© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Οι περιπέτειές που έζησα ως αντάρτης και το πολυπόθητο όνειρο της λαϊκής δημοκρατίας
Κωδικός Ιστορίας
24593
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημοσθένης Γκανάτσιος (Δ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/06/2023
Ερευνητής/τρια
Δημήτρης Αθανασέλος (Δ.Α.)
[00:00:00]Καλημέρα, είμαι ο Δημήτρης Αθανασέλος και είμαι ερευνητής στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 11 Ιουνίου του 2023. Είμαι εδώ μαζί με τον Γκανάτσιο Δημοσθένη στην Γεράνεια Ελασσόνας και ξεκινάμε. Καλημέρα, κ Δημοσθένη.
Καλημέρα.
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να μας πείτε την ιστορία σας και το βίωμά σας. Ας μάθουμε όμως κάποια βασικά πράγματα για εσάς. Πού και πότε γεννηθήκατε;
1927 στην Γεράνεια.
Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για την οικογένειά σας, για τα παιδιά σας, για τα εγγόνια σας;
Γεννήθηκα από οικογένεια φτωχή, αγροτική. Τελείωσα το δημοτικό σχολειό το 1940 με καλές γραμματικές γνώσεις. Ζήτησα από τον πατέρα μου να πάω στο γυμνάσιο, δεν μου το έγκρινε, φτωχός, δεν είχε δραχμές να με γράψει γυμνάσιο. Και με χρειάζονταν, ήμουν ο μεγαλύτερος γιος του, με χρειάζονταν για αγροτικές δουλειές. Ποιος θα πήγαινε να φέρει ξυλά από το βουνό για τον χειμώνα; Ποιος θα πάει να φέρει πουρνάρια για τον φούρνο για να ψήσουμε το ψωμί; Ποιος θα πάει στον μύλο να αλέσει τα αλέσματα; Ποιος θα πήγαινε στην Ελασσόνα στο παζάρι να φέρει τρόφιμα να φάμε; Με χρειαζόταν πολύ ο πατέρας μου, ήμασταν εφτά άτομα οικογένεια. Κι έτσι, εγώ δεν πήγα στο γυμνάσιο, ασχολήθηκα μετά με αγροτικές δουλειές. Το 1941 στην Ελλάδα μπήκαν οι κατακτητές, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Οπότε, εγώ ασχολήθηκα μετά μόνο και μόνο με τις αγροτικές δουλειές. Το 1942 έγινε η εθνική αντίσταση. Εγώ επειδή ήξερα καλά την ιστορία του Κολοκοτρώνη για την εθνική αντίσταση, πήρα αμέσως μέρος στην εθνική αντίσταση σε ηλικία 15 χρονών.
Θέλετε να μου πείτε γι’ αυτό;
Και βοήθησα στην εθνική αντίσταση όσο μπορούσα. Κατατάχτηκα στον εθνικό ΕΛΑΣ, κατατάχτηκα στην πολιτοφυλακή 17 χρονών. Δεν με κράτησαν λόγω μικράς ηλικίας. Μετά γράφηκα στον εθνικό ΕΛΑΣ, ήμουν και στέλεχος της ΕΠΟΝ του χωριού. Τέλειωσε και η κατάσταση. Το 1936, Μάρτιος μήνας, γίνονται εκλογές. Το ΕΑΜ δεν παίρνει μέρος στις εκλογές, το 1946, ναι. Το 1946 γίνονται οι εκλογές. Δεν πήρε μέρος το ΕΑΜ στις εκλογές του 1946, διότι εκατάλαβε των δημοτικών καταλόγων του χωριού των πόλεων, ήταν ακαθάριστοι από το ’36 που έγιναν οι εκλογές μέχρι το ’46 οι πεθαμένοι ήταν όλοι γραμμένοι. Φοβούμενοι το ΕΑΜ μήπως γίνει νοθεία, δεν πήρε μέρος στις εκλογές και για έναν άλλο λόγο… Οι εκλογές που έγιναν το ’46, Το ΕΑΜ διαπίστωσε ότι: Όλοι οι εκπρόσωποι που θα ήταν, στα εκλογικά τμήματα που έχει το κράτος, ήταν όλοι δεξιοί και βασιλόφρονες. Γι’ αυτό ακριβώς το ΕΑΜ πήγαινε από κοντά τις εκλογές. Δεν τα κατάφερε. Ένα χωριό όμως, το Λιτόχωρο Πιερίας, οι κάτοικοι του χωριού εξέλεξαν στο συνεργείο αυτό του εκλογικού τμήματος, δεν έγιναν εκλογές στο χωριό αυτό. Μετά έγιναν… πόσο λες εσύ; Από 10 μέχρι 30% σε χωριά και πόλεις, όχι παραπάνω... Και όμως τις εκλογές τις έβγαλαν με πάνω από 50%, ότι ψήφισαν. Ψεύτικα, αυτό ήταν. Αφού έγιναν εκλογές στο ’46 και πήρε η κυβέρνηση η δεξιά με τους βασιλόφρονες, φτάνει στη χώρα μας ο Άγγλος πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ, πανέξυπνος, πανούργος. Και λέει στην κυβέρνηση της δεξιάς: «Τις εκλογές τις πήρατε πώς τις πήρατε, τις άλλες τις εκλογές δε θα τις πάρετε. Το ΕΑΜ είναι δυνατό, το ΕΑΜ έχει οργάνωση του λαού έχει 80% του λαού, δε θα τις πάρετε τις άλλες εκλογές. Γι’ αυτό ακριβώς κάνετε τι θα κάνετε, τρομοκρατήστε τον λαό του ΕΑΜ για να πάρετε πάλι τις εκλογές. Τι θα κάνετε… Όλους τους αστυνομικούς του ΕΛΑΣ, στείλτε τους για ανάπαυση στα ξερονήσια, δώστε τους ένα μισθό, τρεις μισθούς μπροστά, κλείσ' τους εκεί και μετά από λίγους μήνες θα είναι εκατόμβη εκεί. Τα στελέχη τα πολιτικά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, καλέστε τα στα αστυνομικά τμήματα... ξύλο, βασανισμός και πολλά στελέχη που έχουν παιδιά στο γυμνάσιο και λοιπά, να βάλουν υπεύθυνη δήλωση πως τα παιδιά τους δεν γίνονται δάσκαλοι ή καθηγητές. Έτσι, θα αναγκάσετε τους εαμίτες να βγουν πάλι στο βουνό». Εγώ ο Γκανάτσιος Δημοσθένης, είμαι μάρτυρας να σας πω, πώς και γιατί έγινε ο εμφύλιος πόλεμος. Στο χωριό μας συμφωνήσαμε με ένα δάσκαλο από το διπλανό χωριό, από το Λυκούδι, λέγονταν Αποστολής Παπακωνσταντίνου, να διαβάσει τα παιδιά στο σχολείο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός. Υπηρέτησε στην Αλβανία με το βαθμό του υπολοχαγού, στον ΕΛΑΣ με το βαθμό του λοχαγού. Τώρα ο δάσκαλος μας λέει: «Προσέξτε, άμα δείτε αστυνομικούς, να με ειδοποιήσετε». Μετά από λίγες μέρες ο δάσκαλος, μια μέρα, τέσσερις αστυνομικοί από το Λυκούδι που βρίσκεται το χωριό μας νότια, 4 χιλιόμετρα, έρχεται ομάδα αστυνομικών προς το χωριό. Εκείνη την ώρα ήταν μια ώρα που σχολούσε ο δάσκαλος. Ένας τσοπάνος από κάτω απ’ το χωριό… Ήρθε ο δάσκαλος, δάσκαλε… κατάλαβε ο δάσκαλος, κρύφτηκε. Ο δάσκαλος την άλλη μέρα δεν ήρθαν για να διαβάσει, έφυγε, κλείστηκε. Και από ό,τι μάθαμε δεν κοιμόταν σπίτι, κοιμόταν έξω στα μαντριά. Και μετά από λίγες μέρες πήγε κι αυτός το βουνό. Έτσι άρχισαν οι πρώτες ένοπλες ομάδες. Ένας κάτοικος του χωριού μας, εκπρόσωπος της δεξιάς παράταξης και βασιλόφρων, το ’46 είχε ψηφίσει δεξιά, το λαϊκό κόμμα, ήξερε ότι αυτός θα διοριστεί πρόεδρος της κοινότητας, από το 1946 και μετά. Στην Κατοχή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς. Το ΕΑΜ του χωριού μας τον δίκασε σε θάνατο. Ο γραμματέας του κόμματος αυτού που ήταν από το Λυκούδι κι αυτός, δάσκαλος, Παπακωνσταντίνου Θωμάς, αδερφός του Αποστόλη, του χάρισε τη ζωή, επέμβηκε και του χάρισε τη ζωή. Είπε: «Φτωχός άνθρωπος ας μην τον χαλάσουμε». Τώρα τον Αύγουστο μήνα του ’46, αυτός ο βασιλόφρων ο εκπρόσωπος, ζητάει από έναν κάτοικο του χωριού μας να στείλει τον γιο του, ο γιος του ένα χρόνο από εμένα μεγαλύτερος, ήταν 20 χρονών, στο σπίτι τον ζητούσε. Τον δίνει τον γιο του ένα φτσέλι με νερό κι έναν τρουβά με πίτες: «Θα πας στο αμπέλι του τάδε, θα βρεις δύο ανθρώπους εκεί, δώσ' τα». Πάει… ο Τάκης μας είπε, βρήκε τον Θωμά τον Παπακωνσταντίνου, τον Γραμματέα του ΚΚΕ νομαρχίας της Λάρισας στην Κατοχή, μαζί με τον Θόδωρο Γαλάτη από την Μηλέα, στέλεχος του ΚΚ. Επειδή του χάρισε τη ζωή ο γραμματέας του κόμματος, αυτός θέλησε να συνεργαστεί με το ΚΚΕ, ήθελε να συνεργαστεί με το συγκρότημα Ολύμπου, με τους αντάρτες, έπαιζε ντούμπλεξ. Συνεργάζονταν και με την δεξιά στην Ελασσόνα και με τους αντάρτες. Αυτό έγινε. Το αντάρτικο φούντωσε τέλη του ’46, αρχές ’47. Φλεβάρης μήνας, έρχεται ένας από το συγκρότημα Ολύμπου, λοχίας στρατού, μεγάλης ηλικίας, καταγόμενος από το χωριό Πύθιο Ολύμπου. Ήρθε και μας μάζεψε εκεί στην εκκλησία όλους, μέσα στην εκκλησία και μας λέει: «Δεν τελείωσε ο αγώνας, δεν φτιάξαμε την πολυπόθητη λαϊκή Δημοκρατία, γι’ αυτό ακριβώς ζητήσαμε και πάλι ένοπλες ομάδες. Φτιάξαμε το αντάρτικο, να πάρουμε την εξουσία». Την επόμενη μέρα, τρία στελέχη του ΕΑΜ, ο γραμματέας του ΚΚΕ Γεράνης κι άλλα δύο στελέχη, ένας της πολιτοφυλακής και ένας της εθνικής αλληλεγγύης φύγανε στο βουνό. Και ένας νεαρός, λίγα χρόνια μικρότερος, πήγε κι αυτός στο βουνό, αντάρτης. Αφού αυτοί πήγαν στο βουνό τον Φλεβάρη μήνα του ’47, ήθελαν τα ονόματα όσοι ήμασταν στην ΕΠΟΝ και στο εθνικό ΕΛΑΣ, τα έδωσαν στο αστυνομικό τμήμα του Ολύμπου. Και μας κάλεσαν το Μάρτη μήνα με προσκλήσεις ατομικές τριάντα παλικάρια, νεαροί. Πήγαμε εμείς εκεί, εγώ δεν ήθελα να καθίσω αντάρτης, ο πατέρας μου χάθηκε το ’46, τον Μάρτη μήνα… Και ήμουν ο μεγαλύτερος της οικογένειας, δεν ήθελα να καθίσω. Πήρα ένα πόστο στο κοινοτάρχης ότι θα καθίσω, αυστηρός ο κοινοτάρχης λέει: «Ή εδώ ή εκεί». Κάτι δε μ’ αρέσε αυτό που έλεγε κοινοτάρχης, αλλά ήτανε καπετάνιος του Ολύμπου. Έκατσα και εγώ πόσο [00:10:00]έκατσα, μας στέλνει στην Καρυά. Στην Καρυά, στα Αλώνια Καρυάς, κάναμε μια πρόχειρη εκπαίδευση, ένας αξιωματικός του ΕΛΑΣ, σημεία εκπαίδευσης, τα πρόχειρα. Πώς να οπλίζουμε, πώς να βάλουμε τις σφαίρες στο όπλο, τι είναι η σκοπιά, τι είναι η περιπολία, ώσπου έμαθα τα πρόχειρα αυτά. Μετά από δεκαπέντε μέρες επιστρατεύομαι και από καμιά σαρανταριά από το χωριό την Καρυά, και μας στέλνουν στα Πιέρια, το αρχηγείο εκεί του Ολύμπου και Πιερίων, ήταν στα Πιέρια. Στο δρόμο που ερχόμασταν είδαμε με έναν πολιτικό με καμπαρντίνα γκρι, πολιτικό στέλεχος, δεν ξέραμε, ήταν ο Ζαχαριάδης. Τους δούλευε, ένας Σαμαράς λέγονταν Αθανάσιος, είχε κάνει στο ΕΛΑΣ αυτός... έμπιστο πρόσωπο, αδερφός του γιατρού Σαμαρά και ο αδερφός του, ο γιατρός Σαμαράς, είχε κάνει στο ΕΛΑΣ κι αυτός. Έμπιστο πρόσωπο, συνόδευε τον Ζαχαριάδη, να τον πάμε στο αρχηγείο Πιερίων. Στο αρχηγείο Πιερίων, ο Ζαχαριάδης έφυγε από τον Αλιάκμονα με βάρκα, τον πέρασα με βάρκα από τον Αλιάκμονα, έφυγε για το Γράμμο. Εμείς πήγαμε στο αρχηγείο Πιερίων, ήταν ένα χωριό Σκουτέρνα λέγονταν, της Κατερίνης. Και μας τοποθέτησαν σε διάφορα τμήματα. Εμένα κι έναν άλλον χωριανό μας τοποθέτησαν στο χωριό Μεσαία Μηλιά Κατερίνης, εκεί έμενα. Μέναμε σε ένα χωριό, κάνουμε μια πρώτη εκπαίδευση. Μετά από δεκαπέντε μέρες εκπαίδευση, ο διμοιρίτης, ένας καθηγητής, από την Κατερίνη κατάγονταν, νεαρός καθηγητής μαθηματικών, μου λέει εμένα… Αφού είδε ότι εγώ ήξερα μερικά πράγματα, απαντούσα. Από όλους τους αντάρτες και την διμοιρία, ο μόνος που είχα τελειώσει δημοτικό σχολείο και ήξερα καλά γράμματα. Μου λέει: «Εσύ θα είσαι ακροβολιστής, πρώτος ακροβολιστής της διμοιρίας. Σε μια ομάδα, διμοιρία κι εσύ δίνεις λόχο τάγματος, θα τα καταφέρεις», μου λέει. «Κάτι ξέρω», του λέω. Ονομάστηκα σύνδεσμος λόχου του τάγματος. Εκεί εκπαιδευτήκαμε κάνα δυο μήνες, Απρίλιο-Μάιο. Τον Ιούνιο μήνα γίνονται γενικές επιχειρήσεις στρατού. Ναι μεν οι αντάρτες μάς εκπαίδευσαν εμάς για να φτιάξουμε μεγάλες ένοπλες ομάδες, ο στρατός όμως εκπαίδευσε όλους τους δεξιούς του δημοτικού σχολείου, τους έκανε όλους λοχίες και επιλοχίες και δεκανείς, τους έκανε υπαξιωματικούς. Έτσι, λοιπόν, οι γενικές επιχειρήσεις που ακολούθησε ο στρατός, σ´ όλη την Ελλάδα τους είχε με καλό οπλισμό, εμείς είχαμε λίγο ελαφρό οπλισμό, δεν τους αντισταθήκαμε, πήγαμε και κλειστήκαμε σ’ ένα δάσος να μην μας βρούνε. Κλειστήκαμε κάπου λίγες μέρες, μετά από πέντε-έξι βγήκαμε, κάναμε αλλού λούφα, στο Μαυρονέρι. Μαυρονέρι είναι το ποτάμι, το χωριό λέγεται Μούρνα. Το ποτάμι αυτό κατεβαίνει στην Κατερίνη, σε ένα δάσος. Το τμήμα μας δεν διαλύθηκε, το τμήμα Ολύμπου διαλύθηκε. Ο καπετάνιος αυτός ο Σωτηρίου ήταν βαλτός, ήταν δεξιός. Έκανε μία λοχαγός στο ΕΛΑΣ, ήταν γιος του αξιωματικού στρατού της αστυνομίας. Δε ζούσε ο πατέρας του, ζούσε η μάνα του. Οργανώθηκε στην δεξιά και κατετάγη στο τμήμα Ολύμπου, δεξιός φασίστας, κατάσκοπος. Έφυγε, πήγε στα Πιέρια στο τάγμα, γλίτωσε… Άλλοι δυο αξιωματικοί του δημοκρατικού στρατού δε γλιτώσανε, τους τουφέκισαν και ο Ρίζος έφυγε. Εκεί που ήταν αυτό το τρίτο τάγμα, δώσανε ένα λόχο. Μια μέρα, ο ταγματάρχης του δίνει μία διμοιρία και του λέει: «Πάρε τη διμοιρία αυτήν, πιάσε τον δρόμο επάνω του για την Σκουτέρνα στην Σκουτέρνα από τα ριζώματα, τα δυο χωριά αυτά έχουν φυλάκια στρατού. Θα πιάσεις την φάλαγγα αυτήν δεν ήταν διμοιρένια, ζώα έχει; Θα τα πάρεις όλα». Εντάξει. Πάει αυτός την άλλη μέρα ο άνθρωπος, άφησε, πέρασε ο στρατός και ύστερα είπε στο στρατό λέει: «Είμαστε περικυκλωμένοι, παραδοθείτε». Ήθελε να παραδώσει την διμοιρία. Ο διμοιρίτης τον πήρε χαμπάρι, τον πυροβόλησαν, δεν τον σκότωσαν, έφυγε και πάει στη Βέροια. Το ’48, τον Ιούλιο μήνα, εγώ τραυματίζομαι σε μια μάχη στο Βέρμιο, πιάνομαι αιχμάλωτος. Πιάνομαι αιχμάλωτος, με στέλνουν στο νοσοκομείο Βέροιας. Στο νοσοκομείο Βέροιας μία νοσοκόμα, κατάγονταν από Λάρισα, μου λέει: «Δημοσθένη, είμαι κι εγώ σαν κι εσένα» μου λέει, «μήπως γνωρίζεις τον τάδε στο Βέρμιο; Είναι κουνιάδος μου». «Όχι», της λέω, «Γύρισα από το Βέρμιο εγώ, κατάγομαι από το αρχηγείο Πιερίων, αλλά το όνομα το έχω ακουστά». Την άλλη μέρα έρχεται και μου λέει: «Δημοσθένη, το βράδυ θα έρθει εδώ ένας ψηλού αναστήματος, Θανάση τον λένε, είναι από την οργάνωση του ΕΑΜ, θα τον βάλουμε κρεβάτι δίπλα σου, θα σε ξυπνήσουμε τη νύχτα να μιλήσεις μαζί του». Στο κόμμα ήταν γιατρός, ο γιατρός κατάγονταν από την Ρωσία. Λέγονταν Εγγλέζης, ήταν αριστερός. Ήρθε προτού νυχτώσει, ήρθε αυτός ο Βεροιώτης, εκεί... Κατάλαβα, αυτός είναι, ο γιατρός ήξερε, τον λέει: «Θανάση, τι έχεις;». «Το στομάχι μου», λέει ο Θανάσης. «Α! Βάλτε του ένα κρεβάτι τον Θανάση εκεί και θα τον δούμε αύριο». Ύστερα ξεκινάει και μου λέει: «Δεν μου λες πόσοι είναι, πόσοι πιάστηκαν, πόσοι τραυματίστηκαν;». Ε, τον είπα εγώ πώς έγινε η μάχη κτλ. «Τον Ανέστη», του λέω, «τον γνώρισες;» «Ναι». Λέω ο κοινοτάρχης στον Όλυμπο, είναι εδώ αξιωματικός του υπολοχαγού στην Καρυά. «Άντε ρε του λέω πώς;» «Άντε λέει…». Μετά από μια εβδομάδα ένας πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, ήρθε απάνω στην Βέροια να με δει. «Μπάρμπα», του λέω, «εδώ στη Βέροια είναι ένας υπολοχαγός στα Κάρυα, ο Σωτηρίου που ήταν στον Όλυμπο». «Τι λε ρε;» μου λέει. Ο μπάρμπας μου τον ήξερε αυτόν, ήταν κι αυτός στον Όλυμπο, τον κάλεσαν κι αυτόν με πρόσκληση και είπε τον Σωτηρίου, του λέει: «Έχει κρύο δεν μπορώ να καθίσω στον Όλυμπο», και έφυγε. «Πού είναι;» μου λέει. «Περνάει από δω πέρα το δρόμο και πηγαίνει στη λέσχη αξιωματικών το μεσημέρι». «Α, θα τον βρούμε». Τον φωνάζει ο μπάρμπας μου: «Σωτηρίου, τι είσαι εσύ ρε;» του λέει «Εγώ είμαι φαντάρος, εγώ χακί φοράω, εσύ από πού είσαι;». «Από την Γεράνεια Ελασσώνος, ήρθα στον Όλυμπο και εγώ αντάρτης, δεν έκατσα για την οικογένεια». «Στο νοσοκομείο», λέει, «έχω έναν ανιψιό τραυματίας». «Α, να τον δούμε». Ήρθε με είδε ο Σωτηρίου και μου λέει: «Πότε σε πήραν εσένα;». «Τον Μάρτιο του ’47 με πρόσκληση ατομική». «Να πας σπίτι σου», μου λέει, «θα πάω τώρα στον ταξίαρχο» μου λέει. Με κατάσχεσαν. Μετά από δυόμισι μήνες και εγώ βγήκα από το νοσοκομείο και πήγα στον ταξίαρχο, μου δίνει χαρτί, ύστερα μου είπε, ο ταξίαρχος. «Είπε καλά λόγια για σένα ο Σωτηρίου». Και έτσι εγώ με το χαρτί αυτό δεν πήγα φυλακή, δεν πήγα σε στρατοδικείο, γλίτωσα απ’ όλα με το χαρτί αυτό, σε μένα φέρθηκε καλά. Τέτοιους είχαμε πολλούς στο αντάρτικο και μας κάναν πολλή ζημιά. Παίρνει εντολή ο Φεραίος, ο καπετάν Φεραίος, καταγόμενος από το Βόλο, στον Γράμμο, παίρνει δουλειά το στρατηγείο του Γράμμου να καταλάβει την Κόνιτσα. «Πώς ονομάζεσαι;». «Ονομάζομαι αντάρτης Λέανδρος». Παίρνει το σύνδεσμο ο λοχαγός, στο συνέδριο τον καπετάν αυτό Φεραίο με την ομάδα του στρατηγείου, ένα καλώδιο σταλμένο. «Ο λοχαγός θα σε φέρει και πάλι στο στρατό», ήταν βαλτός ναι, να πώς χάσαμε. Χάσαμε. Επιχειρεί να πάρει την Καρδίτσα ο Δημοκρατικός Στρατός. Την πήρε την Καρδίτσα, δεν μπορούσε να την κρατήσει πολλές μέρες. Επιχείρησε ο ελληνικός στρατός να πάρει την Φλώρινα, δεν μπορεί να την πάρει για να στήσει κυβέρνηση του Δημοκρατικού Στρατού. Δεν μπορεί να πάρει την Φλώρινα, ήταν οργανωμένοι στην οροσειρά, έχασε κι αυτός. Το ’48 το στρατηγείο του Γράμμου παίρνει απόφαση να μαζέψει τις δυνάμεις από διάφορα βουνά να φτιάξουν γραμμή στον Γράμμο, μέτωπο. Ο γνώμες διίσταντο. Ο Πάνος Μορφιάδης, στρατηγός του ΕΛΑΣ και στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού με τον καπετάν Υψηλάντη… Ο Υψηλάντης ήταν ο γυμνασιάρχης του γυμνασίου του Αιτωλίου, ταξίαρχος του ΕΛΑΣ[00:20:00] και αυτός. Οι δυο αυτοί τώρα επιμέναν να μείνουν οι ένοπλες ομάδες στα βουνά να χτυπάνε τις πόλεις, να καθυστερούν στρατό και λοιπά. Οι υπόλοιποι, στην πλειοψηφία των ανταρτών των αρχηγών του Δημοκρατικού Στρατού, στην ουσία νίκησε σε μέτωπα. Κάνει μια επίθεση ο στρατός στους αντάρτες και παίρνουν τον Γράμμο. Κάνουν επίθεση στο ’48 οι αντάρτες και τον παίρνουν τον Γράμμο, τους διώχνουν από τον τόπο, τους παίρνουν φαλάγγι. Στην Αθήνα πολλοί ρώτησαν για τα διαβατήρια να φύγουν στο εξωτερικό. Είπαν, πάει τώρα, αφού οι αντάρτες πήραν τον Γράμμο, γράφουν την Ελλάδα. Τότες η κυβέρνησις κάλεσε από την Αμερική να στείλει τον στρατηγό του ΓΕΣ Αμερικής, στείλαν τον Βαν Φλιτ. Στο αεροδρόμιο τον περιμένει και τον καλωσορίζει ο αρχηγός του ΓΕΣ, του ελληνικού ΓΕΣ, τον καλωσορίζει με αγήματα. Άγημα ναυτικού… ξέρεις τι θα πει άγημα, ε; Άγημα στρατού, άγημα του ναυτικού. Ύστερα σου λέει: «Στρατηγέ, εδώ είναι ο στρατός». Από εκείνη την ημέρα ο ελληνικός στρατός, είναι στρατός της Αμερικής, όχι ελληνικός στρατός, από εκείνη την ημέρα. Η Αμερική τους άφησε έτσι, τους παραδώσανε την χώρα μας, στείλανε αεροπλάνα Β52, στο Γράμμο ρίχνανε βυτία με βενζίνη, σπάζανε, πέφτανε κάτω. Μετά τα αεροπλάνα τα βολιδούσαν βλήματα που φλέγονταν και κάηκε ο Γράμμος. Οι αντάρτες πού να πάνε; Να κρυφτούν πού; Στο σερβικό και στο αλβανικό έδαφος. Α, την εποχή εκείνη ήρθε παρεξήγηση ο Τίτο της Σερβίας με τον Στάλιν της Ρωσίας. Ο Ζαχαριάδης που ήταν στο Γράμμο είχε παρεξήγηση με τον Τίτο. Ενώ μας φυλάγανε Σέρβοι, μας έδωσαν οπλισμούς οι Σέρβοι, ο Ζαχαριάδης μάλωσε με τον Τίτο. Μας κόβει από τις μπάντες, μας κόβει την γραμμή, δε μας συμφέρει τώρα ο Τίτο. Επιχειρεί τώρα να καταλάβει το Καρπενήσι. Το πήρε το Καρπενήσι, το κράτησε 18 μέρες, αλλά το Καρπενήσι δεν προσφέρονταν για διακυβέρνηση του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν κοντά στην Αθήνα. Έκατσε στο Καρπενήσι 18 μέρες, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Κι έτσι δεν έκανε κυβέρνηση ο Δημοκρατικός Στρατός, δεν μπόρεσε να πάρει αεροπλάνα. Πήγε Δεκέμβριος μήνας του 1947, είμαι ομαδάρχης και φυλάγω τις βάρκες στον Αλιάκμονα, εκεί που έγινε το φράγμα σήμερα αν ξέρεις, ξέρεις πού είναι το φράγμα;
Ξέρω, ναι, ξέρω…
Ένα χωριό λέγεται Πολύφυτο, κάπου εκεί είχαμε φυλάκιο, είχαμε βάση τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού. Εγώ, επειδή είχαν το όνομά μου, έκανα στέλεχος του ΕΑΜ, του ΕΠΟΜ, με εμπιστεύτηκαν το φυλάκιο αυτό. Και με τις βάρκες που φυλάγαμε, περνούσαμε τις αποστολές. Έρχεται και μου λέει ο ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού Λιακόπουλος, ένας πανέξυπνος, ψύχραιμος αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού. Και μου λέει: «Εσείς οι δυο οι ομάδες που είστε εδώ, να βγείτε έξω από τις καλύβες, θα σας φέρω τα κλαδιά στο χιόνι. Επάνω στο χιόνι θα μπούνε μέσα δεκαέξι αξιωματικοί, δραπέτευσαν από τα νησιά, μεταξύ αυτών πέντε είναι αεροπόροι. Θα πάνε πάνω στον Γράμμο, θα πάνε στις κομμουνιστικές χώρες να μας φέρουν αεροπλάνα». Είχαμε ξυπνήσει, τη νύχτα φύγανε, αυτοί νύχτα φύγαν, φτάνουν στο Γράμμο. Φτάνουν στο Γράμμο, μεταξύ τώρα συνταγματάρχης Παπαγιάννης Στέφανος, συνταγματάρχης πυροβολικού ήταν στον ΕΛΑΣ, τον κατσάδιασε τον Ζαχαριάδη. «Βρε Ζαχαριάδη», του λέει, «τι αρχηγός είσαι; Μας είπες να πάμε στα νησιά τρεις μήνες για ανάπαυση, γιατί μας άφησες και πήγαμε εκεί; Όταν ήμασταν κρατούμενοι εκεί, τρομάξαμε να ξεφύγουμε». Αυτοί ήταν δεκαεφτά, οι δεκαφτά έφυγαν στη Χαλκίδα, πέρασαν την έδρα, τραυματίστηκε ένας, κρύφτηκε μια βδομάδα, τον βρήκαν, τον σκότωσαν. Πέρασαν Κίσσαβο, Όλυμπο, Πιερία και ήρθαν εκεί. Αφού ο ταγματάρχης τώρα λέει τον Ζαχαριάδη: «Ζαχαριάδη, γιατί μας είπατε, Ζαχαριάδη, ότι θα μας παίρνατε από κει. Δε μας πήρατε». Χαμπάρι ο Ζαχαριάδης... «Καλός αρχηγός είσαι, δε σέβεσαι τον αρχηγό» λέω εγώ. Μετά από λίγους μήνες, έγινε παρεξήγηση μεταξύ Ζαχαριάδη και άλλων αρχηγών του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Ζαχαριάδης κλείστηκε φυλακή στη Ρωσία. Πριν όμως, το Κομμουνιστικό Κόμμα, πολύ αργότερα, αναφέρει και λέει ότι: ο Ζαχαριάδης απεβίωσε και είναι κομμουνιστής. Δεν ήταν κατάσκοπος, δεν ήταν εχθρός του ΚΚΕ. Απεβίωσε με το να είναι κομμουνιστής. Έτσι λέει το ΚΚΕ, έτσι διάβασα εγώ και έτσι είναι. Στο αντάρτικο αυτό… Εγώ ονομάστηκα σύνδεσμος, δίνω μια μάχη στην Μεσαία Μηλιά. Με φωνάζει ο λοχαγός, λέει: «Κατάγομαι από το Λιτόχωρο», δάσκαλος ήτανε από το Λιτόχωρο. Κι αυτός ήταν αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού. Πάω στον συνταγματάρχη, μου λέει ο συνταγματάρχης: «Κάτι μου είπε ο λοχαγός ότι εσύ είσαι σύνδεσμος λόχου τάγματος». «Ναι», του λέω. «Ξέρεις μερικά πράγματα». «Κάτι ξέρω», λέω εγώ. «Θα συνδέσεις με το λόχο ασύρματο», από τα Χάσια ήταν ένας λόχος, «θα τον συνδέσεις στον τόπο της μάχης που θα δώσουμε απόψε στην Μεσαία Μηλιά;». «Ναι». «Ξέρεις πού είναι;». «Ξέρω πού είναι. Είναι στο αμπέλι του Χαντόλια, στο σπίτι του Χαντόλια είναι το φυλάκιο στρατού». «Α, πώς το ξέρεις αυτό;», μου λέει. «Κατοικήσαμε στο χωριό αυτό κάμποσους μήνες και ξέρω το σπίτι αυτό…». «Α, ωραία. Από πού θα τους πας», μου λέει. «Θα τους κατεβάσω απ' την Καρυδιά, από το μονοπάτι της Καρυδιάς και θα τους πάω ακριβώς εκεί». Πέτυχα το σκοπό μου, τον πέτυχα το σκοπό. Την άλλη μέρα με οδηγεί στον αξιωματικό του Δημοκρατικού Στρατού. «Τι έκανε ο σύνδεσμος; Δούλεψε καλά ο σύνδεσμος;» «Πολύ καλά ο σύνδεσμος». Με καλούν την άλλη μέρα, μόνο μία ομάδα σε μία προτόπα, έξω από το λόχο, ήταν καμιά εικοσαριά όλοι, όλοι οι αντάρτες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, επιτελάρχες και μου λένε: «Γκανάτσιο, θα είσαι και κομματικό μέλος από δω και πέρα». Αργότερα ήμουν με μια ομάδα στο Λιβάδι. Στο Λιβάδι δώσαμε μια μάχη και είχαμε επιτελάρχη τάγματος τον Χρήστο Καραμούλα από τον Σπαρμό Ελασσόνας. Ο Χρήστος Καραμούλας ήταν διετής φοιτητής οδοντιατρικής. Μετά από το Λιβάδι πήγαμε στο Λιτόχωρο, να δώσουμε μάχη στο Λιτόχωρο. Πήγαμε κάτω από το Λιτόχωρο. Απ' τη γραμμή την σιδηροδρομική, καταλήξαμε δυο χιλιόμετρα νότια του Λιτόχωρου, στα αμπέλια Λιτόχωρου και κάναμε λούφα. Ο λόχος, δυο λόχοι των Πιερίων. Βρήκαμε κι έναν λόχο αντάρτες εκεί το βράδυ, αφού κάτσαμε λούφα εκείνη την ημέρα. Το βράδυ, λίγο προτού νυχτώσει: «Ετοιμαστείτε για πορεία». Κατάλαβα, θα έχει μάχη εκεί απάνω. Ένας λέει: «Μπελάς Δημοσθένης». «Εγώ είμαι» του λέω «Τι με θέλεις;». «Σε θέλουνε οι αξιωματικοί» μου λέει. «Είμαι με την ομάδα» μου λέει «Άσε, θα μιλήσουμε εμείς». Πάμε στους αξιωματικούς… «Είσαι σύνδεσμος, ξέρεις πού είναι το Λιτόχωρο;». «Όχι, δεν ξέρω, γεωγραφικά ξέρω πού είναι, αλλά αυτή την ώρα που δεν φαίνεται, δεν ξέρω πού είναι από δω». Μου λέει ένας Λιτοχωρίτης, λέγονταν Παπαγεωργίου Νίκος, λοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού, μου λέει: «Ξέρεις πού είναι το Λιτόχωρο; Όπως είμαστε εδώ, βόρεια δύο, στα δυο χιλιόμετρα είναι το Λιτόχωρο και μετά είναι ο Όλυμπος». «Α, κατάλαβα τώρα», του λέω. «Εκεί. Εντάξει με το μέρος θα μπορέσεις να συνδέσεις τον λόχο, όπως τον άφησες στον τόπο της μάχης». Μάχη δώσαμε εκεί πέρα κάτω από το Λιτόχωρο. «Κατάλαβα», του λέω, «θα μας συνδέσεις με το λόχο». Μπροστά ο λοχαγός, κοντά εγώ, όλο κοντά από το λοχία. Πήγαμε στο Λιτόχωρο, ο Παπαγεωργίου μπήκε από ένα στενό να πλευροκοπήσουν τον στρατό, τον είδα αλαφιασμένο, τον σκότωσαν το Νίκο. Με φωνάζει ο ταξίαρχος, «Ο Δημοσθένης, ο σύνδεσμος». Πάω εγώ εκεί.[00:30:00] «Τρέξε γρήγορα να φέρεις τον άλλο λόχο εδώ, πώς να φύγουμε από εδώ, ο άλλος σφάχτηκε». Μπακαλώντας μπήκαμε στο χωριό, ήταν καμιά 50-60 μέτρα το χωριό μακριά από τον Νίκο, μπήκαμε στο χωριό τώρα, ασφάλεια είναι. Βγαίνω στο κέντρο του χωριού και βγαίνω πάνω σε ένα σταυροδρόμι. Στο σταυροδρόμι που πήγα εγώ επάνω, όπως πήρα έναν ασύρματο, ήρεμα, σβάρνα. Ήταν μια βίδα μπερδεμένη και έσκασε χειροβομβίδα στην ομπρέλα, δε με πήρε εμένα, έπεσε κάτω από την ομπρέλα. Έπεσα κάτω, συνήλθα, ζύγισα το μέρος, βρήκα ακριβώς πού ήταν ο λόχος, το σύνδεσα μέσα στο λόχο, τον πήγα στην θέση. Δεν πετύχαμε να κερδίσουμε τη μάχη, πήγαμε στα Πιέρια. Στον Όλυμπο, μετά πήγαμε στα Πιέρια. Ο ταγματάρχης τι γυρνάει και μου λέει: «Θα φύγεις σήμερα εσύ, με δώδεκα παιδιά από εδώ θα πάτε για το Γράμμο για την λέσχη αξιωματικών». Φύγαμε, περάσαμε τον Αλιάκμονα, πήγαμε στο Βέρμιο, δεν ξέραμε το μέρος, ήμασταν δέκα παιδιά από το αρχηγείο Πιερίων και δέκα παιδιά απ’ το Βερμίου. Δεν ξέραμε το μέρος, πέσαμε σε ενέδρα, μας πιασαν αιχμαλώτους. Στη μάχη με γλίτωσε ένας συναγωνιστής, ήμασταν μαζί στην ΕΠΟΝ, μαζί στον εθνικό ΕΛΑΣ. Κατάγονταν από ένα χωριό της Ελασσώνος, από την Συκιά καταγόταν, όχι απ' το Μαγούλα. Ήτανε τότε φοιτητής ιατρικής αυτός. Ήταν διετής φοιτητής της ιατρικής και υπηρετούσε στρατιώτης. Με γνώριζε από τον εθνικό ΕΛΑΣ και από την ΕΠΟΝ, εγώ δεν τον γνώριζα, αυτός με γνώριζε. Κατάφερε και με γλίτωσε.
Με ποιον τρόπο σάς γλίτωσε;
Την άλλη μέρα, με παίρνει ο αντάρτης συνταγματάρχης της ταξιαρχίας που πιάστηκα αιχμάλωτους: «Ρε ταγματάρχη της ταξιαρχίας… δε γράφει μέσα που πιάστηκα αιχμάλωτος με το όπλο στα χέρια, στα κομάντος που πηγαίναμε στο Γράμμο;». Γράφει το χαρτί μέσα: «Ο Γκανάτσιος Δημοσθένης είναι αυθορμήτως προωθητής συμμορίας…». Με το χαρτί αυτό εγώ ξέρεις τι φυλακή μπορούσα να πάω, τι εξορία. Φαίνεται αυτός ο αξιωματικός ήταν δημοκράτης, ή και κομμουνιστής θα ήτανε. Πλην όμως, τον Γενάρη μήνα του ’48 σκοτώθηκε στο πάρκο της Ναούσης, τον σκότωσαν αντάρτες, το είδα στην εφημερίδα. Πήγα στο πάρκο να τον δω, το μνημείο του. Ήμουν στο νοσοκομείο Βέροιας, τότες, νοσηλευόμουνα ακόμα. Όχι, είχα βγει από το νοσοκομείο και καθόμουνα εκεί. Ένα βράδυ ήμασταν 32 στρατιώτες, οι στρατιώτες κομμουνιστές με τάιζαν, μου ’διναν και λεφτά, ήταν στο ΕΛΑΣ στρατιώτες κι αυτοί. Ένας υπολοχαγός στρατού μου λέει: «Τι τρώγατε στο βουνό εκεί στο Βέρμιο;». «Τρώγαμε πατσά». Μου λέει: «Τι λες μωρέ, πατσά εσύ;». Πήρα μια κατσάδα, να, ο Σωτηρίου εκεί. «Συνάδελφε», του λέει, «αν οι αντάρτες είχανε βγάλει ένα ξύλινο αεροπλάνο προκηρύξεις αν πετούσαν θα παραδινόμασταν. Πού θα κρυβόμασταν εμείς; Αυτοί κρυβόντουσαν μέσα στα δάση… Πού θα κρυβόμασταν εμείς;». Τώρα να μη σε πω τα δικά μου παραπάνω. Το ’49, τον Αύγουστο του ’49, το αρχηγείο είδε ότι αποδεκατίστηκε ο Δημοκρατικός Στρατός. Πολλά παιδιά φύγανε, κουράστηκαν, τους έφαγε η ψείρα, η πείνα, οι κακουχίες κι έφυγαν. Άλλα παιδιά πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Αφού δε βγήκε ο Δημοκρατικός Στρατός, πήρε απόφαση να διαλυθεί και φύγανε σε ξένες χώρες σοσιαλιστικές. Αυτή είναι ιστορία του εμφυλίου πολέμου.
Θα ήθελα όμως να σας ρωτήσω σε σχέση με το Βέρμιο, που μου είπατε ότι ήσασταν αιχμάλωτος…
Α, πιάστηκα επάνω στη μάχη. Απευθείας πήγα στο νοσοκομείο Βέροιας, εγώ κρύφτηκα κάτω από ένα βράχο. Αυτός ο λοχίας, αυτός ο γνωστός συναγωνιστής ήταν λοχίας. Ο λοχίας με κάλεσε να παραδοθώ. Σήκωσα το ένα χέρι, το άλλο το ’χα λαμπαδιάσει, το άλλο το χέρι ήταν τραυματισμένο. Πήγα εκεί. «Από που είσαι;», μου λέει. «Από την Ελασσόνα». «Κάτσε εδώ…»
Τραυματιστήκατε; Είχατε τραυματιστεί;
Είχα τραυματιστεί, βέβαια. Μετά από καμιά ώρα με ’δέσαν το τραύμα ο γιατρός του στρατού με έδεσε το τραύμα και λέει ένας νεαρός γιατράκος και λέει: «Θα κοπεί το χέρι». «Όχι», λέει ο γιατρός, ο αρχίατρος. «Όχι, δεν κόβεται το χέρι. Θα γίνει το χέρι του καλά» λέει. Με πήρανε εκεί, με έριξαν σ' ένα αμπρί, ήταν ακόμα ένας αντάρτης με σπασμένο το πόδι εκείνος, άλλος αντάρτης, εκείνος ο αντάρτης ήταν στο ΕΛΑΣ. Μας δέσανε χέρι με χέρι, ξενέρωσα, με πήραν ανάκριση και ο ταγματάρχης έγραψε καλά λόγια.
Για τη μάχη στο λιβάδι και τη μάχη στο Λιτόχωρο θα ήθελα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Θα μου πείτε πώς το βιώσατε εσείς;
Εγώ νόμιζα πως είχαμε δυνάμεις να πάρουμε τη μάχη του Λιτοχώρου, αλλά ήταν γερά οχυρωμένος στρατός με γερό οπλισμό και έτσι εμείς δεν είχαμε γερό οπλισμό και δεν αντέξαμε.
Σκοτώθηκαν άτομα εκείνη την ημέρα;
Δεν ξέρω άτομα, μόνο το λοχαγό ξέρω, τον λοχαγό τον Ματαπά, τον οποίο οι αντάρτες τον πήραν από κει, τον θάψανε έξω από το χωριό. Άλλα θύματα δικά μας δεν ξέρω, δε γνωρίζω.
Εσείς είχατε όπλο μαζί σας;
Βεβαίως, είχα όπλο εγώ περασμένο στη μέση και μια χειροβομβίδα.
Μάλιστα. Οπότε, εσείς πόσο καιρό κάνατε στο Δημοκρατικό Στρατό;
Από Μάρτιο μήνα ’47 μέχρι τον Ιούλιο μήνα ’48. Τότε έκανα αντάρτης, αυτές χρονιές. Να σε πω τώρα και ακόμα ένα…
Να μου πείτε.
Ο λαός της Αθήνας και οι κομμουνιστές Αθηνών, οι Εαμίτες των Αθηνών μάζεψαν πολλά λεφτά, τα έστειλαν στην Αγγλία σε ένα εργοστάσιο να αγοράσουμε όπλα, πολλά όπλα και μεγάλα όπλα. Τα χρειαζόντουσαν τα όπλα στο βουνό… Όντως, τιραμόλα, βαριά πολυβόλα όπλα. Τι είναι εκείνο που, το οποίο αυτό δεν πήγε να ξεφορτώσει στην Αυλώνα, στο λιμάνι της Αλβανίας, πήγε να ξεφορτώσει στην Κυλλήνη. Ξέρεις που είναι Κυλλήνη; Λιμάνι είναι η Κυλλήνη, είναι καμιά 19 χιλιόμετρα απάνω από την Πάτρα, από την Πάτρα εκεί είναι η Κυλλήνη και έχει και λουτρά στην Κυλλήνη. Να βγει εκεί το πλοίο, να περάσουν οι αντάρτες να πάρουν τα όπλα. Πήγε όμως ο στρατός, που πήρε χαμπάρι… Ή το μυστικό προωθήθηκε από το εργοστάσιο εκεί, από την Αγγλία. Ή αεροπλάνο είδε το πλοίο και διαπίστωσε το αεροπλάνο ότι δεν έχει άδεια διέλευσης το πλοίο στην ελληνική θάλασσα. Έδωσε σήμα και ο στρατός, περίμενε το πλοίο αυτό, έξω απ' το λιμάνι της Κυλλήνης. Οι αντάρτες δεν μπόρεσαν, έχω τη γνώμη ’γω τώρα, με την πείρα τη δική μου. Εάν τα όπλα αυτά ξεφορτώνονταν σε λιμάνι της Αλβανίας, κατάφερναν απ’ την Αλβανία με όπλα, με αυτοκίνητα στα σύνορα της Αλβανίας, οι αντάρτες με τον οπλισμό αυτόν θα κυρίευαν την Ελλάδα. Να μια ατυχία και μια ατυχία μεγάλη που είχαμε, μεγάλη ατυχία. Ο αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Δημήτρης Γληνός, ο οποίος βγήκε βουλευτής το ’46 ΚΚΕ και ήταν στο ΕΑΜ, αυτός έγραφε τι είναι το ΕΑΜ, τον στείλανε εξορία κι αυτόν. Αυτός δραπέτευσε από τα νησιά τον Μάιο-Ιούνιο 1941. Δραπέτευσε, ήρθε στην Αθήνα, ήρθε στον Πειραιά, έδωσε ραντεβού, μετά από μια βδομάδα να συναντηθούν στο τάδε σπίτι μιας γυναίκας… Δεν ξέρω αν ήταν της… Ξέχασα το όνομα. Στης γυναίκας το σπίτι κλειστήκανε εκεί, τρία μερόνυχτα. Η ομάδα που είχε αυτός, ο Γληνός… κλείστηκαν κανά δυο-τρεις μέρες στο σπίτι αυτό και πήραν την απόφαση να κάνουν επανάσταση όπως οι πρόγονοί μας το 1821. Αυτός όμως ο Γληνός πέρασε κακουχίες, προσβλήθηκε [00:40:00]από σκωληκοειδίτιδα και πάει το Φλεβάρη μήνα σε ένα Ιατρείο να κάνει την εγχείρηση, απεβίωσε πάνω στην εγχείρηση. Γράφει ένα στέλεχος του ΚΚΕ αργότερα... Το στέλεχος του ΚΚΕ, αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού, στην ηλικία μου, καταγόμενος από την Καρδίτσα, έγινε επαναπατρισμός, αυτός διορίστηκε πρόεδρος του Συλλόγου Εθνικής Αντίστασης της Καρδίτσας. Γράφει και λέει... Είναι ποιητής έγραψε πολλά ποιήματα αυτός, πολλά ποιήματα. Γράφει και λέει: «Αν ο Δημήτρης Γληνός θα ζούσε, θα ήταν αυτός πρόεδρος της κυβέρνησης του ΕΑΜ και δεν θα τους γελούσε ο Τσόρτσιλ τους Έλληνες, την ελληνική κυβέρνηση. Τον έλληνα πρωθυπουργό Δημήτρη Γληνό δεν θα μπορούσε να τον γελάσει ο Τσόρτσιλ. Ο Δημήτρης Γληνός ήταν πρύτανης Πανεπιστημίου με πολλές γνώσεις. Να μια ατυχία που έχασαν… οι αρχαίοι έλληνες με τον Μεγαλέξανδρο… και χάσαμε την εντολή, χάσαμε κι εμείς στην εθνική αντίσταση, γιατί χάθηκε ο Δημήτρης Γληνός».
Μάλιστα. Εγώ όμως θέλω να μάθω για εσάς, όταν ήσασταν αντάρτης εσείς πώς νιώθατε, υπήρχε φόβος όταν είχατε το όπλο μαζί σας;
Καθόλου φόβος, είχα δώσει όρκο στον εαυτό μου και έλεγα «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς». Ή θα κερδίσουμε ή θα ηττηθούμε. Ε, εγώ τραυματίστηκα, είχα την τύχη και ο Σωτηρίου με βοήθησε και ο ταγματάρχης με βοήθησε. Έδιωξε την μπόρα και ζω και είμαι σήμερα 97 ετών.
Μπράβο, να ζήσετε, να ζήσετε! Όταν επιστρέψατε από αντάρτης και ήρθατε στο χωριό, ο εμφύλιος συνεχιζόταν;
Θα σου πω… Αφού έφυγα, βγήκα απ’ το Νοσοκομείο και με τάιζαν κάμποσους μήνες οι στρατιώτες εκεί. Ζήτησα δουλειά από τον δήμαρχο και μου λέει ένας Βεροιώτης: «Όχι, θα πας στο νομάρχη να βρεις δουλειά». Πάω στο νομάρχη και του λέω: «Εγώ δεν μπορώ να πάω στο χωριό, είναι ανταρτοκρατούμενο» του λέω, έπρεπε να ζήσω, να δουλέψω. «Θα συμφωνήσω», λέει ο νομάρχης, αλλά έχει μια εγκύκλιο που λέει: «Στα Δωδεκάνησα ιδρύθηκαν σχολές, κρατικές σχολές τσάμπα, θα μάθεις τέχνες, θα περάσει η μπόρα, θα πας στο χωριό σου μετά», μου λέει. Έφυγα, πήγα στα Δωδεκάνησα εγώ, στο νησί Λέρο. Στη Λέρο, στην Κω, στην Κάλυμνο και στη Ρόδο ήταν σχολές. Εκεί οι Ιταλοί άφησαν πολλά οικήματα. Πολλά οικήματα… Α, στα οικήματα αυτά μείναμε εμείς. Επειδή ήμουν νεαρός τραυματίας κιόλας, έγινα δεκτός στο γυμνάσιο της Λέρου. Ήρθα, πήγα στο γυμνάσιο, τζάμπα ήταν κιόλας, φωνάζει και λέει το μεγάφωνο της σχολής: «Όσοι έχουν τελειώσει δημοτικό σχολείο, μπορούν να γραφούν στο γυμνάσιο εδώ της Λέρου, που είναι το παράρτημα της σχολής Λέρου, συνεργάζεται με το γυμνάσιο της Λέρου». Πήγα, γράφτηκα. Τελείωσα δύο τάξεις του Γυμνασίου. Καθηγητές είχα κομμουνιστές κι έμαθα πολλά γράμματα εγώ εκεί, πολλά γράμματα. Ένας καθηγητής μαθηματικών εκεί μας λέει: «Η Γερμανία είχε μεγάλη τεχνολογία, η Γερμανία πριν κλείσει τον πόλεμο, έκανε μια μεγάλη πολεμική τεχνολογία, έκανε τανκς, έκανε άνθρωπο ρομπότ που βάδιζε έτσι όπως περπατάμε εμείς, με σίδερα φτιαγμένο, έκανε πολλά». Μια μέρα λέω εγώ εκεί τα παιδιά, λέω: «Από τους Θεσσαλούς μόνο εγώ στο γυμνάσιο κάνας άλλος, κανένας άλλος Θεσσαλός, πολλά παιδιά στο σχολείο κανένας Θεσσαλός». Πελοποννήσιοι πολλοί… Λέω στους Πελοποννήσιους θα πω τον καθηγητή αυτοί οι μηχανικοί που είχαν την τεχνολογία αυτήν που βρίσκονταν. «Κύριε καθηγητά» του λέω «που βρίσκονται αυτοί οι μηχανικοί μεγάλης τεχνολογίας Γερμανοί;» «Οι πιο πολλοί είναι στην Αμερική και στην Ρωσία. Στη Ρωσία υπάρχει ένας ρώσος τεχνίτης μηχανικός, μεγάλος μηχανικός, λέγεται Stephenson, έχει μάτια γυαλιστερά, αυτός με την ομάδα αυτών σε μια πενταετία μας λένε τα περιοδικά που γράφουνε, σε μία πενταετία θα πετάξουν τα αεροπλάνα στο διάστημα». Σε μια πενταετία εγώ βρέθηκα να είμαι στη Λάρισα στην Τετάρτη Λάρισας, ξέρεις που είναι Τετάρτη, ε; Πάνω από την εκκλησία στην εκκλησία του Αχίλλειου, εκεί γινόταν η λαϊκή. Εγώ πουλούσα αυγά και κοτόπουλα, μάζευα χωριάτικα και είχα το εμπόριο αυτό, αφού τον Αύγουστο του ’50 γύρισα στο χωριό.
Είχε τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος;
Ναι, βέβαια...
Το ’50 είχατε πάει στα νησιά που είπατε…
Ναι, ακριβώς τελείωσε ο εμφύλιος το ’49. Εγώ γύρισα το ’50 εδώ, μετά από ένα χρόνο, έτσι;
Στα νησιά που πήγατε, δουλεύατε;
Όχι, σε σχολές τεχνικές, μαθαίναμε τέχνες, καθόλου δουλειά, τέχνες και γράμματα. Το πρωί πήγαινα στην τεχνική σχολή και το απόγευμα πήγαινα στο γυμνάσιο.
Ήσασταν τραυματίας, μου είπατε.
Ήμουν τραυματίας στο χέρι, ναι. Το τραύμα αυτό, ήμουν τυχερός από όλους, είναι εξωτερικό τραύμα, δεν υπέφερα καθόλου. Με την κυβέρνηση Τζανετάκη δικαιώθηκα και πήρα σύνταξη αναπηρική. Και τώρα παίρνω δυο συντάξεις, η μία είναι του ΟΓΑ και μια αναπηρική. Εκεί γράψαμε στην αρχή ότι είμαι μαρξιστής κομμουνιστής;
Ναι, ναι, τα έχω κάνει ηχογράφηση όλα όσα έχετε πει.
Και το όνομά μου έτσι;
Εννοείται.
Ναι, και είμαι κομμουνιστής μέχρι και σήμερα στα 97. Προσφέρω και οικονομικά στο κόμμα, προσφέρω οικονομικά και στο στους ήρωες της εθνικής αντίστασης. Ναι, προσφέρω συνέχεια, μέχρι για όσο ζω θα προσφέρω και οικονομικά όταν έχει ανάγκη και το κόμμα και ο σύλλογος. Έχουν ανάγκη από οικονομικά.
Θέλω να σας ρωτήσω όμως, πριν φύγετε με τους αντάρτες, η κατάσταση εδώ στο χωριό ποια ήταν;
Θα σου πω. Μια κατάσταση άσχημη, οι νεολαίοι μεταξύ μας βριζόμασταν, χτυπιόμασταν με κλωτσόβεργες, αγράμματοι, αστοιχείωτοι, πέρα για πέρα άσχετοι, άγνοια κοινωνίας πέρα για πέρα, τελείως άθλιοι. Εγώ διέφερα από όλους εδώ πέρα, είχα πατέρα καλό. Ο πατέρας μου με έμαθε να μην κλέβω. Όλοι οι άλλοι έκλεβαν. Το κλέψιμο… έκλεβαν μποστάνια, έκλεβαν αμπέλια, έκλεβαν απ’ όλα. Φρούτα, μπαχτσέ ρήμαζαν, έκλεβαν όλα τα παιδιά, κούκλες καλαμπόκι, και τα λοιπά. Εγώ δεν έκλεβα. Διέφερα από όλους. Δεν έκλεβα. Όταν έγινε το ΕΑΜ, ο μόνος, κανένας άλλος νεολαίος στην ηλικία μου. Ο μόνος που πήρα μέρος στο ΕΑΜ, γράφοντας στην ΕΠΟΝ, η ΕΠΟΝ η οργάνωση. Αυτό το κακό που είχαμε εμείς οι νεολαία στο χωριό, άσχετοι, αγράμματοι, αστοιχείωτοι, στην οργάνωση του ΕΑΜ, μέσα σε λίγους μήνες, γινήκαμε αδέλφια. Όλοι μάθανε μερικά πράγματα, γινήκαμε όλοι αδέλφια. Τα κορίτσια σε μια κόχη, σε ένα δωμάτιο, τ’ άλλα στην άλλη μεριά, σχεδιάζαμε και μιλούσαμε πώς να διώξουμε τον κατακτητή και να φτιάξουμε την δημοκρατία στην Ελλάδα. Και ένα τραγούδι που βγάλαμε τότε, έβγαλε δε θυμάμαι ποιος ποιητής το έβγαλε, το τραγούδι αυτό, λέει το εξής: Της νέας γενιάς είμαστε εμείς το πιο κρυφό καμάρι... Αυτό γράφεται μέσα;
Ναι πείτε το, Πείτε το…
Που ανοίξαμε τον δρόμο μας, Ελλάδα μας, στις 20 Φλεβάρη Ω Ελλάδα μας γλυκιά, δημοκρατία λαϊκιά, εμπρός παιδιά Ω Ελλάδα μας γλυκιά, δημοκρατία λαϊκιά Δημοκρατία του λαού για μια ζωή καινούργια, δημοκρατία του λαού για μια ζωή καινούργια, δίχως πολέμους και φωτιές, Ελλάδα μας, με ύμνους και τραγούδια.
Μάλιστα, πολύ ωραίο! Και αυτό τραγουδούσατε όλοι μαζί οι αντάρτες;
Ναι, ναι, από τα πρώτα τραγούδια που είπαμε στο ΕΑΜ ήταν το εξής… να πω και το τραγούδι εκείνο; Να πω…
Εννοείται!
Ο φασισμός δουλώνει την πατρίδα, την υποβάλλει σε εξευτελισμούς σε πείνα, γύμνια και κατατρεγμούς με θάρρος εμπρός στον αγώνα, βαδίστε για την λευτεριά χτυπάτε, συντρίψτε και δώστε τον σκλάβο λαό λευτεριά. Λευτεριά, πανώρια κόρη κ[00:50:00]ατεβαίνει από τα όρη, άιντε και χορεύει και φωνάζει και όλο λευτεριά ζητάει και φωνάζει ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, φωνή λαού, που φτάνει ως τα άστρα του ουρανού. Πέστε το πουλιά κι ανέμοι, τώρα ο τύρρανος ας τρέμει. Πού θα πας, βρε βασιλεία, έρχεται λαοκρατία.
Μάλιστα! Πολύ ωραίο!
Ο Βάρναλης, ο Κώστας Βάρναλης πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση. Λέει ένας στίχος του: Η εθνική αντίσταση ήταν τέκνο της οργής και τέκνο της ανάγκης. Πράγματι. Μπήκαν οι Γερμανοί στην χώρα μας, μετά από μία βδομάδα έρχονται στο χωριό δύο Γερμανοί με μια μοτοσικλέτα βάρκα, εγώ ήμουν στην πλατεία του χωριού, πολλοί κάτοικοι του χωριού, στην πλατεία όλοι. Είχε βρέξει εκείνη την μέρα και τα ζώα και τα γελάδια του χωριού πότιζαν χωράφια, γελάδες και λοιπά τα είχανε στον μεριά. Εδώ όπως μπήκατε στο χωριό αριστερά, είναι ένας μεριάς, βοσκότοπος και τα γελάδια εκεί. Οι Γερμανοί πάνε προς τα εκεί στα γελάδια. Οι κάτοικοι του χωριού βλέπουν πάνω κάτω για να δω τι θέλουν οι Γερμανοί, ήθελαν να πάρουν ένα βόδι, ορμάν και πιάνουν ένα βόδι, να το ρίξουν κάτω, να το σφάξουνε, να το βάλουνε πάνω στο καρότσι να το πάρουν. Ο κάτοικος του χωριού πήγε εκεί, βλέπει το Γερμανό, σαν σαλτάρει και του δίνει μία τον Γερμανό, τα πάντα αψήφησε. Οπλισμένος ο Γερμανός, ε, κάτω ο Γερμανός, έφαγε τα μούτρα του. Ο κόσμος τότε πιάνει το πιστόλι τον κυκλώνουν οι χωριανοί, ε, του λέει: «Τι πας να κάνεις;». Να τι λέει ο Βάρναλης. Αυτός ο κάτοικος, αν τον παίρναν το βόδι οι Γερμανοί, θα πέθαινε η οικογένειά του από την πείνα, δε φυτεύαν τα χωράφια. Γι’ αυτό ο Βάρναλης έχει δίκιο που λέει: τέκνα της ανάγκης και τέκνα της οργής. Λέει ακόμα ένα ο Βάρναλης, να ακούσουμε κι αυτό. Τα δύο ποιήματα του Βάρναλη τα έχουμε γραμμένα στο άγαλμα που έχουμε στην πλατεία Ελασσώνος, άγαλμα εθνικής αντίστασης. Λέει: «Η λευτεριά δεν παίρνει από παρακάλια, η λευτεριά παίρνεται πολεμώντας με τα χέρια σου μονάχα». Και ακόμα ένα λέει και του λέει ο Βασίλης Ρώτας, λέει το εξής: «Aν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, αν θέλεις να είσαι άνθρωπος, θα πρέπει τούτη στιγμή να μην… και κάθε στιγμή να αγωνίζεσαι για τα δίκια και για την ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο». Τ’ ακούς φίλε μου αυτά; Τα εγκρίνεις;
Εννοείται, τα εγκρίνω…
Χάσαμε πολλά καλά, χάσαμε την δημοκρατία, μέχρι πότε ήταν η Ρωσία στις δόξες της, κανένας δεν μπορούσε να κάνει πόλεμο, πουθενά. Χάθηκε η Ρωσία, δεν ξέρω άμα το ξέρεις, αν το διάβασες. Διαβάζεις Ριζοσπάστη; Όχι, ε; Εγώ διάβαζα Ριζοσπάστη μέχρι πρόπερσι, τώρα δε διαβάζω Ριζοσπάστη, δεν μπορώ να διαβάσω, δε βλέπω τώρα να διαβάσω. Το εξής… Α, κάτι μου διέφυγε τώρα εδώ, μου διέφυγε.
Δεν πειράζει, δεν πειράζει…
Είπα πολλά…
Εγώ θέλω, αν θέλετε κι εσείς, να μου πείτε άλλα πράγματα που θυμάστε που ζήσατε εσείς…
Εκεί στο βουνό; Ναι, ζήσαμε…
Με ποιον τρόπο ζούσατε εκεί πέρα, σε τι σπίτια; Τι θυμάστε;
Έξω στα βουνά, κάτω από τα δέντρα. Κάτω από τα δέντρα το καλοκαίρι. Τον χειμώνα είχαμε κάπου καλύβες με κλαδιά, είχαμε σκαμμένο μέσα στη γη και μέσα στο ντουβάρι μέσα στους όχτους και μπαίναμε μέσα να μη βρεχόμαστε. Κάπου είχαμε κάτι λαμαρίνες, παίρναμε από τα χωριά λαμαρίνες και φτιάξαμε. Εκεί στο τάγμα το τελευταίο που ήμουνα εγώ, στο Αλιάκμονα, λέγονταν κόκκινος λόφος λέγονταν, στο χωριό Πολύφυτο, είχαμε νερόμυλο. Πήραμε την πέτρα και τα άλλα εργαλεία του μύλου, τα πήραμε από το χωριό Βρυάζα Κατερίνης, τα πήραμε τα εργαλεία από εκεί αυτά, αντάρτες στον ώμο, διάφορα εργαλεία. Την πέτρα την σήκωναν τέσσερις αντάρτες κι έφτιαξαν μύλο. Είχαμε νερό, ένα αυλάκι με νερό, νερόμυλο, εκεί αλέθαμε το καλαμπόκι, το σιτάρι. Δίπλα είχαμε έναν φούρνο, ψήναμε το ψωμί και τρώγαμε από αυτό, καλαμπόκι με σίκαλη, με στάρι μαζί. Έτσι περάσαμε τη ζωή μας.
Οπότε, αυτή ήταν η τροφή σας. Η τροφή σας αυτή ήτανε, ψωμί δηλαδή.
Ναι, Ψωμί. Πως το είπες;
Ψωμί λέω…
Ναι ψωμί. Ζυμώναμε, ψήναμε. Φούρνο είχαμε σκαμμένο σε έναν όχτο μέσα στο μέρος εκεί και εκεί ψήναμε ψωμί. Μέσα στον όχτο, στο φούρνο. Σε κόκκινο χώμα, το κόκκινο χώμα είναι σκληρό, το κόκκινο χώμα κρατάει πολύ ώρα πυρρά, φωτιά.
Και στο βουνό πόσο καιρό καθίσατε;
Από το Μάρτιο μήνα του ’47 μέχρι τον Ιούλιο μήνα του ’48. Όλυμπο, Πιέρια, Βέρμιο.
Μάλιστα… Ναι, πείτε μου…
Είπα σε ένα στέλεχος του ΚΚΕ αργότερα: «Απορία μου», του λέω, «σύντροφε, πώς εμείς μπορέσαμε στα χωριά, αγράμματοι, αστοιχείωτοι, πώς μπορέσαμε και γίναμε αδέρφια όλοι, δεν κλέβανε, δε βρίζανε». Αποκλείεται να βρίσεις, να βρίσεις χριστοπαναγία; Απάπα παπά. Να βρίσεις άλλον, σου έλεγε ο καθοδηγητής. Οι καθοδηγητές ήταν δάσκαλοι, συνήθως έλεγε ο καθοδηγητής: «Αν σε βρίζουν εσένα, θα σε πουν εσένα, θα σε βρίσουν τη μάνα σου, εσύ γιατί βρίζεις; Δε σε πονάει εσένα άμα σε πάει ένα μπάμπαλο στο μάτι, σε πονάει. Ε, κι αυτός πονάει άμα τον βρίζεις, αν τον ντροπιάσεις». Λέω τον σύντροφο, το στέλεχος, γεωπόνος ήτανε, κατάγονταν από το Αγρίνιο, στέλεχος του ΚΚΕ, βουλευτής Αγρινίου, ήρθε στην Ελασσόνα και του είπα: «Πώς εμείς γίναμε αδέρφια όλοι οι αγράμματοι, οι αστοιχείωτοι;». «Χάριν στη σωστή καθοδήγηση του ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ και στους αυστηρούς νόμους που είχε η λαϊκή δικαιοσύνη». Είχαμε λαϊκή δικαιοσύνη, λαϊκά δικαστήρια. Στην εθνική αντίσταση το κάθε χωριό είχε λαϊκό δικαστήριο και δίκαζε υποθέσεις. Αν κάποιος έκανε κάτι, μία παράβαση στο χωριό. Θες να σου πω μερικά από αυτά;
Εννοείται, να μου πείτε.
Το ’42-’44, είχανε ιδρύσει το ’42 λαϊκά δικαστήρια σε όλα τα χωριά. Στο χωριό Σαραντάπορο κλέβανε πολύ. Πριν τον πόλεμο κλέβανε όλοι πολύ. Κλέβανε από το Σαραντάπορο, στην υποχρεωτική διάβαση, πολλές χιλιάδες γιδοπρόβατα που πήγαιναν στο Γράμμο το καλοκαίρι και στη Θεσσαλία τον χειμώνα. Από αυτά κλέβανε πολλά οι Σαρανταπορίτες. Τώρα, το ’42 αργά τον Οκτώβριο μήνα, άργησε να περάσει ένας Σαρακατσάνος και τον βλέπεις με εικοσαριά πρόβατα. Ο Σαρακατσάνος ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ, στο Βέρμιο είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ. Το άλογο καβάλα και πάει σε ένα μοναστήρι λέγεται Άγιος Αντώνιος. Το μοναστήρι είναι στα όρια Λιβάδι-Καστανιάς Σερβίων. Πάει στο μοναστήρι, βρήκε την ομάδα των ανταρτών, με καπετάνιο έναν απόφοιτο γυμνασίου, από την Τσαριτσάνη Ελασσώνος κατάγονταν και ήταν παρασημοφορημένος λοχίας στην Αλβανία, στο αλβανικό μέτωπο. Αυτός τώρα, αρχηγός του Ολύμπου. Περνούσε εκεί, τον λέει: «Καπετάνιε, μου κλέψανε είκοσι δύο πρόβατα». «Πού;» «Στο Σαραντάπορο». «Α, πάμε…» Πήγε η ομάδα ανταρτών και ο Σαρακατσάνος στο χωριό βρίσκει τον… ήταν μεγάλος γραφιάς στο ΕΑΜ. Τον λέει ο καπετάνιος: «Εδώ τον Σαρακατσάνο, τον κλέψανε είκοσι δύο πρόβατα, ποιοι είναι αυτοί;». «Θα τους βρούμε», λέει ο άλλος, «θα τους βρούμε». Στα μισά ήρθαν, τους βρήκανε. Σε μια αχυρώνα ψήνανε, ήταν τρεις και ψήνανε τρία πρόβατα. Τους βρήκανε, τους παίρνουν, τους κλείνουν στο σχολείο, παίρνουν τα δέρματα μαζί τους, τους κλείνουν στο σχολείο το πρωί οι αντάρτες, τους βάζουν τα δέρματα στον ώμο, αυτούς τους τρεις, από τα πρόβατα τα δέρματα για να έρθουν στο χωριό. Πολλοί τους συζητούσανε: «Δε ντρέπεστε, ρε γαϊδούρια, να κλέψετε τον άνθρωπο πρόβατα; Δικαστήριο». Τους δικάζει το λαϊκό δικαστήριο. Θυμάμαι μόνο το όνομα του προέδρου ένας Παλάσκας λεγόταν.
Εδώ στη Γεράνεια;
[01:00:00]Σαραντάπορο, στο Σαραντάπορο. Παλάσκας λεγόταν. Τους δικάζουν σε θάνατο. Ο καπετάνιος λέει το εξής: «Συναγωνιστές, μήπως ξέρετε τα δικαστήρια όποιον δίκαζαν για πρώτη φορά τον δικάζαν με αναστολή. Αυτούς εμείς πρώτη φορά τους πιάσαμε. Έγινε η αναστολή, αν το ξανακάνουν», λέει, «μέσα σε δύο-τρία χρόνια, θα τους τουφεκίσουμε». Α, συνήλθε το δικαστήριο άκουσαν τον καπετάνιο, τους αθώωσαν, δεν τους δίκασαν σε θάνατο. Δεν έκλεψε από τότε κανένας, κανένας δεν έκλεψε στο χωριό αυτό. Συμμορφώθηκαν όλοι. Εμείς στο χωριό μας εδώ, ένας κτηνοτρόφος, απάντησε ένας κτηνοτρόφος και λέει, τα μισά από τα πρόβατα που είχε, τα ανεβάζει στο κοινοτικό λιβάδι. Η κοινότητα του χωριού, απάνω σε ένα λιβάδι να το μοιράσει στα κοπάδια, έβγαλε πολύ χορτάρι απ' το λιβάδι. Αυτός τον Νοέμβριο μήνα τη νύχτα έβγαλε τα πρόβατα προς το λιβάδι. Κάποιος τον είδε και πήγε και τον κάρφωσε. Η οργάνωση στέλνει... Το κάθε χωριό είχε τρεις ασφάλεια, τρεις αστυνομικοί πολιτική ασφάλεια, δεν πληρώνονταν, ασφάλεια του χωριού, αστυνομικοί του χωριού. Στέλνει η οργάνωση τους τρεις αυτούς να φυλάγουν εκεί την νύχτα τα πρόβατα… τον πιάνουν, τον έβαλαν λαϊκό δικαστήριο. Τον δικάσανε τρία πρόβατα. Τα σφάζουν τα τρία πρόβατα, τα πούλησαν στο χωριό. Έδωσαν σιτάρι, καλαμπόκι στο χωριό στην οργάνωση, στην επιμέλεια του αντάρτη. Εκεί πάνε τα ζώα… έτσι λοιπόν δεν έβγαλε εκεί ξανά πρόβατα αυτός και οι άλλοι συμμορφώθηκαν όλοι.
Μάλιστα…
Δίκαζε δίκαια το λαϊκό δικαστήριο. Οι τοπικοί του χωριού ήξεραν τον καθένα, τα ελαττώματα και δίκαζαν σωστά. Δίκασαν μια γυναίκα στο χωριό εδώ, έκλεψε μία κολοκύθα. Την είδε κάποιος, δε μαρτύρησε, αφού δεν μαρτύρησε, την δίκασαν εκτόπιση σε τρίτο σύνορο. Την πήγαν στο χωριό Τσαπουρνιά και έκατσε εκεί δεκαπέντε μέρες εξορία. Μετά τη γύρισαν στο χωριό.
Αυτό ποια περίοδο;
Ήταν το ’43, το φθινόπωρο.
Ενώ ήταν οι Γερμανοί ακόμα εδώ;
Ναι, ναι. Οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό μετά. Ένας άλλος, κάτοικος Γεράνειας, κατοικούσε σε άλλο χωριό, έκλεψε μια κολοκύθα κι αυτός να την φτιάξει πίτα. Τον φέρανε στο δικαστήριο, στο δικαστήριο είπε: «Ναι, την έκλεψα, την πήρα εγώ να φτιάξω μια πίτα, ρε παιδιά. Πόσο κάνει; Να την πληρώσω;». Δεν τον δίκασαν αυτόν. Την πλήρωσε την κολοκύθα πέντε οκάδες στάρι. Αυτός παραδέχτηκε και δεν τον δίκασαν…
Αυτό το λαϊκό δικαστήριο μέχρι πότε υπήρχε;
Μέχρι που τελείωσε το ΕΑΜ.
Που τελείωσε…;
Το ΕΑΜ.
Μάλιστα…
Μέχρι τέλος του ’45… Όχι, μέχρι τέλος του ’44. Μέχρι τέλος του ’44 που τελείωσε και το ΕΑΜ.
Μάλιστα. Στο χωριό εδώ πέρα υπήρχαν άλλοι αντάρτες που έφυγαν μαζί με εσάς;
Ναι, από το χωριό ήμασταν δέκα, σκοτώθηκαν τρεις μεγάλης ηλικίας, σκοτώθηκαν πέντε, τέσσερις άντρες και μια κοπέλα. Την σκότωσαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Πέντε σκοτωθήκανε. Και άλλοι δυο, ένας στο βουνό και έφυγαν στις χώρες τις σοσιαλιστικές. Και ύστερα μετά ήρθαν με τον επαναπατρισμό, δύο ήταν αυτοί.
Μάλιστα… Και πηγαίνατε με τη θέλησή σας;
Πολλοί όχι με τη θέληση. Η ατομική πρόσκληση δεν ήταν με την θέληση, αν ήθελες, πήγαινες. Α, με τη θέληση αφού πήγαινες, ναι… Δε σε υποχρέωναν, με τη θέληση… καλά λες… αλλά το άσχημο είναι που το καυτηρίασε προχθές ο Κουτσούμπας, το κατηγόρησε ο Κουτσούμπας. Στα χωριά κάναμε βίαιες επιστρατεύσεις. 15 χρονών παιδιά και κορίτσια, άσχημο αυτό, το κατηγόρησε ο Κουτσούμπας. Αλλά ξέχασα να σου πω το άλλο… Ο Παπανδρέου, ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν πήρε την κυβέρνηση, το πρώτο πράγμα, είπε το εξής μες στη Βουλή: «Η οικονομία μας χωλαίνει και αυτό γιατί χάσαμε ένα μέρος στην Κατοχή και ένα άλλο μέρος της οικονομίας χάσαμε τον εμφύλιο πόλεμο». Για τον εμφύλιο πόλεμο οφείλεται μόνο ο Παπανδρέου, φταίει μόνο ο Παπανδρέου. Ένας γείτονάς μου εδώ μου λέει ότι: «Εσείς οι κομμουνιστές κάνατε τον εμφύλιο». Ο γιος του είναι καθηγητής μαθηματικών. «Όχι» του λέω «οι κομμουνιστές». Ο Παπανδρέου τι είπε, ο Παπανδρέου είπε φταίνε οι Άγγλοι για τον εμφύλιο πόλεμο, όπως είπα προηγουμένως, ο Τσόρτσιλ είπε την κυβέρνηση να μας βάλουν στο βουνό, έτσι; Να μας χτυπήσουν, να μας δώσουν, να μας βάλουν στο βουνό. Ο Παπανδρέου είπε αυτό, αλλά είπε τη μισή αλήθεια όμως, δεν είπε όλη την αλήθεια. Ο πατέρας του διορίστηκε πρωθυπουργός κυβέρνησης εθνικής ενότητος. Όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί, διορίστηκε από τον Αύγουστο ’44, οι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβριο του ’44 από δω. Ο πρωθυπουργός ήταν στο Κάιρο, ο Παπανδρέου. Αφού τον πήραν πρωθυπουργό, το ΕΑΜ δεν τον φοβήθηκε, το ΕΑΜ ήταν μεγάλη οργάνωση. Ο Παπανδρέου την άλλη μέρα, με το αεροπλάνο από το Κάιρο πήγε στην Ιταλία και βγάζει απόφαση, υπουργική απόφαση ότι δέχτηκε το συμβούλιο Αθηνών. Βγήκε, λέει, ο αρχιστράτηγος του ΕΛΑΣ στην Ελλάδα, διορίστηκε ο στρατηγός Κόμπι ο οποίος ήταν στο Κάιρο. Τα άκουσε ο Άρης αυτά, δεν τα δώσε σημασία. Τι είναι αυτό που είπε ο Παπανδρέου, γιατί; Γιατί μέσα στην κυβέρνηση είχε και εφτά κουμουνιστές κι εφτά είχε δικούς του ο Παπανδρέου. Εφτά ήταν οι εαμίτες οι κομμουνιστές. Πώς γράφεις Παπανδρέου εσύ, απ’ όλους του υπουργικού συμβουλίου, υπέγραψαν αυτοί οι εφτά υπουργοί και ψεύτικη μόνο η δική του υπογραφή, διαπιστώθηκε κι έτσι ήρθαμε σε ρήξη με την Αγγλία. Ο Παπανδρέου έφερε 15.000 στρατό Εγγλέζους στην Ελλάδα συνεργάστηκε με 5000 ταγματασφαλίτες που έμεναν στην Ελλάδα και διέλυσαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Μάλιστα… Eγώ όμως θέλω να μου πείτε εδώ πέρα για τη Γεράνεια, πώς ήταν η κατάσταση; Ήσασταν εσείς που ήσασταν αντάρτες και υπήρχαν και από την άλλη μεριά; Πώς ήσασταν μεταξύ σας;
Ο στρατός μετά κατάφερε και οργάνωσε όλα τα χωριά στην νέα οργάνωση με μονάδες εθνικής αντίστασης στα χωριά και όπλισε όλα τα χωριά. Όπλισε... Δεν είχε αριστεροί και δεξιοί, τους όπλισε όλους. Ο αριστερός δεν μπορούσε να μείνει άπραγος, σήκωνε το κεφάλι. Έτσι τελείωσε τα χωριά εδώ και στις πόλεις όλα οργανωμένα στην δεξιά παράταξη, όλοι, σε κάθε χωριό είχε μία ένοπλη ομάδα με δέκα-δεκαπέντε όπλα, ένοπλη ομάδα που θα έπαιρνε μέρος μαζί με το στρατό ενάντια στους αντάρτες.
Κι εδώ στη Γεράνεια υπήρχε κάτι τέτοιο;
Κι εδώ. Σ’ όλα τα χωριά, σ’ όλες τις πόλεις…
Οπότε, ήταν επικίνδυνο να είσαι κομμουνιστής εκείνη την περίοδο και να το λες;
Α πα πα. Δεν υπήρχαν, όχι…
Δεν το λέγατε ούτε εσείς, φοβόσασταν να το πειτε;
Όχι, κανένας κανένας. Μετά που ήρθαμε στο χωριό εμείς, φεύγω από τη Λέρο και άλλοι από τις φυλακές, δεθήκαμε με τους κομμουνιστές, οργανωθήκαμε στην ΕΔΑ. Εμείς στο χωριό μας είχαμε το πάνω χέρι, σε άλλα χωριά το πάνω χέρι το είχανε οι δεξιοί. Εδώ εμείς είχαμε, εμείς οι κομμουνιστές το πάνω χέρι και ήμασταν πιο πολλοί εμείς και πιο δραστήριοι. Αργότερα έγινε η χούντα, με τη χούντα δεν μπορούσες να μιλήσεις.
Εσάς σας κάλεσαν τότε για αντάρτη και πήγατε;
Ναι, σου είπα στην αρχή ότι μας κάλεσαν τριάντα παιδιά, τριάντα νέους με προσκλήσεις, ατομικές προσκλήσεις. «Θα έρθεις στο βουνό στον ελληνικό στρατό». Πήγαμε. Ήμασταν στο ΕΑΜ οργανωμένοι και πήγαμε στην οργάνωση την δική μας. Νομίζαμε ότι θα μπορέσουμε να φτιάξουμε την λαϊκή εξουσία, την πολυπόθητη λαϊκή Δημοκρατία.
Έχετε κατι να μου μοιραστείτε, ξέρω εγώ, από τις μάχες που δώσατε, από τις μάχες που πολεμήσατε; Κάτι που να σας έχει μείνει…
Ναι…
Την ώρα της μάχης αν φοβόσασταν, ναι.
[01:10:00]Ο λόχος μας, των Πιερίων, των Χασίων που είναι πέρα ο λόχος, πήραμε εντολή από το αρχηγείο Πιερίων, να καταλάβουμε, να χρωματίσουμε μερικά αμάξια που κατέβαιναν από το χωριό Ρεντίνα προς την Κατερίνη. Πιο κάτω απ’ το χωριό να στήσουμε ενέδρα. Πήγαμε αργά, χάραζε εκείνη την ώρα. Πιο πάνω σε ένα ύψωμα βάλαμε ένα βαρύ πολυβόλο. Ο σκοπευτής κατάγονταν από ένα μικρό χωριό, έξω που λέγεται Πετρωτό. Ένας Σαββάλας Γιώργος, καλός πυροβολητής, βαρύ πολυβόλο. Εμείς κατεβήκαμε κάτω στο δρόμο, πιάσαμε μέσα στο δρόμο, φτάνουν τα αυτοκίνητα, βάζουμε το αυτοκίνητο, σταμάτησε, βάλαμε φωτιά. Ένας αντάρτης έμπειρος, δυο χρόνια ήταν αντάρτης, καλύφτηκε σ’ ένα δασύλλιο και περνώντας το αυτοκίνητο από κει, στο τελευταίο αυτοκίνητο θα πέταγε μια χειροβομβίδα μέσα. Ε, με τη χειροβομβίδα σκοτώθηκαν όλοι οι στρατιώτες που ήταν στο αμάξι. Φτάνουν σε μένα, στη δική μας την ομάδα. Πάω εγώ να βγάλω, είναι δύο αντάρτες εκεί, δύο αντάρτες απάνω στο αμάξι και πήραν τα άρβυλα όλα, τώρα εγώ τι να πάρω, να πάρω την κουβέρτα. Ανοίγω την πόρτα μπροστά. Ο στρατιώτης ο οδηγός και ο συνοδηγός ήταν σκοτωμένοι και οι δυο. Τον σπρώχνω εγώ με το όπλο, δεν μπορώ, ένας άλλος συναγωνιστής, τον σπρώχνει με το όπλο, πήρα την κουβέρτα αυτού του στρατιώτη εγώ, μία κουβέρτα καινούργια, μεγάλη, εγώ ήμουνα κοντός. Η κουβέρτα μεγάλη και έβγαλα καλό χειμώνα με την κουβέρτα αυτήν. Τώρα βλέπω τον διμοιρίτη μου, οπλίζει να σκοτώσει έναν πολίτη. «Ρε», του λέω, «σε ψάχνω να σε βρω εσένα». Ο πολίτης αρπάζει το όπλο το τόμιγκαν του διμοιρίτη με την κάνη και κάνει τον διμοιρίτη με την κάνη. Κάνει έτσι. «Δήμο», μου λέει ο διμοιρίτης, το κάνω έτσι, οπλίζω να τον σκοτώσω και καταφέρνει ο διμοιρίτης, τον πυροβόλησε τον σκότωσε. Εγώ εκεί πέρα τον πήρα τα παπούτσια, τον πήρα τα παπούτσια, έφυγα στη Λάρισα. Α, τελείωσε η μάχη και φύγαμε. Δώσαμε κι άλλες μάχες, κι άλλες μάχες…
Δηλαδή, με το αυτοκίνητο σταματούσατε στρατιωτικούς;
Ναι, στρατιωτικούς, στρατός στρατός. Τους είχαμε σκοτώσει όλους δεν έμεινε κανένας. Τους πήραμε τα αρβύλα, τους πήραμε τις κουβέρτες, τους λυπηθήκαμε, τι να κάνεις; Ο εμφύλιος πόλεμος άμα ανάψει… η παροιμία λέει, αν το δάσος πάρει φωτιά, καίγονται και τα χλωρά όχι μόνο τα ξερά. Καίγονται και τα χλωρά… Αυτό έγινε με τον εμφύλιο πόλεμο.
Μάλιστα. Κάποιο άλλο, θυμάστε κάτι άλλο να μου πείτε, που ζήσατε εσείς σαν εμπειρία; Κάτι άλλο που θυμάστε να μου πείτε…
Τώρα θα σου πω. Όταν φτάσαμε από πέρα στο Βέρμιο για να φύγουμε για τον Γράμμο, ο καπετάνιος του Βερμίου, αρχιβόλος ήτανε, καπετάν Λευτεριάς λεγότανε, Παπαλάκας στο επίθετο, διαλέγει καμιά 25αριά και μας λέει: «Εσείς θα πάτε να κάψετε το Βελβεντό Κοζάνης, μετά θα φύγετε από εδώ και θα πάτε για τον Γράμμο» και μας είπε πώς θα κάνουμε, πώς θα κινηθούμε. Εκπαίδευσε έναν αθλητή, παλαιστής. Καταγόταν από ένα χωριό της Κατερίνης από το Μακρύγιαλο κατάγονταν, παλαιστής. Τον εκπαίδευσε ο καπετάνιος, πώς θα σκοτώσει με μαχαίρι τον σκοπό στον δρόμο Κοζάνης. «Αποστολή, θα πάμε να καλυφθούμε το βράδυ στο χωριό τάδε, στις Αμυγδαλές, στο χωριό Αμυγδαλές που εκεί η μάνα σου έχει μια αδερφή παντρεμένη στο χωριό αυτό, την γνώρισες; Α, ωραία. Η μάνα σου...» Στάσου, στάσου. Αδερφή, ναι. Αδερφή έχει παντρεμένη, στο χωριό αυτό, Αμυγδαλές Κοζάνης. «Να πάμε να κάνουμε...» Το χωριό αυτό το ’χαν πάρει ο στρατός στην Κοζάνη, πάει και το χωριό. Φτάνουμε εκεί, λοχαγό είχαμε έναν, του δημοτικού ήταν ο καημένος, λοχαγός αυτός, από πείρα ο λοχαγός... «Θα μείνουμε εδώ», λέει, «και το πρωί... και το βράδυ θα μπούμε στο χωριό». Του λέω: «Λοχαγέ, δεν θα μείνουμε εδώ, έχω τη γνώμη μου». «Για πες», μου λέει. «Ξέρω ότι το χωριό αυτό είναι οπλισμένο. Θα έρθουν το πρωί εδώ, θα έρθουν, έχουνε μπαχτσέδια εδώ, έχουν χωράφια, έχουνε σπίτια… θα έρθουν εδώ, θα δώσουν μάχη. Αυτοί είναι δυνατοί πολεμιστές, οι Μπαφραλήδες [τουρκόφωνοι Πόντιοι], οι Μπαφραλήδες είναι μια φυλή τουρκική» του λέω. «Πώς και το ξέρεις;». «Ξέρω πολύ καλά» του λέω. «Τι θα κάνουμε;». «Θα βγούμε απάνω στην παρυφή στο βουνό, θα καθίσουμε, θα κλειστούμε ύστερα στο βουνό» του λέω «Θα έχει κι άλλα παιδιά κι άλλους», καλός ο Δήμος. Φύγαμε, πήγαμε στην παρυφή του βουνού. Το πρωί όταν πρωτοξυπνήσαμε, φτάνουμε στο χωριό αυτό και πυροβολούν. Έρχεται ο λοχαγός και μου λέει: «Μπράβο, συναγωνιστή». «Είδες τι θα παθαίναμε;» του λέω, «Θα μας σκοτώνανε». «Μπράβο» μου λέει…
Οπότε έτσι δεν σας σκότωσαν. Με την ιδέα που είχατε εσείς να πάτε πάνω στο βουνό και να μην πάτε μέσα στο χωριό…
Γλιτώσαμε…
Οπότε, δεν μπήκατε στη διαδικασία εκείνη την ημέρα να μπείτε σε μάχη;
Όχι, δεν πήγαμε. Δεν πήγαμε στην αποστολή μας στην Κοζάνη γυρίσαμε πίσω. Και στο γυρισμό που κάναμε πέσαμε σε ενέδρα και μας λιάνισαν.
Πού έγινε αυτό;
Στο Βέρμιο, στο χωριό Άγιος Χριστόφορος, στην τοποθεσία Σουρβάλα.
Τι έγινε εκείνη την ημέρα;
Εκεί έγινε η μάχη. Εμείς δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε εκεί. Μας περικύκλωσε ο στρατός, μας έβαλε… Πέντε αντάρτες στελέχη που και εγώ μαζί με αυτούς ήμουνα και εγώ…
Ήταν τότε που σας έπιασαν και αιχμάλωτο;
Την ημέρα που με έπιασαν αιχμάλωτο, ναι, ναι, ναι. Εγώ τραυματίστηκα στο χέρι και πάω να φύγω μαζί με τους άλλους, με πέφτει το όπλο από το χέρι, κατάλαβαν ότι είμαι τραυματίας. Βλέπω αίμα, αμάν τώρα τραυματίστηκα. Γύρισα πίσω, αν μπορούσα να γυρίσω με αυτούς, θα γλίτωνα, αλλά αφού τραυματίστηκα, έκανα δύο σκέψεις. Μία, πώς θα φύγω τραυματίας χωρίς όπλο και μία πώς θα θεραπεύσω το τραύμα. Και μία άλλη, μπροστά από μέρες είχαν πέσει προκηρύξεις από το αεροπλάνο και έλεγαν οι προκηρύξεις: «Όσοι θα παραδοθείτε αυθόρμητα, δεν θα πάτε φυλακή». «Α, μήπως γλιτώσω», λέω, «με αυτό». Κι έτσι που λες παρουσιάστηκα, πήγα στο λοχία, ήρθαν πολλοί να με λιντσάρουν εκεί, ένας με πυροβόλησε μάλιστα. Με πυροβόλησε, αλλά χτύπησε η σφαίρα πάνω σε ένα βράχο, εξοστράκισε η σφαίρα, μπήκε μέσα στην πλάτη εδώ, πονούσα γερά εκείνη την ώρα εγώ και νόμιζα με χτύπησε κλωτσιά. Μετά από κάμποσους μήνες έβγαζε πύον. Στο νοσοκομείο που ήμουνα, έβγαζε πύον αυτό… Όχι, είχα βγει από το νοσοκομείο, ναι. Ρώτησα τους φαντάρους: «Τι είναι αυτό;». «Έχεις βλήμα μέσα», μου λέει. Πάω στο νοσοκομείο, ο γιατρός έλειπε, είχε πάει στη Νάουσα, είχαν σκοτώσει πάρα πολύ στρατό οι αντάρτες… τραυματίες. Ο γιατρός στην αριστερά όμως ήτανε, στην Νάουσα ήταν το νοσοκομείο, στην περιοχή. Τώρα; Πάω σ’ αυτό το… Μου λέει ένας: «Δεν πας στο στρατιωτικό νοσοκομείο;». Στο στρατιωτικό νοσοκομείο ήταν δύο νεαροί γιατροί, ε, μου λέει... «Έχω ένα βλήμα εδώ πίσω», του λέω. Με κοιτάνε αυτοί… με έκαναν τοπική ένεση, με έβγαλαν το βλήμα, το πήρα το βλήμα… Το είχα μαζί μου το βλήμα, αλλά στη Βέροια που ήμουνα, μου το κλέψανε το βλήμα. Το βλήμα αυτό εξοστράκισε και έπεσε στην πλάτη μου πίσω.
Α, δηλαδή, εκτός από το τραύμα που είχατε στο χέρι…
Κι εκείνο τραύμα…
Ήταν και ένας εξοστρακισμός που σας χτύπησε στην πλάτη…
Κι άλλα τραύματα έχω… Έχω και εδώ τραύματα και εδώ ψηλά, ψηλές μύγες. Πήγα στη Θεσσαλονίκη, έκανα ακτινογραφία, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ιατρικής, Σακελλαρίου λεγότανε, ήταν και χειρουργός στο ΕΛΑΣ. Ένας φοιτητής ιατρικής από το Λυκούδι καταγόμενος, του λέει: «Ο Γκανάτσιος Δημοσθένης που είναι μαζί μου, εγώ τον έχω θείο». Ήταν εθνική αντίσταση, εγώ είχα τον Ριζοσπάστη στη μασχάλη. Με βλέπει ο καθηγητής: «Θα πάρετε φωτογραφίες, θα πάρετε για δύο μεριές και από πίσω». Με παίρνουν φωτογραφίες, είδε ο γιατρός, μου λέει: «Τα βλήματά σου είναι ακίνδυνα», μου λέει, «δεν έχεις τίποτα». Του λέω: «Γιατί κάνω αιμόπτυση; Από πού είναι αιμόπτυση που κάνω;». «Αιμόπτυση; Θα πας σε ένα χωριό έξω από τη [01:20:00]Θεσσαλονίκη», Ασπρόπυργος λεγότανε ένα χωριό, όχι Ασπρόπυργος. Πνευμονικό, η αρρώστια αυτή στα πνευμόνια που έχουνε… Πήγα εκεί με βάλανε μία καρδιά, χρυσή καρδιά, κι η αλυσίδα μέσα εδώ, η καρδιά είχε τηλεόραση μέσα εκεί. Έβλεπε ο γιατρός τα πνευμόνια μου. Βγάζει αυτό, φωνάζει το φοιτητή αυτόν, έρχεται ο φοιτητής, καθαρά τα πνευμόνια. «Είσαι καθαρός», μου λέει. «Τι συμβαίνει;». «Τι επάγγελμα έχεις;», μου λέει. «Κρεοπώλης καφετζής». «Το καφενείο να το παραμελήσεις», μου λέει, «θα χάσεις τη ζωή σου. Η καπνίλα γεμίζει τους πνεύμονες και έχει την αιμόπτυση αυτή». Το καφενείο το παραμέλησα για λίγο. Το επόμενο ήτανε το 1920-'21. Πότε είχαμε την κυβέρνηση Τζανετάκη;
Το '21; Πιο μετά…
Το 1919… Εν πάση περιπτώσει…
Τέλος πάντων, δεν πειράζει. Εγώ θέλω να μου πείτε για εκείνη τη μάχη στο Βέρμιο την ημέρα που σας πιάσανε αιχμάλωτο. Τι θυμάστε άλλο; Τι έγινε;
Η μάχη αυτήν… θα σου πω. Στην μάχη αυτήν δεν πιάσανε κανένα αιχμάλωτο, τους σκότωσαν και τους αιχμαλώτους. Τα παιδιά που τα πρόσεχαν, μετά τα σκότωσαν όλα. Γιατί τα σκότωσαν; Θα σου πω γιατί τα σκότωσαν. Ένας λόχος στρατός… από το χωριό μας πέρασε το ’48, άσκηση μέσα στο χωριό. Περνώντας από ένα στενό, μια γυναίκα την είδε, έπλενε ρούχα. Ο λοχαγός, ένα πουκάμισο βγάζει από το γιλέκο, το δίνει στον ιπποκόμο να το πάρει να το πλύνει αυτή η γυναίκα του ιπποκόμου το πουκάμισο. Έπλενε η γυναίκα του ιπποκόμου το πουκάμισο, οι γυναίκες κοιτάγανε τα τζίπια. Ύστερα πάει στο τζιπ, φωνάζει τον άντρα της, ο άντρας της ήταν αδερφός του πατέρα μου, παίρνει τον άντρα της και του διαβάζει… Τι έλεγε: «Όσους θα βρείτε πολίτες έξω από τα χωριά, σκοτώστε τους και ο λοχαγός θα παίρνει μια λίρα κατά κεφαλήν». Την ημέρα εκείνη σκότωσαν όλους τους αντάρτες αιχμαλώτους, δεκαπέντε παιδιά, αν σκότωσαν πέντε-έξι, τους άλλους, τους εκτέλεσαν ζωντανούς για να πάρει ο λοχαγός 1 λίρα κατά κεφαλήν.
Αυτό έγινε πού; Στη μάχη;
Στη μάχη.
Οπότε, σκότωσε και τους αιχμαλώτους για να πάρει χρήματα… Οπότε, εσείς ήσασταν από τους τυχερούς.
Μόνο εγώ αιχμάλωτος και ο άλλος τραυματίας με το πόδι.
Ήσασταν ο μόνος αιχμάλωτος από τη μάχη;
Δυο, δυο ήμασταν, μόνο δυο. Εγώ με το χέρι και ένας με το πόδι.
Οπότε εκείνη τη μέρα σκοτώθηκαν όλοι οι αντάρτες;
Όλοι οι υπόλοιποι ναι, οι πέντε πρόλαβαν έφυγαν, ο λοχαγός, ο άλλος κάνα δυο διμοιρίτες πρόλαβαν και έφυγαν από το χωριό, οι άλλοι πέντε συν δυο, εφτά… δεκαοχτώ… εικοσιπέντε και δεκαοχτώ… αν σκοτώθηκαν εφτά-οχτώ, οι δέκα σκοτώθηκαν ζωντανοί, αιχμάλωτοι. Αυτός ήταν ο εμφύλιος πόλεμος. Έτσι όπως τα έχω εγώ γραμμένα και δημοσιευτούν αυτά, θα πάρω πολλά συγχαρητήρια από τα στελέχη του κόμματος. Όσοι με γνωρίζουν. Μέχρι τώρα πήρα πολλά συγχαρητήρια, πήρα πολλά βραβεία. Πολλά χρόνια πήγαινα στην Αιδηψό. Το τραύμα μου είχε ανάγκη από λουτροθεραπεία. Στα λουτρά της Αιδηψού, πολιτική αντιπαράθεση, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι. Τότε είχε οργανωθεί και ο Κύρκος, ο Κύρκος Κ Εσωτερικό, ο Φλωράκης Κ Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, είχαμε το ΠΑ.ΣΟ.Κ από την άλλη μεριά. Φτιάξανε εκεί στο πάρκο μια Βουλή, προσωρινή Βουλή, από το ΚΚΕ ήμασταν πολλοί ομιλητές. Ένας Πειραιώτης πολύ καλός, ήταν ένας από κει ντόπιος σιδηροδρομικός υπάλληλος, πολύ καλός ομιλητής ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ είχε μόνο έναν ομιλητή. Είχε πολλούς, αλλά ένας άξιζε. Προς τιμήν τους αυτός. Μετά από ένα χρόνο, εγώ εξελίχθηκα ο καλύτερος ομιλητής εκεί. Μια μέρα, εκεί που μιλούσα, καυτηρίασα την δεξιά. Είπα ότι δεν είναι κόμμα ελληνικό αυτό, είναι κόμμα ξενόφερτο. Ο Παπανδρέου ήταν βασιλόφρονας και όχι… και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν είναι κόμμα Δημοκρατικό. Η Νέα Δημοκρατία είναι κόμμα φασιστικό… Απέναντι μου όμως στεκόταν ο λιμενάρχης της Αιδηψού. Τα άκουσε όλα αυτά. Κλήθηκε ο Παπανδρέου με τους άλλους πολιτικούς, τους δεξιούς πολιτικούς. Κλήθηκε στο ΕΑΜ, δεν πήραν μέρος στο ΕΑΜ έφυγαν στην Αγγλία, γιατί δεν ήρθαν να πολεμήσουν με τον ελληνικό λαό; Γιατί ο ποιητής λόρδος Βύρων ο Άγγλος ήρθε στο ΕΑΜ, ήρθε και πολέμησε με τον Κολοκοτρώνη μαζί; Γιατί δεν ήρθε, ποιος είναι ο λόγος; Είπα τους λόγους, ποιοι είναι οι λόγοι… Τα άκουσε όλα αυτά ο λιμενάρχης, ήταν αξιωματικός. Το βράδυ κατέβηκε στην παραλία ο γραμματέας του κόμματος της Αιδηψού, ΚΚΕ Αιδηψού. Τον φωνάζει: «Έλα δω, συγχαρητήρια», του λέει, «για το κόμμα σας, για τον ομιλητή, ένας κοντούλης με μουστάκι από την Ελασσόνα κατάγεται, έβγαλε λόγο… Πρώτη φορά τα άκουσα. Μίλησε για το ΕΑΜ, μίλησε για την δεξιά πώς έκανε με τους καθηγητές. Πρώτη φορά τα ακούω όλα αυτά, τι είναι αυτά, αυτός είναι… συγχαρητήρια» του λέει «αυτός είναι βουλευτής… Βρε καλά δε μιλάς κάθε μέρα με αυτόν…» «Εσύ μίλησες;» «Εγώ μίλησα». «Από που είσαι;» «Από την Ελασσόνα». «Συγχαρητήρια», μου λέει, «μίλησες εχθές, καυτηρίασες άσχημα την δεξιά και τα άλλα κόμματα». «Ναι», του λέω, όπως είπα αναδείχτηκα ο ανώτερος πολιτικός εκεί στο πάρκο. Έκανε και ο πρόεδρος της Βουλής εκεί, όσα μέλη ήταν εκεί… «Κύριε πρόεδρε, τι κάνεις, πώς είσαι, είσαι καλά;» Κοίταξε, έχω θυμητικό πολύ εγώ, έχω πολύ θυμητικό, έχω λίγο ευγλωττία και είχα μια καλή ομιλία και έτσι βραβεύτηκα. Και από το κόμμα βραβεύτηκα και εδώ στο σύλλογο εθνικής αντίστασης βραβεύτηκα. Έχω πάρει πολλά βραβεία, είμαι ο καλύτερος κομμουνιστής, ένας καλός κομμουνιστής, καλός αγωνιστής και μέχρι σήμερα.
Θέλω να μου πείτε όμως και για τη μάχη στο Λιτόχωρο, αν θυμάστε να μου τα πείτε…
Στο Λιτόχωρο δεν έπεσε πολλή μάχη, εγώ έφυγα απ’ τη μάχη, από τη μάχη έφυγα, δε σου είπα ότι έφυγα;
Α, μπορεί ναι, ναι.
Μπήκα στο χωριό και πήγα και συνέδεσα το λόχο τον άλλο. Έφυγα από τη μάχη, ναι. Δεν παρακολούθησα την μάχη εγώ. Όταν πήγα, έβγαλα δεύτερη σύνδεση εκεί, πήραμε εντολή να αποχωρήσουμε. Αποχωρήσαμε από τη μάχη, φύγαμε, πήγαμε Όλυμπο, Πιέρια.
Στις μάχες ήταν και γυναίκες; Ήταν και γυναίκες αντάρτισσες στις μάχες;
Οι αντάρτισσες πολεμούσαν πιο θαρραλέα από εμάς. Οι κοπέλες πολεμούσαν πιο θαρραλέα από εμάς και φώναζαν: «Φασίστες, θα πεθάνετε». Ναι, πιο θαρραλέα από μας.
Εδώ το χωριό είχε γυναίκες;
Είχαμε τρεις κοπέλες, η μία σκοτώθηκε, οι άλλες δύο έφυγαν… αμόλησαν, έφυγαν στο χωριό. Στο χωριό έφυγαν, γύρισαν στην Ελασσόνα, δεν έκατσαν στο βουνό. Μία μόνο που αυτή ήταν μία αθώα κοπέλα αγράμματη, αστοιχείωτη. Αυτήν την πήραν στο βουνό στην πρώτη μάχη, το σκοτώσανε το κορίτσι. Δεν ξέρω… Άλλες δύο κοπέλες, λίγο ξύπνιες εκείνες, βρήκαν ευκαιρία έφυγαν τη νύχτα από τους αντάρτες. Όλη τη νύχτα έφευγαν από το χωριό Μεταξά. Ξέρεις πού είναι το χωριό Μεταξά;
Ξέρω ναι, ναι
Από το χωριό Μεταξά έφυγαν νύχτα, από το ποτάμι κάτω, ήρθαν στο χωριό νύχτα, δυο κοπέλες μόνες τους. Λοιπόν, φίλε, παραπέρα δεν μπορώ να σου πω, κουράστηκα λίγο.
Όλα μια χαρά. Πιστεύω ότι τα είπαμε μια χαρά, σας ευχαριστώ πολύ!
Να’ σαι καλά!
Πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ, ευχαριστώ!
Καλύτερα από καλά! Καλύτερα από καλά.
Ευχαριστώ!