Ηπειρώτικα ήθη και πολυφωνικά «τραγούδια με το στόμα»
Ενότητα 1
Ιστορία από την Τουρκοκρατία, μνήμες από τα παιδικά χρόνια και οι παραδοσιακές πίτες
00:00:00 - 00:09:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι, λοιπόν, Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2022. Εγώ ονομάζομαι Καούλα Μαρία και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Και βρίσκομαι με την κυρία Σοφία …Κατάλαβα. Αλλά υπήρχε όμως αυτό! Παναγία μου! Α.Σ.Γ.: Και το χαρακτηριστικό από τις πίτες ήταν πάρα πολύ λεπτές. Πάρα πολύ λεπτές. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ο παραδοσιακός ηπειρώτικος γάμος με τα τραγούδια του και νανουρίσματα
00:09:55 - 00:29:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με τα όργανα και τη μουσική, γιατί ξέρω ότι έχετε κι εσείς σχέση με τη μουσική και με το τραγούδι και με όλα- Ναι. Πώς ξεκίνησε η σχέση … Πολύ ωραία! Και ευχές, ας πούμε, να ακούς τον πεθερό σου, τίμα τον πεθερό σου, τίμα την πεθερά σου, τιμημένο το όνομά σου. Αυτά περίπου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Τραγούδια για τη μάχης της Μουργκάνας, Χριστουγέννων, ξενιτιάς και Πάσχα
00:29:45 - 00:40:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άλλα τραγούδια που να θυμάστε, που να συνδέετε με περιστάσεις; Τώρα δε θέλω να πάω στα μοιρολόγια απαραίτητα και στα δυσάρεστα- Ναι, ναι, ν… Δεν πειράζει. Το Πάσχα εντάξει, συνηθισμένο πια όπως και τώρα, δεν κάναμε τίποτα. Θυμάσαι τίποτα ιδιαίτερο το Πάσχα; Α.Σ.Γ.: Όχι, όχι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Το πλύσιμο των ρούχων, οι συντεχνιακές διάλεκτοι και παραδοσιακό τραγούδι (Λυγαριά πορτοκαλιά)
00:40:04 - 00:51:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όχι, αυτό. Ένα άλλο που θυμάμαι, οι δουλειές στο χωριό πώς γινότανε. Τα ρούχα τα πλέναμε στα ποτάμια και στους λάκκους. Α.Σ.Γ.: Και στις νε…. Α.Σ.Γ.: Ναι, επάνω. Εδώ και μαζεμένα εδώ. Α.Σ.Γ.: Στο κεφάλι. Θα σου δείξω φωτογραφία που έχω πόλκα στο σπίτι! Α.Σ.Γ.: Α, ναι; Ναι!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Ιστορία από την Τουρκοκρατία, μνήμες από τα παιδικά χρόνια και οι παραδοσιακές πίτες
00:00:00 - 00:09:55
Είναι, λοιπόν, Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2022. Εγώ ονομάζομαι Καούλα Μαρία και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Και βρίσκομαι με την κυρία Σοφία Τσουκαλά στο Γουδί και θα μου πει λίγα πράγματα για τον τόπο της. Οπότε, πείτε μου, κυρία Σοφία.
[00:00:00]
Καλησπέρα, Μαράκι.
Γεια σας.
Λοιπόν, είμαι από την Ήπειρο, νομό Θεσπρωτίας, από ένα χωριό, Αναβρυτός, Βορτόπια τότε. Εκεί πέρα γεννήθηκαν οι γονείς μου και γεννήθηκα κι εγώ. Αλλά φύγαμε από εκεί και κατεβήκαμε στη Βρυσέλλα, πιο χαμηλά. Θα σου πω για τα Βορτόπια, όπως τα λέγαμε τότε. Και θυμήθηκα τώρα που είπε η κυρία Καίτη ένα περιστατικό με τους Τούρκους. Τότε οι Τούρκοι, ο Αλή Πασάς, διαλέγανε τα πιο όμορφα κορίτσια και τα πηγαίνανε στο χαρέμι του. Ακούστηκε στα Γιάννενα ότι στα Βορτόπια υπάρχει μία πολύ όμορφη κοπέλα 16 χρονών. Όντως υπήρχε μία όμορφη κοπέλα εκεί. Δεν ξέρω ποια ήτανε, γιατί ούτε ο αδερφός μου θυμάται. Αυτά μου τα είπε ο αδερφός μου, ο οποίος τα άκουσε από τη μάνα μου. Και στέλνει δύο άτομα να πάνε στο χωριό, στα Βορτόπια, να πάρουν αυτήν την κοπέλα. Φτάνουνε σε ένα κεφαλοχώρι, Κεραμίτσα, που είχε πολύ κόσμο και σταμάτησαν να τσιμπήσουνε κάτι και να πιούνε καφέ το μεσημεράκι. Τους ρωτάει κάποιος, γιατί τους είδε ξένους, εκεί όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, λέει: «Πού πάτε, παιδιά;». Και τους λένε ότι: «Θα πάμε στα Βορτόπια, που είναι μία πολύ όμορφη κοπέλα». Τους είπαν ακριβώς τι θέλουν να κάνουνε. Λοιπόν, στέλνουν έναν, του λένε: «Πήγαινε στα Βορτόπια και πες στον τάδε -ξέρανε αυτοί ποια είναι η όμορφη κοπέλα στο χωριό- τι θα κάνει». Να φροντίσει να την κρύψουνε, δεν ξέρω τι. Πήγε, το λέει. Τι κάνουν αυτοί; Παίρνουν το κορίτσι, συμφωνούν με ένα παλληκάρι τάχα ότι είναι παντρεμένοι και τη στέλνουν στο σπίτι του άλλου, στη γειτονιά. Και μένει εκεί το κορίτσι. Δεν είναι μύθος αυτό που σας λέω τώρα. Πήγαν αυτοί και τους λένε: «Θέλουμε την τάδε κοπέλα», λέει: «Ποια κοπέλα;», «Την Μαρία», ας πούμε. «Μα, η Μαρία είναι παντρεμένη!», «Τι παντρεμένη;», «Θέλετε να πάμε να δείτε πού είναι παντρεμένη;». Πήγανε στο σπίτι και βλέπουν ότι φορούσανε και βέρες και οι δύο, ότι είναι παντρεμένοι. Και το παρατήσανε και φύγανε. Και γυρίσανε πάλι στα Γιάννενα χωρίς να κάνουνε κάτι. Αυτό συνέβη όντως. Τι γινότανε, μπράβο… Λοιπόν, στο χωριό τα παιδικά μου χρόνια να σου πω. Οι γονείς μου αφού γεννηθήκαμε, κατεβήκαμε στην Βρυσέλλα. Και μετά από λίγα χρόνια, όταν ήμουνα 7-8 χρονών, φεύγει... ο πατέρας μου έφυγε για Βέλγιο. Ξαναγύρισε, πήγε Γερμανία. Αυτό έγινε το ’60, όταν ήμουνα 5 χρονών. Το ’67 πηγαίνει και η μάνα μου και μας αφήνει τα παιδιά στον παππού, στο χωριό αυτό που είπαμε. Εκεί μείναμε για 2 χρόνια περίπου τα τρία αδέρφια, μεγαλώσαμε με τους παππούδες. Θυμάμαι ωραία πράγματα από εκεί. Θυμάμαι το όργωμα που κάναμε στα χωράφια. Πηγαίνανε ο παππούς με το μουλάρι καβάλα κι εμείς κοντά του πηγαίναμε και βοηθάγαμε στο όργωμα. Εμείς τι κάναμε; Παίζαμε, ξέρω 'γώ! Καλαμπόκια στον κάμπο, όχι σιτάρι, καλαμπόκι και φασόλια, τέτοια πράγματα. Όταν ήταν ο καιρός να μαζέψουν το καλαμπόκι, το μαζεύανε κι όπως ήταν το καλαμπόκι το βάζανε μέσα στο σπίτι να στεγνώσει. Στέγνωνε το καλαμπόκι και περίπου στο φθινόπωρο, μαζευόταν όλη η γειτονιά -πόσα άτομα;- «Απόψε θα καθαρίσουμε το καλαμπόκι του παππού Μήτρου!», Μήτρος ήταν ο παππούς μου, έτσι τον λέγαμε. Και μαζευόντουσαν... είχαμε ένα δωμάτιο, ήτανε γεμάτο καλαμπόκι να φανταστείς. Σαν να το βλέπω τώρα! Εκεί το τι τραγούδι πολυφωνικό, το τι φαγοπότι, τι ιστορίες, τι παραμύθια! Τα θυμάμαι δηλαδή πολύ, έτσι τα έχω στα μάτια μου. Και περνάγανε πολλές ωραίες βραδιές το φθινόπωρο που νύχτωνε και νωρίς και ο καιρός τότε, ξέρεις, ήταν πιο άγριος ο καιρός τότε. Και κάθε φορά σε κάθε σπίτι, «τελείωνε το δικό μας; Θα πάμε αλλού». Άλλο που θυμάμαι. Στο σχολείο, ξέρεις, με βροχές, με... πηγαίναμε, δεν είχαμε και πολλά, ούτε ρούχα χοντρά πολλά να φορέσουμε. Και τα παπούτσια μας ήτανε τρύπια. Ο κόσμος ήτανε φτωχός, δεν είχανε. Γι’ αυτό και μετανάσ[00:05:00]τευσαν όλοι Γερμανία, Αμερική ή Αυστραλία, φύγανε πάρα πολλοί. Και φουρνάρηδες εδώ στην Αθήνα είχανε ξεκινήσει. Τα αδέρφια της μάνας μου, δηλαδή, είχανε φύγει από το ’50-’55 και ήρθανε εδώ πέρα, Αθήνα. Τι άλλο να σου πω; Τι άλλο θυμάμαι;
Το χωριό σας λέγεται όπως λέγεται για κάποιο λόγο;
Αναβρυτός;
Δεν ξέρω. Αν οι ονομασίες-
Τώρα αναβρύζει, βγάζει νερό; Δεν ξέρω. Είχαμε όλοι πηγάδια. Ο καθένας είχε το πηγάδι του. Μετά μπήκε το νερό από δήμους και τέτοια. Είχανε όλοι πηγάδια και ακόμη υπάρχει νερό, δεν μείναμε ποτέ χωρίς νερό. Όμως το πηγάδι δεν ήταν στο σπίτι μπροστά, ήταν 500 μέτρα. Και τι κάναμε; Το μεσημέρι που ήτανε να φάμε, παίρναμε έναν μαστραπά, πηγαίναμε στο πηγάδι να πάρουμε κρύο νερό, να φάμε το μεσημέρι το φαγητό. Βάζαμε το καρπούζι εκεί μέσα να κρυώσει. Είχαμε καρπούζια τότε γιατί φυτεύαμε, είχαμε τον κηπάκο εκεί πέρα στο... Αυτά.
Κάτι σε σχέση με τις παραδόσεις και με τα έθιμα του χωριού σας που συζητούσαμε.
Λοιπόν, τις Απόκριες, θυμάμαι, ντυνότανε όλο το χωριό ντυνότανε καρναβάλι. Ντυνότανε; Φορούσανε ό,τι φορεσιές είχανε δικές τους, δηλαδή γέρος, γριά, παππούς, γιαγιά, εγγόνια. Ντυνότανε κάπως με τα δικά τους τα ρούχα πάλι και παραμορφωνότανε, ξέρεις, με κάλτσες, με τέτοια στο πρόσωπο. Και πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι, σαν γλέντι το είχανε. Δεν θυμάμαι να μαζευόταν κάπου, ας πούμε, σε καμιά πλατεία και τέτοια, απλά από σπίτι σε σπίτι. Και στις γιορτές πάντα κάνανε πολύ καλές γιορτές και μεγάλες. Τα Χριστούγεννα για βασιλόπιτα φτιάχναμε την κρεατόπιτα. Η οποία γίνεται με φύλλο, με χοντρό κρέας, ζυγούρι ή γίδα ή πρόβατο, ό,τι είχε κανείς, το βράζουνε με κρεμμύδια και βάζουνε και ρυζάκι και κοφτό. Ο κοφτός είναι το σημερινό το πλιγούρι, το λέγανε κοφτό. Και το σπάγανε σε μία πέτρα που ήτανε πέτρα από κάτω, πέτρα από πάνω, τρυπημένες και οι δύο στη μέση οι πέτρες, ένα ξύλο σαν βέργα, σαν βεργί που ανοίγουμε το φύλλο, το περνάγανε μέσα αυτό και γυρίζανε... ρίχνανε το σιτάρι -το ξέρεις εσύ αυτό;- ανάμεσα στις δύο πέτρες και το κάνανε γύρω-γύρω. Κι έσπαγε αυτό κι έπεφτε από κάτω. Κατάλαβες πώς;
Ναι. Πώς λεγότανε αυτό; Υπήρχε όνομα;
Αυτό...
Χερόμυλος. Δηλαδή, οι βαριές οι πέτρες, οι μεγάλες.
Κατάλαβα. Κατάλαβα πώς το λέτε.
Πολύ ωραίο. Υπάρχει στο χωριό. Αν θα πάω και βρω -γιατί έχει πέσει το σπίτι- θα το βγάλω φωτογραφία.
Αμέ.
Ζυμώνανε πάντα τα ψωμιά.
Για τις πίτες, πείτε μου και για τις πίτες!
Οι πίτες; Οι πίτες. Μακαρονόπιτες φτιάχναμε εμείς συνήθως, χορτόπιτες, ρυζόπιτες. Η ρυζόπιτα ήτανε νομίζω από τις πρώτες πίτες. Είναι ρύζι, αυγά, τυρί και λάδι. Και το βούτυρο, που βγάζαν το βούτυρο, το χτυπάγανε στο ντουρμπέκι -το λέγαμε εμείς. Είναι ένα βαρελάκι όρθιο, ξύλινο, έχει από πάνω ένα ξύλο.
Εμείς το λέγαμε ντουρμπέκι. Και μπούντενα λέγαμε αυτό που βάζαμε το τυρί, το ξύλινο. Οι πίτες ήτανε όντως σε κάθε σπίτι. Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα θα τρώγαμε πίτα. Οι ζυμαρόπιτες ήταν εύκολες γιατί τις φτιάχνανε το πρωί. Τρώγανε πάντα το πρωί στα χωριά γιατί μετά τρώγανε το μεσημέρι, πηγαίνανε με τα ζώα. Το ψωμοτύρι στο σακούλι, ψωμί, ελιές ή τυρί. Τυρί είχαμε δικό μας. Και μέσα στο τυρί έβρισκες και πηδούλια! Τα πηδούλια είναι τα σκουληκάκια, τα οποία... αυτό, Καίτη, από τι γινότανε;
Απ' το ίδιο...
Και άνοιγες το βαρέλι κι έβλεπες τα σκουληκάκια να πετάνε! Όμως,-
Το τρώγατε.
Φυσιολογικό. Φυσιολογικό.
Φυσιολογικό ήτανε! Καλό;
Δεν ξέρω! Δεν ξέρω!
Όχι καλό, όπως το ακούς!-
Δεν ξέρω! Αυτό σίγουρα. Αλλά τώρα...
Δεν ξέρω, μπορεί να τα καθαρίζανε. Δεν ξέρω. Απλά λέγαμε-
Ναι, ναι, υπήρχε-
«Έχει πηδούλια το τυρί!». Μπορεί να το πετάγανε, δεν ξέρω τι κάνανε.
Ναι.
Ναι, μωρέ, δεν τρώγαμε τέτοια. Απλά τώρα έτσι, για την ιστορία.
Ναι. Κατάλαβα.
Αλλά υπήρχε όμως αυτό!
Παναγία μου!
Ναι.
Με τα όργανα και τη μουσική, γιατί ξέρω [00:10:00]ότι έχετε κι εσείς σχέση με τη μουσική και με το τραγούδι και με όλα-
Ναι.
Πώς ξεκίνησε η σχέση σας βασικά με τη μουσική;
Λοιπόν, εμένα μ' αρέσει πάρα πολύ το τραγούδι. Όμως σαν μικρή ντρεπόμουνα πάρα πολύ, ενώ το είχα μέσα μου. Ο πατέρας μου τραγούδαγε. Όχι τραγούδαγε κάπου, στο σπίτι, ξέρεις, και αυτά. Η μάνα μου, την άκουγα να τραγουδάει όταν είχε τον αδερφό μου αγκαλιά, μωρό που ήτανε. Γιατί έχουμε 6,5 χρόνια διαφορά με τον έναν αδερφό. Και του έλεγε ένα τραγούδι -να το δεις πώς το έλεγε, θα το πω. Το είχε αγκαλιά: Το παιδί μ' το ρούσο, ρούσο Δεν αδειάζω να το λούσω Το παιδί μου το καλό Κάτσε να το θυμηθώ… Έλεγε κι ένα άλλο, εντάξει. Του Κωστάκη μου το γάμο Καλοκαίρι θα τον κάνω Θα καλέσω δυο χωριά Του Μπαμπούρη και του Λια Τώρα συγκινούμαι, γιατί το έλεγε και η μάνα μου Του Μπαμπούρη και του Λια Και μισό του Τσαμαντά Μισό του Τσαμαντά, γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλο χωριό και δεν μπορούσε, δεν συνέφερε να το καλέσει όλο το χωριό! Το τραγούδαγε αυτό η μάνα μου κι έλεγε και το Μενούση. Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσούλ Αγάς, σε κρασοπουλειό πηγαίναν για να φαν να πιουν Θες να πω κι άλλο;
Ναι!
Κει που τρώγαν, κει που πίναν κει που γλένταγαν, κάτι πιάσαν σε κουβέντα για τις όμορφες Όμορφη γυναίκα που 'χεις βρε Μενούσ' Αγά! Πού την είδες, πού την ξέρεις και τη μολογάς; Τώρα δεν μου έρχεται, ενώ το ξέρω όλο το τραγούδι-
Δεν Πειράζει!
Αλλά δεν μου 'ρχεται.
Αυτό είναι το Μενούση.
Πολύ ωραία!
Αυτό το έλεγε η μάνα μου όταν νανούριζε τον αδερφό μου.
Ναι, ε; Εσάς σας νανούριζε με κάτι που να θυμάστε;
Όχι, δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι καθόλου. Λοιπόν, ο γιος πρώτα, ο αδερφός μου ο μεγάλος. Η κόρη, εγώ. Τα κορίτσια δεν τα πολυαγαπούσαν τότε στα χωριά, θέλανε τους άντρες, τα αγόρια. Δεν θυμάμαι κάτι. Βέβαια, θα μου πεις τι θα θυμάμαι; Τα δικά μου τα νανουρίσματα; Δεν μπορώ να τα θυμηθώ. Θυμάμαι του αδερφού μου, που είχαμε 6,5 χρόνια διαφορά. Θυμάμαι στον γάμο μου που με παντρέψανε. Προξενιό. Εντάξει. Από την ημέρα... από την Πέμπτη... Να πάμε στον γάμο τώρα, αφού μιλάμε για ήθη κι έθιμα. Την Πέμπτη ήρθανε και πήρανε τα προικιά. Εγώ πολύ ντροπαλή βέβαια, δεν ήξερα κανέναν. Ήρθαν από το χωριό τώρα, ξέρεις, καμιά τριανταριά άτομα και να δουν τη νύφη να τη «λογιάσουνε», έτσι λέγαν[00:15:00]ε. Πώς το λέει το «Πήγαινα απ' το δρόμο δρόμο, μωρή Κόντω, Χάιδω, Χαϊδεμένη». Για τη νύφη το τραγούδι-
«Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο». Ναι. Είναι ένα τραγούδι που λέει:
Λοιπόν, ερχόντουσαν την Πέμπτη να πάρουνε τα ρούχα της νύφης και λέγανε κι αυτό το τραγούδι. Η νύφη εκεί, περίμενε όρθια, τα ρούχα της εκεί πέρα. Γίκο το λέγανε.
Γίκο;
Γίκος. Τα ρούχα, γίκος λέγεται αυτό το...
Σαν έκθεση, μπράβο. Στολισμένα, όμορφα, τα οποία τα παίρνανε εκείνοι με το αυτοκίνητο ή άλογο ή μουλάρι. Εγώ με αυτοκίνητο, ήτανε λίγο πιο μετά. Τα φορτώσανε και τα πήρανε στο χωριό. Τους είχαμε τραπέζι εμείς εν τω μεταξύ κάνει οι γονείς. Και «δεν ήρθαμε για φάει για πιει» λέγανε εκείνοι. Συνεχίζει.
Και παίρνανε τα ρούχα και φεύγανε. Και η αντάμωση θα ήτανε την Κυριακή το μεσημέρι πάλι του γάμου. Συνήθως γινότανε ο γάμος Κυριακή, δεν γινόταν Σάββατα ποτέ. Ερχόντουσαν, θυμάμαι πώς ήρθανε. Είχα ντυθεί από... Εν τω μεταξύ το γλέντι γινότανε στο σπίτι του καθενός και της νύφης και του γαμπρού, Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή. Κόσμος, μαγείρεμα, χαμός. Οι πίτες, το βραστό το κρέας με κριθαράκι συνήθως, για να βάζουν το πιάτο εύκολα με κουτάλι. Σαλάτες, να σου πω, δεν ξέρω αν πολυ-υπήρχανε τότε. Όχι, δεν θυμάμαι. Κάνανε πορτοκάλι με σαλάτα -δεν ξέρω αν το ξέρεις, μπορεί να λέγεται γκουρμέ τώρα αυτό αν το φας κάπου. Πορτοκάλι, κρεμμύδι, ελιές, λαδάκι, σαλάτα. Πάρα πολύ ωραίο, κάντε το και θα με θυμηθείτε! Πολύ ωραίο. Λοιπόν, μπορεί να είχαν τέτοια σαλάτα. Και το Σάββατο βράδυ γλέντι στο σπίτι της νύφης και του γαμπρού με το σόι τους. Την Κυριακή ερχόντουσαν να πάρουνε τη νύφη. Καμαρωτή η νύφη να μην... Το κλάμα, να σου λένε τα τραγούδια του γάμου 2-3 ώρες. Ναι.
2-3 ώρες;
Εκεί, ναι! Να λένε τραγούδια. Γινότανε γλέντι, ξέρεις. Ναι, λέγανε της νύφης τραγούδια και χορεύανε. Ερχόντουσαν από το χωριό να πάρουνε τη νύφη. Τα δικά τους αυτοί: «Ήρθαμε να πάρουμε τη νύφη», «Δεν σας τη δίνουμε», λέγανε οι άλλοι. «Εμείς θα σας την πάρουμε». Γινόταν ο γάμος, τραγούδι στον δρόμο όλο. Φτάνουν στην εκκλησία, τα στέφανα. Ένας χορός εκεί, με το στόμα τραγούδια. Εμείς δεν είχαμε ζωντανή μουσική στον γάμο μας, ήτανε με το στόμα τραγούδια και το πικάπ, ξέρεις, αυτά που υπήρχαν τότε, μαγνητόφωνα, αυτά. Αλλά με το στόμα όμως, πάρα πολύ ωραία. Μιλάμε για τραγουδιστές οι άνθρωποι που... απλοί άνθρωποι.
Με το στόμα εννοείτε-
Με το στόμα.
Ότι απλά δεν είχε μουσική, έτσι;
Αυτό που σου είπα εγώ-
Ναι, ναι.
Απλά δεν είχε μουσική. Αυτό που είπα εγώ τώρα, αυτοί το λέγανε σε χορευτικό, σε όλα, σε όλα, σε όλα. Γινότανε πανικός! Και να πίνουν το τσιπουράκι και να πίνουν το κρασί και τέτο[00:20:00]ια.
Και η γιορτή έγινε.
Ναι. Και κατά τις 12:00-1:00 φύγανε από το χωριό τότε, στον γάμο το δικό μου, θυμάμαι. Και με το που φύγανε οι δικοί μου από το σπίτι, έβρεχε κιόλας, άρχισαν να με πιάνουν τα κλάματα… Δηλαδή, τρελάθηκα, λέω: «Τώρα τι κάνω εγώ εδώ;». Και μικρή, 16,5 χρονών, ναι… Ναι. Ευτυχώς ήταν καλοί οι άνθρωποι. Ευτυχώς ήταν καλοί άνθρωποι και με αγκάλιασαν πάρα πολύ ωραία.
Μετά; Όχι, φύγανε όλοι.
Α, όχι. Αυτό δεν μου έτυχε, ευτυχώς! Ξέρεις μετά, το άλλο Σαββατοκύριακο, την άλλη Κυριακή ήτανε τα «πιστρόφια». Το ξέρεις, τα πιστρόφια. Τι γίνεται τώρα; Η νύφη με τον άντρα της μετά από μια εβδομάδα θα πάει στο σπίτι της. Δεν έχει σημασία αν πήγε στο ενδιάμεσο, τότε θα το κάνει σαν γιορτή. Πιστρόφια, δηλαδή η νύφη έρχεται στο σπίτι της πάλι με τον άντρα της. Πήγαμε εκεί πέρα με τους κουμπάρους-
Στο πατρικό γυρνάει, με τους κουμπάρους, με... αν έχει λίγο σόι. Για το πεθερικό δεν ξέρω αν ήταν μαζί τότε. Θυμάμαι οι νονοί μας ήταν μαζί, εμείς...Δεν θυμάμαι για τους πεθερούς μου αν ήτανε. Κι έκανε πάλι τραπέζι ο πατέρας, η μάνα, οι γονείς δηλαδή της νύφης. Και τότε είχανε πιει πολύ ο πατέρας μου και ο νονός μας και δεν είχαμε εμείς αυτοκίνητο για να πάμε στο χωριό, ο νονός είχε. Λοιπόν, ο πατέρας μου βγήκε να μας ξεπροβοδίσει μέχρι τον δρόμο, ήταν μεθυσμένος, πολύ μεθυσμένος. Ο νονός επίσης μεθυσμένος. Αυτοί μεταξύ τους είχαν και χιούμορ, πειραζόντουσαν και προσπαθούσαν τώρα να ισορροπήσουν στον δρόμο και κρατιόντουσαν κάποια στιγμή και οι δύο αγκαζέ. Και λέει κάποια στιγμή ο πατέρας μου στον κουμπάρο: «Δεν μου λες -του λέει- τώρα, κουμπάρε, ποιος κρατάει τον άλλον;».
Αχ, ο πατέρας μου έπινε κάθε μέρα, δεν ήθελε ευκαιρία! Αυτό ήτανε γιορτινό.
Οπότε, εκεί ολοκληρωνότανε ο γάμος, με τα πιστρόφια;
Εκεί. Θα σου πω ένα άλλο άσχετο με τον γάμο τώρα, επειδή είπα ότι ο πατέρας μου έπινε. Ήτανε Πρωτοχρονιά και η μητέρα μου έβραζε στο τζάκι, είχε μία κανάτα -που τη λέμε εμείς- είναι στρογγυλό έτσι σαν μαστραπάς, έτσι, σαν αυτό. Από πάνω έχει ένα καπάκι, το οποίο ανοιγοκλείνει, είχε μέσα βάλει το κρέας να βράζει, βράζει πάρα πολύ ωραία, είναι... Και το έβραζε. Ο μπαμπάς άργησε να έρθει, είχε πιει λιγάκι στο καφενείο που ήτανε, παραμονή τώρα Πρωτοχρονιάς. Η μαμά νευρίασε. Έρχεται ο μπαμπάς στο σπίτι και όταν έπινε λιγάκι παραπάνω ήθελε αγκαλίτσες και τέτοια. Πήγε, την πιάνει τη μάνα μου αγκαλιά -ξέρω 'γώ-, Ευγενία τη λέγανε τη μάνα μου, Αυγένω τη φωνάζανε: «Έλα, Αυγένω μου» και αυτά, «Τι θες;», του λέει, άρχισε η μαμά τη μουρμούρα. Είχε δίκιο, σου λέει τώρα: «Εντάξει, παραμονές μου 'ρχεσαι έτσι;». Νευρίασε κι ο μπαμπάς. Του λέει: «Εγώ βράζω το φαγητό να φτιάξουμε, να φάμε αύριο». Και ο μπαμπάς δεν βλαστήμαγε, έλεγε: «Γαμώ το ξεσταύρι σου!», δηλαδή «ξεσταύρι», «Γαμώ το ξεσταύρι σου!», της κάνει, παίρνει την κανάτα από κει, «παπ!», γεμίζει το σπίτι με το κρέας… Ξέσπασε, σαν να το βλέπω αυτό τώρα! Δεν ξέσπαγε, δεν χτύπαγε, δεν είχε χέρι να κάνει, ούτε πολύ βρισίδι. Νευρίασε εκεί, «παπ!». Εντάξει, τελείωσε αυτό.
Πάει ο κόπος όλος.
Πάει ο κόπος, άλλο η μαμά βράσιμο!
Πάει και το φαγητό της Πρωτοχρονιάς.
Πάει και το φαγητό, που λες.
Καραμέλες!
Το σακούλι.
Ωραίο!
Εμείς με καραμέλες. Καραμέλα μοίραζε αυτός που πά[00:25:00]ντρευε το παιδί του. Έπαιρνε 2 κιλά καραμέλες και πήγαινε: «Παντρεύω το παιδί μου την τάδε». Καραμέλα…
Τι ωραία!
Ναι, ναι, καραμέλα, με καραμέλα ήτανε αυτό.
Η κουλούρα που λέει τώρα, βάζανε και κουλούρες και στον γάμο τότε. Και την πετάγανε: «Έβγα πεθερά στη σκάλα, με το μέλι με το γάλα», λέγαν το τραγούδι. Το ξέρεις αυτό;
Έχετε συνδεδεμένα τραγούδια με περιστάσεις πολύ, έτσι;
Ναι, ναι, ναι. Λοιπόν αυτό τώρα-
Και ευχάριστα και δυσάρεστα.
Ναι, ναι. Όταν το ζευγάρι πήγαινε στην εκκλησία, λέγανε το τραγούδι αφού συνοδεύανε τη νύφη: Εκκλησιά μου κουκλωτή Κουκλωτή, καμαρωτή Μύρια δέχεσαι κεριάΤη μεγάλη Πασχαλιά Δέξου τούτ' τα νιόγαμπρα Και τα πρωτοστέφανα Βλόγησέ τα να προκόψουν Και καλούς καρπούς να δώσουν Πέντε γιους να αποχτήσουν Και στον πάτο θυγατέρα Και στον πάτο θυγατέρα Όμορφη σαν περιστέρα Γινότανε τα στέφανα και γυρνάγανε τώρα, να πάνε, να κάτσουνε να φάνε. Καθόντουσαν να φάνε κι έπρεπε η νύφη να πετάξει την κουλούρα. Πριν όμως, όταν πήγαινε η νύφη στο σπίτι το πεθερικό, η πεθερά την περίμενε με ένα τέτοιο -ξέρω 'γώ- με μέλι ή ζάχαρη.
Μια κούπα. Και την τάιζε τη νύφη μέλι, ώστε να είναι γλυκιά η ζωή της εκεί που θα πάει. Και της λέγανε το τραγούδι: Έβγα πεθερά στη σκάλα Με το μέλι ή με το γάλα Ρίξε ρύζι να φυτρώσουν Τα παιδιά σου να προκόψουν Μπορεί να το μπερδεύω και λιγάκι τώρα το τραγούδι, ναι!
Ομοιοκαταληξία έκανε πάντως!
Ναι. Ε, το διορθώνουμε. Λοιπόν, αυτά. Στον χορό μετά η νύφη, όπως λέει, κράταγε όλο το σόι, για τα πιο παλιά μιλάμε τώρα.
Και ξεκινάει το τραγούδι, ξέρεις: «Αυτά τα χέρια που κρατάς…». Έχει ένα τραγούδι που το λένε ακόμη, αλλά το λέγανε και τότε: Για χαμπηλώστε το χορό Και σύρτε αγάλια-αγάλιαΓια να μπει ο Νούρος στο χορόΜαζί με τα παιδιά του Όξω πλάτην έχορεΚαι στρογγυλογύριζεΓια να ιδούμε το γαμπρόΠώς τον σέρνει το χορό Έχει κι άλλο, είναι πάρα πολύ. Λέει – ας πούμε: Κύργιε μ' και ποιος τον κάνειΤούτον τον καινούργιο γάμοΤούτον τον καινούργιο γάμοΤον τρανόν και τον μεγάλο Ό πατέ- καλοί μου φίλοιΟ πατέρας μου τον κάνειΟ πατέρας μου τον κάνειΜε το μήλο με το ρόιδο Με το μήλο με το ρόιδοΚαι μ' αυτόν τον κόσμο όλο Η μανούλα μου, τα αδέρφια μου, οι θείες μου, οι παππούδες μου, όλος ο κόσμος.
Ναι, ποιος τον κάνει τον γάμο.
Πολύ ωραία!
Και ευχές, ας πούμε, να ακούς τον πεθερό σου, τίμα τον πεθερό σου, τίμα την πεθερά σου, τιμημένο το όνομά σου. Αυτά περίπου.
Ενότητα 3
Τραγούδια για τη μάχης της Μουργκάνας, Χριστουγέννων, ξενιτιάς και Πάσχα
00:29:45 - 00:40:04
Άλλα τραγούδια που να θυμάστε, που να συνδέετε με περιστάσεις; Τώρα δε θέλω να πάω στα μοιρολόγια απαραίτητα και στα δυσάρεστα-
Ναι, ναι, ναι.
Αλλά αν έχετε κάποια γιορτή άλλη[00:30:00] που να ήτανε κάτι συγκεκριμένο.
Λοιπόν, στη Μουργκάνα, είναι της Μουργκάνας τα χωριά με τον πόλεμο. Πότε έγινε, το ’40;
Εκεί πέρα σκοτώθηκαν πάρα πολλοί Έλληνες άδικα. Και είναι ένα τραγούδι που το λένε: Το 'μαθες μωρ' δολιομάνα; Μωρ' γυαλένια, κρουσταλλένια Κόρη μαργαριταρένια Τι έχει γίνει στη Μουργκάνα; Μωρ' γυαλένια, κρουσταλλένια Ώρη, κόρη διαμαντένια Πολεμούσαν οι Σουλιώτες Μωρ' γυαλένια, κρουσταλλένια Ώρη, κόρη διαμαντένια Με τους κάτω Δερβινιώτες Μωρ' γυαλένια, κρουσταλλένια Ώρη, κόρη διαμαντένια Δεν μπορώ να θυμηθώ, είναι πάρα πολύ ωραίο.
Δεν πειράζει. Πολύ!
Ναι, ναι, πάρα πολύ ωραίο αυτό. Ναι. Και άλλο τραγούδι, όταν έφευγε κάποιος να πάει στην ξενιτιά. Τραγούδι που το άκουγα το τραγουδάγανε πάρα πολύ. Ξέρεις ποιο;
Το μπορείς, ε; Να το θυμηθούμε, πώς λέγεται; Πώς το λέμε;
Έπρεπε να σας έχω προετοιμάσει να έχετε τους στίχους.
Ναι, ναι, ναι.
Δεν πειράζει,
Φοβερό!
Αυτό είναι όταν φεύγαν τα παιδιά για τη ξενιτιά. Τώρα, ο κερατζής τους μάζευε και φεύγανε σαν μπουλούκι; Αυτό τώρα, δεν το ξέρω.
Και το τραγουδούσανε ποιοι; Όλη η γειτονιά;
Στο σπίτι, το θυμάμαι που το τραγούδαγαν στο σπίτι το δικό μας. Δηλαδή, μαζευόντουσαν τα βράδια στο τζάκι η γειτονιά, τέσσερα άτομα, έξι άτομα και πιάναν το τραγούδι. Τηλεοράσεις δεν υπήρχαν, ραδιόφωνο υπήρχε, αλλά δεν τους ένοιαζε. Κουβέντα, τσιπουράκι, κρασάκι και τραγούδι. Και αυτό το λέγανε πάρα πολύ, ειδικά αυτοί που είχανε ανθρώπους στην ξενιτιά, μιλάμε το τραγουδάγανε πάρα πολύ στα χωριά.
Ναι!
Ναι.
Επειδή είναι των ημερών τα σπάργανα.
Πολύ ωραίο!
Το Πάσχα, εντάξει, δεν είπαμε κάτι για το Πάσχα. Ήτανε του Λαζάρου θυμάμαι, πηγαίναμε και λέγαμε στα σπίτια εμείς τα παιδιά στο χωριό, από ό,τι θυμάμαι. Παίρναμε ένα καλάθι ψάθινο και περνάγαμε από κάθε σπίτι, λέγαμε το Λάζαρο: «Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια» και μας δίνανε αυγά κόκκινα και κουλούρια, τίποτα άλλο. Όχι λεφτά, δεν είχε λεφτά πουθενά.
Αλλά το κάνατε πάλι σαν κάλαντα κι αυτό;
Ναι, σαν κάλαντα. «Ήρθε ο Λάζαρος», από σπίτι σε σπίτι. Κάθε Πάσχα... ήταν το Σάββατο αυτό, του Λαζάρου το κάναμε. Και λέγαμε δυο τραγούδια, αυτό: «Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθαν οι γιορτές όπου ήταν άγια», το παρακάτω δεν το θυμάμαι τώρα.
Δεν πειράζει.
Το [00:40:00]Πάσχα εντάξει, συνηθισμένο πια όπως και τώρα, δεν κάναμε τίποτα. Θυμάσαι τίποτα ιδιαίτερο το Πάσχα;
Ενότητα 4
Το πλύσιμο των ρούχων, οι συντεχνιακές διάλεκτοι και παραδοσιακό τραγούδι (Λυγαριά πορτοκαλιά)
00:40:04 - 00:51:27
Όχι, αυτό. Ένα άλλο που θυμάμαι, οι δουλειές στο χωριό πώς γινότανε. Τα ρούχα τα πλέναμε στα ποτάμια και στους λάκκους.
Νεροτριβές μετά εμείς.
Τα χοντρά, ναι, τα χοντρά, ναι. Αλλά από τότε δεν τα πηγαίναμε. Τα πηγαίνανε στα ποτάμια με τον κόπανο. Ο κόπανος είναι ένα-
Ξύλο μεγάλο, φαρδύ-
Τόσο, χοντρό και βαρύ. Βρέχαμε τα ρούχα στο ποτάμι, τα βγάζαμε στην άκρη, «τακ-τακ!», τα πατάγαμε το ένα με το άλλο να φύγει η βρωμιά, τα ξαναρίχναμε, τα ξαναχτυπάγαμε και τα μαζεύαμε, τα πηγαίναμε στο σπίτι και τα απλώναμε.
Χωρίς απορρυπαντικά, τίποτα.
Με τον κόπανο. Εντάξει, ότι πλέναμε στη σκάφη. Τα ρούχα μας στη σκάφη, το μπανάκι στη σκάφη.
Που βράζουνε.
Σαπούνι πράσινο κυριαρχούσε-
Και το Tide-
Και το Tide και το Roll.
Ναι, ναι, αργότερα. Αυτά αργότερα.
Εκεί τραγουδούσατε, όταν πλένατε και όταν καθαρίζατε;
Ναι! Παντού τραγούδι. Στα ζώα, άκουγες τα πρόβατα, οι γυναίκες ειδικά, αν υπήρχαν τσοπάνισσες, και τραγουδάγανε. Άκουγες τα τραγούδια τους, όπου υπήρχε χώρος κι ένιωθες ελεύθερος, τραγούδαγες. Παντού. Ή ήτανε στο σπίτι με το μωρό ή έξω για δουλειές. Όταν ήσαντε όλοι μαζί στο σπίτι και κάνανε δουλειές, δεν μπορούσανε να τραγουδήσουν βέβαια, γιατί υπήρχαν και οι μεγάλοι, ο παππούς, η γιαγιά, που κάνανε και τα αφεντικά. Δεν μπορούσανε οι νύφες ειδικά να σηκώσουν κεφάλι. Εγώ θυμάμαι τη γιαγιά μου, τρώγαμε και η γιαγιά ήταν όρθια! Από την άλλη όμως η γιαγιά κάπνιζε! Πώς γινόταν αυτό με τον παππού; Τόση ελευθερία! Η γιαγιά μου παντρεύτηκε δεκατεσσάρων… Και ο παππούς μου τόσο. Λοιπόν, και δεν ξέρανε τι να κάνουνε, παίζανε πεντόβολα! Ξέρεις τι είναι τα πεντόβολα; Είναι πέντε πέτρες και παίζει ο ένας, παίζει ο άλλος. Παίζανε και μαλώνανε στο πεντόβολο πάνω και η γιαγιά έφευγε και πήγαινε στο χωριό της, στον πατέρα της. Νευρίαζε με τον παππού που μάλωναν στα πεντόβολα κι έφευγε!
Δεν ήξερε τι να κάνει, έφευγε. Παιδί ήτανε, κατάλαβες; Παιδί το ένα, παιδί το άλλο.
Δεκατεσσάρων;
Δεκατεσσάρων, ναι, δεν ξέρω πώς έγινε αυτό.
Η μάνα μου όμως παντρεύτηκε στα 26 της, γιατί αγαπούσε τον πατέρα μου. Την αγαπούσε κι ο πατέρας, δεν το λέγανε βέβαια, ερχόνταν προξενιά, το ένα, το άλλο, τίποτα. Ο μπαμπάς πήγε φαντάρος και στέλνει ένα γράμμα, αφού μάθαινε ότι πηγαίναν προξενιά, στέλνει ένα γράμμα και λέει: «Δεν θα τη δώσετε την Αυγένω, θα την πάρω εγώ!». Κι όταν ήταν στο χωριό ο μπαμπάς, τα σπίτια τους ήτανε καρφί, που λέμε. Ήτανε το σπίτι της μαμάς εδώ, του μπαμπά απέναντι, σε βουναλάκια κάπως και βλεπόντουσαν. Και τι έκανε ο μπαμπάς; Έπαιρνε το καθρεφτάκι και το έκανε έτσι και το ‘ριχνε στη μαμά. Έβγαινε η μαμά στο υψωματάκι και της έκανε με τον καθρέφτη νοήματα. Και από την άλλη η μαμά μου έκανε την αυστηρή εμένα πάρα πολύ, κατάλαβες! Ναι, ναι.
Ωραίο;
Πολύ ωραίο, συνεννοούνταν με νοήματα!
Ναι. Με τον καθρέφτη, ναι.
Ο χορός είχε την ίδια θέση που είχαν τα τραγούδια ή υπήρχε...; Δεν ξέρω, τα τραγούδια μου φαίνεται, από ό,τι μου λέτε, ότι είναι συνδυασμένα με πολλές πτυχές και ήτανε μέσα στην καθημερινότητα.
Και όμως και ο χορός, χορεύανε τα τραγούδια... Α! Θα σου πω και κάτι άλλο να γελάσουμε λοιπόν. Οι γονείς μας... Ο πατέρας μου για να ζήσουμε, πριν πάει Βέλγιο, Γερμανία, πηγαίνανε και γανώνανε χαλκώματα, δηλαδή τον μπρούντζο, τον χαλκό.
Τα μαγειρικά ή η κατσαρόλα τότε μαγείρευαν στη φωτιά, έπρεπε να υπάρχει ειδικό σκεύος, το οποίο αυτό έπρεπε όμως να καθαριστεί. Το καθάρισμα αυτό το κάνανε κάποιοι ειδικοί με καλάι, με πολλά.
Ε;
Οι γανωματήδες. Στα χωριά μας ήταν οι γανωματήδες και οι βαρελάδες. Ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς, τους γανωματήδες. Πηγαίνανε Πελοπόννησο, καθόντουσαν 3 μήνες, 5. Αυτοί μεταξύ τους ήτανε παρέα, μάθαιναν μια δική τους γλώσσα, όπως και οι...
Δικιά τους διάλεκτο.
Να μπορούνε να συνεννοηθούνε. Παράδειγμα το κορίτσι το λέγανε «λιανοματίνα». Το -ξέρω 'γώ- [00:45:00]μάτι πώς το λέγανε; «Μπιρμπιλόνι». Όχι «μπιρμπιλόνι». Είχανε τα μάτια, το φρύδι, τα είχανε... το καθένα υπήρχε…
Το πιάτο… Ξέρω 'γώ, το κουτάλι ήταν «κουβαλιστήρι», «Φέρε το κουβαλιστήρι να φάμε!». Ο άλλος δεν καταλάβαινε τι και μάθανε πάρα πολλά τέτοια. Λοιπόν, έτυχαν σε ένα πανηγύρι εκεί στην Πελοπόννησο -όχι ο πατέρας μου, άλλοι, αληθινό όμως κι αυτό- και χορεύανε. Οι γυναίκες μπροστά χορεύανε τότε και λέει: «Ποιο τραγούδι να πούμε;», «Θα σου πούμε εμείς ένα», είπαν οι-
Γανωματήδες. Μπροστά αυτή, ωραία γυναίκα και άρχισε να χορεύει. Και λέγανε αυτοί τώρα: «Της αντραβάνας το χαντρί -θα σου πω μετά τι εστί- Της αντραβάνας το χαντρί -χόρευε αυτή, ώπα!- μουσχούτης θέλει για να μπει -και να χορεύει αυτή- Στο μουσούνι στο κρικέλι, γεια σου μάστορα Βαγγέλη!», «μάστορα Βαγγέλης» ήτανε αυτός που τραγούδαγε. Και-
«Ώπα», λέει αυτή! Και δώσ' του αυτή! Και «ξαναπές τραγούδι! Κι άλλο τραγούδι!». Αυτή εν τω μεταξύ χόρευε πάρα πολύ ωραία, γιατί ενθουσιαζόταν από τα τραγούδια που έλεγαν αυτοί, χωρίς να ξέρουνε τι εννοεί το τραγούδι.
Ωχ, ωχ, ωχ, ωχ!
Κατάλαβες; Μετά θα σου πω τι... ψιλοκατάλαβες! Λοιπόν, ερχόταν ο πατέρας μου τότε από γανωματής που ερχότανε το βράδυ στο σπίτι και γύρναγε με τη μαμά που μιλάγανε και λέγανε όλο τέτοια, μιλάγανε τέτοια, τα είχε μάθει και η μαμά αυτά. Μόνο είχα πιάσει το «λιανοματίνα» εγώ τότε και της έλεγε -πώς της έλεγε;- της μαμάς: «Βοζιόνι λιανοματίνα, κάρνο» «Κάρνο, βοζιόνι λιανοματίνα», «Σταμάτα, ακούει το κορίτσι», «Κάρνο βοζιόνι λιανοματίνα». «Κάρνο βοζιόνι το λιάνομα», το «λιάνομα» ήταν το-
Ο άντρας, το αγοράκι.
Το «λιάνομα». Το «λιάνομα-λιανοματίνα», αγόρι-κορίτσι. Ήτανε όλα κωδικοποιημένα.
Προφορική γλώσσα, έτσι;
Ναι, ναι, ναι, ναι.
Δικιά τους.
Έχετε εσείς στη δική σας οικογένεια κάποιους που-
Αμέ!
Αμέ!
Ωραία!
Εγώ είχα ένα βιβλίο, μου κάηκε όμως. Μπορώ να το βρω όμως, μπορούμε να το βρούμε. Να το ψάξω.
Αμέ!
Ούτε κι εμάς. Άμα αρχίσω εγώ-
Αυτά που έλεγε ο πατέρας μου τώρα, τέλος.
Τα θυμάστε όμως εσείς, θυμάστε λέξεις;
Ναι, ναι, τα θυμόμαστε, γιατί τα λέμε μεταξύ μας εμείς.
Ναι, ε;
Ναι, εγώ με τον άντρα μου καμιά φορά τα πετάμε κανένα τέτοιο, με τα ξαδέρφια μου τα λέμε πάρα πολύ άμα βρισκόμαστε.
Πρέπει να κάνετε λεξικό κάπου.
Άμα βρισκόμαστε τα λέμε, για να μη μας καταλάβουν οι άλλοι. «Ο γκότης», λέμε «ο γκότης», ας πούμε, «ο κύριος», ειρωνικά. «Ο γκότης» Τα λεφτά τα λέμε «κομένους», «κομένους», «κομένα», «κομένους». Το αυγό το λέγανε-
Το αυγό, γκιλιστάρι.
Πώς;
«Γκιλιστάρι». «Γκιλιστάρι». Κατάλαβες;
Ναι.
Ναι, ναι, ναι, ναι!
Συνεννοούνταν όμως.
Τα γκιλιστάρια… τα γκιλιστάρια. Λοιπόν, αυτά;
Ναι. Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Έχουμε κάτι άλλο;
Και ό,τι άλλο θυμηθείτε.
Κάτι άλλο.
Αμέ!
Αμέ!
Να ξαναβρεθούμε.
Προλαβαίνετε δυο λεπτάκια να μου πείτε-
Και το
Λεμονιά-πορτοκαλιά-
Που μου αρέσει εμένα; Μου έχει μείνει αυτό, έτσι, χαριστικά.
Λυγαριά-πορτοκαλιά.
Εδώ είναι η πόλκα.
Εδώ και μαζεμένα εδώ.
Θα σου δείξω φωτογραφία που έχω πόλκα στο σπίτι!
Ναι!
Φωτογραφίες

Σοφία Τσουκαλά & Αικατερ ...

Μαστορική διάλεκτος
Από το αρχείο της κ. Αικατερίνης Σαμπάτη - ...

Μαστορική διάλεκτος
Από το αρχείο της κ. Αικατερίνης Σαμπάτη - ...

Μαστορική διάλεκτος
Από το αρχείο της κ. Αικατερίνης Σαμπάτη - ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Γέννημα θρέμμα του Αναβρυτού Θεσπρωτίας, η κυρία Σοφία Τσουκαλά χαίρεται να θυμάται και να αναβιώνει τα έθιμα και τα τραγούδια του τόπου της. Μιλά για τα παιδικά της χρόνια, τις αγροτικές εργασίες, τα γλέντια και τις παραδοσιακές πίτες, που αποτελούσαν και αποτελούν σημείο αναφοράς της ηπειρώτικης παράδοσης. Λάτρης του παραδοσιακού τραγουδιού από μικρή ηλικία μας τραγουδά με τη συντροφιά της Ηπειρώτισσας φίλης της, κυρίας Αικατερίνης Σαμπάτη-Γεωργάκη, νανουρίσματα, τραγούδια της ξενιτιάς, του Εμφυλίου και των Χριστουγέννων. Περιγράφει αναλυτικά τον παραδοσιακό ηπειρώτικο γάμο, από το λόγιασμα της νύφης μέχρι και τα πιστρόφια, πλαισιώνοντάς τα από τα αντίστοιχα πολυφωνικά τραγούδια με το στόμα, όπως παλιά. Κλείνοντας, αναφέρεται στη συντεχνιακή διάλεκτο των γανωματήδων, που έμαθε από τον πατέρα της και χρησιμοποιεί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της ως κώδικα επικοινωνίας μέχρι και σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Σοφία Τσουκαλά
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καούλα
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/12/2022
Διάρκεια
51'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Γέννημα θρέμμα του Αναβρυτού Θεσπρωτίας, η κυρία Σοφία Τσουκαλά χαίρεται να θυμάται και να αναβιώνει τα έθιμα και τα τραγούδια του τόπου της. Μιλά για τα παιδικά της χρόνια, τις αγροτικές εργασίες, τα γλέντια και τις παραδοσιακές πίτες, που αποτελούσαν και αποτελούν σημείο αναφοράς της ηπειρώτικης παράδοσης. Λάτρης του παραδοσιακού τραγουδιού από μικρή ηλικία μας τραγουδά με τη συντροφιά της Ηπειρώτισσας φίλης της, κυρίας Αικατερίνης Σαμπάτη-Γεωργάκη, νανουρίσματα, τραγούδια της ξενιτιάς, του Εμφυλίου και των Χριστουγέννων. Περιγράφει αναλυτικά τον παραδοσιακό ηπειρώτικο γάμο, από το λόγιασμα της νύφης μέχρι και τα πιστρόφια, πλαισιώνοντάς τα από τα αντίστοιχα πολυφωνικά τραγούδια με το στόμα, όπως παλιά. Κλείνοντας, αναφέρεται στη συντεχνιακή διάλεκτο των γανωματήδων, που έμαθε από τον πατέρα της και χρησιμοποιεί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της ως κώδικα επικοινωνίας μέχρι και σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Σοφία Τσουκαλά
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καούλα
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/12/2022
Διάρκεια
51'