© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Δημήτρης Μπάκος: Με ταλέντο και πάθος στον παραδοσιακό χορό και τη μουσική, ταξιδεύει παντού την ελληνική παράδοση

Κωδικός Ιστορίας
24682
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Μπάκος (Δ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/06/2023
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Μανιά (Κ.Μ.)
Κ.Μ.:

[00:00:00]Είναι Τετάρτη 21 Ιουνίου του 2023 και βρισκόμαστε στο Λουτράκι. Αφηγητής μας είναι ο κύριος Δημήτρης Μπάκος. Εγώ είμαι η Κατερίνα Μανιά και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Κύριε Δημήτρη, καλησπέρα σας.

Δ.Μ.:

Εγώ θα πω καλημέρα, γιατί είναι λίγο πιο…

Κ.Μ.:

Σωστά.

Δ.Μ.:

Εντάξει, και καλησπέρα μπορούμε να πούμε.

Κ.Μ.:

Λοιπόν. Έχουμε, έχετε μάλλον να μας πείτε πάρα πολλά για τη ζωή σας και την πορεία σας.

Δ.Μ.:

Θα πω κάποια πράγματα.

Κ.Μ.:

Θέλετε να ξεκινήσετε απ’ τα παιδικά σας χρόνια;

Δ.Μ.:

Τα παιδικά χρόνια με βρίσκουνε εδώ πέρα στο Λουτράκι, περίπου στα τριακόσια μέτρα από το σημείο που βρισκόμαστε, στην περιοχή Γκράβα. Μαζί με πολλούς φίλους στη γειτονιά, δύο αδερφές, παππούδες, γιαγιά, όλοι μαζί κοντά. Αυτές, δηλαδή, είναι οι αναμνήσεις μου από την παιδική ηλικία.

Κ.Μ.:

Η καταγωγή σας;

Δ.Μ.:

Η καταγωγή, η μητέρα είναι από Περαχώρα. Εντάξει, στο Λουτράκι γεννημένη. Είναι οι παππούδες, δηλαδή οι γονείς της, είναι Αρβανίτες στην καταγωγή και ο πατέρας μου έχει διπλή καταγωγή. Συνήθως κοιτάμε απ’ την πλευρά του παππού την καταγωγή, αλλά, εντάξει, εγώ θα πω και της γιαγιάς. Ο πατέρας του πατέρα μου είναι από την Άγναντα της Άρτας, απ’ τα Τζουμέρκα, και η μητέρα του είναι από τη Μυρίκη της Ευρυτανίας.

Κ.Μ.:

Ωραία, τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια; Τι θα τα χαρακτήριζε; Τα εφηβικά, τα παιδικά.

Δ.Μ.:

Τα παιδικά; Έχω πολύ καλές αναμνήσεις. Νομίζω το παιχνίδι μού έχει μείνει περισσότερο. Δηλαδή κάθε μέρα παιχνίδι. Στη γειτονιά και παιχνίδι με φίλους.

Κ.Μ.:

Τώρα με τι ασχολείστε;

Δ.Μ.:

Τώρα η ασχολία μου, η κύρια ασχολία μου είναι… Εργάζομαι ως χοροδιδάσκαλος παραδοσιακών χορών. Και κάνω και διπλή… Έχω και διπλό ρόλο και σαν μουσικός. Παίζω γκάιντα, τσαμπούνα. Και καβάλ, το ’χω για τρίτο όργανο.

Κ.Μ.:

Άρα βλέπουμε μία ιδιαίτερη σχέση με την παράδοση…

Δ.Μ.:

Σωστά.

Κ.Μ.:

…αν και αρκετά νέος. Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;

Δ.Μ.:

Εντάξει, τα πρώτα βήματα ξεκίνησαν εδώ στον σύλλογο που βρίσκομαι, στον ΙΒΥΚΟ, σε ηλικία 13 ετών. Χόρευαν οι αδερφές μου και η μάνα μου και πήγα είδα μια παράσταση. Μ’ άρεσε πάρα πολύ. Και λέω: «Ωραία, θα πάω κι εγώ!». Είδα και τους φίλους μου να χορεύουνε. Και λέω από μόνος μου: «Θα πάω να ξεκινήσω!». Και από τα πρώτα μαθήματα, δύο-τρία μαθήματα –είχα τη δασκάλα τη Βαρβάρα τότε, ήταν καταπληκτική–, το αγάπησα. Δηλαδή με το που κάναμε έναν χορό, πήγαινα σπίτι μόνος μου, το πάλευα, από τα πρώτα κιόλας μαθήματα. Οπότε, μέσα σε ένα-δύο μήνες, είχα φτάσει στο επίπεδο των παιδιών που χορεύανε από Πρώτη Δημοτικού και Νηπιαγωγείο. Μπορούσα να ενταχθώ μαζί τους στην ομάδα. Και κάπως έτσι, συνέχισε η πορεία η χορευτική. Δηλαδή μέχρι τα 17-18 έτη.

Κ.Μ.:

Ωραία. Και πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά;

Δ.Μ.:

Με προέτρεψε ο πατέρας μου. Εκεί στην ηλικία των 18 δεν είχα αποφασίσει τι ήθελα να κάνω. Πλησίαζαν οι πανελλήνιες. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήξερα τι σχολή να δηλώσω. Δε μ’ άρεσε τίποτα. Και μου λέει ο πατέρας μου: «Αφού σ’ αρέσει αυτό», σε μια συζήτηση, «γιατί δεν ασχολείσαι μ’ αυτό; Να δεις τι γίνεται, να το ψάξεις». Και νομίζω ήταν το καμπανάκι που ήθελα. Δηλαδή μου έδωσε το έναυσμα να… Λέω: «Αυτό είναι!». Βοήθησε ο πατέρας. Δηλαδή αυτός είδε καθαρά. Μου λέει: «Αφού κάνεις αυτό και σ’ αρέσει αυτό, πήγαινε σ’ αυτό!».

Κ.Μ.:

Από κει και πέρα;

Δ.Μ.:

Από κει και πέρα, δίνω πανελλήνιες. Δεν πάω καλά, δε διάβαζα. Στο μηχανογραφικό είχα βάλει μόνο ΤΕΦΑΑ, τίποτα άλλο από σχολή. Έλεγα: «Ή θα περάσω ΤΕΦΑΑ... Αν δεν περάσω, θα πάω στην Αθήνα». Γιατί είχαμε τότε δάσκαλο απ’ το Λύκειο Ελληνίδων τότε ,τον Άγγελο Θεοδωρόπουλο, και μου είχε πει: «Έλα στο Λύκειο Ελληνίδων». Και λέω: «Αν δεν περάσω, θα πάω κατευθείαν στο Λύκειο Ελληνίδων και θα αρχίσω να το ψάχνω μόνος μου». Εντέλει, δε γράφω καλά, δε διάβαζα, να μην πω ψέματα. Υπήρχε ένα μεγάλο κενό, από τη Τρίτη Γυμνασίου, που το άφησα σε διαβάσματα. Και αποφασίζω να πάω στο Λύκειο Ελληνίδων. Πάω στο Λύκειο Ελληνίδων. Α, πριν πάω στο Λύκειο, δηλαδή στην ηλικία 18-19 ετών, είχα ήδη αρχίσει να παίρνω τετράδιο και να καταγράφω. Να λέω ότι: «Θέλω να διδάξω χορό. Πώς θα δείξω σ’ έναν χορευτή, που δεν έχει ξανακάνει απλά το βήμα για να το καταλάβει;». Και είχα φτιάξει ολόκληρο αρχείο μόνος μου. Δηλαδή χωρίς να ’χω τη γνώση. Είχα πάρει ένα τετράδιο, το οποίο το είχα γεμίσει, πήρα δεύτερο τετράδιο και έλεγα: «Πάμε! Περιοχή Έβρος, Ασβεστάδες: αυτοί οι χοροί. Πάμε να τους κάνω κατηγορία. Πώς θα τους μετρήσω, πώς θα το κάνω;». Και ήδη είχα κάνει κάποια. Είχε και κάποιες αδυναμίες, αλλά ήταν κάτι, ήταν μια αρχή. Άρχισα και το δούλευα μόνος, χωρίς να έχω τη γνώση. Κι έτσι αποφασίζω, πάω στο Λύκειο Ελληνίδων. Γνωρίζω τον Λευτέρη τον Τραδάκη, που είναι ο δάσκαλος των δασκάλων. Έτσι τον ονομάζω εγώ. Και ταυτόχρονα, πηγαίνω και στα Σούρμενα στους Πόντιους, που τους είχα δει εδώ να χορεύουν στο Λουτράκ[00:05:00]ι και με είχαν μαγέψει. Λέω: «Θα πάω κι εκεί!». Πάω και κρητικά στον Φανουράκη τον Δημήτρη, ο οποίος τον είχα δει να χορεύει στο Λουτράκι και μ’ άρεσε πάρα πολύ. Και πάω και στο ΕΛΚΕΛΑΜ, Ελληνικό Κέντρο Λαογραφικών Μελετών, που είχε δάσκαλο τον Βασίλη Δημητρόπουλο, που τον είχαμε εδώ παλιά. Οπότε έκανα… Ξεκίνησα, πήγα Αθήνα και σε αυτούς τους τέσσερις συλλόγους και ταυτόχρονα άρχισα να ψάχνομαι και με σεμινάρια πάρα πολλά. Ωστόσο, μόνος. Ό,τι έκανα ήταν μόνος. Με βιβλία μετά. Δηλαδή το θεωρητικό υπόβαθρο το έπαιρνα από βιβλία. Άρχισα να παίρνω τα βιβλία των ΤΕΦΑΑ. Τα έβρισκα για ν’ αρχίζω να διαβάζω και αυτά, να δω τι κάνουν. Αλλά ήταν μόνος μου.

Κ.Μ.:

Ωραία. Θέλω τώρα να μου πείτε πώς ήταν στην πρώτη σας παράσταση ως χορευτής και μετά ως χοροδιδάσκαλος.

Δ.Μ.:

Η πρώτη παράσταση ήταν το 1993, αν θυμάμαι καλά, και ο πρώτος χορός που χόρευα ήταν νήσος Καλύμνου. Και μάλιστα, έπαιζε ο Μαρινάκης ο Γιώργος βιολί και του το είπα και προχθές, ήμασταν μαζί. Και μου έχει μείνει, μου έχει μείνει. Εντάξει, υπάρχει και σε βίντεο αυτό. Πρέπει να το βρω κάπου σε κασέτα. Μ’ άρεσε πάρα πολύ. Δηλαδή μου ’χει μείνει και σαν μελωδία που το χόρευα στις πρόβες κι εκείνη τη στιγμή. Η πρώτη παράσταση, σαν χοροδιδάσκαλος, ήταν με τα παιδικά τμήματα εδώ του συλλόγου του ΙΒΥΚΟΥ, όπου πραγματικά είχα δώσει πολλή ενέργεια. Μ’ άρεσε πάρα πολύ. Είχα συγκινηθεί κιόλας.

Κ.Μ.:

Τώρα σε ποια χορευτικά είστε χοροδιδάσκαλος;

Δ.Μ.:

Είμαι εδώ στον «Σύνδεσμο Λουτρακιωτών-Περαχωριτών ο ΙΒΥΚΟΣ», από όπου ξεκίνησα κιόλας. Είμαι στον χορευτικό όμιλο «Ειρήνη Ηρακλείου Αττικής», στην Αθήνα, στο Νέο Ηράκλειο. Είμαι στο Λύκειο Ελληνίδων Μεγάρων, είμαι στο Λύκειο Ελληνίδων Τριπόλεως και στη «Μικρασιατική Στέγη Κορίνθου».

Κ.Μ.:

Πολύ ωραία. Και τώρα θέλω να μου πείτε για παραστάσεις που έχετε δώσει.

Δ.Μ.:

Ναι.

Κ.Μ.:

Και ποιες, έτσι, είναι οι σημαντικότερες για εσάς;

Δ.Μ.:

Εντάξει, μ’ όλους τους συλλόγους έχουμε δώσει παραστάσεις. Δηλαδή με το Λουτράκι έχουμε κάνει αφιέρωμα σε ταινίες, ελληνικό κινηματογράφο. Με την Τρίπολη έχουμε κάνει τον «Περιηγητή». Και με τα Μέγαρα έχουμε κάνει «Περιηγητή». Εντάξει, κάποιες παραστάσεις τις βγάζω και κοινές αναγκαστικά για να έχω το πλάνο. Στην Αθήνα, επειδή υπάρχει μεγαλύτερη ευκολία με τα θέατρα, μπορείς να βρεις κλειστό θέατρο καλό, με καλό φωτισμό και να το υποστηρίξει όλο αυτό. Με το «Ειρήνη» έχουμε δώσει τέσσερις παραστάσεις. Δηλαδή, στου «Χρόνου τα γυρίσματα» στη Δόρα Στράτου το 2016. Τα «Ξεχωρίσματα» το 2017 στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου έχει να κάνει με κάθε είδους ξεχωρισμό. Το «Καραβάν Σεράι», επίσης το Κολλέγιο Αθηνών, που είχε και άλλες περιοχές μέσα. Είχε βαλκανικά και προσμίξεις λαών. Και η τελευταία ήταν πέρσι το 2022 οι «Μεταβάσεις» στο Κακογιάννης, στο Ίδρυμα Κακογιάννης.

Κ.Μ.:

Στο εξωτερικό;

Δ.Μ.:

Εξωτερικό πάρα πολλά ταξίδια. Κάποτε τα σημείωνα, αλλά δεν ξέρω πού τα έχω. Πρέπει να είναι εξήντα-εβδομήντα ταξίδια τώρα. Συνέβη κάτι πάρα πολύ ωραίο. Δηλαδή με το Λύκειο Ελληνίδων πηγαίναμε πάρα πολλά ωραία ταξίδια. Σε πρεσβείες καλεσμένοι είτε σε μεγάλα θέατρα στο εξωτερικό. Και το καλό ήταν ότι ο δάσκαλος τότε ο Λευτέρης ήτανε ανοιχτός. Έλεγε: «Φυγέντε και δείτε το μέρος! Έχουμε πρόβα τότε, θα σας δω πάλι σε τρεις μέρες. Δείτε το μέρος, εξερευνήστε το!». Οπότε πήρα πάρα πολλές εμπειρίες σ’ αυτό το κομμάτι. Και από την άλλη πλευρά, με το ΕΛΚΕΛΑΜ κάναμε πάρα πολλά ταξίδια, όπου είχαν τη μορφή φεστιβάλ ή σύμπραξη διαφορετικών χωρών σε κοινή παράσταση, όπου έπρεπε να χορέψουμε κοινά πράγματα. Και εκεί πήρα πάρα πολλές εμπειρίες και εικόνες από τα χορευτικά του εξωτερικού. Αναγκάστηκα, δηλαδή, να χορέψω τους χορούς. Αναγκάστηκα… Ήθελα να το κάνω, ναι.

Κ.Μ.:

Ποια ήταν η χώρα που χορέψατε και ήταν περισσότερο διαφορετική πολιτισμικά από εμάς;

Δ.Μ.:

Το Βιετνάμ, ξεκάθαρα. Μ’ άρεσε πάρα πολύ. Μ’ άρεσε σαν φυσικός τόπος. Τώρα, εντάξει, σαν πολιτισμό δε θυμάμαι αν τους είχαμε δει. Εντάξει, όταν λέμε πολιτισμό, βάζουμε πολλά στοιχεία μέσα. Ωστόσο, χορευτικά δε θυμάμαι αν είχα δει κάτι, αλλά μου έχει μείνει σαν ταξίδι, ένα από τις καλύτερες εμπειρίες. Τώρα σε διάφορα ταξίδια Ρουμανίες, Ουγγαρίες, που χορέψαμε κοινά πράγματα, έχουμε πολλά κοινά στοιχεία. Απλώς έχουν μια άλλη ματιά από εμάς. Αυτό. Δεν ξέρω αν βοήθησα τώρα σ’ αυτό που είπα.

Κ.Μ.:

Πώς είναι η ανταπόκριση του κόσμου στους παραδοσιακούς μας χορούς στο εξωτερικό;

Δ.Μ.:

Τους αρέσει πάρα πολύ. Τους αρέσει πάρα πολύ, και αυτός είναι κι ο λόγος που υπάρχουν σύλλογοι χρόνια που κάνουνε σεμινάρια. Δηλαδή τώρα ήμουνα στη Μασσαλία, πριν ένα μήνα, κι έκανα σεμινάριο σε Γάλλους, οι οποίοι του χρόνου κλείνουν σαράντα χρόνια. Η[00:10:00]φαίστεια, έτσι λέγεται. Και ενώ είναι Γάλλοι οι περισσότεροι στην καταγωγή, είναι και κάποιοι Έλληνες με καταγωγή από την Κάλυμνο. Έχει πολλούς Καλύμνιους εκεί. Έχουν φέρει, σαράντα χρόνια, όλα τα ονόματα χοροδιδασκάλων και το ψάχνουνε από περιοχή σε περιοχή. Το ίδιο υπάρχει και στη Γερμανία. Υπάρχει σε πάρα πολλές περιοχές. Και εννοείται, εντάξει, το νούμερο ένα, που πλέον το ψάχνουν πάρα πολύ και έχουν πάει σε άλλο επίπεδο, είναι στην Αμερική. Που είναι και το ξακουστό φεστιβάλ FDF που γίνεται κάθε χρόνο.

Κ.Μ.:

Έχετε πάει εκεί;

Δ.Μ.:

Ναι.

Κ.Μ.:

Πώς είναι; Να μας πείτε δυο-τρία πράγματα.

Κ.Μ.:

Είναι πάρα πολύ ωραίο. Στην ουσία, η κάθε ενορία από κάθε διαφορετική περιοχή ενώνεται και είναι ένα διαγωνιστικό φεστιβάλ. Αλλά το ’χουνε ψάξει πάρα πολύ. Ο καθένας δουλεύει διαφορετικό χωριό. Ενώ είναι παιδιά που δε μιλάνε ελληνικά, αλλά τραγουδάνε ελληνικά. Και μπορεί να δεις πράγματα που δε θα τα δεις εδώ πέρα. Προσεγγίζουνε την περιοχή μέχρι και σε φορεσιά πολύ καλά, σε ενδυματολογία, σε εποχή. Αν θέλουν να πούνε ότι θα βγάλουν 1960, θα είναι 1960. Έχουν πολύ καλή μεθοδολογία.

Κ.Μ.:

Πώς νιώθετε που έχετε ταξιδέψει τον πολιτισμό μας σε τόσα μέρη;

Δ.Μ.:

Εντάξει, θεωρώ πιο πολύ είναι εικόνες. Αυτό που λέμε σαν ανταλλαγή, δηλαδή δίνεις κάτι. Οπότε έχεις δει τις εικόνες και τα πρόσωπα των άλλων όταν ανταλλάζεις κάτι. Και παίρνεις και πάρα πολλά πράγματα, που τα κρατάς για τον εαυτό σου και είναι εμπειρίες ζωής. Που θα θυμάσαι για μια ζωή. Και όλο αυτό μένει μέσα σου. Και αν θέλεις, μπορείς να το περάσεις στο δικό σου επάγγελμα ή στο δικό σου στοιχείο. Δηλαδή εγώ στις παραστάσεις μου έχει πράγματα από τις εμπειρίες μου. Το «Καραβάν Σεράι» ήτανε πράγματα που έχω ζήσει εγώ. Έβαλα ένα συνονθύλευμα όλων των συλλόγων και όλων των πραγμάτων που έχω δει στο εξωτερικό.

Κ.Μ.:

Θα μας πείτε ένα παράδειγμα;

Δ.Μ.:

Για τη συγκεκριμένη παράσταση;

Κ.Μ.:

Ναι.

Δ.Μ.:

Ναι, ας πούμε, είχε μέσα ουγγρικά, είχε βουλγαρικά. Επειδή ο δάσκαλός μου ήταν Βούλγαρος στην γκάιντα, είχα αρχίσει να ψάχνω τους βουλγαρικούς χορούς. Οπότε κάποτε οι Βούλγαροι μαζί με τους Ανατολικορωμυλιώτες μένανε μαζί, οπότε έχουνε και πάρα πολλά κοινά τραγούδια. Οπότε ήταν ένα μείγμα από μουσική, που εμένα με έχει στιγματίσει, μαζί με χορό, που έχω αναγκαστεί να ψάξω γιατί μ’ άρεσε πάρα πολύ. Και συν και η Ουγγαρία, όπου χορέψαμε και ουγγρικά αλλά και ελληνικά, είναι πράγματα που είχα δει στην Ουγγαρία. Βοήθησαν και φίλοι πάρα πολύ. Γενικά, τώρα, εντάξει, το λέω, πρέπει να κάτσω να θυμηθώ τι είχε μέσα, γιατί είναι από το ’19. Αλλά, ναι, είχε πάρα πολλά στοιχεία.

Κ.Μ.:

Το περιμένατε, όταν ξεκινήσατε να διαβάζετε, έτσι αυτοδίδακτος, να φτάσετε τόσο ψηλά;

Δ.Μ.:

Όχι, δεν το περίμενα. Αλλά σαν χαρακτήρας σε ό,τι κάνω, λέω: «Θα το κάνω καλά!». Και ό,τι δεν κάνω καλά, το καταλαβαίνω, λέω: «Πρέπει να το φτιάξω λίγο καλύτερα!». Απλώς είχα τρομερές εικόνες εκεί απ’ την εφηβεία. Έβλεπα βίντεο με το Λύκειο Ελληνίδων Ηρώδειο να χορεύουν και αυτά, και τα ’βαζα σπίτι και προσπαθούσα να βγάλω τι χορεύανε. Κι έλεγα: «Πω πω, θέλω να το κάνω αυτό. Τι ωραία πρέπει να είναι σαν εικόνα!». Και να που πήγα στο Ηρώδειο εφτά-οχτώ φορές είτε με Λύκειο, είτε με παραστάσεις σαν χοροδιδάσκαλος, είτε σαν μουσικός. Και λέω πραγματικά ότι, άμα κάτι το θες πολύ, μπορεί να γίνει και ξέρεις πώς να το κυνηγήσεις. Όχι, δεν το περίμενα ότι μπορεί να γίνει, αλλά, ναι, το είχα σαν πλάνο ότι θέλω να το κάνω αυτό το πράγμα και να το πάω όσο πιο μακριά γίνεται. Και νομίζω δεν έχω τελειώσει κιόλας. Δηλαδή θέλω ακόμα να κάνω πολλά πράγματα.

Κ.Μ.:

Κι άλλα.

Δ.Μ.:

Ναι, ναι.

Κ.Μ.:

Λοιπόν, τώρα θα πάμε σ’ άλλο ένα κομμάτι της ζωής σας –επειδή δεν έχετε αφήσει και τέχνη για τέχνη–, στη μουσική. Τι μουσικά όργανα παίζεις;

Δ.Μ.:

Λοιπόν, παίζω γκάιντα. Ξεκίνησα αργά σχετικά, γύρω στην ηλικία 24-25. Ήθελα κλαρίνο, να σας πω την αλήθεια. Αλλά τότε ο φίλος μου ο Ηλίας ο Πλαστήρας από την Άρτα μου λέει: «Έχει πολλή μελέτη. Είσαι σε πιο μεγάλη ηλικία. Θα έχεις τον χρόνο να το κάνεις;». Οπότε λέω: «Γιατί δεν πάω στην γκάιντα;». Γιατί μου μιλούσε και αυτό έτσι όπως χορεύαμε και άκουγα. Και βρίσκω τον δάσκαλό μου, τον Ιβάν τον Κοστώφ, ο οποίος ήταν Βούλγαρος, διευθυντής ωδείου χρόνια. Η οικονομική τους κρίση τον είχε φέρει στην Αθήνα. Και κάπως έτσι γίνεται η αρχή. Βρίσκω σαν να λέμε τον μέντορά μου. Πολλή μελέτη, γύρω και οχτώ ώρες τη μέρα μπορεί τα πρώτα τρία- τέσσερα χρόνια, γιατί είχα λιγότερα μαθήματα τότε. Ήταν στις αρχές, οπότε είχα πολύ ελεύθερο χρόνο και όλες τις καθημερινές μελετούσα. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η μελέτη πάνω και η ασχολία με την γκάιντα. Ερασιτεχνικά, αρχικά. Απλώς έπαιξα πολύ γρήγορα. Δηλαδή στα δύο-τρία χρόνια έπαιξα. Δηλαδή στα τρία χρόνια συνεργάστηκα με τον Αηδονίδη. Δεν το πίστευα κιόλας. Με είχε πάρει τηλέφωνο τότε για να πάμε στο Παρίσι σε μια συναυλία. Ναι, και ήταν πολύ νωρίς. Δηλαδή τρία χρόνια ήταν πολύ νωρίς. Δηλαδή το καταλαβαίνω και τώρα που έχουν περάσει πάρα πολλά χρό[00:15:00]νια. Αλλά εντάξει, καλά πήγε αυτό. Και μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια άρχισαν –επειδή πάρα πολύς κόσμος μπερδεύει την γκάιντα με την τσαμπούνα– άρχισαν να μου λένε: «Μπορείς να παίξεις και τσαμπούνα;». Γιατί το βλέπουν σαν ίδιο στο μάτι, αλλά είναι άλλο όργανο τελείως. Και λέω: «Κάτσε ν’ ασχοληθώ και με την τσαμπούνα!». Από μόνος μου, δε μου ’δειξε κάποιος. Ε, λίγο ηχογραφήσεις, έβρισκα κανέναν, τον ρωτούσα κάτι και σιγά-σιγά μπήκε και η τσαμπούνα στο πλάνο. Τώρα τον τελευταίο καιρό με τα κρητικά, έχω αρχίσει μελετάω κρητικά. Και το καβάλ επίσης μόνος, και ένα-δύο μαθήματα με την Σταυρούλα την Τρυφιάτη. Είναι πολύ καλή στο καβάλ, έχει κάνει μεταπτυχιακό στη Βουλγαρία. Απλώς δε προλαβαίνω τόσο να μελετάω, τώρα πλέον. Οπότε γι’ αυτό δεν το εμφανίζω και τόσο στις παραστάσεις.

Κ.Μ.:

Θέλετε να μας πείτε λίγο για την τσαμπούνα; Τι διαφορές έχει από την γκάιντα, τι ομοιότητες;

Δ.Μ.:

Εντάξει, είναι η αρχή η άσκαυλη: ο ασκός και ο αυλός. Και τα δύο έχουνε δέρματα, συνήθως κατσίκι. Είναι άλλο όργανο σαν κατασκευή και σαν τεχνική. Δηλαδή έχει παραπάνω τρύπες η γκάιντα. Είναι άλλη η τεχνική της, τελείως διαφορετική από την τσαμπούνα. Και γκάιντα περισσότερο έπαιζαν στον Έβρο, έπαιζαν στην Ανατολική Ρωμυλία. Εντάξει, οι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία σε διάφορες περιοχές. Είναι ένα μοναστήρι Φθιώτιδας, Ξυλαγανοί προσκυνητές Ροδόπης, Γιαννιτσά, όπου έχουν έρθει από διάφορες διαφορετικές περιοχές. Και μετά, υπάρχει γκάιντα στην Πιερία, στη Δράμα, υπάρχει λίγο στη Μυτιλήνη. Η τσαμπούνα είναι τελείως διαφορετικό, που σε κάποιες περιοχές τη λέγανε και γκάιντα. Υπάρχει στις Κυκλάδες, Χίο, Ικαρία, Κάλυμνο, όπου είναι και οι καλύτεροι παίκτες. Υπάρχει στην Κρήτη, που την ξέρουμε ως ασκομαντούρα, υπάρχει στον Πόντο, που το ξέρουμε σαν τουλούμ, Λέρο. Και από εκεί και πέρα, αλλάζει λίγο η κατασκευή. Και πάλι, η τσαμπούνα από περιοχή σε περιοχή, αλλάζει λίγο η δομή της. Γιατί συνήθως είναι δυο αυλοί που παίζουν μαζί και λέμε έχουνε πέντε και πέντε τρύπες. Αλλά σε κάποιες περιοχές είναι διαφορετικές. Δηλαδή στην Κάλυμνο είναι πέντε και τρεις τρύπες. Αλλά είναι άλλα όργανα. Μπορεί να ακούγεται ίδιο, είναι άλλο. Άλλη τεχνική. Είναι ένα διαφορετικό όργανο.

Κ.Μ.:

Θέλω τώρα να θυμηθείτε παραστάσεις που έχετε συμμετάσχει ως μουσικός. Είπαμε ως χοροδιδάσκαλος και χορευτής. Ως μουσικός τώρα.

Δ.Μ.:

Ως μουσικός. Παραστάσεις. Δε μου ’ρχονται πολλές! Σίγουρα του Αηδονίδη στο Παρίσι. Αυτή, επειδή ήταν και η πρώτη σημαντική, τη βάζω στο νούμερο ένα. Μ’ άρεσε πάρα πολύ στο «Μουσικό Κουτί» που πήγα πέρσι με τον Έρικ Μπάρτον. Δεν ξέρω αν τον ξέρετε. Είναι τραγουδιστής των «Animals», που λέμε, Άγγλος, πολύ μεγάλο όνομα. Επίσης, παραστάσεις που έχω παίξει στο Ηρώδειο με Λύκειο Ελληνίδων, όπου και χόρευα και έπαιζα. Αλλά, εντάξει, ήταν διαφορετική εμπειρία. Δηλαδή έπρεπε να χορέψω γρήγορα, ν’ αλλάξω, να πάω να παίξω. Αλλά, ναι, βάζουμε σ’ αυτό. Στο εξωτερικό; Τώρα κόλλησα, δε θυμάμαι. Δε θυμάμαι, είναι πολλές και δεν… Στο Παναθηναϊκό Στάδιο έχω παίξει. Δε θυμάμαι. Αν μου έρθει κάτι μετά, θα πω.

Κ.Μ.:

Πόσες είναι περίπου οι παραστάσεις ως χορευτής και πόσες ως μουσικός;

Δ.Μ.:

Σαν χορευτής είναι πάνω από χίλιες. Είναι πάνω από χίλιες, ναι. Σαν μουσικός είναι… Δεν ξέρω, αν βάλουμε μέσο όρο. Σαν μουσικός πρέπει να είναι τριακόσιες-τετρακόσιες, εκεί. Αλλά σαν χορευτής πάνω από χίλιες και μπορεί να λέω και λίγες. Πρέπει να είναι πιο πολλές. Σαν χοροδιδάσκαλος σίγουρα εκατό με διακόσιες.

Κ.Μ.:

Ωραία. Τώρα από τη γενική σας εμπειρία, όλα αυτά που έχετε ζήσει, έχετε κάποιες στιγμές που να ξεχωρίσατε αστείες είτε με τα παιδιά, είτε στις παραστάσεις, είτε κάποια συνεργασία ιδιαίτερη;

Δ.Μ.:

Συνεργασία; Συνεργασία ιδιαίτερη… Έχω κολλήσει τώρα, δε μου ’ρχεται κάτι. Καλά, με παιδιά στις παιδικές παραστάσεις έχει πάρα πολύ… Μέχρι και χθες, προχθές είχαμε στην Κόρινθο στη «Μικρασιατική Στέγη» και βγήκαν τα μικρά 5 χρόνων. Γελούσε όλος ο κόσμος. Δηλαδή τους είχα βάλει κι εγώ ένα κομμάτι, δεν ξέρω, το «Για πού, για πού, για πού, περνάει η αλεπού». Δεν ξέρω αν το ξέρετε. Και θεωρώ ότι τραβάνε πάρα πολύ γέλιο. Σαν μουσικός, υπάρχουν αστείες εμπειρίες, αλλά δε θέλω να τις πω. Γιατί έχει τύχει, δηλαδή, να παίζουμε –και δε θα πω πού, τι και πώς– και να σκοντάψει μια γυναίκα και μετά να γίνει ντόμινο και να σκοντάψουν όλοι μαζί. Δεν χτύπησε κανένας, αλλά εκείνη την ώρα έγινε ένας πανικός. Δηλαδή η μισή ομάδα έπεσε κάτω, εμείς κουνηθήκαμε στο πατάρι, σταμάτησαν κάποιοι μουσικοί να παίζουν. Ναι, έχουν γίνει τέτοια. Που εκείνη την ώρα μπορεί να γελάσεις, βέβαια μετά το επεξεργάζεσαι και λες: «Άμα χτυπούσε κανείς;». Οπότε ναι, είναι αστείο εκείνη τη στιγμή, αλλά μετά, που το φιλοσοφείς λίγο, λες: «Εντάξει, ίσως να το παράκανα λίγο!».

Κ.Μ.:

Μπορείτε να ξεχωρίσετε τον χορό απ’ τη μουσική, δηλαδή υπερτερεί κάποιο[00:20:00];

Δ.Μ.:

Να σας πω, πολλές φορές το ’χω σκεφτεί αυτό. Δηλαδή λέω: «Τι μ’ αρέσει περισσότερο;». Πάω σε μια δουλειά με μουσική και φεύγω και λέω: «Πω πω, τελικά η μουσική μ’ αρέσει περισσότερο. Φεύγω με περισσότερη ενέργεια». Πάω μετά σε παράσταση, που έχουμε στήσει μια ωραία παράσταση με χορό, φεύγω και λέω: «Πω πω, τελικά αυτό μ’ αρέσει πάρα πολύ. Μ’ αρέσει περισσότερο από τη μουσική!». Πάω σε παράσταση σαν μουσικός, ακούω ένα κομμάτι και σηκώνομαι να το χορέψω. «Πω πω», λέω, «να χόρευα τώρα!». Ή χορεύω και ακούω τους μουσικούς να παίζουν και λέω: «Να ’παιζα τώρα!». Οπότε δεν έχω διαλέξει, δεν έχω διαλέξει. Ο χορός σε κρατάει και λίγο περισσότερο σε εγρήγορση και ενέργεια. Είναι και γύμναση μαζί και σου δίνει μια άλλη ζωή. Η μουσική είναι πολύ ωραία, σου δίνει τρομερή δημιουργία. Βέβαια, το πρόγραμμα μερικές φορές είναι δύσκολο, με αϋπνίες, καθιστική ζωή. Δηλαδή παίζεις, αλλά στην ουσία δεν έχεις κάνει κάτι. Οπότε νομίζω η συνεργασία των δύο που κάνω είναι, είναι καλό. Είναι λίγο τρέλα, αλλά είναι καλό. Δεν μπορώ, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι. Τα βάζω μαζί νομίζω.

Κ.Μ.:

Ωραία. Θα τα πάρω ξεχωριστά τότε. Πάμε στον χορό. Ποιος είναι ο αγαπημένος σας χορός;

Δ.Μ.:

Αλλάζω, ανά μήνα αλλάζω! Δηλαδή υπάρχει μήνας που να ασχολούμαι πάρα πολύ με τη σέρα, μελετάω τους παππούδες από τη Ματσούκα/ Σέρα, σέρα, σέρα. Στ’ αμάξι σέρα. Υπάρχει μήνας που να ασχολούμαι με το ραστ από το Μεσολόγγι, τσάμικο. Πιο μικρός με την Κρήτη, ας πούμε μαλεβιζιώτη να κάνω χτυπήματα. Νομίζω όμως περισσότερο, νομίζω ότι είναι ο τσέστος, όχι επειδή είναι δυναμικός χορός και έχει ωραία μουσική και, και… Έχει μέσα μουσική από γκάιντα. Παίζω γκάιντα και πρέπει να παίξεις γρήγορα και ωραίες μελωδίες, οπότε μελέτησα πάρα πολύ πάνω σ’ αυτό. Και νομίζω… Κάτι που δεν είπα στην αρχή. Επίσης, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο, για να ξεκινήσω τον χορό, ένα σεμινάριο που είχε γίνει εδώ το ’92 και είχαμε φέρει ντόπιους από το νέο μοναστήρι Φθιώτιδας. Ρωμυλιώτες και μουσικούς και χορευτές. Απ’ τους καλύτερους μουσικούς του χωριού και χορευτές. Υπάρχουν και φωτογραφίες. Είχα έρθει τότε μικρός να τους δω και μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Και τους είδα να χορεύουνε. Είχε, επίσης, γκάιντα μέσα. Και έπαιξε κι αυτό πάρα πολύ μεγάλο ρόλο, διότι μετά είχα πάρει το βίντεο και κοιτούσα συνέχεια. Κοιτούσα, κοιτούσα ειδικά στην ηλικία 16, 17. Και νομίζω ότι είναι ο τσέστος. Δηλαδή αυτό που το χορεύω και το χορεύω αυθόρμητα, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα και να μου βγαίνει αβίαστα. Γιατί και το είδα από πρώτη ματιά 12, 13 χρονών και μετά από πάρα πολλή μελέτη στα βίντεο 15, 16, 17 χρονών. Και λόγω του οργάνου. Οπότε εκεί καταλήγω.

Κ.Μ.:

Τα νέα παιδιά πώς αντιμετωπίζουν την παράδοσή μας, τους παραδοσιακούς χορούς; Τι βλέπετε;

Δ.Μ.:

Νομίζω πολύ θετικά. Εντάξει, έχει πάει σ’ ένα άλλο πλαίσιο, πλέον. Δηλαδή ήταν μεγάλη μόδα το ’90. Κάπως αυτό έπεσε μετά από δέκα χρόνια και τώρα νομίζω ότι έχει ανέβει πάλι. Ο καθένας έρχεται σ’ έναν σύλλογο όπου μπορεί για διαφορετικούς λόγους. Κάποιος μπορεί να ’ρχεται επειδή τον τράβηξε ένας φίλος του. Κάποιος μπορεί να έρθει, γιατί θέλει να χορέψει σ’ έναν γάμο. Κάποιος επειδή θέλει να πάει στο πανηγύρι του χωριού του. Όμως νομίζω ότι ο λόγος που ξεκινάει είναι διαφορετικός, αλλά η αγάπη μετά για αυτό, μόλις μπει βαθιά στο θέμα, είναι κοινή. Γιατί στην ουσία δημιουργείται μια μικρή κοινότητα μέσα στους συλλόγους. Οπότε δένονται οι παρέες, αναγκάζονται να ψάχνονται κι από μόνοι τους, αρχίζουν ν’ αγαπάνε και τη μουσική. Οπότε όλο αυτό λειτουργεί καλά, νιώθουνε και καλά οι ίδιοι, το βλέπουνε και σαν άσκηση. Και νομίζω ότι εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω με τους μαθητές μου είναι να τους δείξω το τούνελ, λίγο έτσι το φως και από κει και πέρα μόνοι τους να βρουν την άκρη. Ν’ ανοίξουν τα φτερά. Εγώ τους λέω ότι: «Είστε σαν μικρά πουλάκια. Σας μαθαίνω λίγο να πετάω, αλλά μετά θα πετάξετε μόνοι σας και θα πάτε και παρακάτω από μένα!». Νομίζω ότι το αντιμετωπίζει πάρα πολύ καλά, και αυτό που είπα ότι έχει πάει σ’ ένα άλλο πλαίσιο. Πλέον βλέπουμε μουσικούς να φτιάχνουν κομμάτια, να τα ενορχηστρώνουν. Βλέπουμε μουσικές σκηνές, βλέπουμε να γίνονται συναυλίες όπου ο κόσμος να ’ναι σαν ροκ συναυλία από κάτω και να χορεύει. Να βλέπεις νέους ανθρώπους να χορεύουν αγκαλιά. Και θεωρώ ότι μετεξελίσσεται αυτό το πράγμα και πάει κάπου αλλού, που είναι φυσική εξέλιξη και είναι ωραίο.

Κ.Μ.:

Έχετε δημιουργήσει φιλίες, μέσα απ’ τον χορό, τη μουσική, δυνατές;

Δ.Μ.:

Εννοείται, εννοείται. Από το Λύκειο Ελληνίδων είναι ο ένας ο κουμπάρος μου. Και ο άλλος ο κολλητός μου. Δηλαδή ήμασταν μια τριάδα στο Λύκειο Ελληνίδων, που μέναμε μαζί σε όλα τα ταξίδια. Οπότε είμαστε ακόμα κολλητοί, με πολύ δυνατές φιλίες. Και υπάρχουν και γενικά σε πολλούς συλλόγους άνθρωποι που κάνουν κουμπαριές, παντρεύονται, φέρνουν τα παιδιά τους. Γιατί, όπως είπα, είναι μια μικρή κοινότητα. Δημιουργείται μία κοινότητα μέσα σ’ έναν σύλλογο.

Κ.Μ.:

Θέλω τώρα να μου πείτ,ε εδώ από τις παραδόσεις μας, ποια έθιμα ξεχωρίζετε;

Δ.Μ.:

Εντάξει, θα μείνω εδώ στα τοπικά. Το έθιμο της τράτας που έχουμε στο Λουτράκι στην Περαχώρ[00:25:00]α, ή αλλιώς του Χαραλάμπη το λέμε. Γιατί; Το ξεχωρίζω αυτό, διότι η θεία μου, η Μάρω η Μαρκέλλου ήταν από τις πρώτες γυναίκες που, αν δεν κατέβαινε στην πλατεία, δεν ξεκινούσε το έθιμο. Δηλαδή είχε πάρα πολύ καλή φωνή. Και η γιαγιά μου συμμετείχε σε αυτό, οπότε έχω πολύ δυνατές εικόνες από το συγκεκριμένο έθιμο. Και εντάξει, τώρα οι πιο παλιοί, που είναι εν ζωή, είναι ο μπάρμπα Σπύρος ο Θώδης από την Περαχώρα και ο Δημήτρης Λέκκας, ο Ταμάσσος, που επίσης πάρα πολλά χρόνια δίπλα τους έχουν φέρει πολύ δυνατές συγκινήσεις και σου έχουν μεταφέρει αυτή την ενέργεια και τιμής. Οπότε είναι κάτι πολύ δυνατό. Όταν ακούω τραγούδια, είναι βιωματικά σαν να είμαι μέσα σε αυτό. Δηλαδή έχει περάσει μέσα μου, άσχετα από σύλλογο, έχει γίνει μία μύηση και να είναι πολύ ισχυρό. Εντάξει, μετά είναι και το έθιμο του Γιαρέντη, που είναι πολύ σημαντικό, που γίνεται εδώ πέρα τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ το έθιμο του Γεμ του Σοφικού. Μ’ αρέσει γιατί το έθιμο του Γεμ, διότι δεν μπλέκονται σύλλογοι. Το κάνουν μόνοι τους. Σηκώνονται οι παππούδες από το καφενείο, πάνε μπροστά. Έχουν μια ιεραρχία ηλικιακή που ξεκινάνε. Και πάνε, χωρίς να υπάρχει σύλλογος να το αναβιώνει. Δηλαδή είναι κάτι που έχει μείνει. Εντάξει, μετά πολύ δυνατό έθιμο είναι οι Μπούλες της Νάουσας. Από πάρα πολύ ωραία έθιμα. Και μ’ αρέσει πολύ και του Αιτωλικού η Αγία Αγάθη, όπου το έχω βγάλει και σε παράσταση. Αλλά νομίζω ότι υπερτερεί εδώ πέρα να βάλω το τοπικό στοιχείο.

Κ.Μ.:

Στο έθιμο της Τράτας τι ακριβώς γίνεται;

Δ.Μ.:

Εντάξει, είναι τραγούδια στην ουσία αποκριάτικα. Είναι η κοινή λογική σ’ αυτά τα τραγούδια, να μην πω παγκόσμια, να πω στον ελληνικό χώρο. Διώχνουμε τον χειμώνα και προσπαθούμε να φέρουνε την άνοιξη, να καρποφορήσει η άνοιξη. Και, όπως ξέρουμε, έχει και σκωπτικά τραγούδια, έχει πειραχτικά, έχει τραγούδια που μπορεί να λέγανε κάποια του έρωτα. Έχει πάρα πολλά πάντως. Είναι γύρω στα εκατό-εκατό πενήντα τραγούδια. Και άλλα στην Αρβανίτικη γλώσσα, άλλα στην Ελληνική.

Κ.Μ.:

Ναι. Τώρα έτσι σχέδια, όνειρα για το μέλλον;

Δ.Μ.:

Σχέδια. Λοιπόν, εγώ μόλις τελείωσα το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Ελληνικού Πολιτισμού. Ήθελα να το κάνω για να πάρω και ένα θεωρητικό υπόβαθρο. Γιατί ωραία τα πρακτικά και μόνος μου ό,τι έφτιαξα. Μόνος μου… Δεν είναι μόνος, εντάξει. Είναι εμπειρίες, ερωτήσεις, άνθρωποι με βοήθησαν πάρα πολύ, για να μην ακουστεί κάπως αυτό. Αλλά ήθελα να πάρω και ένα θεωρητικό υπόβαθρο. Με συμβούλευσε πολύ και ο Παπακώστας ο Χρήστος, χοροδιδάσκαλος, λαογράφος που είναι και στο Ανοιχτό. Μου λέει: «Πρέπει να το κάνεις, πρέπει να κάνεις κάτι». Οπότε ήταν τότε τέσσερα χρόνια δύσκολα, αλλά βοήθησε πάρα πολύ γιατί είχαμε και λαογραφία μέσα. Εντάξει, είχαμε κι άλλα πράγματα. Ελληνικό πολιτισμό, Αρχαία Φιλοσοφία κάναμε. Με βοήθησε και σαν θεωρητικό υπόβαθρο. Και τώρα τα σχέδια μελλοντικά, θέλω να κάνω ένα μεταπτυχιακό. Δεν έχω αποφασίσει πού ακόμα. Και θα ’θελα να κάνω άλλες δύο-τρεις παραστάσεις πάρα πολύ καλές. Υπάρχει κάτι τώρα σαν πλάνο. Ένα αφιέρωμα σε μεγάλο μουσικό, που έχει καθορίσει τα πράγματα στον δικό μας χώρο. Αλλά θεωρώ όσο είμαι ακόμη έτσι νέος, στην επόμενη δεκαετία να είναι δύο-τρεις παραστάσεις να μπορέσω να κάνω που να μείνουν. Να έχουν να πουν κάτι.

Κ.Μ.:

Θα τις περιμένουμε. Η ορκωμοσία σας έγινε;

Δ.Μ.:

Η ορκωμοσία όχι, γιατί νομίζω τον Γενάρη γίνεται.

Κ.Μ.:

Καταλαβαίνω όλοι οι μαθητές σύσσωμοι, έτσι; Λεωφορείο και θα ’ρθουν.

Δ.Μ.:

Ναι, γιατί τους έχω σπάσει τα νεύρα! Δηλαδή μ’ έπαιρναν τηλέφωνο: «Μη μ’ ενοχλείτε. Δίνω τώρα μάθημα, πρέπει να κάνω αυτό!». Ή «Στείλε ποιος θα χορέψει, πού, τις φορεσιές, αυτά». Και έλεγα: «Δώστε μου δύο μέρες, πρέπει να δώσω το μάθημα!». Οπότε εντάξει. Θέλει στήριξη αυτό το πράγμα και νομίζω ότι είχα πολλή βοήθεια από πολλούς.

Κ.Μ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Δ.Μ.:

Α, τελειώσαμε;

Κ.Μ.:

Τελειώσαμε. Θέλετε να προσθέσετε κάτι εσείς;

Δ.Μ.:

Όχι, νομίζω εντάξει, μια χαρά.

Κ.Μ.:

Σας ευχαριστώ.

Δ.Μ.:

Και εγώ ευχαριστώ.

Κ.Μ.:

Η έμπνευση για τις παραστάσεις είναι αποκλειστικά δική σου ιδέα ή μαζί με κάποια άλλα άτομα;

Δ.Μ.:

Όχι σε όλες τις παραστάσεις, πάντα είναι- οι τελευταίες μεγάλες που έχουμε κάνει είναι σε συνεργασία με τον Θάνο τον Γκότση, είναι ανθρωπολόγος-λαογράφος, μαθητής μου από την ηλικία των 12, αλλά στην ουσία είναι σαν δάσκαλος τώρα. Και πάντα τα συζητάμε όλα μαζί. Η τελευταία, οι «Μεταβάσεις», ήταν δική του ιδέα, ήταν δική του ιδέα, μου λέει: «Πάμε να κάνουμε αυτό;» και το χτίζουμε μαζί όλο το πράγμα. Βέβαια, πολύ σημαντικό σε όλο αυτό είναι να έχεις και στήριξη από τους συλλόγους. Δηλαδή είναι τρομερό, ο σύλλογος πρέπει να σου δώσει στην ουσία λευκή επιταγή, να σου πει: «Πάμε, προχώρα, είμαστε εδώ. Ό,τι και να ζητήσεις, εμείς θα το κάνουμε». Όταν το έχεις αυτό, μπορείς να πας πάρα πολύ μακριά.

Κ.Μ.:

Κάτι τελευταίο για να δεσμευτείτε εδώ στο... Θέλω φωτογραφίες και ντοκουμέντα.

Δ.Μ.:

Ναι, θα βρω, εντάξει.

Κ.Μ.:

Ευχαριστώ πολύ.