© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά το δυστύχημα της «Ρικομέξ» μία επιζήσασα αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
24469
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Λένα Λιάγκουρα (Λ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/06/2023
Ερευνητής/τρια
Βασίλειος Τσιαπάλας (Β.Τ.)
Β.Τ.:

[00:00:00]Καλημέρα, θα μου πείτε το όνομά σας;

Λ.Λ.:

Καλημέρα. Λέγομαι Λένα Λιάγκουρα και είμαστε στη Λάρισα.

Β.Τ.:

Είναι Τετάρτη 21 Ιουνίου του 2023. Είμαι ο Τσιαπάλας Βασίλης, ερευνητής του Istorima και βρίσκομαι στη Λάρισα, στο Επιμελητήριο της Λάρισας με την κυρία Λένα Λιάγκουρα. Κυρία Λένα, θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια τον εαυτό σας; 

Λ.Λ.:

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λάρισα. Σπούδασα marketing στην Αγγλία. Εργάστηκα για πολυεθνικές εταιρείες ως στέλεχος. Επέστρεψα στη Λάρισα τη δεκαετία του ‘90, υπήρξα εκπρόσωπος της «Σλάβια Μπάνκα», μιας γιουγκοσλάβικης τράπεζας μέχρι το τέλος του εμπάργκο της Σερβίας. Εν συνεχεία, ξεκίνησα την δική μου εμπορική επιχείρηση, η οποία ήταν ένα δίκτυο διανομών. Παράλληλα, κάνοντας και μία εξαιρετικά όμορφη επένδυση στην βιομηχανική περιοχή, για να κάνω ένα δίκτυο διανομών τύπου logistics, υβριδικό για την εποχή του που αυτό, τελικά, δεν ολοκληρώθηκε, διότι το 1999 το Σεπτέμβριο, βρισκόμενη για δουλειά στην Αθήνα, βρέθηκα στο κτίριο της «Ρικομέξ», όπου εκεί με βρήκε και ο σεισμός. Εκεί συστεγαζόταν στο κτίριο αυτό, στεγαζόταν η εταιρεία «Vileda», της οποίας εγώ ήμουν αντιπρόσωπος για την Θεσσαλία. Και από κει και μετά ξεκίνησε μία σειρά δραματικών γεγονότων για τη ζωή μου, τα οποία αποψίλωσαν σιγά-σιγά την κάθε μου επαγγελματική και επιχειρηματική δραστηριότητα λόγω, φυσικά, των προβλημάτων υγείας που προέκυψαν, αλλά και των αντικειμενικών προβλημάτων.

Β.Τ.:

Θέλετε να μου γράψετε εκείνη τη μέρα; Τι ακριβώς συνέβη;

Λ.Λ.:

Είναι όπως λένε, ξεκινάνε τα μυθιστορήματα. Ήταν μία πάρα πολύ όμορφη μέρα, ηλιόλουστη. Τέλος του καλοκαιριού.

Β.Τ.:

Πότε περίπου, θυμάστε;

Λ.Λ.:

Ήταν 7 Σεπτεμβρίου του 1999. Έχω πάει με έναν συνεργάτη μου με δύο αυτοκίνητα σε μία εταιρεία που συνεργαζόμασταν στη Νέα Φιλαδέλφεια και, εν συνεχεία, θα πήγαινα εγώ να τακτοποιήσω τους λογαριασμούς μου με την «Vileda» και θα φεύγαμε παρέα για να επιστρέψουμε, να κάνουμε το ταξίδι της επιστροφής. Στη διαδρομή αυτή, χαθήκαμε. Ήταν… Μπήκαμε μέσα στον δαίδαλο των δρόμων της Μεταμορφώσεως και τελος πάντων το ραντεβού μας ήταν στη μιάμιση, καταλήξαμε να φτάσουμε τρεις παρά τέταρτο στο χώρο της «Ρικομέξ». Παρκάραμε τα αυτοκίνητα μας, μπήκαμε στον χώρο. Προηγουμένως, εγώ είχα πάρει κάποιες φωτογραφίες από τον CEO της εταιρείας που είχαμε το προηγούμενο ραντεβού να τις πάω στον νονό του παιδιού του, ο οποίος ήταν στον πρώτο όροφο. Άφησα τις φωτογραφίες και ανέβηκα με τα πόδια στον δεύτερο όροφο. Ήδη εκεί ήταν ο συνεργάτης μου, ο οποίος θέλησε -ενώ δεν είχε ακριβώς δουλειά- θέλησε να έρθει να χαιρετήσει τους ανθρώπους που συνεργαζόμασταν. Ήρθε ο Διευθυντής πωλήσεων της «Vileda» να μας καλωσορίσει, μας πέρασε στο boardroom και έψαχνε την γραμματέα του, για να μας κεράσει ένα καφέ, ένα αναψυκτικό, γιατί είχαμε ταλαιπωρηθεί κιόλας, για να φτάσουμε εκεί. Αφηγούμαι αυτή τη σειρά των γεγονότων, διότι θα την πάρουμε αντίστροφα κάποια στιγμή, για να δούμε τι απέγιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Πραγματικά, επικοινωνεί με την γραμματέα του και εκείνη τηλεφωνεί για να μας φέρουν αυτά που ζητήσαμε να μας προσφέρουν. Εκείνη την ώρα ξεκινά ο σεισμός.

Β.Τ.:

Θυμάστε περίπου τι ώρα ήταν;

Λ.Λ.:

Ήταν τρεις παρά δέκα. Ήταν ένα πεντάλεπτο όλη αυτή η διαδικασία της αναμονής και των διευθετήσεων, των χαιρετισμών και όλα αυτά. Ξεκινάει ο σεισμός και εγώ μπαίνω κάτω από το τραπέζι του board από ένστικτο. Και βλέπω τα πόδια του συνεργάτη μου να κινούνται έξω από το χώρο του [00:05:00]γραφείου αυτού. Σκεφτείτε τώρα ότι ήταν ένα board που δεν ήταν και πάρα πολύ μεγάλο. Είχε ένα τραπέζι με τις καρέκλες και ένα, μια βιβλιοθήκη. Ο σεισμός ήταν σε δύο χρόνους, ξεκίνησε η δόνηση η πρώτη και ήταν ένα γερό τράνταγμα αυτό. Σε δεύτερο χρόνο, όμως, αρχίζει το κτίριο να καταρρέει που δεν το κατάλαβα τι κατάρρευση ήταν αυτή, διότι ήταν σαν να μετακινείται το… Να γυρνάει και να κατεβαίνει προς τα κάτω το κτήριο. Παράλληλα, προσγειώνεται λίγο πριν σπάσει το τραπέζι από την ντουλάπα που έπεσε, δίπλα μου, ο συνεργάτης μου, ο οποίος και πεθαίνει ακαριαία. Βιώνω άμεσα το θάνατό του και κλειδώνω στο μυαλό μου ότι αυτό δεν είναι θάνατος, αλλά είναι απλώς μία λιποθυμία. Και ξεκινάει ο αγώνας της επιβίωσης όλων των ανθρώπων που ήμασταν εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτό το χώρο. Πιο δραματική σκηνή πέρα από το γεγονός ότι εγώ ένιωθα αυτόν τον… Ένιωσα αυτόν το θάνατο να εχει τα υπόλοιπα του δηλαδή πως τελειώνοντας η ζωή του. Τέλος πάντων ένιωθα στα χέρια μου την… Ό, τι ερχόταν από εκείνον. Άκουγα τις φωνές των ανθρώπων από τους κάτω ορόφους που ζητάγανε βοήθεια. Και ένας μεγάλος εφιάλτης ήταν η έλλειψη αναπνοής, διότι καθώς έσπασε το τραπέζι προφανώς μου έσπασε αμέσως την λεκάνη, γιατί αυτό διαγνώστηκε μετά, αλλά είχα πάρα πολύ βάρος στην περιοχή των πνευμόνων μου. Ήταν οι ώρες της αναμονής πάρα πολλές, έμεινα εγκλωβισμένη έξι ώρες σχεδόν.  Ώσπου κάποια στιγμή, κινητοποιήθηκαν κάποιοι άνθρωποι να βοηθήσουν μην ξέροντας και οι ίδιοι πώς να βοηθήσουν. Μέσα σε όλη αυτή την ταλαιπωρία που ζούσα εγκλεισμένη, κάποιος με οξυγονοκόλληση προσπάθησε να κόψει κάποια σύρματα, σίδερα, για να με απεγκλωβίσουν προφανώς κάτι βλέπανε και μου κάψανε την πλάτη. Δηλαδή μέσα σε όλη αυτή την οδύνη που πέρναγα, την ψυχική, την σωματική, προστέθηκε κι αυτό. Κατάφερα να φωνάξω, για να τους δώσω να καταλάβουν ότι αυτό που κάνουν με πονάει. Τέλος πάντων, σταμάτησε και λίγη ώρα μετά -δεν μπορώ να προσδιορίσω τους χρόνους- διότι για μένα χρόνος είχε παγώσει. Λίγη ώρα μετά άκουσα ομιλίες ανθρώπων που κατάλαβα ότι ήταν επαγγελματίες.  Ήταν ο διασώστης μου, ο οποίος με την αρωγή ενός στρατιωτικού, ο όποιος έτυχε να είναι εκείνη την ώρα εκεί, προσπαθούσαν να διώξουν τον κόσμο, για να μπορέσουν να μας ακούσουν, να προσδιορίσουν πού ήμασταν. Κατάφερε ο διασώστης μου από ό, τι ο ίδιος μου αφηγήθηκε στη συνέχεια, να με φτάσει από τη μεριά του κεφαλιού. Μέσα στο μισοσκόταδο που -περισσότερο αίσθηση είχα πάρα έβλεπα- κατάφερα να πιάσω το κλείστρο της μπότας του σαν σανίδα σωτηρίας. Πριν ξεκινήσουμε να έχουμε ένα διάλογο. Του είπα: «Μη με αφήσεις εδώ, πρέπει να βγω». Και μου είπε: «Όπου να πάμε, θα πάμε παρέα». Με ρώτησε πώς με λένε, για να δει ποια είναι η διανοητική του κατάσταση. Με ρώτησε πού δεν μπορώ, ποια σημεία του σώματός μου δεν μπορώ να κινηθώ. Και μου συστήθηκε και αυτός. Αυτός, λοιπόν, ήταν ένας αξιωματικός του πυροσβεστικού σώματος, ο οποίος υπηρετούσε στην ΕΜΑΚ, ο Αχιλλέας ο Τζουβάρας, τον οποίο στη συνέχεια αναζήτησα εγώ, όπως και τον διοικητή του, για να τους ευχαριστήσω που με σώσανε και ο όποιος στην συνέχεια έγινε ένας πάρα πολύ καλός μου φίλος. [00:10:00]Στην προσπάθειά του, λοιπόν, ο Αχιλλέας να με βγάλει και μέσα σε όλο αυτό το αλαλούμ που επικρατούσε εκείνη τη μέρα στην Αθήνα, παρέβλεψε τους στοιχειώδεις κανόνες της ασφάλειας των πυροσβεστών και προσπάθησε να με βγάλει χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαλεία, με τα χέρια του. Από ό, τι ο ίδιος μου αφηγήθηκε εκ των υστέρων, αυτή η προσπάθεια κράτησε μιάμιση ώρα. Εγώ του έλεγα συνεχώς: «Βγάλε τον Βασίλη, βγάλε τον Βασίλη, τον συνεργάτη μου», γιατί ένιωθα ότι αυτός ενοχλούσε το να με βγάλει από εκεί. Όμως, εκείνος μου έλεγε: «Άσ’ τον, άσ’ τον, είναι λιπόθυμος». Τελικά κατάφερε, ήρθε από τη μεριά των ποδιών μου. Προφανώς, απελευθέρωσε τα φερτά υλικά που ενοχλούσαν εκεί. Καθώς πήγε να με τραβήξει απ’ τα πόδια, συνειδητοποίησε ότι είχα τραυματιστεί πολύ. Με μία προσπάθεια με τράβηξε από το παντελόνι, με βάλανε στο φορείο. Εκεί, λοιπόν, συνειδητοποίησα πού είχα βρεθεί. Διότι το φορείο ανέβαινε, ανέβαινε, ανέβαινε και δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο κάτω είχε πέσει το κτίριο. Εκεί στην άνοδο, λοιπόν, ένα σύρμα από την πλάκα με τραυμάτισε και στο φρύδι και τότε ο διασώστης μου έβγαλε το κράνος του και το φόρεσε στο κεφάλι μου. Ήταν τόσο πολύ έντονες οι στιγμές που θυμάμαι ακόμη και τις λεπτομέρειες. Δηλαδή, τη μυρωδιά του ιδρώτα του, το νερό που προσπάθησε να μου δώσει να πιω και το μπουκάλι μύριζε πορτοκαλάδα και αυτό μου έφερε και μια… Ένα βήχα, γιατί είχα, το στόμα μου ήταν γεμάτο με μπάζα και, ουσιαστικά, μου στέγνωνε το λάρυγγα. Τελικά, είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος επάνω. Είχε οργανωθεί η πυροσβεστική και βρέθηκα στο ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ. Εκεί, λοιπόν, συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η δύναμη της επιβίωσης μού είχε παραλύσει το μυαλό, ήθελα απλώς να σωθώ. Και εκείνη τη στιγμή παθαίνω έτσι μια κρίση νευρική και με όση δύναμη είχα, τράβηξα από την μπλούζα την γιατρό του ΕΚΑΒ και την παρακαλούσα να μη με πάνε στο ΚΑΤ. Σας πληροφορώ ότι στο ΚΑΤ δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου, ούτε ξέρω πού είναι ούτε ξέρω, γιατί δεν έπρεπε να πάω εκεί. Εν πάση περιπτώσει, η γυναίκα προσπάθησε να ηρεμήσει, να μου πει πού θέλω να πάω, γιατί ήταν όλα τα νοσοκομεία ανοιχτά και, τελικά, της είπα δεν ξέρω, δεν είμαι από δω, δεν ξέρω τα μέρη. «Έχεις κανέναν εδώ;», μου είπε. «Ναι, έχω τον αδερφό μου». Πού μένει; Στα Μελίσσια και έτσι κατέληξα στο «Νοσοκομείο Αμαλία Φλέμινγκ» των Μελισσίων. Από εκεί και μετά, ξεκινάει ένας δεύτερος κύκλος περιπέτειας, γιατί όταν κάτι τελειώνει αρχίζει κάτι άλλο που δεν ξέρουμε αν το προηγούμενο είναι το χειρότερο ή το επόμενο.

Β.Τ.:

Θέλετε να μου πείτε κατά τη διάρκεια των έξι ωρών που ήσασταν εγκλωβισμένη, τι ακριβώς σκεφτόσασταν εκείνη τη στιγμή; Εκείνες τις ώρες; 

Λ.Λ.:

Ομολογώ ότι είχα διάφορες ετερόκλητες σκέψεις. Πέρα από τη δύναμή μου να ζήσω και την επιβίωσή μου, πέρα από το γεγονός ότι ο θάνατος του συνεργάτη μου ηταν τοσο ακαριαίος και σκέφτηκα ότι αν είναι να πεθάνει κανείς, καλό είναι να πεθάνει έτσι. Αν και ήταν μόνο 39 χρονών. Άκουγα τις φωνές των ανθρώπων από κάτω και σκεφτόμουν: «Μα, γιατί φωνάζουν, αφού θα βγούμε όλοι». Κάποια στιγμή, άρχισα να μην έχω καλή αίσθηση αναπνευστική. Αυτό μου δημιούργησε διάφορες παραισθήσεις στο μυαλό. Μπορεί. Δεν το έχω αποσαφηνίσει ακόμη και ούτε έψαξα να το βρω. Όμως, θεωρώ ότι μπήκα σε διαδικασία προθανάτια.

Β.Τ.:

Δηλαδή, τι ακριβώς παραισθήσεις;

Λ.Λ.:

Έβλεπα όμορφες εικόνες, οι οποίες ήταν πολύχρωμες. Έβλεπα ότι κολυμπούσα στη θάλασσα με τον ανιψιό μου που ήταν μικρός [00:15:00]τότε. Έβλεπα ότι καθώς ξεμάκραινα από το κολύμπι, έμπαινα σε ένα μαύρο πράγμα σαν τούνελ, αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω εντελώς έτσι. Όμως, ήταν ένα γαλήνιο πράγμα. Θεωρώντας ότι η μετάβασή μου στον άλλο κόσμο θα ήταν γαλήνη. Δεν είχα σωματικό πόνο. Δεν τον ένιωθα δηλαδή το σωματικό πόνο. Παράλληλα, όμως, ήμουν σίγουρη ότι θα βγω από κει μέσα. Ήταν πολύ αντιφατικά πράγματα αυτά που ένιωθα. Παράλληλα δε, επειδή δεν είχα και την αίσθηση του χρόνου, διότι έτσι καταπλακωμένη που ήμουν, ήμουν και στα σκοτάδια ευθύς εξ’ αρχής. Θεωρούσα ότι όλα αυτά που γίνονται γύρω μου, οι φασαρίες, οι ομιλίες, η σιωπή ήταν μία διαδικασία που είχε κρατήσει μισή ώρα. Είχε αλλάξει και ο χρόνος μέσα μου.

Β.Τ.:

Εσείς πόσων ετών ήσασταν, όταν έγινε;

Λ.Λ.:

43. Ήμουν στην, πώς να το πω, στο ζενίθ της… Ήμουν παντρεμένη, ήμουν στο ζενίθ της δημιουργίας μου της επαγγελματικής. Είχα επιστρέψει στη Λάρισα και το χαιρόμουν αυτό, γιατί ζούσαν, ζούσε και η μητέρα μου εδώ. Ήταν το πατρικό μου σπίτι, ήθελα να δημιουργήσω πάντα στη Λάρισα. Και, φυσικά, από εκεί και μετά για δεκαπέντε-δεκαέξι δευτερόλεπτα -πόσο κράτησε ο σεισμός- ανατράπηκε η ζωή μου εντελώς. Παρόλα ταύτα όμως, επειδή για τον κάθε άνθρωπο, τα ακραία πράγματα που περνάει και που νομίζει ότι μόνο στους άλλους συμβαίνουν, είναι μία ευκαιρία, για να δει τη ζωή αλλιώς. Όπως ο καθένας την εννοεί το αλλιώς, έτσι; Άλλος μπορεί μετά από ένα ακραίο πράγμα να γίνει αριβίστας, άλλος μπορεί να γίνει νευρικός, άλλος μπορεί να καταλήξει στην χημεία, άλλος μπορεί να ψάξει να βρει γιατί έγινε ό, τι έγινε. Εγώ ψάχνοντας αυτή τη διαδρομή, μέσα από πολύ πόνο και πολύ κόπο, διότι έχω τέσσερα κατάγματα στη λεκάνη μου, ανεγχείρητα, τα οποία μου άφησαν πολλά προβλήματα. Με τα πνευμόνια μου χτυπημένα, με το κεφάλι μου χτυπημένο, άδραξα την ευκαιρία που μου έδωσε η ζωή να ξαναρχίσω από την αρχή και να γίνω καλύτερος άνθρωπος. 

Β.Τ.:

Θέλω να σας πάω λίγο πίσω σε εκείνη τη στιγμή του σεισμού που μου είπατε στην αρχή. Είπατε πως στην αρχή, όταν ο συνεργάτης σας έπεσε μπροστά σας, νομίζατε πως ήταν λιποθυμία.

Λ.Λ.:

Όχι, κατάλαβα ότι ήταν θάνατος.

Β.Τ.:

Α, το καταλάβατε;

Λ.Λ.:

Εγώ το κλείδωσα, όχι. Εγώ το κλείδωσα στο μυαλό μου, για να μπορέσω να το αντέξω να μη με πιάσει κρίση πανικού. Τον βίωσα τον θάνατο.

Β.Τ.:

Κατά τη διάρκεια των έξι ωρών δηλαδή γνωρίζατε ότι είναι;

Λ.Λ.:

Ναι, ναι.

Β.Τ.:

Ή θέλατε να είναι λιποθυμία;

Λ.Λ.:

Γνώριζα ότι ήταν θάνατος. Το μυαλό είναι περίεργο εργαλείο στον άνθρωπο. Φτιάχνει ό, τι του διατάξεις. Λοιπόν, εγώ κλείδωσα στο μυαλό μου ότι ο Βασίλης είναι λιπόθυμος. Αυτό ήθελα να ζω.

Β.Τ.:

Πως νιώσατε μετά που καταλάβατε ή αποδεχτήκατε την πραγματικότητα;

Λ.Λ.:

Προφανώς και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Όμως, μέσα σε όλο αυτό το δράμα που έζησα το προσωπικό, το ότι αυτός ο άνθρωπος δεν παιδεύτηκε και δεν ταλαιπωρήθηκε και έφυγε ακαριαία, ίσως, ήταν κάτι που με ανακούφιζε. Δεν τον έχω αποδεχτεί τον θάνατό του ακόμη, διότι ήταν καλός μου συνεργάτης και διότι με βοήθησε να χτίσω την εταιρεία που έχτισα και που ο θάνατος του για μένα, μαζί με τη δική μου, ας το πούμε απουσία από τη δουλειά μου ήταν και το τέλος όλης της επιχειρηματικής μου δραστηριότητας. 

Β.Τ.:

Ήσασταν κι άλλοι επιζώντες εκείνη την ημέρα;

Λ.Λ.:

Εκείνη την ημέρα βγήκαμε έντεκα τραυματίες από κει. Κάποιοι μπόρεσαν και βγήκαν μόνοι τους. Από τους έντεκα τραυματίες, [00:20:00]ήμουν η πιο ελαφρά τραυματισμένη. Και, βέβαια, επειδή στην αρχή της κουβέντας μας αφηγήθηκα μία σειρά από γεγονότα, καθώς πήγαινα μέσα στο κτίριο, θα σας πω τώρα πως αντίστροφα σώθηκαν και κάποιοι άνθρωποι, διότι όταν πήγα να αφήσω τις φωτογραφίες στον οικονομικό διευθυντή της «Vileda», ο άνθρωπος αυτός μετακινήθηκε από το γραφείο του, γιατί είχε δύο ανθρώπους μπροστά του και πήρε τις φωτογραφίες και ξαναγύρισε. Όταν έγινε ο σεισμός, οι δύο άνθρωποι που κάθονταν μπροστά του σκοτώθηκαν, αυτός σώθηκε.  Η γραμματέας, καθώς την καλούσε ο διευθυντής πωλήσεων της «Vileda» να μας προσφέρει ένα κέρασμα, βγήκε απ’ το… Από ένα γραφείο που ήταν, γύρισε στο γραφείο της να πάρει τηλέφωνο. Στο γραφείο που ήταν οι άνθρωποι όλοι σκοτώθηκαν. Κάλεσε την κοπέλα στο μπαρ, η οποία ήταν έξω από το χώρο του μπαρ, μπήκε μέσα στο χώρο του μπαρ, πήρε την παραγγελία και την ώρα που έπεσε το κτίριο, η ίδια κατάφερε και βγήκε και σώθηκε. Μία σειρά από ανθρώπους, λοιπόν, οι οποίοι -ανθρώπων μάλλον- οι οποίοι ήρθαν σε επαφή μαζί μου σώθηκαν. Και εγώ μαζί τους, βέβαια.

Β.Τ.:

Πόσοι βρισκόταν εκείνη τη μέρα στο κτίριο της «Ρικομέξ»;

Λ.Λ.:

Δεν ξέρω, εγώ επισκέπτης ήμουν εκεί. Να πω την αλήθεια πρώτη φορά πήγαινα. Όμως, σκοτώθηκαν 39 άνθρωποι εκεί. Εκεί ήταν ένα κενοτάφιο. Και μετά από ένα χρόνο που κατάφερα υποβοηθούμενη να πάω στο χώρο, για να… Για ένα μνημόσυνο που γινόταν, ομολογώ ότι ο χώρος ακόμη μύριζε.

Β.Τ.:

Μετά κατά τη διάρκεια του απεγκλωβισμού σας, τι θυμάστε από εκείνη τη στιγμή που βγαίνατε από το κτίριο με το φορείο; Έχετε κάποιες μνήμες;

Λ.Λ.:

Ναι, θυμάμαι. Είναι πάρα πολύ έντονες στιγμές, θυμάμαι. Θυμάμαι ότι βγήκαμε, με βγάλανε με το φορείο φορώντας το κράνος του διασώστη μου, με βάλανε και δίπλωσα τα χέρια μου στο στήθος, για να μπορέσω να βγω πιο εύκολα και η πρώτη εικόνα που είδα πέρα από τους μαζεμένους ανθρώπους, ήταν ο αρχηγός του πυροσβεστικού σώματος, ο οποίος με κοίταξε με μια λύπη και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί με κοίταξε με μία λύπη. Και χρόνια μετά, όταν βρεθήκαμε σε ένα συνέδριο, του είπα θα έπρεπε να χαμογελάς σ’ έναν άνθρωπο που σώζεται. Και δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι εγώ μπορεί να θυμόμουν αυτή τη σκηνή. Έντονες στιγμές, πολύ έντονες στιγμές. Για να μπορώ 24 χρόνια μετά να τα αφηγούμαι και με τόση λεπτομέρεια.

Β.Τ.:

Πότε θεωρείτε ότι αυτό όλο το ξεπεράσατε και μπορέσατε να το αφηγείστε σήμερα;

Λ.Λ.:

Το γεγονός ότι είχα πολλά σωματικά προβλήματα λόγω των καταγμάτων και λόγω των επαγγελματικών μου δυσκολιών και λόγω των οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν από όλα αυτά, δεν είχα την πολυτέλεια να μείνω στο σοκ του ατυχήματος. Παρόλα ταύτα το ατύχημα, το διαχειρίστηκα με τη βοήθεια ψυχοθεραπευτή. Δεν θέλησα να πάρω φάρμακα, γιατί θεωρούσα ότι η εξάρτησή μου από τα φάρμακα θα με απομονώνανε από τον πραγματικό κόσμο. Και νομίζω ότι η αποκατάσταση μέσα μου ήρθε σιγά-σιγά. Καθώς αποκαθιστούσα το σώμα μου που άργησα πολύ και να περπατήσω. Βρέθηκα στην αναπηρική καρέκλα. Μετά υποβοηθούμενα, με Π, με μπαστούνια, με χίλια δυο. Άρχισα να το συζητάω και να το συζητάω με το σκεπτικό ότι αυτό αφού το έχω φάει, πρέπει να το χωνέψω κιόλας, για να μπορέσω να συνεχίσω. Αλλιώτικα θα έπρεπε να είμαι σε έναν [00:25:00]άλλο κόσμο που να είναι ο δικός μου κόσμος αυτός. Όχι, θέλησα να το ξεπεράσω, να δώσω και ένα μήνυμα και, ουσιαστικά, αυτή η συνέντευξη αυτή τη στιγμή και αυτό το νόημα έχει, ότι κάθε δυσκολία που έρχεται στη ζωή μας, έρχεται για να μας διδάξει κάτι, όχι για να μας τιμωρήσει.

Β.Τ.:

Πριν μου είπατε ότι μετά τον σεισμό και όταν αποκατασταθήκατε, αποκαταστάθηκε η υγεία σας, αρχίσατε να το ψάχνετε. Πώς ακριβώς;

Λ.Λ.:

Ναι, άρχισα να ψάχνω, όπως ψάχνει κάθε -φαντάζομαι κάθε- άνθρωπος που έχει έτσι ανησυχία ζωής. Γιατί εγώ έζησα και ο άλλος πέθανε. Απλώς. Μέσα σε αυτή τη διαδρομή ψάχτηκα παντού, σε όλα. Ήταν θρησκεία αυτό, ήταν μεταφυσικό αυτό, ήταν παραφυσικό αυτό, δεν ξέρω. Τα έψαξα όλα. Όχι για να προσκολληθώ σε κάτι έτσι; Απλώς έψαχνα… Έψαχνα. Και κατέληξα στα δικά μου συμπεράσματα μετά από αυτό το ψάξιμο και, όπως προείπα, το δικό μου συμπέρασμα ήταν ότι αυτό ήρθε στη ζωή μου, για να μου διδάξει κάτι, να με πάει παραπέρα και να με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Μέσα σε αυτή, λοιπόν, την διαδικασία, άρχισα να ασχολούμαι με τα κοινά, με τον εθελοντισμό, με πολλά πράγματα που είχαν να κάνουν με την προσφορά μου στο σύνολο. Έτσι, λοιπόν, και τώρα είμαστε και στο φυσικό μου χώρο εδώ, το επιμελητήριο, έχω εκλεγεί στην διοίκηση του επιμελητηρίου. Έχω υπάρξει γενική γραμματέας στον εμπορικό σύλλογο αρκετά χρόνια και αντιπρόεδρος. Έχω υπάρξει γενική γραμματέας στην αναπτυξιακή του επιμελητηρίου και σε αρκετές εθελοντικές οργανώσεις μέσα στην πόλη και συλλόγους.

Β.Τ.:

Πριν μου είπατε ότι, μετά από ένα χρόνο καταφέρατε να πάτε ξανά στο σημείο του του περιστατικού της «Ρικομέξ».

Λ.Λ.:

Του δυστυχήματος.

Β.Τ.:

Του δυστυχήματος. Πώς νιώσατε, όταν πήγατε εκεί; Ποιες ήταν οι σκέψεις σας;

Λ.Λ.:

Ομολογώ ότι ήμουνα με περίεργα συναισθήματα εκεί. Πρώτα απ’ όλα, διότι ήταν οι συγγενείς των σκοτωμένων ανθρώπων, οι οποίοι θρηνούσαν τους ανθρώπους τους, οι οποίοι είχαν εμπλακεί και σε δικαστικές, νομικές διαδικασίες και είχαν μία φόρτιση έτσι πολύ έντονη. Δεν μπόρεσα να αντέξω η αλήθεια είναι. Ένιωσα ότι θα έβγαζα συναισθήματα αρνητικά και δεν ήθελα. Και ζήτησα, τέλος πάντων, τον αδερφό μου που με συνόδευσε εκείνη την ημέρα εκεί να με πάρει και να φύγουμε. Και ένιωσα ότι θα ήταν καλύτερο να πάω έτσι κάπου σε ένα ωραίο μέρος να πιω έναν καφέ και να νιώσω την ομορφιά της ζωής και όχι του θανάτου, το βάρος του θανάτου. Χωρίς να νιώθω, βέβαια, τύψεις, γιατί εγώ ήμουν ζωντανή κι οι άλλοι θρηνούσαν τους πεθαμένους, έτσι; Απλώς, ένιωσα σαν να μην έπρεπε να είμαι εγώ εκεί. Και, ίσως, να τελικά να πήγα από περιέργεια να δω τι ήταν αυτό που βρέθηκα, πώς; Αφού ακόμη ένα χρόνο μετά εκείνη η περίφημη σκάλα ήταν ακόμα εκεί και ένας σωρός από μπάζα.

Β.Τ.:

Ξαναπήγατε στο σημείο πότε;

Λ.Λ.:

Όχι, όχι ποτέ. Ποτέ. Δεν είχε νόημα. Όχι, δεν ξαναπήγα ποτέ.

Β.Τ.:

Μετά τα επόμενα χρόνια, τι ακολούθησε; Από το σεισμό;

Λ.Λ.:

Μετά τα επόμενα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Προέκυψαν πολύ σοβαρά επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα, όπως ήταν φυσικό. Είχα μια υγιή επιχείρηση, η οποία καταστράφηκε πλήρως, διότι και η δική μου φυσική απουσία ήταν βαρίδιο για το τι εξελισσόταν. Άρχισε να αποψιλώνεται, να συρρικνώνεται και, βεβαίως, δημιουργήθηκαν και πάρα πολλά χρέη, τα οποία ήταν δύσκολα αντιμετωπίσιμα. Όμως, έπρεπε να τα αντιμετωπίσω. Ήθελα δεν ήθελα, μπορούσα δεν μπορούσα. Ξεκίνησα να αγωνίζομαι γι’ αυτό. Κατάφερα [00:30:00]ορθοπόδησα δουλεύοντας σκληρά και κάνοντας και δεύτερη δουλειά, για να μπορώ από τη μία δουλειά να ζω και από την άλλη να πληρώνω τα χρέη μου. Και παράλληλα, άρχισα να επαναπροσδιορίζω και τον ρόλο μου στην κοινωνία. Έχει μεσολαβήσει ένα διαζύγιο, έχει μεσολαβήσει και ο θάνατος της μητέρας μου, όπου όλα αυτά μου φτιάξανε ένα περιβάλλον, το οποίο δεν με βοήθαγε από μόνο του έτσι κι αλλιώς. Έπρεπε να βγω στην εξωστρέφεια. Έπρεπε να βγω μπροστά να διεκδικήσω τη ζωή μου. Και αυτό έκανα. Κατάφερα να κρατήσω την επιχείρηση -ό, τι έμεινε- παρέα με κάποιον άνθρωπο που συνεταιρίστηκα μέχρι το ‘13- ‘14. Από εκεί και μετά, έκλεισε ο κύκλος. Ήρθε και η δεύτερη κατρακύλα λόγω του, του οικονομικού περιβάλλοντος. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Είχα ήδη φορτωθεί πολύ περισσότερα από αυτά που άντεχα και μου αναλογούσαν. Και έφυγα, πήγα στο Βελιγράδι. Εργάστηκα εκεί.

Β.Τ.:

Πότε περίπου;

Λ.Λ.:

Έφυγα το ‘12 και γύρισα το ‘15. Εργάστηκα εκεί για μία αγγλική εταιρεία και, εν συνεχεία, επέστρεψα στην Αθήνα και εκεί γύρω στο ‘17, γύρισα στη Λάρισα και ξανάπιασα το νήμα της ζωής μου από την αρχή ξεκινώντας δραστηριότητα παροχής υπηρεσίας και παράλληλα ξανά επανατοποθετήθηκα μέσα στους φορείς που με ενδιέφεραν και στον εμπορικό σύλλογο και στο επιμελητήριο και στην ομοσπονδία των εμπόρων και στην ΕΣΕ και σε όλα αυτά. Και εξακολουθώ να είμαι ενεργή και δραστήρια. Ήμουνα υποψήφια για περιφερειακή σύμβουλος την προηγούμενη φορά με τον νυν περιφερειάρχη, τον κύριο Αγοραστό. Θα ξαναείμαι και τώρα. Κατάφερα την προηγούμενη φορά να συγκεντρώσω δυόμιση χιλιάδες ψήφους. Σημάδι ότι ο κόσμος με εκτιμά και με τιμά. Θα ξαναείμαι και τώρα. Είμαι γενική γραμματέας στον «Σύνδεσμο Πελοποννησίων» τώρα και προσφέρω στον πολιτισμό. Κάνω αρκετά πράγματα, κάνω αρκετά πράγματα.

Β.Τ.:

Κάποια οικονομική βοήθεια από το κράτος στους επιζώντες δεν υπήρξε;

Λ.Λ.:

Όχι όχι, απολύτως τίποτα. Απολύτως τίποτα. Και βέβαια αυτό το ζοφερό σημείο της… Αυτής της διαδρομής δεν κάθισα να το ψάξω η αλήθεια είναι, διότι ούτε μήνυση έκανα, διότι εμένα η καθημερινότητά μου ήταν βαριά. Έκανα έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό με την «Ρικομέξ» εγώ με δική μου πρωτοβουλία, γιατί και το γεγονός ότι θα έπρεπε όλα αυτά να τα ανακαλώ στη μνήμη μου με το ζόρι μού ήταν πάρα πολύ βαριά και το γεγονός ότι ήταν και χρονοβόρα και χωρίς και αποτέλεσμα και κοστοβόρα, βέβαια, και χωρίς αποτέλεσμα.

Β.Τ.:

Όταν βλέπετε τέτοια αντίστοιχα περιστατικά σεισμών που συμβαίνουν ανά τον κόσμο, σας έρχεται στο μυαλό η δική σας εικόνα;

Λ.Λ.:

Κοιτάξτε, η τελευταία φορά που μίλησα για τον… Για την περιπέτειά μου ήταν με το πρόσφατο σεισμό στην Τουρκία, τον οποίο τον παρακολουθούσα και εγώ, όπως και οι άλλοι άνθρωποι που δεν είχαν την εμπειρία την δική μου, διότι πρώτον δεν ήθελα να γυρίσω το κεφάλι μου από την άλλη, διότι το γύρναγα δεν το γύρναγα αυτά συμβαίναν. Και το δεύτερο, γιατί για μένα ήταν ψυχοθεραπεία ακόμη μία φορά αυτό βλέποντας τους ανθρώπους να σώζονται και να σώζονται ύστερα από ώρες και ώρες και ώρες. Βέβαια, κάθε φορά κατέληγα σε ό, τι εικόνα ζοφερή έβλεπα ότι να τους λυπηθεί ο Θεός και να μην ταλαιπωρηθούν, να φύγουν ανθρώπινα.

Β.Τ.:

[00:35:00]Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Λ.Λ.:

Δεν νομίζω ότι θα ήθελα να προσθέσω κάτι άλλο σχετικά με το συμβάν. Όμως, η αλήθεια είναι ότι ένα σημείο που θα ήθελα να σταθώ είναι το γεγονός ότι είμαστε ανεκπαίδευτοι για τις κρίσεις, είμαστε ανέτοιμοι για τις κρίσεις και, ίσως, εδώ η πολιτεία έχει ξεκινήσει σιγά-σιγά. Όμως, η βούληση της πολιτείας είναι το μικρότερο κομμάτι σε αυτές τις ιστορίες. Θα πρέπει οι κοινωνίες να οργανωθούν. Θα πρέπει οι δήμοι, οι συνοικίες, ο καθένας μας με τη δική του συνδρομή να είναι έτοιμος για την στιγμή της κρίσης. Εάν συμβεί κάτι στη Λάρισα, οι πρώτες ώρες, ίσως και μέρες, θα είναι ένα χάος, γιατί κανένας δεν θα ξέρει πού να πάει και τι να κάνει. Ακόμη κι εμείς εδώ, Θεός φυλάξοι, αν συμβεί κάτι, δεν θα ξέρουμε πού θα βρούμε τους δικούς μας. Δεν έχουμε εκπαίδευση, είναι πολύ σοβαρό και πολύ σημαντικό αυτό. Και ίσως θα πρέπει δειλά-δειλά και οι άνθρωποι που έχουν την τεχνογνωσία και οι άνθρωποι που έχουν σαν εμένα που έχουμε περάσει από τέτοιες περιπέτειες να μπορούμε να συνδράμουμε. Η αλήθεια είναι ότι εγώ ένιωσα την ανάγκη να συνδράμω στο Πυροσβεστικό Σώμα και ιδιαίτερα στην ΕΜΑΚ βοηθώντας αθόρυβα να βρίσκουμε χρηματοδότες, να παίρνουν εξοπλισμούς και λοιπά υλικά, διότι η λιτότητα που περάσαμε τα τελευταία χρόνια τους βρήκε κι αυτούς με προβλήματα. Παράλληλα, όμως, έδωσα δύο φορές μία τύπου διάλεξη σε ανθρώπους της πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ να ακούσουν οι πυροσβέστες πώς βιώνει ένα θύμα την διάσωση του από εκείνους. Και ομολογώ ότι και οι ίδιοι σοκαρίστηκαν από το πόσες λεπτομέρειες μπορούσα να θυμάμαι εγώ, ακόμη και από το τι φόραγε ο διασώστης μου. 

Β.Τ.:

Όταν έγινε ο σεισμός, τώρα τελευταία στη Λάρισα, το 2021 τον Μάρτιο, Τον ζήσατε; Ήσασταν εδώ;

Λ.Λ.:

Ναι, ναι. Ήμουν στο σπίτι μου. Έχω φτιάξει σάκο επιβίωσης δίπλα στην πόρτα μου. Πήρα το σκυλάκι μου αγκαλιά, αλλά για μία ακόμη φορά ήμουν τυχερή, διότι είχε έρθει ένας φίλος μου πυρόσβεσης στο σπίτι, ο οποίος μου επιδιόρθωνε ένα ντουλάπι και ο όποιος ένιωσε τον σεισμό, ήρθε με τράβηξε, μπήκαμε κάτω από το κάσωμα της πόρτας. Μετά εγώ πήρα το σακίδιό μου, τον σκύλο μου και βγήκα στο διάζωμα του δρόμου.

Β.Τ.:

Το είχατε δηλαδή έτοιμο;

Λ.Λ.:

Έχω έτοιμο σάκο επιβίωσης.

Β.Τ.:

Από πάντα;

Λ.Λ.:

Ναι, έχω σάκο επιβίωσης, έχω ναι.

Β.Τ.:

Το ξεκινήσατε να φανταστώ λόγω του περιστατικού που σας συνέβη.

Λ.Λ.:

Βεβαίως, ναι ναι. 

Β.Τ.:

Για να είστε πάντα έτοιμη.

Λ.Λ.:

Ναι, βέβαια. Βέβαια, βέβαια. Ήταν, βέβαια, καλός ο καιρός, άρα παρόλα ταύτα, εγώ ήμουν έτοιμη, αν χρειαστεί, να διανυκτερεύσω και έξω. Το σπίτι μου άντεξε, γιατί θα άντεχε και το βράδυ γύρισα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα, παρόλο τους μετασεισμούς. 

Β.Τ.:

Από εκείνη η μέρα… Από εκείνη τη μέρα δηλαδή τα σκέφτεστε πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Ακόμη δηλαδή και για το πώς θα φτιάξετε το σπίτι σας; Να είναι ανθεκτικό;

Λ.Λ.:

Το σπίτι ήταν φτιαγμένο έτσι κι αλλιώς και ήταν ανθεκτικό. Έχω από τότε… Έχω απομακρύνει βαριά αντικείμενα. Δεν έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου βαριά κάδρα, βιβλία και λοιπά. Αλλά το πιο ουσιαστικό είναι ότι άλλαξα τρόπο σκέψης για όλα. Θεωρώ, ήσσονος σημασίας τα μικρά πράγματα και κάθομαι και ασχολούμαι μόνο με τα σημαντικά πράγματα της ζωής. Βλέπω τη ζωή με άλλα μάτια.

Β.Τ.:

Αν σας δινόταν η ευκαιρία να αλλάξετε όλη αυτήν την κατάσταση και να μη συνέβαινε. Έχετε νιώσει ποτέ ότι δεν θα θέλατε να συμβεί αυτό το περιστατικό;

Λ.Λ.:

[00:40:00]Όχι, όχι. Και δεν είναι μοιρολατρική η απάντηση που δίνω, έτσι; Θεωρώ ότι στη διαδρομή της ζωής μας, έχουμε και καλά και κακά και τα έχει όλα η ζωή. Στον καθένα συμβαίνει κάτι, κάτι δυνατό. Και για τον καθένα, το κάτι δυνατό είναι εντελώς διαφορετικό, έτσι; Διότι υπήρξαν πολλές φορές στη διαδρομή αυτών των χρόνων που συναντήθηκα με ανθρώπους που ξεκίνησα να τους λέω το δικό μου θέμα και να ακούω κάτι πιο τρομερό από απέναντι. Και να νιώθω σαν να τους έλεγα εγώ ότι δεν είχα παπούτσια κι αυτοί να μου αφηγούνται ότι δεν έχουν πόδια. Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Όπως δεν το σκέφτηκα ποτέ ότι αυτό που μου συνέβη ήταν τιμωρία. Η ζωή είναι αυτό το όμορφο δώρο που μας δόθηκε, που θα πρέπει κι εμείς να το αντιμετωπίζουμε ως όμορφο δώρο. 

Β.Τ.:

Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ.

Λ.Λ.:

Και εγώ σας ευχαριστώ.