«Όλα περιστρέφονται γύρω από το χωριό»: Αναμνήσεις από το Ρίζωμα Τρικάλων που καθόρισαν μια ζωή
Ενότητα 1
Η επαφή με τη φύση στα παιδικά χρόνια
00:00:00 - 00:31:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Τρίτη 20 Ιουνίου του 2023. Είμαι ο Τσιαπάλας Βασίλης, ερευνητής του Istorima και βρίσκομαι στη Λάρισα, στην οικία του κυρίου Χρήστο…ιά φορά ανατριχιάζω, διηγούμαι στα παιδιά, τρελαίνονται τα παιδιά να ακούν αυτές τις ιστορίες και καμαρώνω που κρατάω αυτές τις ιστορίες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι δύσκολες εποχές στο Ρίζωμα, η αποκατάσταση στην αεροπορία και οι πρώτες τεχνολογικές πατέντες
00:31:00 - 01:05:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο αδερφός μου ή ένας φίλος γιατρός που έχω στη Γερμανία, όταν καθόμαστε, πήγα μια φορά στην Γερμανία για μια εκπαίδευση. Μείναμε στο σπίτι τ…τότε τα περισσότερα χωριά έτσι ήτανε. Και ήταν και κάτι extreme ιστορίες οι οποίες, εκείνες θέλουνε ώρες για να διηγηθώ εν πάση περιπτώσει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ιστορίες από το καμίνι και οι κατασκευές του πατέρα
01:05:19 - 01:34:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελα να μου πείτε για το πάθος σας, γενικότερα, με το σίδερο και με τις κατασκευές ως μηχανικός. Ναι. Πώς ξεκίνησε και ποιες θεωρ…ς έχω ερωτευτεί τη μουσική με την κιθάρα μου. Δεν σου είπα με τους «Gipsy», με το συγκρότημα που φτιάξαμε. Εν πάση περιπτώσει, εκεί ήταν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι πατέντες, το μουσικό συγκρότημα και το «Ράδιο Μυστήριο»
01:34:39 - 01:50:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια; Λίγα λόγια για το συγκρότημα. Όπως σου είπα, ναι. Κρυφά μαθήματα στα Τρίκαλα και τι έγινε στα Τρίκαλα; Η…με τα κινητά με τα GPS. Bλέπω ότι δεν... Δεν έχουμε, δεν έχουμε χωριά. Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Χρήστο. Εγώ, Βασίλη μου, ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι Τρίτη 20 Ιουνίου του 2023. Είμαι ο Τσιαπάλας Βασίλης, ερευνητής του Istorima και βρίσκομαι στη Λάρισα, στην οικία του κυρίου Χρήστου Γκανά. Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πείτε το όνομά σας;
Το όνομα μου είναι Χρήστος, αν θέλετε και το επίθετό μου είναι Χρήστος Γκανάς, το επίθετο. Λοιπόν, είμαι 67 ετών και ασχολούμαι με κάθε είδους δραστηριότητα, χωρίς υπερβολή, κάθε είδους δραστηριότητα από αγροτικά, κήπους, μηχανολογικά. Επισκευάζω τα τρακτέρ μου με τα χορτοκοπτικά, ηλεκτρονικά, όπως βλέπεις εδώ μέσα, είναι η αρρώστια μου η μεγάλη και αν ποτέ χωρίσω με τη γυναίκα μου, η αιτία θα ναι αυτή, ότι αγοράζω κρυφά εργαλεία, γιατί κοστίζουν! Λοιπόν, αλλά πρωτίστως είμαι ένας άνθρωπος απλός. Χρόνια εργάτης και λίγο μουσικός και προσπαθώ όλα μαζί αυτά να τα παντρέψω. Γι’ αυτό και η παρέα μας τώρα εδώ και θέλω να σου αφηγηθώ μερικά πράγματα που δεν θα τα αφηγούμουν αν δεν ήμουνα σίγουρος ότι σε κάποιους θα αρέσουν, γιατί όταν μαζεύονται τα παιδιά μου, τα ανίψια μου, τα εγγόνια μου και καθόμαστε να φάμε, όλοι τρώνε, εγώ μένω νηστικός στο τέλος. Παππού πες κι αυτό, μπαμπά πες και εκείνο, πατέρα πες και αυτό. Τις ιστορίες για να τις ακούσουν και οι κοπελιές τους και τα αγόρια τους, ας πούμε. Ανάλογα τι έχουν. Οι ανιψιές μου έχουν αγόρια, τα ανίψια μου έχουν κορίτσια κι αυτά. Εκ των πραγμάτων μένω νηστικός εγώ, τρώνε αυτοί και εγώ διηγούμαι τις ιστορίες μου. Λοιπόν, κατάγομαι από ένα χωριό κοντά στα Μετέωρα. Δεν ξέρω αν χρειάζεται να πούμε το όνομα του χωριού και αυτά. Ρίζωμα λέγεται. Το καινούριο όνομα από το ‘50 από το ‘61 και μετά. Πριν το ‘61 λεγόταν Σκλάτινα, ήταν ένα τούρκικο όνομα η Σκλάτινα και ονομάστηκε μετά Ρίζωμα, γιατί είναι στα ριζά των Χασίων Όρων, δηλαδή το μισό χωριό είναι στο βουνό και το άλλο μισό είναι στον κάμπο. Γκαραγκούνηδες είναι η φάρα μας που λέμε. Στον κάμπο, από τη μέση και κάτω που ήταν ο κάμπος του χωριού και το χωριό δηλαδή δουλεύαμε και εκεί είχαμε όλες τις, μάλλον τις περισσότερες εμπειρίες, ας πούμε. Δεν έχω φύγει ποτέ από το χωριό, νοερά είμαι πάντα εκεί και στα όνειρά μου και στις σκέψεις μου και με το παραμικρό, δηλαδή ξέρω γω ταξιδεύω πολύ πιο εύκολα εκεί. Βέβαια, οι εποχές δύσκολες, αν και είμαι πολύ κοντά τώρα εδώ, δηλαδή μια ώρα δρόμος κι αυτά και λιγότερο αραιά και που πάω γιατί, αν και τώρα τελευταία κάνω μια ανακατασκευή στο πατρικό μου. Γιατί είναι όλοι, θέλω και να θωρακίσω τις αναμνήσεις σε εκείνο το σπίτι μέσα και θέλω να τις αναμοχλεύσω πάλι, να τις ξαναζήσω πάλι και κάνω ανακαίνιση το πατρικό μου σπίτι εκεί και πάω λίγο συχνά πυκνά. Η κατοικία μου η μόνιμη είναι εδώ στη Λάρισα. Για το χωριό. Για τις αναμνήσεις και για τις αναμνήσεις, βέβαια, έργων και πράξεων, όχι αναμνήσεις, ας πούμε θεωρητικές και αυτά. Περάσαμε, ζήσαμε πάρα πολλά, φτωχά πάρα πολύ φτωχά, αλλά ξέρεις καμιά φορά η φτώχεια γεννά και την ανάγκη να σκεφτείς, να προβληματιστείς, να ταξιδέψεις. Το όνειρό μου, βέβαια, πάντα ήταν να γίνω ναυτικός. Από τα πρώτα χρόνια αντέδρασε και η μάνα μου και ο πατέρας μου. Δεν έγινα ναυτικός. Όχι μόνο ναυτικός, δεν έγινα, δεν ξέρω και κολύμπι καλό τόσο πολύ δηλαδή. Κατέληξα να γίνω ένας τεχνικός ηλεκτρονικός, χωρίς ποτέ να ξεχάσω την αγροτιά μου με τους κήπους μου, με τα λουλούδια μου και χωρίς να ξεχάσω και τα μηχανήματα του πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε ένα σιδεράδικο, καμίνι λεγόταν παλιά. Είχε τρία εργαλεία μέσα και κάνουνε, κάνανε τότε ένα εργοστάσιο στο χωριό. Είχε ένα δρέπανο, είχε ένα αμόνι και μια μέγγενη και μερικά σφυριά και τανάλιες και αυτά, τα οποία τα έχω βάλει στο σπίτι μου τώρα εδώ στη Λάρισα και τα έχω προθήκη στο τζάκι από πάνω. Είναι αυτά που κάθε που τα βλέπω ανατριχιάζω. Λοιπόν, ήταν σιδεράς ο πατέρας, μου άρεσε πάρα πολύ η δουλειά του πατέρα μου. Εκείνο που μου έχει μείνει ανεξίτηλο είναι ο ιδρώτας εκείνου του ανθρώπου, τον οποίον τον κληρονόμησα και εγώ. Όταν ήταν σκυμμένος πάνω από το καμένο σίδερο και δεν ξέρω αν μπορείς να το βρεις ποτέ ή εσύ ή κάποιος άλλος να δει το κόκκινο, το χρώμα, το κόκκινο χρώμα του σιδήρου, όταν το καις σε πετροκάρβουνο. Νομίζω ότι είναι κάτι μοναδικό και δεν νομίζω κανένας οίκος χρωμάτων να το έχει αντιγράψει αυτό το χρώμα. Και όταν τον έβλεπα σκυμμένο πάνω εκεί φτιάχνοντας ένα υνί ή μια τσάπα, ένα τσαπί λέγαμε εμείς, τσάπα τη λένε τώρα, ή ένα φτυάρι ή ένα πατόφτυαρο. Λισγκάρι το λέγαμε εμείς τότε, γιατί έχουμε και πάρα πολλές τουρκικές λέξεις, έχουν μείνει ακόμα και πέρα και αυτά. Καμάρωνα και έλεγα ότι θέλω να του μοιάσω. Βέβαια, του παραέμοιασα. Λίγο ασχολήθηκα με το καμίνι του, με έβαζε βέβαια ο πατέρας μου και ασχολούμουν, βοηθούσα. Άνοιγα μια τρύπα, για να ανοίξω μια τρύπα τότε, μπορεί να έκανα ξέρω γω μισή ώρα, τρία τέταρτα και τώρα βάζω το δρέπανο και την κάνω σε τρία δευτερόλεπτα ξέρω γω. Και σκέφτομαι και λέω αν ποτέ ο πατέρας μου είχε όλα αυτά τα σύγχρονα εργαλεία, τι θα ήταν; Θα ήταν ένας εργοστασιάρχης; Απλά πολύ απλά. Όπως φύγανε πάρα πολλά μυαλά τότε και τα εκμεταλλεύτηκαν χώρες, όπως η Ιταλία, όπως η Γερμανία, κατά κόρον και αυτοί κάνανε τις πατέντες και αυτοί βγάζανε τη δουλειά και αυτοί φτιάξανε τη Γερμανία κράτος. Και η Ελλαδίτσα μας έγινε, έμεινε η Ελλαδίτσα, αλλά όμορφη χώρα όμως. Τι να θυμηθώ από το χωριό, τι να πρωτοθυμηθώ μάλλον, γιατί θυμάμαι πολλά. Τότε μιλούσαμε με τα ζώα, μιλούσαμε με τα φυτά. Ο πατέρας μου μονολογούσε, όταν κάτι δεν του έβγαινε στη δουλειά του εκεί πέρα γι’ αυτά. Ξανά έκαιγε πάλι το σίδερο στο πετροκάρβουνο. Φυσερό λεγόταν ένα εργαλείο που τραβάγαμε και έδινε αέρα στα πετροκάρβουνα και αυτά βγάζανε φλόγα. Κοκκίνιζε και ξεκίναγε πάλι από την αρχή και έφτιαχνε ή το υνί ή τα προηγούμενα εργαλεία που σου είχα πει. Και μιλούσαμε, όπως σου είπα, με τα ζωντανά της φύσης και τα φυτά της φύσης. Μια μέρα ήμασταν στο καμίνι και μια πόρτα από το καμίνι έβλεπε έξω στο δρόμο σε ένα ρέμα εκεί. Και ήταν μαζεμένοι κόσμος γύρα-γύρα, αρκετά άτομα, 30-40 άτομα. Ήταν ένα χωριό με τότε 1500-1800 κατοίκους, σήμερα βέβαια έχει πολύ λιγότερους. Μετανάστευσαν εξωτερικό οι περισσότεροι με μεγαλουπόλεις οι άλλοι μισοί και μείνανε τώρα οι λίγοι στο χωριό. Και μου λέει ο πατέρας μου: «Τι γίνεται εκεί έξω; Γιατί κρατάει δίκαννο ο ένας, γιατί κρατάει ο άλλος καραμπίνα -λέει- το ένα το άλλο και αυτά». Του λέω: «Δεν ξέρω, ένα σκυλί είναι», και τότε κυκλοφορούσε πάρα πολύ η λύσσα των σκυλιών. Κι ήταν ένα σκυλί το οποίο έβγαζε σάλια από το στόμα όντως και ένα σκυλί που βγάζει σάλια από το στόμα είναι ή λυσσασμένο ή πάρα πολύ διψασμένο. Ο πατέρας μου είχε μια άριστη σχέση με τα σκυλιά που μου την πέρασε και εμένα. Και βγαίνει έξω και σημάδευαν, ήταν κρυμμένο το σκυλί κάτω από μια γέφυρα ξύλινη και είχε στριμωχτεί και δεν μπορούσαν να το σημαδέψουν να το σκοτώσουν κι αυτά. Βγαίνει ο πατέρας μου, λέει: «Τι κάνετε εκεί;». Λέει: «Ένα λυσσασμένο σκυλί». «Κάτσε να δούμε αν είναι λυσσασμένο», λέει. «Θα σκοτώσουμε το σκυλί», λέει. Αυτό που σήμερα κάνουν οι φιλοζωικές οργανώσεις κι αυτά, ο πατέρας μου το είχε στο αίμα του από τότε, γιατί; Γιατί τα σκυλιά τον φυλάγανε, γιατί είχαμε γαλόπουλα, έξω από το χωριό και τα σκυλιά φύλαγαν τα γαλόπουλα, φύλαγαν και εμάς όταν ερχόταν τσακάλι, λύκος ή άλλο σκυλί να, να κόψει λέγανε τότε τα γαλόπουλα, να τα κόψει το λαιμό δηλαδή και το λέγανε απλά να κόψει γαλόπουλα κι αυτά. Και ήξερε από σκυλιά, πάει κοντά του γονατίζει, χτυπάει το χέρι του στο γόνατο. Ήξερε τη γλώσσα των σκυλιών κι αυτά. Γονατίζει κάτω, απ’ τον πατέρα μου το είχα μάθει και το πέρασα και στην εγγονή μου, ότι για να μιλήσεις με τα ζωντανά, θα πρέπει να κατέβεις στο ύψος τους, χαμηλά. Χαμηλώνει το κεφάλι του ο πατέρας μου κάτω από τη γέφυρα και ήταν το, ακούμπαγε το σαγόνι του στο χώμα και χτυπάει πάλι το χώμα κάτω και αυτά και ξεκινάει το σκυλάκι σιγά σιγά πάει προς τον πατέρα μου κι αυτά. Το άγριο σκυλί, το λυσσασμένο σκυλί μου λέει ο πατέρας μου έχει και μάτια κόκκινα έχει το ένα και το άλλο. Αυτό ήταν, λέει, ένα διψασμένο και ένα κουρασμένο σκυλί. Πλησιάζει το σκυλί, πλησιάζει ο πατέρας μου ξέρω γω. Είχε και ένα καρτελάκι τότε, μια ταμπέλα στο λαιμό το σκυλάκι, απλώνει το χέρι ο πατέρας μου κι αυτά και το σκυλί βάζει τη μουσούδα του κάτω στο χώμα. Ακουμπάει δηλαδή το κάτω μέρος της μουσούδας της, της σαγόνας του στο χώμα. Το χαϊδεύει ο πατέρας μου από πάνω, το τραβάει προς τα έξω, πάμε στο σπίτι του έδωσε νερό, «Φύγετε -λέει- είναι μια χαρά το σκυλί». Το δίνει νερό, ξέρω εγώ κι αυτά. Συνήλθε το σκυλάκι, την άλλη μέρα το πρωί ξυπνάμε, ήταν μπροστά στην πόρτα εκεί. Βέβαια, τότε ξεροκόμματο τρώγανε τα σκυλιά, όπως τις περισσότερες βραδιές και ο κόσ[00:10:00]μος, ξεροκόμματο έτρωγε δεν ήταν. Απλά των σκυλιών τα βρέχαμε και λίγο στο νερό για να... Έγινε μέλος της οικογένειας. Είχαμε άλλο ένα σκυλί, το οποίο σκυλί τη μια μέρα το τάιζα εγώ και την άλλη ο αδερφός μου. Όταν εγώ τάιζα το σκυλί, ο αδερφός μου πήγαινε να μαζέψει δυο άλογα που είχαμε έξω από το χωριό δεμένα. Την άλλη μέρα ο αδερφός μου τάιζε το σκυλί κι εγώ πήγαινα να μαζέψω τα άλογα, εναλλάξ. Εντάξει, το θέμα ήτανε... Είχα μια αγία μανούλα της οποίας, αν ξέχναγες κάτι, το πλήρωνες ακριβά. Είχε μια βέργα με ρόδια, από ροδιά και μας έκανε τα πόδια κόκκινα. Την ευχαριστώ πάρα πολύ που με έκανε άνθρωπο. Συγκινούμαι. Την αγαπούσα πάρα πολύ και την αγαπάω. Λοιπόν, και το ταΐζαμε, όπως τα τάιζα το άλλο σκυλί, ταΐσαμε και αυτό. Κάποια στιγμή διάβασε κάποιος σε μια εφημερίδα, χάθηκε, λέει σκυλί ήταν το πουά αυτό της Δαλματίας ας πούμε, «Χάθηκε σκυλί -λέει- τύπου μάλλον ράτσας Δαλματίας με ταμπελάκι στο λαιμό λέει και έχει αυτό το νούμερο του τηλεφώνου». Εμείς είδαμε κάποιο νούμερο τηλεφώνου, δεν μπήκαμε στον κόπο να πάρουμε, γιατί τα σκυλιά τότε ήτανε στα πόδια μας μέσα, δηλαδή περπάταγες στον δρόμο και έβρισκες σκυλιά, έβρισκες γατιά, έβλεπες το ένα το άλλο. Εν πάση περιπτώσει, πήραν τηλέφωνο κάποιοι από το καφενείο σε αυτό το τηλέφωνο και λέει ο άλλος: «Ναι -λέει- δικό μου είναι, το έχασα -λέει- που είναι;». Ανεβαίνει στο χωριό ένα βράδυ, παρκάρει έξω μια μερσεντές τεράστια, κατεβαίνει κάτω. Μόλις, βέβαια, άκουσε το θόρυβο της μηχανής το σκυλί, άρχισε να γαβγίζει, άρχισε να είναι στην πόρτα, να χτυπιέται, να βγει από την πόρτα κι αυτά. Σηκώνεται η μάνα μου λέει: «Μέλιο -Μέλανδρο τον λέγανε τον πατέρα μου όπως και το γιο μου Μέλανδρο και τον φωνάζαμε Μέλιο- σε ζητάει κάποιος έξω», λέει. Βγαίνει ο πατέρας μου. «Έχετε ένα σκυλί εδώ;». «Ένα, δύο έχω -λέει ο πατέρας μου- αλλά το ένα είναι δικό μου, το άλλο δεν είναι δικό μου, το μάζεψα από τον δρόμο». Το σκυλί, όμως, μόλις άνοιξε η πόρτα πήγε στην αγκαλιά εκείνου του κυρίου. Και είδαμε έναν κύριο, δηλαδή αυτό που βλέπουμε σήμερα, τότε δεν το βλέπαμε συχνά. Τότε να φιλήσει κάποιος σκυλί ήταν ανωμαλία, δεν το συζητάμε. Και βλέπουμε κάποια στιγμή να το φιλάει στα μάτια, στο πρόσωπο και εκείνο να κλαίει ζωντανά σαν άνθρωπος. Εν πάση περιπτώσει μπαίνει μέσα του λέει: «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ τον πατέρα μου», λέει το ένα το άλλο κι αυτά. Ε και του λέω, εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος τότε. Μιλάμε μεγαλύτερος, εννοούμε δηλαδή πρώτη δημοτικού ήμουνα ή πριν το δημοτικό κάπου εκεί. Λέω: «Ευτυχώς -λέω- δεν το σκότωσαν γιατί το σημάδευαν με δίκαννο». «Ω -λέει- θα πέθαινα από τη στεναχώρια μου». Το πήρα.
Πότε περίπου έγινε αυτό το περιστατικό;
Αυτό έγινε το περιστατικό το ‘60. Τώρα αν ήταν ‘59 ή ‘60 ή ‘61, αυτά τα τρία χρόνια. Δεν θυμάμαι αν πήγαινα στο σχολείο ή πήγαινα πρώτη. Ή ‘59 ή ‘60 εκεί μέσα είναι. Και λέω: «Το έχω φέρει απ’ έξω είναι, κοιμόμαστε μαζί -λέει- και βγήκαμε μια βόλτα πάνω στην Καλαμπάκα εκεί προς τα αυτά, και για κυνήγι και κάπου χάθηκε -λέει- και βρέθηκε εδώ που βρέθηκε». «Σε ευχαριστώ», του λέει, τον πατέρα μου και βγάζει ο άνθρωπος τότε που ο δάσκαλος έπαιρνε μισθό 150 δραχμές. Λοιπόν, βγάζει να δώσει ένα πενηντάρι σε μένα και ένα πενηντάρι στον αδερφό μου που ήταν μικρότερος ο αδερφός μου κατά δύο χρόνια. Και λέει ο πατέρας μου: «Όχι, δεν το έκανα για αυτό το πράγμα -λέει- δεν το συζητάω». «Όχι -λέει- θέλω εγώ. Α για την τροφή». «Όχι ό, τι τρώει το άλλο το σκυλί, έτρωγε και αυτό -λέει- δεν το αγόρασα τίποτα». Δεν αγοράζαμε βέβαια για τα σκυλιά τίποτα τότε. Εν πάση περιπτώσει λέει, «Αν θες να το δώσεις για τα παιδιά» και μας τα έδωσε ο άνθρωπος τα λεφτά, πήρε το σκυλί και έφυγε. Θα μου πεις τώρα τι ιστορία είναι αυτή; Όχι αυτή δεν είναι η ιστορία. Αυτή είναι ο πρόλογος. Η ιστορία είναι λιγότερη, είναι λίγες λέξεις. Κατεβήκαμε παραμονές Χριστουγέννων την επόμενη χρονιά στα Τρίκαλα και κάποια στιγμή ήμασταν στην πλατεία των Τρικάλων και περιμέναμε τη μάνα μου με τον αδερφό μου. Είχε πάει κάτι να πάρει η μάνα μου και εγώ ήμουν με το πατέρα μου στην πλατεία και ξαφνικά βλέπουμε από την άλλη άκρη της πλατείας -μιλάμε μια πλατεία 100 επί 100 τώρα, άρα η διαγώνιος ήτανε μεγαλύτερη- 120 μέτρα πόσο ήταν. Και βλέπουμε ένα σκυλί να τρέχει με τέτοια, ιλιγγιώδη θα έλεγα ταχύτητα και από μια απόσταση 5, 6, 7 μέτρων παίρνει φόρα και πετάγεται στην αγκαλιά του πατέρα μου που καθόμασταν εκεί. Εμείς μείναμε, φοβήθηκε κάποια στιγμή ο πατέρας μου. Του λέω πατέρα, του λέω. Πατεράκο τον λέγαμε συγκεκριμένα, τον λέγαμε πατέρα, πατεράκο αυτόν και μπαμπά λέγαμε έναν θείο μου, που μέναμε στο ίδιο σπίτι για να τους ξεχωρίζουμε. Ο μπαμπάς είναι ο Αχιλλέας και πατέρας ή πατεράκος ήταν ο Μέλανδρος, ο πατέρας μου. «Πατεράκο -του λέω- είναι το σκυλί που ήταν στο σπίτι». «Α μπα -λέει- τι ζητάει εδώ το σκυλί;» Και ερχόταν από πίσω ο κύριος που το είχε, το αφεντικό. Και λέει: «Κατάλαβες τώρα -του λέει- γιατί στεναχωριέμαι για αυτό το σκυλί;». Δηλαδή, τι αξία έδωσε ένα ζώο σε έναν άνθρωπο και πόση αγάπη έδωσε ο άνθρωπος στο ζώο. Είναι αυτό που σου είπα, μιλάγαμε με τα ζώα, μιλάγαμε με τη φύση. Έκτοτε πέρασε αρκετές φορές ο κύριος από χωριό, όταν πήγαινε ειδικά Μετέωρα. Μόνο και μόνο για να δούμε το σκυλί. Μιλάγαμε με τα ζώα και δεν, δηλαδή το λες τώρα σε ανθρώπους. Τότε, βέβαια, δεν σε καταλάβαιναν σίγουρα, αλλά σήμερα εντάξει, πολλοί το καταλαβαίνουν. Είναι το διαδίκτυο, είναι το διαδίκτυο. Είναι όλα αυτά τα πράγματα που τα βλέπεις, σε βοηθάνε. Τότε δεν βλέπαμε τίποτα. Όπως σου είπα τη μια βραδιά τάιζα εγώ τα σκυλιά και ο αδερφός μου πήγαινε μάζευε δύο άλογα που είχαμε, τη φοράδα, η οποία ήταν πολεμική δηλαδή από τον στρατό την είχανε, είχε γεράσει, είχε μεγαλώσει και ο στρατός, όταν μεγάλωναν τα άλογα, τα πουλάγανε και παίρνανε καινούρια. Και το άλλο ήτανε τυφλό από το ένα μάτι και το ένα ήταν κόκκινη η φοράδα και άσπρο το άλλο. Εγώ πάντα ρομαντικός και συναισθηματισμός -συναισθηματικός- διάλεξα το τυφλό, το άσπρο, το άλογο και ο αδερφός μου το, τη φοράδα και λέγαμε το άλογο του Βαγγέλη και η φοράδα του Βαγγέλη και το άλογο του Χρήστου. Ένα βράδυ γυρίσαμε, παίζαμε ποδόσφαιρο έξω από το χωριό, σε μια αλάνα δηλαδή όχι γήπεδο και με μια μπάλα άμπαλη, εν πάση περιπτώσει, υφάσματα και με χαρτιά ήτανε. Γυρίζουμε στο σπίτι, παίρνει ο αδερφός μου, πάει να ταΐσει τα σκυλιά και λέω: «Όχι, εγώ ταΐζω τα σκυλιά». Μου λέει: «Όχι εγώ ταΐζω τα σκυλιά σήμερα». «Πού είναι τα άλογα;», λέει η μάνα μου. Λέω να λέει: «Η σειρά του αδερφού μου, του Βαγγέλη ξέρω γω». «Όχι -λέει- δικιά σου σειρά είναι». Πριν προλάβω να πω άλλη κουβέντα είχα φάει τις ξυλιές από τη μάνα μου και τα μάζεψα τώρα, είχε πέσει το σκοτάδι και πήγα έξω από το χωριό να μαζέψω τα δύο άλογα. Πάω, τα βάζαμε ένα καρφί, ένα σίδερο το καρφώναμε στο χώμα κάτω και τα δέναμε σε μια ακτίνα ξέρω γω 50 μέτρων γύρα γύρα με σχοινί, τριχιά τη λέγαμε τότε. Την ώρα που λύνω και μαζεύω την τριχιά βλέπω στα 100 μέτρα ένας λύκος καθισμένος στα πίσω πόδια και να αρχίζει να αλυχτάει, να ουρλιάζει που λέμε. Εγώ εντάξει, τα έκανα πάνω μου, κατουρήθηκα πάνω μου, δεν το συζητάω. Τα άλογα άρχισαν να ανησυχούν λίγο και αυτά. Η φοράδα που ήτανε πολεμική, άρχισε να κάνει κύκλους γύρω από μένα και από το άλογο το άσπρο. Το άσπρο το άλογο κοίταγε φοβισμένο. Εγώ σκέφτηκα ότι πρέπει να καβαλήσω τη φοράδα, γιατί είναι πιο γρήγορη, γιατί το άλλο ήταν και λίγο τυφλό και έπρεπε να το χτυπάς λίγο με το ξύλο ή με το χέρι, για να πάει δεξιά ή αριστερά. Με τα χίλια ζόρια σταματάω τη φοράδα, καβαλάω στη φοράδα επάνω και όπως ξεκινάμε να φύγουμε με τη φοράδα, μπροστά η φοράδα πίσω το άλογο. Παρακάτω ήταν ένα ρέμα. Εκείνο το ρεύμα, όταν το έπαιρνα εγώ, άλλες μέρες καβάλαγα τον Γκαβό που λέγαμε το τυφλό, Γκαβό το λέγαμε. Ο Γκάβος και η φοράδα, έτσι τα ονομάζαμε. Γκαβός θα πει τυφλός στο χωριό. Και λέω όπως κάνει ο Γκαβός, θα κάνει και η φοράδα, θα κατέβει στο ρέμα και θα σηκωθεί. Έλα μου ντε ότι η φοράδα φοβήθηκε. Φοβήθηκε η φοράδα για το λύκο και δεν πήγε μέσα, πέταξε πάνω από το ρέμα και, ξαφνικά, εγώ είχα προετοιμαστεί να κατέβει και βρέθηκα στον αέρα και πέφτω κάτω και σπάω το πόδι μου. Σταματά, επίσης, ο Γκάβος, γυρίζει η φοράδα, κυνηγάει λίγο το λύκο. Μας κυνηγούσε ο λύκος από πίσω. Κυνηγάει λίγο το λύκο, έκανε στροφές γύρα γύρα η φοράδα. Δεν ξέρω αν μιλάνε μεταξύ τους τα ζώα, είμαι σίγουρος εγώ ότι μιλάνε. Δεν ξέρω και η επιστήμη νομίζω αυτό λέει. Κάτι κάνανε με τη μουσούδα, φεύγει η φοράδα τρεχάλα προς το σπίτι και ο Γκαβός ήταν εκεί και έκανε γύρα γύρω από μένα και μόλις ο λύκος αλυχτούσε ή έκανε ένα βήμα, ορμούσε στο λύκο πάνω. Τον φοβότανε, βέβαια, και το άλογο. Κάποια στιγμή σφάδαζα από τον πόνο. Τι θα κάνω τώρα; Προσπαθούσα να μπουσουλήσω να ανέβω από το ρέμα, δεν μπορούσα και κάποια στιγμή ακούω τον πατέρα μου να λέει: «Παιδί μου Χρήστο, εδώ είμαι μη φοβάσαι». Πήγε η φοράδα στο σπίτι και χτύπαγε κάτω τα πόδια στην αυλή και λέει η μάνα μου: «Μέλιο, ήρθε η φοράδα -του λέει- και χτυπάει τα πόδια από κάτω». «Τα πόδια», λέει. «Ναι». Παρατάει όπως ήταν το καμίνι, γιατί δούλευε μέχρι αργά στο καμίνι. Όλη μέρα στα χωράφια και το βράδυ στο καμίνι μέχρι 12-1 η ώρα. Καβαλάει τη φοράδα και έρχεται εκεί. Βγάζει ένα ξύλο από ένα φράχτη. Όντως ήταν ο λύκος εκεί, κυνηγάει τον λύκο. Όταν πήγε ο πατέρας μου να κυνηγ[00:20:00]ήσει το λύκο, πήγε και φοράδα από κοντά, δεν τον άφησε μόνο του. Με πήραν στο σπίτι εν πάση περιπτώσει, μου βάλανε το πόδι, ξέρω γω σε γύψο, με πήγαν σε κάποια εκεί πρακτική. Και αναρωτιόμουν και λέω, είναι δυνατόν να μην αγαπήσεις αυτά τα ζώα; Έμαθα, όμως, κάποια στιγμή και ήταν εποχές του ‘60, δεν ξέρω πότε. Στην πενταετία ‘60-’65 ή ‘62-’67, κάπου εκεί. Εσείς δεν το ακούσατε, είσαστε μικροί, ότι η Ευρώπη μάζευε άλογα, βόδια και αγελάδες και έκανε το περίφημο ζαμπόν. Και μαζεύανε οι Ιταλοί, τα άλογα και τα κάνανε ζαμπόν. Και εμείς δώσαμε τα άλογα τότε, γιατί ήταν γέρικα και γιατί ο πατέρας μου ήθελε να πάρει ένα τρακτέρ. Πήρε, βέβαια, ένα τρακτέρ μετά και όταν έμαθα, ενώ μας άρεσε πάρα πολύ το ζαμπόν και ήταν και η εύκολη λύση, ενώ μας άρεσε πάρα πολύ, έκτοτε δεν έχω φάει ζαμπόν, μόνο και μόνο με την ιδέα ότι ο Γκαβός μου μπορεί να έγινε ζαμπόν. Ήτανε ο άνθρωπος με τη φύση ήταν πολύ κοντά, δηλαδή κοιμόμασταν στη γη. Παίρναμε τα μηνύματα από τη γη, τις ταλαντώσεις της γης. Δεν ξέρω τι, δηλαδή συντονιζόμασταν με τη γη. Τώρα παίρνουμε στρώματα. Προχθές πήγα πήρα ένα στρώμα να το πάρουμε διπλό με υπόστρωμα και θέλω τώρα να κάνω άλμα επί κοντώ να ανέβω στο κρεβάτι και λέω της γυναίκας μου, «Πάρ’ τα όλα, εγώ θέλω», λέω και τσακωθήκαμε αρκετές φορές, γιατί εγώ στο χωριό όταν πήγαινα είχε η μάνα μου ένα ξύλινο κρεβάτι και κοιμόμουνα στο ξύλο, γιατί εκεί ίσιαζε η πλάτη μου, ίσιαζε το κορμί μου. Έτσι είχα μάθει. Και δεν το αλλάζω με τίποτα αυτό, δεν την αλλάζω εκείνες τις εμπειρίες, εκείνη τη ζωή δεν την αλλάζω με τίποτα, ούτε με τα πλούτη. Εγώ θέλω απλά να περνάω το μήνα μου και δόξα τω Θεώ, όλα τα υπόλοιπα είναι. Μιλάγανε και τα ζώα σε μας, μιλάγαμε και εμείς στα ζώα. Απλά εμείς δεν θέλαμε, μάλλον δεν ξέραμε να ακούσουμε και τα ζώα, εμείς δεν θέλαμε να ακούσουμε προφανώς και τα ζώα δεν ξέρανε πως να μας μιλήσουνε. Παρεμπιπτόντως, άλλη μια ιστορία για αυτό το θέμα. Είμαι κολλημένος με τη φύση και με το χωριό. Ένα βράδυ ήμουν στο χωριό και ήμουν με ένα φίλο μου και καθίσαμε σε ένα μπαρ που είχε. Το πρώτο... Η πρώτη καφετέρια που λέγαμε στο χωριό. Καφετέρια μπαρ δηλαδή και η αλήθεια είναι ότι είχαμε παραπιεί λίγο με το Θύμιο, ο οποίος Θύμιος ήταν ο πιο παρεξηγημένος της παρέας, αλλά τελικά έγινε ο καλύτερος μου φίλος από 2-3 γεγονότα. Ξέρεις τότε παρεξηγούνταν με το φαίνεσθαι και όχι με το είναι. Απλά ήταν πολύ μικρός ο Θύμιος και κάπνιζε τσιγάρο από πολύ μικρός και τώρα καπνίζουν από πολύ μικρότερα, από το δημοτικό. Ο Θύμιος τουλάχιστον κάπνιζε από τετάρτη-πέμπτη Δημοτικού. Και καθίσαμε με το Θύμιο σε ένα ταβερνάκι, στην καφετέρια αυτή που λέμε στο χωριό και παραήπιαμε. Κάποια στιγμή όμως, λέω ότι: «Θύμιο, εγώ πρέπει να πάω να μαζέψω και καπνό -του λέω- με τη μάνα μου και τον πατέρα μου και πρέπει να φύγουμε». «Α -λέει- και εγώ θα φύγω τι να κάνω». Οι δυο μας ήμασταν εκεί. Εν τω μεταξύ, αυτός που είχε την καφετέρια λέει: «Χρήστο, έχω κλειδώσει σας έχω εδώ το μπουκάλι», λέει. Πίναμε ουισκάκι, «Σας έχω εδώ το μπουκάλι με το ουίσκι, πιείτε όσο θέλετε μου -λέει- δεν θα πληρώσετε άλλα, αυτά που πληρώσατε μέχρι τώρα». Ο άνθρωπος απηύδησε, ήτανε ώρα δύο η ώρα και ήταν δύο άτομα εκεί. Παρεξηγημένος από πολλά πράγματα ο Θύμιος και προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι είναι άνθρωπος ισότιμος με εμάς το ένα το άλλο, αν και δεν έβγαλε το δημοτικό, αν και το ένα και το άλλο και συζητήσαμε και άλλα πράγματα, έγιναν και μερικά γεγονότα και κολλήσαμε. Κι όπως κατεβαίναμε απ’ την καφετέρια να πάω στο σπίτι μου, βλέπω ξαφνικά μπροστά στο παρμπρίζ πέφτει ένα τελάρο, ένα τεράστιο πράγμα. «Γαμώτο! Τι είναι αυτό το πράγμα τώρα εδώ», λέω. Ήμασταν μεθυσμένοι και εγώ και ο Θύμιος. «Ε -λέει ο Θύμιος- πω ρε μαλάκα τι είναι αυτό το πράγμα», μου λέει. «Ξέρω γω περιστέρι». «Τι περιστέρι ρε -του λέω- έχει πιάσει το παρμπρίζ», του λέω. Εν πάση περίπτωση, ανοίγουμε την πόρτα από τη μια μεριά εγώ, από την άλλη αυτός κοιτάμε, ήταν ένας πελαργός τεράστιος, ο οποίος, τότε μόλις είχαν βάλει τα καλώδια της ΔΕΗ στο χωριό και τη νύχτα δεν βλέπανε και πέφτανε πάνω στα σύρματα. Πάρα πολλά τότε ατυχήματα με πελαργούς. Εν πάση περιπτώσει πάω να τον πειράξω, αυτός ήτανε ψιλό... Δεν ξέρω, δηλαδή τα είχε χάσει ρε παιδί μου. Νόμισα στην αρχή ότι είναι και ψόφιος, αλλά είδα μετά ότι κούναγε τα πόδια του, το ράμφος του. Το βάζω στο πορτ-παγκάζ, πάμε στο σπίτι, ανοίγω το πορτ-παγκάζ, λέω: «Μάνα κοίταξε να δεις εδώ», λέω. «Μωρέ πελεκάνος, τι το θέλεις -μου λέει- δεν το πετάς; Δεν ζει -μου λέει- αφού δεν βλέπεις είναι χάλια από κάτω». «Ρε μάνα, κρίμα δεν είναι», λέω. Αυτό μου βγήκε γιατί την ώρα που το κράταγα το κεφάλι του, δεν ξέρω αν έγνεψε ή αν έκανε κάτι. Με το ράμφος μου χάιδευε το χέρι, εδώ. Πόναγε δεν ξέρω τι ήταν αυτό το πράγμα. Λέω: «Ρε μάνα, καλά -λέει- άσ’ τον εδώ θα γυρίσουμε μετά, θα τον ταΐσουμε θα τον πλύνω λίγο. Πάμε τώρα -λέει- να μαζέψουμε καπνό». Μαζεύαμε καπνό από τις 02:00 τη νύχτα μέχρι 10-11:00. Γυρίζουμε πίσω και αυτά αυτός εκεί με τα αίματα, παίρνει η μάνα μου η μακαρίτισσα, τον πλένει με λίγο ζεστό νερό, του βάζει λίγο βάμμα, ό, τι φάγαμε εμείς του δώσαμε και αυτουνού έφαγε λιγάκι με το ζόρι. Και εγώ την άλλη μέρα ή την παράλλη δεν ξέρω τι, έφυγα για Θεσσαλονίκη. Ήμουνα εκεί, η δουλειά μου ήταν εκεί τότε. Και λέω θα τον πάρω να τον αφήσω στο κτηνιατρείο Τρικάλων και ήταν ένα τμήμα που απασχολούνταν με πτηνά. Πάω εκεί: «Όχι -λέει- αυτός είναι τραυματισμένος. Θα πρέπει να πάει στη Λάρισα», λέει. «Δεν γίνεται, γιατί είναι χάλια», λέει και μου κράτησαν ονόματα. «Δεν πρέπει -λέει- τώρα τον έχεις χρεωθεί εσύ. Πρέπει να τον πας εσύ στη Λάρισα». «Εγώ ρε παιδιά -λέω- τι να τον πάω, τι να τον κάνω;». Εν πάση περιπτώσει, λέω αφού από Λάρισα περνάω να πάω Θεσσαλονίκη περνάω εδώ, πάω από τη Λάρισα. Ήταν περίοδος αδειών, γιατί τα καπνά τα μαζεύαμε Ιούλιο, Αύγουστο κάπου εκεί μέσα, αδειών ας πούμε. Λέει: «Δεν υπάρχει εδώ χειρουργούς για πτηνά -λέει αυτός- πρέπει να πάει Θεσσαλονίκη τώρα. Εσείς λέει που πάτε;». «Θεσσαλονίκη», του λέω. Μου ξεφεύγει. Λέει: «Τον παίρνεις και το πας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης». Τον παίρνω τον πάω Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης του λέω έτσι κι έτσι. Με πήραν μετά από 2-3 μέρες μου λέει έγινε εγχείρηση πάει καλά ο πελαργός, «Πρέπει να περάσετε -λέει- να συνεννοηθούμε». «Τι να συνεννοηθούμε -λέω- τι να περάσω, τι να κάνω;». «Δεν καταλάβατε κύριε Γκανά -μου λέει- αυτός πρέπει να πάει στο χώρο του -λέει- μπορεί να έχει λέει μικρά πελαργάκια, μπορεί να έχει σύντροφο, μπορεί να...». Λέω: «Σοβαρολογείτε τώρα», λέω. «Ακριβώς λέει σοβαρολογούμε, αλλιώς -λέει- θα στείλουμε την αστυνομία να σας πάρει». Εν πάση περιπτώσει, ένστολος εγώ πάω με τη στολή εκεί. «Κατ’ αρχάς, συγχαρητήρια -λέει- για την ευαισθησία. Κατά δεύτερον -λέει- δεν ξέρετε καλά τους όρους και αυτά». «Δεν ξέρω καλά τους όρους -λέω- αν και αγαπώ τα ζώα». Εν πάση περιπτώσει τον βάζω, μου τον βάζουν σε ένα κουτί τρύπιο γύρα γύρα να παίρνει αέρα και το κατεβάζω στο σπίτι κάτω. Λέει: «Θα τον κρατήσετε στο σπίτι, θα τον ταΐζετε λίγα ψαράκια, λίγα μακαρονάκια λίγο το ένα το άλλο και όταν γίνει καλά -λέει- αν είναι κοντά στο χώρο του, αυτός θα φύγει». Το πήγα εγώ εκεί στη μάνα μου, είχα πάρει και άδεια τότε μαζεύαμε τα καπνά. Αυτός είχε ο αδερφός μου, ένα γιαπί σπίτι μόνο τα μπετά είχε ρίξει, δεν είχε δωμάτια, δεν είχε κτίσει ακόμα. Τον είδα μια μέρα ανέβαινε τα σκαλιά σιγά σιγά και προσπαθούσε να πετάξει και έπεφτε κάτω στον κήπο. Στον κήπο, όμως, που έπεφτε κάτω πηγαίνανε οι ανιψιές μου, του αδερφού μου τα δυο κοριτσάκια τα οποία πρέπει να ήτανε 2 και 3 χρονών, ένα χρόνο διαφορά έχουνε και παίζανε μαζί του. Αυτός τα, λίγο τα τσίμπαγε με το ράμφος, αυτά τον πειράζανε, λοιπόν, και γινόταν αυτή η ιστορία. Και μου λέει η μάνα μου τι κάνει, θα σκοτωθεί. «Δεν σκοτώνεται ρε μάνα -λέω- προσπαθεί να αναπτύξει δυνάμεις του, να σηκωθεί να φύγει». Κάποια στιγμή φεύγει ο πελαργός, πετάει, έκανε 2-3 γύρους γύρω από το σπίτι. Πάει πάνω στην εκκλησία που ήταν η φωλιά του εκεί. Παράλληλα, όμως, κατέβαινε και ένα ο άλλος ο πελαργός, το ταίρι του προφανώς πρέπει να ήταν. Δεν μπόρεσα να ξέρω αν είναι το αρσενικό ή το θηλυκό και δεν ρώτησα και στο πανεπιστήμιο να μου πούνε. Κατέβαινε στον κήπο, περπάταγε, αλλά το άλλο όταν έβλεπε τα παιδιά να πλησιάζουν, έφευγε, αυτό όμως πήγαινε προς τα παιδιά. Στα κορίτσια, δηλαδή. Κάποια στιγμή, ένα πρωινό που δεν είχα πάει στον καπνό το βλέπω αυτό. Ξεκίνησαν και οι δυο οι πελαργοί, ο ένας έκανε βόλτες από πάνω. Αυτό προσγειώθηκε στον κήπο μέσα, τα παιδιά είχαν ξυπνήσει, γιατί τα είχε η νύφη μου εκεί και αυτά να τα ετοιμάσει. Και πήγαιναν τα παιδιά παίζανε και μετά έφευγε και πήγαινε προς τον κάμπο κάτω. Να, τα έβλεπα με φίδια στο ράμφος, με βατράχια με τέτοια πράγματα, με σαύρες. Και κάποια στιγμή, φθινόπωρο με παίρνει η μάνα μου τηλέφωνο και μου λέει κλαίγοντας: «Χρήστο μου», λέει. «Τι έχεις ρε μάνα, πάθατε τίποτα;». «Όχι -λέει- ο πελαργός δεν ξαναπάτησε στον κήπο». «Ρε μάνα -λέω- είναι αποδημητικό πουλί, έφυγε ο πελαργός τώρα. Τελείωσε». «Και τώρα;», μου λέει. «Εντάξει, τέλος λέω, αυτή ήταν η ιστορία». Αυτός λέω ήταν ο πελαργός, εμείς ήμασταν. Αυτός ήταν ένα πτηνό, εμείς άνθρωποι το βοηθήσαμε, από κει και πέρα λέω και αυτά. Μου -λέει: «Θα ξανάρθει;». «Δεν ξέρω ρε μάνα -λέω- τι θα κάνει, δεν νομίζω να ξανάρθει. Ολόκληρη Ευρώπη, στην Ελλάδα θα ξανάρθει να έρθει;» Και την επόμενη άνοιξη με παίρνει η μάνα μου με λυγμούς πια όχι με κλάμα και μου λέει. «Τι έχεις ρε μάνα -λέω- τι πάθετε πάλι;». Ήταν ο πατέρας μου φιλάσθενος, «Πάθατε τίποτα;». «Όχι -μου λέει- ο πελαργός ήρθε στον κήπο. Ήρθε και παίζει με τα παιδιά», μου λέει. Λοιπόν, από κει και πέρα καταλαβαίνεις ότι θέλουν να σου μιλήσουν, σου μιλάνε απλά δεν έχουμε κοινή γλώσσα, δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνουμε. Και μια τρίτη φορά με πήρε η μάνα τηλέφωνο πάλι κλαίγοντας. Πάλι εγώ δεν κατάλαβα γιατί. Ξέραμε ότι κάθε άνοιξη ερχόταν. Μου λέει: «Ο πελαργός δεν ήρθε». «Μάνα -λέω- ο πελαργός, μπορεί κάπου να μην άντεξε, ήταν κα[00:30:00]ι τραυματισμένος τόσα χρόνια. Τόσα χρόνια -λέω- δεν χορτάσανε; Τα κορίτσια πάνε, τελειώνουν το δημοτικό». Αρκετά πια για αυτά. «Ναι, αλλά εγώ τον περίμενα», λέει. Λοιπόν, αυτές είναι εμπειρίες, οι οποίες δεν μπορούν να ξεχαστούν, όπως δεν μπορεί να ξεχαστεί η μυρωδιά του πετροκάρβουνου που έκαιγε ο πατέρας μου στο καμίνι μέσα; Δεν μπορώ να την ξεχάσω, την έχω στη μύτη μου. Έχει ένα τραγούδι ο Xατζής, «Το πέτρα και φως», που ένας σιδεράς χτυπάει το αμόνι. Δεν ξέρω αν δεν το έχεις ακούσει, μπορεί να το ακούσεις. «Πέτρα και φως η χώρα μου», που λέει το τραγούδι ας πούμε. «Γύφτοι τα φτιάξανε τα καρφιά» είναι το τραγούδι. Το ακούω καμιά φορά ανατριχιάζω, διηγούμαι στα παιδιά, τρελαίνονται τα παιδιά να ακούν αυτές τις ιστορίες και καμαρώνω που κρατάω αυτές τις ιστορίες.
Ενότητα 2
Οι δύσκολες εποχές στο Ρίζωμα, η αποκατάσταση στην αεροπορία και οι πρώτες τεχνολογικές πατέντες
00:31:00 - 01:05:19
Ο αδερφός μου ή ένας φίλος γιατρός που έχω στη Γερμανία, όταν καθόμαστε, πήγα μια φορά στην Γερμανία για μια εκπαίδευση. Μείναμε στο σπίτι του το βράδυ, δεν πίνει ο άνθρωπος. Ήπιαμε δυο μπουκάλια ουίσκι και τα ξημερώματα πήρε τηλέφωνο στον άλλο γιατρό, γιατί ήταν καρδιοχειρουργός, πήρε στον άλλο γιατρό τηλέφωνο και του λέει: «Είμαι άρρωστος, δεν θα μπορέσω να πάω να χειρουργήσω, πρέπει να πας εσύ σήμερα». Και του λέω: «Καλά και οι Γερμανοί λένε ψέματα;». Και μου λέει: «Αδερφέ, δεν κατάλαβες. Απόψε λέει ήμουν όλη τη νύχτα Ελληνάρας. Ελληνάρας -μου λέει- με όλη τη σημασία της λέξης». Γιατί; Γιατί του διηγούμουν αυτές οι ιστορίες. Και φτωχές εποχές παράλληλα, έτσι; Μιλάμε, πάμφτωχοι άνθρωποι τότε. Είχαν, όμως, όνειρο, θέλανε τα παιδιά τους να σπουδάσουν με τα χίλια ζόρια. Πείναγαν αυτοί να όχι να χορτάσουν, να σπουδάσουν εμάς, γιατί δεν χορτάσαμε ποτέ. Εγώ χωρίς υπερβολή με τον αδερφό μου και τον πρώτο ξάδελφό μου βγάλαμε γυμνάσιο με ψωμί, τυρί και αυγά, τίποτε άλλο και καμιά τηγανητή πατάτα και καμιά μακαρονάδα με σκέτη ντομάτα σάλτσα από πάνω. Ένα βράδυ ήταν Σάββατο, τα παιδιά φύγανε Σάββατο, τότε είχαμε γυμνάσιο και Σάββατο. Σάββατο μεσημέρι φύγανε τα παιδιά για το χωριό. Εγώ είχα κάποιο φροντιστήριο και έλεγα ψέματα τι φροντιστήριο είχα στη μάνα μου και στον πατέρα μου. Έκανα φροντιστήριο μαθηματικά και έκανα και φροντιστήριο, πήγαινα και φροντιστήριο κιθάρας, αλλά δεν το έλεγα σε κανέναν. Και το χαρτζιλίκι που μου έδινε η μάνα και ο πατέρας μου το κράταγα, για να το δώσω στη δασκάλα που μου έκανε κιθάρα, αλλά δεν το έλεγα σε κανέναν, γιατί όταν δίναμε εξετάσεις να περάσουμε, όπως ξεκινήσαμε τη συζήτηση από το δημοτικό στο γυμνάσιο, δώσαμε καμιά δεκαριά άτομα και περάσαμε 4-5. Οι άλλοι ή ανεξεταστέοι μείνανε ή δεν πέρασαν στο γυμνάσιο, εν πάση περιπτώσει μέσα στο...
Πότε περίπου έγινε αυτό;
Αυτό ήταν, κοίταξε να δεις. Είμαι το ‘55 γεννημένος, το ‘61 πήγα γυμνάσιο, ‘67 τελείωσα, ‘68-‘69 δηλαδή ‘68 με ‘70 εκεί μέσα ήταν αυτή η χρονιά. Α, πότε ήταν να πάμε γυμνάσιο; Ή πότε έγινε η ιστορία;
Πότε έγινε αυτό με τις εξετάσεις.
Με τις εξετάσεις ήτανε σου λέω ‘55- ‘60, μέχρι ‘66 που πήγα εγώ γυμνάσιο δίναμε εξετάσεις και ‘67, μετά από μερικά χρόνια καταργήθηκε. Δίναμε εξετάσεις και αυστηρές μάλιστα και κοβόταν πολλά παιδιά. Δεν ξέρω τι καθεστώς ήτανε ούτε θέλω ούτε το έχω αναλύσει ποτέ και αυτά. Κάποια χούντα είχαμε τότε. Δεν είχα ασχοληθεί και πολύ με τα πολιτικά που θέλανε ξέρεις. Κάθε μοναρχία ήθελε αμόρφωτους ανθρώπους, για να μπορεί να τους διοικεί, να τους φοβίζει. Πρώτα λέει, τους φοβίζεις και μετά λέει τους διοικείς, αλλά για να τους φοβίσεις πρέπει πρώτα να τους πεινάσεις και μετά να τους φοβίσεις και μετά να τους διοικήσεις. Αυτά τώρα μου βγαίνουν σιγά σιγά, τότε δεν μπορούσα να τα φανταστώ πολύ, αν και ήμουν από τότε επαναστάτης, παρότι ένστολος. Εν πάση περιπτώσει, φύγανε τα παιδιά για το χωριό και εγώ έμενα να κάνω μουσική κιθάρας. Μη φανταστείς έκανα μια φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο και μου το έκανε χατιρικά και οικονομικά η κυρία αυτή. Όταν, όμως, ήθελα, πέρασα για να πάω στο γυμνάσιο, «Ωραία -μου λέει- η μάνα μου τώρα λέει ο πατέρας σου, αφού πέρασες στο γυμνάσιο εσύ και άλλα τρία». Μάλλον δυο αγόρια περάσαμε και τρία κορίτσια, πέντε και δίναμε δεκαπέντε να περάσουμε. Πέρασαν και άλλα πέντε στις επόμενες εξετάσεις το φθινόπωρο, πήγαμε δηλαδή εκείνη τη χρονιά από ό, τι θυμάμαι ή εννιά ή δέκα παιδιά ήμασταν, τα άλλα δεν πέρασαν. Και λέει: «Άντε, θα πω τον πατέρα σου τώρα να πάει να σου πάρει ποδήλατο», μου λέει. «Όχι, μάνα δεν θέλω ποδήλατο -λέω- εγώ θέλω κιθάρα». Εντάξει, μη σου περιγράψω πώς μου έκανε τα πόδια η μάνα μου με τη ροδιά. «Τεντιμπόης θα γίνεις;», μου λέει. Και μου έκανε τα πόδια μαύρα, δεν ξανανέφερα εγώ ποτέ για κιθάρα. Βέβαια πήγαινα και έκανα κρυφά μάθημα. Τα άλλα τα παιδιά φύγανε, εγώ βέβαια δεν είχα τίποτα σπίτι, μόνον ένα καρβέλι ψωμί είχα, γιατί καρβέλι ψωμί είχαμε γιατί πήγαιναν οι γονείς μας ένα τσουβάλι αλεύρι στο φούρνο και περνάμε ένα μήνα ένα ψωμί την ημέρα. Τον άλλο μήνα ξανακατεβάζανε ένα τσουβάλι αλεύρι και εμείς το παίρναμε σε ψωμί. Πάω που λες, τι να κάνω, τι να κάνω, λέω: «Πρέπει να πάω στο χωριό, δεν γίνεται λέω. Ούτε λεφτά έχω, ούτε να φάω, ούτε τίποτα». Πάω μέσα σε έναν που είχε αλλαντικά και τυροκομικά και του λέω: «Δεν έχω λεφτά, θα μου δώσεις λίγο κασέρι και άμα τη Δευτέρα μου στείλει ο πατέρας μου λεφτά από το χωριό, θα στα δώσω». «Α, άμα σου στείλει ο πατέρας σου -μου λέει- και τώρα δεν έχεις. Άρα ο πατέρας σου δεν σου δίνει. Έξω από το μαγαζί», μου λέει. Έφυγα, βγήκα από το μαγαζί έξω. Τι να κάνω, τι να κάνω; Είχε το ποδήλατό του αυτός έξω από το μαγαζί. Πάω κοιτάω, ούτε κλειδωμένο το είχε ούτε τίποτα. Κάποια στιγμή που πήγε στην αποθήκη κάτι να κάνει, παίρνω το ποδήλατο, το καβαλάω και φεύγω για το χωριό. Δέκα χιλιόμετρα το χωριό. Πάω στο χωριό, αφήνω το ποδήλατο στην πλατεία του χωριού. Βέβαια, παίρνοντας το ποδήλατο να φύγω του αφήνω ένα σημείωμα αυτουνού εκεί: «Το ποδήλατο απόψε θα κάνει βόλτες και αύριο το πρωί θα είναι στο χωριό Ρίζωμα λέω, στην πλατεία στο χωριό Ρίζωμα». Λέω και απόψε να ‘ρθει ο άνθρωπος, εγώ θα το παρατήσω στην πλατεία και θα πάω στο σπίτι. Πότε θα το διαβάσει το χαρτί, πότε θα κλείσει το μαγαζί, πότε το ένα τ’ άλλο. Εγώ πάω στην πλατεία, αφήνω το ποδήλατο, ήμουν ανήσυχος λέει η μάνα μου: «Τι έχεις;». Εν τω μεταξύ τότε, για να, όταν πήγαινες στο χωριό έπρεπε να πάρεις βεβαίωση από τον παπά ότι πήγες εκκλησιάστηκες στην εκκλησία του χωριού, για να την πας στο γυμνάσιο την άλλη μέρα στο διευθυντή, αλλιώς έπρεπε να πας με το γυμνάσιο μαζί να εκκλησιαστείς. Και κάναμε αυτή την πατέντα, κάνανε αυτή την πατέντα γιατί ήμασταν παιδιά. Έπρεπε να πάμε να κάνουμε το μπάνιο μας, μια φορά την εβδομάδα που κάναμε, να φάμε κάτι από τη μάνα μας. Την άλλη μέρα, πήγα με είδε ο παπάς μέσα, πήγα στο ιερό μέσα. Ιερό που λένε μέσα του παπά εκεί. Με είδε ο παπάς και λέω εντάξει, «Θα μου δώσει βεβαίωση στο τέλος» και βγήκα έξω και καθόμουν στο παγκάκι και περίμενα. Κάποια στιγμή βλέπω έναν κύριο κατεβαίνει από ένα ταξί, κοιτάει γύρα γύρα ανεβαίνει στην πλατεία, κοιτάει το ποδήλατο μια χαρά όλα. Γυρίζει στην εκκλησία, κάνει το σταυρό του και λέει του ταξιτζή «Φύγε». Φεύγει ο ταξιτζής για Τρίκαλα, κάθεται αυτός πίνει ένα καφέ στο καφενείο, παίρνει το ποδήλατο και έφυγε για τα Τρίκαλα. Οκ, η ιστορία έληξε εκεί. Δεν την είχα πει τότε σε κανέναν.
Άρα, στα Τρίκαλα ήταν το μαγαζί που είχατε πάει.
Στα Τρίκαλα, ήταν το μαγαζί, από το χωριό μου που είχα πάει. Μπαίνω μετά στη δουλειά μου, στην πολεμική αεροπορία που σου λέω.
Πότε περίπου;
Μπήκα το ‘72, τελείωσα το ‘74 και το ‘75, ‘76, ‘77 ένιωσα την ανάγκη να πάω να εξηγήσω στον άνθρωπο τι έγινε με το ποδήλατό του. Πάω μέσα λέω: «Γεια σας». «Γεια σας», μου λέει. Κοιτάω γύρα, η πόρτα ανοιχτή. «Τι κοιτάς;», μου λέει. «Κοιτάω -λέω- αν οι πόρτες είναι ανοιχτές». «Κύριε μου -λέει- είστε στα καλά σας;». Λέω: «Μια χαρά καλά είμαι, εντάξει». «Ποιος είστε;», μου λέει. Λέω: «Μη φοβάστε, δεν... Ένας άνθρωπος είμαι. Λέω θα σας πω μια ιστορία μόνο για το...». «Ποιος είστε -μου λέει- τι ιστορία να μου πείτε». Βγάζω και του δείχνω τη ταυτότητά τη στρατιωτική. Λέω: «Στρατιωτικός είμαι, μπορώ να σας πω την ιστορία;». Ξανακάνει πάλι το σταυρό του και λέω μέσα μου, στην πλατεία, στο χωριό μου σταυρό έκανε. Εδώ λέω που τον βλέπω σταυρό κάνει. Πολύ θρήσκος πρέπει να είναι άνθρωπος. «Παίρνω τις αποστάσεις -του λέω- σας είχαν κλέψει κάποτε το ποδήλατο;». Μου λέει: «Ναι, κάτι αλήτες θα ήτανε». «Δεν ήταν αλήτες -του λέω- πεινασμένο παιδί ήταν». «Πού το ξέρεις;», μου λέει. Κοιτάω ξανά τη πόρτα κάνω πίσω, του λέω: «Εγώ σου πήρα το ποδήλατο. Πήγα στο χωριό γιατί δεν είχα τίποτα να φάω. Δεν είχα τίποτα -του λέω- να φορέσω καλό» και αυτά. Και ήταν και η γυναίκα του εκεί και λέει, ο ίδιος, όχι η γυναίκα του. «Και γιατί ρε παιδάκι μου -λέει- δεν μπήκες μέσα να ζητήσεις;», μου λένε. «Μπήκα και δεν μου δώσετε -του λέω- και δεν το έκανα από εκδίκηση, το έκανα, δεν ξέρω γιατί, γιατί πείναγα, γιατί», του λέω. «Εντάξει, εσείς τη δουλειά σας κάνετε το ένα το άλλο». Και είδα τώρα έναν άνθρωπο, 70 χρο[00:40:00]νών πόσο ήτανε, ένα ντερέκι δυο μέτρα να βάλει τα κλάματα. Και να μου λέει: «Πάρε, διάλεγε, πάρε ό, τι θέλεις». Του λέω: «Δεν θα πάρω τώρα. Είμαι χορτάτος κι αν πάρω θα πάρω για τη μάνα μου, αλλά θα στο πληρώσω». Ε, και είδα τη γυναίκα του να κλαίει και λέει: «Φύγε από την πόρτα, μη φοβάσαι», μου λέει. Ήταν οι εποχές τότε αυτές, Βασίλη. Βέβαια, σε άλλο σπίτι που νοικιάσαμε. Μάλλον στο σπίτι που ήμασταν, που είχαμε νοικιασμένο στα Τρίκαλα και έκανα αυτή την ιστορία τότε, ένα βράδυ πάλι είχα μείνει εκεί για αυτή την ρημάδα την κιθάρα που στο τέλος έμαθα και αγόρασα και δικιά μου. Περιττό να σου πω ότι με τον πρώτο μισθό που πήρα από την αεροπορία, όταν βγήκα, πήρα μια κιθάρα και την έβαλα στο λεωφορείο και την πήγα στη μάνα. Λέω: «Μάνα την πήρα ρε γαμώτο», της λέω. «Ρε παιδάκι μου -μου λέει- τότε άμα είχες κιθάρα ήσουν τεντιμπόης». «Τι τεντιμπόης ρε μάνα, δεν ήξερες το παιδί σου ρε μάνα;». Εν πάση περίπτωση και για έτσι, για να την καλμάρω είχα μάθει να παίζω και 2-3 δημοτικά, δηλαδή «Κοντούλα Λεμονιά» και «Γιάννη μου το μαντήλι σου» και είδα τη μάνα μου να κλαίει. Ήξερα ότι με αγαπούσε, αλλά έτσι άκουγε και η μάνα μου ότι είναι τεντιμπόηδες αυτοί που παίζουν κιθάρα. Ήταν τότε και τα Μάταλα, ήταν και το Νέο Κύμα, ήταν και αυτά. Εν πάση περιπτώσει και η μανούλα μου δίκιο είχε. Και εκεί που έμενα που λες στο σπίτι, ένα βράδυ δεν είχα τι να φάω και λέω ρε γαμώτο ένα, θέλω ένα ευρώ, 1,20 που, μια δραχμή νομίζω και δυο δεκάρες ή μια δραχμή δεν θυμάμαι ή ογδόντα δεκάρες, οχτώ δεκάρες είχε το γιαούρτι. Πού να βρω, πού να βρω; Δεν είχα τίποτα, ούτε λεφτά ούτε τίποτα. Βγαίνω στο διάδρομο, είχε τον πίνακα ο σπιτονοικοκύρης για όλο το σπίτι. Ξεβιδώνω την ασφάλεια λίγο και βγαίνει και αυτός είχε ένα: «Ω, γαμώ την πίστη», μου λέει. «Μπα, κάηκε η ασφάλεια και αυτά, τι θα γίνει;». «Μπαρμπα-Μήτσο -του λέω- κάηκε η ασφάλεια, τι να κάνουμε;». «Άντε ρε παιδάκι μου να πάρεις μια ασφάλεια». Η ασφάλεια είχε πέντε δεκάρες. Πάω παίρνω, δήθεν πήρα ασφάλεια, δεν πήρα. Πήγα στο έξω από το σπίτι, κάθισα λίγο, γυρίζω σφίγγω την ασφάλεια. «Μπαρμπα-Μήτσο εντάξει η ασφάλεια». «Α γαμώ την πίστη μου, ωραία εντάξει καλό είναι». Μετά από λίγο λέω ναι αλλά το γιαούρτι κάνει ένα, μια δραχμή. Εγώ έχω πενήντα λεπτά. Ξανά ξεβιδώνω την ασφάλεια μετά από μισή ώρα για. «Ω, τι έγινε;». «Μπαρμπα-Μήτσο μήπως, τι βάζεις στην πρίζα;» του λέω. «Δεν βάζω τίποτα -λέει- μόνο το ραδιόφωνο». «Ε βγάλε το ραδιόφωνο το -λέω- γιατί μπορεί αυτό να κάνει τη ζημιά και να καίει την ασφάλεια». «Ε και να μην ακούσω εγώ -λέει- έχει αναμετάδοση ποδόσφαιρο». Του λέω: «Τι να σου πω, να πάρουμε κι άλλη ασφάλεια». «Άντε πάρε -λέει- άλλες πέντε δεκάρες». Παίρνω πέντε δεκάρες, πάω στον μπακάλη και λέω τώρα εντάξει, «Θα πάω να βιδώσω την ασφάλεια, δώσ’ μου, ένα γιαουρτάκι». Παίρνω το γιαουρτάκι και πηγαίνοντας στο σπίτι βρίσκω κάποιον στο δρόμο, κάποιος κύριος και μου λέει: «Ρε Καλόπαιδο έχεις ρολόι», τι ώρα είναι και γυρίζοντας εγώ να δω την ώρα, μου πέφτει το γιαούρτι κάτω. Ξέρεις το χα έτσι και μου πέφτει το γιαούρτι κάτω. Το γιαούρτι στο χώμα. Τα νεύρα στο φουλ. Ο μάστορας όντως ήθελε να μάθει την ώρα, μπορεί να είχε ραντεβού λέω, κάποιος κύριος ήταν με καμιά γυναίκα δεν ξέρω τι. Πάω στο σπίτι, σήκωσα την ασφάλεια. Μου λέει: «Εντάξει είναι; Εντάξει είναι Χρήστο;». «Μπαρμπα-Μήτσο μη φοβάσαι δεν ξανακαίγεται», του λέω. Ήτανε χρόνια πεινασμένα από πολλές απόψεις και από ελευθερίες και από ιδεολογίες και από...
Πότε έγινε αυτό περίπου;
Αυτό ήτανε περίπου, ακριβώς θα σου πω πότε ήτανε. Ήμασταν στο, μέναμε στο, στον Μπαρμπα-Μήτσο πήγαμε στο γυμνάσιο δηλαδή ‘61- ‘66, στο ‘60. Αυτό έγινε το ‘60 ή ‘67 Βασίλη ή ‘68, τώρα ένα χρόνο συν πλην δεν μπορώ να το θυμηθώ, εντάξει; ‘67- ‘68 κάπου εκεί ήταν κι αυτά. Βέβαια και εκεί ένιωθα ενοχές και πήγα να βρω να το πω του Μπαρμπα-Μήτσου τι έγινε, αλλά βρήκα τη γυναίκα του και η γυναίκα του ήταν και λίγο στριμμένη και δεν της είπα την ιστορία. Εγώ, όμως, δεν έχω αμαρτία, γιατί πήγα να βρω τον Μπαρμπα-Μήτσο να του πω τι έγινε και να του δώσω τη δραχμή, αλλά δεν ευοδώθηκε αυτό το πράγμα. Απλά υπήρχε και κάποια θεία δίκη. Το γιαούρτι δεν το έφαγα τελικά.
Πώς νιώσατε, όταν φύγατε από το χωριό και την αεροπορία;
Αυτή την ερώτηση μου την έκανε κάπως αλλιώς ο γιος μου. Έξω εδώ δεν ξέρω αν είδες που έχω ένα μηχάνημα, δεν το είδες. Το είδες ένα; Είναι ένα τεράστιο μηχάνημα. Έχω κάνει πάρα πολλές πατέντες ηλεκτρονικές. Αυτή τη στιγμή παλεύω αυτό το μηχάνημα εδώ, το οποίο είναι πολλαπλασιασμός ενέργειας. Μιλάς τώρα με ανθρώπους σπουδαγμένους και σου λέει δεν γίνεται αυτό το πράγμα, μου λέει θα το είχαν κάνει. Λέω: «Δεν κάνω εκ του μηδενός ενέργεια, κάνω πολλαπλασιασμό ενέργειας». «Ε -λέει- και που στηρίζεται;». «Στους, στη φύση βασικά -του λέω- γιατί η φύση δεν σε αφήνει έτσι». Και αποτέλεσμα τώρα με τα φωτοβολταϊκά και αυτά που έχεις όσο ρεύμα θέλεις. Άσχετα αν δεν το υιοθετούν οι κυβερνήσεις για τη Χ,Ψ,Ω λόγους. Για την αρρώστια με το χρήμα που έχουν. Τι είχε πει κάποτε του λέω ένας αρχαίος Έλληνας; Ο Αρχιμήδης νομίζω ήτανε, δεν το θυμάμαι και εγώ, Βασίλη, καλά. Λέει, «Δώσε μου κάπου να πατήσω και εγώ θα σου μετακινήσω τη γη». Το έχει πει ο Αρχιμήδης, με το μοχλό. Εγώ αυτή τη στιγμή κάνω ένα μοχλικό σύστημα, το θέμα είναι ότι έδωσα... Δίνω μια μονάδα και παίρνω τρεις μονάδες προς το παρόν. Απλά δεν έχει διάρκεια αυτό το πράγμα, γιατί δεν έχω τα υλικά και τα λεφτά να κάνω μια τεκμηριωμένη, μια ακριβής κατασκευή. Αυτά εγώ τρυπάω με το δρέπανο, αλλού μια τρύπα αλλού η άλλη και αυτά όλα. Παρόλα αυτά, κάτι έχω κάνει και μου λέει ο γιος μου: «Ρε πατέρα μου -λέει- με αυτές τις πατέντες που έχεις κάνει, πώς κατέληξες να πας απλά στο στρατό μόνο, στην αεροπορία και δεν πήγες να σπουδάσεις;». Του λέω: «Πρώτον, ήθελα να φύγω από τα καπνά, Γιώργο, γιατί δούλευα μέρα νύχτα. Και δεύτερον, μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία». Μου είχαν ζητήσει κάποτε στον πρώτο χρόνο της σχολής που ήμουν από τα δύο χρόνια, στο δεύτερο χρόνο μάλλον, να πάω από υποτροφία στην Αγγλία για ηλεκτρονικούς υπολογιστές το ‘73 που ο υπολογιστής ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, έπρεπε να πληρώσω στην υπηρεσία μου 40.000, για να φύγω για το πρώτο έτος που είχα διδαχτεί. Και πήγαμε με μια μεγάλη χαρά στο χωριό και λέω δικαιούμαι κάποιο χωράφι και εγώ στο χωριό από αυτά που έχει ο πατέρας μου. Πήραν οι αδελφές του, πήραν το ένα το άλλο, δικαιούμαι και εγώ κάτι. Και λέω τη μάνα μου, μάνα λέω: «Θέλω να πουλήσεις ένα χωράφι να μου δώσεις λόγο 40.000 δραχμές, να φύγω από την αεροπορία για να πάω να σπουδάσω στην Αγγλία με υποτροφία. Μου δίνει μια σχολή λέω υποτροφία». Και θυμάμαι τη μάνα μου. Και βγάζει. Και βγάζει ένα εικοσάρι που το έχω εδώ. Ένα ασημένιο εικοσάρικο, παλιό νόμισμα το έχω εκεί. Δραχμές, όχι ευρώ. Το έχω από τότε φυλαγμένο εδώ μέσα. Μου λέει: «Πάρε, εσείς δεν πληρώνετε, είστε ένστολοι, στρατιωτικοί δεν πληρώνετε ούτε εισιτήριο, πάρε 20 δραχμές και άντε στο καλό της ευχής της Παναγίας μου λέει γιατί έχω τον αδερφό σου εδώ». Ο αδερφός μου ήταν τότε στυλ ξέρω γω, επαναστάτης, μαλλιά μακριά, μηχανόβιος από δω από κει. Ο πατέρας μου ήταν ετοιμοθάνατος. Του είχαν αφαιρέσει όλο το στομάχι και λέει, «Πάρτε τον στο σπίτι», τουλάχιστον να πεθάνει στο σπίτι ο άνθρωπος και έζησε 6 μήνες με μισή κούπα γάλα το πρωί και μισή κούπα γάλα το απόγευμα. Βέβαια, ο πατέρας μου πήγε 97 χρόνων στα πόδια. Ήταν οι εποχές δύσκολες και μερικές φορές έβαζες την ουρά στα σκέλια και έφευγες. Πήγαινες στη μοίρα σου. Πιστεύω ότι το κάρμα που λένε κάτι είναι, δεν ξέρω τι, αλλά πρέπει κάτι να είναι. Δεν ξέρω, δεν το έχω ψάξει πολύ. Δεν θέλω να το ψάξω γιατί δεν βγάζεις άκρη, Δόξα τω Θεώ καλά πέρασα, μεγάλωσα την οικογένεια. Βέβαια, οι ανησυχίες μου, υπήρξαν ανησυχίες. Πάντα είχα, όπως βλέπεις εδώ, αυτό είναι ένα πλήρες εργαστήριο ηλεκτρονικό, ας πούμε για κατασκευές. Αυτό το μηχάνημα παραδείγματος χάρη, η Γερμανία δεν το φτιάχνει. Εδώ στην Ελλάδα αυτό που είναι ο «Inverter» εδώ. Εδώ σου λέει θα το στείλουμε κάπου και αν γίνει θέλει ένα χιλιάρικο. Το είχανε για πέταμα και το πήρα εδώ, το έφτιαξα, το έβαψα και το χρησιμοποιώ. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια, Βασίλη τότε, πάρα πολύ δύσκολα χρόνια, αλλά ήταν και πολύ όμορφα. Όσο δύσκολο ήταν, άλλο τόσο όμορφο ήταν. Και το αποκορύφωμα, βέβαια -αποκορύφωμα δεν υπήρξε ποτέ- δηλαδή, μέχρι που έκανα οικογένεια και μετά την οικογένεια, είχα πάντα πολύ, πολύ μεγάλες ανησυχίες. Με ζήτησε αμερικανική εταιρεία να πάω για συντηρητής στα Βαλκάνια των εκκοκκιστηρίων βάμβακων, γιατί επισκεύασα ένα μηχάνημα στα Τρίκαλα, το οποίο περίμεναν νέα πλακέτα, λέει, από Αμερική. Και περνώντας από, επειδή δούλευε ο αδερφός μου εκεί, του λέω: «Πάλι δεν δουλεύεις σήμερα;». Εγώ ήμουν τότε Θεσσαλονίκη πάλι. «Έχει μια βλάβη λέει εκεί και περιμένουμε μια πλακέτα από την Αμερική και πρέπει το πενταμελές να συμφωνήσει γιατί ζητάνε κάτι εκατομμύρια οι Γερμανοί για την πλακέτα, οι Αμερικανοί -λέει- για την...». «Sylvania» συγκεκριμένα ήταν κιόλας η εταιρεία, να ζητήσει, λέει, μια πλακέτα, ζητάνε εκατομμύρια και αυτά. «Δεν πας να ρίξεις μια ματιά;». Λέω ρε συ έχει μέσα 2 ηλεκτρονικούς, εκεί μέσα το εργοστάσιο, άμα δεν μπορούν αυτοί, εγώ τι; Πιο ξύπνιος είμαι; «Ρε αδερφέ -μου λέει- ρίξε μια ματιά, χάνεις τίποτα;», μου λέει. Και φεύγοντας για Θεσσαλονίκη σταματάω εκεί, πάω μέσα λέω έτσι κι έτσι, «Είμαι αδερφός του Βαγγέλη κι αυτά», τι; Μέσα βέβαια ήταν και κάποιος που είχε στήσει το εργοστάσιο από την Αμερική και[00:50:00] καθόταν και σου λέει, εγώ είμαι, επιτηρώ εδώ. «Τι έχει -λέω- το μηχάνημα». Μίλαγα τότε και τα τεχνικά και τα μιλάω τα τεχνικά αγγλικά καλά. Μου λέει έχει κάποιο πρόβλημα εκεί. Αυτό τι έκανε; Έκανε εκκόκκιση το βαμβάκι όλο και το μάζευε σε μια πρέσα και εκεί που το μάζευε, έπρεπε να λειτουργήσει ένας μηχανισμός, να βάζει τα τσέρια, αυτά που το δένουν γύρα γύρα, να το κάνει μπάλα δηλαδή, να το πετάξει κάτω, για να συνεχίσει το επόμενο. Δεν λειτουργούσε αυτός ο σταθμός εκεί. Πάω κοιτάω από δω, από κει, λέω: «Μπορώ να βάλω χέρι;». Λέει ο Αμερικάνος που ήταν υπεύθυνος: «Είναι δικό σου -λέει- το θέμα και αν σε αφήσει η Επιτροπή». Λέω την επιτροπή. Εντάξει ο ένας ο ηλεκτρονικός έλεγε, «Άσε ρε φίλε, εμείς τι κάνουμε εδώ;». «Εντάξει ρε παιδιά, συγνώμη -λέω- θα σηκωθώ να φύγω, δεν... Εγώ απλά πέρασα μήπως μπορώ να βοηθήσω». Φεύγοντας μου λέει ένας που ήταν εκεί αφεντικό, μου λέει: «Τι δουλειά κάνεις ρε φίλε;». Λέω έτσι κι έτσι, στην πολεμική αεροπορία. Μου λέει: «Μπορείς να ρίξεις μια ματιά;» Από ό, τι είδα, του λέω, λίγο, τη τεχνολογία αυτή την ξέρω πολύ καλά, γιατί ξέρεις κάθε κράτος έχει τους δικούς του όρους. Δηλαδή, οι Αμερικανοί έχουν τη φύσα με J γραμμένο. Οι Γερμανοί την έχουν με A, με άλφα ή την έχουν με γιώτα ας πούμε. «Ναι -λέω- ξέρω λίγα πράγματα». Πάω εκεί κοιτάω μετράω από δω από κει, δεν έβγαζε κάποια τάση. Λέω: «Θέλετε επειδή είναι Κυριακή σήμερα και είναι κλειστά -λέω- τα μαγαζιά, να σας βάλω ένα διακόπτη εδώ και μόλις ανάβει κόκκινη λάμπα πάνω -γιατί όταν γέμιζε αυτό άναβε μια κόκκινη λάμπα σου λέει δεν παίρνω άλλο- να πατάει κάποιος το button εδώ, να πετάει την μπάλα κάτω και να συνεχίσει». «Γίνεται;», μου λέει. Του λέω: «Γίνεται και αύριο θα σας πω τι θα κάνετε». Όντως τους τραβάω, είχα τον εργαλειοφόρο μου, όπως και τώρα τον έχω στο αυτοκίνητο συνέχεια. Τραβάω ένα καλώδιο, βάζω ένα διακόπτη. Με το που πατάω, πετάει την μπάλα κάτω, ξεκινάει, μόλις ανάβει το κόκκινο λαμπάκι, «Θα κοιτάει κάποιος το κόκκινο λαμπάκι μέχρι αύριο που είναι Δευτέρα», λέω. «Εν πάση περιπτώσει, λέει, μπορούμε να δουλεύουμε έτσι;». «Ναι, δεν έχει κανένα πρόβλημα». Βέβαια ζήτησα από τον Αμερικανό να μου δώσει αυτό το, δηλαδή το χαρτί αυτουνού του τμήματος εκεί. Του λέω: «Θέλω το τάδε κομμάτι». Μου λέει ο Αμερικανός ποια είναι η δουλειά σου. Δεν του είπα τίποτα το Αμερικάνου. Και του λέω τώρα αυτού του ηλεκτρονικού που ήταν εκεί μέσα. Αυτός βέβαια στράβωσε τη μούρη του. Βέβαια, είναι οι ηλεκτρονικοί αυτοί που είναι οι θεωρητικοί. Τελειώνουν ένα πανεπιστήμιο στη θεωρία. Εγώ ήμουνα μέσα στα μηχανήματα, μπουσουλούσα κάτω από τα μηχανήματα, δηλαδή μίλαγα, δηλαδή με τις λυχνίες, με τα τρανζίστορ. Είχα φτάσει σε σημείο κάποια στιγμή έβαζα σάλιο στο δάχτυλο και ακούμπαγα στο σασί της τηλεόρασης. Αν με χτύπαγε έχει ρεύμα λέω, άρα η βλάβη παρακάτω, πήγαινα παρακάτω εκεί που δεν μου χτύπαγε. Λέω: «Η βλάβη είναι εδώ». Τόσο δηλαδή είχα, μου άρεσαν τα ηλεκτρονικά ας πούμε. Εντάξει, ξέρεις σε πολλούς ανθρώπους. Εμένα μ’ αρέσανε τα ηλεκτρονικά και οι γυναίκες. Η γυναίκα μόνο μια βρήκα την πήρα, τελείωσε το θέμα. Άρα, λέω όλες τις γνώσεις στα ηλεκτρονικά μετά από κει πέρα, εντάξει.
Πότε περίπου έγινε αυτό που μου περιγράψατε;
Αυτό που σου περιγράφω τώρα, ήμουν Θεσσαλονίκη, έγινε εποχές ‘80. Από ‘82-‘83 ακριβώς δεν μπορώ να θυμάμαι, Βασίλη, μπορώ να τα βρω όμως. ‘82 ή ‘83, κάπου εκεί. Και του λέω τώρα αυτουνού, ξέρεις η αργκό υπάρχει σε όλα τα επαγγέλματα. Μια δίοδος στα ηλεκτρονικά εμείς τη λέγαμε: «Πάρε ρε ένα διόδιο BY 127». Ήταν ο τύπος του. Το θυμάμαι αυτό ή το ένα διόδιο, ένα Ν 2000 ένα Ν 4001. Και του λέω αυτουνού του ηλεκτρονικού τώρα, «Θα πας αύριο στο φίλο μου στα Τρίκαλα, του είπα και το όνομα, θα πάρεις ένα διόδιο BY 127», του λέω. «Κατάλαβα -λέει- τι ηλεκτρονικός είσαι. Διόδιο, μήπως θες να πεις δίοδο;», «Ρε συ, μπορείς να το πάρεις -του λέω -αυτό που μιλάμε το ίδιο πράγμα. Κατάλαβες;», του λέω. «Δίοδο -του λέω- πάει να πει ότι δεν έχεις δουλέψει σασί, πλακέτα -του λέω- Εμείς στην αργκό έτσι το λέμε διόδιο, πώς θα το κάνουμε;». Ή την αντίσταση, έναν. Μπορείς να μου φέρεις έναν αντιστασιακό; Αντιστασιακός ήταν κάποιος που ήταν κατά του καθεστώτος. Αντίσταση ξέρω γω. «Έναν λίγο χοντρούλη, μπορείς να μας φέρεις;». Χοντρούλης είναι ο ηλεκτρολυτικός πυκνωτής. Τα έχω εδώ τα εργαλεία αυτά. Είχαμε τέτοιες ονομασίες. Και φεύγοντας μου λέει ο Αμερικανός: «Congratulations -λέει- mister -μου λέει- your name?». Λέω: «Νothing», του λέω, τίποτα. Έφυγα από εκεί. Τον άλλο μήνα βάλανε διπλό μισθό στον αδερφό μου. Και λέει ο ένας είναι για τον αδερφό σου. Πάω εγώ, του λέω του αδερφού μου, «Να τα δώσεις πίσω. Εγώ το έκανα για τα παιδιά εκεί μέσα, δεν το έκανα του λέω για αυτά». Η ιστορία εγώ νόμιζα ότι τελείωσε εκεί. «Όχι -μου λέει- ο αδερφός μου, να πάμε να φάμε σε μια ταβέρνα. Τα παιδιά μου είπανε -λέει- δεν τα πήραμε από κάπου βάλαμε εκ των ενόντων». «Όχι ρε, δώσε στα παιδιά πίσω -του λέω- τώρα τι;». «Πας καλά ρε -μου λέει- εδώ δεν μας δίδανε μεροκάματο, γιατί δεν δουλεύαμε», μου λέει. Και μετά από ένα μήνα μου έρχεται ένα χαρτί από την εταιρεία, απ’ την Αμερική. «Αναλαμβάνουμε τα πάντα εμείς, έρχεσαι εδώ, σε εκπαιδεύουμε και έχουμε...», δεν ξέρω, μου είχανε πει και τον αριθμό, πόσα εργοστάσια στα Βαλκάνια που κάνανε είναι εκκόκκιση βάμβακος, να αναλάβεις τη συντήρηση, να πάρεις προσωπικό, να πάρεις το ένα το άλλο. Τότε, βέβαια, εγώ είχα και τα δυο τα παιδιά. Έπεσαν επάνω όλοι να με φάνε και που θα πας και θα αφήσεις τη δουλειά σου και τα παιδιά σου και το ένα και το άλλο και αυτά όλα. Βέβαια, τώρα λέω γιατί; Αλλά, ξέρεις είναι πολύ δύσκολο να πας τόσα χρόνια, να πας πίσω το ‘82-’83 και να δεις το status του μυαλού σου, να δεις τις σκέψεις, να δεις την κοινωνία γενικά. Πώς θα ένιωθε ο πατέρας μου, η μάνα μου αν έφευγα, τα παιδιά μου, η γυναίκα μου, τι θα γινόταν το ένα το άλλο. Εν πάση περιπτώσει, δεν τολμούσα κιόλας. Ήξερα πάρα πολλά και έδινα όλες τις γνώσεις μου στα ηλεκτρονικά και αυτά και την τόλμη την άφηνα απ’ έξω. Έχω δουλέψει πάρα πολύ, από αυτά που βλέπεις εδώ τα περισσότερα είναι κατασκευές δικές μου. Δηλαδή, δούλευα, έφτιαξα, δούλευα σε εταιρεία και έκανα κατασκευές. Έφτιαχνα αυτά τα πράγματα εδώ. 18 τέτοια είδη έφτιαχνα αυτά τα πράγματα παλιότερα εδώ. Έφτιαχνα ακόμα πιο παλιά αυτά τα πράγματα εδώ. Δεν μπορούσα, όμως. Δούλεψα πάρα πολύ και είμαι φτωχός. Δούλεψα πάρα πολύ και είμαι φτωχός. Λίγα λεφτά βγάλαμε, όταν ήμουνα, όταν δούλεψα σε αυτή την εταιρεία εδώ και ανέλαβε το οικονομικό η γυναίκα μου.
Πότε περίπου δουλέψατε σε αυτή την εταιρεία;
Ε αυτή, η πρώτη εταιρεία που δούλεψα και έβγαλα αρκετά λεφτά, ήταν τότε στη Θεσσαλονίκη το ‘83, ‘84, ‘85. Τρία χρόνια ήμουν μέτοχος σε μία εταιρεία, την «Power Troncs», η οποία με άλλο όνομα τώρα συνεχίζει και μεσουρανεί. Και αυτή η εταιρεία μετά, ήταν όταν ήρθα εδώ στη Λάρισα, αυτή ήταν το 2002 μέχρι ‘04, κάπου εκεί μέσα. Και έφτιαξα αυτό το σπίτι, δεν πήρα από πουθενά ούτε ένα ευρώ ούτε τον πατέρα μου, ούτε απ’ το... Η γυναίκα μου από κανέναν τίποτα. Τα έφτιαξα όλα με τα χέρια μας μου. Είχα τις ευκαιρίες, δεν τις εκμεταλλεύτηκα. Δόξα τω Θεώ, είμαι καλά. Έχω την οικογένειά μου, Βασίλη, απλά θα μπορούσα με τις γνώσεις που έχω. Το τερπνό μετά του ωφελίμου. Δεν βαριέσαι;
Πώς εσείς που ζήσατε στην πολεμική αεροπορία σε κάποια άλλα μέρη εκτός του χωριού σας, πώς τα συγκρίνετε; Θα μπορούσατε να μείνετε εκεί;
Όχι, δεν θα μπορούσα να μείνω και ο λόγος από τις πόλεις που έκανα. Καλαμάτα, παραδείγματος χάριν, είναι μια πολύ όμορφη πόλη, με τη θάλασσά της, με το βουνό της. Η Θεσσαλονίκη όταν ήμουνα εγώ τότε Θεσσαλονίκη, δεκαετία ‘80, ‘80-’89 πόσο έκανα εκεί πάνω. Ήτανε αυτό που λένε φτωχομάνα, ήταν μια πολύ όμορφη, ήσυχη, ήρεμη πόλη. Φεύγοντας από κει μετά, κατέβηκα στη Λάρισα. Ήταν μια μεγαλούπολη. Ήταν μια πόλη μονίμως στο τηγάνι το καλοκαίρι και μονίμως στο ψυγείο τον χειμώνα, αφιλόξενη πόλη. Λίγο με τους ανθρώπους, κρυμμένοι στις πόρτες του από πίσω, ενώ στη Θεσσαλονίκη σου άνοιγαν την πόρτα. Έμεινα δύο χρόνια εδώ στην Λάρισα και φεύγω και πάω στη Φλώρινα.
Πότε περίπου;
Το 2002. Το 2000 έφυγα και πήγα στην Φλώρινα. Το ‘98 κατέβηκα στη Λάρισα, το 2000 πήγα Φλώρινα, έμεινα Φλώρινα 2000-2004 και στα 45 μου, πόσο τόσο έκανα τους καλύτερους φίλους. Σου αφήνανε το κλειδί από την πόρτα. «Εμείς φεύγουμε, αλλά το κλειδί είναι επάνω στην πόρτα, ό, τι θέλεις είναι να πας μέσα». Και μου είχε κάνει εντύπωση, όταν πήγα στην Φλώρινα πήγα την πρώτη μέρα στο ραντάρ επάνω στη δουλειά μας που ήταν και κατεβαίνω μετά στη Φλώρινα. Δεν μου άρεσε η Καστοριά. Και λέω, θα πάω να μείνω στη Φλώρινα. Πήγα σε ένα εστιατόριο εκεί να φάω, έφαγα. «Ο Παυλάρας» λεγόταν το κοτόπουλο, το εστιατόριο και ήτανε κοτοπουλάδικο πιο πολύ. Τρώω και λέω τώρα να κάτσω λίγο στο αυτοκίνητο, να ξαπλώσω, γιατί δεν είχα πού να πάω και σε κάνα ώρα μιάμιση να σηκωθώ να πάω να ψάξω να βρω σπίτι να νοικιάσω, για να μεταφέρω και την οικογένειά μου. Και εκεί που ήμουν ξαπλωμένος, ακούω το τζαμί να χτυπάει και βλέπω τον Παυλάρα αυτόν, τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου με την ποδιά του και μου λέει: «Έπαθες τίποτα;». Του λέω: «Όχι, απλά μην αγχώνεσαι, απλά θα ξεκουραστώ λίγο γιατί έρχομαι από Τρίκαλα να και να πάω να ψάξω να νοικιάσω ένα σπίτι». «Α, είσαι-μου λέει- στρατιωτικός;». «Ναι». Και τον βλέπω βγάζει την ποδιά, την πετάει στο, στην καρέκλα έξω από το μαγαζί του και λέει: «Πάμε νοικιάζει η ανιψιά μου ένα σπίτι». «Μα -λέω- και ο κόσμος;». «Ο κόσμος πεινάει, θα περιμένει να φάει -μου λέει- Εσύ στο αυτοκίνητο θα τη βγάλεις; Πάμε μου λέει». Του λέω: «Ρε συ, είσαι σίγουρος;». Βέβαια με τον Παυλάρα γίναμε μετά φιλαράκια μετά. Δηλαδή οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλόξενοι, πολ[01:00:00]ύ. Αγάπησα πολύ και Φλώρινα, αλλά ένας βασικός λόγος που ήρθα εδώ στη Λάρισα είναι ότι ήθελα να είμαι κοντά στο χωριό. Έκανα μια μεγάλη επιχείρηση, κάποιος με τον αδερφό μου, ήμασταν οι πρώτοι που κατεβάσαμε στη Θεσσαλία, τα ακτινίδια. Κάναμε μια καλλιέργεια της κατηγορίας των 15 στρεμμάτων ακτινίδια και 3-4 χρόνια πάνω που πήγαμε να πάρουμε την παραγωγή μας να πάμε καλά, έριξε ένα χιόνι της κατηγορίας του ενός μέτρου, μας τα ισοπέδωσε όλα. Ξανά πάλι από την αρχή, δεν το βάλαμε κάτω και μετά από άλλα 3 χρόνια ρίχνει έναν ολικό παγετό, μας τα διαλύει όλα και, τελικά, τα παρατήσαμε. Δεν ασχοληθήκαμε με αυτό το κομμάτι και εντάξει ασχολούμαστε και με ένα αμπελάκι που έχουμε το ένα το άλλο. Ήταν ο λόγος που ήρθα εδώ και ήμουν συνέχεια στο χωριό και πήγαινα για δουλειές να είμαι κοντά στο χωριό. Είμαι τώρα, σου είπα στην αρχή νοερά κι αυτά, είμαι συνέχεια στο χωριό μου εκεί πέρα και έχει και αυτό την αξία του, έχει την ομορφιά του, αλλά τώρα τελευταία, επειδή κάνω και το πατρικό μου ανακαίνιση, πάω συχνά. Και δεν ξέρω για έναν περίεργο λόγο, ενώ πάσχω από αϋπνία έχω κάνει μελέτη για ύπνου χρόνια, κοιμάμαι με μάσκα το βράδυ. Ένα πολύ περίεργο πράγμα. Δεν ξέρω σε εκείνο το σπίτι κοιμάμαι. Σε εκείνο το σπίτι κοιμάμαι και μια φορά που ήρθε ένας από την Αργεντινή. Δεν θυμάμαι από πού ήταν Λατινική Αμερική κάπου, δεν ξέρω πού ήταν, με τη γυναίκα του και κοιμήθηκε σε εκείνο το σπίτι και μέσα και λέει. Αυτός ήτανε, η δουλειά του ήτανε... Ασχολούνταν με παραφυσικά πράγματα και τέτοια. Ήταν του πανεπιστημίου επιστήμη που ασχολείται με κάτι τέτοια πράγματα και έρχεται μια μέρα εκεί, λέει: «Εκείνο το σπίτι εκεί πέρα λέει έχει πάρα πολλή θετική ενέργεια, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο, λέει. Ή περνάει από κάτω κάποιο ποτάμι ή τι δεν ξέρω, έχει θετική ενέργεια». Του είπα του λέω: «Αν ήξερες, ποια γυναίκα ζούσε και μέσα, θα καταλαβαίνεις γιατί», του λέω. Ήταν η μανούλα μου, η οποία δεν το λέω εγώ, το λέει όλος ο κόσμος, ας πούμε. Είναι εμπειρίες αυτές, Βασίλη, που... Αυτό που σου έδειξα τις έχω γράψει εδώ. Και τις έχω γράψει στην εγγονή μου που την εγγονή μου όσο την είχα εδώ, γιατί είχαμε μια ατυχία με κάποιον χωρισμό του γιου μου. Της τα είχα περάσει αυτά τα πράγματα. Και όταν τώρα αρχίζω να λέω μια ιστορία, όταν έρχεται με φίλες της εδώ και αρχίζω να λέω μια ιστορία, εκείνο το χαμόγελο που σκάει από μόνη της αδιαφορώντας, δεν με ακούς, δείχνει πως δεν με ακούει εμένα, αλλά μόλις ακούει, σκάει ένα χαμόγελο. Και λέω: «Αυτό μου φτάνει κυρούλα μου», της λέω. Κυρά μου. Τη φωνάζω και τη λέω «κυρούλα μου», δεν της λέω με το όνομα της. Κυρούλα μου λέω, αυτό το χαμόγελο μου φτάνει. Παππού μου την έχει πει δέκα φορές αυτή την ιστορία. «Εσένα -λέω- τα κορίτσια; Ωραία -λέω- κορίτσια δεν με». «Όχι, όχι, όχι, παππού θα μας τη πεις». Φέρνει κάτι φίλες της από τη Λήμνο εδώ. Θα μας τη πεις. Εκείνο που θα σου πω, που μου έκανε εντύπωση, όταν φτιάχναμε εκείνο το σπίτι κάποτε-
Πότε;
Πότε έγινε; Ζούσαμε στο παλιό σπίτι, Ήτανε μια κουζίνα, ήταν το καμίνι του πατέρα μου και δίπλα ένα, δίπλα ένα υπνοδωμάτιο και κοιμόμουνα εγώ, η γιαγιά μου και ο αδερφός μου σε ένα κρεβάτι και η μάνα μου και ο πατέρας μου στο άλλο το κρεβάτι. Και όταν εγώ έφυγα για τη σχολή το, το ‘70. Το ‘72, όταν έφυγα το ‘72 για τη σχολή, τότε το είχαμε, βέβαια το είχαμε κτίσει από πιο πριν το σπίτι δηλαδή το σπίτι αυτό χτίστηκε ‘65 με ‘67-’68. Σταμάτησε μετά γιατί πήρε κάτι τρακτέρ ο πατέρας μου και δεν είχαμε λεφτά, μέναμε στο παλιό σπίτι και το ‘72 που έφυγα εγώ για τη σχολή τότε το σοβαντίζανε το σπίτι. Και λίγο πριν το σοβαντίσουν, είχα έναν θείο μου, αδερφό της μάνας μου, ο οποίος είναι 6 μήνες μεγαλύτερος από μένα. Η γιαγιά μου και η μάνα μου ήταν έγκυος μαζί. Η μάνα μου έχει 9 αδέρφια, ο μικρότερος από τα αδέρφια της, έχουμε 6 μήνες διαφορά. Και του λέω: «Θανασάκη εδώ -του λέω- είχα μια πλατωνική ψιλό περιπέτεια στο χωριό τότε», και μου είχε κάνει δώρο ένα τριαντάφυλλο σε εκείνα τα χάλκινα τα ξέρεις, ένα κομματάκι χαλκού και είχαν σταμπαρισμένο το τριαντάφυλλο. Το καρφώνω σε ένα τοίχο και του λέω σοβάντισε το του λέω εδώ μέσα, να υπάρχει αυτό το πράγμα. Και τώρα που πήγα να κάνω την ανακαίνιση και είχα και ένα μάστορα εκεί, γκρέμιζα, γκρέμιζα. Μου λέει: «Τι γκρεμίζεις ρε Χρήστο εκεί, αυτός ο τοίχος είναι μια χαρά, είναι εσωτερικός τοίχος. Τους εξωτερικούς να φτιάξουμε», μου λέει. «Έχω τον λόγο μου». Και είχα το κομπρεσέρ που λες, δεν θυμόμουνα πού ακριβώς ήτανε. Σκάψε, σκάψε, σκάψε και βρήκα αυτό το χάλκινο κομματάκι που το ‘χω στο χωριό πέρα και σε όσους διηγήθηκα την ιστορία λέει, «Πλάκα κάνεις τώρα». «Δεν κάνω πλάκα παιδιά -λέω- αυτόν τον τοίχο τον γκρέμισα για να βρω αυτό το πραγματάκι, να βρω -λέω- κάτι ρε παιδί μου όμορφο να βρω κάτι». Όχι ότι το σπίτι του πατέρα μου, της μάνας μου ήταν πανέμορφη, ήταν πολύ φιλόξενο, Βασίλη, ήτανε. Ναι ήμουνα τυχερός που είχα εκείνη η μάνα. Είμαι τυχερός που ήμουνα σε εκείνο το χωριό. Αν και τότε τα περισσότερα χωριά έτσι ήτανε. Και ήταν και κάτι extreme ιστορίες οι οποίες, εκείνες θέλουνε ώρες για να διηγηθώ εν πάση περιπτώσει.
Θα ήθελα να μου πείτε για το πάθος σας, γενικότερα, με το σίδερο και με τις κατασκευές ως μηχανικός.
Ναι.
Πώς ξεκίνησε και ποιες θεωρείτε πως είναι οι καλύτερες δημιουργίες σας;
Θα σου πω μια κουβέντα. Ότι κάποια στιγμή, σε μια παρέα μεγάλη με ρώτησαν και μου λένε, λέγανε αν γεννιόσουν τώρα τι επάγγελμα ήθελες να κάνεις. Εάν ξέρω γω, καθένας έλεγε, εγώ θα ήθελα να γίνω αυτός, εγώ εκείνο, το άλλο και εγώ με μια άνεση, πολύ άνεση, όμως, λέω: «Εγώ -λέω- σιδεράς ήθελα να γίνω». Και πετάγεται: «Πας καλά χριστιανέ μου -λέει- κοτζάμ αξιωματικός -μου λέει- ή ξέρω εγώ κάτι άλλο». «Παιδιά με ρωτήσατε -λέω- ζητάω συγνώμη λέω, άμα σας έθιξα. Με είπατε τι θέλω, τι θα ήθελα να είμαι. Σιδεράς θα γινόμουν -λέω- αν με αφήνανε ελεύθερο και αν είχα τη δυνατότητα». Αν δηλαδή δεν ήθελα να φύγω άρον άρον απ’ το χωριό, από τα καπνά λέω, από τις δουλειές, τις αγροτικές. Το έχω στο πετσί μου το σίδερο, Βασίλη, είναι σκληρό πράγμα, σκληρό αντικείμενο, σκληρό, είναι μέταλλο. Είναι σκληρός αντίπαλος θα έλεγα, πολλές φορές το παλεύεις και δεν παλεύεται. Αλλά, ιδρώνω και εγώ πάρα πολύ σαν τον πατέρα μου. Ξέρεις τι; Είναι όμορφο πράγμα να παλεύεις με το σίδερο, να σε παραπέμπει στον πατέρα σου, στον ιδρώτα του πατέρα μου, στο καμίνι του πατέρα μου, μαζευόταν εκεί όλοι το βράδυ και περίμεναν να πάρουν τα υνιά τους την άλλη μέρα να οργώσουν και έλεγαν τις ιστορίες και άκουγα εκεί ιστορίες διάφορες και κουτσομπολιά και το ένα και το άλλο. Και αφήνω για λίγο τα εργαλεία και λέω ναι, καμία σχέση όμως, ο πατέρας μου ήταν πραγματικός εργοστασιάρχης. «Εγώ -λέω- ένας αντιγραφέας είμαι». Θέλω να κόψω ένα σίδερο και το κόβω και μου είχε κάνει εντύπωση μια φορά που λες για σίδερα. Πήγα στο χωριό και είδα τον πατέρα μου και ξέρεις εμείς τότε είχαμε τα καζάνια τα λεγόμενα, τα οποία ήταν ένα βαρέλι 200 λίτρων που έχουν, κουβαλάνε τα πετρέλαια μέσα και τα λάδια, το κόβαμε στη μέση και γινόταν δυο κομμάτια και βάζαμε νερό. Χτυπάγαμε την τουλούμπα ή με τον κουβά γεμίζαμε το καζάνι και μετά ποτίζαμε τον κήπο. Και είδα τον πατέρα μου κάποια μέρα εκεί, είχε μια λάμα από σιδηροπρίονο, γιατί το σιδηροπρίονο δεν μπαίνει μέσα. Είναι κυκλικό το βαρέλι. Αυτός άνοιξε με ένα κοπίδι. Κοπίδι ήταν ένα πράγμα που κόβει με το σφυρί, άνοιξε μια τρύπα και έβαλε μέσα τη λάμα και προσπαθούσε με, έβαλε με κιμωλία, γύρα γύρα σημάδι και προσπαθούσε με τη λάμα να κόψει το βαρέλι γύρα-γύρα, έβαλε ένα ύφασμα πάνω στη λάμα. Αυτό θα του έπαιρνε προφανώς δυο μέρες. Δεν ξέρω πόσο θα του έπαιρνε. Και τον βρίσκω εγώ πάνω που έχει ξεκινήσει λίγο και μου λέει, του λέω: «Τι κάνεις ρε πατέρα εκεί; Πατεράκο;». Λέει: «Φτιάχνω δυο καζάνια εδώ για τον κήπο. Και τι κάνεις τώρα εκεί» του λέω. Λέει: «Να κόψω τα καζάνια. Άσ’ το -του λέω- έφαγες;». «Ε, θα φάω μετά». «Όχι, πάμε να φάμε τώρα μέσα -του λέω- όχι, να κόψω λίγο -μου λέει- κι αυτά». «Θες να το κόψουμε; Περίμενε». Πάω στο αυτοκίνητο, παίρνω ένα γωνιακό τροχό, τον σύγχρονο τον τροχό σήμερα, βάζω ένα καινούργιο μαχαίρι στον τροχό μπροστά, ξέρεις αυτά ποια είναι. Το βάζω που λες σε ένα καινούριο μαχαίρι μπροστά. Έχει εδώ μέσα ένα σωρό. Του λέω κάνε στην άκρη. Παίρνω που λες και σε δυο λεπτά έκοψα το βαρέλι γύρα-γύρα. Και είδα τον πατέρα μου που έχασε τον χρόνο. Μου λέει: «Τι έκανες τώρα;». «Τι έκανα ρε πατέρα -του λέω- δεν ήθελες να κόψουμε το σίδερο;». «Κι εγώ -λέω- τι έκανα λέει δηλαδή, τόσα χρόνια δηλαδή;». «Ναι, πάτερα». Μου λέει: «Θα μου πάρεις δυο τέτοια να τα έχω εδώ». Βέβαια, αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα για τον πατέρα μου, μεγάλης ηλικίας. «Πατέρα -του λέω- αυτό έτσι και σου έφυγε σου έκοψε το χέρι πέρα. Ό, τι θέλεις, θα ΄λες τον αδερφό μου -του λέω- θα το αφήσω εδώ στον αδερφό μου να το κόβει». Πήγαμε, φάγαμε, ήπιαμε το κρασάκι μας, βγήκαμε έξω και τι γυρίζει και μου λέει: «Τι βλακεία κάνανε;». «Και εγώ τώρα τι θα κάνω; Τι βλακεία κάναμε -μου λέει- εγώ τώρα τι θα κάνω; Πώς θα περάσω την ώρα;». «Ρε πατέρα -του λέω- τι να σου πω». «Καλά -λέει- θα πάρω άλλο βαρέλι -λέει- και να αρχίσω, βαρέλι -λέει- και να αρχίσω να το κόβω». Όλα αυτά τα πράγματα, ξέρεις, τα ανακατεύω, τα συζητάω, μονολογάω, μονολογώ, μονολογάω δηλαδή. Μονολογώ μόνος μου μερικές φορές και λέω τι πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι, για να μεγαλώσουν πρωτίστως αυτοί και να μας μεγαλώσουν και εμάς.
Με λίγα λόγια ο πατέρας σας και το καμίνι εκεί στο χωριό ήταν η απαρχή της αγάπης για το σίδε[01:10:00]ρο και για τις κατασκευές;
Ναι, ένας έρωτας μεγάλος, ένας έρως. Δηλαδή, ήταν ένας έρωτας μεγάλος και καμάρωνα που, όταν τα παιδιά παίζαμε. Εσείς δεν τα προφτάσατε, παίζαμε τα λεγόμενα κότσια. Ένα κότσι που έχουν τα ζώα μέσα στο γόνατό τους, το βγάζαμε, στήναμε τα μικρούλια τα κότσια απ’ τα πίσω πόδια, τα στήναμε στη σειρά και ρίχναμε τώρα. Φτιάχναμε ένα κύκλο και προσπαθούσαμε από τον κύκλο να βγάλουμε το κότσι έξω. Παραπίσω έγιναν οι μπίλιες που θα τις προφτάσατε εσείς λιγότερο. Ναι, αλλά εγώ τι έκανα; Ο νομάς λεγόταν αυτό το μεγάλο το κότσι, το οποίο πρέπει να ήτανε ή από μοσχαράκι ή από κάτι άλλο κι αυτά. Ο νομάς έπρεπε να είναι βαρύ πράγμα, το οποίο όταν το αμόλαγες στο χώμα να σέρνεται στο χώμα, να βρει τα κότσια να τα βγάλει απ’ έξω. Και σκέφτηκα, γιατί ο πατέρας μου ήταν και γανωματής. Γάνωνε δηλαδή ταψιά, κατσαρόλες κι αυτά με καλάι. Το καλάι είναι από τα βαριά μέταλλα. Αυτό εδώ δηλαδή. Είναι από τα βαριά μέταλλα. Και τι έκανα; Πήγα στο δρέπανο του πατέρα μου, έβαλα το νομά από κάτω, του άνοιξα μια τρύπα μέσα. Έχυσα καλάι μέσα, είχε τα εργαλεία ο πατέρας μου κι αυτά, έχυσα καλάι μέσα και από πάνω βάζαμε πίσσα, βάζαμε πίσσα στο νομά ή να βαρύνει λίγο ή να το γνωρίζουμε ότι είναι ο νομάς. Να είναι μαύρη η πίσσα. Και δεν είχα αφήσει πιτσιρικά για πιτσιρικά να μην του αδειάσω τις τσέπες από κότσια. Είχα γεμίσει ένα κουβά κότσια που είχα φτάσει σε σημείο λέω, «Ωραία και τι έγινε ρε μεγάλε, γέμισες τον κουβά με κότσια». Και άρχισα μετά και τα μοίραζα στα παιδιά, γιατί ένιωθα και ενοχές. Και μετά κάνανε ουρά έξω από το καμίνι του πατέρα μου, να τους ανοίγω, να τους φτιάξω νομάδες και ξανάρχισε πάλι η άμιλλα. Κέρδιζε ο ένας, κέρδιζε κι ο άλλος, δεν τα μάζεψε κάποιος σε ένα κουβά όλα και καμάρωνα που λέγανε. Εντάξει σε μερικούς που δεν τους πήγαινα κιόλας, λέω: «Δεν μπορώ να σου το φτιάξω -του λέω- δεν...». «Έλα -λέει- σε παρακαλώ, ρε Χρήστο». Και εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση πολύ μια μέρα είχαμε πάει με το δάσκαλο στο καμίνι του πατέρα μου. Η τάξη μου να δει πώς γίνεται το υνί, το αλέτρι, το ένα το άλλο. Και ο πατέρας μου προσπαθούσε να τους εξηγήσει με τη δικιά του γλώσσα, αλλά τα παιδιά, οι δάσκαλοι είχαν άλλη γλώσσα. Ο πατέρας μου είχε, ξέρω γώ, έλεγε παίρνω το κοπίδι, το ένα το άλλο ή τη βαριοπούλα κι αυτά. Τα παιδιά θέλανε σφυρί, θέλανε ξέρω γω, κόφτη θέλανε το ένα το άλλο. Εν πάση περιπτώσει και μου λέει ο πατέρας μου: «Να σας τα πει καλύτερα ο Χρήστος, ο γιος μου, γιατί εγώ -λέει- πώς να σας τα πω;». Και λέει ο δάσκαλος: «Αυτό θα το ζήταγα εγώ, αλλά δεν ήξερα αν το θέλατε». Έχω δει λέει ότι στροφάρει σε τεχνικά θέματα το μυαλό του πάρα πολύ και στην αριθμητική και το ένα και το άλλο. Ε, και είχα γίνει ψιλοήρωας δηλαδή που τους εξήγησα τι δουλειές κάνουμε στο καμίνι. Αν και για να τρυπήσω το υνί, έβαζα κι εγώ καρέκλα δεν έφτανα και πάνω κι αυτά, κατάλαβες; Ήταν ψηλά. Παρόλα αυτά, ναι, ήτανε ξέρεις τι; Ήτανε το βάπτισμα που λένε, ήταν το βάπτισμα που λένε και τα πήρα αυτά όλα από τον πατέρα μου, αυτό είναι σίγουρο. Όταν ήρθε η πρώτη κομπίνα θεριζοαλωνιστικής στο χωριό μας.
Πότε περίπου;
Αυτό ήτανε οι εποχές που ήμουνα εγώ δημοτικό, δηλαδή τα περισσότερα ‘65. Εκεί μέσα, ‘62, ‘63 ‘64 εκεί μέσα. Ήρθε, ήταν κάποιος ξενιτεμένος, ήταν κάποιος μετανάστης στην Ολλανδία και δούλεψε εκεί με τη γυναίκα του κανά δύο χρόνια. Είχαν εδώ αλωνιστική μηχανή, αλλά σκοτώθηκε ο ένας συνέταιρος στην αλωνιστική μηχανή, την παράτησε αυτός, έφυγε, πήγε Ολλανδία, έβγαλε εκεί λεφτά και λέει: «Θα πάω στο χωριό τώρα, θα αγοράσω μια κομπίνα τη λέγαμε τότε, θεριζοαλωνιστική. Θα πάω εκεί -λέει- για να θερίζω, για να γυρίσω στην Ελλάδα», και φέρνει τη «Holland», μια ολλανδική τότε θεριζοαλωνιστική. Καμάρι όλοι στο χωριό τώρα, περνάγαμε απ’ το σπίτι να τη δούμε, καινούρια μηχανή. Και πώς θα θερίζει και πού θα μαζεύει το σιτάρι, ενώ η άλλη διαδικασία θερίζανε, δεμάτια. Η αλωνιστική μηχανή, η πατόζα που λέγαμε, αλλού το άχυρο τα τσουβάλια το σιτάρι, διαδικασία ολόκληρη. Και αυτό γινόταν κάθε χρόνο, μαζεύαμε άχυρο να ταΐζουμε τα ζωντανά, το σιτάρι για να έχουμε το αλεύρι μας. Όλη η διαδικασία ήταν πολύ πολύ χρονοβόρα και πολύ κουραστική και λέγαμε τώρα η κομπίνα λέει θα σου φέρνει στο σπίτι το άχυρο, λέει και το σιτάρι. Πάμε στο χωράφι την πρώτη μέρα, όλο το χωριό να θερίσει. Τώρα πήγαμε σε ένα μεγάλο χωράφι, μπαίνει μέσα ο οδηγός, ο χειριστής δηλαδή. Κάνει μια κάτω κοψιά που λέγαμε στο σιτάρι, γυρίζοντας προς τα πάνω, πάει να σηκώσει το μαχαίρι, κραγκ διαλύεται το μαχαίρι μπροστά που γυρίζει και μαζεύει το σιτάρι. Ωχ, χαμός κακό εκεί, μαζεύονται τι γίνεται; Ούτε κινητά, ούτε τίποτα. Το ποδήλατο, κάποιος πάει στο καφενείο, παίρνει τηλέφωνο στη Θεσσαλονίκη, έτσι και έτσι. Λέει: «Ερχόμαστε κάτω». Είχαμε πάει πρωί εμείς εκεί, το απόγευμα ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη της αντιπροσωπείας οι άνθρωποι. Έρχονται, τους είπαν τι έχει γίνει, τη ζημιά. «Ε ναι -λέει- το παθαίνει η μηχανή κάπου κάπου». Ήρθαν εκεί φέραν το ανταλλακτικό, το βάζει επάνω που λες. Άντε λέει μια χαρά. Άρχισαν και χειροκροτάγανε οι άλλοι, έγινε μηχανή, καμάρωνε κι αυτός που είχε τη θεριζοαλωνιστική. Πάει πάλι ο χειριστής μια βόλτα κάτω, γυρίζει προς τα πάνω μόλις πάει φτάνει στην πάνω μεριά, πάει να σηκώσει το μαχαίρι κραγκ πάλι, σπάει το πράγμα. Μείνανε αυτοί, «Τι γίνεται;», λέει. «Πρέπει να επικοινωνήσουμε με Ολλανδία να δούμε τι γίνεται -λέει- θα μείνουμε στα Τρίκαλα, θα πάρουμε τα τηλέφωνά μας αύριο, θα έρθουμε εδώ». Ανεβαίνουν την άλλη μέρα πάνω πάλι, λέει: «Θα πρέπει να παραγγείλουμε καινούριο ανταλλακτικό -λέει- δεν έχουμε άλλο στη Θεσσαλονίκη. Θα περιμένουμε από Ολλανδία, λέει, θα μας το στείλουν, θα μας το φέρει». Ο πατέρας μου καθόταν απέναντι και τους κοίταγε και λέει: «Γιατί δεν το φτιάχνετε εδώ;». Λέει: «Άσε μας ρε αγρότη τώρα, θα μας μάθεις και τη δουλειά μας». «Α, καλά -λέει- συγνώμη ρε καλόπαιδα». Καλόπαιδα έλεγε ο πατέρας μου. «Συγνώμη ρε καλόπαιδα -λέει- αλλά τζάμπα θα το φέρετε και το άλλο και θα μείνουν αθέριστα τα χωράφια -λέει- στο χωριό. Αυτό με καίει, δεν με καίει για τη δουλειά σας», λέει. Τον κοιτάνε καλά, λέει: «Τι δουλειά κάνεις;». Πετάγεται κάποιος και του λέει σιδεράς είναι. «Ε τι δουλειά έχει ο σιδεράς; Αυτό εδώ είναι επιστήμη -λέει- δεν είναι...». «Και άλλο να βάλετε -λέει ο πατέρας μου- θα σπάσει. Γιατί δεν το φτιάχνετε». «Τι να φτιάξουμε;», λέει. «Το ίδιο -λέει- εδώ το καινούριο και σπάει να κολλήσουμε αυτό;». Το βουτάει κάποιος που λες, είχε ένα σιδηρουργείο στο χωριό μας με ηλεκτροκόλληση. Μάλλον το πήγαν στα Τρίκαλα, αν θυμάμαι καλά, γιατί αυτός εκεί λέει εγώ δεν εγγυώμαι για καλή κόλληση, εγώ είμαι για ελαφρά μέταλλα. Το πήγαν στα Τρίκαλα, το κολλάνε κανονικά, το φέρνει πάνω. Και λέει ο πατέρας μου: «Αυτό το πράγμα τώρα -πήγε το είδε- τι πρέπει να γίνει τώρα;». Λέει: «Πρέπει το μαχαίρι που είναι ένα μέτρο κοντά στην μηχανή, θα το βάλω να το πάμε στο ενάμιση μέτρο και εδώ που είναι σπασμένο να βάλουμε ένα σίδερο όσο είναι, για να απλώσει». «Μα -λέει- γίνονται αυτά τα πράγματα τώρα;». «Πρέπει να γίνουν», του λέει. «Αυτή η κομπίνα, αν σηκωθεί το μαχαίρι, γιατί κάτω δεν σπάει και σπάει εδώ; Δεν σας προβλημάτισε αυτό το πράγμα; Κάτω -λέει- δεν το σηκώνει το μαχαίρι, εδώ που το σηκώνει είναι ένας λεγόμενος σταυρός». Ο σταυρός... Είσαι τυχερός, Βασίλη, εσύ που θα το δεις κιόλας εδώ. Είναι αυτό το πράγμα εδώ. Όταν σηκώνει επάνω φτάνει μέχρι ένα σημείο. Αν, όμως, ο σταυρός σηκωθεί εδώ, έσπασε. Ο σταυρός πρέπει να πάει, να περνάει αυτό το πράγμα απέναντί. Το βλέπεις; Εκεί και να έρθει το άλλο από εδώ. Εκείνος όταν πήγαινε, κάτω όταν γύρναγε, δεν το σηκώνει το μαχαίρι ή το σήκωνε πολύ λίγο. Όταν έφτανε πάνω και είχε ένα εξόγκωμα, ένα χαντάκι, τη σήκωνε επάνω την μηχανή. Κρακ έσπαγε κατευθείαν. Και ο πατέρας μου είπε: «Αυτό το πράγμα εδώ θα το κόψετε και θα το μεγαλώσετε. Ο σταυρός θα μείνει, όπως είναι». Κάνανε αυτή τη δουλειά. Λέει: «Δεν γίνεται αυτό που λέει ο κύριος. Εν πάση περιπτώσει, να κάνουμε το πείραμα -λέει- να δούμε ή έτσι ή αλλιώς θα περιμένουμε την Ολλανδία». Πάνε στα Τρίκαλα το κολλάνε, την άλλη μέρα το πρωί όλο το χωριό πάλι εκεί κάτω. Πρώτη φορά θα έβλεπαν κομπίνα να θερίζει, θεριζοαλωνιστική δηλαδή. Πάμε εκεί, το βάζει κολλημένο, όπως ήτανε. Σήκωνε το μαχαίρι αυτός, το κατέβαζε, έκανε, έφτιαχνε, η μηχανή πήγαινε. Έρχεται αυτός εκεί που λες. Και του λέει: «Να σου ζητήσω συγνώμη, τι πράγμα είναι αυτό; Στο χωριό μας, δεν το έχουμε αυτό το πράγμα -του λέει- του ο πατέρας». «Συγγνώμη που σε είπα αγρότη». «Όχι, αγρότης είμαι, ρε παιδάκι μου. Καλόπαιδο -του λέει- εγώ αγρότης είμαι». «Αλλά αυτό το παιδί απλά -λέει- θέλω να φύγει από την αγροτιά και θέλω να πάει παραπέρα. Γι’ αυτό κάθομαι και σκέφτομαι, γι’ αυτό κάθομαι και συζητάω». Συζήταγα με τον πατέρα μου και μέχρι πριν φύγει από τη ζωή συζητάγαμε τεχνικά θέματα. Του άρεσε να του λέω ιστορίες για καινούρια μηχανήματα. Μια μέρα του λέω: «Θέλω να πάω σε ένα χωριό, από ποιο δρόμο πάω;». Λέει: «Από εκείνο τον δρόμο». «Α, καλά άσ’ το -του λέω- θα βάλω το GPS και θα πάω». Μου λέει: «Να σου εξηγήσω, θα χαθείς». «Πατέρα, θα βάλω ένα μηχάνημα -του λέω- στο αυτοκίνητο και μου μιλάει, μου λέει στρίψε δεξιά, στρίψε αριστερά, πήγαινε ευθεία». Και γυρίζει και μου λέει: «Καλά δεν ντρέπεσαι λίγο ρε παιδάκι μου; Εμένα βρήκες να κοροϊδέψεις;», μου λέει. «Πατέρα δεν σε κοροϊδεύω -του λέω- ισχύει αυτό το πράγμα». «Άντε ρε από εκεί -λέει- εμένα βρήκες να κοροϊδέψεις; Δεν ντρέπεστε λίγο, εγώ σας μεγάλωσα». Του λέω: «Πατέρα πάμε στο αυτοκίνητο μέσα. Θες να ‘ρθεις -του λέω- να πάμε στη Λυγαριά, στο χωριό κάτω;». «Ε, πάμε -λέει- μιας που κάθομαι όλη μέρα». Είχε φύγει η μάνα μου, μπούχτισε. Τον βάζω στο αυτοκίνητο μέσα, ξεκινάμε. Δεξιά, αριστερά το ένα το άλλο, [01:20:00]κοιτάει πίσω. «Μήπως είναι κανένα κορίτσι; Οι ανιψιές μου πίσω;». «Όχι ρε πατέρα, αυτό μου μιλάει -του λέω- εδώ. Ο δορυφόρος από πάνω του λέει, ξέρει πού είναι το χωριό, ξέρει πού είμαστε εμείς και μας οδηγεί στον δρόμο». Με κοιτάει καλά, μου λέει: «Με γυρίζεις στο σπίτι στο κρεβάτι, εκεί που ήμουν;». Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ. «Ναι, ρε πατέρα. Άστε με -μου λέει- καλά είμαι εκεί, καλά είμαι εκεί». Βέβαια, δεν τα παράτησε ποτέ τα εργαλεία του μέχρι τέλους, μέχρι που τα μάζεψα εγώ τώρα τα πήρα εδώ και σκοτώθηκα και με τη γυναίκα μου λέει: «Θα βάλεις αυτά στον τοίχο;». Θα στα δείξω μετά. Είναι δηλαδή κομψοτεχνήματα, για μένα δηλαδή δεν το συζητάω. Και μου τα πέρασε ο πατέρας μου όλα αυτά. Βέβαια, είμαι δέκτης, είμαι καλός δέκτης. Ακούω και τον μικρό και τον τρελό και τον έξυπνο και τους ακούω όλους και σαν δέκτης που είμαι, μου πέρασε και η μανούλα μου τα δικά της. Μου πέρασε και η μανούλα μου τα δικά της και δεν είναι τυχαίο, μου φωνάζουνε οχτώ αγόρια και κορίτσια, μπαμπά και μαμά τη γυναίκα μου, ας πούμε. Και το εννοούν αυτό το πράγμα. Το εννοούν οι ανιψιές μου και ο ανιψιός μου μπαμπά, η βαφτισιμιά μου μπαμπά, ένα άλλο κορίτσι που το μεγάλωσα μπαμπά, ένα Γιαννάκη που κράταγε η γυναίκα μου κάποια στιγμή που δούλευε η μάνα του, μπαμπά. Και όταν τους λες ρε σεις ντροπή τώρα, «Είστε μεγάλοι άνθρωποι παντρεμένοι με παιδιά». «Είσαι ο μπαμπάς μου και η μαμά μου, τέλος». Πήρα από τη μαμά μου αυτό το πράγμα, απ’ τη μάνα μου. Δεν ήταν μαμά μου, ήταν μάνα μου. Μαμά και μπαμπάς είναι αυτό που μου λένε τα κορίτσια, τα ανίψια μου και αυτά. Τους είπα πατέρας και μάνα είναι ένας. Μπαμπά και μαμά μπορεί να με λέτε, αν και ο ανιψιός μου το έχει πάρει πολύ για αυτά, πατέρα και μάνα. Τον αγαπάω, πολύ. Θα ήθελα να γίνω σιδεράς, Βασίλη, πολύ απλά. Πολύ απλά, μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Και θα σου δείξω και τα σίδερα μετά εδώ έξω. Δηλαδή δεν μπορώ να κάνω χωρίς σίδερα, δεν μπορώ να κάνω. Τα πετάω και τα ξαναμαζεύω πάλι μετά, δεν μπορώ να κάνω. Εντάξει, ηλεκτρονικά μου λέει μια φίλη μου που με έκανε αυτή την ερώτηση: «Μα είσαι -λέει- τέτοιος ηλεκτρονικός, έκανες πατέντα για φωτοβολταϊκά τεράστια την οποία την πουλήσατε στην Πολωνία, αν είναι δυνατόν, και στη Γερμανία. Και μου λες τώρα...». Λέω: «Αυτό εδώ όλο το έκανα σαν επάγγελμα. Να σου πω κάτι; Αυτό ήτανε έρωτας. Ο έρωτας πάντα -λέω- περνάει. Μην κοροϊδευόμαστε τώρα, ερωτευόμαστε». Παντρευόμαστε, αγαπιόμαστε. Μετά αν αγαπιόμαστε έχει καλώς, αν δεν αγαπιόμαστε, σκορποχώρι λέω, τελείωσε το θέμα. «Υπήρξαν πολλοί έρωτες», της λέω. Πατέντες, που έχω κάνει. Ναι, τα πήρα στο κρανίο κάποια δόση, γιατί μπορούσε κάποιος από τη Γαλλία να φτιάξει κάτι και δεν μπορούσε κάποιος Έλληνας; Και μια πατέντα που ξέρω γω έπρεπε να την αγοράσει το ελληνικό κράτος ας πούμε 10 εκατομμύρια δραχμές, την έφτιαξα εγώ με 200.000 ας πούμε, Αλλά αγάπη, λέω, είναι μόνο τα σίδερα για μένα. Η μυρωδιά, το κόκκινο χρώμα, το πετροκάρβουνο. Πάω σε καμίνι και κάθομαι και χαζεύω και μου λέει ο άλλος, θα λερωθείς. «Δεν πειράζει -λέω- ας λερωθώ». Πάω σε έναν στα Τρίκαλα που έχει ακόμα λίγο καμίνι. «Ας λερωθώ ρε μάστορα -του λέω- δεν πειράζει». Με κοιτάει καλά: «Τι δουλειά κάνεις, ρε φίλε;». «Τίποτα, αγρότης είμαι -του λέω- τίποτα».
Θέλετε να μου πείτε κάποιες από τις κατασκευές σας;
Κατασκευές. Επειδή ήταν η δουλειά μου τέτοια, μερικές από τις κατασκευές δεν μπορώ να στις πω. Από κει και πέρα, όμως, έκανα μια πριν 22 χρόνια, τόσο 20 χρόνια, μόλις άρχιζαν τα φωτοβολταϊκά να ακούγονται. Και είχα διαβάσει μερικά πράγματα, έκανα την πρώτη, ίσως, κατασκευή στην Ελλάδα, η οποία παρακολουθεί τον ήλιο όλη μέρα. Και για East-West δηλαδή, Ανατολή-Δύση και Βορρά-Νότο σε σχέση καλοκαίρι με χειμώνα που ο ήλιος πέφτει. Και κάναμε ένα φωτοβολταϊκό πάρκο, πάρκο ολόκληρο από το μηδέν, όμως, το οποίο ενώ όλες οι μονάδες των 100 κιλοβάτ φτάνουν μέχρι 70-75, άντε 78 κιλοβάτ, εμείς ξεπερνάει και τα 100 κιλοβάτ κάποιες στιγμές. Και το βάλαμε στο χωριό, εκεί ήταν κάποιος ο οποίος, ο γιατρός αυτός που σου είπα που ήταν σε Γερμανία. Ο αδερφός του ασχολήθηκε με αυτό το πράγμα. Του έφτιαξα εγώ αυτή την πατέντα, την προχώρησε την πατέντα παραπέρα. Για Χ,Ψ,Ω λόγους δεν συνεργαστήκαμε, γιατί είναι αυτό που μου είπε ο γιατρός. «Ό, τι ναι -λέει- στη Γερμανία συνήθως δεν λέμε ψέματα, αλλά μερικές φορές πρέπει να γίνει και αυτό». Και με τον αδερφό του που συνεργάστηκα, ενώ κάναμε την πατέντα, ενώ πήγαιναν όλα καλά και αυτά, μου ιδιωτικοποίησε την πατέντα μου, επειδή είχε γράψει σε ένα χαρτί, χωρίς εγώ να μπορώ να γραφτώ σε χαρτί επίσημα τεχνικός, γιατί εγώ είχα άλλη υπηρεσία, ας πούμε. Ο τεχνικός της εταιρίας. Και αφού με έβαλε της εταιρείας, το πήγε σε κάποιον δικηγόρο, παίρνει την πατέντα μου και την πουλά την πατέντα μου για δικιά του. Και όταν κάποια στιγμή τον ρώτησε η γυναίκα μου, δηλαδή «Καλά -του λέει- αδέρφια τόσα χρόνια από τα νήπια και αυτά». «Α -λέει- Ειρήνη, στη Γερμανία έτσι είναι, άλλο η μπίζνες, άλλο η φιλία». Και του λέει η γυναίκα μου: «Δεν είσαι φίλος μου, αν ήσουν φίλος μου εγώ αυτή τη στιγμή θα σε πέταγα έξω από το σπίτι». Γιατί ερχόταν με το αεροπλάνο Θεσσαλονίκη, ερχόταν με το τρένο εδώ, τον έπαιρνα εγώ από το τρένο, μέναμε πάνω, πίναμε κρασάκι, μαγείρευε η γυναίκα μου μεζεδάκια. Και του λέει κάποια στιγμή: «Αν ήσουν, αν ήσουν δικός μου φίλος θα σε πέταγα έξω από το σπίτι μου, αλλά επειδή είσαι φίλος του Χρήστου του λέει, ας κανονίσει, ας κάνει ό, τι θέλει». Εν πάση περιπτώσει, δεν τα βρήκαμε από κει και πέρα. Ο γιατρός επενέβη να μπαλώσει λίγο τα πράγματα, αλλά είμαι και άνθρωπος που είμαι απόλυτος. Και είμαι απόλυτος και στην εργασία μου και στις πατέντες μου και το ένα και το άλλο και αυτά όλα. Άλλη πατέντα έτσι έξω να έχω κάνει εκτός από τα φωτοβολταϊκά που ασχολήθηκα. Τι να πρωτοθυμηθώ τώρα, τι να θυμηθώ; Φτιάξαμε, μπορεί να το βρεις κάπου στο διαδίκτυο μέσα τη «ΣΗΜΙΚΑ». Η «ΣΗΜΙΚΑ» τι ήταν; Εμείς παλιά τον καπνό τον αρμαθιάζαμε σε σακοράφα, με το χέρι. Είχαμε μια σακοράφα μεγάλη. Μια βελόνα μεγάλη, σακοράφα μεγάλη μυτερή και παίρναμε ένα-ένα φύλλο και τα περνάμε στο κοτσάνι. Εκατομμύρια φύλλα. Κάποια στιγμή, όμως, στη Βουλγαρία, βγάλανε μια μηχανή η οποία προσπαθούσε να το μπαλώσει τον καπνό, δηλαδή το βάζαμε όχι φύλλο-φύλλο 3,3,3 φύλλα στη σειρά και αυτή το γάζωνε από πάνω. Το θέμα ποιο ήταν, όμως; Όταν γαζώνει η μηχανή, δεν είναι ύφασμα, έσκιζε τα φύλλα. Και τα φύλλα πήγαινες να τα κρεμάσεις, να στεγνώσουν στον ήλιο και έπεφταν κάτω. Εκεί τι ήθελε να κάνει τώρα; Εκεί ήθελε να κάνει βηματισμό. Ήθελε να έχει από κάτω η ταινία να προχωράει, να μην πάει συρόμενη, να πάει τακ, τακ, τακ, τακ. Να προχωράει, να σταματάει, να προχωράει. Δηλαδή, να κόβει για νανοδευτερόλεπτα, να προχωράει. Νανοδευτερόλεπτα να προχωράει. Να βηματίζει η ταινία, όχι να, να τρέχει. Και ήμουνα γυμνάσιο τότε και με πήρε ένα ζευγάρι, μια μηχανικός γυναίκα και ένας άντρας, ο οποίος είχε αντιπροσωπεία τρακτέρ στα Τρίκαλα, τα «David Brown» και τα «Sluter», δυο εταιρείες τότε που αντιπροσωπεύονταν και ο οποίος ήταν και μηχανουργός και ήθελε να φτιάξουμε μια τέτοια μηχανή. Και ο πατέρας μου ήταν σίγουρος για μένα και του λέει: «Θα πρέπει να πάρεις τον Χρήστο τον γιο μου, να σου μιλήσει, να δείτε τι θα κάνετε». Λέει: «Έχω δει μια βουλγαρική, αλλά δεν κάνει δουλειά, εγώ θέλω να την κάνω να κάνει τη δουλειά». Και του εξήγησα αυτουνού ότι τα υφάσματα δεν κόβονται, ράβονται. Μπορεί να τσαλακωθεί λιγάκι, αλλά ράβονται, ενώ τα φύλλα είναι πολύ τρυφερά, ειδικά αν τα κόψεις τη μια μέρα και τα μπαλώσεις την ίδια μέρα που έτσι έπρεπε να τα κάνεις, γιατί αλλιώς μουχλιάζαν μέσα τα φύλλα. «Πρέπει -του λέω- να κάνουμε βηματισμό». Εκεί του έκανα μια πατέντα, ένα είδος σε στυλ, σήμερα λέγεται clutch electronic, είναι αυτό που έχουμε στο air condition του αυτοκινήτου, δηλαδή δουλεύει στο κενό και όταν εσύ γύριζες με ένα διακοπτάκι, το κομπλάρεις. Εγώ το είχα κάνει μηχανικά τότε, με ένα ελατήριο και ένα γρανάζι. Βέβαια, για να το πετύχουμε, φάγαμε χρόνο πολύ. Εκεί πήρε την πατέντα ο κύριος, πλήρωσε τον πατέρα μου κάτι. Ο πατέρας μου τα έδωσε σε μένα. Και δουλέψαμε εκεί και η πατέντα αυτή χρεώθηκε και στους δυο μας. Και σ’ αυτόν, γιατί αυτός έκοβε τα γρανάζια, μελέτη όλα και αυτά ήταν δικιά μου, παρότι ήμουνα δευτέρα ή τρίτη Γυμνασίου, δεν θυμάμαι κάπου εκεί ας πούμε. Έκανα αυτή την πατέντα, τι άλλη πατέντα μετά; Οι άλλες ήτανε σου είπα, στην υπηρεσία μου, οι οποίες δεν μπορώ να σου τις πω και οι οποίες ήταν και τρανταχτές.
Θέλετε για να κλείσουμε να μου πείτε για το σπίτι. Πριν μου είπατε ότι φτιάξατε μόνος σας στο σπίτι από την αρχή. Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια;
Ναι.
Αρχικά, ήταν το σπίτι εδώ, στη Λάρισα ή στο χωριό; Αυτό που έχετε χτίσει μόνος;
Αυτό που έχω χτίσει μόνος μου είναι αυτό εδώ. Στο χωριό, υδραυλικά, ηλεκτρολογικά, όταν ήταν η μόδα που γινόταν στο χωριό, τα έκανα εγώ για τη μάνα μου όλα αυτά. Εδώ πήρα την απόφαση να το φτιάξω μόνος μου, γιατί πάντα είχα την ανάγκη. Πάντα είχα την ανάγκη να φτιάξω ένα σπίτι. Μπορώ για λίγο να διακόψω για μισό λεπτό; Μην το κόβεις, ε ναι. Λοιπόν, είχα πάντα την ανάγκη να φτιάξω ένα σπίτι, μισό λεπτό να σου δείξω κάτι. Εδώ που το πάμε; Το β[01:30:00]λέπεις αυτό; Πάντα, όμως, είχα την ανάγκη. Το βλέπεις έτσι; Αυτό είναι πολύ κρίμα που δεν θα μπορέσεις να το δείξεις στη μελέτη σου. Είναι. Ναι. Α, σε φωτογραφήσεις. Είναι μια εργασία για ένα κοριτσάκι για την δευτέρα Λυκείου νομίζω, ενεργειακό σπίτι. Και είναι με κλίμακα φτιαγμένο. Είναι από το μηδέν μέχρι τώρα με τα φωτοβολταϊκά του επάνω, τα οποία λειτουργούσαν στον ήλιο, με την ανεμογεννήτρια του, με τον αέρα άναβε ένα λαμπάκι, με τον ηλιακό του, με το ενεργειακό τζάκι, με τη μόνωση του, με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και μηχανάκι, με την ηλεκτρονική ταυτότητα μιας επιγείου ενός υπολογιστή εδώ μπροστά. Αυτό είναι και λίγο έτσι ρομαντικό και εδώ με το ενεργειακό κομμάτι, με την μπαταρία από το φωτοβολταϊκό, απ’ τη γεννήτρια, γεμίζει η μπαταρία και εδώ είναι ένας inverter που δίνει ρεύμα μέσα. Είχα αυτή την τάση και έχω αυτή την τάση. Αν μου πεις να σου φτιάξω κάτι, θα πρέπει πρώτα να το φτιάξω σε μακέτα και μετά να το ξεκινήσω. Το φεστιβάλ που κάναμε το «LA Comics», όλα αυτά γίνονται εδώ μέσα με μακέτες, με κατασκευές δικές μου. Είχα φτιάξει αυτό το σπίτι σε μακέτα σε κλίμακα. Και λέω θα το φτιάξω μόνος μου. Τι εννοώ μόνος μου; Πήρα ένα γέρο συνταξιούχο μπετατζή, τον έφερα εδώ, έβαζε τα καλούπια. Του άρεσε, όμως, το τσιπουράκι πολύ. Τώρα τον καταλαβαίνω, γιατί μου αρέσει και εμένα στα χρόνια μου. Μου έβαζε τα σημάδια, πριν του λέω πιείς, θα μου βάλεις τα σημάδια, μην μου τα βάλεις στραβά και άρχισα εγώ και καλούπωνα, ξύλα κάρφωνα και είχα μια αστείρευτη δύναμη, δηλαδή δούλευα από το πρωί μέχρι τις 12:00 η ώρα το βράδυ και μια γειτόνισσα φώναζε: «Χρήστο, θέλεις καφέ να σου φτιάξω;». Και της έχω πει: «Ρίτσα, δεν πίνω καφέ εγώ τα απογεύματα, γιατί δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ το βράδυ» και μετά από χρόνια μου λέει: «Φώναζα να δω αν είσαι καλά μου λέει, αν ζεις ή αν πέθανες εκεί μέσα μου λέει, όλη μέρα δουλειά». Έβαζα τα καλούπια, τα σίδερα για να τα βάλω μέσα ήτανε βαριά κατασκευή ήθελε μηχανήματα, έφερα τους σιδεράδες, βάζανε τα σίδερα, έριχναν τα μπετά, τα τσιμέντα με το μηχάνημα, ξεκαλούπωνα μόνος μου έβγαζα τα καρφιά. Και όταν τελείωσαν τα μπετά, τα τούβλα τα έκτισα όλα μόνος μου. Έπαιρνα έναν εργάτη να μου φτιάχνει λάσπη. Συνήθως, οι περισσότεροι φεύγανε, γιατί δεν πρόκειται να φτιάχνει η λάσπη. Τόσο γρήγορα έκλεισα. Με μονώσεις εδώ και 22-23 χρόνια που ήταν ακόμα στα σκαριά η μόνωση. Έχω 10 πόντους μόνωση, 20 πόντους μόνωση, γύρα γύρα στο σπίτι. Έχω φτιάξει ένα ενεργειακό τζάκι και ζεσταίνεται όλος αυτός 300 μέτρα σπίτι. Το είχα σε μακέτα, μετά έχτισα το σπίτι μόνος μου. Τα ηλεκτρολογικά λόγω και ειδικότητας, για να γίνεις ηλεκτρονικός, πρέπει να περάσεις από τα ηλεκτρολογικά, το έφτιαξα μόνος μου. Υδραυλικά, έστησα τις σωλήνες όλες, αλλά επειδή δεν είχα το ειδικό μηχάνημα πράσινη σωλήνας να την κολλήσω, φωνάζω έναν ανιψιό μου από το χωριό και του λέω: «Αντωνάκη, θα ‘ρθεις πέρα ένα σαββατοκύριακο να κολλήσουμε τις...». Μου λέει: «Έχεις πολλές βάνες;». «Εσύ θα κολλήσεις μόνο τα ακόλλητα -του λέω- από κει και πέρα αν δουλέψει, έχει καλώς. Αν δεν δουλέψει, είναι θέμα δικό μου». Όχι 100%, αλλά σίγουρα θέλω να οικειοποιηθώ το 70%. Δεν το συζητώ. Δεν το συζητώ. Βαψίματα. Δεν έκανα μόνον τα σίδερα και τα μπετά και το σοβάντισμα. Όλα τα υπόλοιπα πέρασαν από τα χέρια μου, όλα τα υπόλοιπα πέρασαν από τα χέρια μου. Δηλαδή σου έλεγε ο άλλος θα σου φτιάξω τα πορτοπαράθυρα, θέλω ξέρω γω, 10.000. Αν μου τα φτιάξεις και δεν μου τα περάσεις, θέλω οκτώ χιλιάδες, θέλω οκτώμισι χιλιάδες. Φέρ’ τα εκεί και άστα σε εμένα; Ρώταγα, μάθαινα, διάβαζα, τα πέρναγα και καλύτερα από πολλούς μαστόρους. Γιατί ο μάστορας ήθελε να βγάλει το μεροκάματό του, να πάει στην οικογένειά του ψωμί να φάει. Εγώ ήμουνα ερασιτέχνης και ο ερασιτέχνης, φίλε μου Βασίλη, είναι ο εραστής της τέχνης. Είναι ερωτευμένος. Και επειδή η τέχνη είναι αέναη γυρίζει, εξελίσσεται, ανανεώνεται συνέχεια. Δεν γίνεται αγάπη ποτέ η τέχνη. Είναι έρωτας η τέχνη. Όπως έχω ερωτευτεί τη μουσική με την κιθάρα μου. Δεν σου είπα με τους «Gipsy», με το συγκρότημα που φτιάξαμε. Εν πάση περιπτώσει, εκεί ήταν.
Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια;
Λίγα λόγια για το συγκρότημα. Όπως σου είπα, ναι. Κρυφά μαθήματα στα Τρίκαλα και τι έγινε στα Τρίκαλα; Η δασκάλα προσπαθούσε να μου μάθει νότες. Εγώ της έλεγα: «Θέλω να παίζω στην παρέα». Θέλαμε να παίζουμε, να βγάλουμε καμιά γκόμενα. Τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να λέγονται αυτά ή όχι. Να βγάλουμε στο γυμνάσιο καμιά σχέση να κάνουμε, εν πάση περιπτώσει. Και έλεγα: «Θέλω να μου μάθεις να παίζω δυο τραγούδια. Μα δεν γίνεται, πρέπει να μάθεις νότες». Η κυρία Κασιώλα, δεν ξέρω αν ζει κιόλας. Και έκανα τα μαθήματά μου εκεί, της έγραφα μερικά τραγούδια, μου έγραφε τα ακόρντα, προσπαθούσα από δω από κει. Εν πάση περιπτώσει, έφυγα, πήρα την κιθάρα μετά πήγα έμαθα κιθάρα δηλαδή στο γυμνάσιο. Πήγα μετά με μετάθεση στην Καλαμάτα κάτω που πήγα. Ε, και γρατζούναγα κιθάρα μου εκεί. Ενδιάμεσα, όμως, από την Καλαμάτα γυρίζω κάτω και πήγα σε ένα μαγαζί να πάρω κάτι ένα απόγευμα. Το μαγαζί δεν άνοιξε και βλέπω απέναντι από το μαγαζί, «Ωδείο Κασιώλα». Ήταν εκεί που ήτανε από παλιά και λέω, «Κοίτα, ρε γαμώτο, που ήρθα τώρα». Το γαμώτο συγγνώμη παιδιά, αλλά είναι. Χωρίς τόνο το βάζουμε και με όμικρον και τα δυο, οπότε δεν ισχύει. Ανεβαίνω πάνω λέω, «Θα είναι η ίδια; Θα είναι η κόρη της;». Ανεβαίνω πάνω που λες και στο διάδρομο είχε όργανα. Παίρνω μια κιθάρα. Άκουγα που έκανε μάθημα μέσα στην αίθουσα και λέω δεν θα είναι αυτή, δεν θα είναι; Εν πάση περιπτώσει, πλησιάζω στην πόρτα, ήταν μισάνοιχτη η πόρτα και πιάνω μια μπαλάντα, ένα τραγουδάκι και μου άρεσε πάρα πολύ η μπαλάντα. Μ’ άρεσε το Χατζησαββόπουλος, το νέο κύμα και αυτά όλα. Και πιάνω ένα, που δεν θυμάμαι, του Χατζή ένα κομμάτι. Βγαίνει έξω κάποια στιγμή με κοιτάει και λέει: «Κύριε μου, κάνουμε μάθημα και ενοχλείτε». «Α -λέω- χίλια συγνώμη, δεν ήξερα ότι η μουσική ενοχλεί. Άλλωστε -λέω- ένας αλήτης τι μουσική να παίξει;». Με κοιτάει καλά. «Αλήτη Γκανά, δεν πιστεύω να είσαι εσύ» μου λέει. Της λέω: «Κυρία, είμαι εγώ και έμαθα μουσική να παίζω τελικά». Αγκαλιές φιλιά. Τα λέγαμε κάπου κάπου μετά, αρρώστησε έμαθα. Δεν ξέρω, νομίζω πέθανε κιόλας τώρα. Και κατεβαίνοντας Καλαμάτα έμαθα και ένα φίλο μου εκεί κιθάρα, έπαιζε λίγο. Ο φίλος μου έκανε παρέα με έναν... Με τον ντραμίστα στην Φιλαρμονική του Δήμου. Λοιπόν, άλλος ένας έπαιζε αρμόνιο και αυτός έπαιζε πάρα πολύ το αρμόνιο και το σπουδαιότερο. Κάτι είπες για τη χροιά, για τη φωνή μου προηγουμένως. Όντως, τραγούδαγα λίγο καλά πριν λίγα χρόνια, αλλά η ποπ και αυτά δεν θέλει φωνή, όσο θέλει ρυθμό. Το ποιοτικό τραγούδι, εντάξει, το κλασικό και ξέρω γω, το λαϊκό συγγνώμη. Εκεί μπορεί να θέλει λίγο, όχι λίγο, θέλει φωνή εκεί. Άλλωστε εμείς δεν πηγαίναμε, εμείς πηγαίναμε να κάνουμε κάποιο πάρτι, όπως σου είπα και προηγουμένως να βγάλουμε κάποια... Να κάνουμε κάποια σχέση με κάποια κοπέλα. Πηγαίναμε σε πάρτι και κάποια στιγμή πήγαμε να παίξουμε στο σπίτι του ντραμίστα. Μαζεύτηκαν εκεί αστυνομίες, κακό. Λέει, «Ενοχλείτε μεσημέρια, απογεύματα», μας διώχνουν. Πάμε στο σπίτι του φίλου μου που έπαιζε κιθάρα, του τωρινού κουνιάδου μου, δηλαδή του αδερφού της γυναίκας μου. Μετά που γνώρισα τη γυναίκα μου εκεί. Μας κυνηγάει και από κει αστυνομία. Πάμε στο σπίτι του αρμονίστα που έπαιζε αρμόνιο, μας κυνηγάνε και από εκεί. «Ρε παιδιά, δεν μπορούμε να φτιάξουμε συγκρότημα, δεν γίνεται». Και λέει ένας, ο τραγουδιστής: «Ρε συ -λέει- έχω έναν μπάρμπα μου, έχει ένα κτήμα με πορτοκαλιές και έχει ένα σπιτάκι μέσα στην πομόνα που έχει ρεύμα». Και μεταφέρουμε όλα τα όργανα και παίζαμε μέσα στις πορτοκαλιές. Και μια μέρα παίζαμε το «Περήφανοι Όλοι» του Πασχάλη και εκεί που το παίζαμε, ξανά απ’ την αρχή πάλι έχει ένα δύσκολο ακόρντο σε κάποιο σημείο, ένα σι μολ, δεν θυμάμαι ποιο είναι το ακόρντο. Μπαίνει κάποιος μέσα λέει: «Ώπα, ώπα, ώπα, ποιος λέει μου σακατεύει το τραγούδι;». «Ποιο τραγούδι -του λέμε- τι σακατεύουμε;». «Το “Περήφανοι όλοι”. Για παίξε λίγο. Πώς το παίζεις έτσι ρε;», μου λέει. Μου λέει: «Λείπει από μέσα ένα, δύο [Δ.Α.]». «Εντάξει τώρα -του λέω- εσύ τι είσαι;». «Εγώ ήμουν -λέει- από τα πρώτα μέλη των «Olympians» φίλε μου». Ο Βασίλης ο Τσόλκας. Καλή του ώρα, ήταν μεγαλύτερος μου, δεν ξέρω, δεν ρώτησα και τον κουνιάδο μου τώρα να δω τι κάνει κάτω. Και λέει: «Βλέπω ότι κάτι έχετε». Είχαμε... Μου επιτρέπετε να πω το όνομά του, άλλωστε είναι θετική αυτή. Είχαμε τον καρδιοχειρουργό τον... Πώς το λέγανε να δεις; Τραγουδιστή θα τον θυμηθώ, ο οποίος διαπρέπει Θεσσαλονίκη τώρα πάνω ήτανε, τραγούδαγε πάρα πολύ ωραία. Μερικά τραγούδια τραγούδαγα κι εγώ. Σε πάρτι, συνήθως, πηγαίναμε και κάποια στιγμή πήγαμε να παίξουμε σε κάποια αίθουσα επαγγελματική και βάλαμε κάποιον να πάει στην εφορία να θεωρήσει κάτι εισιτήρια. Εκείνος εκεί δεν τα θεώρησε τα εισιτήρια. Εκείνος είχε όνειρο να μας κάνει λέει με ίδιες στολές σαν τους «Beatles», τρίχες. Συγγνώμη λέω παιδιά. Κατσαρές, εν πάση περιπτώσει. Ο σκοπός επετεύχθη από όλους. Ο Βοταίας[01:40:00] ήταν ο τραγουδιστής, καρδιοχειρουργός μετά, πολύ καλό παιδί. Όλοι μας βγάλαμε από μια σχέση από αυτά τα πράγματα. Είχαν κατέβει κάποτε κάτω ο Μπονάτσος και αυτοί όλοι και παίξαμε στην ίδια σκηνή, για κάποιο... Δηλαδή παράνομα ανεβήκαμε πάνω, πήραμε τις κιθάρες. Και το βράδυ, μια από τις βραδιές που παίζαμε σε ένα κέντρο, ήρθε κάποιος μέσα. Ρωτάει τον κουνιάδο μου τον κιθαρίστα, λέει: «Ποιος είναι αρχηγός του συγκροτήματος;». Λέει: «Απέναντι ο ψηλός εκεί». Λέει τον άλλον: «Ποιος είναι ο αρχηγός;». «Ο ψηλός». «Να σου πω -μου λέει- πίσω», μου κάνει νόημα. Βέβαια εμένα δεν μου πήγε, παρότι φόραγε καμπαρτίνα, καβουράκι καπέλο δεν μου πήγε στο μυαλό. Πάει από πίσω. «Αυτά τι είναι εδώ;», μου λέει. Του λέω: «Εισιτήρια». «Και πού τα θεωρήσατε, πού πληρώνετε φόρο -λέει- εσείς παίρνετε ένα σωρό λεφτά εδώ». Και με βουτάνε και με πήγανε μέσα σαν αρχηγό συγκροτήματος. Οι άλλοι την κοπανήσανε.
Πότε περίπου έγινε αυτό;
Αυτό ήταν τα ‘70. Πότε έγινε; Το ‘75, το ‘75 αυτό. Πάω μέσα, έρχεται εκεί που λες αστυνομικός. «Τι έκανες ρε μεγάλε -μου λέει- είσαι από ό, τι έμαθα στην αεροπορία μόνιμος;». Του λέω: «Ναι». «Θα σε διώξουν, ετοιμάσου -μου λέει- τώρα. Ξέρεις τι, κλέβεις το κράτος εσύ;». Λέω: «Δεν ξέρω τίποτα», τον άλλον. «Ποιον υπεύθυνο -μου λέει- αρχηγός του συγκροτήματος είσαι εσύ. Έτσι μας λένε εδώ», λέει. Εν πάση περίπτωση, έρχεται ο πατέρας μετά του κουνιάδου μου εκεί, γνώριζε αυτός, είχε γνωριμίες. Τον περίμενα να ‘ρθει. Και λέει: «Πού είναι ο..». Έρχεται ο τωρινός πεθερός μου: «Πού είναι;», λέει. «Τον έχει μέσα λέει ο διοικητής». Πάω στο διοικητή μέσα. «Καλά τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε; Είσαι στην αεροπορία;». «Ναι» λέω. «Ξέρεις τι γίνεται τώρα -μου λέει- πας στο σπίτι σου». «Τι σπίτι μου -του λέω- μουσική παίζω, δεν έκανα τίποτα αμαρτία. Όσα, να σας δώσουμε πόσα λεφτά είναι πίσω; Δεν το έκανα με αυτό το σκοπό», του λέω. «Εγώ πρέπει να σου πάρω τα στοιχεία -λέει- τώρα. Έχει, ήρθαν δημοσιογράφοι εδώ, της εφημερίδας της τοπικής, δεν γίνεται». Εν πάση περίπτωση, «Το όνομα σου;». «Γκανάς -λέω- Χρήστος του Μελάνδρου και της Ελένης». «Καταγωγή;». «Ρίζωμα Τρικάλων Θεσσαλίας». «Ε;», μου λέει. Λέω: «Ρίζωμα Τρικάλων Θεσσαλίας». «Τι ρε σακαφλιά», μου λέει. Του λέω: «Ναι, δεν πρέπει να είμαι από κει; Γιατί -λέω- δεν...». Ούτε ψύχραιμος το έπαιζα, ούτε τίποτα ας πούμε. Απλά παρότι σου λέω έφτιαξα οικογένεια από την δουλειά μου, είχα άλλες βλέψεις. Και εντάξει, δεν το κυνήγησα, κάτι που ο Μάνος τώρα το κάνει, το κυνηγάει. Ο Μάνος ήταν 25 χρόνια, 22 χρόνια στη δουλειά και έφυγε. «Την Μεγάρχη τη ξέρεις;» μου λέει. «Από τη Μεγάρχη είναι η γιαγιά μου». «Ποια ρε είναι η γιαγιά σου;» μου λέει. «Σκρέκα». «Του παπά του Σκρέκα που κρέμασαν -λέει- τότε στον πόλεμο οι Γερμανοί;». Του λέω: «Ναι». «Και τι ζητάς εδώ ρε;», μου λέει. «Επάγγελμα, εσύ τι ζητάς εδώ;». «Έχεις δίκιο -μου λέει- ένστολοι είμαστε, όπου να ναι. Καλά ρε τι πράγματα είναι αυτά που κάνεις; Μουσική, παίζω ρε γαμώτο -λέω- τι κάνω;». Φωνάζει τον αστυνομικό, λέει: «Γρήγορα στην εφημερίδα, σταματήστε το, κάντε το φτιάχτε το». Μπήκε και ο πεθερός μου μέσα μετά, ο τωρινός πεθερός μου, τότε ήταν ο πατέρας του κιθαρίστα και έληξε η ιστορία εκεί και έληξαν και οι «Gipsy» εκεί. Κάναμε, όμως, πάρα πολύ καλή δουλειά, καλή μουσική, ήμασταν πολύ αγαπητοί και μετά είχα μπλέξει εδώ. Όμως, στο ‘72 ξέχασα να σου πω με έναν ραδιοφωνικό ερασιτεχνικό σταθμό, στο χωριό. Ήταν η πρακτική μου περίπου που έκανα στη σχολή. Συνήθως, στη σχολή σε βάζουν να ανάψεις μια λάμπα, ένα διακόπτη. «Εγώ -λέω- θέλω να φτιάξω ένα σταθμό» και όλοι μου λέγανε: «Άμα δεν το φτιάξεις θα κοπείς, θα κάτσεις άλλο ένα χρόνο στο σχολή». «Όχι -λέω- θέλω να το φτιάξω». Αυτό τον σταθμό που είχα φτιάξει στο χωριό. Κατέβηκα μετά Καλαμάτα. Έφτιαξα άλλον έναν εκεί κάτω. Στο χωριό ήμασταν. Το όνομα ήταν «Τα παιδιά των λουλουδιών» θεωρώντας εγώ ότι έχουμε ένα μέρος που υπάρχει ακόμα και σήμερα, Βαρικό λέγεται, είναι σε ένα λόφο, σε μια πλαγιά ανατολική που βγάζει την παπαρούνα και την ανεμώνη κάθε χρόνο. Και ήμασταν εκεί πάνω μια παρέα μεγάλη και φεύγοντας λέω: «”Τα παιδιά των λουλουδιών” θα τον ονομάσουμε τον σταθμό». Και στην Καλαμάτα έφτιαξα έναν πολύ δυνατό σταθμό και βγαίναμε έξω και λέω: «Ρε σεις, τι μυστήριο πράγμα -λέει- ποιος είναι αυτός μπαίνει -λέει- και μας κλείνει τη συχνότητα, στα μεσαία τότε. Τι μυστήριο πράγμα είναι αυτό;». Και λέω του κουνιάδου μετά, το βρήκα το όνομα «Ράδιο Μυστήριος» και το «Ράδιο Μυστήριος» ήταν εκείνο εκεί κάτω στην Καλαμάτα. Στο χωριό αφήσαμε εποχή, δηλαδή μιλάμε για αφιερώσεις, μιλάμε να βγάζουμε τον κόσμο τα βράδια να ακούνε μόνο το ραδιόφωνο του χωριού μας και να λέμε είναι χειμώνας, χιονίζει και να βγαίνει όλο το χωριό έξω και την άλλη μέρα να περνάει το μισό χωριό από εκεί και να λέει: «Καλά, γιατί μας κοροϊδεύετε;». Δηλαδή θέλαμε να δούμε, πρόσεξε να δεις, γκάλοπ πόσοι μας ακούνε. Όσοι μας βρίζανε την άλλη μέρα, πάει να πει ότι μας άκουγαν, κατάλαβες; Και είχαμε μια πολύ ωραία παρέα, μια ωραία εμπειρία εκεί με το ράδιο με, «Τα παιδιά των λουλουδιών». Εγώ νόμιζα ότι ήταν τα λουλούδια μας εκεί πάνω, αλλά τα «Παιδιά των λουλουδιών» ήταν η γαλλική επανάσταση που κάνανε η νεολαία τότε και αυτά όλα. Και όταν πήγα να πάρω πάλι το χαρτί να γυρίσω στη σχολή, γιατί εμείς έπρεπε να πάρουμε χαρτί από την αστυνομία, με βουτάνε εκεί λέει, «Δεν πας πουθενά. Πας κρατητήριο» και πάλι εκεί με έσωσε κάποιος άνθρωπος. Αυτή είναι η περίληψη. Βέβαια, τα περισσότερα είδες, γυρίζουν γύρω από το χωριό μου. Απλά αυτά που έκανα στο χωριό, προσπαθούσα να τα... Για μένα το έκανα, για να τα ζω και κάπου αλλού που θα είμαι, κατάλαβες; Είχα σταθμό στο χωριό, είδα πώς συμπεριφερόταν ο κόσμος, τον έφτιαξα εκεί κάτω. Άλλες πατέντες, είχα κάνει Βασίλη αρκετές, αλλά εντάξει ειδικά στα τεχνικά κομμάτια, έκανα πάρα πολλές δηλαδή. Αυτό το κουτί που βλέπεις εκεί επάνω είναι μία πατέντα τεράστια, το κουτάκι εκείνο εκεί. Γι’ αυτό, το έχω πάνω. Είναι σε δοκιμαστικό ακόμα αυτό. Αν μπορούσα να σου εξηγήσω τεχνικά και αν ήξερες τι γίνεται, θα το καταλάβαινες, αλλά είναι μία πατέντα μεγάλη, η οποία συζητιέται και, λέει, δεν γίνεται. Και όμως, την έφτιαξα τελευταία κιόλας εδώ.
Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Όχι άλλο. Είναι μεγάλες οι άλλες ιστορίες, οπότε θα τις αφήσουμε γιατί. Απλά περίληψη να σου πω για κάποιον Θύμιο που μιλάγαμε που ήταν παρεξηγημένος. Κάναμε έναν άτυπο διαγωνισμό την Καθαρά Δευτέρα στο χωριό, ποιος θα φτιάξει το μεγαλύτερο αετό και ποιος θα πετάξει πιο ψηλά; Και είχαμε δύο λόφους. Με τούρκικα ονόματα. Η Τζούγκζα και ο Μπορντόβολος. Είναι τούρκικα ονόματα και παραμένουν έτσι. Εγώ ήξερα τη δουλειά από τον πατέρα μου, είχα τα εργαλεία κιόλας. Είχα έναν αδερφό της μάνας που έχει ένα ξυλουργείο και πάω και του λέω κάποια στιγμή, «Θέλω πηχάκια, τέσσερα μέτρα. Τέσσερα πηχάκια θέλει ο πατέρας μου, τρία πηχάκια». Παίρνω τα πηχάκια, πάω κόβω νάιλον από αυτό που ο πατέρας μου είχε για τα σκίαστρα, για να στεγνώνει τα καπνά, παίρνω τη σακοράφα που έραβε τα δέματα με τον καπνό και φτιάχνω έναν αετό γύρω στα τρία-τρεισήμισι μέτρα για αυτά και βγαίνουμε στο λόφο επάνω στο Μπορντόβολο εμείς. Οι άλλοι ήταν απέναντι, δυο λόφοι και κοιτάγαμε τώρα ποιος θα είναι ο πιο χρωματιστός, ο πιο ψηλός κι αυτά. Έστελνα τους πιτσιρικάδες, κλέβανε χρώματα από το σπίτι. Εν πάση περιπτώσει, εγώ για αυτή την πατέντα έτρωγα ξύλο όλη τη χρονιά από τη μάνα μου. Κάθε τι που κοίταγε να κάνει, έλειπε. Έκοψα τα σκοινιά από τον αργαλειό να φτιάξουμε τα... Έπαιρναν τα κουρέλια και τα φτιάξαμε ουρά. Και όταν πήγαμε πάνω στο λόφο είχε αέρα και λέω δεν δένουμε το σκοινί, το καννάβι το χοντρό το σκοινί από το χέρι μου, γιατί μη μας φύγει λέω ο αετός. Εγώ όμως τότε ήμουνα πιτσιρικάς, δημοτικό, ήμουν 45 κιλά, 40 πόσο ήμουνα. Και όταν ο αετός ανέβαινε, ανέβαινε, ανέβαινε και κάποια στιγμή έβλεπα μόνο χόρτα, πέτρες. Με τράβαγε ο αετός. Με έσερνε και σταμάτησα σε ένα τεράστιο πουρνάρι, ματωμένος από τη μία πλευρά πάνω. Δεν μπορούσα να κόψω το κανάβι και έρχεται ο Θύμιος που κάπνιζε τσιγάρο, βγάζει τον αναπτήρα και το κόβει, το καίει το σχοινί ξέρω γω. Και λέω κοίταξε να δεις, τον παρεξηγούσαμε όλοι τον Θύμιο και ο Θύμιος ήτανε εκεί. Και πήγα στο σπίτι, έφαγα το ξύλο από τη μάνα μου που έπρεπε να φάω. Πήγαινε η μάνα μου στον αργαλειό να υφάνει την κουρελού, έλειπαν τα κουρέλια, ήξερε ότι τα έκανα ουρά εγώ ερχόταν κάτω, ξύλο. Ήρθαν τα Χριστούγεννα, ήρθε ο θείος μου λέει: «Ελένη...», λέει. Αδερφή, την είχε η μάνα μου, ο ξυλουργός. «Ο Μέλιος πήρε -λέει- ο πατέρας μου, κάτι ξύλα και δεν μας τα πλήρωσε». «Τι ξύλα;», λέει. «Δεν πήρε. Ο Χρήστος -λέει- ήρθε και τα πήρε». Η μάνα μου κατάλαβε, ξύλο χωρίς να ρωτήσει γιατί. Ερχότανε ξέρω γω, το καλοκαίρι, ανοίγανε το νάιλον να σκεπάσουμε τα καπνά, έλειπε ένα τεράστιο κομμάτι, ήξερε η μάνα μου ξύλο τον Χρήστο. Λέω που θα πάει; Θα τελειώσει ρε παιδί μου γαμώτο. Ερχόταν ο Σεπτέμβρης, κάτι άλλο έλειπε. Α, να πατήσουμε τα δέματα, έλειπε η σακοράφα μαζί με το καννάβι το σκοινί, ήξερε η μάνα μου ξύλο. Λέω κοίταξε να δεις τι γίνεται. Τα Χριστούγεννα κάτι χρειάστηκε πάλι. Α, καρφιά για πέταλα είχε ο πατέρας μου, τα είχα πάρει, για να καρφώσω τα ξύλα. Ξύλο η μάνα μου. Κόντεψε η άλλη Καθαρά Δευτέρα και εγώ ακόμα δεν είχα ξεχρεώσει, έτρωγα ακόμα ξύλο. Αλλά ήταν εμπειρία τεράστια, ήταν ο αετός και την άλλη μέρα γράφανε οι εφημερίδες: «Τεράστιος χαρταετός προσγειώθηκε στην πλατεία ενός διπλανού χωριού». Φαντάσου να δεις. Και για ένα λόγο τον τελευταίο που αρχίζει και μ' αρέσει τελευταία. Και μ’ αρέσει, γιατί το λέει και ο Χατζής σε ένα τραγούδι. «Και μου λέγανε πως μοιάζεις για αρχηγός και μας έλεγες τον κόσμο να αγαπάμε». Όλη αυτή η παρέα είχαμε μια παρέα από 20 παιδιά. Δεν ξέρω γιατί μια μέρα ήρθε ο γιατρός αυτός από Γερμανία εδώ και ρωτάει τη... Τον ρωτάει η γυναίκα μου του λέει: «Ρε Γιώργο, δεν μπόρεσα ποτέ να διαβάσω τον Χρήστο. Τι ήταν ο Χρήστος στα παιδικά σας χρόνια;». «Ο boss -της λέει- ο αρχηγός». «Καλά -λέει- τόσο γρήγορα, ούτε να το σκεφτείς;». «Μα ήταν ο boss, ήταν ο αρχηγός». Χωρίς να το ξέρω με βάφτιζαν αρχηγό. Βέβαια, έκανα τις μεγαλύτερες... Έκανα χιονοστιβάδα από το βουνό που κατέβηκε κάτω και σκότωσα τρεις προβατίνες και μύριζε όλο το χωριό προβατίνα, μαγείρευαν[01:50:00] όλοι προβατίνα. Το ξύλο ξύλο από τη μάνα μου, δεν το συζητάω. Όχι, Βασίλη. Ευχαριστώ πάρα πολύ που με άκουσες.
Και εγώ σας ευχαριστώ.
Είναι μια περίληψη αυτωνών που... Βλέπεις ότι όλα γυρίζουν γύρω από το χωριό μου. Δεν ξέρω, είναι όνειρο άπιαστο, βέβαια. Στα όνειρά μου, το βλέπω κάπου κάπου. Πάω στο χωριό, αλλά ήθελα ρε γαμώτο να γεμίσουν και τα χωριά παιδιά. Θα ήταν πιο υγιή, θα ήταν πιο... Αλλά. Και είναι εύκολο να βρουν τα χωριά τώρα, με τα κινητά με τα GPS. Bλέπω ότι δεν... Δεν έχουμε, δεν έχουμε χωριά.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Χρήστο.
Εγώ, Βασίλη μου, ευχαριστώ.
Φωτογραφίες

Μακέτα
Η μακέτα ενός σπιτιού για μια εργασία κοπέ ...

Μακέτα 2
Η μακέτα ενός σπιτιού για μια εργασία κοπέ ...

Μέγγενη
Η μέγγενη από το καμίνι του πατέρα του αφη ...

Φωτογραφία Προφιλ
Τα εργαλεία του πατέρα του αφηγητή (Θέλησε ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Χρήστος αφηγείται τα παιδικά του χρόνια του στο Ρίζωμα Τρικαλων, περιγράφοντας τη ζωή εκείνης της εποχής. Αρχικά, διηγείται πλήθος ιστοριών αποδεικνύοντας πώς τα ζώα τρέφουν αστείρευτη αγάπη προς τον άνθρωπο, ενώ αναφέρεται και στο επάγγελμα του πατέρα του, τη σιδηρουργία. Τέλος, μιλά για τις δικές του πατέντες και δημιουργήματα, αλλά και για την ενασχόλησή του με τη μουσική.
Αφηγητές/τριες
Χρήστος Γκανάς
Ερευνητές/τριες
Βασίλειος Τσιαπάλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/06/2023
Διάρκεια
111'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Χρήστος αφηγείται τα παιδικά του χρόνια του στο Ρίζωμα Τρικαλων, περιγράφοντας τη ζωή εκείνης της εποχής. Αρχικά, διηγείται πλήθος ιστοριών αποδεικνύοντας πώς τα ζώα τρέφουν αστείρευτη αγάπη προς τον άνθρωπο, ενώ αναφέρεται και στο επάγγελμα του πατέρα του, τη σιδηρουργία. Τέλος, μιλά για τις δικές του πατέντες και δημιουργήματα, αλλά και για την ενασχόλησή του με τη μουσική.
Αφηγητές/τριες
Χρήστος Γκανάς
Ερευνητές/τριες
Βασίλειος Τσιαπάλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/06/2023
Διάρκεια
111'