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ήθελε να γίνει γιατρός και μοιράζεται τις σκέψεις της για τις σπουδές της μέχρι τώρα.
Αφηγητές/τριες
Πανδώρα Καλλιμάνη
Ερευνητές/τριες
Ηλίας Θεοδωρίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2023
Διάρκεια
50'
Περίληψη
Η Ντόρα Καλλιμάνη ξεκινάει την αφήγησή της περιγράφοντας τα παιδικά και σχολικά της χρόνια στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, όπου είχε εκφράσει την έντονη επιθυμία της να περάσει στην Ιατρική Σχολή ήδη από τη δευτέρα δημοτικού. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην όλη προετοιμασία και στις πανελλαδικές εξετάσεις που έδωσε την πρώτη φορά, περνώντας στο πανεπιστημιακό τμήμα της Φαρμακευτικής. Καθώς δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε, ύστερα από δυσκολίες που αντιμετώπισε, αποφάσισε να δώσει δεύτερη φορά πανελλαδικές εξετάσεις, καταφέρνοντας να μπει στην Ιατρική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. Τέλος, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ήθελε να γίνει γιατρός και μοιράζεται τις σκέψεις της για τις σπουδές της μέχρι τώρα.
Αφηγητές/τριες
Πανδώρα Καλλιμάνη
Ερευνητές/τριες
Ηλίας Θεοδωρίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2023
Διάρκεια
50'