Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Μεγάλωσα σ' ένα σπίτι που όλοι τραγουδούσαν»: Μια ιστορία ζωής με εκκίνηση από τη Μικρά Ασία
Ενότητα 1
Γνωριμία με την αφηγήτρια, παιδικά χρόνια και ανατροφή με μικρασιάτικο "πρόσημο"
00:00:00 - 00:20:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Αρχικά θέλω να μου πεις το όνομά σου. Με λένε Μαρία Παπαδοπούλου. Ωραία, είναι Δευτέρα 26 Ιουνίου του 2023, είμαι με τη Μαρία… η γιαγιά μου δεν το ‘κανε, η γιαγιά μου με την εμμηνόπαυση την κοπάνησε απ’ το κρεβάτι και κοιμόμασταν μαζί. Ο παππούς κοιμόταν μόνος του.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Μικρασιάτικα ήθη, έθιμα και κουλτούρα και εικόνες μιας άλλης εποχής
00:20:18 - 00:44:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχε άλλη μυρωδιά ο κόσμος τότε, είχε άλλη εικόνα ο κόσμος τότε. Δεν ήτανε καλύτερα από τώρα, καθόλου καλύτερα δεν ήτανε, ήτανε αλλιώς. Και …ούτε να αναπνεύσεις εκεί κοντά, απορώ οι γυναίκες οι οποίες μένανε εκεί, δεν ξέρω πώς φεύγανε, με αλεξίπτωτο; Από αλλού πηγαίναν; Δεν ξέρω!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η πατρική φιγούρα, μαθήματα ζωής από τον πατέρα και η δικηγορία
00:44:25 - 00:54:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτό όμως, έτσι, το εξαιρετικά συντηρητικό περιβάλλον εμένα δεν με κατάπιε, γιατί είχα έναν μπαμπά, ο οποίος ήτανε πάντα -και τον έχω ακόμα … και διαμορφώνει την κατάσταση που εσύ επιδιώκεις, που εσύ θέλεις, είτε δεν θέλεις, έτσι; Δεν διαμορφώνει την κατάσταση που εσύ δεν θέλεις.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η μετακόμιση στην Πρέσπα, οι πιο αργοί ρυθμοί ζωής, η ζωή στην ύπαιθρο, η συνταγή για τα κουλουράκια και κλείσιμο συνέντευξης
00:54:22 - 01:21:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δεν ήτανε αυτό τρόπος, λόγος μάλλον, απομόνωσης, δεν ένιωσα δηλαδή να απομονώνομαι. Και από την άλλη μεριά όμως, για να λέμε και του στραβού…ρι που πέθανε στην ταράτσα κοιμότανε, του άρεσε το έξω, του άρεσε ο ύπνος στο ύπαιθρο. Σε ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σου. Παρακαλώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Γνωριμία με την αφηγήτρια, παιδικά χρόνια και ανατροφή με μικρασιάτικο "πρόσημο"
00:00:00 - 00:20:18
[00:00:00]Καλησπέρα. Αρχικά θέλω να μου πεις το όνομά σου.
Με λένε Μαρία Παπαδοπούλου.
Ωραία, είναι Δευτέρα 26 Ιουνίου του 2023, είμαι με τη Μαρία Παπαδοπούλου, βρισκόμαστε στις Πρέσπες. Εγώ ονομάζομαι Φαίδρα Γεμενετζίδου Χατζηγρηγορίου, είμαι ερευνήτρια στο Ιstorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, Μαρία, θα ήθελες να μου πεις λίγα πράγματα για σένα;
Γεννήθηκα και -πριν από πάρα πολλά χρόνια, πολλά, πολλά,- μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που όλοι τραγουδούσαν. Δεν ήταν ακριβώς το σπίτι των γονιών μου, η μαμά και ο μπαμπάς δουλεύανε μακριά. Μεγάλωσα στο σπίτι της γιαγιάς. Μια γιαγιά που είχε μνήμες της Μικρασιατικής Καταστροφής, γιαγιά Σμυρνιά. Πρέπει να πω ότι κοιμόμασταν μαζί στο ίδιο κρεβάτι μέχρι τα 14 μου χρόνια. Αυτοί οι άνθρωποι, οι Μικρασιάτες, ήτανε άνθρωποι της αφήγησης, μιλούσαν πάρα πολύ, λέγαν ιστορίες, τους άρεσε πολύ το παρελθόν, τους άρεσαν πολύ οι εικόνες, τις περιέγραφαν εξαιρετικά. Αυτή η γιαγιά είχε και μία πολύ μεγάλη εκφραστικότητα. Θυμάμαι ότι στο σκοτάδι κάτω από το πάπλωμα τον χειμώνα, όταν κοιμόμασταν το βράδυ, πριν να κοιμηθούμε, με τα χέρια της μου έδειχνε πώς να πλέκω κάλτσες και μου ‘λεγε, ας πούμε: «5 σειρές προς τα δω θα κόψεις, 5 σειρές προς τα κει θα προσθέσεις θηλιές», εξαιρετική εκφραστικότητα η γιαγιά και όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Τραγουδούσαν, λοιπόν, και τραγουδούσανε όλα τα σουξέ της εποχής. Είχε τότε..., οι δισκογραφικές εταιρείες είχαν κάτι μισάωρα στο ραδιόφωνο διαφημιστικά των νέων δίσκων, εγώ τα ήξερα απέξω και ανακατωτά και άνοιγα το ραδιόφωνο. Πολλά χρόνια περάσανε, για να καταλάβω ότι η μουσική της Minos, της εταιρείας παραγωγής Minos, ήταν η εισαγωγή της «Συννεφιασμένης Κυριακής», αυτό δεν το ήξερα. Όλα, λοιπόν, τα σουξέ στο τραπέζι, όλα τα τραγούδια στο τραπέζι και μάλιστα με έναν τρόπο που λέγαμε τα σύμφωνα λίγο, έτσι, ελίτικα, λίγο αστικά, λίγο σαν να ήμασταν πλούσιοι και σαν να ήμασταν σπουδαίοι. Ας πούμε δεν λέγαμε ποια, λέγαμε ποια, και τραγουδούσαμε: «Ποια ήταν η αιτία...», ποια όχι ποια, το ποια ήτανε, ναι… Αυτοί οι άνθρωποι πριν την Καταστροφή της Σμύρνης, εκεί δηλαδή που μένανε, αν και ήταν αγρότες, είχαν ένα πολύ υψηλό οικονομικό status, ήταν δηλαδή καλοστεκούμενοι οικονομικά. Όταν ήρθαν εδώ, ψοφολόγησαν απ' την πείνα, οι συνθήκες δεν ήταν καθόλου ίδιες, αυτό που έκαναν εκεί, που ήξεραν πολύ καλά, να καλλιεργούν σταφύλια, εδώ δεν μπορούσε να γίνει, γιατί δεν ευνοούσαν τα χώματα. Δουλεύανε το ίδιο και περισσότερο, αλλά παραγωγή δεν παίρνανε. Όμως, αυτό το..., η αίσθηση του έχειν που είχαν από εκεί τους ακολούθησε και εδώ και ήμασταν φτωχοί με πλούσια ελαττώματα. Δηλαδή παίρναμε ένα ζευγάρι παπούτσια στα 10 χρόνια, αλλά ήταν το καλύτερο ζευγάρι αυτό, ήτανε δερμάτινα, πηγαίναμε και αλωνίζαμε την αγορά της Θεσσαλονίκης ένα ολόκληρο απόγευμα για να πάρουμε ένα ζευγάρι παπούτσια, δεν ήταν παίξε γέλασε η αγορά. Ή τα ρούχα στις ντουλάπες ήτανε με τις δεκαετίες. Θυμάμαι το χειμωνιάτικο ταγέρ της μαμάς μου, το οποίο μου είχε πει πριν να παντρευτεί το είχε παλτό, όταν παντρεύτηκε το έκανε ταγέρ και στη συνέχεια, το έκανε κάλυμμα για το ντιβάνι και διάδρομο για το πάτωμα. Αυτό έλιωσε, τελείωσε δηλαδή, έπαψε να υπάρχει στις ζωές μας, όταν εγώ έκλεισα τα 40. Οπότε καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα είχανε μια διαδρομή που μας ξεπερνούσε. Και βέβαια, εκείνο επίσης που μου κάνει εντύπωση είναι ότι δεν υπήρχαν σκουπίδια, δεν είχαμε σκουπίδια, αυτό που ψάχνουμε τώρα και λέμε: «Ανακύκλωση, ανακύκλωση, ανακύκλωση» ήτανε κανόνας. Η γιαγιά μάζευε τα αποχτενίδια της, τα αποχτενίδια ήτανε οι τρίχες, οι οποίες μένανε στη χτένα όταν χτενιζόταν. Η χτένα στα σμυρναίικα λέγεται διαλυστήρα. Τις τρίχες, λοιπόν, που μάζευε απ' τη διαλυστήρα, τις έκανε ένα δαχτυλιδάκι στο χέρι της και τις έβαζε μέσα σε ένα σακουλάκι. Αυτά τα σακουλάκια τα μάζευε και όταν γινότανε πολλά τα ‘πλενε τα μαλλιά, τα στέγνωνε και το μαξιλάρι που κοιμότανε ήταν από αυτά τα μαλλιά. Στην Κατοχή μού είχε πει ότι η κόρη της τα πήρε αυτά τα μαλλιά τα 'γνεσε, τα 'κανε νήμα δηλαδή και τα ‘κανε για τα πόδια, τερλίκια, αλλά «Τζάμπα -λέει- ο κόπος», γιατί δεν κράτησαν πολύ, λιώσαν κατευθείαν, δεν ήταν ανθεκτικά. Ο τρόπος, λοιπόν, της ανακύκλωσης ήτανε θαυμαστός σ' αυτό το σπίτι, το πώς το έτσι γινόταν αλλιώς και το αλλιώς γινότανε μια άλλη χρήση μέχρι που να καταντήσει το πράγμα να μην έχει υπόσταση πια, δηλαδή, να χάσει την υλική του υπόσταση το αντικείμενο. Δεν ξέρω πώς γινόταν, όμως έτσι γινότανε. Ας πούμε, όταν τα σεντόνια μες στη μέση λιώνανε, μιλάμε τώρα για δεκαετίες χρήση, τα ‘κοβε μες στη μέση και τις άκρες τις έκανε μέση και κοιμόμασταν με σεντόνια που μες τη μέση είχανε μια ραφή. Αφού περνούσαν οι δεκαετίες και ξαναλιώναν τα σεντόνια, μετά τα ‘κόβε και τα ‘κάνε μαξιλαροθήκες, τις άκριες που δεν είχαν λιώσει τις έκανε μαξιλαροθήκες. Και αφού έκανε και τις μαξιλαροθήκες και λιώναν και οι μαξιλαροθήκες, μετά τις έκανε πετσετάκια για την κουζίνα και είχαμε, λοιπόν, πετσετάκια για την κουζίνα. Πρέπει να σου πω ότι τότε στην περιοχή που μεγάλωνα υπήρχαν πολλές οικοτεχνίες, υφαντουργεία. Επομένως, αυτά τα απαραίτητα για το σπίτι σεντόνια και μαξιλαροθήκες και τέτοια ήτανε από τα υφαντουργεία των γειτόνων. Ο γείτονας ο απέναντι λοιπόν, είχε... Από τον γείτονα τον απέναντι είχε αγοράσει η γιαγιά αυτά τα σεντόνια. Πρέπει να σου πω ότι μερικές πετσετούλες απ’ αυτές που ήτανε εκείνα τα αρχαία σεντόνια, ο γείτονας αυτός ήδη από τη δεκαετία του ’70 έπαψε να έχει το υφαντουργείο, το ‘κανε κάτι άλλο. Είχε πάλι την επιχείρηση, αλλά δεν ύφαινε πια σεντόνια, έκανε πασματερί, δηλαδή τελειώματα, δαντέλες ας πούμε, ένα είδος δαντέλας, ήδη απ' τη δεκαετία του ’70. Πρέπει να σου πω ότι αυτές οι πετσετούλες από αυτά τα σεντόνια που ήταν πριν απ' τη δεκαετία του ΄70, τις πρόλαβα και εγώ και τις έλιωσα παντρεμένη και εγώ παντρεύτηκα μεγάλη στην ηλικία, παντρεύτηκα 33 χρονών. Ήτανε, λοιπόν, μαγικό το πώς τα αντικείμενα ζούσαν μαζί μ' εμάς, πώς ήτανε..., είχανε ονοματεπώνυμο τα αντικείμενα, είχαν υπόσταση, δηλαδή εκείνη η μπλε μου η μπλούζα, το καλό μου το παλτό το καμηλό, ένα, όχι άλλο, το καλό μου το παλτό το καμηλό, ή η κατσαρόλα η τάδε, η κατσαρόλα. Όμως, εκείνο που πάρα πολύ μου έκανε εντύπωση και όσο περνάν τα χρόνια κι εγώ γερνάω πια μου κάνει ακόμη περισσότερο ήτανε η αισθητική αυτών των ανθρώπων. Είχανε μια αισθητική πάρα πολύ υψηλή και στον τρόπο με τον οποίο παρουσίαζαν τον εαυτό τους, δηλαδή στο ντύσιμό τους, στο στήσιμό τους, στο σπίτι τους, εξαιρετική αισθητική και κυρίως εξαιρετική αισθητική σε αυτά που κάναν με τα χέρια τους. Η μάνα μου έκανε με τα χέρια της χειροτεχνήματα ανυπέρβλητης αξίας, το φινίρισμα είναι εξαιρετικό και όλα αυτά είναι δουλεμένα μόνο με το χέρι. Ήταν της άποψης ότι κάτι ή θα το κάνεις καλά ή δεν θα το κάνεις καθόλου. Μάθε, λοιπόν, να το κάνεις καλά ή κάτσε στα αυγά σου και μην κουνιέσαι καθόλου, δεν είσαι γι’ αυτά. Ήτανε, όμως, και γυναίκες, γιατί μεγάλωσα σε ένα γυναικοκρατούμενο περιβάλλον, ήτανε και γυναίκες οι οποίες καταπιάνονταν πολύ. Κατ' αρχήν, δεν δούλεψαν μια ώρα έξω απ' το σπίτι τους, δεν είναι οι γυναίκες οι οποίες έλιωσαν τη ζωή τους στα χωράφια, στα ζώα, όχι, καθόλου. Η δε γιαγιά μου δεν δούλεψε μια ώρα έξω απ' το σπίτι της, τίποτα. Όμως, και μέσα στο σπίτι καταπιάνονταν με τα πάντα, ας πούμε, ήταν έγκλημα [00:10:00]καθοσιώσεως να μην ξέρεις να πλέκεις, να ράβεις, να κεντάς, καθοσιώσεως έγκλημα στην κυριολεξία δηλαδή! Εγώ όταν τελείωσα το δημοτικό, αυτό που μου ‘κανε η μάνα μου είναι μου αγόρασε ένα ύφασμα για να ράψω ένα φουστάνι. Από δω από κει, από δω από κει, δυο μήνες το παίδευα. Όμως, αυτός ήταν ο δρόμος που εγώ έπρεπε να μεγαλώσω. Ξέρανε όλες από ράψιμο και αν δεν ξέραν το υποψιάζονταν και το ράψιμο ήταν μια γιορτή. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι μαζεύτηκαν όλες μαζί για να ράψουνε της γιαγιάς το καλοκαιρινό ταγέρ, μια βδομάδα γλέντι. Το καλοκαιρινό ταγέρ, το..., ένα ταγέρ καλοκαιρινό η γιαγιά, ένα, ποτέ δεύτερο. Του παππού το καπέλο, όλα μου τα χρόνια θυμάμαι του παππού το καπέλο, ένα καπέλο ο παππούς, δεν τον θυμάμαι ποτέ να το φοράει αυτό το καπέλο, όμως υπήρχε μέσα στη ντουλάπα και από κάτω η γιαγιά έκρυβε το γλυκό για να μην το βρίσκουμε να το τρώμε. Ήτανε οι σταθερές κρυψώνες αυτές, που τις ξέραμε όλοι. Δεν ήτανε χρόνια αθωότητας, δεν μπορώ να το πω αυτό. Ήτανε χρόνια δύσκολα. Το ότι τραγουδούσαν συνέχεια και γελούσαν πολύ δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ιλαρότητας, όχι ότι δεν υπήρχαν όρια, τα όρια υπήρχανε. Όταν πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσα, αντιλήφθηκα ότι ναι μεν γελούσαν, αλλά δεν είχαν χιούμορ, είχαν πλάκα, δηλαδή δεν μπορούσανε να δεχτούνε κριτική, χιούμορ υπερβολικό γι’ αυτούς από έναν άλλον. Εκεί το χάνανε και το χάσανε γενικώς. Και περνώντας αυτά τα χρόνια, αντιλήφθηκα ότι αυτό το περιβάλλον έβγαλε συναισθηματικά ανάπηρους ανθρώπους, γιατί ναι μεν όλα αυτά που λέμε, αλλά δεν εκφράσανε ποτέ συναισθήματα και μάλιστα, αυτό το θεωρητικοποίησαν κιόλα και είπαν ότι: «Τι τις θες αυτές τις σάχλες τώρα, σιγά, αυτά είναι σάχλες», το να λες, ας πούμε, σ' έναν άνθρωπο ότι τον αγαπάς ή το να... Έπρεπε να είσαι σκληρός, έπρεπε να μην κλαις, έπρεπε να μη δείχνεις συναισθήματα, γιατί έτσι βόλευε την έξωθεν καλή μαρτυρία, μια ψυχραιμία δηλαδή σώζει την κοινωνική σου εικόνα, αυτό. Όμως, τα χρόνια περνούσαν τότε και περνούσαν έτσι με..., ήτανε σαν γιορτή, δηλαδή ο Cesare Pavese λέει σε ένα βιβλίο του: «Τα χρόνια εκείνα περνούσαμε απ’ τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη και ήτανε σαν γιορτή», έτσι ήτανε, περνούσες απ’ τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη και ήτανε γλέντι. Επί σειρά ετών και ενήλικη πια είχα την αίσθηση ότι στη συγκεκριμένη γειτονιά ο αέρας αλλιώς φυσάει, δηλαδή όταν έπαιρνα τη στροφή έλεγα: «Να, εδώ είμαι, εδώ είναι ο τόπος μου». Δεν συμβαίνει αυτό πια, απομυθοποιήθηκαν και οι καταστάσεις και οι άνθρωποι και τώρα προσδιορίζομαι μάλλον ως άπατρις. Τα χρόνια, λοιπόν, περνούσανε με τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι ήτανε γιαγιάδες και παππούδες δικοί μου στα χρόνια και είχανε όλοι μνήμες από τη Μικρασιατική Καταστροφή, γιατί όλοι είχανε έρθει από κει, με την επόμενη ακριβώς γενιά, που ήταν η γενιά των γονιών μου, δεν διαφοροποιήθηκαν και πολύ από τους γονείς τους. Ακολούθησαν δηλαδή τα ίδια πρότυπα και αυτό που κάνανε, παντρευτήκανε και προσπαθούσανε να έχουνε μια έξωθεν καλή μαρτυρία, δηλαδή ότι είμαι καλά, να δείχνω ότι είμαι καλά. Τα χρόνια περνούσανε και οι άνθρωποι αυτοί, αυτοί οι παππούδες και οι γιαγιάδες που εγώ πρόλαβα, δυσκολεύονταν να ακολουθήσουνε τις αλλαγές που ήτανε πια ραγδαίες, ραγδαίες! Θυμάμαι όταν αντιλήφθηκε η γιαγιά μου ότι καπνίζω μου είπε: «Σε έβγαλα απ’ την ψυχή μου» και εγώ της είπα ότι: «Στη δικιά μου την ψυχή άνθρωποι δεν μπαινοβγαίνουν με τέτοια ευκολία». Δεν το πίστεψα τότε ότι με έβγαλε απ’ την ψυχή της καθόλου, αυτό θα γινόταν αργότερα, αλλά τότε δεν το... Δηλαδή το πήρα ότι ξέρεις κάτι; Αντιδρά, ας πούμε, σε αυτό που κάνω εγώ. Μου έκανε κάποτε παρατήρηση γιατί, όχι ακριβώς παρατήρηση, έκανε ένα σχόλιο ότι: «Και έτσι που μένεις καλά δεν είναι», δηλαδή ήμουνα πια 30 χρονών και δεν είχα παντρευτεί. Και όταν της είπα ότι: «Είμαι 30 χρονών, λες να μην ξέρω τι κάνω;» μου είπε: «Εσύ ξέρεις τι κάνεις, τώρα τα χρόνια είναι άλλα». Αυτό το είπε με πολύ μεγάλη ευκολία, γιατί εγώ ήμουνα εγγονή και δεν είχε την ευθύνη. Τα παιδιά της όμως τα "στραγγάλισε", έπρεπε να ακολουθήσουν την πεπατημένη, τον δρόμο, εκεί που η ίδια είχε την ευθύνη και έπρεπε να πάνε κάπως, ας πούμε, τα πράγματα. Τώρα, δεν ξέρω πώς πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι τη ζωή τους σε πιο προσωπικές στιγμές και σε πιο προσωπικές καταστάσεις. Με τη γιαγιά μίλησα πάρα πολύ όταν ήμουν έγκυος στο πρώτο μου παιδί, τότε μου είπε πάρα πολλά και απορούσανε γιατί μίλησε τόσο πολύ, γιατί δεν είχε μιλήσει ποτέ. Μια φορά, ας πούμε, τη ρώτησα πολύ πιο πριν: «Ποιος ήταν ο πιο ωραίος άνδρας όταν εσύ μεγάλωνες;» και μου είπε η μάνα μου «Εγώ αυτό, όχι μόνο δεν θα το ρωτούσα, ούτε απ' το μυαλό μου δεν περνούσε ποτέ!», γιατί την είχε λαχταρισμένη. Τα χρόνια, λοιπόν, περνούσανε έτσι τότε και μετά όταν πολύ μεγάλωσα, κατάλαβα το ζόρι, τι ζόρια είχαν αυτοί οι άνθρωποι, τι ζόρι τους κινούσε να είναι έτσι και όχι αλλιώς και όχι αλλιώτικα. Η γιαγιά παντρεύτηκε τον παππού, η γιαγιά ήταν 22 και ο παππούς ήτανε 40 φεύγα. Τον παντρεύτηκε επειδή είχανε καταγωγή απ' το ίδιο χωριό της Σμύρνης και άρα ταιριάζανε τα χούγια τους. Και ρόλο έπαιξε και το ότι ήταν φίλη με την αδερφή του. Της έστειλε ένα γράμμα, γιατί η αδερφή του ήτανε πια στην Αθήνα και της είπε: «Μέχρι τώρα είμαστε φιληνάδες, πες το ναι για να γίνουμε και αδερφές» και τον παντρεύτηκε. Αυτή, λοιπόν, η θεία που ήτανε στην Αθήνα ήταν ένας έτσι πολύ εξωστρεφής και άνθρωπος που πραγματικά έκοβε το κεφάλι του και δεν μάσησε στη ζωή της, δεν φοβότανε, δηλαδή όπως κατάλαβα ότι φοβόντουσαν πολύ οι δικοί μου, ο φόβος ήταν αυτός που τους έκανε να μην έχουν χιούμορ, να μην εκφράζουν τα συναισθήματά τους, ο φόβος τα 'κανε όλα αυτά. Αυτή, λοιπόν, η θεία μια φορά μου είπε ότι: «Ξέρεις κάτι, ο παππούς σου -δηλαδή ο αδερφός της- τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία και στον αρραβώνα μου τραγούδησε αμανέ», παρένθεση, ο παππούς τραγουδούσε πολύ ωραία και χόρευε πολύ ωραία. Χόρευε ζεϊμπέκικο μέσα στο ταψί, δηλαδή έκανε όλες τις φιγούρες του ζεϊμπέκικου μέσα στο ταψί, από κει βγήκε το «Θα σε χορέψω στο ταψί». Της λέω λοιπόν: «Ναι θεία, τραγούδησε; Τι τραγούδι είπε;», «Α -λέει- δεν ξέρω», της λέω «Πώς δεν ξέρεις;», «Εγώ -λέει- δεν ήμουνα, εγώ ήμουνα σπίτι, κοιμόμουνα, αυτός με αρραβώνιαζε στο καφενείο, μοναχός του». Και είπε στον γαμπρό: «Πότε ο γάμος, 2-3 βδομάδες όχι παραπάνω και μέχρι τότε δεν θα πατήσεις στο σπίτι, δεν θα πατήσεις στο σπίτι», γιατί; Γιατί ήταν οι δυο τους μόνο, δυο αδέρφια δηλαδή, γονείς δεν είχανε, είχαν χαθεί στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο αδερφός έφευγε συνέχεια στα χωράφια, όλη μέρα έλειπε, σου λέει θα πηγαίνει ο γαμπρός εκεί και θα κάνει ό,τι θέλει και δεν ήθελε. «Όταν λοιπόν -λέει- πήγα -έλεγε η θεία αυτή- όταν πήγα στην εκκλησία και μου τον φέρανε τον γαμπρό, έλεγα από μέσα μου: "Ου στο διάολο και εδώ να που σε κουβαλήσανε". Δεν τον ήθελα καθόλου, αλλά μετά τον εσυνήθισα, ακούς; Τον εσυνήθισα -μου έλεγε- και δεν τον εχώρισα απ’ το κρεβάτι μου ούτε μια μέρα», γιατί ο άνδρας της αρρώστησε μετά. Όταν έγινε έτσι μεγάλος άνθρωπος, [00:20:00]αρρώστησε, ήτανε χρόνια καρκινοπαθής. «Δεν τον εχώρισα απ’ το κρεβάτι ούτε μια μέρα, στο κρεβάτι μαζί πέθανε», πράγμα που η γιαγιά μου δεν το ‘κανε, η γιαγιά μου με την εμμηνόπαυση την κοπάνησε απ’ το κρεβάτι και κοιμόμασταν μαζί. Ο παππούς κοιμόταν μόνος του.
Είχε άλλη μυρωδιά ο κόσμος τότε, είχε άλλη εικόνα ο κόσμος τότε. Δεν ήτανε καλύτερα από τώρα, καθόλου καλύτερα δεν ήτανε, ήτανε αλλιώς. Και για μένα δεν έχει ακριβώς νοσταλγία, έχει μια γλύκα όταν τα θυμάμαι, δεν τα νοσταλγώ καθόλου, δεν θέλω να τα ξαναζήσω, αλλά έχει μια γλύκα όταν τα θυμάμαι, γιατί; Γιατί είναι τα νιάτα μου, είναι τα παιδικά μου χρόνια, είναι οι ρίζες μου, ας πούμε, αν και δεν μας προσδιορίζει καμιά ρίζα μη νομίζεις, μάλλον στο μέλλον είναι ο προσδιορισμός μας και όχι στο παρελθόν. Σε αυτό το σπίτι, λοιπόν, ακολουθούσαν με ευλάβεια κάποια μικρασιάτικα έθιμα που το λέω και γελάω, τα ακολουθώ και εγώ μέχρι σήμερα. Δηλαδή, τα Χριστούγεννα δεν κάνανε τσουρέκια, κάναν κάτι κουλουράκια που είχανε σφραγίδες και είχαν έναν δικέφαλο αετό επάνω, τα ίδια κάνω κι εγώ. Κάνανε βασιλόπιτα από αυτή τη ζύμη με τους δικέφαλους αετούς, ξεπεσμένο Βυζάντιο; Ξεπεσμένο Βυζάντιο. Εμείς εκεί! Βέβαια, κουραμπιέδες, που άρεσαν πάρα πολύ στο μικρό της τον γιο, της γιαγιάς τον γιο εννοώ και τους έκλεβε αριστοτεχνικά, γιατί ο κουραμπιές άμα πας και τον κλέψεις σε μαρτυράει, χύνεται η ζάχαρη κάτω και σε παίρνουνε χαμπάρι. Αλλά αυτός τι έκανε; Έβαζε ολόκληρο τον κουραμπιέ στο στόμα και είχε βρει τον διάολό της η γιαγιά, έχανε τους κουραμπιέδες. Επίσης, το Πάσχα κάναν τα τσουρέκια, των Φώτων -δεν το τελειώσαμε για τον χειμώνα- των Φώτων έκανε με την ίδια ζύμη που έκανε τους δικέφαλους αετούς, έκανε σταυρούς και ο καθένας μας έτρωγε έναν σταυρό για πρωινό ανήμερα των Φώτων. Όταν κόβανε τη βασιλόπιτα, ένα κομμάτι ήταν για τα ζώα και αυτό το κομμάτι το ‘παίρνε ο παππούς και πήγαινε και το ‘τρίβε μέσα στη στέρνα που κάνουνε το φαγητό των ζώων για να το φάνε τα ζώα, το τρώγανε τα ζώα. Τη μέρα της Πρωτοχρονιάς ανήμερα, το πρωί με έστελνε στην εκκλησία -η καημένη πού να ήξερε ότι εγώ δεν θα είχα καμιά σχέση με τις εκκλησίες μετά στη ζωή μου- μ' έστελνε, λοιπόν, στην εκκλησία και στον γυρισμό είχα ένα ρόδι το οποίο το έσπαγα στην αυλή για να υπάρχει ευφορία, ευδαιμονία στο σπίτι, για τα υλικά αγαθά είναι το ρόδι. Και ο παππούς το μάζευε ευλαβικά και πήγαινε και το τάιζε στις κότες. Θυμάμαι στα χρόνια μου έγινε για τελευταία φορά το πηγάδι, τι είναι το πηγάδι; Μια μέρα του χρόνου, που νομίζω ότι είναι το θερινό ηλιοστάσιο, δηλαδή 21 Ιουνίου -γι' αυτό δεν είμαι καθόλου σίγουρη- σκεπάζανε το κεφάλι μιας κοπέλας, μάλλον μια κοπέλα έσκυβε μέσα σ’ ένα πηγάδι -12:00 η ώρα το μεσημέρι, όταν οι ακτίνες του ήλιου ήταν κάθετες- έσκυβε μια κοπέλα μέσα σ' ένα πηγάδι, σκεπάζανε το κεφάλι της με ένα κόκκινο πανί και αυτή έβλεπε κάτι στον πάτο του πηγαδιού με τις ακτίνες του ήλιου. Και η εικόνα αυτή ήταν προφητική. Θυμάμαι μια γυναίκα, μια κοπέλα λέγανε ότι είχε δει έναν άνθρωπο ο οποίος πολεμούσε με τα κύματα, μεγάλωσε, παντρεύτηκε και ο άνδρας της πνίγηκε στη θάλασσα. Ήταν ένα περιβάλλον που έδινε σημασία σε μικρά προληπτικά σημάδια, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν και προληπτικοί, γκαραγκαγκάν προληπτικοί, δηλαδή η πρόληψη τούς εμπόδιζε τη ζωή τους. Όμως, είχανε κάποια σημάδια που τα ακολουθούσανε πιστά, παραδείγματος χάρη, «Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις και Κυριακή να μη λουστείς αν θες για να προκόψεις». Ακόμα μέχρι τώρα που γέρασα δεν μπορώ να ανεχτώ παντόφλα ανάποδα στο σπίτι, σηκώνομαι και τη γυρίζω, με ενοχλεί αισθητικά. Το προληπτικό δεν το αντιλήφθηκα εγώ ποτέ, αλλά με ενοχλεί αισθητικά, δεν θέλω να είναι ανάποδα. Ή ξέρω ‘γώ δεν μασούσανε τη νύχτα μαστίχα: «Του πεθαμένου τα κόκκαλα μασάς». Τι άλλο δεν κάνανε; Είχαν, έτσι, έναν κώδικα. Η μαμά της γιαγιάς μου -την οποία την πρόλαβα εγώ, πέθανε πολύ μεγάλη στην ηλικία, εγώ ήμουνα 11 χρονών όταν πέθανε- ήτανε μία γυναίκα πάρα πολύ δυναμική, γρουσούζα γυναίκα, δηλαδή αυτό που έλεγε έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε τη στιγμή που το έλεγε και αυτό γιατί είχε σηκώσει όλη την ιστορία της Καταστροφής στους ώμους της. Ο μπαμπάς υπήρχε, ο άντρας της υπήρχε, αλλά δεν ήταν ένας δυναμικός τύπος όσο αυτή. Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα ήταν ένα κοριτσάκι ορφανό, αγράμματο, η μάνα της δεν την έστειλε στα γράμματα, γιατί άμα μάθαινε γράμματα -η μάνα της αγράμματη- άμα μάθαινε γράμματα, θα είχε γιαβουκλού, αγαπητικό δηλαδή, και θα του ‘στέλνε ραβασάκια και η άλλη δεν ήξερε να διαβάσει και θα την κορόιδευε. Δεν την έστειλε στα γράμματα, την έστειλε, λοιπόν, εκεί που ήτανε στο χωριό της Σμύρνης, μες στη Σμύρνη υπηρέτρια σε ένα σπίτι. Τον καιρό εκείνο γινότανε αυτό, δηλαδή ένα παιδί πήγαινε σε ένα σπίτι, αυτό το παιδί δεν πληρωνότανε, μεγάλωνε σ’ εκείνο το σπίτι, όλα τα έξοδα διαμονής, διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, ό,τι χρειαζόταν ήταν των ανθρώπων του σπιτιού και στο τέλος, τα προικίζαν αυτά τα κορίτσια και τα παντρεύανε. Το ίδιο έκανε και αυτή η προγιαγιά. Πήγε, λοιπόν, σε αυτό το σπίτι, το σπίτι αυτό ήταν του Σεφέρη, τον Σεφέρη τον μεγάλωσε αυτή. Ο Σεφέρης γεννημένος το 1900, η γιαγιά έφυγε από κει το 1905, από κείνο το σπίτι. Η γιαγιά μου που ήταν το πρώτο της παιδί γεννήθηκε το 1906, επομένως, μεγάλωσε τον Σεφέρη και έφυγε. Ήτανε πολύ μεγάλη γυναίκα στην ηλικία δηλαδή 30 χρονών και παντρεύτηκε. Ο κύριός της, που τον έλεγε έτσι μέχρι που πέθανε, ο κύριός της την πάντρεψε και βάφτισε και τη γιαγιά μου και η γιαγιά μου φορούσε τα ρούχα της Ιωάννας Τσάτσου, της αδερφής του Σεφέρη, που ήταν 2 χρόνια μεγαλύτερη, τα αποφόρια δηλαδή της πλούσιας κυρίας. Αυτή, λοιπόν, η γιαγιά -άρχισα να τη λέω την ιστορία για την πρόληψη, για την προληπτική αντίληψη που είχανε- είχε έναν γιο, ο οποίος αρρώστησε και ήταν στο νοσοκομείο με περιπλεμονία, πνευμονία δηλαδή. Το παιδί αυτό πέθανε, στο νοσοκομείο. Την ώρα που πέθανε, η μάνα του δεν ήταν εκεί, ήτανε μια ανιψιά της είχε πάει, το είχε αφήσει το παιδί με την ανιψιά και έφυγε, πήγε σπίτι. Και όταν ήρθε και της είπε: «Θεία, ο Γιάννης -ο Γιάγκος- πέθανε» αυτή είπε «Το ξέρω, γιατί χτύπησε η ψυχή του». Αυτή ήτανε μια πολύ..., μου ‘λέγε αυτή η θεία από την Αθήνα, που είπαμε του παππού μου η αδερφή, η οποία ήτανε φιληνάδα με τη γιαγιά μου, μου ‘λέγε: «Αυτή η προγιαγιά σου πολύ γρουσούζα ήτανε». Πήγαινε να πάρει τη φιληνάδα της μια φορά την εβδομάδα να πάνε μια βόλτα και πήγαινε -λέει- και έλεγε: «Θεία, θα ‘ρθει η Άννα να πάμε βόλτα;», «Δεν θα πάει σήμερα» και την κρατούσε μέσα -λέει- την Άννα δεν την άφηνε να βγει. Αυτοί οι άνθρωποι ζήσανε έτσι, αυτή ήταν μια γιαγιά πολύ δυναμική, όταν [00:30:00]-καταρχήν οι Σεφέρηδες, Σεφεριάδης ήταν το όνομα τους, Σεφέρης το 'κανε ψευδώνυμο ο ποιητής- οι Σεφεριάδηδες φύγαν απ’ την Σμύρνη 2 χρόνια πριν. Καταλάβαν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά και την είχε φωνάξει ο κύριος της τη γιαγιά και της είπε: «Εμείς θα φύγουμε, τα πράγματα δεν παν καλά, να φύγεις» και λέει «Κύριε, εγώ δεν μπορώ να φύγω, έχω καινούριο σπίτι». Πράγματι, δυο χρόνια ήταν που μπήκε στο σπίτι όταν έγινε η Καταστροφή, το καινούριο της το σπίτι. Έφυγαν, λοιπόν, οι Σεφεριάδηδες, με την Καταστροφή φύγανε και αυτοί, πήγανε, πρώτα πήρε τα παιδιά της, ο άντρας της, η ίδια και τα παιδιά της, εκ των οποίων το ένα αγόρι είχε περάσει πολιομυελίτιδα, που του είχε αφήσει ένα κουσούρι στο πόδι, ορθοπεδικό πρόβλημα δηλαδή, και το παιδί ήταν κατά καιρούς γυψωμένο, ήταν σε γύψο. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή το παιδί ήταν γυψωμένο, ήτανε 12 χρονών, ναι, ήτανε 12 χρονών με τον γύψο στο πόδι. Το γυψωμένο παιδί, λοιπόν, το κρατούσε ο μπαμπάς στην πλάτη, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει, το κουβαλούσε στην πλάτη, είχε ένα μωρό της αγκαλιάς που το κρατούσε η γιαγιά στα χέρια, η μαμά στα χέρια και τα υπόλοιπα ήταν γύρω γύρω τους τρέχανε, το σύνολο 6 παιδιά. Φτάσανε στη Σμύρνη, είχανε πάρει μαζί τους όλα τα χρυσαφικά τους και χρυσαφικά είχαν πολλά, ήτανε θέμα status κοινωνικού status το χρυσαφικό. Είχανε κάτι ρολόγια, εγώ μόνο περιγραφές έχω δει, έχω ακούσει και έχω δει φωτογραφίες από άλλες γυναίκες που τα σώσανε αυτά τα ρολόγια, που ήτανε ρολόι χρυσό, κρεμαστό, με πολύ χοντρή αλυσίδα. Η αλυσίδα χοντρή, μισό δάχτυλο χοντρή, τόσο χοντρή και έφτανε μέχρι τον ποδόγυρο του φουστανιού κάτω στο πάτωμα. Το ρολόι δηλαδή το κλωτσούσες με τα πόδια και το ρολόι αυτό το γυρίζανε, το φέρνανε μέχρι το στήθος και το στερεώνανε με μία, επίσης, περίτεχνη καρφίτσα στον αριστερό μαστό απάνω. Είχανε, λοιπόν, όλα αυτά τα χρυσαφικά τους μαζί τους και μόλις φτάσανε σε ένα φιλικό σπίτι, εκεί που καταλύσανε στη Σμύρνη, τα πήγανε αυτά στο υπόγειο, την άλλη μέρα το πρωί, όμως, σηκώθηκαν και φύγανε εσπευσμένα, γιατί περνούσανε τα φορτηγά που ρίχνανε βενζίνα για να κάψουν τη Σμύρνη. Φύγανε, λοιπόν, εσπευσμένα. Το μόνο που πήραν μαζί τους ήταν το πάπλωμά τους, είχανε ένα πάπλωμα μαζί. Φτάσανε στην προκυμαία, καθίσανε κάτω, είχε ήδη αρχίσει να καίγεται η Σμύρνη από πάνω, βλέπανε γειτονιές γειτονιές να μπουρλοτιάζονται και η μάνα τους τούς είπε: «Άμα δούμε ότι φτάνει εδώ η φωτιά, θα δώσουμε μια στο νερό και θα πνίγουμε». Πετάξανε και το πάπλωμα μες στο νερό, γιατί ήταν μάλλον κίνδυνος στη φωτιά το πάπλωμα, παρά έσωζε κάτι, και άρχισαν να 'ρχονται οι βάρκες για να τους πάρουνε. Στο λιμάνι ήταν γεμάτο ξένα πλοία. Σε μια βάρκα -ο νους τους ήταν να βάλουνε μέσα το γυψωμένο παιδί- βάζουνε το γυψωμένο παιδί και η βάρκα φεύγει, πιάστηκε η γιαγιά επάνω, η μάνα του δηλαδή, για να μη χάσει το παιδί, φύγανε οι παντόφλες της μες στο νερό, τα κατάφερε, ανέβηκε πάνω στη βάρκα. Έρχεται άλλη βάρκα, βάζει ο μπαμπάς τους τα παιδιά, φεύγει η βάρκα. Και μείνανε τώρα 5 παιδιά με τη γιαγιά μου τη μεγαλύτερη, πήγανε στο πλοίο και τους είπε η γιαγιά μου: «Καθίστε λίγο εδώ, για να πάω να δω, να βρω κανέναν χωριανό, κανέναν…». Και βρήκε τη μάνα της, από τύχη μπήκανε στο ίδιο πλοίο. Την είδε να κλαίει, έβλεπε απέναντι και έκλαιγε. Σμίξανε εκεί πέρα, ήρθαν, τους φέραν στον Πειραιά και μετά κάθε παιδί, κάθε μέρα, έκανε βάρδια στον Πειραιά για να δει αν έρθει ο μπαμπάς. Και ήρθε ο μπαμπάς. Αφού ήρθε και ο μπαμπάς, το πρώτο πράγμα που έκανε η γιαγιά ήταν να πάει να βρει τον κύριό της, τον Σεφεριάδη. Ξεκίνησε, λοιπόν, απ’ τον Πειραιά με τα πόδια, διάολου κάλτσα η γιαγιά, και πήγε στην Αθήνα στο πανεπιστήμιο. Πάει, βρίσκει τον κλητήρα και του λέει: «Θέλω τον κύριο Σεφεριάδη». Ποιος ξέρει τι φάτσα είχε η γιαγιά, μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, λέει: «Δεν μπορώ να τον διακόψω, κάνει μάθημα» και του είπε «Να πας και να του πεις ότι ήρθε η Κατίνα», πάει ο φουκαριάρης μέσα, χτυπάει την πόρτα, ανοίγει, του λέει, βγαίνει έξω ο Σεφεριάδης, τείνει το δάχτυλο και της λέει: «Κατίνα, μισό λεπτό», κόκκαλο ο κλητήρας. Βρήκε, λοιπόν, τον κύριό της, γιατί είχε θέμα, είχαν περάσει οι μέρες και έπρεπε να αλλάξει τον γύψο του παιδιού. Της είπε ο κύριός της πού να απευθυνθεί, υπήρχε ο τάδε Σμυρνιός γιατρός, ο οποίος ήταν εκεί, να πάει να συνεχίσει την αγωγή του παιδιού. Αυτό που τους διευκόλυνε πολύ ήταν ότι μόλις είχανε πουλήσει την παραγωγή τους. Ήταν 20 Σεπτεμβρίου όταν κάηκε η Σμύρνη, είχανε πουλήσει την παραγωγή τους και είχαν φέρει όλα τα λεφτά τους. Τα χρήματα δηλαδή που είχανε για να ζήσουν έναν χρόνο και για να βάλουν και στην άκρια, τα είχε μαζί ο μπαμπάς τους και άρχισαν να ζουν εκεί στον Πειραιά. Ο γιατρός για το παιδί το γυψωμένο είπε ότι χρειάζεται θάλασσα. Ναι, πού να το πάνε τώρα το παιδί στη θάλασσα; Πήγαινε ο μπαμπάς τους και έφερνε κάθε μέρα 2 τενεκέδες θάλασσα για να βάζει το πόδι μέσα και να το βλέπει και ο ήλιος, για να ακολουθήσει τη θεραπεία για το παιδί. Και αφού πέρασε λίγο ο καιρός, η γιαγιά μου ακινητοποιήθηκε στο κρεβάτι, το μεγάλο της το παιδί ακινητοποιήθηκε, έφερε τον γιατρό και ο μπαμπάς της έδωσε την τελευταία του λίρα, της έκανε, λοιπόν, κάποιες ενέσεις και η γιαγιά έγινε καλά, η γιαγιά πέθανε 96 χρονών. Δύσκολα περάσαν αυτοί οι άνθρωποι, δύσκολα ορθοπόδησαν, πολύ δύσκολα, αν ορθοπόδησαν ποτέ. Δεν παραπονιόντουσαν ποτέ, δεν μιλούσαν ποτέ για περασμένα μεγαλεία, κάνανε περιγραφές, πολλές περιγραφές του πώς ήταν το σπίτι τους, ας πούμε -καλά, εγώ έχω τη Μικρασιατική Καταστροφή ολόκληρη στο κεφάλι μου, όχι τη Μικρασιατική, την Καταστροφή της Σμύρνης, ολόκληρη στο κεφάλι μου- πώς ήταν το σπίτι τους, τι χρώμα πλακάκια είχανε, πώς ήταν η σάλα που μπαίνανε, πώς ήταν τα δωμάτια, η ζυγαριά ακριβείας που είχανε, γιατί το προηγούμενο επάγγελμα του μπαμπά της εμπορευόταν χαβιάρι, είχε νταλιάνι -μόνιμα δίχτυα δηλαδή- στον ποταμό Μαίανδρο. Έπιανε ψάρια, έβγαζε το χαβιάρι και εμπορευόταν το χαβιάρι και επειδή είναι πολύ ακριβό, έπρεπε να έχει ζυγαριές ακριβείας. Όταν παντρεύτηκε, σταμάτησε να κάνει αυτό το επικίνδυνο επάγγελμα, γιατί ήτανε εποχικό και ήταν επικίνδυνο μέσα στα νερά και αγοράσανε το κτήμα και βάλανε αμπέλια. Περνώντας τα χρόνια, θεωρώ ότι όσο περνάν τα χρόνια δηλαδή, συνειδητοποιώ ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν μία γενναία προίκα για μένα, κυριότατα όσον αφορά την αισθητική τους, μια αισθητική ανυπέρβλητη, στην κυριολεξία δηλαδή, ανυπέρβλητη! Αρμονία χρωμάτων, σχημάτων, μέτρο, -τι να πω- αποφυγή της υπερβολής, αυτό το ωραίο το ρούχο το ανακαλύπτεις με τη δεύτερη ματιά, δεν πρέπει να κραυγάζει το ρούχο. Ήτανε πολύ του να κρύβουμε κα να μην αποκαλύπτουμε το κορμί και όταν [00:40:00]μεγάλωσα, κατάλαβα ότι η υπόσχεση είναι περισσότερο σεξουαλική απ’ την αποκάλυψη. Πιο καλά να υπόσχεσαι ότι υπάρχει, παρά να το βλέπει κατάματα ο άλλος. Και βέβαια, όταν μεγάλωσα πολύ, πολύ, πολύ, πάνω απ' τα 50, αντιλήφθηκα ότι τα μακριά τους μαλλιά, τα μαλλιά που δεν κόβανε ποτέ στη ζωή τους οι γυναίκες, ήταν σεξουαλικό φετίχ. Πολύ μεγάλη το αντιλήφθηκα αυτό. Αυτό το «Γυναίκα χωρίς μαλλιά τι είναι;» ή η «κουρεμένη» ήτανε βρισιά: «Όσα βγάζει η κουρεμένη στο πασάλειμμα τα δίνει», δηλαδή πολύ καλλωπίζεσαι, η κουρεμένη, πας και στο κομμωτήριο και κουρεύεσαι, υπερβολές είναι αυτά, δεν είναι παίξε γέλασε. Αυτό το ένα. Το άλλο ότι είχανε ένα -πώς να πω;- έναν μπούσουλα ζωής, που μπορεί να ήτανε λανθασμένος, αλλά τον ακολουθούσαν, είχαν δηλαδή σχέδιο, ξέρανε τι θέλουνε να κάνουνε. Μπορεί τα κριτήριά τους εγώ να τα απορρίπτω, αλλά παρόλ' αυτά το είχαν το σχέδιο, δεν ήτανε χύμα και δεν θέλανε να είναι χύμα. Ακόμα και ο παππούς, που ήταν άνθρωπος χύμα, είχε πει ότι: «Τώρα μας δείχνουνε με τα 5, δηλαδή μας μουντζώνουν με ένα χέρι. Άμα ήτανε κι η Άννα σαν κι εμένα -η γυναίκα του δηλαδή- θα μας δείχνανε με τα 10». Χαρακτηριστικό, τον βρίσκει η κόρη του στον δρόμο και του λέει: «Έχεις λεφτά;» και λέει: «Έχω» και της έδωσε ένα εικοσάρικο. Με το εικοσάρικο τότε ζούσε οικογένεια μια εβδομάδα. Γύρισε η μάνα της, την έψαχνε να της το πάρει πίσω. Ήτανε δηλαδή άνθρωποι της οργάνωσης. Τώρα, η πολλή οργάνωση τους έκανε να μην εκφράζουν συναισθήματα, τους έκανε να κάνουνε παραστάσεις, η ζωή τους δηλαδή ήταν γεμάτη παραστάσεις, τους έκανε να μη χαίρονται, να μη χαίρονται, ψάχνανε και ακόμα και στην πιο χαρούμενη στιγμή, ας πούμε, να βρούνε το μαύρο, για να μην παρεκτραπούν, να μη βγουν απ' το όριο. Ευτυχώς μεγαλώνουμε, ευτυχώς, τα χρόνια περνάνε δηλαδή και οι καινούριες παραστάσεις που συναντάμε στη ζωή μας, οι καινούριες προσλαμβάνουσες, ό,τι κι αν είναι αυτό, μας κάνει να φιλτράρουμε το παρελθόν, να φιλτράρουμε αυτό που είμαστε, να επεξεργαζόμαστε αυτό που είμαστε, να κρατάμε ό,τι θέλουμε σύμφωνα με την επιλογή μας και να συγχωρούμε, ευτυχώς! Τώρα τίποτα δεν υπάρχει απ' αυτόν τον κόσμο, βεβαίως και δεν υπάρχει, τα χρόνια περάσανε, αλίμονο τι, βρικόλακες είμαστε; Ευτυχώς τα πράγματα περνάνε. Εντύπωση μού είχε προκαλέσει ότι σ' εκείνον τον δρόμο που εγώ τον πέρασα 20 χρονών και τα πόδια μου τρέμανε, γιατί ήτανε ο δρόμος με τα καφενεία, που δεν έπρεπε να περάσει από κει κοπέλα, γυναίκα, κανένας, τον πέρασα 20 χρονών, γιατί τσαντίστηκα «Πάει στο διάολο, εγώ απ’ αυτόν τον δρόμο δεν θα πάω ποτέ;», αλλά μέχρι να τον ανεβώ απάνω τα πόδια μου τρέμανε. Σ’ εκείνον τον δρόμο, λοιπόν, είχα δει ένα ζευγαράκι να φιλιέται, παιδάκια ήτανε και λέω: «Πώς δεν σηκώθηκαν οι πέτρες; Πώς δεν σηκώθηκαν οι πέτρες;», εδώ που ήτανε το άβατο, το άβατο. Όχι να περάσεις και..., «παπαπαπα», ούτε να αναπνεύσεις εκεί κοντά, απορώ οι γυναίκες οι οποίες μένανε εκεί, δεν ξέρω πώς φεύγανε, με αλεξίπτωτο; Από αλλού πηγαίναν; Δεν ξέρω!
Αυτό όμως, έτσι, το εξαιρετικά συντηρητικό περιβάλλον εμένα δεν με κατάπιε, γιατί είχα έναν μπαμπά, ο οποίος ήτανε πάντα -και τον έχω ακόμα ευτυχώς- ήτανε πάντα..., αυτό που λέμε τώρα προοδευτικός. Τι θέλω να πω μ' αυτό; Τον θυμάμαι πάντα να 'ρχεται μέσα με εφημερίδες και να διαβάζει πάντα εφημερίδα, να έχει τα ψηφοδέλτια των κομμάτων και να ψάχνει -όχι των κομμάτων, ΚΚΕ ψήφιζε μέχρι που πέθανε-, να ψάχνει καμιά γυναίκα να ψηφίσει, γυναίκα να ψηφίσει! Μια φορά τόλμησα και του είπα ότι δεν θα πάω πανεπιστήμιο και με πήρε και με σήκωσε, ποτέ δεν με μάλωσε για τίποτα, για τίποτα, ποτέ! Εκεί με πήρε και με σήκωσε και μου λέει: «Τι θες να γίνεις;», λέω: «Γραμματέας». «Και θα κάθεσαι στα γόνατα;» μου είπε, τσαντίστηκε. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, ήταν αυτός που έλεγε ότι: «Λέτε εσείς ό,τι θέλετε και ό,τι κάνετε, το δικό μου το παιδί θα σπουδάσει». Δεν μπορώ να πω ότι η μάνα μου είχε αντίρρηση, αλλά αν δεν είχε την προτροπή του μπαμπά μου, εγώ δεν θα πήγαινα παραπέρα. Εγώ θα μάθαινα κι εγώ να είμαι μοδίστρα, να πλέκω, να κεντάω, να κάνω, ξέρω ‘γώ, τι να κάνω, θα παντρευόμουνα -όχι, ποτέ δεν πίεσαν κανέναν για να παντρευτεί, η αλήθεια είναι αυτή- θα παντρευόμουνα, ξέρω ‘γώ, μεγάλη, κατά τα 30, ξέρω ‘γώ, πόσο, θα ‘κανα 2-3 παιδιά, θα με ζούσε ο άντρας μου και θα ήμασταν: «Όλα, μάγκα μου, ωραία και καλά». Το ότι δεν ακολούθησα αυτόν τον δρόμο το οφείλω αποκλειστικά στον μπαμπά μου, ο οποίος ήτανε ο άνθρωπος που έλεγε ότι η ζωή είναι μπροστά, του 'λεγες: «Θα κάνω "έψιλον"» και σου ‘λεγε: «Να κάνεις "ωμέγα", όχι "έψιλον", πιο πέρα, πιο πέρα! Άνοιξ’ τα φτερά σου και φύγε!». Καμιά φορά σκέφτομαι τώρα στα δύσκολα τα χρόνια τι θα ‘κανε αυτός ο άνθρωπος και νομίζω ότι τον ακούω να μου λέει: «Φύγε, φύγε! Τι κάθεσαι εδώ;». Αυτός γιατί κάθισε; Αυτός κάθισε γιατί μία φορά κατάφερε να μαζέψει όλα τα απαραίτητα και κυρίως πιστοποιητικό κοινωνικών φρονήματων, που ήτανε δύσκολο να το πάρει αφού ήταν αριστερός -πλήρωσε και το πήρε, λάδωσε και το πήρε-, ετοίμασε τα χαρτιά του για να φύγει να πάει στην Αυστραλία και όταν τα είδε η μάνα του λιποθύμησε και αυτός δεν πήγε. Τον έφτιαξε η μάνα του μια χαρά και αυτός δεν πήγε. Εν πάση περιπτώσει, όμως, αυτό το ότι ξέρεις προχωράμε, προχωράμε, δεν κάνουμε αυτό που μπορούμε, κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε, προχωράμε πέρα απ' τις δυνατότητές μας. Μέχρι τις δυνατότητες μου μπορώ να πάω, το πέρα έχει σημασία, το πέρα απ' αυτό έχει σημασία, να προσπαθείς και να κατακτείς, να το κάνεις. Και μάλιστα, διαχειριζότανε με έναν πολύ… αστείος τρόπος, αλλά σοφός τρόπος, τις αποτυχίες, έλεγε: «Τι να κάνουμε, άμα σπάζαμε το πόδι μας καλύτερα θα ήτανε; Ατυχία ήταν αυτό. Είδες; Το πόδι μας το ‘χουμε γερό, πρέπει να χαιρόμαστε που έχουμε γερό πόδι. Τι να κάνουμε, η ατυχία μάς έτυχε». Είχαμε πάει μια φορά στον γιατρό, τον πονούσε το πόδι και του ‘λεγε: «Τι έχει το πόδι σου;» και έλεγε αυτός: «Γιατρέ αυτό το..., αλλά το άλλο ξέρεις τι καλά είναι;», εξηγούσε πώς ήταν το άλλο. Είχε έναν τρόπο να βλέπει τα πράγματα από την πολύ θετική τους πλευρά και έζησε ευχαριστημένος μέχρι το τέλος της ζωής του, αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, δηλαδή το να είσαι ευχαριστημένος απ' τη ζωή σου. Δεν το καλλιέργησε το περιβάλλον της γιαγιάς μου, που εγώ μεγάλωσα, αυτό. Αυτό το μυστικό η γιαγιά το κράτησε για τον εαυτό της. Αυτή να είναι ευχαριστημένη απ' τη ζωή της και είναι εύκολο να είσαι ευχαριστημένη από τη ζωή σου, αν γύρω γύρω έχεις ανθρώπους στους οποίους φορτώνεις όλα αυτά που εσένα δεν θα σ' έκαναν ευχαριστημένο. Γι’ αυτό, λοιπόν, το μυστικό της ευχαρίστησης δεν το πέρασε στα παιδιά της, δεν το πέρασε καθόλου, το κράτησε για τον εαυτό της. Δεν ήταν τελικά τα πράγματα ούτε τόσο τραγικά, ούτε τόσο σπουδαία, ούτε τόσο βαρύγδουπα όσο τα παρουσίαζαν σε εκείνο το περιβάλλον της γιαγιάς, ήταν πιο ανάλαφρα, δηλαδή πιο παιχνιδιάρικα, πιο της τύχης, πιο όπου με πάει η ζωή, εν πάση περιπτώσει, ας την ακολουθήσω, αυτό είναι το μότο του μπαμπά μου: «Όπου με πάει η ζωή, ας την ακολουθήσω». Το χαρακτηριστικό είναι ότι όταν ήτανε να φύγουμε, γιατί φύγαμε κάποια στιγμή και ήρθαμε στις Πρέσπες και του είπα ότι: «Ξέρεις, αν έρθεις μαζί μου, θα πάω στις Πρέσπες. Αν δεν έρθεις, δεν πρόκειται να πάω». Ούτε μου είπε πού θα πάμε, τι θα κάνουμε, ούτε έρχομαι, ούτε δεν έρχομαι, «Με τις σπουδές των παιδιών -μου είπε- τι θα γίνει;», λέω: «Το χωριό χωριό και οι σπουδές σπουδές». «Ε τότε πάμε». Δεν είχε, έτσι... Αυτό το ότι ακολουθώ το ρεύμα των [00:50:00]καιρών, το διαφορετικό, αυτό που εγώ δεν το ξέρω, αυτό που εγώ δεν μπορώ να αντιληφθώ, αυτό που εμένα με γυρίζει πίσω, αυτό που εγώ έχω αμφιβολίες, δεν τις προβάλλω. Οι νέοι ξέρουν καλύτερα, άσ' τους να κάνουνε, ξέρουν καλύτερα. Δεν θεωρώ ότι ήτανε δύσκολο για μένα να κάνω τα πράγματα που έκανα, το ό,τι, εν πάση περιπτώσει. Ήμουνα τυχερή στους ανθρώπους που συνάντησα στη ζωή μου, τυχερή πολύ, πάρα πολύ! Γιατί με βοήθησαν να αντιληφθώ το τι μου ‘λειπε, το προς τα πού ήθελα να περπατήσω και αυτό με έναν τρόπο πολύ τρυφερό και πολύ αγαπησιάρικο. Δηλαδή συνάντησα γύρω μου ανθρώπους τους οποίους αγάπησα, αγαπώ, με αγαπάνε, τους αγαπάω, δηλαδή μοιραστήκαμε συναισθήματα ιδιαίτερα και τα μοιραζόμαστε ακόμη μέχρι τώρα με όλους αυτούς οι οποίοι υπάρχουν, γιατί υπάρχουν και κάποιοι που δεν υπάρχουν πια, τα μοιραζόμαστε ακόμα. Με βοήθησαν αυτοί οι άνθρωποι να πάω κάπου αλλού, κάπως διαφορετικά, να σπάσω δηλαδή τα όρια που εμένα με περιόριζαν και να βρω αλλού όρια. Δεν ήτανε δύσκολο... Δεν ήτανε δύσκολο; Όταν εγώ άρχισα να ασκώ δικηγορία, ήταν τα χρόνια που στη μαχόμενη δικηγορία υπήρχαν 5-6 γυναίκες μόνο. Η δικιά μου η γενιά βγήκε «μπουφ», πολλές γυναίκες μαζί, αλλά μέχρι τότε οι γυναίκες αυτές οι οποίες ασκούσαν πετυχημένα τη δικηγορία, δηλαδή βιοποριζόταν απ' αυτό, αυτό είναι το «πετυχημένα ασκώ», κάθε φορά που κέρδιζαν μια υπόθεση τα σχόλια ήτανε: «Πηδιέται με τον δικαστή, γι' αυτό της την έδωσε. Ξέρεις μωρέ, τα ‘χει μ' εκείνον τον αυτόν…», δηλαδή ήτανε δύσκολο να παραδεχτεί ο αντίδικος δικηγόρος ότι την έχει πατήσει από μια γυναίκα, τον κέρδισε μια γυναίκα, τον νίκησε μια γυναίκα. Δεν ήτανε... Δεν ξέρω αν είναι, μπορεί να είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή έτσι είμαι, εγώ θέλω να πω. Δεν συνάντησα προβλήματα μεγάλα στην άσκηση της δικηγορίας. Ίσως δεν άφησα να εμφανιστούν, δηλαδή δεν άφησα περιθώρια. Δεν ξέρω αυτό πώς το κάνω, οι άλλοι μου το λένε, εγώ δεν το 'χω αντιληφθεί πώς το κάνω, αλλά τώρα, ας πούμε, που είμαι καθηγήτρια, βλέπω ότι όταν τα παιδιά φεύγουν από το σχολείο, ο άντρας μου, που είναι καθηγητής επίσης, σταματάει να είναι ο κύριος και τον φωνάζουνε με το μικρό, εγώ για πάντα είμαι η κυρία Μαρία και μου απευθύνονται στον πληθυντικό. Εκεί καταλαβαίνω δηλαδή ότι ίσως και τα εμπόδια που δεν συνάντησα να είχανε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο εγώ αντιλαμβάνομαι. Πρόσφατα, ήθελα να σπάσω έναν κανόνα και είπα: «Εγώ θέλω να γίνει έτσι», μου λέει: «Γιατί μου το λες έτσι;», λέω: «Υποβάλλω επιθυμία πολύ βαθιά», το ‘κανα. Τι θέλω να σου πω με αυτό; Έμαθα να εκφράζω αυτό ακριβώς που θέλω, αυτό είναι πολύ μεγάλη ελευθερία, πολύ μεγάλη. Και να μη σκέφτομαι ότι θα το πω και πώς θα το πάρει αυτός και αυτό και μήπως πρέπει να το πω αλλιώς και...; Το γάμησες! Δηλαδή άμα συνεχίσεις έτσι, δεν πάει άλλο. Αυτό έχει στην άκρια του -είναι ελευθερία πολύ μεγάλη- αλλά στην άκρια του έχει μια αποτελεσματικότητα, είναι έτσι και διαμορφώνει την κατάσταση που εσύ επιδιώκεις, που εσύ θέλεις, είτε δεν θέλεις, έτσι; Δεν διαμορφώνει την κατάσταση που εσύ δεν θέλεις.
Ενότητα 4
Η μετακόμιση στην Πρέσπα, οι πιο αργοί ρυθμοί ζωής, η ζωή στην ύπαιθρο, η συνταγή για τα κουλουράκια και κλείσιμο συνέντευξης
00:54:22 - 01:21:29
Δεν ήτανε αυτό τρόπος, λόγος μάλλον, απομόνωσης, δεν ένιωσα δηλαδή να απομονώνομαι. Και από την άλλη μεριά όμως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, δεν ταλαιπωρήθηκα συναισθηματικά, το λέω και το εννοώ, δεν ταλαιπωρήθηκα συναισθηματικά! Δεν ταλαιπωρήθηκα καίρια θέλω να πω, ποιος είναι αυτός που δεν έχει συναισθηματικές ταλαιπωρίες… Αλλά θα μπορούσα να 'χω ταλαιπωρηθεί ακόμα χειρότερα και αυτό το θεωρώ πολύ μεγάλη τύχη. Αυτό ίσως ήταν εκείνο που με κάνει να έχω την ελευθερία του ξεκάθαρου, να απευθύνομαι δηλαδή ξεκάθαρα. Τώρα, εγώ μεγάλωσα σε μια συνοικία και στα 40 μου βρέθηκα να είμαι στην Πρέσπα, δεν έχω μεγαλώσει σε ένα αστικό περιβάλλον, δεν ξέρω πώς είναι, ας πούμε, να μεγαλώνεις στην Τσιμισκή, να πηγαίνεις παντού με τα πόδια, δεν ξέρω καθόλου. Αλλά έχω να πω ότι αν και η συνοικία είναι ένας κλειστός συγκεκριμένος κύκλος, τουλάχιστον τα χρόνια που εγώ μεγάλωνα ήμασταν όλοι γνωστοί, είναι άλλη η συνοικιακή νοοτροπία και άλλη η νοοτροπία του χωριάτη, γιατί από τη συνοικία πηγαίνεις στην πόλη και χάνεσαι, στο χωριό δεν χάνεσαι ποτέ, είσαι πάντα διάφανος και οι άλλοι συμπεραίνουνε πράγματα για σένα που εσύ ιδέα δεν έχεις. Αυτό διαμορφώνει σχέσεις. Δεν είναι η Πρέσπα έτσι, είναι η δυναμική του κλειστού κύκλου, παντού το ίδιο είναι. Και το χαρακτηριστικό είναι ότι αυτός που σε βρίζει, όταν σε βρίσκει κάτω, σε σηκώνει, όταν χρειάζεσαι βοήθεια, σ' την προσφέρει αφειδώς και χωρίς καν να τη ζητήσεις. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του κλειστού κύκλου. Δεν επέρχεται αφομοίωση, δεν θα σε θεωρήσουνε ποτέ δικό τους, ποτέ! Αλλά αυτό δεν σημαίνει και τίποτα, ούτε και στη συνοικία σε θεωρούσαν δικό τους. Στη συνοικία που μεγάλωνα εγώ ήταν βρισιά η "νοικάρισσα": «Άντε καλέ η νοικάρισσα είναι», ξένη δηλαδή, νοικιάζει, ήταν βρισιά. Τώρα, ακόμα λιγότερα προσκόμματα, κολλήματα, προβλήματα, όπως θες πες το, αντιμετώπισα στην επαρχία. Στην επαρχία ήταν ακόμα πιο εύκολα τα πράγματα για μένα. Βέβαια, πρέπει να πω ότι ακολούθησα επαγγέλματα τα οποία δεν απευθύνονται στον ντόπιο πληθυσμό, δεν είχα ανάγκη δηλαδή τον ντόπιο πληθυσμό για να επιβιώσω επαγγελματικά, είμαι σίγουρη ότι δεν θα τα κατάφερνα. Όμως, ό,τι έκανα το ‘κανα χωρίς προβλήματα, δηλαδή ούτε τα προβλήματα που περίμενα δεν αντιμετώπισα. Ας πούμε, κανένας δεν ήρθε ποτέ να ελέγξει την οικοδομική άδεια, που είχαμε και χτίζαμε, ποτέ! Κανένας δεν ήρθε ποτέ να ελέγξει αν τα όρια του οικοπέδου είναι τα σωστά, ποτέ, ποτέ! Είναι η θέση του ξένου μέσα σε μια κλειστή κοινωνία, τον φοβόμαστε τον ξένο, τον απορρίπτουμε τον ξένο, αλλά και τον φοβόμαστε τον ξένο, έτσι; Έλεγα μια φορά στον γιο μου ότι: «Αν πάρεις ένα πιάτο σκατά και πας μες στο καφενείο και αρχίσεις και τα τρως, μπορεί να μην φάνε, αλλά θα δοκιμάσουνε», αυτή είναι η δυναμική του ξένου σε μια κλειστή κοινωνία, το περίεργο «Βρε το κάνει, μπας και δεν..., βρε μπας και… Μπας και είναι αλλιώς τα πράγματα, μπας και γίνει κάτι». Από την άλλη μεριά όμως, πρέπει να πω ότι κάθε φορά που χρειάστηκα βοήθεια σε καίρια θέματα, σε πολύ σοβαρά θέματα, σε θέματα θανάτων, σε θέματα ατυχημάτων, αρρώστιας η βοήθεια ήτανε αφειδώς, αφειδώς, τηλέφωνα «Είστε καλά, δεν είστε καλά…». Πέθανε ο μπαμπάς μου στην Πρέσπα, δεν ξέρω ποιος έκανε τι. Εγώ πάντως δεν [01:00:00]έκανα τίποτα! Δεν ξέρω, πώς οργανώθηκε όλο αυτό το πράγμα, πώς..., γιατί ήμουν τρελή, τελείως εκτός τόπου και χρόνου, δεν…Τίποτα! Γίναν τα πράγματα μόνα τους, δηλαδή κατρακύλησαν μόνα τους. Θυμάμαι τελευταία στιγμή έβγαινα για την κηδεία και κρατούσα και δυο παιδιά στα χέρια, δεν θυμάμαι ποια ήτανε, και βλέπω ότι υπήρχε ένας σταυρός με λουλούδια κάτω στο πάτωμα και κάποιος έπρεπε να τον σηκώσει αυτόν τον σταυρό, να τον πάρει στα χέρια. Και πριν να προλάβω να σκεφτώ τι θα γίνει με αυτό, έρχεται ένας γείτονας, κάπνιζε και ένα τσιγάρο, το βάζει το τσιγάρο στο στόμα, τον παίρνει τον σταυρό, στήνεται μπροστά στην νεκροφόρα «Πάμε». Συνοπτικές διαδικασίες, fast track, «Τι χρειάζεται εδώ; Τι πρέπει να κάνουμε εδώ; Τώρα φέρ’ το», «τακ», το κάνουμε, τέλος. Η κλειστή κοινωνία είναι υποστηρικτική κοινωνία, σε βοηθάει στην ανάγκη σου, δεν σε θεωρεί δικό του, είσαι πάντα ο ξένος. Που δεν είναι και απαραίτητα κακό αυτό. Και δεν ξέρουμε από την άλλη μεριά και εμείς τι θα, απ' την άλλη μεριά ναι, και εμείς δεν κάναμε σχέσεις ζωής στην Πρέσπα, οι σχέσεις ζωής με τους ανθρώπους μας είναι εκτός Πρέσπας. Και εμείς το ίδιο δεν συμπεριφερόμαστε; Θέλω να πω ότι θα ήτανε πολύ κολακευτικό να με θεωρούν δικιά τους, αλλά μέχρι εκεί, μέχρι κολακευτικό, δεν υποφέρω γιατί δεν συμβαίνει αυτό, γιατί δεν τους θεωρώ ούτε εγώ δικούς μου, η αλήθεια είναι αυτή, η αλήθεια είναι αυτή. Βλέπω πάντα πρώτα τα πράγματα που με χωρίζουν και όχι τα πράγματα που με ενώνουν με αυτούς τους ανθρώπους. Εγώ, εγώ μόνη μου στην ενδοσκόπησή μου. Απέναντι σε τρίτο, τον τρίτο τον κάνω κομμάτια για έναν Πρεσπιώτη, τον κάνω κομμάτια τον τρίτο, αλλά εγώ στην ενδοσκόπησή μου έχω πάνω πάνω τις διαφορές μου και μετά αυτά που με ενώνουνε.
Πώς αποφάσισες να πας στην Πρέσπα;
Η δικηγορία είναι μια δουλειά που είναι πολύ ενδιαφέρουσα, δεν πλήττεις ποτέ, είχε πολύ καλά λεφτά τότε, τώρα τα καινούρια τα κορίτσια και τα αγόρια δυσκολεύονται περισσότερο. Όμως, έχει πάρα πολλές ώρες απασχόλησης. Όταν έκανα το πρώτο μου παιδί, αυτό που κατάφερα είναι να μη φεύγω το μεσημέρι απ’ το γραφείο και ξαναγυρνάω το απόγευμα, δηλαδή γυρνούσα μια και καλή όποτε. Το όποτε, όμως, μπορεί να ήταν απόγευμα, μπορεί να ήταν βράδυ, μπορεί να ήταν η άλλη μέρα. Τα παιδιά μεγαλώναν μόνα τους, η μεγάλη η κόρη μου έπαιρνε και τα υπόλοιπα και ερχόταν στο σπίτι, έκλεινε την πόρτα, δεν άνοιγε σε κανέναν και στα τηλέφωνα απαντούσε: «Η μαμά είναι στην τουαλέτα». Λέγαμε ότι..., την Παρασκευή το απόγευμα, το βράδυ, τέλος πάντων πότε, το Σάββατο, έβλεπα τα τετράδιά της που άρχισε να είναι πρώτη δημοτικού και της έλεγα: «Ρε παιδί μου, αυτό είναι λάθος εδώ» και μου έλεγε: «Ναι; Που ήσουνα την Τετάρτη να μου το πεις; Σήμερα είναι Κυριακή». Το ένα είναι αυτό. Το δεύτερο, και ο άντρας μου κάνει μια δουλειά που δεν μπορούσε να είναι συνέχεια στο σπίτι, δηλαδή όχι συνέχεια, χωρίς ωράριο, γι' αυτόν η επιτυχία ήτανε να είναι στο σπίτι τη νύχτα, να κοιμάται στο σπίτι δηλαδή. Κάποτε είχα ένα ραντεβού, απόγευμα, κοντά στο σπίτι και λέω στη μεγάλη μου την κόρη: «Θα φύγω εγώ τώρα, θα πάω στο ραντεβού, σε μια ωρίτσα θα 'μαι πίσω» και άργησα. Γύρισα λοιπόν και την είδα να κοιμάται στο σαλόνι, είχε βάλει τα μικρά και κοιμόντουσαν, κοιμόταν στο σαλόνι στον καναπέ, με την τηλεόραση απέναντί της ανοιχτή, με το πόδι πάνω στην πλάτη του καναπέ, όπως περίμενα εγώ τον μπαμπά της. Και εκεί έφαγα κουτουλιά στο στομάχι, είπα: «Το παιδί καταστρέφεται». Ο άντρας μου ήθελε να φύγουμε απ’ τη Θεσσαλονίκη, εγώ ήμουνα που έλεγα: «Τι λες καλέ και πού θα πάμε και τέλος πάντων…». Η απόφαση πάρθηκε πάρα πολύ σύντομα, η παροιμία λέει: «Ίσαμε να στήσει ο λογικός το γιοφύρι, ο τρελός το πέρασε το ποτάμι», ήταν μια απόφαση fast track -πώς τα λέτε τώρα εσείς οι νέοι- δηλαδή γρήγορη. Τη μια χρονιά αγοράσαμε το οικόπεδο, την άλλη χρονιά αρχίσαμε να χτίζουμε, την τρίτη χρονιά ήμασταν μόνιμοι κάτοικοι Πρέσπας και έδωσα εξετάσεις, πέρασα συμβολαιογράφος και έγινα συμβολαιογράφος Πρεσπών, για να εξασφαλίσω τα συντάξιμα, γιατί τόσα χρόνια δικηγορία θα πηγαίνανε τζάμπα. Τα χρονοδιαγράμματα μάς βγήκανε, όχι ότι ξέραμε τι κάναμε, τσαλαβουτούσαμε, ήταν πολλά αυτά που κάναμε σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα, δεν το αντιληφθήκαμε. Εκ των υστέρων, τώρα που γυρνάω προς τα πίσω και λέω: «Τι κουπί ήταν αυτό; Τι ήταν αυτό το πράγμα;», δηλαδή μια χρόνια ήτανε που χτίζαμε το σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη, χτίζαμε το ξενοδοχείο, ήμουνα έγκυος και έδινα εξετάσεις να γίνω συμβολαιογράφος, πώς βγήκαν όλα αυτά τα πράγματα σε μια χρονιά δεν ξέρω, πραγματικά δηλαδή δεν ξέρω. Ούτε ξέρω τι έκανα, ούτε ξέρω… Θυμάμαι ότι έκλεινα την πόρτα για να μπω μες στην κρεβατοκάμαρα να διαβάζω, βόλευα πρώτα απ’ όλα την κοιλιά πάνω στο κρεβάτι και μετά έκανα ό,τι ήταν δυνατό για να μη διαβάσω. Η ψυχολογία του μαθητή είναι πάντα ίδια, όσο χρόνων και να ‘σαι, κάνεις τα πάντα για να μην αρχίσεις το διάβασμα. Όχι έβλεπα κάτι που ήταν ενδιαφέρον στην εφημερίδα και το διάβαζα, όχι ξέρω ‘γώ σχεδίαζα κάτι άλλο. Παρόλ' αυτά τα πράγματα γίνανε και γίνανε έτσι και καλώς γίνανε τώρα. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα με θάψουνε στην Πρέσπα, καθόλου. Το ότι έφυγα μια φορά μού δίνει φτερά για να φύγω και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, πια το φευγιό είναι…Ναι, από αυτήν την άποψη μου ‘δωσε ελευθερία.
Η ζωή στις Πρέσπες πώς είναι στην πράξη;
Κοίταξε, η ζωή στην επαρχία έχει πολύ σωματικό κόπο, δηλαδή τίποτα δεν γίνεται με ένα κουμπάκι, δεν πατάμε ένα κουμπάκι και γίνονται τα πράγματα όχι, πρέπει να είναι τα ξύλα, να βάλεις τη φωτιά, όχι να περπατήσεις, να πας απ' τη μια μεριά στην άλλη, το σπίτι έχει πιο πολλή δουλειά έξω παρά μέσα, έτσι; Αυλές, ο περιβάλλων χώρος δηλαδή θέλει περισσότερη φροντίδα απ’ ό,τι θέλει το σπίτι, η δουλειά είναι πάρα πολλή, το εικοσιτετράωρο είναι γεμάτο, υπάρχουν επαφές με ανθρώπους. Δεν κλείστηκε δηλαδή ο κύκλος των επαφών μας καθόλου, ίσα ίσα που με τη δουλειά που κάνουμε, το ξενοδοχείο δηλαδή, διευρύνθηκε. Δεν μπορώ να πω ότι… Τα μόνα που λείπουνε είναι τα πολιτιστικά. Τα χρόνια που είχαμε λεφτά, κάτι κάναμε, δηλαδή πηγαίναμε στην Αθήνα, βλέπαμε παραστάσεις, παρακολουθούσαμε μουσικές, θεατρικές, τέτοια πράγματα, πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Μετά ήρθαν τα δίσεκτα χρόνια που ζόρισε πολύ, τα κόψαμε. Αλλά να σου πω και κάτι, και στη Θεσσαλονίκη που ήμασταν μη νομίζεις ότι τα πολιτιστικά τα ακολουθούσαμε. Πρώτον, δεν υπήρχε χρόνος και δεύτερον, ήτανε και ένα... θυμάμαι ότι τότε είχε έρθει το «American Royal Ballet» και έπαιζε τη Λίμνη των Κύκνων στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και τα παιδιά μου εμένα ίσα ίσα αντιλαμβάνονταν τότε και έλεγα -δύο είχα- να πάρω τα παιδιά και να πάμε για να ακούσουν, να κάνουν… Δεν θυμάμαι τώρα το ποσό, πάντως για να πάμε όλοι μαζί θέλαμε ένα μηνιάτικο και δεν πήγαμε. Την τελευταία χρονιά πριν να φύγουμε απ' τη Θεσσαλονίκη δεν πήγαμε ούτε στο Θέατρο Δάσους να δούμε έστω μια παράσταση το καλοκαίρι, λόγω χρόνου, δεν υπήρχε χρόνος. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο ο τόπος που σε περιορίζει, είναι και ο τρόπος ζωής σου και είναι μαγεία ο χρόνος που περισσεύει στην επαρχία. Περισσεύει ο χρόνος, ανακαλύπτεις τη μαγεία του πρωινού, σηκώνεσαι δηλαδή το πρωί και πίνεις καφέ και κάθεσαι και μιλάς, δεν είναι το «Άιντε σηκωνόμαστε», να σηκωθούμε να φύγουμε σαν τρελοί, γιατί; Για να αρχίσει η μέρα μας. Ο χρόνος περισσεύει και αυτό είναι μαγικό. Μάθαμε να μη σπαταλάμε χρόνο στις μετακινήσεις, ξέρεις πόσος χρόνος περισσεύει από την έλλειψη των μετακινήσεων; Πάρα πολύς χρόνος! Άμα σκεφτείς ότι πρέπει να ξεκινήσεις μια ώρα πριν για να πας στη δουλειά σου στην πόλη και στην επαρχία είμαστε, το σχολείο [01:10:00]είναι στα 5 λεπτά με τα πόδια, τι το συζητάς τώρα; Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και γιατί να ξέρω άλλωστε. Η ζωή χωρίς εκπλήξεις δεν αξίζει, αλλά αυτό που θα πω τώρα δεν αφορά μόνο την Πρέσπα, θα πω ότι δεν έχω μετανιώσει ποτέ και για τίποτα, αυτό είναι έτσι και δεν νιώθω από μέσα μου απωθημένα, δηλαδή δεν έκανα αυτό, δεν έκανα εκείνο. Αυτά που ήθελα τα ‘κανα, δεν με εμπόδισε τίποτα και κανένας για να κάνω αυτά που ήθελα. Αυτά ήθελα, δεν ήθελα άλλα, αυτά ήθελα. Τώρα θα μου πεις, αν ξέρω 'γώ έκανες αυτό και αν εκείνα… Με αν και προϋποθέσεις προϋποτίθενται ένα εκατομμύριο προϋποθέσεις. Η επιλογή σου της κάθε στιγμής χαρακτηρίζει τη στιγμή, το κάνεις αυτό, γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο. Εκ των υστέρων, όταν αλλάζουν οι συνθήκες και εσύ αρχίζεις και σκέφτεσαι: «Να, να, έκανα αυτό, να, να έκανα εκείνο…», κολοκύθια με τη ρίγανη. Τότε επέλεξες αυτό, υπήρχαν λόγοι που σ' έκαναν να επιλέξεις αυτό, την άλλη φορά να επιλέξεις κάτι άλλο. Τότε όμως ξέχνα το, το παρελθόν δεν αλλάζει. Η ελευθερία της... Είπα και προηγουμένως νιώθω άπατρις. Είναι συναισθηματική λοβοτομή; Όχι ακριβώς λοβοτομή. Συναισθηματική ανεπάρκεια είναι, αλλά είναι και ελευθερία το ότι δεν νιώθω δεμένη μ' έναν τόπο, δεν με δεσμεύει δηλαδή ένας τόπος, οτιδήποτε και αν είναι αυτό. Έμαθα περισσότερο να δίνω σημασία στους ανθρώπους και όχι στους τόπους, στους ανθρώπους!
Πρώτη εικόνα που έχεις από τις Πρέσπες;
Α, η εικόνα απ’ το Περβάλι. Η εικόνα απ’ το Περβάλι που όταν αρχίσαμε και την κατεβαίναμε στην μεγάλη ισιάδα είχε ουράνιο τόξο και είχα την αίσθηση ότι θα περάσουμε από κάτω, κάτω απ’ το ουράνιο τόξο, αυτό το θυμάμαι πολύ έντονα. Μαγεία είναι η Πρέσπα, την Πρέσπα την αισθητική της απόλαυση δεν την ξεπέρασα ποτέ. Όσες φορές και να περάσω απ’ το Περβάλι κοιτάω, κοιτάω πάντα με λαχτάρα, μ’ αρέσει αυτό που βλέπω, μ’ αρέσει πολύ! Οι εικόνες που γεμίζουν τα μάτια μου μ’ αρέσουν πάρα πολύ, μ’ αρέσει η αίσθηση της απεραντοσύνης, μ’ αρέσει ο ορίζοντας. Στην Πρέσπα έχουμε ορίζοντα, δεν σκαλώνει το μάτι πουθενά, έχει η ζωή μας ορίζοντα, έχει μυρωδιές, έχει χρώματα, είσαι πιο κοντά στο μέσα σου θεωρώ, στην επαρχία γενικά.
Θα ήθελες να μου πεις πώς έζησες χωρίς τον πατέρα σου στις Πρέσπες;
Α, δεν έζησα. Δεν λείπει. Εκεί είναι. Δεν μπορώ να πω ότι έχω την αίσθηση ότι είναι μες στο σπίτι, όπως ήταν τα πρώτα χρόνια, άνοιγα την πόρτα, ας πούμε, και είχα την αίσθηση ότι είναι στο δωμάτιο, όχι. Τώρα είναι παντού. Δεν έχει ανάγκη να είναι σ’ έναν τόπο. Δεν είναι οι Πρέσπες και ο μπαμπάς μου, δεν είναι έτσι. Είναι η ζωή χωρίς τον μπαμπά μου. Είναι ένας άλλος πλανήτης, είναι η ζωή των παιδιών που δεν έχουν μπαμπά, ο πλανήτης των παιδιών που δεν έχουν μπαμπά. Όχι ακριβώς που δεν έχουν μπαμπά, που ο μπαμπάς τους είναι παντού. Ξέρεις τι, έγινε για μένα μέτρο, έγινε κανόνας επιτυχίας -όχι κανόνας- μέτρο επιτυχίας, δηλαδή πολλές φορές σκέφτομαι αυτό πώς θα το ‘κανε; Γι' αυτό τώρα τι θα σκεφτότανε; Αυτό τώρα τι θα ‘κανε; Θα 'κανε καμιά βλακεία και θα ‘λεγε: «Ρε ξέρεις τι μπουμπούνας είμαι; Έκανα αυτό και αυτό και αυτό». Αυτός ο άνθρωπος μού έμαθε την αφοσίωση, τι σημαίνει αφοσίωση και τι σημαίνει βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο, αυτό, στην πράξη, πώς ζει δηλαδή ένας άνθρωπος έτσι, πώς ζει, ο οποίος χαίρεται με όλα αυτά τα πράγματα που βλέπει και τα θεωρεί θετικά. Δεν πάνε να ‘ναι χίλια αρνητικά από πίσω, εγώ αυτό θα δω, θα επικεντρωθώ εκεί και θα το χαρώ και τελείωσε, αύριο μπορεί να είναι και αυτό αρνητικό, βλάκας είμαι να μην το χαρώ τώρα; Δεν έχει να κάνει, λοιπόν, με τον τόπο, έχει να κάνει με τη συμβολή αυτουνού του ανθρώπου στον χαρακτήρα μου, στον χαρακτήρα μου!
Με τον σύζυγο πώς γνωρίστηκες;
Α, φοιτητές ήμασταν, ήτανε φίλος του φίλου της φίλης μου και μου λέγανε ότι: «Θα σου γνωρίσουμε έναν, τέλος πάντων…». Και κάποτε μου τον γνώρισαν, έτσι συνέβη, προξενιό δηλαδή.
Μια τελευταία ερώτηση, μου μίλησες για μια συνταγή συγκεκριμένη για τα κουλουράκια, μπορείς να μου περιγράψεις τη διαδικασία;
Πώς τα φτιάχνουμε;
Ναι.
Πρέπει να σου πω ότι όταν μιλούσαμε για την Καταστροφή της Σμύρνης και αυτήν την γιαγιά, που ξεκίνησε από κει με τα παιδιά της, με το γυψωμένο και με το άλλο στα χέρια και αφήσαν και τα χρυσαφικά τους και πετάξαν και το πάπλωμα, τη σφραγίδα του δικέφαλου αετού τη φέρανε και τον σταυρό, υπάρχουν αυτές οι σφραγίδες ακόμα. Έχω, λοιπόν, και το λεκτικό, όπως τα λέγανε, τα ‘χω γραμμένα δηλαδή με το λεκτικό, όπως τα λέγανε αυτές οι γυναίκες: «Γυρίζουμε το βούτυρο 2,5 ώρες». Τι σημαίνει αυτό; Βάζεις το βούτυρο με τη ζάχαρη και το πασπατεύεις με τα χέρια και το γυρίζεις γύρω γύρω 2,5 ώρες, γιατί δεν ξέρανε οι άνθρωποι από μίξερ, δεν ξέρανε από τίποτα. «Να αφρατέψει να γίνει διπλάσιο». Αυτό που έχει την ιδιαίτερη γεύση και μυρωδιά είναι το ανθόνερο, βάζεις μέσα ανθόνερο και βάζεις, τέλος πάντων, και τα υπόλοιπα που λέει, κάνεις ένα μείγμα για κουλουράκια ουσιαστικά. Πλάθεις ένα μεγάλο ζυμάρι και πατάς από πάνω τη σφραγίδα, την κόβεις γύρω γύρω και βγαίνουν τα κουλουράκια, που είναι περίπου αυγοειδή, περίπου. Με τον δικέφαλο αετό. Στον δικέφαλο αετό πάνω στα κεφάλια βάζουμε από ένα γαριφαλάκι για να δείξουμε τα μάτια και τα πασαλείβουμε με αυγό. Είναι κουλουράκια ουσιαστικά και πάνε πάρα πολύ ωραία με το γάλα, άμα τα βουτάς μες στο γάλα και πίνεις το γάλα είναι πάρα πολύ νόστιμα. Είναι η ίδια συνταγή, αυτή που κάναν και εκεί, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Και οι κουραμπιέδες, εκείνους τους κουραμπιέδες κάνω, που έκαναν αυτοί, όσο βούτυρο, τόσο αμύγδαλο, τόσο αλεύρι και δεν θυμάμαι τι άλλα έχω γραμμένα εκεί, γιατί είναι γραμμένα είπαμε αυτά, κιτάπια είναι. «Και το νου σου ο φούρνος να μην είναι πυρός», γράφει, ο φούρνος δηλαδή να μην είναι πολύ δυνατός και τα κάψεις. Αυτά, σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα. Ο Κλήδονας, ένα άλλο έθιμο, που εγώ το πρόλαβα πολύ, δηλαδή το κάνανε κάθε χρονιά, 24 τώρα προχθές, 24 Ιουνίου, του Αϊ-Γιάννη του Θερμαστή, του Κλήδονα, κάναν το έθιμο του Κλήδονα, το έθιμο της φωτιάς, στα σταυροδρόμια φωτιές και πηδούσαν από πάνω, καίγαν τα στεφάνια του Μάη, αλλά φέρνανε και διάφορα άλλα και καίγανε, ξύλα και πριονίδια και μπάλες άχυρα και κάναν τεράστιες φωτιές και πηδούσαν από πάνω. Και άιντε ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά, απ’ την πιο ψηλή φωτιά. Από αυτά και από αυτά, στη γειτονιά βγάλαμε έναν άλτη ύψους, ο οποίος έγινε και βαλκανιονίκης, ναι, απ’ αυτά, απ' το να πηδάμε τις φωτιές. Είχε μια γοητεία όλο αυτό, ήτανε πολύ..., [01:20:00]υπήρχε επίσης ένα άλλο..., μία άλλη συνήθεια, το καλοκαίρι τις Κυριακές μετά το μεσημεριανό φαγητό βγαίνανε οι μεγάλοι και παίζανε, παίζανε παιχνίδια στον δρόμο. Παίζανε τζαμί, παίζανε σκοινάκι και γινόταν ο κακός χαμός, να γελάνε, να ξεκαρδίζονται. Παίζανε διπλό σκοινάκι, τη μάνα μου τη θυμάμαι να πηδάει διπλό σκοινάκι. Και βέβαια, επειδή ήταν μεγάλοι άνθρωποι, πού να το βρούνε το σκοινάκι, τι θα τους κάνει το σκοινάκι; Παίρναν τριχιές και τις γυρίζαν στον δρόμο και μπαίναν μέσα και πηδούσαν. Αυτά γινότανε τα καλοκαίρια, που ήταν ο κόσμος τόσο πολύ έξω τότε και κοιμόμασταν έξω, τα καλοκαίρια, στην αυλή με το που έπεφτε ο ήλιος τα στρωσίδια στην αυλή. Είχα έναν θειο που το καλοκαίρι δεν κοιμόταν μέσα, κάθε βράδυ όξω, κάθε βράδυ. Και μετά, όταν άλλαξε, οι μονοκατοικίες γίνανε διπλοκατοικίες και τέλος πάντων, οικοδομές, στην ταράτσα. Μέχρι που πέθανε στην ταράτσα κοιμότανε, του άρεσε το έξω, του άρεσε ο ύπνος στο ύπαιθρο.
Σε ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σου.
Παρακαλώ.
Φωτογραφίες

Βασιλόπιτες
Η συνταγή για τις μικρασιάτικες βασιλόπιτε ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η Μαρία, παιδί προσφύγων, μεγάλωσε με την πρώτη γενιά προσφύγων σε μία συνοικία της Θεσσαλονίκης. Μεγάλωσε με τις ιστορίες, τα ήθη, τα έθιμα και τη νοοτροπία των Μικρασιατών. Θυμάται κι εξιστορεί τις συνήθειες που είχαν στο σπίτι και την καθημερινότητα, τα πρότυπα και τα στερεότυπα εκείνης της εποχής. Μας βάζει στον κόσμο της συνοικίας στην οποία μεγάλωσε και μας δίνει μια πολύ καλή εικόνα του πώς μεγάλωσε. Μας αφηγείται τη μετέπειτα ζωή της, πώς επηρεάστηκε από τη νοοτροπία της οικογένειάς της, αλλά και πώς κατάφερε να δημιουργήσει τη δική της γραμμή με τους δικούς της όρους. Εκμυστηρεύεται την τρυφερή σχέση με τον πατέρα της, πώς ο ίδιος της έδειξε έναν διαφορετικό δρόμο και πώς η ίδια πήρε την απόφαση και μετακόμισε στην ακριτική περιοχή των Πρεσπών μαζί με την οικογένειά της.
Αφηγητές/τριες
Γρηγόριος Γεμενετζίδης
Ερευνητές/τριες
Φαίδρα Γεμενετζίδου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2023
Διάρκεια
81'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις συνέντευξης:
1. Έγκλημα καθοσιώσεως: πολύ σοβαρό λάθος, παράπτωμα.
2. H αφηγήτρια είναι η μητέρα της ερευνήτριας.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η Μαρία, παιδί προσφύγων, μεγάλωσε με την πρώτη γενιά προσφύγων σε μία συνοικία της Θεσσαλονίκης. Μεγάλωσε με τις ιστορίες, τα ήθη, τα έθιμα και τη νοοτροπία των Μικρασιατών. Θυμάται κι εξιστορεί τις συνήθειες που είχαν στο σπίτι και την καθημερινότητα, τα πρότυπα και τα στερεότυπα εκείνης της εποχής. Μας βάζει στον κόσμο της συνοικίας στην οποία μεγάλωσε και μας δίνει μια πολύ καλή εικόνα του πώς μεγάλωσε. Μας αφηγείται τη μετέπειτα ζωή της, πώς επηρεάστηκε από τη νοοτροπία της οικογένειάς της, αλλά και πώς κατάφερε να δημιουργήσει τη δική της γραμμή με τους δικούς της όρους. Εκμυστηρεύεται την τρυφερή σχέση με τον πατέρα της, πώς ο ίδιος της έδειξε έναν διαφορετικό δρόμο και πώς η ίδια πήρε την απόφαση και μετακόμισε στην ακριτική περιοχή των Πρεσπών μαζί με την οικογένειά της.
Αφηγητές/τριες
Γρηγόριος Γεμενετζίδης
Ερευνητές/τριες
Φαίδρα Γεμενετζίδου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2023
Διάρκεια
81'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις συνέντευξης:
1. Έγκλημα καθοσιώσεως: πολύ σοβαρό λάθος, παράπτωμα.
2. H αφηγήτρια είναι η μητέρα της ερευνήτριας.