© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Είμαι Αρχαγγελίτισσα, τιμή μου και καμάρι μου!»: Έθιμα και παραδόσεις στην τοπική διάλεκτο του Αρχαγγέλου Ρόδου

Κωδικός Ιστορίας
24591
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Πατσάη (Μ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2023
Ερευνητής/τρια
Αλεξάνδρα Γκαρανάτσιου (Α.Γ.)
Α.Γ.:

[00:00:00]Το ξεκινάω, εντάξει;

Μ.Π.:

Ναι.

Α.Γ.:

Γεια σας, είμαι η Αλεξάνδρα. Έχουμε 25 Ιουνίου του 2023 και βρισκόμαστε στον Αρχάγγελο της Ρόδου. Μπορείτε να μου πείτε το όνομα σας;

Μ.Π.:

Ονομάζομαι Μαρία Πατσάη του Αντωνίου.

Α.Γ.:

Γεια σας, σας ευχαριστούμε πολύ. Η κυρία Μαρία θα μας πει έθιμα, ήθη και παραδόσεις του Αρχαγγέλου της Ρόδου. Θέλετε να ξεκινήσουμε από τα έθιμα της Λαμπρής;

Μ.Π.:

Να ξεκινήσουμε. Στα παλιά τα χρόνια, η Λαμπρή εξεκίνηε που την Καθαρή Δευτέρα που οι άνθρωποι εμπαίνανε στη Σαρακοστή, οργανώναν τις μουτσούνες, τις Αποκριές. Ντύνουντο μια εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, εντύνουντον οι μικροί και πάνανε στα σπίτια και κερνούσαν τους. Τις τελευταίες ημέρες πριν την Καθαρή Δευτέρα, εντύνουντον οι μεάλοι μουτσούνες και πήαιναν στα σπίτια και κερνούσαν τους. Ήτον η μοναδική ευκαιρία τότε να δει ο κάθε ερωτευμένος το κορίτσι του στο χώρο της. Γιατί απαγορευόταν να επισκέπτεται ο κάθε νεαρός την νεαρή, ούτε να μιλούν, ήτον εξ αποστάσεως ο έρωτας, πλατωνικός. Όταν, λοιπόν, ήτον οι μουτσούνες, οι Αποκριές, εμασκαρεύουντον οι νεαροί και επάναν, δημιουργούσαν ομάδες και πάναν –σκουάδρες τις έλεαν– και πάνασι, ελάσι: «Χάτε να πάμε στης δικής μου το σπίτι». Και μπαίναν μέσα και είχαν το δικαίωμα να μην εβγάλουσι τα μουτσουνίστικα τος, να τους εγνωρίσουν. Βέβαια, η κοπέλα από το παράστημα, από την περπατιξιά εκαταλαβαίνε ποιος ήτο ο νεαρός που ήμπε μες στο σπίτι. Και αυτό δημιουργούσε έτσι μία όμορφη αίσθηση στα νεαρά ζευγάρια και την όρεξη να βγαίνουν μουτσούνες και να πάνουν από το ένα σπίτι στο άλλο. Είχαν αρκετή φαντασία. Εβώ είχα μια θεία που κάθε χρόνο εγίνετο μουτσούνα. Εκείνο που με εντυπωσίασε και το θυμούμαι, δεν το ξεχνώ, ήτον ότι έπιασε ένα βοθρακλό, τον έδεσε από το πόδι και τον έβαλε μέσα σε ένα τενεκέ της πάστας και όταν έρχετο στο σπίτι μας μουτσούνα, απλώνοντας το χέρι της για να μας χαιρετήσει, ο βοθρακλός επήδα πάνω μας και εμείς λιποθυμούσαμε που τα γέλια! Και ενώ το ξέραμε ότι πάντα κάτι εσκαρφίζετο η θεία μας, παρόλα αυτά την αγαπούσαμε και την περιμέναμε να έρθει στο σπίτι να μας επισκεφτεί. Το ίδιο έκαμε και ο συγχωρεμένος ο αδελφός μου. Εκείνος εντύθηκε παπάς μια φορά και που κάτω που το ράσο του, έβαλε μια αγκάτα, ασπάλατο και όποιος έπανε να απλώσει το χέρι του να τον χαιρετήσει, αγκάλιαζε τον ασπάλατο και έλεγε: «Α!» και τραβιέτον με δύναμη πίσω. Ναι. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε παρεξήγηση γιατί ο σκοπός που μασκαρεύγιουντον ήταν να πειράξουν τους άλλους. Ήτο διονυσιακό το έθιμο και έφταξε μέχρι τα χρόνια τα δικά μας. Αφού, λοιπόν, επερνούσαν η Καθαρή Δευτέρα και μπαίναν στη νηστεία, επερνούσαν οι εβδομάδες με νηστεία και προσευχή. Επάναν στις εκκλησιές, στο, κάθε Παρασκευή στους Χαιρετισμούς και στο «Κύριε των δυνάμεων». Όλα τα παιδάκια του σκολειού κάθε απόγευμα εμάζευγιεντον στην εκκλησιά και ψάλαν το «Κύριε των δυνάμεων». Εκάμνιαν δύο ομάδες και μια έψαλνε η μια ομάδα και μια έψαλνε η άλλη ομάδα. Κι εβώ έπανα στην εκκλησιά που ήμουν μικρή και έψαλνα. Και μάλιστα όταν επήα 14-15 χρονών, εβάλαν με να διαβάζω το «Άσπιλε, αμόλυντε» και το «δος ημίν» που είναι ύμνος προς την Πανάγια. Ναι. Έτσι επέρναν η μιάλη Σαρακοστή, την ελέγαν μακριά Σαρακοστή γιατί αντί 40 μέρες, εβάστα 47 ημέρες και έρκετο το Σάββατο του Λαζάρου. Ο παπάς, αφού επόλυκεν η εκκλησιά, επιάνε τα μικρά παιδάκια, συνήθως αρσενικά, και γυρίζανε όλου το χωργκό και ψάλαν τον Λάζαρο. Και οι γυναίκες εδίναν στον παπά αβγκά και στα παιδάκια φιλέματα και έτσι εμαζεύαν, εμαύγκασι τα αυγά που χρειάζοντο για να κάνουν τις αυγούλες τος την μεγαλοβδόμαδα. Μετά του Λαζάρου, ήτο των Βαγιών. Εκάμνιαμε βάγενους σταυρούς, μεγάλους και μικρούς. Μια βολά κι εβώ έκαμα τάμα και συμμετείχα σε αυτή τη διαδικασία και έκαμα 300 βάγενους σταυρούς. Έμαθα να τους εμπλέκω και ήτο μεγάλη χαρά μου που πρόσφερνα κι εβώ στο έθιμο αυτό με τη σταυροπλεκτική. Μετά των Βαγιών, εξεκινούσαν τα, η εβδομάδα των Παθών. Επάναμε στο Νυμφίο. Ο ψάλτης –Θεός συγχωρέσει τον– ο [00:05:00]Παναγιώτης ο Ψαθάς, οργάνωνε τη χορωδία με νεαρά κορίτσια από 9 μέχρι 15 χρονών και μάθαινε μας τα εγκώμια. Κι αυτή η χορωδία, κάθε χρόνο κάποιες αποχωρούσαν που τη χορωδία, κάποιες καινουργκές εμπαίναν στη χορωδία και πάντα είχε ένα σώμα γύρω στα 30 νεαρά κορίτσια να ψάλουν τα εγκώμια στην εκκλησιά. Την Μεγάλη Δευτέρα εκάμνιαν τα κουλούργκα τα νεβάτα οι γεναίκες και μύριζε ούλο το χωργκό βούτυρο και κανέλα. Την Μιάλη Τρίτη ήτο της Κασσιανής. Όσες δεν εμπρολαβαίναν τα κουλούργκα τη Δευτέρα, εκάμνιαν τα την Τρίτη. Τη Μιάλη Τετάρτη δεν εκάμνιασι κουλούργκα, παρά μόνο επάνανε στο ευχέλαιο, στην εκκλησιά που γίνεται το μυστήριο του ευχελαίου για να τους ευχελεώσει ο παπάς και να είναι υγιείς για ούλο το χρόνο. Το έλαιο με το οποίο τους έχριζε στο κούτελο, στο σάνο, στα χέργκα, στα μάλα τους έδινε δύναμη και κουράγιο. Ήταν και η πίστη τους τέτοια που αντέχανε στες κακουχίες και στες δυσκολίες της ζωής. Την Μιάλη Πέφτη εμπουγιατίζαν τα αβγκά. Τα παλιά τα χρόνια δεν είχε μπουγές όπως τώρα να τα μπουγιατίσουν και κάμιαν αυτοσχέδια χρώματα. Το πράσινο εβγάλαν το που τα φύλλα της μυγδαλιάς. Το ροζ εβγάλαν το που τα κρομμυδόφυλλα ή που το παντζάρι. Εχοχλάζαν τα αβγκά μέσα σε παντζαρόνερο και προσθέταν ξύδι και το αβγκό απορροφούσε το τσόφλι του, η φλούδα το αυγό, απορροφούσε το χρώμα του παντζαριού και γίνετο κόκκινο το αυγό. Αυτά τη Μιάλη Πέφτη. Τη Μιάλη Παρασκευή δεν εκάμιαν τίποτα. Ήτο η μέρα των νεκρών. Επάνασι στο νεκροταφείο, επεριποιούντο τα μνήματα των νεκρών τος –συγκινούμαι τώρα– και επάναν στην εκκλησιά και παίρναν λουλούδια για να στολιστεί ο επιτάφιος. Ένας επιτάφιος μοναδικός, γιατί συγκέντρωνε αρώματα από όλο το χωριό. Όλα τα λουλούδια είχαν θέση, από πιο ταπεινά μέχρι τα πιο σπουδαία πάνω στον επιτάφιο μας. Και σε συνδυασμό με τα σφιχτοκέφαλα και το δεντρολίβανο –το λέμε αντριολίβανο εμείς– που στολίζαν τον σκελετό του επιταφίου, έβγαινε ένα άρωμα φανταστικό. Ποτέ δεν έχω βιώσει Λαμπρή χωρίς να μυρίσω αυτό το άρωμα του επιταφίου και πάλε άμα μυρίσω σφιχτοκέφαλο, ο νους μου τρέχνει στου επιταφίου την ώρα. Στολίζαν λοιπόν τον επιτάφιο και το μεσημέρι που σήμαινεν η καμπάνα, επάναν στην εκκλησιά να ακούσουν τη Σταύρωση, το «Σήμερον κρεμάται». Ελάν τα εγκώμια οι κοπέλες και όταν επόλυκε η εκκλησιά και φτάνανε στο σπίτι, το πρώτο που βάλαν στο στόμα τος ήτο ένα μαρουλόφυλλο βρεμένο στο ξύδι για να αναπαραστήσουν την σκηνή που ο στρατιώτης, ενώ ο Χριστός εζήτα νερό,  του έβαψε τα χείλη του με ξύδι. Και αφού ετράμε το μαρουλόφυλλο με το ξύδι, μετά τα φαγητά μας ήτο νηστήσιμα: φακή νεροχόχλαστη, πατάτες χοχλαστές, ελιές, καμιά ταχινόπιτα που ξέμενε. Κουλούργκα, κρέατα δεν είχαν καμία θέση στο τραπέζι μας εκείνη τη μέρα. Την νύχτα εσήμαινε μεσάνυχτα, μετά τα μεσάνυχτα, 02:00 η ώρα, η εκκλησιά και πάναμε να πούμε τα εγκώμια. Μετά τα εγκώμια έβγαινε ο επιτάφιος όξω που την εκκλησιά και περνούσαν που κάτω του ούλοι οι ανθρώποι που ήτο εκεί πέρα. Το να περάσεις κάτω που τον επιτάφιο ήτο χαρά και ευλογία. Αυτό συνεχίζεται μέχρι τώρα. Κάποια στιγμή στο παρελθόν κάποιοι εθέλαν να καταργήσουν το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου την αυγή και είπαν ότι: «Εφέτος δεν θα σημάνει η καμπάνα, θα τον κάνουμε 21:00 η ώρα που τον κάμιουν σε ούλη την Ελλάδα. 23:00 να ‘μαστε τελειωμένοι στα σπίτια μας». Και τότε ο νεαρόκοσμος αντέδρασε και ενώ είπαν να σημάνουν 20:00 η ώρα, επήαν και κλέψασι το σίδερο που κρέμεται μέσα στην καμπάνα και της δίνει τη φωνή. Κι αφού δεν είχε σίερο η καμπάνα, πώς ήθελε να σημάνει; Δεν ήτο ηλεκτρικές, ήτο [00:10:00]χειροκίνητες οι καμπάνες. Χωρίς το σιέρο λοιπόν, η καμπάνα ήτο βουβή. Και όταν επήε μεσάνυχτα, επήαν οι νεαροί και κρεμάσαν πάλε το σίερο στην καμπάνα και σημάναν τις καμπάνες και έτρεξε ο κόσμος όλους και σηκώσαν τον επιτάφιο. Έκτοτε, αυτό πρέπει να έγινε πριν το ’60, δεν επιχείρησε κανένας να το ‘λάξει το έθιμο. Διατηρείται μέχρι σήμερα και μπορώ να σου πω ότι από όλου του κόσμου τα κράτη, έρκουνται τουρίστες να ζήσουν την περιφορά του επιταφίου μας. Ας πιστεύουν όπου θέλουν. Αυτή η εμπειρία της νυχτερινής περιφοράς είναι μοναδική και όποιος την εζήσει, θέλει να την ξαναζήσει πολλές φορές. Επερνά και ο επιτάφιος. Εχάλιε ο επιτάφιος. Όταν ξημέρωνε, εχτυπούσαν τα θρονιά. Ελάν: «Τον Κύριον υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας» και δημιουργούσαν θόρυβο. Ο παπάς έπιανε ένα κοντάρι και κούνιε τους πολυελαίους και οι ανθρώποι όλοι εκουρκουνούσαν τα θρονιά για να δείξουν την αντίσταση τος κατά του κακού, ότι υμνούν Χριστό και είναι με το μέρος του Χριστού. Κι αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και μάλιστα οι νεαροί κάμιουσι και παραπάνω που το χέτι τους και κάμνιουν ζημιές στην εκκλησιά και υστέρα βρίσκει τον μπελά του ο παπάς και η επιτροπή να φτιάξουν, να σιάσουσι τις ζημιές που κάμαν οι νεαροί. Μετά λοιπόν το Μιάλο Σάββατο, οι νοικοκυρές είχαν μεγάλη φούρια. Έπρεπε να ζυμώσουν ψωμί για να φάει η οικογένεια. Να ζυμώσουν κουλούργκα, αν δεν τα είχαν κάμει Δευτέρα-Τρίτη, και να ‘νάψουν το φούρνο και 3 και 4 βολές γιατί δεν εκάμιαν κουλούργκα κάθε μέρα, δεν είχαν ευκαιρίες. Κι όταν εκάμιαν πιο, εκάμιαν 15 κιλά. Ανάβαν τον φούρνο 5 φόρες για να βάλουν μέσα τα κουλούργκα και όταν τελειώναν με τα κουλούργκα, εβάλαν στο φούρνο τη ριφικί. Πριν πω για τη ριφικί, ε να σου πω ότι αν εμάχουσου κάποιον και είχες μαζί του πάθος, ε λες: «Έλα που να σε βάλω το φούρνο του Μιάλου Σαββάτου». Γιατί ήτο πυρωμένος, ξαναπυρωμένος, ξαναπυρώμενος και δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει. Έβαλες τον στον φούρνο, ήτο τελειωμένος. Λοιπόν, η ριφικί ήτο το ιδιαίτερο φαί που τρε ούλη η Αρχάγγελος την Μιάλη Κυριακή. Εσφάζαν το ρίφι –από εκεί επήρε και το όνομα ριφικί– και το κουφάρι, το στήθος του δηλαδή και τα μπροστινά ποδαράκια, εβάλαν τα σε ένα πήλινο δοχείο, μεγάλο σαν λεκάνη. Εβάλαν και ρύζι με άνηθο και μαντανό και πάστα, ντομάτα, βούτυρο και φουρνίζαν το που βραδύς, 17:00-18:00 η ώρα το Σάββατο και ξεφουρνίζαν το την άλλη μέρα στις 17:00 η ώρα για να φαν. Το φαγητό έπαιρνε που τη μυρωδιά του πήλενου δοχείου και που του φούρνου και είχε μαγική γεύση. Αυτό έκαμε το έθιμο να διατηρηθεί μέχρι τες μέρες μας και παρ’ όλες, παρόλο που ήρθαν ανθρώποι που ξένα μέρη να ζήσουν στην Αρκάγγελο, άμα δεν ‘νάψεις φούρνο να βάλεις ριφικί, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι Λαμπρή. Βέβαια τώρα οι νοικοκυρές δεν έχουν φούρνους. Όμως, όποια έχει, φιλοξενεί και τις γειτόνισσες. Και έβλεπες σε έναν φούρνο, να βάλουν 7 ριφικές, 10 ριφικές, ανάλογα αν ήτο μιάλος ο φούρνος για μικρός. Εμαύγιουντο ούλοι η γειτονιά και έφτανε ένα φούρνο και εβάλαν τα ούλοι μέσα. Και ήτον ευλογημένα. Ούλα εψήνουντο όμορφα, ούλα γίνουντα χρουσά και ματαμαλένα και με την αγάπη της συμμετοχής, ετράν οι ανθρώποι και εύχουντο το «Χριστός Ανέστη» ο ένας στον άλλον. Την Κυριακή λοιπόν το πωρνό μετά την Ανάσταση… Α, το Σάββατο το βράδυ εχτύπα η καμπάνα μεσάνυχτα. Εμοιράζετο το φως στους ανθρώπους και μετά σημαίναν χαρμόσυνα οι καμπάνες για το «Χριστός Ανέστη». Οι μικροί επαίρναν στην εκκλησιά κουλούργκα και αυγά και τσουγκρίζαν, τσακούσαν τα και λαν «Χριστός Ανέστη, Αληθώς Ανέστη!». Ποιουνού η αυγκούλα ε να σπάσει. Αυτό εβώ το συνεχίζω μέχρι τώρα. Παίρνω 6-7 αυγκά και τσουγκρίζουμε με τα εγγόνια μου [00:15:00]και τρώμε τα επί τόπου, γιατί που τες νηστείες έχουμε μεγάλη λαχτάρα να φάμε και κάτι πασκαλερό. Άκου τι είπα, Πασκαλερό. Τα νηστίσιμα λάμε τα νηστίσιμα. Αυτά που δεν ήτο νηστίσιμα, τα λέμε πασκαλερά από το Πάσχα. Δηλαδή, εφόσον πιο ήρθε η Ανάσταση, μπορούμε να φάμε και κρέας και γάλα και αυγό. Όλα τα πασκαλερά, πασκαλερά επήραν το όνομα τους που το Πάσχα. Εγίνετο το Χριστός Ανέστη και κάθουντον οι ανθρώποι στην εκκλησιά μέχρι και το πωρνό και όταν πιο επόλυκε η εκκλησιά, επαίρναν τις λαμπάδες τος και τα φαναράκια τους και φέρναν το Άγιο Φως στο σπίτι τους. Εστέκουντο στην πόρτα τη κεντρική και με το κερί που φέρναν το άγιο φως που την εκκλησιά, εκάμιασι σταυρό πάνω στην πόρτα. Αυτός ο σταυρός εθεωρείτο ότι εμπόδιζε το κακό να περάσει την πόρτα του σπιτιού και να μπει μέσα. Αυτό το κάμιουμε μέχρι τώρα. Άμα δεις την πόρτα μου, έχει μαύρο σταυρό που το φως που φέραμε που την εκκλησιά. Εμπαίναν μέσα και κάμιαν τα κεφαλόποδα, τον πατσά. Το ρίφι που το σφάζαν, το κεφαλάκι, τα ποδαράκια, την κοιλιά και τα αντερουδάκια εκάμιαν τα σούπα. Ετρα την σούπα τους που το πωρνό και βαστούσαν μέχρι το απόγευμα που ‘θέλε να γίνει ο εσπερινός της αγάπης. Στον εσπερινό της αγάπης, όλοι, μικροί, μεγάλοι, επάναν στην εκκλησιά με τα καλά τος ρούχα, τα καινούργκα και έλε το τραγούδι: «Σαν την ημέρα της Λαμπρής, να ήτο οι μέρες ούλες που ‘λάσουσι οι ελεύθερες και οι παντρεμένες ούλες». Δεν είχε κοπέλα, άντρα, γυναίκα που να μην βάλει κάτι καινούργκο πάνω του. Άλλος φούστα, άλλος παπούτσια, άλλος πουκάμισο, κάτι καινούργκο όλοι εβάλασι την Λαμπρή. Μπορεί όλο το χρόνο να μην εκάμιαν ρούχα γιατί ήτο φτωχοί ανθρώποι, αλλά τη Λαμπρή έπρεπε να βάλουν τα καλά τος, τα καινουργκά τος και να πάνε στην εκκλησιά. Και εμένα ήτο η χαρά μου απερίγραπτη που ήμουν μικρή και η μάνα μου παρόλο που είχε 3 μικρά παιδιά και πολλές απασχολήσεις πάνω της, ήτο και μοδίστρα και έραβέ μου ρουχαλάκια που τελείωνε το Μιάλο Σάββατο και έβαζα τα πιο την Μιάλη Κυριακή και πέτο που την χαρά μου που ήτο καινούρια τα ρούχα μου. Επάναν στον εσπερινό της αγάπης, εκκλησιάζουντο και όταν επόλυκε η εκκλησιά, εκάν τον Ομβριό. Εκάμιαν ομοίωμα ανθρώπινο με ρούχα που τα γεμώνασι είτε ρουκανίδι που κάποιο μαραγκούδικο ή άχυρο. Εκρεμούσαν το στην αυλή της εκκλησιάς και δίναν του φωτιά την ώρα που έλεν ο παπάς το Χριστός Ανέστη, εκάν τον Ομβρίο, θέλοντας να δείξουν την απέχθεια τος για τους αντίχριστους, για αυτούς που δεν είχαν την εμπιστοσύνη και την πίστη στο Θεό. Ξέχασα να πω ότι το Σάββατο το βράδυ ήφταν τις κουτσούρες. Οι νεαροί ούλοι το Σάββατο το πωρνό επάναν και κουβαλούσαν κουτσούρες και τότε δεν είχε μπολτόζες και φορτηγά. Εδέναν τες με τα σκοινιά και εδέναν τα σκοινιά στη μέση τος ή στην πλάτη τος και φωνάζαν ούλοι μαζί: «Γιάσα βίρα, γιάσα» για να έχουν ρυθμικό τράβηγμα να μην τραβά ο ένας μπρος και ο άλλος πίσω, για να συντονίζονται οι προσπάθειες τους. Και κωλοσήρναν τις κουτσούρες και παίρναν τες στην εκκλησιά. Εκιάμαν ένα πολύ μεγάλο βουνό με κουτσούρες και το βράδυ του Σαββάτου, ήφταν τις κουτσούρες. Εμαζεύουντο ούλοι, εκεί πιο να έβλεπες τα ζευγαράκια τα ερωτευμένα. Παναγία μου, Χριστέ μου. Ήτο τόπος συνεύρεσης. Δεν μπορούσε κανένας να πει τίποτα γιατί ήτο μες στην αυλή της εκκλησιάς. Αλλά δεν εκάμνιαν και τίποτα άπρεπο. Μόνο τα μάτια σπινθηροβόλιζαν. Μόνο με τα μάτια επικοινωνούσαν. Όσοι εμπορούσαν και θέλαν, επαίζαν «μπιζίκο» και παίζασι και «μπιχ». Το μπιζίκο ήτο η μακριά γαδούρα που λόσι τώρα. Κόλλαν ένας στον τοίχο και οι άλλοι εσκύβαν ο ένας πάνω στην πλάτη του αλλουνού και παίρναν φορά και σαρτούσαν στις πλάτες τους, πόσοι θα αντέξουν περισσότερο. Το μπιχ, έκρυβες το μάτι σου με το ένα σου χέρι και το άλλο έβαλες το στην αμασχάλη σου και έρκουντου που πίσω σου και δέρναν το χέρι σου στην αμασχάλη και εσύ έπρεπε να καταλάβεις ποιος ήτο που σε έδερε. Αν το έβρισκες γρήορα, είχε καλά. Αν δε και άργιζες, [00:20:00]έτρωγες μπόλικες ξυλιές. Αλλά παρόλα αυτά, το κέφι που είχαν να παίξουν οι νεαροί στην αυλή της εκκλησιάς, χαλάλι και ο πόνος που τραβούσασι που τις ξυλιές που τράσι. Αυτά γίνουντο λοιπόν το Σάββατο πριν την Ανάσταση. Επαραμέναν στις κουτσούρες ούλοι μέχρι να σημάνει η εκκλησιά 00:00 η ώρα και να πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη. Στα παλιά τα χρόνια, ο παπάς έβγαινε όξω που κάτω που το κυπαρίσσι και έλεγε το Χριστός Ανέστη και ευχαριστιόταν ο κόσμος ούλος. Μετά όμως, που ανακαλύφθησαν τα βεγγαλικά και οι φωτοβολίδες και τα μπαρούτια και τα σκορδάκια και δεν ξέρω κι εγώ τι, αυτοί οι δαιμόνοι, εβάλαν, εκανέβαν τα γένια του παπά. Και εφοβούτον ο παπάς να βγει από την εκκλησιά και να σταθεί στην αυλή γιατί εκινδύνευε η ακεραιότητα του και τα τελευταία χρόνια, δεν βγαίνει. Λε το το Χριστός Ανέστη που μέσα από την εκκλησιά και ακούγεται πιο στα μεγάφωνα και χαίρεται ο κόσμος και φιλιούνται και τσουγκρίζουν τα αυγκά τους. Αυτά, λοιπόν, το Μιαλό Σάββατο στις κουτσούρες. Πάμε τώρα στην Κυριακή. Αφού τελείωνε ο εσπερινός της αγάπης, επιάναν την εικόνα της Ανάστασης και παίρναν την στην Πανάγια, για να τιμήσουν και την μάνα του Χριστού. Και ούλος ο κόσμος έφευγε που τον Ταξάρχη και έπανε στην Πανάγια και προσκύνε την Ανάσταση και μετά πάνανε στα σπίτια τος και κάζασι να φαν, να βγάλουν τις ριφικές πιο που το φούρνο και να πάνε στα σπίτια τος να φαν. Μερικές βολές οι ριφικές εσπούσαν μέσα στο φούρνο και δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο ένας, αφού ήτο 10 οι ριφικές, εβάλαν ούλοι που ένα πιάτο σε αυτόν που του έσπασε η ριφικί και έτρε και κείνος την ημέρα κείνη. Δεν επόμεινε νηστικός, κανένας δεν επόμεινε νηστικός. Επαίρναν τες στα σπίτια και ύστερα επάναν να ευχηθούσι χρόνια πολλά σε όσους ελάσι Λάμπρο, Λαμπριανή, Ναστάση, Αναστάσια και γιορτάζαν εκείνη την ημέρα. Την άλλη ημέρα το πωρνό ήτο του Ά Θιώρου. Ούλος ο κόσμος έπαιρνε τα φαγιά του, εστόλιζε τα γαδουράκια με χρέμια χρωματιστά, έκαζε πάνω η μάνα και τα παιδιά πορπατηχτά ανεβαίναν πάνω στον Α Θιώρο, επλώναν τα χρεμάτακια τους και κάμιαν πικ-νικ που το λω τώρα τούτη την εποχή. Το φαί τος ήτο η ριφικί που πόμεινε που τα ψες και πήρα αυγκούλες, κουλουράκια και κάθουντο οικογένειες-οικογένειες, 15-20 άτομα στα χρεμάκια και τράσι τη ριφικί τος τη ψεσινή, τα κουλουράκια τος και τα αυγκά τος. Και τώρα πάνουνε στον Α Θιώρο, αλλά δεν παίρνουν πιο φαγητά. Προσεύχουντο και φεύγει ο καθένας όπου του ρέσκει, για στη θάλασσα, για στο βουνό, για οπουδήποτε με την παρέα του να γλεντήσει. Μετά τον Α Θιώρο, την Τρίτη, επάνανε στην Τσαμπίκα να τιμήσουμε και την Παναγιά Τσαμπικά και εκκλησιάζουντον στην Τσαμπίκα και μετά πιο που την Τσαμπίκα, επόμενη εκκλησιά ήτο της Ζωοδόχου Πηγής στον Ά Νικόλα. Ούλη την εβδομάδα ετράσι πασχαλερό μέχρι του Θωμά και μετά εξεκινούσαν πάλι για ασχολίες τους οι καθημερινές. Εμπαίνανε στην καθημερινότητα τος, να δουν τα χωράφια τος, τα ζα τος, τες δουλειές τος. Αυτό είναι τα έθιμα που είχαμε τη Λαμπρή.

Α.Γ.:

Ακούγονται όλα πολύ ωραία.

Μ.Π.:

Ναι.

Α.Γ.:

Θέλετε να συνεχίσουμε με τα έθιμα του γάμου;

Μ.Π.:

Στα έθιμα του γάμου ε να μας πάρει πάρα πολλή ώρα να τα πούμε, αλλά να ξεκινήσουμε. Όταν ένας νεαρός ερρανιάζετο μια κοπελιά και έρχετον η ώρα του γάμου, έπρεπε να ετοιμαστεί το σπίτι που ήτον η προύκα της της κόρης. Όλες οι κοπέλες έπαιρναν προύκα. Άλλη μικρό, άλλη μιάλο, άλλη φτωχικό, άλλη πλούσιο, το σπιτάκι της η καθεμιά το είχε, επιπλωμένο και εξοπλισμένα με τα απαραίτητα σκεύη. Μην φανταστείς σερβίτσια και 5 κατσαρόλες και ξέρω εβώ. Τρία κουτάλια, δύο ποτήργκα, τέσσερα πιάτα. Ό,τι είχε ο γονιός έδινε στον παιδί του, αλλά στο δικό του το σπίτι. Την Δευτέρα πριν το γάμο, έπρεπε η νύφη να ράψει το νυφικό. Εξεκίνα η προεργασία πριν και την Δευτέρα ολοκληρώνετο η ραφή του νυφικού. Εκάμιε την πρόβα [00:25:00]της η νύφη και τα παρανυφάκια και κρεμούσαν το νυφικό να είναι έτοιμο. Την Τρίτη έπρεπε να φροντίσουν οι γυναίκες να κάμουν τα κουλούργκα του γάμου. Εφτιάχναν κουλούργκα νεβατά και μοιράζαν σε όλους τους συγγενείς. Στους πιο στενούς και στους πιο σπουδαίους, στους κουμπάρους, στους συμπεθέρους, στα αδέλφια του γαμπρού εκάμνιαν μοναύγκουλα κουλούρια. Ήτο στρογγυλά, στη μέση είχαν το σταυρό και ένα αυγκό και ήβγκε το τραγούδι που λέμε: «Κουλούρι πλάσω του γαμπρού, κουλούρι του κουμπάρου, και δίσκο καστανοπλέκτο να παν να του το πάρουν». Την Τρίτη εγίνουντο ευτά. Την Τετάρτη εκάμνιαν τα μελεκούνια, το γλυκό που ‘θέλε να κεράσουν στα κανάκια και στη στέψη. Επαίρναν σησάμι, ελέθαν το, ανακατεύαν το με μέλι, ζάχαρη, κανέλα, πορτοκάλι και ‘μύγδαλα και φτιάχναν το μελεκούνι. Πλώναν το, αφού ανακατεύαντο το σησάμι με το σιρόπι, επλώναν τα πάνω στην σανία. Η σανία είναι ένα ξύλο μεγάλο που βάλουν πάνω τα ψωμιά και πλώναν το χυλό του σησαμιού και με ένα μπουκάλι κάμιαν το ισοπαχή, να μην είναι αλλού χοντρού κι αλλού αδύνατο. Και εκόβαν το με ένα μαχαίρι σαν ρόμβους και μετά ετυλίγαν αυτά τα μελεκούνια μέσα σε χρωματιστό σελοφάν και προσφέραν τα την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής. Αυτά γίνουντο, λοιπόν, την Τετάρτη. Τα μελεκούνια. Την Πέμπτη εζυμώναν τα ψωμιά που θα χρησιμοποιούσαν για να φαν στο γάμο. Δεν είχε φούρνους έτοιμους να ζυμώνουν τα ψωμιά. Και η κάθε νοικοκυρά επροσφέρε το φούρνο της, εζυμώναν μπόλικα ψωμιά και βάλαν και στο δικό μου, και στης γειτόνισσας, και στης παραγειτόνισσας. Ήφταν 5-6 φούρνους και κάμιαν μεγάλη ποσότητα ψωμί και φάει ούλος ο κόσμος. Την Παρασκευή εμοιράζασι τις μπουμπουνιέρες που ήτον το κάλεσμα. Δεν είχε προσκλητήρια. Εδέναν τις μπουμπουνιέρες και γυρίζαν και μοιράζαν τες στους καλεσμένους. Ήτο, όταν σου δίναν μπουμπουνιέρα, ήσουν καλεσμένος. Άμα δεν σου δίναν μπουμπουνιέρα, δεν υπήρχε περίπτωση να πας στον γάμο. Εβώ που ήμουν μικρή έκλαιγα και έθελα να πω στο γάμο να φω κουλουρία, αλλά η μάνα μου έλε μου: «Ακάλεστος του γάμου, καθαρός γάιδαρος. Απαγορεύεται. Εφέραν μας μπουμπουνιέρα;». Λω: «Όχι». «Δεν είμαστε καλεσμένοι». Οι γάμοι γίνουντο σε δημόσιο χώρο, ανοιχτό. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να πε να φε, αλλά όμως δεν αφήναν οι γονιοί τα παιδιά τα ακάλεστα να πάσι στο γάμο να φαν. Εσέβουντο ποιοι είναι καλεσμένοι και το ποιοι είναι ακάλεστοι. Αφού καλούσαν και τον κόσμο, έρκετο η μέρα του Σαββάτου. Που το πουρνό εμαυγκούντο, καθερνούσαν πατάτες, εσφάζαν κατσίκες και κάμιασι το φαί του γάμου μέσα σε λαμαρίνες. Πατάτες με το κρέας και κατσίκες και βράζαν τες και βγάλαν τον ζωμό για να κάμουν την κουλουρία. Αφού τα ετοιμάζασι αυτά τα φαγιά, εβρισκούντο το απόγευμα να κανακίσουν τον παστό. Πάνανε στο γάμο και ξεκινούσαν να κανακίζουν. Κανακίζαν τον παστό και μετά τον παστό, ετρά και χορεύαν το Σαββατόβραδο. Την Κυριακή που νιώναν που το πουρνό, εστέλναν το καζάνι με το ζωμό να μαγειρευτεί η κουλουρία γιατί θέλει 3 ώρες περίπου να ψηθεί το φαί σε χαμηλή φωτιά για να μην πιάσει να κολλήσει στον πάτο. Και η κουτάλα που την ανακατώναν την κουλουρία ήτο κουπί της βάρκας. Γιατί ήτο βαθύ το καζάνι και για να φτάνει μέχρι κάτω, επιάναν ένα κουπί που τη βάρκα και ανακατεύασι την κουλουρία. Και όποια έκαμια μεγάλα ανακατώματα και ήτο κουτσομπόλα, ελάν την «κουτάλα». Λε: «Μα συ κόρη μου, είσαι η κουτάλα που ‘νακατώνει την κουλουρία». Τσα την κοροδεύασι. Εμαγεύαν λοιπόν τις κουλουρίες και το μεσημέρι εβάλαν τα καλά τος ρούχα και πάνασι στο ντύσιμο, να ντυθεί η νύφη και να ντυθεί και ο γαμπρός. Ντύναν συνήθως στου νονού της νύφης [00:30:00]το σπίτι. Ετιμούσαν τον τον νονό της, «τατά» τον λώμε εμείς στην Αρκάγγελο το νονά. Στου τατά της, λοιπόν, επάναν. Στη νονά της και στου τατά το σπίτι. Ήτο καμαρικά. Η νύφη εντύνετο πάνω στου σουφά και ο γαμπρός εντύνετο μπρος ε στο πάγκο. Άμα εντύνετο ο γαμπρός, έκαζε σε μια καρέκλα με ένα μαξιλάρι κεντητό και βάλαν του στον ώμο του το σακάκι και κινούσαν τα κανάκια και όλος ο κόσμος που ήτο καλεσμένος, εσταύρωνε το σακάκι του γαμπρού. Επρόσφερνέ του ένα χρυσό, ένα φραγκάκι, ό,τι εμπόργκε και έριχνε και στους κανακιστές και στους μουσικούς. Η νύφη που ήτο πάνω στο σουφά εβοθούσαν την οι φιλενάδες της να ντυθεί και κάμιαν ένα κλοιό γύρω, τριγύρω της να μην φαίνεται που θα βγάλει τα ρούχα της να γυμνωθεί και να βάλει το νυφικό της. Και αφού εντύνετο και έβαλε το στο βέλος στην κεφάλη της, πάνω στο στεφάνι της, στο βέλος της, εδένασι ένα κομματσούλι κλήμα που συμβολίζει το Χριστό που είναι η άμπελος, συμβολίζει την καρποφορία για να ευδοκιμήσει η νύφη και όπως απλώνει το κλήμα τα κλαδιά του, να απλώσει και ‘κείνη τα παιδάκια της, να αυξηθεί και να πληθείνει. Που πίσω που το βέλος της που της εστερεώναν στην κεφάλη, εβάλαν της και ένα κομματσουλάκι κλήμα και στο φτι της μια άλικη μυστοκαρπιά. Άλικη σημαίνει πυρή, κόκκινη ή πυρή ροζ, φούξια. Ήτο ο στολισμός της. Έβαλε χρουσά , εστολίζαν τη νύφη με πάρα πολλά χρουσά. Λαιμούς που είχε πάνω, ήτο φυτίλι με την κουρντέλα και πάνω ραμμένα είτε φλουργκά, αν ήτο φτωχή η κοπέλα είτε λίρες, αν ήτο πλούσια. Δυο κιλά χρουσά είχε στο λαιμό της η κιλά, τρία κιλά χρουσά. Αφού είχε μερικές νύφες που το νυφικό τος, ε δεν φαίνετο στο στήθος. Ήτον ένα χρουσό πράμα. Εκεί εφαίνετο το πόσο πλούσια ήτον η νύφη. Τώρα τουνού του καιρού δεν τα προτιμούν τα χρουσά. Βάλουν ένα χρουσό στο λαιμό τος και… Αλλά τότε η νύφη 40 μέρες εφόργκε το νυφικό της και τα χρουσά της. Όταν έβγαινε που το σπίτι να πάει για στη πεθερά της για στην εκκλησιά, έβαλε το νυφικό της, έβαλε και τα χρουσά της και ήτο τιμή της να κυκλοφορεί έτσι, γιατί έδειχνε ότι είχε καλή κατάσταση. Εβάλαν, λοιπόν, τα χρουσά και κανακίζαν τη τη νύφη και μετά επάναν στην εκκλησιά. Πριν να πάσι στην εκκλησιά, εσταματούσαν στα Αφεντικά, όξω που το δημαρχείο και κάμιαν μια σούστα που ονομαζέτο «μοναχικός» γιατί ήτο ένας χορός, δεν έκαμιαν δεύτερο και τρίτο. Μόνο σούστα. Σε αυτή τη σούστα, μπορεί να βάστα και μια ώρα. Εξαντλούντο οι οργανοπαίκτες, αλλά έπρεπε να χορέψουν ούλοι οι συγγενείς μαζί με τη νύφη και με τον γαμπρό. Εκάμιαν, λοιπόν, το μοναχικό. Εκολλούσαν φράγκα, πάρα φράγκα. Πολλά, πολλά. Πάρα πολλά. Εκάμιαν τη φιγούρα τος. Είχαν , δεν είχαν, στο μοναχικό εκολλούσαν στα όργανα και οι οργανοπαίκτες πιο δώστου και παίζαν. Μόλις εβλέπαν το φράγκο και έπεφτε, εβάλαν πιο πολλή δύναμη να παίξουσι. Ελάν παινέματα της νύφης πάρα πολλά και οι κανακίτσες, αφού τελείωνε ο μοναχικός, εσυνοδεύαν το ζευγάρι και παίρναν το στην εκκλησιά. Εσημαίναν οι καμπάνες χαρμοσύνα και μπαίναν μέσα και γίνετο η στέψη. Όταν έμπαιναν μέσα στην εκκλησιά –κάτι που μπορεί να μην το έζησες–, επάνε ένας άντρας και έβαλε ε στο χέρι , στην μπούγκα του γαμπρού ένα μαυρομάνικο μαχαίρι. Εβώ αντιλήφθηκα όταν επαντρεύιουμουν την κίνηση. Ένας θείος μου έβαλε στην μπούγκα του άντρα ένα μαυρομάνικο μαχαίρι. Το μαυρομάνικο μαχαίρι είναι, έχει ξύλινη λαβή, είναι καλά κονισμένο και από τις δύο πλευρές. Και είπα, αφού τελείωσε η στέψη: «Γιατί, θείο ,έβαλες στην μπούγκα του άντρα το [00:35:00]μαυρομάνικο μαχαίρι;». Λε: «Α καμιά τον εμαχέτο και του κάμε μάγια να μην μπορεί να κάμει παιδιά, το μαυρομάνικο μαχαίρι κόβει τούτη την ώρα τα μάγια και ο γαμπρός είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του απέναντι στη νύφη». Και το έμαθα εβώ αυτό το πράμα που εγίνετο κρυφά. Δεν το ξέραν ούλοι ότι εγίνετο. Ετελείωνε η στέψη και επαίρναν τις λαμπάδες αναμμένες και εστρέφανε στο σπίτι. Ένοιε η μάνα της νύφης, ήφτε την καπνιστήρα. Μαζί με το αντρογύνο, έρχετο ο παπάς και ο ψάλτης, οι οποίοι θα κάμιαν αγιασμό στο καινούργκο σπιτικό. Πριν να μπουν μέσα, οι πεθερές που το μέρος του γαμπρού εζητούσαν εμπατήκια. Τι είναι τα μπατήκια; Οι εμπατοί είναι να μπεις μέσα στο σπίτι. Έπρεπε, εκτός από όλα τα άλλα που έδινε η κόρη στο γαμπρό, να του τάξει και κάτι ακόμα. Πολλοί πατεράδες της κόρης ήτο πονηροί και ‘φήναν στην άκρια αφανέρετο ένα χωράφι, μια ρίζα ελιά, ένα οικόπεδο και λες: «Ας το να της το δώσουμε εμπατήκι». Κάποιοι όμως που ήτο έντιμοι και ειλικρινείς και δίναν ούλα την προύκα με μιας, δεν είχαν οι κακόμοιτσοι να δώσουν εμπατήκια και δημιουργούντο προβλήματα. Πολλές φορές εχώριζε το ζευγάρι γιατί η πεθεργκά εζήτα τον εμπατήκι και ο πατέρας της νύφης δεν είχε να δώκει. Ο πατέρας μου ήτο ένας από αυτούς. Εξέχασε να κρατήσει κάτι για μπατήκι όταν θα έρχετο ο γαμπρός ε στο σπίτι. Λε: «Τώρα;». Και ψιθύρισα του στο ‘φτι: «Πατέρα, πε 10 στρέμματα θάλασσα στο Κεραμί». Και είπε ο κακόμος –Θεός συγχωρέσει τον–, λε: «Γαμπρέ, δίνω σου και 10 στρέμματα στες πολλές Αλικές». Έχαψε το ο γαμπρός, ήμπε μέσα και μετά πάνε να βρεις εσύ τα 5-10 στρέμματα στες πολλές Αλικές. Ναι. Πριν να μπει ο γαμπρός, είχε ρόδι στο πόδι του και ένας φίλος του τον εκορόδευε. Ο γαμπρός για να μπει μέσα έπρεπε να πατήσει το ρόδι, να το σπάσει. Το ρόδι εσυμβόλιζε την –πώς να σου πω– το πλούτος, να είναι σπίτι στοιβαγμένο όπως είναι τα κουνιά του ροδιού μέσα. Να μην λείπει τίποτα, να έχει όλα τα αγαθά. Την καλοπέραση, την ευλογία, την ευτυχία και έπρεπεν ο γαμπρός να το πατήσει. Έπανε λοιπόν, επάναν δύο φίλοι του γαμπρού και έπανε ο γαμπρός να το πατήσει και κλωτσούσαν το. Εκυνήγα ο γαμπρός το ρόδι, εκλτωτσούσαν το εκείνοι μέχρι που τον εκάμιαν πιο να αγανακτήσει και στο τέλος αφήναν το και πιάτε το ρόδι για να μπει μέσα. Πριν να μπει μέσα, ετάζαν τον καρύδι με το μέλι και που εκεί εμαύγκετο πάλι 3-4 βελετηζηνάδες, πειραχτήρια δηλαδή, και ένοιεν ο κακόμος ο γαμπρός το στόμα του να χαφτεί το καρύδι με το μέλι και το κουτάλι αντί να μπει στο στόμα του, έμπαινε στον πίσω του, έμπαινε στον άλλο που πίσω. Στο τέλος εμούντο το χέρι αυτουνού που σέρβιρνε και έχαυντο, λε: «Ε θα τελειώσουμε ποτέ μας. Ε να φαν ούλοι εκτός από ‘μένα». Και έτρε το καρύδι με το μέλι και τότε πιο έχαβε τα δάχτυλα του τα τρία μέσα στην κούπα με το μέλι και έκαμιε σταυρούς δεξιά και αριστερά της κεντρικής πόρτας και μετά έμπαινε μέσα στο σπίτι και ολοκληρώνετο ο αγιασμός που τον παπά και τον ψάλτη και λαν τα καλορίζικα. Εκερνιούντο ούζο και μελεκούνια που πάνανε στο σπίτι του γάμου. Μετά που ετελείωνε ο αγιασμός, επάναν στην πλατεία του χωργκού που είχε ρανιασμένες τάβλες και καρέκλες και χορεύασι. Ετράσι και χορεύασι.

Α.Γ.:

Όλα εντάξει; Ωραία.

Μ.Π.:

Εφεύγαν, λοιπόν, και πάναν στην πλατεία του χωργκού και στήναν τα όργανα οι οργανοπαίκτες και χόρευαν όλη τη νύχτα η νύφη, ο γαμπρός, το σόι, ούλοι οι καλεσμένοι. Επειδή ήτο πιο στην πλατεία χωργού, επάναν και οι ακάλεστοι που μακριά και βλέπασι. Και εκεί εσυναντιούντο οι ερωτευμένοι και έβλεπε ο ένας τον άλλον και εσπιθιρίζαν οι ματιές και πολλοί επαραγγέλναν τραγούδια στην ορχήστρα, συνθηματικά, για να [00:40:00]τα ακούσει το κορίτσι τος και να καταλάβει τον έρωτα που μεγαλώνει μέσα της, μέσα του, του νεαρού προς την κοπέλα. Λοιπόν, παλιά άμα ήτο χειμώνας, οι χοροί εγίνουντο μέσα στα σπίτια τα καμαρικά. Έκαζε η ορχήστρα στον πάγκο και οι καλεσμένοι εκάζασι στο σουφά και χορεύαν σε πολύ μικρό χώρο, αλλά ήτο και οι καλεσμένοι, μην φανταστείς 1.000 και 1.500. 150-300 άτομα, όχι παραπάνω. Και εχορεύαν ούλοι μέσα στο καμαρικό το σπίτι και γίνετο ένα στριμωξίδι το έλα να δεις. Επατούσαν ο ένας τα πόδια του αλλουνού, ετράβα ο ένας το πουκάμισο του αλλουνού, αλλά κανένας δεν επαρεξηγιέτο, γιατί ήθελαν ούλοι να συμμετέχουν στο γλέντι του γάμου. Αφού εξημερωνούντο πιο στο χορό, επάν να κλειώσουν το αντρόγυνο. Ετραδούσαν τον ποταμό και πέρναν τους στο σπίτι και ένας συγγενής ή φίλος έμπαινε με το αντρόγυνο μέσα και δεν έβγαινε. Το αντρόγυνο έθελε να πομείνει μοναχό του και εκείνο λα: «Α, εβώ ε να κοιμηθώ εδώ μαζί μας. Να μου τάξετε να φύγω. Ειδεμή δεν φεύγω». Τι είχαν να κάμουν; Εδίναν του ό,τι είχαν, τυρί, ελιές, λάδι για να τον καταφέρουσι να το βγάλουν όξω που το σπίτι να κλειωδηθεί πιο το αντρόγυνο να απομείνουσι μοναχοί να ξαπλώσουν και να ξεκουραστούν και να απολαύσουν ό,τι εμπορούσαν να απολαύσουν. Αφού έφευγε αυτός και ξημέρωνε η Δευτέρα, επάν το βράδυ, 18:00-19:00 η ώρα το απόγευμα και τραδούσαν στο αντρόγυνο τα παραξυπνήματα. Το τραπέζι της Δευτέρας ελέγετο κουμπαρίκι, γιατί ο υπεύθυνος για να κάμει τα φαγητά και τα κεράσματα ήτον ο κουμπάρος που στεφάνωσε το αντρόγυνο. Εκάμιαν, λοιπόν, το κουμπαρίκι, επάν και παραξυπνούσαν: «Ξύπνα νιε, ξύπνα νιε και νιόγαμπρε, ξύπνα και την πέρδικα σου που χυμίζεται κοντά σου. Άνοιξε μου για να ανοίξω, για την πόρτα θα γκρεμίσω» και έλε που μέσα: «Πες μου σημάδια του σπιτιού για να σου νοίξω να μπεις μέσα» και έλε: «Έχεις ελιά στην πόρτα και ελιά στο παραθύρι και κλήμα». Λε: «Αυτά ξέρουντα ούλοι. Πες μας σημάδια του κορμιού να ανοίξω να μπεις μέσα». Και ελέ: «Ελιά έχεις στο μάγουλο και ελιά στην αμασχάλη και ανάμεσα στα στήθια ο ήλιος και το φεγγάρι» και αφού πιο έλε σημάδια που είχε η κόρη πάνω της, η νύφη, ενοίαν την πόρτα και μπαίναν μέσα οι καλεσμένοι. Εκερνιούντο με ούζο και μελεκούνια και φεύγαν πάλε και πάνασι στο κέντρο του χωργκού ή στο καμαρικό το σπίτι και κάμιασι το κουμπαρίκι και χορεύαν πάλε μέχρι το πωρνό, τρίτη μέρα που χορεύασι. Την Τρίτη. Η Τρίτη ήτο γι αυτούς τους γλεζέδες που ‘ναι, ποσταχιάσασι, που δεν επροκάμαν να γλεντήσουν τρία βράδια. Και τι εκάμιασι; Επάναν όπου είχασιν γνωστό, ούλοι είχαν πούλες, είχαν κοτέτσια. Επάναν και κλέβαν πούλες, εμάσαν τες, εψήναν ντες και γλεντούσαν τρώγοντας τες πούλες των γειτόνων. Απαρεξήγητα. Οι γείτονες εξέραν το. Όταν είχαν και εκείνοι γάμο, εκλέβαν που του γείτονα τος και έτσι εβρίσκαν μια ισορροπία. Ο ένας έκλεβε του αλλουνού και ήτο όλοι αγαπημένοι. Και την Τρίτη πιο ετελείωνε το γλέντι του γάμου με τις πούλες τις κλεμμένες και έτσι ολοκληρώνετο. Εβάστα που τη μια η Δευτέρα μέχρι την άλλη Τρίτη.

Α.Γ.:

Πάρα πολλές μέρες.

Μ.Π.:

Ναι, πολλές μέρες. Τώρα ελλάξαν τα έθιμα, αλλά κάποια τα κρατούμε ακόμα και χαίρουμαι γι αυτό. Χαίρομαι που βαστούμε τα έθιμα μας και κάμιουμε και τα κανάκια μας και τα κρεβάτια μας και το γλέντι μας, ε και κουμπαρίκι μη σου πω κάμιουσι σε πιο στενό κύκλο και χωρίς γλέντια. Τα καινούργκα δεν, τα ξενόφερτα έθιμα εβώ προσωπικά δεν θέλω να τα αγκαλιάζω. Τώρα ο καθένας ό,τι καταλαβαίνει κάμιει.

Α.Γ.:

Υπάρχει κάποιο άλλο έθιμο που θέλετε να μας πείτε;

Μ.Π.:

Σε ούλες τις εκδηλώσεις της ζωής είχε έθιμα. Ένα έθιμο που είχασι ήτο στο θέρος. Το θέρος ήτο μια σπουδαία περίοδος για τους ανθρώπους, γιατί εβγάλαν το ψωμί ούλης της χρονιάς τος. [00:45:00]Εσπέρναν τα χωράφια τος και επάνε ο ένας και βόθα του αλλουνού, επειδή τα χωράφια ήτο μιάλα και εν προλαβαίναν να θερίσουν μοναχοί τος. Σήμερα εθερίζαμε το δικό μου, αύριο εθερίζαμε το δικό σου. Ενιώναν βαθικά, την αυγή, να πάνε στο θέρος. Πριν βγει ο ήλιος, 04:00-05:00 η ώρα την αυγή. Γιατί όταν έβγαινε ο ήλιος, ήτον τόσο πυρός που δεν αντέχαν οι ανθρώποι να δουλεύουν και ήτο μια κουραστική δουλειά. Οι μιάλοι και οι μιάλες εθερίζαν και τα μικρά παιδιά εμπαίναν κι εκείνα στον αγώνα και κουβαλούσαν τα στάχυα στα αλώνια. Φορτώναν τος τους γαδάρους με τα στάχυα και τα παιδάκια τραβούσαν το καπίστρι του γαδάρου και παίρναν τα στα αλώνια, εξεφορτώναν τος τα στάχυα και πάλε πίσω. Και λέγια για αυτό το πράμα όταν ήτο σε μεγάλη ένταση και πολλή δουλειά: «Θέλεις θέριζες και δεν θέλεις, δένε και κουβάλιε». Ό,τι και έκαμιες εκουράζουσου. Ήτο πολύ κουραστικό γιατί ήτο ζέστη. Επάναν, λοιπόν. Επαίρναν μαζί τος την ελίτσα τος, το αρνάτικο της σαλαμούρας, κομέ προσφά που ήτο μαντρατούρισσες και είχασι τυρί και την σουράδα με ντυμένη με το πανί. Η σουράδα ήτο πήλινο δοχείο που βάλαν μέσα νερό και για καπάκι εβάλασι η ακλάτη του ασκινού για μια κατσουκέλα του πεύκου για να μην μπαίνουν ζουζούνια μέσα στο νερό και πες να πιεις και καταπιείς για μαμουρία, για σκόρπιο, για οτιδήποτε. Και μοσχοβάλε άμα έβαλες ασκινό, έπανες να πιεις και μύριζε το νερό ασκινό. Η σουράδα που ήτο ντυμένη με το πανί, πάγωνε το το νερό. Έκανε το κρύο-κρύο κα δροσερό. Εμαυγιουντό, λοιπόν, όταν τελείωνε που κάτω από μια ελιά. Επλώναν τα φαγιά τους. Ετράν και τραβούσαν. Ήτο τόσο αγαπημένος ο κόσμος. Η συνεργασία ήτο το παν για τις δουλειές τος, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Αφού τελειώναν με το θέρος, με το θερισμό, επάνασι στα αλώνια. Σωροί, βουνά τα στάχυα. Και δέναν το γάδαρο και που πίσω του εδένασι ένα ξύλο βαρύ που είχε πάνω του καρφωμένες πέτρες. Ερίχναν, λοιπόν, τα στάχυα, πάνω στο ξύλο  ανεβάζαν ένα μικρό και εκείνος ελιάλε το γάδαρο ούλη την ημέρα και τρίβετον η ρουκάνα πάνω στο σιτάρι και έμαε το σιτάρι και απομείνει χώργκα το σιτάρι, χώργκα το άχυρο, αλλά ούλα μαζί. Ελαμέναν να έρθει καιρός. Και όταν έρχετο καιρός, επιάναν μια μεγάλη πιρούνα με τρία νύχια και ξεχυρίζαν. Τι εκάμνιαν; Επιάναν το σιτάρι με τα άχυρα και πετούσαν το ψηλά. Ο αέρας που φύσα έπαιρνε, παρέσερνε το άχυρο και δημιούργουντο δύο ξεχωριστοί σωροί. Ένας σωρός με το σιτάρι που έπεφτε που ήτο βαρύ, κι ένας σωρός παραδίπλα με το άχυρο που ήτον ελαφρύ και παρασύρνετο που τον αέρα. Αυτό ήτα τα ξεχυρίσματα. Και μετά βάλαν σε μιάλες σακούλες το άχυρο για να έχουν οι γαδάροι να τρων γιατί δεν είχαν αυτοκίνητα, οι γαδάροι ετράσι το άχυρο που τα σιτάρια και το σιτάρι επαίρναν το στο μύλο ή στο σπίτι να το λέσουν με το χειρομύλι. Κάθε βράδυ να κάτσουν και να λέθουν σιτάρι να κάμουν αλευράκι, να κάμουν τηανήτες, να κάμουν κουρκουτένες, να κάμουν κουλουρία, να κάμουν μάτσι, να κάμουν κριθαράκι, ούλα τα καλά του κόσμου εκάμιαν τα με το αλεύρι και το νερό. Ούλα τα καλά του κόσμου. Ήτο νοικοκυρές οι γυναίκες. Άμα είχα αλεύρι και λάδι μέσα στο σπίτι τος, είχαν τα πάντα και κάνα αυγουλάκι που τες πούλες και κομέ γαλατάκι που την κατσίκα, μορφοβολεύαν τα μια χαρά. Λοιπόν, όταν εθερίζαν ο ήλιος είπαμε ήτο καυτός και έπρεπε οι γυναίκες να προσέχουν και τον εαυτό τος. Ήτο σοφές. Εβάλαν στην κεφάλη τος λευκά μαντήλια για να μην τες χτυπά ο ήλιος στο κεφάλι και στα χέρια τος εβάλαν κάλσες για να μην χτυπούν, να μην γδέρνονται και να μην καίγονται το δέρμα τος, να μην καίγεται που τον ήλιο τον καυτό. Για αυτό δεν επαθαίναν και καρκίνο του δέρματος, γιατί δεν υπήρχε σημείο του σώματος που να φαίνεται. Ήτον ούλο καλυμμένο και προστατεύουντο με [00:50:00]αυτό τον τρόπο να μην πάθουσι εγκαύματα που τον ήλιο. Τα πόδια τος εθωρούσαν πώματα. Τα πώματα ήτο παπούτσια που τα κάμιασι που το πετσί της κατσίκας. Εκάμιαν τα ο τσαγκάρης, ήτο ειδικά παπούτσια. Εβάλαν τα γιατί κια που θερίζαν μπόργκε να έχει φίδι, όχεντρα, οχιά. Εμπόργκε να έχει σκόρπιο. Εμπόργκε να έχει άνηλιο και να τους δασκάσει να πάθουν κακό. Τα πώματα ήτο τόσο σκληρό το πετσί της κατσίκας που δεν εκινδυνεύαν από τίποτα από αυτά, ήτο η προστασία τος. Ναι. Και αφού ετελειώναν τα ξεχυρίσματα και ελέθαν το σιτάρι τος, εκάμνιαν ξεροτήγανα και επρόσφερε: «Ελάτε που κάμαμε το σιτάρι μας, το αλευράκι, εκάμαμε ξεροτήανα να σας κεράσουμε». Τα ξεροτήανα είναι το κατεξοχήν γλυκό της αρραβώνας. Ναι. Άλλη βολά να πούμε για την αρραβώνα. Ναι. Αυτά ήταν τα έθιμα του θέρους μας. Έτσι περνούσαν τον καιρό τους κάθε μέρα. Πάναν που το πουρνό και έρχουντο το βράδυ.

Μ.Π.:

Α σου πω τώρα και κάτι να γελάσεις. Ένας πιο αγόρασε, λε, ρολόι για να τον ενιώνει να πάνει στο θέρος. Γιατί, επειδή εθέχταν και κοιμούντο πολύ νωρίς που τις 19:00 η ώρα το βράδυ, που τες 20:00, δεν είχαμε ούτε τηλεόραση ούτε τίποτα, κοιμούντο 5-6 ώρες. 02:00 η ώρα τα μεσάνυχτα ενιώναν και πάναν να φύγουν και δεν είχε φως, άργκιζε να ξημερώσει. Και λε: «Πάτησα την, ένιωσα πολύ νωρίς και τώρα πρέπει να κάθομαι να λαμένω να ξημερώσει να βλέπω να θερίσω». Επήε, λοιπόν, αυτός και αγόρασε το ρολόι, το ξυπνητήρι. Έβαλε το πάνω στην τσιμιά, έθεκε. Το ρόλοι έκαμιε «Τικ, τακ. Τικ, τακ. Τικ, τακ». Εκείνος όσο και να προσπαθούσε να κοιμηθεί, δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Η γυναίκα του, λε: «Κοιμήσου, χριστιανέ μου». Λε: «Δεν τον ‘κούεις τον δαίμονα;». Λε: «Τι;» Λε: «Λε μου ‘σήκου πάνω, σήκου πάνω, σήκου πάνω». Λε: «Καλέ». Λε: «Στάσου να δεις τι θα τον κάνω». Πιάνει το ρολόι, εβάλει το στον πάγκο, σκεπάζει το και με καμπόσια ρούχα. Έπαψε να χτυπά. Που το πουρνό ο ήλιος στον ουρανό και εκείνος εκοιμάτο. Λε: «Με πώς άργκησες, Κιολέ, να νιώσεις;». Λε: «Που να έχει κακόχρονος ο δαίμονας, δεν με άφησε να κοιμηθώ ούλη τη νύχτα. Σήκου πάνω, σήκου πάνω. Και έδωκα και φράγκα να το πάρω, εκατάλαβες;». Ναι, είχε. Ήτον αθώοι οι ανθρώποι. Και είχε πολλές ιστορίες. Είχεν έξυπνες γυναίκες. Άφηναν τους άντρες να κάμιουν κουμάντο στις έξω δουλειές, αλλά το σπίτι ήτο το βασίλειο τος. Μέσα στο σπίτι έκαμιε μόνο η γυναίκα το νοικοκυριό και αν ήτο καλή, επάναν ούλα καλά. Αν δεν ήτο καλή η μάνα, ε δεν καμιάσι ούτε τουζένι, ούτε νοικοκύριο. Και έλε η μάνα μου: «Ο άντρας να κουβαλεί με το φτυάρι και η γυναίκα να ξεγκλά με την βελόνα, δεν την μπρολαβαίνει ο άντρας». Άμα είναι σπατάλα, πόσο μπορείς να αδειάσεις με την βελόνα; Αλλά το τακτικό και το συνέχεια να κουβαλεί ο άντρας, δεν εμπρολαβαίνει τη γυναίκα να της τα φέρνει. Και έθελε να πει ότι πρέπει για να σταθεί το νοικοκυριό να είναι η γυναίκα νοικοκυρά, αλλιώς δεν γίνεται. Έλα τώρα που να διαβάσω και ιστορίες που την Αρκάγγελο.

Α.Γ.:

Θα ήθελα κάτι που ήτανε έτσι καθαρά στην αρχαγγελίτικη διαλεκτό. Να ακουστούν τα αρχαγγελίτικα.

Μ.Π.:

Μακάρι, μακάρι να βρουμε.

Μ.Π.:

Α, Οι βελετηζηνάδες. Όπως είπαμε στο προηγούμενο περιοδικό, ο Αρχαγγελίτης και ο Μαλωνίτης σμίξανε και ‘κίνησαν για την Αρχίπολη να μετρήσουν την πονηριά τους. Είχεν σκοτεινιάσει όταν έφθασαν στο χωργκό και κινήσαν να ρωτά ο ένας τον άλλον που θα κοιμηθούν. Ο Αρχαγγελίτης είπε: «Δεν πάνουμε στου παπά το σπίτι;». Χτυπούν λοιπόν τη πόρτα του παπά. «Καλησπέρα παπά μου! Ήρταμε στο χωργκό σας κ' ενιχτιαστήκαμε. Είπαμε λοιπό να 'ρτουμε στο σπίτι σου να κοιμηθούμε και το πωρνό φύγουμε». «Καλά κάματε καλοί μου άνθρωποι. Κάτσετε να φάμε». «Να 'σαι καλά παπά μου». Ο παπάς για να καλοδεί τους μουσαφίριες του, είπε στην παπαδιά: «Πιάσε παπαδιά μου ένα κεφάλι τυρί να ρίξου μπόλικο στα μακαρούνια». Η παπαδιά ήμπαινε στην «άρεκλα» πού έχανε τα τυριά τουςάρεκλα είναι ο αμπαταρός που έχει πόρτα που πάνω με καταπαχτή σκεπασμένη με το χρέμι. [00:55:00]Κατέβηκε λοιπόν η παπαδιά και βρήκε μοναχά ένα κεφάλι τυρί. Από περηφάνεια, δεν ήθελε να δείξει στους ξένους ότι είχανε μοναχά ένα τυρί. Γι αυτό το πιάνει το, βγάζει το από την τρύπα και φωνάζει τον παπά: «Παπά μου, καλό 'ναι αυτό;». Ο παπάς μπήκε στο νόημα και είπε: «Πιάσε ένα πιο μεγάλο». Αυτός ο διάλογος εβάσταξε, εγίνηκε πέντε-έξι φορές. Οι μουσαφίριες εγνέφωντο χωρίς να που τίποτα. Όταν φάγανε τα μακαρόνια τους η παπαδιά έστρωσε στους μουχαφίριδες να κομηθούν. Σε λίγη ώρα ο παπάς και η παπαδιά κοιμήθηκαν. Τότε ο Αρχαγγελίτης κουντά τον Μαλωνίτη και του λέει: «Πρε, νοιωστός είσαι;». «Εν έκλεισα μάτι». του λέει ο Μαλωνίτης. Σηκώνονται λοιπόν, πιάνουν και μια τσουβάλα και λίγο σκοινί και πάνε στην άρεκλα, στον αποκρέβατο, στον αμπατερό. Μετά από κάποια αμηχανία ποιος θα κατέβει κάτω, τελικά καταφέρθηκε ο Αρχαγγελίτης. Μόλις πάτησε το πόδι του κάτω τι να δει: με τυρί, με τίποτα. Ο Μαλωνίτης από πάνω εβιάζετο και του φωνάζει: «Πιο γλήορα και θα νοιώσει ο παπάς». «Λάμενε πρε γιατί τα τυργκά είναι πολλά και η τσουβάλλα εγίμωσε χείλι –χείλι». Ο Μαλωνίτης έτριβε τα χέρια που τη χαρά του. «Πέτα μου το σκοινί» φωνάζει ο Αρχαγγελίτης. Τώρα νέσυρε τη τσουβάλλα και σια-σια μην εξεσκιστεί. Ο Μαλωνίτης ελόλλισε που τη χαρά κι έδρωσε μέχρι να ανεβάσει τη φορτωμένη τσουβάλλα. Μόλις την έβγαλε επάνω έκλεισε το καπάκι της αμπαταρού και λέει του Αρχαγγελίτη. «Εκατάφερά σε Αρχαγγελίτη. Το πωρνό θα σε πιάσει ο παπάς για τον ποντικό στη φάκκα». Βάλε το τσουβάλι στον ώμο του και ξεκινά σιγά-σιγά να φύγει που το σπίτι του παπά. Είχε περάσει… Εκουβάλιε το τσουβάλι στον ώμο, πιστεύοντας ότι μέσα είναι τυριά, αλλά μέσα στα τσουβάλια είχε έμπει ο Αρχαγγελίτης γιατί τυριά δεν είχε ο αμπαταρός. Όταν έφθασε λοιπόν μακριά από το σπίτι του παπά και κόντευε να περάσει το Αη Ζαχαργκά και κατέβαινε προς τις νάπες για νάρτει στην Αρχάγγελο, ο Μαλωνίτης ξεθεωμένος που τη κούραση άρχισε να κοντοτρέχνει στην κατηφόρα η τσουβάλλα κίνησε του πέφτει. Κάποια στιγμή η τσουβάλλα ήρτε στους κόλους του και οι σκύλοι εκινήσαν να τη τραβούν και ακούγεται μια φωνή. «Πρε σκορνταρά σήκωσε πιο ψηλά την τσουβάλλα και να με φαν οι σκύλοι». Ο Μαλωνίτης τα ‘χασε. Σταματά, λύνει τη τσουβάλλα και τι να δει, μέσα καθόταν ο Αρχαγγελίτης. Γυρίζει τότε και του λέει: «Εκατάφερές με Αρχαγγελίτη». Και ο Αρχαγγελίτης του απαντά: «Πρε κακοθάνατε μ' ενεβάστας κομμά- τι κόμα να φτάξουμε στο χωργκό που πονώ τα πόγκια μου να πορπατώ».

Α.Γ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μ.Π.:

Παρακαλώ.

Α.Γ.:

Να ‘στε καλά.

Μ.Π.:

Κι εσύ.

Α.Γ.:

Ήταν όλα πάρα πολύ ωραία και ενδιαφέροντα.

Μ.Π.:

Χαίρομαι που βοήθησα.

Α.Γ.:

Να ‘στε καλά.

Μ.Π.:

Χαίρομαι να μιλώ τα αρχαγγελίτικα. Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ. Πολλοί με λένε Κυπριαία, με λένε Κρητικιά, αλλά εγώ περήφανα τους απαντώ: «Είμαι Αρκαγγελίτισσα, τιμή μου και καμάρι μου». Ναι.

Α.Γ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μ.Π.:

Να είσαι καλά Αλεξάνδρα μου.